Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

2.4.Β.iii.β. Ερωτική ελεγεία


Στον Μίμνερμο από την Κολοφώνα (7ος/6ος π.Χ. αι.) αποδίδουμε το ξεκίνημα της ερωτικής ελεγείας, γιατί ξέρουμε πως αγάπησε μιαν αυλητρίδα, τη Ναννώ,[1] και γιατί στους στίχους του όπου κακολογεί τα γεράματα (απόσπ. 1 W.) εύχεται να πεθάνει όταν πια δε θα γνοιάζεται για τη «χρυσή Αφροδίτη»,

κρυφές αγάπες, μειλίχια δώρα και κρεβάτι,
που είναι της νιότης άνθη ελκυστικά,
γι᾽ άντρες και για γυναίκες.


Κατά τα άλλα, στα λιγοστά αποσπάσματα που μας σώζονται, συναντούμε μυθολογικές σκηνές και ιστορικές αφηγήσεις για τους πολέμους της Κολοφώνας και της Σμύρνης εναντίον των Λυδών - ελεγείες που σωστά χαρακτηρίζονται αφηγηματικές.
-------------------------
1. Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι έδωσαν το όνομά της στο ένα από τα δύο βιβλία όπου είχαν συγκεντρώσει τα έργα του.

Ο Ξενοφώντας και η πολιτική φυσιογνωμία του Θηραμένη

Από τη στιγμή που ο Κριτίας διάλεξε το δρόμο της δημοσιότητας (ήθελε και την ψήφο της Βουλής για την εξόντωση του Θηραμένη), δε θα μπορούσε να του στερήσει το δικαίωμα να απολογηθεί μπροστά στους βουλευτές, που υποτίθεται ότι θα αποφάσιζαν για την τύχη του.

Αν είχε δράσει παρασκηνιακά, εκτελώντας τον υπογείως, και ανακοίνωνε απλώς τους λόγους που το έκανε, θα είχε αποφύγει πολλά. Με τους μαχαιροβγάλτες απ’ έξω κανείς δε θα είχε διάθεση για περιττές ερωτήσεις.

Από τη στιγμή που ο Κριτίας συγκάλεσε του Βουλή, έπρεπε να γνωρίζει ότι στην ουσία ήταν σαν να προκαλεί το Θηραμένη σε μια δημόσια αναμέτρηση. Κι αυτές οι ενέργειες κρίνονται επικίνδυνες. Ο Κριτίας, εφόσον δεν έδρασε παρασκηνιακά, έπρεπε ή να έχει συνεννοηθεί με τους βουλευτές, ώστε να είναι απολύτως βέβαιος ότι θα καταδικάσουν το Θηραμένη, ή να έχει διατάξει τους τραμπούκους να εισβάλουν στη Βουλή και να τον λιντσάρουν χωρίς καν να τον αφήσουν να μιλήσει, ώστε την ευθύνη να την αναλάβουν οι «αγανακτισμένοι πολίτες». Δεν τα ζύγιασε καλά τα πράγματα ο Κριτίας. Και τώρα έπρεπε να ανεχτεί την αγόρευση του Θηραμένη μέσα στη Βουλή.

Ο Θηραμένης δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ξεκίνησε το λόγο του από την υπόθεση της εγκατάλειψης των ναυαγών που οδήγησε τους στρατηγούς σε εκτέλεση: «Πρώτ’ από όλα, άνδρες, θ’ αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία – ότι τάχα εγώ, με την καταγγελία μου, οδήγησα τους στρατηγούς στο θάνατο. Όμως είναι γνωστό ότι δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ· εκείνοι ισχυρίστηκαν πως ενώ με πρόσταξαν δεν περιμάζεψα τ’ άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δεν μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα – άσε πια να σώσει τους ναυαγούς – κι η πόλη με πίστεψε. Εκείνοι, αντίθετα, κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους, γιατί, ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν». (2,3,35).

Φυσικά, για τους κλακαδόρους που επιστράτευσε προς διαμόρφωση της κοινής γνώμης ούτε λόγος. Όπως σιωπή και στο γεγονός ότι είχε συμφέρον να καταδικαστούν, γιατί, αν κρίνονταν αθώοι, η υπόθεση θα μετακυλούσε σ’ αυτόν. Οι στρατηγοί, λιγότερο πονηροί από εκείνον, προσπάθησαν με ένα έγγραφο που δεν ανέφερε το όνομά του να μη δώσουν στο θέμα διαστάσεις που δεν υπήρχαν. Τις διαστάσεις τις έδωσε εκείνος, εξυπηρετώντας (προφανώς) προσωπικές φιλοδοξίες.

Το ότι οι Αθηναίοι μετάνιωσαν για την απόφαση αυτής της δίκης καταδεικνύει πολλά. Ο Θηραμένης, όπως έριξε και τότε την ευθύνη στους στρατηγούς για την έλλειψη φροντίδας των ναυαγών, έτσι τη ρίχνει και τώρα, επειδή δεν υπερασπίστηκαν σωστά τον εαυτό τους. Το ότι εξαιτίας αυτής της κακής υπεράσπισης σώθηκε ο ίδιος δε χρειάζεται να αναφερθεί. Η διαστροφή των γεγονότων, η αποσιώπηση, η επιλεκτικότητα και το θράσος είναι τα κύρια γνωρίσματα των δημαγωγών.

Θα κάνει τα ίδια και με την υπόθεση του πραξικοπήματος του 411 π. Χ. στο οποίο είχε πρωταγωνιστήσει: «Όσο για το άλλο που είπε, ότι τάχα στάθηκα πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και τούτο: το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, καθώς ξέρετε, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι καθόλου δε μαλάκωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, τον Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στο μώλο» (δηλαδή στον Πειραιά) «ένα οχυρό όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς, για να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης. Όταν κατάλαβα το σχέδιο, τους εμπόδισα – αυτό μήπως λέγεται προδοσία προς τους φίλους;» (2,3,45-46).

Αναφέρει ότι «το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν όλοι οι δημοκρατικοί» προφανώς για να μετριάσει τις ολιγαρχικές του τάσεις. Σαν να μην ήταν η ψήφος αποτέλεσμα εκβιασμού, αφού μόνο έτσι θα υπέκυπταν οι Αθηναίοι σε μια ολιγαρχία, ή σαν να μην είχαν ψηφίσει και το τωρινό καθεστώς, επίσης σε συνθήκες αδιεξόδου. Το ότι έμεινε ο ίδιος τρεις μήνες στο Λύσανδρο οδηγώντας την πόλη σε λιμοκτονία δεν αναφέρεται. Αυτό που τον ενοχλεί είναι η προδοτική συμπεριφορά των άλλων που «είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς».

Ο Θηραμένης ονειρευόταν από παλιά την εγκαθίδρυση της ολιγαρχίας στην Αθήνα με ηγέτη τον ίδιο. Και ήξερε καλά ότι μόνο υπό συνθήκες ασφυκτικής πίεσης, που θα εξουδετέρωναν όλες τις αντιστάσεις, θα μπορούσε να το πετύχει. Υπό αυτό τον όρο έπαιζε πάντα το παιχνίδι των εχθρών. Απλώς την πρώτη φορά η πόλη δεν ήταν τόσο αποδυναμωμένη για να το ανεχτεί, οπότε εγκατέλειψε το σχέδιο εγκαίρως. Μόλις δόθηκε η δεύτερη ευκαιρία έκανε ξανά τα ίδια.

Ότι η δημοκρατία τον ενοχλεί γίνεται φανερό και από τις κατηγορίες που επισύρει για το παρελθόν του Κριτία, ο οποίος «στη Θεσσαλία μαζί με τον Προμηθέα οργάνωνε δημοκρατία, οπλίζοντας τους κολίγους εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχόμαστε να μη γίνει εδώ τίποτα απ’ όσα έκανε αυτός εκεί!» (2,3,36-37).

Το ερώτημα γιατί συνεργάστηκε μ’ έναν άνθρωπο που έχει τέτοιο παρελθόν παραμένει μετέωρο, όπως και στον Κριτία, όταν κατηγορούσε το Θηραμένη για το παρελθόν του. Τουλάχιστον ο Θηραμένης έχει επίγνωση σε ποιους απευθύνεται. Κατηγορεί τον Κριτία για δημοκράτη, όχι για υποκινητή εκτελέσεων, όπως τον κατηγόρησε εκείνος.

Από κει και πέρα ο Θηραμένης θα προχωρήσει και σε επιχειρήματα καθαρά πολιτικά – σε αντίθεση με τον Κριτία – προκειμένου να αποδείξει την πολιτική του φερεγγυότητα: «Εγώ, Κριτία, πάντα πολέμησα εκείνους που δεν έβρισκαν τη δημοκρατία αρκετά τέλεια όσο δεν μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από τη φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή· στάθηκα όμως πάντα αντίθετος και μ’ εκείνους που δε βρίσκουν τέλεια οργανωμένη την ολιγαρχία όσο δεν έχουν επιβάλει στην πόλη την τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στη διακυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ’ άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα ιδεώδη λύση – κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν ξέρεις, Κριτία, κάποια περίπτωση όπου να συνεργάστηκα με δημοκρατική ή με τυραννική παράταξη για να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την!» (2,3,48-49).

Αυτή ακριβώς είναι και η εντύπωση που μέχρι σήμερα επικρατεί για το Θηραμένη· του μετριοπαθή ολιγαρχικού, που κινήθηκε απορρίπτοντας και τη δημοκρατική ισοπέδωση και την τυραννική ασυδοσία. Του ανθρώπου που πρέσβευσε την άποψη ότι την εξουσία πρέπει να τη διαχειρίζονται οι επιφανείς και οι πλούσιοι πολίτες. Το κατά πόσο πούλησαν την πόλη για πενταροδεκάρες οι φτωχοί ή οι άνθρωποι σαν κι αυτόν ας το κρίνει η ιστορία.

Το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης στο έργο του «Αθηναίων Πολιτεία» εκφράζεται ιδιαιτέρως θετικά για το Θηραμένη. Τον κατατάσσει μάλιστα στους καλύτερους πολιτικούς άντρες των Αθηνών, αναφερόμενος στην μετά Περικλή περίοδο, μαζί με το Νικία και το Θουκυδίδη: «Όσοι δεν εκφράζουν επιπόλαια γνώμη, πιστεύουν ότι αυτός» (ο Θηραμένης δηλαδή) «δεν προσπαθούσε να ανατρέψει όλους τους τύπους διακυβέρνησης, αντίθετα τους υποστήριζε με την προϋπόθεση ότι δεν οδηγούσαν σε παρανομίες μπορούσε να πολιτεύεται σύμφωνα με όλες τις πολιτειακές εκδοχές – όπως αρμόζει σ’ έναν καλό πολίτη – αλλά χωρίς να κάνει υποχωρήσεις όταν τον οδηγούσαν σε παράβαση των νόμων. Αντίθετα, με το να καταφέρεται εναντίον αυτών των πράξεων έφτασε στο σημείο να γίνει μισητός». (XXVIII).

Όμως, ο πυρήνας της πολιτικής σκέψης του Θηραμένη φαίνεται καθαρά, όταν εξηγεί τους λόγους που διαφώνησε με τον Κριτία καταδικάζοντας τις επιλογές του ως βλαβερές κι αδιέξοδες: «Ήξερα ότι αν θανατωνόταν ο Λέων ο Σαλαμίνιος, άνθρωπος με αξία και καλή φήμη, που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν – κι ο τρόμος θα τους έκανε αντιπάλους αυτού του καθεστώτος. Το ‘βλεπα ότι αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα ‘χαν κακές διαθέσεις εναντίον μας. Αλλά κι όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε αρματώσει μ’ έξοδά του δυο γοργοτάξιδα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ’ όλους όσοι είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντιμίλησα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα ‘κανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος». (2,3,39-40-41).

Για να συνεχίσει: «Επειδή πάλι έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας, και να πληθαίνουν κι οι εξόριστοι, δεν το ‘βρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος, ούτε ο Άνυτος, ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού η μάζα θα αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα ‘βρισκαν πολλούς οπαδούς». (2,3,42-43).

Και συμπληρώνει: «τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος και ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι – ν’ ακολουθούμε την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν τούτοι; Κατά τη δική μου γνώμη, οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους· θα το θεωρούσαν ωστόσο δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι τους στον τόπο, αν ήταν με το μέρος μας τα καλύτερα στοιχεία της πόλης». (2,3,44).

Συμπέρασμα: «Τον αντίπαλο, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν όσοι φροντίζουν να μην πληθαίνουν οι εχθροί, ούτε όσοι δείχνουν πώς αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους – αλλά όσοι αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους: αυτοί είναι, πιο πολύ από κάθε άλλον, που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν, όχι μονάχα τους φίλους τους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους, από ταπεινή φιλοχρηματία». (2,3,43).

Ο Θηραμένης θέτει τα πράγματα με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Κάθε πολίτευμα για να σταθεί πρέπει να έχει συμμάχους. Το ζήτημα είναι να επιλέξει κανείς τους συμμάχους που θέλει. Ο ίδιος, ως γνήσιος ολιγαρχικός, διαλέγει τους πλούσιους και τους επιφανείς, τους ανθρώπους δηλαδή με κύρος, που απολαμβάνουν τη γενική εκτίμηση. Η δημοκρατία επιλέγει τους φτωχούς και προσπαθεί να τους ενισχύσει.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Κριτίας δεν επιλέγει κανένα. Κατατροπώνει τους φτωχούς, επιτίθεται στους μέτοικους και τελικά στρέφεται και εναντίον των πλουσίων επιφανών. Με δυο λόγια, αποδυναμώνει το καθεστώς, αφού του στερεί οποιοδήποτε έρεισμα. Μοιραία, αν όλος ο κόσμος συνασπιστεί, οι ισορροπίες θα ανατραπούν. Ο Θηραμένης παραθέτει ένα σωρό περιπτώσεις εκδιωγμένων επιφανών που τους αποκαλεί «άξιους», «με καλή φήμη», «πλούσιους», «αρμάτωσαν γοργοτάξιδα πολεμικά», εστιάζοντάς στην καχυποψία που γεννιέται από τις εκτοπίσεις τους.

Όμως, οι ηθικοί χαρακτηρισμοί που προσάπτει στον Κριτία και τους υπόλοιπους Τριάντα: «αποσπούν χρήματα με παράνομους τρόπους», «σκοτώνουν αθώους», πάσχουν «από ταπεινή φιλοχρηματία» δεν αφορούν την ουσία του ξενοκίνητου πολιτεύματος, που με χαρά εγκαθίδρυσε, αλλά αυτούς προσωπικά, που κρίνονται ακατάλληλοι να διαχειριστούν την κατάσταση. Επί της ουσίας δεν καταδικάζει το έγκλημα· απλώς βάζει το μέτρο, για να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Το ενδιαφέρον του για τους άξιους πολίτες είναι αδύνατο να γίνει πειστικό. Το παρελθόν του τον διαψεύδει κατηγορηματικά. Ο Θηραμένης δε δίστασε ποτέ να εξοντώσει οποιονδήποτε, αν έβλεπε ότι θα κερδίσει ο ίδιος. Και οι στρατηγοί, των οποίων την εκτέλεση σχεδόν εκβίασε, ήταν και άξιοι κι επιφανείς και πλούσιοι και πατριώτες. Δε φάνηκε να επηρεάζει αυτό τη συμπεριφορά του. Τα πράγματα είναι απλά. Όντας πιο διορατικός από τους άλλους, που ήταν τελείως ανόητοι, προέβλεψε την καταστροφή και θέλησε να διαφύγει. Οι εξελίξεις θα τον δικαιώσουν πανηγυρικά.

Ξενοφώντος, Ελληνικά

Η Αιώνια Παρουσία: Αποκαλύπτοντας τη Μυστική Αλήθεια της Ύπαρξής μας

Στη γαλήνια πρακτική του διαλογισμού, ξυπνάμε σε μια βαθιά αλήθεια. Η πράξη του διαλογισμού είναι κάτι περισσότερο από μια τελετουργία. είναι μια αποκάλυψη της εγγενούς, ολόπλευρης Παρουσίας μας. Όταν εμπλακούμε αληθινά σε αυτή την ιερή πρακτική, συνειδητοποιούμε πολύ καλά το «Εδώ» και το «Τώρα». Σε αυτή την κατάσταση αυξημένης επίγνωσης, τα όρια της αντιληπτής μας πραγματικότητας διαλύονται, αποκαλύπτοντας μια ενοποιημένη συνείδηση ​​που είναι πάντα παρούσα, που βλέπει τα πάντα και είναι απείρως ζωντανή.

Η Αποκάλυψη της Παρουσίας

Καθώς καθόμαστε σε ήσυχη περισυλλογή, αυτό που μας αποκαλύπτεται ξεπερνά τα συνηθισμένα. Αυτή η Παρουσία που συναντάμε δεν είναι απλώς μια παθητική επίγνωση αλλά μια ενεργή, δυναμική δύναμη, έτοιμη να ανταποκριθεί σε κάθε ανάγκη που θα προκύψει. Σε αυτή την κατάσταση, δεν υπάρχει διαχωρισμός – κανένα εγώ, ούτε μέσα ή έξω. Όλα απλά ρέουν σε έναν αρμονικό χορό ύπαρξης.

Αυτή η αντίληψη περιλαμβάνει τα πάντα—τόσο το ορατό όσο και το αόρατο. Ο φυσικός κόσμος με τις απτές του μορφές και τα άυλα βασίλεια της σκέψης και του πνεύματος είναι όλα μέρος αυτής της τεράστιας, αλληλένδετης ταπισερί. Ακόμη και όταν το υλικό σύμπαν μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάρρευση, τα αστρικά επίπεδα μετατρέπονται σε σκόνη και τα νοητικά κατασκευάσματα διαλύονται, η αληθινή μας ουσία παραμένει σταθερή.

Πέρα από το βασίλειο των φαινομένων

Ας αναλογιστούμε την ιδέα ότι όλη η δημιουργία - ολόκληρο το σύμπαν με τις μυριάδες μορφές και τις εμπειρίες του - μπορεί να βυθιστεί στο αρχέγονο σκοτάδι. Ακόμη και σε ένα τόσο κατακλυσμικό σενάριο, ο αληθινός Εαυτός μας αντέχει, απαράλλαχτος και ακλόνητος. Αυτή η διαρκής Παρουσία δεν είναι συνδεδεμένη με τον εφήμερο κόσμο των φαινομένων, αλλά υπάρχει πέρα ​​από τη δημιουργία και τον ίδιο τον χρόνο.

Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα είναι απλώς μια φευγαλέα έκφραση μέσα σε ένα τεράστιο κοσμικό παιχνίδι. Η αληθινή μας φύση, ωστόσο, είναι πέρα ​​από αυτό το παιχνίδι. Δεν είμαστε εμείς τα φαινόμενα. δεν είμαστε οι παροδικές εμπειρίες ή οι κόσμοι που δημιουργούνται και περνούν. Είμαστε η σταθερή, η αμετάβλητη, η αιώνια ουσία που μαρτυρά την άνοδο και την πτώση των συμπάντων.

Η Αμετάβλητη Ουσία

Όταν αντιλαμβανόμαστε αυτή την αλήθεια, μας τυλίγει μια βαθιά γαλήνη. Καταλαβαίνουμε ότι είμαστε ουσιαστικά εκτός δημιουργίας και χρόνου. Είμαστε αυτή η αιώνια ουσία - μια άφθαρτη παρουσία που παραμένει, ακόμη και όταν ο φαινομενικός κόσμος υφίσταται τους κύκλους δημιουργίας και διάλυσης του.

Σε αυτή τη συνειδητοποίηση, βρίσκουμε μια βαθιά αίσθηση απελευθέρωσης. Δεν μας δεσμεύουν πλέον οι περιορισμοί του φυσικού κόσμου ή το πέρασμα του χρόνου. Αναγνωρίζουμε τον αληθινό μας Εαυτό ως τον πάντα παρών μάρτυρα, το αιώνιο «Εγώ Είμαι» που παραμένει σταθερό σε όλες τις διακυμάνσεις της ύπαρξης.

Αγκαλιάζοντας την Αληθινή μας Φύση

Καθώς ενστερνιζόμαστε αυτή τη μυστικιστική αλήθεια, η οπτική μας αλλάζει. Αρχίζουμε να βλέπουμε τη ζωή όχι ως μια σειρά μεμονωμένων γεγονότων αλλά ως μια συνεχή, ρέουσα έκφραση της άπειρης ουσίας μας. Αυτή η επίγνωση φέρνει μια βαθιά αίσθηση ενότητας και αρμονίας. Ανταποκρινόμαστε στις προκλήσεις της ζωής με χάρη και σοφία, γνωρίζοντας ότι η αληθινή μας φύση είναι ανέγγιχτη από οποιαδήποτε αναταραχή ή αλλαγή.

Υπό το φως αυτής της συνειδητοποίησης, ζούμε πλήρως στο «Εδώ» και στο «Τώρα», βιώνοντας την ομορφιά και το θαύμα κάθε στιγμής. Γινόμαστε μια ζωντανή απόδειξη της αιώνιας παρουσίας που είμαστε, ενσαρκώνοντας την απέραντη ειρήνη και την απεριόριστη αγάπη που πηγάζει από τον αληθινό Εαυτό μας.

Στο τέλος, μας υπενθυμίζεται ότι ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στον κόσμο των φαινομένων, είμαστε και θα είμαστε πάντα — σταθεροί, ακλόνητοι και αιώνιοι. Αυτή είναι η μυστικιστική αλήθεια της ύπαρξής μας, μια αλήθεια που λάμπει λαμπρά μέσα από την εξάσκηση του διαλογισμού και την πραγματοποίηση της ολόπλευρης Παρουσίας μας.

Ανάδυση στο φως: Ένα μυστικιστικό ταξίδι στην αληθινή θέαση

Στον γρήγορο κόσμο μας, η αναζήτηση για την κατανόηση της πραγματικότητας και της αλήθειας φαίνεται συχνά περίπλοκη και άπιαστη. Ωστόσο, η ουσία της αληθινής όρασης, της εμπειρίας του εσώτερου βάθους της ύπαρξης, είναι εκπληκτικά απλή. Ξεκινά με μια μοναδική, ισχυρή πράξη: να βλέπεις. Το να ΒΛΕΠΕΙΣ σημαίνει να βιώνεις την ΑΛΗΘΕΙΑ, να ζεις στην ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ χωρίς τα φίλτρα της μνήμης, της γνώσης ή των προηγούμενων εμπειριών. Αλλά τι σημαίνει πραγματικά να βλέπεις;

Το να είσαι προσεκτικός, με την πιο αληθινή έννοια, σημαίνει να δίνεις προσοχή σε αυτό που υπάρχει—σε όλα όσα συμβαίνουν στην παρούσα στιγμή. Αυτή η προσοχή πρέπει να στερείται προσπάθειας, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς των νοητικών μας εντυπώσεων. Όταν κοιτάμε χωρίς την επιρροή των σκέψεών μας, αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε μια βαθιά ενότητα. Συνειδητοποιούμε ότι όλα αυτά—όλα γύρω μας και μέσα μας—είναι ΕΝΑ. Όλα είναι ζωντανά, μια εκδήλωση ΖΩΗΣ, ένα μοναδικό φαινόμενο που εκτυλίσσεται παντού.

Όταν ΒΛΕΠΕΙΣ, απλώς βλέπεις, χωρίς τη διαίρεση του παρατηρητή και του παρατηρούμενου, μπαίνεις σε ένα βασίλειο όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός. Οι διακρίσεις μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου διαλύονται, αποκαλύπτοντας μια ολόπλευρη ΕΝΟΤΗΤΑ. Αυτή είναι η ουσία της ανάδυσης στο φως, στην πραγματικότητα αυτού που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω διανοητικής προσπάθειας ή της αδιάκοπης φλυαρίας του μυαλού που προσπαθεί να εξηγήσει, να αποφασίσει και να κατευθύνει.

Για να αναδυθεί κανείς στο φως, για να εισέλθει σε αυτή την ενότητα, πρέπει να αφήσει τις νοητικές αφηγήσεις και τους περισπασμούς. Απαιτεί μια παύση του συνεχούς τρεξίματος του νου πίσω από τα δικά του οράματα. Η ΑΛΗΘΕΙΑ δεν βρίσκεται στις φευγαλέες εικόνες που δημιουργούν οι σκέψεις μας αλλά στον τρόπο που βλέπουμε. Είναι στην αγνή, αφιλτράριστη εμπειρία της παρούσας στιγμής.

Η ζωή δεν είναι τα σταθερά αντικείμενα της σκέψης και της φαντασίας μας. Είναι κίνηση, διαρκώς μεταβαλλόμενη και δυναμική. Για να ζήσουμε σε αυτή την κίνηση, για να είμαστε μέρος του χορού της ύπαρξης, πρέπει να δούμε με διαύγεια, χωρίς το βάρος των νοητικών κατασκευών.

Η Πρακτική του Αληθινού Βλέπειν

1. Καλλιεργήστε την Επίγνωση: Ξεκινήστε καλλιεργώντας την αίσθηση της επίγνωσης. Δώστε προσοχή στην παρούσα στιγμή χωρίς κρίση ή ερμηνεία. Παρατηρήστε τα αξιοθέατα, τους ήχους και τις αισθήσεις γύρω σας.

