Η αφετηρία της ελληνικής εκπαίδευσης χάνεται στα βάθη των αιώνων. Κανένας δεν μπορεί με βεβαιότητα να ορίσει πότε άρχισε, αλλά και κανένας δεν αμφιβάλλει ότι οι απαρχές της, έστω σε πρωτόγονη μορφή, συμπίπτουν με τη σύμπηξη των πρώτων κοινωνικών ομάδων, μια κι οι γονείς ποτέ δεν έπαψαν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, να διαπαιδαγωγούν τα τέκνα τους. Η συστηματική όμως αγωγή, αποκαλούμενη μονολεκτικά εκπαίδευση, χρειάστηκε αρκετούς αιώνες, ώσπου να κάνει την εμφάνισή της. Οπωσδήποτε, οι πρώτες για την αγωγή των νέων πληροφορίες βρίσκονται στ’ αρχαιότερα από τα διασωθέντα γραπτά μνημεία, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, που, ας σημειωθεί ευκαιριακά, γαλούχησαν με τους στίχους και τις ιδέες τους μυριάδες παιδιών στην αρχαιότητα. Η χρονική περίοδος, στην οποία αναφέρονται, εκτείνεται από το 1100 ως το 800 π.Χ. κι είναι γνωστή ως ομηρική ή ηρωική.
Σ’ εκείνους τους χρόνους, οι Έλληνες, ζώντας σε φεουδαρχικό σύστημα, ήσαν χωρισμένοι σε δύο κοινωνικές τάξεις· την ολιγάριθμη της αριστοκρατίας και την πολυάνθρωπη των γεωργών, των ποιμένων και των δημιουργών, δηλαδή των χειροτεχνών. Ήταν πολύ φυσικό η αγωγή της εποχής να διαφοροποιείται κατά τάξη. Πράγματι, οι γόνοι της ιθύνουσας τάξης κατευθύνονταν στη σχολή του Πηλίου για συστηματικές σπουδές, ενώ τα παιδιά του λαού έμεναν στο σπίτι απαίδευτα. Στη σχολή των κενταύρων δίδασκαν σοφοί της εποχής δάσκαλοι, τους οποίους ο θρύλος μεταμόρφωσε σε «ιππανθρώπους», στην προσπάθειά του να υπογραμμίσει τον ευγενή χαρακτήρα της σχολής. Μην ξεχνάμε ότι τ’ άλογο ήταν το «σήμα κατατεθέν» της αριστοκρατίας και οι ευγενείς αποτέλεσαν την τάξη των ιππέων στη Σολώνεια νομοθεσία. Η γυναίκα του Στρεψιάδη δε δέχεται να πάρει ο γιος τους τ’ όνομα, όπως συνηθιζόταν, του παππού, αλλ’ άλλο, κάπως αριστοκρατικότερο. Τέτοια ήσαν μόνο τα ονόματα που είχαν ως συνθετικό τους τη λέξη ίππος. Γι’ αυτό και το παιδί το βάφτισαν Φειδιππίδη κι όχι Φειδωνίδη.
Η αγωγή των παιδιών του «χύδην» λαού γινόταν, στα πλαίσια της διευρυμένης τότε οικογένειας, από τον πατέρα, τη μητέρα και τους συγκατοικούντες ή παροικούντες συγγενείς τους. Κατά δεύτερο λόγο, η κοινότητα με τις εορτές, τους αθλητικούς αγώνες και τις άλλες ποικίλες εκδηλώσεις της ασκούσε επί των μελών της συμπληρωματικές, αλλ’ όχι ευκαταφρόνητες, επιδράσεις. Ας δούμε τώρα κάθε τύπο αγωγής χωριστά, σε βάθος και έκταση που τα Ομηρικά έπη επιτρέπουν.
1. ΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Η συγκριτική έρευνα έχει εντοπίσει ορισμένα κοινά γνωρίσματα, που αναλλοίωτα εμφανίζονται σ’ όλες τις πρωτόγονες, σαν την Ομηρική, κοινωνίες και τα οποία είναι τ’ ακόλουθα.
α. Ενδοοικογενειακή
Το πρώτο και τελευταίο σχολείο κάθε κοινού θνητού της εξεταζόμενης περιόδου ήταν, όπως είπαμε, η οικογένειά του. Ο πατέρας συνήθως αναλάμβανε να διδάξει το γιο του πώς να καλλιεργεί τη γη, να περιποιείται τα ζώα, να κόβει και να μεταφέρει καυσόξυλα, ν’ αποκρούει επικίνδυνους εχθρούς. Ακόμη· έφερνε το νέο σ’ επαφή με τον κοινωνικό του περίγυρο και τον εξοικείωνε με τα έθιμα και τις αξίες της ομάδας. Η μητέρα επωμιζόταν την ευθύνη ν’ αναθρέψει σωστά την κόρη της. Όφειλε οπωσδήποτε να της μεταδώσει την πείρα και τη δεξιοτεχνία που απαιτούσαν οι οικιακές εργασίες, όπως μαγειρική, παρασκευή ψωμιού, υφαντουργία κ.ά. Δεν παρέλειπε φυσικά να της διδάξει τα μελλοντικά της, ως συζύγου και οικοκυράς, καθήκοντα.
β. Πρακτική
Συνέπεια του προηγούμενου γνωρίσματος είναι ότι η αγωγή ήταν καθαρά πρακτική. Στόχευε στην απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων, που είχαν άμεση σχέση με την καθημερινή ζωή κι επιβίωση, αλλ’ ήσαν ξένες προς τις θεωρίες και τις μεταφυσικές αναζητήσεις.
γ. Φυσική κι αβίαστη
Δε χρειάζεται μακρά επιχειρηματολογία ν’ αποδείξει κανείς ότι το σχολείο απομακρύνει, ως ένα βαθμό, το παιδί από τη ζέουσα πραγματικότητα. Τ’ όραμα των οπαδών του Σχολείου Εργασίας, να μεταβάλουν τη μαθητική κοινότητα σε σμικρογραφία της ευρύτερης κοινωνίας, δεν μπόρεσε ν’ αποκτήσει σάρκα και οστά. Επιπλέον, η συστηματική αγωγή δεν έπαψε ποτέ ν’ ασκεί παντοειδείς επί του μαθητή πιέσεις. Στην αρχαιότητα, δεν έκρυβε το πρόσωπό της- ήταν βάναυσα καταπιεστική. Σήμερα, εμφανίζεται ηπιότερη κι ανθρωπινότερη. Την παλιά της όμως συνήθεια της καταπίεσης δεν κατάφερε ν’ αποβάλει. Δε συνέβαινε όμως το ίδιο στην Ομηρική εποχή. Το παιδί της κατώτερης τάξης παρακολουθούσε τις εργασίες του γονιού και μιμητικά κι αβίαστα εξοικειωνόταν μαζί τους.
