ΤΕΥΚΡΟΣ
τίς τῶνδ᾽ ἐρυμνῶν δωμάτων ἔχει κράτος;
Πλούτωι γὰρ οἶκος ἄξιος προσεικάσαι
70 βασίλειά τ᾽ ἀμφιβλήματ᾽ εὔθριγκοί θ᾽ ἕδραι.
ἔα·
ὦ θεοί, τίν᾽ εἶδον ὄψιν; ἐχθίστης ὁρῶ
γυναικὸς εἰκὼ φόνιον, ἥ μ᾽ ἀπώλεσεν
πάντας τ᾽ Ἀχαιούς. θεοί σ᾽, ὅσον μίμημ᾽ ἔχεις
75 Ἑλένης, ἀποπτύσειαν. εἰ δὲ μὴ ᾽ν ξένηι
γαίαι πόδ᾽ εἶχον, τῶιδ᾽ ἂν εὐστόχωι πτερῶι
ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἂν Διὸς κόρης.
ΕΛ. τί δ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽, ὅστις εἶ μ᾽ ἀπεστράφης
καὶ ταῖς ἐκείνης συμφοραῖς ἐμὲ στυγεῖς;
80 ΤΕ. ἥμαρτον· ὀργῆι δ᾽ εἶξα μᾶλλον ἤ μ᾽ ἐχρῆν·
μισεῖ γὰρ Ἑλλὰς πᾶσα τὴν Διὸς κόρην.
σύγγνωθι δ᾽ ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις, γύναι.
ΕΛ. τίς δ᾽ εἶ; πόθεν γῆς τῆσδ᾽ ἐπεστράφης πέδον;
ΤΕ. εἷς τῶν Ἀχαιῶν, ὦ γύναι, τῶν ἀθλίων ...
85 ΕΛ. οὔ τἄρα σ᾽ Ἑλένην εἰ στυγεῖς θαυμαστέον.
ἀτὰρ τίς εἶ πόθεν; τίνος ἐξαυδᾶν σε χρή;
ΤΕ. ὄνομα μὲν ἡμῖν Τεῦκρος, ὁ δὲ φύσας πατὴρ
Τελαμών, Σαλαμὶς δὲ πατρὶς ἡ θρέψασά με.
ΕΛ. τί δῆτα Νείλου τούσδ᾽ ἐπιστρέφηι γύας;
90 ΤΕ. φυγὰς πατρώιας ἐξελήλαμαι χθονός.
ΕΛ. τλήμων ἂν εἴης· τίς δέ σ᾽ ἐκβάλλει πάτρας;
ΤΕ. Τελαμὼν ὁ φύσας· τίν᾽ ἂν ἔχοις μᾶλλον φίλον;
ΕΛ. ἐκ τοῦ; τὸ γάρ τοι πρᾶγμα συμφορὰν ἔχει.
ΤΕ. Αἴας μ᾽ ἀδελφὸς ὤλεσ᾽ ἐν Τροίαι θανών.
95 ΕΛ. πῶς; οὔ τί που σῶι φασγάνωι βίου στερείς;
ΤΕ. οἰκεῖον αὐτὸν ὤλεσ᾽ ἅλμ᾽ ἐπὶ ξίφος.
ΕΛ. μανέντ᾽; ἐπεὶ τίς σωφρονῶν τλαίη τάδ᾽ ἄν;
ΤΕ. τὸν Πηλέως τιν᾽ οἶσθ᾽ Ἀχιλλέα γόνον;
ΕΛ. ναί·
μνηστήρ ποθ᾽ Ἑλένης ἦλθεν, ὡς ἀκούομεν.
100 ΤΕ. θανὼν ὅδ᾽ ὅπλων ἔριν ἔθηκε συμμάχοις.
ΕΛ. καὶ δὴ τί τοῦτ᾽ Αἴαντι γίγνεται κακόν;
ΤΕ. ἄλλου λαβόντος ὅπλ᾽ ἀπηλλάχθη βίου.
ΕΛ. σὺ τοῖς ἐκείνου δῆτα πήμασιν νοσεῖς;
ΤΕ. ὁθούνεκ᾽ αὐτῶι ‹γ᾽› οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ.
105 ΕΛ. ἦλθες γάρ, ὦ ξέν᾽, Ἰλίου κλεινὴν πόλιν;
ΤΕ. καὶ ξύν γε πέρσας αὐτὸς ἀνταπωλόμην.
ΕΛ. ἤδη γὰρ ἧπται καὶ κατείργασται πυρί;
ΤΕ. ὥστ᾽ οὐδ᾽ ἴχνος γε τειχέων εἶναι σαφές.
