Ρινικά επιθήματα
1. Ουσιαστικά σε -μός, -τμός, -θμός, -σμός
§ 304. Το ινδοευρωπαϊκό αφηρημένο επίθημα -μός εμφανίζεται στα ελληνικά σε διάφορα στάδια: συχνά οι σχηματισμοί απομονώνονται εξαιτίας εξαφάνισης της υποκείμενης ρίζας: λῑμός 'πείνα' και λοιμός 'επιδημία' (και τα δύο ίσως συγγενικά με το λατ. l ē tum 'θάνατος')· ύστερα το -μός προσκολλάται συχνά σε πρωτογενή ρηματικά θέματα, χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε για τάσεις εξάπλωσης: ὀδυρμός 'θρήνος' (κλασ.) από το ὀδύρεσθαι. Τύπος έγινε μόνο σε συνάρτηση με μετονοματικά και μόνο σε περιορισμένη κλίμακα· σ' αυτή την περίπτωση η σημασία του μερικές φορές έχει μετατοπιστεί κάπως προς το συγκεκριμένο: ἁρπαγμός 'αρπαγή' (ελληνιστ.). Αλλά όλα αυτά τα παραδείγματα είναι σχετικά λίγα και μεταγενέστερα.
§ 305. Πολύ πιο συνηθισμένη είναι η παλιά επέκταση -σμός· έχει εδραιωθεί ιδίως στα μετονοματικά σε -ίζειν και -άζειν (και γενικά στα οδοντικόληκτα θέματα) [1]: σπασμός (κλασ.) από το σπᾶν 'αποσπώ' (ἔ-σπασ-μαι), δεσμός (Όμ.) από το δεῖν (δέ-δε-μαι), μερισμός 'διαίρεση' (από τον Πλάτωνα και εξής) από το μερίζειν, λακωνισμός 'λακωνική νοοτροπία, λακωνικός τρόπος έκφρασης' (από τον Ξενοφώντα και εξής) από το λακωνίζειν, ἐνθουσιασμός 'ένθεη μανία' (κλασ.) από το ἐνθουσιάζειν, ὠσμός 'ώθηση' (Διόδωρος) από το ὠθεῖν. Από κει το -σμός πέρασε επίσης σε ερρινόληκτα ρήματα, που ο παθητικός παρακείμενός τους έληγε σε -σμαι, όπως ο παρακείμενος των ρημάτων σε -ζειν: μαρασμός 'ελάττωση της ζωτικής δύναμης' (ιατρικά κείμενα) από το μαραίνειν 'ξεραίνω, φθείρω' - μεμάρασμαι, παροξυσμός 'έξαψη· εμπύρετη κατάσταση' (Δημοσθ. κτλ.) από το παροξύνειν - παρώξυσμαι.
§ 306. Μικρότερη δύναμη απέκτησαν οι επεκτάσεις -τμός και -θμός [2]: το -τμός επιζεί μόνο σε ελάχιστα αρχαία λείψανα: ἐρε-τμός 'κουπί' (Όμ.) από το ἐρέσσειν ἐρέτης· και το -θμός είναι συνήθως απολιθωμένο: σταθμός 'στύλος, θέση, σταθμός' (Όμ.) από το στη- στᾰ- 'στέκω', και στα ιων. και ελληνιστ. αντικαθίσταται μερικές φορές από το συχνότερο -σμός: βαθμός - βασμός 'βαθμίδα' από το βη- βᾰ- 'βαδίζω', ῥυθμός - ῥυσμός 'ροή > κανονική κίνηση' από το ῥεῖν ῥυ-ῆναι. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί επίσης το -ηθμός στην περίπτωση ρημάτων σε -ᾶν και -εῖν: κνυζηθμός 'οδυρμός' από το κνυζᾶν, ὀρχηθμός (ιων. ὀρχησμός) 'χορός' από το ὀρχεῖσθαι.
-----------------------
[1] Το -σμός όχι σύμφωνα με τους φθογγολογικούς κανόνες από το *-δ-μός, το πολύ στη λαϊκή αττική διάλεκτο· σχετικά με τη διαφορά του επιθήματος πρβ. ιων. ὀδμή δίπλα στο αττ.-ιων. ὀσμή.
[2] Σχετικά με το -θ-πρβ. § 7, -θμα, -θρον και -θλον, επίσης το ενεστωτικό επίθημα -θο- § 174.
Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023
Ουράνια Αρμονία
Η Θεωρία της Ουράνιας Αρμονίας είναι μια μυστικιστική θεωρία που επιδιώκει να ερμηνεύσει τα φαινόμενα της ζωής και της ύπαρξης μέσα από έναν πνευματικό φακό. Αντιλαμβάνεται τα πάντα στο σύμπαν ως περίπλοκα συνδεδεμένα, καθοδηγούμενα από μια θεϊκή δύναμη – τον Θεό ή το Υπέρτατο Όν.
Η Αρχή των Άμπωτων και Ροών
Αυτή η αρχή βεβαιώνει ότι τα πάντα στο σύμπαν, ακόμη και το πιο βαθύ κακό, υπόκεινται σε έναν φυσικό ρυθμό άμπωτων και ροών. Όπως οι παλίρροιες της θάλασσας, οι εκδηλώσεις αρνητικότητας στον κόσμο είναι προσωρινές και τελικά θα υποχωρήσουν. Αυτή η συνεχής ροή είναι μια απόδειξη της έμφυτης ικανότητας του σύμπαντος να θεραπεύει τις πληγές του και να αποκαθιστά την τάξη, μάρτυρας της απόλυτης σοφίας της δημιουργίας.
Το μονοπάτι της ζωής
Η ζωή είναι ένα ταξίδι μέσα από διαφορετικά τοπία, μερικά εκπληκτικά όμορφα και άλλα σκληρά προκλητικά. Αυτή η αρχή μας ενθαρρύνει να εκτιμήσουμε την ομορφιά και να μάθουμε από τις προκλήσεις, κατανοώντας ότι είναι μέρη του ίδιου κόσμου. Ο κόσμος είναι μια ενοποιημένη οντότητα και κάθε εμπειρία είναι μέρος αυτού του μεγάλου σχεδίου.
Ο Παράδεισος της Αληθινής Ζωής
Πέρα από τις επιφανειακές εμπειρίες του κόσμου, πέρα από τις αισθητηριακές αντιλήψεις, ακόμα και πέρα από το βασίλειο της σκέψης και της ύπαρξης, βρίσκεται ο Παράδεισος της Αληθινής Ζωής, σύμφωνα με αυτή την αρχή. Αυτό είναι το βασίλειο της καθαρής συνείδησης, η απόλυτη πραγματικότητα που υπερβαίνει τους γήινους περιορισμούς. Είναι ο χώρος όπου η ψυχή είναι ελεύθερη, ξεσκέπαστη από την ομίχλη των εγκόσμιων ανησυχιών ή των υπαρξιακών διλημμάτων.
Η Ειρήνη της Αιωνιότητας
Όταν οι καταιγίδες της ζωής υποχωρούν και οι άνεμοι των αισθήσεων και των σκέψεων παύουν, μια βαθιά γαλήνη απλώνεται στην ύπαρξη. Αυτή η αρχή βεβαιώνει ότι αυτή η ειρήνη είναι η ίδια η ουσία της Αιωνιότητας. Είναι η αληθινή μας φύση, συχνά θολωμένη από τις χρονικές διαταραχές της εγκόσμιας ζωής.
Ο Αόρατος Ορίζοντας
Συχνά, ο ορίζοντας, το σύμβολο της Θείας Αγάπης, καλύπτεται από την ομίχλη της εγκόσμιας ζωής. Παρόλα αυτά, η πίστη μας πρέπει να παραμείνει ακλόνητη. Το Θείο ή ο Θεός είναι πάντα εκεί και μας καθοδηγεί στο ταξίδι της ζωής. Αυτή η αρχή μας ενθαρρύνει να εμπιστευόμαστε το Θείο, να κινηθούμε προς τον Αόρατο Ορίζοντα, με τη διαβεβαίωση ότι δεν είμαστε ποτέ μόνοι.
Ουσιαστικά, η Θεωρία της Ουράνιας Αρμονίας προσφέρει μια κατανόηση της ζωής και της ύπαρξης που τονίζει την κυκλική φύση των γεγονότων, τη σημασία της διέλευσης από διαφορετικές εμπειρίες, την ύπαρξη μιας ανώτερης πραγματικότητας, την απόλυτη ειρήνη που χαρακτηρίζει την αληθινή μας φύση και μια ακλόνητη πίστη στο Θείο. Μέσα από όλες αυτές τις αρχές, επιδιώκει να παράσχει ένα πνευματικό πλαίσιο για να πλοηγηθούμε στις πολυπλοκότητες της ζωής, με στόχο να μας φέρει πιο κοντά στον αληθινό μας εαυτό και το Θείο.
Τελικές σκέψεις
1. Ο κόσμος έχει και καλό και κακό, ομορφιά και ασχήμια, τάξη και αταξία. Αυτά τα αντίθετα υπάρχουν μαζί σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Αλλά τελικά, η Σοφία της Δημιουργίας διασφαλίζει ότι η τάξη αποκαθίσταται και τα πράγματα ηρεμούν.
2. Στη ζωή, οι άνθρωποι βιώνουν και ευχάριστες και δύσκολες εμπειρίες. Ταξιδεύουν σε «κακά μέρη» κατά καιρούς, αλλά ο κόσμος στο σύνολό του παραμένει ένα ενιαίο σύνολο.
3. Πάνω από τις εμπειρίες του υλικού κόσμου και του νου, υπάρχει μια Υπερβατική Πραγματικότητα - ένας «Ελεύθερος Παράδεισος Αληθινής Ζωής».
4. Όταν οι διαταραχές του κόσμου, των αισθήσεων και του νου υποχωρούν, η Ειρήνη της Αιωνιότητας εξαπλώνεται - μια κατάσταση αιώνιας ηρεμίας πέρα από τις διακυμάνσεις της ύπαρξης.
5. Σε αυτή τη ζωή, η Υπερβατική Πραγματικότητα μπορεί να μην είναι πάντα αντιληπτή μέσα από την «ομίχλη» των εμπειριών. Πρέπει όμως κανείς να αγαπά, να εμπιστεύεται και να κινείται προς το Υπερβατικό ακόμα κι όταν δεν είναι ορατό, καθώς Αυτό δεν θα εγκαταλείψει ποτέ αυτούς που το αναζητούν.
Στοχασμοί
Η πραγματική ζωή βρίσκεται μέσα, στον ιερό χώρο του δικού μας πνεύματος.
Ο εξωτερικός κόσμος είναι σαν ένα όνειρο - γεμάτο με εφήμερες απολαύσεις και πόνους, αναμνήσεις που σβήνουν. Αλλά βαθιά μέσα μας βρίσκεται μια αιώνια πηγή ειρήνης, χαράς και αγάπης. Αυτή είναι η αληθινή πραγματικότητα, το σπίτι από το οποίο ερχόμαστε όλοι και στο οποίο επιστρέφουμε.
Για να το βρείτε, αφήστε πράγματα που σας αποσπούν και σας δεσμεύουν. Γυρίστε προς τα μέσα με ανοιχτή καρδιά. Κοιτάξτε πέρα από την επιφανειακή αναταραχή στα ακίνητα βάθη από κάτω. Εμπιστευτείτε τη σοφία της ψυχής σας και σε δυνάμεις μεγαλύτερες από αυτόν τον απατηλό κόσμο. Ακούστε τη φωνή της αλήθειας που αντηχεί από τη σιωπή
Καθώς το κάνετε αυτό, σιγά σιγά, θα δείτε μέσα από το πέπλο των εμφανίσεων. Θα συνειδητοποιήσετε ότι ο πόνος είναι μια ψευδαίσθηση, η ευτυχία είναι η φύση σας και όλα τα όντα είναι μια ζωή. Θα νιώσετε το άγγιγμα του Θείου σε όλα τα πράγματα. Θα θυμάστε ποιοι είστε πραγματικά - μια σπίθα της ιερής φλόγας, που προορίζεται για ελευθερία.
