Η μόνη από τις πλατωνικές επιστολές που θεωρείται, από τους περισσότερους μελετητές, γνήσια. Περιγράφει τη σικελική περιπέτεια του Πλάτωνα, αλλά εμπεριέχει και μια βαρυσήμαντη φιλοσοφική παρέκβαση.
Το περιεχόμενο της επιστολής
Η 7η Επιστολή απευθύνεται στους «συγγενείς και τους φίλους του Δίωνα», οι οποίοι είχαν ζητήσει τις συμβουλές του Πλάτωνα για τη σωστή πολιτική διακυβέρνηση. Έχει προηγηθεί ο θάνατος του Δίωνα το 354 π.Χ., στην,επιτυχημένη τελικά, προσπάθειά του να ανατρέψει τον Διονύσιο στις Συρακούσες. Οι οπαδοί του λοιπόν, έχοντας πλέον πρόσβαση στην εξουσία, απευθύνονται στον Πλάτωνα ζητώντας του καθοδήγηση.Αν λοιπόν η 7η Επιστολή είναι γνήσια θα πρέπει να γράφηκε γύρω στο 353.
Η απάντηση του Πλάτωνα είναι περισσότερο ένας απολογισμός των σικελικών του ταξιδιών και των κινήτρων του, και λιγότερο ένα σαφές πρόγραμμα πολιτικής οργάνωσης. Επί της ουσίας ο Πλάτων επαναλαμβάνει το δίδαγμα της Πολιτείας , ότι ελπίδα στις πόλεις υπάρχει μόνο όταν η εξουσία και η φιλοσοφική γνώση συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο. Η Επιστολή δεν προσφέρει στοιχεία για τη πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα, αλλά είναι πολύτιμη για τη βιογραφία του. Από το κείμενο αυτό αντλούμε όσες πληροφορίες έχουμε για τη στάση του νεαρού Πλάτωνα απέναντι στους Τριάκοντα αλλά και για τη σταθερή του απόφαση να μην περιοριστεί στην καθαρή θεωρία, και να προσπαθήσει να συνδέσει θεωρία και πράξη. Αυτή η απόφαση τον έφερε τρεις φορές στη Σικελία, και μάλιστα σε ώριμη ηλικία αφού το τρίτο ταξίδι έγινε το 361 π.Χ., και η ίδια απόφαση ίσως τον οδήγησε να ιδρύσει την Ακαδημία.
«Eκείνο που βάρυνε στη σκέψη μου ήταν ότι, αν επρόκειτο κάποτε να επιχειρήσω να εφαρμόσω όσα είχα σκεφτεί για τους νόμους και την πολιτεία, η δοκιμή έπρεπε να γίνει τώρα… Ξεκίνησα λοιπόν από την πατρίδα μου κυρίως γιατί ντρεπόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό, μήπως φανεί ότι δεν είμαι παρά μόνο σκέτη θεωρία και ότι ουδέποτε επιλέγω να καταπιαστώ με κάποια πράξη».7η Eπιστολή, 328b-c
«Αν δεν συμβεί αυτό, ή να κυβερνήσουν στις πολιτείες οι φιλόσοφοι ή να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία αυτοί που τώρα ονομάζουμε βασιλείς και δυνάστες, έτσι ώστε η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία να συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο,… δεν θα έχουν τελειωμό οι συμφορές στις πολιτείες ούτε ακόμη και στο ανθρώπινο γένος, κι ούτε τούτο το πολίτευμα που περιγράψαμε στη θεωρία θα λάβει πραγματική υπόσταση και θα βγει στο φως του ήλιου». Πολιτεία 473cd
Η φιλοσοφική παρέκβαση
Η 7η επιστολή θα συμπλήρωνε απλώς τα στοιχεία που μας δίνει ο Πλάτων στις υπόλοιπες επιστολές του, αν δεν εμπεριείχε μια μακρά και σημαντική φιλοσοφική παρέκβαση. Αφορμή για την παρέκβαση δίνει ο ισχυρισμός του Διονυσίου ότι γνωρίζει από πρώτο χέρι την ουσιαστική φιλοσοφική διδασκαλία του Πλάτωνα.
