Αν θα έθετα την ερώτηση «τι είναι η φιλοσοφία» είμαι σίγουρος ότι οι περισσότερες απαντήσεις που θα έπαιρνα θα ήταν ποικίλες και, πιστέψτε με, τόσο διαφορετικές η μια από την άλλη. Ίσως το μόνο κοινό που θα είχαν θα ήταν η ετυμολογία της λέξης, ότι η φιλοσοφία είναι για παράδειγμα η φιλία, δηλαδή η αγάπη, για τη σοφία. Όμως αυτό δεν λέει τίποτα αφού και στη «σοφία» ο καθένας θα έδινε μια διαφορετική ερμηνεία. Αυτή η σχετικότητα των εννοιών δημιουργεί παρανοήσεις. Οι έννοιες για την ίδια λέξη είναι πολλές και διαφορετικά τις αντιλαμβάνεται ο καθένας, γιατί ο καθένας σκέπτεται διαφορετικά. Γι’ αυτό και στην αρχαία ελληνική οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές ονομάστηκαν «αιρέσεις». Αίρεση σημαίνει τρόπος του σκέπτεσαι, προαίρεση, σχολή.
Ο Επίκουρος τόνιζε ότι, ανάμεσα στους συνομιλητές, για κάθε λέξη πρέπει να αποδίδουμε την ίδια έννοια, διαφορετικά δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε.
Δεν είχε άδικο. Οι περισσότερες παρανοήσεις γίνονται επειδή δεν τηρούμε αυτό τον κανόνα, ακόμα κι όταν λέμε τα ίδια πράγματα και διαφορετικά τα εννοούμε ή εννοούμε τα ίδια και με διαφορετικές λέξεις τα αποδίδουμε.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «σοφία» που αναφέραμε πιο πάνω. Κάποιοι θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη λέξη «σοφία» με την «αλήθεια» δηλώνοντας ότι φιλοσοφία είναι η αγάπη, η αναζήτηση δηλαδή της αλήθειας. Όμως τι είναι αλήθεια; Σίγουρα και εδώ έχουμε μια σχετική έννοια. Διαφορετικά αντιλαμβάνεται ο καθένας την αλήθεια —ή μήπως έχω άδικο;
Η γνώμη του καθένα είναι διαφορετική και σύμφωνη με τον τρόπο που σκέπτεται, τη σχολή δηλαδή που ακολουθεί, βλέπει το ίδιο πράγμα από διαφορετική γωνία και η επικοινωνία μας γίνεται πολλές φορές δύσκολη υπόθεση.
Τι είναι όμως δόγμα;
Η απόλυτη γνώμη! Η γνώμη που στο χρόνο παραμένει πάντα ίδια. Είναι αναχρονιστική και ξεπερασμένη, γι’ αυτό ακριβώς είναι και αυθαίρετη!
Η αλήθεια είναι ζωντανή και γι’ αυτό είναι σχετική και ιστορικά καθορισμένη. Κάθε μέρα εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία, με νέες αναλύσεις, από τον δάσκαλο στον μαθητή, και μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πληρέστερη, αποβάλλοντας κάτι που θεωρήθηκε λανθασμένο στο παρελθόν ή εισάγοντας νέα στοιχεία εμπλουτίζοντας το περιεχόμενό της στο διηνεκές.
Ας δώσουμε και έναν ορισμό για την έννοια: Σαν σκέψη, είναι το ανώτερο προϊόν της εγκεφαλικής δραστηριότητας που αντανακλά γενικευμένα τα αντικείμενα και τα φαινόμενα της πραγματικότητας. Μέσω των εννοιών λοιπόν, σκεπτόμενοι, απεικονίζουμε γραπτά ή σε γλωσσική μορφή την πραγματικότητα του κόσμου, και αυτό ακριβώς είναι που σηματοδοτεί την ακριβολογία των εννοιών.
Τελικά, αυτός ο διαλογισμός πιο πάνω μού φαίνεται βοηθάει, προκειμένου να αντιληφθούμε, μέσω της σοφίας και της αλήθειας, της αίρεσης και του δόγματος, της γνώμης και της γνώσης, τι είναι φιλοσοφία.
Πολλοί νομίζουν ότι η φιλοσοφία είναι οι όμορφες φράσεις, όπως «αγάπη σημαίνει να μην αναγκαστείς να ζητήσεις ποτέ συγνώμη» ή «τα δάκρυα είναι σαν τα διαμάντια, γι’ αυτό μην τα χαρίζεις σε όσους δεν τ’ αξίζουν».
Όχι!
Η φιλοσοφία είναι άλλο πράγμα.
Τώρα μπορούμε, νομίζω, να δώσουμε έναν γενικό ορισμό «τι εννοούμε φιλοσοφία» χωρίς να παρεκκλίνουμε εννοιολογικά από εκείνους που πρώτοι προσπάθησαν να πάρουν απαντήσεις όχι ρωτώντας το Ιερατείο, ως έκαναν οι ποιητές των μύθων, αλλά από τη φύση την ίδια, περνώντας ομαλά από τον μύθο στον λόγο και τη σοφία της φύσης, του όλου δηλαδή, αυτού που λέμε αντικειμενική πραγματικότητα.
Φιλοσοφία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να ανακαλύψει την αλήθεια των όντων (αυτών που υπάρχουν δηλαδή) και των φαινομένων της πραγματικότητας. Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι η επιστήμη είναι εκείνη που μελετά το σύνολο των φαινομένων της ύλης σε σχέση με την κίνηση και τις διάφορες μορφές των μετατροπών της.
Ανάμεσα στους δυο αυτούς ορισμούς φαίνεται μία ουσιαστική σύνδεση όπου η επιστήμη και η φιλοσοφία συνδέονται, γιατί η μια στηρίζει την άλλη. Αν ανάμεσα στις δύο χαθεί αυτή η σχέση τότε σημαίνει ότι η μια από τις δυο διατυπώνεται λανθασμένα. Η φιλοσοφία που μπορεί αυτό να το κάνει καλύτερα, είναι ο Διαλεκτικός Υλισμός.
Από την αρχαιότητα, όταν ο άνθρωπος αποφάσισε να φιλοσοφήσει, φιλοσόφησε υλιστικά (φυσιοκρατικά) προσπαθώντας να εξηγήσει τον κόσμο. Οι πρώτοι Έλληνες στοχαστές της Φυσιοκρατικής σχολής της Μιλήτου απομυθοποίησαν τον κόσμο δίνοντας εξηγήσεις, θεμελιώνοντας έτσι την πρώτη θεωρητική γνώση. Έκτοτε η φιλοσοφική σκέψη, όταν είναι επιστημονική, τεκμηριώνει το επιστημονικό πείραμα, και η επιστήμη με τη σειρά της επιβεβαιώνει τη θεωρία και τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο ένας δηλαδή συμπληρώνει τον άλλον. Οι Επιστήμες γεννούν τις επιστημονικές έννοιες με το πείραμα ή με την εξήγηση του φαινομένου, και η φιλοσοφία αναλύει σε βάθος τις έννοιες που χρησιμοποιεί η επιστήμη.
Γι’ αυτό πρέπει να γνωρίζουμε ότι η φιλοσοφία και η επιστήμη συνδέονται διαλεκτικά και γι’ αυτό πρέπει να έχουν κυρίως πρακτική αξία.
Ο κόσμος μας είναι υλικός.
Η ύπαρξη αναφέρεται στο «Είναι», το πνεύμα στη «Νόηση», έχοντας πάντα υπ’ όψιν ότι το πνεύμα είναι παράγωγο της ύλης. Η γνώση λοιπόν και η πρακτική, αποτελεί την άμεση απόδειξη ότι ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός και υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς.
Γι’ αυτό αναγκαίο είναι να γνωρίζουμε ότι το Είναι ταυτίζεται με τη Φύση.
Ο κόσμος μας γίνεται γνωστός με τη βοήθεια όχι μόνο των περιορισμένων αισθητηρίων μας, αλλά και μέσω των επιστημονικών οργάνων. Και αυτών που ανακαλύψαμε και εκείνων που θα ανακαλυφτούν στο μέλλον. Γι’ αυτό και η γνώση ή αυτό που σήμερα αναγνωρίζουμε ως αληθές είναι όχι μόνο σχετικό, άλλα και ιστορικά καθορισμένο, και δεν αποκτιέται μόνο με τη μάθηση, αλλά μέσω της πρακτικής γίνεται οργανικό στοιχείο της ανθρώπινης δραστηριότητας!
Αυτός είναι ο λόγος που η γνώση αποκομμένη από την πρακτική γίνεται το πολύ πολύ μια φιλολογία ή καλύτερα μία ανούσια ιδεαλιστική φιλοσοφία.
Ο Ιδεαλισμός βρίσκεται σε μεγαλειώδη αντίφαση με την αντικειμενικότητα του κόσμου μας. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια φλυαρία που μας αλλοτριώνει, παραμορφώνοντας τον κόσμο μας και αντιστρέφοντας τη λογική.
Η φιλοσοφία αναλύει και διατυπώνει τους γενικούς νόμους της κίνησης της ύλης. Η επιστήμη εξιχνιάζει τους νόμους του ειδικού που αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα, την ενότητα του γενικού με το ειδικό, τη θεωρία δηλαδή με την πράξη. Έτσι, η φιλοσοφία ερμηνεύει ολόκληρη την ιστορική πορεία της επιστήμης και μέσα από τη Διαλεκτική καταφέρνει να ξεπεράσει τους φιλοσοφικούς σκοπέλους των επιστημολογικών σφαλμάτων, που συχνά εμφανίζονται στην πορεία για την κατανόηση της φύσης και του κόσμου γενικότερα.
Ο κόσμος μας στην κυριολεξία βρίσκεται σε ένα αέναο γίγνεσθαι.
«Τα πάντα ρει» έλεγε ο Ηράκλειτος. Η φύση διαρκώς αλλάζει. Η μια μορφή της ύλης περνά σε άλλη, συνεχώς κινείται και μετασχηματίζεται.