ΕΛ. ὦ τλῆμον Ἑλένη, διὰ σ᾽ ἀπόλλυνται Φρύγες.
110 ΤΕ. καὶ πρός γ᾽ Ἀχαιοί· μεγάλα δ᾽ εἴργασται κακά.
ΕΛ. πόσον χρόνον γὰρ διαπεπόρθηται πόλις;
ΤΕ. ἑπτὰ σχεδόν τι καμπίμους ἐτῶν κύκλους.
ΕΛ. χρόνον δ᾽ ἐμείνατ᾽ ἄλλον ἐν Τροίαι πόσον;
ΤΕ. πολλὰς σελήνας, δέκα διελθούσας ἔτη.
115 ΕΛ. ἦ καὶ γυναῖκα Σπαρτιᾶτιν εἵλετε;
ΤΕ. Μενέλαος αὐτὴν ἦγ᾽ ἐπισπάσας κόμης.
ΕΛ. εἶδες σὺ τὴν δύστηνον, ἢ κλυὼν λέγεις;
ΤΕ. ὥσπερ σέ γ᾽, οὐδὲν ἧσσον, ὀφθαλμοῖς ὁρῶ.
ΕΛ. σκόπει δὲ μὴ δόκησιν εἴχετ᾽ ἐκ θεῶν.
120 ΤΕ. ἄλλου λόγου μέμνησο, μὴ κείνης ἔτι.
ΕΛ. οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ;
ΤΕ. αὐτὸς γὰρ ὄσσοις εἰδόμην, καὶ νοῦς ὁρᾶι.
***
ΤΕΥΚΡΟΣ
Το κάστρο ετούτο ποιός εξουσιάζει;
Γιατί από τις στοές και τους ωραίους
70 θριγκούς που το κυκλώνουν, για παλάτι
άρχοντα πλούσιου μπορείς να το νομίσεις.
Άα!
Θεοί, ποιάν όψη αντίκρισα; Κοιτάζω
την πολυμίσητη θωριά κακούργας
γυναίκας, που ξεκλήρισε κι εμένα
κι όλους τους Αχαιούς. Άμποτε να ᾽χεις
την έχθρα των θεών που τόσο μοιάζεις
με την Ελένη. Κι αν σε ξένη χώρα
δεν βρισκόμουν, με τούτη τη σαΐτα
που αλάθευτα χτυπά θ᾽ αφανιζόσουν,
για να γευτείς αυτή τη χάρη, αφού είσαι
παρόμοια με του Δία θυγατέρα.
ΕΛΕ. Γιατί, δυστυχισμένε, όποιος και να ᾽σαι,
μ᾽ αποστράφηκες έτσι και μου δείχνεις
μίσος για τα δεινά που ᾽φερε κείνη;
ΤΕΥ. Έσφαλα· η οργή με συνεπήρε
80 πιότερο απ᾽ όσο θα ᾽πρεπε· η Ελλάδα
βαθιά μισεί, να ξέρεις, την Ελένη·
συχώρα με, κυρά, γι᾽ αυτά τα λόγια.
ΕΛΕ. Ποιός είσαι και από ποιά χώρα εδώ φτάνεις;
ΤΕΥ. Ένας από τους Έλληνες τους δόλιους.
ΕΛΕ. Γι᾽ αυτό λοιπόν δεν στέργεις την Ελένη.
Ποιός είσαι κι από πού; Ποιός ο γονιός σου;
ΤΕΥ. Με λένε Τεύκρο, γιος του Τελαμώνα
και Σαλαμίνα η γη που μ᾽ έχει θρέψει.
ΕΛΕ. Στον τόπο εδώ του Νείλου τί γυρεύεις;
90 ΤΕΥ. Με διώξαν οι δικοί μου απ᾽ την πατρίδα.
ΕΛΕ. Θα ᾽σαι δυστυχισμένος· ποιός σε διώχνει;
ΤΕΥ. Ποιός άλλος; Ο πατέρας Τελαμώνας·
ΕΛΕ. Γιατί; Κάποιο κακό θα ᾽ναι η αιτία.
ΤΕΥ. Στην Τροία εχάθη ο Αίας ο αδελφός μου.
ΕΛΕ. Πώς; Δεν εχάθη απ᾽ το δικό σου χέρι;
ΤΕΥ. Ρίχτηκε στο σπαθί του κι εσκοτώθη.
ΕΛΕ. Μανία τον ηύρε; Αλλιώς δεν θα τολμούσε.