Αυτή είναι η σπουδαιότερη θεωρία, φίλε μου - μια μυστικιστική αλήθεια που τη γνωρίζουν σιωπηλά όλοι οι αναζητητές, μια απλή αλλά βαθιά σοφία που ατενίζεται σε στιγμές χάριτος. Διαλογιστείτε σε αυτό. Αφήστε το να σας οδηγήσει στο σπίτι, πέρα από τα όνειρα της ζωής, στην πραγματικότητα της δικής σας ψυχής.
Η Αρχή των Άμπωτων και Ροών
Αυτή η αρχή βεβαιώνει ότι τα πάντα στο σύμπαν, ακόμη και το πιο βαθύ κακό, υπόκεινται σε έναν φυσικό ρυθμό άμπωτων και ροών. Όπως οι παλίρροιες της θάλασσας, οι εκδηλώσεις αρνητικότητας στον κόσμο είναι προσωρινές και τελικά θα υποχωρήσουν. Αυτή η συνεχής ροή είναι μια απόδειξη της έμφυτης ικανότητας του σύμπαντος να θεραπεύει τις πληγές του και να αποκαθιστά την τάξη, μάρτυρας της απόλυτης σοφίας της δημιουργίας.
Το μονοπάτι της ζωής
Η ζωή είναι ένα ταξίδι μέσα από διαφορετικά τοπία, μερικά εκπληκτικά όμορφα και άλλα σκληρά προκλητικά. Αυτή η αρχή μας ενθαρρύνει να εκτιμήσουμε την ομορφιά και να μάθουμε από τις προκλήσεις, κατανοώντας ότι είναι μέρη του ίδιου κόσμου. Ο κόσμος είναι μια ενοποιημένη οντότητα και κάθε εμπειρία είναι μέρος αυτού του μεγάλου σχεδίου.
Ο Παράδεισος της Αληθινής Ζωής
Πέρα από τις επιφανειακές εμπειρίες του κόσμου, πέρα από τις αισθητηριακές αντιλήψεις, ακόμα και πέρα από το βασίλειο της σκέψης και της ύπαρξης, βρίσκεται ο Παράδεισος της Αληθινής Ζωής, σύμφωνα με αυτή την αρχή. Αυτό είναι το βασίλειο της καθαρής συνείδησης, η απόλυτη πραγματικότητα που υπερβαίνει τους γήινους περιορισμούς. Είναι ο χώρος όπου η ψυχή είναι ελεύθερη, ξεσκέπαστη από την ομίχλη των εγκόσμιων ανησυχιών ή των υπαρξιακών διλημμάτων.
Η Ειρήνη της Αιωνιότητας
Όταν οι καταιγίδες της ζωής υποχωρούν και οι άνεμοι των αισθήσεων και των σκέψεων παύουν, μια βαθιά γαλήνη απλώνεται στην ύπαρξη. Αυτή η αρχή βεβαιώνει ότι αυτή η ειρήνη είναι η ίδια η ουσία της Αιωνιότητας. Είναι η αληθινή μας φύση, συχνά θολωμένη από τις χρονικές διαταραχές της εγκόσμιας ζωής.
Ο Αόρατος Ορίζοντας
Συχνά, ο ορίζοντας, το σύμβολο της Θείας Αγάπης, καλύπτεται από την ομίχλη της εγκόσμιας ζωής. Παρόλα αυτά, η πίστη μας πρέπει να παραμείνει ακλόνητη. Το Θείο ή ο Θεός είναι πάντα εκεί και μας καθοδηγεί στο ταξίδι της ζωής. Αυτή η αρχή μας ενθαρρύνει να εμπιστευόμαστε το Θείο, να κινηθούμε προς τον Αόρατο Ορίζοντα, με τη διαβεβαίωση ότι δεν είμαστε ποτέ μόνοι.
Ουσιαστικά, η Θεωρία της Ουράνιας Αρμονίας προσφέρει μια κατανόηση της ζωής και της ύπαρξης που τονίζει την κυκλική φύση των γεγονότων, τη σημασία της διέλευσης από διαφορετικές εμπειρίες, την ύπαρξη μιας ανώτερης πραγματικότητας, την απόλυτη ειρήνη που χαρακτηρίζει την αληθινή μας φύση και μια ακλόνητη πίστη στο Θείο. Μέσα από όλες αυτές τις αρχές, επιδιώκει να παράσχει ένα πνευματικό πλαίσιο για να πλοηγηθούμε στις πολυπλοκότητες της ζωής, με στόχο να μας φέρει πιο κοντά στον αληθινό μας εαυτό και το Θείο.
Τελικές σκέψεις
1. Ο κόσμος έχει και καλό και κακό, ομορφιά και ασχήμια, τάξη και αταξία. Αυτά τα αντίθετα υπάρχουν μαζί σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Αλλά τελικά, η Σοφία της Δημιουργίας διασφαλίζει ότι η τάξη αποκαθίσταται και τα πράγματα ηρεμούν.
2. Στη ζωή, οι άνθρωποι βιώνουν και ευχάριστες και δύσκολες εμπειρίες. Ταξιδεύουν σε «κακά μέρη» κατά καιρούς, αλλά ο κόσμος στο σύνολό του παραμένει ένα ενιαίο σύνολο.
3. Πάνω από τις εμπειρίες του υλικού κόσμου και του νου, υπάρχει μια Υπερβατική Πραγματικότητα - ένας «Ελεύθερος Παράδεισος Αληθινής Ζωής».
4. Όταν οι διαταραχές του κόσμου, των αισθήσεων και του νου υποχωρούν, η Ειρήνη της Αιωνιότητας εξαπλώνεται - μια κατάσταση αιώνιας ηρεμίας πέρα από τις διακυμάνσεις της ύπαρξης.
5. Σε αυτή τη ζωή, η Υπερβατική Πραγματικότητα μπορεί να μην είναι πάντα αντιληπτή μέσα από την «ομίχλη» των εμπειριών. Πρέπει όμως κανείς να αγαπά, να εμπιστεύεται και να κινείται προς το Υπερβατικό ακόμα κι όταν δεν είναι ορατό, καθώς Αυτό δεν θα εγκαταλείψει ποτέ αυτούς που το αναζητούν.
Στοχασμοί
Η πραγματική ζωή βρίσκεται μέσα, στον ιερό χώρο του δικού μας πνεύματος.
Ο εξωτερικός κόσμος είναι σαν ένα όνειρο - γεμάτο με εφήμερες απολαύσεις και πόνους, αναμνήσεις που σβήνουν. Αλλά βαθιά μέσα μας βρίσκεται μια αιώνια πηγή ειρήνης, χαράς και αγάπης. Αυτή είναι η αληθινή πραγματικότητα, το σπίτι από το οποίο ερχόμαστε όλοι και στο οποίο επιστρέφουμε.
Για να το βρείτε, αφήστε πράγματα που σας αποσπούν και σας δεσμεύουν. Γυρίστε προς τα μέσα με ανοιχτή καρδιά. Κοιτάξτε πέρα από την επιφανειακή αναταραχή στα ακίνητα βάθη από κάτω. Εμπιστευτείτε τη σοφία της ψυχής σας και σε δυνάμεις μεγαλύτερες από αυτόν τον απατηλό κόσμο. Ακούστε τη φωνή της αλήθειας που αντηχεί από τη σιωπή
Καθώς το κάνετε αυτό, σιγά σιγά, θα δείτε μέσα από το πέπλο των εμφανίσεων. Θα συνειδητοποιήσετε ότι ο πόνος είναι μια ψευδαίσθηση, η ευτυχία είναι η φύση σας και όλα τα όντα είναι μια ζωή. Θα νιώσετε το άγγιγμα του Θείου σε όλα τα πράγματα. Θα θυμάστε ποιοι είστε πραγματικά - μια σπίθα της ιερής φλόγας, που προορίζεται για ελευθερία.
Αυτή είναι η σπουδαιότερη θεωρία, φίλε μου - μια μυστικιστική αλήθεια που τη γνωρίζουν σιωπηλά όλοι οι αναζητητές, μια απλή αλλά βαθιά σοφία που ατενίζεται σε στιγμές χάριτος. Διαλογιστείτε σε αυτό. Αφήστε το να σας οδηγήσει στο σπίτι, πέρα από τα όνειρα της ζωής, στην πραγματικότητα της δικής σας ψυχής.
Η αγάπη είναι ευγένεια της ψυχής και δεν την έχουν όλοι
Στα μάτια του ανθρώπου καθρεφτίζεται η ψυχή του…
είναι η ψυχή που μου λέει να σε ακολουθήσω…
στην εύθραυστη μελαγχολία που κρύβει το βλέμμα σου…
στο άγριο πέλαγος των χειλιών σου…
στο αύριο που δεν έχει έρθει ακόμη…
στο δρόμο σου που περνάει απ την καρδιά μου…
Η αγάπη και η φιλία είναι η δίδυμη ψυχή του ανθρωπισμού.
Ακτινοβολεί ασταμάτητα φως στην ομίχλη και το σκοτάδι της τόσο απάνθρωπης, άφιλης και εγωιστικής εποχής μας. Σήμερα οι άνθρωποι διακατέχονται από αμφιθυμικά συναισθήματα. Κλεισμένοι ερμητικά στον ιδιωτικό τους χώρο δεν θέλουν να έχουν επαφές με κανέναν. Ενδόμυχα όμως εύχονται να εισβάλει κάποιος και να σπάσει το κλουβί της μοναξιάς τους με ένα χαμόγελο.
Μαθαίνουμε από μικρά παιδιά να συλλαβίζουμε πρώτα το εγώ και το όχι. Μεγαλώνοντας ίσως ποτέ να μην μάθουμε να λέμε το εσύ και το ναι στην αγάπη. Μένοντας έτσι στην ουσία δέσμιοι του εαυτού μας. Βασιλιάδες σε ένα Βασίλειο μοναχικό.
Αμέτοχοι να κοινωνήσουμε το μυστήριο της αγάπης και να γίνουμε υπήκοοι στην χώρα της ανθρωπιάς.
Τόσοι αιώνες πέρασαν ώστε η κραυγή του ανθρώπου να γίνει ομιλία, και για τους περισσότερους δεν φτάνει μια ολόκληρη ζωή η ομιλία να γίνει συνομιλία.
Γινόμαστε συνεχώς απόμακροι και αποξενωμένοι απ την ζωή από τους άλλους από την ίδια την αγάπη και στην ουσία αδυνατούμε να δούμε ότι με αυτό τον τρόπο αποξενωνόμαστε από τον ίδιο μας τον εαυτό απ’ την ίδια μας την φύση. Γινόμαστε όντα αφύσικα.
Όσο ποιο μεγάλη είναι η προσκόλληση στο εγώ μας τόσο πιο πολύ χάνουμε τον εαυτό μας.
Τα κλειδιά της ειρήνης τα ψάχνουν παντού οι άνθρωποι και δεν βλέπουν πως τα 'χει η αγάπη περασμένα στην ζώνη της.
Η αγάπη είναι ένας ψυχικός δεσμός συμπάθειας στοργής και αφοσίωσης με ανιδιοτελή χαρακτήρα.