Είν’ αλήθεια ότι η απλή και κατά φύση ζωή της εποχής εκείνης δεν είχε μεγάλες απαιτήσεις απ’ τα τέκνα της. Να σκεφτεί κανείς ότι ούτε γραφή κι ανάγνωση δεν τα δίδασκε.
δ. Συμμετοχική
Το αγόρι μάθαινε πώς να εξοικονομεί τροφή και στέγη, να κατασκευάζει και να χειρίζεται τα σύνεργα του πολέμου, παρακολουθώντας τον πατέρα του και συνεργαζόμενος μαζί του. Τίποτε δε γινόταν σε θεωρητικό επίπεδο. Τα σημερινά λόγια παραχωρούσαν τότε τη θέση τους στην πρακτική άσκηση. Όπως δε μαθαίνει κανείς κολύμπι, χωρίς να μπει στη θάλασσα, έτσι κι ο νέος της εποχής δεν αποκτούσε κάποια δεξιότητα αν δεν την ασκούσε προσωπικά ο ίδιος.
Είναι γεγονός ότι οι χειρωνακτικές εργασίες μόνο μέσω της παρατήρησης, της μίμησης και της άσκησης σ’ αυτές γίνονται κτήμα μας.
2. ΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η μόνη συστηματική αγωγή που γινόταν στην Ομηρική εποχή ήταν εκείνη στη Σχολή του Πηλίου, προοριζόμενη αποκλειστικά για τα παιδιά της τότε αριστοκρατίας. Δυστυχώς, οι πληροφορίες που έχουμε για το πρώτο ελληνικό σχολείο, αν πράγματι υπήρξε, είναι περισσότερο από πενιχρές και τυλιγμένες σε πέπλο μυθικό. Γιαυτό και αποφεύγουμε να το αναφέρουμε ως πρόδρομο της μετέπειτα εκπαίδευσης.
Οι κένταυροι, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν δύο, ο Φοίνιξ κι ο Χείρων, ασκούσαν παρόμοιο με το σημερινό δάσκαλο έργο. Πλούτιζαν το μυαλό των μαθητών με ποικίλες γνώσεις και παράλληλα φρόντιζαν για την ηθική διαπαιδαγώγησή τους. Φυσικά, δεν πρέπει να γίνεται λόγος για διδασκαλία του αλφάβητου. Τους δυο αυτούς ρόλους, της μετάδοσης χρήσιμων γνώσεων και κανόνων συμπεριφοράς μαζί με τη διδασκαλία των γραμμάτων, μοιράστηκαν αργότερα οι δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της αρχαιότητας και ο παιδαγωγός, αντίστοιχα.
Τα μαθήματα που δίδασκαν οι κένταυροι δεν είναι γνωστά. Το βέβαιο όμως είναι, κατά τις μαρτυρίες πάντοτε του Ομήρου και όσων χρησιμοποίησαν τα έπη ως πηγές τους, ότι μουσική και ιατρική περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα. Ο Πλούταρχος γράφει· «μαθαίνουμε ότι ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας και πολλοί άλλοι γνώριζαν μουσική. Δάσκαλός τους, κατά την παράδοση, υπήρξε ο σοφότατος Χείρων, ο οποίος ήταν συγχρόνως και δάσκαλος της μουσικής, του δικαίου και της ιατρικής»1. Μια σκηνή από την Τρωική εκστρατεία μας πληροφορεί για τη διδασκαλία του πρώτου από τα τρία μαθήματα. Ο Αχιλλέας, απόφοιτος της κενταυρικής σχολής, παίζει, απομονωμένος στη σκηνή του, τη λύρα και υμνεί τα «κλέα τῶν ἀνδρών»2.
Η ιατρική, σε πρακτική και κομπογιαννίτικη μορφή, ήταν πολύ διαδεδομένη στα ηρωικά χρόνια. Ο Ποδαλείριος και Μαχάων3 ήσαν σπουδαίοι γιατροί· πιθανότατα δεν φοίτησαν στο σχολείο του Πηλίου. Εξάλλου, πολλοί οπλίτες, προερχόμενοι από ταπεινές οικογένειες, έχουν αρκετές γνώσεις στη θεραπεία πληγών και προπαντός στη χρήση βοτάνων4. Δεν είναι συνεπώς παράδοξο ότι η διδασκαλία της ιατρικής δεν έλειπε από τη σχολή.
Ότι οι κένταυροι ασχολούνταν με την ηθική διαπαιδαγώγηση των μαθητών τους, φαίνεται στο παραπάνω απόσπασμα του Πλουτάρχου, αλλά και στο διδακτικό ποίημα «Χείρωνος Ὑποθῆκαι», στο οποίο περιέχονται χρήσιμες οδηγίες για χρηστή συμπεριφορά των νέων.
3. ΣΚΟΠΟΣ
Οι επιδιώξεις της αγωγής της λαϊκής τάξης ήσαν ριζικά διάφορες από εκείνες της αριστοκρατίας, αν και κάποτε συνέπιπταν, αφού διαφορετικός ήταν και ο ρόλος καθεμιάς. Ο νέος της κατώτερης τάξης ήταν ευχαριστημένος αν κατόρθωνε ν’ αποκτήσει τις αναγκαίες για την επιβίωσή του δεξιότητες και τις βασικές για τη συμβίωση με τους άλλους αρετές. Η αγωγή των παιδιών της τάξης των ευγενών είχε τους παρακάτω υψηλότερους στόχους.