ΤΕΥ. Ξέρεις το τέκνο του Πηλέα, τον Αχιλλέα;
ΕΛΕ. Ναι·
πήγε, όπως λεν, μνηστήρας στην Ελένη.
ΤΕΥ. Σαν αφανίστηκε, άφησε μεγάλη
100 για τ᾽ άρματά του αμάχη στους συμμάχους.
ΕΛΕ. Και πώς αυτό τον Αίαντα έχει βλάψει;
ΤΕΥ. Σκοτώθηκε που πήρε άλλος τα όπλα.
ΕΛΕ. Και για τις συμφορές εκείνου πάσχεις;
ΤΕΥ. Γιατί δεν χάθηκα κι εγώ μαζί του.
ΕΛΕ. Ήσουν λοιπόν στην ξακουσμένη Τροία, ξένε;
ΤΕΥ. Την κούρσεψα, μα πάω κι εγώ χαμένος.
ΕΛΕ. Την έκαψαν, την έχουν κάνει στάχτη;
ΤΕΥ. Δεν μένει από τα κάστρα της σημάδι.
ΕΛΕ. Δύσμοιρη Ελένη, παν για σένα οι Φρύγες.
110 ΤΕΥ. Κι οι Έλληνες· τρανό κακό έχει φέρει.
ΕΛΕ. Πόσος καιρός που πήρατε την πόλη;
ΤΕΥ. Εφτά χρονιές περάσαν από τότε.
ΕΛΕ. Και πρώτα πόσο μείνατε στην Τροία;
ΤΕΥ. Πολλά φεγγάρια, δέκα χρόνια ακέρια.
ΕΛΕ. Και την Ελένη πήρατε της Σπάρτης;
ΤΕΥ. Την έσυρε ο Μενέλαος απ᾽ την κόμη.
ΕΛΕ. Είδες εσύ τη δύστυχη ή σου το ᾽παν;
ΤΕΥ. Με τα ίδια μου τα μάτια, ως βλέπω εσένα.
ΕΛΕ. Σκεφτείτε μη θεόσταλτη ήταν πλάνη.
120 ΤΕΥ. Άλλη κουβέντα πιάσε όχι για κείνη.
ΕΛΕ. Κι ό,τι έχεις δει για αλήθεια το λογιάζεις;
ΤΕΥ. Την είδα εγώ κι ακόμα ο νους τη βλέπει.
τίς τῶνδ᾽ ἐρυμνῶν δωμάτων ἔχει κράτος;
Πλούτωι γὰρ οἶκος ἄξιος προσεικάσαι
70 βασίλειά τ᾽ ἀμφιβλήματ᾽ εὔθριγκοί θ᾽ ἕδραι.
ἔα·
ὦ θεοί, τίν᾽ εἶδον ὄψιν; ἐχθίστης ὁρῶ
γυναικὸς εἰκὼ φόνιον, ἥ μ᾽ ἀπώλεσεν
πάντας τ᾽ Ἀχαιούς. θεοί σ᾽, ὅσον μίμημ᾽ ἔχεις
75 Ἑλένης, ἀποπτύσειαν. εἰ δὲ μὴ ᾽ν ξένηι
γαίαι πόδ᾽ εἶχον, τῶιδ᾽ ἂν εὐστόχωι πτερῶι
ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἂν Διὸς κόρης.
ΕΛ. τί δ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽, ὅστις εἶ μ᾽ ἀπεστράφης
καὶ ταῖς ἐκείνης συμφοραῖς ἐμὲ στυγεῖς;
80 ΤΕ. ἥμαρτον· ὀργῆι δ᾽ εἶξα μᾶλλον ἤ μ᾽ ἐχρῆν·
μισεῖ γὰρ Ἑλλὰς πᾶσα τὴν Διὸς κόρην.
σύγγνωθι δ᾽ ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις, γύναι.
ΕΛ. τίς δ᾽ εἶ; πόθεν γῆς τῆσδ᾽ ἐπεστράφης πέδον;
ΤΕ. εἷς τῶν Ἀχαιῶν, ὦ γύναι, τῶν ἀθλίων ...
85 ΕΛ. οὔ τἄρα σ᾽ Ἑλένην εἰ στυγεῖς θαυμαστέον.
ἀτὰρ τίς εἶ πόθεν; τίνος ἐξαυδᾶν σε χρή;
ΤΕ. ὄνομα μὲν ἡμῖν Τεῦκρος, ὁ δὲ φύσας πατὴρ
Τελαμών, Σαλαμὶς δὲ πατρὶς ἡ θρέψασά με.