2. Ησυχάστε τον νου: Αφήστε το μυαλό σας να ηρεμήσει. Αφήστε τις σκέψεις για το παρελθόν και το μέλλον. Εστιάστε στο τώρα.

3. Αγκαλιάστε την ενότητα: Καθώς εξασκείτε να βλέπετε, παρατηρήστε πώς τα όρια ανάμεσα σε εσάς και τον κόσμο αρχίζουν να θολώνουν. Αναγνωρίστε τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων.

4. Αφήστε: Απελευθερώστε την ανάγκη να αναλύσετε ή να επισημάνετε αυτό που βλέπετε. Απλώς παρατηρήστε και ζήστε.

5. Βιώστε την Κίνηση της Ζωής: Εκτιμήστε τη δυναμική φύση της ζωής. Κατανοήστε ότι όλα είναι σε μια κατάσταση ροής και αγκαλιάστε την ομορφιά αυτής της συνεχούς κίνησης.

Η Μυστική Ενόραση

Σε αυτή την κατάσταση καθαρής όρασης, αγγίζετε μια βαθιά μυστικιστική αλήθεια: ο χωρισμός που νιώθουμε συχνά από τον κόσμο και ο ένας από τον άλλον είναι μια ψευδαίσθηση. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μόνο ενότητα. Αυτή η ενόραση μεταμορφώνει όχι μόνο την αντίληψή μας αλλά και τον τρόπο ζωής μας στον κόσμο. Φέρνει μια αίσθηση ειρήνης, σύνδεσης και βαθιάς κατανόησης.

Η ανάδυση στο φως δεν είναι ένα ταξίδι προς τα έξω αλλά προς τα μέσα. Πρόκειται για το ξεφλούδισμα των στρωμάτων των νοητικών κατασκευών και την άμεση επαφή με την ουσία της ζωής. Είναι μια επιστροφή στην απλότητα της όρασης, όπου η αλήθεια αποκαλύπτεται όχι σε αυτό που βλέπουμε αλλά στο πώς βλέπουμε.

Με αυτόν τον τρόπο, διαπιστώνουμε ότι το φως, η αλήθεια και η ενότητα που αναζητούμε είναι ήδη εδώ, περιμένουν να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε αληθινά.

Η Πραγματικότητα

Στην Παγκόσμια Εσωτερική Παράδοση (που πηγαίνει χιλιάδες χρόνια πίσω) έχει καταγραφεί, από προσωπικές εμπειρίες, κι υπεύθυνες μαρτυρίες, ότι η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ διακρίνεται (από την βιωματική εμπειρία, από την αντίληψη) σε Τρεις Περιοχές Εμπειρίας.

Η Περιοχή της ΑΥΘΥΠΑΡΚΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ, του ΩΣ ΕΧΕΙ.

Ο Φωτεινός Κόσμος, οι Τρεις Ουράνιες Περιοχές, Όπου υπάρχει, σε διάφορους βαθμούς, η Αντίληψη της Ενότητας της Ύπαρξης.

Ο Κόσμος της Σκιάς, ο Νοητικός Κόσμος, που μέσω Της Ψυχής προβάλλεται στο πιο σκοτεινό μέρος στον Φυσικό Κόσμο της Ύλης, (Αυτοί είναι οι τρεις κατώτεροι κόσμοι).

Από άλλη άποψη οι Περιοχές της Εμπειρίας διακρίνονται σε Πέντε ή Επτά, ανάλογα την περιγραφή.

Οι Πέντε Περιοχές Εμπειρίας είναι: το Απόλυτο, Ο πνευματικός Ουρανός, κι οι Τρεις Κατώτεροι Κόσμοι (νοητικός, ψυχοενεργειακός, κι υλικός κόσμος).

Οι Επτά Περιοχές Εμπειρίας (σύμφωνα με άλλη περιγραφή) είναι: το Απόλυτο Οι Τρεις Ουράνιες Περιοχές, κι οι Τρεις Κατώτεροι Κόσμοι.

Στην πραγματικότητα όλες οι περιγραφές περιγράφουν την ΙΔΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, απλά οι διαφορές είναι μόνον περιγραφικές.

Τελικά:

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ. Δεν Υπάρχει τίποτα Έξω από Αυτή την Πραγματικότητα.

Υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην κατάσταση της Πλήρους Αφύπνισης, όπου Βιώνουμε την Πραγματικότητα και την Ψευδαισθητική Εμπειρία όπου η Πραγματικότητα γίνεται αντιληπτή διαφορετικά… Στον Κόσμο της Ψευδαισθητικής Εμπειρίας, άλλωστε, υπάρχει διάκριση Αντικειμενικού-Υποκειμενικού. Το Αντικειμενικό Αποτελεί πάντα την Βάση της Εμπειρίας. Το Υποκειμενικό δεν είναι παρά η πρόσκαιρη δραστηριότητα της Ουσίας. Η Ανάδυση του Υποκειμένου γίνεται πάντα στο Αντικειμενικό που Πάντα Προηγείται της Δραστηριότητας.

Κάθε Δραστηριότητα, Κίνηση, Εξέλιξη, (στον Κόσμο της Ψευδαισθητικής Εμπειρίας), Ολοκληρώνεται σε Τρεις Φάσεις. Τρεις είναι οι Περιοχές της Εμπειρίας. Τρεις είναι οι Ουράνιες Περιοχές. Τρεις είναι οι Κατώτεροι Κόσμοι.

Το Απόλυτο και οι Τρεις Φάσεις Εξέλιξης της Ψευδαισθητικής Εμπειρίας (αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν Δημιουργία), αποτελούν τον Χώρο της Ζωής.

Πέντε είναι οι κόσμοι σύμφωνα με την πιο επικρατούσα περιγραφή: το Απόλυτο, το Πνεύμα, ο Νους, η Ψυχή, η Εξωτερική Φύση.
Πραγματικότητα και Ψευδαισθητική Αντίληψη

Υπάρχει ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΥΣΙΑ (αν μπορούμε να το ονομάσουμε «Ουσία», αφού είναι «Χωρίς Ιδιότητες», που μπορεί να αναγνωρίσει η Αντίληψη), Χωρίς Χρόνο, που Περιλαμβάνει Δυνητικά όλες τις καταστάσεις κι όλα όσα υπάρχουν ή μπορούν να υπάρξουν.

Σε Κατάσταση Ακινησίας της Ουσίας Βιώνεται η Ίδια η Ουσία, Αυτό που Είναι Πραγματικά, το Ως Έχει… και τότε μιλάμε για Αυτοσυνειδησία.

Σε Κατάσταση Δραστηριότητας, όταν Αναδύεται η Αντίληψη, η Αναλυτική Διερεύνηση της Ουσίας, τότε (αυτή η Ίδια η Αντίληψη διακρίνει), διακρίνουμε την Κατάσταση της Βίωσης της Ουσίας (που ονομάσαμε Αυτοσυνειδησία), και την Κατάσταση της Δραστηριότητας, που δίνει μια «Άλλη Όψη της Πραγματικότητας».

Χαρακτηρίζουμε την Βίωση της Ουσίας, όταν Εκδηλώνεται, ή όταν Πραγματώνεται, σαν την Πραγματικότητα, σαν την Αληθινή Κατάσταση και ονομάζουμε την Δραστηριότητα της Αντίληψης Ψευδαισθητική Αντίληψη.

Τι σημαίνει Ψευδαισθητική Αντίληψη; Όχι ότι δεν υπάρχει, αφού βιώνεται σαν πραγματικότητα. Υπάρχει την Στιγμή που Εκδηλώνεται. Αυτός είναι ο μόνος πραγματικός χαρακτήρας της: Ένα Στιγμιαίο Όραμα που κρατιέται στην ύπαρξη (όσο κρατιέται) επειδή ρέει συνεχώς. Είναι όμως Ψευδαισθητική επειδή δεν Αναφέρεται στην Ουσία, δεν δίνει «πληροφορία για την Ουσία, αλλά είναι μόνο Δραστηριότητα (της Ουσίας), Δραστηριότητα, δηλαδή Αντίληψη της Ουσίας, Αντίληψη των σχέσεων της Ουσίας και όλων όσων αναδύονται από την Δραστηριότητα της Ουσίας, της μεταβολής, της εξέλιξης, δηλαδή ένα Όραμα, ένα Φαινόμενο, μια Εικονική Πραγματικότητα.

Όλη αυτή η Ψευδαισθητική Πραγματικότητα που Ξεδιπλώνεται (Οραματικά Πάντα) σαν «Δημιουργία», Στηρίζεται στην Ουσία, είναι Δραστηριότητα της Ουσίας, ένα αντιληπτικό Φαινόμενο, όσο «μακριά» κι αν εξελίσσεται. Όλη η «Δημιουργία» Εξελίσσεται Μέσα στην Ουσία, σαν ένα Εσωτερικό Αντιληπτικό Φαινόμενο. Δεν υπάρχει πραγματική δημιουργία, έξω από την Ουσία.

Η Βίωση της Ουσίας είναι δυνατή μόνο σε Κατάσταση Πλήρους Αφύπνισης. Και μόνο σε Κατάσταση Πλήρους Αφύπνισης γίνεται αντιληπτό ότι «Όλα Γίνονται Μέσα στην Ουσία», ότι δεν υπάρχει «εξωτερική» δημιουργία.

Η «Απορρόφηση» όμως στην Ψευδαισθητική Αντίληψη «δημιουργεί» ένα «τοπικό χαρακτήρα» του Παρατηρητή, κι αυτό «δημιουργεί» την πολλαπλότητα των «όντων». Στην πραγματικότητα τα «όντα» είναι η Ίδια η Ουσία που «βλέπει» μέσα από «τοπικούς περιορισμούς»… Έτσι τα όντα που απορροφιούνται στην Ψευδαισθητική Πραγματικότητα και την θεωρούν (σαν Ξεχωριστή από την Βάση της Ουσίας) σαν απόλυτη πραγματικότητα, αντιλαμβάνονται, «σκέπτονται», ότι υπάρχει μια Εξωτερική Αιτία, μια Αληθινή Δημιουργία, μέσα στην οποία βιώνουν την πραγματικότητα κι οικοδομούν μια ολόκληρη κοσμοθεωρία. Πρόκειται απλά για μια (λάθος) ερμηνεία, κι είναι λάθος γιατί «παραβλέπονται» κάποια «στοιχεία».

Η Ουσία Ονομάζεται, στις Παραδόσεις, Βράχμαν, Πουρουσά, Σίβα, Ταό, Χάος, Θεός (στην δυτική θεολογία). Η Δραστηριότητα της Ουσίας ονομάζεται (αντίστοιχα) Μάγια, Πρακρίτι, Σάκτι, Τε, Φάνης, Δημιουργικός Λόγος…

Ποικιλίες της Ψευδαισθητικής Αντίληψης

Υπάρχει Μια και Μόνο Πραγματικότητα που τα Αγκαλιάζει Όλα. Η Άμεση Βίωση, Όραση, Θέαση, Αντίληψη, Αυτής της Πραγματικότητας Είναι Αυτοσυνειδησία που Αναγνωρίζει την «Πραγματικότητά» Της, σε Όλο το Αχανές Βάθος Της και σε Όλη την Απεριόριστη Έκτασή Της, πέρα από Χώρο, Χρόνο, πέρα από όλα τα όρια.

Όταν Αυτή η Πραγματικότητα δεν Αναγνωρίζεται, τότε αυτόματα η Αντίληψη είναι Περιορισμένη στα Όρια της Γνώσης της. Κι Αυτός είναι ο Αντιληπτικός Χώρος που βιώνει την Πραγματικότητα, και «ενοικεί». Ένας περιορισμένος Αντιληπτικός Χώρος. Αυτή είναι η Κατάσταση της Μεταφυσικής Άγνοιας, κι ο Χώρος της Δημιουργίας (αυτό που η Αντίληψη συλλαμβάνει σαν Δημιουργία).

Μια Τέτοια Περιορισμένη Αντίληψη είναι ήδη από την Φύση της διασπασμένη σε Αντίληψη (Συνείδηση) και «Χώρο», σε Υποκείμενο και Αντικείμενο, και διακρίνει το Πραγματικό (που είναι έξω από τον Χώρο της) σαν Αλήθεια, σαν Αίτημα Ολοκληρωμένης Γνώσης (που πρέπει να κατακτήσει), από αυτό που βιώνει εμπειρικά.

Για μια Τέτοια Αντίληψη είναι άλλο το Πραγματικό (που δεν γνωρίζει πώς να Βιώσει) κι άλλο η Αντίληψη του Πραγματικού (η αντίληψη που «κατασκευάζει» για το Πραγματικό, η περιορισμένη αντίληψη που έχει για το Πραγματικό). Κι ενώ, μέσα στις προσπάθειές της νομίζει ότι Προσεγγίζει το Πραγματικό, στην πραγματικότητα κυνηγά το όραμα που έχει για το Πραγματικό, δηλαδή κάτι ψεύτικο.

Σε Αυτή την Κατάσταση Άγνοιας είναι όλα τα όντα που «ενοικούν» στον Περιορισμένο Χώρο της Δημιουργίας, στους διάφορους κόσμους.

Η Περιορισμένη Αντίληψη (όπως την ορίσαμε) έχει Διάφορες Βαθμίδες, ανάλογα με το πόσο προσεγγίζει το Πραγματικό, ή το αντιλαμβάνεται (στο Βάθος της Ύπαρξής της) συγκεχυμένα.

Να το ξεκαθαρίσουμε: Υπάρχει Πάντα Μια Αντικειμενική Βάση όλων των Αντιλήψεων. Αυτό είναι το Αληθινό Αντικειμενικό (όχι το άμεσο αντικειμενικό που βλέπει το Υποκείμενο «απέναντί» του, όταν αναδύεται η Περιορισμένη Αντίληψη). Όλες Αυτές οι Αντιλήψεις που Προκύπτουν δεν είναι παρά Επιφανειακές Δραστηριότητες της Αντικειμενικής Ουσίας. Η Υποκειμενική Διαφοροποίηση της Αντίληψης Δημιουργεί Διάφορες Όψεις του Αντικειμενικού κι από αυτή ακριβώς την Δραστηριότητα προκύπτουν οι Βαθμίδες Αντίληψης, ή οι κόσμοι της Δημιουργίας.

Η Ανώτερη Αντίληψη του Πραγματικού (πάντα στα πλαίσια της σχετικής αντίληψης) είναι το μέσα από την Ακινησία της Αντίληψης Πλήρες Αντικαθρέφτισμα του Πραγματικού. Είναι (για να αναφερθούμε στις θρησκείες) το Άτμαν της Βεδάντα, το Μαχάτ του Σαμκύα, η Παραμαλάγια Βιτζνάνα του Βουδισμού, ο Πρώτος Ανώτερος Πνευματικός Ουρανός, ο Πρώτος Λόγος της Θεοσοφίας (το Άτμα), κλπ.

Με την Μετατόπιση από το Αντικειμενικό στο Υποκειμενικό δημιουργούνται οι Κατώτερες Αντιλήψεις κι ο εγκλωβισμός του Υποκειμένου στον Περιορισμένο Χώρο Αντίληψής του, που θεωρεί πλέον σαν τον «αντικειμενικό χώρο». Αυτός, ο εντός της Υποκειμενικής Αντίληψης, αντικειμενικός χώρος είναι, πλέον ο χώρος ενοίκησης της Αντίληψης, το περιορισμένο αντικειμενικό. Είναι το Μπούντι της Βεδάντα και του Σαμκύα, η Αλάγια Βιτζνάνατου Βουδισμού, ο Δεύτερος Μέσος Πνευματικός Ουρανός, ο Δεύτερος Λόγος της Θεοσοφίας (Μπούντι).

Η «Διάκριση» του Υποκειμένου από τον Χώρο που Αντιλαμβάνεται, το περιορισμένο αντικειμενικό, «Δημιουργεί» το Παγκόσμιο Ον, τον Πρωταρχικό Άνθρωπο. Είναι το Μάνας του Βεδάντα, το Αχαμκάρα του Σαμκύα, το Μάνας του Βουδισμού, ο Τρίτος Κατώτερος Πνευματικός Ουρανός, ο Τρίτος λόγος της Θεοσοφίας (Μάνας).

Όλες Αυτές οι αντιληπτικές Καταστάσεις Χαρακτηρίζονται σαν Πνευματικές. Ανήκουν στον Κόσμο του Φωτός, στον Φωτεινό Κόσμο.

Χαμηλότερα, στην Περιοχή της Σκιάς δημιουργείται η Περιοχή των πολλών όντων, των ατομικών νοών (το μάνας του Βεδάντα και του Σαμκύα, το μανοβιτζνάνα του Βουδισμού, ο νους, το κατώτερο μάνας της Θεοσοφίας), η Περιοχή της Ψυχής, (Αστρικό, Ενέργεια, κλπ.), κι η Περιοχή του Υλικού Κόσμου.

Όλη Αυτή η Δημιουργία Εκδηλώνεται και σε Αντικειμενικό Επίπεδο (σαν Δραστηριότητα) και σε Υποκειμενικό Επίπεδο (Αντιληπτική Κατάσταση του Όντος που αντιλαμβάνεται τον Αντίστοιχο Χώρο του, σαν τον πραγματικό κόσμο – κι εδώ υπάγονται οι διάφοροι κόσμοι της Δημιουργίας).

Ο Ενσαρκωμένος Άνθρωπος που κατοικεί στη γη, έρχεται στη γη με Όλες τις Πνευματικές Δυνάμεις και Δυνατότητες να Εξελιχθεί Υποκειμενικά και να Βιώσει (ανάλογα την εξέλιξή του) την αντίστοιχη αντικειμενική δραστηριότητα - υποκειμενική αντίληψη (κόσμο ενοίκησης), να βιώσει δηλαδή τις ανώτερες πνευματικές καταστάσεις-κόσμους. Με την εγκατάλειψη του σώματος (με τον θάνατο) ο άνθρωπος μεταβαίνει στον κόσμο που είχε κατακτήσει πνευματικά ενόσω ζούσε.

Η Εσωτερική Παράδοση, τα Μυστήρια, τα θρησκευτικά κινήματα, έχουν μοναδικό σκοπό να οδηγήσουν τα όντα (όλων των βαθμίδων, όλων των κόσμων) Έξω από την παγκόσμια αυταπάτη, από την γνώση (με την διαρκή ολοκλήρωσή της) στην Αλήθεια, σε Αυτό που Είναι, στην Βίωση του Είναι.

Η Αλήθεια και η φύση της σκέψης

Η Πραγματικότητα μπορεί να Βιωθεί μόνο με την Άμεση Επαφή με αυτό που συμβαίνει, στο Απόλυτο Παρόν, Εδώ, Τώρα, κι όχι μέσα από άλλες γνωστικές διαδικασίες, όπως η σκέψη ή η έμμεση πληροφόρηση. Η σκέψη δεν αποτελεί άμεση γνωστική διαδικασία, δεν είναι άμεση επαφή με το πραγματικό που είναι και το αληθινό. Η σκέψη είναι μια έμμεση διαδικασία που συλλαμβάνει κι εκφράζει ένα «νόημα» για την πραγματικότητα και τα πράγματα. Το «νόημα» που εκφράζεται αποκτά περιεχόμενο κι αξία όχι από αυτό το ίδιο που «λέγεται» αλλά από την συσχέτισή του με αυτό στο οποίο αναφέρεται, με το «αντικείμενο». Ολόκληρη η σκέψη, κάθε σκέψη, κάθε νοητική σύλληψη-έκφραση, έχει αυτόν τον έμμεσο χαρακτήρα αφού μιλά για ένα αντικείμενο που είναι «μακριά», απέναντι.

Η σκέψη, από την φύση της, σαν αναπαραστατική διαδικασία, δεν ενώνει με το αντικείμενο αλλά απλά αναφέρεται σε αυτό, «μιλά» για αυτό, και δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει αυτό το χάσμα, δεν μπορεί ποτέ να γίνει άμεση γνώση, επαφή με το πραγματικό, που είναι βιωματική εμπειρία του πράγματος. Αυτό σημαίνει ότι όταν σκεφτόμαστε βρισκόμαστε στην αναπαραστατική τεχνητή πραγματικότητα της σκέψης κι όχι στην ζωντανή πραγματικότητα. Ό,τι κι αν συλλάβουμε με την σκέψη, τον Θεό, την Αλήθεια, την Πραγματικότητα, θα μένει πάντα διαχωρισμένο από εμάς, δεν μπορούμε να το βιώσουμε με αυτόν τον τρόπο (όχι με την σκέψη), γιατί αυτό που συλλαμβάνουμε είναι η εικόνα, το «νόημα», όχι το πραγματικό.

Η λειτουργία της διανόησης, της σκέψης, μπορεί να μας χρησιμεύσει σαν θεωρητική εξέταση που θα καθοδηγήσει την πρακτική εφαρμογή στον εξωτερικό κόσμο, αλλά αυτή η λειτουργία είναι τελείως άχρηστη όταν στρεφόμαστε εσωτερικά και θέλουμε να την εφαρμόσουμε στο Εσωτερικό Άγνωστο που Υπάρχει πέρα από την σκέψη, γιατί το Άγνωστο είναι Κάτι τελείως Αφηρημένο, Χωρίς Ιδιότητες. Είναι Κατάσταση Ύπαρξης κι όχι συγκεκριμένο αντικείμενο. Εισχωρώντας στον Χώρο του Αγνώστου πρέπει να μάθουμε να Είμαστε Διαφορετικοί, εμείς οι ίδιοι κι όχι (όπως στον κόσμο της δυαδικότητας) να προσεγγίσουμε ένα αντικείμενο. Με άλλα λόγια πρέπει να το Βιώσουμε Αυτό, να έχουμε βιωματική επαφή μαζί Του.

Για αυτό κι η Οδός που Οδηγεί στο Πραγματικό, στο Αληθινό, πηγαίνει πέρα από την σκέψη, πέρα από την λειτουργία της σκέψης, δηλαδή της έμμεσης γνωστικής διαδικασίας που μιλά για το αντικείμενο, στην άμεση επαφή με το αντικείμενο, με αυτό που συμβαίνει πραγματικά, μέσα στην οποία (επαφή) διαλύεται κάθε «απόσταση», κάθε διαχωρισμός. Η Άμεση Επαφή με το Πραγματικό προϋποθέτει ακριβώς το ξεπέρασμα της έμμεσης γνωστικής διαδικασίας και της αυταπάτης ενός ξεχωριστού εαυτού (και της δυαδικότητας που συνεπάγεται αυτός ο «διαχωρισμός») και του εικονικού κόσμου που δημιουργούν αυτές οι διαδικασίες.

Η Αλήθεια Είναι Έξω από την σκέψη. Η σκέψη μπορεί να μιλά όσο θέλει για την Αλήθειας αλλά ποτέ δεν μπορεί να την προσεγγίσει, γιατί ποτέ το φανταστικό, το τεχνητό, το ψεύτικο, δεν μπορεί να γίνει Αληθινό.

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: Όταν ο Φάουστ σύναψε συμφωνία

Η συνεργασία του Φάουστ με το διάβολο έγινε μπεσαλίδικα. Κουβέντιασαν ήσυχα τους όρους, και σύνταξαν προσεχτικά τη συνθήκη. Ήταν ένα Σύμφωνο κυρίων, που ο Φάουστ το υπόγραψε με το αίμα του.

– Εγώ, σακατεμένο σαρκίο, θα σε ξανακάμω νέο, του υποσχέθηκε ο Μεφιστοφελής. Μέσα από το βαλτωμένο αίμα σου θα τινάξω στο φως έναν αστραφτερό έφηβο είκοσι χρονώ. »Ύστερα θα ζεφτώ στις επιθυμίες σου, δούλος πειθήνιος και πιστός. Ό,τι και να μου ζητήσεις, θα στό ‘χω κιόλας κανωμένο προτού το ξεστομίσεις. Είκοσι τέσσερες χρόνους θα σε υπερετήσω. Ωσόπου να πραγαλιάσω την ασίγαστη ψυχή και την άπειρη βουλιμία σου για γνώση. Για να τα μάθεις όλα, και να τα πράξεις όλα. »Εσύ, εξημμένη κεφαλή, σαν τελειώσει ο χρόνος της θητείας μου, θα λύσεις τη συνθήκη. Χωρίς να μου μείνεις χρεώστης στο ελάχιστο, να σηκωθείς και να πας στο καλό.

Μ’ ένα μονάχα όρο: »Στα χρόνια που θα σε υπερετώ, φυλάξου την πνευματική οκνηρία. Φυλάξου την ώρα να μην αγγίξεις την απόλυτη πληρότητα της ύπαρξης. Εάν κάποτε νιώσεις πως κατάχτησες το ύπατο, και το έσχατο – αν αισθανθείς ότι αγγίζεις το σημείο, που πιο πέρα του πιστέψεις ότι δε γίνεται ο άνθρωπος να φτάσει· αν έρθει στη ζωή σου η τέλεια στιγμή, και της φωνάξεις. – Σταμάτα λοιπόν! είσαι τόσο ωραία! 1 εκείνη την ώρα θα χάσεις το στοίχημα. Τότες, ανοϊκό γερόντιο, θα ζητήσω την αμοιβή μου στη δούλεψη σου. »Θα σε αρπάξω βίαια, και θα σε πατάξω σφοδρά. Θα κρεουργήσω άγρια τη σάρκα και το πνεύμα σου. Θα τινάξω την κεφαλή σου στον τοίχο. Το κρανίο σου θα σκορπίσει χίλια κομμάτια. Θα καταρέψουν οι μυώνες και τα οστά σου. Και τα μυαλά σου, σκλήθρες ματωμένοι μυγμοί, θα βάψουνε άτιμα και αισχρά τους λευκούς ασβέστες.