α. Ρητορεία
Ο λόγος αποτελεί ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα υπεροχής του ανθρώπου έναντι των ζώων κι ο κομψά διατυπωμένος χαρακτηριστικό του αρχαίου Έλληνα. Ακόμη και στη μακρινή εποχή του Ομήρου, ο άνθρωπος εκτιμούσε τον έντεχνο λόγο. Ο βασιλιάς της Πύλου, ο γηραιός Νέστορας, δε θαυμαζόταν τιμή από εκείνη που αποδιδόταν στο γενναίο πολεμιστή και προπαντός σ’ όποιον έπεφτε μόνο για τις σοφές συμβουλές του· περισσότερο ίσως για τον προφορικό του λόγο που «έρρεε από το στόμα τον πιο γλυκός κι από μέλι»5.
β. Ανδρεία
Ο νέος ανεξάρτητα από προέλευση, έπρεπε να καταστεί ικανός να προασπίσει την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας του. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ηρωικά στο πεδίο της μάχης. «Εἷς οἰωνός ἄριστος ἀμύνεσθαι περί πάτρης»6 αποτέλεσε το σλόγκαν της εποχής αλλά και τη σθεναρή απόφαση κάθε λαού, του οποίου τα εδαφικά όρια απειλήθηκαν ή απειλούνται με συρρίκνωση. Μεγάλη δε δόξα ήταν για τους επιγόνους η θυσία του πατέρα στη μάχη· «τότε οι Αχαιοί τον έφτιαξαν μνημείο που θ’ άφηνε μεγάλη δόξα πίσω στο παιδί του»7.
Για να νικούν στις μάχες δεν αρκούσε η αγάπη προς τη γενέθλια γη· ήταν απαραίτητη η προπαρασκευή για πόλεμο τις ώρες της ειρήνης αλλά και στου πολέμου τις ανάπαυλες. Οι νέοι των ηρωικών χρόνων ασκούνταν στην πολεμική τέχνη και αύξαιναν τη σωματική τους ρώμη κι ευελιξία με τ’ αθλήματα. Ο Όμηρος αναφέρεται συχνά σε αγώνες που γίνονταν κατά τη διάρκεια ή και μετά τη λήξη του δεκάχρονου Τρωικού πολέμου, όταν η μάχη κόπαζε ή έπρεπε να γιορταστούν σημαδιακά γεγονότα. Δρόμος, άλματα, δισκοβολία, αρματοδρομίες κι ένστολα αγωνίσματα γέμιζαν το πρόγραμμα της άθλησης ή της γιορτής. Με μια σειρά αγωνίσματα τίμησε ο Αλκίνοος το φιλοξενούμενο Οδυσσέα. Ο ίδιος ένιωθε δε υπερήφανος για τις επιδόσεις των αθλητών του νησιού του.
Ο συνδυασμός της ρητορικής δεινότητας και της πολεμικής ανδρείας αποτελούσε το ιδανικό της τότε αριστοκρατίας. Ευτυχής και αξιοθαύμαστος λογιζόταν όποιος ήταν «δεινός στο λόγο και ικανός στον πόλεμο»8. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη κυδιάνειρα, που σημαίνει δόξα του άνδρα, είχε διπλή έννοια· αγορά, όπου εκφωνούνταν λόγοι ρητορικοί, και μάχη.
γ. Μετριοφροσύνη
Μέσα στους σκοπούς της αγωγής των παιδιών κι από τις δύο τάξεις, που επέζησε για πολλούς αιώνες, ήταν να χαράξει ανεξίτηλα την έννοια της ταπεινοφροσύνης στις τρυφερές ψυχές τους. Η «ύβρις» αποτελούσε για τους αρχαίους θανάσιμο αμάρτημα. Ο Αισχύλος κατηγορεί τον Ξέρξη για την υπεροπτική συμπεριφορά του·
«πως άνθρωπος θνητός δεν πρέπει να το παίρνει επάνω τον πάρα πολύ, γιατ’ η περφάνεια μεστώνοντας καρποφοράει ολέθρου στάχυ, οπούθε ο πολυδάκρυτος τρυγιέται θέρος»9.
Οι θεοί τιμωρούσαν παραδειγματικά τους αλαζόνες. Η «υβριστική» συμπεριφορά του Αχιλλέα προς το νεκρό του Ήκτορα είχε ως φυσικό επακόλουθο τη συντόμευση της ζωής του10.
δ. Φιλοξενία
Κάθε Έλληνας όφειλε να είναι φιλόξενος ακόμη και. προς το ρακένδυτο στρατολάτη. Ο Ξένιος Δίας, βλέπετε, είχε τη συνήθεια να παίρνει τη μορφή οποιουδήποτε ανθρώπου και να αναζητά στέγη και τροφή. Αλίμονο σ’ όποιον έδειχνε αδιάφορος κι αφιλόξενος. Αλλά κι η τιμωρία ήταν σκληρή για εκείνον που γινόταν καταχραστής της προσφερόμενης σ' αυτόν φιλοξενίας. Ο Πάρης, με την αρπαγή της Ελένης από το φιλόξενο παλάτι του Μενέλαου, προκάλεσε την «μήνιν» του «πατέρα των θεών και των ανθρώπων». Και η συμφορά έπληξε ανελέητα τον ίδιο και τη χώρα του. Αυτή, λοιπόν, την αρετή της φιλοξενίας και την αποφυγή εκμετάλλευσής της έπρεπε να εμφυσήσει στα παιδιά η αγωγή, ανεξάρτητα αν στεγαζόταν σε σπίτι ή σχολή.
ε. Εγκράτεια
Η κυριαρχία πάνω στ’ ανθρώπινα ένστικτα αποτελεί παμπάλαιο αίτημα. Υπογραμμίζεται έμμεσα, πλην εναργέστατα, στο πάθημα των συντρόφων του Οδυσσέα. Η αλόγιστη ικανοποίηση των σαρκικών επιταγών τούς μετέβαλε σε χοίρους.
Ο σκοπός της γυναικείας αγωγής, που και στις δύο τάξεις διεξαγόταν αποκλειστικά στο σπίτι, έπαιρνε εντελώς διαφορετική από των αγοριών κατεύθυνση. Η μητέρα, μόνη της στην τεράστια πλειοψηφία των περιπτώσεων ή βοηθούμενη από τροφό σ’ ευάριθμες, φρόντιζε να κάνει την κόρη της καλή οικοκυρά κι άξια σύζυγο. Νοικοκυροσύνη, λοιπόν, και πίστη, σε συνδυασμό με την ομορφιά, που δεν ήταν ασφαλώς έργο της αγωγής αλλά δώρο της Αφροδίτης, αποτελούσαν βασικά προσόντα της Ομηρικής γυναίκας.