Τίποτε δεν χάνεται, όπως και τίποτα από το τίποτε δεν γεννιέται. Ακόμα και σήμερα, επιστημονικά, ως αρχή, στηριζόμαστε στη διατήρηση της ενέργειας και φιλοσοφικά, ως αξίωμα, δεχόμαστε την αφθαρσία της ύλης.
Ναι, ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός, η ύλη αυθύπαρκτη και ο χρόνος άπειρος, χωρίς αρχή και τέλος.
Η ζωή, αποτέλεσμα μακροχρόνιων χημικών αντιδράσεων και διαδικασιών της ανόργανης ύλης, κατάφερε να αυτοοργανωθεί σε πολυσύνθετους οργανισμούς, δίνοντας αντίγραφα του εαυτού της.
Πράγματι, η διαλεκτική σχέση του «δυνάμει και του ενεργεία» δείχνουν ότι η ύλη μπορεί να αυτοοργανώνεται όλο και πιο πολύ, σε μία ανεξάντλητη πολυμορφία, που το εξελικτικό της αποτέλεσμα αδυνατούμε και να φανταστούμε.
Γι’ αυτό ακριβώς πιστεύουμε ότι η συνείδηση, ο νους, το πνεύμα δηλαδή, ως δραστηριότητα του εγκεφάλου, είναι παράγωγο της ύλης.
Η ζωή και η συνείδηση, πρέπει να το αντιληφθούμε καλά, δεν προϋποθέτουν κανέναν δημιουργό.
Από τη στιγμή που διαμορφώνονται οι συνθήκες εκείνες που ευνοούν τη ζωή, η ζωή αναπόφευκτα θα εμφανισθεί! Η ζωή, με τη σειρά της, θα επηρεάσει το περιβάλλον, και αυτό με τη σειρά του θα γεννήσει νέες μορφές ζωής.
Μέσω της φυλογένεσης θα εμφανιστούν νέα είδη. Ο ανταγωνισμός θα εξαφανίσει τα περισσότερα, όμως οι νικητές θα επιβιώσουν και θα εξελιχθούν!
Μέσα από τις λίγες αυτές γραμμές θέλω να δείξω ότι η ύλη συνεχώς κινείται. Αυτοοργανώνεται. Εμφανίζονται και εξαφανίζονται ποικίλες μορφές που και αυτές είναι ιστορικά καθορισμένες. Τίποτε δεν γεννήθηκε όπως το ξέρουμε. Τίποτε δεν θα χαθεί χωρίς να προκαλέσει ένα νέο συμβάν.
Το παλιό διαδέχεται το καινούργιο. Ο κόσμος συνεχώς αλλάζει σε ένα αέναο γίγνεσθαι.
Οι νόμοι είναι αυστηροί σαν τα μαθηματικά, όμως κι αυτοί, ως ενδογενής δυνατότητα της ύλης, είναι δημιουργημένοι από την αναγκαιότητα της φύσης.
Έκφραση του τυχαίου και του αναγκαίου είναι ο κόσμος μας και η εξέλιξη μια στιγμή της αέναης νομοτελειακής κίνησης στον κόσμο της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Η εμπειρία δεν είναι πια το μοναδικό και παθητικό περιεχόμενο της συνείδησης, αλλά ο άνθρωπος μπορεί να την αλλάξει παρεμβαίνοντας και με την πρακτική του πάνω στον εξωτερικό του κόσμο (Cern).
Έτσι η αλληλοεπίδραση του κοινωνικού υποκειμένου με τον εξωτερικό κόσμο κάνει τη γνώση να εμπλουτίζεται ακόμα πιο πολύ.
Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι αισθητηριακή εμπειρία και θεωρητική σκέψη είναι δύο απαραίτητα στοιχεία της διαδικασίας της γνώσης που βρίσκονται σε διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ τους!
Γι’ αυτό και η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από υποκειμενικές γνώμες, επιθυμίες και προθέσεις!
Όμως αυτό που λέμε αντικειμενική γνώση δεν είναι ποτέ μια αιώνια αλήθεια που δόθηκε άπαξ και δεν δύναται να αλλάξει. Μια τέτοια άποψη θα μετέτρεπε την κάθε γνώση σε ένα αναλλοίωτο δόγμα.
Τη γνώση την κατακτούμε σταδιακά και διαρκώς με μεγαλύτερη προσέγγιση. Γι’ αυτό κάθε αντικειμενική αλήθεια είναι ταυτόχρονα μία σχετική αλήθεια. Όμως μεταξύ σχετικού και απολύτου υπάρχει μια διαλεκτική αμοιβαία σχέση.
Η ανθρώπινη γνώση μπορεί να πλησιάσει τη βεβαιότητα μόνο μέσα από τη γνώση διαρκώς νέων σχετικών αληθειών. Ο γνωστικός αυτός δρόμος είναι ατέλειωτος. Ποτέ δεν θα υπάρξει οριστικό τέλος με αυτό που κάποιοι αποκαλούν «Απόλυτη αλήθεια», μια γνώση δηλαδή δοσμένη μια για πάντα, γιατί αυτό θα βρισκόταν σε αντίφαση με τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής σκέψης.
Η αλήθεια είναι μία διαδικασία με εσωτερικές αντιθέσεις και συνδέεται με το συνεχές ξεπέρασμα των λαθών του παρελθόντος. Η επιστημονική γνώση δεν είναι σοφία, ούτε βίβλος απόλυτων και ακλόνητων αληθειών, αλλά διαδικασία που διαχωρίζει την αλήθεια από το υποθετικό, το κατά προσέγγιση από το ουσιαστικό και το ακριβέστερο από το γενικό. Η αλήθεια είναι σχετική εφόσον η νόηση αντανακλά το αντικείμενο όχι πλήρως αλλά μέσα στα γνωστά πλαίσια. Συνεχώς όμως θα προωθείται, στο μέτρο που οι άνθρωποι τελειοποιούν τα εργαλεία παραγωγής και τα μέσα που αποκτούν τις γνώσεις τους.
Να γιατί, στη διαλεκτική, λέμε ότι η αλήθεια είναι έννοια ιστορικά καθορισμένη.
«Η αλήθεια δεν είναι προϊόν της σχέσης της νόησης με τον εαυτό της, αλλά της σχέσης της νόησης με τον κόσμο», λέει ο Ευτύχης Μπιτσάκης. «Έτσι η αλήθεια δεν είναι ανάμνηση του κόσμου των ιδεών, δεν είναι αποκάλυψη, δωρεά του Υπέρτατου Νου, δεν εξαρτάται από έμφυτες ιδέες, δεν επιβάλλεται από τη νόηση χάρη σε προεμπειρικούς τύπους και κατηγορίες, δεν είναι πορεία προς την αυτοσυνείδηση. Η αλήθεια είναι συμφωνία της νόησης με την πραγματικότητα και κατακτιέται μέσα από την κοινωνική πράξη ως η θεωρητική της γενίκευση και ως οδηγός της. Γι’ αυτό η αλήθεια είναι ιστορικά καθορισμένη, δηλαδή σχετική και ταυτόχρονα ιστορικά αντικειμενική. Το σχετικό είναι στιγμή του απολύτου. Άρα η σχετικότητα δεν αντιφάσκει με την αντικειμενικότητα, αν και τις δυο τις δούμε ιστορικά» (Ευτύχης Μπιτσάκης «Δρόμοι της Διαλεκτικής» Εκδόσεις Άγρα σελ. 142-143).
Εν κατακλείδι ποιο είναι το κριτήριο της αλήθειας;
Το λογικό κριτήριο της αλήθειας λοιπόν είναι παράγωγο του πρακτικού. Κι αυτό γιατί η πράξη αποδεικνύει, μέσα από την επικύρωση, την αντικειμενικότητα της αλήθειας.
Για να το θυμάστε έχετε στο νου σας αυτό: Δεν μετράνε τα λόγια, οι πράξεις μετράνε!
Να και ένα παράδειγμα: οι χριστιανοί λένε ότι η θρησκεία τους είναι αγάπη!
Είναι μια αληθής πρόταση αυτή;
Μόνο η ιστορία χρειάζεται για να επιβεβαιωθεί ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.
Τώρα, ας πάμε σε ένα πρακτικό ζήτημα που το ζούμε όλοι μας. Πολλές φορές σε συζητήσεις ζωντανά ή στο internet το θέμα «επιστήμη» συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Τότε οι απόψεις των ιδεαλιστών προκαλούν φρίκη. Η άγνοια και ο αγνωστικισμός βγαίνουν στην επιφάνεια. Είναι λυπηρό φαινόμενο στον 21ο αιώνα ακόμα και μορφωμένοι άνθρωποι να εκφράζουν τόσο αρνητικά την άποψή τους για την επιστήμη, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε συστηματοποιημένη θετική γνώση, τη μεθοδολογία που αποτελεί την προοδευτικότερη ανθρώπινη ενέργεια από τότε που σαν λογικά όντα ξεχωρίσαμε από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.
Στους μορφωμένους η αντίδραση αυτή κορυφώνεται σαν αγνωστικισμός και στους αγράμματους σαν αντίδραση που απειλεί τη ζωή, την ηθική και τη θρησκεία!
Στους πρώτους παίρνει τη μορφή του θετικισμού, νεοθετικισμού ή Μαχισμού που φτάνει στα επίπεδα φιλοσοφικής επιδειξίας και πνευματικής αλαζονείας.
Στους δεύτερους δείχνει τον συντηρητισμό και τη διαιώνιση του σκοταδισμού του Μεσαίωνα, σαν αντίδραση στην τεχνολογική επανάσταση και τη δραστηριοποίηση της λογικής. Συχνά τα άτομα αυτά βλέπουν την επιστήμη σαν θρησκεία που απειλεί την πίστη τους.
Όμως εδώ είμαι αναγκασμένος να κάνω μια παρένθεση για να αποφύγω παρεξηγήσεις παρανόησης.