Ο Πλάτων λοιπόν ξαναπιάνει το νήμα του Φαίδρου , για την υπεροχή της προφορικότητας έναντι της γραφής, τώρα όμως κάνει ένα βήμα παραπάνω. Αφού δηλώσει ότι για την ίδια την ουσία των όντων δεν έχει γράψει ποτέ κανένα σύγγραμμα ούτε σκοπεύει να γράψει, θα το χαρακτηρίσει «ουδαμως ρητόν», αδύνατον να εκφραστεί επαρκώς όχι μόνο σε γραπτή αλλά και σε λεκτική μορφή (341c). Ως πραγματικό δρόμο της φιλοσοφίας θα σκιαγραφήσει μια πορεία ζωής, επίπονη, καθημερινή και μακρόχρονη, μια πορεία με οδηγό έναν γνώστη, μια κοινή αναζήτηση, που μπορεί να οδηγήσει τελικά στον ξαφνικό φωτισμό (εξαίφνης) της ψυχής του ανθρώπου (341cd). H πορεία αυτή είναι συνεχής γνωστική διερεύνηση και έλεγχος, ανάβαση και κατάβαση, σε μορφές λόγου, παραστάσεις και έννοιες (ονόματα, ορισμοί, είδωλα, γνώσεις ) που έχουν εξ ορισμού εγκλωβιστεί στην αδυναμία της γλωσσικής έκφρασης, στην εγγενή της αβεβαιότητα, και είναι επομένως καταδικασμένες να μιλούν για το ποιόν των όντων και όχι για την ουσία τους (343e). O εγκλωβισμός αυτός σε μορφές λόγου που είναι από τη φύση τους ελαττωματικές μπορεί ενδεχομένως να διαρραγεί μόνο αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Πρέπει πρώτα απ’ όλα η γνωρίζουσα ψυχή να έχει φυσική συγγένεια προς τα υψηλά αντικείμενα της έρευνάς της, να έχει τις κατάλληλες διανοητικές δυνατότητες, να είναι αφοσιωμένη στον σκοπό της (344ab). Aν διαθέτει αυτά τα εφόδια, πρέπει τότε να εξαντλήσει τις δυνατότητες της διαλεκτικής μεθόδου , μιας μεθόδου που στηρίζεται στις ερωτήσεις και απαντήσεις, όπου κάποιος διέρχεται όλες τις ατελείς γνωστικές μορφές, υποβάλλοντας σε «ευμενείς» και «άνευ φθόνου» «ελέγχους» την αλήθεια τους (243e-344b). Τότε μπορεί να αναδυθεί στην ψυχή του μανθάνοντος η αληθινή γνώση των όντων και έκτοτε να διατηρηθεί ζωντανή.
Υπάρχει επομένως ένας δύσκολος δρόμος για την πραγματική γνώση. Η γνώση αυτή προδίδεται όταν επιχειρήσουμε να της δώσουμε λεκτική έκφραση, εξαιτίας της αδυναμίας των λόγων. Μια τέτοια ρητή έκθεση, που θα αποσκοπούσε στην αποκάλυψη της ουσίας των όντων, θα ήταν εξ ορισμού ευάλωτη στον έλεγχο, ειδικά στον κακόπιστο και εριστικό έλεγχο.
O τονισμός του άρρητου χαρακτήρα της πραγματικής γνώσης μπορεί να οδηγήσει στη μυστικιστική ανάγνωση της φιλοσοφικής παρέκβασης της 7ης Eπιστολής. Θα μπορούσε κανείς, δίνοντας βάρος σε εκφράσεις του κειμένου που έχουν μια αποκαλυπτική χροιά, να θεωρήσει ότι ο Πλάτων υπονοεί ότι η πραγματική γνώση είναι άμεση, ενορατική, αδιαμεσολάβητη από τους «λόγους». Μια τέτοια ανάγνωση όμως παρακάμπτει την έμφαση του κειμένου στην επίπονη, καθημερινή διανοητική προσπάθεια και στη λειτουργικότητα των ορθών διαλεκτικών και ελεγκτικών μηχανισμών. Δεν υπάρχει ανθρώπινη γνώση έξω από τους «λόγους» αυτό είναι το νόημα του πλατωνισμού που διατυπώνεται με σαφήνεια στον Φαίδωνα (99d). Οι λόγοι, παρά την εγγενή τους παθολογία, είναι συνυφασμένοι με την ανθρώπινη μοίρα . Το ουσιαστικό φιλοσοφικό λάθος, κατά τον Πλάτωνα, συνίσταται στο να θεωρήσει κανείς ότι η πραγματική γνώση μπορεί να παγιωθεί σε ένα σταθερό σύστημα, σε ένα οριστικό δόγμα - που κατ’ ανάγκην θα έχει λεκτική μορφή.
Η γνησιότητα της 7ης Επιστολής
Δεν υπάρχει ομοφωνία των μελετητών για τη γνησιότητα της 7ης Eπιστολής ― αν και οι περισσότεροι την θεωρούν γνήσια. Η γλώσσα της δείχνει να έχει μεγάλη κοινότητα με τη γλώσσα των Νόμων . Και οι φιλοσοφικές θέσεις που εκφράζονται στην παρέκβαση αποτελούν σαφώς συνέχεια των αντίστοιχων θέσεων του Φαίδρου. Ο προβληματισμός ανακύπτει αφενός από το γεγονός ότι φαίνεται άκαιρη μια τόσο βαρυσήμαντη φιλοσοφική παρένθεση σε συμφραζόμενα μη φιλοσοφικά (οι οπαδοί του Δίωνα ήταν σε θέση να αντιληφθούν τα λεγόμενα του Πλάτωνα;), και αφετέρου η αιτιολόγηση της «αποχής» του Πλάτωνα από τη γραφή είναι εδώ περισσότερο ρητή και εμφατική από όσο θα ανέμενε κανείς.Ακόμη όμως και αν διατηρήσει κανείς επιφυλάξεις για τη γνησιότητά της 7ης Επιστολής, θα πρέπει να παραδεχτεί ότι πρόκειται για ένα κείμενο πολύ κοντά στην ουσία της πλατωνικής φιλοσοφίας.
Η εβδόμη Επιστολή συνδέεται τόσο στενά με την ιστορία της Σικελίας στο 1ο ήμισυ του 4ου αιώνος, ώστε για την κατανόηση της υποθέσεως της, του μύθου της, είναι απολύτως αναγκαία μια σύντομη επισκόπηση της σικελικής ιστορίας της περιόδου αυτής.
