Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

ΙΙΙ. -εο-


§ 297. Το απλό -εος (από το *- e i ̯ os) συνεχίζει να σχηματίζει μόνο σε μικρό ποσοστό επίθετα δηλωτικά ύλης· η αττική συναιρεί το -εος σε -οῦς: χρύσεος - χρυσοῦς [1] 'χρυσός' (Όμ.), λίνεος - λινοῦς 'λινός' (κλασ.), λίθεος 'λίθινος' (Όμ.), πορφύρεος - πορφυροῦς 'πορφυρόχρωμος' (Όμ.· πρβ. χρυσοῦς 'χρυσαφένιος > χρυσαφής')· στις σπάνιες περιπτώσεις που δεν δηλώνουν ύλη ανήκει το κύνεος 'σκυλίσιος' (Όμ.). Πρβ. λατ. aureus 'χρυσός', lapideus 'λίθινος'.

Αντίθετα το -εος διατηρήθηκε στα σύνθετα επιθήματα -ίνεος· πρβ. επίσης -άλεος.

Υπάρχουν ακόμα ονομασίες δέντρων σε -έᾱ (ιων. και ελληνιστ.· αττ. -ῆ), που παρήχθησαν από τις ονομασίες των καρπών: μηλέα 'μηλιά' (Όμ.) από το μῆλον, ἀμυγδαλέα 'αμυγδαλιά' (ελληνιστ.) από το ἀμύγδαλον.
------------------------
[1] Το -ειος (χρύσειος κτλ.), που επίσης απαντά στο έπος, δημιουργήθηκε μάλλον υπό την επίδραση του -ειος της § 285, ίσως μόνο υπό την πίεση του μέτρου.

Η Θεωρία της Αιθέριας Διαφώτισης

Αρχή της Δυαδικής Σκέψης

Κάθε αισθανόμενο ον έχει την ικανότητα να σκέφτεται, ένα δώρο που είναι ταυτόχρονα η μεγαλύτερη δύναμή του και η πιθανή πτώση του. Αυτή η σκέψη είναι ένα δίκοπο μαχαίρι, ικανό να τον οδηγήσει στη φώτιση ή να τον οδηγήσει στην άβυσσο της άγνοιας. Η πολικότητα της σκέψης αντανακλά τα συμφέροντα του στοχαστή, ωστόσο η αλήθεια, ανόθευτη και καθαρή, υποφέρει στις μάχες της προοπτικής.

Ανάληψη της Αιθέριας Ψυχής

Η ψυχή, αιθέρια και αμόλυντη, παραμένει ανέγγιχτη από την εγκόσμια διαφθορά. Η φύση της είναι να ανεβαίνει, να ανυψώνεται πάνω από το υλικό επίπεδο και τα κακά που ενυπάρχουν μέσα του. Αυτή η ανάταση είναι ένα μέτρο πνευματικής ανάπτυξης, αντικατοπτρίζοντας την αυξανόμενη απόσπαση της ψυχής από τον φυσικό κόσμο και την αυξανόμενη ευθυγράμμισή της με την κοσμική συνείδηση.

Ιερός Εξαγνισμός μέσω της Αλήθειας

Ο δρόμος προς τη σωτηρία είναι στρωμένος με αλήθεια. Η εξομολόγηση υπό το φως της αλήθειας καθαρίζει την ψυχή, απαλλάσσοντάς την από τις αμαρτίες της. Αυτή η διαδικασία του ιερού εξαγνισμού καθαρίζει, μεταμορφώνει και τελικά ελευθερώνει. Επιτρέπει στην ψυχή να αποκτήσει μια κατάσταση αγιότητας, απαλλαγμένη από τους λεκέδες της αμαρτίας και ευλογημένη με τη θεία χάρη.

Ο Σταθερός Ήλιος της Αλήθειας

Ο Ήλιος της Αλήθειας είναι μια θεϊκή σταθερά, που λάμπει αέναα στους ενάρετους και στους κακούς. Το φως του φωτίζει το μονοπάτι της δικαιοσύνης, καθοδηγώντας όσους επιλέγουν να περπατήσουν στην αρετή. Ωστόσο, ακόμη και στις πιο σκοτεινές γωνιές της ανομίας, οι ακτίνες του διεισδύουν, προσφέροντας ένα φάρο ελπίδας και μια ευκαιρία για λύτρωση.

Φώτιση για όλους

Ο δρόμος της αλήθειας δεν είναι ένα μοναχικό ταξίδι. Όσοι επιτυγχάνουν τη φώτιση το κάνουν για το μεγαλύτερο καλό. Γίνονται λαμπαδηδρόμοι, φωτίζοντας το δρόμο για τους άλλους, καθοδηγώντας τους προς την πραγματικότητα. Η επιδίωξη της φώτισης είναι επομένως μια κοινή αναζήτηση, μια αναζήτηση που υπερβαίνει τα ατομικά συμφέροντα και αγκαλιάζει την ευημερία όλων των πλασμάτων.

Συμπερασματικά, η Θεωρία του Αιθέριου Διαφωτισμού προτείνει ότι το ταξίδι μας στη ζωή είναι μια αναζήτηση της αλήθειας και της φώτισης, καθοδηγούμενη από τον Ήλιο της Αλήθειας. Τονίζει τη σημασία της σκέψης, την αγνότητα της ψυχής, τη δύναμη της εξομολόγησης και την κοινή ευθύνη για αναζήτηση φώτισης προς όφελος όλων.

Μερικές πνευματικές ιδέες βασισμένες στα θέματα που αναφέραμε.

1. Διπλή φύση της σκέψης: Είναι σημαντικό να θυμάστε ότι οι σκέψεις είναι απλά εργαλεία. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να χτίσουν ή να καταστρέψουν, να θεραπεύσουν ή να πληγώσουν. Δεν είναι η ίδια η σκέψη, αλλά η πρόθεση πίσω από αυτήν που κάνει τη διαφορά. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η σοφία να διακρίνουμε μεταξύ των σκέψεων που υπηρετούν την Αλήθεια και εκείνων που αποκλίνουν από αυτήν.

2. Ανάβαση της Ψυχής: Καθώς η ψυχή εξελίσσεται, γίνεται λιγότερο προσκολλημένη στον υλικό κόσμο και εναρμονίζεται περισσότερο με το πνευματικό βασίλειο. Είναι σαν ένα πουλί που μαθαίνει να πετάει όλο και πιο ψηλά. Όσο πιο ψηλά πετάει, τόσο λιγότερο επηρεάζεται από τον θυελλώδη καιρό κάτω.

3. Καθαρισμός μέσω της Αλήθειας: Η αλήθεια έχει μια εξαγνιστική δύναμη. Όταν αντιμετωπίζουμε με ειλικρίνεια τα ελαττώματα και τα λάθη μας, χωρίς να προσπαθούμε να τα δικαιολογήσουμε ή να τα κρύψουμε, καθαριζόμαστε από αυτά. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα της εξομολόγησης και της άφεσης.

4. Ήλιος της Αλήθειας: Ο Ήλιος της Αλήθειας είναι αμερόληπτος. Λάμπει εξίσου στους ενάρετους και στους πονηρούς, στους φωτισμένους και στους αδαείς. Αλλά είναι στο χέρι του καθενός να επιλέξει αν θα μείνει στο φως ή θα κρυφτεί στις σκιές.

5. Μονοπάτι της Διαφώτισης: Το να περπατάς στο μονοπάτι της φώτισης δεν έχει να κάνει μόνο με την προσωπική ανάπτυξη. Είναι να γίνεις φάρος φωτός για τους άλλους, καθοδηγώντας τους στο δικό τους πνευματικό ταξίδι. Η φωτισμένη ψυχή όχι μόνο αποκτά την πραγματικότητα για τον εαυτό της, αλλά βοηθά επίσης τους άλλους να τη δουν και να την κατανοήσουν.

Θυμηθείτε, αυτά είναι απλώς ιδέες και ερμηνείες. Οι πνευματικές έννοιες μπορεί να είναι βαθιά προσωπικές και ποικίλλουν πολύ ανάλογα με τις ατομικές πεποιθήσεις και εμπειρίες.

Πρακτικές συμβουλές

Ο δρόμος προς τη φώτιση είναι μακρύς και επίπονος, αλλά είναι αυτός που αξίζει να επιδιώξουμε. Είναι ένα μονοπάτι που οδηγεί σε μια βαθύτερη κατανόηση του εαυτού μας, του κόσμου γύρω μας και της φύσης της πραγματικότητας. Είναι ένα μονοπάτι που οδηγεί στην ειρήνη, τη χαρά και την εκπλήρωση.

Εάν ενδιαφέρεστε να ξεκινήσετε το δικό σας ταξίδι διαφώτισης, υπάρχουν μερικά πράγματα που μπορείτε να κάνετε. Πρώτα, πρέπει να βρείτε έναν πραγματικό δάσκαλο που μπορεί να σας καθοδηγήσει στην πορεία σας. Αυτός ο δάσκαλος μπορεί να σας βοηθήσει να κατανοήσετε τις διδασκαλίες των μεγάλων πνευματικών δασκάλων και να τις εφαρμόσετε στη δική σας ζωή.

Δεύτερον, πρέπει να αρχίσετε να ασκείτε διαλογισμό. Ο διαλογισμός είναι ένα ισχυρό εργαλείο που μπορεί να σας βοηθήσει να ηρεμήσετε το μυαλό σας και να συνδεθείτε με τον εσωτερικό σας εαυτό. Μπορεί επίσης να σας βοηθήσει να αναπτύξετε τη συγκέντρωση και την εστίαση που χρειάζεστε για να προχωρήσετε στην πορεία σας.

Τρίτον, πρέπει να αρχίσετε να διαβάζετε πνευματικά κείμενα. Υπάρχουν πολλά σπουδαία πνευματικά κείμενα που μπορούν να σας βοηθήσουν να μάθετε περισσότερα για τη φύση της πραγματικότητας και για την πορεία προς τη φώτιση. Μερικά από τα πιο δημοφιλή κείμενα περιλαμβάνουν το Bhagavad Gita, το Dhammapada και το Tao Te Ching.

Τέλος, πρέπει να αρχίσετε να ζείτε τη ζωή σας σύμφωνα με τις διδασκαλίες των μεγάλων πνευματικών δασκάλων. Αυτό σημαίνει να ζεις μια ζωή με συμπόνια, αγάπη και υπηρεσία στους άλλους. Σημαίνει επίσης να ζεις μια ζωή απλότητας και μη προσκόλλησης.

