Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (15.493-15.557)

Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
καδδραθέτην δ᾽ οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μίνυνθα·
495 αἶψα γὰρ Ἠὼς ἦλθεν ἐΰθρονος. οἱ δ᾽ ἐπὶ χέρσου
Τηλεμάχου ἕταροι λύον ἱστία, κὰδ δ᾽ ἕλον ἱστὸν
καρπαλίμως, τὴν δ᾽ εἰς ὅρμον προέρεσσαν ἐρετμοῖς.
ἐκ δ᾽ εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι᾽ ἔδησαν·
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης,
500 δεῖπνόν τ᾽ ἐντύνοντο κερῶντό τε αἴθοπα οἶνον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἄρχετο μύθων·
«ὑμεῖς μὲν νῦν ἄστυδ᾽ ἐλαύνετε νῆα μέλαιναν,
αὐτὰρ ἐγὼν ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας·
505 ἑσπέριος δ᾽ ἐς ἄστυ ἰδὼν ἐμὰ ἔργα κάτειμι.
ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην,
δαῖτ᾽ ἀγαθὴν κρειῶν τε καὶ οἴνου ἡδυπότοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«πῇ γὰρ ἐγώ, φίλε τέκνον, ἴω; τεῦ δώμαθ᾽ ἵκωμαι
510 ἀνδρῶν οἳ κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν;
ἦ ἰθὺς σῆς μητρὸς ἴω καὶ σοῖο δόμοιο;»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ἄλλως μέν σ᾽ ἂν ἐγώ γε καὶ ἡμέτερόνδε κελοίμην
ἔρχεσθ᾽· οὐ γάρ τι ξενίων ποθή· ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ
515 χεῖρον, ἐπεί τοι ἐγὼ μὲν ἀπέσσομαι, οὐδέ σε μήτηρ
ὄψεται· οὐ μὲν γάρ τι θαμὰ μνηστῆρσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
φαίνεται, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῶν ὑπερωΐῳ ἱστὸν ὑφαίνει.
ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα πιφαύσκομαι, ὅν κεν ἵκοιο,
Εὐρύμαχον, Πολύβοιο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν,
520 τὸν νῦν ἶσα θεῷ Ἰθακήσιοι εἰσορόωσι·
καὶ γὰρ πολλὸν ἄριστος ἀνὴρ μέμονέν τε μάλιστα
μητέρ᾽ ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν,
ἀλλὰ τά γε Ζεὺς οἶδεν Ὀλύμπιος, αἰθέρι ναίων,
εἴ κέ σφιν πρὸ γάμοιο τελευτήσει κακὸν ἦμαρ.»
525 Ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις,
κίρκος, Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος· ἐν δὲ πόδεσσι
τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε
μεσσηγὺς νηός τε καὶ αὐτοῦ Τηλεμάχοιο.
τὸν δὲ Θεοκλύμενος ἑτάρων ἀπονόσφι καλέσσας
530 ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἔπτατο δεξιὸς ὄρνις·
ἔγνων γάρ μιν ἐσάντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα.
ὑμετέρου δ᾽ οὐκ ἔστι γένεος βασιλεύτερον ἄλλο
ἐν δήμῳ Ἰθάκης, ἀλλ᾽ ὑμεῖς καρτεροὶ αἰεί.»
535 Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη·
τῷ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα
ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.»
Ἦ καὶ Πείραιον προσεφώνεε, πιστὸν ἑταῖρον·
540 «Πείραιε Κλυτίδη, σὺ δέ μοι τά περ ἄλλα μάλιστα
πείθῃ ἐμῶν ἑτάρων, οἵ μοι Πύλον εἰς ἅμ᾽ ἕποντο·
καὶ νῦν μοι τὸν ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι σοῖσιν
ἐνδυκέως φιλέειν καὶ τιέμεν, εἰς ὅ κεν ἔλθω.»
Τὸν δ᾽ αὖ Πείραιος δουρικλυτὸς ἀντίον ηὔδα·
545 «Τηλέμαχ᾽, εἰ γάρ κεν σὺ πολὺν χρόνον ἐνθάδε μίμνοις,
τόνδε τ᾽ ἐγὼ κομιῶ, ξενίων δέ οἱ οὐ ποθὴ ἔσται.»
Ὣς εἰπὼν ἐπὶ νηὸς ἔβη, ἐκέλευσε δ᾽ ἑταίρους
αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον.
550 Τηλέμαχος δ᾽ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ,
νηὸς ἀπ᾽ ἰκριόφιν· τοὶ δὲ πρυμνήσι᾽ ἔλυσαν.
οἱ μὲν ἀνώσαντες πλέον ἐς πόλιν, ὡς ἐκέλευσε
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο·
555 τὸν δ᾽ ὦκα προβιβάντα πόδες φέρον, ὄφρ᾽ ἵκετ᾽ αὐλήν,
ἔνθα οἱ ἦσαν ὕες μάλα μυρίαι, ᾗσι συβώτης
ἐσθλὸς ἐὼν ἐνίαυεν, ἀνάκτεσιν ἤπια εἰδώς.

***
Έτσι εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια μεταξύ τους,
πήγαν μετά να κοιμηθούν, όχι ωστόσο για πολύ —
τους πήρε δεν τους πήρε ο ύπνος, και φάνηκε η Αυγή
στον ροδινό της θρόνο.
Την ώρα εκείνη, βλέποντας στεριά, οι σύντροφοι
του Τηλεμάχου λύνουν τα πανιά, γρήγορα κατεβάζουν
το κατάρτι, πιάνοντας τα κουπιά φτάνουν στο αραξοβόλι,
ρίχνουν τις αγκυρόπετρες κι έδεσαν τις πρυμάτσες.
Μετά κατέβηκαν κι αυτοί στης θάλασσας το περιγιάλι.
500 Εκεί ετοίμασαν το πρωινό και συγκεράστηκαν κρασί που σπίθιζε.
Όταν εκόρεσαν την πείνα και τη δίψα τους, πρώτος τον λόγο πήρε
ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Κωπηλατώντας τώρα εσείς, το μελανό καράβι οδηγήσετε στην πόλη·
εγώ θ᾽ ανέβω στους αγρούς και στους βοσκούς.
Κι αφού θα ρίξω μια ματιά στα χτήματά μου, απόβραδο
θα κατεβώ στη χώρα.
Με το ξημέρωμα, σας έχω, ανταμοιβή του δρόμου μας, τραπέζι·
πλούσιο γεύμα, κρέατα και γλυκό κρασί.»
Στο μεταξύ τού μίλησε ο Θεοκλύμενος θεόμορφος:
«Κι εγώ πού πάω, καλό παιδί; σε τίνος σπίτι να προσφύγω
510 απ᾽ όσους κυβερνούν τα βράχια της Ιθάκης;
Ή μήπως πρέπει κατευθείαν να τρέξω στο δικό σου σπιτικό
και στη δική σου μάνα;»
Ο γνωστικός Τηλέμαχος τότε του ανταποκρίθηκε:
«Αλλιώς θα σου ᾽λεγα κι εγώ να πας στο πατρικό μου,
όπου δεν έλειψε ποτέ στους ξένους τίποτε· αλλά για σένα αυτό
θα ᾽ταν χειρότερο, αφού κι εγώ δεν θα ᾽μαι εκεί,
αλλά κι η μάνα μου δεν θα σε δει. Γιατί δεν φαίνεται με τους μνηστήρες πια
κάτω στην αίθουσα· στο υπερώο, ψηλά κι απόμερα,
κάθεται υφαίνοντας τον αργαλειό της.
Σκέφτομαι όμως κάποιον άλλον που θα μπορούσες να γυρέψεις·
λέω τον Ευρύμαχο, περίλαμπρο βλαστό του εμπειροπόλεμου Πολύβου,
520 που σαν θεό τον βλέπουν όλοι στην Ιθάκη.
Σίγουρα είναι ο πρώτος κι ο καλύτερος· το ᾽βαλε μάλιστα σκοπό
να παντρευτεί τη μάνα μου, να πάρει ο ίδιος του Οδυσσέα το πόστο.
Όμως αυτά τα ξέρει πιο καλά, ένοικος των αιθέρων
ο ολύμπιος Δίας· μήπως, πριν απ᾽ τον γάμο, τους πέσει κατακέφαλα
η μαύρη μέρα τους.»
Δεν πρόφτασε να πει τον λόγο του, και πέταξε δεξιά μεριά
ένα πουλί — γεράκι, ο ταχυδρόμος άγγελος του Απόλλωνα.
Στα πόδια του κρατώντας περιστέρα, τη μαδούσε
και τα φτερά σκορπούσε καταγής, στο πλοίο ανάμεσα
και στον Τηλέμαχο.
Οπότε ο Θεοκλύμενος παράμερα τον πήρε από τους άλλους,
530 το χέρι του έσφιξε, και του μιλούσε με σταράτα λόγια:
«Τηλέμαχε, δεν πέταξε δεξιά μεριά ετούτο το πουλί
με δίχως του θεού τη θέληση. Το είδα κι αναγνώρισα πως είναι οιωνός της τύχης·
από το γένος σας λοιπόν βασιλικότερο κανένα άλλο στης Ιθάκης τον λαό,
δική σας και για πάντα η δύναμη.»
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του ανταποκρίθηκε:
«Μακάρι, ξένε, αληθινός να αποδειχτεί ο λόγος σου·
και θα γνωρίσεις τότε την πραγματική μου αγάπη με τα πολλά μου
δώρα που θα δεις — όσοι σε βλέπουν θα σε μακαρίζουν.»
Είπε, κι αμέσως προσφωνεί τον Πείραιο, πιστό του σύντροφο:
540 «Πείραιε, του Κλυτίου ανάστημα, εσύ μου στάθηκες πολυτιμότερος
και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα απ᾽ όσους μ᾽ ακολούθησαν στην Πύλο.
Πάρε λοιπόν τον ξένο σπίτι σου, κι ωσότου
να γυρίσω εγώ, παρακαλώ να τον φροντίζεις μ᾽ αγάπη και τιμή.»
Τότε κι ο Πείραιος, ακοντιστής λαμπρός, του λέει:
«Τηλέμαχε, όσον καιρό κι αν έμενες εσύ εκεί,
εγώ τον ξένο θα τον νοιάζομαι, δεν θα του λείψει τίποτα φιλόξενο.»
Μιλώντας έτσι, πάτησε πάνω στο καράβι, και παραγγέλλει
ν᾽ ανεβούν κι οι σύντροφοι, να λύσουν τις πρυμάτσες —
εκείνοι ανέβηκαν και στα ζυγά καθίζουν.
550 Αμέσως ο Τηλέμαχος δένει στα πόδια του τα ωραία σαντάλια
κι απ᾽ την κουβέρτα του πλεούμενου το άλκιμο δόρυ τράβηξε
με την αιχμή του χάλκινη.
Στο μεταξύ κι οι σύντροφοι έλυσαν τις πρυμάτσες, κι αφήνοντας
πίσω τους τη στεριά, κωπηλατούσαν προς την πόλη, όπως το είχε παραγγείλει
κι ο Τηλέμαχος, του θεϊκού Οδυσσέα ο ακριβός του γιος.
Εκείνος τότε πήρε βιαστικός τα πόδια του, ώσπου να φτάσει
γρήγορα στη μάντρα, όπου ήσαν μαντρωμένοι οι μυριάδες χοίροι —
εκεί κοιμόταν και ξυπνούσε ο καλός χοιροβοσκός,
με τους δεσπότες του γλυκός και πράος.

Δε θέλει βιασύνες ο έρωτας

Ρώτα με αν πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα και θα σου απαντήσω ναι. Λιτά κι απόλυτα ναι.

Πιστεύω σε εκείνες τις ματιές που έρχονται να διασταυρωθούν.
Για τα λόγια που ανταλλάσσουν πριν καν τα χείλη τολμήσουν να ξεστομίσουν ένα χαίρω πολύ κι ένα όνομα.
Πιστεύω στη χημεία των ανθρώπων και το ένστικτο της πρώτης ματιάς.
Αλλά δεν πιστεύω στις κεραυνοβόλες σχέσεις.
Για να σου πω και την αλήθεια μου, τις τρέμω…

Φοβάμαι όλα εκείνα τα βιαστικά του έρωτα.
Τις μεγάλες προσδοκίες.
Τα μεγάλα κρεβάτια.
Τα ελπιδοφόρα φιλιά και χάδια.
Φοβάμαι τις στιγμές που έρχονται γρήγορα. Που είναι σαν να τις τραβάς για να έρθουν πριν την ώρα τους. Για να αποδείξεις πως έκανες σωστά. Πως ερωτεύτηκες σωστά.
Φοβάμαι τα όνειρα που δημιουργούνται πριν κλείσεις τα μάτια.
Για την ακρίβεια τα τρέμω…

Γιατί ξέρω πως οι άνθρωποι, ό,τι κι αν λένε, πάνω από τη λογική μετρούν την ανάγκη για συντροφικότητα. Κι όταν αυτή εμφανίζεται, τη βαφτίζουν ιδανική και τη στεφανώνονται.

Και περνάει ο χρόνος και βλέπουν τις ατέλειες και τις ασυμφωνίες.
Άλλες τις είχαν παραβλέψει. Άλλες δεν είχαν προλάβει καν να τις δουν.
Κρύβει πολλά, βλέπεις, η “συσκευασία” των ανθρώπων. Παίρνει καιρό να αποδιώξουν το περιτύλιγμα και να απομείνουν γυμνοί κι αφτιασίδωτοι.
Κι όταν μένουν έτσι και βλέπεις τι πήρες, ψάχνεις και πως να το επιστρέψεις.
Γιατί διαπιστώνεις πως τελικά δε σου κάνει.

Πως ερωτεύτηκες την ιδέα του κι όχι αυτόν καθ’ αυτόν…
Και φορτώνεσαι λάθη και πόνο. Και είναι φορές που πληγώνεις. Και φορτώνεσαι μαζί με τις πληγές και δάκρυα.
Και ανθρώπους που θα μπορούσες να κρατήσεις φίλους, αν δεν είχες βιαστεί να τους κάμεις αγαπημένους.
Αν δεν είχες τρέξει να τους βαφτίσεις έρωτες της ζωής σου και μετά να τους μετονομάσεις σε “λάθος εκτίμηση”…

Γι’ αυτό σου λέω.
Δε θέλει βιασύνες ο έρωτας.
Θέλει χρόνο. Θέλει να μάθεις τον άλλο. Να τον ζήσεις.
Να μοιραστείς.
Κι είναι εκείνες οι κοινές στιγμές, οι δίχως πάθος κι έρωτα, πολύτιμες.
Είναι αυτά που θα θυμάστε αργότερα σαν ζευγάρι αγαπημένο. Ή ακόμη και σαν φίλοι.
Είναι το δέσιμο…
Είναι οι στιγμές που θα στέκει το μούτρο σου δίπλα στο δικό του και ξέρεις πως δε θα σε φιλήσει. Κι ας το θέλεις λιγάκι… Μέχρι να το θέλεις πολύ και συνειδητά, έχεις μέλλον…
Είναι η αγκαλιά που θα κάνετε που μπορεί να είναι κάπως, αλλά θα σταματήσει εκεί.

Είναι η αξία της αναμονής.
Εκεί είναι η αξία του έρωτα, μάτια μου. Στην αναμονή.
Στην εκτίμηση των στιγμών, όπως έρχονται, δίχως να σπρώχνεις να έρθουν κι άλλες. Αβίαστα. Ήρεμα. Συνειδητά.
Έτσι μ’ αρέσει ο έρωτας.
Κι ας με λες δειλή. Θα με πω συνετή.
Ας με λες εκτός εποχής. Θα σου πω, ευτυχώς.
Γεμίσαμε ανθρώπους που μοιράζουν τα φιλιά και τα κρεβάτια τους από ανασφάλειες.
Που φορτώνονται σχέσεις της βδομάδας από αδυναμία να περιμένουν για να κρίνουν.

Δεν το θέλω. Κι επιμένω, με ακούς;
Εγώ θέλω να περιμένω.
Θέλω να ζω. Θέλω να μυρίζομαι τον άλλο. Να τον ανακαλύπτω μέρα τη μέρα.
Να χαίρομαι τις λεπτομέρειες, να κυνηγώ τα νοήματα πίσω από τις λέξεις, αν υπάρχουν…
Πίσω από τις ματιές, αν υπάρχουν κι αυτές.
Κι όταν θα θελήσω να με φιλήσει, αν θελήσω, θα του το δώσω να το καταλάβει.
Κι αν το θελήσει κι αυτός, πάλι το ίδιο θα κάνει.
Κι αν όλο αυτό μας πάει παρακάτω, καλώς να ορίσει. Θα’ ναι συνειδητό. Όχι απαραίτητα εξασφαλισμένο πως θα πετύχει, μα θα έχει μια βάση. Μια σωστή, αβίαστη, συνειδητή αρχή.
Αν πάλι, όχι, δε θα υπάρχει καμιά βιασύνη να μας καταδικάσει να χαθούμε σαν μια ακόμη αποτυχημένη σχέση που δεν μπορεί να γίνει φιλία.

Κατάλαβες; Τους ανθρώπους που έχω χημεία δε θέλω να τους χάσω.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τους θέλω στη ζωή μου.
Και καμία βιασύνη δε θα επιτρέψω να μου τους στερήσει.
Κι αν είναι έρωτας, καλώς να ‘ρθει. Θα έχω φορέσει το καλύτερο φιλί μου και θα τον περιμένω.
Αν όχι, πάλι φιλί θα του έχω. Στοργικό, στο μέτωπο.
Και θα ‘χει μέσα όλη τη στοργή και την έννοια για τον άνθρωπο. Που πρόλαβα κι εκτίμησα…
Όσο για το πάθος της αγάπης που αναζήτησα; Δε βαριέσαι. Όταν έρθει.
Με το ζόρι τίποτα δε γίνεται ωραία…

Η ρηχή σκέψη, κάνει δυνατή την εξάπλωση του κακού

Για μένα υπάρχει μια σημαντικότατη διαφορά: "κοινοτοπία" είναι ό,τι συμβαίνει συνήθως, κοινώς, παρ' όλα αυτά κάτι μπορεί να είναι αβαθές, και δίχως ακόμη να είναι κοινό...

Εννοώ ότι, αν πάμε μέχρι τη ρίζα, το κακό δεν είναι ριζικό, δεν έχει βαθύτητα, και είναι ακριβώς για το λόγο αυτό που είναι τόσο τρομερά δύσκολο να συλλάβουμε με τη σκέψη, γιατί σκέφτομαι εξ ορισμού, σημαίνει φτάνω μέχρι τις ρίζες.

Το κακό είναι ένα φαινόμενο της επιφάνειας, και αντί να είναι ριζικό, είναι απλώς ακραίο.

Αντιστεκόμαστε στο κακό όχι παρασυρόμενοι από την επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά σταματώντας και ξεκινώντας να σκεφτόμαστε – δηλαδή προσεγγίζοντας μια διάσταση διαφορετική από εκείνη του ορίζοντα της καθημερινής ζωής.