Όταν πρωτοήρθε ο Πλάτων στη Σικελία, το 388, κυβερνήτης του κράτους των Συρακουσών ήταν ο Διονύσιος ο πρεσβύτερος. Ο Διονύσιος, που άρχισε τη σταδιοδρομία του ως απλός αξιωματικός του στρατοί) των Συρακουσών, κατώρθωσε, με τη στρατιωτική ικανότητα πού έδειξε στον Καρχηδονιακό πόλεμο του 410-405 και με την πολιτική του επιτηδειότητα, ν’ αναδειχθεί και να γίνει πρώτα ένας από τους δέκα στρατηγούς και λίγο αργότερα, όταν οι συστράτηγοί του, κατηγορούμενοι απ’ τον ίδιον ως υπεύθυνοι για κάποιον αποτυχία των Συρακοσίων στον Καρχηδονιακό πόλεμο, καθαιρέθηκαν απ’ την εκκλησία του δήμου, να του ανατεθεί η διεξαγωγή του πολέμου και η διακυβέρνηση του κράτους. Έτσι ο Διονύσιος έγινε ουσιαστικά δικτάτωρ, αν και τυπικά απέφευγε ν’ αλλάξει τη μορφή του πολιτεύματος, αφού ούτε ο ίδιος πήρε τον τίτλο του τυράννου ή του βασιλέως, ούτε την εκκλησία του δήμου και τη βουλή κατήργησε.
Ο Διονύσιος, ικανώτατος στρατηγός και επιτήδειος πολιτικός (η λέξη φυσικά με τη στενή έννοια που έχει και σήμερα και όχι εκείνη που θέλει να της δώσει ο Πλάτων), κατώρθωσε με επανειλημμένους πολέμους εναντίον των Καρχηδονίων της Σικελίας και των πόλεων της Κάτω Ιταλίας, με την ίδρυση αποικιών στα παράλια της Αδριατικής και με τη σύναψη ευνοϊκών γι’ αυτόν συνθηκών, να επεκτείνει εδαφικώς και να ενισχύσει το κράτος του τόσο, ώστε να το καταστήσει μια απ’ τις μεγάλες δυνάμεις, Ίσως τη μεγαλύτερη ελληνική δύναμη της εποχής του. Η σημασία του έγκειται κυρίως στο ότι απέτρεψε από τον ελληνισμό της Δύσεως τον Καρχηδονιακό κίνδυνο, που τον απείλησε στην τελευταία δεκαετία του 5ου αιώνος
Με τον εξαιρετικά δυνατό και ικανόν αυτόν πολιτικό, που όμως τη δύναμη και την ικανότητα του χρησιμοποίησε για καθαρώς εξωτερικά επιτεύγματα και που ήταν, για να χρησιμοποιήσω όρους και διακρίσεις πλατωνικές, μόνον πολιτικός, όχι και φιλόσοφος1, δεν ήταν δυνατόν να έρθει σε ουσιαστική και γόνιμη επαφή ο Πλάτων. Γνώρισε όμως κατά τη διάρκεια της πρώτης του διαμονής στας Συρακούσας και συνδέθηκε στενά με το Δίωνα, και η γνωριμία αυτή υπήρξε εξαιρετικά σημαντική και για την ατομική του ζωή, και για την κατοπινή παιδαγωγική και πολιτική του δράση2. Ο Δίων ανήκε σε μια από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες οικογένειες των Συρακουσών ήταν γιος του πολιτικού συνεργάτη και φίλου του Διονυσίου του πρεσβυτέρου Ιππαρίνου και είχε συνδεθή με στενούς συγγενικούς δεσμούς προς το Διονύσιο3. Ό Δίων υπήρξε ο πρώτος μαθητής του Πλάτωνος, αληθινά άξιος μαθητής και όχι απλώς θαυμαστής του. Η γνωριμία του με τον Πλάτωνα και τη φιλοσοφία του τον έκανε να θέσει ως σκοπό της ζωής του την πραγματοποίηση μέσα στο κράτος των Συρακουσών του πλατωνικού πολιτικού ιδεώδους, που πρώτη του αρχή είναι η ανάγκη της συνδέσεως πολιτικής εξουσίας και πνευματικής και ηθικής αρετής (αυτή είναι η αρετή του φιλοσόφου) στο ίδιο πρόσωπο. Το ιδεώδες αυτό ζήτησε να πραγματοποιήσει ο Δίων με τη βοήθεια του Πλάτωνος, πρώτα στο πρόσωπο του Διονυσίου του νεωτέρου (γιου και διαδόχου του πρεσβυτέρου Διονυσίου) προσπαθώντας να ξυπνήσει στον θέσει πολιτικό αρχηγό τη φιλοσοφική φύση που νόμιζε πως είχε (αυτό είναι το νόημα και αυτή την αποστολή έχουν τα δύο τελευταία ταξίδια του Πλάτωνος στη Σικελία), κι’ έπειτα, όταν είδε την αδυναμία του Διονυσίου, ζητώντας να γίνει ο ίδιος, που ήταν με την πλατωνική σημασία του όρου φιλόσοφος, και πολιτικός αρχηγός (κι’ αυτό είναι το νόημα της εκστρατείας και του κινήματος του Δίωνος εναντίον του Διονυσίου).
Το 367 πέθανε ο Διονύσιος ο πρεσβύτερος και ανέλαβε την εξουσία ο νεώτερος Διονύσιος, γιος του από τη δεύτερη γυναίκα του, τη Δωρίδα. Ο Διονύσιος ο νεώτερος είχε σε μεγαλύτερο βαθμό τα ελαττώματα του πατέρα του, χωρίς να έχει και τα προτερήματα εκείνου, και τις φυσικές του αδυναμίες είχε ενισχύσει σκόπιμα η ανατροφή του από το Διονύσιο τον πρεσβύτερο, που φοβούμενος μήπως στο πρόσωπο του γιου του γεννηθεί ένας επικίνδυνος πολιτικός αντίπαλος, και θέλοντας να προλάβει ένα παρόμοιο κίνδυνο, απομόνωσε το Διονύσιο και τον κράτησε μακρυά από την πολιτική ζωή και από κάθε τι που θα μπορούσε να αναπτύξει το πνεύμα και το χαρακτήρα του4.