Ο δρόμος προς τη φώτιση δεν είναι εύκολος, αλλά είναι ένας δρόμος που αξίζει να ακολουθήσεις. Εάν είστε πρόθυμοι να βάλετε τη δουλειά, θα ανταμειφθείτε με μια ζωή ειρήνης, χαράς και πληρότητας.

Χωρίς τον ερωτισμό ο άνθρωπος δε θα ήταν άνθρωπος

Χωρίς τον ερωτισμό ο άνθρωπος δε θα ήταν άνθρωπος.

Προσοχή όμως: ο ερωτισμός δεν είναι ξέφρενη ακολασία, ξέφραγη ασέλγεια, κουτή και κούφια κραιπάλη.

Ο ερωτισμός είναι μοναξιά, σιωπή, αγωνία, τρόμος κι αντιμετώπιση της ακρότητας, δηλαδή του θανάτου.

Ο ερωτισμός δεν είναι ηδονισμός χαρούμενος, επιπόλαιος και εύκολος, δεν είναι ικανοποίηση των ενστίκτων, χορτασμός των ορμών, παιχνίδι των ιδιόρρυθμων τάσεων, ανακούφιση μιας επιτακτικής φυσικής ανάγκης, χαλάρωση της έντασης του πόθου και κατευνασμός του πάθους, μηχανική εκσπερμάτωση, το σύνολο των «διαστροφών», και κάποιος ιδιωτικός ή κοινωνικός τίτλος τιμής που κάνει τα άτομα να ξιπάζονται και να αισθάνονται απαλλαγμένα από τα «περιττά βάρη» ή βασανιστικά συμπλέγματα.

Ο ερωτισμός δεν είναι απελευθέρωση.

Ο ερωτισμός είναι μια συμπεριφορά, που οδηγεί στα άκρα, δηλαδή στην αγωνία και στην πτώση, στη διακύβευση της ακεραιότητας, στο διασυρμό των αξιών, στην απώλεια, στην παράδοση άνευ όρων στα χέρια της τύχης και στην καταστροφή.

Η καταστροφή, εδώ, έχει το νόημα που έχει στην τραγωδία. Η «καταστροφή», μέσα από τη διάσταση του ερωτισμού, παίρνει έναν καθολικό χαρακτήρα και σημαδεύει καίρια την ανθρώπινη ζωή, ξεγυμνώνοντάς της απ’ όλες της τις αυταπάτες και δείχνοντάς της, μέσα σε κατάσταση ιλίγγου και έξαρσης, το αβυσσαλέο βάθος των αποθεμάτων της…

Ο ερωτισμός είναι απόλυτο κι απεριόριστο ξόδεμα όλων των δυνάμεων, ένας παροξυσμός τους, μια δαπάνη του ανθρώπινου δυναμικού που δεν έχει σχέση ούτε με τη διαλεκτική ούτε με το δυϊσμό, αλλά κατευθύνεται ίσια και προς ένα μοναδικό σημείο όπου ο άνθρωπος τα παίζει όλα για όλα, γι αυτό και η κατεύθυνσή του είναι πρόσ-τυχη, μια κατεύθυνση δηλαδή που οδηγεί μόνη αυτή στην κυριαρχία του ανθρώπου και στην υπέρτατη κατάκτησή του, που δεν είναι άλλη από την ακραία βίωση της πληγής του, η οποία δεν κλείνει ποτέ και με τίποτα”.

Διότι η ερωτική πράξη μπορεί να επέλθει με οιονδήποτε, ο οργασμός όμως, ο αφανισμός του ενός σώματος μέσα στο άλλο, ο σχεδόν θανατηφόρος σπασμός του, δεν μπορεί να «επιτευχθεί με οιονδήποτε.

Όπως γράφει και ο Βίλχελμ Ράιχ, “βιοενεργητικά, ο οργασμός σημαίνει απώλεια της ατομικότητας του ανθρώπου μέσα σε μια διαφορετική κατάσταση ύπαρξης”.

Τα νιάτα δεν είναι περίοδος ζωής, είναι η κατάσταση του νου

Τα νιάτα δεν είναι περίοδος ζωής, είναι η κατάσταση του νου.

Δεν είναι κόκκινα μάγουλα, κόκκινα χείλη και ευλύγιστα γόνατα.

Είναι η διάθεση της θέλησης, ιδιότητα της φαντασίας, η δύναμη των αισθημάτων.

Είναι η φρεσκάδα της βαθιάς πηγής της ζωής.

Είναι η νίκη ενάντια στην ατολμία, είναι και της επιθυμίας για περιπέτεια ενάντια στο πόθο για μια ήσυχη ζωή.

Αυτός ο πόθος υπάρχει συχνά σε έναν σαραντάρη.

Κανένας δεν γερνάει μόνο και μόνο επειδή ζει μερικά χρόνια.

Οι άνθρωποι γερνούν όταν λιποτακτούν από τα ιδανικά τους.

Και τα ωραία ακόμη πρόσωπα, όταν δεν προσέξουν να μείνουν όσο γίνεται ηθικά αμόλυντα, στιγματίζονται συχνά από την αυθάδεια ή την αηδία.

Τα χρόνια μπορεί να ρυτιδώνουν το δέρμα, αλλά όταν εγκαταλείψεις τον ενθουσιασμό, τότε ρυτιδώνεται το πνεύμα.

Η ανησυχία, η αμφιβολία, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό σου, ο φόβος και η απελπισία, αυτά τα μυσαρά μακρά χρόνια που γέρνουν το κεφάλι και κάνουν σκόνη το πνεύμα που γέρασε.

Και αν είναι κανείς εβδομήντα ή δεκάξι χρόνων, πάντα στην καρδιά του μπορεί να υπάρχει η αγάπη για το θαύμα, ο θαυμασμός για τα άστρα και τα πράγματα και για τις σκέψεις.

Η θέληση να αντιμετωπίσει κανείς τα γεγονότα, η αδιάκοπη παιδιάστικη όρεξη για κείνο που πρόκειται να ΄ρθει.

Έπειτα, και η μεγάλη χαρά για το παιχνίδι ζωής.

Είστε τόσο νέοι, όση είναι η πίστη σας στη ζωή.

Τόσο γέροι, όση είναι η αμφιβολία σας.

Τόσο νέοι, όση είναι εμπιστοσύνη στον εαυτό σας.

Τόσο γέροι, όση είναι η απελπισία σας.

Μέσα στο κέντρο της καρδιάς σας βρίσκεται ένας σταθμός ασυρμάτου.

Όσα χρόνια αυτός παίρνει μηνύματα ομορφιάς, ελπίδας, χαράς, μεγαλείου, θάρρους και δύναμης από τη γη, από τους ανθρώπους και από το θεό, τότε είστε πάντα νέος.

Όταν τα μηνύματα αυτά πάψουν να έρχονται, και το κέντρο της καρδιά σας έχει σκεπαστεί με τα χρόνια της απαισιοδοξίας και τον πάγο της αδιαφορίας και του κυνισμού, τότε πραγματικά μεγαλώσατε και γεράσατε.

Η αγάπη και η χαρά είναι το λίπασμα της ανάπτυξης του ανθρώπου

Μοιράζομαι, χαμογελώ, γελώ, φωνάζω, αναφωνώ, φιλώ, αγκαλιάζω, αυτά είναι τα ρήματα της χαράς.

Μη φοβάστε να κάνετε φασαρία. Δείξτε τη χαρά σας με πολύ θόρυβο, φωνάζοντας, πηδώντας, σηκώνοντας τα παιδιά ψηλά. Η χαρά είναι μια σωματική ανταλλαγή.

Μπορούμε ακόμα να ξυπνήσουμε στα παιδιά τη χαρά της αισθητικής, να τους μάθουμε να βλέπουν την ομορφιά: «Κοίτα, μαμά, το φεγγάρι τι όμορφο που είναι!»

Είναι τόσο γλυκό να το ακούει κανείς από το στόμα ενός μικρού παιδιού.

Να λέτε με τ΄όνομά του ό,τι βλέπετε γύρω σας. Μοιραστείτε. Θα πετύχετε ως αμοιβή ερωτήσεις παράξενες, αλλά αστείες και χαριτωμένες.

Η αγάπη και η χαρά είναι το λίπασμα της ανάπτυξης του ανθρώπου. Όσα «σ΄αγαπώ» και «είμαι ευτυχισμένος που ζω μαζί σου» κι αν πει κανείς, ποτέ δεν είναι αρκετά. Μην υποτιμάτε αυτά τα γλυκά λόγια, να τους τα λέτε όσο συχνά θέλετε, πολλές φορές τη μέρα, πάντα όμως κοιτώντας το αγαπημένο σας στα μάτια, δημιουργώντας μια φυσική επαφή, ενώ νιώθετε το συναίσθημα της αγάπης και της τρυφερότητας.

Ένα «ναι, σ΄αγαπώ» χωρίς να σηκώσετε τα μάτια από τα πιάτα δεν γεμίζει με χαρά την καρδιά του παιδιού που το ακούει. Βέβαια, δεν είναι δυνατόν να είναι κανείς συνέχεια χαρούμενος και, κυρίως, δεν χρειάζεται να προσποιείται. Αν όμως δεν είστε χαρούμενοι τουλάχιστον ένα 80% του χρόνου που είστε ξύπνιοι, θα πρέπει να αλλάξετε κάτι στη ζωή σας.

Συναισθηματικά προβλήματα σάς απαγορεύουν την ευτυχία;

Λύστε τα! Είναι ευθύνη σας ως γονιός. Διαφορετικά τα παιδιά σας θα τεθούν ασυνείδητα στην υπηρεσία των κρυφών σας καημών, έστω (και κυρίως τότε) κι αν δεν τους μιλήσετε ποτέ για αυτούς.

Τα παιδιά είναι έτοιμα να αποκηρύξουν πολλά στοιχεία της προσωπικότητάς τους προκειμένου να ξαναφέρουν το χαμόγελο στο πρόσωπο ενός γονιού που είναι πολύ λυπημένος ή θυμώνει συχνά.

