Καταγωγή - Οικογενειακή κατάσταση
Στην Ιλιάδα ο Μενέλαος περιγράφεται ξανθός, με φαρδιούς ώμους, λιγόλογος, γνωστικός, καλόκαρδος (Γ 210, 214, 284). Έτσι, χαρίζει τη ζωή στον Tρώα ήρωα Άδραστο (Ζ 37) και συγχωρεί τον γιο του Νέστορα Αντίλοχο, που προσπάθησε να τον ξεπεράσει στην αρματοδρομία με όχι έντιμα μέσα (Ψ 602). Για την καλοσύνη του επιπλήττεται από τον αδελφό του Αγαμέμνονα (Ζ 37).
Όσο για την καταγωγή του, ό,τι ισχύει για τον Αγαμέμνονα ισχύει και για τον μικρότερο αδελφό Μενέλαο.
Θεωρούνταν γιος (ή εγγονός) του Ατρέα ή του Πλεισθένη (Ησίοδος, απ. 194), και της Αερόπης, κόρης του Κατρέα από την Κρήτη. Ανάλογα με την έμφαση που δινόταν στο παρελθόν και στο γενεαλογικό δέντρο του Μενελάου, αποκαλούνταν Ατρείδης, Πελοπίδης, Τανταλίδης, Πλεισθενίδης. Ήταν σύζυγος της Ελένης, κόρη του Τυνδάρεου και της Λήδας, αδελφή της Κλυταιμνήστρας και των Διοσκούρων, πατέρας της Ερμιόνης, ενός γιου από άλλη γυναίκα, σκλάβα, του Μεγαπένθη, που ήταν και το
στερνοπαίδι του κατά την ομηρική παράδοση (
Οδ., δ 10-14) και του Ξενόδαμου από την κρητικιά Κνωσσία. Μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρουν και άλλα παιδιά του Μενέλαου και της Ελένης.
Όταν ήταν νέοι ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας, ο πατέρας τους Ατρέας ζήτησε να του βρουν τον Θυέστη και να τον φέρουν στις Μυκήνες. Εκεί τον φυλάκισε και έβαλε τον Αίγισθο να τον σκοτώσει· όμως Θυέστης και Αίγισθος αναγνωρίστηκαν έγκαιρα ως πατέρας και γιος, ο Αίγισθος σκότωσε τον Ατρέα που τον είχε μεγαλώσει και έδιωξε τους δυο γιους του, οι οποίοι κατέφυγαν στη Σπάρτη, όπου και παντρεύτηκαν τις δύο κόρες του Τυνδάρεου, ο Αγαμέμνονας την Κλυταιμνήστρα, ο Μενέλαος την Ελένη.
Γάμος με την Ελένη
Ως ένας από τους μνηστήρες της Ελένης τη διεκδίκησε και την κέρδισε ως ο πλουσιότερος αλλά και ως αδελφός του Αγαμέμνονα, άνδρα της μεγαλύτερης αδελφής της Ελένης, της Κλυταιμνήστρας. Γι' αυτούς τους λόγους ήταν ο εκλεκτός του Τυνδάρεου, πατέρα της Ελένης, ο οποίος δέσμευσε τους μνηστήρες με κοινό όρκο να σεβαστούν την όποια απόφαση και επιπλέον να συνδράμουν στον σύζυγο της Ελένης, όποιος κι αν ήταν, σε περίπτωση που η Ελένη γινόταν θύμα αρπαγής.
Ο γάμος έγινε ομαλά και όταν ο Τυνδάρεος έχασε τα αγόρια του, και διαδόχους στον θρόνο του, τους Διόσκουρους, ζήτησε από τον Μενέλαο να αφήσει το Άργος και να βασιλέψει στη Σπάρτη. Με την Ελένη έζησε ήσυχα τουλάχιστον εννιά χρόνια.
