Ο Επίκουρος υπήρξε πολυγραφότατος[45] και συνέγραψε πάνω από τριακόσια βιβλία (κύλινδροι μὲν γὰρ πρὸς τοὺς τριακοσίους εἰσί), ξεπερνώντας έτσι όλους τους συγγραφείς ως προς το πλήθος των βιβλίων (πάντας ὑπερβαλλόμενος πλήθει βιβλίων). Στα έργα του μάλιστα δεν παραθέτει καθόλου μαρτυρίες, τεκμήρια, περικοπές ή χωρία άλλων συγγραφέων (γέγραπται δὲ μαρτύριον[46] ἔξωθεν ἐν αὐτοῖς οὐδέν), αλλά γράφει μόνο δικές του, προσωπικές εκτιμήσεις και γνώμες (ἀλλ’ αὐτοῦ εἰσιν Ἐπικούρου φωναί[47]). Στην πολυγραφία τον ανταγωνιζόταν και προσπαθούσε να τον μιμηθεί (ἐζήλου) ο Χρύσιππος, όπως μαθαίνουμε από τον Καρνεάδη, γι’ αυτό και τον αποκαλούσε παράσιτο (παράσιτον τῶν βιβλίων) του Επίκουρου· όσα έγραφε ο Επίκουρος, τόσα πάσχιζε και ο Χρύσιππος να γράψει: «Γι’ αυτό και πολλάκις έγραφε τα ίδια και τα ίδια (ταὐτὰ) ή ό,τι του ερχόταν στο μυαλό (τὸ ἐπελθόν), ενώ άλλα τα δημοσίευε αδιόρθωτα πάνω στη βιασύνη του (τῷ ἐπείγεσθαι). Τα γραπτά του είναι γεμάτα (γέμειν) περικοπές και οι μαρτυρίες άλλων συγγραφέων· ομοίως βρίσκουμε πολλά μαρτύρια[48] στα βιβλία του Ζήνωνα και του Αριστοτέλη.
Τόσα λοιπόν και τέτοιου είδους είναι τα συγγράμματα του Επίκουρου· τα καλύτερα και σημαντικότερα (βέλτιστα) είναι τα εξής: Περὶ φύσεως, ἑπτὰ καὶ τριάκοντα, Περὶ ἀτόμων καὶ κενοῦ, Περὶ ἔρωτος, Ἐπιτομὴ τῶν πρὸς τοὺς φυσικούς, Πρὸς τοὺς Μεγαρικούς, Διαπορίαι, Κύριαι δόξαι, Περὶ αἱρέσεων καὶ φυγῶν, Περὶ τέλους, Περὶ κριτηρίου ἢ Κανών, Χαιρέδημος, Περὶ θεῶν, Περὶ ὁσιότητος, Ἡγησιάναξ, Περὶ βίων δʹ, Περὶ δικαιοπραγίας, Νεοκλῆς πρὸς Θεμίσταν, Συμπόσιον, Εὐρύλοχος πρὸς Μητρόδωρον, Περὶ τοῦ ὁρᾶν, Περὶ τῆς ἐν τῇ ἀτόμῳ γωνίας, Περὶ ἁφῆς, Περὶ εἱμαρμένης, Περὶ παθῶν δόξαι πρὸς Τιμοκράτην, Προγνωστικόν, Προτρεπτικός, Περὶ εἰδώλων, Περὶ φαντασίας, Ἀριστόβουλος, Περὶ μουσικῆς, Περὶ δικαιοσύνης καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν, Περὶ δώρων καὶ χάριτος, Πολυμήδης, Τιμοκράτης γʹ, Μητρόδωρος εʹ, Ἀντίδωρος βʹ, Περὶ νόσων δόξαι πρὸς Μίθρην, Καλλιστόλας, Περὶ βασιλείας, Ἀναξιμένης, Ἐπιστολαί.» (Παρ. 28)
Tουλάχιστον στα κείμενα που διασώζει ο Διογένης Λαέρτιος, πράγματι απουσιάζουν συγκεκριμένα «μαρτύρια» και εν γένει αποσπάσματα άλλων συγγραφέων[49]· εντούτοις, πολύ συχνά, οι αναφορές του Επίκουρου σε άλλους φιλοσόφους είναι σαφείς, αν και όχι πάντοτε ονομαστικές· εξάλλου, στο φιλοσοφικό περιβάλλον της εποχής και του Κήπου, ίσως ήταν αρκετό να περιγραφούν με συντομία οι απόψεις φίλων και αντιπάλων· λ.χ. όσα παραθέτει για τις απόψεις του Πλάτωνα και του Πυθαγόρα[50] σχετικά με τα ουράνια σώματα είναι σαφέστατα και δίνουν ξεκάθαρα το περίγραμμα των λεγόμενων «ιδεαλιστικών απόψεων». Ας μην ξεχνάμε ότι οι Επικούρειοι, εκτός των άλλων, βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαράθεση με άλλες φιλοσοφικές σχολές, ασκούσαν δηλαδή «πολεμική», και είναι αναμενόμενο να προβάλλουν στα έργα τους κατεξοχήν αυτά που πιστεύουν ότι ενισχύουν τις απόψεις τους ή εξυπηρετούν γενικότερα τη διάδοση της φιλοσοφίας τους.