Μπορεί να διατηρηθεί χωρίς αμοιβαιότητα και να αγκαλιάζει τους πάντες. Κι αυτό γιατί η αγάπη είναι ένα υπαρξιακό γεγονός, ένα βαθύ συναίσθημα με απέραντη δύναμη και τρυφερότητα. Αποτέλεσμα αυτού συναισθήματος είναι να αναβλύζει από την ψυχή του ανθρώπου ένα αίσθημα ευφορίας και ασφάλειας, αλλά και να κομίζει ένα νόημα στην ζωή του ανθρώπου.
Η αγάπη αρχίζει με μια καλημέρα ,με μια χειραψία, με ένα ζεστό βλέμμα, με ένα χαμόγελο με μια γλυκιά κουβέντα στο ξεκίνημα της κάθε μας ημέρας, δημιουργώντας με τις εκρήξεις της σύμπαντα αγάπης και ανθρωπιάς που κάνουν τον βίο του ανθρώπου βιωτό.
Στην αγάπη όποιος αγαπάει αληθινά και σωστά ψυχολογεί και σέβεται τον άλλο και ακόμα πιο πολύ τον βοηθάει να εξελιχτεί σύμφωνα με την δική του φύση .
Το άνθος της αγάπης πολλές φορές οι άνθρωποι το μετατρέπουν σε σαρκοβόρο άνθος που εγκλωβίζουν τον πλησίον, τον αγαπημένο και τον απομυζούν. Ιδιωτικοποιούνται την ψυχή του στο όνομα της αγάπης.
Κανείς δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Αυτοί που ξέρουν να αγαπούν αληθινά, δεν θέλουν να εξουσιάζουν, αλλά μελετούν και ψυχολογούν με προσοχή τον άλλο περικλείοντας τον με το ενδιαφέρον τους, ώστε να τον βοηθήσουν αν χρειαστεί και πάντα με στοργή και τρυφερότητα.
Γιατί η αγάπη είναι Ευγένεια Ψυχής. Η αγάπη είναι μια σύμμειξη με τον άλλο όπου ο καθένας διατηρεί ακέραιη και ανόθευτη την ατομικότητα του. Μια αγάπη που το άτομο δεν βλέπει το αγαπημένο πρόσωπο σαν προέκταση του εαυτού του. Παρόλο που είσαι το μισό κομμάτι μιας σχέσης πρέπει να παραμένεις ολόκληρος σαν άτομο, πέρα από την σχέση.
Εμφύσημα πνοής, που αντί να εξαντλεί, να ενδυναμώνει το ενιαίο του αισθήματος της αγάπης μας, να το τονώνει και να το αναπαράγει, να το εξελίσσει και να εξελίσσει και εμάς μαζί. Η αγάπη να μην στέκεται εμπόδιο, απομονώνοντας μας από τον κόσμο.
Γιατί αυτή η ανεδαφική φυγή από τους ανθρώπους όταν διαιωνίζεται και γίνεται τρόπος ζωής, ακόμη και όταν ξεκινάει ως αγάπη, δεν έχει μέλλον. Η αγάπη είναι μια φωτιά που τροφοδοτείται, όχι μόνον από τον άλλο, αλλά και από τους άλλους.
Η τέχνη της αγάπης είναι πίσω από την κουρτίνα της ζωής.
Αυτή που αδυνατούν να επιλέξουν οι άνθρωποι. Αυτή που είναι εμπρός στα μάτια τους και πεισματικά την αγνοούν. εμπρός τους είναι και αυτοί ψάχνουν. Το πιό εύκολο και απλό το κάνουν να φαντάζει δύσκολο και ανυπέρβλητο, αδύνατο. Κάνουν την αγάπη ανύπαρκτη στην ζωή τους.
Γίνονται ανέραστοι και ανίκανοι ευνουχίζοντας την ίδια τους την ύπαρξη. Στερούν από τον εαυτό τους την ευτυχία. Ψάχνουν παντού εκτός από εκεί που πρέπει..
Μα είναι τόσο απλό. Μην χάνεστε μέσα σε λόγια και σκέψεις, σε πολύπαθες αναζητήσεις, μάταια δεν θα το βρείτε. Ο δρόμος που οδηγεί σε αυτό είναι ένας. Αυτός που φέρνει την ζωή, και ο τρόπος για να το βρεις είναι πάλι ένας και μοναδικός.
Θέλεις να στον πω; Σιώπα και άκου την ζωή, άκου τον χτύπο που ηχεί ρυθμικά. Άκου.
Άκουσες; πίσω από αυτή την κουρτίνα κρύβονται όλα τα φανερά μυστικά. Είναι τόσο απλό και όμορφο.
Ο χτύπος της καρδιάς σου είναι. Μάθε να τον ακούς, ζήσε την μελωδία, χόρεψε στον ρυθμό του. Ζήσε σου λέει. Αλλά δεν έχει λόγια να στο πει. Πρέπει να μάθεις να μιλάς την γλώσσα του.
Ανθρωπιά λέγεται. Και την μιλούν οι άνθρωποι.
Αυτοί που έμαθαν απ’ την ζωή να την ακούν.
είναι η ψυχή που μου λέει να σε ακολουθήσω…
στην εύθραυστη μελαγχολία που κρύβει το βλέμμα σου…
στο άγριο πέλαγος των χειλιών σου…
στο αύριο που δεν έχει έρθει ακόμη…
στο δρόμο σου που περνάει απ την καρδιά μου…
Η αγάπη και η φιλία είναι η δίδυμη ψυχή του ανθρωπισμού.
Ακτινοβολεί ασταμάτητα φως στην ομίχλη και το σκοτάδι της τόσο απάνθρωπης, άφιλης και εγωιστικής εποχής μας. Σήμερα οι άνθρωποι διακατέχονται από αμφιθυμικά συναισθήματα. Κλεισμένοι ερμητικά στον ιδιωτικό τους χώρο δεν θέλουν να έχουν επαφές με κανέναν. Ενδόμυχα όμως εύχονται να εισβάλει κάποιος και να σπάσει το κλουβί της μοναξιάς τους με ένα χαμόγελο.
Μαθαίνουμε από μικρά παιδιά να συλλαβίζουμε πρώτα το εγώ και το όχι. Μεγαλώνοντας ίσως ποτέ να μην μάθουμε να λέμε το εσύ και το ναι στην αγάπη. Μένοντας έτσι στην ουσία δέσμιοι του εαυτού μας. Βασιλιάδες σε ένα Βασίλειο μοναχικό.
Αμέτοχοι να κοινωνήσουμε το μυστήριο της αγάπης και να γίνουμε υπήκοοι στην χώρα της ανθρωπιάς.
Τόσοι αιώνες πέρασαν ώστε η κραυγή του ανθρώπου να γίνει ομιλία, και για τους περισσότερους δεν φτάνει μια ολόκληρη ζωή η ομιλία να γίνει συνομιλία.
Γινόμαστε συνεχώς απόμακροι και αποξενωμένοι απ την ζωή από τους άλλους από την ίδια την αγάπη και στην ουσία αδυνατούμε να δούμε ότι με αυτό τον τρόπο αποξενωνόμαστε από τον ίδιο μας τον εαυτό απ’ την ίδια μας την φύση. Γινόμαστε όντα αφύσικα.
Όσο ποιο μεγάλη είναι η προσκόλληση στο εγώ μας τόσο πιο πολύ χάνουμε τον εαυτό μας.
Τα κλειδιά της ειρήνης τα ψάχνουν παντού οι άνθρωποι και δεν βλέπουν πως τα 'χει η αγάπη περασμένα στην ζώνη της.
Η αγάπη είναι ένας ψυχικός δεσμός συμπάθειας στοργής και αφοσίωσης με ανιδιοτελή χαρακτήρα.
Μπορεί να διατηρηθεί χωρίς αμοιβαιότητα και να αγκαλιάζει τους πάντες. Κι αυτό γιατί η αγάπη είναι ένα υπαρξιακό γεγονός, ένα βαθύ συναίσθημα με απέραντη δύναμη και τρυφερότητα. Αποτέλεσμα αυτού συναισθήματος είναι να αναβλύζει από την ψυχή του ανθρώπου ένα αίσθημα ευφορίας και ασφάλειας, αλλά και να κομίζει ένα νόημα στην ζωή του ανθρώπου.
Η αγάπη αρχίζει με μια καλημέρα ,με μια χειραψία, με ένα ζεστό βλέμμα, με ένα χαμόγελο με μια γλυκιά κουβέντα στο ξεκίνημα της κάθε μας ημέρας, δημιουργώντας με τις εκρήξεις της σύμπαντα αγάπης και ανθρωπιάς που κάνουν τον βίο του ανθρώπου βιωτό.
Στην αγάπη όποιος αγαπάει αληθινά και σωστά ψυχολογεί και σέβεται τον άλλο και ακόμα πιο πολύ τον βοηθάει να εξελιχτεί σύμφωνα με την δική του φύση .
Το άνθος της αγάπης πολλές φορές οι άνθρωποι το μετατρέπουν σε σαρκοβόρο άνθος που εγκλωβίζουν τον πλησίον, τον αγαπημένο και τον απομυζούν. Ιδιωτικοποιούνται την ψυχή του στο όνομα της αγάπης.
Κανείς δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Αυτοί που ξέρουν να αγαπούν αληθινά, δεν θέλουν να εξουσιάζουν, αλλά μελετούν και ψυχολογούν με προσοχή τον άλλο περικλείοντας τον με το ενδιαφέρον τους, ώστε να τον βοηθήσουν αν χρειαστεί και πάντα με στοργή και τρυφερότητα.
Γιατί η αγάπη είναι Ευγένεια Ψυχής. Η αγάπη είναι μια σύμμειξη με τον άλλο όπου ο καθένας διατηρεί ακέραιη και ανόθευτη την ατομικότητα του. Μια αγάπη που το άτομο δεν βλέπει το αγαπημένο πρόσωπο σαν προέκταση του εαυτού του. Παρόλο που είσαι το μισό κομμάτι μιας σχέσης πρέπει να παραμένεις ολόκληρος σαν άτομο, πέρα από την σχέση.
Εμφύσημα πνοής, που αντί να εξαντλεί, να ενδυναμώνει το ενιαίο του αισθήματος της αγάπης μας, να το τονώνει και να το αναπαράγει, να το εξελίσσει και να εξελίσσει και εμάς μαζί. Η αγάπη να μην στέκεται εμπόδιο, απομονώνοντας μας από τον κόσμο.
Γιατί αυτή η ανεδαφική φυγή από τους ανθρώπους όταν διαιωνίζεται και γίνεται τρόπος ζωής, ακόμη και όταν ξεκινάει ως αγάπη, δεν έχει μέλλον. Η αγάπη είναι μια φωτιά που τροφοδοτείται, όχι μόνον από τον άλλο, αλλά και από τους άλλους.
Η τέχνη της αγάπης είναι πίσω από την κουρτίνα της ζωής.
Αυτή που αδυνατούν να επιλέξουν οι άνθρωποι. Αυτή που είναι εμπρός στα μάτια τους και πεισματικά την αγνοούν. εμπρός τους είναι και αυτοί ψάχνουν. Το πιό εύκολο και απλό το κάνουν να φαντάζει δύσκολο και ανυπέρβλητο, αδύνατο. Κάνουν την αγάπη ανύπαρκτη στην ζωή τους.
Γίνονται ανέραστοι και ανίκανοι ευνουχίζοντας την ίδια τους την ύπαρξη. Στερούν από τον εαυτό τους την ευτυχία. Ψάχνουν παντού εκτός από εκεί που πρέπει..