ί) Νοικοκυροσύνη. Οι γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων έγνεθαν, ύφαιναν και διεκπεραίωναν οικιακές εργασίες, βοηθούμενες συχνά από θεραπαινίδες. Η Ναυσικά, αν και βασιλοπούλα στο νησί των Φαιάκων, πήγαινε με δούλες στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα. Η βασίλισσα Αρήτη είχε υφάνει με τις υπηρέτριές της τα προικιά της κόρης της. Ο Τηλέμαχος λέει στη μητέρα του, τη βασίλισσα Πηνελόπη:
«Εσύ όμως πήγαινε σπίτι και πάρε μαζί σου τη δουλειά σου,
τη ρόκα και τ' αδράχτι και διάταξε τις δούλες να είναι στο έργο τους»11.
ίί) Συζυγική Πίστη. Ο Όμηρος εξαίρει την πίστη της Πηνελόπης, που κατέστη το σύμβολο της γυναικείας αρετής. Αντίθετα, αμέτρητα προκάλεσε στους Αχαιούς δεινά η απιστία της Ελένης. Για τους άνδρες όμως δεν αποτελούσε μομφή η απιστία. Ο Πρίαμος είχε 50 γιους. Μόνο 19 απ’ αυτούς απέκτησε από τη νόμιμη σύζυγό του, την Εκάβη, ενώ τους υπόλοιπους απ’ άλλες γυναίκες. Και το σημαντικότερο' όλες, σύζυγος και παλλακές, ζούσαν «εν αγαστή σύμπνοια» υπό την ίδια στέγη. Μερικές όμως σύζυγοι δεν έδειχναν την ανεκτικότητα της Εκάβης. Ο Λαέρτης, πατέρας του Οδυσσέα, ομολογεί ότι απέφευγε την τροφό του γιου του, την όμορφη Ευρύκλεια, από φόβο μην ξεσπάσει βίαια κι επικίνδυνα η αντιζηλία της συζύγου του12.
iii) Ομορφιά. Το κάλλος ανέκαθεν αποτελούσε, και εξακολουθεί να είναι, μεγάλο για τη γυναίκα προσόν. Το «ισχυρό φύλο» μεταβάλλεται σ’ ασθενικό κι ευάλωτο ον μπροστά στη σωματική τελειότητα του άλλου και τα γυναικεία θέλγητρα. Ο Πάρης έκλεψε την Ωραία Ελένη, καίτοι ήξερε τι συμφορές περίμεναν το Ίλιο. Αλλά και οι Τρώες αποφάσισαν να πολεμήσουν, φτάνει να παρέμενε στη χώρα τους το τελειότερο μετά την Αφροδίτη πλάσμα. Μήπως ο Μενέλαος δεν έβαλε το ξίφος στη θήκη του ενώ προοριζόταν για τα στήθη της άπιστης γυναίκας του, όταν η τελευταία τα πρόταξε γυμνά, αμέσως μετά την άλωση της Τροίας13;
Η αδυναμία των Ομηρικών ηρώων στη γυναικεία τελειότητα και η εξωσυζυγική δραστηριότητα, όταν βρίσκονταν μακριά από την οικογενειακή εστία, δεν τους εμπόδισαν να δείχνουν αγάπη κι εκτίμηση στις συζύγους τους.
α) Ο βασιλιάς των Φαιάκων Αλκίνοος τιμούσε κι αγαπούσε την Αρήτη, όσο κανένας άλλος14.
β) Η τρυφερότητα της σκηνής αποχωρισμού του Έκτορα από την Ανδρομάχη15 δεν έχει προηγούμενο σ’ ολόκληρη την αρχαία γραμματεία,
γ) Ο σοφός Νέστορας παρακαλεί την Αθηνά να χαρίσει φήμη αγαθή σ’ αυτόν, τη σύζυγο και τα παιδιά του16.
Ο άνδρας των Ομηρικών χρόνων δεν ήταν αγνώμων προς τη γυναίκα του.
Αναγνώριζε την προσφορά της στο σπίτι, την οργάνωση και λειτουργία του. Δεν παραγνώριζε το γεγονός ότι αυτή γεννούσε παιδιά που διαιώνιζαν το οικογενειακό του όνομα κι αναλάμβαναν τη γηροτροφία του.
4. ΜΕΣΑ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗΣ
Η αγωγή στα Ομηρικά χρόνια χρησιμοποιούσε δύο κυρίως μέσα για να επιτύχει στους σκοπούς της, το μύθο καί τον έμμετρο λόγο. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για δύο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα· το υφάδι της ποίησης ήταν μυθικό και το στημόνι του μύθου στίχοι.
α. Ο μύθος
Το κυριότερο όχημα μεταβίβασης εμπειρίας και αξιών από πατέρα σε γιο κι εγγονό ήταν ο μύθος. Ο άνθρωπος τότε δεν είχε αναπτυγμένη λογική, ώστε να μπορεί να εξηγήσει επιστημονικά τον κόσμο γύρω του και τα φυσικά φαινόμενα. Γιαυτό κατέφευγε σε αφελείς ερμηνείες. Έτσι, ο κεραυνός ήταν προϊόν της οργής του Δία, ο σεισμός ιδιοτροπία του Εγκέλαδου. Αναρίθμητες θεότητες κρύβονταν πίσω από κάθε αξιόλογο αντικείμενο ή φαινόμενο. Αλλά και οι θρησκευτικές και ηθικές αξίες στο ίδιο όχημα επιβιβάζονταν, του μύθου.
6. Ποιητικός λόγος
Ο μύθος όπως και κάθε άλλη μάθηση, μεταδιδόταν μόνο προφορικά. Για να διευκολύνεται μάλιστα η απομνημόνευσή του, έπαιρνε τη μορφή ποιήματος. Γιαυτό τα πρώτα γραπτά μνημεία, διασωθέντα ή απολεσθέντα17, ήσαν ποιήματα.