Ο σκεπτικισμός είναι η φιλοσοφία της αμφιβολίας. Αν μέναμε μέχρι εκεί θα ήταν επιθυμητός γιατί μέσω της αμφιβολίας ο άνθρωπος επιχείρησε να βρει την αλήθεια. Όμως ο σκεπτικισμός (Πυρρωνισμός) αμφισβητεί όχι μόνο τη δυνατότητα της γνώσης αλλά και την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει την αλήθεια με τις αισθήσεις, με τη λογική ή και με τα δυο μαζί!
Σ’ αυτό είμαστε κάθετα αντίθετοι και το εξήγησα πιο πάνω γιατί.
Τον σκεπτικισμό τον θεμελίωσε ο Πύρρων (360-270), που καταγόταν από την Ηλεία, αντιτιθέμενος στη διδασκαλία του Δημόκριτου και υποστηρίζοντας την αναξιοπιστία της γνώσης.
Ο Πύρρων πίστευε ότι η γνώση που σχηματίζουμε για τον κόσμο μας είναι υποκειμενική (Υποκειμενικός Ιδεαλισμός). Οι αισθήσεις δεν μας λένε την αλήθεια γιατί ο νους «ποικίλως τρέπεται» όπως έλεγε. Επομένως το κριτήριο θα είναι αγνώριστο, όπως και η αλήθεια! Τίποτα δεν είναι έτσι όπως φαίνεται. Απλά έτσι φαίνεται σε μας. Σε κάποιον άλλον φαίνεται διαφορετικά.
Αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι οι Πυρρωνιστές δεν πίστευαν ότι ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός, ενώ η «ακαταληψία» είναι αυτό που σήμερα θα λέγαμε κατά μια έννοια «Αγνωστικισμό».
Τώρα, ήρθε η ώρα να πούμε δυο λόγια και για τον αγνωστικισμό που έριξε τις ρίζες του στον σκεπτικισμό και είναι φιλοσοφικό εφεύρημα των ημερών μας.
Σαν όρος επινοήθηκε το 1869 από τον Άγγλο φυσιοδίφη Thomas Henry Huxley (1825-1895) προκειμένου να θεμελιώσει τις απόψεις του στα μεταφυσικά και θρησκευτικά ζητήματα, που εκείνη την εποχή δέχονταν το ένα πίσω από το άλλο τα πυρά της επιστημονικής κοινότητας. Όμως οι σημερινοί αγνωστικιστές, ελλείψει ενημέρωσης, τον προέκτειναν και σε μη θρησκευτικά ζητήματα και διαστρεβλώθηκε ακόμα πιο πολύ.
Ο αγνωστικισμός γεννιέται εκεί όπου τα επιχειρήματα καλλιεργούν την αμφιβολία ή αξιώνουν τις αποδείξεις. Ακριβώς εδώ είναι που ο αγνωστικισμός ταυτίζεται με τον σκεπτικισμό του Πύρρωνα και, ακόμα παλαιότερα, του Πρωταγόρα και των πρώτων σοφιστών. Ως φιλοσοφική διδασκαλία δέχεται ότι το ζήτημα της αλήθειας δεν μπορεί να λυθεί οριστικά και απόλυτα, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη γνώση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει και ο άνθρωπος.
Οι αγνωστικιστές υποστηρίζουν την άποψη ότι είμαστε θύματα αυταπάτης και ανίκανοι από τη φύση μας να κατανοήσουμε ακόμα και τους φυσικούς νόμους επαρκώς. Έτσι αφήνουν πεδίο ανοιχτό για να αντιμετωπιστούν το ίδιο σοβαρά οι πιο απίθανες και παράλογες απόψεις, τις οποίες συναντά κανείς όταν καταπιάνεται να φιλοσοφήσει για υπαρξιακά ζητήματα, για τον θεό, τη δημιουργία του σύμπαντος και τις νέες επιστημονικές θεωρίες, όπως για παράδειγμα αυτές της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, για να μην αναφέρουμε κι άλλες που βρίσκονται στα σπάργανα (πεδίου, χορδές).
Σύμφωνα με όλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι συνεπής με τον αγνωστικισμό ήταν η φιλοσοφία του Χιούμ η οποία αδυνατούσε να κρίνει τη σχέση ανάμεσα στην εμπειρία και την πραγματικότητα.
Αυτό όμως είναι πολύ κακό, ιδιαίτερα για μας που γνωρίσαμε το μεγαλείο του Διαλεκτικού Υλισμού και είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στη γνώση και την πραγματικότητα, ανάμεσα στο ιδεατό και το είναι. Να όμως γιατί είναι ως επί το πλείστον κακός ο αγνωστικισμός:
Θέτοντας ένα σύνορο ανάμεσα στη γνώση και την πραγματικότητα είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση. Συνεπώς, ο άνθρωπος, μη κατανοώντας τη φύση, δεν μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο του και φυσικά αδυνατεί να τον αλλάξει. Ματαιοπονεί όταν δέχεται ότι τίποτα δεν είναι σωστό και γι’ αυτό δεν πρέπει να στηρίζεται στα συμπεράσματά του, γιατί πιθανότατα κάνει λάθος. Δεν μπορεί δηλαδή να είναι απόλυτα σίγουρος!
Οι αγνωστικιστές ισχυρίζονται ότι οι πληροφορίες μας για τον αντικειμενικό κόσμο, δηλαδή για τα αντικείμενα και τα φαινόμενά του, δεν μπορούν να ελεγχθούν με εγκυρότητα και γι’ αυτό η γνώση μας επ’ αυτών δεν μπορεί να είναι απόλυτη, αφού αυτή συνεχώς αλλάζει.
Εδώ οι αγνωστικιστές προφανώς αγνοούν τη διαλεκτική που δέχεται ότι η αντικειμενική αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη. Αγνοούν πως μεταξύ του σχετικού και του απολύτου υπάρχει μια διαλεκτική αμοιβαία σχέση. Αγνοούν ότι η αντικειμενική αλήθεια είναι ταυτόχρονα μια σχετική αλήθεια! Και κυρίως αγνοούν ότι ένα σύστημα γνώσης της φύσης, συμπληρωμένο μια για πάντα, βρίσκεται σε αντίφαση με τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής σκέψης.
Ο αγνωστικισμός λοιπόν περιορίζει τη δυνατότητα της ανθρώπινης γνώσης και μας αφοπλίζει, καταδικάζοντάς μας στην παθητικότητα, αφήνοντας παράλληλα τόπο στην πίστη και στο υπερφυσικό. Μέσα από αυτά τα επινοήματα, ο αγνωστικιστής προσπαθεί να βρει εξηγήσεις προκειμένου να γεμίσει τα κενά. Αναγκαστικά, επίσης, θεωρεί τον θεό άφατο και μη μπορώντας να αποδείξει ή να διαψεύσει το δόγμα αφήνει χαραμάδες στον ιδεαλισμό, απ’ όπου περνούν οι πιο αντιδραστικές και αντιεπιστημονικές ιδέες. Στη θέση όπου υπάρχει το άγνωστο, ο ιδεαλισμός κυριαρχεί. Στη θέση της γνώσης μπαίνει η πίστη και η δεισιδαιμονία.
Έτσι ο αγνωστικιστής, στην αντιπαράθεση του υλιστή με τον ιδεαλιστή, συχνά θα ταχθεί με τον ιδεαλιστή, δίνοντας λαβή στην πίστη ακόμα και όταν ο ίδιος δεν το επιθυμεί.
Ο αγνωστικιστής, μη μπορώντας να κατασταλάξει ποια θρησκεία είναι καλύτερη, γίνεται άθρησκος, αλλά ρέπει προς τον ιδεαλισμό, αφού δεν μπορεί να απορρίψει τον θεό, και στη θέση του κενού θα επιτρέψει στον ιδεαλιστή να στηρίξει την ιδεολογία του.
Οι σκεπτικιστές λοιπόν, οι αγνωστικιστές και οι άθρησκοι δεν μπορούν να λέγονται άθεοι αφού μη μπορώντας να αποδείξουν τη μη ύπαρξη του θεού, αφήνουν ένα ερωτηματικό να πλανάται. Ο υλιστής άθεος δεν περιμένει καμιά τέτοια απόδειξη, αφού η ιδέα του θεού δεν ανήκει στην αντικειμενική πραγματικότητα, και ως υποκειμενική οντότητα (ιδέα) χωρίς την ύπαρξη του νου και του εγκεφάλου, ο θεός είναι ανύπαρκτος. Επίσης, όταν ο αγνωστικιστής θέτει σαν πλαίσιο αναφοράς την τέλεια γνώση (εγκυρότητα της γνώσης) για να πειστεί ότι δεν πλανάται, ουδέποτε θα φτάσει στην αλήθεια, θέτοντας όρια στη γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ουδέποτε θα κατανοήσει ότι η ανθρώπινη γνώση μέρα με τη μέρα αυξάνεται κατακτώντας τη φύση, και όσο την κατανοεί ανοίγεται η δυνατότητα να την αλλάξει προς το συμφέρον του.
Συμπέρασμα: οι σκεπτικιστές, οι αγνωστικιστές και οι άθρησκοι στερούνται υλιστικής διαλεκτικής αντίληψης και, δεμένοι στο άρμα του μηχανιστικού υλισμού, κατά κάποιον τρόπο ταυτίζονται με τον ιδεαλισμό (υποκειμενικό και αντικειμενικό).
«Δογματισμός και σκεπτικισμός είναι και οι δυο, από μια άποψη, απόλυτες φιλοσοφίες» έλεγε ο Μπέρτραντ Ράσσελ στα «αντιδημοφιλή δοκίμιά» του. «Ο οπαδός του πρώτου είναι βέβαιος ότι γνωρίζει και ο οπαδός του δεύτερου ότι δεν γνωρίζει. Εκείνο ακριβώς που πρέπει να εξαλείψει η φιλοσοφία είναι η βεβαιότητα, η βεβαιότητα είτε της γνώσης είτε της άγνοιας».