ΕΛ. τί δῆτα Νείλου τούσδ᾽ ἐπιστρέφηι γύας;
90 ΤΕ. φυγὰς πατρώιας ἐξελήλαμαι χθονός.
ΕΛ. τλήμων ἂν εἴης· τίς δέ σ᾽ ἐκβάλλει πάτρας;
ΤΕ. Τελαμὼν ὁ φύσας· τίν᾽ ἂν ἔχοις μᾶλλον φίλον;
ΕΛ. ἐκ τοῦ; τὸ γάρ τοι πρᾶγμα συμφορὰν ἔχει.
ΤΕ. Αἴας μ᾽ ἀδελφὸς ὤλεσ᾽ ἐν Τροίαι θανών.
95 ΕΛ. πῶς; οὔ τί που σῶι φασγάνωι βίου στερείς;
ΤΕ. οἰκεῖον αὐτὸν ὤλεσ᾽ ἅλμ᾽ ἐπὶ ξίφος.
ΕΛ. μανέντ᾽; ἐπεὶ τίς σωφρονῶν τλαίη τάδ᾽ ἄν;
ΤΕ. τὸν Πηλέως τιν᾽ οἶσθ᾽ Ἀχιλλέα γόνον;
ΕΛ. ναί·
μνηστήρ ποθ᾽ Ἑλένης ἦλθεν, ὡς ἀκούομεν.
100 ΤΕ. θανὼν ὅδ᾽ ὅπλων ἔριν ἔθηκε συμμάχοις.
ΕΛ. καὶ δὴ τί τοῦτ᾽ Αἴαντι γίγνεται κακόν;
ΤΕ. ἄλλου λαβόντος ὅπλ᾽ ἀπηλλάχθη βίου.
ΕΛ. σὺ τοῖς ἐκείνου δῆτα πήμασιν νοσεῖς;
ΤΕ. ὁθούνεκ᾽ αὐτῶι ‹γ᾽› οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ.
105 ΕΛ. ἦλθες γάρ, ὦ ξέν᾽, Ἰλίου κλεινὴν πόλιν;
ΤΕ. καὶ ξύν γε πέρσας αὐτὸς ἀνταπωλόμην.
ΕΛ. ἤδη γὰρ ἧπται καὶ κατείργασται πυρί;
ΤΕ. ὥστ᾽ οὐδ᾽ ἴχνος γε τειχέων εἶναι σαφές.
ΕΛ. ὦ τλῆμον Ἑλένη, διὰ σ᾽ ἀπόλλυνται Φρύγες.
110 ΤΕ. καὶ πρός γ᾽ Ἀχαιοί· μεγάλα δ᾽ εἴργασται κακά.
ΕΛ. πόσον χρόνον γὰρ διαπεπόρθηται πόλις;
ΤΕ. ἑπτὰ σχεδόν τι καμπίμους ἐτῶν κύκλους.
ΕΛ. χρόνον δ᾽ ἐμείνατ᾽ ἄλλον ἐν Τροίαι πόσον;
ΤΕ. πολλὰς σελήνας, δέκα διελθούσας ἔτη.
115 ΕΛ. ἦ καὶ γυναῖκα Σπαρτιᾶτιν εἵλετε;
ΤΕ. Μενέλαος αὐτὴν ἦγ᾽ ἐπισπάσας κόμης.
ΕΛ. εἶδες σὺ τὴν δύστηνον, ἢ κλυὼν λέγεις;
ΤΕ. ὥσπερ σέ γ᾽, οὐδὲν ἧσσον, ὀφθαλμοῖς ὁρῶ.
ΕΛ. σκόπει δὲ μὴ δόκησιν εἴχετ᾽ ἐκ θεῶν.
120 ΤΕ. ἄλλου λόγου μέμνησο, μὴ κείνης ἔτι.
ΕΛ. οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ;
ΤΕ. αὐτὸς γὰρ ὄσσοις εἰδόμην, καὶ νοῦς ὁρᾶι.
***
ΤΕΥΚΡΟΣ
Το κάστρο ετούτο ποιός εξουσιάζει;
Γιατί από τις στοές και τους ωραίους
70 θριγκούς που το κυκλώνουν, για παλάτι
άρχοντα πλούσιου μπορείς να το νομίσεις.
Άα!
Θεοί, ποιάν όψη αντίκρισα; Κοιτάζω
την πολυμίσητη θωριά κακούργας
γυναίκας, που ξεκλήρισε κι εμένα
κι όλους τους Αχαιούς. Άμποτε να ᾽χεις
την έχθρα των θεών που τόσο μοιάζεις
με την Ελένη. Κι αν σε ξένη χώρα
δεν βρισκόμουν, με τούτη τη σαΐτα
που αλάθευτα χτυπά θ᾽ αφανιζόσουν,
για να γευτείς αυτή τη χάρη, αφού είσαι
παρόμοια με του Δία θυγατέρα.
