I. Γενικά
Η διαιτησία, δημόσια ή ιδιωτική, ήταν ένας θεσμός πανελλήνιος. Ίσχυε στην Αθήνα όπως και σε πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, θεσμοί αντίστοιχοι της αθηναϊκής διαιτησίας συναντώνται στη Μικρά Ασία, κυρίως στην Έφεσο, και στα νησιά του Αιγαίου, με διαφορετικές επωνυμίες. Στη Στυμφαλία οι διαιτητές ονομάζονται συλλύται, στην Αρκεσίνη της Αμοργού, στη Μυτιλήνη και στη Θάσο διαλλακταί και στη Λάμψακο επιγνώμονες. Διαιτηταί όμως ήταν η πιο γνωστή επωνυμία και περιλάμβανε τόσο τους ιδιωτικούς όσο και τους δημόσιους διαιτητές. Οι δημόσιοι διαιτητές ονομάζονταν επίσης «διαιτηταί αιρετοί» ή «κληρωτοί».
Διαιτηταί συναντώνται και στον ελληνιστικό κόσμο, με τη διαφορά ότι οι αλεξανδρινοί διαιτηταί ήταν κοινοί τακτικοί δικαστές. Προφανώς η ονομασία τους πέρασε από τη διαιτητική δικαιοσύνη στην τακτική δικαιοσύνη της πόλης της Αλεξάνδρειας.
Πλην της ιδιωτικής και της δημόσιας διαιτησίας υπήρχε και η διεθνής διαιτησία, θεσμός ιδιαίτερα σημαντικός στις σχέσεις μεταξύ δύο πόλεων. Οι ελληνικές πόλεις πραγματοποιούσαν επίσης μεταξύ τους συμφωνίες (σύμβολα) και σε θέματα δικαστικής προστασίας των πολιτών τους.
Από τον 3ο π.Χ. αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο προσκλήσεως ξένων δικαστών/διαιτητών από μια πόλη σε άλλη συνήθως για να βοηθήσουν στη διεκπεραίωση πολλών συσσωρευμένων υποθέσεων. Έχουν βρεθεί πολλές επιγραφές με τιμητικά ψηφίσματα για τους δικαστές που βοήθησαν και συνήθως βλέπουμε να είναι δύο ή τρεις δικαστές/διαιτητές με ένα γραμματέα. Επίσης όταν ανέκυπταν διαφορές μεταξύ δύο πόλεων ή μεταξύ μιας πόλεως και ενός ιδιώτη, η υπόθεση παραπεμπόταν στο δικαστήριο μιας τρίτης πόλεως. Ένα θέμα που απασχόλησε τους ιστορικούς του αρχαίου ελληνικού δικαίου ήταν το πότε εμφανίστηκε ο θεσμός της διαιτησίας και αν προηγήθηκε ή όχι της πολιτειακής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με την εξελικτική θεωρία της δικαιοσύνης, που είχε διατυπώσει ο Jhering και είχε ιδιαίτερη απήχηση στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η «ιδιωτική» δικαιοσύνη προηγήθηκε της πολιτειακής. Η άποψη αυτή δημιούργησε κάποια σύγχυση, διότι «σύστημα ιδιωτικής δικαιοσύνης» δεν υπήρξε ποτέ.
Με βάση τη θεωρία αυτή επικρατούσε η άποψη ότι η πολιτειακή δικαιοσύνη προήλθε από τη διαιτησία. Δηλαδή η διαιτησία και η απονομή της δικαιοσύνης από όργανα της πολιτείας ήταν δύο στάδια στην πορεία της απονομής της δικαιοσύνης που το ένα διαδέχθηκε το άλλο και προηγήθηκε η διαιτητική δικαιοσύνη. Η θεωρία ότι η διαιτησία υπήρξε πρόδρομος της πολιτειακής δικαιοσύνης αμφισβητήθηκε. Υποστηρίχθηκε, ορθά, η άποψη ότι η διαιτησία και η πολιτειακή δικαιοσύνη συνυπήρξαν χρονικά. Ήταν δύο διαφορετικές μορφές επίλυσης διαφορών με πολλά κοινά σημεία, αλλά παρέμειναν πάντοτε δύο παράλληλες διαδικασίες.
II. Η λειτουργία της διαιτησίας
Μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας διαιτησίας υπήρχαν πολλά κοινά σημεία, αλλά και αρκετές σημαντικές διαφορές. Δημόσιοι και ιδιωτικοί διαιτητές είχαν το ίδιο όνομα και η απόφαση που εξέδιδαν ονομαζόταν και στις δύο περιπτώσεις «δίαιτα». Στον ιδιωτικό διαιτητή, δηλαδή σ’ έναν αμερόληπτο τρίτο, κατέφευγαν συνήθως δύο πρόσωπα προκειμένου να επιλύσουν μια ιδιωτική τους διαφορά. Οι δημόσιοι όμως διαιτητές αποτελούσαν ένα δημόσιο θεσμό και είχαν δικαιοδοσία για πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Οι ιδιωτικοί διαιτητές επιλέγονταν ελεύθερα από τους ενδιαφερόμενους, συνήθως από το φιλικό και συγγενικό κύκλο, και μπορούσαν να είναι Αθηναίοι πολίτες, μέτοικοι ή ξένοι. Η ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να ορισθεί κάποιος ιδιωτικός διαιτητής. Αντίθετα, η επιλογή των δημόσιων διαιτητών δεν ήταν ελεύθερη. Δημόσιοι διαιτητές ορίζονταν υποχρεωτικά μόνο Αθηναίοι πολίτες που περιλαμβάνονταν σ’ ένα συγκεκριμένο ετήσιο κατάλογο.