Κλείνω την παρένθεση και συνεχίζω με την επιστήμη.
Η επιστήμη, στη σφαίρα της πιο προοδευτικής ανθρώπινης δραστηριότητας, μοναδικό στόχο έχει να επεξεργάζεται και να συστηματοποιεί συσσωρευτικά τη γνώση που αποκτά απ’ αυτό που αποκαλούμε αντικειμενική πραγματικότητα. Η επιστήμη δραστηριοποιείται όλο και περισσότερο στην απόκτηση νέων γνώσεων, επιβεβαιώνοντας ή διαψεύδοντας την παλιά εμπειρία και συσσωρεύοντας το σύνολο της γνώσης που μέχρι εκείνη τη στιγμή αποκτήθηκε, συγκροτώντας αυτό που ονομάζουμε επιστημονική εικόνα του κόσμου. Ακριβώς αυτό είναι που την καθιστά σχετική, συσσωρευτική και αντίθετη με κάθε απόλυτη ιδέα που αναπόφευκτα οδηγεί, ή οδηγείται, από τον ιδεαλισμό, το ψέμα και την αμάθεια.
Με την ευρύτερη έννοια λοιπόν, η επιστήμη αντανακλά την πραγματικότητα αφού ανακαλύπτοντας, περιγράφοντας και ερμηνεύοντας τη φύση και τα φαινόμενά της είναι η μόνη αρμόδια να αποφανθεί γι’ αυτήν.
Να γιατί μόνον η επιστήμη μπορεί να ερμηνεύσει και να περιγράψει σωστά τον κόσμο και τα φαινόμενα του· επειδή κάθε πραγματικό γεγονός μόνον αυτή μπορεί να εξηγήσει. Διαλεκτικά, αναγνωρίζοντας την αλληλουχία της ύλης με τα φαινόμενά της, και πειραματικά, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία με την πράξη.
Σαν κλάδος της ανθρώπινης γνώσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την πρακτική που αναπτύσσει ο άνθρωπος προκειμένου να κατακτήσει τη φύση και να καλυτερέψει τη ζωή του. Παράλληλα στο επίπεδο της γνώσης και της πρακτικής προκαλεί αέναα επαναστάσεις, και σε άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας διευρύνει όλο και περισσότερο την οπτική της για τον κόσμο.
Ας κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν για να αντιληφθούμε το κοπιαστικό της ταξίδι στον χρόνο ή με λίγα λόγια να δούμε από πού αρχίσαμε, πού φτάσαμε και προς τα πού οδεύουμε.
Όλα αρχίζουν από τη στιγμή που ο άνθρωπος κατάφερε να βρει απαντήσεις ρωτώντας κατευθείαν τη φύση, φιλοσοφώντας υλιστικά.
Μέχρι την εμφάνιση του χριστιανισμού ο κόσμος προόδευε κάνοντας άλματα.
Μετά —όλοι μπορούν να το πουν αυτό— τα πάντα επιβραδύνθηκαν. Ακόμα κι εκεί που θα μπορούσαν να προχωρήσουν γοργότερα, ο χριστιανικός σκοταδισμός καταδίωξε με μανία τους καινοτόμους, θεωρώντας τους μάγους και ανθρώπους του διαβόλου.
Μετά έρχεται ο Ουμανισμός.
Η τυπογραφική ανακάλυψη από τον Γουτεμβέργιο ήταν η αρχή. Τα πρώτα φιλοσοφικά εγχειρίδια των Ελλήνων υλιστών κυκλοφορούν και η γνώση απλώνεται.
Για πρώτη φορά από την αρχαιότητα ο Κέπλερ περιγράφει τις ουράνιες κινήσεις με γεωμετρικούς όρους που τις αποδίδει σε φυσικά αίτια.
Ο Νεύτων προσγείωσε τη φυσική θεωρία στην ανάγκη της παρατήρησης και του πειράματος. Ο νόμος της αδράνειας, της επιτάχυνσης, της αμοιβαίας δράσης και αντίδρασης και τέλος ο νόμος της παγκόσμιας έλξης, απογείωσαν τις φυσικές επιστήμες, εκτοπίζοντας ακόμα πιο πολύ τον θεό ή κρατώντας τον μόνο για διακοσμητικό σκοπό μέχρι που ο διαλεκτικός υλισμός, αργότερα, θα τον καθαιρέσει κι από κει μια για πάντα!
Η περίοδος του Διαφωτισμού οργανώνει επαναστάσεις. Οι πνευματικοί στοχαστές πρωτοστατούν ενάντια στο δόγμα της εκκλησίας και οι πρώτοι εγκυκλοπαιδιστές είναι άθεοι καραμπινάτοι (Ντιντερό, Αλεμπέρτ, Χόλμπαχ). Αμέσως μετά εμφανίζονται φιλόσοφοι ολκής (Μπελ, Φόιερμπαχ, Μαρξ, Ένγκελς) που θεμελιώνοντας τη διαλεκτική και απορρίπτοντας τη μεταφυσική θεώρηση θα κάνουν την υλιστική φιλοσοφία αναγκαιότητα για τις φυσικές επιστήμες και το χρηστικότερο μέσο για τη διερεύνησή της.
Μπορεί κοινωνικά ο λαός να βρισκόταν πέριξ του «βασιλείου των ζώων» και μακριά ακόμα από το «βασίλειο της ελευθερίας» που ονειρευόταν ο Μπακούνιν, όμως επιστημονικά, κάποιοι άνθρωποι την επανάστασή τους την είχαν κάνει .
Η επανάσταση στα μαθηματικά με τον Λαπλάς, στη χημεία με τον Λαβουαζιέ και με μια πλειάδα φυσικών, όπως των Φάραντεϊ, Βέμπερ, Μάξγουελ και Μεντελέγιεβ, μαζί με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου έδωσαν νέα ώθηση και γι’ αυτό δίκαια χαρακτηρίζεται ο 19ος αιώνας ο γονιμότερος και ο πιο σημαντικός αιώνας της ιστορίας της επιστήμης.
Ο 20ος αιώνας εγκαινιάζεται με τη θεωρία της Σχετικότητας (Αϊνστάιν) και η κβαντομηχανική στη συνέχεια έκανε τέτοια άλματα που άλλαξαν τη ζωή μας και την έκαναν αγνώριστη.
Στο σημείο αυτό, το επίπεδο της γνώσης και της πρακτικής προκαλεί αέναα επαναστάσεις σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, εκτινάσσοντας την πρόοδο της ανθρωπότητας σε δυσθεώρητα ύψη. Ο δρόμος τώρα είναι ανοιχτός διευρύνοντας όλο και πιο πολύ την οπτική μας για τον κόσμο και τις δυνατότητές μας σαν όντα ενός μικρού πλανήτη μέσα στο αχανές Σύμπαν.
Ο άνθρωπος συνειδητοποίησε τη μικρότητά του, αλλά και το μεγαλείο του σε σχέση με τις δυνατότητες που ανοίγονταν μπροστά του.
Γι’ αυτό λοιπόν η επιστήμη πρέπει να αξιολογείται με κριτήριο τη χρηστική της αξία.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της επιστήμης είναι τόσο μεγάλος και οι γνώσεις που προστίθενται τόσο πολλές, που αδυνατούμε να τις εντάξουμε στα δεδομένα του χθες και να εκμεταλλευτούμε τις νέες δυνατότητες που ανοίγονται για το αύριο.
Όμως, όταν ο άνθρωπος είναι δογματικός, δένεται με το παλιό και αντιστέκεται στο νέο, και μαζί με τις ιδέες του απολυτοποιεί και την επιστήμη σαν να ήταν θρησκεία. Ζητά απαντήσεις για όλα και όταν δεν μπορεί να δώσει απάντηση γεμίζει τα κενά με ιδεαλιστικές ανοησίες.
Απόλυτος σε όλα, αναζητεί την τελειότητα που μόνο στη σφαίρα της ιδεατής πραγματικότητας μπορεί να βρει, ή μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να πολεμήσει το νέο σε πείσμα των παλιών του απόψεων που δεν μπορεί να αποχωριστεί!
Η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη ώθησαν την πρόοδο της ανθρωπότητας με εκθετική ορμή προς τα πάνω. Όμως οι θιασώτες της οπισθοδρόμησης αναφέρονται με ρομαντισμό στα ατυχή συμβάντα, στα λάθη ή και στους εσκεμμένους χειρισμούς, που στόχο έχουν τον ανταγωνισμό και την απληστία των λίγων ενάντια στους πολλούς, θέμα για το οποίο κακώς ενοχοποιούν την επιστήμη. Γι’ αυτή την καταστροφική μανία του άπληστου ανθρώπου δεν ευθύνεται η επιστήμη, αλλά η ηθική και η πολιτική που το κοινωνικό μας σύστημα εδώ και αιώνες με αδικία επέβαλλε μαζί με την Εκκλησία, η οποία πότε σαν ουραγός και πότε σαν εξουσία συμμαχούσε και το κάλυπτε!
Ένας λογικός άνθρωπος ποτέ δεν θα εναντιωνόταν στην ασπιρίνη που η Bayer παρασκεύασε, επειδή κάποιος κατάπιε όλο το κουτί μαζί. Ποτέ δεν εναντιώθηκε στο μαχαίρι επειδή ο απρόσεκτος, που το έπιασε για να κόψει ψωμί, κόπηκε, αλλά ούτε και όταν κάποιος το χρησιμοποίησε σαν φονικό όπλο, εμείς καταδικάσαμε τον κατασκευαστή.
Ας απαλλάξουμε τη συνείδησή μας από τέτοιους γελοίους αναγωγισμούς που οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα και ύπουλα απομακρύνουν τον αδαή από την αλήθεια. Η επιστήμη δεν είναι θρησκεία και κάθε συσχετισμός με αυτήν πρέπει να απομονώνεται γιατί υπηρετεί πανάθλιους και σκοτεινούς σκοπούς.