Ας αναζητήσουμε μέσα μας πηγές ενδόμυχης χαράς. Ας μην αφήσουμε να μας κυριεύσει η κατάθλιψη, η ρουτίνα, η σοβαρότητα. Δεν είναι τόσο περίπλοκο να είναι χαρούμενος κανείς. Μπορεί να το καταφέρει παρά τις δύσκολες εξωτερικές συνθήκες. Αν δεν τα καταφέρνουμε μόνοι, μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια.

Ένας γονιός γεμάτος εσωτερική χαρά τη μεταδίδει στα παιδιά του και αυτή είναι η πιο ωραία κληρονομιά που μπορούν να λάβουν.

Μόνο αν αυξήσουμε το επίπεδο της χαράς μέσα στις οικογένειες και μέσα στα σχολεία θα μπορέσουμε να συμπαρασταθούμε στα παιδιά μας στο δρόμο της ανάπτυξής και της ευχαρίστησης τού να ζει κανείς. Αρκεί κάτι ασήμαντο. Μια πασχαλιά, ένα κάστανο, μια πίτα από άμμο, ένα μικρό δώρο έκπληξη, κεριά για το δείπνο, ένα πέταγμα μπαλονιού, φυσαλίδες… Αγάπη, τρυφερότητα.

Για να αναθρέψετε ευτυχισμένα παιδιά, δώστε προτεραιότητα στον γάμο σας

Για να αναθρέψετε ευτυχισμένα παιδιά, δώστε προτεραιότητα στον γάμο σας, αυτήν η νέα (και τόσο λάθος) τάση των γονιών να δίνουν προτεραιότητα αποκλειστικά στα παιδιά τους. Η «παιδοκεντρική» ζωή είναι σκληρή για ένα ζευγάρι και δεν κάνει καλό στα παιδιά. Όπως χαρακτηριστικά μας λέει ο David Code, εστιάζοντας στη σχέση μας μπορεί να αποφέρει όχι μόνο πιο υγιή γάμο, αλλά και πιο ευτυχισμένοι παιδιά.

Οι σημερινοί γονείς είναι περισσότερο «παντρεμένοι με τα παιδιά τους» παρά με τους συντρόφους τους. Αυτή η σύγχυση των ρόλων έχει σαν αποτέλεσμα να μεταθέτουμε τα προβλήματα του γάμου μας στα παιδιά μας. Αλλά η εξέλιξη αυτή προβληματίζει και μπερδεύει πολύ τα παιδιά, πολύ περισσότερο απ’ ότι νομίζουμε. Πολλοί γονείς πιστεύουν ότι όση περισσότερη προσοχή δίνουμε στα παιδιά μας, τόσο καλύτερα θα εξελιχθούν. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι τα παιδιά θα γίνουν πιο υγιή ή πιο ευτυχισμένα από τα παιδιά των προηγούμενων γενιών. Στην πραγματικότητα, το πόσο ανησυχούμε για τα παιδιά μας συνδέεται με το πόσο ανησυχούμε για το γάμο μας. Σύμφωνα μάλιστα με τις έρευνες, οι οικογένειες με επίκεντρο τα παιδιά δημιουργούν αγχωτικούς, εξαντλημένους και απαιτητικούς απογόνους.

Τα παιδιά νιώθουν μεγάλο βάρος με την υπερβολική προσοχή των γονιών τους. Σήμερα τα παιδιά μάλλον «υποφέρουν» από την απέραντη φροντίδα των γονιών τους. Οι γονείς με τη σειρά τους καταπιέζονται και οι ίδιοι προκειμένου τα παιδιά να έχουν ό,τι θελήσουν. Βιώνουν ένα τρομακτικό άγχος, που το θεωρούν μάλιστα φυσιολογικό, ώστε να είναι πάντα σε εγρήγορση ικανοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερες από τις ανάγκες των παιδιών. Το αποτέλεσμα είναι μάλλον δυσάρεστο για όλους μέσα στο σπίτι. Τα παιδιά αισθάνονται εγκλωβισμένα από την υπερ-φροντίδα, ενώ οι γονείς σταδιακά, και χωρίς να το συνειδητοποιούν τις περισσότερες φορές, οδηγούν τη σχέση τους και κατ’ επέκταση το γάμο τους στην καταστροφή.» Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο David Code, «στην πραγματικότητα δεν μπορείς να τους καταλογίσεις και ευθύνες, γιατί αυτό που στην ουσία κάνουν οι γονείς είναι να αφιερώνουν όλο τους το είναι στα παιδιά τους.

Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το λάθος. Διότι τα σημερινά παιδιά έχουν προβλήματα που προκύπτουν από την πολλή προσοχή. Και μάλιστα φαίνεται να έχουν περισσότερα προβλήματα από ό,τι εμείς ή οι γονείς μας ως παιδιά. Με το στραγγαλισμό του εαυτού μας, ώστε να δημιουργήσουμε μια τέλεια, δίχως τραυματικές εμπειρίες παιδική ηλικία για τα παιδιά μας, σπαταλούμε την ενέργειά μας.

Immanuel Kant: Μια εκπαίδευση για την ανθρωπότητα

O άνθρωπος δεν γίνεται άνθρωπος παρά μόνο μέσω της εκπαίδευσης. Δεν είναι παρά μόνο αυτό που τον έχει καταστήσει η εκπαίδευση. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο άνθρωπος εκπαιδεύεται πάντα από άλλους ανθρώπους και μάλιστα από άλλους ανθρώπους, οι οποίοι επίσης έχουν εκπαιδευτεί με τη σειρά τους.

H εκπαίδευση είναι μια τέχνη η πρακτική της οποίας πρέπει να τελειοποιείται από γενεά σε γενεά. Κάθε γενεά που διδάχθηκε τις γνώσεις των προηγουμένων είναι πάντα πιο κατάλληλη να εδραιώσει μια εκπαίδευση, η οποία θα αναπτύξει με σωστό και αρμονικό τρόπο όλες τις φυσικές προδιαθέσεις του ανθρώπου και με αυτό τον τρόπο θα οδηγήσει το ανθρώπινο είδος στον προορισμό του.

Για το λόγο αυτόν η εκπαίδευση είναι το μείζον και το δυσκολότερο πρόβλημα το οποίο μπορεί να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος. Στην πραγματικότητα, τα φώτα εξαρτώνται από την εκπαίδευση και η εκπαίδευση εξαρτάται από τα φώτα.

Υπάρχει μια αρχή της τέχνης της εκπαίδευσης την οποία ιδιαιτέρως οι άνθρωποι που κάνουν σχεδιασμούς διδασκαλίας θα έπρεπε να έχουν πάντα υπόψη τους: τα παιδιά δεν πρέπει να εκπαιδεύονται μόνο σύμφωνα με την παρούσα κατάσταση του ανθρώπινου είδους, αλλά σύμφωνα με την πιθανή και καλύτερη μελλοντική κατάσταση του, δηλαδή, σύμφωνα με την Ιδέα της Ανθρωπότητας και με τον τελικό προορισμό της.

Αυτή η αρχή έχει μεγάλη σημασία. Συνήθως οι γονείς εκπαιδεύουν τα παιδιά τους με μοναδικό σκοπό να τα προσαρμόσουν στον σύγχρονο κόσμο, όσο διεφθαρμένος και αν είναι. Θα έπρεπε μάλλον να τους δίνουν μια καλύτερη εκπαίδευση, με σκοπό να μπορεί να προκύψει μια καλύτερη κατάσταση στο μέλλον.

Παρουσιάζονται όμως δύο εμπόδια για αυτό:
  1. Συνήθως, οι γονείς δεν ανησυχούν παρά μόνο για ένα πράγμα: να τα καταφέρουν τα παιδιά τους, όταν βγουν στον κόσμο και
  2. οι κυβερνήτες δεν θεωρούν τους’ υπηκόους τους καλύτερους από όργανα για τα σχέδια τους.
Οι γονείς σκέφτονται το σπίτι τους, οι κυβερνήτες σκέφτονται τη χώρα τους. Ούτε οι μεν ούτε οι δε δεν έχουν ως τελικό σκοπό το παγκόσμιο καλό και την τελειότητα για την οποία είναι προορισμένη η ανθρωπότητα και για την οποία διαθέτει την προδιάθεση. H σύλληψη ενός σχεδίου εκπαίδευσης όμως θα έπρεπε να λάβει κοσμοπολίτικο προσανατολισμό.

Μήπως, τότε, το παγκόσμιο καλό είναι μια Ιδέα η οποία μπορεί να βλάψει το προσωπικό καλό; Σε καμία περίπτωση! Ακόμα και αν φαίνεται ότι πρέπει να θυσιαστούν ορισμένα πράγματα, κατά βάθος πάντα ενεργεί κάποιος καλύτερα για το καλό του παρόντος, όταν υπηρετεί αυτή την Ιδέα. Και τι υπέροχες συνέπειες τη συνοδεύουν!

H καλή εκπαίδευση είναι ακριβώς η πηγή από την οποία αναβλύζουν όλα τα αγαθά αυτού του κόσμου. Οι σπόροι που βρίσκονται μέσα στον άνθρωπο πρέπει να αναπτυχθούν. Επειδή δεν υπάρχουν μεταξύ των φυσικών προδιαθέσεων του ανθρώπου αρχές που να οδηγούν στο κακό. H μόνη αιτία του κακού είναι ότι η φύση δεν υπακούει σε κανόνες. Στον άνθρωπο υπάρχουν σπόροι μόνο για το καλό.

Immanuel Kant, Σκέψεις περί εκπαίδευσης

Πρώτα να αγαπήσεις τον εαυτό σου

Όλοι έχουμε ανάγκη να βρούμε κάποιον που θα μας αγαπήσει και θα μας αποδεχτεί όπως είμαστε. Αλλά αυτή η ανάγκη μπορεί να κρύβει κάτι βαθύτερο: την αδυναμία μας να αγαπήσουμε εμείς τον εαυτό μας, δηλαδή το σώμα μας, τα συναισθήματά μας, τις σκέψεις μας, τις συμπεριφορές μας, ίσως και κάποια συμπτώματα.

Δεν είναι κακό, ούτε κατακριτέο, ούτε σημάδι ψυχικής αδυναμίας, η επιθυμία μας να βρούμε έναν άνθρωπο να μας καταλαβαίνει, να μας αποδέχεται και να μπορούμε να μοιραζόμαστε μαζί του τις εμπειρίες της ζωής.