Αρπαγή της Ελένης
Η έλευση του γιου του βασιλιά της Τροίας Πριάμου, του Πάρη, στη Σπάρτη, με πλοία που είχαν φτιαχτεί αποκλειστικά για αυτό το ταξίδι, μια και οι Τρώες δεν ήταν λαός θαλασσινός, διέκοψε τον ήρεμο γάμο. Άλλη εκδοχή αποδίδει την έλευση του Πάρη στον Μενέλαο. Διότι ο Μενέλαος είχε κάποτε φιλοξενηθεί στην Τροία από τον Πάρη, όταν χρησμός τον έφερε στην περιοχή για να θυσιάσει στους τάφους των γιων του Προμηθέα και να εξευμενίσει τους θεούς, ώστε να απαλλαχτεί η Σπάρτη από την ξηρασία που την έπληττε. Αργότερα, ο Μενέλαος ανταπέδωσε τη φιλοξενία στον Πάρη και τον καθήρε από ακούσιο φόνο που είχε διαπράξει, οπότε και είχε αναγκασθεί να εγκαταλείψει την Τροία.
Δέκα μέρες μετά την έλευσή του ο Μενέλαος ειδοποιήθηκε για τον θάνατο του Κατρέα, παππού του από την πλευρά της μητέρας του και έφυγε αμέσως για την Κρήτη, για να τον κηδέψει, αφήνοντας εντολή στην Ελένη να περιποιηθεί τον ξένο τους, ο οποίος από την πρώτη στιγμή της είχε προσφέρει πλούσια δώρα. Εκμεταλλευόμενος την απουσία του Μενέλαου, ο Πάρης έφυγε με την Ελένη, με σκλάβες και θησαυρούς από το παλάτι του οικοδεσπότη.
Η θεά Ίριδα ειδοποίησε αμέσως τον Μενέλαο που επέστρεψε στη Σπάρτη και ευθύς αναχώρησε για τις Μυκήνες, ζητώντας από τον αδελφό του Αγαμέμνονα να συγκεντρώσει τους ηγεμόνες της Ελλάδας και τους παλιούς μνηστήρες της Ελένης, ώστε με τον στρατό και τον στόλο τους να πάρουν πίσω την Ελένη. Τα επιχειρήματα γι' αυτή την πανελλήνια εκστρατεία ήταν και η δέσμευση των μνηστήρων αλλά και ότι, αν η πράξη αφηνόταν ατιμώρητη, τότε μπορεί να κινδύνευαν και οι γυναίκες και των υπολοίπων.
Ο Μενέλαος ξεκίνησε μια σειρά ταξιδιών για να πείσει διάφορους ηγεμόνες, πρώτα τον ηλικιωμένο Νέστορα της Πύλου και πατέρα γενναίου γιου και στη συνέχεια μαζί, για να πείσουν τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, αδέσμευτοι από τον όρκο προς τον Τυνδάρεο, ο πρώτος γιατί δεν είχε διεκδικήσει σοβαρά την Ελένη, μια και ήξερε την προτίμηση του Τυνδάρεου, και ο δεύτερος γιατί, λόγω ηλικίας, δεν την είχε καν διεκδικήσει. Μαζί με τον Αγαμέμνονα ταξίδευσαν στην Κύπρο και μετά πήγαν στους Δελφούς για χρησμό, που όρισε στον Μενέλαο να αφιερώσει ένα περιδέραιο της Ελένης, δώρο της Αφροδίτης, στην Αθηνά.
Ο Μενέλαος στην Τροία
Με εξήντα καράβια έφθασε ο Μενέλαος στην Τροία (Ιλ.,Β 586). Από την Τένεδο, όπου άραξε καταρχάς ο στόλος των Ελλήνων, οι Αχαιοί τον έστειλαν αντιπροσωπεία μαζί με τον Οδυσσέα, για να δοκιμάσουν να βρουν λύση διπλωματική στο πρόβλημα. Οι Τρώες αρνήθηκαν κάθε συμβιβασμό και επιδίωξαν να δολοφονήσουν τους δύο άνδρες παραβιάζοντας τους νόμους της φιλοξενίας. Όμως ο Αντήνορας, ανιψιός του Πριάμου, στο σπίτι του οποίου φιλοξενήθηκαν, τους φυγάδευσε κρυφά, καθώς δεν θέλησε να προστεθεί στην πρώτη αδικία, την αρπαγή της Ελένης, και μια δεύτερη, η δολοφονία πρεσβευτών (Ιλ., Γ 205-208).