Η ιστορία των επιστημών, σταθερά προσηλωμένη στην κατάκτηση της φύσης, ξεκαθαρίζει το τοπίο απ’ την ανοησία που βάναυσα έχει υποταγμένο τον νου των αφελών..
Αντίθετα, μέσα από την επιστήμη ο άνθρωπος αλλάζει τη ζωή του. Την κάνει όλο και λιγότερο μαρτυρική αναγνωρίζοντας στις δυνατότητές του το μέλλον στο οποίο εμπιστεύεται τα παιδιά του!
Ο Επίκουρος τόνιζε ότι, ανάμεσα στους συνομιλητές, για κάθε λέξη πρέπει να αποδίδουμε την ίδια έννοια, διαφορετικά δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε.
Δεν είχε άδικο. Οι περισσότερες παρανοήσεις γίνονται επειδή δεν τηρούμε αυτό τον κανόνα, ακόμα κι όταν λέμε τα ίδια πράγματα και διαφορετικά τα εννοούμε ή εννοούμε τα ίδια και με διαφορετικές λέξεις τα αποδίδουμε.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «σοφία» που αναφέραμε πιο πάνω. Κάποιοι θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη λέξη «σοφία» με την «αλήθεια» δηλώνοντας ότι φιλοσοφία είναι η αγάπη, η αναζήτηση δηλαδή της αλήθειας. Όμως τι είναι αλήθεια; Σίγουρα και εδώ έχουμε μια σχετική έννοια. Διαφορετικά αντιλαμβάνεται ο καθένας την αλήθεια —ή μήπως έχω άδικο;
Η γνώμη του καθένα είναι διαφορετική και σύμφωνη με τον τρόπο που σκέπτεται, τη σχολή δηλαδή που ακολουθεί, βλέπει το ίδιο πράγμα από διαφορετική γωνία και η επικοινωνία μας γίνεται πολλές φορές δύσκολη υπόθεση.
Η απόλυτη γνώμη! Η γνώμη που στο χρόνο παραμένει πάντα ίδια. Είναι αναχρονιστική και ξεπερασμένη, γι’ αυτό ακριβώς είναι και αυθαίρετη!
Η αλήθεια είναι ζωντανή και γι’ αυτό είναι σχετική και ιστορικά καθορισμένη. Κάθε μέρα εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία, με νέες αναλύσεις, από τον δάσκαλο στον μαθητή, και μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πληρέστερη, αποβάλλοντας κάτι που θεωρήθηκε λανθασμένο στο παρελθόν ή εισάγοντας νέα στοιχεία εμπλουτίζοντας το περιεχόμενό της στο διηνεκές.
Ας δώσουμε και έναν ορισμό για την έννοια: Σαν σκέψη, είναι το ανώτερο προϊόν της εγκεφαλικής δραστηριότητας που αντανακλά γενικευμένα τα αντικείμενα και τα φαινόμενα της πραγματικότητας. Μέσω των εννοιών λοιπόν, σκεπτόμενοι, απεικονίζουμε γραπτά ή σε γλωσσική μορφή την πραγματικότητα του κόσμου, και αυτό ακριβώς είναι που σηματοδοτεί την ακριβολογία των εννοιών.
Τελικά, αυτός ο διαλογισμός πιο πάνω μού φαίνεται βοηθάει, προκειμένου να αντιληφθούμε, μέσω της σοφίας και της αλήθειας, της αίρεσης και του δόγματος, της γνώμης και της γνώσης, τι είναι φιλοσοφία.
Πολλοί νομίζουν ότι η φιλοσοφία είναι οι όμορφες φράσεις, όπως «αγάπη σημαίνει να μην αναγκαστείς να ζητήσεις ποτέ συγνώμη» ή «τα δάκρυα είναι σαν τα διαμάντια, γι’ αυτό μην τα χαρίζεις σε όσους δεν τ’ αξίζουν».
Όχι!
Η φιλοσοφία είναι άλλο πράγμα.
Τώρα μπορούμε, νομίζω, να δώσουμε έναν γενικό ορισμό «τι εννοούμε φιλοσοφία» χωρίς να παρεκκλίνουμε εννοιολογικά από εκείνους που πρώτοι προσπάθησαν να πάρουν απαντήσεις όχι ρωτώντας το Ιερατείο, ως έκαναν οι ποιητές των μύθων, αλλά από τη φύση την ίδια, περνώντας ομαλά από τον μύθο στον λόγο και τη σοφία της φύσης, του όλου δηλαδή, αυτού που λέμε αντικειμενική πραγματικότητα.
Φιλοσοφία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να ανακαλύψει την αλήθεια των όντων (αυτών που υπάρχουν δηλαδή) και των φαινομένων της πραγματικότητας. Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι η επιστήμη είναι εκείνη που μελετά το σύνολο των φαινομένων της ύλης σε σχέση με την κίνηση και τις διάφορες μορφές των μετατροπών της.
Ανάμεσα στους δυο αυτούς ορισμούς φαίνεται μία ουσιαστική σύνδεση όπου η επιστήμη και η φιλοσοφία συνδέονται, γιατί η μια στηρίζει την άλλη. Αν ανάμεσα στις δύο χαθεί αυτή η σχέση τότε σημαίνει ότι η μια από τις δυο διατυπώνεται λανθασμένα. Η φιλοσοφία που μπορεί αυτό να το κάνει καλύτερα, είναι ο Διαλεκτικός Υλισμός.
Από την αρχαιότητα, όταν ο άνθρωπος αποφάσισε να φιλοσοφήσει, φιλοσόφησε υλιστικά (φυσιοκρατικά) προσπαθώντας να εξηγήσει τον κόσμο. Οι πρώτοι Έλληνες στοχαστές της Φυσιοκρατικής σχολής της Μιλήτου απομυθοποίησαν τον κόσμο δίνοντας εξηγήσεις, θεμελιώνοντας έτσι την πρώτη θεωρητική γνώση. Έκτοτε η φιλοσοφική σκέψη, όταν είναι επιστημονική, τεκμηριώνει το επιστημονικό πείραμα, και η επιστήμη με τη σειρά της επιβεβαιώνει τη θεωρία και τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο ένας δηλαδή συμπληρώνει τον άλλον. Οι Επιστήμες γεννούν τις επιστημονικές έννοιες με το πείραμα ή με την εξήγηση του φαινομένου, και η φιλοσοφία αναλύει σε βάθος τις έννοιες που χρησιμοποιεί η επιστήμη.
Γι’ αυτό πρέπει να γνωρίζουμε ότι η φιλοσοφία και η επιστήμη συνδέονται διαλεκτικά και γι’ αυτό πρέπει να έχουν κυρίως πρακτική αξία.
Ο κόσμος μας είναι υλικός.
Η ύπαρξη αναφέρεται στο «Είναι», το πνεύμα στη «Νόηση», έχοντας πάντα υπ’ όψιν ότι το πνεύμα είναι παράγωγο της ύλης. Η γνώση λοιπόν και η πρακτική, αποτελεί την άμεση απόδειξη ότι ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός και υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς.
Γι’ αυτό αναγκαίο είναι να γνωρίζουμε ότι το Είναι ταυτίζεται με τη Φύση.
Ο κόσμος μας γίνεται γνωστός με τη βοήθεια όχι μόνο των περιορισμένων αισθητηρίων μας, αλλά και μέσω των επιστημονικών οργάνων. Και αυτών που ανακαλύψαμε και εκείνων που θα ανακαλυφτούν στο μέλλον. Γι’ αυτό και η γνώση ή αυτό που σήμερα αναγνωρίζουμε ως αληθές είναι όχι μόνο σχετικό, άλλα και ιστορικά καθορισμένο, και δεν αποκτιέται μόνο με τη μάθηση, αλλά μέσω της πρακτικής γίνεται οργανικό στοιχείο της ανθρώπινης δραστηριότητας!
Αυτός είναι ο λόγος που η γνώση αποκομμένη από την πρακτική γίνεται το πολύ πολύ μια φιλολογία ή καλύτερα μία ανούσια ιδεαλιστική φιλοσοφία.
Ο Ιδεαλισμός βρίσκεται σε μεγαλειώδη αντίφαση με την αντικειμενικότητα του κόσμου μας. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια φλυαρία που μας αλλοτριώνει, παραμορφώνοντας τον κόσμο μας και αντιστρέφοντας τη λογική.
Η φιλοσοφία αναλύει και διατυπώνει τους γενικούς νόμους της κίνησης της ύλης. Η επιστήμη εξιχνιάζει τους νόμους του ειδικού που αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα, την ενότητα του γενικού με το ειδικό, τη θεωρία δηλαδή με την πράξη. Έτσι, η φιλοσοφία ερμηνεύει ολόκληρη την ιστορική πορεία της επιστήμης και μέσα από τη Διαλεκτική καταφέρνει να ξεπεράσει τους φιλοσοφικούς σκοπέλους των επιστημολογικών σφαλμάτων, που συχνά εμφανίζονται στην πορεία για την κατανόηση της φύσης και του κόσμου γενικότερα.
Ο κόσμος μας στην κυριολεξία βρίσκεται σε ένα αέναο γίγνεσθαι.
«Τα πάντα ρει» έλεγε ο Ηράκλειτος. Η φύση διαρκώς αλλάζει. Η μια μορφή της ύλης περνά σε άλλη, συνεχώς κινείται και μετασχηματίζεται.
Τίποτε δεν χάνεται, όπως και τίποτα από το τίποτε δεν γεννιέται. Ακόμα και σήμερα, επιστημονικά, ως αρχή, στηριζόμαστε στη διατήρηση της ενέργειας και φιλοσοφικά, ως αξίωμα, δεχόμαστε την αφθαρσία της ύλης.
Ναι, ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός, η ύλη αυθύπαρκτη και ο χρόνος άπειρος, χωρίς αρχή και τέλος.