Η διαφορά όμως μεταξύ του “για να νιώσω καλά πρέπει να βρω κάποιον να με αγαπήσει” και του “νιώθω καλά και θέλω κάποιον για να μοιραστώ μαζί του τη χαρά της ζωής” είναι μεγάλη.

Στην πρώτη περίπτωση, ουσιαστικά ψάχνουμε για ένα ψυχικό υποστήριγμα. Ψάχνουμε να βρούμε έναν άνθρωπο που θα μας προσφέρει την ασφάλεια που δεν βρίσκουμε αλλού.

Στη δεύτερη περίπτωση, ψάχνουμε κάποιον για να μοιραστούμε την αγάπη που νιώθουμε ήδη μέσα μας και που εκφράζουμε στον κόσμο με τις πράξεις, τα λόγια και τις συμπεριφορές μας.

Στην πρώτη περίπτωση, ο άνθρωπος που θα βρεθεί (αν βρεθεί) θα αισθάνεται ότι δίνει περισσότερα από όσα παίρνει. Θα δίνει αγάπη και στοργή, θα δείχνει κατανόηση, ενώ θα έχει απέναντί του έναν άνθρωπο που θα νιώθει φόβο και ανεπάρκεια και που μόνο υπό όρους και προϋποθέσεις θα αισθάνεται ασφαλής.

Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να βρεθεί κάποιος που θα έχει την ανάγκη να φροντίζει τον άλλον για να νιώθει ο ίδιος καλά, αλλά μακροχρόνια μια τέτοια σχέση δεν μπορεί να αντέξει – κάποια στιγμή θα βγουν στην επιφάνεια τα ασυνείδητα μοτίβα και των δύο και θα επέλθει σύγκρουση, που θα συνοδεύεται από αισθήματα απογοήτευσης, θυμού ή προδοσίας.

Στη δεύτερη περίπτωση, που αναζητάμε να βρούμε κάποιον για να μοιραστούμε τη χαρά της ζωής, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν δυσκολίες και προκλήσεις. Αλλά οι δυσκολίες θα αντιμετωπιστούν χωρίς αισθήματα ανεπάρκειας και φόβου. Και χωρίς αυτά τα βάρη η ζωή γίνεται πολύ πιο εύκολη και ανάλαφρη.

Για να βρούμε έναν τέτοιον άνθρωπο, θα πρέπει πρώτα εμείς να έχουμε μάθει να αγαπάμε όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα μας.

Και “αγαπάω αυτά που συμβαίνουν μέσα μου” σημαίνει παρατηρώ και αποδέχομαι τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις συμπεριφορές και τα συμπτώματα, χωρίς να τα μετατρέπω σε ταυτότητα, δηλαδή χωρίς να τα κάνω Εγώ (“εγώ υποφέρω”, “εγώ είμαι ανεπαρκής”, “εγώ είμαι κατώτερος”, “εγώ θα είμαι πάντα μόνος”, “εγώ δεν μπορώ να ξεπεράσω τις συνέπειες του παρελθόντος μου”, κ.τ.λ).

Και ως φυσικό επακόλουθο (επειδή βλέπουμε τον κόσμο ανάλογα με το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας) την ίδια στάση κρατάμε και απέναντι στους άλλους: δεν τους κρίνουμε όταν παρατηρούμε να εκδηλώνουν μια συμπεριφορά που έχει τις ρίζες της στο ασυνείδητο παρελθόν τους.

Η “μαγική συνταγή” λοιπόν είναι η εξής: αφαιρούμε την αίσθηση της ταυτότητάς μας από τα ασυνείδητα μοτίβα που ενεργούν μέσα μας και τη μεταθέτουμε στον εσωτερικό παρατηρητή που παρατηρεί και αποδέχεται αυτά τα μοτίβα.

Όταν το σύστημά μας (το σώμα και ο νους) συνηθίσει στο να αντλεί την ασφάλειά του από την αγάπη που του δείχνουμε εμείς, τότε θα αρχίσει να προβάλλει και προς τα έξω αυτή την αίσθηση της ασφάλειας, χωρίς να αναζητάει καταφύγια και σωτήρες.

Γίνε εσύ η αγάπη που ψάχνεις να βρεις.

Το μυστήριο του μίσους

Το πρώτο πράγμα που πρόκειται να μάθουμε, σαν άνθρωποι που φιλοδοξούμε να πάμε προς το φως και την ομορφιά, είναι η εξάλειψη κάθε σπόρου μίσους από την καρδιά μας. Αυτό είναι πολύ πρακτικό. Επίσης, αν μάθετε να το κάνετε αυτό, θα εξοικονομήσετε χρήματα, χρόνο, ενέργεια, και τη ζωή σας. Αυτό είναι εύκολο να το λέμε, αλλά είναι πολύ δύσκολο να πετάξετε το μίσος από την καρδιά σας.

Ποιο είναι το μυστήριο του μίσους; Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι το μίσος είναι ένα συναίσθημα. Δεν είναι ένα συναίσθημα. Το μίσος είναι μια μαύρη οντότητα, ένα μαύρο χταπόδι. Αν δείτε μία φορά διορατικά πώς μοιάζουν οι άνθρωποι που μισούν, θα τρομοκρατηθείτε. Ένα μαύρο χταπόδι μπαίνει μέσα στην καρδιά τους, το μυαλό τους, και τους ελέγχει. Αυτό το χταπόδι συνδέεται με ένα μεγαλύτερο χταπόδι που λειτουργεί γύρω από τη Γη, γνωστό ως σκοτεινές δυνάμεις ή μαύρη αδελφότητα. Η πρόθεσή τους είναι να σταματήσει η εξέλιξη της ανθρωπότητας. Για να σταματήσει η εξέλιξη της ανθρωπότητας ο μόνος τρόπος που μπορεί, η μαύρη αδελφότητα δημιουργεί μίσος μεταξύ οικογενειών, μεταξύ εθνών, και στην ανθρωπότητα. Θέλει τους ανθρώπους να καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλον μέσα από το μίσος και να καταβροχθίζουν τον εαυτό τους και να αποτρέψουν την εξέλιξή τους, την πνευματική ανάπτυξη, την υπηρεσία, την ομορφιά και τη δημιουργικότητα.

Γνωρίζοντας αυτό, μην αφήνετε το χταπόδι να προσκολλάται σε σας. Μόλις αρχίσετε να μισείτε, μισείτε περισσότερο και το χταπόδι αρπάζει το μυαλό σας και λέει, “Έλα, να μισείς περισσότερο επειδή υπάρχει λόγος να μισείς περισσότερο, να μισείς περισσότερο.” Αυτός είναι ο τρόπος που σας απορροφά πλήρως το μαύρο χταπόδι.

Το μίσος συσσωρεύεται στο σύστημά σας, στο μυαλό σας, στην καρδιά σας, ειδικά στο πνευμονογαστρικό νεύρο που ελέγχει το στομάχι και την καρδιά σας. Ο ερεθισμός από το μίσος αρχίζει να καταστρέφει τις σωματικές λειτουργίες. Σιγά-σιγά, παραλύει εν μέρει τον εαυτό σας εδώ εκεί. Τελικά το ανοσοποιητικό σας σύστημα εξασθενεί και δεν μπορείτε να αντισταθείτε στα μικρόβια και στους ιούς που κάνουν επίθεση στο σύστημα σας.

Δυστυχώς, όταν αρχίσετε να μισείτε νιώθετε πολύ χαρούμενοι γιατί αισθάνεστε ότι νικάτε κάτι με το μίσος σας. Στην πραγματικότητα, αυτοκτονείτε.

Η μητέρα μου συνήθιζε να λέει, “Πριν το φίδι γίνει μεγάλο, να τον σκοτώσεις.” Αν ένα φίδι μεγαλώσει, δεν μπορείτε να το ελέγξετε. Αν το μίσος αρχίσει να εμφανίζει το κεφάλι του μέσα στην καρδιά σας, μέσα στο μυαλό σας, βγάλτε το αμέσως έξω και πείτε, “Σατανά, θα σε καταστρέψω,” και ρίχτε το στη φωτιά. Μόνο στη φωτιά μπορείτε να απαλλαγείτε από το μίσος.

Αυτή η φωτιά είναι η αγάπη. Το μίσος καίγεται εντελώς στη φωτιά της αγάπης. Πρόκειται να βρείτε κάτι στο νου σας και να πείτε, “Λοιπόν, μισώ αυτόν τον άνθρωπο, λόγω του συνόλου των δραστηριοτήτων του, των ανοησιών του, των αχρειοτήτων, της υποκρισίας του, και ούτω καθεξής, αλλά αγαπώ τη Θειότητα που είναι ακόμη σε αυτόν. Αν αγγίξω αυτό το Πετράδι και το φέρω προς τα έξω, μπορώ να κάνω κάτι.” Η διάθεση του μίσους σας μετατρέπεται σε διάθεση για να σώσετε κάποιο άτομο που νικήθηκε από το δικό του μίσος.

Τώρα αμέσως – σήμερα, αύριο, τον επόμενο μήνα, τον επόμενο χρόνο – αν κάποιο μίσος σάς επιτεθεί, να πείτε, “Όχι, σε αρνούμαι.” Θα δείτε τι θα συμβεί στην υγεία σας. Η υγεία σας θα βελτιωθεί, η καρδιά σας θα αρχίσει να λειτουργεί καλύτερα, και θα καθαρίσει ο νους σας. Θα βλέπετε τα πράγματα όπως είναι. Αυτό είναι πολύ πρακτικό.

Οι συνηθισμένοι άνθρωποι είναι μικροί, ο μεγαλοφυής όμως μεγάλος

Στο μεμονωμένο να βλέπεις πάντα το γενικό, είναι ακριβώς το βασικό χαρακτηριστικό της μεγαλοφυΐας, ενώ ο κανονικός άνθρωπος στο μεμονωμένο αντιλαμβάνεται μόνο το μεμονωμένο ως τέτοιο, αφού μόνο ως τέτοιο ανήκει στην πραγματικότητα, η οποία και μόνο έχει για αυτόν ενδιαφέρον, δηλαδή σχέσεις προς τη βούλησή του.