Η επόμενη προκείμενη είναι ο έρωτας. Ο Φάουστ, προτού παραδοθεί στο διάβολο, δεν είχε περάσει το κατώφλι της οδαλίσκης με το κόκκινο σαλβάρι. Ούτε είχε τραγουδήσει το τραγούδι του γερο-μπέη. Τώρα, δυνατός και νέος και οδηγημένος από το Μεφιστοφελή, ρίχνεται στη βουή του κόσμου. Ξεκινάει να κάμει το μεγάλο ταξίδι. Ένα ταξίδι σαν εκείνο, ας πούμε, του παλαιού Οδυσσέα στις θάλασσες του Ποσειδώνα, του πελιδνού Δάντη στον Άδη της ψυχής μας, του αστρόβλητου Πλάτωνα στους υπερουράνιους τόπους. Μπροστά του έχει τη μακρυνή στράτα του πολύπαθου Οιδίποδα μέσα από τα σκοτάδια του ασυνείδητου, και τις φλόγες της συνείδησης. Το ταξίδι του Φάουστ είναι ένας πλόας ανακαλύψεων και πείρας. Και θα τον φέρει να τρυγήσει τους ορίζοντες. Με τις φωνές των πουλιών και τα χρώματα του κυκλάμ νου θα χτίσει κάστρα. Και θα θερίσει τις αχτίνες της νύ χτας, για να θημωνιάσει στις αποθήκες του άστρα.

Έτσι, από την αρχή θα βρεθεί η Μαργαρίτα στο πέρασμά του. Θα την συναντήσει κεραυνοβόλα, και θα τη ερωτευθεί ανεκλάλητα. Στα δεκαπέντε της χρόνια, η Μαργαρίτα είναι αθώα και άδολη. Και έμορφη έως την άκρη. Τη γλαυκή θάλασσα έχει αγκαλιά. Και την πράσινη βουή των κήπων τρ<οφό. Και τις μαρμαρυγές του Βέγα στα όνειρα. Από τη συναπαντήση του Φάουστ και της Μαργαρίτας ο Γκαίτε θα χτίσει ένα μεγάλο έρωτα στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης. Έναν έρωτα που θα τον εξορύξει από τα κρύσταλλα της μεγάλης έμπνευσης. Τα υλικά του θα τα λάβει από τη στέι να του Όμηρου με την Ανδρομάχη, του Δάντη με τη Βεατρίκη, του Πλάτωνα με τη Διοτίμα, του Σαίκσπηρ με ττ Ιουλιέττα, του Ευριπίδη με τη Μήδεια και την Άλκηστη.

Και όχι αλλιώτικα, παρά καθώς όλοι εκείνοι οι μεγάλοι ερωτολόγοι, την ουσία του έρωτα θα την αποκαλύψει στην καταστροφή και στην οδύνη. Ο Γκαίτε θα μας ξαναδώσει με τη σειρά του το απόσταγμα της παλαιής σοφίας: ότι ο έρωτας που δε φέρνει μέσα του σπόρο τη συφορά και το θάνατο είναι θέμα τι κωμωδίας.

Καθώς θα τελειώσει η τρυφερή ιστορία, η μικρή Μαργαρίτα θα βρεθεί χρεωμένη με πολλαπλό άγος. Θα σκ οτώσει το εξώγαμο μωρό της. Θα φαρμακώσει τη μητές της. Θα σταθεί αφορμή να σφαχτεί ο στρατιώτης αδερφός της. Θα δικάσει τον εαυτό της να της κοπεί το κεφάλι από τον ουδέτερο δήμιο. Και όλα αυτά τα φοβερά θα τα κάνει η Μαργαρίτα, παιδίσκη η ακηλίδωτη. Που πριν απαντήσει τον έρωτα έζησε καθαρή όσο μία σταγόνα δροσιάς στο κύπελλο τ αυγής. Ο έρωτας λοιπόν. Αυτό το θεϊκό ζώο, το αυτόχθο· και το γηγενές, μας φέρνει στο κέντρο του προβλήματς Ο έρωτας της Μαργαρίτας για τον Φάουστ γεννά την ερώτηση της Μαργαρίτας για το θεό. Αναγκαιότητα, συγκυρία, ή επιλογή του ποιητή;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ, ΓΚΕΜΜΑ

Η Λατρεία των Ιδιότροπων Παιδιών

Η λατρεία των ιδιότροπων παιδιών σκοτώνει την παιδική ηλικία.

Μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία είναι μια κατάσταση του μυαλού.

Είναι σημαντικό να μιλήσουμε για τον κίνδυνο της παιδικής λατρείας που έχει κυριαρχήσει στην σύγχρονη κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, για την λατρεία των ιδιότροπων παιδιών και την παιδική ηλικία ως κατάσταση ατιμωρησίας, μια λατρεία που διαφθείρει τα ίδια τα παιδιά, μετατρέποντάς τα σε τρομερούς εγωιστές και στη συνέχεια σε ενήλικα νήπια.

Όταν η ευχή κάθε παιδιού γίνεται νόμος για έναν ενήλικα, τα ακριβά δώρα και τα γκατζετάκια για το «βλαστάρι» σας, δεν έχουν καμία σχέση με την φροντίδα και την προστασία του παιδιού σας. Αντίθετα συμβάλλουν στο να συμβεί το ακριβώς αντίθετο.

Όταν ένα 6χρονο παιδί σπρώχνει τους γονείς και γενικά τους ενήλικες ή εκρήγνυται με την πρώτη δυσαρέσκεια, όταν ένας εγγονός φωνάζει στον παππού του επειδή δεν του κάνει τα χατίρια, όταν στα παιδικά πάρτι οι γονείς τρέχουν γύρω από τα παιδιά τους και τα ίδια τα παιδιά προσβάλλουν τους γονείς, γιατί δεν έχει αρκετό ενδιαφέρον η ψυχαγωγία τους και η απάντηση του γονέα δεν είναι η τιμωρία ή έστω η επίπληξη, τότε αυτό δεν προστατεύει το παιδί, αλλά του προκαλεί καταστροφική βλάβη.

Η παιδική ηλικία είναι μια υπέροχη περίοδος, αλλά όχι επειδή το παιδί επιδίδεται σε όλα. Η παιδική ηλικία είναι η άψογη αγνότητα της ψυχής και η ανακάλυψη του κόσμου με αφελή μάτια. Μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία είναι μια κατάσταση του νου, όχι μια ποσότητα δώρων ή και φαγητού. Αλλά οι ιδιοτροπίες και η ανεκτικότητα απλώς σκοτώνουν αυτή την κατάσταση σ’ ένα παιδί, διαφθείρουν την καθαρότητα της ψυχής του και ως εκ τούτου καταστρέφουν την παιδική του ηλικία. Και γι’ αυτό φταίνε οι μεγάλοι.

Εάν ένας λογικός ενήλικας εύχεται αληθινά για ένα παιδί να βρει την ευτυχία, ποτέ δεν θα επιδοθεί στις ιδιοτροπίες και τις επιθυμίες του, ούτε θα το κατακλύσει με παιχνίδια, δώρα και γλυκά. Ένας πραγματικός γονιός, με όλο το βάθος της αγάπης για το παιδί του και ακριβώς λόγω αυτού, θα κάνει τα πάντα για να μην χορταίνει το παιδί με «γλυκά» και να απολαμβάνει ειλικρινή συναισθήματα, αληθινά συναισθήματα.

Όσοι ψευδοψυχολόγοι και ειδικοί διδάσκουν τους γονείς να μην τιμωρούν τα παιδιά τους για τις ιδιοτροπίες τους, είναι συνένοχοι στην εξαχρείωση και στον θάνατο της παιδικής ηλικίας. Διαφθείρουν όχι μόνο τα παιδιά, αλλά κυρίως τους ενήλικες, την κοινωνία μας στο σύνολό της, στην οποία η ικανοποίηση των ιδιοτροπιών ενός παιδιού έχει γίνει ένδειξη οικογενειακής κανονικότητας.

Ο εγωισμός και η αμεροληψία των σύγχρονων παιδιών είναι εκτός ελέγχου πλέον. Καλλιεργούν τον εγωισμό και την επίδειξη μπροστά στους άλλους. Είναι σπάνιο να δεις πια ένα παιδί ντροπαλό, συνεσταλμένο. Βασικά, είναι εκπαιδευμένα να επιδεικνύουν και να απαιτούν. Η συστολή θεωρείται τρομερό κόμπλεξ και η ελευθερία θεωρείται θάρρος.

Ιδιαίτερα αποκρουστικό φαινόμενο είναι τα παιδιά blogger, των οποίων οι γονείς αγοράζουν βιντεοκάμερες, ακριβά τηλέφωνα, μικρόφωνα και καλλυντικά για κορίτσια για να μπορούν να κερδίσουν likes και χρήματα μέσω των blogs και των διάφορων social media καναλιών. Τα παιδιά αυτά είναι, κατά κανόνα, ναρκισσιστές και απαιτούν κατηγορηματικά υψηλούς επαίνους για τον εαυτό τους. Αν κάποιος θέλει να εγγυηθεί τον θάνατο της παιδικής ηλικίας σε ένα παιδί, τότε ας το εκθέσει σε τέτοια μέσα προβολής. Η πραγματική προστασία των παιδιών είναι να τα προστατεύσουμε από αυτήν την εξαχρείωση. Πρέπει να τους εξηγήσουμε την ψευδή ελκυστικότητα αυτών των φαινομένων και να το συνεπάρουμε με πραγματικές αξίες. Και ευτυχώς τέτοιου είδους ανατροφή διατηρείται ακόμα σε κάποιες οικογένειες.

Τα παιδιά ας φροντίσουμε να είναι πάντα ψυχικά υγιή και γι’ αυτό δεν πρέπει να είναι ασύδοτα.-

Η θεολογία των αρχαίων Ελλήνων από τον Όμηρο έως τον Πλωτίνο

Το θέμα είναι δύσκολο να αναπτυχθεί σε ένα μικρό άρθρο. Παρόλα αυτά, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε πως (και) στον Ελληνικό χώρο, η πρώτη θεότητα που κυριαρχεί, είναι η μεγάλη μητέρα, η Πότνια θέα των θηρίων και των όφεων. Οι χθόνιες θεότητες κυριαρχούν αρχικά, έως ότου σταδιακά με την πατριαρχία αναπτύσεται και τελικά επικρατεί το Ολύμπιο πάνθεο.

Ο Ομηρικός άνθρωπος πιστεύει ότι οι ανθρωπόμορφοι θεοί επεμβαίνουν εξ’ αποστάσεως στις υποθέσεις των ανθρώπων. Έχει μια αβασάνιστη πίστη σε μια μοίρα, η οποία μπορεί εύκολα να διορθωθεί με την επέμβαση των θεών.

Η θρησκευτικότητα του Ομηρικού Έλληνα συνίσταται στην πίστη ότι ο σκοπός του ανθρώπου εκπληρώνεται στον κόσμο, και όχι πέρα από αυτόν, δηλαδή στον δεδομένο αυτόν κόσμο που είναι και ο χώρος των θεών.

Στην αρχαία Ελλάδα γενικότερα δεν επικράτησε μία οργανωμένη θρησκεία με ενιαίο αλάθητο εξ αποκαλύψεως δόγμα και γι’ αυτό η σωστή άποψη είναι, ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμία θρησκεία (όπως την γνωρίζουμε και κατανοούμε σήμερα), αλλά μάλλον μία πατροπαράδοτη ευσέβεια (όπως την περιέγραφαν και οι ίδιοι οι Έλληνες εξάλλου) διάχυτη από ποικίλες αντιλήψεις περί των θεών που άλλαζαν από εποχή σε εποχή, ενώ αργότερα αυτό που ονομάζουμε σήμερα «θεολογία» έγινε αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας χωρίς όμως ποτέ να ισχυριστεί κανείς από τους φιλοσόφους ότι κατείχε «θεία φώτιση» όταν διατύπωνε τις απόψεις του περί του Θείου.

Κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. οι παλαιότερες αντιλήψεις για τους θεούς, ότι ήταν βίαιες φυσικές δυνάμεις, υποχώρησαν και επικράτησε η «νέα» αντίληψη ότι οι θεοί αποτελούν ηθικές δυνάμεις και αξίες του Ελληνικού κόσμου.

Η αντίληψη αυτή των θεών ως ηθικών δυνάμεων είχε ως συνέπεια ότι οι άνθρωποι αισθάνονταν πολύ πιο έντονα από όσο πριν την απόσταση από το Θείον. Εκείνος που επιδιώκει να εξομοιωθεί με το Θείον, ή να εμφανιστεί ως συνομιλητής, ομοτράπεζός ή τέκνο τους, ασκεί Ύβριν (αλαζονεία) και προκαλεί τον φθόνο των θεών.

Οι μύθοι, και τα κατά τόπους μυστήρια διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην θρησκευτική πίστη των Ελλήνων, και εισάγουν τον μυστικισμό, και την πίστη στην μετά θάνατον ζωή.

Την ίδια περίπου εποχή (γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ), εμφανίστηκε μία «αίρεση» εντός των ορίων του Ελληνισμού, η οποία αποπειράθηκε για κάποιο διάστημα να αντικαταστήσει την πατροπαράδοτη ελευθεροφροσύνη στις αντιλήψεις περί των θεών με την εισαγωγή δόγματος. Ήταν η τάση του Ορφισμού, για την οποία ο Ulrich Wilcken γράφει:

«Με τον δογματικό αυτό καθορισμό ενός θεολογικού συστήματος, η Ορφική θρησκεία βρίσκεται σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες (και στο θρησκευτικό πεδίο) αντιλήψεις των Ελλήνων και θυμίζει περισσότερο τις θρησκείες ‘εξ αποκαλύψεως’ της Ανατολής».

Για τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο (570 π.Χ. – 480 π.Χ)., οι Θεοί είναι ξεκάθαρα ανθρώπινες επινοήσεις, καθώς αυτοί λαμβάνουν το χρώμα, τα χαρακτηριστικά και τις συνήθεις των ανθρωπων, ανά τόπο, χρόνο και φυλή. Με μια αρκετά μεγάλη δόση σαρκασμού, ο Ξενοφάνης παρατηρεί πως αν τα άλογα μπορούσαν να σχεδιάσουν τους Θεούς τους, θα τους φιλοτεχνούσαν με τη μορφή αλόγου.

Στον Ηρόδοτο (2.52), διαβάζουμε:

«Παλαιότερα, οι Πελασγοί (οι παλαιότεροι αυτόχθονες κάτοικοι του Ελληνικού χώρου), έκαναν όλες τις θυσίες τους, επικαλούμενοι τους θεούς (θεοίσι επευχόμενοι) … χωρίς να τους δίνουν ούτε όνομα ούτε προσωνυμία, διότι ποτέ δεν είχαν ακούσει τέτοιο πράγμα. Τους ονόμασαν γενικά «θεούς», επειδή αυτοί έθεσαν τάξη στο σύμπαν (κόσμω θέντες)».

Εδώ η λέξη «θεός» σχετίζεται με το ρήμα «τίθημι» (θέτω, τοποθετώ). Άρα, «θεός» είναι αυτός που «θέτει» σε τάξη το σύμπαν.

Οι Ίωνες φιλόσοφοι δεν θα αρνηθούν το Θείον, αλλά θα το επαναπροσδιορίσουν φυσικά και θα αποπειραθούν να απομακρύνουν τα ιερατεία από την όποια ανάμιξη στην πολιτική διοίκηση των πόλεων.

Οι Ίωνες φιλόσοφοι αξίωναν, «πλήρη πνευματική ελευθερία. Αυτό ήταν το μεγάλο επίτευγμα των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, που κατέστησαν έτσι για πρώτη φορά δυνατή την επιστημονική σκέψη.

Το επίτευγμα αυτό των Ιώνων φιλοσόφων αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της ανθρωπότητος, γιατί κανείς ως τότε δεν είχε συλλάβει την έννοια της επιστήμης. Προς οικονομία χρόνου θα αναφερθούμε σε πέντε μόνο φιλόσοφους.

Ο Ηράκλειτος (6ος με 5ο π.Χ.), θεμελίωσε την άρνηση της μεταφυσικής, που αποτέλεσε από εκείνον και μετά κοινή παραδοχή όλων των Ελληνικών φιλοσοφικών σχολών. Αρνήθηκε τον μεταφυσικό θεό δημιουργό του σύμπαντος με τα εξής λόγια, που τείνει να επαληθεύσει και η τελευταία λέξη της επιστήμης:

«Τον κόσμο αυτό, που είναι ίδιος για όλους, δεν τον έπλασε κανείς, ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα: είναι μια φωτιά αιώνια ζωντανή που ανάβει και σβήνει σύμφωνα με ορισμένα μέτρα» («Περί Φύσεως»).

Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός (5ος αιώνας π.Χ.) που προσπάθησε να ερμηνεύσει αλληγορικά τα ομηρικά έπη, στα οποία τα υπεράνθρωπα έργα των θεών γίνονταν αντιληπτά από τους πολλούς ως πραγματικά γεγονότα.

Ο Διογένης ο Απολλωνιάτης (μέσα 5ου αιώνα π.Χ.) μίλησε για άπειρους κόσμους, είπε πως το σύμπαν είναι άπειρο αλλά ο κόσμος μας πεπερασμένος και ασχολήθηκε με την ανατομία.

Ο Λεύκιππος (δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) που θεωρείται ο εισηγητής της ατομικής θεωρίας.

Επίσης, ο Μητρόδωρος ο Χίος, που είπε πως «το σύμπαν είναι αιώνιο, διότι, αν υπέκειτο σε γένεση, θα προερχόταν από το μη ον». Μίλησε για άπειρους κόσμους στο σύμπαν, είπε πως ο ήλιος είναι πύρινος, υποστήριξε ότι η σελήνη φωτίζεται από τον ήλιο και αρνήθηκε τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες λέγοντας:

«κανείς δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά κι αυτά, που νομίζουμε ότι ξέρουμε, δεν τα ξέρουμε ακριβώς».

Οι επτά σοφοί με τα ηθικά γνωμικά τους, όπως «γνώθι σεαυτόν», «μηδέ άγαν», «μέτρον άριστον» κ.α. (τα οποία είχαν χαραχθεί στον πρόναο του δελφικού Ιερού) έβαλαν τις βάσεις της Ορθής Λογικής Σκέψης, η οποία πλέον διατυπώνεται από ανθρώπους που τα σκέφτηκαν από μόνοι τους, και όχι από θεόπνευστους.

Έτσι, πλέον, στις Ελληνικές κοινωνίες όποιος επιχειρήσει να ισχυριστεί ότι εκφράζει το θέλημα του Θείου, ότι είναι τέκνο θεού, ή θεός ο ίδιος θα θεωρείται υβριστής.

Με αυτόν τον τρόπο η θεοκρατία θα ακυρωθεί ως υβριστική απέναντι στο ίδιο το Θείον. Η σύλληψη της ιδέας είναι μεγαλειώδης. Δεν αναλαμβάνει η δημοκρατία ή η προοδευτική διανόηση να συγκρουστεί απευθείας με τη θεοκρατία, αλλά βάζει τους ουράνιους θεούς να την καταργήσουν.

Οι Έλληνες τηρώντας το ηθικό παράγγελμα «μελέτη το παν», ερευνούσαν και τα περί των θεών με οδηγό τους τον Ορθό Λόγο, όπως σημειώνει ο αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος:

«Για τούτο η αναζήτηση της αλήθειας, και μάλιστα αυτή που αναφέρεται στους θεούς, είναι έντονη ορμή προς τη θεότητα. Η σχετική μάθηση και η έρευνα είναι όμοια κατά κάποιο τρόπο με ανάληψη ιερών καθηκόντων και έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς και ταιριάζει κατ’ εξοχήν στη θεά την οποία εσύ υπηρετείς, που είναι εξαιρετικά σοφή και φίλη της σοφίας, όπως φαίνεται να σημαίνει και το όνομά της, μια και της ταιριάζει περισσότερο από καθετί η γνώση και η επιστήμη» («Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 351E).

Και επισημαίνει πως η επιστημονική έρευνα γύρω από το Θείον είναι πολύ πιο ιερή από τις νηστείες και τις ιερουργίες, τα λιβάνια, τα άμφια και τις υμνωδίες, «έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς».

Ενώ παρακάτω στο ίδιο κείμενο ο Πλούταρχος υπογραμμίζει πως για τα θέματα που άπτονται της ορθής αντίληψης του Θείου οφείλουμε, «να πάρουμε από τη φιλοσοφία τον (ορθό) λόγο ως μυσταγωγό και να σκεφτόμαστε οσίως καθετί απ’ όσα λέγονται και γίνονται στις τελετές, για να μην κάνουμε κι εμείς λάθος, αντιλαμβανόμενοι όσα όρισαν οι νόμοι για τις θυσίες και τις γιορτές αλλιώς».

Ο Πλάτων είναι αυτός ο οποίος εισάγει τον κόσμο των ιδεών, αλλά και την μεταφυσική στον Ελληνικό κόσμο. Ο άνθρωπος δια μέσω της αρετής, της φιλοσοφίας και του Θείου έρωτος, μπορεί να έρθει σε επαφή με το Θείο. Στον Πλάτωνα όμως και ανάλογα το έργο και την ηλικία του, βρίσκουμε διαφορετικές αναφορές περί των Θεών.

Στον Πλατωνικό διάλογο, Κρατύλος (397c), λ.χ διαβάζουμε:

«οι πρώτοι άνθρωποι, που εγκαταστάθηκαν κ’ έζησαν στην Ελλάδα, λάτρευαν μόνο αυτούς τους θεούς, που τώρα ακόμα πολλοί βαρβαρικοί λαοί λατρεύουν, δηλ. τον ήλιο, τη σελήνη, τη γη, τ’ άστρα και τον ουρανό.Επειδή λοιπόν έβλεπαν ότι όλ’ αυτά κινούνταν με ταχύτητα και πάντοτε έτρεχαν (αυτά ορώντες πάντα αεί ιόντα δρόμω και θέοντα), από αυτή τη σημασία του «θέω», θεούς τους ονόμασαν».

Δια μέσω του Σωκράτη η λέξη «θεός» σχετίζεται με το ρήμα «θέω» (τρέχω). Άρα, «θεός» είναι αυτός που «θέει» (τρέχει).

Στον Τίμαιο (39e-42e), ο Πλάτων δίνει μια αιρετική ερμηνεία για τους Θεούς, και την Θεότητα που προηγείται αυτών. Αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Θεοί θεών, που εγώ δημιούργησα και γέννησα, θα είστε άφθαρτοι όπως τα έργα μου, όσο θέλω να υπάρχετε και να μην εξαφανιστείτε. Ό,τι είναι συναρμολογημένο μπορεί να λυθεί, αλλά αυτός που θα επιχειρήσει να χαλάσει κάτι φτιαγμένο σωστά ασφαλώς κάνει κακή πράξη.

Επομένως κι εσείς, επειδή ακριβώς γεννηθήκατε κάποτε, δεν είστε ούτε αθάνατοι ούτε άφθαρτοι. Δεν θα φθαρείτε όμως ποτέ ούτε θα υποκύψετε στον θάνατο, γιατί με τη θέλησή μου διαθέτετε δεσμό πολύ μεγαλύτερο και στερεότερο από εκείνους με τους οποίους συνδεθήκατε κατά τη στιγμή της γέννησής σας.

Ακούστε λοιπόν τι έχω να σας πω. Απομένουν αγέννητα ακόμη τρία θνητά γένη, που αν δεν δημιουργηθούν ο κόσμος δεν θα είναι τέλειος, καθώς θα του λείπουν πολλά είδη πλασμάτων. Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν, αν θέλουμε να είναι απόλυτα τέλειος.

Αν αυτά τα γένη γίνουν από μένα και τους δώσω εγώ ζωή, θα είναι ίδια με τους θεούς. Για να γίνουν θνητά και για να είναι το σύμπαν πραγματικό σύμπαν, πρέπει ν’ αναλάβετε εσείς, όπως προστάζει η φύση, να δημιουργήσετε τα ζωντανά πλάσματα, έχοντας για παράδειγμα τη δική μου ενέργεια, όταν σας δημιούργησα.

Θα σπείρω όμως, και θα προετοιμάσω και θα σας παραδώσω εκείνο το μέρος τους που πρέπει να χαρακτηρίζεται αθάνατο, να θεωρείται θείο και να επιβάλλεται σε όσα θέλουν να υπακούουν πάντα στη δικαιοσύνη και σε σας τους ίδιους.

Όσο για το υπόλοιπο, φτιάξτε το εσείς συνδυάζοντας το θνητό με το αθάνατο, δημιουργήστε ζωντανά όντα, θρέψτε τα για να μεγαλώσουν και, όταν πεθάνουν, πάρτε τα πάλι πίσω».