Έχει την προστασία της Ήρας και της Αθηνάς, είναι δεινός πολεμιστής, όμως είναι λιγότερο βίαιος από τους άλλους Αχαιούς, μάλιστα ο Αγαμέμνονας τον κατηγορεί για έλλειψη πρωτοβουλίας (Ιλ., Κ 119-123). Μονομαχεί με τον Πάρη (Ιλ., Γ 340 κ.ε.) και τον νικά, όμως η Αφροδίτη σώζει τον προστατευόμενό της. Αλλά και η Αθηνά σώζει τον Μενέλαο, όταν ο Πάνδαρος τον τοξεύει ύπουλα σε στιγμή που ίσχυαν σπονδές (Ιλ.,Δ 104 κ.ε.). Το βέλος του εχθρού δεν πληγώνει την κοιλιά του Μενέλαου και ο Μαχάονας τον γιατρεύει εύκολα.
Προτείνει να μονομαχήσει αυτός με τον Έκτορα, καθώς κανένας Αχαιός δεν το τολμά, όμως τον σταματά ο Αγαμέμνονας υπενθυμίζοντάς του τις δυνατότητές του, δυσανάλογα μικρές και λίγες με εκείνες του Έκτορα (Ιλ.,Η 94-122).
Στη μάχη σκοτώνει και τραυματίζει αρκετούς, υπερασπίζεται το νεκρό σώμα του Πατρόκλου (Ρ 1 κ.ε.) αλλά στη συνέχεια αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια του Αίαντα, του μεγάλου και μετά του μικρού, του Ιδομενέα, του Μηριόνη και άλλων. Ειδοποιεί με τον Αντίλοχο τον Αχιλλέα για τον θάνατο του Πατρόκλου, και ύστερα φορτώνεται το νεκρό σώμα και υποχωρεί προστατευόμενος από τους δύο Αίαντες.
Μπαίνει και αυτός στον Δούρειο ίππο και στην τελική μάχη, μετά την είσοδο των Ελλήνων στην Τροία, σκοτώνει τον νέο σύζυγο της Ελένης, τον Δηίφοβο. Όταν συναντά την Ελένη, επιχειρεί να τη σκοτώσει αλλά σταματά μπροστά στο στήθος της που αμίλητη είχε ξεγυμνώσει. Άλλες εκδοχές θέλουν την Ελένη να προσπέφτει ικέτισσα στον οικιακό βωμό και μέσα στην αταξία των ενδυμάτων της φάνηκε το γυμνό στήθος της που άναψε ξανά τον πόθο στον Μενέλαο. Ο Βιργίλιος πάλι θέλει την Ελένη να καλεί η ίδια τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα στο σπίτι της, όπου και έκρυψε όλα τα όπλα, εξασφαλίζοντας τη νίκη στον Μενέλαο. Την ημέρα της καταστροφής της Τροίας την παίρνει κρυφά και την οδηγεί στα πλοία του.
Σε πηγές μετά την Ιλιάδα αναφέρεται ότι ο Μενέλαος φέρθηκε βάναυσα στο νεκρό σώμα του Πάρη.
Επιστροφή
Ο Μενέλαος θέλησε μετά την άλωση της Τροίας να ξεκινήσουν για το ταξίδι της επιστροφής, όμως ο Αγαμέμνονας παρέμενε, για να εξιλεώσει με θυσίες την Αθηνά για τις καταστροφές των ιερών στην Τροία. Στη συνέλευση που συγκάλεσαν οι Ατρείδες δεν στάθηκε δυνατό να παρθεί κοινή απόφαση. Έτσι, Μενέλαος, Νέστορας, Οδυσσέας, Διομήδης και άλλοι βασιλιάδες φόρτωσαν στα καράβια τους τα λάφυρα και έφυγαν, ενώ ο Αγαμέμνονας περέμεινε στην Τρωάδα. Εκεί επέστρεψαν ο Οδυσσέας και άλλοι αρχηγοί, γιατί στην Τένεδο προέκυψε νέα σύγκρουση μεταξύ των αρχηγών, την οποία προκάλεσε ο Δίας.