Ο κανονικός άνθρωπος δηλαδή βρίσκεται μέσα στον σάλο και την ταραχή της ζωής, στην οποία ανήκει μέσω της βούλησής του- η νόησή του είναι γεμάτη από τα πράγματα και τα συμβαίνοντα της ζωής- όμως αυτά τα πράγματα και την ίδια τη ζωή στην αντικειμενική τους σημασία δεν τα βλέπει καθόλου, όπως ο έμπορος στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ καταλαβαίνει πολύ καλά τι λέει διπλανός του, αλλά το έντονο βούισμα, σαν αυτό της θάλασσας, ολόκληρης της αίθουσας του χρηματιστηρίου δεν το ακούει καθόλου, κάτι για το οποίο ένας πιο απομακρυσμένος παρατηρητής απορεί. Η μεγαλοφυΐα αντίθετα, η νόηση της οποίας έχει αποκοπεί από τη βούληση, δηλαδή από το άτομο, αναγνωρίζει ότι τα πράγματα που σχετίζονται με αυτό δεν είναι ο ίδιος ο κόσμος και τα ίδια τα πράγματα. Αυτά η μεγαλοφυΐα τα βλέπει τα ίδια καθαυτά, καθαρά, και τα αναγνωρίζει με την αντικειμενική παρατήρηση- με αυτή την έννοια είναι η ουσία της μεγαλοφυΐας στοχαστική.

Αυτή η στοχαστικότητα είναι που καθιστά ικανό τον ζωγράφο να απεικονίσει πιστά τη φύση που έχει μπροστά του, και τον ποιητή να προβάλει το παρόν που παρατηρεί με ακρίβεια.

Το ζώο ζει χωρίς κανέναν στοχασμό. Συνείδηση έχει, που σημαίνει αναγνωρίζει τον εαυτό του και το καλό ή το κακό του, ακόμα και τα αντικείμενα που τα προκαλούν αυτά. Όμως η αντίληψή του παραμένει πάντα υποκειμενική, δεν γίνεται ποτέ αντικειμενική: όλα όσα αντιλαμβάνεται του φαίνονται αυτονόητα, και επομένως δεν μπορεί ποτέ να γίνουν ούτε θέμα (αντικείμενο περιγραφής) ούτε πρόβλημα (αντικείμενο διαλογισμού).

Η συνείδησή του βρίσκεται λοιπόν εντελώς μέσα στα εμπειρικά όρια. Βέβαια όχι από την ίδια, αλλά από συγγενή υφή είναι η συνείδηση του συνηθισμένου ανθρώπινου τύπου, καθώς και η δική του αντίληψη των πραγμάτων είναι προπάντων υποκειμενική και κατά κύριο λόγο παραμένει μέσα στα εμπειρικά πλαίσια. Αντιλαμβάνεται τα πράγματα στον κόσμο, αλλά όχι τον κόσμο- αντιλαμβάνεται τις πράξεις του και τις δυστυχίες του, αλλά όχι τον ίδιο τον εαυτό του.

Όλα τελικά εξαρτώνται από το πού βρίσκεται η βασική σοβαρότητα του ανθρώπου. Σχεδόν σε όλους βρίσκεται αποκλειστικά στο δικό τους καλό και στο καλό των δικών τους, γι’ αυτό και δεν είναι ικανοί να προωθήσουν τίποτα άλλο έξω από αυτό. Γιατί καμία πρόθεση, καμιά θεληματική και εσκεμμένη προσπάθεια δεν αποφέρει την αληθινή, βαθιά σοβαρότητα, ή την αντικαθιστά, ή πιο σωστά την εκτοπίζει. Γιατί αυτή μένει πάντα εκεί που την έχει τοποθετήσει η φύση. Γι’ αυτό, μεγαλοφυή άτομα φροντίζουν συχνά ανεπαρκώς για το δικό τους καλό. 

Όπως ένα μολυβένιο κομμάτι σε μια αλυσίδα που αιωρείται, την επαναφέρει πάλι πίσω στο σημείο που είναι προσδιορισμένο από τη βαρύτητα, έτσι και η αληθινή σοβαρότητα του ανθρώπου τραβάει τη δύναμη και την προσοχή της νόησής του πάντα πίσω προς τα εκεί που είναι προορισμένη να βρίσκεται: όλα τα άλλα τα κάνει ο άνθρωπος χωρίς αληθινή σοβαρότητα. Γι’ αυτό μόνο οι εξαιρετικά σπάνιοι, μη κανονικοί άνθρωποι, η αληθινή σοβαρότητα των οποίων δεν βρίσκεται στο προσωπικό και πρακτικό, παρά στο αντικειμενικό και θεωρητικό, είναι σε θέση να αντιληφθούν το ουσιαστικό των πραγμάτων και του κόσμου, που σημαίνει τις ύψιστες αλήθειες, και με κάποιο τρόπο να τις προβάλουν. Γιατί μια τέτοια σοβαρότητα, που βρίσκεται έξω από το υποκείμενο, στο αντικειμενικό, είναι κάτι ξένο από την ανθρώπινη φύση, κάτι αφύσικο, στην ουσία υπερφυσικό- όμως μόνο μέσα από αυτήν είναι ένας άνθρωπος μεγάλος, και οι δημιουργίες του είναι σαν να προέρχονται από ένα, διαφορετικό από αυτόν, δημιουργικό πνεύμα, το οποίο τον κατέλαβε. 

Σε έναν τέτοιον άνθρωπο, η ζωγραφική, η ποίηση ή η σκέψη είναι σκοπός, στους άλλους είναι μέσο. Αυτοί επιδιώκουν τα συμφέροντά τους και γνωρίζουν κατά κανόνα να τα προωθούν προσαρμοζόμενοι στους συγχρόνους τους, έτοιμοι να υπηρετήσουν τις ανάγκες τους και τα κέφια τους- γι’ αυτό κατά το πλείστον ζουν σε ευτυχείς συνθήκες, εκείνος όμως συχνά σε πολύ πενιχρές- γιατί το προσωπικό του καλό το θυσιάζει στον αντικειμενικό σκοπό: δεν μπορεί δηλαδή να κάνει αλλιώς, γιατί εκεί βρίσκεται η σοβαρότητά του. Οι άλλοι κάνουν το αντίστροφο: γι’ αυτό αυτοί είναι μικροί, εκείνος όμως μεγάλος. Σύμφωνα με αυτά, το έργο του είναι για όλους τους καιρούς, αλλά η αναγνώρισή του αρχίζει συνήθως στους μεταγενέστερους. Οι άλλοι ζουν και πεθαίνουν με την εποχή τους. Μεγάλος γενικά είναι εκείνος που με τη δράση του (είτε αυτή είναι πρακτική είτε θεωρητή) δεν επιδιώκει τα συμφέροντά του, παρά ακολουθεί μόνο έναν αντικειμενικό σκοπό. 

Το ότι αυτός δεν επιδιώκει το καλό του και τα συμφέροντά του, αυτό τον κάνει κάτω από όλες τις συνθήκες μεγάλο. Μικρή αντίθετα είναι κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί σε προσωπικούς σκοπούς, γιατί αυτός που ενεργεί έτσι, αναγνωρίζει και βρίσκει τον εαυτό του μόνο στο απειροελάχιστα μικρό άτομό του. Αντίθετα, όποιος είναι μεγάλος αναγνωρίζει τον εαυτό του σε όλα, δηλαδή στην ολότητα: δεν ζει, όπως εκείνος, μόνο στον μικρόκοσμο, παρά ακόμα πιο πολύ στον μακρόκοσμο. Γι’ αυτό και η υπόθεσή του είναι η ολότητα, και επιδιώκει να την αντιληφθεί, για να την παρουσιάσει, ή για να την εξηγήσει, ή για να επενεργήσει σε αυτήν πρακτικά. Γιατί αυτή δεν του είναι ξένη, νιώθει ότι τον αφορά.

Ο Αριστοτέλης και το πολίτευμα της Κρήτης

Ο Ισαάκ Ασίμοφ στο βιβλίο του «Το Χρονικό του Κόσμου», αναφερόμενος στην περίοδο 2500 – 2000 π.Χ. είναι σαφής: «Η Κρήτη, ως πρώτος νησιωτικός πολιτισμός, είχε το εξής πλεονέκτημα: οι ισχυροί πολιτισμοί της Αιγύπτου και της δυτικής Ασίας δεν είχαν πλοία ικανά να απειλήσουν την Κρήτη. Γι’ αυτό το λόγο, οι πόλεις – κράτη του νησιού είχαν ενοποιηθεί ειρηνικά και παρέμεναν απεριτείχιστες πόλεις». Και είναι αλήθεια ότι η γεωγραφική θέση της Κρήτης έπαιξε ίσως το βασικότερο ρόλο στη διαμόρφωση όλων των συσχετισμών. Ο Αριστοτέλης στο δεύτερο βιβλίο απ’ τα «Πολιτικά» αναφέρει: «Φαίνεται ότι το νησί από τη φύση του ήταν προορισμένο να δεσπόζει στους Έλληνες και να βρίσκεται σε ευνοϊκή γεωγραφική θέση. Διότι κυριαρχεί σε όλο το θαλάσσιο χώρο (ενν. της ανατολικής Μεσογείου), στα παράλια του οποίου είναι εγκατεστημένοι σχεδόν όλοι οι Έλληνες. Διότι αφενός δεν απέχει πολύ από την Πελοπόννησο και αφετέρου από τα ασιατικά παράλια – την περιοχή δηλαδή γύρω από το Τριόπιο – και τη Ρόδο. Γι’ αυτό ο Μίνωας έγινε θαλασσοκράτορας, και από τα νησιά άλλα κατέκτησε και σε άλλα εγκατέστησε έποικους. Τελικά επιτέθηκε εναντίον της Σικελίας όπου και πέθανε κοντά στην Καμικό». Και ο Ασίμοφ συμπληρώνει: «Η Κρήτη είχε τα δικά της πλοία που διενεργούσαν το εμπόριο του νησιού με τα βόρεια νησιά, τα οποία είναι τόσο πυκνά διεσπαρμένα στη θάλασσα, που τα πλοία δεν έχαναν ποτέ την οπτική επαφή τους με τη στεριά για μεγάλο διάστημα. Η Κρήτη, ελέγχοντας το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, προόδευε γρήγορα και κατόρθωσε να ιδρύσει την πρώτη θαλασσοκρατορία, που σημαίνει κυριαρχία των θαλασσών και της οποίας η ισχύς βασιζόταν περισσότερο στο ναυτικό παρά στο στρατό ξηράς».