Τη μεγαλύτερη επιρροή στο Διονύσιο, που, εντελώς άπειρος καθώς ήταν στα πολιτικά πράγματα, είχε απόλυτη ανάγκη ενός συμβούλου και οδηγού, είχε στην αρχή ο Δίων. Αμέσως μετά την ανάληψη της πολιτικής εξουσίας από το νέο τύραννο, ο Δίων, ελπίζοντας πως θα ήταν δυνατόν στο πρόσωπο του ανώριμου και γι’ αυτό ακριβώς εύπλαστου Διονυσίου να πραγματοποιηθεί με την κατάλληλη καθοδήγηση και διαπαιδαγώγηση το ιδεώδες του φιλοσόφου βασιλέως, και πιστεύοντας πως ο καταλληλότερος για το έργο της φιλοσοφικής διαπαιδαγωγήσεως του νεαρού ηγεμόνος ήταν ο Πλάτων, — την παιδαγωγική του δύναμη είχε δοκιμάσει ο ίδιος ο Δίων στον εαυτό του, — έπεισε το Διονύσιο να τον καλέσει στας Συρακούσας. Και ο Πλάτων, που είδε, καθώς λέει στην 7. Επιστολή 328 b.c., ότι δεν ήταν δυνατόν να παρουσιασθεί καταλληλότερη ευκαιρία για την πραγματοποίηση του πολιτικού του ιδεώδους, — και ή 7. Επιστολή δείχνει αρκετά πόση σημασία έδινε ο Πλάτων στην πραγματοποίηση αυτή και πόσο φοβούνταν τον τίτλο του απομακρυσμένου από την πραγματικότητα και ανίκανου για δράση θεωρητικού, — ο Πλάτων λοιπόν επεχείρησε έτσι το 367, σε ηλικία 60 ετών, το δεύτερο του ταξίδι στη Σικελία. Ο Διονύσιος δέχθηκε και συναναστράφηκε στην αρχή τον Πλάτωνα με υπερβολικές εκδηλώσεις θαυμασμού και πίστεως σ’ αυτόν και τις ιδέες του5. Αλλά οι πολιτικοί αντίπαλοι του Δίωνος, που ήταν αρκετά έξυπνοι, ώστε να διίδουν την πολιτικότητα των σκοπών του Δίωνος και του Πλάτωνος και επομένως τον κίνδυνο που διέτρεχε η δική τους πολιτική υπόσταση, κατώρθωσαν να εμπνεύσουν στο Διονύσιο δυσπιστία και προς τους δύο. Κι’ έτσι, λίγους μήνες μετά την άφιξη του Πλάτωνος στάς Συρακούσας, ο Διονύσιος εξώρισε το Δίωνα, που έφυγε τότε για την Ελλάδα, και αιχμαλώτισε ουσιαστικά τον Πλάτωνα, εγκαθιστώντας τον μέσα στην ακρόπολη των Συρακουσών, οπού ζούσε και ο ίδιος, μόνος του, φρουρούμενος από τους σωματοφυλακές του. Υπό τέτοιους ορούς δεν μπορούσε φυσικά να γίνεται πλέον λόγος για ουσιαστική πνευματική επαφή και επίδραση του φιλοσόφου στο Διονύσιο. Λίγο αργότερα, ο Πλάτων κατώρθωσε να τον πείσει να τον αφήσει να φύγει.
Μια τελευταία προσπάθεια επαφής προς το Διονύσιο, που αντιπροσωπεύει το τρίτο ταξίδι του Πλάτωνος στη Σικελία (361-360), — ταξίδι πού επεχείρησε περισσότερο χάρις στην παρακίνηση του Δίωνος και των Πυθαγορείων της Κάτω Ιταλίας, παρά από προσωπική του πίστη στη δυνατότητα της πραγματοποιήσεως των πολιτικών σχεδίων, — απέτυχε όπως η προηγούμενη.