Μα είναι τόσο απλό. Μην χάνεστε μέσα σε λόγια και σκέψεις, σε πολύπαθες αναζητήσεις, μάταια δεν θα το βρείτε. Ο δρόμος που οδηγεί σε αυτό είναι ένας. Αυτός που φέρνει την ζωή, και ο τρόπος για να το βρεις είναι πάλι ένας και μοναδικός.
Θέλεις να στον πω; Σιώπα και άκου την ζωή, άκου τον χτύπο που ηχεί ρυθμικά. Άκου.
Άκουσες; πίσω από αυτή την κουρτίνα κρύβονται όλα τα φανερά μυστικά. Είναι τόσο απλό και όμορφο.
Ο χτύπος της καρδιάς σου είναι. Μάθε να τον ακούς, ζήσε την μελωδία, χόρεψε στον ρυθμό του. Ζήσε σου λέει. Αλλά δεν έχει λόγια να στο πει. Πρέπει να μάθεις να μιλάς την γλώσσα του.
Ανθρωπιά λέγεται. Και την μιλούν οι άνθρωποι.
Αυτοί που έμαθαν απ’ την ζωή να την ακούν.
Αν δεν προστατεύσεις τον εαυτό σου από το μίσος, τότε το δένεις επάνω σου μαζί με τους ανθρώπους που το προκάλεσαν
Αν δεν προστατεύσεις τον εαυτό σου από το μίσος, τότε δένεις το μίσος επάνω σου μαζί με τους ανθρώπους που το προκάλεσαν. (Τι χαρούμενη ατμόσφαιρα!)
Αλήθεια, δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει ένας άνθρωπος; Ποιος σώφρων άνθρωπος θέλει ξανά και ξανά να βιώνει τα ίδια επώδυνα πράγματα;
Ποιος σώφρων άνθρωπος γράφει το κάρμα με τα ίδια του τα χέρια και μετά ζητά από τον Θεό να τον απαλλάξει;
Ποιος σώφρων άνθρωπος αφήνει το μίσος μέσα του να γράφει με μελανά γράμματα ένα επώδυνο μέλλον;
Απομάκρυνε τα χέρια σου από το μαύρο μελάνι και μην γράφεις άλλα άσχημα πράγματα.
Απομάκρυνε τη μνήμη σου από τα λάθη και σταμάτα να αποθηκεύεις το μίσος μέσα σου.
Πάρε τη στεναχώρια σου από αυτά που περίμενες και δεν πήρες.
Πάρε τη λύπη σου από αυτά που επένδυσες και δεν απέδωσαν.
Πάρε το πρόσωπο σου από τις μη εύμορφες εικόνες και κοίταξε το φως.
Αλήθεια, πόσο πιο όμορφος είσαι όταν κοιτάς τον εαυτό σου!
Γίνε ελεύθερος!
Αλήθεια, δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει ένας άνθρωπος; Ποιος σώφρων άνθρωπος θέλει ξανά και ξανά να βιώνει τα ίδια επώδυνα πράγματα;
Ποιος σώφρων άνθρωπος γράφει το κάρμα με τα ίδια του τα χέρια και μετά ζητά από τον Θεό να τον απαλλάξει;
Ποιος σώφρων άνθρωπος αφήνει το μίσος μέσα του να γράφει με μελανά γράμματα ένα επώδυνο μέλλον;
Απομάκρυνε τα χέρια σου από το μαύρο μελάνι και μην γράφεις άλλα άσχημα πράγματα.
Απομάκρυνε τη μνήμη σου από τα λάθη και σταμάτα να αποθηκεύεις το μίσος μέσα σου.
Πάρε τη στεναχώρια σου από αυτά που περίμενες και δεν πήρες.
Πάρε τη λύπη σου από αυτά που επένδυσες και δεν απέδωσαν.
Πάρε το πρόσωπο σου από τις μη εύμορφες εικόνες και κοίταξε το φως.
Αλήθεια, πόσο πιο όμορφος είσαι όταν κοιτάς τον εαυτό σου!
Γίνε ελεύθερος!
Να προστατεύεις τα όνειρά σου
Αν έχεις ένα όνειρο, προστάτεψέ το!
Ανέθρεψέ το με τη μουσική που αγαπάς, με ποίηση ερωτική, με εμπνευσμένη λογοτεχνία. Γαλούχησέ το με προσοχή, με φροντίδα, υπομονή κι επιμονή… όπως θα μεγάλωνες ένα μικρό παιδί. Εννιά μήνες περιμένουμε ένα παιδί να έλθει στον κόσμο, άλλα εννέα χρόνια για να μπορέσει να μιλήσει λογικά και ακόμα εννιά χρόνια για να γίνει ώριμος ενήλικας, έτοιμος να υπηρετήσει τον κόσμο. Το όνειρο χρειάζεται λιγότερο επίπονη δουλειά και συντομότερο χρονικό διάστημα για να ωριμάσει. Μα οφείλεις να του αφιερώσεις κάποιο χρόνο… και να το προστατέψεις απ’ το θανάσιμο μικρόβιο που ονομάζεται δυσπιστία.
Τη στιγμή που δεις καθαρά το όνειρό σου και πιστέψεις αληθινά σ’ αυτό, αρχίζει να αναπτύσσεται. Όσο περισσότερο στοχεύεις σ’ αυτό και το θρέφεις με αγάπη και φροντίδα, τόσο επιταχύνεις την ανάπτυξή του. Και μια μέρα, χωρίς καλά – καλά να προλάβεις να το καταλάβεις, το βλέπεις μπροστά στα μάτια σου να παίρνει σάρκα και οστά. Και είναι τόσο ζωντανό, τόσο σπουδαίο, τόσο απαράμιλλα όμορφο, τόσο θεσπέσιο… που σ’ αφήνει ξύπνιο στην θέα του.
Αν έχεις ένα όνειρο…
Ανέθρεψέ το με τη μουσική που αγαπάς, με ποίηση ερωτική, με εμπνευσμένη λογοτεχνία. Γαλούχησέ το με προσοχή, με φροντίδα, υπομονή κι επιμονή… όπως θα μεγάλωνες ένα μικρό παιδί. Εννιά μήνες περιμένουμε ένα παιδί να έλθει στον κόσμο, άλλα εννέα χρόνια για να μπορέσει να μιλήσει λογικά και ακόμα εννιά χρόνια για να γίνει ώριμος ενήλικας, έτοιμος να υπηρετήσει τον κόσμο. Το όνειρο χρειάζεται λιγότερο επίπονη δουλειά και συντομότερο χρονικό διάστημα για να ωριμάσει. Μα οφείλεις να του αφιερώσεις κάποιο χρόνο… και να το προστατέψεις απ’ το θανάσιμο μικρόβιο που ονομάζεται δυσπιστία.
Τη στιγμή που δεις καθαρά το όνειρό σου και πιστέψεις αληθινά σ’ αυτό, αρχίζει να αναπτύσσεται. Όσο περισσότερο στοχεύεις σ’ αυτό και το θρέφεις με αγάπη και φροντίδα, τόσο επιταχύνεις την ανάπτυξή του. Και μια μέρα, χωρίς καλά – καλά να προλάβεις να το καταλάβεις, το βλέπεις μπροστά στα μάτια σου να παίρνει σάρκα και οστά. Και είναι τόσο ζωντανό, τόσο σπουδαίο, τόσο απαράμιλλα όμορφο, τόσο θεσπέσιο… που σ’ αφήνει ξύπνιο στην θέα του.
Αν έχεις ένα όνειρο…
Οι μυθικές γοργόνες, από την αρχαιότητα έως σήμερα
Στην αρχαία Ελληνική μυθολογία η γοργόνα έχει πολύ μακρινό παρελθόν. Ο Όμηρος (9ος - 8ος αι. π.Χ.) πρώτος κάνει λόγο για δύο Ωκεανίδες την Ευρυνόμη (Ιλιάδα, Σ 398-9)30 και την Πέρση/ Περσηίδα (Οδύσσεια, κ 439)31.
Κατά τον Ησίοδο (8ος - 7ος αι. π.Χ) οι Ωκεανίδες, που συναντώνται και ως Ωκεανίνες ή Ωκεανίτιδες ή Ωγενίδες (Θεογονία, 340-370, 908) ήταν τρεις χιλιάδες, ωστόσο αναφέρει μόνο σαράντα μία, από τις οποίες η Ευρυνόμη ήταν η μητέρα των Χαρίτων από τον Δία και η Περσηίδα ήταν σύζυγος του Ήλιου και μητέρα του Αιήτη -βασιλιά της Κολχίδας-, του Πέρση, της Κίρκης και της Πασιφαής .
Οι Ωκεανίδες ήταν κόρες του τιτάνα Ωκεανού και της Τηθύος, θεωρούνταν ιδεατές ανθρωπόμορφες έννοιες των πηγών, που κατά το ήμισυ ήταν κοπέλες, εκείνων που τα ύδατά τους μεταφέρονταν από τους ποταμούς στην ανοικτή θάλασσα (αρχαίο Ωκεανό), και κατά το άλλο ήμισυ ψάρι, καταλήγοντας σε απλή εκβολή (ένα ουραίο πτερύγιο) ή σε δέλτα (διπλό ουραίο πτερύγιο).
Αλλά και οι Νηρηίδες, ήταν νύμφες που λατρεύονταν ως θεές της ήρεμης θάλασσας, και προσωποποιούσαν τις καταστάσεις και τα χαρακτηριστικά της θάλασσας. Ήταν κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας και εξ αυτής εγγονές του Ωκεανού. Ήταν γύρω στις πενήντα, ενώ έφταναν και τις εκατό, κατά άλλη άποψη.
Οι Νηρηίδες ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους και περνούσαν τη μέρα τους κολυμπώντας και παίζοντας με δελφίνια, ή καθισμένες σε χρυσούς θρόνους ή βράχους τραγουδώντας και υφαίνοντας ή στεγνώνοντας τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους.
Δεν επέτρεπαν σε καμία θνητή να παραβάλλεται με αυτές στην ομορφιά. Είχαν τη δύναμη να ταράζουν τη θάλασσα αλλά και να την ηρεμούν. Γενικά ήταν πάντοτε περιχαρείς για την αθανασία τους, συνόδευαν τα άρματα των ενάλιων θεών και οι φωνές τους γοήτευαν και τα τραγούδια τους είχαν έλξη ακατανίκητη. Οι Νηρηίδες, ωστόσο, περιγράφονται με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά και έχουν ανθρώπινα πόδια, που μπορούν να κολυμπούν.
Οι νεράιδες έχουν ταυτιστεί περισσότερο με τις Νηρηίδες εκ παραφθοράς, που βγήκαν στη στεριά με τα ίδια γνωρίσματα των θαλασσινών αδελφών τους . Άλλες θαλάσσιες θεότητες που ονομάζονται και γοργόνες είναι οι Φορκίδες και οι επτά Πλειάδες που μεταμορφώθηκαν στον αστερισμό της Πούλιας από τον Δία . Παρόλο που οι Ωκεανίδες, ως νύμφες των υδάτων είχαν ψαρίσια ουρά, το όνομα του είδους της γοργόνας το έδωσε μια διαφορετική μυθολογική οντότητα, η Γοργώ (ή Γοργών, -όνος).
Νύμφες της θάλασσας ήταν λοιπόν και οι γοργόνες, κόρες της Κητούς και του Φόρκυ. Αυτές ήταν η Σθενώ, η Ευρυάλη και η Μέδουσα, το κεφάλι της οποίας έκοψε ο Περσεύς, καθώς ήταν η μόνη θνητή από τις τρείς.
