5. -εντ-
§ 361. (Δεν θα εξετάσουμε εδώ τις μετοχές σε -α-ντ-, -ε-ντ-, -ο-ντ-, επειδή έχουν γίνει καθαροί ρηματικοί τύποι.)
Το επίθημα επιθέτων -εντ- (-εις, -εσσα, -εν), που στην παλιότερη μορφή του -Ϝεντ-μαρτυρείται ακόμα σε πολλές επιγραφές, δήλωνε ήδη στην ινδοευρωπαϊκή τον (πλούσιο) εφοδιασμό με την υποκείμενη έννοια του ουσιαστικού ή και την ομοιότητα μ' αυτήν. Στα ελληνικά η απόληξη -οεντ-, που είχε αναπτυχθεί από τα πολυάριθμα θέματα σε ο, σημείωσε πολλές επιτυχίες (πρβ. π.χ. -ό-της και το "συνθετικό φωνήεν"-ο- § 129):
δολόεις 'δολερός' (Όμ.) από το δόλος,
ἠνεμόεις 'ανεμώδης' (Όμ.) από το ἄνεμος,
ύστερα σύμφωνα με αντίστοιχα πρότυπα και με τα ᾱ-, ι-, υ-, καθώς και με συμφωνόληκτα θέματα (καθώς το Ϝ ύστερα από σύμφωνο θα καθόριζε κάθε είδους φθογγολογικές μεταβολές):
σκιόεις 'σκιερός' (Όμ.) από το σκιά (το *σκιήεις [-] ̮- - δεν μπορούσε να σταθεί από μετρική άποψη),
ὀκριόεις 'οξύς, γωνιώδης' (Όμ.) από το ὄκρις 'αιχμή' (παλιότερο χαρί-εις 'χαριτωμένος' Όμ. από το χάρις, που μάλλον αντί για χαριτ- είχε από παλιά μια θεματική μορφή χωρίς -τ-),
ἰχθυόεις 'γεμάτος ψάρια' (Όμ.) από το ἰχθύς 'ψάρι',
αἱματόεις 'αιματηρός' (Όμ.) από το αἷμα,
ἀστερόεις 'με πολλά αστέρια' (Όμ.) από το ἀστήρ 'αστέρι',
νιφόεις 'χιονισμένος' (Όμ.) από την αιτ. νίφα 'χιόνι' (Ησίοδος).
§ 362. Ένα απομεινάρι της άμεσης προσκόλλησης του -Ϝεντ- σε συμφωνόληκτα θέματα βλέπουμε ακόμη μόνο σε περιπτώσεις όπως τελήεις 'τέλειος' (Όμ.) από το *τελεσ-Ϝεντ- από το τέλος ουδ. 'τέλος, ολοκλήρωση'· αλλά και στα θέματα σε s ήδη ο Όμηρος γνωρίζει το -όεις: θυόεις και θυήεις 'ευώδης' από το θύος 'θυμίαμα', κρυόεις 'κρύος' από το κρύος ουδ. 'παγωνιά', και αργότερα π.χ. θερόεις 'θερινός' (Νίκανδρος) από το θέρος 'καλοκαίρι'. Τα ελάχιστα ουδέτερα σε -ᾰς ακολουθούν τα πολυάριθμα ξαδέλφια τους σε -ος: κερόεις 'κερασφόρος' (από τον Ανακρέοντα και εξής) από το κέρας· μόνον ο Νίκανδρος σχηματίζει το κεράεις από το κέρας κατά το κρυόεις από το κρύος.
Τις περισσότερες φορές βέβαια το -ήεις δεν προέρχεται από θέματα σε s αλλά από θέματα σε ᾱ:
τιμήεις 'τιμημένος' (Όμ.) από το τιμή,
ὑλήεις 'δασωμένος' (Όμ.) από το ὕλη 'δάσος', κ.ά.
Αναλογικοί σχηματισμοί σε -ήεις είναι σπάνιοι:
μεσήεις 'στη μέση, μεσαίος' (Όμ. μόνο Ιλ. Μ 269) από το μέσος [1] μάλλον κατά το τελήεις (δες παραπάνω),
ῥωπήεις 'καλυμμένος με θάμνους' (Κόιντος Σμυρναίος) από το ῥώψ 'θάμνος', μάλλον μόνο για μετρικούς λόγους.
Το -ώεις στο πηλώεις 'λασπώδης' (Οππιανός, Νόννος) από το πηλός είναι μετρική έκταση.
§ 363. Μετά την αποβολή του Ϝ σε πολλές περιοχές έγινε συναίρεση, και πάντως στην ιωνική-αττική μπορούν ν' αποδοθούν στη ζωντανή γλώσσα μόνο τα ελάχιστα παραδείγματα ουσιαστικών σε -οῦς -οῦσσα και όχι όσα λήγουν σε -όεις -όεσσα:
πλακοῦς, -οῦντος 'γλύκισμα' (Αριστοφ.) από το πλάξ 'πλάκα',
οἰνοῦττα 'χυλός από κρασί κτλ.' (Αριστοφ.) από το οἶνος 'κρασί'.
Τα τοπωνύμια δεν λήγουν συνήθως σε -όεις, -όεσσα αλλά σε -οῦς, -οῦσσα, επειδή ανήκουν στην καθημερινή γλώσσα και δεν υπόκεινται στην επίδραση της υψηλής ποίησης, που αποφεύγει τη συναίρεση:
Τοπωνύμια σε -οῦς, -οῦντος: Ὀποῦς (πρβ. ὀπόεις 'χυμώδης' [Νίκανδρος] από το ὀπός 'χυμός'), Σελινοῦς (από το σέλινον), Μυρρινοῦς (από το μυρρίνη 'μυρτιά')· ονόματα νησιών σε -οῦσσα (ενν. νῆσος): Ἀργινοῦσσαι (ἀργινόεις 'με λευκή λάμψη' Όμ., πρβ. ἀργεννός, ἀργής), Ἐρικοῦσσα (από το ἐρ ί̄ κη 'ρείκι'), Πιθηκοῦσσα (από το πίθηκος).
---------------------
[1] Σχετικά με τα παράγωγα επιθέτων πρβ. π.χ. φαιδιμόεις (Όμ. Ιλ. Ν 686) = φαίδιμος 'λαμπρός'
Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023
Η Φύση του Βούδα
Το θέμα «ποιος ήταν πραγματικά ο Βούδας», τι «δίδαξε», ποιο είναι το πραγματικό περιεχόμενο όλων αυτών που έκανε, που είπε, που «υπέδειξε», είναι ίσως από τα δυσκολότερα θέματα στην θρησκειολογία. Κι αυτό όχι γιατί δεν υπάρχουν πληροφορίες ή γιατί δεν έχεις τίποτα νέο να πεις μέσα στις εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία που έχουν γραφεί σχετικά με τον βουδισμό. Το αντίθετο συμβαίνει. Τελικά, χρειάζεται να πεις πάρα πολύ λίγα, γιατί «αυτό που είναι ο Βούδας», «αυτό που λέει» είναι εξαιρετικά απλό κι άμεσα κατανοητό από όλους, από τον καθένα. Κι αυτό είναι ότι «ό,τι συνειδητοποίησε ο Βούδας», «ό,τι βίωσε», «ό,τι έγινε» κι «ό,τι είναι», είναι απλά ότι υπάρχει Μια Μοναδική Πραγματικότητα. Όλα τα άλλα, αντιλήψεις, υποκειμενικές καταστάσεις, αντικειμενικά φαινόμενα, δεν είναι παρά «φαινόμενα», λάμψεις σχετικής ύπαρξης που πηγάζουν, στηρίζονται και διαλύονται πάλι στην Παγκόσμια Βάση της Μιας Πραγματικότητας. Αυτό είναι εξαιρετικά απλό κι άμεσα κατανοητό όχι για να το συλλάβεις με τον (ανθρώπινο) νου (που ανήκει στον κόσμο της αυταπάτης και της σχετικής πραγματικότητας) αλλά μονάχα για να το Βιώσεις. Στην Πραγματικότητα, όλα είναι, όλοι μας είμαστε, ο καθένας είναι, η Μια Πραγματικότητα, αλλά συνειδητοποιούμε (και νομίζουμε ότι «είμαστε») ακριβώς αυτό που επιλέγουμε να είμαστε. Εδώ ακριβώς βρίσκεται όχι μονάχα το πραγματικό περιεχόμενο της Ελευθερίας μας (σαν «όντων») αλλά και η μεγαλοσύνη του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου. Είμαστε ακριβώς αυτό αντιλαμβανόμαστε (που επιλέγουμε να αντιλαμβανόμαστε). Ο κάθε άνθρωπος έχει την Μια Μοναδική Βουδική Φύση. Δεν μπορεί να είναι (πραγματικά) κάτι άλλο. Όταν επιλέγουμε να Είμαστε Ήσυχοι, πέρα από περιορισμένες αντιλήψεις «είμαστε ο Αληθινός Βούδας». Όταν επιλέγουμε να περιορίζουμε τον εαυτό μας, να σκεφτόμαστε, να φανταζόμαστε (να βυθιζόμαστε μέσα στην αυταπάτη) είμαστε απλά ο Βούδας που περιορίζεται, που «σκέφτεται», που «φαντάζεται, που «ονειρεύεται», ο ανόητος Βούδας. Είμαστε εμείς, ο Ζωντανός Πραγματικός Άνθρωπος που τα κάνουμε όλα αυτά. Δεν υπάρχει κάτι άλλο από εμάς, ούτε υπάρχει κάποια άλλη πραγματικότητα που πρέπει να βιώσουμε, πέρα από αυτό που βιώνουμε εδώ, τώρα, στο απόλυτο παρόν που ρέει, στον μόνο πραγματικό χρόνο που υπάρχει. Κι εδώ, τώρα, στο απόλυτο παρόν είμαστε ακριβώς αυτό που επιλέγουμε να είμαστε. Είμαστε ακριβώς οι επιλογές μας. Κι εδώ βρίσκεται ακριβώς το μέγεθος της ανθρώπινης (οντολογικής) ευθύνης μας. Κι εδώ αναδύεται το θέμα της «επιλογής» που θα κάνουμε. Κι εδώ τίθεται το θέμα του βουδιστικού διαλογισμού, το τι είναι αληθινός διαλογισμός, πέρα από τις ανοησίες που νομίζουν ότι γνωρίζουν οι άνθρωποι, ή σκέπτονται, ή κάνουν. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα, ξανά, από την αρχή.
Μια Ύπαρξη (Βιτζνάνα στην βουδιστική ορολογία, Κάτι που έχει Συνείδηση ότι Υπάρχει, ότι είναι εδώ, ότι κάτι συμβαίνει), ένα νοητικό ον (Μάνας, στην βουδιστική ορολογία, Κάτι που μπορεί να διανοείται, να «σκέπτεται» δηλαδή, να «δημιουργεί» μια εικόνα της πραγματικότητας, των πραγμάτων), ένας «άνθρωπος» (με την βουδιστική έννοια του όρου, Κάτι Υπερβατικό, μια Συνειδητή Πνευματική Ενέργεια, που εκδηλώνεται μέσα σε αυτό εδώ το σώμα, κάτι που είμαστε όλοι μας, όσοι ζούμε ενσαρκωμένοι εδώ στην γη, για να μην μιλήσουμε για τις εκατοντάδες χιλιάδες κατοικημένους πλανήτες στο Σύμπαν), από την οντολογική κατάσταση που βρίσκεται και αντιλαμβάνεται, αντιλαμβάνεται το προφανές, το πραγματικό, το αληθινό. Και μόνο η βεβαιότητα που έχει κάποιος κι η εμπιστοσύνη στην αντίληψή του, στην σκέψη του, στην «αίσθησή» του, στα ίδια του τα μάτια αρκεί για να τον κάνει να παραδεχθεί πως ζει στην πραγματικότητα.
Από την άλλη μεριά, είναι βέβαιο (από την πρακτική εμπειρία) ότι υπάρχουν όντα με διαφορετικό βαθμό κατανόησης (ή εμβάθυνσης σε αυτό που αντιλαμβανόμαστε σαν πραγματικότητα, εμβάθυνσης στον «τρόπο» που αντιλαμβανόμαστε κι όχι σε αυτό που αντιλαμβανόμαστε, το εξωτερικό αντικείμενο).Ακόμα και το ίδιο ον μπορεί να αλλάξει κατάσταση ή θέση θεώρησης των πραγμάτων και να αντιληφθεί την πραγματικότητα από μια διαφορετική «προοπτική». Αυτό, αυτόματα, οδηγεί στο συμπέρασμα πως το προηγούμενο συμπέρασμά μας (ότι αντιλαμβανόμαστε άμεσα και προφανώς την πραγματικότητα) είναι λανθασμένο. Με άλλα λόγια όλες οι θεωρήσεις της πραγματικότητας, των πραγμάτων, είναι σχετικές κι εξαρτώνται από την θέση που είμαστε κάθε φορά (από την θέση που «επιλέγουμε» να είμαστε). Άρα δεν υπάρχει απόλυτη θεώρηση των πραγμάτων, της πραγματικότητας, δεν υπάρχει μια απόλυτη αντικειμενική πραγματικότητα που να ισχύει έτσι κι αλλιώς για όλους. Είναι αυτό σωστό;
Γίνεται κατανοητό, αν δεχθούμε αυτό που είπαμε πιο πάνω, ότι το ερώτημα «τι είναι πραγματικότητα», «τι είναι το συγκεκριμένο πράγμα», δεν έχει νόημα. Όλες οι απόψεις είναι σχετικές κι εξαρτώνται από την δική μας αντιληπτική, οντολογική, ανθρώπινη κατάστασή μας. Ποιος θα απαντήσει; Και για ποιο πράγμα;
Με αυτήν την «έννοια» το ερώτημα «Ποιος είναι, ποιος ήταν ο Βούδας;» δεν έχει νόημα. Ποιος αντιλαμβάνεται; Και τι αντιλαμβάνεται; Μετά τον Βούδα έχει δημιουργηθεί μια τεράστια παράδοση, φιλοσοφική, θρησκευτική, ακαδημαϊκή, κοινωνική. Έχουν γραφεί εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία. Έχουν ασχοληθεί με το θέμα εκατομμύρια άνθρωποι. Έχουν δοθεί μυριάδες απαντήσεις για το ποιος είναι, ποιος ήταν ο Βούδας. Κι όλες οι απόψεις είναι αληθινές μέσα στις ιδιαίτερε θεωρήσεις τους (από την άποψη της σχετικής προοπτικής) αλλά στην πραγματικότητα (μιλώντας απόλυτα, αν υπάρχει κάτι τέτοιο) είναι σχετικές κι αναληθείς. Αυτό λέει η «λογική» μας.
Τελικά, για να ξαναδιατυπώσουμε το ερώτημα, μπορούμε να απαντήσουμε ποιος είναι, ποιος ήταν ο Βούδας; Αν επιχειρούσαμε να απαντήσουμε θα διατυπώναμε ακόμα μια άποψη, μέσα στις χιλιάδες απόψεις. Τελικά δεν υπάρχει μια απόλυτα αντικειμενική αληθινή απάντηση; Φαίνεται πως όχι. Σίγουρα όχι; Εκτός αν αφήσουμε να μας απαντήσει ο ίδιος ο Βούδας, ο Φωτισμένος, με τον δικό του τρόπο, που είναι πέρα από τον κόσμο της σχετικότητας, στον απόλυτο κόσμο της πραγματικότητας (στον οποίο καλούμαστε να «εισχωρήσουμε»).
Για να καταλάβουμε όμως τι ακριβώς συμβαίνει και να μην μείνουμε σε μια «θεωρητική» αναζήτηση, στις περιγραφές και στα λόγια, θα πρέπει να ακούσουμε προσεκτικά αυτό που λέει ο Βούδας και να το κατανοήσουμε με τον τρόπο του, με τον τρόπο που «υποδεικνύει» κι όχι μέσα από την δική μας προσωπική περιορισμένη κατάσταση και προοπτική. Αυτό σημαίνει πως ίσως χρειάζεται εμείς οι ίδιοι να υπερβούμε τον εαυτό μας, την παρούσα πνευματική κατάστασή μας και να εμβαθύνουμε στην αντίληψή μας, σε χώρους πέρα από αυτό που αντιλαμβάνεται ο συνηθισμένος άνθρωπος. Αυτό σημαίνει μια άμεση, πραγματική, αληθινή προσέγγιση της αλήθειας κι όχι απλά μια ακόμα διανοητική σύλληψη της πραγματικότητας και των πραγμάτων.
