(ΓΟ.) ἔργον δοκεῖς μοι φαῦλον ἐζηλωκέναι,
290 πείσειν νομίζων ἐξαμαρτεῖν παρθένον
ἐλευθέραν, ἢ καιρὸν ἐπιτηρῶν τινα
κατεργάσασθαι πρᾶγμα θανάτων ἄξιον
πολλῶν. (ΣΩ.) Ἄπολλον. (ΓΟ.) οὐ δίκαιόν ἐστι γοῦν
τὴν σὴν σχολὴν τοῖς ἀσχολουμένοις κακὸν
295 ἡμῖν γενέσθαι. τῶν δ᾽ ἁπάντων ἴσθ᾽ ὅτι
πτωχὸς ἀδικηθείς ἐστι δυσκολώτατο[ν.
πρῶτον μέν ἐστ᾽ ἐλεινός, εἶτα λαμβάνει
οὐκ εἰς ἀδικίαν ὅσα πέπονθ᾽, ἀλλ᾽ εἰς [ὕβριν.
ΣΩ. μειράκιον, οὕτως εὐτυχοίης, βραχ[ύ τι μου
300 ἄκουσον— (ΠΥΡ.) εὖ γε, δέσποθ᾽, οὕτω πολλά [μοι
ἀγαθὰ γένοιτο. (ΣΩ.) —καὶ σύ γ᾽, ὁ λαλῶν πρ[ὶν μαθεῖ.
κόρην τιν᾽ εἶδο[ν ἐνθαδί· τ]αύτης ἐρῶ.
εἰ τοῦτ᾽ ἀδίκημ᾽ ε̣[ἴρηκ]α̣ς, ἠδίκηκ᾽ ἴσως.
τί γὰρ ἄν τις εἴποι; π[λὴν π]ορεύομ᾽ ἐνθάδε
305 οὐχὶ πρὸς ἐκείνην, βούλομαι δ᾽ αὐτῆς ἰδεῖν
τὸν πατέρ᾽. ἐγὼ γάρ, ὢν ἐλεύθερος, βίον
ἱκανὸν ἔχων, ἕτοιμός εἰμι λαμβάνειν
αὐτὴν ἄπροικον, πίστιν ἐπιθεὶς διατελεῖν
στέργων. ἐπὶ κακῷ δ᾽ εἰ προσελήλυθ᾽ ἐνθάδε
310 ἢ βουλόμενος ὑμῶν ‹τι› κακοτεχνεῖν λάθρᾳ,
οὗτός μ᾽ ὁ Πάν, μειράκιον, αἱ Νύμφαι θ᾽ ἅμα
ἀπόπληκτον αὐτοῦ πλησίον τῆς οἰκίας
ἤδη ποήσειαν. τετάραγμ᾽, ‹εὖ› ἴσθ᾽ ὅτι,
οὐδὲ μετρίως, εἴ σοι τοιοῦτος φαίνομαι.
315 ΓΟ. ἀλλ᾽ εἴ τι κἀγὼ τοῦ δέοντος σφοδρότερον
εἴρηκα, μηδὲν τοῦτο λυπείτω σ᾽ ἔτι.
ἅμα γὰρ μεταπείθεις ταῦτα καὶ φίλον μ᾽ ἔχεις.
οὐκ ἀλλότριος δ᾽ ὤν, ἀλλ᾽ ἀδελφὸς τῆς κόρης
ὁμομήτριος, βέλτιστε, ταῦτά σοι λέγω.
290 πείσειν νομίζων ἐξαμαρτεῖν παρθένον
ἐλευθέραν, ἢ καιρὸν ἐπιτηρῶν τινα
κατεργάσασθαι πρᾶγμα θανάτων ἄξιον
πολλῶν. (ΣΩ.) Ἄπολλον. (ΓΟ.) οὐ δίκαιόν ἐστι γοῦν
τὴν σὴν σχολὴν τοῖς ἀσχολουμένοις κακὸν
295 ἡμῖν γενέσθαι. τῶν δ᾽ ἁπάντων ἴσθ᾽ ὅτι
πτωχὸς ἀδικηθείς ἐστι δυσκολώτατο[ν.
πρῶτον μέν ἐστ᾽ ἐλεινός, εἶτα λαμβάνει
οὐκ εἰς ἀδικίαν ὅσα πέπονθ᾽, ἀλλ᾽ εἰς [ὕβριν.
ΣΩ. μειράκιον, οὕτως εὐτυχοίης, βραχ[ύ τι μου
300 ἄκουσον— (ΠΥΡ.) εὖ γε, δέσποθ᾽, οὕτω πολλά [μοι
ἀγαθὰ γένοιτο. (ΣΩ.) —καὶ σύ γ᾽, ὁ λαλῶν πρ[ὶν μαθεῖ.
κόρην τιν᾽ εἶδο[ν ἐνθαδί· τ]αύτης ἐρῶ.