Ο μύθος της Μέδουσας εξελισσόταν μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και φυσικά οι όποιες προσθήκες, αφαιρέσεις, μετατροπές συμβάδιζαν με τις επιταγές και την ιδεολογία του χρόνου και των τόπων. Έτσι, η Μέδουσα μετατράπηκε σε όμορφη κοπέλα περήφανη και υπεροπτική, που τόλμησε να συγκρίνει την ομορφιά της με της Αθηνάς και να τη βρει ανώτερη. Και η Αθηνά άλλαξε τα μαλλιά της σε φίδια.
Σύμφωνα με την Ρωμαϊκή εκδοχή του μύθου από τον Οβίδιο, η Μέδουσα ήταν μία πανέμορφη ιέρεια της Αθηνάς που ο Ποσειδώνας τη βίασε μεταμορφωμένος σε άλογο, στον ιερό χώρο της Αθηνάς. Η θεά, εξοργισμένη με το γεγονός, δεν μπορούσε να έρθει σε ρήξη με τον Ποσειδώνα και έτσι μεταμόρφωσε την Μέδουσα σε απεχθές τέρας, που αντί για μαλλιά είχε φίδια. Η ασχήμια της ήταν τέτοια, που όποιος την κοιτούσε στο πρόσωπο πέτρωνε.
Η Μέδουσα και ειδικά το κεφάλι της, που ονομάζονταν γοργόνειο, χρησιμοποιούνταν από πολύ παλιά ως προστασία και αποτροπαϊκό σύμβολο και γι' αυτό χρησιμοποιούνταν ως ακροκέραμο σε ναούς και σπίτια αλλά και ως διακόσμηση σε πανοπλίες, όπλα, ασπίδες, άρματα και διάφορα αντικείμενα.
Μέσα από τους μύθους και τις δοξασίες η μυθική γοργόνα επιβιώνει αιώνες τώρα στην Ελληνική συνείδηση ανάμεσα στο χάσμα δύο κόσμων του γήινου και του θαλάσσιου. Καθώς, η Ελλάδα είναι θαλάσσια χώρα, η πανάρχαια αλλά και διαχρονική αυτή οντότητα εμφανίζεται στην παράδοσή της με ποικίλους τρόπους που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα μορφών. Από εκείνη της τρομοκρατικής και αποτρόπαιης μορφής της αρχαιότητας στην διακοσμητική εικόνα του μεσαίωνα, και τέλος, στη συναισθηματική γυναίκα των νεότερων χρόνων,
Συν τω χρόνω η μορφή των γοργόνων λαμβάνει στην λαϊκή φαντασία την μορφή νεαρής γυναίκας από την μέση και επάνω και ψαριού από την μέση και κάτω. Στα νεότερα χρόνια, η σύγχρονη μυθοπλασία, εμφανίζει μία γοργόνα να είναι αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με αυτό το μύθο ο Μ. Αλέξανδρος είχε εμπιστευτεί στην αδερφή του το νερό της αθανασίας, το οποίο είχε αποκτήσει αφού σκότωσε το δράκο που το φύλαγε.
Η αδερφή του όμως το έχυσε πριν προλάβει ο αδερφός της να το χρησιμοποιήσει κι έτσι αυτός την καταράστηκε να γίνει ψάρι από την μέση και κάτω και να πλανιέται μέσα στις θάλασσες. Εκείνη όμως γνωρίζοντας το κακό που είχε κάνει στον αδερφό της δεν του κράτησε κακία και με αγωνία σταματά τα καράβια που θα βρεθούν στο δρόμο της και ρωτά τους ναυτικού «ζει ο Μ. Αλέξανδρος;». Κι αν πάρει τη σωστή απάντηση:
- «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει», τότε ευχαριστημένη χάνεται στα βάθη της θάλασσας, ειδάλλως παίρνει μαζί της και το καράβι.
Ένας άλλος επίσης μεταγενέστερος μύθος, συνδέει με τον Οδυσσέα με μία γοργόνα. Σε κάποιο σημείο του ταξιδιού του, ο Οδυσσέας συνάντησε μια πανέμορφη γοργόνα, μια θαλάσσια νύμφη δηλαδή, της οποίας το σώμα είναι από την μέση και πάνω ανθρώπινο, και από την μέση και κάτω σώμα ψαριού.
Έχοντας ακούσει ότι το σπάνιο αυτό πλάσμα συγγενεύει με τις σειρήνες και έτσι ο Οδυσσέας θέλησε να ακούσει για μια ακόμη φορά το ίδιο πανέμορφο τραγούδι που είχε ακούσει από τις σειρήνες, και το οποίο τραγουδούσε και η γοργόνα.
Ο Οδυσσέας είχε ενημερωθεί από την Κίρκη για το γοητευτικό τραγούδι τους με το οποίο παγίδευαν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες, που πλησιάζοντας είτε ξεχνούσαν τον προορισμό τους, είτε κατασπαράζονταν απ΄ αυτές, κι έτσι διέταξε σε όλο το πλήρωμα του να βάλουν κερί στα αυτιά τους ώστε να μην ακούν το τραγούδι των Σειρήνων, ενώ ό ίδιος ζήτησε να τον δέσουν στο κατάρτι ώστε όταν ακούσει το τραγούδι τους να μη παρασυρθεί στη γοητεία τους.
Πριν τον Οδυσσέα μόνο οι Αργοναύτες είχαν καταφέρει να περάσουν από την περιοχή τους, όταν ο Χείρων είχε προειδοποιήσει τον Ιάσονα να πάρει μαζί του τον Ορφέα ο οποίος με το τραγούδι του ξεπέρασε σε ομορφιά τις σειρήνες και κατόρθωσαν τελικά να διαφύγουν χωρίς απώλειες.
Θέλοντας να ξανακούσει το θελκτικό τραγούδι των σειρήνων, επισκέφτηκε με τους συντρόφους του την σπηλιά της ακίνδυνης γοργόνας, σε ένα μικρό νησάκι στα ανοιχτά του Ιονίου πελάγους.
Εκεί μαγεύτηκε από το τραγούδι της, και θέλησε να την πάρει κοντά του στα ταξίδια του. Καθ' ότι όμως αυτή ήταν ψάρι από την μέση και κάτω, δεν μπορούσε να φύγει από την ασφάλεια της σπηλιάς της στην ακροθαλασσιά, εφόσον οι άνθρωποι θα την κυνηγούσαν και θα την σκότωναν. Έτσι, αφού ο έρωτάς τους ήταν καταδικασμένος, ο μαγεμένος Οδυσσέας κρατούσε τους συντρόφους του στο νησί όλο και περισσότερες μέρες για να ακούει το πανέμορφο τραγούδι της.
Κάποια στιγμή αυτοί κουράστηκαν να περιμένουν και διαμαρτυρήθηκαν. Τότε η γοργόνα χάρισε στον Οδυσσέα ένα μαγικό κοχύλι, το οποίο μόλις το ακουμπούσε στο αυτί του μπορούσε να ακούσει το τραγούδι της. Και έτσι αυτός πείστηκε επιτέλους να αναχωρήσει από το νησί.
Κάποια μέρα όμως που βρισκόταν στο κατάστρωμα του καραβιού και είχε κολλήσει το κοχύλι στο αυτί του, φύσηξε δυνατός άνεμος και έγινε τρικυμία μεγάλη, με αποτέλεσμα το κοχύλι να του πέσει στην θάλασσα. Αυτός έκλαιγε μέρα - νύχτα, χωρίς να μπορεί κανείς να τον παρηγορήσει. Τότε η γοργόνα παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του έδωσε την λύση: του είπε πως θα μπορούσε να συνεχίσει να ακούει το ίδιο μαγευτικό τραγούδι από οποιοδήποτε άλλο κοχύλι.
Από τότε φημολογείται ότι αν κάποιος βάλει στο αυτί του ένα οποιοδήποτε απλό κοχύλι, μπορεί να ακούσει την ίδια μαγευτική μελωδία που άκουσε ο Οδυσσέας από την γοργόνα.
Το αρχέτυπο της γοργόνας αντεγραμμένο και κλεμμένο από την αρχαία Ελληνική ψυχή, το συναντάμε και σε ένα μικρό ξωκλήσι της Λέσβου την Σκάλα Συκαμινιάς, υπάρχει μία παράξενη και συνάμα μοναδική απεικόνιση της Παναγιάς ως Γοργόνας. Από την μέση και πάνω έχει την συνηθισμένη μορφή της Παναγιάς, ενώ από την μέση και κάτω έχει σώμα ψαριού, όπως και οι γνωστές από τους θρύλους και τις παραδόσεις γοργόνες. Στο ένα χέρι κρατάει ένα καΐκι, ενώ στο άλλο το σύμβολο του Ποσειδώνα, μία τρίαινα, ως προστάτιδα προφανώς των ναυτικών..
Κατά τον Ησίοδο (8ος - 7ος αι. π.Χ) οι Ωκεανίδες, που συναντώνται και ως Ωκεανίνες ή Ωκεανίτιδες ή Ωγενίδες (Θεογονία, 340-370, 908) ήταν τρεις χιλιάδες, ωστόσο αναφέρει μόνο σαράντα μία, από τις οποίες η Ευρυνόμη ήταν η μητέρα των Χαρίτων από τον Δία και η Περσηίδα ήταν σύζυγος του Ήλιου και μητέρα του Αιήτη -βασιλιά της Κολχίδας-, του Πέρση, της Κίρκης και της Πασιφαής .
Οι Ωκεανίδες ήταν κόρες του τιτάνα Ωκεανού και της Τηθύος, θεωρούνταν ιδεατές ανθρωπόμορφες έννοιες των πηγών, που κατά το ήμισυ ήταν κοπέλες, εκείνων που τα ύδατά τους μεταφέρονταν από τους ποταμούς στην ανοικτή θάλασσα (αρχαίο Ωκεανό), και κατά το άλλο ήμισυ ψάρι, καταλήγοντας σε απλή εκβολή (ένα ουραίο πτερύγιο) ή σε δέλτα (διπλό ουραίο πτερύγιο).
Αλλά και οι Νηρηίδες, ήταν νύμφες που λατρεύονταν ως θεές της ήρεμης θάλασσας, και προσωποποιούσαν τις καταστάσεις και τα χαρακτηριστικά της θάλασσας. Ήταν κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας και εξ αυτής εγγονές του Ωκεανού. Ήταν γύρω στις πενήντα, ενώ έφταναν και τις εκατό, κατά άλλη άποψη.
Οι Νηρηίδες ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους και περνούσαν τη μέρα τους κολυμπώντας και παίζοντας με δελφίνια, ή καθισμένες σε χρυσούς θρόνους ή βράχους τραγουδώντας και υφαίνοντας ή στεγνώνοντας τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους.
Δεν επέτρεπαν σε καμία θνητή να παραβάλλεται με αυτές στην ομορφιά. Είχαν τη δύναμη να ταράζουν τη θάλασσα αλλά και να την ηρεμούν. Γενικά ήταν πάντοτε περιχαρείς για την αθανασία τους, συνόδευαν τα άρματα των ενάλιων θεών και οι φωνές τους γοήτευαν και τα τραγούδια τους είχαν έλξη ακατανίκητη. Οι Νηρηίδες, ωστόσο, περιγράφονται με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά και έχουν ανθρώπινα πόδια, που μπορούν να κολυμπούν.