Το έργο της διαιτησίας (δημόσιας ή ιδιωτικής) πραγματοποιείτο σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο ήταν αυτό της απόπειρας συμφιλίωσης των δύο αντίθετων μερών (διαλλάττειν, διαλύειν) και το δεύτερο στάδιο αυτό της επίλυσης της διαφοράς, αν η απόπειρα συμφιλίωσης αποτύγχανε.
Έργο του διαιτητή ήταν να οδηγήσει τα δύο μέρη σε διακανονισμό και, αν ήταν εξουσιοδοτημένος, να εκδώσει ο ίδιος απόφαση. Στην περίπτωση του ιδιωτικού διαιτητή η εξουσιοδότηση έπρεπε να προέρχεται από τα δύο αντίδικα μέρη τα οποία συμφωνούσαν γραπτά η προφορικά εκ των προτέρων.
Στην περίπτωση του δημόσιου διαιτητή, η εξουσιοδότηση προερχόταν από την ίδια την πόλη.
Η απόφαση των διαιτητών (δίαιτα) είχε δυο πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:
α) μπορούσε να μην ακολουθεί αυστηρά τους κανόνες του δικαίου, σε αντίθεση με τη δικαστική απόφαση και
β) έπρεπε να γίνει αποδεκτή και από τα δύο μέρη, για να έχει ισχύ και να καταστεί έτσι τελεσίδικη.
Στην ιδιωτική διαιτησία, τα δύο μέρη δεσμεύονταν εκ των προτέρων να σεβαστούν (ἐμμένειν) την απόφαση του διαιτητού (δίαιτα). Η διαιτητική απόφαση με τον τρόπο αυτό καθίστατο οριστική και χωρίς δυνατότητα εφέσεως, παραπομπής δηλαδή στα τακτικά δικαστήρια. Συνεπώς καθίστατο τελεσίδικη και εκτελεστή, όπως και μια απόφαση δικαστηρίου.
Στη δημόσια διαιτησία, όταν η απόφαση γινόταν αποδεκτή και από τα δυο μέρη, καθίστατο επίσης τελεσίδικη. Αν όμως δεν γινόταν αποδεκτή και ασκείτο έφεση, τότε η υπόθεση δικαζόταν από τα τακτικά δικαστήρια. Στην περίπτωση αυτή το έργο ίου δημόσιου διαιτητή μπορεί να συγκριθεί με το ανακριτικό έργο που διενεργούσαν οι αξιωματούχοι πριν να εισαγάγουν μια υπόθεση στο δικαστήριο.
Α. Η δημόσια διαιτησία
Η εισαγωγή της αρχής των δημόσιων διαιτητών, όπως και η εισαγωγή της αρχής των Τεσσαράκοντα, αποσκοπούσε κυρίως στην απαλλαγή του δικαστηρίου της Ηλιαίας από τη συσσώρευση μεγάλου αριθμού υποθέσεων, ιδίως κάποια εποχή που φαίνεται ότι υπήρξε υπερβολικός φόρτος εργασίας. Η επίλυση περισσότερων, κατά το δυνατόν, ιδιωτικών διαφορών από τα δύο αυτά δικαστικά σώματα είχε επίσης το πλεονέκτημα (τόσο για την πόλη όσο και για τους διαδίκους) ότι παρέκαμπτε την πολύπλοκη και δαπανηρή απονομή της δικαιοσύνης από τα ηλιαστικά δικαστήρια.
Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις μεταξύ των ιστορικών για το χρόνο εισαγωγής του θεσμού της δημόσιας διαιτησίας, αν δηλαδή ο θεσμός εισήχθη στην Αθήνα το 453 π.Χ. ή αργότερα, περί το 403 π.Χ. (που είναι και η κρατούσα άποψη), διότι για το διάστημα αυτού του μισού περίπου αιώνα δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες.
Η κρατούσα άποψη συνδυάζει την εμφάνιση του θεσμού των δημοσίων διαιτητών με την εμφάνιση του θεσμού των Τεσσαράκοντα. Είναι πιθανόν οι «δικασταί κατά δήμους» ως περιοδεύοντες δικαστές από δήμο σε δήμο να κάλυπταν αρχικά οι ίδιοι το έργο που αργότερα ανέλαβαν οι διαιτητές. Όταν τα τριάντα μέλη των δικαστών κατά δήμους σταμάτησαν να περιοδεύουν, αυξήθηκαν κατά δέκα μέλη και εξελίχθηκαν σε «αρχή» της πόλης με το όνομα Τεσσαράκοντα, τότε παρατηρείται μια απόλυτα συγχρονισμένη και άμεση συνεργασία τους με το σώμα των δημοσίων διαιτητών. Οι Τεσσαράκοντα παρελάμβαναν και προανέκριναν υποθέσεις τις οποίες στη συνέχεια μεταβίβαζαν - αν χρειαζόταν - στους διαιτητές. Αν σε κάποια διαιτητική απόφαση ασκείτο έφεση, η υπόθεση επέστρεφε στους Τεσσαράκοντα και αυτοί την εισήγαν στο δικαστήριο. Αυτή όλη η συνεργασία δείχνει ότι είναι πολύ πιο πιθανή η εκδοχή να θεσπίστηκαν συγχρόνως οι δύο αρχές, αυτή των δημοσίων διαιτητών και η νέα αρχή των Τεσσαράκοντα.