Υποσημειώσεις
[1] κληρουχέω, (κληροῦχος)= αποκτώ μερίδιο γης, έχω γίνει αποδέκτης παραχώρησης γης, λέγεται συνήθως για εδάφη που διαμοιράζονταν ανάμεσα σε κατακτητές. κληρουχία, ἡ,= κλήρος γης που παραχωρούνταν στους πολίτες σε ξένο έδαφος· οἱ κληροῦχοι= το σύνολο των πολιτών που γίνονταν αποδέκτες τέτοιων μεριδίων. Η Αθηναϊκή κληρουχία διέφερε από την αποικία, στο ότι οι κληροῦχοι παρέμεναν πολίτες της μητρόπολης, αντί να σχηματίσουν ανεξάρτητη πόλη. Βλ. LIDDELL & SCOTT. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007.
[2] Βλ. & Ησίοδος, Θεογονία: «ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ᾽· αὐτὰρ ἔπειταω / Γαῖ᾽ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ / ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου.»= Στ᾽ αλήθεια πρώτα‒πρώτα το Χάος έγινε. Κι ύστερα / η πλατύστερνη η Γη, η σταθερή πάντοτε έδρα όλων των αθανάτων / που την κορφή κατέχουνε του χιονισμένου Ολύμπου. Στίχοι 116-119. Μετάφραση: Στ. Γκιργκένης. Πηγή: http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=3.
[3] Στον Όμηρο ο Παιάνας ή Παιών ήταν ο γιατρός των θεών· «Παιήονος γενέθλη»= οι γιοι του Παιάνα, δηλ. οι γιατροί· μετά τον Όμηρο το όνομα και η ιδιότητα μεταφέρθηκαν στον Απόλλωνα, τον οποίον επικαλούνταν με την κραυγή «ἰήιε Παιάν»· στον Σοφοκλή σημαίνει λυτρωτής, σωτήρας αλλά και άσμα θριάμβου μετά τη νίκη, εμβατήριο που έψαλλαν κυρίως προς τον θεό Απόλλωνα. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[4] κίναιδος[ῐ], ὁ, Λατ. Cinaedus= λάγνος, ασελγής άνθρωπος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[5] Πρόκειται για πολύ μεγάλο ποσό· η μνα (αρχ. ελλ. μνᾶ, λατ. mina) είναι μονάδα μέτρησης της μάζας (υποδιαίρεση του ταλάντου) που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα. Κέρματα από πολύτιμα μέταλλα που ζύγιζαν μία μνα, χρησιμοποιούνταν επίσης ως νομίσματα· ως βάρος, = 100 δραχμές = περίπου 15,2 αγγλικές ουγγιές· ως χρηματικό ποσό, = 100 δραχμές, δηλ. 4 αγγλ. λίρες, 1 σεντ και 3 πέννες· 60 μναῖ αντιστοιχούσαν σε ένα τάλαντο. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[6] ἑταίρα, ἡ= σύντροφος· εδώ η σπιτωμένη γυναίκα, μαιτρέσσα, παλλακίδα, εταίρα, πόρνη. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[7] φορμός, ὁ (φέρω)· I.= σκεύος για μεταφορά καρπών σε Ησίοδ, στρώμα πλεκτό, ένδυμα ναυτικού από χοντρό πλεκτό ύφασμα, μέτρο σίτου. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[8] κύκησις, -εως, ἡ= ανακάτωμα, ανάμειξη. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[9] λῆρος, ὁ, ανόητη ομιλία, ανοησία, ματαιολογία· λέγεται για πρόσωπα, ανόητος, ασήμαντος· λῆροι λεπτότατοι, λέγεται για τους σοφιστές· ως επιφώνημα λῆρος= ανοησία! «κολοκύθια!» Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[10] σαίνω= λέγεται για σκύλους, κουνώ την ουρά μου, πηδώ δείχνοντας τη χαρά μου, κάνω χαρές· λέγεται για τον Άργο, τον σκύλο του Οδυσσέα, λόγω της υποδοχής που επεφύλαξε στον Οδυσσέα, όταν εκείνος επέστρεψε στην Ιθάκη· μεταφορικά κολακεύω, χαϊδεύω, υποκλίνομαι με χαμέρπεια, φιλοφρονώ, φέρομαι θωπευτικά σε κάποιον, τον κολακεύω, φιλοφρονώ, περιποιούμαι κάποιον, τον χαιρετώ, τον ασπάζομαι· σαίνομαι ὑπ’ ἐλπίδος= παραπλανώ, φενακίζω, εξαπατώ. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[11] δόγμα, -ατος, τό (δοκέω)= αυτό που φαίνεται σε κάποιον καλό, γνώμη, δοξασία· δημόσια διαταγή ή διάταγμα, ψήφισμα, θέσπισμα, διάταξη, απόφαση· δογματίζω= αποφαίνομαι. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[12] ἐπιείκεια, ἡ (ἐπιεικής)= λογικότητα, εντιμότητα, ισονομία, γλυκύτητα, καλοσύνη. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[13] λῐτός, -ή, -όν = λείος, απλός· λέγεται για το ύφος, απλό, απέριττο, ακαλλώπιστο· λέγεται για πρόσωπα, απλός, λιτός· επίρρημα λιτῶς· ασήμαντος, ανάξιος, τιποτένιος, μηδαμινός. λῑτό-βιος, -ον (λῐτός)= αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με φειδώ, λιτά. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[14] οὐσία, ἡ (οὖσα, θηλ. μτχ. του εἰμί)= αυτό το οποίο ανήκει σε κάποιον, η οντότητα κάποιου, περιουσία· τὸ εἶναι, η ύπαρξη. Στον Πλάτωνα σημαίνει ουσία, φύση ενός πράγματος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[15] Οι Μούσες, θεές του τραγουδιού, της μουσικής, της ποίησης, του χορού, της δραματικής ποίησης, και όλων των καλών τεχνών· τα ονόματα των εννέα Μουσών ήταν Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια ή Πολυύμνια, Ουρανία και Καλλιόπη.
[16] μνήμη, ἡ (μνάομαι)= ανάμνηση, ενθύμηση, καταγραφή της μνήμης, μέσω των οποίων θυμόμαστε ένα πρόσωπο· πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο= αναθυμούνταν όπως άρμοζε στις συμφορές τους· μνήμη, ως δύναμη του νου, το μνημονικό· εἰπεῖν τι μνήμης ὕπο (ή ἄπο)= από μνήμης· μνημεῖον= ανάμνηση, αναφορά ενός πράγματος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[17] Βλ. & Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, Έντουαρντ Τσέλλερ-Βίλχελμ Νέστλε. Μετάφραση: Χαράλαμπος Θεοδωρίδης. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 1941, σελ. 294.
