Σάββατο 16 Ιουλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (6.127-6.222)

Ὣς εἰπὼν θάμνων ὑπεδύσετο δῖος Ὀδυσσεύς,
ἐκ πυκινῆς δ᾽ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ
φύλλων, ὡς ῥύσαιτο περὶ χροῒ μήδεα φωτός.
130 βῆ δ᾽ ἴμεν ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος, ἀλκὶ πεποιθώς,
ὅς τ᾽ εἶσ᾽ ὑόμενος καὶ ἀήμενος, ἐν δέ οἱ ὄσσε
δαίεται· αὐτὰρ ὁ βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀΐεσσιν
ἠὲ μετ᾽ ἀγροτέρας ἐλάφους· κέλεται δέ ἑ γαστὴρ
μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλθεῖν·
135 ὣς Ὀδυσεὺς κούρῃσιν ἐϋπλοκάμοισιν ἔμελλε
μίξεσθαι, γυμνός περ ἐών· χρειὼ γὰρ ἵκανε.
σμερδαλέος δ᾽ αὐτῇσι φάνη κεκακωμένος ἅλμῃ,
τρέσσαν δ᾽ ἄλλυδις ἄλλη ἐπ᾽ ἠϊόνας προὐχούσας·
οἴη δ᾽ Ἀλκινόου θυγάτηρ μένε· τῇ γὰρ Ἀθήνη
140 θάρσος ἐνὶ φρεσὶ θῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων.
στῆ δ᾽ ἄντα σχομένη· ὁ δὲ μερμήριξεν Ὀδυσσεύς,
ἢ γούνων λίσσοιτο λαβὼν εὐώπιδα κούρην,
ἦ αὔτως ἐπέεσσιν ἀποσταδὰ μειλιχίοισι
λίσσοιτ᾽, εἰ δείξειε πόλιν καὶ εἵματα δοίη.
145 ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
λίσσεσθαι ἐπέεσσιν ἀποσταδὰ μειλιχίοισι,
μή οἱ γοῦνα λαβόντι χολώσαιτο φρένα κούρη.
αὐτίκα μειλίχιον καὶ κερδαλέον φάτο μῦθον·
«Γουνοῦμαί σε, ἄνασσα· θεός νύ τις ἦ βροτός ἐσσι;
150 εἰ μέν τις θεός ἐσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
Ἀρτέμιδί σε ἐγώ γε, Διὸς κούρῃ μεγάλοιο,
εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ᾽ ἄγχιστα ἐΐσκω·
εἰ δέ τίς ἐσσι βροτῶν, τοὶ ἐπὶ χθονὶ ναιετάουσι,
τρισμάκαρες μὲν σοί γε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,
155 τρισμάκαρες δὲ κασίγνητοι· μάλα πού σφισι θυμὸς
αἰὲν ἐϋφροσύνῃσιν ἰαίνεται εἵνεκα σεῖο,
λευσσόντων τοιόνδε θάλος χορὸν εἰσοιχνεῦσαν.
κεῖνος δ᾽ αὖ περὶ κῆρι μακάρτατος ἔξοχον ἄλλων,
ὅς κέ σ᾽ ἐέδνοισι βρίσας οἶκόνδ᾽ ἀγάγηται.
160 οὐ γάρ πω τοιοῦτον ἐγὼ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν,
οὔτ᾽ ἄνδρ᾽ οὔτε γυναῖκα· σέβας μ᾽ ἔχει εἰσορόωντα.
Δήλῳ δή ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμῷ
φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα·
ἦλθον γὰρ καὶ κεῖσε, πολὺς δέ μοι ἕσπετο λαὸς
165 τὴν ὁδὸν ᾗ δὴ μέλλεν ἐμοὶ κακὰ κήδε᾽ ἔσεσθαι.
ὣς δ᾽ αὔτως καὶ κεῖνο ἰδὼν ἐτεθήπεα θυμῷ
δήν, ἐπεὶ οὔ πω τοῖον ἀνήλυθεν ἐκ δόρυ γαίης,
ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαί τε τέθηπά τε, δείδιά τ᾽ αἰνῶς
γούνων ἅψασθαι· χαλεπὸν δέ με πένθος ἱκάνει.
170 χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον·
τόφρα δέ μ᾽ αἰεὶ κῦμ᾽ ἐφόρει κραιπναί τε θύελλαι
νήσου ἀπ᾽ Ὠγυγίης· νῦν δ᾽ ἐνθάδε κάββαλε δαίμων,
ὄφρα τί που καὶ τῇδε πάθω κακόν· οὐ γὰρ ὀΐω
παύσεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἔτι πολλὰ θεοὶ τελέουσι πάροιθεν.
175 ἀλλά, ἄνασσ᾽, ἐλέαιρε· σὲ γὰρ κακὰ πολλὰ μογήσας
ἐς πρώτην ἱκόμην, τῶν δ᾽ ἄλλων οὔ τινα οἶδα
ἀνθρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν.
ἄστυ δέ μοι δεῖξον, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι,
εἴ τί που εἴλυμα σπείρων ἔχες ἐνθάδ᾽ ἰοῦσα.
180 σοὶ δὲ θεοὶ τόσα δοῖεν ὅσα φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς,
ἄνδρα τε καὶ οἶκον καὶ ὁμοφροσύνην ὀπάσειαν
ἐσθλήν· οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον,
ἢ ὅθ᾽ ὁμοφρονέοντε νοήμασιν οἶκον ἔχητον
ἀνὴρ ἠδὲ γυνή· πόλλ᾽ ἄλγεα δυσμενέεσσι,
185 χάρματα δ᾽ εὐμενέτῃσι· μάλιστα δέ τ᾽ ἔκλυον αὐτοί.»
Τὸν δ᾽ αὖ Ναυσικάα λευκώλενος ἀντίον ηὔδα·
«ξεῖν᾽, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾽ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας,
Ζεὺς δ᾽ αὐτὸς νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν,
ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ·
190 καί που σοὶ τάδ᾽ ἔδωκε, σὲ δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης.
νῦν δ᾽, ἐπεὶ ἡμετέρην τε πόλιν καὶ γαῖαν ἱκάνεις,
οὔτ᾽ οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου,
ὧν ἐπέοιχ᾽ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα.
ἄστυ δέ τοι δείξω, ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν·
195 Φαίηκες μὲν τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν,
εἰμὶ δ᾽ ἐγὼ θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
τοῦ δ᾽ ἐκ Φαιήκων ἔχεται κάρτος τε βίη τε.»
Ἦ ῥα, καὶ ἀμφιπόλοισιν ἐϋπλοκάμοισι κέλευσε·
«στῆτέ μοι ἀμφίπολοι· πόσε φεύγετε φῶτα ἰδοῦσαι;
200 ἦ μή πού τινα δυσμενέων φάσθ᾽ ἔμμεναι ἀνδρῶν;
οὐκ ἔσθ᾽ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτὸς οὐδὲ γένηται,
ὅς κεν Φαιήκων ἀνδρῶν ἐς γαῖαν ἵκηται
δηϊοτῆτα φέρων· μάλα γὰρ φίλοι ἀθανάτοισιν.
οἰκέομεν δ᾽ ἀπάνευθε πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,
205 ἔσχατοι, οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος.
ἀλλ᾽ ὅδε τις δύστηνος ἀλώμενος ἐνθάδ᾽ ἱκάνει,
τὸν νῦν χρὴ κομέειν· πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες
ξεῖνοί τε πτωχοί τε, δόσις δ᾽ ὀλίγη τε φίλη τε.
ἀλλὰ δότ᾽, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε,
210 λούσατέ τ᾽ ἐν ποταμῷ, ὅθ᾽ ἐπὶ σκέπας ἔστ᾽ ἀνέμοιο.»
Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἔσταν τε καὶ ἀλλήλῃσι κέλευσαν,
κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆ᾽ εἷσαν ἐπὶ σκέπας, ὡς ἐκέλευσε
Ναυσικάα, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο
πὰρ δ᾽ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἔθηκαν,
215 δῶκαν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον,
ἤνωγον δ᾽ ἄρα μιν λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσι.
δή ῥα τότ᾽ ἀμφιπόλοισι μετηύδα δῖος Ὀδυσσεύς·
«Ἀμφίπολοι, στῆθ᾽ οὕτω ἀπόπροθεν, ὄφρ᾽ ἐγὼ αὐτὸς
ἅλμην ὤμοιϊν ἀπολούσομαι, ἀμφὶ δ᾽ ἐλαίῳ
220 χρίσομαι· ἦ γὰρ δηρὸν ἀπὸ χροός ἐστιν ἀλοιφή.
ἄντην δ᾽ οὐκ ἂν ἐγώ γε λοέσσομαι· αἰδέομαι γὰρ
γυμνοῦσθαι κούρῃσιν ἐϋπλοκάμοισι μετελθών.»