Για τον Αριστοτέλη Θεός είναι το πρώτο κινούν. Στο σύμπαν όλα κινούνται (τα πάντα ρει και ουδέν μένει – Ηράκλειτος). Ακόμη και το ίδιο το σύμπαν βρίσκεται σε διαρκή κίνηση.

Ποιος όμως κινεί το σύμπαν; Το κινεί ένας πρώτος ακίνητος κινητήρας (πρώτον κινούν ακίνητον). Ο πρώτος αυτός κινητήρας πρέπει να είναι άυλος (ούκ έχει ύλην το πρώτον) και αόρατος. Δήλον ότι ο κινητήρας αυτός είναι ο «θεός»! (Μετά τα φυσικά, 1071b – 1074a).

Για τους Στωικούς φιλοσόφους, οι Θεοί εφορεύουν στην τάξη του Κόσμου και αποτελούν πληθύνσεις μίας αρχικής πολυώνυμης θείας οντότητας, «ζώου λογικού, τελείου και νοερού», που εισδύει παντού και παίρνει τα χαρακτηριστικά του κάθε στοιχείου με το οποίο έρχεται σε επαφή.

Νόμος όλων των πραγμάτων είναι η Ειμαρμένη, μία ταυτόχρονα φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια.

Ο άνθρωπος και κάθε τι, συνδέεται με το Αιώνιο Όλον και τον Θεό, μέσω μίας εσωτερικής προσωπικής θεότητος, του λεγομένου «Δαίμονος Εαυτού». Ο «Δαίμων Εαυτού» είναι ο σύνδεσμος της ψυχής μας με την Ψυχή του Παντός, με τον Αιώνα του Όλου.

Για τους Επικούρειους οι Θεοί δεν ασχολούνται με τις ανθρώπινες υποθέσεις, και ο άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται τόσο τους θεούς όσο και τον θάνατο. Ο Επίκουρος λοιπόν, αναφέρει τα παρακάτω περί της γνώσεως των Θεών:

«Κατ΄ αρχήν τον Θεό να τον θεωρείς σαν ένα ον άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους μας παράστασή του και να μην του αποδίδεις ιδιότητες και συμπεριφορές που είναι ξένες προς την αφθαρσία και αταίριαστες στην μακαριότητά του » (ΔΛ Ι.123).

Οι Θεοί βέβαια υπάρχουν διότι η γνώση που έχουμε γι΄αυτούς είναι εναργής , ξεκάθαρη, ολοφάνερη, διαχρονική και καθολική. Η ενάργεια επιβεβαιώνεται από την κοινή παράσταση που έχουν οι άνθρωποι για τους Θεούς, η οποία παρέχεται με την νόηση.

Ο Επίκουρος λέει ότι οι θεοί είναι «λόγω θεωρητοί» , δηλ γίνονται αντιληπτοί όχι π.χ. με την όραση ή με την αφή, αλλά με την σκέψη. Η ενάργεια εκπορεύεται από την ίδια τη Φύση, από τα βάθη των αιώνων. Κάτι αντίστοιχο μας λέει και ο Ευριπίδης στις Βάκχες «Μάταιος ο κόπος να ζητάς ποια είναι η ουσία των θεών» (Κύριαι Δόξαι, I).

Η τελευταία αναλαμπή της Ελληνικής φιλοσοφίας αλλά και θεολογίας, κατατίθεται με τον Νεοπλατωνισμό, και τον κυριότερο αντιπρόσωπο του τον Πλωτίνο. Ο Πλωτίνος κατάφερε για πρώτη φορά να ενσωματώσει την φιλοσοφία του Πλάτωνος σε πιο εκτενείς μεταφυσικές έννοιες και νοήματα.

Αυτός αναγνωρίζει το Εν σαν μια υπερύπαρξη. Το Εν βρίσκεται πάνω από κάθε ιδιότητα και κατηγορία. Από αυτό το Εν ως θεϊκή αρχή και υπερύπαρξη, προέρχεται το πάν μέσω απορροιών διαδοχικά υποβιβαζόμενων.

Από το Εν που βρίσκεται πάνω από κάθε κατηγορία πηγάζει ο Λόγος, ο οποίος αντιστοιχεί στο ενιαίο σύνολο του στις Πλατωνικές Ιδέες. Ο Λόγος είναι ένα μη ακριβές αντίγραφο του Ενός. Μέσω του Λόγου το Εν αρχίζει να διαφοροποιείται με την έννοια του πολλαπλασιασμού. Από τον Λόγο απορρέει με την σειρά του η ψυχή του κόσμου ή ο δημιουργός. Μέσω άλλων παρεκκλίσεων φθάνει κατόπιν στην συγκεκριμένη υλικότητα του κόσμου.

Η κοσμογονική διαδικασία θα παριστάνετο λοιπόν ως μια πορεία μοιραίας παρακμής και κατάπτωσης, και οι απόρροιες ως τα όλο και πιο ατελή παιδιά του υπέρτατου Ενός. Τι σκοπό έχει ο άνθρωπος σε αυτό το σύμπαν που φτιάχτηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση μιας γιγάντιας κατιούσας κλίμακας; Ο προορισμός του ανθρώπου θα ήταν να ανέβει εκ νέου το επικλινές της παρακμής, να αναζητήσει την οδό της επιστροφής, και να γίνει όσον το δυνατόν όμοιος με το Εν, με τον Θεόν.

Μια τέτοια ομοίωση ή ακόμα μια ένωση με τον Θεό δεν είναι μια απλή θεωρητική βούληση. Ο άνθρωπος πρέπει να φτάσει πραγματικά στην κατάσταση αυτή, σύμφωνα με την άποψη του Πλωτίνου, όχι μόνο μετά θάνατον αλλά και στην ζωή αυτή μέσω της λεγομένης «καταστάσεως της εκστάσεως».

Απαραίτητη προϋπόθεση των εκστατικών καταστάσεων αποτελεί φυσικά η ηθική τελείωση, η σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου από κάθε υλική ατέλεια, δηλαδή η τελείωση που αποκτάται μέσω της ασκητικής ζωής.

Για τον Πλωτίνο αποτελούσε όνειδος το ότι είχε σώμα και ο μεγαλύτερος πόθος του ήταν η «έκστασις». Στην μυστικιστική κατάσταση της ένωσης του ανθρώπου με τον Θεό ο άνθρωπος έφτανε μόνο με την βαθμιαία άνοδο του από τον υλικό κόσμο σε εκείνον των Ιδεών και από εκεί στην ύπαρξη του Ενός.

Αυτός είναι ο πρώτος μεταφυσικός μυστικισμός με Eλληνο-Ευρωπαϊκό χαρακτήρα.

Συναισθηματική χαρτογράφηση σώματος: Ποια μέρη του σώματος επηρεάζουν τα συναισθήματά μας;

Η συναισθηματική χαρτογράφηση σώματος είναι μία καινοτόμα μέθοδος που διερευνά πώς το κάθε συναίσθημα επηρεάζει τα διάφορα μέρη του σώματός μας.

Έχεις σίγουρα παρατηρήσει να παγώνουν τα άκρα σου όταν έχεις αγωνία. Να ανατριχιάζεις όταν φοβάσαι. Να σε ενοχλεί το στομάχι σου με το έντονο στρες. Να σε «σφίγγει» το κεφάλι σου όταν θυμώνεις. Τα συναισθήματά μας αποτελούν το βασικό κανάλι επικοινωνίας μας με τον κόσμο. Ωστόσο, δεν συντονιζόμαστε πάντα όπως θα έπρεπε: Συχνά δεν ακούμε τι θέλει να μας πει το σώμα μας.

Μπορεί, λοιπόν, να νιώθουμε πόνους και ενοχλήσεις σε διάφορα σημεία στο σώμα μας, που να προέρχονται από κάποιο μη αναγνωρισμένο συναίσθημα και αν καταφέρουμε να το διαχειριστούμε να μπορέσουμε να απαλλαγούμε από τη σωματοποίησή του. Η συναισθηματική χαρτογράφηση σώματος στοχεύει ακριβώς σε αυτό. Πραγματοποιείται με τη βοήθεια υπολογιστή και διερευνά τους συσχετισμούς ανάμεσα στα συναισθήματα και τις σωματικές τοπογραφίες.

Τον Νοέμβριο του 2023, δημοσιεύτηκε μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό PNAS, κατά την οποία οι ερευνητές διεξήγαγαν μια σειρά πειραμάτων συναισθηματικής χαρτογράφησης σώματος. Αυτά οδήγησαν σε πολύ σαφείς ενδείξεις ότι υποκειμενικά συναισθήματα συνδέονται με αναγνωρίσιμους χάρτες σωματικών αισθήσεων. Με λίγα λόγια, το κάθε συναίσθημα «χτυπά» σε ένα συγκεκριμένο, ενίοτε διαφορετικό σημείο.

Σημαίνει αυτό ότι ο εγκέφαλός μας ελέγχει απόλυτα το σώμα μας; Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμα καταλήξει. Συμφωνούν, όμως, ότι η σύνδεση πνεύματος και σώματος είναι θεμελιώδης για τη συνολική μας ευεξία. «Τα συναισθήματά σου πρέπει να τα βιώνεις», λέει η κοινωνική λειτουργός και συγγραφέας Hilary Jacobs Hendel. «Δεν μπορείς με τη σκέψη να φιμώσεις ένα συναίσθημα. Και δεν πρέπει».

Πού «χτυπούν» τα συναισθήματα στο σώμα μας

Θυμήσου πώς ένιωθες στον δρόμο για το πρώτο ραντεβού: καρδιά που χτυπούσε σαν ταμπούρλο, πόδια που έμοιαζαν να έχουν βγάλει φτερά. Θυμήσου, όμως, και τη στιγμή που σε σταμάτησε η τροχαία ενώ είχες πιει παραπάνω από δύο ποτήρια κρασί: στεγνό στόμα, σφιγμένοι μυς. Η νευρωνική έρευνα και οι μελέτες που έχουν γίνει για τις σωματικές αποκρίσεις μας στο στρες (καλό ή κακό) υποδηλώνουν ότι η συναισθηματική κατάσταση ενός ατόμου λειτουργεί ως έναυσμα για την τροποποίηση του καρδιαγγειακού, νευροενδοκρινικού, σκελετομυϊκού και αυτόνομου νευρικού συστήματος ως προετοιμασία για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Κάπως έτσι πραγματοποιήθηκαν και τα πειράματα για τη συναισθηματική χαρτογράφηση σώματος: οι επιστήμονες έβαλαν εθελοντές να δουν αποσπάσματα ταινιών, ειδήσεων, να ακούσουν συζητήσεις και να δουν εικόνες που γεννούν συναισθήματα και στη συνέχεια τους είπαν να χρωματίσουν σε ένα χαρτί με σιλουέτες ανθρώπινου σώματος τα σημεία στα οποία ένιωσαν κάποια δραστηριότητα, ανάλογα με το κάθε ερέθισμα. Κατέληξαν έτσι σε 13 διαφορετικές καταγραφές:

Χαρά: Έντονη δραστηριότητα σε όλο το σώμα.

Θυμός: Έντονη δραστηριότητα στο πάνω μισό μέρος του σώματος και στα χέρια. Κάποια δραστηριότητα στα πόδια και τα κάτω άκρα.

Φόβος: Δραστηριότητα στο πάνω μισό μέρος του σώματος, εκτός από τα χέρια, και κάποια δραστηριότητα στα πόδια.

Αηδία: Δραστηριότητα στο πάνω μισό μέρος του σώματος και στα χέρια.

Λύπη: Δραστηριότητα στο στήθος και το κεφάλι. Μειωμένη δραστηριότητα στα χέρια, τα πόδια και τα πέλματα.

Έκπληξη: Δραστηριότητα στο στήθος και το κεφάλι. Μειωμένη δραστηριότητα στα πόδια.

Άγχος: Αυξημένη δραστηριότητα πάνω από την πύελο. Μειωμένη δραστηριότητα στα χέρια, τα πόδια και τα πέλματα.

Αγάπη: Δραστηριότητα σε όλο το σώμα, αν και όχι τόσο στα πόδια.

Κατάθλιψη: Μειωμένη δραστηριότητα στο κάτω μέρος του σώματος.

Περιφρόνηση/Αποστροφή: Δραστηριότητα στο κεφάλι και τα χέρια. Μειωμένη δραστηριότητα στην πύελο και τα πόδια.

Περηφάνεια: Αυξημένη δραστηριότητα στον κορμό, το κεφάλι και τα χέρια.

Ντροπή: Αυξημένη δραστηριότητα στον κορμό και το κεφάλι. Μειωμένη δραστηριότητα στα χέρια, τα πόδια και τα πέλματα.

Φθόνος: Δραστηριότητα στο στήθος και το κεφάλι. Μειωμένη δραστηριότητα στα πόδια.
Πώς βοηθά η συναισθηματική χαρτογράφηση σώματος

Η Hilary Jacobs Hendel λέει κάτι ακόμα: «Η αποκρυπτογράφηση των συναισθημάτων μπορεί να σε βοηθήσει να μην κατακλύζεσαι από αυτά. Ο εντοπισμός των συναισθηματικών αλλαγών μπορεί να σε βοηθήσει να κατανοήσεις τη συναισθηματική επεξεργασία και να διακρίνεις διαταραχές της διάθεσης, όπως το άγχος και η κατάθλιψη». Έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες να αναζητήσεις βοήθεια για να τις αντιμετωπίσεις.

Η ίδια προτείνει δύο τεχνικές όταν νιώθεις έντονα συναισθήματα να σε κατακλύζουν προκαλώντας σωματικές ενοχλήσεις, όπως το άγχος στο στομάχι:

«Πήγαινε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και συντονίσου με το στομάχι σου παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Με τον τρόπο αυτό ενεργοποιείς το πνευμονογαστρικό νεύρο (vagus nerve), που διατρέχει όλο σου το σώμα και καταλήγει στον εγκέφαλο, και έτσι καταφέρνεις να ηρεμείς πιο εύκολα. Με 5-6 βαθιές αναπνοές θα αρχίσεις να βλέπεις τη διαφορά.»

«Ένα ακόμα χρήσιμο tip όταν πλημμυρίζεσαι από έντονα συναισθήματα είναι να γειωθείς: Ακούμπα τα πέλματά σου γυμνά στο πάτωμα. Με τον τρόπο αυτό ο εγκέφαλός σου αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει σταθερό έδαφος από κάτω. Αυτό ακούγεται πολύ απλό, κι όμως είναι τρομερά χαλαρωτικό».

Aν παρά τη σωματοποίησή τους δυσκολεύεσαι να αναγνωρίσεις τα συναισθήματά σου, η σωματική ψυχοθεραπεία ίσως είναι η μέθοδος ψυχοθεραπείας που χρειάζεσαι για να συνδέσεις το σώμα με τον νου και να αντιμετωπίσεις αποτελεσματικά όσα σε βασανίζουν.

Graf Zeppelin: Το αεροπλανοφόρο των Ναζί

Η γένεση, η ατυχής πορεία και το τέλος του μοναδικού αεροπλανοφόρου του Kriegsmarine

Το RV St. Barbara, πλοίο πετρελαϊκών ερευνών πλέει στη Βαλτική. Το σκάφος ανήκει στην πολωνική πετρελαιοβιομηχανία Petrobaltic και η αποστολή του είναι ο εντοπισμός νέων κοιτασμάτων πετρελαίου. Ενώ οι έρευνες βρίσκονται εν εξελίξει και τα σόναρ «χτενίζουν» τον πυθμένα της Βαλτικής, το πλήρωμα πέφτει πάνω σε κάτι ασυνήθιστο: ένα, υπέρ το δέον μεγάλο, ναυάγιο: το μήκος του είναι 265 μ. και κείτεται σε βάθος 87 μ.

Οι έρευνες ξεκινούν αμέσως, ενώ ενημερώνεται το πολωνικό Ναυτικό. Παρά την αρχική έκπληξη, σύντομα μία υποψία αρχίζει να σχηματίζεται στα μυαλά τόσο των μελών του πληρώματος του σκάφους, όσο και στους άνδρες των πολεμικών σκαφών που καταφτάνουν σύντομα στην περιοχή: πρόκειται για αεροπλανοφόρο. Αλλά ποιο αεροπλανοφόρο;

Η απάντηση δεν αργεί να δοθεί: δεν πρόκειται για κάποιο βρετανικό αεροπλανοφόρο το οποίο καταβυθίστηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου, αλλά για το μόνο αεροπλανοφόρο της άλλης πλευράς: το Graf Spee. Ένα από τα πιο φιλόδοξα και συνάμα πιο άτυχα προγράμματα του Kriegsmarine.

Η επιβεβαίωση δίνεται στις 26 Ιουλίου: δύτες του ORP Arctowski ξεκινούν έρευνες στο ναυάγιο: το πολωνικό Ναυτικό επιβεβαιώνει πως το σκάφος που κείτεται στον υγρό εκείνο τάφο είναι το ένα και μοναδικό Graf Spee – το χαμένο αεροπλανοφόρο των Ναζί, του οποίου όλοι (πλην του ρωσικού Ναυτικού, όπως έγινε γνωστό αργότερα) αγνοούσαν τη μοίρα.

Graf Zeppelin: Ένας νέος πολεμιστής για ένα ανανεωμένο Ναυτικό

1935: Ο πυρετώδης επανεξοπλισμός της Γερμανίας είναι γεγονός. Στρατός ξηράς, αεροπορία και ναυτικό ετοιμάζονται για μία αναμέτρηση η οποία θα σφυρηλατήσει το μέλλον της Ευρώπης. Νέες τεχνολογίες βρίσκουν τον δρόμο τους σε μοντέρνα οπλικά συστήματα και νέα δόγματα διεξαγωγής επιχειρήσεων διερευνώνται από τα επιτελεία, καθώς το Γ΄ Ράιχ να συγκρουστεί με τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου.

Το Kriegsmarine αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς οι περιορισμοί που έχουν τεθεί από τη συνθήκη των Βερσαλλιών στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ιδιαιτέρως επαχθείς σε σχέση με τα άλλα Όπλα: οι γερμανικές ναυτικές δυνάμεις επιτρέπονταν να έχουν μέχρι 15.000 άνδρες προσωπικό, 6 θωρηκτά (εκτοπίσματος μέχρι 10.000 τόνων έκαστο), 6 καταδρομικά (εκτοπίσματος μέχρι 6.000 τόνων το καθένα), 6 αντιτορπιλικά (αντίστοιχο όριο: 800 τόνοι) και 12 τορπιλακάτους (εκτοπίσματος 200 τόνων). Τα υποβρύχια απαγορεύονταν, όπως -προφανώς- και τα αεροπλανοφόρα.

Οι περιορισμοί αυτοί άρθηκαν και επίσημα στις 18 Ιουνίου του 1935: Ήταν η ημερομηνία υπογραφήςτης AGNA (Anglo-German Naval Agreement), κατά την οποία έγιναν αλλαγές στις ρυθμίσεις περί μεγέθους του γερμανικού στόλου. Σύμφωνα με τη συνθήκη, το Kriegsmarine μπορούσε να έχει το 35% του συνολικού τονάζ του Βασιλικού Ναυτικού.



Επρόκειτο για μία εξαιρετικά φιλόδοξη συμφωνία και από τις δύο πλευρές.

Οι Γερμανοί ήλπιζαν πως θα αποτελούσε την αρχή μίας συμμαχίας με το Ηνωμένο Βασίλειο εναντίον της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ οι Βρετανοί θεωρούσαν πως αποτελούσε μία καλή αρχή για μία σειρά επιβολής όρων που θα λειτουργούσαν ελεγκτικά/ανασχετικά για τους γερμανικούς εξοπλισμούς.

Η συνθήκη προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο εξωτερικό, καθώς, εκτός του ότι ουσιαστικά ακύρωνε τη συνθήκη των Βερσαλλιών, οι Βρετανοί είχαν ενεργήσει εντελώς μόνοι τους, χωρίς να ενημερώσουν τη Γαλλία ή την Ιταλία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν οι ρυθμίσεις της συνθήκης σχετικά με τα υποβρύχια και τα αεροπλανοφόρα. Το τονάζ των υποβρυχίων της Γερμανίας θα έπρεπε να αντιστοιχεί στο 45% του αντιστοίχου των Βρετανικών – ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση διατηρούσε το δικαίωμα, σε περιπτώσεις «ειδικών καταστάσεων» να αυξήσει τον υποβρυχιακό της στόλο φτάνοντας στο 100% του βρετανικού, με μόνη προϋπόθεση τη σχετική ενημέρωση της βρετανικής κυβέρνησης και τη διεξαγωγή «φιλικών διαπραγματεύσεων» σχετικά με το αν ήταν δόκιμο να ασκηθεί αυτό το δικαίωμα.

Όσον αφορά τα αεροπλανοφόρα, η Γερμανία απέκτησε το δικαίωμα κατασκευής και χρήσης αεροπλανοφόρων εκτοπίσματος μέχρι και 38.500 τόνων.

Επρόκειτο για το «πράσινο φως». Σε διάγγελμά του ο Αδόλφος Χίτλερ ανακοίνωσε την έναρξη σχεδιασμού και κατασκευής αεροπλανοφόρων, με σκοπό την ενίσχυση του Kriegsmarine, ενώ παράλληλα ο Βίλχελμ Χάντελερ, ανώτερο στέλεχος του τμήματος Ναυπηγικών Κατασκευών του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου, αναλάμβανε τη δημιουργία προκαταρκτικών σχεδίων κατασκευής αεροπλανοφόρων.

Ωστόσο, εξακολουθούσε να υφίσταται το γεγονός ότι η εμπειρία των Γερμανών στην κατασκευή αεροπλανοφόρων ήταν (εν αντιθέσει με τους τομείς των θωρηκτών και των υποβρυχίων) μηδενική, οπότε το Γ΄ Ράιχ απευθύνθηκε στους «ειδικούς»: τριμελής ομάδα, που αποτελούνταν από έναν αξιωματικό της Luftwaffe, έναν του Kriegsmarine και ένα ναυπηγό επισκέφθηκε την Ιαπωνία, με σκοπό την απόκτηση σχεδίων, καθώς και την επιθεώρηση του αεροπλανοφόρου «Ακάγκι» (ενός εκ των πιο μάχιμων αεροπλανοφόρων του Αυτοκρατορικού Ναυτικού, το οποίο τον Δεκέμβριο του 1941 θα αποτελούσε τη ναυαρχίδα του ναυάρχου Ναγκούμο στην επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και θα υπηρετούσε με διάκριση τον Ανατέλλοντα Ήλιο μέχρι τη βύθισή του στη ναυμαχία του Μιντγουέι τον Μάιο του 1942).

Τα γερμανικά σχέδια ναυπήγησης αεροπλανοφόρων το 1937 προέβλεπαν την κατασκευή τεσσάρων σκαφών μέχρι το 1945 – αριθμός που το 1939 μειώθηκε στα δύο. Το πρώτο αεροπλανοφόρο καθελκύστηκε το 1938. Επρόκειτο για το Flugzeugträger A, (Αεροπλανοφόρο Α), το οποίο κατά την καθέλκυσή του έλαβε το κανονικό του όνομα: Graf Zeppelin.

Οι ατυχίες του σκάφους ξεκίνησαν εξαρχής. Το πρόγραμμα κατασκευής αεροπλανοφόρων αποτέλεσε τον λόγο πολλών διενέξεων ανάμεσα στο διοικητή της Luftwaffe, Χέρμαν Γκέρινγκ, και στον επικεφαλής του Kriegsmarine, Έριχ Ρέντερ, καθώς ο Γκέρινγκ έβλεπε την εμφάνιση των αεροπλανοφόρων ως αμφισβήτηση του ελέγχου του πάνω στην αεροπορία.

Επίσης, ο Ρέντερ (ο οποίος δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής ούτε στα μάτια του Αδόλφου Χίτλερ) είχε ένα σφοδρό αντίπαλο μέσα στο ίδιο του το Όπλο: ο λόγος για τον Καρλ Ντένιτς, ο οποίος και θα τον διαδεχόταν το Ρέντερ το 1943. Ο Ντένιτς αποτελούσε τον μεγαλύτερο πολέμιο της ενίσχυσης του στόλου επιφανείας, υποστηρίζοντας πως το «κλειδί» για την επικράτηση της Γερμανίας στον ναυτικό αγώνα ήταν τα υποβρύχια.


Αεροπλανοφόρο στόλου ή επιδρομέας;

Το κύριο ερώτημα στον σχεδιασμό του Graf Zeppelin ήταν το εξής: Ποιος θα είναι ο κύριος ρόλος του αεροπλανοφόρου; Οι Ιάπωνες, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί είχαν επικεντρωθεί στην κατασκευή μεγάλων αεροπλανοφόρων στόλου – ωκεανοπόρων σκαφών, ικανών να φέρουν σε πέρας ενέργειες εναντίον κάθε είδους εχθρού. Τα αεροπλανοφόρα στόλου είχαν πλήρεις επιθετικές και αμυντικές δυνατότητες, οι οποίες ωστόσο σήμαιναν πως το κόστος κατασκευής και συντήρησης τέτοιων σκαφών ήταν εξαιρετικά υψηλό.