Οι νεράιδες έχουν ταυτιστεί περισσότερο με τις Νηρηίδες εκ παραφθοράς, που βγήκαν στη στεριά με τα ίδια γνωρίσματα των θαλασσινών αδελφών τους . Άλλες θαλάσσιες θεότητες που ονομάζονται και γοργόνες είναι οι Φορκίδες και οι επτά Πλειάδες που μεταμορφώθηκαν στον αστερισμό της Πούλιας από τον Δία . Παρόλο που οι Ωκεανίδες, ως νύμφες των υδάτων είχαν ψαρίσια ουρά, το όνομα του είδους της γοργόνας το έδωσε μια διαφορετική μυθολογική οντότητα, η Γοργώ (ή Γοργών, -όνος).
Νύμφες της θάλασσας ήταν λοιπόν και οι γοργόνες, κόρες της Κητούς και του Φόρκυ. Αυτές ήταν η Σθενώ, η Ευρυάλη και η Μέδουσα, το κεφάλι της οποίας έκοψε ο Περσεύς, καθώς ήταν η μόνη θνητή από τις τρείς.
Ο μύθος της Μέδουσας εξελισσόταν μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και φυσικά οι όποιες προσθήκες, αφαιρέσεις, μετατροπές συμβάδιζαν με τις επιταγές και την ιδεολογία του χρόνου και των τόπων. Έτσι, η Μέδουσα μετατράπηκε σε όμορφη κοπέλα περήφανη και υπεροπτική, που τόλμησε να συγκρίνει την ομορφιά της με της Αθηνάς και να τη βρει ανώτερη. Και η Αθηνά άλλαξε τα μαλλιά της σε φίδια.
Σύμφωνα με την Ρωμαϊκή εκδοχή του μύθου από τον Οβίδιο, η Μέδουσα ήταν μία πανέμορφη ιέρεια της Αθηνάς που ο Ποσειδώνας τη βίασε μεταμορφωμένος σε άλογο, στον ιερό χώρο της Αθηνάς. Η θεά, εξοργισμένη με το γεγονός, δεν μπορούσε να έρθει σε ρήξη με τον Ποσειδώνα και έτσι μεταμόρφωσε την Μέδουσα σε απεχθές τέρας, που αντί για μαλλιά είχε φίδια. Η ασχήμια της ήταν τέτοια, που όποιος την κοιτούσε στο πρόσωπο πέτρωνε.
Η Μέδουσα και ειδικά το κεφάλι της, που ονομάζονταν γοργόνειο, χρησιμοποιούνταν από πολύ παλιά ως προστασία και αποτροπαϊκό σύμβολο και γι' αυτό χρησιμοποιούνταν ως ακροκέραμο σε ναούς και σπίτια αλλά και ως διακόσμηση σε πανοπλίες, όπλα, ασπίδες, άρματα και διάφορα αντικείμενα.
Μέσα από τους μύθους και τις δοξασίες η μυθική γοργόνα επιβιώνει αιώνες τώρα στην Ελληνική συνείδηση ανάμεσα στο χάσμα δύο κόσμων του γήινου και του θαλάσσιου. Καθώς, η Ελλάδα είναι θαλάσσια χώρα, η πανάρχαια αλλά και διαχρονική αυτή οντότητα εμφανίζεται στην παράδοσή της με ποικίλους τρόπους που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα μορφών. Από εκείνη της τρομοκρατικής και αποτρόπαιης μορφής της αρχαιότητας στην διακοσμητική εικόνα του μεσαίωνα, και τέλος, στη συναισθηματική γυναίκα των νεότερων χρόνων,
Συν τω χρόνω η μορφή των γοργόνων λαμβάνει στην λαϊκή φαντασία την μορφή νεαρής γυναίκας από την μέση και επάνω και ψαριού από την μέση και κάτω. Στα νεότερα χρόνια, η σύγχρονη μυθοπλασία, εμφανίζει μία γοργόνα να είναι αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με αυτό το μύθο ο Μ. Αλέξανδρος είχε εμπιστευτεί στην αδερφή του το νερό της αθανασίας, το οποίο είχε αποκτήσει αφού σκότωσε το δράκο που το φύλαγε.
Η αδερφή του όμως το έχυσε πριν προλάβει ο αδερφός της να το χρησιμοποιήσει κι έτσι αυτός την καταράστηκε να γίνει ψάρι από την μέση και κάτω και να πλανιέται μέσα στις θάλασσες. Εκείνη όμως γνωρίζοντας το κακό που είχε κάνει στον αδερφό της δεν του κράτησε κακία και με αγωνία σταματά τα καράβια που θα βρεθούν στο δρόμο της και ρωτά τους ναυτικού «ζει ο Μ. Αλέξανδρος;». Κι αν πάρει τη σωστή απάντηση:
- «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει», τότε ευχαριστημένη χάνεται στα βάθη της θάλασσας, ειδάλλως παίρνει μαζί της και το καράβι.
Ένας άλλος επίσης μεταγενέστερος μύθος, συνδέει με τον Οδυσσέα με μία γοργόνα. Σε κάποιο σημείο του ταξιδιού του, ο Οδυσσέας συνάντησε μια πανέμορφη γοργόνα, μια θαλάσσια νύμφη δηλαδή, της οποίας το σώμα είναι από την μέση και πάνω ανθρώπινο, και από την μέση και κάτω σώμα ψαριού.
Έχοντας ακούσει ότι το σπάνιο αυτό πλάσμα συγγενεύει με τις σειρήνες και έτσι ο Οδυσσέας θέλησε να ακούσει για μια ακόμη φορά το ίδιο πανέμορφο τραγούδι που είχε ακούσει από τις σειρήνες, και το οποίο τραγουδούσε και η γοργόνα.
Ο Οδυσσέας είχε ενημερωθεί από την Κίρκη για το γοητευτικό τραγούδι τους με το οποίο παγίδευαν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες, που πλησιάζοντας είτε ξεχνούσαν τον προορισμό τους, είτε κατασπαράζονταν απ΄ αυτές, κι έτσι διέταξε σε όλο το πλήρωμα του να βάλουν κερί στα αυτιά τους ώστε να μην ακούν το τραγούδι των Σειρήνων, ενώ ό ίδιος ζήτησε να τον δέσουν στο κατάρτι ώστε όταν ακούσει το τραγούδι τους να μη παρασυρθεί στη γοητεία τους.
Πριν τον Οδυσσέα μόνο οι Αργοναύτες είχαν καταφέρει να περάσουν από την περιοχή τους, όταν ο Χείρων είχε προειδοποιήσει τον Ιάσονα να πάρει μαζί του τον Ορφέα ο οποίος με το τραγούδι του ξεπέρασε σε ομορφιά τις σειρήνες και κατόρθωσαν τελικά να διαφύγουν χωρίς απώλειες.
Θέλοντας να ξανακούσει το θελκτικό τραγούδι των σειρήνων, επισκέφτηκε με τους συντρόφους του την σπηλιά της ακίνδυνης γοργόνας, σε ένα μικρό νησάκι στα ανοιχτά του Ιονίου πελάγους.
Εκεί μαγεύτηκε από το τραγούδι της, και θέλησε να την πάρει κοντά του στα ταξίδια του. Καθ' ότι όμως αυτή ήταν ψάρι από την μέση και κάτω, δεν μπορούσε να φύγει από την ασφάλεια της σπηλιάς της στην ακροθαλασσιά, εφόσον οι άνθρωποι θα την κυνηγούσαν και θα την σκότωναν. Έτσι, αφού ο έρωτάς τους ήταν καταδικασμένος, ο μαγεμένος Οδυσσέας κρατούσε τους συντρόφους του στο νησί όλο και περισσότερες μέρες για να ακούει το πανέμορφο τραγούδι της.
Κάποια στιγμή αυτοί κουράστηκαν να περιμένουν και διαμαρτυρήθηκαν. Τότε η γοργόνα χάρισε στον Οδυσσέα ένα μαγικό κοχύλι, το οποίο μόλις το ακουμπούσε στο αυτί του μπορούσε να ακούσει το τραγούδι της. Και έτσι αυτός πείστηκε επιτέλους να αναχωρήσει από το νησί.
Κάποια μέρα όμως που βρισκόταν στο κατάστρωμα του καραβιού και είχε κολλήσει το κοχύλι στο αυτί του, φύσηξε δυνατός άνεμος και έγινε τρικυμία μεγάλη, με αποτέλεσμα το κοχύλι να του πέσει στην θάλασσα. Αυτός έκλαιγε μέρα - νύχτα, χωρίς να μπορεί κανείς να τον παρηγορήσει. Τότε η γοργόνα παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του έδωσε την λύση: του είπε πως θα μπορούσε να συνεχίσει να ακούει το ίδιο μαγευτικό τραγούδι από οποιοδήποτε άλλο κοχύλι.
Από τότε φημολογείται ότι αν κάποιος βάλει στο αυτί του ένα οποιοδήποτε απλό κοχύλι, μπορεί να ακούσει την ίδια μαγευτική μελωδία που άκουσε ο Οδυσσέας από την γοργόνα.
Το αρχέτυπο της γοργόνας αντεγραμμένο και κλεμμένο από την αρχαία Ελληνική ψυχή, το συναντάμε και σε ένα μικρό ξωκλήσι της Λέσβου την Σκάλα Συκαμινιάς, υπάρχει μία παράξενη και συνάμα μοναδική απεικόνιση της Παναγιάς ως Γοργόνας. Από την μέση και πάνω έχει την συνηθισμένη μορφή της Παναγιάς, ενώ από την μέση και κάτω έχει σώμα ψαριού, όπως και οι γνωστές από τους θρύλους και τις παραδόσεις γοργόνες. Στο ένα χέρι κρατάει ένα καΐκι, ενώ στο άλλο το σύμβολο του Ποσειδώνα, μία τρίαινα, ως προστάτιδα προφανώς των ναυτικών..
Μήπως εσκεμμένα επέλεξε ο Αλκιβιάδης ως προσωρινό αντικαταστάτη του τον ανόητο, υπεροπτικό και επιπόλαιο Αντίοχο;
Περίληψη. Μετά τη λαμπρή νίκη στην Κύζικο, οι Αθηναίοι επικέντρωσαν την προσοχή τους στην Ιωνία και στο Αιγαίο για να προχωρήσουν στην τελευταία φάση του πολέμου που πίστευαν ότι θα ήταν για εκείνους θρίαμβος. Στo πλαίσιo, λοιπόν, της αποκαταστάσεως της Ηγεμονίας και της κατατροπώσεως του Σπαρτιατικού Στόλου, ήλθαν αντιμέτωποι με τους Σπαρτιάτες στο Νότιον.
Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στην έλλειψη ορθής Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως του
Αντιόχου και στην παράδοξη εκλογή του από τον Αλκιβιάδη για τη Διοίκηση του
Αθηναϊκού Στόλου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το έτος 407 π.Χ. Ναύαρχος του Σπαρτιατικού Στόλου ήταν ο Λύσανδρος, μια πραγματικά
ένδοξη και χαρισματική προσωπικότητα. Εκείνος είχε προετοιμαστεί πυρετωδώς για μια νέα αναμέτρηση με την Αθήνα, κατορθώνοντας να αποκτήσει στόλο 70 πλοίων και να εγκαταστήσει
τη βάση του στην Έφεσο, μια πόλη κοντά στην επαρχιακή πρωτεύουσα των Περσών, τις
Σάρδεις.
Οι καλές σχέσεις του Λυσάνδρου με τον Κύρο θορύβησαν τους Αθηναίους, οι οποίοι
έβλεπαν πως έπρεπε να εκβιάσουν προς μια καθοριστική ναυμαχία, ώστε νικώντας να πείσουν τους Σπαρτιάτες να συνθηκολογήσουν. Οποιαδήποτε καθυστέρηση θα δυνάμωνε τους
αντιπάλους και θα ανάγκαζε πολλά πληρώματα του Αθηναϊκού Στόλου να λιποτακτήσουν.