[18] ἴδιος, -α, -ον και -ος, -ον,= αυτός που ανήκει στον εαυτό του, ίδιος, ιδιωτικός· στον Πλάτωνα η λέξη σημαίνει ιδιωτικός, ιδιαίτερος: ἴδιον ἢ ἄλλοι, ξεχωριστό και διαφορετικό από τους άλλους· στον Ευριπίδη έχει και τις σημασίες ασυνήθιστος, παράδοξος, περίεργος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[19] ἀφ-ηγέομαι= καθοδηγώ από ένα σημείο, και επομένως, γενικά, οδηγώ, προηγούμαι. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[20] H Λάμψακος ήταν αρχαία ελληνική αποικία των Φωκαέων, χτισμένη σε στρατηγικό σημείο στις ακτές του Ελλήσποντου, στην βόρεια Τρωάδα. Στην θέση της σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Τουρκική πόλη με πληθυσμό 10.000 περίπου κατοίκων.
[21] ἄ-κρᾱτος, -ον (κεράννυμι)= λέγεται για υγρά, αμιγής, άκρατος, ανόθευτος, καθαρός, λέγεται για κρασί· ιδίως, οἶνος ἄκρητος, κρασί χωρίς νερό. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[22] Ο Επίκουρος είχε μάλλον ευαίσθητη σωματική κράση· Αρκετοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήταν μακρόβιοι και μάλιστα κάποιοι έγραφαν μέχρι τα βαθιά γεράματα: ο Σοφοκλής έγραψε τον Οιδίποδα επί Κολωνώ στο 90ο περίπου έτος της ηλικίας του, ο Σιμωνίδης πάτησε τα 90, ο Κρατίνος πέθανε 97 ετών, ο τραγικός Αρίσταρχος στα 100 και ο Άλεξις στα 106. Από τους πεζογράφους ο Ισοκράτης έζησε 98 έτη, ο Γοργίας 109, ο ιστορικός Τίμαιος 96 και ο Πολύβιος 82. Μακροβιότεροι φιλόσοφοι αναδείχθηκαν κατεξοχήν κάποιοι Στωικοί, ο Ζήνων, ο Χρύσιππος και ο Κλεάνθης, ίσως επειδή «ήσαν προς τας συμφοράς του βίου αδιάφοροι». Σχετικά λίγοι μνημονεύονται ως «προώρως θανόντες», όπως ο κωμικός Εύπολις (που όμως είχε βίαιο θάνατο) και η Ηρίννα, που πέθανε δεκαοχτώ χρονών από λύπη. Βλ. & Γεώργιος Μιστριώτης, Ελληνική Γραμματολογία, σ. 25, 26.
[23] πρόσ-ειμι= προστίθεμαι, προσκολλώμαι, ανήκω σε· είμαι εδώ, είμαι πλησίον, είμαι παρών. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[24] διατρῐβή, ἡ= τρόπος κατανάλωσης του χρόνου, από όπου, παιχνίδι, διασκέδαση· επιμελής ασχολία, μελέτη, σπουδή· τρόπος ζωής, τρόπος με τον οποίο περνά κανείς το χρόνο του βίου· με αρνητική σημασία, χάσιμο χρόνου, καθυστέρηση, χρονοτριβή. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[25] Γᾰμηλιών, -ῶνος, ὁ= ο έβδομος μήνας του Αττικού χρόνου· προέρχεται από το γαμέω, επειδή ήταν η χρονική περίοδος κατά την οποία τελούνταν οι περισσότεροι γάμοι· το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου και το πρώτο του Φεβρουαρίου. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[26] Πρόκειται για τον Πoλύαινo τον Λαμψακηνό, (340 π.Χ. – 285 π.Χ.) έναν αρχαίο Έλληνα μαθηματικό και φίλο του Επίκουρου. Η φιλία του άρχισε μετά τη φυγή του τελευταίου από τη Μυτιλήνη, το 307 ή 306 π.