Με άλλα λόγια, όσο πιο ρηχός είναι κάποιος τόσο πιο πιθανό είναι να ενδώσει στο κακό.

Σήμερα είμαι της άποψης πως το κακό δεν είναι ποτέ "ριζικό", αλλά μονάχα ακραίο, και ότι δεν έχει ούτε βαθύτητα ούτε κάποια δαιμονική διάσταση.

Το κακό δύναται να κατακυριεύει τα πάντα και να σαρώνει τον κόσμο ολόκληρο, ακριβώς γιατί διασπείρεται σαν μύκητας.

Το κακό "προκαλεί τη σκέψη", όπως είπα, γιατί η σκέψη προσπαθεί ν αγγίξει το βάθος, να φτάσει στις ρίζες του και από τη στιγμή που καταπιάνεται με το κακό, απογοητεύεται, το εγχείρημα αποβαίνει μάταιο, γιατί δεν βρίσκει τίποτε, γιατί δεν υπάρχει τίποτε να βρει. Εδώ έγκειται η "ρηχότητα" του.

Μόνο το καλό έχει βαθύτητα και μόνο το αγαθό μπορεί να είναι ριζικό.

Γιατί κάποιοι δυσκολεύονται περισσότερο να νιώσουν ευτυχισμένοι

Ο ρόλος της φύσης και της ανατροφής

Η βιομηχανία της αυτοβοήθειας γνωρίζει μεγάλη άνθηση, τροφοδοτούμενη από την έρευνα για τη θετική ψυχολογία – την επιστημονική μελέτη του τι κάνει τους ανθρώπους να ευημερούν. Την ίδια στιγμή, τα ποσοστά άγχους, κατάθλιψης και αυτοτραυματισμού συνεχίζουν να αυξάνονται παγκοσμίως. Είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι να είμαστε δυστυχισμένοι, παρά τις εξελίξεις στην ψυχολογία;

Σύμφωνα με ένα σημαντικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Review of General Psychology το 2015, το 50% της ευτυχίας των ανθρώπων καθορίζεται από τα γονίδιά τους, το 10% εξαρτάται από τις συνθήκες και το 40% από την «σκόπιμη δραστηριότητα» (κυρίως, αν είστε θετικοί ή όχι). Αυτή η λεγόμενη πίτα της ευτυχίας έβαλε τους ακόλουθους της θετικής ψυχολογίας στη θέση του οδηγού, επιτρέποντάς τους να αποφασίζουν για την πορεία της ευτυχίας τους.

Η πίτα της ευτυχίας δέχτηκε ευρεία κριτική επειδή βασίστηκε σε υποθέσεις για τη γενετική που έχουν απαξιωθεί. Επί δεκαετίες, οι ερευνητές της γενετικής της συμπεριφοράς διεξήγαγαν μελέτες με διδύμους και διαπίστωσαν ότι το 40% έως 50% της διακύμανσης της ευτυχίας τους εξηγείται από τη γενετική, γι’ αυτό και το ποσοστό αυτό εμφανίστηκε στην πίτα της ευτυχίας.

Οι γενετιστές συμπεριφοράς χρησιμοποιούν μια στατιστική τεχνική για να εκτιμήσουν τις γενετικές και περιβαλλοντικές συνιστώσες με βάση την οικογενειακή συγγένεια των ανθρώπων, εξ ου και η χρήση διδύμων στις μελέτες τους. Όμως τα στοιχεία αυτά υπέθεσαν ότι τόσο οι μονοζυγωτικοί όσο και οι ετεροζυγωτικοί δίδυμοι βιώνουν το ίδιο περιβάλλον όταν μεγαλώνουν μαζί – μια υπόθεση που δεν ευσταθεί στην πραγματικότητα. Σε απάντηση στην κριτική για την εργασία του 2015, οι ίδιοι συγγραφείς έγραψαν μια εργασία το 2019 που εισήγαγε μια πιο διαφοροποιημένη προσέγγιση σχετικά με την επίδραση των γονιδίων στην ευτυχία, η οποία αναγνώριζε τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της γενετικής μας και του περιβάλλοντος.

Φύση και ανατροφή

Η φύση και η ανατροφή δεν είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Αντιθέτως, η μοριακή γενετική, η μελέτη της δομής και της λειτουργίας των γονιδίων σε μοριακό επίπεδο, δείχνει ότι επηρεάζουν συνεχώς η μία την άλλη. Τα γονίδια επηρεάζουν τη συμπεριφορά που βοηθά τους ανθρώπους να επιλέξουν το περιβάλλον τους. Για παράδειγμα, η εξωστρέφεια που μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά βοηθά τα παιδιά να δημιουργήσουν τις ομάδες φιλίας τους.

Εξίσου, το περιβάλλον αλλάζει την έκφραση των γονιδίων. Για παράδειγμα, όταν οι μέλλουσες μητέρες εκτέθηκαν σε πείνα, τα γονίδια των μωρών τους άλλαξαν ανάλογα, με αποτέλεσμα χημικές αλλαγές που κατέστειλαν την παραγωγή ενός αυξητικού παράγοντα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα μωρά να γεννιούνται μικρότερα από το συνηθισμένο και με παθήσεις όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις.

Η φύση και η ανατροφή αλληλεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται συνεχώς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δύο άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει στο ίδιο περιβάλλον μπορεί να ανταποκριθούν σε αυτό με διαφορετικό τρόπο, πράγμα που σημαίνει ότι η υπόθεση της γενετικής της συμπεριφοράς περί ίσου περιβάλλοντος δεν ισχύει πλέον. Επίσης, το αν οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πιο ευτυχισμένοι ή όχι εξαρτάται από την «ευαισθησία τους σε ερεθίσματα περιβάλλοντος» – την ικανότητά τους να αλλάζουν.

Ορισμένοι άνθρωποι είναι ευαίσθητοι στο περιβάλλον τους και έτσι μπορούν να αλλάξουν σημαντικά τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους ως απάντηση τόσο σε αρνητικά όσο και σε θετικά γεγονότα. Έτσι, όταν παρακολουθούν ένα σεμινάριο ευεξίας ή διαβάζουν ένα βιβλίο θετικής ψυχολογίας, μπορεί να επηρεαστούν από αυτό και να βιώσουν σημαντικά περισσότερες αλλαγές σε σύγκριση με άλλους – και η αλλαγή μπορεί να διαρκέσει περισσότερο, επίσης.

Δεν υπάρχει όμως καμία παρέμβαση θετικής ψυχολογίας που θα λειτουργήσει για όλους τους ανθρώπους, επειδή είμαστε μοναδικοί όπως το DNA μας και, ως εκ τούτου, έχουμε διαφορετική ικανότητα για ευημερία και τις διακυμάνσεις της κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Είμαστε προορισμένοι να είμαστε δυστυχισμένοι; Ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να αγωνίζονται λίγο περισσότερο από άλλους για να ενισχύσουν την ευημερία τους και αυτός ο αγώνας μπορεί να σημαίνει ότι θα συνεχίσουν να είναι δυστυχισμένοι για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Και σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να μην βιώσουν ποτέ υψηλά επίπεδα ευτυχίας.

Άλλοι, ωστόσο, που έχουν μεγαλύτερη γενετική πλαστικότητα, δηλαδή είναι πιο ευαίσθητοι στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα και, ως εκ τούτου, έχουν αυξημένη ικανότητα αλλαγής, μπορεί να είναι σε θέση να βελτιώσουν την ευημερία τους και ίσως ακόμη και να ευδοκιμήσουν, αν υιοθετήσουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής και επιλέξουν να ζήσουν και να εργαστούν σε ένα περιβάλλον που ενισχύει την ευτυχία και την ικανότητά τους να αναπτυχθούν.

Αλλά η γενετική δεν καθορίζει ποιοι είμαστε, ακόμη και αν παίζει σημαντικό ρόλο στην ευημερία μας. Αυτό που έχει επίσης σημασία είναι οι επιλογές που κάνουμε σχετικά με το πού ζούμε, με ποιον ζούμε και πώς ζούμε τη ζωή μας, οι οποίες επηρεάζουν τόσο τη δική μας ευτυχία όσο και την ευτυχία των επόμενων γενεών.

Μπορείς να είσαι αυτός που είσαι

Παντού και πάντα σε ό,τι και αν έκανα η συμβουλή των δικών μου ανθρώπων ήταν “να είσαι ο εαυτός σου σε ό,τι και αν κάνεις”. Τι πιο ωραίο άλλωστε να είσαι ο εαυτός σου και να μην φοβάσαι να πείς την αλήθεια.

Έχεις σκεφτεί ποτέ οτι αυτό που σκέφτεσαι αυτό και αισθάνεσαι;

Οι άνθρωποι ανεξαρτήτου ηλικίας καταβάλλουν προσπάθειες να ξεφύγουν από τη κριτική των άλλων αποφεύγοντας να λένε αυτό που πραγματικά θέλουν. Παρατηρούμε για παράδειγμα να μην εκφράζουν τη γνώμη τους σε μια κουβέντα φίλων με πολιτικά, να μην εκφράζουν τις επιθυμίες τους στο εργασιακό περιβάλλον ή και να μην ζητούν αυτό που θέλουν από το σύντροφο τους. Αυτό συμβαίνει γιατί φοβόμαστε τη κριτική από τους άλλους καθώς επιθυμούμε να είμαστε αρεστοί σε όλους. Η συνεχής διαδικασία της κριτικής μεταξύ των ανθρώπων δεν θα σταματήσει και ο μόνος τρόπος αντιμετώπισής της είναι να αφήσουμε το καθένα να κρίνει όπως θέλει, να κοιτάξουμε τις δικές μας κριτικές και να μην σταματήσουμε να είμαστε αυτό που είμαστε.

Τα παραπάνω βήματα αντιμετώπισης του φόβου της κριτικής από τους άλλους θα κρατήσουν τη ψυχολογία μας και το χαρακτήρα μας ακέραιο από κάθε σχόλιο και αρνητική ενέργεια. Παρ’όλα αυτά η κάθε συμπεριφορά που αναγκάζεσαι να αντιμετωπίσεις σε καθιστά πιο ώριμο επιλέγοντας το καλύτερο περιβάλλον για σένα. Ο χαρακτήρας σου ενδυναμώνει με ό,τι έχει να αντιμετωπίσει καθώς όλοι έχουν να σου δώσουν ένα μάθημα είτε καλό είτε ”καλύτερο”.

Άλλωστε όπως υποστήριζε και ο διάσημος φιλόσοφος και Ψυχολόγος της θετικής σχολής Ψυχολογίας Κάρλ Γκούσταβ Γιούνκ <<ό,τι μας ενοχλεί στους άλλους, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας>>.

Πρίν θυμώσεις γιατί δεν απάντησες όπως πραγματικά ήθελες σε μια κριτική που υπέστη στο παρελθόν λόγω συνθηκών, άσε το χρόνο να δώσει την απάντηση και μην ξεχνάς να ”βλέπεις” πίσω από τη συμπεριφορά των άλλων γιατί τις περισσότερες φορές δεν είναι κάτι “προσωπικό”, αφού ο οποιοσδήποτε κρίνει βάσει των δικών του βιωμάτων και των ηθικών αξιών του, έχοντας προσωπική αντίληψη των καταστάσεων και του κόσμου.

Καθένας είναι διαφορετικός και είναι σημαντικό να αποδεχόμαστε τον άλλον όπως ακριβώς είναι, σεβόμενοι τις απόψεις του, τις επιθυμίες του, την ιδεολογία του. Ο καθένας είναι ελεύθερος να είναι όπως θέλει να είναι.

Ας αποδεχτούμε λοιπόν, τη διαφορετικότητα μεταξύ μας, δίνοντας στους άλλους αυτό που έχουμε και παίρνοντας αυτό που οι άλλοι μπορούν να μας δώσουν.

Η συνειδητοποίηση της σημαντικότητας της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων θα μας δώσει έναν πιο όμορφο και απλό κόσμο γύρω μας.

Τι είμαι; Είμαι το σώμα μου; Είμαι αυτό που βλέπω, αυτό που σκέφτομαι, αυτό που αισθάνομαι;

Ο νους συγχέει τις ανάγκες του σώματος με τις δικές του γιατί έχει ανάγκη να ξέρει: Τι είμαι; Ζούμε σε αυτόν τον κόσμο της ψευδαίσθησης και δεν έχουμε ιδέα τι είμαστε. Έτσι, ο νους μας δημιουργεί όλες αυτές τις ερωτήσεις. Το ερώτημα «Τι είμαι;» γίνεται το μεγαλύτερο μυστήριο και οποιαδήποτε απάντηση ικανοποιεί την ανάγκη μας για ασφάλεια. Ο νους λέει: «Είμαι το σώμα. Είμαι αυτό που βλέπω, αυτό που σκέφτομαι, αυτό που αισθάνομαι. Πονάω- αιμορραγώ».

Η συνάφεια μεταξύ νου και σώματος είναι τόσο στενή που ο νους πιστεύει ότι είναι το σώμα. Το σώμα έχει ανάγκη και είναι ο νους που λέει «Έχω ανάγκη». Ο νους παίρνει τα του σώματος προσωπικά γιατί προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «Τι είμαι;». Έτσι, είναι εντελώς φυσιολογικό από ένα σημείο και μετά ο νους να παίρνει τον έλεγχο του σώματος. Και ζείτε έτσι, μέχρι που συμβαίνει κάτι που σας ταρακουνά και σας δείχνει τι δεν είστε. Και όταν δείτε τι δεν είστε, όταν ο νους σας αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι δεν είναι το σώμα σας, αρχίζετε να αποκτάτε επίγνωση. Ο νους λέει: «Τότε, τι είμαι; Είμαι το χέρι; Αν κόψω το χέρι μου, είμαι ακόμη εγώ. Τότε, δεν είμαι το χέρι μου». Αφαιρείτε όλα όσα δεν είστε, μέχρι που στο τέλος το μόνο που απομένει είναι αυτό που είστε πραγματικά. Για να βρει ο νους την ταυτότητά του, απαιτείται μια μακρά διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας αφήνετε πίσω σας την προσωπική σας ιστορία, όσα σας δημιουργούν ασφάλεια, μέχρι που τελικά κατανοείτε ποιοι είστε πραγματικά.

Διαπιστώνετε ότι δεν είστε αυτοί που πιστεύατε, γιατί δεν επιλέξατε ποτέ τις πεποιθήσεις σας. Αυτές οι πεποιθήσεις υπήρχαν πριν γεννηθείτε. Διαπιστώνετε ότι δεν είστε ούτε το σώμα σας, γιατί αρχίζετε να λειτουργείτε χωρίς το σώμα σας. Αρχίζετε να παρατηρείτε ότι δεν είστε το όνειρο, ότι δεν είστε ο νους. Αν πάτε βαθύτερα, αρχίζετε να παρατηρείτε ότι δεν είστε ούτε η ψυχή. Αυτό που ανακαλύπτετε έπειτα είναι εκπληκτικό. Ανακαλύπτετε ότι στην πραγματικότητα είστε μια δύναμη – μια δύναμη που δίνει ζωή στο σώμα σας, που δίνει τη δυνατότητα στον νου σας να ονειρεύεται.

Χωρίς εσάς, χωρίς αυτή τη δύναμη, το σώμα σας θα κατέρρεε. Χωρίς εσάς, το όνειρό σας θα έσβηνε. Αυτό που πραγματικά είστε είναι η δύναμη της Ζωής. Αν κοιτάξετε στα μάτια κάποιου, θα δείτε την αυτεπίγνωσή του, την εκδήλωση της Ζωής, να λάμπει στα μάτια του. Η Ζωή δεν είναι το σώμα, δεν είναι ο νους, δεν είναι η ψυχή. Είναι η δύναμη. Μέσω της δύναμης ένα νεογέννητο μωρό γίνεται παιδί, έφηβος, ενήλικας· αναπαράγεται και γερνά. Όταν η Ζωή αφήνει το σώμα, το σώμα αποσυντίθεται και γίνεται σκόνη.

Είστε Ζωή που δίνει πνοή στο σώμα, τον νου και την ψυχή σας. Μόλις το διαπιστώσετε αυτό, όχι με τη λογική, όχι με την ευφυΐα σας, αλλά επειδή νιώθετε τη Ζωή, διαπιστώνετε ότι είστε η δύναμη που κάνει τα λουλούδια να ανοίγουν και να κλείνουν, που κάνει το κολιμπρί να πετά από λουλούδι σε λουλούδι. Διαπιστώνετε ότι είστε σε κάθε δέντρο, σε κάθε ζώο, σε κάθε φυτό, σε κάθε βράχο. Είστε η δύναμη που κινεί τον άνεμο και διαποτίζει το σώμα σας. Όλο το σύμπαν είναι ένα ζωντανό ον που κινείται από αυτή τη δύναμη και αυτό είστε κι εσείς. Είστε Ζωή.

Έγινε χάρη στην Τύχη βασιλιάς της Ρώμης

Γιατί ο βασιλιάς Σέρβιος Τούλλιος έχτισε ναό της μικρής Τύχης, την οποία ονομάζουν “βρέβεμ”; Μήπως επειδή, αν και αρχικά ήταν άσημος, ασχολούνταν με ταπεινά έργα και ήταν γιος αιχμάλωτης, έγινε χάρη στην Τύχη βασιλιάς της Ρώμης; Ή μήπως η μεταβολή αυτή δηλώνει το μέγεθος και όχι τη μικρότητα της Τύχης, και ο Σέρβιος, περισσότερο απ’ όλους, θεοποίησε τη δύναμη της Τύχης και την έβαλε πάνω από κάθε πράξη;

Δεν έφτιαξε άλλωστε ναούς μόνο στην ευέλπιδα Τύχη, στην αποτρόπαιη, στη μειλίχια, στην πρωτογένεια και στην άρρενα, αλλά έχτισε και ιερό της προσωπικής Τύχης, και άλλα της προστάτιδας, (της ευέλπιδος) και της παρθένου.

Γιατί όμως ν’ ανατρέξει κάποιος και στις άλλες επωνυμίες της, αφού υπάρχει ο βωμός της Ιξευτηρίας Τύχης, την οποία ονομάζουν “βισκάταν”, που σημαίνει ότι μας πιάνει αιχμάλωτους από μακριά και μας κρατάει μαζί της σε όλες τις περιστάσεις; Πρέπει λοιπόν να εξετάσεις μήπως ο Σέρβιος είχε αντιληφθεί τη μεγάλη δύναμη ακόμα και των πιο μικρών μεταβολών της Τύχης, το ότι από την ύπαρξη ή την έλλειψη κάποιου μικρού πράγματος συνέβη πολλές φορές σε μερικούς να επιτύχουν ή ν’ αποτύχουν στα πιο σπουδαία ζητήματα και, λόγω των παραπάνω, έχτισε το ιερό της μικρής Τύχης, διδάσκοντας να δίνουμε προσοχή στις περιστάσεις και να μην περιφρονούμε ό,τι μας τυχαίνει επειδή είναι μικρό.