Η ζωή, αποτέλεσμα μακροχρόνιων χημικών αντιδράσεων και διαδικασιών της ανόργανης ύλης, κατάφερε να αυτοοργανωθεί σε πολυσύνθετους οργανισμούς, δίνοντας αντίγραφα του εαυτού της.
Πράγματι, η διαλεκτική σχέση του «δυνάμει και του ενεργεία» δείχνουν ότι η ύλη μπορεί να αυτοοργανώνεται όλο και πιο πολύ, σε μία ανεξάντλητη πολυμορφία, που το εξελικτικό της αποτέλεσμα αδυνατούμε και να φανταστούμε.
Γι’ αυτό ακριβώς πιστεύουμε ότι η συνείδηση, ο νους, το πνεύμα δηλαδή, ως δραστηριότητα του εγκεφάλου, είναι παράγωγο της ύλης.
Η ζωή και η συνείδηση, πρέπει να το αντιληφθούμε καλά, δεν προϋποθέτουν κανέναν δημιουργό.
Από τη στιγμή που διαμορφώνονται οι συνθήκες εκείνες που ευνοούν τη ζωή, η ζωή αναπόφευκτα θα εμφανισθεί! Η ζωή, με τη σειρά της, θα επηρεάσει το περιβάλλον, και αυτό με τη σειρά του θα γεννήσει νέες μορφές ζωής.
Μέσω της φυλογένεσης θα εμφανιστούν νέα είδη. Ο ανταγωνισμός θα εξαφανίσει τα περισσότερα, όμως οι νικητές θα επιβιώσουν και θα εξελιχθούν!
Μέσα από τις λίγες αυτές γραμμές θέλω να δείξω ότι η ύλη συνεχώς κινείται. Αυτοοργανώνεται. Εμφανίζονται και εξαφανίζονται ποικίλες μορφές που και αυτές είναι ιστορικά καθορισμένες. Τίποτε δεν γεννήθηκε όπως το ξέρουμε. Τίποτε δεν θα χαθεί χωρίς να προκαλέσει ένα νέο συμβάν.
Το παλιό διαδέχεται το καινούργιο. Ο κόσμος συνεχώς αλλάζει σε ένα αέναο γίγνεσθαι.
Οι νόμοι είναι αυστηροί σαν τα μαθηματικά, όμως κι αυτοί, ως ενδογενής δυνατότητα της ύλης, είναι δημιουργημένοι από την αναγκαιότητα της φύσης.
Έκφραση του τυχαίου και του αναγκαίου είναι ο κόσμος μας και η εξέλιξη μια στιγμή της αέναης νομοτελειακής κίνησης στον κόσμο της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Η εμπειρία δεν είναι πια το μοναδικό και παθητικό περιεχόμενο της συνείδησης, αλλά ο άνθρωπος μπορεί να την αλλάξει παρεμβαίνοντας και με την πρακτική του πάνω στον εξωτερικό του κόσμο (Cern).
Έτσι η αλληλοεπίδραση του κοινωνικού υποκειμένου με τον εξωτερικό κόσμο κάνει τη γνώση να εμπλουτίζεται ακόμα πιο πολύ.
Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι αισθητηριακή εμπειρία και θεωρητική σκέψη είναι δύο απαραίτητα στοιχεία της διαδικασίας της γνώσης που βρίσκονται σε διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ τους!
Γι’ αυτό και η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από υποκειμενικές γνώμες, επιθυμίες και προθέσεις!
Όμως αυτό που λέμε αντικειμενική γνώση δεν είναι ποτέ μια αιώνια αλήθεια που δόθηκε άπαξ και δεν δύναται να αλλάξει. Μια τέτοια άποψη θα μετέτρεπε την κάθε γνώση σε ένα αναλλοίωτο δόγμα.
Τη γνώση την κατακτούμε σταδιακά και διαρκώς με μεγαλύτερη προσέγγιση. Γι’ αυτό κάθε αντικειμενική αλήθεια είναι ταυτόχρονα μία σχετική αλήθεια. Όμως μεταξύ σχετικού και απολύτου υπάρχει μια διαλεκτική αμοιβαία σχέση.
Η ανθρώπινη γνώση μπορεί να πλησιάσει τη βεβαιότητα μόνο μέσα από τη γνώση διαρκώς νέων σχετικών αληθειών. Ο γνωστικός αυτός δρόμος είναι ατέλειωτος. Ποτέ δεν θα υπάρξει οριστικό τέλος με αυτό που κάποιοι αποκαλούν «Απόλυτη αλήθεια», μια γνώση δηλαδή δοσμένη μια για πάντα, γιατί αυτό θα βρισκόταν σε αντίφαση με τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής σκέψης.
Η αλήθεια είναι μία διαδικασία με εσωτερικές αντιθέσεις και συνδέεται με το συνεχές ξεπέρασμα των λαθών του παρελθόντος. Η επιστημονική γνώση δεν είναι σοφία, ούτε βίβλος απόλυτων και ακλόνητων αληθειών, αλλά διαδικασία που διαχωρίζει την αλήθεια από το υποθετικό, το κατά προσέγγιση από το ουσιαστικό και το ακριβέστερο από το γενικό. Η αλήθεια είναι σχετική εφόσον η νόηση αντανακλά το αντικείμενο όχι πλήρως αλλά μέσα στα γνωστά πλαίσια. Συνεχώς όμως θα προωθείται, στο μέτρο που οι άνθρωποι τελειοποιούν τα εργαλεία παραγωγής και τα μέσα που αποκτούν τις γνώσεις τους.
Να γιατί, στη διαλεκτική, λέμε ότι η αλήθεια είναι έννοια ιστορικά καθορισμένη.
«Η αλήθεια δεν είναι προϊόν της σχέσης της νόησης με τον εαυτό της, αλλά της σχέσης της νόησης με τον κόσμο», λέει ο Ευτύχης Μπιτσάκης. «Έτσι η αλήθεια δεν είναι ανάμνηση του κόσμου των ιδεών, δεν είναι αποκάλυψη, δωρεά του Υπέρτατου Νου, δεν εξαρτάται από έμφυτες ιδέες, δεν επιβάλλεται από τη νόηση χάρη σε προεμπειρικούς τύπους και κατηγορίες, δεν είναι πορεία προς την αυτοσυνείδηση. Η αλήθεια είναι συμφωνία της νόησης με την πραγματικότητα και κατακτιέται μέσα από την κοινωνική πράξη ως η θεωρητική της γενίκευση και ως οδηγός της. Γι’ αυτό η αλήθεια είναι ιστορικά καθορισμένη, δηλαδή σχετική και ταυτόχρονα ιστορικά αντικειμενική. Το σχετικό είναι στιγμή του απολύτου. Άρα η σχετικότητα δεν αντιφάσκει με την αντικειμενικότητα, αν και τις δυο τις δούμε ιστορικά» (Ευτύχης Μπιτσάκης «Δρόμοι της Διαλεκτικής» Εκδόσεις Άγρα σελ. 142-143).
Εν κατακλείδι ποιο είναι το κριτήριο της αλήθειας;
Το λογικό κριτήριο της αλήθειας λοιπόν είναι παράγωγο του πρακτικού. Κι αυτό γιατί η πράξη αποδεικνύει, μέσα από την επικύρωση, την αντικειμενικότητα της αλήθειας.
Για να το θυμάστε έχετε στο νου σας αυτό: Δεν μετράνε τα λόγια, οι πράξεις μετράνε!
Να και ένα παράδειγμα: οι χριστιανοί λένε ότι η θρησκεία τους είναι αγάπη!
Είναι μια αληθής πρόταση αυτή;
Μόνο η ιστορία χρειάζεται για να επιβεβαιωθεί ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.
Τώρα, ας πάμε σε ένα πρακτικό ζήτημα που το ζούμε όλοι μας. Πολλές φορές σε συζητήσεις ζωντανά ή στο internet το θέμα «επιστήμη» συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Τότε οι απόψεις των ιδεαλιστών προκαλούν φρίκη. Η άγνοια και ο αγνωστικισμός βγαίνουν στην επιφάνεια. Είναι λυπηρό φαινόμενο στον 21ο αιώνα ακόμα και μορφωμένοι άνθρωποι να εκφράζουν τόσο αρνητικά την άποψή τους για την επιστήμη, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε συστηματοποιημένη θετική γνώση, τη μεθοδολογία που αποτελεί την προοδευτικότερη ανθρώπινη ενέργεια από τότε που σαν λογικά όντα ξεχωρίσαμε από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.
Στους μορφωμένους η αντίδραση αυτή κορυφώνεται σαν αγνωστικισμός και στους αγράμματους σαν αντίδραση που απειλεί τη ζωή, την ηθική και τη θρησκεία!
Στους πρώτους παίρνει τη μορφή του θετικισμού, νεοθετικισμού ή Μαχισμού που φτάνει στα επίπεδα φιλοσοφικής επιδειξίας και πνευματικής αλαζονείας.
Στους δεύτερους δείχνει τον συντηρητισμό και τη διαιώνιση του σκοταδισμού του Μεσαίωνα, σαν αντίδραση στην τεχνολογική επανάσταση και τη δραστηριοποίηση της λογικής. Συχνά τα άτομα αυτά βλέπουν την επιστήμη σαν θρησκεία που απειλεί την πίστη τους.
Όμως εδώ είμαι αναγκασμένος να κάνω μια παρένθεση για να αποφύγω παρεξηγήσεις παρανόησης.
Ο σκεπτικισμός είναι η φιλοσοφία της αμφιβολίας. Αν μέναμε μέχρι εκεί θα ήταν επιθυμητός γιατί μέσω της αμφιβολίας ο άνθρωπος επιχείρησε να βρει την αλήθεια. Όμως ο σκεπτικισμός (Πυρρωνισμός) αμφισβητεί όχι μόνο τη δυνατότητα της γνώσης αλλά και την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει την αλήθεια με τις αισθήσεις, με τη λογική ή και με τα δυο μαζί!