Μενέλαος, Νέστορας και Διομήδης συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής. Και στη Λέσβο όμως προέκυψε ζήτημα μεταξύ τους για τον δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Σημάδι από τον Δία τους υπέδειξε το ανοιχτό πέλαγος προς της Γεραιστό, το νοτιοανατολικό ακρωτήρι της Εύβοιας. Με πρίμο αέρα έφτασαν στον προορισμό τους, όπου θυσίασαν στον Ποσειδώνα. Λίγες μέρες μετά, Νέστορας και Διομήδης βρίσκονταν πια στις πατρίδες τους, όχι όμως και ο Μενέλαος που αναγκάστηκε να αποβιβαστεί στο Σούνιο για να θάψει τον κυβερνήτη του καραβιού του, τον γιο του Ονήτορα Φρόντη που πέθανε ξαφνικά πάνω στο τιμόνι. Στον Μαλέα τα εξήντα καράβια του Μενέλαου αντιμετώπισαν ενάντιους ανέμους που τους έριξαν νότια. Το μεγαλύτερο μέρος του στόλου τσακίστηκε στον ανοιχτό κόλπο της Φαιστού. Με πέντε μόνο καράβια πια, ο Μενέλαος παρασύρθηκε στην Αίγυπτο, όπου βρήκε την ευκαιρία να μαζέψει καινούρια πλούτη, ενώ ο βασιλιάς της Θήβας Πόλυβος του χάρισε πολύτιμα δώρα. Το ίδιο και η βασίλισσα Αλκάνδρα στην Ελένη, ενώ η αιγύπτια Πολύδαμνα, γυναίκα του Θώνα, την προμήθευσε με βότανα, θεραπευτικά ή φαρμακερά.
Ο Μενέλαος περιπλανήθηκε και στη Σιδώνα, την Κύπρο, τη Φοινίκη, την Ερεμβία (;), τη Λιβύη, γενικότερα στα παράλια της νοτιοναταλικής Μεσογείου, σε αντίθεση με τον Οδυσσέα που περιπλανήθηκε στις δυτικές και βορειοδυτικές θάλασσες και, μερικώς, στις βορειοανατολικές.
Απρονοησία τον έκανε να μην θυσιάσει στους θεούς φεύγοντας από την Αίγυπτο. Αυτοί τον τιμώρησαν ρίχνοντάς τον στο νησάκι Φάρος, απέναντι από την Αλεξάνδρεια. Ενάντιοι άνεμοι τον δέσμευσαν εκεί για είκοσι μερόνυχτα. Αλλά όπως ο νεκρός Τειρεσίας υπέδειξε στον Οδυσσέα τον τρόπο του γυρισμού, έτσι και μια νεαρή κοπέλα, η Ειδοθέα, κόρη του γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, συμβούλεψε τον Μενέλαο να αναζητήσει τον πατέρα της και να τον ρωτήσει για τον γυρισμό του. Ακολουθώντας της οδηγίες της Ειδοθέας, ο Μενέλαος με τρεις συντρόφους μπήκαν σε μια έρημη σπηλιά. Εκεί η κοπέλα τους σκέπασε με δέρματα από τέσσερις φώκιες που η ίδια μόλις είχε ξεγδάρει και, για να μην πνιγούν οι τέσσερις άνδρες από την άσχημη μυρωδιά, τους έσταξε αμβροσία στα ρουθούνια. Σε λίγο βγήκαν οι φώκιες από τη θάλασσα και ο Πρωτέας που τις μέτρησε και τις βρήκε εντάξει - μαζί και τις τέσσερις που η κόρη του είχε σκοτώσει. Εδώ η μυθική περιγραφή συνταιριάζει την πραγματική συμπεριφορά στις κοινότητες που δημιουργούν οι φώκιες με το φανταστικό στοιχείο - ό,τι ακριβώς κάνει ο ποιητής της Οδύσσειας με την περιγραφή της κοινότητας των Κυκλώπων που παραπέμπει σε κοινωνίες κτηνοτροφικές με καθαρά ποιμενικό χαρακτήρα.