Στη λαϊκομυθολογική αντίληψη και παράδοση, η αφηρημένη έννοια της τύχης προσωποποιήθηκε στην ομώνυμή της θηλυκού γένους θεότητα του συμπτωματικού και της συγκυρίας, που μεταβλήθηκε βαθμηδόν σε πολιούχο θεά της καλοτυχίας σε πολλές Ελληνικές πόλεις (Κόρινθος, Σικυών, Άργος, Ερμιόνη, Ήλις, Θήβαι κ.α.), λατρευόμενη ως θεά του πεπρωμένου, της ευτυχίας, της αφθονίας, του πλούτου, ακόμα και του έρωτα. Η σημασία που της αποδιδόταν συν τω χρόνω αυξήθηκε, ακόμα και στην Ελληνιστική και στη Ρωμαϊκή εποχή.

Στη Ρώμη λατρευόταν και στην αρσενική θεότητα της τύχης, ο Fors, αλλά προσφιλέστερη και με περισσότερο διαδεδομένη τη λατρεία της ήταν η θηλυκή Fortuna.

Στα αυτοκρατορικά χρόνια, μάλιστα, κάθε αυτοκράτορας είχε τη δική του Τύχη. Οι αναπαραστάσεις την απεικονίζουν με το κέρας της αφθονίας ή με πηδάλιο με το οποίο κυβερνά τη ζωή, ενώ πολλές φορές παριστάνεται τυφλή.

Σπουδαία ιερά της ήταν, ανάμεσα σε αυτά πολλών πόλεων, ο ναός της Τύχης στην Αλεξάνδρεια, το Τυχαίον, ο ναός που έχτισε ο Ηρώδης ο Αττικός στην Αθήνα και βέβαια οι πολλοί και λαμπροί ναοί της στη Ρώμη.

Η Αρχή της Βλάβης ή Αρχή της Ελευθερίας

Το 1776, η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ κατοχύρωσε το δόγμα «Ζωή, ελευθερία και επιδίωξη της ευτυχίας», μια τριάδα φυσικών και αναφαίρετων δικαιωμάτων κάθε λαού και κάθε ατόμου. «Δώστε μου ελευθερία ή θάνατο», είχε διακηρύξει έναν χρόνο νωρίτερα ο Αμερικανός επαναστάτης Πάτρικ Χένρι. Από τότε η ελευθερία ή/και η ανεξαρτησία θεωρείται το πιο σημαντικό ανθρώπινο δικαίωμα, ένα ιδανικό για το οποίο αξίζει να πολεμάμε και, αν χρειαστεί, να πεθάνουμε γι’ αυτό. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν παλέψει σκληρά για να την αποκτήσουν αποδεικνύει την ανυπολόγιστη αξία της.

Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η αξία της ελευθερίας/ανεξαρτησίας είναι τόσο ιερή ώστε δεν θα έπρεπε να θεωρείται ούτε εξειδικευμένη ούτε περιορισμένη. Εντούτοις δεν χρειάζεται παρά μόνο ένα λεπτό για να σκεφτούμε ότι τελικά η ελευθερία δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστη ούτε απόλυτη. Όπως παρατήρησε ο Άγγλος ιστορικός Ρ. X. Τάουνι, «η ελευθερία κάποιων πρέπει να βασίζεται στη στέρηση της ελευθερίας κάποιων άλλων». Αν, δηλαδή, εγώ εξασκώ την ελευθερία μου τραγουδώντας δυνατά στο μπάνιο, με την πράξη μου σου στερώ την ελευθερία να περάσεις ένα ήσυχο βράδυ στο σπίτι σου. Κανένας, λοιπόν, δεν μπορεί να απολαμβάνει απεριόριστη ελευθερία χωρίς να περιορίζει κατά κάποιο τρόπο την ελευθερία των άλλων. Το ερώτημα, επομένως, είναι πώς και πού πρέπει να θέσουμε κάποια όρια.

Από μιας μορφής φιλελεύθερη άποψη, η τυπική απάντηση σε αυτή την ερώτηση μπορεί να δοθεί με αυτό που ονομάζουμε «αρχή της βλάβης» (ή αρχή της ελευθερίας) η οποία ορίζει ότι τα άτομα πρέπει να αφήνονται ελεύθερα από την κοινωνία να ενεργούν με οποιονδήποτε τρόπο, αρκεί οι πράξεις τους να μην υπονομεύουν τα συμφέροντα των άλλων. Αυτή η αρχή βρίσκεται στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», μία από τις θεμελιώδεις διακηρύξεις η οποία καθόρισε με γενναιότητα τη «διατήρηση όλων των φυσικών και αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου» στο ξεκίνημα της Γαλλικής Επανάστασης το 1789:

«Η ελευθερία συνίσταται στο να μπορείς να κάνεις κάτι το οποίο όμως δεν μπορεί να βλάψει κάποιον άλλον. Επομένως, η άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων του κάθε ανθρώπου δεν έχει όρια εκτός από εκείνα που εξασφαλίζουν ότι τα άλλα μέλη της κοινωνίας θα μπορούν να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα. Άρθρο 4, Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη».

Αυτή η αρχή όμως είναι ευρύτερα γνωστή από το έργο Για την Ελευθερία (1859) του βικτωριανού φιλοσόφου Τζον Στιούαρτ Μιλ: «Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να εξασκηθεί εξουσία δικαίως και νομίμως σε ένα μέλος μιας πολιτισμένης κοινότητας, αντίθετα με τη θέλησή του, είναι για να εμποδιστεί η βλάβη ή η ζημιά σε κάποιο άλλο άτομο. Το δικό του προσωπικό όφελος, είτε φυσικό είτε ηθικό, δεν είναι ικανοποιητική δικαιολογία».

Ο Μπερλίν και η αρνητική ελευθερία

Η αρχή της ανεξαρτησίας η οποία δημιουργήθηκε από την εφαρμογή της αρχής της βλάβης, είναι ένα είδος ελευθερίας που χαρακτηρίστηκε αργότερα από τον φιλόσοφο Αϊζάια Μπερλίν, στο περίφημο δοκίμιο Δύο Αντιλήψεις για την Ελευθερία (1958) «αρνητική ελευθερία». Μια τέτοια ελευθερία είναι αρνητική υπό την έννοια ότι καθορίζεται από κάτι που είναι απόν – από οποιαδήποτε μορφή εξωτερικού εξαναγκασμού ή περιορισμού. Με απλά λόγια, είστε ελεύθεροι να πράττετε οτιδήποτε επιθυμείτε, εφόσον δεν υπάρχει κάτι που να σας εμποδίζει να το κάνετε.

Σύμφωνα με την άποψη του Μπερλίν, θα έπρεπε να υπάρχει ένα πεδίο προσωπικής ελευθερίας απαραβίαστο και απρόσβλητο από οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση και εξουσία, ένα πεδίο όπου ο άνθρωπος θα μπορεί να αφεθεί «να πράττει ή να είναι οτιδήποτε ικανός να κάνει ή να είναι». Και υπ’ αυτή την έννοια, τα άτομα θα έπρεπε να αφήνονται να ικανοποιούν τις προσωπικές τους επιθυμίες και τάσεις χωρίς εμπόδια και φραγμούς, υπό την προϋπόθεση ότι, ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, οι πράξεις τους δεν θα βλάπτουν τους άλλους ανθρώπους ή δεν θα τους εμποδίζουν να απολαμβάνουν παρόμοιες ελευθερίες. Συνεπώς, η «αρχή της βλάβης» είναι στενά συνδεδεμένη με έναν άλλο σπουδαίο πυλώνα της ελευθερίας/ανεξαρτησίας, αυτόν της ανεκτικότητας.

Από τον πατερναλισμό στην τυραννία

Οι άνθρωποι που κριτικάρουν την «αρχή της βλάβης» μπορεί να εστιάσουν στην πρακτική ανεπάρκεια της ανεξαρτησίας την οποία υποτίθεται ότι προστατεύουν. Είναι αλήθεια όλοι οι πολίτες των ΗΠΑ έχουν το δικαίωμα να γίνουν Πρόεδροι. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κανένα νομικό ή συνταγματικό κώλυμα στη διεκδίκηση του ανώτατου αυτού αξιώματος. Υπάρχει όμως πραγματικά η ευχέρεια να γίνει κάτι τέτοιο, αν η έλλειψη δεδομένων στοιχείων, όπως είναι οι απαραίτητοι πόροι από την άποψη των χρημάτων, της κοινωνικής θέσης, της μόρφωσης ή του χαρακτήρα, καθιστούν κάτι τέτοιο εντελώς αδύνατον; Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι άνθρωποι φαίνεται να μην έχουν την ουσιώδη ελευθερία να εξασκήσουν τα δικαιώματα που έχουν τυπικά. Το τι δεν υπάρχει εδώ, είναι αυτό που ο Μπερλίν ονομάζει «θετική ή ρητή ελευθερία», δηλαδή όχι απλώς ελευθερία από εξωτερικές παρεμβάσεις, αλλά ένα είδος «ενεργητικής» ελευθερίας που μας επιτρέπει να φτάσουμε σε συγκεκριμένους στόχους- ένα είδος δύναμης, η οποία επιτρέπει στα άτομα να ξεδιπλώσουν τις δυνατότητές τους, να εκπληρώσουν το όνειρά τους, να δρουν αυτόνομα και να ελέγχουν το πεπρωμένο τους.

Για εκείνους, συμπεριλαμβανομένου του Μπερλίν, οι οποίοι υποστηρίζουν την «αρχή της βλάβης», η θεωρία τους στηρίζεται στην παρατήρηση του τι μπορεί να συμβεί όταν η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται. Σε αυτή την περίπτωση, ίσως υπάρξει ένα είδος πατερναλισμού, κατά τον οποίο οι άνθρωποι θα αναλαμβάνουν από μόνοι τους να προωθήσουν (αυτό που θεωρούν ότι είναι) θετική ελευθερία στη ζωή των άλλων. Πολλές φορές, ξεκινώντας με τις καλύτερες προθέσεις, οι άνθρωποι φτάνουν σε γρήγορα συμπεράσματα, ότι υπάρχει πραγματικά ένα σωστό μονοπάτι, το οποίο οι άνθρωποι θα ήταν έτοιμοι να επιλέξουν εάν μόνο ήξεραν καλύτερα – αν, δηλαδή, η “καλύτερη πλευρά” τους κυριαρχούσε, ή ίσως αν η χειρότερη πλευρά τους καταπιεζόταν. Από εδώ, όπως παρατήρησε δυστυχώς και ο Μπερλίν, υπάρχει τελικά πολύ μικρή απόσταση για τους κατέχοντες την εξουσία να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι έχουν το δικαίωμα να αγνοήσουν τις πραγματικές επιθυμίες των ανθρώπων ή των κοινωνιών και να εκφοβίσουν, να καταπιέσουν, να βασανίσουν εν ονόματι και από μέρους των “πραγματικών” εαυτών των ανθρώπων».

Σε πολύ ακραίες περιπτώσεις, ό,τι αρχίζει σαν κοινωνική μεταρρύθμιση μπορεί να μετατραπεί πολύ εύκολα σε φανατισμό, δικαιολογώντας, όπως τουλάχιστον φαίνεται, ένα είδος τυραννίας η οποία αυτό που ουσιαστικά διεκδικεί είναι η συμμόρφωση στην επιδίωξη των στόχων της κοινωνίας και αποκτηνώνει τους πολίτες στην πορεία της. Εμφανώς, η βαθύτερη δυσπιστία του Μπερλίν για τη θετική ελευθερία, τροφοδοτήθηκε κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος από τις τερατωδίες του εικοστού αιώνα. Και συμπεραίνει ο Μπερλίν, «το να επιτίθεσαι, το να προσπαθείς να προσηλυτίσεις στις δικές σου απόψεις ενάντια στις απόψεις των άλλων, όλος αυτός ο έλεγχος και η υποχρεωτική αλλαγή σκέψης, είναι ένα είδος άρνησης αυτού που υπάρχει στους ανθρώπους και κάνει και αυτούς και τις αξίες τους θεμελιώδη».

Όταν αγαπάς τον εαυτό σου, θα αγαπάς και τους άλλους

Υπάρχει ένα δυναμικό μέσα μας που πρέπει να υλοποιηθεί. Δεν έχει σημασία αν έχετε ένα βαθμό ευφυΐας 60 ή 160, υπάρχουν πολλά περισσότερα μέσα σας απ’ αυτά που τώρα συνειδητοποιείτε.

Ίσως η μοναδική γαλήνη και χαρά στη ζωή βρίσκεται στην αναζήτηση και στην ανάπτυξη αυτού του δυναμικού. Είναι αμφίβολο αν θα υλοποιήσουμε ολόκληρο τον εαυτό μας μέσα στη διάρκεια μιας ζωής, ακόμη κι αν αφιερώσουμε την κάθε στιγμή της σ’ αυτό.

Ο Γκαίτε βάζει το Φάουστ να το ανακαλύπτει αυτό όταν λέει, “Αν πάνω σ’ αυτή τη γη μια στιγμή γαλήνη μπορούσα να βρω /τότε σ’ αυτή τη στιγμή θα της έλεγα/ “Μείνε για λίγο, τι όμορφη που είσαι”. Αν ο άνθρωπος σταματήσει τις έρευνές του έστω και για μια σύντομη στιγμή, τότε φλερτάρει με το διάβολο, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει γαλήνη κι ανάπαυση στον αγώνα του ανθρώπου να βρει τον εαυτό του. Το Ευαγγέλιο του Απόστολου Ιωάννη μας λέει ότι το σπίτι μας έχει πολλά δωμάτια, που το καθένα τους περικλείει τα δικά του θαυμαστά πράγματα. Πώς είναι δυνατό ν’ ανεχόμαστε τις αράχνες, τους ποντικούς, τη φθορά και το θάνατο να κατακλύζουν το σπίτι μας;

Ό,τι υπάρχει είναι πάντα διαθέσιμο για ανακάλυψη. Ποτέ δεν είναι πολύ αργά. Αυτή η γνώση θα προσφέρει στον άνθρωπο τη μεγαλύτερή του πρόκληση – την έρευνα του εαυτού του – τη δική του προσωπική Οδύσσεια- την ανακάλυψη και την τακτοποίηση των δωματίων του σπιτιού του. Αυτή η γνώση θα πρέπει να τον προκαλέσει να γίνει όχι μόνο ένα καλό άτομο, αλλά το καλύτερο, το πιο αγαπητό, το πιο αισθαντικό, το πιο έξυπνο άτομο, ένα αξιαγάπητο άτομο, ένα όλο αισθήματα άτομο, ένα έξυπνο άτομο, που ο άνθρωπος είναι ικανός να γίνει. Η έρευνά του δεν είναι ένας ανταγωνισμός με την έρευνα κάποιου άλλου. Γίνεται η δική του προσωπική πρόκληση.

Έτσι το ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας περικλείει την ανακάλυψη του αληθινού θαύματος που είναι ο εαυτός μας· όχι μόνο ο τωρινός εαυτός μας, αλλά οι πολλές δυνατότητες του εαυτού μας. Περικλείει την αδιάκοπη συνειδητοποίηση ότι είμαστε μοναδικοί, ότι δε μοιάζουμε με κανένα άλλο άτομο στον κόσμο, ότι η ζωή είναι, ή θα 'πρεπε να είναι, η ανακάλυψη, η ανάπτυξη και το μοίρασμα με τους άλλους αυτής της μοναδικότητας. Η διαδικασία αυτή δεν είναι πάντα εύκολη, γιατί θα πρέπει ν’ ανακαλύψουμε αυτούς που θα νιώσουν ότι απειλούνται από μας που αλλάζουμε, που ωριμάζουμε. Αλλά πάλι θα είναι μια γοητευτική διαδικασία, πάντα φρέσκια και όπως όλα τα πράγματα καινούργια, όλο αλλαγές, ποτέ πληκτική. Το ταξίδι μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας είναι το σπουδαιότερο, το πιο απολαυστικό και το μεγαλύτερο σε διάρκεια. Τα ναύλα είναι φτηνά· απαιτεί μονάχα αδιάκοπη εμπειρία, αξιολόγηση, αγωγή, δοκιμές καινούργιας συμπεριφοράς. Μόνο εσείς μπορείτε να γίνετε ο τελικός κριτής που θα καθορίσει ποιο είναι το σωστό για σας.

Σχετικισμός: Η ομορφιά βρίσκεται στο μάτι του θεατή; Ή μήπως όχι;

Αναμφίβολα, η πιο οικεία ερώτηση στον τομέα της αισθητικής είναι κατά πόσο οι αξίες της αισθητικής, όπως για παράδειγμα η ομορφιά, είναι «πραγματικές» ιδιότητες, σύμφυτες και αντικειμενικές των πραγμάτων στα οποία αποδίδονται. Ή μήπως αυτές οι αξίες είναι μάλλον αναπόσπαστα δεμένες ή εξαρτώμενες από τις αποφάσεις και τις διαθέσεις των ανθρώπων οι οποίοι αποδίδουν στα πράγματα αυτές τις ιδιότητες; Η υπόθεση του ηθικού σχετικισμού πάνω στο ανωτέρω ερώτημα, με απλά λόγια, είναι ότι η δεύτερη απάντηση είναι η σωστή και ότι τελικά αυτό που ισχύει για την αισθητική ισχύει για την ηθική δεοντολογία.

Η πρόταση των σχετικιστών είναι ότι μέχρις ενός σημαντικού βαθμού μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις ηθικές αποφάσεις ως αισθητικές. Αν, για παράδειγμα, πεις ότι σου αρέσουν τα οστρακοειδή αλλά σε εμένα δεν αρέσουν, ουσιαστικά συμφωνούμε ότι διαφέρουμε. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν βγαίνει νόημα να πούμε ότι είτε ο ένας είτε ο άλλος έχουμε δίκιο ή όχι. Και θα ήταν τουλάχιστον παράλογο για εμένα να προσπαθήσω να σε πείσω να σταματήσεις να ορέγεσαι τα οστρακοειδή ή να σε κριτικάρω επειδή ακριβώς σου αρέσουν.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ο σχετικιστής επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι αν μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή κοινότητα εγκρίνει, ας πούμε, τη βρεφοκτονία, αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο αυτή η ομάδα λανθάνει, απλώς είναι κάτι ηθικά σωστό γι’ αυτήν. Και φυσικά, δεν θα άρμοζε στους άλλους ανθρώπους να κριτικάρουν αυτή την κοινωνική ομάδα ή να προσπαθήσουν να τους πείσουν να αλλάξουν τις πεποιθήσεις τους, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει μια ουδέτερη σκοπιά από την οποία θα πειστούν για να αλλάξουν την άποψή τους. Επομένως, σύμφωνα με αυτή την άποψη, καμία ηθική αλήθεια- καμία ηθική αρχή ή πεποίθηση- δεν θεωρείται “πραγματικά” σωστή ή λάθος. Μπορεί όμως να θεωρηθεί σωστή ή λάθος μόνο από τη σκοπιά μίας δεδομένης κουλτούρας, κοινωνία ή ιστορικής περιόδου.