Στην πραγματικότητα, μιλώντας για τον Αληθινό Βούδα, μέσα από τα λόγια του Ίδιου του Βούδα(κι όχι μέσα από αυτά που σκέπτονται ή φαντάζονται οι άνθρωποι), αυτό που θέλουμε (κατά την πραγματική διδασκαλία του Βούδα) είναι ακριβώς να δείξουμε (όπως ήθελε να δείξει ο Βούδας) την Αληθινή Βουδική Φύση μέσα σε όλα, μέσα σε όλους μας, μέσα στον καθένα. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να κατανοήσουμε «ποιος ήταν ο ιστορικός Βούδας», να κατανοήσουμε το τι είναι ο Βούδας, τι δίδαξε, τι μπορούμε εμείς οι ίδιοι, ο καθένας, να βιώσουμε. Όπως θα εξηγήσουμε στα επόμενα άρθρα κάθε ον, σε όποια πνευματική κατάσταση κι αν βρίσκεται, είναι σε μια «θέση ισορροπίας» από την οποία δρα. Αυτό σημαίνει ότι έχει διάφορες επιλογές. Το ζήτημα λοιπόν είναι «τι επιλογές κάνουμε».
Μια Ύπαρξη (Βιτζνάνα στην βουδιστική ορολογία, Κάτι που έχει Συνείδηση ότι Υπάρχει, ότι είναι εδώ, ότι κάτι συμβαίνει), ένα νοητικό ον (Μάνας, στην βουδιστική ορολογία, Κάτι που μπορεί να διανοείται, να «σκέπτεται» δηλαδή, να «δημιουργεί» μια εικόνα της πραγματικότητας, των πραγμάτων), ένας «άνθρωπος» (με την βουδιστική έννοια του όρου, Κάτι Υπερβατικό, μια Συνειδητή Πνευματική Ενέργεια, που εκδηλώνεται μέσα σε αυτό εδώ το σώμα, κάτι που είμαστε όλοι μας, όσοι ζούμε ενσαρκωμένοι εδώ στην γη, για να μην μιλήσουμε για τις εκατοντάδες χιλιάδες κατοικημένους πλανήτες στο Σύμπαν), από την οντολογική κατάσταση που βρίσκεται και αντιλαμβάνεται, αντιλαμβάνεται το προφανές, το πραγματικό, το αληθινό. Και μόνο η βεβαιότητα που έχει κάποιος κι η εμπιστοσύνη στην αντίληψή του, στην σκέψη του, στην «αίσθησή» του, στα ίδια του τα μάτια αρκεί για να τον κάνει να παραδεχθεί πως ζει στην πραγματικότητα.
Από την άλλη μεριά, είναι βέβαιο (από την πρακτική εμπειρία) ότι υπάρχουν όντα με διαφορετικό βαθμό κατανόησης (ή εμβάθυνσης σε αυτό που αντιλαμβανόμαστε σαν πραγματικότητα, εμβάθυνσης στον «τρόπο» που αντιλαμβανόμαστε κι όχι σε αυτό που αντιλαμβανόμαστε, το εξωτερικό αντικείμενο).Ακόμα και το ίδιο ον μπορεί να αλλάξει κατάσταση ή θέση θεώρησης των πραγμάτων και να αντιληφθεί την πραγματικότητα από μια διαφορετική «προοπτική». Αυτό, αυτόματα, οδηγεί στο συμπέρασμα πως το προηγούμενο συμπέρασμά μας (ότι αντιλαμβανόμαστε άμεσα και προφανώς την πραγματικότητα) είναι λανθασμένο. Με άλλα λόγια όλες οι θεωρήσεις της πραγματικότητας, των πραγμάτων, είναι σχετικές κι εξαρτώνται από την θέση που είμαστε κάθε φορά (από την θέση που «επιλέγουμε» να είμαστε). Άρα δεν υπάρχει απόλυτη θεώρηση των πραγμάτων, της πραγματικότητας, δεν υπάρχει μια απόλυτη αντικειμενική πραγματικότητα που να ισχύει έτσι κι αλλιώς για όλους. Είναι αυτό σωστό;
Γίνεται κατανοητό, αν δεχθούμε αυτό που είπαμε πιο πάνω, ότι το ερώτημα «τι είναι πραγματικότητα», «τι είναι το συγκεκριμένο πράγμα», δεν έχει νόημα. Όλες οι απόψεις είναι σχετικές κι εξαρτώνται από την δική μας αντιληπτική, οντολογική, ανθρώπινη κατάστασή μας. Ποιος θα απαντήσει; Και για ποιο πράγμα;
Με αυτήν την «έννοια» το ερώτημα «Ποιος είναι, ποιος ήταν ο Βούδας;» δεν έχει νόημα. Ποιος αντιλαμβάνεται; Και τι αντιλαμβάνεται; Μετά τον Βούδα έχει δημιουργηθεί μια τεράστια παράδοση, φιλοσοφική, θρησκευτική, ακαδημαϊκή, κοινωνική. Έχουν γραφεί εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία. Έχουν ασχοληθεί με το θέμα εκατομμύρια άνθρωποι. Έχουν δοθεί μυριάδες απαντήσεις για το ποιος είναι, ποιος ήταν ο Βούδας. Κι όλες οι απόψεις είναι αληθινές μέσα στις ιδιαίτερε θεωρήσεις τους (από την άποψη της σχετικής προοπτικής) αλλά στην πραγματικότητα (μιλώντας απόλυτα, αν υπάρχει κάτι τέτοιο) είναι σχετικές κι αναληθείς. Αυτό λέει η «λογική» μας.
Τελικά, για να ξαναδιατυπώσουμε το ερώτημα, μπορούμε να απαντήσουμε ποιος είναι, ποιος ήταν ο Βούδας; Αν επιχειρούσαμε να απαντήσουμε θα διατυπώναμε ακόμα μια άποψη, μέσα στις χιλιάδες απόψεις. Τελικά δεν υπάρχει μια απόλυτα αντικειμενική αληθινή απάντηση; Φαίνεται πως όχι. Σίγουρα όχι; Εκτός αν αφήσουμε να μας απαντήσει ο ίδιος ο Βούδας, ο Φωτισμένος, με τον δικό του τρόπο, που είναι πέρα από τον κόσμο της σχετικότητας, στον απόλυτο κόσμο της πραγματικότητας (στον οποίο καλούμαστε να «εισχωρήσουμε»).
Για να καταλάβουμε όμως τι ακριβώς συμβαίνει και να μην μείνουμε σε μια «θεωρητική» αναζήτηση, στις περιγραφές και στα λόγια, θα πρέπει να ακούσουμε προσεκτικά αυτό που λέει ο Βούδας και να το κατανοήσουμε με τον τρόπο του, με τον τρόπο που «υποδεικνύει» κι όχι μέσα από την δική μας προσωπική περιορισμένη κατάσταση και προοπτική. Αυτό σημαίνει πως ίσως χρειάζεται εμείς οι ίδιοι να υπερβούμε τον εαυτό μας, την παρούσα πνευματική κατάστασή μας και να εμβαθύνουμε στην αντίληψή μας, σε χώρους πέρα από αυτό που αντιλαμβάνεται ο συνηθισμένος άνθρωπος. Αυτό σημαίνει μια άμεση, πραγματική, αληθινή προσέγγιση της αλήθειας κι όχι απλά μια ακόμα διανοητική σύλληψη της πραγματικότητας και των πραγμάτων.
Στην πραγματικότητα, μιλώντας για τον Αληθινό Βούδα, μέσα από τα λόγια του Ίδιου του Βούδα(κι όχι μέσα από αυτά που σκέπτονται ή φαντάζονται οι άνθρωποι), αυτό που θέλουμε (κατά την πραγματική διδασκαλία του Βούδα) είναι ακριβώς να δείξουμε (όπως ήθελε να δείξει ο Βούδας) την Αληθινή Βουδική Φύση μέσα σε όλα, μέσα σε όλους μας, μέσα στον καθένα. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να κατανοήσουμε «ποιος ήταν ο ιστορικός Βούδας», να κατανοήσουμε το τι είναι ο Βούδας, τι δίδαξε, τι μπορούμε εμείς οι ίδιοι, ο καθένας, να βιώσουμε. Όπως θα εξηγήσουμε στα επόμενα άρθρα κάθε ον, σε όποια πνευματική κατάσταση κι αν βρίσκεται, είναι σε μια «θέση ισορροπίας» από την οποία δρα. Αυτό σημαίνει ότι έχει διάφορες επιλογές. Το ζήτημα λοιπόν είναι «τι επιλογές κάνουμε».
Γονεϊκή Aποδοχή: Μία βασική προϋπόθεση της αγάπης
«Τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας, είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τον εαυτό της. Δημιουργούνται μέσω, αλλά όχι από εσάς. Κι αν βρίσκονται μαζί σας δεν ανήκουν ωστόσο σε σας. Ίσως τους δίνετε την αγάπη σας, αλλά όχι τις σκέψεις σας, Γιατί αυτά έχουν τις δικές τους σκέψεις. Μπορεί να στεγάζετε τα σώματά τους, αλλά όχι τις ψυχές τους, γιατί οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο, που εσείς δεν μπορείτε να επισκεφθείτε, ούτε ακόμη στα όνειρά σας. Ίσως να παλεύετε να τους μοιάζετε, αλλά μην αναζητήσετε να τα κάνετε να σας μοιάσουν. Γιατί η ζωή δεν πάει προς τα πίσω, ούτε χρονοτριβεί με το χθες.» -Χαλίλ Γκιμπράν «Ο προφήτης»
Η αποδοχή είναι ένας από τους τρεις βασικότερους πυλώνες της αγάπης.
Όταν δεν μας αποδέχονται στην ολότητά μας, όταν εμείς δεν αποδεχόμαστε τον άλλο όπως είναι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αγάπη.
Δυστυχώς, αν και θεωρείται δεδομένη η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά, και το αντίστροφο δεν είναι πάντα αληθές. Αγαπάμε όπως έχουμε μάθει να αγαπιόμαστε. Κι αν αυτός ο τρόπος ήταν ελλειμματικός, ή στρεβλώθηκε, το ίδιο θα αναπαράγουμε.
Η έλλειψη αποδοχής του παιδιού από τον γονιό, φαίνεται να είναι, βάση της κλινικής μου εμπειρίας, η πιο σημαντική αιτία ενδογενούς κατάθλιψης στην ενήλικη ζωή. Μοιάζει σαν ένα κομμάτι του εαυτού να ταυτίζεται με τον απορριπτικό γονιό και να λειτουργεί πάντα εις βάρος της ζωής. Από την άλλη, φαίνεται τα παιδιά που δεν έγιναν αποδεκτά κατά την παιδική ηλικία να επιλέγουν συντρόφους αργότερα οι οποίοι τους απορρίπτουν ή δεν τους δέχονται όπως πραγματικά είναι.
Συνέπεια της μη αποδοχής είναι συνήθως η συμμόρφωση και ο αυτοευνουχισμός-δηλαδή το «κόψιμο» μέσω του μηχανισμού της μόνωσης, των στοιχείων που δεν γίνονται αποδεκτά, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση της δυσφορίας, της οποίας σπάνια γίνονται αντιληπτά τα αίτια, και της στενο-χώριας. Η δυσφορία εκφράζεται ήδη από την παιδική ηλικία με διάφορους τρόπους-πχ. Πρόκληση, γκρίνια, κακοτροπία και κορυφώνεται στην εφηβεία με μεγαλύτερη ένταση. Το αίσθημα του πνιξίματος και της πίεσης μπορούν επίσης να οδηγήσουν και στην ανάπτυξη ψυχοσωματικών εκδηλώσεων, αφού το παιδί δεν έχει τα λεκτικά εργαλεία ακόμη για να μπορέσει να επεξεργαστεί επαρκώς αυτά τα συναισθήματα, τα οποία ήρθαν από την οικογένεια για να εγκατασταθούν για πάντα, αν δεν καταφέρει να τα συνειδητοποιήσει και να τα επεξεργαστεί ως ενήλικας.
Μια σχέση αγάπης είναι σαν ένα ευρύχωρο σπίτι, μέσα στο οποίο μπορεί κάποιος να αισθάνεται άνετα αφού είναι ο εαυτός του, τον αποδέχονται, τον κατανοούν, τον εμπιστεύονται και τον σέβονται ως πολύτιμη ύπαρξη.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει ότι ο σύντροφος δεν είναι όπως θα θέλαμε αλλά «μπορεί να αλλάξει με τον καιρό». Τι σημαίνει αυτό αν όχι την επιθυμία, να πετσοκόψει στοιχεία της ταυτότητάς του και να αποκτήσει νέα, αυτά που επιθυμούμε; Φυσικά το ιδανικό δεν υπάρχει στην πράξη παρά μόνο ως ιδέα. Γι αυτό και δεν υπάρχουν ιδανικά παιδιά, ούτε ιδανικοί άλλοι, παρά μόνο στη σφαίρα του φαντασιακού και του παραμυθιού.
Παλιά θεωρούσαν ότι το παιδί είναι μία λευκή σελίδα, tabula rasa, ένα ζυμάρι που πλάθεται και που δεν φέρει τίποτε το ατομικό. Ο Ρουσσό με το έργο του «Αιμίλιος» το 1762, προκάλεσε επανάσταση ανατρέποντας τις παλαιότερες ιδέες. Το παιδί δεν είναι ένας μικρός ενήλικας. Έχει δικές του ανάγκες σύμφωνα με το αναπτυξιακό του στάδιο, τη γονιδιακή ταυτότητα, τον προσωπικό ρυθμό και την προσωπικότητά του.
Η προσδοκία του γονιού εμφανίζεται πριν τη γέννηση του παιδιού. Τότε που το φαντασιώνει και το περιεχόμενο αυτής της φαντασίωσης εμπλέκεται στην παιδαγωγική που θα ακολουθήσει αργότερα. Φυσικά, δεν είναι επιβλαβές να φαντασιώνει κανείς το αγέννητο παιδί του, αλλά και ούτε αποφεύγεται. Από την άλλη, είναι πολύ θετική η φαντασίωση ενός καλού μέλλοντος για το παιδί.
Η επιθυμία του γονιού ιδιαίτερα από τα μικρά παιδιά γίνεται αντιληπτή ακόμη και χωρίς να ειπωθεί. Ήδη από την βρεφική ηλικία τα βρέφη αντιλαμβάνονται τις διαθέσεις των γονιών, ιδιαίτερα της μητέρας. Και ως την εφηβεία, τα παιδιά προσπαθούν να ικανοποιούν αυτές τις επιθυμίες.
Η αντίληψη της διαφορετικότητας του παιδιού, ως αυτόνομου ατόμου με τα δικά του χαρακτηριστικά, είναι δύκολη και προαπαιτεί την ψυχική ωριμότητα του γονιού.
Η μη αποδοχή κλιμακώνεται από την ολοκληρωτική απόρριψη, μέσω της γονεϊκής εγκατάλειψης, ως την άρνηση και μη αποδοχή μέρους του παιδιού. Τέτοια είναι η μη αποδοχή επιλογών του παιδιού τους, όπως ,του συντρόφου, του επαγγέλματος, του τρόπου ζωής, του θρησκεύματος και των πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά και στοιχείων της προσωπικότητας. Οι γονείς αυτοί συνήθως παρεμβαίνουν κριτικά απέναντι στους φίλους που επιλέγει το παιδί, την επαγγελματική του επιλογή. Συνήθως, του επιβάλλουν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, να ακολουθήσει δρόμους που δεν ακολούθησαν εκείνοι γιατί κάποιος άλλος, ή η ζωή δεν τους το επέτρεψε. Βλέπουν το παιδί σαν προέκταση του εαυτού τους και ζουν μέσα από τη ζωή του. Δεν διακρίνουν την επιθυμία του, ή την αρνούνται.
Πολλές φορές το παιδί έρχεται στη ζωή πρόωρα και σε κακή εποχή για τους γονείς. Μπορεί να το θέλει μόνο ο ένας από τους δυο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μη αποδοχή ξεκινά ήδη από τη σύλληψη. Συνήθως οι άνθρωποι αυτοί που έχουν τέτοια προϊστορία αισθάνονται ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, ή ότι η ζωή τους είναι ένα λάθος. Δυσβάσταχτες σκέψεις!