Χ., όταν άνοιξε μια φιλοσοφική σχολή στην Λάμψακο η οποία τον συνέδεσε με άλλους πολίτες της πόλης, όπως τον Πυθοκλή, τον Κολώτη τον Λαμψακηνό, και τον Ἰδομενέα τον Λαμψακηνό. Με τους προαναφερθέντες συμπολίτες του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ίδρυσε μια σχολή φιλοσοφίας με τον Επίκουρο επικεφαλής, ενώ ο Πoλύαινoς, ο Έρμαρχoς και ο Μητρόδωρος Λαμψακηνός ήταν καθηγεμόνες. Σύμφωνα με τον Φιλόδημο ήταν άντρας με ήπιους και φιλικούς τρόπους. Βλ. & Βικιπαίδεια, στο αντίστοιχο λήμμα· πολύ-αινος, -ον (αἰνέω)= αυτός που επαινείται πολύ ή που είναι γεμάτος από σοφία, λόγο και γνώση. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[27] καθ-ηγεμών, -όνος, ὁ, ἡ= αρχηγός, οδηγός. καθ-ηγεμών, -όνος, ὁ, ἡ= αρχηγός, οδηγός. καθ-ηγέομαι= προηγούμαι, χρησιμεύω ως οδηγός, καθοδηγώ· προηγούμαι και διδάσκω κάτι, εξηγώ, ερμηνεύω· καθηγέομαι τοῦ λόγου= ξεκινώ την ομιλία· είμαι ο πρώτος που κάνει κάτι, εγκαθιδρύω, ιδρύω, θεσπίζω· οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε τιθείς= δεν θα εισάγω εγώ πρώτος αυτόν τον νόμο. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[28] Ο Μεταγειτνιών ή Μεταγιτνιών ήταν ο δεύτερος μήνας στο αττικό ημερολόγιο, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στο Μεταγείτνιο Απόλλωνα και αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα 24 Ιουλίου-22 Αυγούστου. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[29] εὔ-τακτος, -ον= τακτικός, μεθοδικός· λέγεται και για στρατιώτες, τακτικός, πειθαρχημένος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[30] ἡγεμών, -όνος, ὁ= αυτός που ηγείται, ο οδηγός· αυτός που δείχνει το δρόμο· αυτός που ασκεί εξουσία σε άλλους· αρχηγός, στρατηγός· διοικητής, άρχων, κυρίαρχος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[31] στραγγ-ουρία (στράγξ, οὐρέω)= κατακράτηση, επίσχεση ούρων, δυσουρία. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[32] διαλογισμός, ὁ= στοχασμός, συλλογισμός. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[33] μεῖραξ, -ᾰκος, ἡ, νεαρό κορίτσι, κοπελίτσα· το μειράκιον χρησιμοποιείται . για τ’ αγόρια. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[34] ἐλ-λόγιμος, -ον, αυτός που λογαριάζεται (ἐν λόγῳ), άξιος λόγου, σπουδαίος, ένδοξος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[35] ἀγᾰθὸς, -ή, -όν (αμφίβ. προέλ.)· καλός, ενάρετος. Λατ. bonus.= λέγεται για πρόσωπα· αρχικά, καλός, ευγενής, αριστοκρατικός, σε σχέση με την καταγωγή, αντίθ. προς το κακοί· στην Ιλιάδα: πατρὸς δ’ εἴμ’ ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν· καλός, γενναίος, ανδρείος, σχετικά με την απόδοση αυτών των αρετών στους αρχιστράτηγους. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[36] ἀνα-λαμβάνω= αναλαμβάνω, παίρνω στα χέρια μου· παραλαμβάνω στο πλοίο· γενικά, λαμβάνω για τον εαυτό μου· παίρνω κάτι, με σκοπό την εξέταση ή τη μελέτη· αναλαμβάνω, αναδέχομαι. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[37] παλλᾰκίς, -ίδος, ἡ= παλλακίδα, μαιτρέσα, ερωμένη, Λατ. Pellex, (Πιθ. από την ίδια ρίζα όπως πάλλαξ= νεανίς). Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[38] εἰκαῖος, -α, -ον (εἰκῇ), τυχαίος, χωρίς σκοπό. εἰκῇ, επίρρ.