Κάθε Αθηναίος πολίτης, που δεν είχε στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, τον τελευταίο χρόνο της στρατεύσιμης ηλικίας του, δηλαδή στην ηλικία των εξήντα ετών, ήταν υποχρεωμένος από το νόμο να υπηρετήσει για ένα χρόνο ως δημόσιος διαιτητής.
Οι ικανοί να φέρουν όπλα Αθηναίοι είχαν υποχρέωση επί σαράντα δύο χρόνια (από το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους έως το εξηκοστό) να παρέχουν στην πόλη τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες σε περίπτωση πολέμου. Από τα σαράντα δύο αυτά χρόνια, τα δύο πρώτα (18-20 ετών) υπηρετούσαν την «εφηβεία» τους (είδος στρατιωτικής εκπαίδευσης) και το τελευταίο υπηρετούσαν ως διαιτητές. Οι πολίτες των δεκαοκτώ έως εξήντα ετών ήταν διαιρεμένοι σε σαράντα δύο σειρές (κλάσεις) ανάλογα με την ηλικία τους. Όταν κηρυσσόταν πόλεμος, η επιστράτευση μέχρι το δεύτερο περίπου ήμισυ του 4ου π.Χ. αιώνα ήταν είτε γενική (πανδημεί) είτε μερική, βάσει καταλόγου κατά περίπτωση (εκ καταλόγου). Από το δεύτερο ήμισυ του 4ου π.Χ. αιώνα (πριν από τη μάχη της Μαντινείας το 362 π.Χ.) η επιστράτευση άρχισε να γίνεται κατά ηλικίες (ἐν τοῖς ἐπωνύμοις). Δηλαδή καλείτο ένα αριθμός σειρών χωρίς καμιά επιλογή, καλούνταν για παράδειγμα οι σειρές της ηλικίας των είκοσι έως τριάντα ετών ή των τριάντα έως τριάντα πέντε κ.λπ.. Σε εκστρατείες έξω από τα σύνορα της Αττικής καλούνταν μόνο οι σειρές των είκοσι έως πενήντα ετών. Οι υπόλοιποι χρησίμευαν για την άμυνα κυρίως της Αττικής.
Καθεμία από τις σαράντα δύο σειρές ηλικιών (κλάσεις) που υπήρχαν στην Αθήνα ξεχώριζε από τις υπόλοιπες με το όνομα ενός από τους σαράντα δύο «επωνύμους ήρωες των ηλικιών». Κάθε νέα σειρά, που ήταν αυτή των νέων εφήβων των δεκαοκτώ ετών, έπαιρνε το διαθέσιμο όνομα του επωνύμου ήρωα, που ήταν εκείνο της τελευταίας σειράς των διαιτητών. Το όνομα δηλαδή του επωνύμου ήρωα της σειράς των διαιτητών που τελείωναν τη θητεία τους ήταν διαθέσιμο για τους ενηλικιούμενους νέους Αθηναίους πολίτες, που εγγράφονταν στους καταλόγους του δήμου και άρχιζαν την θητεία της «εφηβείας» τους.
Την εποχή του Αριστοτέλη οι κατάλογοι των εφήβων χαράσσονταν επάνω σε χάλκινες στήλες και τοποθετούνταν μπροστά από το Βουλευτήριο. Δηλαδή, υπήρχαν στο σημείο εκείνο σαράντα δύο χάλκινες στήλες, μία για κάθε έτος ηλικίας (18-60), που περιλάμβαναν τα ονόματα όλων των Αθηναίων που ήταν ικανοί να υπηρετήσουν στο στρατό.
Τα ονόματα κάθε στήλης είχαν στην αρχή το όνομα του επωνύμου άρχοντα και επίσης το όνομα του «επωνύμου ήρωα των ηλικιών». Όταν παρίστατο ανάγκη επιστράτευσης, αρκούσε να κληθούν με βάση το όνομα του επωνύμου ήρωα (ἐν τοῖς ἐπωνύμοις), που σήμαινε ότι καλούνταν όλοι όσοι ήταν γραμμένοι στη στήλη που έφερε το όνομά του. Αυτοί οι «επώνυμοι ήρωες των ηλικιών», εκτός από την πρόσκληση για επιστράτευση, χρησίμευαν και για την ανάδειξη των δημοσίων διαιτητών κάθε έτους. Οι Αθηναίοι δηλαδή που ήταν γραμμένοι στην τελευταία, την 42η χάλκινη στήλη, αποτελούσαν αυτοδίκαια τον κατάλογο των δημοσίων διαιτητών.
Έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για την ακριβή ηλικία των διαιτητών, αν δηλαδή διήνυαν το 59ο ή το 60ο έτος της ηλικίας τους. Η υπηρεσία των Αθηναίων ως διαιτητών σηματοδοτούσε την έξοδό τους από τη στρατεύσιμη περίοδο των σαράντα δύο χρόνων. Επομένως, το θέμα συνδέεται με τον ακριβή χρόνο ενηλικίωσης και πρώτης εγγραφής των Αθηναίων στο ληξιαρχικόν γραμματείον του δήμου και στους καταλόγους των εφήβων. Αν δεχτούμε ότι η εγγραφή λάμβανε χώρα όταν διένυαν το 17ο προς το 18ο έτος της ηλικίας τους, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι και οι διαιτητές αντίστοιχα θα έπρεπε να είχαν συμπληρώσει το 59ο έτος της ηλικίας τους. Αν δεχτούμε ότι η εγγραφή των νέων γινόταν όταν διένυαν το 18ο προς το 19ο έτος της ηλικίας τους, τότε και οι διαιτητές ανάλογα είχαν συμπληρώσει το 60ο της ηλικίας τους.
Σε περίπτωση αρνήσεως κάποιου Αθηναίου να υπηρετήσει ως διαιτητής προβλεπόταν η ποινή της ατιμίας. Εξαιρούνταν από την υπηρεσία αυτή μόνο όσοι την ίδια αυτή χρονική περίοδο είχαν αναλάβει κάποιο δημόσιο αξίωμα ή έλειπαν από την Αθήνα για δημόσια υπόθεση (πόλεμο, αποστολή με πρεσβεία κτλ.).
Οι δημόσιοι διαιτητές φαίνεται ότι στην αρχή του έτους διαιρούνταν σε δέκα τμήματα, ώστε να αντιστοιχεί ένα τμήμα σε καθεμία από τις δέκα φυλές. Έτσι, κάθε φυλή είχε τους δικούς της διαιτητές για όλη τη διάρκεια του έτους. Η εγγραφή ενός διαιτητή στο τμήμα μιας φυλής ήταν τυχαία και ανεξάρτητη από την καταγωγή του. Η φυλή και το τμήμα των διαιτητών της είχε σημασία μόνο για τον εναγόμενο. Κάθε υπόθεση υπαγόταν υποχρεωτικά στους διαιτητές της φυλής του εναγομένου. Ο ορισμός ενός από τους διαιτητές του τμήματος της φυλής που θα αναλάμβανε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση γινόταν με κλήρωση που διενεργούσαν οι Τεσσαράκοντα.
Σε επιγραφές του 4ου αιώνα π.Χ. (371-325 π.Χ.) έχουν διασωθεί κατάλογοι με ονόματα διαιτητών. Ένας κατάλογος διαιτητών του έτους 325 π.Χ. περιλαμβάνει 103 ονόματα. Αν και ο MacDowell σχολιάζει ότι ο αριθμός αυτός ήταν μικρός, οι άνω των εξήντα ετών Αθηναίοι δεν πρέπει να αποτελούσαν μικρό αριθμό, διότι αλλιώς για ποιο λόγο χωριζόταν ο κατάλογος των διαιτητών σε δέκα τμήματα, ένα για κάθε φυλή; Ένας μικρός αριθμός ατόμων δεν υπήρχε λόγος να χωριστεί σε δέκα τμήματα, πολλώ μάλλον που η υπαγωγή ενός διαιτητή σε ένα ορισμένο τμήμα δεν αφορούσε τη σχέση του ίδιου με τη φυλή που ανήκε, αλλά τη σχέση του εναγομένου με τη φυλή.
Η αποζημίωση των διαιτητών ήταν μία δραχμή ανά αντίδικο την ημέρα. Αν λόγω αναβολής απαιτούνταν επιπλέον ημέρες, καταβαλλόταν μία ακόμη δραχμή για κάθε επιπλέον ημέρα.
Ο θεσμός των δημοσίων διαιτητών λειτουργούσε σε συνδυασμό με τους Τεσσαράκοντα. Δημόσιοι διαιτητές και Τεσσαράκοντα δίκαζαν ίδιας φύσεως υποθέσεις. Στη δικαιοδοσία των Τεσσαράκοντα υπάγονταν οι ιδιωτικές διαφορές πολιτών, μετοίκων και ξένων που η αξία του επιδίκου αντικειμένου δεν υπερέβαινε τις δέκα δραχμές. Αν τις υπερέβαινε, ήταν υποχρεωμένοι να παραπέμψουν την υπόθεση σε δημόσιο διαιτητή. Οι υποθέσεις μοιράζονταν στους διαιτητές κάθε φυλής από τους Τεσσαράκοντα με κλήρο. Επομένως, οι δημόσιοι διαιτητές εξέταζαν τις ίδιες υποθέσεις που ενέπιπταν στην αρμοδιότητα των Τεσσαράκοντα, αν η αξία του επιδίκου αντικειμένου ήταν ανώτερη των δέκα δραχμών. Από τις ιδιωτικές διαφορές, που τον 4ο π.Χ. αιώνα υπάγονταν στη δημόσια διαιτησία, εξαιρούνταν οι έμμηναι δίκαι και οι διαδικασία που αφορούσαν κυρίως κληρονομικές υποθέσεις, και υπάγονταν στα «τακτικά» δικαστήρια, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή άποψη.