Η ενηλικίωση αυτού του παιδιού θα αργήσει πολύ να έρθει. Γιατί, σε σχέση με ένα άλλο παιδί που το αποδέχονται, θα πρέπει να σπαταλήσει πολύτιμο χρόνο για να καταλάβει ότι έχει δικαίωμα να αισθάνεται και να επιθυμεί διαφορετικά από τους γονείς του. Θα προσπαθήσει πολλά χρόνια να τους πείσει να αποδεχθούν την ταυτότητά του, στην ουσία ζητώντας την αγάπη τους. Μερικές φορές αυτές οι προσπάθειες δεν σταματούν ποτέ, ως το θάνατο του γονέα.
Οι γονείς από την άλλη, αποδέχονται ευκολότερα ό,τι θεωρούν ως θετικές πλευρές του παιδιού τους και δυσκολότερα τις άλλες, ή τις μειονεξίες του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ζευγάρι επιστημόνων με παιδί 10 χρονών με δυσλεξία, που προτιμούν να τον αποκαλούν «τεμπέλη» πλήττοντας την αυτοεκτίμηση και το ναρκισσισμό του, παρά να δεχθούν ότι το παιδί τους έχει μία νοητική ιδιαιτερότητα και χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης και λογοθεραπείας.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η διαγενεολογική συνέχεια του επαγγέλματος, που συνήθως είναι κερδοφόρο. Βλέπουμε λοιπόν συχνά γιατρούς ή δικηγόρους πολλών γενεών να κρατούν το ίδιο γραφείο για αιώνες. Το παιδί που θα σπάσει αυτή την αλυσίδα για να ακολουθήσει το δικό του δρόμο δεν μπορεί παρά να διακατέχεται από (το παράδοξο) αίσθημα ενοχής και προδοσίας απέναντι στη γενιά του. Μόνο αν οι γονείς το αγαπούν πραγματικά μπορούν να το βοηθήσουν να βρει τον δρόμο του-ο οποίος μπορεί ακόμη και να είναι και η συνέχεια της αλυσίδας, αλλά αυτό θα πρέπει να έχει προκύψει από την καθαρή επιθυμία του ίδιου.
Αποδοχή σημαίνει επίσης και την ικανότητα αντίληψης της ιδιαίτερης αναπτυξιακής φάσης του παιδιού. Αυτό σημαίνει, ότι είναι θετικό να του δίνουμε ερεθίσματα, αλλά να μην το πιέζουμε «να φορέσει μεγαλύτερα παπούτσια» από την ηλικία του, δηλαδή να έχει επιτεύγματα μεγαλύτερης ηλικίας. Από την άλλη, μία καθυστέρηση σε έναν αναπτυξιακό τομέα, συνήθως σημαίνει ότι έχει άλλους ρυθμούς, και αν κάπου καθυστερεί σε κάτι άλλο θα υπερτερεί.
Ακόμη και στην περίπτωση σημαντικής νοητικής καθυστέρησης, η καθαρή αντίληψη και αποδοχή του γεγονότος από τον γονιό μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην εξέλιξη του παιδιού.
Παιδιά που έχουν γίνει αποδεκτά από τους γονείς θα έχουν ευτυχισμένες σχέσεις και θα ξέρουν να αγαπούν, αλλά και να αγαπιούνται.
Όταν δεν μας αποδέχονται στην ολότητά μας, όταν εμείς δεν αποδεχόμαστε τον άλλο όπως είναι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αγάπη.
Δυστυχώς, αν και θεωρείται δεδομένη η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά, και το αντίστροφο δεν είναι πάντα αληθές. Αγαπάμε όπως έχουμε μάθει να αγαπιόμαστε. Κι αν αυτός ο τρόπος ήταν ελλειμματικός, ή στρεβλώθηκε, το ίδιο θα αναπαράγουμε.
Η έλλειψη αποδοχής του παιδιού από τον γονιό, φαίνεται να είναι, βάση της κλινικής μου εμπειρίας, η πιο σημαντική αιτία ενδογενούς κατάθλιψης στην ενήλικη ζωή. Μοιάζει σαν ένα κομμάτι του εαυτού να ταυτίζεται με τον απορριπτικό γονιό και να λειτουργεί πάντα εις βάρος της ζωής. Από την άλλη, φαίνεται τα παιδιά που δεν έγιναν αποδεκτά κατά την παιδική ηλικία να επιλέγουν συντρόφους αργότερα οι οποίοι τους απορρίπτουν ή δεν τους δέχονται όπως πραγματικά είναι.
Συνέπεια της μη αποδοχής είναι συνήθως η συμμόρφωση και ο αυτοευνουχισμός-δηλαδή το «κόψιμο» μέσω του μηχανισμού της μόνωσης, των στοιχείων που δεν γίνονται αποδεκτά, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση της δυσφορίας, της οποίας σπάνια γίνονται αντιληπτά τα αίτια, και της στενο-χώριας. Η δυσφορία εκφράζεται ήδη από την παιδική ηλικία με διάφορους τρόπους-πχ. Πρόκληση, γκρίνια, κακοτροπία και κορυφώνεται στην εφηβεία με μεγαλύτερη ένταση. Το αίσθημα του πνιξίματος και της πίεσης μπορούν επίσης να οδηγήσουν και στην ανάπτυξη ψυχοσωματικών εκδηλώσεων, αφού το παιδί δεν έχει τα λεκτικά εργαλεία ακόμη για να μπορέσει να επεξεργαστεί επαρκώς αυτά τα συναισθήματα, τα οποία ήρθαν από την οικογένεια για να εγκατασταθούν για πάντα, αν δεν καταφέρει να τα συνειδητοποιήσει και να τα επεξεργαστεί ως ενήλικας.
Μια σχέση αγάπης είναι σαν ένα ευρύχωρο σπίτι, μέσα στο οποίο μπορεί κάποιος να αισθάνεται άνετα αφού είναι ο εαυτός του, τον αποδέχονται, τον κατανοούν, τον εμπιστεύονται και τον σέβονται ως πολύτιμη ύπαρξη.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει ότι ο σύντροφος δεν είναι όπως θα θέλαμε αλλά «μπορεί να αλλάξει με τον καιρό». Τι σημαίνει αυτό αν όχι την επιθυμία, να πετσοκόψει στοιχεία της ταυτότητάς του και να αποκτήσει νέα, αυτά που επιθυμούμε; Φυσικά το ιδανικό δεν υπάρχει στην πράξη παρά μόνο ως ιδέα. Γι αυτό και δεν υπάρχουν ιδανικά παιδιά, ούτε ιδανικοί άλλοι, παρά μόνο στη σφαίρα του φαντασιακού και του παραμυθιού.
Παλιά θεωρούσαν ότι το παιδί είναι μία λευκή σελίδα, tabula rasa, ένα ζυμάρι που πλάθεται και που δεν φέρει τίποτε το ατομικό. Ο Ρουσσό με το έργο του «Αιμίλιος» το 1762, προκάλεσε επανάσταση ανατρέποντας τις παλαιότερες ιδέες. Το παιδί δεν είναι ένας μικρός ενήλικας. Έχει δικές του ανάγκες σύμφωνα με το αναπτυξιακό του στάδιο, τη γονιδιακή ταυτότητα, τον προσωπικό ρυθμό και την προσωπικότητά του.
Η προσδοκία του γονιού εμφανίζεται πριν τη γέννηση του παιδιού. Τότε που το φαντασιώνει και το περιεχόμενο αυτής της φαντασίωσης εμπλέκεται στην παιδαγωγική που θα ακολουθήσει αργότερα. Φυσικά, δεν είναι επιβλαβές να φαντασιώνει κανείς το αγέννητο παιδί του, αλλά και ούτε αποφεύγεται. Από την άλλη, είναι πολύ θετική η φαντασίωση ενός καλού μέλλοντος για το παιδί.
Η επιθυμία του γονιού ιδιαίτερα από τα μικρά παιδιά γίνεται αντιληπτή ακόμη και χωρίς να ειπωθεί. Ήδη από την βρεφική ηλικία τα βρέφη αντιλαμβάνονται τις διαθέσεις των γονιών, ιδιαίτερα της μητέρας. Και ως την εφηβεία, τα παιδιά προσπαθούν να ικανοποιούν αυτές τις επιθυμίες.
Η αντίληψη της διαφορετικότητας του παιδιού, ως αυτόνομου ατόμου με τα δικά του χαρακτηριστικά, είναι δύκολη και προαπαιτεί την ψυχική ωριμότητα του γονιού.
Η μη αποδοχή κλιμακώνεται από την ολοκληρωτική απόρριψη, μέσω της γονεϊκής εγκατάλειψης, ως την άρνηση και μη αποδοχή μέρους του παιδιού. Τέτοια είναι η μη αποδοχή επιλογών του παιδιού τους, όπως ,του συντρόφου, του επαγγέλματος, του τρόπου ζωής, του θρησκεύματος και των πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά και στοιχείων της προσωπικότητας. Οι γονείς αυτοί συνήθως παρεμβαίνουν κριτικά απέναντι στους φίλους που επιλέγει το παιδί, την επαγγελματική του επιλογή. Συνήθως, του επιβάλλουν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, να ακολουθήσει δρόμους που δεν ακολούθησαν εκείνοι γιατί κάποιος άλλος, ή η ζωή δεν τους το επέτρεψε. Βλέπουν το παιδί σαν προέκταση του εαυτού τους και ζουν μέσα από τη ζωή του. Δεν διακρίνουν την επιθυμία του, ή την αρνούνται.
Πολλές φορές το παιδί έρχεται στη ζωή πρόωρα και σε κακή εποχή για τους γονείς. Μπορεί να το θέλει μόνο ο ένας από τους δυο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μη αποδοχή ξεκινά ήδη από τη σύλληψη. Συνήθως οι άνθρωποι αυτοί που έχουν τέτοια προϊστορία αισθάνονται ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, ή ότι η ζωή τους είναι ένα λάθος. Δυσβάσταχτες σκέψεις!
Η ενηλικίωση αυτού του παιδιού θα αργήσει πολύ να έρθει. Γιατί, σε σχέση με ένα άλλο παιδί που το αποδέχονται, θα πρέπει να σπαταλήσει πολύτιμο χρόνο για να καταλάβει ότι έχει δικαίωμα να αισθάνεται και να επιθυμεί διαφορετικά από τους γονείς του. Θα προσπαθήσει πολλά χρόνια να τους πείσει να αποδεχθούν την ταυτότητά του, στην ουσία ζητώντας την αγάπη τους. Μερικές φορές αυτές οι προσπάθειες δεν σταματούν ποτέ, ως το θάνατο του γονέα.
Οι γονείς από την άλλη, αποδέχονται ευκολότερα ό,τι θεωρούν ως θετικές πλευρές του παιδιού τους και δυσκολότερα τις άλλες, ή τις μειονεξίες του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ζευγάρι επιστημόνων με παιδί 10 χρονών με δυσλεξία, που προτιμούν να τον αποκαλούν «τεμπέλη» πλήττοντας την αυτοεκτίμηση και το ναρκισσισμό του, παρά να δεχθούν ότι το παιδί τους έχει μία νοητική ιδιαιτερότητα και χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης και λογοθεραπείας.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η διαγενεολογική συνέχεια του επαγγέλματος, που συνήθως είναι κερδοφόρο. Βλέπουμε λοιπόν συχνά γιατρούς ή δικηγόρους πολλών γενεών να κρατούν το ίδιο γραφείο για αιώνες. Το παιδί που θα σπάσει αυτή την αλυσίδα για να ακολουθήσει το δικό του δρόμο δεν μπορεί παρά να διακατέχεται από (το παράδοξο) αίσθημα ενοχής και προδοσίας απέναντι στη γενιά του. Μόνο αν οι γονείς το αγαπούν πραγματικά μπορούν να το βοηθήσουν να βρει τον δρόμο του-ο οποίος μπορεί ακόμη και να είναι και η συνέχεια της αλυσίδας, αλλά αυτό θα πρέπει να έχει προκύψει από την καθαρή επιθυμία του ίδιου.
Αποδοχή σημαίνει επίσης και την ικανότητα αντίληψης της ιδιαίτερης αναπτυξιακής φάσης του παιδιού. Αυτό σημαίνει, ότι είναι θετικό να του δίνουμε ερεθίσματα, αλλά να μην το πιέζουμε «να φορέσει μεγαλύτερα παπούτσια» από την ηλικία του, δηλαδή να έχει επιτεύγματα μεγαλύτερης ηλικίας. Από την άλλη, μία καθυστέρηση σε έναν αναπτυξιακό τομέα, συνήθως σημαίνει ότι έχει άλλους ρυθμούς, και αν κάπου καθυστερεί σε κάτι άλλο θα υπερτερεί.
Ακόμη και στην περίπτωση σημαντικής νοητικής καθυστέρησης, η καθαρή αντίληψη και αποδοχή του γεγονότος από τον γονιό μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην εξέλιξη του παιδιού.
Παιδιά που έχουν γίνει αποδεκτά από τους γονείς θα έχουν ευτυχισμένες σχέσεις και θα ξέρουν να αγαπούν, αλλά και να αγαπιούνται.
Η δεύτερη ζωή που δεν έζησα. Η αλάνθαστη ζωή
«Ο μόνος άνθρωπος που δεν κάνει λάθη είναι εκείνος που δεν κάνει τίποτα» -ΤΗ. Roosevelt
Θα ’πρεπε να ζούμε δυο ζωές. Η μία δεν φτάνει.
Η πρώτη θα ’πρεπε να ήταν η πρόβα, η δοκιμή. Θα τη ζούσαμε και θα σημειώναμε τα λάθη μας και τα σωστά μας.
Θα σημειώναμε: «Μη σκας για το γαμημένο διαγώνισμα στη γλώσσα. Διάβασε ποίηση.»
Θα σημειώναμε: «Φίλησε την, τώρα! Φίλησε την, ανόητε, τι κοιτάς;»
Θα σημειώναμε: «Ταξίδεψε τώρα που είσαι δεκαοκτώ.»
Θα σημειώναμε: «Μην μένεις άλλο σ’ αυτή τη δουλειά. Σε τρώει.»
Θα σημειώναμε: «Μην μένεις άλλο σ’ αυτή τη σχέση. Σε τρώει.»
Θα σημειώναμε: «Κάνε νήμα.»
Θα σημειώναμε: «Διάλεξε να σπουδάσεις κάτι που αγαπάς. Θα το κάνεις για ολόκληρη τη ζωή σου.»
Θα σημειώναμε: «Ναι, ωραία η τέχνη σου, αλλά θα χρειαστείς χρήματα και χρόνο για να συνεχίσεις να την κάνεις.»
Θα σημειώναμε: «Παίξε με το παιδί σου σήμερα. Του υποσχέθηκες μια έκρηξη ηφαιστείου.»
Θα σημειώναμε: «Πήγαινε να δεις τη μάνα σου. Μην της κρατάς κακία. Πόσο καιρό ακόμα θα την έχεις;»
Θα σημειώναμε: «Βγες έξω. Είναι μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα.»
Θα κρατούσαμε σημειώσεις για όλα τα λάθη μας, για ό,τι πρέπει ν’ αποφύγουμε κι ό,τι πρέπει να προσέξουμε. Μετά θα ζούσαμε τη δεύτερη ζωή, την κανονική, έχοντας επίγνωση της πρώτης.
Μια αλάνθαστη ζωή.
Το λέω στην Νέλλη. Εκείνη γελάει.
«Πάλι τα ίδια θα κάναμε», μου λέει.
Την κοιτάω και θυμάμαι όσα έχουμε ζήσει. Σίγουρα. Σίγουρα πάλι τα ίδια θα έκανα. Αρκεί να ζούσα εκείνο το πρώτο φιλί, στο λιμάνι, με το νυχτερινό πλοίο να φεύγει σαν θηρίο.
Είμαστε τα λάθη μας και τα πάθη μας.
Δεν υπάρχει τελειότητα, όπως δεν υπάρχει κάποιο βαθύτερο νόημα. Το νόημα είναι η ζωή.
Όλοι εκείνοι οι εαυτοί μας είναι θαμμένοι μέσα μας. Το βρέφος, το παιδί, ο έφηβος, ο νέος, ο όχι και τόσο νέος όσο θα’ θελε να είναι, ο μεσήλικας και συνεχίζεται.
Κοιτιέμαι στον καθρέφτη.
Ποιος είναι αυτός ο αξύριστος που με κοιτάει; Κάποιον μου θυμίζει, κάποιον που έχω δει σε χιλιάδες καθρέφτες. Ήταν διαφορετικός κάθε φορά.