Σχετικά με τη διαμόρφωση του πολιτεύματος της μινωικής καταγράφεται: «Η συγκεντρωτική οργάνωση της πολιτικής εξουσίας αποδεικνύεται και από τον τρόπο κατασκευής των ανακτόρων. Οι βασιλείς όμως δεν κυβέρνησαν την Κρήτη ποτέ τυραννικά, όπως οι φαραώ της Αιγύπτου και οι βασιλείς της Μεσοποταμίας. Σκοπός της διοικήσεώς τους ήταν η εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου. Η ευημερία των βασιλέων και των ιερέων της Κρήτης στηριζόταν στο εμπόριο και στη βιοτεχνία και όχι στην πολιτική δύναμη. Ο μινωικός πολιτισμός ποτέ δεν επέτρεψε τη μονολιθική συγκέντρωση της πολιτικής δυνάμεως στα χέρια του βασιλέως. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η μινωική Κρήτη είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο, η οποία εφήρμοσε την πρώτη υποτυπώδη δημοκρατική διοίκηση. Σε κάθε μικρό βασίλειο η ευημερία δεν ήταν μονοπώλιο του βασιλέως, όπως στην Ανατολή και στην Αίγυπτο. Στην Κρήτη ευημερούσε η μεσαία τάξη».

Όμως τα μεγαλεία της μινωικής Κρήτης δεν έχουν καμία σχέση με την εποχή που τη συναντά ο Αριστοτέλης, ο οποίος γράφει τα «Πολιτικά» μετά το 335 π. Χ., όπου και επιστρέφει στην Αθήνα από τη Μακεδονία. Για τον Αριστοτέλη, το μόνο που διασώζει την Κρήτη είναι η γεωγραφική της θέση που αποτρέπει την ύπαρξη μόνιμης εχθρικής απειλής, δηλαδή ένα γείτονα που να καιροφυλακτεί για οποιοδήποτε στραβοπάτημα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι κοινωνικές ανισότητες που επικρατούσαν θα έφερναν σίγουρα εξεγέρσεις, όπως και στη Σπάρτη, με τη διαφορά ότι οι Κρήτες δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν: «οι πενέστες της Θεσσαλίας πολλές φορές ξεσηκώθηκαν εναντίον των Θεσσαλών. Το ίδιο έκαναν εναντίον των Σπαρτιατών οι είλωτες (διότι τρόπον τινά συνεχώς καιροφυλακτούν για κάποιο ατύχημα των Σπαρτιατών). Στους Κρητικούς δεν έχει συμβεί ακόμη κάτι παρόμοιο. Η αιτία είναι ίσως το γεγονός ότι καμία από τις γειτονικές πόλεις, αν και οι σχέσεις τους είναι εχθρικές, δεν συμμαχεί με τους επαναστάτες, διότι δε τις συμφέρει, αφού και αυτές έχουν περιοίκους. Αντίθετα οι γείτονες των Σπαρτιατών – Αργείοι, Μεσσήνιοι και Αρκάδες – ήταν όλοι εχθροί τους».

Στον Αριστοτέλη οι περίοικοι της Κρήτης παρουσιάζονται κατ’ αντιστοιχία με τους είλωτες της Σπάρτης: «Για τους Σπαρτιάτες τη γη την καλλιεργούν οι είλωτες και για τους Κρήτες οι περίοικοι». Το να αποκαλέσει κανείς τους είλωτες δούλους, ίσως δε θα ήταν απόλυτα ακριβές – ούτε βέβαια και ανακριβές. Το σίγουρο είναι ότι επρόκειτο για καταπιεσμένους ανθρώπους, που στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων και που θα έκαναν τα πάντα να ανατρέψουν την κατάσταση με την πρώτη ευκαιρία. Στο δεύτερο τόμο από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» βλέπουμε σχετικά: «Κατά το μέτρο που μας επιτρέπουν τα διαθέσιμα στοιχεία, γνωρίζουμε ή εικάζουμε ότι ορισμένες τουλάχιστον από τις κοινωνίες που ιδρύθηκαν μετά το 1125 π. Χ., είτε από επιδρομείς που εισέβαλαν στις χώρες με μυκηναϊκό παρελθόν είτε από αποίκους που εγκαταστάθηκαν στο ανατολικό Αιγαίο, υποχρέωσαν μερικούς από τους παλαιούς κατοίκους των περιοχών που κατέκτησαν να καλλιεργούν τους κλήρους που μοιράσθηκαν αναμεταξύ τους, και να τους προσφέρουν ένα σημαντικό τμήμα από τα εισοδήματα. Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας ονομάζονταν στη Θεσσαλία “πενέσται”, στη Σικυώνα “κορυνηφόροι”, στο Άργος “γυμνήτες”, στη Λακωνία “είλωτες”, αλλά και “δώλοι” (δούλοι), στην Κρήτη “κλαρώται”, “μνωίται”, “αφαμιώται”, καθώς επίσης “δώλοι” και “οικείς”, στη Λοκρίδα “οικιάται”. Η νομική θέση τους χαρακτηρίζεται από τα εξής δεδομένα: δεν ήταν ελεύθεροι, ανήκαν στην κοινότητα (αυτό το καθεστώς διατηρήθηκε σε μερικές κοινότητες ως τα ιστορικά χρόνια, στη Σπάρτη πάντως θα διαρκέσει ως το τέλος της ανεξαρτησίας της). Οι υποχρεώσεις τους καθορίζονταν από γενικές διατάξεις και όχι από τη θέληση εκείνων που είχαν τη νομή ή την κτήση των κλήρων. Προστατεύονταν από νόμους που δεν ίσχυαν για τους δούλους (π. χ. απαγορευόταν η πώλησή τους έξω από τη χώρα, σε ορισμένες μάλιστα κοινωνίες και η μετακίνησή τους από τον κλήρο, στον οποίο είχαν αποσπασθεί. Οι νεότεροι ιστορικοί βρήκαν ότι δε διαφέρουν από τους δουλοπάροικους των μεταχριστιανικών χρόνων στην Ευρώπη και την Ανατολή».

Ο παραλληλισμός των περιοίκων με τους είλωτες δεν είναι καθόλου τυχαίος, αφού το πολίτευμα της Κρήτης ήταν μάλλον το πρότυπο που ακολούθησαν και οι Σπαρτιάτες: «Διότι και φαίνεται και λέγεται ότι το πολίτευμα των Σπαρτιατών στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελεί μίμηση του κρητικού πολιτεύματος». Εξάλλου, αναφέρεται ότι ο Λυκούργος, του οποίου οι νόμοι κατηύθυναν τη σπαρτιατική κοινωνία, πέρασε από την Κρήτη και γνώριζε καλά τα εκεί πολιτειακά τεκταινόμενα: «Λένε ότι ο Λυκούργος, όταν παραιτήθηκε από την κηδεμονία του βασιλιά Χαρίλλου και έφυγε μακριά, πέρασε τον περισσότερο καιρό στην Κρήτη εξαιτίας της συγγένειας (ενν. των δύο λαών). Διότι οι Λύκτιοι ήταν άποικοι των Σπαρτιατών. Αυτοί λοιπόν, όταν ήρθαν στον τόπο της αποικίας (ενν. στο Λύκτο της Κρήτης), υιοθέτησαν τη νομοθεσία που είχαν τότε οι κάτοικοί της». Υπό αυτούς τους όρους το πολίτευμα της Κρήτης μοιάζει με εκείνο της Σπάρτης τόσο στο θεσμό των συσσιτίων, όσο και στο θεσμό των εφόρων και της γερουσίας: «ο θεσμός των συσσιτίων υπάρχει και στους δύο λαούς και στα παλιότερα χρόνια οι Σπαρτιάτες τα συσσίτια δεν τα ονόμαζαν φιδίτια αλλά άνδρια, όπως ακριβώς και οι Κρήτες, πράγμα που φανερώνει ότι ο θεσμός ήρθε από εκεί. Το ίδιο ισχύει και για το σύστημα του πολιτεύματος. Διότι οι μεν έφοροι έχουν την ίδια εξουσία με αυτούς που στην Κρήτη ονομάζονται κόσμοι, με τη διαφορά ότι οι έφοροι είναι πέντε, ενώ οι κόσμοι δέκα. Οι δε γερουσιαστές (ενν. των Σπαρτιατών) είναι αντίστοιχοι με τους γερουσιαστές των Κρητών, οι οποίοι ονομάζουν τη Γερουσία βουλή».

Η διαφορά με τα συσσίτια είναι ότι στην Κρήτη η προμήθεια των αγαθών ήταν υπόθεση του δημόσιου ταμείου, σε αντίθεση με τη Σπάρτη όπου ο κάθε πολίτης όφειλε να συνεισφέρει τα έξοδα του συσσιτίου του ο ίδιος. Αυτό έκανε το πολίτευμα της Κρήτης πιο δημοκρατικό, αφού στη Σπάρτη ο πολίτης που δε μπορούσε να προσφέρει τα έξοδα για το συσσίτιό του, έχανε και το δικαίωμα της συμμετοχής στη λειτουργία του πολιτεύματος: «Όσον αφορά τα συσσίτια, αυτά είναι καλύτερα οργανωμένα από τους Κρήτες παρά από τους Σπαρτιάτες. Διότι στη Σπάρτη συνεισφέρει ο καθένας το κατά κεφαλήν καθορισμένο μερίδιο και, αν δεν το κάνει, δεν του επιτρέπει ο νόμος να συμμετέχει στη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως ήδη ελέχθη, ενώ στην Κρήτη το σύστημα είναι πιο δημοκρατικό. Διότι από όλα τα δημόσια γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και από τους φόρους που πληρώνουν οι περίοικοι ένα μέρος είναι καθορισμένο για τους θεούς και τις κοινωφελείς υπηρεσίες, ενώ το άλλο πηγαίνει στα συσσίτια, ώστε όλοι: γυναίκες, άντρες και παιδιά, να συντηρούνται από το δημόσιο».