***
Είπε κι από τα θάμνα του αναδύθηκε θείος ο Οδυσσεύς, χώνει
το στιβαρό του χέρι σε σύδεντρο πυκνό και σπάζει
ένα κλαδί με φύλλα, τη γύμνια του να προστατέψει στ᾽ αντρικά του μέλη.
130 Και κίνησε σαν το περήφανο λιοντάρι που περιφέρεται στα όρη,
το δέρνει ο άνεμος και το μουσκεύει η μπόρα,
εκείνο όμως με τα μάτια φλογισμένα προχωρεί
ψάχνοντας για γελάδια, αρνιά κι ελάφια ανήμερα,
το σπρώχνει η πείνα στα κοπάδια, ακόμη και σε μάντρα φυλαγμένη·
παρόμοιος έμελλε κι ο Οδυσσέας να σμίξει με κόρες καλλιπλόκαμες,
έτσι όπως ήτανε γυμνός, γιατί τον πίεζε η ανάγκη.
Όμως τους φάνηκε φριχτός, απ᾽ την αλμύρα φαγωμένος·
σκόρπισαν τότε πανικόβλητες, εδώ η μια
η άλλη αλλού, γυρεύοντας πού να κρυφτούν στα υψώματα της όχθης.
Μόνο του Αλκινόου η θυγατέρα παραμένει ακίνητη·
η Αθηνά τής έδωσε το θάρρος της καρδιάς,
140 αυτή της πήρε την τρομάρα από τα μέλη.
Κι όπως απέναντί του στάθηκε αποφασισμένη,
ο Οδυσσέας διχογνώμησε· την κόρη την πεντάμορφη
να την παρακαλέσει στα γόνατά της πέφτοντας,
ή σε απόσταση και με μειλίχια λόγια να της ζητήσει, αν ήθελε,
την πόλη να του δείξει και να του δώσει ρούχα.
Κι όπως το συλλογίστηκε του φάνηκε καλύτερο
κρατώντας την απόσταση και με μειλίχια λόγια να την παρακαλέσει,
μήπως κι αν άγγιζε το γόνα της, η κόρη χολωθεί.
Έτσι μειλίχιος κίνησε τον λόγο του, με σύνεση και πονηριά:
«Γονατιστός προσπέφτω, δέσποινά μου. Είσαι θνητή; θεά; Δεν ξέρω.
150 Αν στους θεούς ανήκεις, που κατέχουν τον πλατύ ουρανό,
τότε πως μοιάζεις λέω τόσο με την Άρτεμη, την κόρη του μεγάλου Δία,
στην ομορφιά, στο ανάστημα, στο ανάριμμα.
Αν πάλι ανήκεις στους θνητούς που κατοικούν τη γη μας,
τρισμάκαρες ο κύρης σου κι η σεβαστή σου μάνα,
οι αδελφοί σου τρισμακάριστοι· πόσο καμάρι
θα θερμαίνει πάντα την καρδιά τους να σ᾽ έχουν πλάι τους,
κι όταν σε βλέπουν στον χορό να μπαίνεις, τέτοιο βλαστάρι.
Και πάνω απ᾽ όλους εκείνος πιο μακαρισμένος
που με τα δώρα του θα σε κερδίσει και θα σε πάρει νύφη σπίτι του.
160 Τόση ομορφιά ποτέ δεν είδα ως τώρα, γυναίκα ή άντρα,
θάμπωσα και δεν χορταίνω να κοιτώ.
Ω ναι, κάποτε και στη Δήλο, πλάι στον βωμό του Απόλλωνα,
μπροστά στα μάτια μου, ένα βλαστάρι φοινικιάς το είδα να ψηλώνει —
πήγα κι εκεί, πολύς στρατός μ᾽ ακολουθούσε στον δρόμο
που έμελλε να γίνει οδός της μαύρης συμφοράς μου.
Τότε, όπως τώρα, κοιτούσα το βλαστάρι εκείνο,
κι έμεινε ο νους μου θαμπωμένος ώρα πολλή.
Γιατί ποτέ δεν αναβλάστησε στη γη τέτοιος ωραίος βλαστός.
Έτσι κι εσένα τώρα σε θαυμάζω, δέσποινά μου.
Έκθαμβος μένω, μέγα δέος με κατέχει τα γόνατά σου ν᾽ ακουμπήσω.
Είμαι που είμαι σε βαρύ πένθος χαντακωμένος.
170 Μόλις εχθές, είκοσι μέρες πάνε τώρα, γλίτωσα απ᾽ το μπλάβο πέλαγος.
Ως τότε το κύμα αέναο, θύελλες πυκνές μακριά
απ᾽ το νησί της Ωγυγίας μ᾽ έσερναν.
Και τώρα εδώ με ξέβρασε ενός θεού η εκδίκηση, όπου
κάποιο κακό καινούργιο, σκέφτομαι, με περιμένει.
Γιατί δεν έκλεισεν ακόμη ο κύκλος των παθών μου·
κι άλλα πολλά στοχάζομαι όρισαν οι θεοί πιο πριν να πάθω.
Έλεος όμως σου ζητώ. Εσύ είσαι η πρώτη που απαντώ,
έτσι φριχτά βασανισμένος· άλλον δεν ξέρω στους ανθρώπους
που κατοικούν αυτή τη γη κι αυτή την πόλη.
Και σου ζητώ την πόλη να μου δείξεις,
κι ένα κουρέλι να σκεπαστώ, αν έχεις φέρει εδώ μαζί σου
κάποιο πανί, να με τυλίξει.
180 Εύχομαι οι θεοί να σου χαρίσουν ό,τι βαθιά η ψυχή σου λαχταρά·
σύζυγο, σπιτικό κι ομόνοια να σου δώσουν εύφημη.
Γιατί δεν είναι άλλο στήριγμα καλύτερο και πιο ισχυρό,
όταν ομοφρονούν κι ομονοούν στο σπίτι ο άντρας κι η γυναίκα·
όποιοι διχογνωμούν, τους πρέπουν βάσανα,
χαρές σ᾽ εκείνους που η φιλία τούς δένει,
κι οι δυο κερδίζουν το καλό τους όνομα.»
Τότε κι η Ναυσικά, τα χέρια της λευκά, του ανταποκρίθηκε:
«Ξένε, ασήμαντος δεν φαίνεσαι μήτε κι η φρόνηση σου λείπει.
Κι όπως το ξέρεις, ο ολύμπιος Δίας,
μόνος αυτός την ευτυχία μοιράζει στους ανθρώπους,
καταπώς θέλει στον καθένα, άσημους ή και επιφανείς.
Πες πως δικά του είναι τα πάθη που σε βρήκαν και πρέπει εσύ
190 καρτερικά να τα υπομείνεις.
Ωστόσο τώρα, που σ᾽ αυτή την πόλη και τη χώρα καλωσόρισες,
ρούχο δεν θα σου λείψει να ντυθείς μήτε και τίποτε άλλο,
όλα όσα πρέπουν σε πολύπαθον ικέτη που προσπέφτει.
Κι όπως ζητάς, την πόλη θα σου δείξω
και θα σου πω πώς ονομάζεται ο λαός μας: αυτή τη χώρα και την πόλη
την κατοικούν οι Φαίακες· εγώ η θυγατέρα είμαι του γενναίου Αλκίνοου·
αυτός στους Φαίακες κρατεί δύναμη κι εξουσία.»
Είπε και δίνει προσταγή στις καλλιπλόκαμες κοπέλες:
«Κοπέλες μου, σταθείτε. Για πού το βάλατε στα πόδια,
που αντικρίσατε έναν τέτοιον άντρα;
200 Μήπως σας πέρασε απ᾽ τον νου πως είναι εχθρός μας;
Δεν έγινε, το λέω, ως τώρα, μήτε θα γίνει, στων Φαιάκων τη χώρα
να φτάσει κάποιος άνθρωπος φοβερός φέρνοντας αναστάτωση.
Το ξέρετε, μας αγαπούν οι αθάνατοι όσο λίγους,
μένουμε και παράμερα,
στα έσχατα όρια του πολυκύμαντου πελάγου,
που δύσκολα, ή και ποτέ, άλλος θνητός δεν θα μπορούσε να ᾽σμιγε μαζί μας.
Όμως αυτός, περιπλανώμενος και δύστυχος,
βρέθηκε κατά τύχη εδώ, και περιποίηση του πρέπει.
Όλοι οι φτωχοί κι οι ξένοι είναι του Δία αποσταλμένοι·
ακόμη κι αν τους δώσεις κάτι λίγο,
νομίζεται καλόδεχτο.
Γι᾽ αυτό, κοπέλες μου, κι εσείς προστάζω να του δώσετε
κάτι να φάει, να πιει,
210 και στο ποτάμι να τον λούσετε, διαλέγοντας μέρος απάνεμο.»
Έτσι τους μίλησε, κι εκείνες στάθηκαν, δίνοντας μεταξύ τους εντολές·
τον Οδυσσέα οδήγησαν σε μέρος σκεπαστό,
όπως παράγγειλε κι η Ναυσικά, η θυγατέρα του γενναίου Αλκίνοου.
Δίπλα του απόθεσαν τα ρούχα, το πανωφόρι και χιτώνα,
και σε μια λήκυθο χρυσή τού δίνουν λάδι λιπαρό. Ύστερα τον παρακινούσαν
να κατέβει στις ροές του ποταμού για να τον λούσουν.
Τότε ο θείος Οδυσσεύς τούς αντιμίλησε με τρόπο:
«Κοπέλες, μείνετε εσείς παράμερα· μόνος μου εγώ
θα βγάλω λούζοντας από τους ώμους μου την άλμη,
και θ᾽ αλειφτώ παντού με λάδι.
220 Πάει καιρός που τέτοιο βάλσαμο δεν μάλαξε το δέρμα μου.
Όμως δεν πρόκειται μπροστά σας να λουστώ· νιώθω ντροπή
να με κοιτάζουνε γυμνόν κοπέλες καλλιπλόκαμες.»

Ο ρόλος του οσιομάρτυρα τελειώνει πάντα με δάκρυα

Ο ρόλος του οσιομάρτυρα φαίνεται πολύ ωραίος και ευγενής από απόσταση, αλλά από κοντά είναι χάλια. Αν έχεις ζήσει ποτέ με έναν οσιομάρτυρα ή αν έχεις δοκιμάσει και ο ίδιος να τον παραστήσεις, τότε ξέρεις πόσο άσχημος και οδυνηρός μπορεί να γίνει. Με το ρόλο του οσιομάρτυρα, κανείς δεν κερδίζει αληθινά. Όλοι χάνουν. Η θυσία έχει να κάνει με απώλεια και τελειώνει πάντα με δάκρυα.

Η θυσία δεν είναι βιώσιμη λύση. Δε λειτουργεί ποτέ πραγματικά. Κάθε επιτυχία είναι προσωρινή. Μπορείς να χειριστείς μια κατάσταση για λίγο, αλλά τελικά το κόστος είναι υπερβολικά υψηλό για όλους. Κάθε φορά που μπαίνεις στον πειρασμό να το παίζεις οσιομάρτυρας, διάβαζε τις παρακάτω δέκα σκέψεις για τη θυσία. Ελπίζω ότι θα αλλάζεις γνώμη.

1. Η θυσία προέρχεται από το εγώ. Το εγώ είναι η περιορισμένη σου αντίληψη για τον εαυτό σου. Είναι μια σκέψη διαχωρισμού και έλλειψης. Η θυσία είναι μια «μικρή ιδέα» και αποτελεί ένδειξη ότι δε σκέφτεσαι με ολόκληρο το νου σου.

2. Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη για θυσία. Ο ρόλος του οσιομάρτυρα είναι ένας ρόλος που πάντα απονέμεται από σένα. Η θυσία δεν είναι ποτέ δικαιολογημένη, επειδή υπάρχει πάντα ένας καλύτερος τρόπος.

3. Με τη θυσία όλοι χάνουν. Αν χάνεις εσύ, τότε χάνουν όλοι. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει χάνω/κερδίζεις στις σχέσεις. Ο μόνος λόγος να μην το πιστέψεις αυτό είναι να εξακολουθείς να πιστεύεις ότι είσαι χωρισμένος απ’ όλους.

4. Η θυσία δεν είναι αγάπη. Μοιάζει με αγάπη, αλλά δεν μπορεί να είναι, επειδή, όταν θυσιάζεσαι ή το παίζεις μικρός ή χάνεις σκόπιμα, δε δίνεις πραγματικά τον εαυτό σου. Όταν δίνεις τον εαυτό σου χωρίς όρους, δε χάνεις ποτέ.

5. Η θυσία είναι φόβος, θυσιάζεσαι εκεί που φοβάσαι. Τι φοβάσαι; Την απόρριψη, την αποτυχία, την απώλεια, την ευτυχία, την επιτυχία, το να έχεις όλα όσα θέλεις;

6. Η θυσία είναι ενοχή. Είναι ένας τρόπος να πληρώσεις γι’ αυτό που πιστεύεις ότι δεν αξίζεις. Είναι ένας τρόπος να εξασφαλίζεις ότι η επιτυχία, η ευτυχία και η αγάπη δε θα σε χαλάσουν. Δυστυχώς, αν το πιστεύεις αυτό, τότε όσες θυσίες και να κάνεις δε θα είναι ποτέ αρκετές.

7. Η θυσία δεν είναι δόσιμο. Δεν είναι δώρο’ είναι ανταλλαγή. Όταν παίζεις τον οσιομάρτυρα, τότε δίνεις όλο και περισσότερο με όρους, μ’ ένα σωρό κρυφά συναισθηματικά τιμολόγια, τα οποία πρέπει να πληρωθούν μέσα σε 28 μέρες, ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα...

8. Η θυσία είναι έλεγχος. Ακούγεται παράξενο, αλλά ίσως να τη χρησιμοποιείς σαν έναν τρόπο να ελέγχεις τις σχέσεις σου, να αποφεύγεις την οικειότητα, να παραμένεις στο διαχωρισμό, να εμμένεις στο παρελθόν και να μην το αφήνεις να φύγει. Ίσως η θυσία να είναι φόβος για την ανεξέλεγκτη ευδαιμονία!

9. Η θυσία καταλήγει πάντα σε απώλεια. Οι άνθρωποι που θυσιάζονται καταλήγουν πάντα να απαιτούν να θυσιαστούν και όλοι οι άλλοι. Ορκίζονται ότι δεν το απαιτούν, αλλά είναι αλήθεια!

10. Η θυσία δεν είναι το δώρο σου στους άλλους. Όταν πιστεύεις στο ρόλο του μάρτυρα, τότε αισθάνεσαι το δόσιμο σαν χάσιμο, την αυτοδέσμευση σαν αλυσίδες, την αγάπη σαν καθήκον, και τίποτε δεν γίνεται από καρδιάς. Το δώρο σου είναι να αγαπάς, όχι να χάνεις.

Το αληθινό δράμα είναι να σταματήσουμε μια μέρα να αγαπάμε και να επιθυμούμε

Βραχύβιοι ή διαρκείας, οι έρωτές μας δεν μας διδάσκουν τίποτα: καμιά αισθηματική αγωγή δεν συνοδεύει τη συγκεχυμένη τους διαδοχή.

Το μόνο που θέλουμε είναι να ξαναζήσουμε – ακόμα μια φορά και για πάντα.

Δεν είμαστε σοβαροί όταν στα πενήντα μας ερωτευόμαστε παράφορα τον πρώτο τυχόντα: ίδια καρδιοχτύπια με τους εικοσάχρονους, ίδια αποβλάκωση...

Αν το να είσαι ενήλικας σημαίνει σταθερότητα, όρια, ψυχραιμία, πάσχουμε σίγουρα από χρόνια εφηβεία.

Έχουμε συνέπεια στις ερωτικές μας σχέσεις αλλά ασυνέπεια στη σχέση μας με τον χρόνο.

Το ουσιώδες είναι να μην ξαναβάλουμε, λαθραία, στη ζωή το πνεύμα του φανατισμού: ο κόσμος πρέπει να έχει χώρο και για τους φλογερούς και για τους συναισθηματικούς, και για τις πλατωνικές και για τις παθιασμένες σχέσεις – για όλα δηλαδή.

Όποιος θέλει να αποφύγει τις σεξουαλικές δοσοληψίες να μπορεί να το κάνει, όπως οι υπόλοιποι κάνουν ό,τι θεωρούν πως τους ταιριάζει.

Αφήστε τους ανθρώπους να το ευχαριστηθούν: τους μοναχικούς, τους άστατους, τους ντροπαλούς, τους αχόρταγους.