Η αδυναμία του Διονυσίου να ενσαρκώσει το ιδεώδες του φιλοσόφου βασιλέως έγινε πλέον και στον υπερβολικά αισιόδοξο Δίωνα φανερή. Με τη βοήθεια φίλων του από την Ακαδήμεια και άλλων, ο Δίων οργανώνει και επιχειρεί το 357 εκστρατεία εναντίον του Διονυσίου με το σκοπό να του αφαιρέσει την αρχή και ν’ αναλάβει ο ίδιος τη διαρρύθμιση της πολιτείας και την κυβέρνηση του κράτους των Συρακουσών. Η εκστρατεία πέτυχε και ο Δίων ανέλαβε την εξουσία, αλλά προτού προφθάσει να πραγματοποιήσει ολοκληρωτικά το πολιτικό του ιδεώδες, δολοφονήθηκε: Ένας από τους φίλους του που τον βοήθησαν στην επιστροφή του στη Σικελία και στον αγώνα του εναντίον του Διονυσίου, ο Κάλλιπος, οργάνωσε εναντίον του συνωμοσία και τον σκότωσε το 354∙ ο ίδιος ανέλαβε την κυβέρνηση του κράτους. Οι οπαδοί του Δίωνος κατέφυγαν τότε στους Λεοντίνους και αρχηγός τους έγινε ο Ιππαρίνος, γιος του Διονυσίου του πρεσβυτέρου και της Αριστομάχης. Ενώ ο Κάλιππος πολεμούσε στην Κατάνη, ο Ίππαρίνος κατέλαβε τας Συρακούσας (353) και πήρε στα χέρια του την αρχή. Τότε οι οπαδοί του Δίωνος, που για πρώτη φορά μετά το θάνατο του ανέλαβαν την πολιτική εξουσία, απευθύνθηκαν στον Πλάτωνα, το φυσικό αρχηγό τους, ζητώντας να τους καθοδηγήσει στην πολιτική τους δράση· σ’ αυτή την παράκληση απαντώντας, γράφει ο Πλάτων την 7. Επιστολή6. Αλλά ή πολιτική συμβουλή προς τους οπαδούς του Δίωνος δεν είναι ουσιαστικά ο μόνος, ούτε ίσως ο κύριος σκοπός της 7. Επιστολής. Είναι γνωστό από υπαινιγμούς πού γίνονται στην ίδια την Επιστολή7, ότι τα ταξίδια του Πλάτωνος στη Σικελία και οι οπαδοί που τα προκάλεσαν δεν κατανοήθηκαν καθόλου ή παρεξηγήθηκαν απ’ τους συγχρόνους του. Με την 7. Επιστολή, που το τυπικό θέμα της, η εξωτερική αφορμή της συγγραφής της, δίνει ευκαιρία στο συγγραφέα να μιλήσει για τα ζητήματα αυτά, θέλησε ο Πλάτων, μέσα στο πλαίσιο πάντοτε της πολιτικής προς τους Συρακοσίους συμβουλής και χωρίς να διασπάται η ενότης της επιστολής και η αλληλουχία των μερών της, να δώσει στους συγχρόνους του τη σωστή ερμηνεία της δράσεως του στη Σικελία. Και για το σκοπόν αυτό διηγείται την ιστορία της πνευματικής και πρακτικής του ζωής, μιλεί για τον λόγον και τον βίον του.
Έτσι η 7. Επιστολή έχει τον τύπο πολιτικής συμβουλής προς τους οπαδούς του Δίωνος, είναι όμως ουσιαστικά μια ανοιχτή επιστολή που απευθύνεται στους συγχρόνους του Πλάτωνος και κυρίως στους Αθηναίους, για να ερμηνεύσει και να δικαιώσει την πολιτική του δράση στας Συρακούσας, και ο σκοπός αυτός επιτελείται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η 7. Επιστολή θα μπορούσε να ονομασθεί η πνευματική και πολιτική αυτοβιογραφία του Πλάτωνος.
---------------------
1. Ή λέξη δεν έχει φυσικά εδώ τη σημερινή στενή έννοια∙ σημαίνει τον άνθρωπο τον ικανό και άξιο να έρθει σε επικοινωνία με τις ύψιστες πνευματικές αξίες.
2. Είναι γνωστό, ότι λίγο μετά την επιστροφή του από το πρώτο του ταξίδι ίδρυσε ο Πλάτων την Ακαδήμεια, γεγονός όχι άσχετο με την πείρα της παιδαγωγικής του δυνάμεως πού έλαβε από τη σχέση του με το Δίωνα (πρβλ. Ί. Συκουτρή, Πλάτωνος Συμπόσιον, σελ. 17*-19*) και όπως βλέπομε απ’ την 7. Επιστολή, τα δύο τελευταία ταξίδια του Πλάτωνος στη Σικελία, που είχαν σκοπό την εφαρμογή των πολιτικών του ιδεών στην πολιτεία των Συρακουσών, οφείλονται κατά ένα μεγάλο μέρος στην υποκίνηση του Δίωνος.
3. Ό Διονύσιος παντρεύτηκε την αδελφή του Δίωνος Αριστομάχη και αργότερα ο Δίων την κόρη του Διονυσίου και της Αριστομάχης Αρετή.
4. Πλουτάρχου, Δίων, 9: φύσει γάρ οὐ γεγόνει τῶν φαυλοτάτων τυράννων ὁ Διονύσιος,ἀαλλ ' ὁ πατήρ δεδοικώς, μή φρονήματος μεταλαβών καί συγγενόμενος νοῦν ἔχουσιν ἀνθρώποις ἐπιβουλεύσειεν αὐτῷ καί παρέλοιτο τήν ἀρχήν, ἐφρούρει κατάκλειστον οἴκοι, δι ' ἐρημίαν ὁμιλίας ἑτέρας καί ἀπειρίᾳ πραγμάτων, ὥς φασι, ἀμάξια καί λυχνίας καί δίφρους ξυλίνονς καί τράπεζας τεκταινόμενον.
5. Πλουτάρχου Δίων, 13: καί γάρ ἅρμα τῶν βασιλικῶν αὐτῷ (τῷ Πλάτωνι) παρέστη κεκοσμημένον διαπρεποῦς ἀποβάντι τῆς τριήρους καί θυσίαν ἐθυσενὁ ὁ τύραννος ὡς εὐτυχήματος μεγάλου τῇ ἀρχῇ προσγεγονότος... φορά δέ τις ἧν ἐπί λόγους καί φιλοσοφίαν ἁπάντων, καί τό τυραννεῖον, ὥς φασι, κονιορτός ὑπό πλήθους τῶν γεωμετρούντων κατεῖχε. Ἡμερῶν δέ ὁλίγων διαγενομένων θυσία μεν ἦν πάτριος ἐν τοῖς τυραννείοις· τοῦ δέ κήρυκας, ὥσπερ εἰώθει, κατευξαμένου διαμένειν τήν τυραννίδα ἀσάλευτον πολλούς χρόνους ὁ Διονύσιος λέγεται παρεστώς: «οὐ παύσῃ, φάναι, καταρώμενος ἡμῖν;».