Του χαμογελώ του ψεύτη. Οι ρυτίδες πάνω απ’ το μέτωπο βαθαίνουν. Τις θυμάμαι από παλιά αυτές τις ρυτίδες. Τα μάτια κουρασμένα. Αλλά δεν άλλαξαν χρώμα.
Κρίση μέσης ηλικίας, στο κατώφλι των σαράντα; Δεν νομίζω, πάντα τέτοιες κρίσεις περνούσα, από παιδί.
Το ευφημίζω, το αποκαλώ Υψηλό Δείκτη Υπαρξιακής Νοημοσύνης. Όλοι τα καταφέρνουμε καλά σε κάτι.
Κάθομαι στην απέναντι καρέκλα, με γυρισμένη την πλάτη στον εαυτό μου, να κοιτάζω έξω.
Είναι μια όμορφη μέρα, άλλη μια ηλιόλουστη μέρα του χειμώνα.
Τι κρίμα να είναι τόσο μικρή η ζωή.
Προλαβαίνουμε να κάνουμε τόσο λίγα λάθη.
Θα ’πρεπε να ζούμε δυο ζωές. Η μία δεν φτάνει.
Η πρώτη θα ’πρεπε να ήταν η πρόβα, η δοκιμή. Θα τη ζούσαμε και θα σημειώναμε τα λάθη μας και τα σωστά μας.
Θα σημειώναμε: «Μη σκας για το γαμημένο διαγώνισμα στη γλώσσα. Διάβασε ποίηση.»
Θα σημειώναμε: «Φίλησε την, τώρα! Φίλησε την, ανόητε, τι κοιτάς;»
Θα σημειώναμε: «Ταξίδεψε τώρα που είσαι δεκαοκτώ.»
Θα σημειώναμε: «Μην μένεις άλλο σ’ αυτή τη δουλειά. Σε τρώει.»
Θα σημειώναμε: «Μην μένεις άλλο σ’ αυτή τη σχέση. Σε τρώει.»
Θα σημειώναμε: «Κάνε νήμα.»
Θα σημειώναμε: «Διάλεξε να σπουδάσεις κάτι που αγαπάς. Θα το κάνεις για ολόκληρη τη ζωή σου.»
Θα σημειώναμε: «Ναι, ωραία η τέχνη σου, αλλά θα χρειαστείς χρήματα και χρόνο για να συνεχίσεις να την κάνεις.»
Θα σημειώναμε: «Παίξε με το παιδί σου σήμερα. Του υποσχέθηκες μια έκρηξη ηφαιστείου.»
Θα σημειώναμε: «Πήγαινε να δεις τη μάνα σου. Μην της κρατάς κακία. Πόσο καιρό ακόμα θα την έχεις;»
Θα σημειώναμε: «Βγες έξω. Είναι μια υπέροχη ηλιόλουστη μέρα.»
Θα κρατούσαμε σημειώσεις για όλα τα λάθη μας, για ό,τι πρέπει ν’ αποφύγουμε κι ό,τι πρέπει να προσέξουμε. Μετά θα ζούσαμε τη δεύτερη ζωή, την κανονική, έχοντας επίγνωση της πρώτης.
Μια αλάνθαστη ζωή.
Το λέω στην Νέλλη. Εκείνη γελάει.
«Πάλι τα ίδια θα κάναμε», μου λέει.
Την κοιτάω και θυμάμαι όσα έχουμε ζήσει. Σίγουρα. Σίγουρα πάλι τα ίδια θα έκανα. Αρκεί να ζούσα εκείνο το πρώτο φιλί, στο λιμάνι, με το νυχτερινό πλοίο να φεύγει σαν θηρίο.
Είμαστε τα λάθη μας και τα πάθη μας.
Δεν υπάρχει τελειότητα, όπως δεν υπάρχει κάποιο βαθύτερο νόημα. Το νόημα είναι η ζωή.
Όλοι εκείνοι οι εαυτοί μας είναι θαμμένοι μέσα μας. Το βρέφος, το παιδί, ο έφηβος, ο νέος, ο όχι και τόσο νέος όσο θα’ θελε να είναι, ο μεσήλικας και συνεχίζεται.
Κοιτιέμαι στον καθρέφτη.
Ποιος είναι αυτός ο αξύριστος που με κοιτάει; Κάποιον μου θυμίζει, κάποιον που έχω δει σε χιλιάδες καθρέφτες. Ήταν διαφορετικός κάθε φορά.
Του χαμογελώ του ψεύτη. Οι ρυτίδες πάνω απ’ το μέτωπο βαθαίνουν. Τις θυμάμαι από παλιά αυτές τις ρυτίδες. Τα μάτια κουρασμένα. Αλλά δεν άλλαξαν χρώμα.
Κρίση μέσης ηλικίας, στο κατώφλι των σαράντα; Δεν νομίζω, πάντα τέτοιες κρίσεις περνούσα, από παιδί.
Το ευφημίζω, το αποκαλώ Υψηλό Δείκτη Υπαρξιακής Νοημοσύνης. Όλοι τα καταφέρνουμε καλά σε κάτι.
Κάθομαι στην απέναντι καρέκλα, με γυρισμένη την πλάτη στον εαυτό μου, να κοιτάζω έξω.
Είναι μια όμορφη μέρα, άλλη μια ηλιόλουστη μέρα του χειμώνα.
Τι κρίμα να είναι τόσο μικρή η ζωή.
Προλαβαίνουμε να κάνουμε τόσο λίγα λάθη.
Έρμαν Έσσε: Κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του
«Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα ο εαυτός του, ωστόσο ο καθένας αγωνίζεται να το πετύχει, και ο κουτός και ο ευφυής, όσο καλύτερα μπορεί.Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα της γέννησής μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος ενός αρχέγονου κόσμου.
Πολλοί δεν καταφέρνουν να γίνουν ποτέ άνθρωποι.
Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια.
Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση και πάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω.
Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη.
Οι ρίζες μας είναι κοινές.
Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα.
Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει τον σκοπό του.
Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του.»
Έρμαν Έσσε, Ντέμιαν
Πολλοί δεν καταφέρνουν να γίνουν ποτέ άνθρωποι.
Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια.
Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση και πάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω.
Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη.
Οι ρίζες μας είναι κοινές.
Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα.
Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει τον σκοπό του.
Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του.»
Έρμαν Έσσε, Ντέμιαν
Ο θησαυρός και ο φόβος
Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι πίσω από κάθε φόβο σου κρύβεται ένας θησαυρός; Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί φοβάσαι; Μήπως οι φόβοι σου έχουν κάτι να σου πουν; Μήπως κάθε φορά που φοβάσαι, χάνεις κάτι από τον εαυτό σου; Μήπως ο φόβος σε κάνει πιο μικρό; Τι είναι άραγε ο φόβος και ποιος είναι ο θησαυρός που έχει να μας δώσει;
Ο φόβος είναι οι οδύνες της γέννας. Είναι το τίμημα της δημιουργίας. Είναι το πέπλο της έμπνευσης. Μόνο μέσα από το φόβο γεννιέται το καινούριο. Κάθε φορά που θέλεις να ξεκινήσεις κάτι ,φοβάσαι το άγνωστο. Κάθε φορά που θέλεις να πετύχεις κάτι , φοβάσαι την αποτυχία. Κάθε φορά που επιθυμείς να εκπληρώσεις ένα όνειρο ,φοβάσαι ότι δε θα τα καταφέρεις. Και όταν έχεις μια ξεχωριστή ιδέα , φοβάσαι ότι θα σε πουν τρελό. Κι αν νιώσεις την ανάγκη να εκφράσεις τα συναισθήματα σου, φοβάσαι ότι θα σε παρεξηγήσουν. Φοβάσαι ακόμη και να χαρείς, να γελάσεις, μήπως και σου βγει σε κακό…
Και τελικά τι; Κάθε φορά που φοβάσαι, απομακρύνεσαι από όνειρα, από επιθυμίες , από χαρές, από την ίδια τη δημιουργική σου δύναμη, από την ίδια τη ζωή. Μένεις ακίνητος και μισός, στερημένος από όλα όσα θα ήθελες ,από όλα όσα θα μπορούσες να κάνεις. Ακρωτηριασμένος και δήθεν ανήμπορος. Έχοντας χάσει κομμάτια του εαυτού σου, όλο και πιο αποδυναμωμένος, όλο και πιο λίγος. Και τώρα; Τώρα έτσι μικρός που έγινες , μπορείς να φθονήσεις , να μισήσεις, να κατακρίνεις όσους τα κατάφεραν.. Δεν αντέχεις να βλέπεις ανθρώπους να προχωρούν, να βουτάνε στα σκοτάδια και να ανάβουν το φως. Να αγαπούν τον εαυτό τους, να χαίρονται , να δημιουργούν. Δεν αντέχεις την παιδικότητα στα μάτια τους. Γιατί εσύ, κλεισμένος στο μικρόκοσμο σου, έχεις εγκαταλείψει όλα σου τα όνειρα και νομίζεις ότι ζεις. Μα όταν βλέπεις τη ζωή, την αληθινή ζωή στα μάτια των άλλων ,τότε, αδελφέ μου, ξεβολεύεσαι και δεν αντέχεις. Δεν αντέχεις την αλήθεια , γιατί σου αποκαλύπτει το ψέμα που ζεις. Και το ψέμα αυτό είναι οι φόβοι σου.. Φόβοι μεγάλοι και μικροί για καταστάσεις που ίσως συμβούν, δεκάδες πιθανά σενάρια ,κατασκευάσματα του μυαλού σου. Φοβάσαι. Φοβάσαι κάτι που δεν υπάρχει, κάτι που δε θα μάθεις ποτέ αν θα μπορούσε να υπάρξει.
Και ο μόνος τρόπος να το μάθεις είναι να βουτήξεις μέσα στο φόβο! Ναι, να τον ζήσεις σε όλη του την ένταση, σε κάθε κύτταρο του κορμιού σου. Σήκω όρθιος και στάσου μπροστά στο φόβο. Αγκάλιασε τον. Άφησε τον να σε κατακλύσει. Άφησε τον να σε ταρακουνήσει , να ξεριζώσει όλη τη σιγουριά , όλη την ασφάλεια που σε κρατά δεμένο ,που δε σε αφήνει να ανεβείς στο επόμενο σκαλί. Μη μένεις μια ζωή στριμωγμένος στο μικρό σου σκαλάκι , αρνούμενος να δεις ότι έχει και πιο πάνω. Μην κοιτάς μόνο δήθεν περίλυπα τους από κάτω. Έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου.
Κάνε αυτό που φοβάσαι. Σκάψε βαθιά μέσα σου και βρες το χρυσάφι . Γιατί εκεί μέσα, κάτω από το φόβο σου ,υπάρχει χρυσάφι. Είναι πίσω από εκείνη τη φωνή που σου λέει όχι, εσύ δεν μπορείς ,εσύ δεν είσαι άξιος ,ποιος νομίζεις ότι είσαι, μην τολμάς, σκέψου τι θα πουν οι άλλοι, κι αν αποτύχεις; Είναι πίσω από τη φωνή που σε γεμίζει απωθημένα και ενοχές. Πίσω από τη φωνή που σου στερεί τη δύναμη σου. Που σου παίρνει την εμπιστοσύνη, την αυτοπεποίθηση, τη χαρά της δημιουργίας. Που σου κρύβει το μεγαλείο της ψυχής σου. Μα ναι, μπορείς, αληθινά μπορείς! Σώπασε αυτές τις φωνές που σου κόβουν τα φτερά. Αυτές οι φωνές κατασκευάζουν φόβους. Και ΔΕΣ ποιος είσαι , ποιος αληθινά είσαι. Πίστεψε ότι μπορείς, βάλε την ανασφάλεια στην άκρη και ύστερα αφέσου να δεις .Και δες ψάχνοντας μέσα σου. Θα βρεις ταλέντα και δημιουργικές ικανότητες. Θα τα βρεις πίσω από αυτά που φοβόσουν να κάνεις, θα τα βρεις σε όλα όσα σου γεμίζουν την ψυχή, σε όλα όσα σου δίνουν χαρά. Θα τα βρεις στη χαρά. Η χαρά σου δείχνει το δρόμο . Είναι το σημάδι που πρέπει να ακολουθήσεις. Πρώτα από όλα μη φοβάσαι ό, τι γεμίζει την ψυχή σου με γνήσια χαρά και παιδικό ενθουσιασμό.
Δες με άλλο μάτι το φόβο. Ο φόβος είναι δημιουργία! Είναι η πυξίδα που σου δείχνει πού να ψάξεις. Είναι το εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσεις , για να φτάσεις στην πηγή. Είναι το πέπλο που πρέπει να σηκώσεις , για να βρεις τον εαυτό σου. Μη φοβάσαι το φόβο. Ανοίξου σε αυτόν. Αγάπησέ τον. Άλλωστε «μέσα στην αγάπη διαλύονται όλα». Κι αν ο φόβος ακινητοποιεί, η αγάπη διαλύει!
Ο φόβος είναι οι οδύνες της γέννας. Είναι το τίμημα της δημιουργίας. Είναι το πέπλο της έμπνευσης. Μόνο μέσα από το φόβο γεννιέται το καινούριο. Κάθε φορά που θέλεις να ξεκινήσεις κάτι ,φοβάσαι το άγνωστο. Κάθε φορά που θέλεις να πετύχεις κάτι , φοβάσαι την αποτυχία. Κάθε φορά που επιθυμείς να εκπληρώσεις ένα όνειρο ,φοβάσαι ότι δε θα τα καταφέρεις. Και όταν έχεις μια ξεχωριστή ιδέα , φοβάσαι ότι θα σε πουν τρελό. Κι αν νιώσεις την ανάγκη να εκφράσεις τα συναισθήματα σου, φοβάσαι ότι θα σε παρεξηγήσουν. Φοβάσαι ακόμη και να χαρείς, να γελάσεις, μήπως και σου βγει σε κακό…
Και τελικά τι; Κάθε φορά που φοβάσαι, απομακρύνεσαι από όνειρα, από επιθυμίες , από χαρές, από την ίδια τη δημιουργική σου δύναμη, από την ίδια τη ζωή. Μένεις ακίνητος και μισός, στερημένος από όλα όσα θα ήθελες ,από όλα όσα θα μπορούσες να κάνεις. Ακρωτηριασμένος και δήθεν ανήμπορος. Έχοντας χάσει κομμάτια του εαυτού σου, όλο και πιο αποδυναμωμένος, όλο και πιο λίγος. Και τώρα; Τώρα έτσι μικρός που έγινες , μπορείς να φθονήσεις , να μισήσεις, να κατακρίνεις όσους τα κατάφεραν.. Δεν αντέχεις να βλέπεις ανθρώπους να προχωρούν, να βουτάνε στα σκοτάδια και να ανάβουν το φως. Να αγαπούν τον εαυτό τους, να χαίρονται , να δημιουργούν. Δεν αντέχεις την παιδικότητα στα μάτια τους. Γιατί εσύ, κλεισμένος στο μικρόκοσμο σου, έχεις εγκαταλείψει όλα σου τα όνειρα και νομίζεις ότι ζεις. Μα όταν βλέπεις τη ζωή, την αληθινή ζωή στα μάτια των άλλων ,τότε, αδελφέ μου, ξεβολεύεσαι και δεν αντέχεις. Δεν αντέχεις την αλήθεια , γιατί σου αποκαλύπτει το ψέμα που ζεις. Και το ψέμα αυτό είναι οι φόβοι σου.. Φόβοι μεγάλοι και μικροί για καταστάσεις που ίσως συμβούν, δεκάδες πιθανά σενάρια ,κατασκευάσματα του μυαλού σου. Φοβάσαι. Φοβάσαι κάτι που δεν υπάρχει, κάτι που δε θα μάθεις ποτέ αν θα μπορούσε να υπάρξει.
Και ο μόνος τρόπος να το μάθεις είναι να βουτήξεις μέσα στο φόβο! Ναι, να τον ζήσεις σε όλη του την ένταση, σε κάθε κύτταρο του κορμιού σου. Σήκω όρθιος και στάσου μπροστά στο φόβο. Αγκάλιασε τον. Άφησε τον να σε κατακλύσει. Άφησε τον να σε ταρακουνήσει , να ξεριζώσει όλη τη σιγουριά , όλη την ασφάλεια που σε κρατά δεμένο ,που δε σε αφήνει να ανεβείς στο επόμενο σκαλί. Μη μένεις μια ζωή στριμωγμένος στο μικρό σου σκαλάκι , αρνούμενος να δεις ότι έχει και πιο πάνω. Μην κοιτάς μόνο δήθεν περίλυπα τους από κάτω. Έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου.