Ας μη χάσουμε ποτέ την αίσθηση της θαυμαστής σάρκας: ο έρωτας είναι η δύναμη της ζωής που συνδέει ό,τι είναι χωριστό, η μοναδική οικουμενική γλώσσα που μιλάμε όλοι, το κεραυνοβόλο βραχυκύκλωμα που ρίχνει τα σώματα το ένα πάνω στο άλλο.

Το ότι μπορούμε να επιθυμούμε χωρίς να αγαπάμε και να αγαπάμε χωρίς να επιθυμούμε είναι προφανές: οι περισσότερες φιλικές και οικογενειακές μας σχέσεις δεν εμπλέκουν το σεξ.

Αλλά οι οπαδοί της σύζευξης σεξ-αισθημάτων θέλουν στην πραγματικότητα να καθυποτάξουν το σεξ στα αισθήματα ώστε να το δικαιολογήσουν και να το εξιδανικεύσουν.

Το αληθινό δράμα είναι να σταματήσουμε μια μέρα να αγαπάμε και να επιθυμούμε, απορρίπτοντας τη διπλή πηγή που μας ενώνει με την ύπαρξη.

Το αντίθετο της λίμπιντο δεν είναι η αποχή, είναι η κούραση του να ζει κανείς.

Ο Λαβύρινθος και η στροφή εντός

Οι Λαβύρινθοι χρησιμοποιούνται πάνω από 4.000 χρόνια και εμφανίζονται σε πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο πνευματικό σύμβολο που με την συνειδητή χρήση του μπορεί να βοηθήσει τον αναζητητή να βαθύνει την συνείδηση του και να επιτύχει τη εξέλιξή του. Χρησιμοποιούνταν ως χώροι μύησης που οι νεόφυτοι καλούνταν να αντιμετωπίσουν τον ασυνείδητο εσωτερικό τους κόσμο σε όλο του το μεγαλείο. Μια διαδρομή προσωπική, μοναχική που για να φτάσει στο τέλος της πρέπει να αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες που παρουσιάζει ο δρόμος.

Αυτό το αρχέτυπο καλεί τον αναζητητή να στραφεί εντός. Όταν θα ξεκινήσει η διαδρομή ξεκινάει τον ιερό πνευματικό του δρόμο. Βρίσκεται αντιμέτωπος με τα χαμηλά του ένστικτα, με τις αγωνίες του και τα πάθη του.

Για να βγει από τον λαβύρινθο πρέπει να περάσει από το κέντρο του. Το κέντρο της ύπαρξής του. Εργαλεία γίνονται η διαίσθηση, η λογική, και η παράδοση. Ο λαβύρινθος δεν έχει παγίδες, ούτε προσπαθεί να ξεγελάσει. Πρέπει απλώς να παραδοθείς και να βαδίσεις τον δρόμο. Δεν υπάρχει σωστός η λάθος δρόμος. Ο δρόμος είναι ένας. Όταν αφουγκραστεί το κέντρο του, συντονιστεί με τον δρόμο και την αναζήτηση ξεκινάει τον δρόμο της επιστροφής. Έχει αδειάσει από τα πάντα και έχει μείνει με την ουσία του. Επιστρέφει σπίτι, από όπου ήρθε. Δεν υπάρχουν κανόνες. Μόνο συγκέντρωση και παρατήρηση.

Ο διαλογισμός αυτός του σώματος είναι μορφή προσευχής. Η ζωή μας είναι ένας ιερός περίπατος. Έχει να κάνει με αλλαγή, εξέλιξη, ανακάλυψη. Και το άγχος, η δυσφορία, η απόγνωση είναι μέσα στο παιχνίδι. Βήμα- βήμα τη φορά ας βιώσουμε όλοι τον εσωτερικό μας λαβύρινθο και ας ανακαλύψουμε την σοφία η οποία βρίσκεται μέσα μας. Βήμα-βήμα...

Άνθρωποι υψηλής ευαισθησίας στο τοξικό περιβάλλον της εποχής μας

Οι ευαίσθητοι άνθρωποι δύσκολα ευτυχούν μέσα σε ένα περιβάλλον «αρνητικής ενέργειας» σαν αυτό που βιώνουμε όλο και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια. Ανισότητα, ανταγωνισμός, εκμετάλλευση, πόλεμος, φρίκη και αρρώστια παράγουν ψυχονοητική τοξικότητα στη ζωή μας η οποία τελικά εκφράζεται και ως ρύπανση στο περιβάλλον μας. Αποτελέσματα που ένας ευαίσθητος άνθρωπος απορροφά σαν σφουγγάρι και δεν αντέχει ως οργανισμός.

Το ένστικτο της επιβίωσης τον ωθεί στην αποβολή όλης αυτής της τοξικότητας με αποτέλεσμα πολύ συχνά να την αναπαράγει νοσώντας ψυχικά στα πρώτα στάδια και σωματικά στη συνέχεια, αφού αδυνατεί όσο κι αν αντιδρά και δυσθυμεί να απαλλαγεί από τα απόβλητα της κοινωνικής και υλικής του υπόστασης.

Συνεχώς φορτισμένος αρνητικά, χωρίς να έχει τη γνώση και την ικανότητα της ενεργειακής εξισορρόπησης, νιώθει την έλλειψη δυνάμεων σωματικών και ψυχικών την οποία μάταια προσπαθεί να ανακουφίσει με τη μορφή της υπερκατανάλωσης ενώ οδηγείται με γεωμετρική πρόοδο στη σωματική του ασθένεια πλέον αλλά και σε ένα πρότυπο νοσηρής ανακύκλωσης όλων αυτών που τον βασανίζουν.

Η αδιαφορία του για την ομορφιά και την τάξη είναι η αρχή των μυρίων κακών που έπονται. Αξίες τις οποίες υποτιμά σε βαθμό που να χάνεται η ουσία της ύπαρξής του.

Οι άνθρωποι υψηλής ευαισθησίας που κρύβουν την ομορφιά τους σε πλεόνασμα σάρκας, αυτοί που εξαφανίζουν την βασανισμένη ψυχή τους κάτω από βουνά αντικειμένων ή την θάβουν σε καταχρήσεις ουσιών κι εκείνοι ακόμα που τοποθετούν τον εαυτό τους τελευταίο σε μια χαώδη λίστα προτεραιοτήτων κι αναγκών άλλων ψυχών ως ταπεινοί υπηρέτες τους, είναι οι ευαίσθητοι άνθρωποι που έχασαν πολύ νωρίς (στην παιδική ηλικία) την ικανότητα να ανασαίνουν ως τα βάθη της ψυχής τους και να χαμογελούν πλατιά στο δικό τους θαύμα της ζωής.

Αντικαθιστώντας την ομορφιά της αγάπης του ωραίου και αρμονικά τακτοποιημένου θεού (που είναι η εσωτερίκευση της φύσης) με την ασχήμια του φόβου της επιβίωσης κι επικράτησης (που είναι το άγχος, τα ψυχολογικά και αξιακά προβλήματα της κοινωνίας μας), φτάσαμε στο σημείο η κρίση που ζούμε σήμερα να είναι αναπόφευκτη και οι άνθρωποι υψηλής ευαισθησίας απολύτως απαραίτητοι σαν φάροι και οδηγοί μας, στην επιτυχημένη έξοδο από αυτήν.

Μόνη προϋπόθεση είναι οι ευαίσθητοι άνθρωποι να αναγνωρίζουν αυτό που πραγματικά τους συμβαίνει. Να αποδέχονται την ισότητα τους, την αξία τους και τη χρησιμότητά τους στη δεδομένη στιγμή όπου καλούνται να παίξουν συνειδητά ένα ρόλο. Όχι αυτόν του θύματος, όχι του άρρωστου, του στιγματισμένου και του απόβλητου, αλλά του εξισορροπιστή που λειτουργεί ως φίλτρο των ενεργειακών αποβλήτων της κοινωνίας μας.

Ο άνθρωπος υψηλής ευαισθησίας καλείται να γίνει θεραπευτής, δάσκαλος, και φροντιστής του εαυτού του και μέσω αυτού του κάθε ενός πλησίον του. Καλείται να εσωτερικεύει την ομορφιά και να φιλτράρει την ασχήμια, να μην ανταποδίδει όχι με αυτοσυγκράτηση, αλλά με εν συναίσθηση, να μην θέτει τον εαυτό του στο περιθώριο που του παρέχει έστω την ησυχία που έχει ανάγκη αλλά να παραμένει στη ροή της ζωής, αναμεσά μας, δημιουργώντας την ησυχία μέσα του.

Γιατί όταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος απαντά με βαθιές ανάσες και πλατύ χαμόγελο στην τοξικότητα του περιβάλλοντός του, τότε η ενέργεια αλλάζει, ο ήλιος χρωματίζεται, ο αέρας μοσχοβολά και ο τόπος γύρω του λάμπει από καθαριότητα.

Γεννιόμαστε όλοι με τα δικά μας φτερά, αλλά η ζωή τα παίρνει μακριά

Ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο με τα δικά μας φτερά. Ως παιδιά, έχουμε ένα αθώο βλέμμα και μια καρδιά και ένα νου που είναι γεμάτα από όνειρα και στόχους, που θέλουμε να πετύχουμε ως ενήλικες.

Το εάν θα τα επιτύχετε ή όχι εξαρτάται από πολλά διαφορετικά πράγματα: τη στάση σας απέναντι στη ζωή, τη δύναμη, το κίνητρό σας, την υποστήριξη, μια πινελιά τύχης και τα σωστά προσωπικά και κοινωνικά πλαίσια.

Φυσικά δεν είναι εύκολο. Το να γεννιέσαι με φτερά και να τα έχεις καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής σου δεν είναι απλή υπόθεση.

Κάθε απογοήτευση, κάθε εμπόδιο στο δρόμο και κάθε προδοσία μπορεί να αφαιρέσει τα φτερά σας μέχρι τελικά να χάσετε εκείνη την αναπνοή που κάποτε έδινε δύναμη στα όνειρά σας.

Ένα πράγμα που είναι καλό να θυμάστε είναι ότι οι άνθρωποι που δεν πρέπει ποτέ να χάσουν τα φτερά τους, είναι τα παιδιά. Η παιδική ηλικία πρέπει να είναι αυτή η υπέροχη περίοδος, όταν πιστεύετε ότι οτιδήποτε φαντάζεστε είναι δυνατό.

Σήμερα σας προσκαλούμε να το σκεφτείτε.

Γεννημένοι με τα δικά μας φτερά για να πετύχουμε τα όνειρά μας

Ο εγκέφαλος των παιδιών έχει ένα εξαιρετικό χάρισμα που θα τα βοηθήσει κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής τους ηλικίας.

Αυτό το χάρισμα είναι η δύναμη της μάθησης ή η νευροπλαστικότητα και είναι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που θα πρέπει να διεγερθούν οι ικανότητές τους στο μέγιστο, ώστε να τους επιτραπεί να αναπτυχθούν και να μεγαλώσουν τα φτερά για να πετάξουν.

Λέγεται ότι οι άνθρωποι που συχνότερα κόβουν τα φτερά των παιδιών είναι μέλη της ίδιας της οικογένειάς τους, καθώς και το ίδιο το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα.

Ας το δούμε αυτό με περισσότερες λεπτομέρειες.

Οικογένειες που ενεργοποιούν τις ικανότητες στο παιδί και οικογένειες που τις μπλοκάρουν

Ίσως έχετε ήδη ακούσει για τη δημοκρατική και την αυταρχική εκπαίδευση. Αυτές είναι δύο πολύ διαφορετικές μορφές εκπαίδευσης, μέσω των οποίων τα παιδιά εσωτερικοποιούν ένα σύνολο αξιών που μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται σε ενήλικες.
  • Οι οικογένειες που ενεργοποιούν τις ικανότητες των παιδιών τους, σέβονται τις συναισθηματικές τους ανάγκες και τα όνειρά τους.
  • Προσφέρουν ρίζες και ασφάλεια που βασίζονται στην αναγνώριση και το σεβασμό, ανοίγοντας έτσι πόρτες ώστε τα παιδιά τους να μπορούν να επιτύχουν αυτό που θέλουν. Φυσικά, αυτό είναι πάντα υπό την καθοδήγηση ενός ενήλικα.
  • Μια δυσλειτουργική οικογένεια από την άλλη πλευρά, έχει ένα πλάνο ζωής που έχει σχεδιαστεί για τα παιδιά τους, τα οποία πρέπει να εξελιχθούν έτσι ώστε να ανταποκρίνονται σε αυτά.
Δεν λαμβάνουν υπόψιν τις σκέψεις του παιδιού τους ή την ανάγκη τους να απολαύσουν αυτή την εποχή της παιδικής ηλικίας. ‘Κόβουν‘ προσωρινά τα φτερά τους, αντιμετωπίζοντας τα όνειρά τους σαν να ήταν «ανοησίες», και τα κατευθύνουν προς πιο συγκεκριμένους στόχους στη ζωή.