6. Ή χρονολόγηση γίνεται με αρκετή ακρίβεια επί τη βάσει ωρισμένων χωρίων της Επιστολής, που δείχνουν ότι τη στιγμή πού γράφεται οι οπαδοί του Δίωνος έχουν την πολιτική υπεροχή (336e οἱ κρατήπαντες 337c οἱ νενικητότες), πράγμα που συνέβαινε από το 353 ως το 351. Μέσα σ αυτά τα χρονικά όρια και πλησιέστερα προς το 353 (ὀ Πλάτων δεν κάνει κανένα υπαινιγμό σε προηγούμενη πολιτική τους δράση, φαίνεται λοιπόν ότι η άνοδος τους στην αρχή ήταν πρόσφατη) πρέπει να έχει γραφή η 7. Επιστολή Πρβλ. Novotny, Platonis epistulae σ. 142.
7. 328c: Ταύτῃ μεν δή τῇ διανοίᾳ τε καί τόλμῃ ἀπῆρα οἴκοθεν, οὐχ ᾗ τίνες ἐδόξαζον. 330c: ὕστερον τά περί ταῦτα (τα σχετικά δηλαδή με το τρίτο ταξίδι) διέξειμι τῶν ἐπανερωτώντων ἕνεκα, τί δη βουλόμενος ἦλθον το δεύτερον. 352a: ὧν δ' ἐπανέλαβαν ἕνεκα τήν εἰς Σικελίαν ἄφιξιν τήν δευτέραν, ἀναγκαῖον εἶναι ἔδοξέ μοι ρηθῆναι δεῖν διά τήν ἀτοπίαν καί ἀλογίαν τῶν γενομένων· εἰ δ' ἄρα τινί νῦν ρηθέντα εὐλογώτερα ἐφάνη καί προφάσεις πρός τά γενόμενα ἱκανας ἔχειν ἔδοξέν τῳ, μετρίως ἄν ἡμῖν καί ἱκανῶς εἴη τά νῦν ειρημένα.
J.B. SKEMP: Για την αυθεντικότητα της Έβδομης Επιστολής
Τά τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον έχει συγκεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην Έβδομη Επιστολή, με κάποια προσοχή επίσης και στην ογδόη. Συζητείται ακόμη και η έκτη, ιδιαίτερα στο έργο του Jaeger για τον Αριστοτέλη. Ισχυρίζεται ότι καταγράφει την απομάκρυνση του Εράστου και του Κορίσκου από την Ακαδημία προς τον φίλο κυβερνήτη Ερμία τον Αταρνέα για να τον βοηθήσουν ως πολιτικοί σύμβουλοι. Οι δύο αυτοί άνδρες ήταν φίλοι του Αριστοτέλους, τότε μαθητού του Πλάτωνος στην Ακαδημία. Μετά το θάνατο του Πλάτωνος, ο Αριστοτέλης πήγε μαζί τους στην Τρωάδα. Συνεπώς η επιστολή θα μπορούσε ναχει «ανασυσταθεί», αλλά δεν υπάρχει κάποιο προφανές κίνητρο για να το κάνει κανείς, το ύφος δε δεν εξωθεί στο συμπέρασμα ελλείψεως αυθεντικότητας.1 Ωστόσο η πραγματική διαμάχη άφορα στην αυθεντικότητα της Έβδομης Επιστολής, κι εδώ υπήρξαν μερικές συμβολές στη συνεχιζόμενη επιχειρηματολογία. Η επιστολή ισχυρίζεται ότι εστάλη από τον Πλάτωνα στους φίλους και υποστηρικτές του Δίωνος, ο οποίος είχε δολοφονηθεί στις Συρακούσες αναζητώντας, με τη βοήθεια πολλών νέων πού ανήκαν στην Ακαδημία χωρίς όμως την επιδοκιμασία του Πλάτωνος, να εξασφαλίσει την δια βίας απομάκρυνση του νέου τυράννου Διονυσίου του Β΄, τον όποιον ο Πλάτων δεν μπόρεσε να τον πείσει να κυβερνήσει σύμφωνα με τη φιλοσοφία. Ο Πλάτων είχε γνωρίσει τον Δίωνα κατά την πρώτη του επίσκεψη στη Σικελία το 387-6, και τον είχε τόσο διαποτίσει με τις φιλοσοφικές του αρχές ώστε όταν ο Διονύσιος Α΄ πέθανε το 367, ζήτησε από τον Πλάτωνα να έρθει στις Συρακούσες και να καταστήσει τον νεαρό τύραννο, τον ανιψιό του, φιλόσοφο αυτοκράτορα. Ο Πλάτων αρχίζει να εξηγεί από τη ζωή του πώς έφθασε ο Δίων να έχει τις αρχές που τότε κατηύθυναν τις πράξεις του.