Ο αρμόδιος διαιτητής, αυτός της φυλής του εναγομένου, όταν μια υπόθεση έφθανε ενώπιον του, όφειλε να ακούσει και τα δύο αντίδικα μέρη (ίσχυε δηλαδή η «αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως» που ισχύει και σήμερα) και στη συνέχεια έκανε προσπάθεια συμβιβασμού και συμφιλίωσης των αντιδίκων μερών. Αν αποτύγχανε το στάδιο αυτό της συμβιβαστικής λύσης της διαφοράς, τότε καθόριζε την ημέρα που θα ανακοίνωνε την απόφασή του. Αν κάποιο από τα μέρη είχε κώλυμα την ημέρα εκείνη, μπορούσε να εγείρει ένσταση και να ζητήσει αναβολή.
Η απόφαση του διαιτητή, εφόσον γινόταν δεκτή, καθίστατο τελεσίδικη. Στη συνέχεια ο διαιτητής γνωστοποιούσε την απόφασή του και μεταβίβαζε ολόκληρο το «φάκελο» της υπόθεσης, όπως θα λέγαμε σήμερα, στους Τεσσαράκοντα, συγκεκριμένα στην ομάδα των τεσσάρων δικαστών της φυλής του εναγομένου. Στο «φάκελο», δηλαδή σε ένα είδος κιβωτίου ή πήλινου δοχείου (ἐχίνος), τοποθετείτο, για κάθε διάδικο χωριστά, όλο το σχετικό με την υπόθεση υλικό, δηλαδή η απόφαση καθώς και τα πρακτικά της ακρόασης. Ο διαιτητής που είχε χειριστεί την υπόθεση δεν κρατούσε το «φάκελο», γιατί η ετήσια θητεία του σύντομα θα έληγε, ενώ οι Τεσσαράκοντα αποτελούσαν μία μόνιμη αρχή που προφανώς διατηρούσε αρχείο των υποθέσεων.
Η επικοινωνία μεταξύ των δύο σωμάτων είναι εμφανής: οι Τεσσαράκοντα όριζαν το διαιτητή και ο διαιτητής που επέλυε τη διαφορά έστελνε το «φάκελο» της υπόθεσης πίσω στους Τεσσαράκοντα.
Στην περίπτωση που η διαιτητική απόφαση δεν γινόταν δεκτή από τα αντίδι- κα μέρη, τότε ο διαιτητής έπρεπε και πάλι να διαβιβάσει όλο το υλικό (έγγραφα, μαρτυρίες, καθώς και την απόφαση που δεν έγινε δεκτή) στο σώμα των τεσσάρων δικαστών της φυλής του εναγομένου. Οι τελευταίοι εισήγαν την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου της Ηλιαίας και προήδρευαν σ’ αυτό.
Το δικαστήριο της Ηλιαίας συγκροτείτο από 201 ή 401 δικαστές, ανάλογα με τη σπουδαιότητα και την αξία του επιδίκου αντικειμένου (201 δικαστές για αντικείμενα έως 1000 δραχμές και 401 δικαστές για αντικείμενα πάνω από 1000 δραχμές).
Εφόσον είχε ασκηθεί έφεση κατά της διαιτητικής απόφασης, η υπόθεση στο δικαστήριο δεν κρινόταν εκ νέου, αλλά κρινόταν πλέον κατ’ ουσίαν. Αυτό σήμαινε ότι το πρώτο στάδιο της αποτυχημένης συμφιλίωσης ή της μη δεκτής διαιτητικής απόφασης μαζί με το δεύτερο στάδιο της εκδικάσεως στο δικαστήριο αποτελούσαν ένα όλον. Το δικαστήριο της Ηλιαίας που θα δίκαζε μια τέτοια υπόθεση δεν άρχιζε εκ νέου τη διαδικασία. Οι αντίδικοι δεν μπορούσαν να παρουσιάσουν άλλες μαρτυρίες ή να επικαλεστούν άλλους νόμους, παρά μόνο ό, τι υπήρχε στο «φάκελο» που είχε διαβιβαστεί από το διαιτητή. Η υπόθεση τελεσιδικούσε με την απόφαση του δικαστηρίου της Ηλιαίας.
Όσο για τη συμπεριφορά των διαιτητών έπρεπε να είναι δίκαιη και νόμιμη, διότι προβλεπόταν ο αυστηρός έλεγχός της. Όποιος θεωρούσε ότι αδικήθηκε από την απόφαση ενός διαιτητή, είχε τη δυνατότητα να στραφεί εναντίον του με την αυστηρή διαδικασία της εισαγγελίας.
Β. Ο διαιτητικός νόμος και η ιδιωτική διαιτησία
Στον κατά Μειδίου λόγο του Δημοσθένη, ο οποίος αφορά μια δημόσια διαιτησία, έχει παρεμβληθεί ένας νόμος, «ό των διαιτητών νόμος», που αναφέρεται στην ιδιωτική διαιτησία. Λόγω συγχύσεως μεταξύ των δύο μορφών διαιτησίας πιθανότατα, παρεμβλήθηκε από κάποιον γραφέα μεταγενέστερης ενδεχομένως εποχής.