Εάν είχατε εμπειρία από αυτό το είδος ανατροφής και εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της παιδικής σας ηλικίας ή της πρώιμης εφηβείας, μπορείτε να θεωρείτε ότι έχετε περιοριστεί στη ζωή σας ή ότι δεν είστε ικανός ή άξιος να επιτύχετε τα όνειρά σας.

Αντικαταστήστε τα χαμένα σας φτερά

Τα δικά μας φτερά ποτέ δεν εξαφανίζονται εξ ολοκλήρου. Αφού περάσετε την παιδική σας ηλικία ή την εφηβεία, θα υπάρχουν πάντα νέες ευκαιρίες για εκείνους που συνεχίζουν να βασίζονται στον εαυτό τους και να πιστεύουν στο δικαίωμά τους να είναι ευτυχισμένοι.
  • Τα φτερά σας θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν με το κάθε νέο σας όνειρο, με κάθε βήμα που παίρνετε με ασφάλεια και σιγουριά με την πεποίθηση ότι σας αξίζει κάτι πολύ καλύτερο.
  • Προκειμένου να θεραπεύσετε αυτά τα τραυματισμένα φτερά που έχουν χάσει την ικανότητά τους να πετάνε, πρέπει πρώτα απ' όλα να συλλογιστείτε εάν οι άνθρωποι γύρω σας σας δίνουν ώθηση να πετάξετε ή σας αποθαρρύνουν.
  • Μια περίπλοκη συναισθηματική σχέση, ένα μέλος της οικογένειας που σας ελέγχει ακόμα, ή λίγοι φίλοι που ενδιαφέρονται περισσότερο για το δικό τους συμφέρον παρά για το κοινό καλό, όλα αυτά είναι πτυχές που μπορούν να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αυτοεκτίμησή σας.
  • Βάλτε τον εαυτό σας σε προτεραιότητα. Σκεφτείτε καθημερινά ότι η ευτυχία σας είναι μια αξιόλογη προσπάθεια.
  • Αν υπάρχει κάποιος δίπλα σας που θα σας βγάλει άλλο ένα φτερό προκειμένου να σταματήσει την προσωπική σας ανάπτυξη, επαναξιολογήστε την κατάσταση και δείτε αν αξίζει τον κόπο. Θα μπορούσε να είναι η ώρα να πάρετε μια απόφαση.
Μπορεί επίσης να είναι απαραίτητο να θυμάστε κάτι σημαντικό. Μερικές φορές, για να ανακτήσετε τα φτερά που έχετε χάσει, δεν έχετε άλλη επιλογή από το να «απογειωθείτε» και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να κάνετε μόνοι σας.
  • Με το να τολμήσετε να ‘απογειωθείτε’ εννοούμε να κάνετε μια αλλαγή. Αλλάζοντας το περιβάλλον σας, τους φίλους σας ή ακόμα και τη στάση σας απέναντι στη ζωή.
  • Μόλις κάνετε αυτό το πρώτο βήμα προς την αλλαγή, θα αισθανθείτε πολύ πιο ελεύθερος/η, χωρίς να κουβαλάτε τοξικές αποσκευές ή να έχετε πέτρες στα παπούτσια σας.
  • Αυτή η εσωτερική ευεξία θα είναι τόσο ευχάριστη και θα σας ανταμείψει σε τέτοιο βαθμό που, σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιήσετε, θα έχετε ανακτήσει και πάλι τα φτερά σας.
Τα δικά μας φτερά είναι έτοιμα να μας πετάξουν στα όνειρά μας. Πρέπει πάντα να βασιζόμαστε και να πετάμε με τα δικά μας φτερά!

Εκδίκηση: Όταν σε “τυφλώνει” η αδικία, η απόρριψη, ο πόνος

Όταν θέλεις να τον πονέσεις όσο σε πόνεσε, χάνεις το δίκιο σου! Τι πρέπει να κάνεις…

Σε απάτησε. Σε χώρισε χωρίς λόγο. Σε άφησε για μια μικρότερη, για μια ωραιότερη, για μια χειρότερη. Τον έπιασες να ανταλλάσσει ερωτικά μηνύματα στο κινητό του, καθώς έπινες τον καφέ σου τον είδες να περνάει μπροστά σου με μια άλλη… Και άλλα πολλά που μπορεί να έχουν συμβεί σε αυτή τη ζωή που σε έφεραν πραγματικά στα όριά σου ή σε έβγαλαν έξω από αυτά.

Το μυαλό σου αρχίζει και λειτουργεί επικίνδυνα. Σε ωθεί να κάνεις πράγματα άσχημα. Φαντασιώνεσαι καταστάσεις περίεργες και σε πνίγει το μίσος… Διψάς για εκδίκηση! Θέλεις να πονέσει όσο σε πόνεσε…

“Η εκδίκηση είναι ένας μηχανισμός για την ανακούφιση του πληγωμένου μας εγωισμού. Προσπαθούμε να πάρουμε το αίμα μας πίσω και να κάνουμε τον άλλον να νιώσει όπως ακριβώς νιώσαμε εμείς. Από τη μία μεριά να ανεβάσουμε την αυτοεκτίμησή μας κι από την άλλη να αποκατασταθεί μέσα μας το αίσθημα δικαίου”.

“Μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία για να ανακουφίσουμε την ψυχή μας που πονάει είτε από το αίσθημα της αδικίας, είτε της απόρριψης, είτε της μείωσης. Θέλουμε να του δώσουμε τα ίδια άσχημα συναισθήματα”.

Είναι θέμα χαρακτήρα

Από τη θεωρία στην πράξη η απόσταση είναι μεγάλη. Ο θυμός και η στενοχώρια εύκολα σε βάζει στη διαδικασία κακών σκέψεων. Για να φτάσεις στο σημείο όμως να κάνεις κάτι από αυτά, να καταστρώσεις σχέδιο και να το πραγματοποιήσεις δεν είναι τόσο εύκολο για όλες.

Ποιοι ολοκληρώνουν το σχέδιο της εκδίκησης λοιπόν; “Οι άνθρωποι οι οποίοι είναι πιο ευάλωτοι είτε γιατί δεν πιστεύουν πολύ στον εαυτό τους είτε γιατί είναι δυστυχισμένοι. Με λίγα λόγια, δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, από την εικόνα τους και από τον εαυτό τους. Θέλουν να εκδικηθούν για να ξορκίσουν την κακή εικόνα και να δείξουν στον άλλον ότι δεν είναι αυτό που φαντάζονταν (ότι είναι του χεριού του, ότι μπορεί να τους κάνει ό, τι θέλει). Δείχνουν ότι μπορούν κι εκείνοι να είναι το ίδιο δυνατοί και να κάνουν την ίδια πράξη”.

“Βεβαίως η εκδίκηση είναι θέμα χαρακτήρα. Υπάρχουν άνθρωποι εκδικητικοί και υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι μεγαλόψυχοι και ξέρουν να συγχωρούν όχι από αδυναμία, αλλά από δύναμη”.

Το γιατί της εκδίκησης… η αγάπη!

Για ποιο λόγο εκδικείται κάποιος; Τι προσπαθεί να πετύχει κάνοντας εσκεμμένα κακό σε κάποιον άλλον; Γιατί θέλουν να ανεβάσουν την αυτοεκτίμησή τους, να αισθανθούν καλά, ενώ πριν είχαν αισθανθεί πάρα πολύ άσχημα και μειωμένοι. Θέλουν να πονέσουν τον άλλον όπως πόνεσαν εκείνοι.

Το μέσα αρχίζει να κλωτσάει. Ο πόνος είναι βαθύς. Τόσο έντονος, τόσο ενοχλητικός που γίνεται κινητήριος δύναμη. Προσπαθείς να κάνεις κάτι να νιώσεις καλύτερα. Η απόγνωση σε οδηγεί σε λάθος μονοπάτια, να βλάψεις ανθρώπους που μέχρι χθες δήλωνες πως αγαπάς.

“Περισσότερο εκδικούμαστε τα άτομα που αγαπάμε γιατί αυτά είναι και πιο ικανά να μας πληγώσουν. Όσο πιο πολύ αγαπάμε κάποιον τόσο πιο πολύ πληγωνόμαστε από μια συμπεριφορά του άρα και τόσο πιο πολύ επιθυμούμε να του το ανταποδώσουμε για να έρθουμε σε μια ισορροπία μέσα μας”.

Τι να κάνεις λοιπόν;

Τι μπορείς να κάνεις όταν πονάς, όταν σε πνίγει το δίκιο σου, όταν σε τυφλώνει η αδικία…

-Καταρχήν πρέπει να προσέξεις τη συμπεριφορά σου ώστε να μην πληγώσεις τον άλλον για να μην θελήσει και ο άλλος να σε εκδικηθεί αφενός. Αφετέρου ας είμαστε προσεκτικοί… σε ποιον άνθρωπο κάνουμε κάτι που θα τον πειράξει, γιατί αν ο άνθρωπος αυτός δεν το αντέχει, είναι σίγουρο ότι θα προσπαθήσει να μας το ξεπληρώσει με τον χειρότερο τρόπο.

-Η εκδίκηση είναι αποτέλεσμα μιας χαμηλής αυτοεικόνας και αυτοεκτίμησης. Γι’ αυτό κάνοντας τον άνθρωπο να πιστέψει στον εαυτό του, να ξέρει ποιος είναι και να αγαπάει τον εαυτό του είναι σίγουρο ότι αυτός ο άνθρωπος δεν θα εκδικηθεί κανέναν, γιατί ξέρει ότι αν κάποιος κάνει κάτι κακό έχει πρόβλημα αυτός που το έκανε. Το έκανε επειδή εκείνος είναι κακός και λίγος.

-Άρα, δεν χρειάζεται να εκδικηθώ έναν άνθρωπο που έχει πρόβλημα και δεν αξίζει. Βέβαια, άλλο το εκδικούμαι και άλλο το αμύνομαι. Έχει διαφορά. Γιατί αν κάποιος μου κάνει κάτι κακό είμαι υποχρεωμένος να προστατέψω τον εαυτό μου και να πάρω όλα τα μέτρα που χρειάζονται για να περιφρουρήσω και τον εαυτό μου και τα δικαιώματά μου. Αυτό δεν είναι εκδίκηση, είναι αυτοπροστασία γιατί πρώτα από όλα αγαπάμε τον εαυτό μας και μετά τους άλλους.

-Αν νιώσεις ότι θέλεις να πάρεις εκδίκηση… πρέπει να εκλογικεύσεις αυτήν την επιθυμία σου και να σκεφτείς για ποιο λόγο έκανες αυτήν τη σκέψη. Μια τέτοια σκέψη και μια τέτοια ενέργεια δεν σε τιμά σαν άνθρωπο ίσα ίσα που δείχνει την αδυναμία σου και την ανεπάρκειά σου.

Με λίγα λόγια…

Μπορεί να πονάς, αλλά μην ρίχνεις το επίπεδό σου χαμηλότερα από το δικό του. Η αδιαφορία σου είναι η μεγαλύτερη “εκδίκηση”, η απουσία σου η καλύτερη “τιμωρία” του.
Και στην τελική, γιατί να επιβαρύνεις την ψυχή σου;

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ: Η ιατρική θεραπεύει τις ασθένειες του σώματος, η σοφία εξαλείφει τις ασθένειες της ψυχής

Από τους πρώτους φιλοσόφους της «ατομικής θεωρίας», μαζί με τον δάσκαλό του τον Λεύκιππο, λέγεται ότι ο Δημόκριτος έζησε ως εκατόν εννιά χρονών κι ότι είχε έναν χαρακτήρα στοχαστικό και εκκεντρικό.

Αφοσιώθηκε κυρίως στην προσπάθειά του να καταλάβει τι δομεί την ύλη, ωστόσο έχουν διασωθεί και δικές του αξιόλογες απόψεις για την τέχνη του ζην, όπως η ακόλουθη: Όποιος επιζητεί την ηρεμία του πνεύματος οφείλει να ασχολείται με ελάχιστα θέματα, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και ως πολίτης- δεν πρέπει να καταπιάνεται με τίποτα που υπερβαίνει τις δυνάμεις του και τη φύση του- πρέπει να παραμένει σε επαγρύπνηση με σκοπό να αγνοεί τη μοίρα, ακόμα κι όταν του είναι εχθρική και φαίνεται να τον παρασύρει χωρίς αντίσταση· τέλος, δεν πρέπει να δένεται παρά με ό,τι δεν υπερβαίνει τις δυνάμεις του- το φορτίο που σηκώνουν οι πλάτες μας είναι καλύτερα να μην είναι πολύ βαρύ, ώστε να μεταφέρεται εύκολα.