Το Kriegsmarine, από την πλευρά του, ήθελε να κινηθεί αλλού. Το θέατρο επιχειρήσεων του αεροπλανοφόρου αυτού θα ήταν κυρίως η Βόρεια Θάλασσα, η οποία διέφερε από τον Ειρηνικό ή τον Ατλαντικό. Επίσης, ο ρόλος του θα ήταν διαφορετικός.

Το Graf Zeppelin δεν θα λειτουργούσε ως «κέντρο» μίας πλήρους αεροναυτικής δύναμης κρούσης (Task Force) με συνοδεία θωρηκτών, καταδρομικών και αντιτορπιλικών, για τον απλό λόγο ότι η υπεροπλία του Βασιλικού Ναυτικού στον τομέα των πλοίων επιφανείας ήταν κάτι το οποίο δε μπορούσε να αμφισβητηθεί.

Μία γερμανική Task Force θα δεχόταν την επίθεση σχεδόν του συνόλου του βρετανικού στόλου και, ακόμη και αν κατάφερνε να επιφέρει βαριές απώλειες, το αποτέλεσμα θα ήταν πάλι η καταστροφή της.

Αντ’ αυτού, το Graf Zeppelin σχεδιάστηκε βάσει της ίδιας φιλοσοφίας που βρισκόταν πίσω από τον σχεδιασμό των μεγάλων μονάδων επιφανείας του γερμανικού Ναυτικού (Bismarck, Scharnhorst, Admiral Scheer κλπ). Αυτή του επιδρομέα, του σκάφους που θα μπορούσε να επιφέρει βαρύτατα πλήγματα σε νηοπομπές εμπορικής ναυτιλίας και μεμονωμένων εχθρικού στόλου, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να διαφύγει από τις ομάδες των διωκτών του.

Η θωράκισή του κυμαινόταν από 100 χλστ. μέχρι 20 χλστ. και την «καρδιά» του αποτελούσαν 16 λέβητες υψηλής πίεσης La Mont, αντίστοιχοι αυτών που χρησιμοποιούνταν στα βαρέα καταδρομικά κλάσης Admiral Hipper. Οι κινητήρες του επέτρεπαν μέγιστη ταχύτητα 35 κόμβων και η εκτιμώμενη ακτίνα δράσης του ήταν 15.400 χλμ.

Το κατάστρωμα/αεροδιάδρομός του είχε μήκος 242 μ. και πλάτος 30 μ. Ο αποθηκευτικός του χώρος επαρκούσε για να εξυπηρετήσει 41 αεροσκάφη: 18 τορπιλοπλάνα Fieseler Fi 167, 13 βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Jukners Ju 87 C και 10 καταδιωκτικά Messerschmitt Bf 109T.

Τρεις οκταγωνικοί ηλεκτρικοί ανελκυστήρες ικανοί να σηκώσουν βάρος μέχρι 5,5 τόνων αναλάμβαναν τη μεταφορά των αεροσκαφών από και προς τον αεροδιάδρομο. Ένας στην πλώρη, ένας στη μέση και ένας στην πρύμνη του σκάφους.

Επίσης, το Graf Zeppelin ήταν εφοδιασμένο με δύο καταπέλτες που λειτουργούσαν με συμπιεσμένο αέρα, για περιπτώσεις υποβοηθούμενης απογείωσης. Οι καταπέλτες αυτοί είχαν τη δυνατότητα εκτόξευσης εννέα αεροσκαφών ο καθένας, με διαφορά 30 δευτερολέπτων μεταξύ τους μέχρι να εξαντληθούν τα αποθέματα αέρα.

Οι σχεδιαστές του είχαν προβλέψει εξαρχής ότι υπό κανονικές συνθήκες όλες οι απογειώσεις θα γίνονταν με τη χρήση καταπελτών. Μία ιδιαίτερη γερμανική πρωτοτυπία πάνω στο θέμα της απογείωσης των αεροσκαφών από το αεροπλανοφόρο ήταν η χρήση ενός ειδικού μείγματος πετρελαίου και βενζίνης 87 οκτανίων: μικρές ποσότητες του, ταχύτατα θερμαινόμενου, μείγματος αυτού, ήταν τοποθετημένες σε κάθε γερμανικό αεροσκάφος που ήταν σχεδιασμένο για χρήση από αεροπλανοφόρα.

Το πλεονέκτημα που έδινε ήταν πως τα αεροσκάφη ανέβαιναν από το εσωτερικό του σκάφους και απογειώνονταν αμέσως, χωρίς να χρειάζεται προθέρμανση του κινητήρα. Έχοντας απογειωθεί, οι πιλότοι περίμεναν να πάρουν το επιθυμητό ύψος και θερμοκρασία κινητήρα, οπότε και άλλαζαν στο κύριο ντεπόζιτο.



Ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του Graf Zeppelin ήταν ο βαρύς, για αεροπλανοφόρο, οπλισμός του. Τη στιγμή που Αμερικανοί, Ιάπωνες και Βρετανοί έβγαζαν εκτός των σχεδίων τα όπλα για χρήση εναντίον άλλων πλοίων επιφανείας (με το σκεπτικό πως, εφόσον το αεροπλανοφόρο αποτελούσε το κέντρο μίας Task Force, άλλα σκάφη επιφανείας θα αναλάμβαναν την προστασία του από τα εχθρικά θωρηκτά και καταδρομικά), προτιμώντας την εγκατάσταση περισσοτέρων αντιαεροπορικών, το Graf Zeppelin διέθετε 16 πυροβόλα των 5,9 ιντσών, ειδικά για χρήση εναντίον εχθρικών πλοίων, από δύο σε οκτώ θωρακισμένους πυργίσκους.

Τα αρχικά σχέδια προέβλεπαν τον εξοπλισμό του αεροπλανοφόρου με οκτώ πυροβόλα, σε οκτώ μονούς πυργίσκους, ωστόσο μεταβολές και παρανοήσεις όσον αφορά τον αρχικό σχεδιασμό οδήγησαν στα 16. Η αντιαεροπορική άμυνα του σκάφους παρεχόταν από δώδεκα πυροβόλα των 4,1 ιντσών, τοποθετημένα ανά δύο σε έξι πυργίσκους, τοποθετημένους τρεις μπροστά και τρεις πίσω από τη «νησίδα» του αεροπλανοφόρου. Η κάλυψη που παρείχαν τα πυροβόλα αυτά συμπληρωνόταν από 11 συζυγή των 1,5 ιντσών, καθώς και από επτά των 0,79.

Ένα μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τους σχεδιαστές του Graf Zeppelin, ήταν αυτό των αεροσκαφών, καθώς με την πάροδο των ετών προέκυπταν νέες πραγματικότητες όσον αφορά τις απαιτήσεις των σύγχρονων αεροναυτικών επιχειρήσεων.

Η αρχική κατανομή δεν άργησε να αλλάξει, με την αφαίρεση των Fieseler Fi 167 (διπλάνα των οποίων ο ρόλος ήταν η αναγνώριση και οι επιθέσεις με τορπίλες) και την προσθήκη περισσοτέρων καταδιωκτικών Bf 109- και δη της εκδοχής «Τ», η οποία ήταν ειδικά σχεδιασμένη για χρήση από αεροπλανοφόρα.

Το Messerschmitt Bf 109 T είχε μέγιστη ταχύτητα 568 χλμ. ανά ώρα και ήταν οπλισμένο με δύο πολυβόλα των 7,92 χλστ. MG17 συν είτε δύο πυροβόλα MG FF/M των 20 χλστ. είτε δύο επιπλέον MG17. Ειδικές μετατροπές έγιναν για την αύξηση της σταθερότητάς του και την ευκολότερη εκτόξευσή του από τους καταπέλτες του μητρικού σκάφους, ενώ ενισχύθηκε και το σύστημα προσγείωσης, για να μπορεί να ανταπεξέλθει στις «σκληρές» συνθήκες που χαρακτηρίζουν μία προσνήωση σε αεροπλανοφόρο.

Έγινε παραγγελία για 155 αεροσκάφη, ωστόσο η ματαίωση του προγράμματος κατασκευής ενός δεύτερου αεροπλανοφόρου οδήγησε σε μείωση των παραγγελθέντων αεροσκαφών σε 70. Περαιτέρω καθυστερήσεις στη ναυπήγηση του Graf Spee (το οποίο, αν και είχε καθελκυστεί από το 1938, συναντούσε σημαντικά εμπόδια στην ολοκλήρωσή του) οδήγησαν σε καθυστερήσεις και στην κατασκευή των Bf 109 T, με αποτέλεσμα τα αεροσκάφη να είναι έτοιμα τον Ιούνιο του 1941. Ωστόσο, δεν θα επιχειρούσαν από το (ακόμα ημιτελές) αεροπλανοφόρο.

Αντ’ αυτού στάλθηκαν στη Νορβηγία – από όπου θα ανακαλούνταν ξανά στα τέλη του 1941, καθώς οι εργασίες για την αποπεράτωση του Graf Spee φάνηκαν να παίρνουν νέα δύναμη. Αυτό θα άλλαζε πάλι το 1943, όταν σταμάτησε κάθε εργασία στο αεροπλανοφόρο, οπότε τα καταδιωκτικά τέθηκαν ξανά στην υπηρεσία της Luftwaffe.

Όσον αφορά το Fieseler Fi 167, ήταν ένα διπλάνο το οποίο είχε σχεδιαστεί με σκοπό την εκτέλεση αποστολών βομβαρδισμού, τορπιλισμού και αναγνώρισης. Η μέγιστη ταχύτητά του ήταν 320 χλμ./ώρα και χαρακτηριζόταν από αξιοσημείωτη σταθερότητα σε χαμηλές ταχύτητες. Ο οπλισμός του ήταν μία βόμβα του ενός τόνου ή μία τορπίλη, καθώς και δύο πολυβόλα MG17.

H εμβέλειά του έφτανε (μετά της προσθήκης εξωτερικής δεξαμενής καυσίμων) τα 1.500 χλμ. Ωστόσο, οι εξελίξεις στα πεδία των αεροναυτικών μαχών έδειξαν πως η ανάγκη για μεγαλύτερη δύναμη κρούσης από τα αεροσκάφη των αεροπλανοφόρων ήταν μεγαλύτερη από ό,τι αυτή για ικανά αναγνωριστικά, οπότε και αντικαταστάθηκε από μία ειδική έκδοση του Ju 87.

Το Ju 87 C θα ήταν το βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως του Graf Spee, και αποτελούσε μία εξειδικευμένη έκδοση του γνωστού Stuka, με πτυσσόμενα φτερά, ειδική διαμόρφωση για χρήση των καταπελτών και (όπως και στο Bf 109 T) βελτιωμένο σύστημα προσγείωσης. Επίσης, αξιοπρόσεκτη ήταν η απουσία των χαρακτηριστικών σειρήνων των Stuka, καθώς και η δυνατότητα απόρριψης του συστήματος προσγείωσης, σε περίπτωση αναγκαστικής προσθαλάσσωσης.

Η εμβέλειά του έφτανε τα 1.100 χλμ. Ο οπλισμός του: συνολικό φορτίο βομβών 700 κιλών, δύο πυροβόλα των 7,92 χλστ. μπροστά και ένα στο πίσω μέρος, το οποίο χειριζόταν ο πλοηγός/ασυρματιστής. Παραγγέλθηκαν 170 αλλά ελάχιστα κατασκευάστηκαν- και αυτά αργότερα είδαν επιχειρησιακή χρήση μετά την μετατροπή τους σε Ju 87 B-2.

Το τορπιλοπλάνο του Graf Zeppelin ήταν το Ju 87 E: Η ανάγκη ανάπτυξης μίας εκδοχής του Stuka για χρήση σε τορπιλικές επιχειρήσεις είχε προκύψει από νωρίς (αν και για το θέατρο της Μεσογείου). Ουσιαστικά, επρόκειτο για το Ju 87C, με κάποιες ειδικές μετατροπές για να μπορεί να μεταφέρει μία τορπίλη.

Παραγγέλθηκαν 115 αεροσκάφη, αλλά κανένα τους δε θα έβλεπε δράση, καθώς η παραγγελία ακυρώθηκε μαζί με τον τερματισμό των εργασιών στο Graf Spee το 1943.

Το πιο φιλόδοξο αεροσκάφος το οποίο πέρασε από τα γραφεία των σχεδιαστών του Graf Spee ήταν το Messerschmitt Me 155.

Το 1942, το Bf 109T είχε ήδη αρχίσει να θεωρείται ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις τα καλύτερα μοντέλα των Συμμάχων, οπότε και ένας αντικαταστάτης σχεδιάστηκε: το Me 155 θα είχε μέγιστη ταχύτητα 649 χλμ./ώρα και θα ήταν οπλισμένο με τρία πυροβόλα των 20 χλστ. MG151 και δύο πολυβόλα των 13 χλστ. MG 131. Ωστόσο, δεν θα κατασκευαζόταν ούτε πρωτότυπο.

Θύμα των προτεραιοτήτων: η ανολοκλήρωτη μοίρα του Graf Spee

Το «αδελφό» σκάφος του Graf Zeppelin αποδείχτηκε θνησιγενές, καθώς η ναυπήγησή του ακυρώθηκε το 1939.

Το Kriegsmarine είχε αρχίσει ήδη να ακολουθεί το «δόγμα Ντένιτς», στρεφόμενο προς την κατασκευή U-Boats (υποβρυχίων), κάτι που άρχισε να απειλεί και το μέλλον του ίδιου του Graf Zeppelin.

Οι εξελίξεις έκαναν ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Η κατάληψη της Νορβηγίας δημιούργησε την ανάγκη κατασκευής επάκτιων πυροβολαρχιών, για την εξασφάλιση της άμυνας των κατακτηθέντων περιοχών τόσο εναντίον πλοίων επιφανείας όσο και αεροσκαφών. Ο ίδιος ο Ρέντερ τάχθηκε κατά της ναυπήγησης του σκάφους, για τους παραπάνω λόγους και επειδή η ολοκλήρωσή του θα καθυστερούσε.

Το ημιτελές αεροπλανοφόρο (το οποίο είχε ήδη καθελκυστεί) μεταφέρθηκε από το Κίελο στο Γκοτενχάφεν, όπου έμεινε παρατημένο από τον Ιούλιο του 1940 μέχρι το Ιούνιο του 1941, οπότε και μεταφέρθηκε στο Στετίν, για προστασία από σοβιετικές αεροπορικές επιθέσεις, καθώς οι εχθροπραξίες με τη Σοβιετική Ένωση ήταν πραγματικότητα, για να επιστρέψει στο Γκοτενχάφεν όταν η Βέρμαχτ εισχώρησε βαθιά μέσα στο εχθρικό έδαφος, εξαλείφοντας τον κίνδυνο.

Εκεί, το σκάφος -καρπός ενός από τα πλέον φιλόδοξα προγράμματα του Kriegsmarine- χρησιμοποιήθηκε ως… πλωτή αποθήκη ξυλείας.

Ωστόσο, δεν είχαν τελειώσει όλα. Ο Ρέντερ, ο οποίος και είχε εισηγηθεί τον τερματισμό των εργασιών, έκανε μία απόπειρα ανάνηψης το 1942. Η δράση των βρετανικών αεροπλανοφόρων είχε επιφέρει βαριά πλήγματα στον Άξονα (χαρακτηριστικά παραδείγματα οι περιπτώσεις των θωρηκτών Bismarck και Tirpitz, καθώς και η ταπείνωση του ιταλικού ναυτικού στον Τάραντα), ενώ οι Ιάπωνες είχαν επιδείξει τη σημασία που είχαν τα αεροπλανοφόρα στον σύγχρονο πόλεμο με την επίθεσή τους στο Περλ Χάρμπορ.

Οι εργασίες ξεκίνησαν ξανά, και μάλιστα ο Ρέντερ ζήτησε τον εκσυγχρονισμό της πτέρυγας μάχης του αεροπλανοφόρου, με πιο μοντέρνα αεροσκάφη – αίτημα που προκάλεσε την οργή του Γκέρινγκ, ο οποίος θεωρούσε (δικαιολογημένα) πως η Luftwaffe είχε ήδη πάρα πολλά «βάρη» να σηκώσει, για να προστεθεί σε αυτά και η υποστήριξη ενός προγράμματος στο οποίο ο ίδιος ήταν εξαρχής αντίθετος.

Εν τέλει υπήρξε κάποιος συμβιβασμός: η μετατροπή/ειδική διαμόρφωση υπαρχόντων αεροσκαφών.

Τα πράγματα έδειξαν ότι το Graf Zeppelin θα έβλεπε δράση μέσα στο 1943- μάλιστα, οι Βρετανοί του έκαναν την… αμφίβολη τιμή να το δουν σαν στόχο, καθώς το Γκοτενχάφεν βομβαρδίστηκε (χωρίς επιτυχία) τον Αύγουστο του 1942, με αντικειμενικό σκοπό την καταστροφή του ημιτελούς αεροπλανοφόρου. Εν τέλει όμως, το Graf Zeppelin έπεσε θύμα της απώλειας εμπιστοσύνης του Χίτλερ προς το στόλο επιφανείας.

Το αεροπλανοφόρο «έπεσε» μαζί με το Ρέντερ (ο οποίος χαρακτήρισε το «πάγωμα» της ναυπήγησής του ως την «πιο εύκολη ναυτική νίκη που κέρδισαν ποτέ οι Βρετανοί»), καθώς ο ναύαρχος αντικαταστάθηκε από τον Ντένιτς, που, όπως ήταν φυσικό, στράφηκε εξολοκλήρου στα υποβρύχια.

Το αεροπλανοφόρο μεταφέρθηκε σε μία προβλήτα κοντά στο Στετίν, όπου έμεινε παρατημένο από το 1943 μέχρι το 1945. Όταν οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού πλησίαζαν, το 40μελές πλήρωμα που είχε αναλάβει τη φύλαξή του άνοιξε τις βαλβίδες, με αποτέλεσμα να μείνει κολλημένο στα ρηχά, ενώ επίσης προχώρησε στην παγίδευσή σημαντικών τμημάτων του, για να εξασφαλιστεί πως δεν θα χρησιμοποιούνταν με κάποιον τρόπο από τους Σοβιετικούς.

Αν και η πυροδότηση των εκρηκτικών έγινε με επιτυχία, η ιστορία του Graf Zeppelin δεν είχε λάβει ακόμη τέλος: η παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας σήμανε το ξεκίνημα του Ψυχρού Πολέμου, με τους Σοβιετικούς (όπως και τους δυτικούς Συμμάχους) να διαμορφώνουν ήδη δόγματα διεξαγωγής πολέμου εναντίον του νέου αντιπάλου.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι σοβιετικές Ένοπλες Δυνάμεις (και δη ο, τότε μικρής μαχητικής αξίας, σε σχέση με τα αντίστοιχα ναυτικά των Συμμάχων, Κόκκινος Στόλος) ήταν η παρουσία των αμερικανικών και βρετανικών αεροπλανοφόρων, τα οποία είχαν εγκαινιάσει μία νέα εποχή αεροναυτικού πολέμου, εκθρονίζοντας τα θωρηκτά από «βασιλείς των θαλασσών».

Ως εκ τούτου, η Κόκκινη Αεροπορία και ο Στόλος θεωρήθηκε πως έπρεπε να αποκτήσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα εμπειρία σε επιχειρήσεις εναντίον αεροπλανοφόρων. Και οι Σοβιετικοί είχαν στα χέρια τους ένα αεροπλανοφόρο, το Graf Zeppelin.

Στις 16 Αυγούστου του 1947, το αεροπλανοφόρο ξεκίνησε το τελευταίο του ταξίδι. Υπό την ονομασία πλέον PO -101, αποτέλεσε στόχο εξάσκησης για προσβολές από αεροσκάφη και πολεμικά πλοία στη Βαλτική, 50 χλμ. από το πολωνικό λιμάνι του Βλαντισλάβοβο.

Ακόμα και σε αυτό τον ρόλο το Graf Zeppelin δικαίωσε τους κατασκευαστές του, δεχόμενο 24 πλήγματα βομβών και βλημάτων πριν υποκύψει σε επίθεση με τορπίλες. Η μοίρα του ήταν άγνωστη, μέχρι το 2006.


What if…?

Όπως είναι φυσικό, το Graf Zeppelin αποτελεί έναν από τους βασικούς πρωταγωνιστές των στρατιωτικών σεναρίων «εναλλακτικής ιστορίας», καθώς επρόκειτο για ένα σκάφος το οποίο, αν τελείωνε εγκαίρως και έβλεπε επιχειρησιακή δράση, θα άλλαζε τα δεδομένα τόσο στη Βόρεια Θάλασσα όσο και ενδεχομένως στον Ατλαντικό.

Δεν επρόκειτο για αεροπλανοφόρο στόλου, αλλά για επιδρομέα – δεν θα επιζητούσε σύγκρουση με τις βρετανικές Task Forces, αλλά θα αναλάμβανε ρόλο αντίστοιχο των άλλων μεγάλων γερμανικών μονάδων επιφανείας που είδαν χρήση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: αυτή του κυνηγού νηοπομπών.

Συνοδευόμενο από μικρό αριθμό μονάδων επιφανείας, θα μπορούσε να επιφέρει βαρύτατα πλήγματα εναντίον της Συμμαχικής εμπορικής ναυτιλίας – ίσως και να κερδίσει τη Μάχη του Ατλαντικού, καθώς η ισχύς του ήταν παραπάνω από επαρκής για να εξασφαλίσει την επικράτηση εναντίον μίας «συμβατικής» συνοδείας νηοπομπής.

Η αντίδραση του Βασιλικού Ναυτικού θα έπρεπε να είναι είτε παροχή επιπλέον κάλυψης των νηοπομπών με θωρηκτά και αεροπλανοφόρα (μία αντίδραση που αναγκαστικά θα τα διέσπειρε, κάνοντάς τα τρωτά σε μία αποφασισμένη γερμανική Task Force, η οποία θα είχε το πλεονέκτημα, καθώς τα αεροσκάφη του Graf Spee, αν και λιγότερα, ήταν κατά πολύ ανώτερα των αεροσκαφών που χρησιμοποιούσαν τα βρετανικά αεροπλανοφόρα κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου), είτε δέσμευση μεγάλου αριθμού σκαφών, τα οποία θα αφοσιώνονταν στο κυνήγι του Graf Spee και των συνοδευτικών του μέχρι την καταβύθισή του, κάτι που θα ανάγκαζε τους Βρετανούς να μειώσουν τον βαθμό προστασίας/κάλυψης των νηοπομπών στον Ατλαντικό, οι οποίες υπέφεραν ήδη από τις επιδρομές των U-Boats.

Επίσης, ενδεχόμενη αποτυχία του Βασιλικού Ναυτικού να εξουδετερώσει το Graf Spee θα εξανάγκαζε το ναυτικό των ΗΠΑ να εμπλακεί στην υπόθεση, δεσμεύοντας δικά του αεροπλανοφόρα και φέρνοντας τους Αμερικανούς σε εξαιρετικά δεινή θέση, λόγω των εξαιρετικά πιεστικών συνθηκών στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού.

Άλλο ένα πιο «εξωτικό» σενάριο θέλει το Graf Spee να ηγείται μίας δύναμης κρούσης η οποία θα έπληττε τη Νέα Υόρκη, σε μία εξαιρετικά ριψοκίνδυνη αποστολή.

Ωστόσο, το συγκεκριμένο σενάριο θεωρείται ως το λιγότερο πιθανό από όλα, καθώς η αποστολή αυτή, εκτός του ότι θα ήταν μάλλον «αποστολή αυτοκτονίας», πέραν των προπαγανδιστικών, θα απέφερε μηδαμινά οφέλη.

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η θρησκεία των αρχαίων διέφερε πολύ από τις σύγχρονες θρησκείες όπως ο χριστιανισμός και ο ιουδαϊσμός. Δεν υπήρχε μια βασική ομολογία πίστης στην παγανιστική Ελλάδα, ούτε ιερό βιβλίο, ούτε ένα σύνολο θρησκευτικών κανόνων που να διέπει όλους τους τομείς της ζωής των ανθρώπων· πυρήνας της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας ήταν η λατρεία και οι τελετές, όχι το δόγμα και η πίστη. -Donald Kagan

Αρχαία Ελληνική Θρησκεία έπαιξε μεγάλο ρόλο στην αρχαία Ελλάδα και συνεχίζει και σήμερα να είναι σημαντική στην πολιτιστική κληρονομιά των Ελλήνων καθώς διαμόρφωσε τη μυθολογία τους και τη θέαση και προσέγγιση του κόσμου τους. Ο άνθρωπος πάντα ένιωθε την ανάγκη να πιστεύει σε μια ανώτερη, θεϊκή δύναμη. Ο Δωδεκαθεισμός ήταν η θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων. Μέσω της θρησκείας αυτής οι άνθρωποι της αρχαίας Ελλάδος μπορούσαν να εκφραστούν και να δημιουργήσουν.

Ο Αρχαίος πολιτισμός αναπτύχθηκε πολύ εξαιτίας της θρησκείας. Οι άνθρωποι άρχιζαν να χτίζουν ναούς, να φτιάχνουν αγάλματα, τοιχογραφίες προς τιμή των θεών που μερικές από αυτές σώζονται ως σήμερα. Όλα αυτά αποτελούν ταυτότητα για τον Έλληνα αφού πολλοί ξένοι έρχονται στην χώρα μας και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την Αρχαία Ελληνική Θρησκεία και για τα αρχαία αντικείμενα που σχετίζονται με αυτήν, σώζονται και αποτελούν μεγάλα έργα τέχνης.

Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία βοήθησε όχι μόνο τους αρχαίους Έλληνες αλλά και τους σημερινούς αφού μεγάλο μέρος του τουρισμού και της οικονομίας της Ελλάδος στηρίζεται στην αρχαιότητα και στην κληρονομιά που άφησε σε μας (μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι). Βέβαια, έχουν γραφεί πολλά βιβλία για την Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, φιλοσοφικού και διδακτικού περιεχομένου. Σε όλη την γη διαβάζονται είτε από ενδιαφέρον είτε για μάθηση και εμβάθυνση στον αρχαίο πολιτισμό είτε από απλή περιέργεια. Πολλές ταινίες εξάλλου έχουν παιχθεί στον παγκόσμιο κινηματογράφο που αφορούν την Αρχαία Ελλάδα, την θρησκεία της και τους ήρωές της.

Ουρανός-Γη-Κρονος

Οι σχέσεις μεταξύ του Ουρανού και των παιδιών του δεν ήταν πολύ φιλικές. Η οργή του μεγάλου Θεού έπεσε πάνω στους Τιτάνες τους οποίους φυλάκισε στα έγκατα της γης. Η μητέρα τους, εξοργισμένη από την αδικία, ζήτησε από τους γιους της να σκοτώσουν τον πατέρα τους.

Ο Κρόνος ,ο μικρότερος γιος, επειδή ήταν απ’τους πιο θαρραλέους, το βράδυ κρύφτηκε στο δωμάτιο των γονιών του και έκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του, τα οποία έπεσαν στη θάλασσα. Από αυτά τα όργανα γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι Ερινύες, οι Νύμφες και οι Γίγαντες.

Κρόνος – Ρέα- Διας

Μετά την πτώση του Ουρανού, αρχηγός του σύμπαντος έγινε ο Κρόνος. Αμέσως αποφυλάκισε τα αδέλφια του και παντρεύτηκε την Ρέα. Από την ένωσή τους γεννήθηκαν η Δήμητρα, η Εστία, η Ήρα, ο Άδης και ο Ποσειδώνας. Ο Κρόνος όμως αποδείχθηκε χειρότερος από τον πατέρα του – φοβούμενος ότι τα παιδιά του θα τον εκθρόνιζαν, τα κατάπινε όταν γεννιόνταν. Η Ρέα, πριν γεννήσει τον Δία, το τελευταίο της παιδί, συμβουλεύτηκε τον Ουρανό και την Γη. Με την βοήθεια τους έκρυψε τον Δία σε μια σπηλιά στην Κρήτη και έδωσε στον Κρόνο να καταπιεί μια πέτρα αντί για τον γιο της. Όταν μεγάλωσε, ο Δίας νίκησε τον Πατέρα του και με τα αδέλφια του έγιναν οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου.

Οι Θεοί

Ο πολυθεϊσμός ήταν από τις πιο διαδεδομένες θρησκείες των Αρχαίων Ελλήνων. Για τους Αρχαίος Έλληνες, οι θεοί σαν σύνολο αντιπροσώπευαν μια σημαντική έννοια – την φύση σε όλες της τις εκφορές και κάθε θεός η θεά συσχετιζόταν με μια η περισσότερες δυνάμεις της φύσης.

Για τους Έλληνες, οι θεοί ήταν αθάνατοι, πανταχού παρόντες και αξιολάτρευτοι. Μπορούσαν να ελέγξουν όλους τους θνητούς σε κάθε στάδιο της ζωής τους , προκαθορίζοντας την μοίρα τους και τις σχέσεις τους. Παρόλα αυτά, για τους Έλληνες οι θεοί δεν ήταν απόμακρα, απρόσιτα όντα – οι άνθρωποι μπορούσαν να τους πλησιάσουν, να τους δούνε, να τους ακούσουν και να τους αγγίξουν εύκολα. Ως αντιφατικά και πολύπλευρα όντα, οι θεοί αποτελούσαν παράδειγμα προς μίμηση για έναν τέλειο άνθρωπο – αλλά έναν άνθρωπο ελεύθερο από τις στερήσεις και τις απαγορεύσεις της ζωής, ο οποίος μπορούσε να διασκεδάσει με ο,τιδήποτε, μπορούσε να τραυματιστεί χωρίς να νιώσει πόνο ή να πεθάνει, μπορούσε να ερωτευτεί χωρίς να υποβάλλεται σε όρια παρόμοια με των ανθρώπων, μπορούσε να νιώσει θυμό ή ζήλια χωρίς να καταπιέζει τα συναισθήματά του και τέλος, μπορούσε να γλεντήσει και να μεθύσει απεριόριστα. Οι Αρχαίοι Έλληνες ανέθεταν στους θεούς τους όλες τις ιδιότητες που θα ήθελαν οι ίδιοι να κατέχουν αλλά τις οποίες η ανθρώπινη φύση δεν τους επέτρεπε να αποκτήσουν. Οι ανθρώπινες ιδιότητες των θεών, ωστόσο, δεν μειώνουν την θεϊκή τους υπόσταση. Στην πραγματικότητα, τα χαρακτηριστικά τα οποία οι άνθρωποι απέδιδαν στους θεούς λειτουργούσαν ως παραδείγματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά και αποτελούσαν τους στόχους, τους οποίους έθεταν οι θνητοί για τον εαυτό τους.

Η σωματική ομοιότητα μεταξύ των θεών και ανθρώπων εξυπηρετούσε έναν σημαντικό σκοπό. Οι θεϊκές μορφές που γεννήθηκαν από το Αρχαίο Ελληνικό πνεύμα, δεν ήταν ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο από μια εικόνα την οποία όφειλαν να προσεγγίσουν οι άνθρωποι. Από την άλλη πλευρά, οι θεοί υιοθετούσαν ανθρώπινοι μορφή όταν εμφανίζονταν στους θνητούς και έτσι τα σώματά τους δεν ήταν απαραίτητα εξωπραγματικά – καλύτερα θα μπορούσαν να περιγράφονται ως πηγές ενέργειας και έμπνευσης από τις οποίες μπορούσαν να δημιουργηθούν υπερφυσικές δυνάμεις.

Κάθε μια από τις Αρχαίες Ελληνικές πόλεις-κράτη είχε το δικό της Πάνθεον. Παρόλα αυτά, ολόκληρη η Ελλάδα μοιραζόταν τους ίδιους θεούς που είχαν δημιουργηθεί από τις κοινές ανάγκες μελών τις ίδιας φυλής. Οι πρώτες γραπτές αναφορές στους Αρχαίους Έλληνες Θεούς χρονολογούνται από την Μυκηναϊκή περίοδο. Τα ονόματα του Δία, Ποσειδώνα, Άρη, Ερμή και Διονύσου ήταν χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες στην Γραμμική Β γραφή και βρέθηκαν σε Μυκηναϊκά παλάτια των πόλεων των Μυκηνών, Πύλου και Κνωσού. Αυτές χρονολογούνται περίπου από το 1400 – 1200 π.Χ.

Το Ολύμπιο Πάνθεον πήρε την τελική του μορφή τον 10ο αιώνα π.Χ. (Γεωμετρική Περίοδος) και καθιερώθηκε στο Ελληνικό πνεύμα χάρη στα έπη του Ομήρου τα οποία ήταν δημοφιλή και σημαντικά ως υλικό παιδείας και εκπαίδευσης από τα αρχαία ακόμη χρόνια.

Όταν στις πόλεις-κράτη πέρασαν τον 8ο αιώνα π.Χ. τα καινούρια στοιχεία του ολοκληρωμένου δωδεκαθέου, οι θρησκευτικές έννοιες των Ελλήνων ανανεώθηκαν και βελτιώθηκαν με αυτά τα νέα στοιχεία και εμφανίστηκαν οι πρώτες επίσημες τοποθεσίες για λατρεία των θεών. Το Αρχαίο Ελληνικό θρησκευτικό σύστημα ολοκληρώθηκε στην Αρχαϊκή και Κλασσική περίοδο (6ος – 5ος αιώνας π.Χ.) που θα αποτελέσει και την περίοδο της κορύφωσης του Ελληνικού Πολιτισμού.

Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου

Ανάμεσα σε όλους τους θεούς που λάτρευαν οι Έλληνες, οι δώδεκα θεοί του όρους Ολύμπου, σχημάτιζαν μια ειδική κατηγορία. Οι θεοί του Ολύμπου ήταν ο Δίας, η Ήρα, η Αθηνά, ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας, η Άρτεμις, η Δήμητρα, ο Ερμής, η Αφροδίτη, ο Άρης, ο Ήφαιστος και η Εστία. Σε μερικές περιοχές, διάφορες θέσεις των δώδεκα θεών διεκδικούσαν ο Πλούτωνας, ο Διόνυσος, ο Ηρακλής και άλλοι τοπικοί ήρωες.

Οι θεοί του Ολύμπου ζούσαν κυρίως φιλικά μεταξύ τους, σε ένα σπίτι-ανάκτορο που ήταν ιδανικό στην χρήση του και ιδιαίτερα μαγευτικό. Με την απόφαση των θεών να κατοικήσουν στον Όλυμπο, αυτομάτως εισάγεται η έννοια ότι ζούσαν στο όριο μεταξύ της Γης και του Ουρανού και έτσι μπορούσαν να επιτηρούνε ό,τι γινόταν στο κόσμο. Το κύριό τους μέλημα ήταν ο άνθρωπος, τον οποίο μερικές φορές «έλουζαν» με δώρα και μερικές φορές δίωκαν. Ο αρχηγός των θεών ήταν ο Δίας, ο πανταχού παρών, ακολουθούμενος από άλλους, μικρότερους σε σημασία θεούς, σε μια στοιχειώδη ιεραρχία στην οποία κάθε θεότητα είχε την δική της επιρροή. Όποια δύναμη και αν είχε ο καθένας από τους δώδεκα θεούς, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να «πατήσει» τον ιερό όρκο που είχε δώσει δίπλα στα νερά της Στίγας, η οποία βρισκόταν στο κάτω κόσμο. Οι θεοί ορκίστηκαν πως εάν δεν τηρούσαν την υπόσχεση που είχαν δώσει, η τιμωρία τους θα ήταν ένας χρόνος σε κατάστασης κόμματος έπειτα από τον οποίο, οι θεοί απαγορευόταν να συναντηθούν με τους άλλους θεούς για άλλα εννέα χρονιά.

Ο μεγαλύτερος όρκος που μπορούσαν να πάρουν οι θνητοί ήταν προς στους δώδεκα θεούς. Η ποινή για τους επιόρκους ήταν αυστηρή διότι οι δώδεκα θεοί ήταν και αμείλικτοι δικαστές για τους ανθρώπους. Οι Αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν κάθε θεό διαφορετικά και επίσης έστηναν προσκυνητάρια για να τιμήσουν τους δώδεκα θεούς.

Δίας

Ο «Πατήρ Θεών τε και Ανθρώπων» ο Δίας, ο Βασιλιάς του Ολύμπου και αρχηγός του δωδεκαθέου, άρχοντας των κεραυνών, τιμωρός και προστάτης, εραστής και πολέμαρχος, νίκησε τον πατέρα του Κρόνο και έριξε τους Τιτάνες και τους Γίγαντες στα Τάρταρα. Ήταν ο αδιαμφισβήτητος κυβερνήτης του σύμπαντος και ήλεγχε τα πάντα. Αλλά η δύναμη του δεν ήταν χωρίς περιορισμούς. Ο ρόλος του ήταν κυρίως να συντονίζει της δραστηριότητες των άλλων θεών και να επιβεβαιώνει ότι οι άλλοι θεοί δεν ξεπερνούσαν τις δυνάμεις τους φτάνοντας στην ύβρη. Αυτός ήταν σε κάθε περίπτωση ο εγγυητής της τάξης σε θεϊκά και σε ανθρώπινα θέματα. Οι βασιλιάδες της γης θεωρούνταν απόγονοί του.

Ο Δίας λεγόταν πολιούχος και «πολιεύς» – πατέρας της πόλης. Η άμυνα των Ελληνικών πόλεων ήταν μια από τις ευθύνες του, η οποία είναι ο λόγος για τον οποίο λατρευόταν όπως και η Αθηνά ως Πρόμαχος, αρχηγός σε μάχες και Σωτήρ, σωτήρας. Άλλα επίθετά του ήταν Ελευθέριος, ελευθερωτής, επειδή έδινε την ελευθερία σε αυτούς που προστάτευε.

Όταν οι Αρχαίοι Έλληνες αναφερόντουσαν στον Ολύμπιο Δία εννοούσαν τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων που κυβερνούσε τον κόσμο από το παλάτι του στον Όλυμπο. Ο Δίας ήταν η πηγή του παραδεισένιου φωτός και αυτός ρύθμιζε τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Έστελνε στην γη, τον άνεμο, τα σύννεφα, την βροχή και τον κεραυνό. Τα σύμβολά του συνδέονταν με αυτές τις δυνάμεις – όχι μόνο ο κεραυνός αλλά και ο αετός, το ιερό πουλί που πετάει πιο ψηλά και γρήγορα από όλα τα άλλα πτηνά στο ουρανό υπήρξε σύμβολο του Δία.

Οι Έλληνες λάτρευαν τον Δία σε κορυφές βουνών οπού η Γη συναντούσε τον Ουρανό. Τα φυσικά φαινόμενα, ελεγχόμενα από τον Δία, όταν συμβαίνανε θεωρούνταν ως σημάδια από τους θεούς και ικανά να παρέχουν στους ανθρώπους πληροφορίες για γεγονότα που θα γίνονταν στο προσεχές μέλλον. Ο μάντης στην Δωδώνη, ένας από τους πιο σημαντικούς της Ελλάδας, ήταν αφοσιωμένος στον Δία. Εκτός από την δύναμη του στον Ουρανό και στην Γη, ο Δίας προστάτευε και τα ανθρώπινα όντα. Σε κάθε σπίτι υπήρχε ένα Προσκυνητάριο προορισμένο για τη λατρεία στο Δία και ήταν ο προστάτης της ειρήνης και στην οικία. Επιπλέον, αυτός προφύλασσε την φιλία ανάμεσα στους ανθρώπους (Δίας Φίλιος) και βοηθούσε αυτούς που τον είχαν ανάγκη, ιδιαίτερα τους ταπεινούς και τους ξένους (Δίας Ξένιος). Οι δυνάμεις του Δία ολοκληρώνονται με την επίβλεψη του για τους όρκους των θνητών και η ευθύνη να αποδίδει δικαιοσύνη εάν κάποιος όρκος δεν τηρούνταν. Οι τιμωρίες του μπορεί να ήταν σκληρές έως υπερβολικές, αλλά ήταν πάντα πρόθυμος να συγχωρήσει εάν οι θνητοί έδειχναν την μεταμέλεια τους και προσεύχονταν σε αυτόν. Για αυτούς τους λόγους, οι Έλληνες δεν παρέλειπαν να τιμούν τον αρχηγό των θεών με εντυπωσιακές τελετές, γιορτές και αθλητικούς αγώνες – δυο από τις τέσσερις μεγαλύτερες διοργανώσεις, οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα Νέμεα, ήταν αποκλειστικά αφιερωμένες στον Δία.

Υπάρχουν άπειροι μύθοι που σχετίζονται με τον Δία και πολλοί από αυτούς είναι ιδιαιτέρως συναρπαστικοί. Συμπεριλαμβάνουν αφηγήσεις για τις ερωτικές σχέσεις του Δία που προκαλούν αίσθηση και διχάζουν την κοινή γνώμη για την ηθική των γάμων και των δεσμών των αρχαίων θεών. Παρόλα αυτά, είναι εύκολο να κατανοήσουμε αυτούς τους μύθους εάν μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε το συμβολικό τους περιεχόμενο. Με το να περιγράφουν τις ερωτικές συναντήσεις της κυριότερης θεότητάς τους, οι Έλληνες απέδιδαν στους θεούς όλα τα στοιχεία της φύσης, των νόμων και πνευματικών δυνατοτήτων, των κανόνων που «κυβερνούν» την κοινωνία και ακόμη, την προέλευση της ανθρωπότητας.

Σύμφωνα με τις παραδόσεις, ο Δίας κοιμήθηκε με την Μέτιδα, την προσωποποίηση της σοφίας και της μάθησης, και έτσι γεννήθηκε η Αθηνά. Έπειτα κοιμήθηκε με την Θέμιδα, που συμβόλιζε τον νόμο και την ηθική τάξη, και έτσι γεννήθηκαν οι Ώρες και οι Μοίρες, που κυβερνούσαν την μοίρα όλων των ανθρώπων. Η ένωσή του με την Μνημοσύνη δημιούργησε τις εννέα Μούσες, πηγή όλων των ποιητικών εμπνεύσεων, και από την ένωσή του με την Δήμητρα γεννήθηκε η Περσεφόνη, που συμβολίζει την γονιμότητα της γης. Ο Δίας και η Λιτώ ήταν οι γονείς του Απόλλωνα και της Άρτεμης και με την ένωση του Δια με την Ευρυνόμη γεννήθηκαν οι Χάριτες, που έφεραν έναν άγγιγμα ομορφιάς στον κόσμο. Ο σχηματισμός αυτών των μύθων ικανοποιούσε την ανάγκη που ένιωθαν οι Αριστοκράτες της Ιστορικής Περιόδου να ανιχνεύσουν τους προγόνους τους στον μεγαλύτερο θεό που λάτρευε ο λαός και έτσι, οι ίδιοι ένιωθαν απόγονοι μεγάλων θεών με εξαιρετικές δυνάμεις.

Το συμβολικό νόημα των μύθων ήταν συχνά κρυμμένο πίσω από ποικίλες διασκευές στις «περιστάσεις» τους και σε πολλές από αυτές τις ιστορίες εντοπίζεται περίτρανα η ευφυΐα των Ελλήνων. Στα αποσπάσματα των αρχαίων συγγραφέων, ο Δίας είναι πάντοτε ζευγάρι με την Ήρα (παρόλο που ήταν ταυτόχρονα αδελφή του) και η ζωή των θεϊκών συζύγων απεικονίζεται παρόμοια με αυτή μιας συνηθισμένης πατριαρχικής οικογένειας. Ο Δίας ήταν συστηματικά άπιστος στην γυναίκα του και σκαρφιζόταν ιστορίες για να βρεθεί με τις ερωμένες του. Η Ήρα, απελπισμένη από ζήλια έκανε ό,τι ήταν δυνατόν και ό,τι μπορούσε για να εκνευρίσει τον Δία και τις ερωμένες του και έπαιρνε εκδίκηση όταν ο Δίας της ήταν άπιστος. Παρόλο που ο μεγάλος θεός ήταν άρχοντας της δημιουργίας, δεν μπορούσε να αντισταθεί στην μοίρα του, που ήταν να προικίσει την ανθρωπότητα με τους πλούσιους καρπούς των περιπετειών του.

Ήρα

Αδελφή και σύζυγος του Δια, ήταν η Ήρα, η οποία ως κύριο σκοπό της είχε να προστατεύει τις γυναίκες και το γάμο, αν και συνήθως αρεσκόταν να κατατρέχει και να τιμωρεί τις πάμπολλες ερωμένες του άντρα της και τα παιδιά που προέκυπταν από τις ερωτοτροπίες αυτές εκτός του γάμου τους. Βέβαια, και η Ήρα συχνά κατέφευγε σε ερωτικές περιπλανήσεις, όμως πάντα ξαναγύριζε στον άντρα της. Η Ήρα ανάμεσα στις θεές του Ολύμπου απολάμβανε τη θέση της πιστής γυναίκας και επίσημης συζύγου του Δία. Σύμφωνα με μια παράδοση γεννήθηκε στην Σάμο – οι άνθρωποι του νησιού πίστευαν ότι η Ήρα είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας κάτω από ένα δέντρο, δίπλα στις όχθες του ποταμού Ίμπρασσου, όπου αργότερα χτίστηκε ο φημισμένος ναός της Ήρας στην Σάμο, το Ηραίο.

Υπήρχε και ένας ακόμη ναός της Ήρας στο Άργος. Αυτός ο ναός ήταν το πιο σημαντικό θρησκευτικό κέντρο της Πελοποννήσου και σχετιζόταν με την αγάπη της Ήρας και του Δία. Η ιστορία έλεγε πως ο αδελφός και η αδελφή αγαπιόταν από πολύ παλιά, πριν γίνουν κυβερνήτες του Ολύμπου, ακόμη και στην παιδική τους ηλικία συναντιόντουσαν κρυφά από τους γονείς τους.

Ο ιερός γάμος μεταξύ αυτών των θεοτήτων έχει ερμηνευτεί ως σύμβολο της γονιμότητας της γης και αυτό ταιριάζει με την περιγραφή του Ομήρου στην Ιλιάδα: « καθώς ο Δίας κρατούσε στην αγκαλιά του την γυναίκα, η γη έβγαλε χορτάρι, καρπούς και ευωδιαστά άνθη, απαλά και ζεστά που φύτρωναν από το έδαφος». Με την ένωσή της με τον μεγαλύτερο Ολύμπιο θεό, η Ήρα απέκτησε όλες τις ιδιότητες του Δία, όμως σε μια θηλυκή έκδοση. Αυτή στα αρχαία χρόνια λατρευόταν ως Ακραία και Γαμήλια, δηλαδή ως σύμβολο του γάμου και της γαμήλιας ζωής. Αφού για τους Αρχαίους Έλληνες η καλύτερη μοίρα μιας γυναίκας και η κοινωνική της καταξίωση ήταν να φέρει νόμιμα παιδιά στον κόσμο, η Ήρα συχνά ονομαζόταν και «Τέλεια» διότι με το να εκπληρώσει την αποστολή της είχε φτάσει στην τελειότητα.

Ήταν έθιμο για τα νεαρά ζευγάρια, προτού παντρευτούν, να θυσιάσουν στην Τέλεια Ήρα και στον Τέλειο Δία. Αλλά η Ήρα επίσης αντιπροσώπευε και όλα τα άλλα στάδια της ζωής των γυναικών – τα μικρά κορίτσια την τιμούσαν ως Παρθένο, οι παντρεμένες γυναίκες ως Τέλεια και οι χήρες ως Χήρα – υπήρχε ένας μύθος που έλεγε ότι ο Δίας και η Ήρα χώρισαν και ενώ η διαμάχη τους κρατούσε, η Ήρα θεωρούνταν χήρα.

Τα νόμιμα παιδιά του Δία και της Ήρας ήταν ο Άρης, η Ήβη και η Ειλειθυία. Μερικές συγγραφείς προσθέτουν και τον Ήφαιστο στον κατάλογο ως παιδί τους, ενώ σύμφωνα με άλλους, ο Ήφαιστος γεννήθηκε από την Ήρα χωρίς αρσενική παρέμβαση, ενώ την ίδια ώρα η Αθηνά γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία. Δεν είναι σύμπτωση παρόλα αυτά ότι και οι δυο θεότητες ήταν γονείς της Ήβης, της θεάς που συμβόλιζε την παντοτινή νεότητα και της Ειλειθυίας, της προστάτιδας και βοηθού των γυναικών στην γέννα και έτσι εγγυήτρια της αναγέννησης της ζωής.

Η Ήρα είχε μεγαλύτερο κύρος από τις άλλες θεές του Ολύμπου. Καθήμενη στο χρυσό της θρόνο ενέπνεε το σεβασμό των άλλων θεοτήτων που της φερόντουσαν σαν βασίλισσα. Όπως και με την περίπτωση του Δία, ο Όλυμπος έτρεμε όταν νευρίαζε η Ήρα. Οι καυγάδες μεταξύ του ζευγαριού πολύ συχνά κατέληγαν σε υπερβολικά βίαιες συγκρούσεις. Ο θυμός της Ήρας ήταν ικανός να δημιουργήσει χάος σε όλο το κόσμο, που σύμφωνα με μια ερμηνεία δηλώνει μια πολεμική διάσταση στην προαίρεσή της. Αυτό μάλλον εξηγεί γιατί λεγόταν πως ο θεός Άρης ήταν γιος της Ήρας και του Δία. Εκτός από την επιθυμία της να εκδικηθεί τον σύζυγό της, η Ήρα χωρίς έλεος καταδίωκε τις ερωμένες του και τα μη νόμιμα παιδιά του. Αλλά η Ήρα περισσότερο προστάτευε αυτούς που της ήταν πιστοί και αυτούς που είχαν αδικηθεί. Της άρεσε ιδιαίτερα η πόλη Άργος και κατά τον Τρωικό Πόλεμο υποστήριζε με όλη της την καρδιά τους Έλληνες, θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή της.