ΕΛΕ. Γιατί, δυστυχισμένε, όποιος και να ᾽σαι,
μ᾽ αποστράφηκες έτσι και μου δείχνεις
μίσος για τα δεινά που ᾽φερε κείνη;
ΤΕΥ. Έσφαλα· η οργή με συνεπήρε
80 πιότερο απ᾽ όσο θα ᾽πρεπε· η Ελλάδα
βαθιά μισεί, να ξέρεις, την Ελένη·
συχώρα με, κυρά, γι᾽ αυτά τα λόγια.
ΕΛΕ. Ποιός είσαι και από ποιά χώρα εδώ φτάνεις;
ΤΕΥ. Ένας από τους Έλληνες τους δόλιους.
ΕΛΕ. Γι᾽ αυτό λοιπόν δεν στέργεις την Ελένη.
Ποιός είσαι κι από πού; Ποιός ο γονιός σου;
ΤΕΥ. Με λένε Τεύκρο, γιος του Τελαμώνα
και Σαλαμίνα η γη που μ᾽ έχει θρέψει.
ΕΛΕ. Στον τόπο εδώ του Νείλου τί γυρεύεις;
90 ΤΕΥ. Με διώξαν οι δικοί μου απ᾽ την πατρίδα.
ΕΛΕ. Θα ᾽σαι δυστυχισμένος· ποιός σε διώχνει;
ΤΕΥ. Ποιός άλλος; Ο πατέρας Τελαμώνας·
ΕΛΕ. Γιατί; Κάποιο κακό θα ᾽ναι η αιτία.
ΤΕΥ. Στην Τροία εχάθη ο Αίας ο αδελφός μου.
ΕΛΕ. Πώς; Δεν εχάθη απ᾽ το δικό σου χέρι;
ΤΕΥ. Ρίχτηκε στο σπαθί του κι εσκοτώθη.
ΕΛΕ. Μανία τον ηύρε; Αλλιώς δεν θα τολμούσε.
ΤΕΥ. Ξέρεις το τέκνο του Πηλέα, τον Αχιλλέα;
ΕΛΕ. Ναι·
πήγε, όπως λεν, μνηστήρας στην Ελένη.
ΤΕΥ. Σαν αφανίστηκε, άφησε μεγάλη
100 για τ᾽ άρματά του αμάχη στους συμμάχους.
ΕΛΕ. Και πώς αυτό τον Αίαντα έχει βλάψει;
ΤΕΥ. Σκοτώθηκε που πήρε άλλος τα όπλα.
ΕΛΕ. Και για τις συμφορές εκείνου πάσχεις;
ΤΕΥ. Γιατί δεν χάθηκα κι εγώ μαζί του.
ΕΛΕ. Ήσουν λοιπόν στην ξακουσμένη Τροία, ξένε;
ΤΕΥ. Την κούρσεψα, μα πάω κι εγώ χαμένος.
ΕΛΕ. Την έκαψαν, την έχουν κάνει στάχτη;
ΤΕΥ. Δεν μένει από τα κάστρα της σημάδι.
ΕΛΕ. Δύσμοιρη Ελένη, παν για σένα οι Φρύγες.
110 ΤΕΥ. Κι οι Έλληνες· τρανό κακό έχει φέρει.
ΕΛΕ. Πόσος καιρός που πήρατε την πόλη;
ΤΕΥ. Εφτά χρονιές περάσαν από τότε.
ΕΛΕ. Και πρώτα πόσο μείνατε στην Τροία;
ΤΕΥ. Πολλά φεγγάρια, δέκα χρόνια ακέρια.
ΕΛΕ. Και την Ελένη πήρατε της Σπάρτης;
ΤΕΥ. Την έσυρε ο Μενέλαος απ᾽ την κόμη.
ΕΛΕ. Είδες εσύ τη δύστυχη ή σου το ᾽παν;
ΤΕΥ. Με τα ίδια μου τα μάτια, ως βλέπω εσένα.
ΕΛΕ. Σκεφτείτε μη θεόσταλτη ήταν πλάνη.
120 ΤΕΥ. Άλλη κουβέντα πιάσε όχι για κείνη.
ΕΛΕ. Κι ό,τι έχεις δει για αλήθεια το λογιάζεις;
ΤΕΥ. Την είδα εγώ κι ακόμα ο νους τη βλέπει.