Ένα από τα πιο φανερά πλεονεκτήματα του σχετικισμού είναι ότι ταιριάζει πολύ καλά με τn μεγάλη ποικιλία τόσο των ηθικών πεποιθήσεων, οι οποίες υπήρχαν σε διάφορες εποχές και χώρες στο παρελθόν, όσο και με τις ηθικές πεποιθήσεις οι οποίες υπάρχουν σήμερα. Αυτό έχει από καιρό αναγνωριστεί. 0 Ηρόδοτος, ο οποίος έζησε τον πέμπτο αιώνα π.Χ., έγραψε την ιστορία μιας ομάδας Ελλήνων οι οποίοι βρίσκονταν στην αυλή του Δαρείου, του βασιλιά των Περσών, και είχαν φρίξει από την υπόδειξη ότι έπρεπε να φάνε τα νεκρά σώματα των πατεράδων τους. Στη συνέχεια, οι Έλληνες ήρθαν αντιμέτωποι με κάποιους Καλλατίες, φυλή Ινδών οι οποίοι ακολουθούσαν την πρακτική αυτή, δηλαδή να τρώνε τα νεκρά σώματα των πατεράδων τους. Η αντίδραση των Καλλατιών ήταν ακριβώς η ίδια με των Ελλήνων, δηλαδή έφριξαν με τη συνήθεια των Ελλήνων να καίνε τους νεκρούς τους. Επισημαίνοντας, λοιπόν, ότι η ηθική είναι κατά βάση θέμα παράδοσης, ο ιστορικός Ηρόδοτος δείχνοντας την έγκρισή του παραθέτει τα λόγια του Πινδάρου: «Η παράδοση είναι βασιλιάς των πάντων».

Διαφωνώντας σχετικά με τη συμφωνία ότι διαφωνούμε

Ένα πρόβλημα που υπάρχει σχετικά με την πεποίθηση των σχετικιστών ότι πρέπει να θεωρούμε τις ηθικές αποφάσεις ως αισθητικές είναι ότι τέτοιες πεποιθήσεις φαίνεται να αποκλείουν οποιαδήποτε τυχόν συζήτηση αναφορικά με τις ηθικές αξίες. Προφανώς δεν υπάρχει κανένας λόγος να συζητάμε τα σωστά ή τα λάθη του να τρώμε οστρακοειδή ή να σκοτώνουμε βρέφη. Όμως η πραγματική ζωή είναι γεμάτη από τέτοιες διαφωνίες και συζητήσεις. Συχνά, οι θέσεις μας για ηθικά ζητήματα, όπως είναι οι αμβλώσεις και η θανατική ποινή, είναι ιδιαίτερα έντονες και, φυσικά, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και ως κοινωνία, συχνά αλλάζουμε τις απόψεις μας από καιρού εις καιρόν. Ο απόλυτος σχετικιστής θα υποστήριζε ότι όχι μόνο διαφορετικά πράγματα είναι σωστά για διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά και ίδια πράγματα μπορεί να είναι σωστά για τους ίδιους ανθρώπους σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Μπορεί όμως ο σχετικιστής να συμβιβαστεί τελικά με το συμπέρασμα ότι διάφορες πρακτικές, όπως η υποδούλωση των ανθρώπων ή το κάψιμο των αιρετικών, είναι λανθασμένες τώρα, αλλά ήταν σωστές στο παρελθόν, επειδή οι προηγούμενες κουλτούρες και πολιτισμοί τα θεωρούσαν σωστά;

Οι υποστηρικτές του σχετικισμού μερικές φορές προσπαθούν να μετατρέψουν την αποτυχία τους να λάβουν σοβαρά υπόψη τις συνήθεις ηθικές πτυχές της ζωής μας προς όφελος τους, υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να είμαστε τόσο επικριτικοί προς τις άλλες κουλτούρες. Ίσως πρέπει να είμαστε πιο ανεκτικοί, πιο ανοιχτόμυαλοι και ευαίσθητοι στα έθιμα και τις πρακτικές των άλλων λαών. Με άλλα λόγια, πρέπει να ζούμε όπως πιστεύουμε και να αφήσουμε τους άλλους να ζήσουν όπως πιστεύουν εκείνοι. Αλλά αυτό δυστυχώς δεν είναι εφικτό. Και αυτό, επειδή μόνο ο δήθεν μη ανεκτικός και ο μη σχετικιστής μπορεί λογικά να αποδεχτεί την ανεκτικότητα και την πολιτισμική ευαισθησία ως αρετές τις οποίες θα έπρεπε να υιοθετούμε όλοι. Από την προοπτική του σχετικιστή, φυσικά, η ανεκτικότητα δεν είναι παρά ακόμη μία αξία για την οποία διαφορετικές κουλτούρες ή κοινωνίες θα έπρεπε να συμφωνούν ή να διαφωνούν.

Αν όλα επιτρέπονται…

Από την κοινή αλλά αβασάνιστη άποψη ότι “όλα είναι σχετικά”, μπορούμε μερικές φορές να συμπεράνουμε ότι “όλα επιτρέπονται”. Στις τελευταίες δεκαετίες, αυτό έχει γίνει το σύνθημα ενός είδους ελευθερισμού ο οποίος έχει ταχθεί ενάντια σε όλα τα είδη παραδοσιακών ή αντιδραστικών δυνάμεων στην κοινωνία, στην κουλτούρα και στη θρησκεία. Εντούτοις, η έλλειψη σαφήνειας η οποία καταθλίβει τους πραγματικά ανεκτικούς από τους σχετικιστές, κατακλύζει γοργά τις πιο ακραίες εκδοχές του σχετικισμού.

Ο ριζοσπαστικός σχετικισμός είναι η άποψη ότι όλα τα είδη ισχυρισμών-ηθικών ή άλλων- είναι σχετικά. Έτσι, ο ισχυρισμός ότι όλες οι απόψεις είναι σχετικές, είναι στην πραγματικότητα και αυτός σχετικός – άρα και αυτοαναιρούμενος; Ναι, λοιπόν, οφείλει να είναι ώστε να μην υπάρχει αντίφαση με όσα λένε. Αλλά αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, αυτό σημαίνει ότι η άποψή μου ότι όλοι οι ισχυρισμοί είναι απόλυτοι, είναι αλήθεια για εμένα. Άρα, οι σχετικιστές δεν μπορούν να πουν, για παράδειγμα, ότι είναι πάντα άδικο να κριτικάρεις την εθιμοτυπία άλλων κοινωνιών, καθώς εγώ προσωπικά ίσως το βρίσκω σωστό να κριτικάρω. Γενικά, οι σχετικιστές δεν μπορούν να υποστηρίζουν μονίμως την εγκυρότητα των θέσεών τους.

Αποδεκτός με μέτρο

Οι σοφιστές στην αρχαία Ελλάδα ήταν ουσιαστικά οι πρώτοι ηθικοί σχετικιστές. Οι φιλόσοφοι οι οποίοι ταξίδευαν συχνά και οι δάσκαλοι, όπως ο Θρασύμαχος και ο Πρωταγόρας, υποστήριζαν (σύμφωνα με τον Πλάτωνα) ότι τα πράγματα μπορούσαν να θεωρηθούν καλά ή άσχημα, σωστά ή λάθος, δίκαια ή άδικα, λόγω των ανθρώπινων συμβάσεων και όχι εξαιτίας των φυσικών δεδομένων. Οι αντιφάσεις του σχετικισμού του Πρωταγόρα εκτίθενται επιδέξια από τον Σωκράτη στους Πλατωνικούς Διαλόγους, αλλά στην πραγματικότητα ο Πρωταγόρας φαίνεται να έχει υιοθετήσει μια πιο μετριοπαθή θέση, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να υπάρχουν κάποιοι κανόνες (βασισμένοι ωστόσο στους συμβατικούς κανόνες της παράδοσης) ώστε να διασφαλίζεται ότι η κοινωνία θα λειτουργεί σε ένα μίνιμουμ ασφαλούς συνύπαρξης.

Η θέση του Πρωταγόρα είναι μια αναγνώριση ότι οι άνθρωποι πρέπει να συμφωνούμε σε κάτι, να έχουμε δηλαδή κάποιο κοινό έδαφος, ώστε να μπορούμε να ζούμε μαζί ως κοινωνικά όντα. Αυτό είναι ακριβώς το κοινό έδαφος το οποίο υπονομεύεται από τον ριζοσπαστικό σχετικισμό. Αλλά στην πραγματικότητα, όπως έχει δείξει η ανθρωπολογία, ενώ υπάρχουν αμέτρητες διαφορές στις λεπτομέρειες, πολλές ουσιώδεις αξίες μπορούν να ανιχνευθούν ουσιαστικά σε όλες τις κουλτούρες, προηγούμενες και τωρινές, όπως για παράδειγμα οι κοινής αποδοχής νόμοι ενάντια στις παράνομες δολοφονίες, ή και ενάντια στην παραβίαση όρκων και συμφωνιών, χωρίς τους οποίους οι κοινωνίες δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, ούτε και οι άνθρωποι να συνεργαστούν. Επομένως, μια μικρή δόση σχετικισμού θα μπορούσε να θεωρηθεί μια υγιής διόρθωση στην «πολιτισμική» στενότητα και μισαλλοδοξία. Οι μεγάλες δόσεις σχετικισμού, όμως, είναι σίγουρα τοξικές και μπορούν να φτάσουν στα όρια του ηθικού μηδενισμού.

Θρησκείες: Αμάθεια και Σκοταδισμός

Ο Σοπενχάουερ είχε πει ότι οι θρησκείες είναι σαν τις κωλοφωτιές, έχουν ανάγκη το σκοτάδι για να λάμψουν. Πραγματικά, για όποιον έχει μάτια να δει και την τιμιότητα να πιστέψει στα μάτια του, σε όλες τις εποχές οι θρησκείες επέβαλλαν την αμάθεια και το σκοταδισμό.

Στο όνομα του Θεού δικαιολόγησαν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, νομιμοποίησαν την δουλεία, επικρότησαν την αμορφωσιά των λαών και δίδαξαν την υποταγή και την εγκαρτέρηση. Ο πνευματικός σκοταδισμός και η ιδεολογική τρομοκρατία ήταν το μεταφυσικό μορμολύκειο στις οδούς της κυριαρχίας τους, καθώς στο «φύλλο πορείας» τους ήταν γραμμένο ότι το κοινωνικό καθεστώς καθιερώθηκε από τον θεό και δεν μπορεί να αλλάξει με την θέληση των ανθρώπων.

Αυτό είναι το έδαφος πάνω στο οποίο λιπαίνονταν οι διώξεις των διανοουμένων που αναζητούσαν νέους δρόμους στην επιστήμη. Γι’ αυτό θεώρησαν ότι η ελεύθερη επιστημονική έρευνα έθετε σε κίνδυνο τον ιδεολογικό τους μανδύα και γι’ αυτό έδωσαν τις «μάχες» τους ενάντια σε φωτεινά και ανήσυχα πνεύματα της ανθρωπότητας.

Ο μαρξισμός όταν εξετάζει το ζήτημα της θρησκείας δεν ξεχνά το βασικό: τις ταξικές (και συνεπώς εξαιρετικά κοσμικές) αναγκαιότητες που μετέτρεψαν την θρησκεία σε πλευρά των καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων, αλλά και σε «εργαλείο» αναπαραγωγής αυτών των σχέσεων.

Οι διώξεις του χριστιανισμού.

Ο χριστιανισμός έδωσε τα διαπιστευτήριά του μόλις άρχισε να αποκτά εξουσία, με αποτέλεσμα την πυρπόληση της Σεραπείου βιβλιοθήκης από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ με επίσκοπο Αλεξανδρείας τον Θεόφιλο. Τον ακολούθησε, το 529, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ο οποίος έκλεισε την Ακαδημία Πλάτωνος στην Αθήνα. Στις μαύρες του σελίδες καταγράφεται και ο τραγικός θάνατος της Υπατίας.

Στο Βυζάντιο, ο χριστιανισμός κυνήγησε λυσσαλέα όποια επιστημονική φωνή διατύπωνε κάτι που ξέφευγε από τα θεόπνευστα κείμενα της χριστιανικής πανούκλας.

Ο Μιχαήλ Ψελλός, λόγιος και φιλόσοφος, κατέστη γρήγορα ύποπτος στους εκκλησιαστικούς κύκλους, και ο πατριάρχης Ξιφιλίνος τον κατηγόρησε ότι ήθελε να ανατρέψει τον χριστιανισμό και να εισαγάγει τις δοξασίες του Πλάτωνα και του στωικού Χρυσίππου. Ο Μ. Ψελλός υποχρεώθηκε σε δημόσια ομολογία.

Η Χρονογραφία του περιγράφει τα έτη 976-1078, με βάση τις προσωπικές του παρατηρήσεις. Ο Ψελλός παρουσιάζει τα γεγονότα ως αποτέλεσμα ισχυρών προσωπικών συγκρούσεων, συναισθημάτων και δολοπλοκιών, δίχως να αφήνει χώρο για την “Θεία Πρόνοια”. Ως συγγραφέας ήταν σταθερά ατομιστής στην προσέγγισή του. Κοίταζε τον κόσμο από την δική του οπτική γωνία, άλλοτε σοβαρά και άλλοτε ειρωνικά.

Δίδασκε τα μαθηματικά στηριζόμενος στον Νικόμαχο, τον Ευκλείδη και τον Θέωνα. Ο Ρ. Tannery αναφέρει πως είχε ασχοληθεί και με τον Διόφαντο, όπως προκύπτει από ανέκδοτη επιστολή του. Από άλλες επιστολές του βγαίνει το συμπέρασμα ότι εκτός των άλλων δίδασκε και γεωμετρία («την εν γραμμαίς θεωρίαν»). Εκτός των άλλων έργων του αναφέρεται και το επίτομο Περί Αριθμών, το οποίο αναφέρεται στο χαμένο 7ο βιβλίο του Ιάμβλιχου, Συναγωγή των πυθαγόρειων δογμάτων. Έγραψε και φυσικές πραγματείες. Σε επιστολή του αναφέρει ότι οι φθορές και οι γενέσεις της ύλης γίνονται από φυσικά αίτια και όχι από αόρατες και μυστικές δυνάμεις. Αυτή η θεώρηση του έδωσε την δυνατότητα να ερμηνεύσει τις μεταμορφώσεις της ύλης και τις αλλαγές της φύσης κάτω από τo πρίσμα ενός φυσικού νόμου.

Ο Ιωάννης ο Ιταλός, καθηγητής Φιλοσοφίας στη θέση του Ψελλού, κατηγορήθηκε ότι δίδασκε αίρεση, ότι θεωρούσε την ύλη άναρχη και αδημιούργητη και ότι δεχόταν ως υπαρκτές τις πλατωνικές ιδέες. Παρ’ όλο που δήλωσε μετάνοια, αρχικά περιορίστηκε σε μονή και κατόπιν καταδιώχθηκε γιατί θεωρήθηκε ότι η διδασκαλία του παρακινούσε στην επαναφορά της παλαιάς θρησκείας.

Ο Ιωάννης διακήρυσσε προφανώς ότι αρκεί η πραγματική, δηλαδή κοσμική, επιστήμη ώστε να διερευνηθεί η αλήθεια, ότι η φιλοσοφική σκέψη είναι αυτόνομη, ακόμη και ξέχωρη, από τα εκκλησιαστικά δόγματα, ότι τόσο οι ιδέες όσο και η ύλη είναι αιώνιες, ότι υπάρχει παλιγγενεσία των ψυχών, ότι ισχύει το «ουδέν εξ ουδενός» των Εθνικών φιλοσόφων και δεν υπάρχει εκ του μηδενός δημιουργία και ότι τα θαύματα πρέπει να απορρίπτονται ως αντικείμενα στους φυσικούς νόμους. Είχε την άποψη ότι η κλασική θρησκευτική και η παράδοση της διανόησης παρέχουν ό,τι χρειάζεται —και περισσότερα— ο άνθρωπος να γνωρίζει και να κατέχει ως προς τον χριστιανισμό.

Παρόλα αυτά, πίστευε ότι για να γίνουν δεκτές οι εξ αποκαλύψεως χριστιανικές αλήθειες θα έπρεπε να εναρμονισθούν πρώτα προς τις αρχές του φιλοσοφικού συστήματος που εισηγούνταν με την βοήθεια των φιλοσοφικών συλλογισμών. Όπως και ο Ψελλός, όσον αφορά τα διαλεκτικά και λογικά ζητήματα ακολουθούσε τον Αριστοτέλη, ενώ ως προς τα μεταφυσικά τις αντιλήψεις του Πλάτωνα. Ο Ιταλός τελικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας πρόδρομος του σχολαστικισμού, με την έρευνα της επίλυσης των δογματικών ζητημάτων μόνο διά του λογικού.

Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων προσπάθησε ν’ αναστήσει τον παλαιό Ελληνικό βίο. Το αποτέλεσμα ήταν το έργο του «Νόμων Συγγραφή» να μη σώζεται ολόκληρο γιατί κάηκε έπειτα από απόφαση του Σχολάριου μόλις αυτός έγινε πατριάρχης.

Ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), βαθύς γνώστης του πλατωνισμού, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους αρχαιοελληνικούς Θεούς, συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «κύκλο» του Μυστρά. Το 1438-9 συνέγραψε στην Φλωρεντία το «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» που επηρέασε σημαντικά τους Ιταλούς λογίους και υπέσκαψε τα θεμέλια του Σχολαστικισμού. Το έργο “Ζωροαστρείας τε και Πλατωνικών δογμάτων συγκεφαλαίωσις” μας διασώθηκε από το Βησσαρίωνα.

Προς το τέλος της ζωής του το Magnum Opus του «Περί νόμων». Επί του τελευταίου έργου άνοιξε σπουδαία συζήτηση με τον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος υποστήριξε αριστοτελικές απόψεις. Ο Πλήθων αντίθετα συνέρραψε πλατωνικές απόψεις μαζί με άλλες των στωικών (π.χ. Ειμαρμένη), του Ζωροάστρη (π.χ. πολυθεϊσμός) και δικές του, καταλήγοντας σε μια πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση, από την οποία θα προέκυπτε μια πολιτεία βασισμένη σε μεταρρυθμισμένη εκδοχή του αρχαιοελληνικού πολυθεϊσμού, και στην οποία οι άνθρωποι «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα».

Μετά τον θάνατό του, η σύζυγος του δεσπότη του Μυστρά Δημήτριου Παλαιολόγου Θεοδώρα θεώρησε σωστό να παραδώσει το χειρόγραφο «Περί νόμων» στο Γεννάδιο Σχολάριο. Αυτός αφού το διάβασε, δεν το αντέκρουσε, όπως είχε αρχικά πει, αλλά το έκαψε δημόσια, καθώς το θεώρησε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό», που περιείχε όπως έγραψε «τα σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Κάλεσε μάλιστα όσους κατέχουν αντίγραφα, να τα καταστρέψουν και αυτά. Παρά ταύτα, έχουν σωθεί από αντιγραφές κάποια αποσπάσματα του έργου αυτού, χάρη σε αντιγραφή του μαθητή του Δημήτρη Ραούλ Καβάκη. Αποσπάσματα παρέθεσε στο έργο του “Γεννήθηκα στο 1402” ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος όταν εκδόθηκε το 1957. Από τα 101 κεφάλαια του σώθηκαν μόλις 15. Δεν διασώθηκαν αυτά για την μετεμψύχωση (“περί αθανασίας ψυχής της ανθρωπίνης”) ούτε το “περί της αϊδιότητος (αφθαρσίας, αιωνιότητας) του παντός”.