Ναύαρχος του Αθηναϊκού Στόλου ήταν ο Αλκιβιάδης, ο οποίος προσπαθούσε να αναζητήσει λάφυρα για να πληρώσει τους άνδρες του, διότι τα ταμεία ήταν άδεια. Αυτό τον έκανε να καθυστερεί να ναυμαχήσει, γεγονός που εκμεταλλεύθηκαν τελικώς οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι είχαν τον χρόνο να εκπαιδεύσουν τα πληρώματά τους και να μελετήσουν την επιχειρησιακή σχεδίασή τους.
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Από τις περσικές ενισχύσεις ο Λύσανδρος έδιδε μισθό τεσσάρων οβολών σε κάθε ναύτη, σε αντίθεση με τον Αλκιβιάδη, ο οποίος δυσκολευόταν πολύ να δώσει ακόμα και τους τρεις οβολούς που θεωρούντο ο κανονικός μισθός της εποχής εκείνης. Ως συνέπεια του τελευταίου, παρατηρήθηκε το φαινόμενο, που αρχικά φόβιζε τους Αθηναίους, της λιποταξίας των πληρωμάτων του Αθηναϊκού Στόλου λόγω ανεπαρκούς μισθοδοσίας.
Ο Λύσανδρος, αντιθέτως, είχε συγκροτήσει το ναυτικό του με αρκετούς άνδρες και είχε ανελκύσει τα πλοία του στην ξηρά της Εφέσου.
Κατά τον Πλούταρχο, ο Αλκιβιάδης μετέβη στην Καρία για να βρει χρήματα. Άφησε στον στόλο του επικεφαλής τον προσωπικό του κυβερνήτη Αντίοχο, με την εντολή «να μη ναυμαχήσει ακόμα κι αν του επιτεθούν». Κατά τον Ξενοφώντα, ο Αλκιβιάδης άφησε τον Αντίοχο με την ίδια εντολή και έφυγε όχι για την Καρία προκειμένου να βρει χρήματα, αλλά για να βοηθήσει τον Θρασύβουλο, ο οποίος οχύρωνε τη Φώκαια. Από την άλλη πλευρά, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μας λέγει ότι όταν ο Αλκιβιάδης έμαθε ότι ο Λύσανδρος αρματώνει τον στόλο του στην Έφεσο, έβαλε πλώρη για να τον αντιμετωπίσει με ολόκληρο τον δικό του. Επειδή δεν βγήκε κανείς να ναυμαχήσει, προσόρμισε τα περισσότερα πλοία του στο Νότιον, παρέδωσε την αρχηγία στον Αντίοχο, με τις ίδιες πάντα εντολές, και κατευθύνθηκε προς τις Κλαζομενές, που ήταν σύμμαχος πόλη των Αθηναίων και υπέφερε από λεηλασίες κάποιων εξορίστων.
Παρά τη σύγχυση που δημιουργούν οι διαφορετικές πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων σχετικά με τον λόγο και τον τόπο στον οποίο βρισκόταν ο Αλκιβιάδης, δίδεται καθαρά σημασία στο γεγονός ότι σε αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Αλκιβιάδης απουσίαζε, αφήνοντας πίσω του όχι
έναν Στρατηγό ή Τριήραρχο αλλά έναν Κυβερνήτη!
ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ
Ο Αντίοχος, παρά την εντολή που είχε λάβει από τον Αλκιβιάδη «να μην εμπλακεί σε
ναυμαχία μέχρι να επιστρέψει ο ίδιος», επάνδρωσε τα δέκα καλύτερα πλοία του στόλου.Εκ παραλλήλου διέταξε τους κυβερνήτες να έχουν τα υπόλοιπα σε ετοιμότητα σε περίπτωση που χρειαστεί να ναυμαχήσουν. Κατόπιν κατευθύνθηκε εναντίον των εχθρών και τους προκαλούσε σε ναυμαχία:
[…έπλευσε με αυτές (τις τριήρεις) στην Έφεσο και παραπλέοντας κοντά στις πλώρες των εχθρών έλεγε και έπραττε πολλά ακόλαστα και βωμόλοχα].
«…ἐπιπλεῦσαι τῇ Ἐφέσῳ καὶ παρὰ τὰς πρῴρας τῶν πολεμίων
νεῶν πολλὰ καὶ πράττων καὶ φθεγγόμενος
ἀκόλαστα καὶ βωμολόχα παρεξελαύνειν».
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ήθελε να προκαλέσει τον αντίπαλο για ναυμαχία. Όσα ακολούθησαν, δίνουν την εντύπωση ότι ενδεχομένως είχε ως σκοπό μετά την πρόκληση να επαναλάβει την επιτυχή τακτική του Αλκιβιάδου κατά την ναυμαχία της Κυζίκου (410 π.Χ.). Ήθελε, εν ολίγοις, να προκαλέσει τον εχθρό δείχνοντάς του ότι διαθέτει λιγότερα πλοία, να τον παρασύρει στα ανοικτά και μετά να τον αιφνιδιάσει με την επίθεση όλου του στόλου, ο οποίος με κάποιον «μαγικό» τρόπο θα είχε πετύχει και την υπερφαλάγγιση. Όλα αυτά όμως έγιναν επιπόλαια, δίχως σαφείς οδηγίες ελέγχου, καθορισμό ευθυνών και συντονισμό ενεργειών, μέτρα απολύτως αναγκαία στο εσωτερικό ενός Θεάτρου Επιχειρήσεων (ΘΕ).
ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ
Ο Λύσανδρος, που είχε διακριθεί κατά το παρελθόν και είχε μελετήσει σοβαρά το θέμα της τακτικής των Αθηναίων, γνώριζε την Επιχειρησιακή Σχεδίαση που είχε εκτελεσθεί κατά τη ναυμαχία της Κυζίκου, παρά το γεγονός ότι στην εν λόγω σύγκρουση επικεφαλής του Σπαρτιατικού Στόλου ήταν ο Μίνδαρος. Το τελευταίο δεν τον εμπόδισε να μελετήσει όλες τις παραμέτρους μιας ναυμαχίας στην οποία ο στόλος του είχε ηττηθεί.
Με σύγχρονους όρους, θα λέγαμε ότι στο σύστημα πληροφοριών του Αρχηγείου Στόλουβτου Λυσάνδρου είχε καθοριστεί, εν τάχει, μια Σύνοψη Εχθρικής Καταστάσεως (πληροφορίες για τις Εχθρικές Δυνάμεις και Τρόποι Ενεργείας του εχθρού), ενώ Ουσιώδη Στοιχεία Πληροφοριών (ΟΥΣΠ) αποτελούσαν το γεγονός ότι ο Αλκιβιάδης έλειπε και το ότι είχε αναθέσει την διοίκηση του στόλου του σε έναν άπειρο αξιωματικό.
Με βάση τα ανωτέρω, ο Σπαρτιάτης Ναύαρχος αντιλήφθηκε την ανάγκη αξιοποίησης μιας ευκαιρίας με διπλό όφελος: α) Να νικήσει σε μια ναυμαχία δίχως μεγάλες απώλειες. β) Να γελοιοποιήσει τον αθηναϊκό στόλο.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ
Απαντώντας στη πρόκληση του Αντιόχου, ο Λύσανδρος τον κατεδίωξε, αρχικώς με λίγα
πλοία. Οι Αθηναίοι έσπευσαν με τα υπόλοιπα πλοία του στολίσκου να βοηθήσουν τον Αντίοχο. Τότε ο Λύσανδρος έδωσε σε ολόκληρο τον στόλο του διάταξη μάχης και του επιτέθηκε.
Από το Νότιον η κύρια δύναμη του Αθηναϊκού Στόλου είδε τον μικρό στολίσκο του να επιστρέφει με τον αντίπαλο να τον καταδιώκει σε απόσταση αναπνοής!
Tο αίσθημα του αιφνιδιασμού και κατ’ επέκταση του πανικού καλλιεργήθηκε στον Αθηναϊκό Στόλο παρά την προσπάθεια για το αντίθετο. Δεν υπήρχε χρόνος ούτε για την εξεύρεση της κατάλληλης ηγεσίας ούτε για ανάλογο σχηματισμό μάχης. Τα αθηναϊκά πλοία καθελκύονταν στην θάλασσα όπως – όπως, με αποτέλεσμα να επικρατεί μεταξύ τους χάος και ταραχή.
Ο Στόλος του Λυσάνδρου ναυμάχησε, αντιθέτως, με τάξη, σκότωσε τον Αντίοχο, κατέλαβε πολλά πλοία, συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους και φυσικά έστησε τρόπαιο νίκης.
Όταν ο Αλκιβιάδης πληροφορήθηκε τα συμβάντα, ήταν πλέον αργά. Επιστρέφοντας με τα υπόλοιπα πλοία του κινήθηκε με ολόκληρο πλέον τον στόλο του κατά του Λυσάνδρου προκαλώντας τον σε νέα ναυμαχία. Όμως εκείνος αρκέσθηκε στη νίκη του και δεν κινήθηκε κατά του αντιπάλου του.βΗ ήττα του Αθηναϊκού Στόλου και η ανοησία του Αντιόχου εξόργισαν τον δήμο των Αθηναίων, ο οποίος προέβη στην καθαίρεση του Αλκιβιάδου.
Η ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ – ΜΕΡΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ
Τα ερωτήματα που τίθενται σχετικά με την παράδοξη εκλογή του Αντιόχου οδηγούν σε
ποικίλες θεωρίες. Οι διαθέσιμες πληροφορίες από τα αρχαία κείμενα, αν και δεν είναι επαρκείς, μας σκιαγραφούν, εν συντομία, την προσωπικότητά του. Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη ήταν ένας άνθρωπος.
[εκ φύσεως επιπόλαιος],
«ὁ ἐν τῇ φύσει πρόχειρος»,
ενώ κατά τον Πλούταρχο:
[ήταν μεν καλός κυβερνήτης, αλλά κατά τα άλλα ήταν ανόητος και υπεροπτικός],
«ἀγαθὸς μὲν ἧν κυβερνήτης, ἀνόητος δὲ τἆλλα καὶ φορτικός».
Αφού αυτός ο άνθρωπος ήταν ανόητος, υπεροπτικός και από την φύση του επιπόλαιος, γιατί τον επέλεξε ως προσωρινό στρατηγό ο Αλκιβιάδης σε μια τόσο κρίσιμη ναυμαχία;
Η ηγεσία ενός στόλου τέτοιου μεγέθους ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους Στρατηγούς. Αν οι Στρατηγοί του Αλκιβιάδου έλειπαν σε άλλες αποστολές, θα έπρεπε να διοριστεί ένας Τριήραρχος που είχε πείρα και είχε διακριθεί σε προηγούμενες ναυμαχίες.
Κατά μία άποψη, οι περισσότεροι ανώτεροι Αξιωματικοί, λόγω παλαιοτέρων πολεμικών
διακρίσεών τους και ανεξαρτησίας πνεύματος, δεν θα υπάκουαν στην εντολή να μην πλεύσουν εναντίον των πλοίων του Λυσάνδρου, θεωρώντας το ως ευκαιρία να τολμήσουν και να πάρουν λίγη από τη δόξα της ναυμαχίας. Αντιθέτως ένας απλός Κυβερνήτης (και δη άπειρος), δεν θα τολμούσε ένα τέτοιο μεγάλο εγχείρημα, όντας μάλιστα για κάποιο διάστημα Κυβερνήτης του πλοίου του Αλκιβιάδου. Σε αυτή την εκτίμηση ενδεχομένως βασίστηκε ο Αλκιβιάδης εκλέγοντας τον Αντίοχο, ο οποίος τελικώς αποδείχθηκε ότι ήταν ο ακατάλληλος άνθρωπος στην κρίσιμηβστιγμή .