εἰ τοῦτ᾽ ἀδίκημ᾽ ε̣[ἴρηκ]α̣ς, ἠδίκηκ᾽ ἴσως.
τί γὰρ ἄν τις εἴποι; π[λὴν π]ορεύομ᾽ ἐνθάδε
305 οὐχὶ πρὸς ἐκείνην, βούλομαι δ᾽ αὐτῆς ἰδεῖν
τὸν πατέρ᾽. ἐγὼ γάρ, ὢν ἐλεύθερος, βίον
ἱκανὸν ἔχων, ἕτοιμός εἰμι λαμβάνειν
αὐτὴν ἄπροικον, πίστιν ἐπιθεὶς διατελεῖν
στέργων. ἐπὶ κακῷ δ᾽ εἰ προσελήλυθ᾽ ἐνθάδε
310 ἢ βουλόμενος ὑμῶν ‹τι› κακοτεχνεῖν λάθρᾳ,
οὗτός μ᾽ ὁ Πάν, μειράκιον, αἱ Νύμφαι θ᾽ ἅμα
ἀπόπληκτον αὐτοῦ πλησίον τῆς οἰκίας
ἤδη ποήσειαν. τετάραγμ᾽, ‹εὖ› ἴσθ᾽ ὅτι,
οὐδὲ μετρίως, εἴ σοι τοιοῦτος φαίνομαι.
315 ΓΟ. ἀλλ᾽ εἴ τι κἀγὼ τοῦ δέοντος σφοδρότερον
εἴρηκα, μηδὲν τοῦτο λυπείτω σ᾽ ἔτι.
ἅμα γὰρ μεταπείθεις ταῦτα καὶ φίλον μ᾽ ἔχεις.
οὐκ ἀλλότριος δ᾽ ὤν, ἀλλ᾽ ἀδελφὸς τῆς κόρης
ὁμομήτριος, βέλτιστε, ταῦτά σοι λέγω.
***
ΣΩΣ. Και τί άτοπο να κάνω τώρα βλέπεις;ΓΟΡ. Μ᾽ ένα έργο καταπιάνεσαι όχι τίμιο,
290 αν μια κοπέλα ελεύθερη πιστεύεις
πως θα την καταφέρεις ν᾽ αμαρτήσει
ή πως, στιγμή κατάλληλη ζητώντας,
θα φέρεις σε άκρη, με τη βία, μια πράξη
που θάνατος —κι όχι ένας— της αξίζει.
ΣΩΣ. Απόλλωνα! ΓΟΡ. Δεν είναι, αλήθεια, δίκιο
ο ελεύθερος καιρός σου, αφού δεν κάνεις
καμιά δουλειά, κακό σ᾽ εμάς να φέρει
τους δουλευτάδες. Γενικά, να ξέρεις,
ο αδικημένος ο φτωχός δαγκάνει·
ο κόσμος όλος τον λυπάται· εξάλλου,
δεν παίρνει για αδικία ό,τι παθαίνει,
το παίρνει για κατάχρηση εξουσίας.
ΣΩΣ. Νεαρέ, να ζήσεις, άκου κι από μένα
300 δυο λόγια μόνο. ΠΥΡ. Μπράβο σου, αφεντάκι·
χίλια καλά να δεις, που φέρνεσαι έτσι.
ΣΩΣ. (στον Πυρρία) Εσύ, πολυλογά, σταμάτα και άκου.
Στο Γοργία.
Αγάπησα μιαν όμορφη κοπέλα
που ᾽χω αντικρίσει. Είν᾽ έγκλημα; Τότε, είμαι
εγκληματίας. Σαν τί να πει κανένας;
Κόβω εδώ πέρα βόλτες, όχι νά ᾽βρω
εκείνη· τον πατέρα της γυρεύω,
να τον δω και μ᾽ εκείνον να μιλήσω.
Εγώ, ένας νέος ελεύθερος και με όχι
μικρή περιουσία, πρόθυμος είμαι
γυναίκα να την πάρω, δίχως προίκα
και με παντοτινής αγάπης όρκο.
Κι αν ήρθα για κακό σ᾽ αυτό τον τόπο
310 ή με σκοπό να πλέξω κάποιο δόλο
κρυφά από σας, Πάνας μαζί και Νύμφες
ευθύς το νου, νεαρέ, να μου σαλέψουν
εδώ κοντά στο σπίτι. Κι αν για τέτοιον
άνθρωπο με περνάς, πολύ λυπούμαι.
ΓΟΡ. Αλλά κι εσύ να μη βαρυκαρδίζεις,
αν σου είπα κι ένα λόγο παραπάνω·
αλλάζω γνώμη κι έχε με για φίλο.
Και δεν το λέω αυτό σαν ξένος· είμαι
του κοριτσιού αδερφός, από μια μάνα.