= χωρίς σχέδιο ή σκοπό, απρόσεκτα, απερίσκεπτα, στην τύχη, ριψοκίνδυνα, παράτολμα. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[39] ἐπι-εικής, -ές (εἰκός)= με ηθική έννοια, λογικός, δίκαιος, ευγενικός, ευγενής, αγαθός, πράος, μετριοπαθής, συνετός, με επιείκεια, ευμενής, άρτιος, τέλειος. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[40] προσ-έχω και προσ-ίσχω= γυρίζω σε ή προς ένα πράγμα, προσέχω ὄμμα· προσέχω τὸν νοῦν= στρέφω το νου, δίνω προσοχή σ’ ένα πράγμα, είμαι επίμονος σ’ αυτό. Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[41] Ο Πολύστρατος φέρεται να έγραψε κι ένα «περίεργο σύγγραμμα», με τίτλο: Για την παράλογη περιφρόνηση των λαϊκών δοξασιών» (Περί ἀλόγου καταφρονήσως)· στο έργο αυτό «πολεμούσε τη σοφιστική άποψη για τη συμβατική προέλευση των ηθικών εννοιών και το συμπέρασμα της μη υποχρεωτικότητάς τους που έβγαινε απ’ αυτή.» Σημαντικά τμήματα του βιβλίου σώθηκαν στους ηρακλειώτικους κυλίνδρους. Βλ. & ΤΣΕΛΛΕΡ-ΝΕΣΤΛΕ. Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας. Μετάφραση από τη δέκατη Τρίτη έκδοση: Χαράλαμπος Θεοδωρίδης. Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1941. Σελ. 296.
[42] Το πραγματικό του όνομα ήταν Απολλόδωρος ο Αθηναίος και πιθανότατα υπήρξε σχολάρχης από τα 150 – 120 π.Χ. Αναφέρεται ως άνδρας με ισχυρή προσωπικότητα και πολυγραφότατος.
[43] Σῑδών, -ῶνος, ἡ, Σιδώνη= μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Φοινίκης. Φοινίκη= αρχαία παραλιακή, ναυτική χώρα στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο Λίβανος και τμήμα της Συρίας. Η ονομασία δόθηκε πιθανόν επειδή οι Έλληνες εισήγαγαν από εκεί μια μοναδική τότε χρωστική ουσία με βαθύ πορφυρό χρώμα (στο χρώμα του αίματος) και το χρώμα αυτό στα ελληνικά λεγόταν φοινόν· φοινός, -ή, -όν (φόνος), αυτός που είναι κόκκινος σαν αίμα. LIDDELL & SCOTT.
[44] Βλ. & ΤΣΕΛΛΕΡ-ΝΕΣΤΛΕ. Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, σελ. 296.
[45] Πλείστοι αρχαίοι συγγραφείς, ποιητές και φιλόσοφοι υπήρξαν πολυγραφότατοι· ο Αισχύλος έγραψε 90 τραγωδίες, ο Σοφοκλής 130 και ο Ευριπίδης 92. Στον Αντιφάνη αποδίδονται 260 κωμωδίες και στον Άλεξι, 245· πολλά είναι και τα έργα του Πλάτωνα και ακόμα περισσότερα του Αριστοτέλη· η παραγωγή των αλεξανδρινών συγγραφέων ήταν επίσης αξιοσημείωτη· πολυγραφότατος όλων φέρεται ο Δίδυμος ο Χαλκέντερος, με το προσωνύμιο Βιβλιολάθας, επειδή έγραψε 3.500-4.000 βιβλία, τα οποία δεν μπορούσε να θυμηθεί. Βλ. & Γεώργιος Μιστριώτης, Ελληνική Γραμματολογία. Τόμος Α’ , 1894, εκ του τυπογραφείου Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, σ. 26, 27. (6)
[46] μαρτύριον, τό, μαρτυρία, απόδειξη· μαρτύρια παρέχεσθαι= φέρνω στο φως τεκμήρια. LIDDELL & SCOTT.
[47] φωνή, ἡ (φάω)= ήχος, φωνή, κυρίως ο ήχος της φωνής· λέγεται για ανθρώπους· η δύναμη του λόγου, ομιλία· γλώσσα· είδος γλώσσας, διάλεκτος· τὴν Σιμωνίδου φωνήν. LIDDELL & SCOTT.