Αυτό που προτείνει ο Δημόκριτος βρίσκεται στη γραμμή της σημερινής «ενσυνειδητότητας», της τεχνικής να επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε μία μόνο δραστηριότητα ώστε να ρέουμε μαζί της και να πετυχαίνουμε το εξαιρετικό. Αντί να διασκορπίζουμε την προσοχή μας προς όλες τις κατευθύνσεις, ασχολούμαστε μόνο με ένα πράγμα και το κάνουμε καλά. Για παράδειγμα, ζούμε.

Πολλές φορές, οι αλήθειες γίνονται αντιληπτές μόνο για να χαθούν και πάλι

Πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, ο Έλληνας Αρίσταρχος ανακάλυψε ότι ο Ήλιος είναι το κέντρο του σύμπαντός μας και όχι η Γη. Αυτή η θεωρία του Αρίσταρχου έγινε γνωστή ως ηλιοκεντρική. Αργότερα όμως, οι Πτολεμαίοι εγκατέλειψαν αυτή τη θεωρία και είπαν ότι το κέντρο είναι η Γη.

Χρειάστηκαν πάνω από χίλια χρόνια, μέχρι ο Κέπλερ και ο Κοπέρνικος να εδραιώσουν και πάλι τη θεωρία ότι ο Ήλιος είναι το κέντρο του σύμπαντός μας.

Η αλήθεια που ανακάλυψε ο Αρίσταρχος έμεινε κρυμμένη για πάρα πολύ καιρό, μέχρι που ο Κοπέρνικος άνοιξε το αρχαίο βιβλίο του Αρίσταρχου… Και οι άνθρωποι έπαθαν σοκ.

Στη Δύση, λένε ότι η Αμερική ανακαλύφθηκε από τον Κολόμβο. Όταν ο Όσκαρ Γουάιλντ πήγε στην Αμερική, είπε ένα αστείο σχετικά μ’ αυτό, που έγινε πολύ γνωστό. Είπε ότι η Αμερική ανακαλύφθηκε πολύ νωρίτερα από κάποιον άλλο. Αυτό είναι αλήθεια.

Η Αμερική ανακαλύφθηκε πολλές φορές και χάθηκε ξανά και ξανά, όταν κόπηκαν οι σχέσεις μαζί της. Κάποιος ρώτησε τον Όσκαρ Γουάιλντ: «Αν δεν την ανακάλυψε ο Κολόμβος, αν είχε ήδη ανακαλυφθεί, τότε γιατί τη χάσαμε;»

Ο Όσκαρ Γουάιλντ απάντησε αστειευόμενος: «Κάθε φορά που την ανακαλύπταμε, έπρεπε να το κρατήσουμε μυστικό, επειδή έναν τέτοιο μπελά είναι προτιμότερο να τον ξεχάσεις και να τον βάλεις στην άκρη.»

Στα αρχαία Ελληνικά κείμενα (Ορφικά κ.λπ..), και σε πολλές άλλες παραδώσεις καθώς και στο έπος της Μαχαμπαράτα, υπάρχει μια αναφορά στην Αμερική. Μία από τις συζύγους του Αρτζούνα ήταν από το Μεξικό. Υπάρχουν στο Μεξικό αρχαίοι ινδουιστικοί ναοί με είδωλα του Γκανέσα σκαλισμένα πάνω τους.

Συμβαίνει πολλές φορές να έρχεται η αλήθεια μέσα στη φούχτα μας κι ύστερα χάνεται και πάλι.

Τι συνταρακτικό συνέβηκε στην Δύση όταν ανακάλυψαν τα βιβλία του Αριστοτέλη;

Ο Αριστοτέλης και η μεσαιωνική αστρική πύλη

Μια φορά κι έναν καιρό στη Δύση, στην Ισπανία για να ακριβολογούμε, ήρθε στο φως μια συλλογή εγγράφων που βρίσκονταν στο σκοτάδι για πάνω από χίλια χρόνια, και τα αποτελέσματα της ανακάλυψης ήταν στ’ αλήθεια επαναστατικά.

Τα βιβλία του Αριστοτέλη ήταν η μεσαιωνική αστρική πύλη των χριστιανών. Για τους Ευρωπαίους του Μέσου Μεσαίωνα, η εντυπωσιακή επανεμφάνιση των χαμένων έργων του Έλληνα φιλοσόφου υπήρξε ένα γεγονός τόσο μοναδικό και με τόσο τεράστιο αντίκτυπο, ώστε να είναι ή θαυμαστό ή διαβολικό, ανάλογα με τη σκοπιά του καθενός. Η γνώση που περιεχόταν σ’ αυτά τα χειρόγραφα ήταν ταυτόχρονα «σκληρή» και «μαλακή» και εκπληκτικά κατανοητή. Οι περίπου τρεις χιλιάδες σελίδες υλικού, που κάλυπταν ολόκληρο το φάσμα της μάθησης, από βιολογία και φυσική μέχρι λογική, ψυχολογία, ηθική και πολιτική επιστήμη, φάνταζαν πραγματικά σαν κληροδότημα ενός ανώτερου πολιτισμού.

Ή μήπως θα έπρεπε να πω δυο πολιτισμών; Γιατί τα βιβλία του Αριστοτέλη δεν ανακαλύφθηκαν γραμμένα στα ελληνικά, ούτε φυλαγμένα σε πήλινα αγγεία, αλλά γραμμένα στα αραβικά και στεγασμένα στις βιβλιοθήκες μεγάλων πανεπιστημίων στη Βαγδάτη, στο Κάιρο, στο Τολέδο και στην Κόρδοβα. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την κατάρρευση της τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη, τα έργα του Αριστοτέλη και άλλων Ελλήνων επιστημόνων έγιναν πνευματική ιδιοκτησία του πλούσιου και φωτισμένου αραβικού πολιτισμού, που κυριαρχούσε στη μεγάλη Νότια Ημισέληνο, εκτεινόμενη από την Περσία μέχρι την Ισπανία. Συνεπώς, όταν οι Δυτικοευρωπαίοι μετέφρασαν αυτά τα έργα στα λατινικά, με τη βοήθεια μουσουλμάνων και Εβραίων λογιών, μετέφρασαν επίσης τα έργα των κορυφαίων ισλαμιστών και εβραίων ερμηνευτών, φιλοσόφων παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ο Αβικέννας, ο Αβερρόης και ο Μώυσής Μαϊμονίδης. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Σαν να έβρισκε κάποιος φυλαγμένα σε ένα αρχαίο αγγείο όχι μόνο τα έργα ενός αρχαίου Αϊνστάιν, αλλά και ερμηνείες, εφαρμογές και εκσυγχρονισμό του υλικού από τον ίδιο τον Αϊνστάιν και άλλους σύγχρονους φυσικούς. Λόγω αυτών των σχολιασμών, το έργο του Αριστοτέλη εμφανίστηκε με άμεσα χρησιμοποιήσιμη -και εξαιρετικά αμφιλεγόμενη- μορφή. Για τους μεσαιωνικούς χριστιανούς, η ανάγνωση αυτών των βιβλίων για πρώτη φορά ήταν σαν να έβρισκαν μια συνταγή για διαπλανητικά ταξίδια ή μια θεραπεία για το AIDS, γραμμένες σε κάποιον αρχαίο πάπυρο. Ήταν το είδος της γνώσης που μπορούσε να ανατρέψει την υπάρχουσα κοσμοθεωρία, να προκαλέσει επανάσταση στην επιστήμη και να παράσχει στους αναγνώστες νέα πρότυπα ανθρώπινης οργάνωσης.

Γι' αυτό το λόγο, η επανεμφάνιση των αριστοτελικών ιδεών στην Ευρώπη είχε μια μεταμορφωτική επίδραση εντελώς διαφορετική από οποιαδήποτε μεταγενέστερη ανακάλυψη. Δεν προκάλεσε τις εκτεταμένες αλλαγές που έλαβαν χώρα στην ευρωπαϊκή κοινωνία του Ύστερου Μεσαίωνα: την αύξηση της παραγωγής τροφίμων και του εμπορίου, την εξέλιξη των πόλεων, την εξάπλωση της μάθησης και την ανάπτυξη των λαϊκών θρησκευτικών κινήσεων. Η χρησιμότητα των μεθόδων και των εννοιών του Αριστοτέλη εξαρτιόταν από την επίτευξη ενός ορισμένου επιπέδου τεχνικής και οικονομικής προόδου, από την ανάπτυξη μιας ορισμένης πολιτισμικής ορμής εκ μέρους της κοινωνίας-αποδέκτη. Δεδομένης αυτής της ορμής, ωστόσο, οι ανακαλύψεις ήταν καταιγιστικές, επιταχύνοντας το βήμα και βαθαίνοντας την ποιότητα της επιστημονικής και φιλοσοφικής έρευνας. Στη λατινική Δύση, το ανακτημένο έργο του Αριστοτέλη ήταν το κλειδί για τις περαιτέρω εξελίξεις, που θα μετέτρεπαν την Ευρώπη από μια απομακρυσμένη, επαρχιακή περιοχή σε επίκεντρο ενός επεκτατικού παγκόσμιου πολιτισμού.

Φανταστείτε! Πάνω από τέσσερις αιώνες πριν κηρύξουν την επιστημονική επανάσταση ο Φράνσις Μπέικον και ο Καρτέσιος, μια αναγνωρίσιμα σύγχρονη προοπτική -ορθολογιστική, προσγειωμένη, ανθρωπιστική και εμπειρική- πυροδότησε πολιτιστικό πόλεμο απ’ άκρη σ’ άκρη της Δυτικής Ευρώπης, αμφισβητώντας παραδοσιακές θρησκευτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις στον πυρήνα τους. Ο αγώνας ανάμεσα στην πίστη και τη λογική δεν άρχισε, όπως τόσο συχνά υποθέτουν, με την αμφισβήτηση της γεωκεντρικής κοσμολογίας από τον Κοπέρνικο ή με την καταδίκη του Γαλιλαίου από την Ιερά Εξέταση, αλλά με τη διαμάχη πάνω στις ιδέες του Αριστοτέλη κατά τη διάρκεια του 12ου και του 13ου αιώνα. Εδώ και δεκαετίες, οι ειδικοί της μεσαιωνικής ιστορίας έχουν κατανοήσει ότι η αφύπνιση της Δύσης άρχισε κατά τη διάρκεια της «μεσαιωνικής αναγέννησης». Πολλοί πιστεύουν ότι η σύγκρουση μεταξύ των χριστιανών για το αν θα έπρεπε να αποδεχτούν ή να απορρίψουν την αριστοτελική επιστήμη σημαδεύει μια κρίσιμη καμπή -ίσως ΤΗΝ Κρίσιμη καμπή-στην ιστορία της δυτικής διανόησης. Αλλά αυτή η κατανόηση δεν έχει αποτελέσει μέρος της γενικά παραδεκτής πολιτισμικής μας «ιστορίας». Αντίθετα, συνεχίζουμε να λέμε την ιστορία του νεωτερισμού σαν να ξεκίνησε με την Αναγέννηση του 16ου αιώνα και με επιστήμονες όπως ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος και ο Ισαάκ Νεύτων.

Γιατί; Ένας λόγος αφορά το μύθο της πολιτισμικής αυθεντικότητας, την ιδέα -κοινή σε πολλούς πολιτισμούς- ότι ένας συγκεκριμένος πολιτισμός αναπτύχθηκε αφ’ εαυτού του, από πρωτότυπες πηγές, αντί να είναι προϊόν δανεισμού ή επιβολής από ξένους. Ο πολιτισμός «μας» είναι αυθεντικά γηγενής, υποστηρίζουν οι φανατικοί κάθε έθνους, ενώ ο «δικός τους» είναι απλώς παραγωγό ή μίμηση. Για όσους αγωνιούν να εδραιώσουν την ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού έναντι όλων των άλλων παραδόσεων, η ιστορία της πρώτης πνευματικής επανάστασης της Ευρώπης είναι κάτι που τους φέρνει σε δύσκολη θέση. Ο πρώτος μεταδότης αυτών των προηγμένων ιδεών ήταν όχι μόνο ένας μη ευρωπαϊκός πολιτισμός, αλλά και ένας πολιτισμός που οι χριστιανοί, εδώ και πολύ καιρό, θεωρούσαν νέμεσή τους: η Μουσουλμανική Αυτοκρατορία, που κατείχε τους Αγίους Τόπους, κυριαρχούσε στις θαλάσσιες οδούς της Μεσογείου και προκαλούσε την Ευρώπη στρατιωτικά επί χίλια σχεδόν χρόνια. Και, ακόμα χειρότερο, όπως ανακάλυψαν οι Σταυροφόροι, αυτός ο «άπιστος» πολιτισμός ήταν σαφώς πιο προηγμένος σε σημαντικούς τομείς απ’ ότι ο πολιτισμός της λατινικής Δύσης. Οι Άραβες και οι Εβραίοι όχι μόνο είχαν αποκτήσει τη φιλοσοφία και τη φυσική επιστήμη του Αριστοτέλη, αλλά είχαν επίσης αφομοιώσει τα μαθηματικά του Ευκλείδη, την αστρονομία και την οπτική του Πτολεμαίου, τις αρχές της μηχανικής του Αρχιμήδη, την ιατρική επιστήμη του Ιπποκράτη και του Γαληνού και άλλους επιστημονικούς θησαυρούς. Πέρα από το ότι είχαν μεταφράσει αυτά τα έργα, τα είχαν ερμηνεύσει, εφαρμόσει και βελτιώσει και είχαν προσθέσει και νέες, δικές τους επιστήμες, όπως η χημεία, η άλγεβρα και η ιστορία. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι Άραβες θεωρούσαν τους Σταυροφόρους βάρβαρους επιδρομείς ή που οι Ευρωπαίοι έβλεπαν τον ισλαμικό κόσμο με αυτό τον παράξενο συνδυασμό φόβου και θαυμασμού, μίσους και ζήλιας, που οι φτωχότεροι, λιγότερο «πολιτισμένοι» λαοί αισθάνονται συχνά για όσους είναι πιο πλούσιοι και εκλεπτυσμένοι απ’ ότι οι ίδιοι.