Αθηνά

Η Αθηνά, η οποία ξεκίνησε ως πάνοπλη Θεά του πολέμου και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε πολιούχο Θεά της Αθήνας και σύμβολο της σοφίας, σύμφωνα με το μύθο, ξεπετάχτηκε μέσα από το κεφάλι του Δία κρατώντας δόρυ και ασπίδα και φορώντας περικεφαλαία. Αγαπημένη της πόλη ήταν η Αθήνα, η οποία πήρε και το όνομα της. Τα σύμβολα της ήταν το δόρυ, η κουκουβάγια και η ελιά. Για τους Αρχαίους Έλληνες η Αθηνά, μια από τις πιο σημαντικές Ολύμπιες θεότητες σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε κόρη του Δία και της Μέτιδας. Κατά την διάρκεια της μάχης των Γιγάντων ο Δίας κοιμήθηκε με την Μέτιδα, κόρη του Ωκεανού και της Τύφης, που έκρυβε μέσα της όλη την σοφία του κόσμου. Το γεγονός ότι η Αθηνά γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία και ποτέ δεν είχε μητρική στοργή, σημαίνει ότι οι δυνάμεις της ήταν περισσότερο αρσενικές παρά θηλυκές. Η Αθηνά ήταν η μόνη που επιτρεπόταν να μπαίνει στην αίθουσα εξοπλισμού του Δία και να χρησιμοποιήσει ακόμη και τον κεραυνό του.

Η μαχητική φύση της Αθηνάς εξαιτίας της οποίας λατρευόταν ως Άρια, διαφοροποιούνταν από τον χαρακτήρα του Άρη, το θεό του πολέμου. Ο Άρης αντιπροσώπευε αναρχικές διαμάχες, την βία του πολέμου, ενώ η Αθηνά πιστευόταν ότι είχε διδάξει στην ανθρωπότητα τις τεχνικές και τους κανόνες του πολέμου. Ως αποτέλεσμα, τα δυο αδέλφια συχνά περιγράφονταν από αρχαίους συγγραφείς σε μια κατάσταση διαμάχης και αυτό ήταν ιδιαίτερα αληθινό κατά την διάρκεια του Τρωικού πολέμου. Χάρη στην βοήθεια της Αθηνάς στην ανθρωπότητα, η Αθηνά λατρευόταν από τους Αρχαίους Έλληνες ως Σώτειρα. Ένα άλλο από τα επίθετα της Αθηνάς ήταν Προμάχη, το οποίο προήλθε από την προστασία που πρόσφερε αυτή στις μάχες. Πράγματι, η Αθηναίοι ήταν πεπεισμένοι ότι καθ’όλη την διάρκεια των Περσικών Πολέμων του 5ο αιώνα π.Χ. ήταν αυτή που τους χάρισε την νίκη. Για αυτό το λόγο την ονόμασαν Αθηνά Νίκη και έχτισαν έναν ναό στο όνομά της πάνω στην Ακρόπολη. Έχτισαν επίσης ένα πελώριο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου – φτιαγμένο από τον μεγάλο γλύπτη Φειδία – στον ιερό βράχο. Η παράδοση μας λέει ότι τη «μύτη» του δόρατός της και το λοφίο της περικεφαλαίας της μπορούσαν να τα δουν από ακτή του Σουνίου και έτσι το άγαλμα κυριαρχούσε σε όλη την Αθήνα.

Το συχνά χρησιμοποιημένο όνομα Αθηνά Ιππία σχετίζεται επίσης με την στρατιωτική δύναμη της θεάς. Σύμφωνα με το σχετικό μύθο, αυτή ήταν η Αθηνά που δίδαξε στην ανθρωπότητα πώς να εξημερώσουν το άλογο και έδωσε στον Βελλεροφόντη δυο χρυσά χαλινάρια ώστε να μπορεί να ιππεύσει το φτερωτό άλογο Πήγασος. Εδώ υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, εξίσου σημαντικού θεού του Ολύμπου, που λέγεται επίσης Ίππιος.

Όταν η Αθηνά Ιππία ημέρεψε το άγριο άλογο, απέκτησε μια «φρέσκια», ανανεωμένη διάσταση στο μυαλό των Ελλήνων- έγινε η θεά της εξυπνάδας και της νοητικής ικανότητας, αντιπροσωπεύοντας την αντίληψη της υπεροχής του μυαλού πάνω στη φυσική δύναμη και την βία του πολέμου. Ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη όλων των τεχνών και τεχνικών που έκαναν την ζωή των ανθρώπων πιο εύκολη. Για αυτό το λόγο, απέκτησε το επίθετο «Εργάνη» και αρχιτέκτονες, γλύπτες και ζωγράφοι την τιμούσαν ιδιαιτέρα. Οι μουσικοί της απέδωσαν την εφεύρεση της φλογέρας και πίστευαν ότι ήταν η πρώτη που δίδαξε τον πολεμικό χορό με το όνομα «Πυρρίχιο» στους ανθρώπους μετά την νίκη των θεών στην μάχη των Τιτάνων. Ήταν η Αθηνά επίσης που έφτιαξε τα πρώτα όπλα και εργαλεία των ανθρώπων, τους δίδαξε την τέχνη των πλοίων, την καλλιέργεια των χωραφιών με χρήση βοδιού, την τέχνη του μπρούτζου και το να φτιάχνουν αντικείμενα από χρυσό. Η ανάμιξή της με τις τέχνες της φωτιάς την έφερε κοντά στο θεό Ήφαιστο με τον οποίο λατρευόταν στο Ηφαιστείο, στην αγορά της Αθήνας.

Η μεγαλύτερη εφεύρεσή της ήταν, παρόλ΄ αυτά, η τέχνη της υφαντουργικής. Καθ’όλη την αρχαιότητα πιστευόταν ότι η θεά Αθηνά κατείχε τις μεγαλύτερες ικανότητες σε αυτόν τον κλάδο και ήταν αυτή που έφτιαχνε τα ρούχα των θεών.

Η ειρηνική πλευρά του χαρακτήρα της Αθηνάς συμβολίζονταν από την ελιά, το δέντρο που έδωσε στους Αθηναίος και που τους έμαθε πώς να το καλλιεργούν. Λεγόταν πως ο Ερεχθέας, ο θρυλικός πρώτος βασιλιάς της Αθήνας ανατράφηκε από την Αθηνά που είναι και ο λόγος για τον οποίο λατρευόταν με αυτήν στο Ερεχθείο, έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ναός της Ακρόπολης. Ο ναός ήταν, πρώτον και κυριότερον, αφιερωμένος στην Αθηνά – την πολιούχο της πόλης. Στον ναό υπήρχε το διάσημο ξύλινο θρησκευτικό άγαλμα ονόματι Παλλάδιο που σύμφωνα με την παράδοση έπεσε από τον ουρανό.

Η «θρησκεία» και λατρεία της Αθηνάς ήταν μεγάλης σημασίας στην Αθήνα. Οι κάτοικοι αφιέρωσαν στην Αθηνά το πιο εντυπωσιακό μνημείο, τον Παρθενώνα που ακόμη κυριαρχεί στην Αθήνα. Αυτός ο εντυπωσιακός ναός, σχεδιασμένος από τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη και διακοσμημένος από το σπουδαίο γλύπτη Φειδία, ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά Παρθένο. Το επίθετο αυτό το πήρε η Αθηνά επειδή όπως μας λέει ο Όμηρος απέφευγε το γάμο και ήταν απρόσβλητη από τους πειρασμούς της ζωής και της σάρκας. Ένας άλλος από τους τρόπους με τους οποίους οι Αθηναίοι λάτρευαν την θεά ήταν με το να διοργανώνουν την πιο ωραία τελετή, τα Παναθήναια προς τιμήν της. Την τελετή αυτή σύμφωνα με την παράδοση την ξεκίνησε ο Εριχθόνιος και το 566 π.Χ ο Τύραννος Πεισίστρατος την ξανα οργάνωσε και τη χώρισε σε δυο γιορτές, τα Μεγάλα και τα Μικρά Παναθήναια. Τα Μεγάλα Παναθήναια διοργανώνονταν κάθε τέσσερα χρόνια το μήνα των Εκατομβών. Οι Αθλητικοί αγώνες γίνονταν τις πρώτες μέρες της τελετής και περιλάμβαναν ιππασία, αρματοδρομία, πάλη, πυγμαχία, το παγκράτιο, άλμα εις μήκος, ακοντισμό και δισκοβολία, αγώνες δρόμου και αγώνες με δαυλούς. Έπειτα εμφανίστηκαν αγώνες μουσικής και χορού συμπεριλαμβάνοντας τον διάσημο και περίφημο πυρρίχιο τον οποίο η Αθηνά πρώτα εκτέλεσε. Οι νικητές έπαιρναν βραβεία Παναθηναϊκούς Αμφορείς – αυτά ήταν τεράστια και όμορφα διακοσμημένα σκεύη γεμάτα με μια ποσότητα ελαιόλαδου που σήμαινε μεγάλο οικονομικό απόκτημα για κάποιον.

Η τελευταία ημέρα των Παναθηναίων ήταν και η πιο εντυπωσιακή αφού όλος ο πληθυσμός της Αθήνας έπαιρνε μέρος σε αυτήν τη μεγαλειώδη Παναθηναϊκή παρέλαση που έφτανε ως την Ακρόπολη για να φορέσει στο θρησκευτικό άγαλμα της Αθηνάς ένα καινούργιο ρούχο, τον πέπλο. Η παρέλαση άρχιζε από την περιοχή του Κεραμεικού, από το κτήριο που ονομαζόταν «Πομπείο» στην αυλή του οποίου είχε στηθεί ένα μεταφερόμενο πλοίο. Κάθε φορά που γινόταν Παναθήναια, το καινούργιο πέπλο για το άγαλμα – στολισμένο με σκηνές από την μάχη των Γιγάντων – κρεμιόταν από το κατάρτι του πλοίου. Μετέπειτα το πέπλο συνοδευμένο από όλους τους Αθηναίους μεταφερόταν μέσα στην Αγορά κατά μήκος της Παναθηναϊκής οδού και στην συνέχεια στην Ακρόπολη. Στο τέλος, παρουσία όλων των αξιωματούχων και διακεκριμένων πολιτών της Αθήνας, ο λαός των Αθηνών θα μεταφέρει το πέπλο για να καλύψει το άγαλμα της Αθηνάς στο Ερεχθείο. Η τελετή ολοκληρωνόταν με την θυσία διαφόρων ζώων, ενώ οι Αθηναίοι γιόρταζαν με διάφορα συμπόσια, δείχνοντας έτσι την αγάπη τους προς την Θεά. Η Παναθηναϊκή παρέλαση ήταν ένα τόσο σημαντικό γεγονός στην ζωή των ανθρώπων της Αθήνας που ο γλύπτης Φειδίας αποφάσισε να το απεικονίσει με ασυναγώνιστη ικανότητα. Ήταν επίσης ο Φειδίας που κατασκεύασε το μεγαλειώδες, φτιαγμένο από χρυσό και ελεφαντοστό άγαλμα της Αθηνάς που στόλιζε τον ναό και που ήταν από τα σπουδαιότερα δημιουργήματα της Αρχαίας Εποχής.

Ποσειδώνας

Ο Ποσειδώνας ήταν ο θεός της θάλασσας, των ποσίμων υδάτων και πηγών, κυρίαρχος των θαλασσών και των γεωλογικών φαινομένων. Ήταν, όπως ο Δίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, όταν γεννήθηκε, η Ρέα τον έκρυψε σε ένα στάβλο και έδωσε στον Κρόνο να φάει ένα μουλάρι αντί για το βρέφος. Όταν μεγάλωσε ο Ποσειδώνας βοήθησε τον Δία στην μάχη των Τιτάνων και πήρε την διάσημη Τρίαινα ως δώρο από τους Κύκλωπες. Αφού εξαφανιστήκαν όλα τα εμπόδια, ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Άδης – οι γιοι του Κρόνου – μοιράστηκαν την δύναμη στον κόσμο. Ο Δίας πήρε τον Ουρανό, ο Ποσειδώνας την Θάλασσα και ο Άδης τον Κάτω Κόσμο ενώ και οι τρεις είχαν κομμάτια της γης. Ο Ποσειδώνας έγινε για τους Έλληνες ο θεός της θάλασσας που ήταν ικανός να ηρεμήσει τα κύματά της ή να δημιουργήσει φοβερές θύελλες και έτσι να πάρει την ζωή από αυτούς που ήταν ασεβείς προς αυτόν. Οι καλλιτέχνες συχνά τον απεικόνιζαν να ταξιδεύει μέσα στα κύματα ανεβασμένος σε ένα χρυσό άρμα, περικυκλωμένος από δελφίνια και άλλα πλάσματα του βυθού. Το ίδιο συχνά απεικονιζόταν με τον πιο επιθετικό χαρακτήρα του χτυπώντας την θάλασσα με την Τρίαινά του και μη δείχνοντας έλεος σε κανένα πλάσμα της.

Η δύναμη του Ποσειδώνια να ελέγχει ο,τιδήποτε είχε σχέση με τον θαλάσσιο κόσμο ήταν η αιτία να τον χαρακτηρίζουν ως Θαλάσσιο, Πελάγιο, Πόντιο, Ποντοκράτωρ, Ίσθμιο και Πορθμείο. Τα πιο σημαντικά του προσκυνητάρια ήταν παραθαλάσσια όπως αυτό στον Ισθμό της Κορίνθου.

Στα πρώτα στάδια της Ελληνικής Θρησκείας οι δυνάμεις του Ποσειδώνα ήταν περισσότερες από ότι είχε αργότερα. Ήταν υπεύθυνος για δραστηριότητες μεταξύ της γης και των δυνάμεων της θάλασσας. Οι Έλληνες απέδιδαν τους καταστροφικούς σεισμούς στον Ποσειδώνια που ήταν και ο λόγος για τον οποίο ονομαζόταν Σεισίχθιος. Πολλά σημερινά νησιά πιστεύεται ότι είχαν δημιουργηθεί από τον Ποσειδώνια όπως η Νίσυρος, η Κως, η Ρόδος, η Κύπρος, η Σαρδηνία και το μυθολογικό νησί Ατλανίδα. Σύμφωνα με μια Θεσσαλική παράδοση, ήταν ο Ποσειδώνας που πρώτα έφερε τα άλογα στον κόσμο. Η σχέση του με τα άλογα ήταν γνωστή στον Ελληνικό κόσμο κι αυτός είναι και ο λόγος που τον λένε και Ίππειο. Πολλοί κάτοικοι νησιών έδειχναν την λατρεία τους προς τον Ποσειδώνα κάνοντας πολλές θρησκευτικές τελετές και στην Τρωική εκστρατεία, πριν κάποιος ναύτης ξεκινήσει ένα ταξίδι προσευχόταν και θυσίαζε στον Ποσειδώνια.

Απόλλωνας

Ο Απόλλωνας, γιος του Δίας και της Λητώς ήταν ο Θεός της μουσικής και της Αρμονίας. Γεννημένος στο ιερό νησί της Δήλου, ανέβηκε από την πρώτη κιόλας μέρα στον Όλυμπο. Ήταν ο Θεός που περισσότερο από τους άλλους αντιπροσώπευε τις αξίες του Ελληνικού Πολιτισμού.

Αμέσως μετά την γέννησή του ο Απόλλωνας «ανέβηκε» στον Όλυμπο όπου τον χαιρέτησαν οι θεοί και του προσέφεραν νέκταρ και αμβροσία που θα τον έκαναν αθάνατο. Η πρώτη του ανησυχία ήταν να βρει έναν μάντη έτσι ώστε να μπορεί να μεταφέρει στους ανθρώπους τις αποφάσεις και τις επιθυμίες του Δία. Έτσι, όταν έφυγε από τον Όλυμπο ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Ελλάδος ώσπου να φτάσει στους Δελφούς. Φτάνοντας εκεί ο θεός Απόλλωνας πάλεψε και νίκησε το φοβερό δράκοντα Πύθωνα για να ελευθερώσει την μεγάλη μάντισσα Πυθία. Στους Δελφούς, ο Απόλλωνας έστησε τα όρια του προσκυνηταριού του, που σύντομα θα εξελσσόταν σε ένα από τα πιο ιερά μέρη των Ελλήνων. Το Πανελλαδικό θρησκευτικό «φεστιβάλ» που γινόταν στους Δελφούς προς τιμή του Απόλλωνα λεγόταν «Πύθια». Ολοκληρώνοντας το έργο του στους Δελφούς ο Απόλλωνας ταξίδεψε έως την Θεσσαλία με σκοπό να «αγιοποιηθεί». Εις μνήμη του γεγονότος, μια γιορτή ονόματι «Σεπτέρια» γινόταν στους Δελφούς κάθε οκτώ χρόνια.

Αφού ο Απόλλωνας πήρε τον έλεγχο των Δελφών έψαξε για ανθρώπους καταλλήλους να διοικήσουν το «Προσκυνητάριό» του. Από ένα ψηλό σημείο στον Παρνασσό, ο Απόλλωνας παρακολουθούσε ένα πλοίο που έφερνε Κρητικούς εμπόρους, οι οποίοι είχαν στην κατοχή προϊόντα από το νησί τους. Αποφάσισε λοιπόν ο Απόλλωνας ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι θα ήταν οι ιεροί μάντεις του.

Από όλους τους Ολύμπιους θεούς, ο Απόλλωνας ήταν ο πιο γνωστός σε σχέση με μαντείες. Δίδαξε στην ανθρωπότητα την τέχνη της προφητείας και αυτό φαίνεται σε διάφορους μύθους όπου ο Απόλλωνας είναι πατέρας των πιο σημαντικών μάντεων και μαντειών. Οι προφητικές του δυνάμεις σχετίζονται με την αυθεντική εικόνα που οι Έλληνες είχαν γι αυτόν – ο Απόλλωνας ήταν ο Θεός του φωτός και του ηλίου, η θεότητα που δημιουργούσε ηλιακή ενέργεια νικώντας έτσι το σκοτάδι. Ήταν ικανός στο φως της ημέρας να αποκαλύψει στους ανθρώπους το μέλλον τους και να ξεκαθαρίσει σε αυτούς ασαφή γεγονότα. Πολλές αρχαίες παραδόσεις σχετίζονται με το πρώτο φως της ημέρας που οι Έλληνες αποκαλούσαν «λυκόφως» και ο Απόλλωνας λατρευόταν γι αυτό ως λύκειος. Στα μαντεία του, έδινε στους θνητούς συμβουλές που χρειαζόντουσαν είτε για την προσωπική τους ζωή είτε για κάποιο πολιτικό θέμα. Οι Ελληνικές πόλεις απέφευγαν να πάρουν αποφάσεις εάν δεν συμβουλεύονταν το μαντείο των Δελφών. Στην τέχνη, ο Απόλλωνας συχνά απεικονίζεται με το τόξο και τα βέλη του, όπλα που είχε πάντα στην κατοχή του. Συχνά με τα βέλη του ο Απόλλωνας είτε προστάτευε τους ήρωες που αγαπούσε είτε τιμωρούσε αυτούς που του ήταν ασεβείς. Ως αποτέλεσμα, το αρχαίο Ελληνικό μυαλό απέδιδε ξαφνικούς θανάτους στα «βέλη του Απόλλωνα» και έτσι απέκτησε το επίθετο Μοιραγέτης, ηγέτης των Μοιρών και πολλοί τον θεωρούσαν ως την θεότητα που άλλαζε την ανθρώπινη μοίρα.

Παρόλα αυτά ακόμη και όταν ο Θεός του φωτός προκαλούσε ανθρώπινο θάνατο σιγουρευόταν ότι το θύμα θα πέθαινε ακαριαία και δεν θα υπέφερε από πόνους. Ο Απόλλωνας ήταν επίσης ικανός να γιατρέψει όλες τις ανθρώπινες αρρώστιες. Εκτός από αυτό, ο Απόλλωνας ήταν για τους Έλληνες ένας αιώνιος έφηβος, ο αντιπρόσωπος της αιωνίας νεότητας και για αυτό το λόγο οι καλλιτέχνες είχαν την τάση να τον απεικονίζουν με νεαρό, γεροδεμένο σώμα και με μακριές ξανθές μπούκλες που έλαμπαν στο φως του ηλίου. Για αυτό το λόγο ο Απόλλωνας έγινε ο θεός των εφήβων και παρακολούθούσε τελετές στις οποίες οι έφηβοι γινόταν άνδρες. Στις Δωρικές πόλεις, η γιορτή ονόματι Καρνεία γινόταν προς τιμήν του – αποτελούνταν από ειδικές τελετές στις οποίες οι νεαροί άνδρες εισέρχονταν στο «σώμα» και στην κατάσταση των ολοκληρωμένων πολιτών.

Άρτεμις

Η Άρτεμις, δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, ήταν η αειπάρθενος θεά της αγρίας φύσης και του κυνηγιού, προστάτιδα των λεχώνων γυναικών και της υπαίθρου. Έτσι οι περιοχές όπου λατρευόταν ήταν πάντα εύφορες ενώ στα μέρη που δεν την τιμούσαν, αντιμετώπιζαν την οργή της.

Στο προσκυνητάριό της στο Βύρωνα της Αττικής, οι γυναίκες που επιτυχώς είχαν γεννήσει, έκαναν θυσίες στην Θεά Άρτεμη και τα ρούχα των γυναικών που πέθαιναν στην γέννα ήταν επίσης αφιερωμένα σε αυτήν.

Η Άρτεμις συχνά λατρευόταν ως Κουροτρόφος επειδή πιστευόταν ότι παρακολουθούσε και φρόντιζε τα μικρά παιδιά που μεγάλωναν. Αυτή η άποψη ήταν ιδιαίτερα «δυνατή» στην Έφεσο όπου ο σημαντικός ναός της ήταν ένα από τα Επτά Θαύματα του Κόσμου.

Η βοήθεια της Αρτέμιδος συνέχισε να είναι σημαντική ακόμη και όταν τα παιδιά μεγάλωναν ως την εφηβεία. Κατά την περίοδο της δύσκολης μετάβασης από την εφηβεία στην ενηλικίωση, οι Αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να ζητούν την υποστήριξη της Αρτεμις και διοργάνωναν ειδικές τελετές αφιερωμένες σε αυτήν. Στο ναό της Αρτεμις στο Βύρωνα, τα νεαρά κορίτσια διδάσκονταν ό,τι χρειαζόταν όσο αφορά στην Μητρότητα. Σε ένα άλλο σημαντικό προσκυνητάριο, στην Σπάρτη, οι νέοι μαστιγώνονταν μπροστά στην είσοδο του ναού σε μια τελετή που έχει από πολλούς ερμηνευτεί ως σκληρή εκπαίδευση πριν την είσοδο τους στο στρατό των ενηλίκων.

Ως θεά του κυνηγιού η 'Αρτεμις σχετιζόταν με τα ζώα της φύσης και λατρευόταν ως βασίλισσα της φύσης και των ζώων.

Δήμητρα

Η Δήμητρα, θεά της βλάστησης και της γεωργίας, προστάτευε ιδιαίτερα τις καλλιέργειες δημητριακών και τους αγρότες. Η Θεά της γης λατρευόταν, όπως καθένας θα περίμενε, από τις πρώτες φυλές των αγροτών που κατοίκησαν στην Ελλάδα και τα παλαιότερα προσκυνητάρια της βρίσκονταν σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές. Στα όρη της Αρκαδίας, η Δήμητρα λεγόταν Δύω και το μπρούτζινο άγαλμά της, φτιαγμένο από τον γλύπτη Ώνατα, την έδειχνε με γυναικείο σώμα και κεφάλι αλόγου. Η μεγαλύτερη γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας ήταν τα Θεσμοφόρια που γινόταν στην Ελλάδα το φθινόπωρο όταν σπερνόταν το χειμερινό σιτάρι. Καθ’όλη τη διάρκεια των θεσμοφορίων, οι γυναίκες έκαναν μυστικές τελετές για να εγγυηθούν μια καλή σοδιά. Στις αρχές του καλοκαιριού, κατά την περίοδο της γιορτής ονόματι Συροφόρεια, οι γυναίκες έθαβαν μερικούς χοίρους σε λάκκους σκαμμένους στη γη.

Πριν αναπαυτεί, η Δήμητρα δίδαξε στους βασιλιάδες πώς να την λατρεύουν. Οι τελετές που θα γίνονταν προς τιμήν της Δήμητρας, τα μυστήρια, αρχικά ήταν ανοιχτά σε όλους. Αυτή ήταν η αρχή των Ελευσίνιων Μυστηρίων που επαινέθηκαν από τους αρχαίους συγγραφείς ως αντιπροσώπευση μιας μοναδικής στιγμής ευτυχίας. Τα Μεγάλα μυστήρια γινόταν στα τέλη του Σεπτεμβρίου. Έξι μήνες πριν τα Μεγάλα Μυστήρια, τα Μικρά Μυστήρια γινόταν στις όχθες του ποταμού Ιλισσού στην Αθήνα ως προκαταρτικό στάδιο των Μεγάλων Μυστηρίων.

Ερμής

Ο φτεροπόδαρος Ερμής ήταν ο αγγελιοφόρος που έφερνε μηνύματα σε θεούς και ανθρώπους, ιδιότητα που τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή ανάμεσά τους. Προστάτης των εμπόρων, των οδοιπόρων και των παλαιστών, εξελίχθηκε σε θεό του πνεύματος. Ο Ερμής ,ο αγαπητός Αγγελιοφόρος των θεών, απεικονίζονταν από τους καλλιτέχνες κρατώντας το ραβδί του, με φτερωτά σανδάλια και ένα καπέλο στο κεφάλι. Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ο άρχοντας των ανέμων και όλων των άλλων φαινομένων που σχετίζονταν με τον αέρα.