Ο Πρωτέας αποκοιμήθηκε και τότε ο Μενέλαος και οι σύντροφοί του τον άρπαξαν. Ο γέροντας μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι, φίδι, λεοπάρδαλη, κάπρο, νερό, δέντρο, όπως η Θέτιδα όταν προσπαθούσε να την πιάσει ο Πηλέας. Όποια μορφή κι αν έπαιρνε, οι άνδρες τον κρατούσαν σφιχτά. Αποκαμωμένος πήρε την αρχική μορφή του και συμβούλευσε τον Μενέλαο να επιστρέψει στον Νείλο και να θυσιάσει στον Δία και τους άλλους θεούς. Τον πληροφόρησε ακόμη για την τύχη των άλλων ηρώων, του Λοκρού Αίαντα, του αδελφού του Αγαμέμνονα, του Οδυσσέα που χρόνια τον κρατούσε η Καλυψώ στο νησί της και προφήτευσε τον θάνατο του Μενέλαου και τη μετάβασή του στα Ηλύσια πεδία, σε τόπο ευλογημένο, με κυβερνήτη τον Ραδάμανθυ, χωρίς βροχές, χιόνια, βαρυχειμωνιές (Οδ., δ 382-570).
Ο Μενέλαος ενήργησε σύμφωνα με τις υποδείξεις του Πρωτέα και επιπλέον ύψωσε κενοτάφιο στον Αγαμέμνονα, για να μείνει το όνομά του και στα ξένα. Με ούριο άνεμο έφτασε τελικά στην πατρίδα του ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια απουσίας.
Στη Σπάρτη Μενέλαος και Ελένη έζησαν αρμονικά. Στο παλάτι υποδέχτηκαν και τον Τηλέμαχο, μάλιστα την ημέρα που πάντρευαν την κόρη τους Ερμιόνη. Ο νέος είχε φύγει από την Ιθάκη σε ένα ταξίδι αναζήτησης πληροφοριών για τον πατέρα του. Πρώτα επισκέφτηκε την Πύλο και στη συνέχεια τη Σπάρτη. Η Ελένη, με ασχολίες και συμπεριφορά που θυμίζουν Πηνελόπη, όμως και αξιοποιώντας τις γνώσεις που απέκτησε στην Αίγυπτο για μαγικά βότανα*, κατάφερε να κατάφερε να ηρεμήσει τον άνδρα της και τον φιλοξενούμενό τους από τη θλίψη που τους προκάλεσε η ανάμνηση του Οδυσσέα (Οδ. δ 136-154, 169-185**).
Ο Μενέλαος στην Αίγυπτο
Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, τις οποίες αξιοποίησε ο Ευριπίδης, η Ελένη δεν απάτησε τον άνδρα της και ούτε ποτέ πήγε στην Τροία. Αυτό που άρπαξε ο Πάρης ήταν ένα ομοίωμά της, φτιαγμένο από σύννεφο από την ίδια την Ήρα, που με αυτόν τον τρόπο εκδικήθηκε τον Πάρη για την επιλογή του της Αφροδίτης ως θεάς της ομορφιάς. Ο Ερμής οδήγησε κρυφά την Ελένη στην Αίγυπτο, όπου έμενε προστατευμένη από τον βασιλιά Πρωτέα, μέχρι που εκείνος πέθανε. Ο γιος του Θεοκλύμενος πόθησε την Ελένη, η οποία αναγκάστηκε να προσπέσει στον τάφο του Πρωτέα ως ικέτισσα προκειμένου να σωθεί από τις ορέξεις του νέου βασιλιά.