Κάνε αυτό που φοβάσαι. Σκάψε βαθιά μέσα σου και βρες το χρυσάφι . Γιατί εκεί μέσα, κάτω από το φόβο σου ,υπάρχει χρυσάφι. Είναι πίσω από εκείνη τη φωνή που σου λέει όχι, εσύ δεν μπορείς ,εσύ δεν είσαι άξιος ,ποιος νομίζεις ότι είσαι, μην τολμάς, σκέψου τι θα πουν οι άλλοι, κι αν αποτύχεις; Είναι πίσω από τη φωνή που σε γεμίζει απωθημένα και ενοχές. Πίσω από τη φωνή που σου στερεί τη δύναμη σου. Που σου παίρνει την εμπιστοσύνη, την αυτοπεποίθηση, τη χαρά της δημιουργίας. Που σου κρύβει το μεγαλείο της ψυχής σου. Μα ναι, μπορείς, αληθινά μπορείς! Σώπασε αυτές τις φωνές που σου κόβουν τα φτερά. Αυτές οι φωνές κατασκευάζουν φόβους. Και ΔΕΣ ποιος είσαι , ποιος αληθινά είσαι. Πίστεψε ότι μπορείς, βάλε την ανασφάλεια στην άκρη και ύστερα αφέσου να δεις .Και δες ψάχνοντας μέσα σου. Θα βρεις ταλέντα και δημιουργικές ικανότητες. Θα τα βρεις πίσω από αυτά που φοβόσουν να κάνεις, θα τα βρεις σε όλα όσα σου γεμίζουν την ψυχή, σε όλα όσα σου δίνουν χαρά. Θα τα βρεις στη χαρά. Η χαρά σου δείχνει το δρόμο . Είναι το σημάδι που πρέπει να ακολουθήσεις. Πρώτα από όλα μη φοβάσαι ό, τι γεμίζει την ψυχή σου με γνήσια χαρά και παιδικό ενθουσιασμό.
Δες με άλλο μάτι το φόβο. Ο φόβος είναι δημιουργία! Είναι η πυξίδα που σου δείχνει πού να ψάξεις. Είναι το εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσεις , για να φτάσεις στην πηγή. Είναι το πέπλο που πρέπει να σηκώσεις , για να βρεις τον εαυτό σου. Μη φοβάσαι το φόβο. Ανοίξου σε αυτόν. Αγάπησέ τον. Άλλωστε «μέσα στην αγάπη διαλύονται όλα». Κι αν ο φόβος ακινητοποιεί, η αγάπη διαλύει!
Ακούω πραγματικά όταν μου μιλάνε;
Η ανθρώπινη συναναστροφή και κοινωνικοποίηση είναι απαραίτητη και ζωτικής σημασίας, σε κάθε άνθρωπο έρχεται με διαφορετική συχνότητα και σε διαφορετικό βαθμό, άλλες φορές οι επαφές μας είναι πιο μηχανικές, άλλες πιο συνειδητοποιημένες, άλλες φορές πιο ουσιαστικές και άλλες φορές πιο αδιάφορες. Σε κάθε περίπτωση όμως τις έχουμε ανάγκη και καλό είναι να τις αγκαλιάζουμε και να είμαστε παρόντες!
Έχετε παρατηρήσει τα παιδιά που με μια ανάσα θέλουν να μοιραστούνε με κάποιον τι έκαναν, τι θέλουν και ούτω καθεξής; Το «ΕΓΩ» και το «ΕΜΕΝΑ» είναι οι κύριες λέξεις στο λεξιλόγιο τους.
Και για σκέψου τώρα, μήπως είναι και στο δικό σου λεξιλόγιο οι λέξεις που επικρατούν όταν κουβεντιάζεις με κάποιον;
Είναι πολύ όμορφο και ωφέλιμο να μοιράζεσαι κομμάτια σου, στην προσπάθεια σου να γνωριστείς με άλλα άτομα και να έρθετε πιο κοντά, όμως είναι ισάξιος ο χρόνος που μιλάτε; Όταν έρχεται η ώρα του συνομιλητή σου, τον ακούς πραγματικά ή σκέφτεσαι ήδη τι θα απαντήσεις διαστρεβλώνοντας τα λεγόμενα του;
Βάσει ερευνών, στη διαδικασία συνομιλίας δύο ατόμων εάν κάποιος μιλάει συνεχόμενα για 1μιση λεπτό ο ακροατής χάνει το ενδιαφέρον του, δεν μπορεί να τον παρακολουθήσει κι έτσι ανατρέχει σε άλλες σκέψεις.
Μην το κάνεις καταναγκαστικά, είναι πολύ σπουδαίο που κάποιος θέλει να μοιραστεί κάτι μαζί σου! Μπορούν να ανοίξουν οι ορίζοντες σου, να ακούσεις μια νέα οπτική στα πράγματα, ή να μάθεις κάτι που δεν γνώριζες πριν μπεις σε αυτή τη συζήτηση.
Το να είσαι καλός ακροατής σίγουρα έχει να σου προσφέρει πολλά οφέλη! Την δική σου γνώμη έτσι κι αλλιώς την ξέρεις, μια άλλη όμως; Την έχεις εξετάσει; Την έχεις σκεφτεί; Την ξέρεις;
Μην προσπαθείς να πείσεις κανέναν να αλλάξει γνώμη και να ενστερνιστεί τη δική σου. Το να μην συμφωνείτε σε όλα είναι υγιές, δεν χρειάζεται να λογομαχήσετε, αν δεν ταιριάζουν οι απόψεις σας, απλώς άκουσε-επεξεργάσου κι έπειτα μοιράσου αυτό που θέλεις. Η συνομιλία δεν είναι κάποιου είδους μάχη που πρέπει κάποιος να επικρατήσει, αλλά μια διαδικασία ομορφιάς και ειρήνης.
Διαφέρετε, δεν είστε το ίδιο άτομο, έχετε διαφορετικά βιώματα, άλλους χαρακτήρες, άλλες σκέψεις, άλλα θέλω και επιθυμίες. Να σέβεσαι τους συνομιλητές σου και να θυμάσαι να μην επεμβαίνεις στη σκέψη τους, αρκεί να ακούς. Πάρε χρόνο για εσένα, φρόντισε τον εαυτό σου, σώπασε κι ησύχασε, όλα βρίσκουν τον δρόμο τους, να αγαπάς και να ενδιαφέρεσαι. Γίνε καλύτερος ακροατής, δούλεψε γι αυτό! Είναι πληκτικό και χαοτικό να συνομιλείς με τον εαυτό σου! Δεν τα ξέρεις όλα, είναι περισσότερο συναρπαστικό το να συνομιλείς απ το να μονολογείς.
Έχετε παρατηρήσει τα παιδιά που με μια ανάσα θέλουν να μοιραστούνε με κάποιον τι έκαναν, τι θέλουν και ούτω καθεξής; Το «ΕΓΩ» και το «ΕΜΕΝΑ» είναι οι κύριες λέξεις στο λεξιλόγιο τους.
Και για σκέψου τώρα, μήπως είναι και στο δικό σου λεξιλόγιο οι λέξεις που επικρατούν όταν κουβεντιάζεις με κάποιον;
Είναι πολύ όμορφο και ωφέλιμο να μοιράζεσαι κομμάτια σου, στην προσπάθεια σου να γνωριστείς με άλλα άτομα και να έρθετε πιο κοντά, όμως είναι ισάξιος ο χρόνος που μιλάτε; Όταν έρχεται η ώρα του συνομιλητή σου, τον ακούς πραγματικά ή σκέφτεσαι ήδη τι θα απαντήσεις διαστρεβλώνοντας τα λεγόμενα του;
Βάσει ερευνών, στη διαδικασία συνομιλίας δύο ατόμων εάν κάποιος μιλάει συνεχόμενα για 1μιση λεπτό ο ακροατής χάνει το ενδιαφέρον του, δεν μπορεί να τον παρακολουθήσει κι έτσι ανατρέχει σε άλλες σκέψεις.
Μην το κάνεις καταναγκαστικά, είναι πολύ σπουδαίο που κάποιος θέλει να μοιραστεί κάτι μαζί σου! Μπορούν να ανοίξουν οι ορίζοντες σου, να ακούσεις μια νέα οπτική στα πράγματα, ή να μάθεις κάτι που δεν γνώριζες πριν μπεις σε αυτή τη συζήτηση.
Το να είσαι καλός ακροατής σίγουρα έχει να σου προσφέρει πολλά οφέλη! Την δική σου γνώμη έτσι κι αλλιώς την ξέρεις, μια άλλη όμως; Την έχεις εξετάσει; Την έχεις σκεφτεί; Την ξέρεις;
Μην προσπαθείς να πείσεις κανέναν να αλλάξει γνώμη και να ενστερνιστεί τη δική σου. Το να μην συμφωνείτε σε όλα είναι υγιές, δεν χρειάζεται να λογομαχήσετε, αν δεν ταιριάζουν οι απόψεις σας, απλώς άκουσε-επεξεργάσου κι έπειτα μοιράσου αυτό που θέλεις. Η συνομιλία δεν είναι κάποιου είδους μάχη που πρέπει κάποιος να επικρατήσει, αλλά μια διαδικασία ομορφιάς και ειρήνης.
Διαφέρετε, δεν είστε το ίδιο άτομο, έχετε διαφορετικά βιώματα, άλλους χαρακτήρες, άλλες σκέψεις, άλλα θέλω και επιθυμίες. Να σέβεσαι τους συνομιλητές σου και να θυμάσαι να μην επεμβαίνεις στη σκέψη τους, αρκεί να ακούς. Πάρε χρόνο για εσένα, φρόντισε τον εαυτό σου, σώπασε κι ησύχασε, όλα βρίσκουν τον δρόμο τους, να αγαπάς και να ενδιαφέρεσαι. Γίνε καλύτερος ακροατής, δούλεψε γι αυτό! Είναι πληκτικό και χαοτικό να συνομιλείς με τον εαυτό σου! Δεν τα ξέρεις όλα, είναι περισσότερο συναρπαστικό το να συνομιλείς απ το να μονολογείς.
Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
Περί της σημαντικότητας του γέλιου
Ο Λουκιανός γράφει επίσης τα λόγια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν το πιστεύω του Μενίππου, μια φόρμουλα, θα λέγαμε, που εισβάλλει στην καρδιά της αξίας του γέλιου και συνοψίζει γιατί είναι τόσο πολύτιμο κομμάτι της ζωής η ευθυμία.
Σύμφωνα με την ιστορία, ο Μένιππος αναζητούσε το νόημα της ζωής. Ρωτούσε ποιητές, πολιτικούς και φιλοσόφους, αλλά κανένας δεν είχε κατορθώσει να τον βοηθήσει. Οι οξυδερκείς τους υποθέσεις ήσαν απολύτως ασυνεπείς. Έτσι, ο Μένιππος επισκέφθηκε έναν Μάγο Ζωροάστρη, ο οποίος του είπε ότι πρέπει να ταξιδέψει στον Άδη για να συμβουλευθεί τον μυθικό προφήτη Τειρεσία. Ο Μένιππος οπλίστηκε με μία λύρα, μία λεοντή κι έναν ναυτικό σκούφο, στη μνήμη των τριών ανθρώπων που είχαν κάνει παλαιότερα αυτό το ίδιο ταξίδι – τον Ορφέα, τον Ηρακλή και τον Οδυσσέα.
Κατέβηκε και ταξίδεψε στον Κάτω Κόσμο, ζώντας διάφορες περιπέτειες στην πορεία. Και, τελικά, όταν συνάντησε τον Τειρεσία, του έθεσε το ερώτημα: ποιό είναι το νόημα της ζωής; Και ο τυφλός σοφός μάντης έχει την απάντηση. Γέρνει προς το μέρος του – ο Μένιππος ανυπομονεί – και ψιθυρίζει τα παρακάτω λόγια στο πρόθυμο αυτί του φιλοσόφου:
Να ρυθμίζεις καλά το παρόν και να συνεχίζεις γελώντας πολύ και χωρίς να παίρνεις τίποτε στα σοβαρά.
Ο Λουκιανός γράφει επίσης τα λόγια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν το πιστεύω του Μενίππου, μια φόρμουλα, θα λέγαμε, που εισβάλλει στην καρδιά της αξίας του γέλιου και συνοψίζει γιατί είναι τόσο πολύτιμο κομμάτι της ζωής η ευθυμία.
Σύμφωνα με την ιστορία, ο Μένιππος αναζητούσε το νόημα της ζωής. Ρωτούσε ποιητές, πολιτικούς και φιλοσόφους, αλλά κανένας δεν είχε κατορθώσει να τον βοηθήσει. Οι οξυδερκείς τους υποθέσεις ήσαν απολύτως ασυνεπείς. Έτσι, ο Μένιππος επισκέφθηκε έναν Μάγο Ζωροάστρη, ο οποίος του είπε ότι πρέπει να ταξιδέψει στον Άδη για να συμβουλευθεί τον μυθικό προφήτη Τειρεσία. Ο Μένιππος οπλίστηκε με μία λύρα, μία λεοντή κι έναν ναυτικό σκούφο, στη μνήμη των τριών ανθρώπων που είχαν κάνει παλαιότερα αυτό το ίδιο ταξίδι – τον Ορφέα, τον Ηρακλή και τον Οδυσσέα.
Κατέβηκε και ταξίδεψε στον Κάτω Κόσμο, ζώντας διάφορες περιπέτειες στην πορεία. Και, τελικά, όταν συνάντησε τον Τειρεσία, του έθεσε το ερώτημα: ποιό είναι το νόημα της ζωής; Και ο τυφλός σοφός μάντης έχει την απάντηση. Γέρνει προς το μέρος του – ο Μένιππος ανυπομονεί – και ψιθυρίζει τα παρακάτω λόγια στο πρόθυμο αυτί του φιλοσόφου:
Να ρυθμίζεις καλά το παρόν και να συνεχίζεις γελώντας πολύ και χωρίς να παίρνεις τίποτε στα σοβαρά.
Δεν υπάρχει σχολείο της ζωής, ούτε δάσκαλοι που διδάσκουν πώς να ζεις
Εκτός μερικών μάλλον ασαφών, γενικών και δυσδιάκριτων οδηγιών, κανένας από μας δεν έχει ποτέ διδαχθεί πώς να ζει. Δεν μας έχουν εξηγήσει την αξία της ζωής, ούτε τι σημαίνει να είσαι ζωντανός. Δεν έχουμε ιδέα των θαυμάτων που μπορεί να μας προσφέρει η ζωή ή για την υπευθυνότητα, με την οποία πρέπει να της το ανταποδώσουμε. Γεννιόμαστε στον κόσμο, εκπαιδευόμαστε να προσαρμοζόμαστε σ’ αυτόν σύμφωνα με τις κυριαρχούσες και παραδεκτές απόψεις και ύστερα αφηνόμαστε να βουλιάξουμε ή να κολυμπήσουμε.
Δεν υπάρχει σχολείο της ζωής, ούτε δάσκαλοι που διδάσκουν πώς να ζεις. Αν στραφούμε στην τυπική εκπαίδευση για να βρούμε απαντήσεις, τις περισσότερες φορές μας δίνουν γνώση, χωρίς κρίση και γεγονότα, χωρίς σημασία. Αν περιμένουμε απαντήσεις από τη θρησκεία, πολύ συχνά μας λένε να μετατρέψουμε το ενδιαφέρον μας σε πίστη, πράγμα για το οποίο πολλοί από μας δεν είμαστε καθόλου προετοιμασμένοι. Όταν δεν υπακούμε, μας κάνουν συχνά να αισθανόμαστε ανίκανοι και εξαρτημένοι. Αν προσπαθήσουμε να μάθουμε από την ίδια τη ζωή, ανακαλύπτουμε ότι πολλές φορές είναι γεμάτη από βρώμικες πανουργίες, τις οποίες δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και από τις οποίες δεν φαίνεται να κερδίζουμε πολλά. Αν αποπειραθούμε να μάθουμε από τα παραδείγματα, βρίσκουμε πολύ λίγα πρότυπα.
Μόνον όταν δεν μπορούμε πια ν’ ανταπεξέλθουμε και καταλήγουμε στη θλίψη και την υπερένταση από τη μη εκπλήρωση, αναγκαζόμαστε να προστρέξουμε σε βοήθεια ή να κάνουμε κάποια αλλαγή. Συνήθως αυτό είναι μια συμβολική προσαρμογή – ασαφής και προσωρινή – πριν ξαναγυρίσουμε στην “πραγματική” ζωή, ελλιπείς όπως προηγουμένως.
Είμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα ότι, αν θέλουμε να ζήσουμε ολοκληρωμένα και σε αρμονία με τη ζωή, θα πρέπει να γίνουμε αυτοδραστηριοποιούμενοι φοιτητές. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να διακινδυνεύουμε, να βλέπουμε τον εσωτερικό μας εαυτό και να προχωράμε με δοκιμές και λάθη. Η εργασία θα είναι κύρια δική μας. Θα πρέπει να γίνουμε οι μέντορες του εαυτού μας.
Εφ’ όσον όλοι διαφέρουμε, δεν μπορεί να υπάρξει ένας δρόμος. Βοηθάει, όμως, να προσδιορίσουμε μερικές προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, πρέπει να αποφασίσουμε σοβαρά να ξεκινήσουμε με το δικό μας δρόμο και να παραμείνουμε στο μονοπάτι μας. Πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας προϊόν του παρελθόντος μας, αλλά το σημαντικότερο, ότι έχουμε ένα πλούσιο και απεριόριστο μέλλον, που δεν εξαρτάται απαραίτητα απ’ ό,τι προϋπήρξε. Πρέπει να συνάψουμε στενή συμμαχία με την ελπίδα, όχι την απατηλή εκδοχή της ελπίδας, αλλά εκείνη που δίνει δύναμη και πρακτική κατεύθυνση. Πρέπει να επαναποκτήσουμε το σεβασμό για την αυθεντικότητα του μυαλού μας και τη δύναμη της θέλησής μας, έτσι ώστε να μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε για να μας βοηθούν να εξετάζουμε και να επιλέγουμε τις πιο ελπιδοφόρες και αναπτυξιακές λύσεις ανάμεσα στις πολλές επιλογές που θα μας προσφέρει το μέλλον. Ύστερα πρέπει να αφιερωθούμε στη διαδικασία με ευαίσθητη και αμερόληπτη αξιολόγηση σε κάθε βήμα. Οπλισμένοι με δύναμη και εκλογή είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε ορισμένους δρόμους, στους οποίους μπορούμε να γίνουμε καλύτερα οι ρυθμιστές της ζωής μας και να ζούμε κάθε μέρα ως ολοκληρωμένα και ενεργά πρόσωπα.
«Δεν υπάρχουμε για τον εαυτό μας (σαν το κέντρο του σύμπαντος), και μόνο όταν πειστούμε εντελώς γι’ αυτό αρχίζουμε να αγαπάμε σωστά τον εαυτό μας κι έτσι να αγαπάμε και τους άλλους. Τι εννοώ με το να αγαπάμε σωστά τον εαυτό μας; Εννοώ, πρώτ’ απ’ όλα, να επιθυμούμε να ζήσουμε, να δεχόμαστε τη ζωή σαν ένα πολύ μεγάλο δώρο και μεγάλο καλό, όχι εξ αιτίας αυτών που μας δίνει, αλλά εξ αιτίας αυτών που μας διευκολύνει να δώσουμε σε άλλους». -Τόμας Μέρτον
Δεν υπάρχει σχολείο της ζωής, ούτε δάσκαλοι που διδάσκουν πώς να ζεις. Αν στραφούμε στην τυπική εκπαίδευση για να βρούμε απαντήσεις, τις περισσότερες φορές μας δίνουν γνώση, χωρίς κρίση και γεγονότα, χωρίς σημασία. Αν περιμένουμε απαντήσεις από τη θρησκεία, πολύ συχνά μας λένε να μετατρέψουμε το ενδιαφέρον μας σε πίστη, πράγμα για το οποίο πολλοί από μας δεν είμαστε καθόλου προετοιμασμένοι. Όταν δεν υπακούμε, μας κάνουν συχνά να αισθανόμαστε ανίκανοι και εξαρτημένοι. Αν προσπαθήσουμε να μάθουμε από την ίδια τη ζωή, ανακαλύπτουμε ότι πολλές φορές είναι γεμάτη από βρώμικες πανουργίες, τις οποίες δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και από τις οποίες δεν φαίνεται να κερδίζουμε πολλά. Αν αποπειραθούμε να μάθουμε από τα παραδείγματα, βρίσκουμε πολύ λίγα πρότυπα.
Μόνον όταν δεν μπορούμε πια ν’ ανταπεξέλθουμε και καταλήγουμε στη θλίψη και την υπερένταση από τη μη εκπλήρωση, αναγκαζόμαστε να προστρέξουμε σε βοήθεια ή να κάνουμε κάποια αλλαγή. Συνήθως αυτό είναι μια συμβολική προσαρμογή – ασαφής και προσωρινή – πριν ξαναγυρίσουμε στην “πραγματική” ζωή, ελλιπείς όπως προηγουμένως.
Είμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα ότι, αν θέλουμε να ζήσουμε ολοκληρωμένα και σε αρμονία με τη ζωή, θα πρέπει να γίνουμε αυτοδραστηριοποιούμενοι φοιτητές. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να διακινδυνεύουμε, να βλέπουμε τον εσωτερικό μας εαυτό και να προχωράμε με δοκιμές και λάθη. Η εργασία θα είναι κύρια δική μας. Θα πρέπει να γίνουμε οι μέντορες του εαυτού μας.
Εφ’ όσον όλοι διαφέρουμε, δεν μπορεί να υπάρξει ένας δρόμος. Βοηθάει, όμως, να προσδιορίσουμε μερικές προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, πρέπει να αποφασίσουμε σοβαρά να ξεκινήσουμε με το δικό μας δρόμο και να παραμείνουμε στο μονοπάτι μας. Πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας προϊόν του παρελθόντος μας, αλλά το σημαντικότερο, ότι έχουμε ένα πλούσιο και απεριόριστο μέλλον, που δεν εξαρτάται απαραίτητα απ’ ό,τι προϋπήρξε. Πρέπει να συνάψουμε στενή συμμαχία με την ελπίδα, όχι την απατηλή εκδοχή της ελπίδας, αλλά εκείνη που δίνει δύναμη και πρακτική κατεύθυνση. Πρέπει να επαναποκτήσουμε το σεβασμό για την αυθεντικότητα του μυαλού μας και τη δύναμη της θέλησής μας, έτσι ώστε να μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε για να μας βοηθούν να εξετάζουμε και να επιλέγουμε τις πιο ελπιδοφόρες και αναπτυξιακές λύσεις ανάμεσα στις πολλές επιλογές που θα μας προσφέρει το μέλλον. Ύστερα πρέπει να αφιερωθούμε στη διαδικασία με ευαίσθητη και αμερόληπτη αξιολόγηση σε κάθε βήμα. Οπλισμένοι με δύναμη και εκλογή είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε ορισμένους δρόμους, στους οποίους μπορούμε να γίνουμε καλύτερα οι ρυθμιστές της ζωής μας και να ζούμε κάθε μέρα ως ολοκληρωμένα και ενεργά πρόσωπα.
«Δεν υπάρχουμε για τον εαυτό μας (σαν το κέντρο του σύμπαντος), και μόνο όταν πειστούμε εντελώς γι’ αυτό αρχίζουμε να αγαπάμε σωστά τον εαυτό μας κι έτσι να αγαπάμε και τους άλλους. Τι εννοώ με το να αγαπάμε σωστά τον εαυτό μας; Εννοώ, πρώτ’ απ’ όλα, να επιθυμούμε να ζήσουμε, να δεχόμαστε τη ζωή σαν ένα πολύ μεγάλο δώρο και μεγάλο καλό, όχι εξ αιτίας αυτών που μας δίνει, αλλά εξ αιτίας αυτών που μας διευκολύνει να δώσουμε σε άλλους». -Τόμας Μέρτον
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τα πολλά πρόσωπα του φιλοσόφου
Ο Σωκράτης γίνεται γνωστός στους μεταγενεστέρους του περισσότερο ως λογοτεχνικός χαρακτήρας παρά ως ιστορικό πρόσωπο. Έτσι υπάρχουν τόσοι «Σωκράτες» όσοι και οι συγγραφείς που μίλησαν γι' αυτόν. Στις Νεφέλες του Αριστοφάνη εμφανίζεται ως σατιρική αναπαράσταση του επηρμένου και επικίνδυνου διανοητή που με τον αθεϊσμό του αντιτίθεται στα παραδοσιακά ήθη της πόλης και με την αλαζονεία της σοφίας του αρνείται τις παραδεδεγμένες αξίες της. Αυτός είναι ο Σωκράτης, αλλά είναι και μερική αναπαράσταση του Εμπεδοκλή, του Αναξαγόρα και του Γοργία.
Ακριβώς αντίθετος ο Σωκράτης του Ξενοφώντα: ηθικολόγος, εξαρτημένος από τις παραδοσιακές αξίες, θρησκόληπτος και αδιάλλακτος ιερομάρτυρας της υπεροχής της αρετής έναντι του πλούτου και της κοινωνικής καταξίωσης. Από το τελευταίο Κυνικοί και Στωικοί θα εμπνευστούν το πρότυπο του φιλοσόφου ως υποδείγματος σοφίας και αρετής.
Εντελώς διαφορετικού επιπέδου είναι οι «Σωκράτες» του Πλάτωνα: από διάλογο σε διάλογο και από περίοδο σε περίοδο, πηγαίνουμε από τον κριτή των διαδεδομένων αντιλήψεων στον μεγάλο πολιτικό ουτοπιστή της Πολιτείας και στον θεωρητικό της αθανασίας της ψυχής του Φαίδωνα. Παρ' όλο που για εμάς φαίνεται σημαντικός αυτός ακριβώς ο Σωκράτης ιδρυτής μιας φιλοσοφίας που είναι εξάσκηση της θεωρητικής σκέψης και επιλογή ηθικού βίου τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Στην αρχαιότητα ήταν κυρίως ο Σωκράτης του Ξενοφώντα εκείνος που επηρέασε τις ελληνιστικές φιλοσοφίες αλλά και τον χριστιανισμό.
Η άσκηση του πνεύματος
Το γεγονός ότι ο Σωκράτης ήταν επιδεκτικός τόσων ερμηνειών ήταν αποτέλεσμα και του ότι δεν έγραψε τίποτε. Βεβαίως η απόφασή του αυτή προσδιορίζεται εν μέρει από μια εποχή, τον 5ο αιώνα, που τοποθετείται στο πέρασμα από έναν κατ' εξοχήν προφορικό πολιτισμό σε έναν πολιτισμό της γραφής. Προσδιορίζεται όμως και από τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του ότι δεν διέθετε καμία θετική γνώση να παραδώσει στις γραφές και από την απόφασή του να ασκήσει έναν ρόλο κριτικό και εκπαιδευτικό μέσα στα πλαίσια ενός κύκλου φίλων και της πόλης. Έτσι ο Σωκράτης βρίσκεται μακριά από τους κοσμοπολίτες διανοητές των επόμενων περιόδων που απευθύνονται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και σε μελλοντικές γενεές αναγνωστών.
Αυτές οι παρατηρήσεις μάς επιτρέπουν να περάσουμε από τα πολλά πρόσωπα του Σωκράτη στον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο. Εδώ μπορούμε να αναγνωρίσουμε δύο όψεις: η πρώτη είναι η κριτική στάση απέναντι στους κοινούς τόπους. Ο Σωκράτης δείχνει ακατάπαυστα και προκλητικά στους συμπολίτες του ότι ενεργούν επί τη βάσει αντιλήψεων που έχουν γίνει άκριτα δεκτές και των οποίων δεν κατανοούν επαρκώς ούτε τις αιτίες ούτε τις συνέπειες. Στόχος του το αβάσιμο αυτών των αντιλήψεων και η πρόσκληση των συμπολιτών του στην άσκηση του κριτικού πνεύματος προκειμένου να κατακτήσουν μια πιο ώριμη συνειδητοποίηση.
Η επιμέλεια της ψυχής
Το δεύτερο χαρακτηριστικό που μπορούμε να αποδώσουμε στον ιστορικό Σωκράτη είναι η κριτική των κοινωνικών αξιών. Ποια αξία έχουν ο πλούτος, η φήμη, η ισχύς, αν δεν εξασφαλίζουν την υγεία, την ισορροπία, την ευτυχία αυτού που ο Σωκράτης αποκαλούσε «ψυχή» μας, δηλαδή του εσωτερικού μας εγώ; Η υποταγή της εσωτερικότητας στη φιλοδοξία της κοινωνικής καταξίωσης σήμαινε για τον Σωκράτη πρόκληση βλάβης τόσο στον εαυτό όσο και στους άλλους. Μόνο όποιος έχει ειρηνική σχέση με τον εαυτό του, και την έχει επειδή είναι σίγουρος ότι επιδιώκει αυτό που είναι ορθό για τον ίδιο, είναι σε θέση να ωφελήσει και τους άλλους. Αλλά και αυτή η ορθή και ενάρετη συμπεριφορά απαιτεί, κατά τον Σωκράτη, διανοητική άσκηση: είναι απαραίτητο να μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι αληθινά καλό και ορθό για το άτομο και για την πόλη και τι πλαστό. Κανένας δεν πράττει το κακό εκουσίως: το ηθικό σφάλμα είναι απόρροια ενός διανοητικού σφάλματος, της αδυναμίας κατανόησης των αληθινών αξιών. Εδώ βάσιζε ο Σωκράτης την ακαταπόνητη κριτική του σε πολιτικούς, ιερατείο, σοφούς, κατηγορώντας τους ότι δεν στοχάζονται κριτικά τους αυθεντικούς σκοπούς του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου.
Η πόλη της Πολιτείας
Αυτού του είδους το κριτικό έργο ωστόσο ήταν επικίνδυνο πρωτίστως για τον ίδιο: οι πολιτικοί και οι ισχυροί της πόλης (ολιγαρχικοί, όπως ο Κριτίας, και δημοκρατικοί, όπως ο Άνυτος και ο Μέλητος) δεν το ανέχθηκαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Αλλά ήταν επικίνδυνο και για τους αποδέκτες του. Αυτού του γεγονότος ο Πλάτωνας είχε πλήρη συνείδηση. Ο περιορισμός σε μια κριτική και κατεδαφιστική μόνο χρήση της διαλεκτικής επιχειρηματολογίας, έγραφε στο 7ο βιβλίο της Πολιτείας, ισοδυναμεί με το να αποκαλύπτεις σε ένα παιδί ότι είναι υιοθετημένο χωρίς να του καταδεικνύεις τους πραγματικούς του γονείς. Το παιδί θα πάψει να εμπιστεύεται την αγωγή που έχει δεχθεί και, χωρίς πλέον καθοδήγηση, θα αφεθεί στους χειρότερους των συμβούλων. Με άλλους όρους: το να κριτικάρεις τις παλαιές αξίες, δίχως να οικοδομείς μια εναλλακτική προοπτική, ενέχει τον κίνδυνο να παράγεις μια κρίση στην ηθική, να ανοίξεις τον δρόμο στον μηδενισμό.
Εδώ βρίσκεται πιθανόν το σημείο όπου ο Πλάτωνας διαχωρίζει τον δρόμο του από εκείνον του δασκάλου του: η κριτική στις παλαιές αξίες γίνεται μέρος μιας μεγάλης ηθικοπολιτικής πρότασης, όπως είναι η ουτοπία της Πολιτείας.
Ο Σωκράτης ίσως να έβρισκε υπερβολικά αυταρχική, τρομοκρατημένη από την ελεύθερη σκέψη, αυτή την πόλη της Πολιτείας. Κατά βάθος, η εικόνα του Χέγκελ για τον Σωκράτη η ελεύθερη ατομικότητα εναντίον του Κράτους, η άσκηση του κριτικού λόγου εναντίον του αυταρχισμού βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Ακριβώς αντίθετος ο Σωκράτης του Ξενοφώντα: ηθικολόγος, εξαρτημένος από τις παραδοσιακές αξίες, θρησκόληπτος και αδιάλλακτος ιερομάρτυρας της υπεροχής της αρετής έναντι του πλούτου και της κοινωνικής καταξίωσης. Από το τελευταίο Κυνικοί και Στωικοί θα εμπνευστούν το πρότυπο του φιλοσόφου ως υποδείγματος σοφίας και αρετής.