Σ’ αυτό είμαστε κάθετα αντίθετοι και το εξήγησα πιο πάνω γιατί.
Τον σκεπτικισμό τον θεμελίωσε ο Πύρρων (360-270), που καταγόταν από την Ηλεία, αντιτιθέμενος στη διδασκαλία του Δημόκριτου και υποστηρίζοντας την αναξιοπιστία της γνώσης.
Ο Πύρρων πίστευε ότι η γνώση που σχηματίζουμε για τον κόσμο μας είναι υποκειμενική (Υποκειμενικός Ιδεαλισμός). Οι αισθήσεις δεν μας λένε την αλήθεια γιατί ο νους «ποικίλως τρέπεται» όπως έλεγε. Επομένως το κριτήριο θα είναι αγνώριστο, όπως και η αλήθεια! Τίποτα δεν είναι έτσι όπως φαίνεται. Απλά έτσι φαίνεται σε μας. Σε κάποιον άλλον φαίνεται διαφορετικά.
Αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι οι Πυρρωνιστές δεν πίστευαν ότι ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός, ενώ η «ακαταληψία» είναι αυτό που σήμερα θα λέγαμε κατά μια έννοια «Αγνωστικισμό».
Τώρα, ήρθε η ώρα να πούμε δυο λόγια και για τον αγνωστικισμό που έριξε τις ρίζες του στον σκεπτικισμό και είναι φιλοσοφικό εφεύρημα των ημερών μας.
Σαν όρος επινοήθηκε το 1869 από τον Άγγλο φυσιοδίφη Thomas Henry Huxley (1825-1895) προκειμένου να θεμελιώσει τις απόψεις του στα μεταφυσικά και θρησκευτικά ζητήματα, που εκείνη την εποχή δέχονταν το ένα πίσω από το άλλο τα πυρά της επιστημονικής κοινότητας. Όμως οι σημερινοί αγνωστικιστές, ελλείψει ενημέρωσης, τον προέκτειναν και σε μη θρησκευτικά ζητήματα και διαστρεβλώθηκε ακόμα πιο πολύ.
Ο αγνωστικισμός γεννιέται εκεί όπου τα επιχειρήματα καλλιεργούν την αμφιβολία ή αξιώνουν τις αποδείξεις. Ακριβώς εδώ είναι που ο αγνωστικισμός ταυτίζεται με τον σκεπτικισμό του Πύρρωνα και, ακόμα παλαιότερα, του Πρωταγόρα και των πρώτων σοφιστών. Ως φιλοσοφική διδασκαλία δέχεται ότι το ζήτημα της αλήθειας δεν μπορεί να λυθεί οριστικά και απόλυτα, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη γνώση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει και ο άνθρωπος.
Οι αγνωστικιστές υποστηρίζουν την άποψη ότι είμαστε θύματα αυταπάτης και ανίκανοι από τη φύση μας να κατανοήσουμε ακόμα και τους φυσικούς νόμους επαρκώς. Έτσι αφήνουν πεδίο ανοιχτό για να αντιμετωπιστούν το ίδιο σοβαρά οι πιο απίθανες και παράλογες απόψεις, τις οποίες συναντά κανείς όταν καταπιάνεται να φιλοσοφήσει για υπαρξιακά ζητήματα, για τον θεό, τη δημιουργία του σύμπαντος και τις νέες επιστημονικές θεωρίες, όπως για παράδειγμα αυτές της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, για να μην αναφέρουμε κι άλλες που βρίσκονται στα σπάργανα (πεδίου, χορδές).
Σύμφωνα με όλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι συνεπής με τον αγνωστικισμό ήταν η φιλοσοφία του Χιούμ η οποία αδυνατούσε να κρίνει τη σχέση ανάμεσα στην εμπειρία και την πραγματικότητα.
Αυτό όμως είναι πολύ κακό, ιδιαίτερα για μας που γνωρίσαμε το μεγαλείο του Διαλεκτικού Υλισμού και είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στη γνώση και την πραγματικότητα, ανάμεσα στο ιδεατό και το είναι. Να όμως γιατί είναι ως επί το πλείστον κακός ο αγνωστικισμός:
Θέτοντας ένα σύνορο ανάμεσα στη γνώση και την πραγματικότητα είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση. Συνεπώς, ο άνθρωπος, μη κατανοώντας τη φύση, δεν μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο του και φυσικά αδυνατεί να τον αλλάξει. Ματαιοπονεί όταν δέχεται ότι τίποτα δεν είναι σωστό και γι’ αυτό δεν πρέπει να στηρίζεται στα συμπεράσματά του, γιατί πιθανότατα κάνει λάθος. Δεν μπορεί δηλαδή να είναι απόλυτα σίγουρος!
Οι αγνωστικιστές ισχυρίζονται ότι οι πληροφορίες μας για τον αντικειμενικό κόσμο, δηλαδή για τα αντικείμενα και τα φαινόμενά του, δεν μπορούν να ελεγχθούν με εγκυρότητα και γι’ αυτό η γνώση μας επ’ αυτών δεν μπορεί να είναι απόλυτη, αφού αυτή συνεχώς αλλάζει.
Εδώ οι αγνωστικιστές προφανώς αγνοούν τη διαλεκτική που δέχεται ότι η αντικειμενική αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη. Αγνοούν πως μεταξύ του σχετικού και του απολύτου υπάρχει μια διαλεκτική αμοιβαία σχέση. Αγνοούν ότι η αντικειμενική αλήθεια είναι ταυτόχρονα μια σχετική αλήθεια! Και κυρίως αγνοούν ότι ένα σύστημα γνώσης της φύσης, συμπληρωμένο μια για πάντα, βρίσκεται σε αντίφαση με τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής σκέψης.
Ο αγνωστικισμός λοιπόν περιορίζει τη δυνατότητα της ανθρώπινης γνώσης και μας αφοπλίζει, καταδικάζοντάς μας στην παθητικότητα, αφήνοντας παράλληλα τόπο στην πίστη και στο υπερφυσικό. Μέσα από αυτά τα επινοήματα, ο αγνωστικιστής προσπαθεί να βρει εξηγήσεις προκειμένου να γεμίσει τα κενά. Αναγκαστικά, επίσης, θεωρεί τον θεό άφατο και μη μπορώντας να αποδείξει ή να διαψεύσει το δόγμα αφήνει χαραμάδες στον ιδεαλισμό, απ’ όπου περνούν οι πιο αντιδραστικές και αντιεπιστημονικές ιδέες. Στη θέση όπου υπάρχει το άγνωστο, ο ιδεαλισμός κυριαρχεί. Στη θέση της γνώσης μπαίνει η πίστη και η δεισιδαιμονία.
Έτσι ο αγνωστικιστής, στην αντιπαράθεση του υλιστή με τον ιδεαλιστή, συχνά θα ταχθεί με τον ιδεαλιστή, δίνοντας λαβή στην πίστη ακόμα και όταν ο ίδιος δεν το επιθυμεί.
Ο αγνωστικιστής, μη μπορώντας να κατασταλάξει ποια θρησκεία είναι καλύτερη, γίνεται άθρησκος, αλλά ρέπει προς τον ιδεαλισμό, αφού δεν μπορεί να απορρίψει τον θεό, και στη θέση του κενού θα επιτρέψει στον ιδεαλιστή να στηρίξει την ιδεολογία του.
Οι σκεπτικιστές λοιπόν, οι αγνωστικιστές και οι άθρησκοι δεν μπορούν να λέγονται άθεοι αφού μη μπορώντας να αποδείξουν τη μη ύπαρξη του θεού, αφήνουν ένα ερωτηματικό να πλανάται. Ο υλιστής άθεος δεν περιμένει καμιά τέτοια απόδειξη, αφού η ιδέα του θεού δεν ανήκει στην αντικειμενική πραγματικότητα, και ως υποκειμενική οντότητα (ιδέα) χωρίς την ύπαρξη του νου και του εγκεφάλου, ο θεός είναι ανύπαρκτος. Επίσης, όταν ο αγνωστικιστής θέτει σαν πλαίσιο αναφοράς την τέλεια γνώση (εγκυρότητα της γνώσης) για να πειστεί ότι δεν πλανάται, ουδέποτε θα φτάσει στην αλήθεια, θέτοντας όρια στη γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ουδέποτε θα κατανοήσει ότι η ανθρώπινη γνώση μέρα με τη μέρα αυξάνεται κατακτώντας τη φύση, και όσο την κατανοεί ανοίγεται η δυνατότητα να την αλλάξει προς το συμφέρον του.
Συμπέρασμα: οι σκεπτικιστές, οι αγνωστικιστές και οι άθρησκοι στερούνται υλιστικής διαλεκτικής αντίληψης και, δεμένοι στο άρμα του μηχανιστικού υλισμού, κατά κάποιον τρόπο ταυτίζονται με τον ιδεαλισμό (υποκειμενικό και αντικειμενικό).
«Δογματισμός και σκεπτικισμός είναι και οι δυο, από μια άποψη, απόλυτες φιλοσοφίες» έλεγε ο Μπέρτραντ Ράσσελ στα «αντιδημοφιλή δοκίμιά» του. «Ο οπαδός του πρώτου είναι βέβαιος ότι γνωρίζει και ο οπαδός του δεύτερου ότι δεν γνωρίζει. Εκείνο ακριβώς που πρέπει να εξαλείψει η φιλοσοφία είναι η βεβαιότητα, η βεβαιότητα είτε της γνώσης είτε της άγνοιας».
Κλείνω την παρένθεση και συνεχίζω με την επιστήμη.