Η άφιξη του Τεύκρου στην Αίγυπτο, ενδιάμεσος σταθμός πριν φτάσει στην Κύπρο μετά την άλωση της Τροίας, έφεραν την Ελένη σε απελπισία, καθώς πληροφορήθηκε από αυτόν τον θάνατο της μητέρας της και το γεγονός ότι στην ουσία αγνοούνταν η τύχη των αδελφών της· τις κατάρες των Ελλήνων που τη θεωρούσαν υπεύθυνη για τους τόσους θανάτους· το γεγονός ότι η τύχη του άνδρα της αγνοούνταν επτά χρόνια μετά την άλωση της Τροίας. Η πληροφορία που της έδωσε η μάντισσα Θεονόη, αδελφή του Θεοκλύμενου, ότι ο άνδρας της ζει αλλά περιπλανιέται, την απέτρεψε από το να εκτελέσει την απόφασή της να θέσει τέρμα στη ζωή της. Τότε ήταν που κατέφτασε ο Μενέλαος ναυαγός με λίγους συντρόφους και με το είδωλο της Ελένης να το έχει τοποθετήσει σε μια σπηλιά.
Μετά τη συνάντηση και την αναγνώριση του ζεύγους, την αποκάλυψη της αλήθειας και την αφήγηση των παθών τους, Μενέλαος και Ελένη κατέστρωσαν σχέδιο απόδρασης από την Αίγυπτο, που πολύ θυμίζει το σχέδιο απόδρασης της Ιφιγένειας, του Ορέστη και του Πυλάδη από τη γη των Ταύρων.
Όπως και ο Θόας της Ταυρίδας, έτσι και ο Θεοκλύμενος της Αιγύπτου σκότωνε κάθε Έλληνα που έφτανε στα αιγυπτιακά ακρογιάλια. Και φυσικά, ο Αιγύπτιος βασιλιάς δεν θα δεχόταν να παραχωρήσει την Ελένη στον άνδρα της. Το ζεύγος εξασφάλισε καταρχάς τη σιωπή της Θεονόης και μετά ο Μενέλαος εμφανίζεται ρακένδυτος στον βασιλιά, ως σύντροφος του Μενέλαου, για να αναγγείλει στην Ελένη τον θάνατο του άνδρα της στις λιβυκές ακτές. Ο «θάνατος» του Μενέλαου, τον οποίο η Ελένη φροντίζει να θρηνήσει με όλα τα έθιμα - κόβει τα μαλλιά της, ντύνεται στα μαύρα - ανοίγει τον δρόμο για τον γάμο της Ελένης με τον βασιλιά της Αιγύπτου, ο οποίος της δίνει την άδεια να τελέσει τις τελευταίες τιμές, κυρίως να πετάξει στη θάλασσα όλα τα υπολείμματα θυσιών προς τιμή ενός νεκρού της θάλασσας που δεν βρέθηκε το πτώμα του. Ο Θεοκλύμενος της παραχωρεί ένα καράβι με Αιγύπτιους σκλάβους, για να κουβαλήσουν τα κτερίσματα, και με συνοδούς τους Έλληνες ναυαγούς, οι οποίοι στα ανοιχτά σκοτώνουν τους σκλάβους και τραβούν κατά την Ελλάδα. Τότε ήταν που οι Διόσκουροι ανακοινώνουν στην αδελφή τους ότι μετά τον θάνατό της θα αποθεωθεί και ο Μενέλαος θα κατοικήσει στο νησί των Μακάρων. Στο μεταξύ κατευνάζουν και τον θυμό του Θεοκλύμενου.