Για τους σοβινιστές μπορεί να είναι άβολο το να θυμηθούν ότι η Ευρώπη εξαρτιόταν από μουσουλμάνους και εβραίους λόγιους για την ανάκτηση της κλασικής της κληρονομιάς. Όμως, για πολλούς νεωτεριστές, μία ακόμα πηγή έντονης αμηχανίας είναι ο ηγετικός ρόλος που διαδραμάτισε σ’ αυτό το έργο της ανακάλυψης ο πιο μεσαιωνικός από τους θεσμούς, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Σήμερα έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε ότι η επιστήμη και η ορθόδοξη θρησκεία βρίσκονται εγγενώς και μονίμως σε σύγκρουση. Μία από τις αγαπημένες μας ιστορίες είναι «Ο Γαλιλαίος έναντι της Ιεράς Εξέτασης» – ένα ηθικοπλαστικό έργο στο οποίο ο θαρραλέος, δημιουργικός άνθρωπος της λογικής έρχεται αντιμέτωπος με τους δογματικούς, ρασοφόρους διώκτες του. Ωστόσο, τα πανεπιστήμια του Μεσαίωνα που βρίσκονταν υπό την αιγίδα της Εκκλησίας ήταν κατηγορηματικά αντίθετα σ’ αυτού του είδους τον αδαή σκοταδισμό. Όπως αναγνώριζε και ο ίδιος ο Γαλιλαίος, οι ανήσυχες «εξαριστοτελισμένες» σχολές των τεχνών και της θεολογίας ήταν τα φυτώρια της επιστημονικής σκέψης. Το εκπληκτικό είναι (τουλάχιστον για όσους έχουν εκπαιδευτεί να πιστεύουν ότι η εποχή της πίστης ήταν μια εποχή σκότους) ότι η αποφασιστική σύγκρουση μεταξύ ορθολογιστικού και παραδοσιοκρατικού στοχασμού δε διεξήχθη μεταξύ της μεσαιωνικής Εκκλησίας και των αντιπάλων της. Έλαβε χώρα στους κόλπους της Εκκλησίας, όπου οι δυνάμεις που υποστήριζαν τη νέα αριστοτελική παιδεία έδιναν μάχη μ’ εκείνους που ήταν αντίθετοι σ’ αυτή.

Αυτή η μάχη είναι το θέμα τούτου του βιβλίου. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η έκβασή της καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της δυτικής διανόησης. Στην εποχή του Μεσαίωνα, φυσικά, το βασικό θέμα της διαμάχης δεν ήταν «επιστήμη» έναντι «θρησκείας». Αυτό που τώρα αποκαλούμε επιστήμη αποτελούσε μέρος μιας ολοκληρωμένης κοσμοθεωρίας, η οποία περιλάμβανε τη λογική, την ηθική, τη μεταφυσική, την αισθητική, ακόμα και τη θεολογία – και όλοι οι εμπλεκόμενοι στη σύγκρουση ήταν πιστοί χριστιανοί. Η αντιδικία είχε, στην πραγματικότητα, να κάνει με το κατά πόσον οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι θα αφοσιώνονταν στην αναζήτηση για λογική κατανόηση και στο πώς θα μπορούσαν να το κάνουν χωρίς να χάσουν τη θρησκευτική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Μπορούσαν οι χριστιανοί στοχαστές, εμπνευσμένοι από τον Αριστοτέλη, να κατανοήσουν το φυσικό σύμπαν, συμπεριλαμβανομένης και της σφαίρας των ανθρώπινων κινήτρων και σχέσεων; Μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες τεχνικές σκέψης για να εξηγήσουν τη σχέση της κτίσης με το Θεό; Σε πολλούς παραδοσιοκράτες, αυτό το έργο φάνταζε αφενός επικίνδυνο και αφετέρου φιλόδοξο. Ο Αριστοτέλης ήταν ειδωλολάτρης και ορισμένες από τις ιδέες του βρίσκονταν σε δυσαρμονία με τα καθιερωμένα χριστιανικά δόγματα. Το πιο σημαντικό ήταν ότι η αριστοτελική στάση, με τον απτόητο θαυμασμό της για τον υλικό κόσμο, την αντιπάθειά της για τις υπερφυσικές εξηγήσεις και την αισιοδοξία της σχετικά με την ανθρώπινη φύση, ερχόταν σε αντίθεση με αιώνες μεταφυσικών, ασκητικών χριστιανικών αξιών και πρακτικών.

Μπορούσαν οι χριστιανοί στοχαστές να ακολουθούν τη διδασκαλία του Έλληνα σοφού, που αποκαλούσαν «Φιλόσοφο», και ταυτόχρονα να ακολουθούν και τον Ιησού Χριστό; Για έναν αιώνα σχεδόν, η απάντηση παρέμενε αμφίβολη. Λόγω της απειλής που συνιστούσαν για τους καθιερωμένους τρόπους σκέψης, τα βιβλία του Αριστοτέλη περί «φυσικής φιλοσοφίας» θεωρήθηκαν αρχικά πολύ επικίνδυνα για να διδαχτούν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Στις αρχές του 13ου αιώνα απαγορεύτηκαν και μερικοί από τους πιο παθιασμένους υποστηρικτές τους κάηκαν σαν αιρετικοί. Το 1277, η Εκκλησία καταδίκασε πολλές αριστοτελικές ιδέες που διδάσκονταν στα σχολεία, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων προτάσεων που είχαν υιοθετηθεί από τη μεγαλύτερη ιδιοφυία του αιώνα, τον Θωμά Ακινάτη. Τελικά, όμως, οι ηγέτες της Εκκλησίας επέτρεψαν στη χριστιανική σκέψη να μεταμορφωθεί από τη νέα κοσμοθεωρία. Με τις μη αναστρέψιμες κοινωνικές αλλαγές που αναδιαμόρφωναν την ευρωπαϊκή κοινωνία, συνειδητοποίησαν ότι η Εκκλησία θα έπρεπε να προσαρμοστεί στα νέα ρεύματα, αν ήθελε να διατηρήσει τη θέση της ως πνευματικής και ηθικής ηγεσίας. Έτσι, διορατικοί πάπες και επίσκοποι έκαναν το μοιραίο βήμα που οι ισλαμιστές ηγέτες είχαν απορρίψει. Παντρεύοντας τη χριστιανική θεολογία με την αριστοτελική επιστήμη, παρέδωσαν τη Δύση σε μια ηθική ορθολογιστικής έρευνας, η οποία θα προκαλούσε μια σειρά «επιστημονικών επαναστάσεων», καθώς και απρόβλεπτες αναταραχές στην κοινωνική και θρησκευτική σκέψη.

Συνεπώς, οι πρώτοι φυσικοί επιστήμονες της Ευρώπης ήταν σχολαστικοί θεολόγοι και οι πιο καινοτόμοι κοινωνικοί στοχαστές της ήταν καθηγητές των τεχνών στα καινούρια καθολικά πανεπιστήμια. Επί τέσσερις αιώνες, οι Ευρωπαίοι φοιτητές -μια ελίτ προορισμένη για ηγετικές θέσεις στην Εκκλησία, την κυβέρνηση, την ιατρική και τα νομικά- ήταν αφοσιωμένοι σε ένα πρόγραμμα σπουδών που συνδύαζε τη λογική του Αριστοτέλη και τη φυσική φιλοσοφία με τη χριστιανική παιδεία. Η επιστημονική δραστηριότητα (συμπεριλαμβανομένης και της αναλυτικής επεξεργασίας της ηθικής και της πολιτικής) είχε νομιμοποιηθεί μέσω της σύνδεσής της με τη θρησκεία, και η θεολογία -η χρήση της λογικής σε ερωτήματα πίστης- θεωρούνταν η «βασίλισσα των επιστημών». Η αριστοτελική κίνηση είχε ισχυροποιηθεί… όμως ο γάμος της πίστης με τη λογική δεν ήταν ποτέ εύκολος. Ακόμα και πριν ολοκληρώσει ο Θωμάς Ακινάτης το σπουδαίο συνθετικό έργο του Summa Theologica, οι συντηρητικοί το επέκριναν ο>ς υπερβολικά ελληνικό και οι ριζοσπαστικοί ως υπερβολικά χριστιανικό. Το 14ο αιώνα, ο λαμπρός φραγκισκανός σχολαστικός λόγιος Γουλιέλμος του Όκαμ επέμενε ότι ο Ακινάτης είχε σφάλει προσπαθώντας να διατυπώσει μια «φυσική θεολογία» και ότι θα ήταν καλύτερα τόσο για την επιστήμη όσο και για τη θρησκεία αν χώριζαν. Μέχρι να προκαλέσει κλυδωνισμούς στην Ευρώπη μια νέα επιστημονική επανάσταση την εποχή του Γαλιλαίου, οι διαδικασίες του διαζυγίου είχαν πάρει για τα καλά το δρόμο τους. Οι περισσότεροι από τους «νέους ανθρώπους» του Που αιώνα δεν αναγνώριζαν τον Αριστοτέλη ως έμπνευση, αλλά ως εχθρό.

Υπήρχαν αρκετοί λόγοι γι αυτό, κι ένας, σίγουρα, είναι ο ξεπεσμός του σχολαστικισμού. Τα πανεπιστήμια, που κάποτε ήταν η πηγή της δημιουργικής σκέψης, του πνευματικού οργασμού και των ελεύθερων συζητήσεων, τώρα συνδύαζαν τη στεγνή ορθοδοξία σε ζητήματα δόγματος με μια ανόητη θεολογική λεπτολογία. Όπως παρατήρησε ο μεγάλος καθολικός ανθρωπιστής Έρασμος, οι «επιστημονικοί» θεολόγοι των σχολών αφοσιώνονταν τώρα σε ερωτήματα του τύπου: «Θα επιτρέπεται να τρώμε και να πίνουμε μετά την ανάσταση των νεκρών;» («Παίρνουμε τις κατάλληλες προφυλάξεις κατά της πείνας και της δίψας, όσο υπάρχει ακόμα καιρός», σχολίαζε ψυχρά.) Με την Εκκλησία σε άμυνα έναντι της προτεσταντικής εξέγερσης και την αύξηση της κοσμικής εξουσίας, οι οπαδοί του Αριστοτέλη είχαν γίνει αντιδραστικοί συντηρητικοί, υπερασπιζόμενοι δουλικά κάθε συμπέρασμα του δασκάλου τους, ακόμα και μπροστά σε καινούριες αποδείξεις για το αντίθετο. Έτσι, όταν το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου αποκάλυψε ότι το φεγγάρι ήταν «βλογιοκομμένο» και ότι ο πλανήτης Αφροδίτη είχε χάση και φέξη όπως η Σελήνη, πολλοί λόγιοι διακήρυτταν ότι κάτι πρέπει να μην πήγαινε καλά με τους φακούς του, αφού ο Φιλόσοφος είχε υποστηρίξει ότι τα ουράνια σώματα ήταν τέλεια και αμετάβλητα και ότι η Γη, όχι ο Ήλιος, βρισκόταν στο κέντρο του Σύμπαντος. Όπως παρατηρούσε ο Γαλιλαίος, ο ίδιος ο Αριστοτέλης, με το μεγάλο σεβασμό του προς τις αποδείξεις, δε θα είχε καταλήξει ποτέ σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.