Αυτό τον παρασύρει σε μια αυτοβιογραφία: εξηγεί πώς έφθασε να πιστεύει οτι οί βασιλείς πρέπει να είναι φιλόσοφοι, χάρις στίς νεανικές τους εμπειρίες από τη δημοκρατία πού έχασε τον πόλεμο με τη Σπάρτη, από τους Τριάκοντα, και από την αποκατασταθείσα δημοκρατία πού καταδίκασε τον Σωκράτη. Κατόπιν περιγράφει τη σχέση του με τον Δίωνα και την προσπάθεια του, αφού απέτυχε να «μυήσει» το Διονύσιο τον Β΄, να τον συμβιβάσει με τον Δίωνα. Το τμήμα αυτό της επιστολής είναι πιθανόν το κύριο μήνυμα, η κριτική όμως απασχολήθηκε πάντοτε με το αυτοβιογραφικό μάλλον μέρος ή με την ούτως ειπείν «φιλοσοφική εκτροπή» η οποία ακολουθεί (341 a8-345 c3). Αυτό αρχίζει όταν ο Πλάτων αποκηρύσσει ένα εγχειρίδιο που συνέθεσε ο ίδιος ο Διονύσιος, ο όποιος ισχυριζόταν ότι περιείχε την ουσία των φιλοσοφικών συζητήσεων με τον Πλάτωνα. Ο Πλάτων, αφού λέει ότι η φιλοσοφική αλήθεια δεν αναδύεται από ένα βιβλίο άλλα είναι σαν ένα φως πού αστράφτει μετά από μια συζήτηση με ικανό οδηγό, προχωρεί παρ’ όλ’ αυτά και δίνει μια περίληψη των θεωριών του. Αυτό γίνεται με μια επιδέξια πενταπλή ταξινόμηση: του ονόματος, του ορισμού, του φυσικού αντικειμένου, της εννοίας και της ιδέας — δίνοντας έτσι μιαν απάντηση στο ερώτημα πού τίθεται στον Παρμενίδη (130β): «από τι είναι οι ιδέες;» Η απάντηση πού δίνεται εδώ φωτίζει ένα στάδιο της εξέλιξης του καταλόγου των δέκα κατηγοριών του Αριστοτέλους.
Η γενική τάση στη συζήτηση της Έβδομης Επιστολής ρέπει προς μια περισσότερο κριτική και αβέβαιη στάση για τη γνησιότητα ολόκληρης της Επιστολής. Κάποτε ο Cherniss ήταν σχεδόν ο μόνος που αγωνιζόταν υπέρ της αυθεντικότητας της μεταξύ των συγχρόνων λογίων και πιθανόν η πλειοψηφία, τουλάχιστον στην ηπειρωτική Ευρώπη, δέχεται ότι πράγματι είναι αυθεντική, και ότι οι Επιστολές θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται από τον Πλάτωνα ως μέσον φιλοσοφικής διδασκαλίας. Μια τέτοια άποψη δηλώνεται σαφώς και συνοπτικώς από τον Philip Merlan, «Form and Content in Plato’s Philosophy», Journal of the History of Ideas, 8(1947), 406-30. Ο J. Souilhé στην έκδοση Bude του 1949 έχει μια ισόρροπη αλλά θετική άποψη για την αυθεντικότητα. Ο R.S. Bluck πήρε την ίδια στάση και την υποστήριξε στο «Plato’s Biography: the Seventh Letter», PhR, 58(1949), 503-9, καθώς επίσης στην έκδοση Pitt Press 7 και 8. Μια περισσότερο πρόσφατη υποστήριξη της «φιλοσοφικής εκτροπής» καθώς επίσης και ολόκληρης της επιστολής από το Kurt von Fritz. Σ’ ένα μεγάλο και σημαντικό άρθρο (Phronesis II [1966], 117-53) επιτίθεται στους κριτικούς που αρνούνται την αυθεντικότητα της εκτροπής και ολόκληρης της επιστολής: λέει πώς μόνο μια προσεκτική ανάλυση των ιστορικών που οι μαρτυρίες τους φθάνουν ως εμάς μέσω του Πλουτάρχου, του Νέπωτος και του Διόδωρου θα μπορούσε να τοποθετήσει το θέμα. Το 1968 δημοσίευσε στο Βερολίνο ένα σύντομο αλλά σημαντικό βιβλίο: Platon in Sizilien und das Problem der Philosophenherrschaft. Μπορώ ίσως ν’ αναφερθώ στην κριτική μου, ιδιαιτέρως για εκείνους πού δεν διαθέτουν καλά γερμανικά, στο CR N.S. 21(1971), 26-8. Πιστεύω πώς υπήρχε στην περίπτωση αύτη ένα κίνητρο για μια δημοσίευση με το όνομα του Πλάτωνος από ένα στενό υποστηρικτή του πού αγωνιούσε να τον υποστηρίξει. Ένα τέτοιο πρόσωπο, υπερασπίζοντας την στάση του Πλάτωνος κατά τα τελευταία γεγονότα στις Συρακούσες, θα μπορούσε νάχε προσπαθήσει να το δικαιώσει περιλαμβάνοντας μια αυτοβιογραφία βασισμένη πάνω σ’ αυτό πού πράγματι είπε ο Πλάτων ως γέρος για τις πράξεις του όταν ήταν νέος (οι γέροι το κάνουν αυτό)· και το φιλοσοφικό τμήμα μπορεί επίσης νάναι μια διατύπωση μιας κάπως «συντηρητικής» στάσης πού απεικονίζει τα θέματα τα οποία πράγματι συνεζητούντο την εποχή εκείνη στην Ακαδημία. Είναι πράγματι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς οποτεδήποτε μετά την εποχή οπού ή αποπομπή από τις Συρακοΰσες ήταν ένα «καυτό» ερώτημα, θα μπορούσε μια επιστολή να πλαστογραφηθεί από οποιονδήποτε σε μια τόσο άνιση μορφή. Προσθέτω ότι, ή ογδόη Επιστολή μπορεί αμέσως να εξηγηθεί πάνω στην ίδια βάση.