Ο νόμος είχε ως εξής: «Εάν κάποιοι έχουν μία διαφορά ο ένας κατά του άλλου σχετική με κάποιες ιδιωτικές συμφωνίες και αν θέλουν να επιλέξουν έναν οποιονδήποτε διαιτητή, να τους επιτρέπεται να επιλέξουν αυτόν που θέλουν ως διαιτητή. Όταν τον επιλέξουν από κοινού, πρέπει, σύμφωνα με τη συμφωνία τους, να σεβαστούν την απόφαση που θα πάρει και να μη μεταφέρουν την ίδια υπόθεση ενώπιον κάποιου άλλου δικαστηρίου καταφεύγοντας σε αγωγή (δηλαδή να μην ασκήσουν έφεση στο δικαστήριο), αλλά η απόφαση του διαιτητή να παραμείνει κυρία (δηλαδή τελεσίδικη)».
Στο κείμενο του πιο πάνω νόμου υπάρχουν πολλές γλωσσικές δυσκολίες, που δεν επιτρέπουν να τον χρονολογήσουμε στον 4ο π.Χ. αιώνα. Ορισμένοι γραμματικοί τύποι και εκφράσεις παραπέμπουν σε κείμενο μεταγενέστερης εποχής και συγκεκριμένα της ελληνιστικής. Ειδικότερα:
α) ο ρηματικός τύπος μενέτωσαν (μενέτωσαν ἐν τοῖς ὑπό τούτου διαγνωσθεῖσι) του ρήματος μένειν είναι ο ελληνιστικός τύπος μιας μεταγενέστερης μορφής της προστακτικής. Στην Αθήνα του 4ου π.Χ. αιώνα θα έγραφαν μενόντων. Ακόμη ο τύπος μένειν ἐν τοῖς, δηλαδή η σύνταξη του μένειν με δοτική είναι επίσης ελληνιστικός. Ο τύπος του 4ου π.Χ. αιώνα θα ήταν ἐμμένειν με δοτική.
β) στην ίδια πιο πάνω πρόταση χρησιμοποιείται ο τύπος διαγνωσθεῖσι αντί του γνωσθεῖσι.
γ) ο ρηματικός τύπος μεταφερέτωσαν (μεταφερέτωσαν ἀπό τούτου ἐφ’ ἕτερον δικαστήριον) έχει επίσης την ελληνιστική κατάληξη -έτωσαν. Αλλά και ολόκληρη η έκφραση μεταφερέτωσαν ἀπό τούτου ἐφ’ ἕτερον δικαστήριον δεν αποτελεί τη σωστή νομική ορολογία και δείχνει κάποιον που δεν γνωρίζει το μηχανισμό της έφεσης. Το ορθό θα ήταν ἐφιέναι ἡ ἔφεσις οὐκ ἔξεστι.
δ) στην ίδια προαναφερόμενη έκφραση, ἀπό τούτου ἐφ’ ἕτερον δικαστήριον, η λέξη «ἕτερον» χρησιμοποιείται μάλλον με μια επιρρηματική έννοια, δηλαδή του επιπλέον δικαστηρίου, και όχι με την έννοια «σε ένα άλλο δικαστήριο»,
ε) προκειμένου για την απόφαση του διαιτητού, αναγράφεται τα κριθέντα αντί για το ορθό δίαιτα, όπως ονομάζεται η διαιτητική απόφαση.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το κείμενο είναι μεταγενέστερο και παρεμβλήθηκε στο δημοσθενικό κείμενο με τις αλλοιώσεις της εποχής του, αλλά βέβαια αυτό δεν θίγει την αξία του σ’ ό, τι αφορά το περιεχόμενό του.
Επομένως, μπορεί κανείς να συγκροτήσει από το κείμενο την αρχή ότι μια υπόθεση μπορούσε να κριθεί από ιδιωτικούς δικαστές και, εφόσον οι διάδικοι δεσμεύονταν να σεβαστούν την απόφαση του διαιτητή, η υπόθεση έκλεινε οριστικά, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα έφεσης.
Η συμφωνία των αντιδίκων μερών μπορούσε να είναι γραπτή ή προφορική και η επίλυση της διαφοράς τους να ανατεθεί σε έναν ή περισσότερους διαιτητές της επιλογής τους, που θεωρούσαν πρόσωπα αμερόληπτα.
Τα στάδια της διαδικασίας φαίνεται πως ήταν δυο, τόσο στην δημόσια όσο και στην ιδιωτική διαιτησία, όπως προκύπτει από μια μαρτυρία του Ισαίου, δηλαδή ο διαιτητής όφειλε πρώτα να προβεί σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης (διαλλαγής) και κατόπιν, εφόσον αποτύγχανε στην προσπάθειά του αυτή, προέβαινε στην επίλυση της διαφοράς απαγγέλλοντας την απόφασή του.