Εντελώς διαφορετικού επιπέδου είναι οι «Σωκράτες» του Πλάτωνα: από διάλογο σε διάλογο και από περίοδο σε περίοδο, πηγαίνουμε από τον κριτή των διαδεδομένων αντιλήψεων στον μεγάλο πολιτικό ουτοπιστή της Πολιτείας και στον θεωρητικό της αθανασίας της ψυχής του Φαίδωνα. Παρ' όλο που για εμάς φαίνεται σημαντικός αυτός ακριβώς ο Σωκράτης ιδρυτής μιας φιλοσοφίας που είναι εξάσκηση της θεωρητικής σκέψης και επιλογή ηθικού βίου τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Στην αρχαιότητα ήταν κυρίως ο Σωκράτης του Ξενοφώντα εκείνος που επηρέασε τις ελληνιστικές φιλοσοφίες αλλά και τον χριστιανισμό.
Η άσκηση του πνεύματος
Το γεγονός ότι ο Σωκράτης ήταν επιδεκτικός τόσων ερμηνειών ήταν αποτέλεσμα και του ότι δεν έγραψε τίποτε. Βεβαίως η απόφασή του αυτή προσδιορίζεται εν μέρει από μια εποχή, τον 5ο αιώνα, που τοποθετείται στο πέρασμα από έναν κατ' εξοχήν προφορικό πολιτισμό σε έναν πολιτισμό της γραφής. Προσδιορίζεται όμως και από τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του ότι δεν διέθετε καμία θετική γνώση να παραδώσει στις γραφές και από την απόφασή του να ασκήσει έναν ρόλο κριτικό και εκπαιδευτικό μέσα στα πλαίσια ενός κύκλου φίλων και της πόλης. Έτσι ο Σωκράτης βρίσκεται μακριά από τους κοσμοπολίτες διανοητές των επόμενων περιόδων που απευθύνονται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και σε μελλοντικές γενεές αναγνωστών.
Αυτές οι παρατηρήσεις μάς επιτρέπουν να περάσουμε από τα πολλά πρόσωπα του Σωκράτη στον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο. Εδώ μπορούμε να αναγνωρίσουμε δύο όψεις: η πρώτη είναι η κριτική στάση απέναντι στους κοινούς τόπους. Ο Σωκράτης δείχνει ακατάπαυστα και προκλητικά στους συμπολίτες του ότι ενεργούν επί τη βάσει αντιλήψεων που έχουν γίνει άκριτα δεκτές και των οποίων δεν κατανοούν επαρκώς ούτε τις αιτίες ούτε τις συνέπειες. Στόχος του το αβάσιμο αυτών των αντιλήψεων και η πρόσκληση των συμπολιτών του στην άσκηση του κριτικού πνεύματος προκειμένου να κατακτήσουν μια πιο ώριμη συνειδητοποίηση.
Η επιμέλεια της ψυχής
Το δεύτερο χαρακτηριστικό που μπορούμε να αποδώσουμε στον ιστορικό Σωκράτη είναι η κριτική των κοινωνικών αξιών. Ποια αξία έχουν ο πλούτος, η φήμη, η ισχύς, αν δεν εξασφαλίζουν την υγεία, την ισορροπία, την ευτυχία αυτού που ο Σωκράτης αποκαλούσε «ψυχή» μας, δηλαδή του εσωτερικού μας εγώ; Η υποταγή της εσωτερικότητας στη φιλοδοξία της κοινωνικής καταξίωσης σήμαινε για τον Σωκράτη πρόκληση βλάβης τόσο στον εαυτό όσο και στους άλλους. Μόνο όποιος έχει ειρηνική σχέση με τον εαυτό του, και την έχει επειδή είναι σίγουρος ότι επιδιώκει αυτό που είναι ορθό για τον ίδιο, είναι σε θέση να ωφελήσει και τους άλλους. Αλλά και αυτή η ορθή και ενάρετη συμπεριφορά απαιτεί, κατά τον Σωκράτη, διανοητική άσκηση: είναι απαραίτητο να μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι αληθινά καλό και ορθό για το άτομο και για την πόλη και τι πλαστό. Κανένας δεν πράττει το κακό εκουσίως: το ηθικό σφάλμα είναι απόρροια ενός διανοητικού σφάλματος, της αδυναμίας κατανόησης των αληθινών αξιών. Εδώ βάσιζε ο Σωκράτης την ακαταπόνητη κριτική του σε πολιτικούς, ιερατείο, σοφούς, κατηγορώντας τους ότι δεν στοχάζονται κριτικά τους αυθεντικούς σκοπούς του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου.
Η πόλη της Πολιτείας
Αυτού του είδους το κριτικό έργο ωστόσο ήταν επικίνδυνο πρωτίστως για τον ίδιο: οι πολιτικοί και οι ισχυροί της πόλης (ολιγαρχικοί, όπως ο Κριτίας, και δημοκρατικοί, όπως ο Άνυτος και ο Μέλητος) δεν το ανέχθηκαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Αλλά ήταν επικίνδυνο και για τους αποδέκτες του. Αυτού του γεγονότος ο Πλάτωνας είχε πλήρη συνείδηση. Ο περιορισμός σε μια κριτική και κατεδαφιστική μόνο χρήση της διαλεκτικής επιχειρηματολογίας, έγραφε στο 7ο βιβλίο της Πολιτείας, ισοδυναμεί με το να αποκαλύπτεις σε ένα παιδί ότι είναι υιοθετημένο χωρίς να του καταδεικνύεις τους πραγματικούς του γονείς. Το παιδί θα πάψει να εμπιστεύεται την αγωγή που έχει δεχθεί και, χωρίς πλέον καθοδήγηση, θα αφεθεί στους χειρότερους των συμβούλων. Με άλλους όρους: το να κριτικάρεις τις παλαιές αξίες, δίχως να οικοδομείς μια εναλλακτική προοπτική, ενέχει τον κίνδυνο να παράγεις μια κρίση στην ηθική, να ανοίξεις τον δρόμο στον μηδενισμό.
Εδώ βρίσκεται πιθανόν το σημείο όπου ο Πλάτωνας διαχωρίζει τον δρόμο του από εκείνον του δασκάλου του: η κριτική στις παλαιές αξίες γίνεται μέρος μιας μεγάλης ηθικοπολιτικής πρότασης, όπως είναι η ουτοπία της Πολιτείας.
Ο Σωκράτης ίσως να έβρισκε υπερβολικά αυταρχική, τρομοκρατημένη από την ελεύθερη σκέψη, αυτή την πόλη της Πολιτείας. Κατά βάθος, η εικόνα του Χέγκελ για τον Σωκράτη η ελεύθερη ατομικότητα εναντίον του Κράτους, η άσκηση του κριτικού λόγου εναντίον του αυταρχισμού βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΠΛΑΤΩΝ, ΛΑΧΗΣ
ΠΛ Λαχ 178a–180a
Θέμα του διαλόγου είναι η φύση της ανδρείας. Ο Λυσίμαχος και ο Μελησίας κάλεσαν τους Νικία και Λάχητα να παρακολουθήσουν στρατιωτικές ασκήσεις με βαρύ οπλισμό, ώστε οι δύο διάσημοι αυτοί στρατηγοί να αποφανθούν για τη χρησιμότητα μιας τέτοιας στρατιωτικής εκπαίδευσης για τους γιους τους.
[178a] ΛΥ. Τεθέασθε μὲν τὸν ἄνδρα μαχόμενον ἐν ὅπλοις, ὦ
Νικία τε καὶ Λάχης· οὗ δ’ ἕνεκα ὑμᾶς ἐκελεύσαμεν συνθεά-
σασθαι ἐγώ τε καὶ Μελησίας ὅδε, τότε μὲν οὐκ εἴπομεν, νῦν
δ’ ἐροῦμεν. ἡγούμεθα γὰρ χρῆναι πρός γε ὑμᾶς παρρησιά-
ζεσθαι. εἰσὶ γάρ τινες οἳ τῶν τοιούτων καταγελῶσι, καὶ ἐάν
[178b] τις αὐτοῖς συμβουλεύσηται, οὐκ ἂν εἴποιεν ἃ νοοῦσιν, ἀλλὰ
στοχαζόμενοι τοῦ συμβουλευομένου ἄλλα λέγουσι παρὰ τὴν
αὑτῶν δόξαν· ὑμᾶς δὲ ἡμεῖς ἡγησάμενοι καὶ ἱκανοὺς γνῶναι
καὶ γνόντας ἁπλῶς ἂν εἰπεῖν ἃ δοκεῖ ὑμῖν, οὕτω παρελάβομεν
ἐπὶ τὴν συμβουλὴν περὶ ὧν μέλλομεν ἀνακοινοῦσθαι. ἔστιν
[179a] οὖν τοῦτο, περὶ οὗ πάλαι τοσαῦτα προοιμιάζομαι, τόδε. ἡμῖν
εἰσὶν ὑεῖς οὑτοιί, ὅδε μὲν τοῦδε, πάππου ἔχων ὄνομα Θουκυ-
δίδης, ἐμὸς δὲ αὖ ὅδε ―παππῷον δὲ καὶ οὗτος ὄνομ’ ἔχει
τοὐμοῦ πατρός· Ἀριστείδην γὰρ αὐτὸν καλοῦμεν― ἡμῖν οὖν
τούτων δέδοκται ἐπιμεληθῆναι ὡς οἷόν τε μάλιστα, καὶ μὴ
ποιῆσαι ὅπερ οἱ πολλοί, ἐπειδὴ μειράκια γέγονεν, ἀνεῖναι
αὐτοὺς ὅτι βούλονται ποιεῖν, ἀλλὰ νῦν δὴ καὶ ἄρχεσθαι
αὐτῶν ἐπιμελεῖσθαι καθ’ ὅσον οἷοί τ’ ἐσμέν. εἰδότες οὖν καὶ
[179b] ὑμῖν ὑεῖς ὄντας ἡγησάμεθα μεμεληκέναι περὶ αὐτῶν, εἴπερ
τισὶν ἄλλοις, πῶς ἂν θεραπευθέντες γένοιντο ἄριστοι· εἰ δ’
ἄρα πολλάκις μὴ προσεσχήκατε τὸν νοῦν τῷ τοιούτῳ, ὑπομνή-
σοντες ὅτι οὐ χρὴ αὐτοῦ ἀμελεῖν, καὶ παρακαλοῦντες ὑμᾶς
ἐπὶ τὸ ἐπιμέλειάν τινα ποιήσασθαι τῶν ὑέων κοινῇ μεθ’
ἡμῶν. ὅθεν δὲ ἡμῖν ταῦτ’ ἔδοξεν, ὦ Νικία τε καὶ Λάχης,
χρὴ ἀκοῦσαι, κἂν ᾖ ὀλίγῳ μακρότερα. συσσιτοῦμεν γὰρ
δὴ ἐγώ τε καὶ Μελησίας ὅδε, καὶ ἡμῖν τὰ μειράκια παρα-
[179c] σιτεῖ. ὅπερ οὖν καὶ ἀρχόμενος εἶπον τοῦ λόγου, παρρη-
σιασόμεθα πρὸς ὑμᾶς. ἡμῶν γὰρ ἑκάτερος περὶ τοῦ ἑαυτοῦ
πατρὸς πολλὰ καὶ καλὰ ἔργα ἔχει λέγειν πρὸς τοὺς νεανίσκους,
καὶ ὅσα ἐν πολέμῳ ἠργάσαντο καὶ ὅσα ἐν εἰρήνῃ, διοικοῦντες
τά τε τῶν συμμάχων καὶ τὰ τῆσδε τῆς πόλεως· ἡμέτερα δ’
αὐτῶν ἔργα οὐδέτερος ἔχει λέγειν. ταῦτα δὴ ὑπαισχυνόμεθά
τε τούσδε καὶ αἰτιώμεθα τοὺς πατέρας ἡμῶν ὅτι ἡμᾶς μὲν
[179d] εἴων τρυφᾶν, ἐπειδὴ μειράκια ἐγενόμεθα, τὰ δὲ τῶν ἄλλων
πράγματα ἔπραττον· καὶ τοῖσδε τοῖς νεανίσκοις αὐτὰ ταῦτα
ἐνδεικνύμεθα, λέγοντες ὅτι εἰ μὲν ἀμελήσουσιν ἑαυτῶν καὶ
μὴ πείσονται ἡμῖν, ἀκλεεῖς γενήσονται, εἰ δ’ ἐπιμελήσονται,
τάχ’ ἂν τῶν ὀνομάτων ἄξιοι γένοιντο ἃ ἔχουσιν. οὗτοι μὲν
οὖν φασιν πείσεσθαι· ἡμεῖς δὲ δὴ τοῦτο σκοποῦμεν, τί
ἂν οὗτοι μαθόντες ἢ ἐπιτηδεύσαντες ὅτι ἄριστοι γένοιντο.
[179e] εἰσηγήσατο οὖν τις ἡμῖν καὶ τοῦτο τὸ μάθημα, ὅτι καλὸν εἴη
τῷ νέῳ μαθεῖν ἐν ὅπλοις μάχεσθαι· καὶ ἐπῄνει τοῦτον ὃν
νῦν ὑμεῖς ἐθεάσασθε ἐπιδεικνύμενον, κᾆτ’ ἐκέλευε θεάσασθαι.
ἔδοξε δὴ χρῆναι αὐτούς τε ἐλθεῖν ἐπὶ θέαν τἀνδρὸς καὶ ὑμᾶς
συμπαραλαβεῖν ἅμα μὲν συνθεατάς, ἅμα δὲ συμβούλους τε
καὶ κοινωνούς, ἐὰν βούλησθε, περὶ τῆς τῶν ὑέων ἐπιμελείας.
[180a] ταῦτ’ ἐστὶν ἃ ἐβουλόμεθα ὑμῖν ἀνακοινώσασθαι. ἤδη οὖν
ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν καὶ περὶ τούτου τοῦ μαθήματος,
εἴτε δοκεῖ χρῆναι μανθάνειν εἴτε μή, καὶ περὶ τῶν ἄλλων, εἴ
τι ἔχετε ἐπαινέσαι μάθημα νέῳ ἀνδρὶ ἢ ἐπιτήδευμα, καὶ περὶ
τῆς κοινωνίας λέγειν ὁποῖόν τι ποιήσετε.
***
ΛΥ. Είδατε, και συ Νικία, και συ Λάχη, τον ωπλισμένον άνδρα στην επίδειξή του. Για ποιο λόγο όμως σας παρακινήσαμε και εγώ και ο Μελησίας εδώ να παρευρεθήτε σε τούτο το θέαμα μαζί μας, δε σας είπαμε τότε. Θα σας πούμε τώρα· γιατί φρονούμε ότι με σας πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Υπάρχουν, αλήθεια, μερικοί άνθρωποι, που περιγελούν τα τέτοια θεάματα, που όμως, αν κανείς τους συμβουλευτή, δε θα 'λεγαν εκείνα που έχουν στο νου τους. Προσπαθώντας να εικάσουν τη γνώμη εκείνου που τους συμβουλεύεται, λέγουν άλλα, αντίθετα με ό,τι σκέπτονται. Επειδή εμείς θεωρούμε ότι σεις και ικανοί είστε να κρίνετε και, άμα σχηματίσετε γνώμη, θα μας πήτε ελεύθερα ό,τι σκέπτεστε, γι' αυτό σας καλέσαμε να εξετάσωμε μαζί το ζήτημα για το οποίο θα ζητήσωμε τη γνώμη σας. Εκείνο λοιπόν για το οποίο από ώρα τώρα τόσο μακρό προοίμιο σας κάνω, είναι τούτο.
Τούτοι εδώ είναι γιοι μας, αυτός γιος του Μελησία έχει το όνομα του πάππου του, Θουκυδίδης, και δικός μου πάλι είναι τούτος εδώ· έχει κι αυτός το όνομα του πάππου του, του πατέρα μου· τον ονομάζομε Αριστείδη. Εμείς λοιπόν είμαστε αποφασισμένοι να τους φροντίσωμε όσο γίνεται περισσότερο, και να μην κάμωμε όπως οι περισσότεροι, μόλις φτάσουν στην πρώτη εφηβική ηλικία να τους επιτρέψωμε να κάνουν ό,τι τους αρέσει, αλλά από την ώρα ακριβώς τούτη να αρχίσωμε να τους φροντίζωμε όσο μας επιτρέπουν οι δυνάμεις μας. Επειδή λοιπόν ξέρομε ότι και σεις έχετε γιους, σκεφτήκαμε ότι θα έχετε μελετήσει, περισσότερο από κάθε άλλον, με ποιο τρόπο, αν τους φροντίσετε, θα γίνονταν άριστοι πολίτες. Αν πάλι δεν έχετε στρέψει την προσοχή σας στο σοβαρό τούτο ζήτημα, θα σας υπενθυμίσωμε ότι δεν πρέπει να το αμελήτε, και θα σας παρακαλέσωμε να ενδιαφερθήτε για την ανατροφή των παιδιών σας μαζί με μας.