Σχετικά με το θεσμό των κόσμων όμως, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική: «ο θεσμός των κόσμων είναι χειρότερος από εκείνον των εφόρων. Διότι τα μειονεκτήματα της αρχής των εφόρων τα έχουν και οι κόσμοι (διότι εκλέγονται οι τυχόντες), όμως ό,τι είναι εκεί συμφέρον για την πολιτεία, δεν υπάρχει εδώ. Εκεί δηλαδή, επειδή οι έφοροι εκλέγονται από όλους τους πολίτες (ενν. όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι), και επειδή έτσι συμμετέχει ο λαός στον πιο σημαντικό φορέα εξουσίας, θέλει να διατηρηθεί το (ενν. υπάρχον) πολίτευμα. Εδώ (ενν. στην Κρήτη) όμως εκλέγουν τους κόσμους όχι από το σύνολο των πολιτών, αλλά μόνον από ορισμένα γένη, και τους γερουσιαστές τους εκλέγουν από εκείνους που έχουν χρηματίσει κόσμοι». Η δυνατότητα να συμμετέχει όλος ο λαός στη διαμόρφωση της εξουσίας είναι η διασφάλιση της αποδοχής του πολιτεύματος. Από τη στιγμή που κάποιοι αποκλείονται από τις πολιτειακές διαδικασίες δεν έχουν άλλη επιλογή από τη δυσαρέσκεια απέναντι σε μια εξουσία που δεν τους υπολογίζει. Και είναι ηλίου φαεινότερο ότι όσο οι άνθρωποι αυτοί πληθαίνουν, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα της εξέγερσης. Η συμμετοχή των πολλών στις πολιτικές διαδικασίες, δεν είναι μόνο η ευθύνη που αυτομάτως μοιράζεται σε πολλούς (και ο ψηφοφόρος έχει ευθύνη, όχι μόνο ο εκλεγμένος), αλλά και η εξασφάλιση της ισορροπίας, αφού όλοι νιώθουν ικανοποίηση: «Το γεγονός ότι ο λαός, αν και δε συμμετέχει στην πολιτική εξουσία, δε διαμαρτύρεται, δε σημαίνει ότι οι πολιτικοί θεσμοί έχουν καλώς»..

Εξάλλου, ο αποκλεισμός των πολλών από την εξουσία είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για τη διαφθορά. Γιατί κανείς δε χρειάζεται να λογοδοτήσει σε ανθρώπους που από θέση αρχής δεν μπορούν να έχουν λόγο. Οι κόσμοι αν και δε λαμβάνουν αμοιβή κι αν και μένουν απομονωμένοι προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις δωροδοκίας, είναι αδύνατο να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος μπροστά στα συμφέροντα των ισχυρών: «Πολλές φορές δηλαδή ορισμένοι συνάδελφοί τους ή ιδιώτες συνωμοτούν εναντίον των κόσμων και τους καθαιρούν. Όμως το χειρότερο απ’ όλα είναι η καθαίρεση των κόσμων, την οποία προκαλούν συχνά οι ισχυροί άνδρες, όταν θέλουν να μην τιμωρηθούν. Απ’ αυτό συνάγεται ξεκάθαρα ότι το νομοθετικό σύστημα (ενν. της Κρήτης) διαλαμβάνει κάποια συνταγματικά στοιχεία, όμως δε συνιστά ένα πολίτευμα, αλλά μάλλον ένα αυταρχικό καθεστώς. Συνηθίζουν εξάλλου (ενν. οι ισχυροί) δημιουργώντας διάσταση ανάμεσα στο λαό και τους φίλους τους να προκαλούν αναρχία και αναταραχές και να πολεμούν μεταξύ τους». Ακόμη και η εκκλησία του δήμου που αναφέρεται είναι περισσότερο διακοσμητική: «Στην εκκλησία του δήμου συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, αλλά αυτή το μόνο που κάνει είναι να επικυρώνει με ψηφοφορία τις αποφάσεις των γερουσιαστών και των κόσμων».

Όσο για τους γερουσιαστές της Κρήτης, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να εκλεγούν μόνο εφόσον είχαν διατελέσει κόσμοι «θα μπορούσε να πει κανείς ό,τι και για τον αντίστοιχο θεσμό της Σπάρτης (ότι δηλαδή η ανευθυνότητα και η ισοβιότητα είναι προνόμια μεγαλύτερα απ’ αυτά που τους αξίζουν, καθώς επίσης και ότι είναι επικίνδυνο να μην ασκούν την εξουσία σύμφωνα με γραπτούς νόμους αλλά κατά την κρίση τους)». Η διευκρίνιση ότι οι Κρήτες είχαν καταργήσει το θεσμό της βασιλείας κι ότι σε περίπτωση πολέμου αναλάμβαναν την αρχηγία οι κόσμοι δεν αλλάζει και πολύ την ουσία του πολιτεύματος. Η πολιτική οργάνωση της Κρήτης υπήρξε αυταρχική ευνοώντας τα υπόγεια συμφέροντα των ισχυρών. Το δημοκρατικό περιτύλιγμα της οργάνωσης των συσσιτίων δεν πείθει τον Αριστοτέλη. Οι αναταραχές και οι συγκρούσεις που προκύπτουν ως μοναδικός τρόπος διευθέτησης των αντιμέτωπων συμφερόντων είναι μάλλον συμπτώματα αποδιοργάνωσης παρά οργάνωσης της πολιτείας: «Και αλήθεια τι διαφέρει μια τέτοια κατάσταση από την προσωρινή κατάλυση της πολιτείας και τη διάλυση της πολιτικής κοινωνίας; Μια πολιτεία που βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση κινδυνεύει, όταν υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν και είναι σε θέση να επιτεθούν».

Τελικά, αυτό που ονομάζουμε σύστημα διοίκησης, δεν είναι τίποτε άλλο από τον τρόπο που ρυθμίζονται τα αντίπαλα συμφέροντα. Όσο ομαλότερα γίνεται αυτό τόσο πιο πετυχημένο είναι το σύστημα. Κι όταν λέμε ομαλότερα, εννοούμε να ικανοποιεί – αν όχι το σύνολο – τουλάχιστο τη μεγάλη πλειοψηφία. Το πολίτευμα που δεν έχει τις θεσμικές αντιστάσεις να περιορίσει την αρπακτική διάθεση των λίγων, είτε για λόγους ελλιπούς νομοθεσίας είτε για λόγους αδυναμίας τήρησης των νόμων (και οι ευθύνες των διαχειριστών της εξουσίας είναι ξεκάθαρες) δεν μπορεί παρά να καταταχτεί στα στρεβλά. Και στην Κρήτη δε φαίνεται να υπάρχει η επιθυμητή πολιτική ομαλότητα: «Αλλά, όπως ελέχθη, η πολιτεία σώζεται χάρη στη γεωγραφική της θέση. Η ανυπαρξία ξένων στην Κρήτη οφείλεται στο απόμακρο της γεωγραφικής της θέσης. Γι’ αυτό και οι περίοικοι παραμένουν υπάκουοι στους Κρητικούς, ενώ οι είλωτες συχνά επαναστατούν. Διότι οι Κρητικοί δεν έχουν καμία συμμετοχή σε άσκηση εξουσίας στο εξωτερικό. Πρόσφατα όμως μια ξενική επιδρομή εναντίον της Κρήτης αποκάλυψε την αδυναμία των νόμων της».

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Α΄

ΠΛ Αλκ1 104e–106a

Ο Σωκράτης είναι σε θέση να καθοδηγήσει τον Αλκιβιάδη στην επίτευξη των στόχων του

Σε αυτόν τον διάλογο, για τη γνησιότητα του οποίου υπάρχει διχογνωμία, ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης συζητούν για την αυτογνωσία. Ο φιλόσοφος διαπίστωσε ότι, σε αντίθεση με τον ίδιο, οι περισσότεροι απέφευγαν πλέον τη συναναστροφή με τον Αλκιβιάδη, εξαιτίας της αλαζονείας του χαρισματικού νέου: ο Αλκιβιάδης πίστευε ότι δεν είχε την ανάγκη κανενός. Ο γιος του Κλεινία ζήτησε τότε επίμονα να του εξηγήσει ο φιλόσοφος γιατί επιζητούσε ακόμη τη συναναστροφή μαζί του.

[104e] ΣΩ. Ὅρα δή· οὐ γάρ τοι εἴη ἂν θαυμαστὸν εἰ, ὥσπερ
μόγις ἠρξάμην, οὕτω μόγις καὶ παυσαίμην.

ΑΛ. Ὠγαθὲ λέγε· ἀκούσομαι γάρ.