Στο δεύτερο στάδιο, και πριν ν’ απαγγείλει την απόφασή του, ο διαιτητής έδινε όρκο, αν και τα σχετικά με την ιδιωτική διαιτησία κείμενα δεν κάνουν αναφορά σε ρητή ορκοδοσία. Πάντως, η διαιτητική διαδικασία, λόγω του πιο προσωπικού της χαρακτήρα, διεξαγόταν «κεκλεισμένων των θυρών» και λάμβανε χώρο συνήθως σε ιερά.
Εκείνο όμως που είχε ιδιαίτερη σημασία στη διαιτησία ήταν να συμφωνήσουν οι διάδικοι να σεβαστούν την απόφαση του διαιτητή. Το γεγονός αυτό έδινε στο διαιτητή μια σχετική ελευθερία. «Μόνο αν οι διάδικοι μας επιτρέψουν να αποφασίσουμε για το συμφέρον όλων», είπαν οι διαιτητές στον «Περί Μενεκλέους κλήρου» του Ισαίου, «θα προβούμε στη διαιτησία». Επομένως, οι διαιτητές δεν δέχονταν την εντολή να διαιτητεύσουν, αν δεν ήταν βέβαιοι ότι η προς το συμφέρον όλων απόφασή τους θα γινόταν σεβαστή και επομένως θα μπορούσε να είναι εκτελεστή. Η αναφορά στο «συμφέρον όλων» δείχνει πως, αν δεν είχαν την εκ των προτέρων συναίνεση των μερών, η απόφασή τους θα έπρεπε να ακολουθήσει πιστά το νόμο, ενώ με την πρότερη συναίνεσή τους άφηναν στο διαιτητή το περιθώριο να μην ακολουθήσει στενά το γράμμα του νόμου και αυτό ήταν προς το συμφέρον τους.
Ο διαιτητής με τον όρκο του δεν υποσχόταν να δικάσει μόνο με βάση τους νόμους της πόλης, αλλά «τά δίκαια διαγνῶναι». Η διαιτητική διαδικασία μπορούσε επομένως να ξεφύγει από το στενό γράμμα του νόμου και οι διαιτητές μπορούσαν και όφειλαν να δικάζουν με επιείκεια. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που, κατά τον Αριστοτέλη, οι Αθηναίοι θα έπρεπε να προτιμούν την επίλυση μιας διαφοράς τους από διαιτητή παρά από τους δικαστές, διότι ο διαιτητής «τό ἐπιεικές ὁρᾷ». Προφανώς στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης αναφέρεται στους ιδιωτικούς διαιτητές. Αυτό δεν σήμαινε ότι οι διαιτητές δίκαζαν με γνώμονα την επιείκεια, αλλά ότι δίκαζαν με βάση τις αρχές τις δικαιοσύνης, με βάση το περί δικαίου αίσθημα της συλλογικής συνείδησης των πολιτών, και αυτό τους επέτρεπε να μην ακολουθούν αυστηρά το γράμμα του νόμου, όσο αυτό ασφαλώς ήταν δυνατόν.
Βέβαια, η διαιτητική διαδικασία μπορούσε να μην ακολουθήσει πιστά και ορισμένους δικονομικούς κανόνες, όπως για παράδειγμα την σειρά των αγορεύσεων ενάγοντος και εναγομένου. Ο διαιτητής, στους Επιτρέποντες του Μενάνδρου, δίνει το λόγο πρώτα στον Σμικρίνη που ήταν εναγόμενος. Νομίζω ότι μπορούμε να επαναλάβουμε αυτό που χαρακτηριστικά, αλλά με κάποια δόση υπερβολής βέβαια, ανέφερε ο Louis Gemet για τους δημόσιους διαιτητές, ότι δηλαδή η διαιτησία ήταν η παραβίαση του νόμου.
III. Η φύση της διαιτησίας
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι η διαιτητική δικαιοσύνη διατήρησε πολλά στοιχεία από την απονομή της δικαιοσύνης της αρχαϊκής περιόδου. Ανάμεσα στα στοιχεία αυτά είναι ο όρκος των διαιτητών και δύο από τα αποδεικτικά μέσα, ο όρκος και η μαρτυρική κατάθεση των δούλων, η οποία έπρεπε να γίνει κατόπιν βασανισμού.
Α. Ο όρκος των δημοσίων διαιτητών
Ο Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτεία αναφερόμενος γενικά στις ορκοδοσίες κάνει λόγο για έναν «λίθο» επί ίου οποίου ορκίζονταν οι δημόσιοι διαιτητές πριν να ανακοινώσουν την απόφασή τους. Δηλαδή οι δημόσιοι διαιτητές δεν έδιναν όρκο όταν αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους, όπως γινόταν με τους δικαστές της Ηλιαίας, αλλά ορκίζονταν πριν από την πιο σοβαρή στιγμή της διαδικασίας, τότε που έπρεπε να «κρίνουν» την υπόθεση απαγγέλλοντας την απόφασή τους. Ο όρκος επομένως αποτελούσε ένα θρησκευτικό εχέγγυο της εγκυρότητας της απόφασής τους. Αυτή είναι μια απόδειξη διατήρησης στοιχείων από την αρχαϊκή απονομή ιης δικαιοσύνης στη διαιτησία του 4ου π.Χ. αιώνα, η οποία αποτελούσε διαδικασία παράλληλη της πολιτειακής δικαιοσύνης.