Ως Θεός των ανέμων, ο Ερμής ταυτιζόταν με τα ταξίδια, γινόμενος έτσι ο προστάτης των ταξιδευτών και ήταν επίσης υπεύθυνος για την προστασία των σπιτιών. Οι πλάκες στα σταυροδρόμια των οδών λεγόντουσαν «ερμίδες» και αποτελούνταν από ορθογώνιες στήλες με προτομές θεών. Ως αγγελιοφόρος των θεών και μεταφραστής των λέξεων, ο Ερμής παρουσιαζόταν ως κομψός και πειστικός και γι’αυτό λεγόταν Ερμής Λόγιος, προστάτης των ρητόρων, των συγγραφέων και των φιλοσόφων. Δεν είναι σύμπτωση ότι η ελληνική λέξη «ερμηνεύω» παίρνει το όνομά της από τον θεό Ερμή. Επίσης ο Ερμής ήταν ικανός να βγει έξω από τα όρια της γης, στον κάτω κόσμο. Ήταν ο Ερμής Ψυχοπομπός και Ψυχαγωγός. Την τελευταία μέρα των Ανθεστηρίων οι Αθηναίοι τιμούσαν τους νεκρούς θυσιάζοντας στον Έρμή.

Αφροδίτη

Η Αφροδίτη, η οποία αναδύθηκε από την θάλασσα, ήταν η Θεοποίηση της γυναικείας ομορφιάς, θεά του έρωτα και της αγάπης. Θεοί και θνητοί, ήταν όλοι μπλεγμένοι στα ερωτικά της δίχτυα. Χαρακτηριστικότερη των περιπτώσεων, είναι ο έρωτάς της με τον Άρη και η επ’αυτοφώρω σύλληψή τους από το σύζυγό της Ήφαιστο με άθραυστες αλυσίδες.

Στα Κύθηρα η Αφροδίτη ήταν πολύ διάσημη και εκεί η θεά λατρευόταν ως Κυθαιρία. Στην Κύπρο πήρε τον όνομα Κύπρια και έγινε προστάτρια του νησιού. Η «αίρεσή» της και η συνοδευτική της λατρεία ήταν ιδιαιτέρα σημαντική στην πόλη Πάφο της Κύπρου όπου οι κάτοικοι λάτρευαν την Αφροδίτη περισσότερο από όλους τους άλλους Ολύμπιους θεούς. Τα σύμβολα της Αφροδίτης ήταν το περιστέρι, ο κύκνος, ο λαγός, ο κριός και άλλα πολλά. Σε μερικά προσκυνητάρια, ιδιαίτερα σε αυτά κοντά στην θάλασσα, η Αφροδίτη λατρευόταν ως Πελάγια, Πόντια και Λιμένια, προσωνύμια τα οποία αναφερόντουσαν στη δύναμη της συγκεκριμένης θεάς να ηρεμήσει την θάλασσα και να σιγουρέψει ότι τα πλοία ταξίδευαν με ασφάλεια. Από τα συνολικά στοιχεία της λατρείας της φαίνεται ότι οι δραστηριότητες της Αφροδίτης δεν ήταν περιορισμένες μόνο σε αγάπη και σαρκικά πάθη αλλά επεκτείνονταν και σε άλλους τομείς που σχετιζόταν με την αναπαραγωγή. Με την Ήρα ήταν οι προστάτριες του γάμου – συμπεριλαμβανομένου ότι η αγάπη ήταν στοιχειώδες στοιχείο για την αρμονία μεταξύ των συζύγων.

Άρης

Ο αιμοδιψής Άρης ήταν πολεμικός θεός, ο οποίος εκπροσωπούσε τη μανία και το παράλογο του πολέμου. Όπως ήταν φυσικό, καμιά πόλη δεν τον έκανε πολιούχο της ενώ δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και στον κύκλο των υπολοίπων θεών. Για τους αρχαίους Έλληνες ο Άρης ήταν η κυρίαρχη φιγούρα πίσω από την βία, τις μάχες και τις άλλες διαμάχες μεταξύ των ανδρών. Η «αίρεση» και η συνακόλουθη λατρεία του θεού μάλλον άρχισε στην Θράκη όπου σύμφωνα με τον Όμηρο ζούσε ο Άρης. Από εκεί η λατρεία του εξαπλώθηκε στην Βοιωτία και μετά σε ολόκληρη την Ελλάδα ολοκληρωτικά, οδηγώντας στην καθιέρωση του Άρη ως ενός από τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Οι ιδιότητες του Άρη συνδέονται με τις ρίζες του αφού, για τους αρχαίους Έλληνες, η Θράκη ήταν ένα μέρος σκληρών ανθρώπων και εθίμων.

Στην ανθρώπινη φαντασίωση αυτός ο πελώριος μαχητής, οπλισμένος από την κορυφή ως τα νύχια, σκορπούσε τον θάνατο όπου πήγαινε, είτε σκοτώνοντας με φλόγες είτε πολεμώντας από το άρμα. Σε αντίθεση με την Αθηνά που επινοούσε μεθοδικούς τρόπους για να κηρύττει και να διεξάγει πόλεμο, ο Άρης αγαπούσε τις αιματοχυσίες και τις χαοτικές μάχες. Στον Τρωικό πόλεμο, ο Άρης τραυματίστηκε σοβαρά από την Αθηνά καθώς βοηθούσε τους Τρώες, αποδεικνύοντας έτσι ότι η τεχνική ήταν ικανή να υπερνικήσει την ωμή βία.

Ήφαιστος

Ο Ήφαιστος, ο δύσμορφος θεός, που όμως ήταν πανέξυπνος και εφευρετικότατος άρχοντας των κατασκευών και της μεταλλουργίας, επιδέξιος και δυνατός τεχνίτης, για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ο θεός που προστάτευε την φωτιά σε όλες της τις μορφές. Πιστεύεται ότι όταν ο Ήφαιστος έπεσε από τον Όλυμπο, προσγειώθηκε στη Λήμνο, ένα ηφαιστειακό νησί. Κατ’ επέκταση ο θεός σχετίστηκε με τα Ηφαίστεια και την πόλη Ηφαιστεία και τους έδωσε το όνομά του.

Ο Όμηρος αποκαλεί τον Ήφαιστο «Χαλκέα» επειδή από όλους τους θεούς ήταν ο πιο ικανός σε αυτήν την τέχνη της μεταλλουργικής. Η μεταλλουργική ήταν ο αποκλειστικός τομέας του διότι αυτή δεν γινόταν να αναπτυχθεί χωρίς τη βοήθεια της φωτιάς. Στη φαντασία των Ελλήνων ο Ήφαιστος, ντυμένος με μανδύα, φορώντας καπέλο και κρατώντας σφυρί, περνούσε όλη την ώρα του παράγοντας έργα ασύγκριτης ικανότητας και μεταλλουργικής τέχνης και τεχνικής.

Το εργαστήριο του Ήφαιστο πιστεύονταν ότι ήταν στην Λήμνο. Προς τιμή του συγκεκριμένο θεού, οι νησιώτες ονόμασαν την μεγαλύτερή τους πόλη, Ηφαιστεία και έχτισαν έναν ναό στο όνομά του κοντά στον ηφαιστειακό λόφο «Μόσχιλο» οπού γιόρταζαν ένα ασυνήθιστο θρησκευτικό έθιμο: Μια φορά το χρόνο έσβηναν τις φωτιές από τα σπίτια τους για εννέα μέρες και τις ξανάναβαν από μια φλόγα που είχε έρθει από την Δήλο. Χάρη στις μοναδικές του ικανότητες, ο Ήφαιστος σχετίστηκε με την Αθηνά, θεά της σοφίας και της ευφυΐας. Στην Αττική πιστευόταν ότι και οι δυο αυτές θεότητες διδάξαν τους τεχνίτες πώς να κάνουν πράγματα ομορφιάς και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λατρεύονταν μαζί σε ένα ναό στην Αγορά των Αθηνών, το θαυμάσιο «Ηφαιστείο» .

Εστία

Η Εστία ήταν η μεγαλύτερη κόρη και το πρώτο παιδί του Κρόνου και της Ρέας, γι’αυτό και τέθηκε επικεφαλής όλων των μεγάλων θεοτήτων. Προστάτιδα της οικογενειακής ευτυχίας, είχε ως ιερό της το κέντρο του σπιτιού και δεν της προσφερόταν μόνο η πρώτη, αλλά και η τελευταία θυσία σε κάθε γιορταστική σύναξη του αρχαίου ανθρώπου. Στο μυαλό των Ελλήνων, η Εστία ήταν η προσωποποίηση της ασφάλειας του σπιτιού και της οικογενειακής γαλήνης. Όπως φαίνεται άλλωστε από το όνομά της, προστάτευε την εστία – την φωτιά που έκαιγε στην «καρδιά κάθε σπιτιού η οποία ήταν ένα είδος ιερού προσκυνηταριού από τις προϊστορικές εποχές. Σε αυτό το προσκυνητάριο τα μέλη κάθε ελληνικής οικογένειας θυσίαζαν ζώα και η φωτιά δεν επιτρεπόταν ποτέ να σβήσει ώστε η θεά να είναι πάντα παρούσα. Με δεδομένο ότι η πόλη ήταν ανάλογη μιας οικογένειας σε μεγαλύτερο βαθμό, η Εστία είχε επίσης ναό σε κάθε Ελληνική πόλη. Στο Πρυτανείο που ήταν το κέντρο της δημόσιας ζωής θα υπήρχε πάντα ένα προσκυνητάριο αφιερωμένο στην Εστία, όπου η κοινή φλόγα των κατοίκων έκαιγε ακατάπαυστα. Το προσκυνητάριο θεωρούνταν ως καταφύγιο και ιερό μέρος όπου γίνονταν θυσίες για τους θεούς, απαραβίαστοι όρκοι δίνονταν και λαμβάνονταν για φιλοξενία οι ξένοι επισκέπτες. Φωτιά από το προσκυνητάριο της εστίας δινόταν στους πολεμιστές που πήγαιναν σε εκστρατείες και σε αποίκους που θα ταξίδευαν για έναν καινούργιο προορισμό. Επιπλέον, η Εστία λατρευόταν και στο μεγάλο ναό των Δελφών που ήταν για τους Έλληνες το κέντρο της χώρας τους και όλου του κόσμου.

Άλλοι Θεοί:

Διόνυσος

Παρόλο που ο Διόνυσος δεν ήταν ένας από τους θεούς του Ολύμπου, ήταν μια από τις πιο σημαντικές θεότητες των Αρχαίων Ελλήνων. Ο Διόνυσος ανήκε στην σφαίρα των θεών και λατρεύονταν μαζί με τους αθάνατους. Ήταν φυσικό που ειδικές τιμές είχαν «κρατηθεί» για τον θεό της φύσης, αφού η ζωή και οι περιπέτειές του ήταν η έμπνευση για την δημιουργία του διθυράμβου, της σάτιρας, της κωμωδίας και της τραγωδίας – με λίγα λόγια του θεάτρου. Στο μυαλό των Αρχαίων Ελλήνων ο Διόνυσος ήταν ο προστάτης του γλεντιού, του κρασιού και γενικότερα της γονιμότητας και της βλάστησης. Μέσω της μέθης και του εκστατικού χορού πρόσφερε στην ανθρωπότητα το αίσθημα της απεριόριστης ελευθερίας που απελευθέρωνε τους ανθρώπους από τις καθημερινές τους ανησυχίες. Για αυτό το λόγο ονομάστηκε Λύσιος και Καθάρειος. Η «αίρεση» και η λατρεία του Διόνυσου ξεκίνησε σε αγροτικές περιοχές και μετέπειτα απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Η ευρεία φύση της λατρείας του φαίνεται στο ότι ο θεός είχε ένα δικό του προσκυνητάριο-βωμό μέσα στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς.

Τα Μεγάλα Διονύσεια ήταν η πιο εξαίρετη γιορτή αφιερωμένη στο Διόνυσο. Γινόταν το μήνα του Ελαφηβολιου-Ελαφηβολιών [Μάρτιος – Απρίλιος] και τιμούσε την εισαγωγή της λατρείας του Διονύσου στην Αθήνα. Δυο μέρες πριν αρχίσει η γιορτή, γινόταν ο προάγων κατά την διάρκεια του οποίου οι ποιητές ανακοίνωναν δημοσίως τα θεατρικά έργα που θα παρουσίαζαν. Η επόμενη μέρα ήταν αφιερωμένη στις περιπέτειες του Διονύσου: ήταν μια αναπαράσταση του ταξιδιού του Διονύσου στην Αθήνα. Μια άλλη από τις γιορτές του Διονυσίου ήταν τα Κατώτερα Διονύσια όπου οι πιο αρχαίες παραδόσεις που σχετίζονταν με τη λατρεία του Διονύσου διατηρούνταν. Τα κατώτερα Διονύσια γίνονταν κατά τον μήνα του Ποσειδώνα [Δεκέμβριος – Ιανουάριος] και τότε πραγματοποιούνταν θυσίες στους θεούς, συμπόσια, διαγωνισμοί, χοροί και ανταλλαγές προϊόντων.

Άδης – Χάρων

O Άδης ήταν ο γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα. Ήταν ο θεός του κάτω κόσμου και κρατούσε εκεί τις ψυχές των ανθρώπων. Στους Ελληνικούς μύθους, ο Άδης σχετίζεται περισσότερο με την έννοια του θανάτου παρά με τα εγκόσμια. Αμέσως μετά τον θάνατο, οι ψυχές πήγαιναν σε αυτό το σκοτεινό βασίλειο όπου έμειναν για πάντα. Το έργο του να μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη αναλάμβανε παραδοσιακά ο Χάρων. Για να μεταφέρει τους νεκρούς από τον ποταμό, ο Χάρων τους χρέωνε έναν οβολό, ένα κέρμα το οποίο τοποθετούσαν οι συγγενείς του νεκρού στο στόμα του. Ο Πολύγνωτος, ο μεγάλος ζωγράφος του 5ο αιώνα π.Χ. απεικόνισε σε ένα από τα έργα του ονόματι νέκυια [κατάβαση στον Κάτω Κόσμο] τον Χάροντα, ως ηλικιωμένο, να μεταφέρει έναν άνδρα και μια γυναίκα απέναντι από έναν ποταμό. Παρόλο αυτά, φαίνεται ότι η προσωπικότητα του Χάροντα διαμορφώθηκε από ένα μεταγενέστερο μύθο, αφού σε παλαιότερες εποχές, τις ψυχές τις μετέφερε ο Ερμής [Ψυχοπομπός].

Άλλες Θεότητες στην θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων ήταν: ο Πάνας (κυρίως Αρκάδιος θεός), οι Νύμφες (νεαρές γυναίκες των πηγών και των δασών), ο Έρως, οι Χάρες, η Ήβη, οι Μούσες, οι Μοίρες, η Θέμις (κόρη του Ουρανού και της Γης), οι Ώρες, η Νέμεσις. Θαλάσσιες Θεότητες ήταν: οι Νεράιδες, ο Πρωτέας, ο Τρίτων, οι Σειρήνες, η Χάρυβδη και η Σκύλλα.

Θρησκευτικά Έθιμα

Η πίστη των Αρχαίων Ελλήνων στους θεούς ήταν συνδεδεμένη με τα θρησκευτικά τους έργα και τις τελετουργίες τους. Τα θρησκευτικά τους πιστεύω και οι μυθολογικές τους παραδόσεις που μιλούσαν για τα κατορθώματα των θεών δεν θα σήμαιναν τίποτα χωρίς τα θρησκευτικά έθιμα που εκτελούσε κάθε πόλη-κράτος και γενικότερα όλοι οι Έλληνες σαν Έθνος. Σε αυτές τις θρησκευτικές τελετές, οι πολίτες τιμούσαν τους θεούς που τους προστάτευαν, ενώ την ίδια στιγμή επιβεβαίωναν την εθνική τους ταυτότητα και το αίσθημα ότι ανήκαν σε μια πόλη- κράτος ως σημαντικοί παράγοντες.

Τα κέντρα λατρείας στην Αρχαία Ελλάδα ήταν οι ναοί που βρίσκονταν στην Ακρόπολη και την Αγορά των πόλεων. Ο ναός περιλάμβανε θρησκευτικά αγάλματα, προσκυνητάρια όπου γίνονταν τελετές, θυσιαστήρια και στοές στεγασμένες με κιονοστοιχίες για να προστατεύουν τους προσκυνητές από αντίξοες καιρικές συνθήκες. Κάθε σημαντικό γεγονός στην ζωή της πόλης και γιορτές κάθε είδους θα συμπεριελάμβαναν μια ή περισσότερες θυσίες για τις οποίες έπρεπε πρώτα να εκτελεστεί μια συγκεκριμένη τελετή.

Οι Πανελλαδικοί Αγώνες

Θρησκευτικές τελετές προς τιμή των θεών γενικότερα πραγματοποιούνταν κατά την διάρκεια θρησκευτικών εορτών. Οι γιορτές της αρχαιότητας γινόταν για να θυμηθούν οι πολίτες σημαντικούς μύθους και περιελάμβαναν τελετές, θυσίες και αγώνες σε όλους τους τομείς της τέχνης. Κάθε πόλη οργάνωνε πολλές γιορτές καθαρά τοπικής φύσεως αλλά υπήρχαν τέσσερεις αξιοσημείωτοι αγώνες κατά την διάρκεια των οποίων όλοι οι Έλληνες ενωνόταν για να τιμήσουν τους μεγαλύτερους θεούς. Αυτοί οι αγώνες, πιο γνωστοί ως Πανελλαδικοί, ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, Τα Πύθια, Τα Ίσθμια και Τα Νέμεα.

Ολυμπιακοί Αγώνες

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν αφιερωμένοι στον Δία και γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια στο ναό του στην Ολυμπία. Ο Ίφιτος πιστεύεται ότι αναδιοργάνωσε τους αγώνες και εισήγαγε την εκεχειρία – δηλαδή απαγορευόταν να γίνονται πόλεμοι ανάμεσα σε Ελληνικές πόλεις για όσο διαρκούσαν οι αγώνες. Επίσημη καταγραφή των νικητών των Ολυμπιακών Αγώνων άρχισε το 776 π.Χ. και εκείνη την περίοδο οι αγώνες έγιναν γνωστοί σε όλη την Πελοπόννησο. Σταδιακά οι αγώνες προσέλκυσαν το ενδιαφέρον όλων των Ελλήνων. Όλοι οι Έλληνες πολίτες μπορούσαν να παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν με την αυστηρή εξαίρεση των γυναικών. Στην αρχή, η εκδήλωση διαρκούσε μόλις μια ημέρα αλλά αργότερα η διάρκεια των αγώνων έγινε πέντε ημέρες.

Η ευθύνη για την διοργάνωση των αγώνων ήταν στα χέρια των ειδικών παραγόντων ονόματι «Ελλανοδικών» που επιτηρούσαν την προπόνηση των αθλητών και διασφάλιζαν ότι οι κανόνες των αγώνων θα τηρούνταν. Την πρώτη μέρα γινόταν θυσίες στους θεούς και οι αθλητές έπαιρναν όρκους. Τις επόμενες μέρες οι αθλητές αγωνίζονταν για τιμή και δόξα. Τα πιο σημαντικά αθλήματα ήταν οι αγώνες δρόμου, ο δίαυλος, ο δόλιχος, το πένταθλο, το παγκράτιο, η πυγμαχία, η αρματοδρομία και η ιππασία. Την τελευταία μέρα των αγώνων οι νικητές στεφανωνόντουσαν με κότινο – κλαδί ελιάς – και έπαιρναν χρήματα. Τα ονόματα των νικητών χαραζόταν σε πέτρινους στύλους και ποιητές έγραφαν στίχους για να γιορτάσουν την νίκη τους αφού όταν επέστρεφαν στην πόλη τους οι συμπολίτες τους θα τους τιμούσαν ως ήρωες.

Τα Πύθια- Τα Ίσθμια- Τα Νέμεα

Εκτός από τους Ολυμπιακούς αγώνες υπήρχαν και τρεις εξίσου σημαντικοί αγώνες, οι οποίοι ήταν αφιερωμένοι στους θεούς: τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα.

Αρχικά, τα Πύθια γινόταν κάθε οκτώ χρόνια αλλά μετά από τον 6ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να γίνονται κάθε πέντε έτη. Το 582 π.Χ. προστέθηκαν αθλήματα στο πρόγραμμα και την ευθύνη για την διοργάνωση των αγώνων πήραν οι Αμφικτιονίες των Δελφών. Όλες οι Ελληνικές πόλεις – κράτη έστελναν αθλητές στα Πύθια που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή. Τα Πύθια διαρκούσαν έξι με οκτώ μέρες και άρχιζαν με λατρευτικές τελετές και θυσίες.

Τα Ίσθμια γινόταν κάθε τρία χρόνια στον ναό του Ποσειδώνα κοντά στην Κόρινθο προς τιμή του θεού. Οι αγώνες αναδιοργανώθηκαν το 582 π.Χ. έχοντας πολλά χαρακτηριστικά των Ολυμπιακών αγώνων. Ήταν Πανελλαδικοί από την αρχή και κατά την διάρκεια των αγώνων επικρατούσε εκεχειρία. Το έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι- κότινος όμως αργότερα αντικαταστάθηκε από ένα κομμάτι άγριου σέλινου.

Τα Νέμεα ήταν αφιερωμένα στον Δία. Καθιερώθηκαν ως Πανελλαδική εορτή το 573 π.Χ. και γινόταν κάθε δυο χρόνια. Ακολουθούσαν και αυτά το «μοντέλο» των Ολυμπιακών αγώνων και ήταν από τους πιο σημαντικούς αγώνες της αρχαιότητας.

Οι μάντεις

Ο φόβος των ανθρώπων όταν αντιμετώπιζαν μυστήρια και ανεξήγητα φαινόμενα στη ζωή καθώς και η αδυναμία τους σε σχέση με την φύση, δημιούργησε σε αυτούς την ανάγκη να επικοινωνήσουν με τις θειικές δυνάμεις που πίστευαν ότι είχαν χτίσει τον κόσμο και καθόριζαν τις μοίρες τους. Η γνώση των επιθυμιών των θεών ήταν πάντα ένας σίγουρος οδηγός για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Στην Αρχαία Ελλάδα, η ακριβής φύση αυτών των επιθυμιών των θεών αποκωδικοποιήθηκε από την τέχνη της προφητείας, που ασκούνταν από ειδικούς οι οποίοι είχαν το χάρισμα να καταλαβαίνουν τα σημάδια των θεών. Οι μάντεις εξηγούσαν τις προφητείες τους με το να ερμηνεύουν αστραπές ή το πέταγμα ιερών πουλιών. Διαφορετικά θα παρατηρούσαν την κατεύθυνση της φωτιάς κατά την διάρκεια μιας θυσίας, θα εξέταζαν τα ίχνη-σημάδια από τα σπλάχνα των ζώων που είχαν θυσιαστεί ή θα έβγαζαν συμπεράσματα από την προθυμία του θυσιαζομένου ζώου να πάει στο θυσιαστήριο. Η ερμηνεία των ονείρων ήταν επίσης δημοφιλής όπως και η ερμηνεία μέσα από τις γραμμές της παλάμης του χεριού. Οι πιο δημοφιλείς μάντεις ήταν: ο Τειρεσίας, ο Κάλχας, η Κασσάνδρα και η Πυθία.

Παρόλ’ αυτά, υπήρχαν άπειρα παραδείγματα στα οποία οι θεοί δεν φανέρωναν τις επιθυμίες τους με σημάδια αλλά μιλούσαν με μεσολαβητή που για ένα μικρό διάστημα ήταν επηρεασμένος από μια θειική μανία και αδιαφορούσε για τη γήινη ύπαρξή του. Εδώ οι μάντεις εισέρχονταν σε μια κατάστασης έκστασης στην οποία μετέφεραν το μήνυμα των θεών. Αυτοί οι τρόποι πρόβλεψης του μέλλοντος ήταν οι βάσεις στις οποίες «πατούσαν» και λειτουργούσαν οι αρχαίοι Έλληνες μάντεις. Κάθε μάντης βρισκόταν σε έναν προκαθορισμένο ναό και σχετιζόταν με έναν ή περισσότερους θεούς.

Στους Δελφούς ήταν αρχικά έθιμο να δίνονται προφητείες μια φορά το χρόνο αλλά αργότερα οι μάντεις μιλούσαν μια φορά το μήνα. Αυτοί που ήθελαν να συμβουλευτούν τον μάντη έπρεπε να πληρώσουν ένα ειδικό φόρο, να εξαγνιστούν, να προσφέρουν όλους τους καρπούς από το κτήμα τους και να θυσιάσουν μια κατσίκα. Οι απαντήσεις δίνονταν από την Πυθία, αφού αυτή και οι άλλοι μάντεις έκαναν μια ειδική τελετή. Αυτή περιλάμβανε καθαρισμό των μαντών στα νερά της Κασταλλίας πηγής κοντά στο ναό και κατάβαση στο άδυτο του ναού, όπου υπήρχαν ιερά σκεύη με ένα άγαλμα θεού. Η Πυθία στη συνέχεια καθόταν σε ένα τρίποδο, εισέπνεε ατμούς που έβγαιναν από τα έγκατα της γης και μασούσε φύλλα δάφνης για να εισέλθει σε κατάσταση έκστασης. Παρόμοια λειτουργούσε και το μαντείο της Δωδώνης που ήταν αφιερωμένο στο Δία.