Η διαμάχη της Καθολικής Εκκλησίας με τους εκπροσώπους της επιστήμης κατά τον Μεσαίωνα είναι γνωστή, κομβικό δε σημείο υπήρξε η θέση του Ήλιου και της Γης στο σύμπαν. Πώς είναι δυνατόν βιβλικά χωρία όπως: «και γαρ εστερέωσε την οικουμένην ήτις ου σαλευθήσεται» (Ψαλμοί 93:1), «και ανατέλλει ο ήλιος και δύει ο ήλιος και τις τον τόπον αυτού έλκει» (Εκκλησιαστής, 1:5), «εποίησε σελήνην εις καιρούς, ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού» (Ψαλμός 104: 19), που είναι ο λόγος του Θεού, να μην λένε την αλήθεια; Αξιωματικά, η θεωρούμενη θεόπνευστη Παλαιά Διαθήκη είναι η θεωρητική βάση πάνω στην οποία θα υποδουλώνονται η έρευνα και η ελεύθερη σκέψη.

Η αποδεκτή θεωρία από την Καθολική Εκκλησία ήταν αυτή του Κλαύδιου Πτολεμαίου που έλεγε ότι η Γη ήταν ακίνητη, βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος, ενώ ο Ηλιος και τα άλλα ουράνια σώματα περιστρέφονταν γύρω της.

Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος απέδειξε ότι η Γη κινείται γύρω από τον άξονά της και μαζί με τους άλλους πλανήτες κινείται και γύρω από τον Ηλιο. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310 π.κ.ε. – 230 π.κ.ε.) ήταν Έλληνας αστρονόμος και μαθηματικός, που γεννήθηκε στην Σάμο. Είναι ο πρώτος επιστήμονας ο οποίος πρότεινε το ηλιοκεντρικό μοντέλο του Ηλιακού Συστήματος, θέτοντας τον Ήλιο και όχι την Γη, στο κέντρο του γνωστού Σύμπαντος. Οι ιδέες του περί Αστρονομίας φαίνεται να μην είχαν γίνει αρχικά αποδεκτές και θεωρήθηκαν κατώτερες από εκείνες του Πτολεμαίου. Δύο χιλιάδες (2000) χρόνια μετά, ο Κοπέρνικος στηριζόμενος στις θεωρίες του Αρίσταρχου, όπως ο ίδιος επισημαίνει στην εισαγωγή του έργου του, υιοθέτησε το ηλιοκεντρικό σύστημα, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.

Η μοναδική εργασία του Αρίσταρχου η οποία έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, «Περί μεγεθών και αποστημάτων Ηλίου και Σελήνης», βασίζεται σε γεωκεντρικό μοντέλο, καθώς είτε είναι προγενέστερο των απόψεών του περί ηλιοκεντρισμού, είτε χρησιμοποιεί το αποδεκτό για την εποχή του σύστημα σε μια εργασία που αφορά αποκλειστικά τις μετρήσεις των αποστάσεων του Ήλιου και της Σελήνης από την Γη και όχι το σύστημα που συμμετέχουν. Παρόλα αυτά, γνωρίζουμε από διάφορες παραπομπές ότι ο Αρίσταρχος είχε γράψει ένα άλλο βιβλίο στο οποίο πρότεινε την εναλλακτική υπόθεση του ηλιοκεντρικού μοντέλου.

Ο Αρχιμήδης στο έργο του Ψαμμίτης έγραψε:

Κατέχεις δέ, διότι καλεῖται κόσμος ὑπὸ μὲν τῶν πλείστων ἀστρολόγων ἃ σφαῖρα, ἇς ἐστὶ κέντρον μὲν τὸ τᾶς γᾶς κέντρον, ἁ δὲ ἐκ τοῦ κέντρου ἴσα τὰ εὐθεῖα τὰ μεταξὺ τοῦ κέντρου τοῦ ἁλίου καὶ τοῦ κέντρου τᾶς γᾶς ταῦτα γὰρ ἐν ταῖς γραφομέναις παρὰ τῶν ἀστρολόγων δείξεσι διακούσας.

Ἀρίσταρχος δὲ ὁ Σάμιος ὑποθεσίων τινῶν ἐξέδωκεν γραφάς, ἐν αἷς ἐκ τῶν ὑποκειμένων συμβαίνει τὸν κόσμον πολλαπλάσιον εἶμεν τοῦ νῦν εἰρημένου. Ὑποτίθεται γὰρ τὰ μὲν ἀπλανέα τῶν ἄστρων καὶ τὸν ἄλιον μένειν ἀκίνητον, τὰν δὲ γᾶν περιφέρεσθαι περὶ τὸν ἄλιον κατὰ κύκλου περιφέρειαν, ὅς ἐστιν ἐν μέσῳ τῷ δρόμῳ κείμενος, τὰν δὲ τῶν ἀπλανέων ἄστρων σφαῖραν περὶ τὸ αὐτὸ κέντρον τῷ ἀλίω κειμέναν τῷ μεγέθει τηλικαύταν εἶμεν, ὥστε τὸν κύκλον, καθ’ ὂν τὰν γᾶν ὑποτίθεται περιφέρεσθαι, τοιαύταν ἔχειν ἀναλογίαν ποτὶ τὰν τῶν ἀπλανέων ἀποστασίαν, οἵαν ἔχει τὸ κέντρον τᾶς σφαίρας ποτι τᾶν ἐπιφάνειαν. Ἐκδεκτέον δὲ τὸν Ἀρίσταρχον διανοεῖσθαι τόδε ἐπειδὴ τὰν γᾶν ὑπολαμβάνομες ὥσπερ εἶμεν τὸ κέντρον τοῦ κόσμου, ὂν ἔχει λόγον ἁ γᾶ ποτὶ τὸν ὑψ’ ἁμῶν εἰρημένον κόσμον, τοῦτον ἔχειν τὸν λόγον τὰν σφαῖραν, ἐν ᾇ ἐστιν ὁ κύκλος, καθ’ ὂν τὰν γὰν ὑποτίθεται περιφέρεσθαι, ποτὶ τᾶν τῶν ἀπλανεων ἄστρων σψαίραν τάς γὰρ ἀποδείξιας τῶν φαινομένων οὕτως ὑποκειμένῳ ἐναρμονίζει, καὶ μάλιστα φαίνεται τὸ μέγεθος τᾶς σφαίρας, ἐν ᾇ ποιεῖται τὰν γᾶν κινουμέναν, ἴσον ὑποτίθεσθαι τῷ ὑφ’ ἁμῶν εἰρημένῳ κόσμῳ.

(Συ βασιλιά Γέλων γνωρίζεις ότι ο κόσμος είναι το όνοµα που δίνουν οι περισσότεροι αστρονόμοι σε μία σφαίρα, που στο κέντρο της βρίσκεται η Γη και ότι η ακτίνα της σφαίρας αυτής είναι ίση προς την απόσταση μεταξύ του Ήλιου και της Γης. Αυτή είναι η εξήγηση την οποία δίνουν οι αστρονόμοι. Αλλά ο Αρίσταρχος έγραψε ένα βιβλίο, που περιέχει ορισµένες προτάσεις, από τις οποίες συµπεραίνεται ότι ο πραγµατικός κόσµος είναι πολύ μεγαλύτερος. Πιστεύεται ότι οι απλανείς αστέρες και ο Ήλιος είναι ακίνητοι, ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο σε κυκλική τροχιά, που στο κέντρο της βρίσκεται ο Ήλιος. Ακόµη ότι η σφαίρα των απλανών αστέρων, που βρίσκεται στο ίδιο με τον Ήλιο κέντρο, είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο κύκλος γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η Γη απέχει από τους απλανείς αστέρες, όσο απέχει το κέντρο μιας σφαίρας από την επιφάνεια της… Ο Αρίσταρχος δηλαδή εννοεί το εξής: αφού πιστεύουμε ότι η Γη είναι, ας πούµε, το κέντρο του κόσμου, η σχέση της Γης προς εκείνο που ονομάζουμε «κόσμο» είναι ίση προς τη σχέση της σφαίρας, που περιέχει τον κύκλο πάνω στον οποίο διατείνεται ότι περιστρέφεται η Γη, προς τη σφαίρα των απλανών αστέρων.)

Χρόνια αργότερα ο Ιταλός φιλόσοφος Τζορντάνο Μπρούνο βεβαίωνε ότι το σύμπαν είναι άπειρο και βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Η διδασκαλία του, όμως, έβαζε σε αμφισβήτηση την μοναδικότητα της ενανθρώπισης του υιού του θεού. Η χριστιανική εκκλησία καταδίωξε τον Μπρούνο, που έπεσε στα χέρια της Ιεράς Εξέτασης, έμεινε εφτά χρόνια στην φυλακή, αρνήθηκε να απαρνηθεί τις απόψεις του και κάηκε στην Ρώμη το 1600.

Ο Μπρούνο υποστήριζε την απειρία του Σύμπαντος, την ύπαρξη πολλαπλών κόσμων, και την ηλιοκεντρική θεωρία. Υποστήριζε πως η ενοποιός ουσία των πάντων είναι ο θεός, αλλά αρνιόταν την θεϊκή υπόσταση του Ιησού. Θεωρεί πως η θρησκεία είναι μέσο καθοδήγησης των αμαθών. Από το 1584 (στο La Cena de le Ceneri), ο Μπρούνο εγκαταλείπει την κοσμολογία του Αριστοτέλη, για αυτήν του Αρίσταρχου ου Σάμιου (1543), στην οποία οι πλανήτες κινούνται γύρω από τον άξονά τους καθώς και γύρω από τον Ήλιο. Ο Μπρούνο μάλιστα πηγαίνει την θεωρία παραπέρα, εγκαταλείποντας την ιδέα του κέντρου.

«Δεν υπάρχει κανένα άστρο στο κέντρο του σύμπαντος, διότι το σύμπαν εκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις με τον ίδιο τρόπο. Κάθε αστέρι είναι ένας ήλιος σαν το δικό μας, και γύρω από το καθένα από αυτά τα αστέρια περιστρέφονται άλλοι πλανήτες, αόρατοι στα μάτια μας, αλλά υπάρχουν. Συνεπώς, υπάρχουν αναρίθμητοι ήλιοι και άπειρος αριθμός Γαιών που περιστρέφονται γύρω από αυτούς τους ήλιους, σαν τις επτά Γαίες, η Γη, η Σελήνη, και οι πέντε τότε γνωστοί πλανήτες: ο Ερμής, η Αφροδίτη, ο Άρης, ο Δίας, ο Κρόνος που βλέπουμε να περιστρέφονται γύρω από τον κοντινό μας ήλιο.» Giordano Bruno, De l’infinito universo et Mondi, 1584.

Καταδικάστηκε από την Ιερά Εξέταση, η καταδικαστική απόφαση, η οποία οδήγησε τον Τζορντάνο Μπρούνο στην πυρά, εκδόθηκε από τον καρδινάλιο Ρομπέρτο Μπελλαρμίνο (Roberto Bellarmino) (1542-1621) το 1600.

Η χριστιανική εκκλησία καταδίωξε επίσης και τον Γαλιλαίο, (1564 – 1642) ο οποίος άρχισε να εξετάζει τον Ουρανό με τηλεσκόπιο. Αρχικά στις 16 Φεβρουαρίου 1616 με την απειλή ποινής από την Ιερά Εξέταση τον ανάγκασαν να ανακαλέσει, του απαγόρεψαν να μιλάει και να γράφει για την περιστροφή της Γης, τον περιόρισαν στο σπίτι του ελέγχοντας όλες τις κινήσεις του και απομονώνοντάς τον.

Η θεωρία του Γαλιλαίου -και των υπόλοιπων επιστημόνων- κλόνιζε την ιδεολογική θωράκιση του χριστιανισμού, γιατί πώς συνδυάζεται η θεωρία της κίνησης της Γης με το χριστιανικό δόγμα της ανάληψης του Χριστού στον ουρανό; Η Γραφή έλεγε ότι Ουρανός και Γη είχαν δημιουργηθεί για χάρη του ανθρώπου. Πώς μπορούσε να ισχύει αυτό αν η Γη δεν ήταν παρά ακόμα ένας πλανήτης που περιστρεφόταν γύρω από τον ήλιο;

Ο Γαλιλαίος με το τηλεσκόπιο δικής του κατασκευής παρατήρησε πρώτος τους κρατήρες, τα όρη και τις πεδιάδες στην επιφάνεια της Σελήνης. Ανακάλυψε ότι η Σελήνη στρέφει πάντα προς την Γη το ίδιο ημισφαίριό της. Παρατήρησε τις ηλιακές κηλίδες, τον δακτύλιο του Κρόνου, αποκάλυψε την αστρική φύση του Γαλαξία μας και απέδειξε την ισχύ της ηλιοκεντρικής θεωρίας, παρατηρώντας τις φάσεις της Αφροδίτης και ανακαλύπτοντας 4 από τους δορυφόρους του Δία, την Ιώ, την Ευρώπη, τον Γανυμήδη και την Καλλιστώ τους οποίους ονόμασε Άστρα των Μεδίκων, προς τιμή του προστάτη του, Κόσιμο Β’ των Μεδίκων.

Οι παρατηρήσεις του αυτές αποτέλεσαν την αρχή του τέλους για την πεποίθηση, που υποστηριζόταν μέχρι τότε από το εκκλησιαστικό και επιστημονικό κατεστημένο, πως το Σύμπαν είναι τέλεια πλασμένο και πως η Γη είναι στο κέντρο του Σύμπαντος και αποτελεί μοναδικότητα: οι κρατήρες της Σελήνης και οι κηλίδες του Ήλιου, καθώς και το γεγονός ότι τέσσερα σώματα περιστρέφονταν γύρω από έναν άλλο πλανήτη, το Δία, αποτέλεσαν αποδείξεις για το αντίθετο. Ο Γαλιλαίος δεν τα βρήκε ότι οι παλίρροιες προκαλούνταν από τους ωκεανούς που φούσκωναν κατά την περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο.

“Δεν νιώθω υποχρεωμένος να πιστέψω πως ο ίδιος Θεός που μας προίκισε με αισθήσεις, λογική και πνεύμα, μας προόριζε να απαρνηθούμε την χρήση τους και με κάποιους άλλους τρόπους να μας δώσει τις γνώσεις που μπορούμε να αποκτήσουμε μέσω αυτών” Γαλιλαίος

Ο Άγγλος φιλόσοφος Ρότζερ Μπέικον δίδασκε ότι βάση της αληθινής επιστήμης πρέπει να είναι το πείραμα και τα μαθηματικά. Ο Μπέικον δίδασκε την αποδέσμευση από τις αυθεντίες και την αναζήτηση της αλήθειας με την έρευνα. Θαύμαζε τους Έλληνες φιλόσοφους, διατηρώντας όμως ανεξαρτησία γνώμης. Θεωρούσε τα μαθηματικά ως την βάση των επιστημών και την εμπειρία ως αναγκαία προϋπόθεση κάθε γνώσης, κάτι που τον κατατάσσει στους προδρόμους της σύγχρονης επιστημονικής μεθόδου. Διέκρινε δε την εμπειρία σε εμπειρία των αισθήσεων (εξωτερική) και σε εσωτερική (πνευματική) εμπειρία. Η εξωτερική ήταν απαραίτητη για την ανάπτυξη των επιστημών. Η δεύτερη, η πνευματική εμπειρία, ήταν η προϋπόθεση της ανόδου των βαθμίδων της αντίληψης των υπεραισθητών. Ο ανερχόμενος μέχρι τέλους την κλίμακα αυτή θα έφτανε στη ενόραση του θείου.

Ο Μπέικον ασχολήθηκε με όλους τους τομείς της γνώσης. Επιδόθηκε στην αστρονομία, γλωσσολογία, αλχημεία, ιδιαίτερα στην οπτική, διόρθωσε το Ιουλιανό ημερολόγιο και σε αυτόν αποδίδονται οι εφευρέσεις του μεγεθυντικού φακού και του θερμομέτρου. Στην επιστολή του De secretis operibus οραματίζεται αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Το 1277 ο πάπας Νικόλαος Ε’ τον καταδίκασε για τις καινοτομίες του και τον φυλάκισε για 14 χρόνια. Ο Μπέικον βγήκε από την φυλακή πολύ μεγάλος και πέθανε πολύ γρήγορα καταβεβλημένος ενώ βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Το 12 αι. έζησε ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του μεσαίωνα, ο Αβερρόης (1126 – 1198) Abū l-Walīd Muhammad ibn Ahmad ibn Muhammad ibn Rushd.

Τον περιορισμένης αντίληψης θρησκευτικό φανατισμό που στην εποχή του, βάρυνε όχι μόνο τους χριστιανούς αλλά και τους μουσουλμάνους καθώς και τους εβραίους.

Το πνεύμα της αντιζηλίας και του φθόνου μεταξύ των εκκλησιαστικών παραγόντων, ένα φαινόμενο που παρατηρείται από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.

Την τότε κατάσταση της αραβοκρατούμενης σημερινής Ισπανίας που ήταν χωρισμένη σε αντιμαχόμενα αραβικά Βασίλεια, που συγκλονίζονταν από εσωτερικές κομματικές ή δυναστικές συρράξεις και εναντίον των οποίων οι καθολικοί ηγεμόνες της Δύσης επιχειρούσαν συνεχείς επιδρομές.

Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες έλαμψε πράγματι ο αραβικός πολιτισμός όπου και ανατράφηκε ο Αβερρόης με πρώτο δάσκαλο τον πατέρα του Ροσντ που ήταν «καδής» (= αρχιδικαστής) στην Καρδούη (Κόρδοβα) που φρόντισε να δώσει στον γιο του επιφανείς δασκάλους μεταξύ των οποίων και ο περίφημος Ιμπν Τζοχάρ ή Αβενζοάρη.

Στον Αβερρόη (όπως και στον Αβικέννα) οφείλεται κυρίως η διάσωση ιδεών και πολλών γραπτών της αρχαίας φιλοσοφίας. Έγραψε ιατρική εγκυκλοπαίδεια και σχόλια για σχεδόν όλα τα έργα του Αριστοτέλη. Η επιρροή του στον χριστιανικό σχολαστικισμό του μεσαίωνα είναι σημαντική. Τον 13ο αιώνα τα έργα του μεταφράστηκαν στα εβραϊκά.