ΣΩ. Λεκτέον ἂν εἴη. χαλεπὸν μὲν οὖν πρὸς ἄνδρα οὐχ
ἥττονα ἐραστῶν προσφέρεσθαι ἐραστῇ, ὅμως δὲ τολμητέον
φράσαι τὴν ἐμὴν διάνοιαν. ἐγὼ γάρ, ὦ Ἀλκιβιάδη, εἰ μέν
σε ἑώρων ἃ νυνδὴ διῆλθον ἀγαπῶντα καὶ οἰόμενον δεῖν ἐν
τούτοις καταβιῶναι, πάλαι ἂν ἀπηλλάγμην τοῦ ἔρωτος, ὥς
[105a] γε δὴ ἐμαυτὸν πείθω· νῦν δ’ ἕτερ’ αὖ κατηγορήσω διανοή-
ματα σὰ πρὸς αὐτὸν σέ, ᾧ καὶ γνώσῃ ὅτι προσέχων γέ σοι
τὸν νοῦν διατετέλεκα. δοκεῖς γάρ μοι, εἴ τίς σοι εἴποι θεῶν·
«Ὦ Ἀλκιβιάδη, πότερον βούλει ζῆν ἔχων ἃ νῦν ἔχεις, ἢ
αὐτίκα τεθνάναι εἰ μή σοι ἐξέσται μείζω κτήσασθαι;»
δοκεῖς ἄν μοι ἑλέσθαι τεθνάναι· ἀλλὰ νῦν ἐπὶ τίνι δή ποτε
ἐλπίδι ζῇς, ἐγὼ φράσω. ἡγῇ, ἐὰν θᾶττον εἰς τὸν Ἀθηναίων
[105b] δῆμον παρέλθῃς ―τοῦτο δ’ ἔσεσθαι μάλα ὀλίγων ἡμερῶν―
παρελθὼν οὖν ἐνδείξεσθαι Ἀθηναίοις ὅτι ἄξιος εἶ τιμᾶσθαι
ὡς οὔτε Περικλῆς οὔτ’ ἄλλος οὐδεὶς τῶν πώποτε γενομένων,
καὶ τοῦτ’ ἐνδειξάμενος μέγιστον δυνήσεσθαι ἐν τῇ πόλει, ἐὰν
δ’ ἐνθάδε μέγιστος ᾖς, καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι, καὶ οὐ
μόνον ἐν Ἕλλησιν, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς βαρβάροις, ὅσοι ἐν τῇ
αὐτῇ ἡμῖν οἰκοῦσιν ἠπείρῳ. καὶ εἰ αὖ σοι εἴποι ὁ αὐτὸς
οὗτος θεὸς ὅτι αὐτοῦ σε δεῖ δυναστεύειν ἐν τῇ Εὐρώπῃ,
[105c] διαβῆναι δὲ εἰς τὴν Ἀσίαν οὐκ ἐξέσται σοι οὐδὲ ἐπιθέσθαι
τοῖς ἐκεῖ πράγμασιν, οὐκ ἂν αὖ μοι δοκεῖς ἐθέλειν οὐδ’ ἐπὶ
τούτοις μόνοις ζῆν, εἰ μὴ ἐμπλήσεις τοῦ σοῦ ὀνόματος καὶ
τῆς σῆς δυνάμεως πάντας ὡς ἔπος εἰπεῖν ἀνθρώπους· καὶ
οἶμαί σε πλὴν Κύρου καὶ Ξέρξου ἡγεῖσθαι οὐδένα ἄξιον
λόγου γεγονέναι. ὅτι μὲν οὖν ἔχεις ταύτην τὴν ἐλπίδα, εὖ
οἶδα καὶ οὐκ εἰκάζω. ἴσως ἂν οὖν εἴποις, ἅτε εἰδὼς ὅτι
ἀληθῆ λέγω, «Τί δὴ οὖν, ὦ Σώκρατες, τοῦτ’ ἐστί σοι πρὸς
[105d] λόγον; [ὃν ἔφησθα ἐρεῖν, διὸ ἐμοῦ οὐκ ἀπαλλάττῃ;]» ἐγὼ δὲ
σοί γε ἐρῶ, ὦ φίλε παῖ Κλεινίου καὶ Δεινομάχης. τούτων
γάρ σοι ἁπάντων τῶν διανοημάτων τέλος ἐπιτεθῆναι ἄνευ
ἐμοῦ ἀδύνατον· τοσαύτην ἐγὼ δύναμιν οἶμαι ἔχειν εἰς τὰ σὰ
πράγματα καὶ εἰς σέ, διὸ δὴ καὶ πάλαι οἴομαί με τὸν θεὸν
οὐκ ἐᾶν διαλέγεσθαί σοι, ὃν ἐγὼ περιέμενον ὁπηνίκα ἐάσει.
ὥσπερ γὰρ σὺ ἐλπίδας ἔχεις ἐν τῇ πόλει ἐνδείξασθαι ὅτι
[105e] αὐτῇ παντὸς ἄξιος εἶ, ἐνδειξάμενος δὲ [ὅτι] οὐδὲν ὅτι οὐ
παραυτίκα δυνήσεσθαι, οὕτω κἀγὼ παρὰ σοὶ ἐλπίζω μέγιστον
δυνήσεσθαι ἐνδειξάμενος ὅτι παντὸς ἄξιός εἰμί σοι καὶ οὔτε
ἐπίτροπος οὔτε συγγενὴς οὔτ’ ἄλλος οὐδεὶς ἱκανὸς παραδοῦναι
τὴν δύναμιν ἧς ἐπιθυμεῖς πλὴν ἐμοῦ, μετὰ τοῦ θεοῦ μέντοι.
νεωτέρῳ μὲν οὖν ὄντι σοι καὶ πρὶν τοσαύτης ἐλπίδος γέμειν,
ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, οὐκ εἴα ὁ θεὸς διαλέγεσθαι, ἵνα μὴ μάτην
[106a] διαλεγοίμην. νῦν δ’ ἐφῆκεν· νῦν γὰρ ἄν μου ἀκούσαις.

***
ΣΩΚΡ. Πρόσεχε λοιπόν∙ διότι δεν θα ήταν καθόλου παράδοξον αν, ακριβώς όπως με τόση δυσκολία άρχισα, έτσι με την ίδια δυσκολία και να τελείωνα.

ΑΛΚ. Μα μίλησε, αγαπητέ (επί τέλους· σου είπα)· θα σ' ακούσω.

ΣΩΚΡ. Και βέβαια πρέπει να μιλήσω. Είναι χωρίς άλλο δύσκολον εις ένα φίλον ν' αποτείνεται προς ένα άνθρωπον που δεν είναι κατώτερος από τους φίλους του, εν τούτοις πρέπει να τολμήσω να εκφράσω την σκέψιν μου. Εγώ δηλαδή, Αλκιβιάδη, αν μεν σε έβλεπα ότι μένεις ευχαριστημένος με τα όσα προ ολίγου ανέφερα, και πως σκέπτεσαι ότι πρέπει να περάσης την ζωήν σου μ' αυτά και μόνον, από πολλού θα είχα παραιτηθή της φιλίας μου προς εσένα· αυτήν την πεποίθησιν έχω εγώ τουλάχιστον. Τώρα όμως θα σου μαρτυρήσω, σε σένα τον ίδιον, και μερικές άλλες σκέψεις δικές σου (που σε απασχολούν), εξ ου και θα βεβαιωθής ότι πράγματι ποτέ δεν έπαυσα από του να σε παρακολουθώ διαρκώς με την σκέψιν μου και με προσοχήν. Μου κάνεις δηλαδή την εντύπωσιν ότι, αν κανείς από τους θεούς σού έλεγε τυχόν: «Αλκιβιάδη, τι από τα δύο προτιμάς, να ζης και να έχεις μόνον τα χαρίσματα αυτά που έχεις τώρα, ή να πεθάνης αμέσως, αν δεν σου επιτραπή ποτέ ν' αποκτήσης και άλλα μεγαλύτερα;» μου φαίνεσαι πως θα προτιμούσες να πέθαινες. Τώρα όμως εγώ θα σου ειπώ με ποια (κρυφή) ελπίδα, (κατά την ιδέα μου), ζης. Στοχάζεσαι πως, εάν βιασθής και εμφανισθής εις το βήμα της συνελεύσεως του δήμου των Αθηναίων ―και ότι αυτό ημπορεί να γίνει εντός ολίγων ημερών―, αφού λοιπόν εμφανισθής, θ' αποδείξης εις τους Αθηναίους ότι είσαι άξιος να τιμηθής όσον ούτε και ο Περικλής, ούτε άλλος κανείς, από όσους ποτέ έζησαν έως τώρα, και αφού αποδείξης αυτό, θα αποκτήσης μεγίστην δύναμιν εις την πολιτείαν, εάν δε εδώ είσαι πανίσχυρος, θα είσαι (πανίσχυρος) και μεταξύ των άλλων Ελλήνων, και όχι μόνον μεταξύ των Ελλήνων, άλλα και μεταξύ των βαρβάρων, όσοι κατοικούν την ιδίαν ήπειρον με ημάς. Και εάν εκ νέου σου έλεγε τυχόν, ο ίδιος αυτός θεός, ότι δικαιούσαι (μεν) να είσαι κυρίαρχος εις την Ευρώπην, δεν θα σου επιτραπή όμως να διαβής και εις την Ασίαν, και ούτε να αναμιχθής εις τας εκεί υποθέσεις, μου φαίνεται πως πάλιν δεν θα εδέχεσο ούτε να ζης, μόνον υπό τους όρους αυτούς, εάν δεν γεμίσης τελείως με το όνομά σου και με την δύναμίν σου ολόκληρην, δια να το ειπώ έτσι, την οικουμένην∙ και μου φαίνεται ακόμη πως εσύ πιστεύεις ότι, εκτός από τον Κύρον και από τον Ξέρξην, κανείς άλλος δεν υπήρξε (ποτέ) αξιόλογος. Το ότι μεν συ έχεις την (κρυφήν) ελπίδα αυτήν αυτό το ηξεύρω πολύ καλά και δεν το συνάγω από εικασίας. Ίσως όμως να μου ειπής, επειδή είσαι βέβαιος ότι λέγω αλήθειες: «Μα τι σχέσιν έχει, Σωκράτη, αυτό που λέγεις τώρα προς την αιτίαν δια την οποίαν δεν φεύγεις από κοντά μου, και την οποίαν είπες πως θα μου εξηγήσης»; Θα σου το ειπώ λοιπόν βέβαια, εγώ, αγαπητό μου παιδί του Κλεινίου και της Δεινομάχης. Δηλαδή το να βάλης εις ενέργειαν και να επιτύχης όλα αυτά τα σχέδια που έχεις στο μυαλό σου, χωρίς εμένα, είναι αδύνατον. Τόσην μεγάλην επιβολήν πιστεύω ότι έχω εγώ εις τας υποθέσεις σου, και εις εσένα (τον ίδιον). Δια τούτο λοιπόν, και από καιρό πολύ νομίζω ότι ο θεός δεν με άφηνε να συζητήσω με σένα, (τον θεόν δε) αυτόν επερίμενα εγώ πότε θα με άφηνε (ελεύθερον να συζητήσω μαζί σου). Διότι ακριβώς, όπως εσύ τας ελπίδας σου τας στηρίζεις εις την πολιτείαν, έτσι κ' εγώ ελπίζω ότι κοντά σου θ' αποκτήσω μεγίστην δύναμιν, αφού αποδείξω ότι είμαι καθ' όλα άξιός σου (δια να σε βοηθήσω εις κάθε ζήτημα) και ότι ούτε κηδεμών, ούτε συγγενής, ούτε κανείς άλλος είναι εις θέσιν να σου χορηγήση την δύναμιν που συ ποθείς, εκτός μόνον από εμένα, με την βοήθειαν βέβαια του θεού. Ενόσω λοιπόν ήσουν ακόμη νεαρός, και πριν ακόμη γεμίση (ο νους σου) με τόσα (μεγαλεπήβολα) σχέδια, στ' αλήθεια ο θεός δεν με άφηνε, καθώς μου φαίνεται (δε, πολύ καλά), να συζητήσω μαζί σου, (και τούτο) δια να μη συζητώ ασκόπως. Τώρα όμως ο θεός επέτρεψε· διότι τώρα θα είσαι εις θέσιν να με ακούσης (και να με καταλάβης).