[48] μαρτύριον, το= μαρτυρία, απόδειξη· μαρτύρια παρέχεσθαι= φέρνω στο φως τεκμήρια· εδώ σημαίνει μάλλον την αυτούσια περικοπή, παράθεμα, χωρίο, απόσπασμα από έργο άλλου συγγραφέα. LIDDELL & SCOTT.
[49] Όπως είναι γνωστό, το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας γραμματείας χάθηκε, για πολλούς λόγους· εκτός από τη φυσική φθορά (τα υλικά, ειδικά η περγαμηνή και ο πάπυρος ήταν ευαίσθητα), γνωρίζουμε τι συνέβη με σπουδαίες βιβλιοθήκες του αρχαίου κόσμου. Τα βιβλία, «κύλινδροι», που συγκέντρωσαν οι Πτολεμαίοι στην κεντρική βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και στο Σεράπειο, μέχρι τα χρόνια της Κλεοπάτρας, ίσως ξεπερνούσαν τους 700.000 κυλίνδρους, δηλαδή τόμους (σύμφωνα με άλλες πηγές ήταν 400.000 τόμοι)· μετά την καταστροφή κατά τη διάρκεια του «Αλεξανδρινού πολέμου», ο Αντώνιος δώρισε στην Κλεοπάτρα 200.000 κυλίνδρους από τις βιβλιοθήκες της Περγάμου. Στα 391 μ.Χ. κάηκε και η βιβλιοθήκη του Σεράπειου, κατά τη διάρκεια ταραχών και διώξεων εναντίον των οπαδών της «αρχαίας θρησκείας»· την ίδια τύχη είχε και η βιβλιοθήκη που ίδρυσε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός (κάηκε πρώτη φορά στα 476 μ.Χ. και το «δυστύχημα επανελήφθη» επί Λέοντος Ισαύρου (716-741 μ.Χ.) Εντούτοις, δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι όλες οι ζημιές των βιβλίων προήλθαν από εμπρησμούς· η αμέλεια λ.χ. ήταν σημαντικός λόγος καταστροφής, καθώς η συντήρηση και η αντιγραφή των βιβλίων ήταν κοπιαστικό και πολυδάπανο έργο. Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναζητούσε από τότε πολλά βιβλία των «Ιστοριών», του Θεόπομπου· επί Δίωνος του Χρυσοστόμου τα συγγράμματα του Γοργία και των άλλων σοφιστών είχαν εξαφανιστεί. Κατά τους χριστιανικούς αιώνες που ακολούθησαν οι άνθρωποι ήταν μάλλον ψυχροί και αδιάφοροι «προς παν ελληνικόν» και οι πάπυροι δεν ανανεώνονταν, αλλά εγκαταλείπονταν στη βέβαιη φθορά του χρόνου. Αν αφαιρεθούν τα διπλόγραφα, υπολογίζεται ότι χάθηκαν περίπου 90.000 κύλινδροι της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Βλ. & Γεώργιος Μιστριώτης, Ελληνική Γραμματολογία, σ.32,33.
[50] Η πίστη ότι η ψυχή μπορεί αν ξεκόβει απ’ το σώμα και να πετάει μακριά, σαν πουλί, τροφοδότησε πολλές δοξασίες Οι μυθοβιογράφοι του Πυθαγόρα έγραφαν ότι είχε την ικανότητα να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δύο μέρη («διτοπισμός»)· ομοίως οι ανώτερες ιέρειες των Τζένταλ είχαν το χάρισμα να βρίσκονται σε δύο μέρη ταυτόχρονα, μιάμιση λεύγα απόσταση το ένα από το άλλο· αλλά και ο χριστιανός Άγιος Αλφόνσος de Liguori μπορούσε να κηρύττει στην εκκλησία και την ίδια ώρα να βρίσκεται στο σπίτι του και να εξομολογεί. Βλ. & Παναγής Λεκατσάς, Η ψυχή. Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου, τέταρτη έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, 2000, Αθήνα, σελ. 64.