Στα ηρωικά λοιπόν χρόνια η ποίηση αποτέλεσε σπουδαίο όργανο στα χέρια της αγωγής. Της έδωσε την ευχέρεια να μεταδώσει χρήσιμες γνώσεις και να διαπλάσει ηθικούς χαρακτήρες. Το ίδιο όργανο, παρά την κριτική που του ασκήθηκε, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σ’ ολόκληρη την αρχαιότητα έχοντας τα Ομηρικά έπη, τη Βίβλο των αρχαίων Ελλήνων, στην πρώτη θέση.
Τη σπουδαιότητα της συνύπαρξης μύθου και ποίησης υπογραμμίζει ο Πλούταρχος. Οι μέλλοντες φιλόσοφοι, έλεγε, δεν πρέπει ν’ αποφεύγουν την ποίηση, αλλά και οι φιλοσοφούντες να τη χρησιμοποιούν στη διδασκαλία τους «γιατί, όταν η ποίηση παίρνει από τη φιλοσοφία τον ορθό λόγο και τον αναμειγνύει με το μύθο, παρέχει στους νέους εύκολη κι ευχάριστη μάθηση»18. Αλλ’ η προσφορά του επιτυχημένου κράματος, μύθου και στίχου, είναι ευρύτερη και πολλαπλή.
ί) Παράδειγμα. Όσον ο άνθρωπος είναι ανεξέλικτος, όπως ο πρωτόγονος ή το παιδί, τόσο η μιμητική του τάση και δυνατότητα είναι αυξημένες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο ρόλος του προτύπου στον προσανατολισμό της ανάπτυξής του είναι τεράστιος. Και τα Ομηρικά έπη δεν υστερούν καθόλου σ’ αυτόν τον τομέα. Δε θα ήταν υπερβολή αν υποστηριζόταν ότι η αξία τους ακριβώς σ’ αυτό έγκειται- προβάλλουν άξια για μίμηση πρότυπα. «Νομίζω ότι η Ομηρική ποίηση», σημειώνει ο Ισοκράτης, «γνώρισε περισσότερη (απ’ άλλες) δόξα επειδή έπλεξε το εγκώμιο όσων πολέμησαν τους βαρβάρους. Γιαυτό ακριβώς οι πρόγονοί μας θέλησαν να προσδώσουν ξεχωριστή τιμή στους ποιητικούς αγώνες και την εκπαίδευση των νέων»· ήθελαν να τους ωθήσουν να εξομοιωθούν προς τους ήρωες19. Το κίνητρο του Μ. Αλεξάνδρου, ν’ απομνημονεύσει ολόκληρη την Iλιάδα20 και να την «έχει πάντοτε κάτω από το μαξιλάρι του μαζί με το ξίφος»21, ήταν δίχως άλλο ο μεγάλος θαυμασμός που έτρεφε προς το πρότυπό του, τον Αχιλλέα.
ϊϊ) Άμιλλα. Τον ανταγωνισμό, σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο, καλλιεργούσαν έντονα οι άνθρωποι των Ομηρικών, αλλά και των μετέπειτα, χρόνων, ιδιαίτερα στη μάχη και τ’ αγωνίσματα. Όταν ο Πηλέας κατευόδωνε το γιο του στην Τροία δεν τον προέτρεψε μόνο να είναι άριστος («αἰέν ἀριστεύειν»), αλλά και να φανεί ανώτερος απ’ όλους τους άλλους συμπολεμιστές του («καί ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων»)22. Αυτή η προτροπή έμελλε ν’ ασκήσει τεράστια επίδραση στους μετέπειτα αιώνες, αφού ο Όμηρος, κατά κοινή ομολογία, υπήρξε ο παιδαγωγός της Ελλάδας και κατ’ επέκταση του Δυτικού κόσμου. Και για να μη νομιστεί ότι πρόκειται για υπερβολή, παρέχουμε την πληροφορία ότι τα σχολεία των Ιησουιτών είχαν κάνει λάβαρό τους το «αμιλλάσθαι». Επιπλέον, το πρώτο μέρος του περιβόητου στίχου μπήκε στην προμετωπίδα του αρχαιότερου Σκωτσέζικου Πανεπιστημίου στο St. Andrews.
Σήμερα η άμιλλα έχει χάσει την παλιά ορμή της γιατί στα σχολεία μας έχει προτεραιότητα η συνεργασία των μαθητών. Όλοι ξέρουμε ότι ο έντονος μεταξύ τους ανταγωνισμός δηλητηριάζει τη σχολική ατμόσφαιρα και βλάπτει τις διαπροσωπικές σχέσεις. Γιαυτό γίνεται προσπάθεια εξοστρακισμού της από τις αίθουσες διδασκαλίας. Ο Jaeger λυπάται που, «μέσα στις ισοπεδωτικές τάσεις της νεότατης παιδαγωγικής σοφίας», όπως ειρωνικά παρατηρεί, ατόνησε η πανάρχαιη δύναμη της άμιλλας. Νιώθει σαν τον αρχαιολόγο που είδε να πέφτει ένας ακόμη στύλος του Ολυμπίου Διός23. Όταν κανείς, όπως ο μέγας ελληνολάτρης λόγιος, βλέπει συναισθηματικά το πράγμα, συμμερίζεται πλήρως την άποψή του. Είναι όμως λάθος να διαιωνίζεται μια λανθασμένη παιδαγωγική αρχή. Κατά την ίδια λογική θα έπρεπε να συνεχιστεί η τόσο επώδυνη για τα παιδιά και τους γραμματιστές αρχαία μέθοδος πρώτης γραφής και ανάγνωσης.