Άλλοι στοχαστές της μεταμεσαιωνικής Αναγέννησης δεν ήταν τόσο ευγενικοί όσο ο Γαλιλαίος με το μεγάλο πνευματικό τους πρόγονο. Αφού ο Κοπέρνικος και οι διάδοχοί του έθεσαν τη Γη σε κίνηση και εξάλειψαν τις περισσότερες διακρίσεις μεταξύ των νόμων που διέπουν τη γήινη και την ουράνια συμπεριφορά, οι ιδέες του Αριστοτέλη απεικονίζονταν συχνά ως βλακώδεις προκαταλήψεις – ένα απομεινάρι του σκοτεινού, μεσαιωνικού παρελθόντος. Αλλά αυτό δεν ίσχυε σε καμιά περίπτωση. Η κοσμολογία του Αριστοτέλη ήταν λανθασμένη, όχι «αντιεπιστημονική». Όπως και το υπόλοιπο σύστημά του, ήταν βασισμένη σε αρχές, εξαιρετικά αμφιλεγόμενες στην αρχή, που αργότερα έγιναν οι αποδεκτές βάσεις της επιστημονικής μεθόδου: για παράδειγμα, οι ιδέες ότι ο κόσμος που μας δείχνουν οι αισθήσεις μας είναι αληθινός, κι όχι απλώς μια σκιά της πραγματικότητας· ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη λογική τους είναι ικανοί να ανακαλύψουν μεγάλες αλήθειες σχετικά με αυτό τον κόσμο- ότι κατανόηση των φαινομένων σημαίνει κατανόηση των σχέσεων αιτίου και αιτιατού· και ότι οι φυσικές διαδικασίες είναι αναπτυξιακές και αποκαλύπτουν στους επιδέξιους ερευνητές τακτικά πρότυπα ανάπτυξης και αλλαγής. Φυσικά, η επιστήμη του Φιλοσόφου δεν ήταν όπως η δική μας. Η κοσμοθεωρία του περιέχει πολλά στοιχεία που η σύγχρονη επιστήμη απορρίπτει. Αλλά ο δογματισμός των μεταγενέστερων οπαδών του δεν ήταν δικός του. Ήταν η γεροντική εκδήλωση ενός συστήματος που, στην ακμή του, είχε φέρει επανάσταση στην ευρωπαϊκή σκέψη και της είχε δώσει πολλά από τα πιο τολμηρά και δυναμικά της χαρακτηριστικά.

Με την περαιτέρω πρόοδο της επιστήμης, την αύξηση της κοσμικής εξουσίας και τον κατακερματισμό της Εκκλησίας, το έργο του Αριστοτέλη απώλεσε τη θέση-κλειδί του για τη συμπαντική γνώση. Ταυτόχρονα, μεταξύ των Ευρωπαίων διανοούμενων, το διαζύγιο πίστης και λογικής έγινε οριστικό. Οδηγημένοι από την ανάγκη να απελευθερώσουν τη σκέψη τους από θρησκευτικούς περιορισμούς, οι απόστολοι του Διαφωτισμού σχεδίασαν το διαχωρισμό μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, αξιών και πραγματικότητας, θρησκευτικών πεποιθήσεων και επιστημονικής γνώσης, ένα διαχωρισμό που χαίρει ακόμα ευρείας αποδοχής. Ή μήπως όχι; Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, η σύγκρουση που συγκλόνισε την κοινωνία της Δύσης στο Μέσο Μεσαίωνα έχει επανεμφανιστεί σε παγκόσμια κλίμακα. Οι πιο βίαιες και δραματικές μάχες φέρνουν αντιμέτωπους τους ένθερμους υποστηρικτές των παραδοσιακών θρησκευτικών πεποιθήσεων και συμπεριφορών με τους νεωτεριστές και μετανεωτεριστές αντιπάλους τους. Αλλά δεν είναι μόνο οι «φονταμενταλιστές» που δηλώνουν δυσαρεστημένοι με το σχίσμα μεταξύ επιστημονικής και θρησκευτικής σκέψης. Θεολόγοι, επιστήμονες και ανθρωπιστές διαφορετικής προέλευσης και απόψεων παλεύουν και πάλι με τα ζητήματα που έκαναν τα πανεπιστήμια και τις εκκλησίες της Ευρώπης πνευματικό (μερικές φορές, και πραγματικό) πεδίο μάχης κατά το 12ο και 13ο αιώνα.

Άραγε μπορούν οι σκεπτόμενοι άντρες και γυναίκες να κατανοήσουν τα μυστήρια του Σύμπαντος και να κυριαρχήσουν στην ανυπότακτη φύση τους; Είναι η επιστημονική τόλμη συνεπής με τη θρησκευτική πίστη; Παρεμβαίνει ο Θεός στη φύση και στις ανθρώπινες υποθέσεις; Μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν μια ηθική ζωή χωρίς Αυτόν; Η ανακάλυψη εκ νέου των έργων του Αριστοτέλη έφερε στο επίκεντρο της δυτικής συνείδησης παλιά ερωτήματα, πυροδοτώντας τον αγώνα για την εναρμόνιση πίστης και λογικής, που δεν έχει τελειώσει ακόμα.

Μία από τις ευλογίες του να έχεις παλιούς φίλους είναι ότι σου δίνουν το ελεύθερο να γίνεσαι ανόητος

Μια από τις ευλογίες του να έχεις παλιούς φίλους είναι ότι σου δίνουν το ελεύθερο να γίνεσαι ανόητος”. -ΡΑΛΦ ΟΥΟΛΝΤΟ ΕΜΕΡΣΟΝ, ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ (1803 – 1882), ΥΠΕΡΒΑΤΙΣΤΗΣ

Ένας εντυπωσιακός αριθμός φιλοσόφων ανά τους αιώνες – από ηδονιστές μέχρι υπερβατιστές – έχει αξιολογήσει τη φιλία ως τη μέγιστη ηδονή. Όχι το σεξ, όχι τα ακραία αθλήματα, ούτε καν τη σύλληψη μιας πρωτότυπης φιλοσοφικής ιδέας, αλλά το να έχει κανείς έναν πολύ καλό φίλο.

Το πίστευαν ο Επίκουρος και ο Αριστοτέλης, το ίδιο και ο Μοντέν, ο Μπέικον, ο Σανταγιάνα και ο Τζέιμς. Ο κατάλογος είναι μεγάλος κι εντυπωσιακός. Δεδομένου ότι η άσκηση της φιλοσοφίας αποτελεί μια από τις πιο εσωστρεφείς ενασχολήσεις που μπορεί να φανταστεί κανείς, είναι συναρπαστικό το γεγονός ότι αυτοί οι τύποι έδιναν τόσο μεγάλη αξία στη φιλική συναναστροφή. Ίσως πρέπει να είσαι μοναχικός άνθρωπος για να εκτιμήσεις πλήρως τις απολαύσεις της φιλίας.

Φυσικά, υπάρχουν κάποιοι φιλόσοφοι που βλέπουν κυνικά τη φιλία.

Ο Γάλλος αρχιμάστορας των αφορισμών, ο Φρανσουά ντε λα Ροσφουκό (1613 – 1680), έγραψε: “Αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν φιλία είναι απλώς μια κοινωνική σύμβαση, μια αμοιβαία συμφεροντολογική διευθέτηση, μια ανταλλαγή υπηρεσιών· πρόκειται απλώς για μια εμπορική επιχείρηση, όπου οι εμπλεκόμενοι αποβλέπουν σε ένα σταθερό κέρδος, ο καθένας για τον εαυτό του”.

Ναι, όλοι έχουμε τέτοιες σχέσεις – που αποδείχτηκαν περισσότερο ιδιοτέλειας παρά συντροφικότητας, πιο πολύ μέσα για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού παρά αυτοσκοπός. Υπάρχουν όμως και αληθινές, ανοιχτές σχέσεις που βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Το βλέπω στις πιο πολύτιμες φιλίες μου και επίσης απολαμβάνω το ασύγκριτο προνόμιο να έχω μια σύζυγο στην οποία μπορώ να εμπιστευτώ ακόμη και τη ζωή μου.

Τα τελευταία χρόνια έχει κυκλοφορήσει μια πονηρή εκδοχή της κυνικής αξιολόγησης της φιλίας από τον Λα Ροσφουκό. Λέγεται “οριοθέτηση” και διάφοροι υποβολείς της ψυχικής υγείας, ορκίζονται στο όνομά της. Η κεντρική ιδέα είναι ότι πρέπει συνειδητά να θέτεις όρια όσον αφορά το τι είσαι πρόθυμος να κάνεις μαζί με τα αγαπημένα σου πρόσωπα αλλά και για χάρη τους· έτσι δε θα εκνευρίζεσαι ούτε θα πληγώνεσαι από τις σχέσεις σου. Μας λένε να θέτουμε όρια ως προς το τι είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε για τους φίλους μας, το τι θα ανεχτούμε όσον αφορά τη συμπεριφορά τους, ακόμη και το τι θα συζητήσουμε μαζί τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα έχουμε πιο υγιείς και πιο ήρεμες φιλίες.

Με άλλα λόγια, βασίστε τις σχέσεις σας στην εμπορική λογική του quid pro quo, του πάρε δώσε. Ακούγεται σαν το “μια κοινωνική σύμβαση, μια αμοιβαία συμφεροντολογική διευθέτηση, μια ανταλλαγή υπηρεσιών” του Λα Ροσφουκό.

Αυτό το νόημα δίνουμε στη φιλία;

Όμως, ας επιστρέψουμε στις σκέψεις του Έμερσον για τις χαρές που μπορεί να προσφέρει μια παλιά φιλία. Γνωρίζω για τι πράγμα μιλάει.

Ο Τομ κι εγώ έχουμε κρατήσει στενή επαφή – καθημερινή, από την έλευση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου – επί δεκαετίες. Μια δυο φορές το χρόνο φεύγουμε μαζί για λίγες μέρες, μένουμε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια ή σε ξενοδοχείο και βασικά κάνουμε παρέα. Κουβεντιάζουμε. Πάμε σινεμά. Τρώμε έξω. Πάλι κουβεντιάζουμε. Είναι απόλαυση και προνόμιο.

Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε ξεπεράσει τις δυσκολίες της ζωής συμβουλεύοντας και υποστηρίζοντας ο ένας τον άλλο.

Φυσικά, έχουμε συντροφεύσει ο ένας τον άλλο και στις καλές στιγμές. Και μερικές συναρπαστικές συζητήσεις μας πάνω σε φιλοσοφικά θέματα με έχουν διδάξει περισσότερα από όσα έμαθα σε οποιαδήποτε αίθουσα διδασκαλίας. Αν έπρεπε όμως να διαλέξω τις πιο εκστατικές στιγμές που έχουμε μοιραστεί, αυτές θα ήταν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το ρίχναμε στη χαζομάρα και χαχανίζαμε σαν μπούφοι. Εμπιστευόμαστε αρκετά ο ένας τον άλλο για να γινόμαστε σωστά βλακόμουτρα μερικές φορές όταν κάνουμε παρέα. Μας πιάνει μια κουταμάρα ασύλληπτη. Και καθώς λιώνουμε στο γέλιο, νιώθουμε να λιώνει και ο χρόνος, μέσα στο παραλήρημα χαράς ενός αιώνιου τώρα.

ΤΖΙΟΡΝΤΑΝΟ ΜΠΡΟΥΝΟ: Πιθανόν εσείς, κριτές μου, να ανακοινώνετε την καταδίκη εναντίον μου με μεγαλύτερο φόβο απ’ ό,τι τη δέχομαι εγώ

Στις 17 Φεβρουαρίου 1600 καίγεται στην πυρά ο «αιρετικός» Τζορντάνο Μπρούνo, ένας φιλόσοφος, κοσμολόγος και αποκρυφιστής που αρνείται να αποκηρύξει τη δική του θρησκεία, την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Το επικίνδυνο – για την Καθολική Εκκλησία και τον ίδιο- έργο του, συνδυάζει αστρονομικές ιδέες για ένα άπειρο και ομοιογενές σύμπαν, πανθεϊστικά πιστεύω, καθώς και την τέχνη της απομνημόνευσης.

Γεννιέται στη Νόλα της Ιταλίας, το 1548, και σε ηλικία μόλις 11 ετών μετακομίζει για σπουδές στη Νάπολι, όπου εντάσσεται στο Τάγμα των Δομινικανών, και το 1572 γίνεται ιερέας. Παράλληλα, αναπτύσσει ένα μοναδικό και ιδιαίτερα πολύπλοκο μνημονικό σύστημα, το οποίο βασίζεται στην οργάνωση της γνώσης, και καλείται να το παρουσιάσει ενώπιον του Πάπα, ο οποίος τον τιμά για την εξέχουσα ικανότητά του. Ωστόσο, ο Τζορντάνο Μπρούνο έχει μια κακή συνήθεια: σκέφτεται ελεύθερα.

Η κοσμολογική του αντίληψη ξεπερνά, όχι μόνο το δόγμα της Εκκλησίας, αλλά και το ριζοσπαστικό μοντέλο του Κοπέρνικου, καθώς αρνείται τον ηλιοκεντρισμό και αντιλαμβάνεται τον Ήλιο ως ένα μόνο από τα άπειρα κινούμενα ουράνια σώματα.