Ο Μενέλαος στον Ορέστη και την Ανδρομάχη του Ευριπίδη
Στον Ορέστη του Ευριπίδη ο Μενέλαος έφτασε στο Ναύπλιο λίγες μέρες μετά την κηδεία της Κλυταιμνήστρας. Πρώτη μέριμνα του Σπαρτιάτη βασιλιά ήταν νύχτα να στείλει την Ελένη στο παλάτι του Αγαμέμνονα για να την προφυλάξει από την πιθανή εκδικητική μανία κάποιου πατέρα που θα θελήσει να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του στην Τροία εξαιτίας της. Ωστόσο, είχε να αντιμετωπίσει και τα ανίψια του, τον Ορέστη και την Ηλέκτρα, τους οποίους δικαστήριο των Αργείων είχε καταδικάσει σε θάνατο με λιθοβολισμό, ώστε κανένας Αργείος να μην μολυνθεί από την επαφή με τα δύο αδέλφια. Στις ικεσίες των δύο αδελφών ο Μενέλαος στέκεται διστακτικός, πόσο μάλλον που σκέφτεται ότι με τον παραμερισμό του Ορέστη μπορεί να επεκταθεί η εξουσία του και στο Άργος. Η μόνη υπόσχεση που έδωσε ήταν να μεσολαβήσει στους Αργείους για να δείξουν επιείκεια, κάτι όμως που, την ώρα της δίκης, δεν έπραξε. Για να εκβιάσουν τον θείο τους, τα δύο αδέλφια και ο Πυλάδης συνωμοτούν για να σκοτώσουν την Ελένη, να βάλουν φωτιά στο παλάτι, να κρατήσουν όμηρο την Ερμιόνη. Στο δράμα δίνουν λύση οι θεοί που παίρνουν την Ελένη στους αιθέρες, όπου και θα ζει αθάνατη, δίνουν εντολή στον Ορέστη να μείνει εξόριστος στην Αρκαδία για ένα χρόνο, μετά να πορευτεί στην Αθήνα, όπου θα δικαστεί από τους θεούς και θα αθωωθεί, και τέλος να παντρευτεί την Ερμιόνη. Ο Μενέλαος σε όλα αυτά μένει παθητικός και άβουλος παρατηρητής, όπως περίπου τον είχε κατηγορήσει ο Αγαμέμνονας στην Ιλιάδα.
Και στην Ανδρομάχη ο ποιητής παρουσιάζει τον Μενέλαο κυνικό και αδίσταχτο να αποφασίζει τον θάνατο της Ανδρομάχης και του γιου της, όμως να δειλιάζει μπροστά στον γέροντα Πηλέα και να προφασίζεται αποστασίες γειτόνων του στη Σπάρτη, για να μπορέσει να φύγει από τη Φθία, εγκαταλείποντας την κόρη του Ερμιόνη.
Το τέλος του Μενέλαου
Ο Μενέλαος κέρδισε πολλά πλούτη, κανένα γιο όμως από την Ελένη, οπότε και κανένα διάδοχο. Την κόρη του Ερμιόνη, αν και ήταν αρραβωνιασμένη με τον εξάδελφό της Ορέστη από παιδιά, την έδωσε τελικά στον Νεοπτόλεμο, τον γιο του Αχιλλέα, στη Φθία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, την Ερμιόνη είχε παντρέψει ο Τυνδάρεος με τον Ορέστη και, για να κρατήσει τον λόγο του ο Μενέλαος, τη χώρισε και την έδωσε στον Νεοπτόλεμο. Μετά τον θάνατο του Νεοπτόλεμου στους Δελφούς, η Ερμιόνη ξαναγυρνά στον Ορέστη.
Αν και θα καταλήξει στα Ηλύσια πεδία, ωστόσο, πριν πεθάνει, βιώνει τη θλίψη από τα βάσανά του, τα προσωπικά του, του αδελφού του και των συντρόφων του και δηλώνει ότι θα έδινε τα δύο τρίτα της περιουσία του, φτάνει να ήξερε ότι οι σύντροφοί του στον πόλεμο είναι ακόμη ζωντανοί.
----------------------------
*Τα βότανα της Ελένης
Και τότε η Ελένη άλλα στοχάστηκε, του γιου του Κρόνου η κόρη·
κάποιο βοτάνι επήρε κι έριξε μες στο κρασί που επίναν,
ξαρρωστικό του πόνου, ανέχολο, λησμονικό της πίκρας·
μες στο κροντήρι σαν το σύσμιγαν και το 'πινε κανένας,
απ' την αυγή ως το βράδυ θα 'μενε με αδάκρυτα τα μάτια,
ακόμα κι αν τυχόν του πέθαιναν μητέρα και πατέρας,
το γιο του ακόμα για το αδέρφι του μπροστά του εκεί αν σκότωναν
με το χαλκό, και με τα μάτια του τα ίδια θωρούσε εκείνος.