Με την ευκαιρία αυτή αξίζει να τονιστεί ότι η άμιλλα δεν είχε πάντοτε προσωπικό χαρακτήρα, όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορές που κατέληγε σε «Ομηρικούς» καυγάδες και σε πείσματα του Αχιλλέα, αλλά και ευρύτερα κοινωνικό. Όταν ο αθλητής κέρδιζε την πρώτη θέση ή επιτελούσε ο πολεμιστής θαυμάσιο στη μάχη κατόρθωμα, τη δόξα μοιραζόταν με τους οικείους και την ιδιαίτερή του πατρίδα, ακόμη και με τους θεούς. Γιαυτό και οι Ολυμπιονίκες αφιέρωναν στους τελευταίους τα στεφάνια που έπαιρναν στους Μεγάλους Αγώνες.
iii) Ηθική διαπαιδαγώγηση. Οι ποιητές, με τον Όμηρο μπροστάρη, βοηθούσαν τους νέους να γίνουν ηθικά καλύτεροι. Στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, ο Αισχύλος ερωτά τον Ευριπίδη:
«Απάντησε μου, γιατί πρέπει κανείς να θαυμάζει τον ποιητή;»
Κι ο τελευταίος αποκρίνεται:
«...γιατί κάνουμε καλύτερους τους ανθρώπους στις πόλεις»24.
Κάποιος Νικήρατος του 4ου π.Χ. αιώνα απομνημόνευσε και τα δύο έργα του Ομήρου, ύστερα από προτροπή του πατέρα του, ο οποίος ενδιαφερόταν για την προκοπή του γιου του· «ο πατέρας μου που φρόντιζε πώς να γίνω αγαθός άνδρας», μας λέει, «μ’ επίεζε ν’ απομνημονεύσω τα έπη του Ομήρου. Τώρα θα μπορούσα», συμπληρώνει, «ν' απαγγείλω απέξω ολόκληρη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια»25.
Παρενθετικά πρέπει να λεχθεί ότι το επίτευγμα ίου Νικήρατου δεν πρέπει να θεωρηθεί ως αποκύημα φαντασίας. Ο Ξενοφών ήταν ιστορικός και στρατιωτικός και συνεπώς ακριβολόγος· δε θα θυσίαζε ποτέ την ακρίβεια στην υπερβολή. Δεν έχουμε συνεπώς το δικαίωμα ν' αμφισβητήσουμε τα λόγια του. Έπειτα, υπάρχουν παραδείγματα σύγχρονων Γιουγκοσλάβων, των guslar, οι οποίοι απαγγέλλουν 30.000-100.000 στίχους από μνήμης26.
ίν) Προσφορά γνώσεων. Από τα Ομηρικά έπη που είναι, όπως είπαμε, συνταίριασμα θαυμαστό μύθου και στίχου, οι άνθρωποι της μακρινής αλλά κι εγγύτερης αρχαιότητας αντλούσαν πολλές και ποικίλες γνώσεις.
-«Τον ισόθεο Όμηρο γιατί τόσο πολύ τιμάμε;
-Γιατί δίδαξε τάξη στη μάχη, όπλα και ανδρεία»27,
διαβάζουμε στους Βατράχους τον Αριστοφάνη.
Έτσι, εξηγείται γιατί οι Σπαρτιάτες είχαν ως σύμβουλο και οδηγό τους τον τυφλό ποιητή. Ο βασιλιάς Κλεομένης, κατά μαρτυρία του Αιλιανού, υποστήριζε ότι ο Όμηρος είναι ο ποιητής των Σπαρτιατών επειδή τους μαθαίνει πώς να πολεμούν, ενώ ο Ησίοδος ανήκει στους είλωτες, τους καλλιεργητές της γης28.
Τα Ομηρικά έπη δε βοηθούσαν μόνο τον πολεμόχαρο πολεμιστή· ήταν χρήσιμα και στον ειρηνόφιλο πολίτη. Ο γνωστός Νικήρατος δεν παραλείπει να υπογραμμίσει κι αυτή την προσφορά τους· «γνωρίζετε βέβαια», λέει, «ότι ο σοφότατος Όμηρος μίλησε στα ποιήματά του για όλα τ' ανθρώπινα πράγματα. Όποιος λοιπόν από σας θέλει να γίνει οικονομολόγος ή δικηγόρος... ας με ακολουθήσει... Εγώ όλ’ αυτά τα ξέρω»29. Λόγος προφανώς αλαζονικός αλλά σίγουρα σωστός και προπαντός ενδεικτικός της Ομηρικής σοφίας. Ο Πλάτων, ο τόσο εχθρικά προς το μεγάλο ποιητή διακείμενος, δεν έχει διαφορετική γνώμη· αποκαλεί τον Όμηρο «θειότατόν τε καί σοφώτατον»30. Αλλ’ εκεί, όπου περίτρανα επιβεβαιώνεται η σύνεση των θεόπνευστων ποιητών, είναι ο δικανικός χώρος. Για να προσδώσουν κύρος κι αυθεντικότητα στην επιχειρηματολογία τους, οι ρήτορες του 4ου π.Χ. αιώνα κατέθεταν ως τεκμήρια αδιάσειστα ποιητών ρήσεις. Εκτός δηλαδή από νόμους, ψηφίσματα και μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, οι συνήγοροι ενεχείριζαν στο γραμματέα του δικαστηρίου αποσπάσματα από έργα ποιητών και ιδιαίτερα απ’ του Ομήρου31.
ν) Υπεροχή της ποίησης. Παρότι στην εξεταζόμενη περίοδο δεν υπήρχαν ίσως φιλοσοφία και νόμοι, οι άνθρωποί της δεν υστερούσαν σε τίποτε. Η ποίηση αναπλήρωνε όλες τις ελλείψεις. Ακόμη και νομοταγείς και κοινωνικά ευάγωγους πολίτες έφτιαχνε. Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι ο Ίππαρχος, γιος του Πεισίστρατου, όρισε να ψάλλουν οι ραψωδοί τα Ομηρικά έπη στα Παναθήναια32 επειδή, όπως εξηγεί ο ρήτορας Λυκούργος, συνέβαλλαν πιότερο από τους νόμους στην ευπείθια των πολιτών. Οι νόμοι, γράφει, λόγω της συντομίας με την οποία είναι διατυπωμένοι, απλώς επιβάλλουν «τι πρέπει να γίνει», ενώ οι ποιητές, «μιμούμενοι τον ανθρώπινο βίο, διαλέγουν τα ωραιότερα έργα και μ' επιχειρήματα και αποδείξεις πείθουν τους ανθρώπους» να εκτελούν το σωστό33.