Είναι ο πρώτος Ευρωπαίος που κοιτάει τα αστέρια και τα βλέπει ως ήλιους. Επιρροές του είναι η αραβική αστρολογία, ο νεοπλατωνισμός και ο ερμητισμός της Αναγέννησης, ενώ διαβάζει με μεγάλο πάθος για τη φιλοσοφία τα έργα του Θωμά Ακινάτη, του Ερμή του Τρισμέγιστου, του νεοπλατωνιστή Μαρσίλιο Φιτσίνο, του Νικόλαου της Κιούζα και του Αβερρόη, με τον οποίο ταυτίζεται στην ιδέα για ένα «παγκόσμιο μυαλό».

Κάπως έτσι, ο Μπρούνο αρχίζει να αμφισβητεί το θεολογικό δόγμα, και αναπτύσσει ένα πανθεϊστικό υλοζωιστικό σύστημα το οποίο, ναι μεν αποδέχεται τη ύπαρξη του θεού, αλλά αντιβαίνει απόλυτα στις χριστιανικές τριαδικές πεποιθήσεις.

Όπως θα ομολογήσει αργότερα, κάνει μια μάλλον «άτακτη» μοναστική ζωή: δύο φορές αφαιρεί τα αγαλματίδια Αγίων, αφήνοντας μόνο το σταυρό, ενώ διδάσκει αμφιλεγόμενες θεολογικές ερμηνείες στους μαθητές του. Κατηγορείται πως υπερασπίζεται την αίρεση του αρειανισμού και κρύβει κάτω από το στρώμα του απαγορευμένα κείμενα του Έρασμου.

Βλέποντας τη «θεϊκή νέμεση» να πλησιάζει, ο Μπρούνο εγκαταλείπει τη Νάπολι και ξεκινά τις περιπλανήσεις του, που θα τον φέρουν στις σπουδαιότερες πόλεις της Ευρώπης. Πηγαίνει στη Γενεύη, όπου θα αφοριστεί, θα απογοητευτεί με το δογματισμό των καλβινιστών και θα φύγει για τη Γαλλία.

Στη Λυών, στην Τουλούζ, όπου γίνεται λέκτορας φιλοσοφίας, και μετά στο Παρίσι, όπου δίνει διαλέξεις και αποκτά μεγάλη φήμη, λόγω του αξιοθαύμαστου ταλέντου του στην απομνημόνευση. Αποκτά την εύνοια του βασιλιά Ερρίκου ΙΙΙ και άλλων ισχυρών Γάλλων, και γράφει ασταμάτητα.

Ο Ερρίκος ΙΙΙ στέλνει τον Τζορντάνο Μπρούνο στην Αγγλία, όπου αποτυγχάνει να γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και αρχίζει να προκαλεί την κοινή γνώμη με τις αμφιλεγόμενες ιδέες του και τον έντονα σαρκαστικό του τρόπο. Δέχεται επίθεση από τον εξοργισμένο όχλο και εγκαταλείπει το Λονδίνο, αυτή τη φορά για τη Γερμανία.

Στο Βίτενμπεργκ, δίνει διαλέξεις πάνω στον Αριστοτέλη, αλλά όταν τα ιδεολογικά ρεύματα της Γερμανίας θα μετατοπιστούν, αναγκάζεται να φύγει για την Πράγα. Εκεί, θα αφοριστεί από τους Λουθηρανούς και το 1591 θα βρεθεί στη Φρανκφούρτη, όπου τον βρίσκει ο Ιταλός πατρίκιος Τζοβάνι Μοτσένιγκο και του ζητάει να τον ακολουθήσει στη Βενετία και να του μεταδώσει την τέχνη της απομνημόνευσης.

Ο Μπρούνο δέχεται, παραδίδει για δύο μήνες μαθήματα κατ’ οίκον στο Μοτσένιγκο, αλλά στη συνέχεια ανακοινώνει στο μαθητή του πως πρέπει να τον εγκαταλείψει. Η ιστορία θέλει το Μοτσένιγκο να στρέφεται κατά του Μπρούνο, σαν άλλος Ιούδας, καταγγέλλοντας το δάσκαλό του στην Ιερά Εξέταση της Βενετίας, που τον συλλαμβάνει στις 22 Μαΐου 1592. Τον βαραίνουν οι κατηγορίες της βλασφημίας, της αίρεσης και της ηθικής παρεκτροπής, λόγω των πεποιθήσεών του για τη μορφή του σύμπαντος, και κυρίως για τις πανθεϊστικές αντιλήψεις του.

Ο Τζορντάνο Μπρούνο αρνείται να αποκηρύξει τα πιστεύω του και για τα επόμενα 7 χρόνια βασανίζεται στις φυλακές της Ρώμης. Στις αρχές του 1600, ο Πάπας αποφασίζει να τον καταδικάσει σε θάνατο στην πυρά και το δικαστήριο ανακοινώνει την ποινή στον Μπρούνο, που βρίσκεται πεσμένος στα γόνατα. Ο πρώτος μάρτυρας της επιστήμης θα σηκωθεί και θα απαντήσει: «Πιθανόν εσείς, κριτές μου, να ανακοινώνετε την καταδίκη εναντίον μου με μεγαλύτερο φόβο απ’ ό,τι τη δέχομαι εγώ».

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΡΕΣΒΕΙΑΣ

ΔΗΜ 19.64–66

Ο Αισχίνης είναι ο υπαίτιος της καταστροφής των Φωκέων

Ο ρήτορας Αισχίνης καλείται να λογοδοτήσει στην Ηλιαία για τις πράξεις του κατά τη συμμετοχή του (μαζί με τον Δημοσθένη) στη δεύτερη πρεσβεία που είχε σταλεί στον Φίλιππο, αποστολή της οποίας ήταν η ένορκη επικύρωση της "ειρήνης του Φιλοκράτη" (346 π.Χ.). Στην πρόθεσιν του λόγου ο Δημοσθένης δήλωσε πως θα αποδείξει ότι ο Αισχίνης, με τις παραπλανητικές αναφορές του, τις εσφαλμένες συμβουλές του, την αναβλητικότητα και την αδυναμία εκμετάλλευσης των ευκαιριών, έδρασε υπέρ των μακεδονικών συμφερόντων. Στη διήγησιν–πίστιν , καθώς προσπαθεί να αποδείξει τον παραπάνω ισχυρισμό, αναφέρεται στα γεγονότα της κατάληψης της Φωκίδας από τους Μακεδόνες και την απόφαση για διάλυση των φωκικών πόλεων ως τιμωρία τους για τις πράξεις που οδήγησαν στον Τρίτο Ιερό πόλεμο (355–346 π.Χ).


[64] Τούτων, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δεινότερ’ οὐ γέγονεν οὐδὲ
μείζω πράγματ’ ἐφ’ ἡμῶν ἐν τοῖς Ἕλλησιν, οἶμαι δ’ οὐδ’
ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ. τηλικούτων μέντοι καὶ τοιούτων
πραγμάτων κύριος εἷς ἀνὴρ [Φίλιππος] γέγονεν διὰ τούτους,
οὔσης τῆς Ἀθηναίων πόλεως, ᾗ προεστάναι τῶν Ἑλλήνων
πάτριον καὶ μηδὲν τοιοῦτον περιορᾶν γιγνόμενον. ὃν μὲν
τοίνυν τρόπον οἱ ταλαίπωροι Φωκεῖς ἀπολώλασιν, οὐ μόνον
ἐκ τῶν δογμάτων τούτων ἔστιν ἰδεῖν, [65] ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν ἔργων
ἃ πέπρακται, θέαμα δεινόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἐλεινόν·
ὅτε γὰρ νῦν ἐπορευόμεθ’ εἰς Δελφούς, ἐξ ἀνάγκης ἦν ὁρᾶν
ἡμῖν πάντα ταῦτα, οἰκίας κατεσκαμμένας, τείχη περιῃρημένα,
χώραν ἔρημον τῶν ἐν ἡλικίᾳ, γύναια δὲ καὶ παιδάρι’ ὀλίγα
καὶ πρεσβύτας ἀνθρώπους οἰκτρούς· οὐδ’ ἂν εἷς δύναιτ’
ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ τῶν ἐκεῖ κακῶν νῦν ὄντων. ἀλλὰ μὴν
ὅτι τὴν ἐναντίαν ποτὲ Θηβαίοις ψῆφον ἔθενθ’ οὗτοι περὶ
ἡμῶν ὑπὲρ ἀνδραποδισμοῦ προτεθεῖσαν, ὑμῶν ἔγωγ’ ἀκούω
πάντων. [66] τίν’ ἂν οὖν οἴεσθ’, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοὺς προ-
γόνους ὑμῶν, εἰ λάβοιεν αἴσθησιν, ψῆφον ἢ γνώμην θέσθαι
περὶ τῶν αἰτίων τοῦ τούτων ὀλέθρου; ἐγὼ μὲν γὰρ οἶμαι κἂν
καταλεύσαντας αὐτοὺς ταῖς ἑαυτῶν χερσὶν καθαροὺς ἔσεσθαι
νομίζειν. πῶς γὰρ οὐκ αἰσχρόν, μᾶλλον δ’ εἴ τις ἔστιν
ὑπερβολὴ τούτου, τοὺς σεσωκότας ἡμᾶς τότε καὶ τὴν σῴζουσαν
περὶ ἡμῶν ψῆφον θεμένους, τούτους τῶν ἐναντίων τετυχη-
κέναι διὰ τούτους, καὶ περιῶφθαι τοιαῦτα πεπονθότας οἷ’
οὐδένες ἄλλοι τῶν Ἑλλήνων; τίς οὖν ὁ τούτων αἴτιος; τίς ὁ
ταῦτα φενακίσας; οὐχ οὗτος;

***
[64] Φοβερώτερα από αυτά και σοβαρώτερα, άνδρες Αθηναίοι, δεν συνέβησαν επί των ημερών μας εις τους Έλληνας, αλλ' ούτε, νομίζω, κατά τον προηγούμενον χρόνον. Περί τοιούτων όμως υποθέσεων και τόσον σοβαρών είς μόνον ανήρ, ο Φίλιππος, έκρινεν αποφασιστικά, ενώ υπάρχουν ακόμη αι Αθήναι, εις τας οποίας είναι πατροπαράδοτον να προΐστανται των Ελλήνων και να μη ανέχωνται να γίνωνται τοιαύτα πράγματα. Κατά ποίον μεν λοιπόν τρόπον κατεστράφησαν οι δυστυχείς Φωκείς, δύναται τις να το αντιληφθή όχι μόνον εκ των αποφάσεων τούτων, [65] αλλά και από τας πράξεις που έγιναν. Θέαμα φοβερόν και αξιοθρήνητον, άνδρες Αθηναίοι! Διότι τώρα τελευταία, ότε επηγαίνομεν εις τους Δελφούς, είμεθα υποχρεωμένοι να βλέπωμεν όλα αυτά, οικίας κατεστραμμένας, τείχη κρημνισμένα, χώραν ερημωμένην από τους άνδρας, ολίγας δε γυναίκας και μικρά παιδιά και γέροντες ανθρώπους εις ελεεινήν κατάστασιν. Κανείς δεν ημπορούσε με τα λόγια του να εκφράση το μέγεθος των κακών που συνέβησαν τώρα εκεί. Και όμως εγώ από όλους ακούω ότι οι Φωκείς κάποτε εψήφισαν όλως διόλου τα αντίθετα προς τους Θηβαίους, όταν επροτάθη η υποδούλωσίς σας. [66] Ποίαν λοιπόν, νομίζετε, άνδρες Αθηναίοι, σκέψιν ήθελον κάμει ή ποίαν ψήφον ήθελον ρίψει οι πρόγονοί σας διά τους αιτίους της συμφοράς των Φωκέων, αν ήθελον αποκτήσει εκ νέου τας αισθήσεις των; Εγώ βέβαια νομίζω, ότι, και αν οι ίδιοι με τα χέρια των τους ελιθοβόλουν, θα ενόμιζον ότι είναι καθαροί από το έγκλημα. Διότι πώς δεν είναι αισχρόν, αλλά και ακόμη περισσότερον, αν δύναται τις να ομιλήση κάπως υπερβολικά διά το ζήτημα τούτο, εκείνοι οι οποίοι μας έσωσαν τότε και έδωσαν ψήφον αθωωτικήν διά σας, αυτοί να περιέλθουν εις κατάστασιν όλως διόλου αντίθετον εξ αιτίας τούτων και να αφεθούν να πάθουν τοιαύτα, οποία ουδείς άλλος εκ των Ελλήνων έπαθεν; Ποίος λοιπόν είναι ο αίτιος τούτων; Ποίος είναι ο δράστης της απάτης ταύτης; Δεν είναι ούτος;