Τέτοιας λογής βοτάνια φύλαγε θαματουργά η Ελένη,
ξαρρωστικά· τα 'χε απ' την Αίγυπτο, της Πολυδάμνας δώρο,
της γυναικός του Θώνα· αρίφνητα φυτρώνει η γης κει πέρα,
μισά ξαρρωστικά, αξεδιάλεχτα, μισά φαρμακωμένα.
Εκεί γιατρός είναι καθένας τους, και τους ανθρώπους όλους
περνούν στην τέχνη αυτή, τι η φύτρα τους απ' τον Παιήονα σέρνει.
**Ο Τηλέμαχος στο παλάτι του Μενέλαου και της Ελένης στη Σπάρτη
[Η Ελένη] Κάθισε απάνω σε θρονί που ᾽χε σκαμνί από κάτω,
κι έτσι με λόγια της γλυκά τον άντρα της ρωτούσε·
«Το ξέρουμε, θεόθρεφτε καλέ Μενέλαε, τώρα
ποια να ᾽ναι τ' αρχοντόπουλα στο σπίτι που μας ήρθαν;
Θα σφάλω τάχα ή, θα το βρω; Μα προνογά η ψυχή μου.
Γιατί δεν είδα ακόμα εγώ, ούτε άντρα ούτε γυναίκα,
-θάμπος με πιάνει να θωρώ- καθώς αυτός να μοιάζει
με τον Τηλέμαχο το γιο του ξακουστού Δυσσέα,
που σπίτι του τον άφησε βυζασταρούδι ακόμα,
όταν για μένα οι Αχαιοί την κακομοιριασμένη
ήρθαν στην Τροία, πρόθυμοι το αίμα τους να χύσουν».
Τότ' έτσι απάντησε ο ξανθός Μενέλαος και της είπε˙
«Έτσι όπως, φως μου, το θαρρείς κι εγώ το κρίνω τώρα.
Τέτοια κι εκείνου φαίνονταν τα πόδια του, τα χέρια
και των ματιών του οι αστραπές κι η κεφαλή κι η κόμη.
Και τώρα που θυμήθηκα κι είπα για το Δυσσέα,
όσους για μένα τράβηξε ταλαιπωριές και κόπους,
αυτού πικρά στο πρόσωπο τα δάκρυα του κυλούσαν
και σκέπασε τα μάτια του με τ' άλικό του ρούχο».
[…]
«Ω, θε μου, φίλου μου ακριβού στο σπίτι μου ήρθε ο γιος του,
που τράβηξε για χάρη μου ταλαιπωριές μεγάλες,
κι αυτόν απ' όλους έλεγα πιο πάνω ν' ανταμείψω
σαν έρθει, αν μες στα πέλαγα ο βροντολάλος Δίας
το γυρισμό μας χάριζε με τα γοργά καράβια.
Μια πόλη θα του χάριζα κι ένα παλάτι στ' Άργος
κι εδώ απ' το Θιάκι θα ᾽φερνα κι αυτόν με τ' αγαθά του,
το γιο του κι όλο το λαό, αδειάζοντας, μια πόλη
απ' όσες έχω ολόγυρα μες στην υποταγή μου.
Και τότε εδώ θα σμίγαμε συχνά πυκνά κι οι δυο μας,
κι άλλο δε θα μας χώριζε να ζούμε αγαπημένα,
πριν μας σκεπάσει το βαθύ σκοτάδι του θανάτου.
Μα κάποιος έμελλε θεός αυτά να τα φθονέσει,
κι αρνήθηκε το γυρισμό μόνο σ' αυτόν τον έρμο».
Είπε, και σ' όλους, άναψε τον πόθο να θρηνήσουν.
Έκλαιγε η θεογέννητη Αργίτισσα Ελένη,
έκλαιγε κι ο Τηλέμαχος κι ο ξακουστός Μενέλαος,
(Οδ. δ 136-154, 169-185)