Πρέπει, ωστόσο, να καταγράψουμε δύο σημαντικές πρόσφατες κρίσεις.2 Η πρώτη είναι του Ludwig Edelstein, «Plato’s Seventh Letter» (Pilosophia Antiqua 14· Leiden, (1966), η οποία δίνει κυρίως μια ενδελεχή μελέτη της ιστορικής μαρτυρίας και πιθανότητας, και φθάνει σ’ ένα αρνητικό συμπέρασμα με μια αθροιστική μέθοδο. Η δεύτερη είναι μια ρωμαλέα έφοδος κατά της επιστολής από τον καθηγητή Norman Gulley στο Entretiens Hardi 18 (Vandoeuvres-Geneve, 1972). Ο Norman Gulley εξετάζει, από μια άλλη ιστορική μαρτυρία, κατά πόσο πήγε ποτέ ο Πλάτων για δεύτερη φορά στον Διονύσιο τον Β΄. Από μια περισσότερο φιλοσοφική πλευρά, εξετάζει κατά πόσον η συμβουλή του Πλάτωνος στον Διονύσιο να δεχθεί τον κανόνα του νόμου αντί του προσωπικού δεσποτισμού ταιριάζει με τον φιλόσοφο-πολιτικό τον υπεράνω του νόμου στον Πολιτικό (293a) και ακόμη, ως ένα ιδεώδες των Νόμων 875 c4. [Δεν με πείθει αυτό. Ο Πολιτικός βλέπει ένα μονάρχη πιστό στο νόμο ως αμέσως πιο κάτω από τον φιλόσοφο-βασιληά (302 e), και την εποχή των Νόμων ο ιδανικός φιλόσοφος-βασιληάς έχει περάσει από σοβαρή άμεση εξέταση]. Περισσότερο πειστικά, ο Galley ισχυρίζεται ότι ο έπαινος της ισονομίας της πολιτείας δικαίας και ισονόμου (326d, 336d) δεν συμβιβάζεται με την δυσφήμηση αυτής της λέξης από τον Πλάτωνα σαν σύνθημα των δημοκρατών και των ψευτοοπαδών της ισότητας (όπως στην Πολιτεία 8 561e). [Αυτό είναι σημαντικότερο, αλλά δεν γνωρίζουμε τα πολιτικά συνθήματα στίς Συρακοϋσες εκείνη την εποχή. Ένα σύνταγμα όπως εκείνο που εισηγείτο στην ογδόη επιστολή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ισονομία μολονότι στην πραγματικότητα είχε μιαν ολιγαρχική δομή.] Οι συνάδελφοι του Gulley στη Γενεύη ήταν περισσότερο επικριτικοί απ’ όσο είμαι εγώ εδώ, η σημασία όμως της μελέτης του Gulley είναι το ότι κάνει ένα νέο ξεκίνημα και παρέχει μια βασική πρόκληση στην αξίωση της αυθεντικότητας.3
-------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλέπε περαιτέρω R. Stark, Aristolelesstudien (2η εκδ. Μόναχο, 1972), 29-37. Ό E. Howald δημοσίευσε μια έκδοση με (γερμανική) εισαγωγή και μετάφραση των 6, 7 και 8 (Βέρνη, 1951). Εξηγεί γιατί θεωρεί τίς τρεις αυτές μόνο αυθεντικές, και επίσης δίνει κείμενο και μετάφραση της 2 εξηγώντας γιατί αρνείται την αυθεντικότητα της.
Μια παρόμοια υποστήριξη των 6, 7 και 8 (με ισχυρισμούς ότι οι 3, 4 και 5 έρχονται από την Ακαδημία μετά το θάνατο του Πλάτωνος) έγινε από την Marguerite Isnardi στο La Parola del Passato 10(1955), 241-73.
Oι απόπειρες να δοθεί αυθεντικότητα στην 2 δεν υπήρξαν πειστικές, μολονότι ό J.N. Findlay φαίνεται να το δέχεται. Ό Bluck (του οποίου ό σκεπτικισμός πάνω σ' αυτό είναι μέτριος
αλλά περισσότερο αξιόλογος γι’' αυτό) υπερίσχυσε του Jerry Stannard στον διάλογο στο Phronesis 5(1960) 53-5 και 140-51.
2. Ίσως θάπρεπε κανείς ν’' αναφέρει την άρνηση της ' Εβδόμης Επιστολής από τον Gilbert Ryle στο Plato's Progress (Cambridge, 1966). Μπορώ όμως να αποδεχθώ την κριτική αυτού του βιβλίου μόνο από (inter alias) τον H.J. Easterling στο CRN.!. 17(1967, 332-6.
3. θα έπρεπε ν’ αναφέρει κανείς επίσης και μια άλλη αρνητική κρίση, εκείνη του G. Misch, Α History of Autobiography in Antiquity (Αγγλ. μετάφρ. 1950) τομ. 1, 110-54: Καταλήγει ότι η Έβδόμη Επιστολή γράφτηκε από κάποιο μέλος της Ακαδημίας, όχι από τον Πλάτωνα.