Β. Τα αποδεικτικά μέσα στη διαιτησία (δημόσια και ιδιωτική)
Στοιχεία που διατηρήθηκαν από την αρχαϊκή απονομή της δικαιοσύνης βρίσκουμε και στην αποδεικτική διαδικασία της διαιτησίας. Το σύστημα των αποδείξεων παρουσιάζει μια εξελικτική πορεία από τα αρχαϊκά προς τα κλασικά χρόνια. Διαπιστώνεται ότι ο διαιτητής του 4ου π.Χ. αιώνα εκτιμούσε πλέον ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις μαρτυρίες, τα έγγραφα, αλλά και τους ίδιους τους νόμους. Σε δύο όμως αποδεικτικά μέσα είναι εμφανή τα ίδια χαρακτηριστικά της αρχαϊκής δικαιοσύνης. Δηλαδή, ο διαιτητής δεν μπορούσε να εκτιμήσει ελεύθερα τον όρκο και τη μαρτυρία των δούλων, ακριβώς διότι τα δύο αυτά αποδεικτικά μέσα διατήρησαν μια αδιαμφισβήτητη αποδεικτική δύναμη, ίδια με αυτήν που είχαν στην αρχαϊκή απονομή της δικαιοσύνης.
Στον όρκο ακολουθείτο πρώτα η διαδικασία της «πρόκλησης». Ερωτάτο (προκαλείτο) ο αντίδικος αν επιθυμούσε να δώσει όρκο («Επιθυμείς να ορκιστείς;»). Στην «τακτική» δικαιοσύνη η άρνηση σε μια τέτοια πρόκληση για ορκοδοσία είχε αντίκτυπο μόνο σε ψυχολογικό επίπεδο, δηλαδή θα είχε ενδεχομένως επίπτωση στην κρίση και απόφαση των δικαστών. Ενώπιον όμως των διαιτητών η άρνηση αυτή αποτελούσε αυτόματη ομολογία, που έδινε το προβάδισμα στον αντίπαλο.
Αν ο αντίδικος δεχόταν την πρόκληση και έδινε όρκο, τότε οι ισχυρισμοί του γίνονταν υποχρεωτικά δεκτοί και ο διαιτητής δεν εξέταζε την υπόθεση στην ουσία της, εφόσον ο όρκος θεωρείτο επιβεβαίωση ακριβώς της αλήθειας των ισχυρισμών του.
Για το βασανισμό των δούλων απαιτείτο ομοίως μια «πρόκλησις εις βάσανον», δηλαδή ερώτηση εκ μέρους του αντιδίκου προς τον κύριο του δούλου, αν επιθυμούσε να προσφέρει το δούλο του προς βασανισμό για να καταθέσει. Στις υποθέσεις ενώπιον της «τακτικής» δικαιοσύνης η πρόκληση εκ μέρους του διαδίκου γινόταν εξωδικαστικά. Η απόδειξη που προέκυπτε κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα. Αντίθετα, στη διαιτησία η «πρόκλησις», η ερώτηση προς τον κύριο του δούλου, λάμβανε χώρα ενώπιον του διαιτητού και η απόδειξη είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα, ήταν αναγκαστικής δηλαδή ισχύος. Αν ο προκαλούμενος αντίδικος αρνείτο την πρόκληση να παραδώσει το δούλο του προς βασανισμό, ο αντίδικος του αυτόματα κέρδιζε την υπόθεση.
Για ορισμένα επομένως θέματα η διαιτησία αποτελούσε ένα είδος «θεοδικίας», μιας απονομής δικαιοσύνης που είχε θεϊκή προέλευση.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η διαιτησία είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας δικαιοσύνης για ανθρώπους που κατοικούσαν κυρίως στην ύπαιθρο και ήταν δύσκολο να μετακινούνται προς τα δικαστήρια της πόλης. Ήταν μια δικαιοσύνη προσαρμοσμένη στα μέτρα του καθενός σε αντίθεση με αυτή των δικαστηρίων της πόλης, που ήταν σαφώς απρόσωπη, με την έννοια ότι δεν ήταν προσαρμοσμένη σε κάποιες ιδιαίτερες ομάδες. Το αποδεικτικό επίσης σύστημα στη διαιτητική διαδικασία ταίριαζε καλύτερα στη νοοτροπία των διαδίκων της υπαίθρου. Οι κάτοικοι της αττικής υπαίθρου, απομακρυσμένοι από το άστυ και ενδεχομένως δύσπιστοι προς τη δικαιοσύνη του, προφανώς προτιμούσαν να λύνουν με διαιτησία τις διαφορές τους.
Διαιτητική δικαιοσύνη και πολιτειακή δικαιοσύνη λειτουργούσαν παράλληλα και γι’ αυτό βλέπουμε τη διαιτησία άλλοτε να λειτουργεί δίπλα στην πολιτειακή δικαιοσύνη, άλλοτε στη θέση της και άλλοτε απέναντι της. Ήταν δηλαδή ένα σύστημα επικουρικό της τακτικής δικαιοσύνης, αλλά μπορούσε ταυτόχρονα να είναι και ανταγωνιστικό.
-----------------