Αλλά κι από τη φιλοσοφία η ποίηση υπερείχε. Ήταν εύκολη στην κατανόηση και απομνημονευόταν άνετα· παρουσίαζε βιωματική αμεσότητα και ψαλλόταν σ’ όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Αντίθετα, η φιλοσοφία προτιμά να βρίσκεται κλεισμένη στο κρυερό της δώμα. Στην Ομηρική ιδιαίτερα εποχή, τότε που η φιλοσοφία, ρητορική και οι άλλες επιστήμες βρίσκονταν στα σπάργανα, η προσφορά της ποίησης, συνυφασμένης με το μύθο, υπήρξε σημαντικότατη.
Δίκαια λοιπόν οι αρχαίοι πίστευαν για τον Όμηρο ότι «τήν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν». Ο Jaeger θα συμπληρώσει ότι υπήρξε παιδαγωγός της ανθρωπότητας. Πράγματι, δεν υπήρξε σχολικό πρόγραμμα της αρχαιότητας, που να μην περιλάμβανε τα Ομηρικά έπη ή αποσπάσματά τους. Το ίδιο συνεχίστηκε στις ευρωπαϊκές χώρες γι’ αρκετούς αιώνες μετά την Αναγέννηση. Στην αρχαιότητα μάλιστα, κανένας δεν μπορούσε να θεωρηθεί μορφωμένος αν δεν είχε μελετήσει Όμηρο. Δε θα ήταν άσκοπο να παρατεθούν δύο σχετικά περιστατικά,
α) Στο Λουκιανό βλέπουμε κάποιο να έχει την απαίτηση από έναν τσαγκάρη να είναι εξοικειωμένος με τα Ομηρικά έπη· «μου φαίνεται, Μίκυλλε», αυτό ήταν τ’ όνομα του επιδιορθωτή υποδημάτων, «ότι είσαι τελείως απαίδευτος· να μην έχεις καθόλου διαβάσει τα Ομηρικά ποιήματα... !»7,4.
β) Πλούταρχος κι Αιλιανός μας πληροφορούν ότι ο Αλκιβιάδης κατάφερε ισχυρό ράπισμα σε γραμματιστή γιατί δεν είχε τα έργα του Ομήρου στη βιβλιοθήκη του. Συγκεκριμένα, ζήτησε μια ραψωδία της Ιλιάδας, αλλά ο δάσκαλος του απάντησε πως δεν υπάρχει τίποτε απ’ τον Όμηρο. Τότε ο θρασύς νέος του έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο κι ενώ έφευγε, φώναζε· «εκείνος είναι απαίδευτος και τέτοιους θα κάνει τους μαθητές τον»35.
Παρόλα τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα της Ομηρικής ποίησης, οι επικριτές της δεν έλειψαν. Πρώτος ο Πλάτων άσκησε δριμεία κατά του Ομήρου επίθεση. Κακώς έχει επικρατήσει η εντύπωση ότι ο φιλόσοφος τον θεωρούσε ως «παιδαγωγό τής ’Ελλάδος». Η πραγματικότητα είναι διαμετρικά αντίθετη, α) Είναι γνωστό ότι ο Πλάτων ήταν ο ίδιος ποιητής και μάλιστα δραματικός στα εφηβικά του χρόνια, αλλ’ απαρνήθηκε την ποίηση όταν γνώρισε τη φιλοσοφία36. Πάραυτα δε, μεταμορφώθηκε σ’ αμείλικτο εχθρό της. Είχε προσωπική επί του θέματος άποψη, καθόλου διαφορετική από του Σωκράτη· οι ποιητές, πίστευε, γράφουν κάτω από την επήρεια της έμπνευσης και την απουσία της λογικής37, μ’ αποτέλεσμα να μην ξέρουν να ερμηνεύσουν τα έργα τους. Και το σπουδαιότερο· εξάπτουν τα πάθη των ανθρώπων. Ό, τι δεν είναι προϊόν του ορθού λόγου, αλλ' έχει συναισθηματικά χρωσθεί, πρέπει, κατ' αυτόν, να εξοβελιστεί από την αγωγή. Τη μόνη ποιητική παραγωγή που αποδεχόταν ήσαν ύμνοι και παιάνες προς τους θεούς και τους ήρωες38. β) Σε πολλά σημεία η Ομηρική ποίηση, λέει, παραποιεί την εικόνα των θεών, επιρρίπτοντάς τους ανθρώπινα μειονεκτήματα και πάθη. γ) Άλλοτε παρουσιάζει ήρωες να κλαίνε και να θρηνούν για το θάνατο φίλου τους. Υπονοεί τον Αχιλλέα που συμπεριφέρθηκε σαν μικρό παιδί όταν πέθανε ο Πάτροκλος39. Ούτε η Εκάβη δε θρήνησε τόσο σπαραξικάρδια το θάνατο του Έκτορα. Πώς θα ζητήσουμε από τα παιδιά να θυσιάζονται για την πατρίδα τους όταν ο μέγας ήρωας του Τρωικού πολέμου συντρίβεται κάτω από το πένθος; αναρωτιέται.
Αλλά δεν είναι ο Πλάτων ο μόνος επικριτής της Ομηρικής ποίησης. Ο ασπονδότερος εχθρός της ήταν ο Ζωίλος, ένας σοφιστής και ρήτορας του 4ου π.Χ. αιώνα. Γιαυτό είναι περισσότερο γνωστός ως «Ομηρομάστιξ». Θεωρούσε, όπως και ο Πλάτων, απαράδεκτο το θρήνο του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο και κατηγορούσε τον ποιητή για ασέβεια40. Την τελευταία άποψη εκφράζει κι ένα απόσπασμα από το Διογένη Λαέρτιο. «Όταν ο Πυθαγόρας κατέβηκε στον Άδη», λέει, «είδε την ψυχή του Ησίοδου δεμένη σε χάλκινη κολώνα που έτριζε και του Ομήρου κρεμασμένη από δένδρο, περιτριγυρισμένο από φίδια, για όσα (ανάρμοστα) είπαν για τους θεούς»41.
Κι ο Αριστοτέλης δε βλέπει με συμπάθεια τα Ομηρικά έπη. Γράφει· «ο Όμηρος έχει κυρίως διδάξει τους άλλους ότι πρέπει να λένε ψέματα»42. Από τους παλιότερους, ο Ηράκλειτος είδε εχθρικά τον Όμηρο και την ποίηση γενικότερα. Γιαυτό έλεγε ότι «αξίζει ν’ απομακρυνθεί από τους αγώνες ο Όμηρος και να ραπισθεί»43.
5. ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗΣ
Παρά τις πολλές επιθέσεις, τα Ομηρικά έπη και η διατυπωμένη σ’ αυτά παιδευτική πράξη και θεωρία που εφαρμόστηκε στα ηρωικά χρόνια δεν άφησαν ανεπηρέαστη την αρχαία σπαρτιατική και αθηναϊκή εκπαίδευση. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικούς μόνο τομείς.
α) Η σωματική άσκηση και τ’ αθλήματα συνεχίστηκαν, με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση, ως τους τελευταίους σχεδόν αιώνες της αρχαιότητας, β) Το ιδανικό του δεινού ρήτορα και του γενναίου πολεμιστή της Ομηρικής εποχής επιβίωσε στην κλασική περίοδο. Ο Θουκυδίδης, θέλοντας να εγκωμιάσει το μεγάλο πολιτικό της κλασικής Αθήνας, γράφει· «έπειτα ανέβηκε στο βήμα ο Περικλής, ο γιος του Ξάνθιππου, που ήταν εκείνη την εποχή ο πρώτος μεταξύ των Αθηναίων και στο λόγο και στα έργα ικανότατος»44.
γ) Η μουσική αποτέλεσε βασικό μάθημα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της κλασικής Αθήνας.
δ) Η καλλιέργεια ποικίλων αρετών στους νέους αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους σκοπούς της σπαρτιατικής και της αθηναϊκής εκπαίδευσης.
Ως προς την απήχηση των Ομηρικών ποιημάτων ήδη μιλήσαμε. Συμπληρωματικά αναφέρουμε ότι ούτε τους χριστιανούς δεν άφησαν αδιάφορους. Ο Μ. Βασίλειος παρότρυνε τους νέους του 4ου αιώνα να τα μελετούν γιατί «ολόκληρη η ποίηση του Ομήρου συνθέτει έναν έπαινο στην αρετή»45. Ο Μιχαήλ Ψελλός (11ος αιών.), καίτοι χριστιανός, απομνημόνευσε, ως άλλος Νικήρατος, ολόκληρη την Ιλιάδα. Τέλος, ο Επίσκοπος της Θεσ/νίκης Ευστάθιος (12ος αιών.) σχολίασε σε δύο ογκώδεις τόμους και τα δύο Ομηρικά έπη, κάτι που δεν έκανε κανένας «εθνικός».
--------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πλουτ., Ηθικ., 1146a.
2. Ομ., I. 186.
3. Ομ., Β. 731.
4. Ομ., Δ. 218· δ. 223
5. Ομ., Α. 249.
6. Ομ., Μ. 243.
7. Ομ., ξ. 378-79.
8. Ομ., I. 442.
9. Αισχ., Περσ., 820-23 (Γρυπάρης).
10. Beck, F.A.C., Greek Education: 450-350 B.C. (London: Methuen, 1964), p. 57.
11. Ομ., a. 366-67.
12. Jeager, W., Παιδεία: Η μόρφωσις του Έλληνος Ανθρώπου, Μεταφρ. Γ. Βερροίου, Τομ. 1 (Αθήνα: Παιδεία, 1971), σ. 58.
13. Οι Αθηναίοι, που καταδίκασαν τον άμωμο Σωκράτη, δεν αθώωσαν τη Φρύνη όταν αποκαλύφθηκαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους τα σωματικά της κάλλη, σ’ όλη τους την τελειότητα, κατά τη γνωστή εναντίον της δίκη; (Αθήν., 591F).
14. Ομ., η. 68.
15. Ομ., Δ. 292-96.
16. Ομ., γ. 381. (Δική μας η υπογράμμιση)
17. Lesky Α., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Μεταφρ. Α. Τσοπανάκη, Εκδ. 5η (Θεσ/νίκη: Κυριακίδης, 1981), σ. 135-36.
18. Πλουτ., Ηθικ., 15F.
19. Ισοκρ., Πανηγ., 159.
20. Δ. Χρυσ. Περί Βασιλ. ίν. 154 (Reiske).
21. Πλουτ., Αλεξ., 8.
22. Γιαννικόπουλου, Α.Β., Η Εκπαίδευση κατά τον 4ο Αιώνα και κατά την Αρχαιότητα (Αθήνα, 1983), σ. 168.
23. Jeager (I), σ. 41.
24. Αριστοφ. Βατρ., 1008-10.
25. Ξεν., Συμπ., iii.5.
26. Notopoulos, J.A., «Mnemosyne in oral literature», Transactions and Proceedings of the American Philological Association, 69, 1983, p. 473.
27. Αριστοφ. Βατρ., 1035-36.
28. Αιλ., Ποικ. Ιστ., xiii. 19.
29. Ξεν., Συμπ., ίν.6 (Καιροφύλας).
30. Πλατ.. Αλκιβ., 147c.
31. Girard, P., Αθηναίων Αγωγή κατά τον Ε' και Δ ' αιώνα π.Χ., Μεταφρ. Α. Μ. Καραλή (Αθήνα, 1894), ο. 357.
32. Πλατ., Ιππαρχ. 228b.
33. Λυκ., Λεωκρ., 102.
34. Λουκ., Όνειρος, 2.
35. Αιλ., Ποικ. Ιστ., xiii.38- Πλουτ., Αλκιβ., 7.
36. Αιλ.. Ποικ. Ιστορ., ή.30- Διογ. Λαερτ.. iii.5.
37. Πλατ., Απολ., 22b· Μένων, 99 a.
38. Πλατ., Πολιτ., 607a.
39. Ομ., Σ. 22-27.
40. Apfel, H.V., «Homeric criticism in the fourth century B.C.». Transactions Proceedings of A- merican Philological Association, 69, 1938, p.250.
41. Διογ. Λαερτ., viii.21.
42. Αριστ., Ποιητ., 1460a. 18.
43. Διογ. Λαερτ., ix. 1.
44. Θουκ., i. 139.4. Πρβλ. «Μύθων τε ρητήρ' έμμεναι πρηκτήρά τε έργων» (Ομ., I. 442).
45. Γιαννικόπουλος (1983), σ. 230.