Ο Ibn Rushd κατά την περίοδο 1179-81 έγραψε τέσσερα σημαντικά έργα:

Desicive Treatise
al-Kashf ‘an al-manahij (Επεξήγηση των Ειδών Απόδειξης στα Δόγματα της Θρησκείας)
Danima (Ευρετήριο της Θείας Γνώσης)
Τahafut at-Tahafut (Η Ασυναρτησία της Ασυναρτησίας), μια απάντηση στο έργο του al-Ghazali, Tahafut al-Falasifa (=Η Ασυναρτησία των Φιλοσόφων)

Τα φιλοσοφικά έργα του Ibn Rushd ποικίλουν ως προς το εύρος τους. Έχει γράψει σύντομες πραγματείες πάνω σε θέματα λογικής, φυσικής, ψυχολογίας αλλά και σύντομα σχόλια σε έργα του αριστοτελικού corpus. Τα Σύντομα Σχόλιά του θεωρούνται πρώιμα και συνιστούν επιτομές των αριστοτελικών δογμάτων συχνά βασισμένες σε Έλληνες σχολιαστές. Τα Μεσαία Σχόλιά του έχουν την μορφή παράφρασης του αριστοτελικού κειμένου και γι’ αυτό έχει συχνά θεωρηθεί ότι έχουν γραφτεί κατ’ υπόδειξη του πάτρωνά του Abu Ya‘qub Yusuf προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα έργα του Έλληνα Φιλοσόφου.

Τα Μεγάλα Σχόλια θεωρούνται όψιμα έργα του και συνιστώνται από το σύνολο του αριστοτελικού κειμένου χωρισμένο σε ενότητες ακολουθούμενες από λεπτομερή σχόλια. Θεωρείται ότι εμπεριέχουν την ώριμη σκέψη του Ibn Rushd. Το πρώτο από τα Μεγάλα Σχόλιά του είναι τα “Αναλυτικά Ύστερα” (Posterior Analytics) που γράφτηκε μεταξύ του 1180-3. Ακολουθούν το “Περί ψυχής” (De Anima), γράφτηκε πιθανόν το 1186. Έπειτα τα “Φυσικά” (Physics) το 1186, το “Περί Ουρανού” (De Caelo) το 1188, τα “Μετά τα Φυσικά” (Metaphysics) το 1190. Ο Ibn Rushd υποστήριζε ότι η αλήθεια, όχι αγκιστρωμένη per accidens στις μεθόδους της πειθούς και της διαλεκτικής, αλλά στην καθαρή της μορφή ως per se βρίσκεται στα «αποδεικτικά» έργα του δηλαδή στα φιλοσοφικά έργα και ειδικότερα στα σχόλιά του στον Αριστοτέλη όπου βασικός του στόχος ήταν να απαρτίζονται από φιλοσοφικές αποδείξεις.

Ο μουσουλμανικός κλήρος κατηγόρησε τον Αβερρόη για αθεΐα και γιατί πρόβαλλε την Ελληνική φιλοσοφία σε βάρος της μωαμεθανικής ορθοδοξίας. Ο Αβερρόης εξορίστηκε από την Κόρδοβα και τα έργα του κάηκαν. Ο πάπας, στην συνέχεια, αφόρισε τον Αβερρόη (το 1240 και το 1513) και η καθολική εκκλησία καταδίωξε σκληρά τους οπαδούς του.

Ο Βέλγος Ανδρέας. Βεσάλ (16ος αι.) θεμελίωσε την επιστήμη της ανατομίας. Με βάση την ανατομία των πτωμάτων έγραψε το μεγάλο έργο «Για την κατασκευή του ανθρώπινου σώματος».

Όπως είναι γνωστό, τόσο κατά την αρχαιότητα, όσο και κατά τον μεσαίωνα ήταν αυστηρά απαγορευμένη η διενέργεια νεκροτομής στα ανθρώπινα πτώματα, για λόγους θρησκευτικούς. Έτσι οι Ιατροί κι άλλοι επιστήμονες, ήσαν αναγκασμένοι να αρκούνται στις έρευνές των στην νεκροτομή πτωμάτων ζώων και σκεπτόμενοι κατ΄ αναλογίαν, εξήγαγαν συμπεράσματα σχετικά με την ανατομία του ανθρωπίνου σώματος. Όπως είναι γνωστόν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έζησε και έδρασε περί το 300 π. κ.ε. ο σπουδαίος Ιατρός Ηρόφιλος (Χαλκηδών Βιθυνίας περίπου το 430 π. κ.ε. – Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου περίπου 360 π. κ.ε.), ο οποίος θεωρείται σε σπουδαιότητα τρίτος, ήτοι μετά τον Ιπποκράτη τον Κώο και τον Γαληνό τον Περγαμηνό.

Λέγεται ότι ο Ηρόφιλος, με άδεια του Πτολεμαίου, μπόρεσε να διενεργήσει νεκροτομές σε ανθρώπινα πτώματα και να δημοσιεύσει τα συμπεράσματα από τις σχετικές έρευνες. Όμως εξ αιτίας της πυρπολήσεως του ναού της Ειρήνης στην Ρώμη και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, όταν κατέλαβαν την πόλη οι Άραβες, τα βιβλία του Ηρόφιλου δεν διατηρήθηκαν. Ο σπουδαίος αρχαίος Έλληνας Ιατρός Ιπποκράτης ο Κώος (Κως 460 π. κ.ε. – 377 π.κ.ε. ) και στην συνέχεια ο Γαληνός ο Περγαμηνός (Πέργαμος Μικράς Ασίας 129 μ.κ.ε. – Ρώμη 199 μ.κ.ε), γνώριζαν αρκετά καλά την δομή του ανθρωπίνου σώματος, αλλά φαίνεται, ότι οι έρευνές των στηρίζονταν κυρίως σε παρατηρήσεις επί πτωμάτων ζώων, στα οποία είχαν διενεργήσει νεκροτομή.

Ο Γαληνός προχώρησε πάρα πολύ, περιέγραψε αρκετά καλά την δομή του το ανθρώπινου σώματος και ειδικότερα την κυκλοφορία του αίματος. Διέγνωσε ότι η καρδιά ενεργεί ως ένα υδραυλικό σύστημα και αποτελεί το βασικό όργανο της κυκλοφορίας του αίματος. Πρώτος αυτός διέκρινε τις αρτηρίες και τις φλέβες, καθώς και τα τριχοειδή αγγεία και ανακάλυψε, ότι σε αυτά ρέει αίμα και όχι αέρας, όπως επιστεύετο παλαιότερα. Ήταν ευνόητο, ότι επειδή οι έρευνές του στηρίζονταν κυρίως στην μελέτη πτωμάτων ζώων, σε ορισμένα σημεία να περιέπεσε σε λάθη. Όμως οι Ιατροί της Ευρώπης μέχρι και τον 16ον αι. μ.κ.ε. στηρίζονταν κυρίως στις περιγραφές και στα συμπεράσματα του Γαληνού.

Ο Ανδρέας Βεσάλιος, σπουδαίος Φλαμανδός Ιατρός και θεμελιωτής της νεότερης Επιστήμης της Ανατομίας, ανέταμε ανθρώπινα πτώματα, περιέγραψε με ακρίβεια την δομή του ανθρωπίνου σώματος, διόρθωσε και συμπλήρωσε τις παρατηρήσεις του Γαληνού και έθεσε τις βάσεις της Επιστήμης της Ανατομίας. Όμως συνάντησε μεγάλη αντίδραση από ομοτέχνους του και άλλους και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τις Βρυξέλλες και να έλθει στην Ισπανία, ως Ιατρός της αυλής του εκεί βασιλέως.

Δυστυχώς και εκεί αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες. Ειδικότερα κατά την νεκροτομή ανθρωπίνου πτώματος για ερευνητικούς λόγους, άνοιξε τον θώρακα του νεκρού και τότε διαπιστώθηκε, ότι η καρδιά του έπαλε ακόμη. Οι συγγενείς του νεκρού θεώρησαν τότε, ότι ο Ανδρέας Βεσάλιος διά του τρόπου αυτού έγινε η αιτία του θανάτου του μέλους της οικογενείας των, του υπέβαλαν μήνυση και το δικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης του επέβαλε την τιμωρία να καεί ζωντανός.

Με την επέμβαση του τότε βασιλέως της Ισπανίας, η ποινή αυτή μετετράπη σε προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Ο Α. Βεσάλιος πραγματοποίησε το προσκύνημα αυτό στους Αγίους Τόπους του χριστιανισμού, όμως κατά την επιστροφή του, το πλοίο στο οποίο επέβαινε ναυάγησε πλησίον της παραλίας της Ζακύνθου, των Ιονίων νήσων. Ο Α. Βεσάλιος εσώθηκε μεν, αλλά όντας ήδη άρρωστος και ταλαιπωρημένος από το ταξίδι απεβίωσε στην Ζάκυνθο σε ηλικία 50 ετών και ετάφη εκεί. Η ημερομηνία θανάτου του με το νέο ημερολόγιο είναι η 15 Οκτωβρίου 1564.

Σε κεντρική πλατεία της πόλεως της Ζακύνθου έχει μνημείο, προς τιμή του Ιατρού και Ανατόμου Ανδρέα Βεσάλιου Αυτό περιλαμβάνει: α) Προτομή του Α. Βεσάλιου από λευκόχρωμο μάρμαρο, με επιγραφή, που αναφέρει τόπο γεννήσεως και ημερομηνία γεννήσεως και θανάτου αυτού και β) ένα άγαλμα από χαλκό, το οποίο παριστάνει ολόσωμο πτώμα ανδρός σε φυσικό μέγεθος, με όλες τις ανατομικές λεπτομέρειες αυτού.

Ο Ρενέ Ντεκάρτ μελέτησε κυρίως τα μαθηματικά και τη φυσική αλλά επεκτάθηκε, επίσης, σε ζητήματα φυσιολογίας και ψυχολογίας. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της φιλοσοφίας, καθώς φέρεται ως δάσκαλος και ταυτόχρονα θύμα του Διαφωτισμού. Αναφέρεται συχνά ως εκείνος που συνέλαβε την πιο ακραία μορφή σκεπτικισμού. Προσπάθησε και κατόρθωσε να απεγκλωβίσει την φιλοσοφία από τον σχολαστικισμό, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου και να απελευθερώσει το ανθρώπινο πνεύμα από την αυθεντία του παρελθόντος.

Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του ηπειρωτικού-ευρωπαϊκού ορθολογισμού. Οι ιδέες του, όμως, έγιναν στόχος του εμπειρισμού που επικράτησε μακροπρόθεσμα. Αλλά και οι βασικές ιδέες του λειτούργησαν σε πείσμα των προθέσεών του. Θέτοντας τα όρια μεταξύ πνευματικού και υλικού κόσμου και αντιμετωπίζοντάς τον ως επαρκές και αυτόνομο αντικείμενο μελέτης, βοήθησε στην επικράτηση του υλισμού έναντι της πνευματοκρατίας.

Υλιστές του 18ου αιώνα όπως ο Ντήτριχ Χόλμπαχ (Dietriech von Holbach, 1723–89) και ο εγκυκλοπαιδιστής Ντενί Ντιντερό, χρησιμοποίησαν την γεωμετρική αντίληψη του θεού που αποσύρεται μετά την δημιουργία. Συνδυάζοντας την άποψή του με την μηχανιστική ερμηνεία του ζωικού βασιλείου, προώθησαν την υλιστική θεώρηση του κόσμου. Το 1633, μετά την καταδίκη του Γαλιλαίου, ματαιώνει την έκδοση του έργου του «Ο κόσμος». Το 1641 απαγορεύεται η διδασκαλία των έργων του στα κολέγια των Ιησουιτών.

Χριστιανισμός και Ελλάδα

Η εκκλησία της Ελλάδας παρουσίασε τα ίδια στοιχεία του συντηρητισμού, της μισαλλοδοξίας και του σκοταδισμού. Οι θετικές επιστήμες, τα μαθηματικά, η φυσική, η χημεία, ήταν απαγορευμένα για τους μαύρους ρασοφόρους ως πηγή αθεΐας.

Το έτος 1819 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε «πατριαρχική εγκύκλιο» για την ανάσχεση της διάδοσης των φυσικομαθηματικών επιστημών με τίτλο «Περί της σημερινής κατάστασης των κοινών του γένους μας ελληνομουσείων (=σχολείων)» και κάλεσε πατριαρχική σύνοδο με στόχο «την καθαίρεσιν των φιλοσοφικών (=φυσικομαθηματικών) μαθημάτων». Από την σύνοδο που συνήλθε τον Μάρτιο του 1821, μόλις λίγες ημέρες πριν από την έκρηξη της Επανάστασης, εξεδόθη κείμενο κατά των Μαθηματικών, της Φυσικής και των επιστημών γενικότερα.

Το πόσο προσπάθησε να «φρενάρει» η Εκκλησία τη διάδοση των Επιστημών και των Γραμμάτων του Γένους το μαρτυρά και η «Χριστιανική Απολογία» του διευθυντή της Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως Αθ. Πάριου, γραμμένη στα 1800: «Μακράν η διαλεκτική σχέση. Μακράν η πολύσχημος Γεωμετρία. Μακράν η κενέμφατος Άλγεβρα. Μακράν κάθε ανθρώπινη επιστήμη και μάθησις. Εις τα εξ αποκαλύψεως δεν ζητείται απόδειξις, αλλά πίστις».

Έτσι κυνηγήθηκαν, αφορίστηκαν δάσκαλοι και επιστήμονες που ήταν φορείς της επιστήμης και της λογικής σκέψης. Η μοίρα των πρωτοπόρων του Ελληνικού Διαφωτισμού δείχνει την αντιμετώπιση που είχαν από την «εθναρχούσα εκκλησία».

Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (1650/60-1736) συνέβαλλε αποφασιστικά στον νέο προσανατολισμό της ελληνικής παιδείας του 18ου αιώνα. Διδάσκεται η φιλοσοφία κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τα σύγχρονα μαθηματικά για πρώτη φορά εντός ελλαδικού χώρου. Αποβλέπει στην πνευματική κατάρτιση των ιερέων και πραγματοποιεί τολμηρές ανατοποθετήσεις στη χριστιανική ηθική συμπεριφορά.

Δεν διστάζει να κρίνει με αυστηρότητα την συμπεριφορά του κλήρου και με σκληρή γλώσσα επικρίνει την κατάχρηση του αφορισμού. Ορθώνεται στους αντίποδες του Κορυδαλλέα και των Φαναριωτών που δίδασκαν στην αρχαΐζουσα που δεν απευθύνονταν στο λαό παρά μονάχα στους «σπουδαίους». Καταδικάστηκε το 1721 για τις φιλοσοφικές απόψεις του από το Πατριαρχείο και υποχρεώθηκε το έτος 1725 σε δημόσια καύση των χειρογράφων του.

Ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806) εισήγαγε στην Ελλάδα την διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών, της νεότερης φιλοσοφίας και της λατινικής γλώσσας. Οι ιερείς επιχείρησαν να τον λιθοβολήσουν στα Ιωάννινα και τον κυνήγησαν ως άθεο.

Η φήμη του ως διανοούμενου έφερε την πρόσκληση από την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β’ της Ρωσίας. Την αποδέχτηκε κι έφτασε στην Μόσχα το 1771, δηλ. κατά την διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) και συναντήθηκε με τους αδελφούς Ορλόφ. Το 1775 χειροτονήθηκε ιερέας. Τον επόμενο χρόνο έγινε αρχιεπίσκοπος Σλαβωνίου και Χερσώνος στην Ουκρανία (τότε Νέα Ρωσία). Στα 12 χρόνια που έμεινε στην θέση αυτή ενίσχυσε τους ολοένα και περισσότερους Έλληνες πού έφταναν από το Νότο κι επιδίωξε την επέμβαση της Ρωσίας στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προς όφελος των Ορθοδόξων ελληνόφωνων πληθυσμών.

Παραιτήθηκε από την αρχιεπισκοπή το 1787, εξαιτίας των συγκρούσεων του με την Σύνοδο στα ζητήματα των Ουνιτών, το προχωρημένο της ηλικίας του, η υγεία του, αλλά και η διάθεσή του να επιδοθεί απερίσπαστος στις αγαπημένες του πνευματικές ενασχολήσεις, την συγγραφή και την μετάφραση. Ορίζει διάδοχό του τον Νικηφόρο Θεοτόκη και αποσύρεται από το αξίωμά του. Την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας. Συνέγραψε έκκληση προς την αυτοκράτειρα Αικατερίνη της Ρωσίας για την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων, συμβάλλοντας στην έναρξη νέου νικηφόρου πολέμου (1787-1792). Αποσύρθηκε στην Πετρούπολη όπου επιδόθηκε στη συγγραφή.

Είχε την χαρά να μάθει το 1800 για την πρώτη μορφή αυτονομίας σε ελληνικό έδαφος που δόθηκε στην Επτάνησο Πολιτεία χαρακτηρίζοντάς την “Πολιτοκρατεία” (κράτος των πολιτών, μεταφράζοντας το λατινικό respublica) και “βιοδαίμων” δηλ. ελπιδοφόρος για την επιβίωση το ελληνικού έθνους. Το 1802 αποσύρθηκε στη Μονή του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι, όπου πέθανε το 1806 σε ηλικία 90 ετών.

Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης, λόγιος και δάσκαλος, αφορίστηκε το 1793 μετά το θάνατό του από τον πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ’.

Σε ηλικία 25 ετών, το Γενάρη του 1759 απογοητευμένος από την κατάσταση στην Αθωνιάδα έφυγε για την Ευρώπη. Αρχικά προσκλήθηκε στην Βιέννη όπου κι εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος στην εκεί Ελληνική παροικία. Παράλληλα συνέχισε τις σπουδές του μελετώντας φιλοσοφία, θεολογία και μαθήματα θετικών επιστημών. Επόμενος σταθμός του θα είναι η Λειψία της Σαξονίας, πόλη στην οποία ασχολείται με φιλοσοφικές μελέτες και συνεχίζει την διδακτική του δράση σε στενό κύκλο μαθητών του.

Το 1781 εξέδωσε στην Βενετία το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Η αληθής πολιτική». Το 1786 εξέδωσε στην Βιέννη το φιλοσοφικό σύγγραμμά του με τον τίτλο «Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και Θείων». Στο έργο του αυτό παρουσιάζει τις φιλοσοφικές θέσεις δυτικών διανοητών, όπως την νευτώνεια κοσμοαντίληψη και —κυρίως— τις ιδέες των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών Ντιντερό και Ντ’ αλαμπέρ, του Βρετανού Φράνσις Μπέικον και των Γάλλων φυσικών φιλοσόφων Πιερ Γκασεντί και Καρτέσιου. Το 1791 εξέδωσε νέο σύγγραμμα με τίτλο “Τρόπαιον της ορθοδόξου Πίστεως”, στο οποίο κάνει συχνές αναφορές στον Βολταίρο και στο οποίο διατυπώνει την θέση ότι η αίσθηση για την ύπαρξη του θεού υπήρχε ήδη στους πρώτους ανθρώπους, κι όχι μόνο τα τελευταία 1791 χρόνια με την χριστιανική εκκλησία. Στην συνέχεια βρέθηκε στην Λειψία όπου συνέχισε να ασχολείται με φιλοσοφικές μελέτες και με την διδασκαλία. Πέθανε σε νοσοκομείο της Λειψίας στις 15 Αυγούστου του 1793. Η κηδεία του έγινε στις 4 Αυγούστου από τον ορθόδοξο ναό της πόλης.