Η επιστήμη, στη σφαίρα της πιο προοδευτικής ανθρώπινης δραστηριότητας, μοναδικό στόχο έχει να επεξεργάζεται και να συστηματοποιεί συσσωρευτικά τη γνώση που αποκτά απ’ αυτό που αποκαλούμε αντικειμενική πραγματικότητα. Η επιστήμη δραστηριοποιείται όλο και περισσότερο στην απόκτηση νέων γνώσεων, επιβεβαιώνοντας ή διαψεύδοντας την παλιά εμπειρία και συσσωρεύοντας το σύνολο της γνώσης που μέχρι εκείνη τη στιγμή αποκτήθηκε, συγκροτώντας αυτό που ονομάζουμε επιστημονική εικόνα του κόσμου. Ακριβώς αυτό είναι που την καθιστά σχετική, συσσωρευτική και αντίθετη με κάθε απόλυτη ιδέα που αναπόφευκτα οδηγεί, ή οδηγείται, από τον ιδεαλισμό, το ψέμα και την αμάθεια.
Με την ευρύτερη έννοια λοιπόν, η επιστήμη αντανακλά την πραγματικότητα αφού ανακαλύπτοντας, περιγράφοντας και ερμηνεύοντας τη φύση και τα φαινόμενά της είναι η μόνη αρμόδια να αποφανθεί γι’ αυτήν.
Να γιατί μόνον η επιστήμη μπορεί να ερμηνεύσει και να περιγράψει σωστά τον κόσμο και τα φαινόμενα του· επειδή κάθε πραγματικό γεγονός μόνον αυτή μπορεί να εξηγήσει. Διαλεκτικά, αναγνωρίζοντας την αλληλουχία της ύλης με τα φαινόμενά της, και πειραματικά, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία με την πράξη.
Σαν κλάδος της ανθρώπινης γνώσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την πρακτική που αναπτύσσει ο άνθρωπος προκειμένου να κατακτήσει τη φύση και να καλυτερέψει τη ζωή του. Παράλληλα στο επίπεδο της γνώσης και της πρακτικής προκαλεί αέναα επαναστάσεις, και σε άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας διευρύνει όλο και περισσότερο την οπτική της για τον κόσμο.
Ας κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν για να αντιληφθούμε το κοπιαστικό της ταξίδι στον χρόνο ή με λίγα λόγια να δούμε από πού αρχίσαμε, πού φτάσαμε και προς τα πού οδεύουμε.
Όλα αρχίζουν από τη στιγμή που ο άνθρωπος κατάφερε να βρει απαντήσεις ρωτώντας κατευθείαν τη φύση, φιλοσοφώντας υλιστικά.
Μέχρι την εμφάνιση του χριστιανισμού ο κόσμος προόδευε κάνοντας άλματα.
Μετά —όλοι μπορούν να το πουν αυτό— τα πάντα επιβραδύνθηκαν. Ακόμα κι εκεί που θα μπορούσαν να προχωρήσουν γοργότερα, ο χριστιανικός σκοταδισμός καταδίωξε με μανία τους καινοτόμους, θεωρώντας τους μάγους και ανθρώπους του διαβόλου.
Μετά έρχεται ο Ουμανισμός.
Η τυπογραφική ανακάλυψη από τον Γουτεμβέργιο ήταν η αρχή. Τα πρώτα φιλοσοφικά εγχειρίδια των Ελλήνων υλιστών κυκλοφορούν και η γνώση απλώνεται.
Για πρώτη φορά από την αρχαιότητα ο Κέπλερ περιγράφει τις ουράνιες κινήσεις με γεωμετρικούς όρους που τις αποδίδει σε φυσικά αίτια.
Ο Νεύτων προσγείωσε τη φυσική θεωρία στην ανάγκη της παρατήρησης και του πειράματος. Ο νόμος της αδράνειας, της επιτάχυνσης, της αμοιβαίας δράσης και αντίδρασης και τέλος ο νόμος της παγκόσμιας έλξης, απογείωσαν τις φυσικές επιστήμες, εκτοπίζοντας ακόμα πιο πολύ τον θεό ή κρατώντας τον μόνο για διακοσμητικό σκοπό μέχρι που ο διαλεκτικός υλισμός, αργότερα, θα τον καθαιρέσει κι από κει μια για πάντα!
Η περίοδος του Διαφωτισμού οργανώνει επαναστάσεις. Οι πνευματικοί στοχαστές πρωτοστατούν ενάντια στο δόγμα της εκκλησίας και οι πρώτοι εγκυκλοπαιδιστές είναι άθεοι καραμπινάτοι (Ντιντερό, Αλεμπέρτ, Χόλμπαχ). Αμέσως μετά εμφανίζονται φιλόσοφοι ολκής (Μπελ, Φόιερμπαχ, Μαρξ, Ένγκελς) που θεμελιώνοντας τη διαλεκτική και απορρίπτοντας τη μεταφυσική θεώρηση θα κάνουν την υλιστική φιλοσοφία αναγκαιότητα για τις φυσικές επιστήμες και το χρηστικότερο μέσο για τη διερεύνησή της.
Μπορεί κοινωνικά ο λαός να βρισκόταν πέριξ του «βασιλείου των ζώων» και μακριά ακόμα από το «βασίλειο της ελευθερίας» που ονειρευόταν ο Μπακούνιν, όμως επιστημονικά, κάποιοι άνθρωποι την επανάστασή τους την είχαν κάνει .
Η επανάσταση στα μαθηματικά με τον Λαπλάς, στη χημεία με τον Λαβουαζιέ και με μια πλειάδα φυσικών, όπως των Φάραντεϊ, Βέμπερ, Μάξγουελ και Μεντελέγιεβ, μαζί με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου έδωσαν νέα ώθηση και γι’ αυτό δίκαια χαρακτηρίζεται ο 19ος αιώνας ο γονιμότερος και ο πιο σημαντικός αιώνας της ιστορίας της επιστήμης.
Ο 20ος αιώνας εγκαινιάζεται με τη θεωρία της Σχετικότητας (Αϊνστάιν) και η κβαντομηχανική στη συνέχεια έκανε τέτοια άλματα που άλλαξαν τη ζωή μας και την έκαναν αγνώριστη.
Στο σημείο αυτό, το επίπεδο της γνώσης και της πρακτικής προκαλεί αέναα επαναστάσεις σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, εκτινάσσοντας την πρόοδο της ανθρωπότητας σε δυσθεώρητα ύψη. Ο δρόμος τώρα είναι ανοιχτός διευρύνοντας όλο και πιο πολύ την οπτική μας για τον κόσμο και τις δυνατότητές μας σαν όντα ενός μικρού πλανήτη μέσα στο αχανές Σύμπαν.
Ο άνθρωπος συνειδητοποίησε τη μικρότητά του, αλλά και το μεγαλείο του σε σχέση με τις δυνατότητες που ανοίγονταν μπροστά του.
Γι’ αυτό λοιπόν η επιστήμη πρέπει να αξιολογείται με κριτήριο τη χρηστική της αξία.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της επιστήμης είναι τόσο μεγάλος και οι γνώσεις που προστίθενται τόσο πολλές, που αδυνατούμε να τις εντάξουμε στα δεδομένα του χθες και να εκμεταλλευτούμε τις νέες δυνατότητες που ανοίγονται για το αύριο.
Όμως, όταν ο άνθρωπος είναι δογματικός, δένεται με το παλιό και αντιστέκεται στο νέο, και μαζί με τις ιδέες του απολυτοποιεί και την επιστήμη σαν να ήταν θρησκεία. Ζητά απαντήσεις για όλα και όταν δεν μπορεί να δώσει απάντηση γεμίζει τα κενά με ιδεαλιστικές ανοησίες.
Απόλυτος σε όλα, αναζητεί την τελειότητα που μόνο στη σφαίρα της ιδεατής πραγματικότητας μπορεί να βρει, ή μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να πολεμήσει το νέο σε πείσμα των παλιών του απόψεων που δεν μπορεί να αποχωριστεί!
Η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη ώθησαν την πρόοδο της ανθρωπότητας με εκθετική ορμή προς τα πάνω. Όμως οι θιασώτες της οπισθοδρόμησης αναφέρονται με ρομαντισμό στα ατυχή συμβάντα, στα λάθη ή και στους εσκεμμένους χειρισμούς, που στόχο έχουν τον ανταγωνισμό και την απληστία των λίγων ενάντια στους πολλούς, θέμα για το οποίο κακώς ενοχοποιούν την επιστήμη. Γι’ αυτή την καταστροφική μανία του άπληστου ανθρώπου δεν ευθύνεται η επιστήμη, αλλά η ηθική και η πολιτική που το κοινωνικό μας σύστημα εδώ και αιώνες με αδικία επέβαλλε μαζί με την Εκκλησία, η οποία πότε σαν ουραγός και πότε σαν εξουσία συμμαχούσε και το κάλυπτε!
Ένας λογικός άνθρωπος ποτέ δεν θα εναντιωνόταν στην ασπιρίνη που η Bayer παρασκεύασε, επειδή κάποιος κατάπιε όλο το κουτί μαζί. Ποτέ δεν εναντιώθηκε στο μαχαίρι επειδή ο απρόσεκτος, που το έπιασε για να κόψει ψωμί, κόπηκε, αλλά ούτε και όταν κάποιος το χρησιμοποίησε σαν φονικό όπλο, εμείς καταδικάσαμε τον κατασκευαστή.
Ας απαλλάξουμε τη συνείδησή μας από τέτοιους γελοίους αναγωγισμούς που οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα και ύπουλα απομακρύνουν τον αδαή από την αλήθεια. Η επιστήμη δεν είναι θρησκεία και κάθε συσχετισμός με αυτήν πρέπει να απομονώνεται γιατί υπηρετεί πανάθλιους και σκοτεινούς σκοπούς.
Η ιστορία των επιστημών, σταθερά προσηλωμένη στην κατάκτηση της φύσης, ξεκαθαρίζει το τοπίο απ’ την ανοησία που βάναυσα έχει υποταγμένο τον νου των αφελών..
Αντίθετα, μέσα από την επιστήμη ο άνθρωπος αλλάζει τη ζωή του. Την κάνει όλο και λιγότερο μαρτυρική αναγνωρίζοντας στις δυνατότητές του το μέλλον στο οποίο εμπιστεύεται τα παιδιά του!