Από πού μας ήλθαν τούτες οι σκέψεις αξίζει να ακούσετε, και συ Νικία, και συ Λάχη, κι ας είναι λίγο πολλά. Να, εγώ και ο Μελησίας αποδώ τρώμε μαζί και, στο πλάγι μας, μαζί μας και οι γιοι μας. Όπως ακριβώς σας είπα και στην αρχή, θα είμαστε μαζί σας ειλικρινείς. Καθένας λοιπόν από μας έχει να διηγάται στους νεανίσκους για τον δικό του πατέρα πολλές και καλές πράξεις, όσα έργα έκαμαν και στον πόλεμο και στην ειρήνη, όταν διοικούσαν τους συμμάχους και την πόλη. Δικά μας όμως έργα κανείς από τους δυο μας δεν έχει να λέγη. Γι' αυτό δα και κάποια ντροπή αισθανόμαστε απέναντι των παιδιών μας και με τους πατέρες μας τα βάζομε, γιατί εμάς, μόλις γενήκαμε έφηβοι, μας άφησαν να ζούμε όπως θέλαμε και ασχολούνταν με τις υποθέσεις των άλλων. Αυτά ακριβώς αναπτύσσομε σε τούτους εδώ τους νεανίσκους και τους λέμε ότι, αν δεν φροντίσουν για τον εαυτό τους και δεν μας ακούσουν, θα γίνουν άσημοι, ενώ αν φροντίσουν, μπορεί να γίνουν αντάξιοι του ονόματός των.
Οι γιοι μας υπόσχονται ότι θα μας ακούσουν∙ εμείς πάλι εξετάζομε τούτο δω: τι σπουδή αν έκαναν και τι δρόμο ζωής αν ακολουθούσαν, θα γίνονταν, όσο το δυνατόν, άριστοι άνθρωποι. Κάποιος λοιπόν μας έδωσε την ιδέα ότι και τούτη η σπουδή, η οπλομαχητική, θα ήταν καλή για το νέο να τη μάθη. Και μας παινούσεν αυτόν, που πριν λίγο παρακολουθήσατε την επίδειξή του, και μας παρότρυνε να τον δούμε. Έτσι είναι που σκεφτήκαμε ότι καλό είναι και μεις να 'ρθουμε να τον δούμε και σας να πάρωμε μαζί μας συνθεατάς και την ίδια ώρα και συμβούλους, και αν θέλετε, και συντρόφους στο ζήτημα της ανατροφής των αγοριών μας.
Αυτά είναι όσα θέλαμε να σας ανακοινώσωμε. Σειρά σας τώρα να μας συμβουλεύετε και για το μάθημα αυτό, αν νομίζετε ότι πρέπει να το σπουδάσουν ή όχι, και για τα άλλα, αν δηλαδή έχετε να συστήσετε καμμιά σπουδή ή καμμιά ασχολία κατάλληλη για νέο, και για τη συνεργασία να μας πήτε, τι θα κάμετε.
ΠΛ Λαχ 178a–180a
Προοίμιον: οι λόγοι που υπαγόρευσαν την πρόσκληση των Νικία και Λάχητα στην επίδειξη του οπλομάχου
Θέμα του διαλόγου είναι η φύση της ανδρείας. Ο Λυσίμαχος και ο Μελησίας κάλεσαν τους Νικία και Λάχητα να παρακολουθήσουν στρατιωτικές ασκήσεις με βαρύ οπλισμό, ώστε οι δύο διάσημοι αυτοί στρατηγοί να αποφανθούν για τη χρησιμότητα μιας τέτοιας στρατιωτικής εκπαίδευσης για τους γιους τους.
[178a] ΛΥ. Τεθέασθε μὲν τὸν ἄνδρα μαχόμενον ἐν ὅπλοις, ὦ
Νικία τε καὶ Λάχης· οὗ δ’ ἕνεκα ὑμᾶς ἐκελεύσαμεν συνθεά-
σασθαι ἐγώ τε καὶ Μελησίας ὅδε, τότε μὲν οὐκ εἴπομεν, νῦν
δ’ ἐροῦμεν. ἡγούμεθα γὰρ χρῆναι πρός γε ὑμᾶς παρρησιά-
ζεσθαι. εἰσὶ γάρ τινες οἳ τῶν τοιούτων καταγελῶσι, καὶ ἐάν
[178b] τις αὐτοῖς συμβουλεύσηται, οὐκ ἂν εἴποιεν ἃ νοοῦσιν, ἀλλὰ
στοχαζόμενοι τοῦ συμβουλευομένου ἄλλα λέγουσι παρὰ τὴν
αὑτῶν δόξαν· ὑμᾶς δὲ ἡμεῖς ἡγησάμενοι καὶ ἱκανοὺς γνῶναι
καὶ γνόντας ἁπλῶς ἂν εἰπεῖν ἃ δοκεῖ ὑμῖν, οὕτω παρελάβομεν
ἐπὶ τὴν συμβουλὴν περὶ ὧν μέλλομεν ἀνακοινοῦσθαι. ἔστιν
[179a] οὖν τοῦτο, περὶ οὗ πάλαι τοσαῦτα προοιμιάζομαι, τόδε. ἡμῖν
εἰσὶν ὑεῖς οὑτοιί, ὅδε μὲν τοῦδε, πάππου ἔχων ὄνομα Θουκυ-
δίδης, ἐμὸς δὲ αὖ ὅδε ―παππῷον δὲ καὶ οὗτος ὄνομ’ ἔχει
τοὐμοῦ πατρός· Ἀριστείδην γὰρ αὐτὸν καλοῦμεν― ἡμῖν οὖν
τούτων δέδοκται ἐπιμεληθῆναι ὡς οἷόν τε μάλιστα, καὶ μὴ
ποιῆσαι ὅπερ οἱ πολλοί, ἐπειδὴ μειράκια γέγονεν, ἀνεῖναι
αὐτοὺς ὅτι βούλονται ποιεῖν, ἀλλὰ νῦν δὴ καὶ ἄρχεσθαι
αὐτῶν ἐπιμελεῖσθαι καθ’ ὅσον οἷοί τ’ ἐσμέν. εἰδότες οὖν καὶ
[179b] ὑμῖν ὑεῖς ὄντας ἡγησάμεθα μεμεληκέναι περὶ αὐτῶν, εἴπερ
τισὶν ἄλλοις, πῶς ἂν θεραπευθέντες γένοιντο ἄριστοι· εἰ δ’
ἄρα πολλάκις μὴ προσεσχήκατε τὸν νοῦν τῷ τοιούτῳ, ὑπομνή-
σοντες ὅτι οὐ χρὴ αὐτοῦ ἀμελεῖν, καὶ παρακαλοῦντες ὑμᾶς
ἐπὶ τὸ ἐπιμέλειάν τινα ποιήσασθαι τῶν ὑέων κοινῇ μεθ’
ἡμῶν. ὅθεν δὲ ἡμῖν ταῦτ’ ἔδοξεν, ὦ Νικία τε καὶ Λάχης,
χρὴ ἀκοῦσαι, κἂν ᾖ ὀλίγῳ μακρότερα. συσσιτοῦμεν γὰρ
δὴ ἐγώ τε καὶ Μελησίας ὅδε, καὶ ἡμῖν τὰ μειράκια παρα-
[179c] σιτεῖ. ὅπερ οὖν καὶ ἀρχόμενος εἶπον τοῦ λόγου, παρρη-
σιασόμεθα πρὸς ὑμᾶς. ἡμῶν γὰρ ἑκάτερος περὶ τοῦ ἑαυτοῦ
πατρὸς πολλὰ καὶ καλὰ ἔργα ἔχει λέγειν πρὸς τοὺς νεανίσκους,
καὶ ὅσα ἐν πολέμῳ ἠργάσαντο καὶ ὅσα ἐν εἰρήνῃ, διοικοῦντες
τά τε τῶν συμμάχων καὶ τὰ τῆσδε τῆς πόλεως· ἡμέτερα δ’
αὐτῶν ἔργα οὐδέτερος ἔχει λέγειν. ταῦτα δὴ ὑπαισχυνόμεθά
τε τούσδε καὶ αἰτιώμεθα τοὺς πατέρας ἡμῶν ὅτι ἡμᾶς μὲν
[179d] εἴων τρυφᾶν, ἐπειδὴ μειράκια ἐγενόμεθα, τὰ δὲ τῶν ἄλλων
πράγματα ἔπραττον· καὶ τοῖσδε τοῖς νεανίσκοις αὐτὰ ταῦτα
ἐνδεικνύμεθα, λέγοντες ὅτι εἰ μὲν ἀμελήσουσιν ἑαυτῶν καὶ
μὴ πείσονται ἡμῖν, ἀκλεεῖς γενήσονται, εἰ δ’ ἐπιμελήσονται,
τάχ’ ἂν τῶν ὀνομάτων ἄξιοι γένοιντο ἃ ἔχουσιν. οὗτοι μὲν
οὖν φασιν πείσεσθαι· ἡμεῖς δὲ δὴ τοῦτο σκοποῦμεν, τί
ἂν οὗτοι μαθόντες ἢ ἐπιτηδεύσαντες ὅτι ἄριστοι γένοιντο.
[179e] εἰσηγήσατο οὖν τις ἡμῖν καὶ τοῦτο τὸ μάθημα, ὅτι καλὸν εἴη
τῷ νέῳ μαθεῖν ἐν ὅπλοις μάχεσθαι· καὶ ἐπῄνει τοῦτον ὃν
νῦν ὑμεῖς ἐθεάσασθε ἐπιδεικνύμενον, κᾆτ’ ἐκέλευε θεάσασθαι.
ἔδοξε δὴ χρῆναι αὐτούς τε ἐλθεῖν ἐπὶ θέαν τἀνδρὸς καὶ ὑμᾶς
συμπαραλαβεῖν ἅμα μὲν συνθεατάς, ἅμα δὲ συμβούλους τε
καὶ κοινωνούς, ἐὰν βούλησθε, περὶ τῆς τῶν ὑέων ἐπιμελείας.
[180a] ταῦτ’ ἐστὶν ἃ ἐβουλόμεθα ὑμῖν ἀνακοινώσασθαι. ἤδη οὖν
ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν καὶ περὶ τούτου τοῦ μαθήματος,
εἴτε δοκεῖ χρῆναι μανθάνειν εἴτε μή, καὶ περὶ τῶν ἄλλων, εἴ
τι ἔχετε ἐπαινέσαι μάθημα νέῳ ἀνδρὶ ἢ ἐπιτήδευμα, καὶ περὶ
τῆς κοινωνίας λέγειν ὁποῖόν τι ποιήσετε.
***
ΛΥ. Είδατε, και συ Νικία, και συ Λάχη, τον ωπλισμένον άνδρα στην επίδειξή του. Για ποιο λόγο όμως σας παρακινήσαμε και εγώ και ο Μελησίας εδώ να παρευρεθήτε σε τούτο το θέαμα μαζί μας, δε σας είπαμε τότε. Θα σας πούμε τώρα· γιατί φρονούμε ότι με σας πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Υπάρχουν, αλήθεια, μερικοί άνθρωποι, που περιγελούν τα τέτοια θεάματα, που όμως, αν κανείς τους συμβουλευτή, δε θα 'λεγαν εκείνα που έχουν στο νου τους. Προσπαθώντας να εικάσουν τη γνώμη εκείνου που τους συμβουλεύεται, λέγουν άλλα, αντίθετα με ό,τι σκέπτονται. Επειδή εμείς θεωρούμε ότι σεις και ικανοί είστε να κρίνετε και, άμα σχηματίσετε γνώμη, θα μας πήτε ελεύθερα ό,τι σκέπτεστε, γι' αυτό σας καλέσαμε να εξετάσωμε μαζί το ζήτημα για το οποίο θα ζητήσωμε τη γνώμη σας. Εκείνο λοιπόν για το οποίο από ώρα τώρα τόσο μακρό προοίμιο σας κάνω, είναι τούτο.
Τούτοι εδώ είναι γιοι μας, αυτός γιος του Μελησία έχει το όνομα του πάππου του, Θουκυδίδης, και δικός μου πάλι είναι τούτος εδώ· έχει κι αυτός το όνομα του πάππου του, του πατέρα μου· τον ονομάζομε Αριστείδη. Εμείς λοιπόν είμαστε αποφασισμένοι να τους φροντίσωμε όσο γίνεται περισσότερο, και να μην κάμωμε όπως οι περισσότεροι, μόλις φτάσουν στην πρώτη εφηβική ηλικία να τους επιτρέψωμε να κάνουν ό,τι τους αρέσει, αλλά από την ώρα ακριβώς τούτη να αρχίσωμε να τους φροντίζωμε όσο μας επιτρέπουν οι δυνάμεις μας. Επειδή λοιπόν ξέρομε ότι και σεις έχετε γιους, σκεφτήκαμε ότι θα έχετε μελετήσει, περισσότερο από κάθε άλλον, με ποιο τρόπο, αν τους φροντίσετε, θα γίνονταν άριστοι πολίτες. Αν πάλι δεν έχετε στρέψει την προσοχή σας στο σοβαρό τούτο ζήτημα, θα σας υπενθυμίσωμε ότι δεν πρέπει να το αμελήτε, και θα σας παρακαλέσωμε να ενδιαφερθήτε για την ανατροφή των παιδιών σας μαζί με μας.
Από πού μας ήλθαν τούτες οι σκέψεις αξίζει να ακούσετε, και συ Νικία, και συ Λάχη, κι ας είναι λίγο πολλά. Να, εγώ και ο Μελησίας αποδώ τρώμε μαζί και, στο πλάγι μας, μαζί μας και οι γιοι μας. Όπως ακριβώς σας είπα και στην αρχή, θα είμαστε μαζί σας ειλικρινείς. Καθένας λοιπόν από μας έχει να διηγάται στους νεανίσκους για τον δικό του πατέρα πολλές και καλές πράξεις, όσα έργα έκαμαν και στον πόλεμο και στην ειρήνη, όταν διοικούσαν τους συμμάχους και την πόλη. Δικά μας όμως έργα κανείς από τους δυο μας δεν έχει να λέγη. Γι' αυτό δα και κάποια ντροπή αισθανόμαστε απέναντι των παιδιών μας και με τους πατέρες μας τα βάζομε, γιατί εμάς, μόλις γενήκαμε έφηβοι, μας άφησαν να ζούμε όπως θέλαμε και ασχολούνταν με τις υποθέσεις των άλλων. Αυτά ακριβώς αναπτύσσομε σε τούτους εδώ τους νεανίσκους και τους λέμε ότι, αν δεν φροντίσουν για τον εαυτό τους και δεν μας ακούσουν, θα γίνουν άσημοι, ενώ αν φροντίσουν, μπορεί να γίνουν αντάξιοι του ονόματός των.
Οι γιοι μας υπόσχονται ότι θα μας ακούσουν∙ εμείς πάλι εξετάζομε τούτο δω: τι σπουδή αν έκαναν και τι δρόμο ζωής αν ακολουθούσαν, θα γίνονταν, όσο το δυνατόν, άριστοι άνθρωποι. Κάποιος λοιπόν μας έδωσε την ιδέα ότι και τούτη η σπουδή, η οπλομαχητική, θα ήταν καλή για το νέο να τη μάθη. Και μας παινούσεν αυτόν, που πριν λίγο παρακολουθήσατε την επίδειξή του, και μας παρότρυνε να τον δούμε. Έτσι είναι που σκεφτήκαμε ότι καλό είναι και μεις να 'ρθουμε να τον δούμε και σας να πάρωμε μαζί μας συνθεατάς και την ίδια ώρα και συμβούλους, και αν θέλετε, και συντρόφους στο ζήτημα της ανατροφής των αγοριών μας.
Αυτά είναι όσα θέλαμε να σας ανακοινώσωμε. Σειρά σας τώρα να μας συμβουλεύετε και για το μάθημα αυτό, αν νομίζετε ότι πρέπει να το σπουδάσουν ή όχι, και για τα άλλα, αν δηλαδή έχετε να συστήσετε καμμιά σπουδή ή καμμιά ασχολία κατάλληλη για νέο, και για τη συνεργασία να μας πήτε, τι θα κάμετε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)