Η διαμάχη μετά το θάνατό του και ο αφορισμός του: Ωστόσο, το γεγονός ότι το έργο του περιείχε επιχειρήματα της νεότερης μεταφυσικής για την ύπαρξη του θεού και επιχειρούσε να κριτικάρει την χριστιανική θρησκεία, είχε ήδη προκαλέσει την έντονη αντίδραση εκπροσώπων της ορθόδοξης εκκλησίας. Μέσα στο κλίμα αυτό ο Ευγένιος Βούλγαρης καταδίκασε το έργο του άλλοτε μαθητή του ως «συμπίλημα αποτρόπαιων και δύστηνων βιβλιαρίων». Λίγο πριν τον θάνατό του, στις αρχές του 1793, κυκλοφόρησε μια υβριστική σάτιρα εναντίον του με τον τίτλο «Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντίχριστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας», που πιθανότατα στον επίσκοπο Πλαταμώνος Διονύσιο ή κατ’ άλλους στο συγγενή του Δ. Γοβδελά από την Ραψάνη.

Ως απάντηση, οι μαθητές του δημοσίευσαν μετά τον θάνατό του το έργο του «Περί Θεοκρατίας» το οποίο ήταν ένα βιαιότατο αντικληρικό κείμενο που απέρριπτε στην βάση της την χριστιανική θρησκεία (άρνηση της θεοπνευστίας της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, της θεότητας του Ιησού και της τέλεσης θαυμάτων) και καταδίκαζε ως ιδιοτελή την συμπεριφορά των λειτουργών της. Το δημοσίευμα αυτό προκάλεσε την οργή της ορθοδόξου εκκλησίας με αποτέλεσμα τον μετά θάνατον αφορισμό του από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ’ στις 12 Νοεμβρίου του 1793. Μάλιστα το κείμενο του αφορισμού αναθεμάτιζε, εκτός από τον συγγραφέα, τους πιθανούς αναγνώστες του αλλά και τον ιερέα που έψαλλε στην νεκρώσιμη ακολουθία του Παμπλέκη. Ωστόσο, παρά την επίσημη καταδίκη του έργου του, ο Έλληνας λόγιος είχε εκτιμηθεί από σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του, όπως μαρτυρούν οι αναφορές στο πρόσωπό του -μεταξύ άλλων και- από τους πατριάρχη Καλλίνικο Γ΄ (1791) και λόρδο Βύρωνα.

Στις 23 Οκτωβρίου του 1839 ο Θεόφιλος Καΐρης αφορίζεται από την Εκκλησία. Ο Καΐρης ανέπτυξε μία προσωπική φιλοσοφία την «Θεοσέβεια» επηρεασμένος από τους Γάλλους δεϊστές. Μία μονοθεϊστική διδασκαλία με δικές της τελετές λατρείας και αναφορές στην ισότητα και την ουσιαστική ελευθερία του ατόμου. Για αυτή του την θεωρία θεωρήθηκε αιρετικός και επικίνδυνος τόσο από την βαυαροκρατία, που έβλεπε στο πρόσωπο του έναν αφυπνιστή του λαού, όσο και από την επίσημη Εκκλησία.

Η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Κυνουρίας Διονύσιο ζήτησε από τον Καΐρη να προβεί σε «ομολογία πίστεως», την οποία εκείνος απέκρουσε ως καταπιεστική της συνείδησής του. Τότε η ελληνική κυβέρνηση, ενδίδοντας στις πιέσεις της Ιεράς Συνόδου, διέταξε τον αρχηγό του στόλου Κωνσταντίνο Κανάρη να πλεύσει με την ναυαρχίδα του στόλου στην Τήνο για να πάρει από εκεί το διοικητή της Τήνου και να τον πάει στην Άνδρο, ώστε μαζί με το Μητροπολίτη Άνδρου να καλέσουν ενώπιον τους τον Καΐρη.

Από εκεί μεταφέρθηκε στην Αθήνα όπου δικάστηκε από εκκλησιαστικό δικαστήριο και το οποίο, παρά την δήλωση του ότι δεν δίδασκε θεολογία αλλά φιλοσοφία («Ούτε εισηγητής, ούτε ιδρυτής νέας θρησκείας είμαι, διότι φρονώ ότι τούτο δεν είναι έργον ανθρώπου, καθόσον τα τοιαύτα είς δύναται, ο εκ του μηδενός παραγαγών το Σύμπαν. Η θεοσέβεια δεν έχει άλλον διδάσκαλον ει μη μόνον τον Θεόν, καθότι αυτή είνε απόρροία της ηθικής του Θεού επομένως, ως προείπων, ούτε καθιδρυτής είμαι της θεοσεβείας, ούτε προσηλυτιστής υπέρ αυτής»)

Με βασιλικό διάταγμα στις 28 Οκτωβρίου 1839, τέθηκε υπό περιορισμό στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο όπου υπόκειται σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια, για να «μεταμεληθεί» και παρέμεινε επί ένα ολόκληρο χειμώνα σε ένα σκοτεινό υπόγειο και αρρώστησε βαριά. Η πολιτική και θρησκευτική ηγεσία ανησυχώντας για ενδεχόμενη κατακραυγή σε περίπτωση θανάτου του τον μετέφερε στο μοναστήρι της Θήρας όπου παρέμεινε υπό καλύτερες συνθήκες επί δύο χρόνια σε απομόνωση.

Έπειτα από την ανάγνωση της καθαίρεσης στους ναούς της επικράτειας, διέταξε την απέλασή του από την χώρα. Στις 19 Δεκεμβρίου 1839 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε εγκύκλιο («Περί της νεωστί αναφανείσης αντιχρίστου διδασκαλίας του Θεοσεβισμού») εναντίον του Καΐρη και της διδασκαλίας του. Στις αρχές Απριλίου 1842 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και τόσο η Ελληνική Πρεσβεία όσο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο πληροφορούμενα την άφιξή του, επιχειρούν να τον απομονώσουν στο πλοίο που τον μεταφέρει, ανήσυχο το δεύτερο, για την μεγάλη προσέλευση επισκεπτών στον Καΐρη. Μετά δεκαήμερης φρούρησής τους στο πλοίο, ανεχώρησε για την Αγγλία. Στο Λονδίνο έμεινε για δύο χρόνια όπου δίδαξε φιλοσοφικά μαθήματα και την θεοσεβικήν διδασκαλίαν του.

Με την Συνταγματική Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ο Καΐρης, με την βοήθεια του παλαιού συμμαθητή του Ιωάννη Κωλέττη, επανήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Άνδρο όπου συνέχισε την λειτουργία του Ορφανοτροφείου του.

Παρά τις εκθέσεις των δύο αλληλοδιαδόχων νομαρχών Κυκλάδων, Αμβροσιάδη και Ζυγομαλά, που διαβεβαίωναν ότι ο Καΐρης δεν έκανε προσηλυτισμό, ο υπουργός Δικαιοσύνης Βόλβης, στηριζόμενος σε έγγραφο της Συνόδου, διέταξε τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σύρου να προβεί σε δίωξη του Καΐρη και των συνεργατών του. Ο εισαγγελέας Ν. Σιούπης άσκησε δίωξη και ο ανακριτής Σύρου Σταύρος Λογοθέτης ξεκίνησε τακτική ανάκριση που τερματίσθηκε με το από 26 Απριλίου 1852 παραπεμπτικό βούλευμα, επικυρωμένο με το 2693/1852 βούλευμα του Εφετείου Αθηνών.

Το δικαστήριο της Σύρου (με πρόεδρο τον Ι. Δοξαρά, συνέδρους τους Σταύρο Λογοθέτη, Δ.Α. Βαφειάδη, Αλέξανδρο Αλεξάνδρου και Ι. Πρεζάνη, Εισαγγελέα το Ν. Στούπη, κατηγορούμενους τους Θεόφιλο Καΐρη, Γρηγ. Δεσποτόπουλο, Σπυρ. Γλαυκωπίδη, Θ. Λουλούδη ή Μονοκόνδυλο και συνηγόρους υπερασπίσεως τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Νικ. Ι. Σαρίπολο και τον Ιω. Παλαιολόγο) εξέδωσε την υπ’ αριθ. 181/21.12.1852 καταδικαστική απόφαση, με φυλακίσεις για όλους και ειδικότερα διετή φυλάκιση για τον Θεόφιλο Καΐρη. Ο Καΐρης, ασθενής ήδη και σε προχωρημένη ηλικία, μεταφέρθηκε στις φυλακές Σύρου, όπου λίγες μέρες αργότερα στις 13 Ιανουαρίου 1853 άφησε την τελευταία του πνοή.

Ο Κωνσταντίνος Κούμας μπορεί να μην αφορίστηκε, αλλά κυνηγήθηκε ανελέητα (1777 – 1836) υπήρξε Έλληνας διδάσκαλος του Γένους, πρωτεργάτης του νεοελληνικού διαφωτισμού, ιστορικός, φιλόσοφος και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων. Ο Κούμας παρέμεινε διαχρονικά «ο πιστότερος και συνεπέστερος οπαδός του Κοραή», αντίπαλος της αρχαΐζουσας, την οποία θεωρεί ως τροχοπέδη στην διαφωτιστικού χαρακτήρα προσπάθεια για την πρόοδο της ελληνόφωνης εκπαίδευσης. Ο Κούμας πίστευε στον κοινωνικό χαρακτήρα της παιδείας και θεωρούσε πως στην επίτευξη αυτού του στόχου συντελεί κατά αποφασιστικό τρόπο η διδασκαλία σε μια γλώσσα περισσότερο οικείας. Για τους λόγους αυτούς ήρθε σε σύγκρουση με εκπροσώπους της αρχαΐζουσας γλώσσας όπως ο Νεόφυτος Δούκας.

Δίδαξε Ελληνικά και επιστημονικά μαθήματα στην απλοελληνική κατά τα πρότυπα των δημοτικιστών και εισάγει ως νέο μάθημα την άλγεβρα. Τον Οκτώβριο του 1798 νυμφεύεται την γυναικαδελφή του δασκάλου του Ιωάννη Πέζαρου. Έπειτα πήγε στα Αμπελάκια, όπου δίδασκαν ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Κεφαλλονίτης γιατρός Σπυρίδων Ασάνης απ’ τον οποίο έμαθε άλγεβρα. Στα 1799 ο Κούμας αποκτά μια κόρη χάνει, όμως, την γυναίκα του. Βαθύτατα λυπημένος καταφεύγει στα Αμπελάκια, όπου ασχολείται από κοινού με τον Ασάνη με την μετάφραση του έργου του Γάλλου αστρονόμου και μαθηματικού Abbe de la Caille Περί κωνικών τομών.

Βέβαια, ούτε οι Ευρωπαίοι διαφωτιστές γλίτωσαν από την μανία του ελληνικού εκκλησιαστικού μηχανισμού! Για παράδειγμα, το έτος 1776 «καταδικάστηκε» και «αναθεματίστηκε» πανηγυρικά από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Σοφρώνιο Β’, ο Βολταίρος και το ίδιο επαναλήφθηκε το έτος 1793 από τον πατριάρχη Νεόφυτο Ζ’, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου διανοητή. Ο Φρανσουά Μαρί Αρουέ (François-Marie Arouet, 1694 – 1778), ευρύτερα γνωστός με το ψευδώνυμο Βολταίρος (Voltaire), ήταν Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και φιλόσοφος, διάσημος για το πνεύμα του, τις επιθέσεις του εις βάρος της καθολικής εκκλησίας και την υπεράσπιση της ανεξιθρησκίας, της ελευθερίας του λόγου και του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους. Θεωρείται κεντρική μορφή και ενσάρκωση του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Υπήρξε επίσης δοκιμιογράφος και κορυφαίος εκπρόσωπος του ντεϊσμού.

Στην φιλοσοφία του, βασισμένη στον σκεπτικισμό και τον ορθολογισμό, ήταν βαθιά επηρεασμένος από το Λοκ (Locke) καθώς επίσης και από τους Montaigne και Bayle. Παρά το πάθος του για την σαφήνεια και την λογική, συχνά υπήρξε ανακόλουθος προς τον εαυτό του. Έτσι ενώ αρχικά υποστήριζε ότι η ανθρώπινη φύση ήταν τόσο αμετάβλητη όσο αυτή των ζώων αργότερα εξέφρασε την πεποίθηση για εξέλιξη και βαθμιαίο εξανθρωπισμό της κοινωνίας μέσω της δράσης των τεχνών, των επιστημών και του εμπορίου. Στην πολιτική υποστήριζε την μεταρρύθμιση αλλά ένιωθε φρίκη για την αμάθεια και τον πιθανό φανατισμό των ανθρώπων καθώς και για την βία της επανάστασης.

Όσο αφορά τη θρησκεία ο Βολταίρος θεωρούσε ότι ο χριστιανισμός ήταν μια καλή πίστη για καμαριέρες και ράφτες, αλλά για την ανώτερη τάξη πρότεινε έναν απλό θεϊσμό. Αντιτάχθηκε στον αθεϊσμό και τον υλισμό του Ελβέτιου και του Χόλμπαχ. Είναι παροιμιώδης η θέση του ότι “εάν ο Θεός δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί”, που περιέχεται σε ένα από τα ποιήματά του. Τέλος η επιρροή του Βολταίρου στην εκλαΐκευση της επιστήμης και της φιλοσοφίας του καιρού του ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Στον Βολταίρο αποδίδεται λανθασμένα η φράση «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες». Στην πραγματικότητα η φράση αυτή γράφτηκε από την Evelyn Beatrice Hall στο βιογραφικό βιβλίο της The Friends of Voltaire.

Ο Λιαντίνης για τον Επίκουρο

Ο Επίκουρος δεν ακούστηκε στον καιρό του, αλλά ούτε και οι υστερινοί τον άκουσαν. Κατάκτησε χώρες μεγάλες όσο και οι χώρες του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου, και μας έφτασαν μόνο μισόλογα γι’ αυτόν. Κανείς δεν έγραψε την ιστορία του. Εξαίρεση έξοχη ξεχωρίζει ξεχασμένος ο εξαίσιος Λουκρήτιος.

Οι μισοί από τους ανθρώπους που άκουσαν το όνομα του Επίκουρου, αγαθοί σαν τους μηλοκόπους στη θάλασσα, τόνε πήρανε για ακαμάτη.

Οι άλλοι μισοί, πονηροί και μπαλντατζήδες, ανιχνέψανε σωστά τον επαναστατικό του γόμο. Είδαν και τρόμαξαν τη μελλοντική του συγκομιδή. Και λάβανε μέτρα. Ο αδιάβαγος, είπανε. Ο χοιροβοσκός, ο βοϊδολάτης.

Γρήγορα άρπαξαν τα αξίνια τους και τα άλλα σύνεργα του νεκροθάφτη. Και σκέπασαν το τίμιο σώμα της γνώσης του Επίκουρου στα μαγιάπριλα και στους αηδονισμούς της σιωπής. Η χειροπιαστή στιγμή για τον άνθρωπο χάθηκε μέσα στα μάτια του.

Έτσι στερήθηκε η ανθρωπότητα τη μεγάλη ευκαιρία να εισέλθει στην τροχιά της ειλικρίνειας, της ευθύνης, της εντιμότητας και της εμορφιάς.

Οι σελτζούκοι του ιερατείου, του σχολειού και της πέννας κατηγόρησαν τον Επίκουρο τα πολλά τάχατες.

Πως απλοποίησε τάχατες τον κόσμο, γιατί ονόμασε τη χαρά, την ελαφράδα του και την ευεξία. Πως παραγνόησε τάχατες τη χασοφεγγαριά της ζωής, γιατί αρνήθηκε το κακό, τις συφορές και τη λύπη. Πως εξευτίλισε τάχατες τα ευπρεπή του ανθρώπου, γιατί εκήρυξε:

-Φάγετε και πίετε, και ευφράνθητε• γιατί αύριον αποθνήσκετε.

Πως καταφρόνησε τάχατες τους σοφούς και τους δασκάλους, γιατί παίνεσε την αμεσότητα, τη φρεσκάδα, το βαθύπλουτο κάλεσμα της στιγμής και την αυτογέννητη γνώση. Πως εχλεύασε τα θεϊκά και τα όσια.

Πίσω από τα βλέφαρα του ύπνου του, όσο ο άνθρωπος ζει, αργοσαλεύουν όνειρα, πόθοι, εμορφιές, αλήθειες και πλάνες. Και σαν αποθάνει ο άνθρωπος, στις κόχες των κρανίων που χάσκουν ξελημεριάζουν οι αράχνες, οι σκορπιοί και οι σαύρες.

Εάν δεν είχε φράξει τη φωνή του Επίκουρου ο φόβος, η άγνοια και η μισανθρωπία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η ιστορία θα ‘χε τραβήξει άλλο δρόμο. Αλλά τη γραμμή και την πορεία του κόσμου τη χαράξανε οι ντροπές μας: μια καρδιά που τουρτουρίζει, ένα μυαλό του προβατιού και της ύαινας, και η προέχουσα κοιλιά που τη βουρλίζουν οι βορβορυγμοί της.

Το κατώγι, ο φωταγωγός και το παραπόρτι του σπιτιού μας έκρυψαν την πρόσοψη, το στούντιο και το δώμα. Ήμασταν κάποτε από καλή γενιά. Εμείς οι γύφτοι.

Εάν ο Επίκουρος είχε περάσει –αλίμονο! μόνον οι Μήδοι περνούν-, θα ‘χε κρατήσει στον κόσμο ένα λιτό είδος αντιθρησκείας. Η ενιαία συνείδηση δηλαδή της φυσικής γνώσης, της απλότητας, του σθένους, της εγκαρτέρησης και της κατάφασης. Όλα εκείνα που ο Επίκουρος τα είπε λεβεντιά, και ο Νίτσε στις μέρες μας χαρούμενη επιστήμη και πολλή ανθρωπιά.

Με τον Επίκουρο δόθηκε η ευκαιρία στην ανθρωπότητα να προστατέψει τον άνθρωπο και το μέλλον του από έναν ατλαντικό άχρηστα πράγματα, αθλιότητες, ψεύδη, πλάνες, απάτες, συναξάρια, ιερές συνόδους, βίους αγίων, σκούφους του παπά και του πάπα, εγκλήματα και μάταιη σπατάλη του πνεύματος.

Και η ευκαιρία χάθηκε.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 2.47.1–2.51.6

(ΘΟΥΚ 2.47.1–2.54.5: Ο λοιμός) 

Προέλευση, συμπτώματα και σοβαρότητα της ασθένειας

Λίγο μετά την έναρξη των επιχειρήσεων του δεύτερου χρόνου του πολέμου ενέσκηψε στην Αθήνα μια θανατηφόρα επιδημία, ο λοιμός.

[2.47.1] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ· καὶ
διελθόντος αὐτοῦ πρῶτον ἔτος τοῦ πολέμου τοῦδε ἐτελεύτα.
[2.47.2] τοῦ δὲ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμ-
μαχοι τὰ δύο μέρη ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐσέβαλον ἐς τὴν
Ἀττικήν (ἡγεῖτο δὲ Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου Λακεδαι-
μονίων βασιλεύς), καὶ καθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν. [2.47.3] καὶ
ὄντων αὐτῶν οὐ πολλάς πω ἡμέρας ἐν τῇ Ἀττικῇ ἡ νόσος
πρῶτον ἤρξατο γενέσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, λεγόμενον μὲν καὶ
πρότερον πολλαχόσε ἐγκατασκῆψαι καὶ περὶ Λῆμνον καὶ ἐν
ἄλλοις χωρίοις, οὐ μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ
οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι. [2.47.4] οὔτε γὰρ
ἰατροὶ ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοίᾳ, ἀλλ’ αὐτοὶ
μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ μάλιστα προσῇσαν, οὔτε ἄλλη
ἀνθρωπεία τέχνη οὐδεμία· ὅσα τε πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν ἢ
μαντείοις καὶ τοῖς τοιούτοις ἐχρήσαντο, πάντα ἀνωφελῆ ἦν,
τελευτῶντές τε αὐτῶν ἀπέστησαν ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι.
[2.48.1] ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας τῆς
ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην
κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. [2.48.2] ἐς δὲ τὴν
Ἀθηναίων πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ
Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ’ αὐτῶν
ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα·
κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω
πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη. [2.48.3] λεγέτω
μὲν οὖν περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ
ἰδιώτης, ἀφ’ ὅτου εἰκὸς ἦν γενέσθαι αὐτό, καὶ τὰς αἰτίας
ἅστινας νομίζει τοσαύτης μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν
ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν· ἐγὼ δὲ οἷόν τε ἐγίγνετο λέξω,
καὶ ἀφ’ ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε καὶ αὖθις ἐπιπέσοι,
μάλιστ’ ἂν ἔχοι τι προειδὼς μὴ ἀγνοεῖν, ταῦτα δηλώσω
αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας.

[2.49.1] Τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖτο, ἐκ πάντων μάλιστα δὴ
ἐκεῖνο ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ
τις καὶ προὔκαμνέ τι, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη. [2.49.2] τοὺς δὲ
ἄλλους ἀπ’ οὐδεμιᾶς προφάσεως, ἀλλ’ ἐξαίφνης ὑγιεῖς ὄντας
πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν
ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ τὰ ἐντός, ἥ τε
φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα
ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει· [2.49.3] ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ
βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς
τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ· καὶ ὁπότε ἐς τὴν
καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν καὶ ἀποκαθάρσεις
χολῆς πᾶσαι ὅσαι ὑπὸ ἰατρῶν ὠνομασμέναι εἰσὶν ἐπῇσαν,
καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης. [2.49.4] λύγξ τε τοῖς πλέο-
σιν ἐνέπιπτε κενή, σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν, τοῖς μὲν
μετὰ ταῦτα λωφήσαντα, τοῖς δὲ καὶ πολλῷ ὕστερον. [2.49.5] καὶ
τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ’ ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε
χλωρόν, ἀλλ’ ὑπέρυθρον, πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ
ἕλκεσιν ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε
τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ’
ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν
σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν. καὶ πολλοὶ τοῦτο τῶν ἠμελημένων
ἀνθρώπων καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα, τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυν-
εχόμενοι· καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ
ἔλασσον ποτόν. [2.49.6] καὶ ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ
ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ παντός. καὶ τὸ σῶμα, ὅσονπερ
χρόνον καὶ ἡ νόσος ἀκμάζοι, οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ’ ἀντεῖχε
παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ, ὥστε ἢ διεφθείροντο οἱ πλεῖστοι
ἐναταῖοι καὶ ἑβδομαῖοι ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος, ἔτι ἔχοντές
τι δυνάμεως, ἢ εἰ διαφύγοιεν, ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος
ἐς τὴν κοιλίαν καὶ ἑλκώσεώς τε αὐτῇ ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης
καὶ διαρροίας ἅμα ἀκράτου ἐπιπιπτούσης οἱ πολλοὶ ὕστερον
δι’ αὐτὴν ἀσθενείᾳ διεφθείροντο. [2.49.7] διεξῄει γὰρ διὰ παντὸς
τοῦ σώματος ἄνωθεν ἀρξάμενον τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον
ἱδρυθὲν κακόν, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν
γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν. [2.49.8] κατέσκηπτε
γὰρ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας, καὶ πολλοὶ
στερισκόμενοι τούτων διέφευγον, εἰσὶ δ’ οἳ καὶ τῶν ὀφθαλ-
μῶν. τοὺς δὲ καὶ λήθη ἐλάμβανε παραυτίκα ἀναστάντας
τῶν πάντων ὁμοίως, καὶ ἠγνόησαν σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τοὺς
ἐπιτηδείους. [2.50.1] γενόμενον γὰρ κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς
νόσου τά τε ἄλλα χαλεπωτέρως ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν
φύσιν προσέπιπτεν ἑκάστῳ καὶ ἐν τῷδε ἐδήλωσε μάλιστα
ἄλλο τι ὂν ἢ τῶν ξυντρόφων τι· τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ τετράποδα
ὅσα ἀνθρώπων ἅπτεται, πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ
προσῄει ἢ γευσάμενα διεφθείρετο. [2.50.2] τεκμήριον δέ· τῶν μὲν
τοιούτων ὀρνίθων ἐπίλειψις σαφὴς ἐγένετο, καὶ οὐχ ἑωρῶντο
οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ τοιοῦτον οὐδέν· οἱ δὲ κύνες μᾶλλον
αἴσθησιν παρεῖχον τοῦ ἀποβαίνοντος διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι.

[2.51.1] Τὸ μὲν οὖν νόσημα, πολλὰ καὶ ἄλλα παραλιπόντι ἀτοπίας,
ὡς ἑκάστῳ ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον
γιγνόμενον, τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδέαν. καὶ ἄλλο
παρελύπει κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων· ὃ
δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα. [2.51.2] ἔθνῃσκον δὲ οἱ μὲν
ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι. ἕν τε οὐδὲ ἓν
κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅτι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν·
τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν. [2.51.3] σῶμά τε
αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθε-
νείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα.
[2.51.4] δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις
αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι
τῇ γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ
ἀντεῖχον), καὶ ὅτι ἕτερος ἀφ’ ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλά-
μενοι ὥσπερ τὰ πρόβατα ἔθνῃσκον· καὶ τὸν πλεῖστον
φθόρον τοῦτο ἐνεποίει. [2.51.5] εἴτε γὰρ μὴ ’θέλοιεν δεδιότες
ἀλλήλοις προσιέναι, ἀπώλλυντο ἐρῆμοι, καὶ οἰκίαι πολλαὶ
ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσοντος· εἴτε προσίοιεν,
διεφθείροντο, καὶ μάλιστα οἱ ἀρετῆς τι μεταποιούμενοι·
αἰσχύνῃ γὰρ ἠφείδουν σφῶν αὐτῶν ἐσιόντες παρὰ τοὺς
φίλους, ἐπεὶ καὶ τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων τελευ-
τῶντες καὶ οἱ οἰκεῖοι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ
νικώμενοι. [2.51.6] ἐπὶ πλέον δ’ ὅμως οἱ διαπεφευγότες τόν τε
θνῄσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ᾠκτίζοντο διὰ τὸ προειδέναι
τε καὶ αὐτοὶ ἤδη ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι· δὶς γὰρ τὸν αὐτόν,
ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανεν. καὶ ἐμακαρίζοντό τε
ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ αὐτοὶ τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ καὶ ἐς
τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης μηδ’ ἂν ὑπ’
ἄλλου νοσήματός ποτε ἔτι διαφθαρῆναι.

***
[2.47.1] Τέτοια λοιπόν εστάθηκε η δημόσια κηδεία το χειμώνα εκείνο· κι όταν πέρασε ο χειμώνας αυτός, έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πολέμου. [2.47.2] Κ' ευθύς μόλις άρχισε το καλοκαίρι, εισέβαλαν οι Πελοποννήσιοι κ' οι σύμμαχοί τους όπως και προτήτερα στην Αττική με τα δύο τρίτα της στρατιωτικής του δύναμης ο καθένας (με αρχηγό πάλι τον Αρχίδαμο, γιο του Ζευξιδάμου, βασιλιά των Λακεδαιμονίων), κι αφού έκαμαν στρατόπεδο άρχισαν να ρημάζουν τον τόπο συστηματικά. [2.47.3] Αλλά πριν περάσουν πολλές ημέρες από την ώρα που μπήκαν στην Αττική, πρωτοφανερώθηκε η αρρώστια στην Αθήνα, αρρώστεια που λένε βέβαια πως έπεσε κι άλλοτε σε πολλούς τόπους, γύρω στη Λήμνο και αλλού, αλλά πουθενά δεν θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε τόσους ανθρώπους. [2.47.4] Γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα ούτε οι γιατροί που κοίταζαν τους αρρώστους στην αρχή, γιατί δεν ήξεραν τη φύση του κακού, κι αυτοί οι ίδιοι πέθαιναν σε μεγαλύτερην αναλογία όσο περισσότερο τους πλησίαζαν, ούτε καμιά άλλη ανθρώπινη τέχνη· κι όλες οι παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς κι όσα προσκυνήματα στα μαντεία κι άλλα τέτοια, ήταν όλα του κάκου· και στο τέλος τα παράτησαν κι αυτά, γιατί τους χαντάκωσε το κακό.

[2.48.1] Κ' έπιασε η αρρώστια, καθώς λένε, πρώτα–πρώτα από την Αιθιοπία πέρα από την Αίγυπτο, κατέβηκε ύστερα στην Αίγυπτο κι από κει στη Λιβύη, και σε πολλά μέρη της μεγάλης επικράτειας του Πέρση βασιλιά. [2.48.2] Στην πολιτεία της Αθήνας φανερώθηκε ξαφνικά, αφού πείραξε μερικούς πρώτα στον Πειραιά, ώστε οι Πειραιώτες είπαν πως οι Πελοποννήσιοι είχανε ρίξει φαρμάκι στα πηγάδια και τις στέρνες· γιατί δεν είχαν ακόμα βρύσες εκεί. Αργότερα όμως ήρθε και στην απάνω πολιτεία, και πέθαιναν τότε πια πολύ περισσότεροι. [2.48.3] Ας λέει λοιπόν ο καθένας γι' αυτό όσα ξέρει, είτε γιατρός είναι είτε και άμαθος, από τι δηλαδή ήταν πιθανό να γεννήθηκε, κι ας αναφέρει τις αιτίες που νομίζει πως ήταν αρκετά ισχυρές για να φέρουν τέτοια μεγάλη αλλαγή στην κατάσταση από την υγεία στο θανατικό. Εγώ θα φανερώσω μόνο τι λογής ήταν, κι από τι συμπτώματα, αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, θα μπορούσε κανείς καλύτερα να εξετάσει το πράμα και να το γνωρίσει από τα πριν, ώστε να μην τα 'χει εντελώς χαμένα· γιατί την πέρασα κ' εγώ, και είδα πολλούς άλλους που υπόφεραν απ' αυτήν.

[2.49.1] Ο χρόνος εκείνος, όπως το παραδέχονταν όλοι, ήταν εξαιρετικά ελεύτερος από άλλες αρρώστιες· κι αν κανείς πριν απ' αυτήν, ήταν κάπως ανήμπορος, όλα ξεκαθάριζαν πως ήταν αυτή. [2.49.2] Τους άλλους όμως, που δεν είχαν καμιά φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, έξαφνα, ενώ ήταν πρωτύτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο κεφάλι, και κοκκίνιζαν τα μάτια τους κ' ερεθίζονταν πολύ, κι απ' την αρχή άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, κι η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε· [2.49.3] έπειτ' απ' αυτά άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα, και σε λίγο κατέβαινε στο στήθος το πάθημα, με δυνατό βήχα· κι όταν πιανόταν από την καρδιά, της έδινε μια και τη γύριζε ανάποδα, κ' έβγαινε χολή από το στόμα κι από κάτω, όσων λογιών έχουν κι όλας ονοματίσει οι γιατροί, και μάλιστα με δυνατούς πόνους, [2.49.4] και τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερ' από λίγο, σε άλλους όμως κρατούσαν μέρες ολόκληρες. [2.49.5] Και σ' όποιον τ' άγγιζε απ' έξω, το κορμί του αρρώστου δεν ήταν ούτε υπερβολικά ζεστό, ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά σπυριά ή και πληγές· από μέσα τους όμως ένιωθαν τέτοια πύρα, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο ψιλά και μαλακά ρούχα ή σεντόνια ή οτιδήποτε άλλο και την πιο μεγάλη ανακούφιση θα ένιωθαν αν μπορούσαν να ριχτούνε μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί απ' όσους δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει έκαναν αυτό ακριβώς, πέφτοντας μέσα σε πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα· και το ίδιο έκανε είτε έπιναν πολύ είτε λίγο. [2.49.6] Και πάνω απ' όλα και χωρίς αναπαμό ήταν η στενοχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση σε τίποτα, και ούτε μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα όμως, όσον καιρό ήταν η αρρώστια στο κρίσιμο στάδιό της, δε μαραινόταν, αλλά άντεχε στο βάσανο περισσότερο απ' ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει, έτσι που πέθαιναν ―οι περισσότεροι― ύστερ' από εννιά ή εφτά μεριές από τη μέσα τους κάψα, χωρίς να 'χει εντελώς εξαντληθεί η δύναμή τους· ή αν ξέφευγαν αυτό το στάδιο, κατέβαινε ύστερα το κακό στην κοιλιά, που γέμιζε πληγές κι αφού τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια, πέθαιναν οι περισσότεροι στο δεύτερο αυτό στάδιο από την εξάντληση. [2.49.7] Και το κακό περνούσε απ' όλο το κορμί, μια και είχε στερεωθεί στην αρχή στο κεφάλι και προχωρούσε από πάνω προς τα κάτω, κι αν κανείς σωζόταν από τα χειρότερα, φανερωνόταν τούτο επειδή έπιανε πια τις άκρες· [2.49.8] γιατί έπεφτε και στα γεννητικά όργανα, και στις άκριες των χεριών και των ποδιών, και πολλοί που συνήλθαν έμειναν χωρίς αυτά· μερικοί άλλοι πάλι έχασαν το φως τους ή το θυμητικό τους ενώ άντεξαν στην καθαυτό αρρώστια στην αρχή, και ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δε γνώριζαν ούτε τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους.

[2.50.1] Γιατί η μορφή της αρρώστιας ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις λογικές εικασίες των ανθρώπων, και πρόσβαλλε τον καθένα πιο βαρειά απ' όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση, και φανερώθηκε κι από το εξής πως δεν ήταν καμιά από τις συνειθισμένες αρρώστιες: τα όρνια δηλαδή και τα τετράποδα ζώα, όσα τρων ανθρώπινη σάρκα, μ' όλο που είχανε μείνει πολλά άταφα κορμιά, ή δεν τα πλησίαζαν, ή αν τα δοκίμαζαν, πέθαιναν κι αυτά. [2.50.2] Κι απόδειξη, πως παρουσιάστηκε καθαρά ελάττωση των πουλιών αυτών, και δεν τα 'βλεπε κανείς ούτε αλλού, ούτε γύρω σε νεκρούς από την αρρώστια· ενώ τα σκυλιά έδιναν ακόμα καλύτερη αφορμή να το παρατηρήσει κανείς, επειδή ζούνε μαζί με τον άνθρωπο.

[2.51.1] Τέτοια λοιπόν ήταν στις μεγάλες γραμμές η μορφή της αρρώστιας, μ' όλο που παρέλειψα πολλά γνωρίσματα ασυνείθιστα και παράξενα, που τύχαιναν να παρουσιαστούν διαφορετικά στον ένα από τον άλλον. Και καμιά άλλη από τις συνειθισμένες στενοχώριες δε βασάνιζε τον κόσμο εκείνο τον καιρό· γιατί κι αν τύχαινε να παρουσιαστεί καμιά, κατέληγε σε τούτην–εδώ. [2.51.2] Και πέθαιναν οι άνθρωποι, άλλοι χωρίς περιποίηση, κι άλλοι που είχαν κάθε δυνατή φροντίδα. Και δε βρέθηκε κανένα γιατρικό, που να μπορεί κανείς να πει πως είναι το γιατρικό της αρρώστιας αυτής, που έμελλε χωρίς άλλο να βοηθήσει τον άρρωστο αν του το 'δινε (γιατί ό,τι ωφελούσε τον ένα, το ίδιο αυτό πράμα χειροτέρευε τον άλλον), [2.51.3] και καμιά ανθρώπινη κράση δε φάνηκε από μόνη της άξια ν' αντισταθεί στην αρρώστια, είτε ήταν πολύ δυνατή, είτε τόσο αδύνατη ώστε να μην την πιάσει το κακό αλλά τους εσάρωσε όλους, κ' εκείνους ακόμη που είχαν την πιο περιποιημένη δίαιτα και τρόπο ζωής. [2.51.4] Χειρότερο απ' όλα ήταν η κατάθλιψη που έπιανε τον καθένα μόλις ένιωθε πως αδιαθετούσε (γιατί η ψυχική τους κατάσταση γύριζε τότε στην απελπισία, κι αφήνονταν πολύ περισσότερο από μιας αρχής και δεν αντιδρούσαν) καθώς κι ότι ο ένας γέμιζε μόλεμα από τον άλλον που περιποιόταν και πέθαιναν αράδα σαν τα πρόβατα· και τη μεγαλύτερη φθορά την προξενούσε τούτο: [2.51.5] αν δηλαδή δεν ήθελαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον από φόβο μην κολλήσουν, πέθαιναν οι άρρωστοι μόνοι κ' έρημοι· κι άδειασαν έτσι πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει· κι αν πάλι επικοινωνούσαν, τους χαλούσε η αρρώστια, και περισσότερο εκείνους που ήθελαν να φερθούνε καθώς πρέπει· γιατί ντρέπονταν να δείξουν πως λογαριάζουν τον εαυτό τους και πήγαιναν κοντά στους αγαπημένους τους. Αφού ακόμα και τα μοιρολόγια των πεθαμένων τα παράτησαν στο τέλος και οι ίδιοι oι συγγενείς τους, αποκαμωμένοι από τη μεγάλη συμφορά. [2.51.6] Όμως εκείνοι που είχαν περάσει την αρρώστια κ' είχανε σωθεί, αυτοί σπλαχνίζονταν περισσότερο και τους ετοιμοθάνατους κι όσους ψήνονταν από το κακό, και οι ίδιοι δε φοβούνταν πια· γιατί δεν έπιανε η αρρώστια δυο φορές τον ίδιον άνθρωπο, ώστε να τον θανατώσει. Και τους μακάριζαν οι άλλοι, κι αυτοί οι ίδιοι απ' τη μεγάλη τους χαρά για τη σωτηρία τους σ' αυτή την περίσταση είχαν την μάταιην ελπίδα πως για πάντα δε θενά πέθαιναν ούτε κι από καμιάν άλλην αρρώστια.