Κατά την άποψη της συγγραφέως, εφ’ όσον ο Αντίοχος είχε υπάρξει επί πολλά έτη προσωπικός κυβερνήτης του Αλκιβιάδου, αποκλείεται ο τελευταίος να μην γνώριζε τα ελαττώματά του (επιπόλαιος, ανόητος και υπεροπτικός). Επιπροσθέτως γνωρίζουμε ότι ο Αλκιβιάδης ήταν άνθρωπος ευφυέστατος και ως στρατηγός γνώριζε τη σπουδαιότητα του «διοικείν είναι το εκλέγειν». Αυτό μας οδηγεί να αποκλείσουμε ότι διέπραξε ένα τόσο μεγάλοβσφάλμα στην επιλογή του σωστού ανθρώπου για τη συγκεκριμένη ναυμαχία. Μήπως ο Αλκιβιάδης είχε πλέον αντιληφθεί ότι με άδεια ταμεία και διαρκείς λιποταξίες το «παιχνίδι» ήταν πλέον χαμένο; Μήπως ήθελε να ρίξει σε άλλον την ήττα και όχι στον εαυτό του;
Ένας Αξιωματικός με πείρα θα αντιλαμβανόταν ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα και θα περίμενε τον Αλκιβιάδη να επιστρέψει για να χειριστεί την κατάσταση, τηρώντας ακριβώς την εντολή του.
Ένας ανόητος, όμως, δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί την κρίσιμη αυτή κατάσταση και ένας υπεροπτικός θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία προκειμένου να διακριθεί δίχως να μελετήσει το κόστος. Ο Αντίοχος ήταν το κατάλληλο πρόσωπο, διότι διέθετε όλα τα παραπάνω στοιχεία.
Με μια απλή αποτύπωση της Προπαρασκευής και της Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως των
εμπολέμων, δεν αφήνονται αμφιβολίες για το ποιος θα ήταν ο νικητής.
Οι Πελοποννήσιοι με τον Λύσανδρο είχαν:
α) Προετοιμαστεί καλύτερα με πλοία, εκπαιδεύσεις και σχέδια δράσεως.
β) Ενισχυθεί οικονομικά από την περσική βοήθεια.
γ) Ενισχυθεί σε πληρώματα από τις λιποταξίες του αντιπάλου στόλου.
δ) Επιλέξει ένα μέρος «κλειδί», κοντά στις Σάρδεις, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα
ενισχύσεως σε περίπτωση ανάγκης.
Πάνω απ’ όλα έδειξαν ότι είχαν ένα σαφή Αντικειμενικό Σκοπό (ΑΝΣΚ). Δεν αναλώθηκαν με οποιεσδήποτε και οπουδήποτε επιθέσεις, επιλέγοντας προσεκτικά τους άξονες προσβολής.
Ο Αντίοχος, αντιθέτως, επέλεξε, μέσω ελιγμού να εκτελέσει επίθεση – κατ΄ αυτόν προετοιμασμένη ενώ κατ’ ουσίαν εσπευσμένη – εναντίον μιας καλά οργανωμένης εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας. Με έναν «άκαμπτο» ελιγμό προσποιήσεως (παραπλανητική ενέργεια) δεν είχε τη δυνατότητα ταχείας αντιδράσεως σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Θα έπρεπε η επίθεση αυτή να ήταν περιορισμένου ΑΝΣΚ ώστε να αποκαλύψει την επιθυμητή αδυναμία του εχθρού και εν συνεχεία να ακολουθήσει η προετοιμασμένη επίθεση. Ο εσφαλμένος ΑΝΣΚ, η επιπολαιότητα, και οι άσκοπες ενέργειες εντυπωσιασμού τον οδήγησαν σε παταγώδη ήττα! Εκ παραλλήλου θα πρέπει να τονίσουμε και το μεγάλο στρατηγικό λάθος του Αντιόχου, να επαναλάβει μια συγκεκριμένη τακτική απέναντι στον ίδιο εχθρό!
Έτσι, έδωσε την ευκαιρία στους Πελοποννησίους να:
α) Του υπενθυμίσουν τη ρήση «Ο εχθρός θυμάται».
β) Του υπενθυμίσουν τη ρήση «Μην υποτιμάς τον εχθρό» (δίχως να γνωρίζουμε το γιατί, ο Αντίοχος είχε την πεποίθηση ότι θα είχε μια νίκη «ακονιτί» σε μια ναυμαχία «περιπάτου»).
γ) Περάσουν σε αντεπίθεση «επιστρέφοντας» τον αιφνιδιασμό που ετοίμαζε αρχικώς για
εκείνους.
δ) Του αποδείξουν ότι η ασφάλεια είναι ουσιώδης για την εφαρμογή των λοιπών αρχών του πολέμου και αν δεν τηρείται πρώτα η αρχή της ασφάλειας, δεν εφαρμόζεται ο αιφνιδιασμός του
αντιπάλου.
Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στην έλλειψη ορθής Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως του
Αντιόχου και στην παράδοξη εκλογή του από τον Αλκιβιάδη για τη Διοίκηση του
Αθηναϊκού Στόλου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το έτος 407 π.Χ. Ναύαρχος του Σπαρτιατικού Στόλου ήταν ο Λύσανδρος, μια πραγματικά
ένδοξη και χαρισματική προσωπικότητα. Εκείνος είχε προετοιμαστεί πυρετωδώς για μια νέα αναμέτρηση με την Αθήνα, κατορθώνοντας να αποκτήσει στόλο 70 πλοίων και να εγκαταστήσει
τη βάση του στην Έφεσο, μια πόλη κοντά στην επαρχιακή πρωτεύουσα των Περσών, τις
Σάρδεις.
Οι καλές σχέσεις του Λυσάνδρου με τον Κύρο θορύβησαν τους Αθηναίους, οι οποίοι
έβλεπαν πως έπρεπε να εκβιάσουν προς μια καθοριστική ναυμαχία, ώστε νικώντας να πείσουν τους Σπαρτιάτες να συνθηκολογήσουν. Οποιαδήποτε καθυστέρηση θα δυνάμωνε τους
αντιπάλους και θα ανάγκαζε πολλά πληρώματα του Αθηναϊκού Στόλου να λιποτακτήσουν.
Ναύαρχος του Αθηναϊκού Στόλου ήταν ο Αλκιβιάδης, ο οποίος προσπαθούσε να αναζητήσει λάφυρα για να πληρώσει τους άνδρες του, διότι τα ταμεία ήταν άδεια. Αυτό τον έκανε να καθυστερεί να ναυμαχήσει, γεγονός που εκμεταλλεύθηκαν τελικώς οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι είχαν τον χρόνο να εκπαιδεύσουν τα πληρώματά τους και να μελετήσουν την επιχειρησιακή σχεδίασή τους.
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Από τις περσικές ενισχύσεις ο Λύσανδρος έδιδε μισθό τεσσάρων οβολών σε κάθε ναύτη, σε αντίθεση με τον Αλκιβιάδη, ο οποίος δυσκολευόταν πολύ να δώσει ακόμα και τους τρεις οβολούς που θεωρούντο ο κανονικός μισθός της εποχής εκείνης. Ως συνέπεια του τελευταίου, παρατηρήθηκε το φαινόμενο, που αρχικά φόβιζε τους Αθηναίους, της λιποταξίας των πληρωμάτων του Αθηναϊκού Στόλου λόγω ανεπαρκούς μισθοδοσίας.
Ο Λύσανδρος, αντιθέτως, είχε συγκροτήσει το ναυτικό του με αρκετούς άνδρες και είχε ανελκύσει τα πλοία του στην ξηρά της Εφέσου.
Κατά τον Πλούταρχο, ο Αλκιβιάδης μετέβη στην Καρία για να βρει χρήματα. Άφησε στον στόλο του επικεφαλής τον προσωπικό του κυβερνήτη Αντίοχο, με την εντολή «να μη ναυμαχήσει ακόμα κι αν του επιτεθούν». Κατά τον Ξενοφώντα, ο Αλκιβιάδης άφησε τον Αντίοχο με την ίδια εντολή και έφυγε όχι για την Καρία προκειμένου να βρει χρήματα, αλλά για να βοηθήσει τον Θρασύβουλο, ο οποίος οχύρωνε τη Φώκαια. Από την άλλη πλευρά, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μας λέγει ότι όταν ο Αλκιβιάδης έμαθε ότι ο Λύσανδρος αρματώνει τον στόλο του στην Έφεσο, έβαλε πλώρη για να τον αντιμετωπίσει με ολόκληρο τον δικό του. Επειδή δεν βγήκε κανείς να ναυμαχήσει, προσόρμισε τα περισσότερα πλοία του στο Νότιον, παρέδωσε την αρχηγία στον Αντίοχο, με τις ίδιες πάντα εντολές, και κατευθύνθηκε προς τις Κλαζομενές, που ήταν σύμμαχος πόλη των Αθηναίων και υπέφερε από λεηλασίες κάποιων εξορίστων.
Παρά τη σύγχυση που δημιουργούν οι διαφορετικές πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων σχετικά με τον λόγο και τον τόπο στον οποίο βρισκόταν ο Αλκιβιάδης, δίδεται καθαρά σημασία στο γεγονός ότι σε αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Αλκιβιάδης απουσίαζε, αφήνοντας πίσω του όχι
έναν Στρατηγό ή Τριήραρχο αλλά έναν Κυβερνήτη!
ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ
Ο Αντίοχος, παρά την εντολή που είχε λάβει από τον Αλκιβιάδη «να μην εμπλακεί σε
ναυμαχία μέχρι να επιστρέψει ο ίδιος», επάνδρωσε τα δέκα καλύτερα πλοία του στόλου.Εκ παραλλήλου διέταξε τους κυβερνήτες να έχουν τα υπόλοιπα σε ετοιμότητα σε περίπτωση που χρειαστεί να ναυμαχήσουν. Κατόπιν κατευθύνθηκε εναντίον των εχθρών και τους προκαλούσε σε ναυμαχία:
[…έπλευσε με αυτές (τις τριήρεις) στην Έφεσο και παραπλέοντας κοντά στις πλώρες των εχθρών έλεγε και έπραττε πολλά ακόλαστα και βωμόλοχα].
«…ἐπιπλεῦσαι τῇ Ἐφέσῳ καὶ παρὰ τὰς πρῴρας τῶν πολεμίων
νεῶν πολλὰ καὶ πράττων καὶ φθεγγόμενος
ἀκόλαστα καὶ βωμολόχα παρεξελαύνειν».
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ήθελε να προκαλέσει τον αντίπαλο για ναυμαχία. Όσα ακολούθησαν, δίνουν την εντύπωση ότι ενδεχομένως είχε ως σκοπό μετά την πρόκληση να επαναλάβει την επιτυχή τακτική του Αλκιβιάδου κατά την ναυμαχία της Κυζίκου (410 π.Χ.). Ήθελε, εν ολίγοις, να προκαλέσει τον εχθρό δείχνοντάς του ότι διαθέτει λιγότερα πλοία, να τον παρασύρει στα ανοικτά και μετά να τον αιφνιδιάσει με την επίθεση όλου του στόλου, ο οποίος με κάποιον «μαγικό» τρόπο θα είχε πετύχει και την υπερφαλάγγιση. Όλα αυτά όμως έγιναν επιπόλαια, δίχως σαφείς οδηγίες ελέγχου, καθορισμό ευθυνών και συντονισμό ενεργειών, μέτρα απολύτως αναγκαία στο εσωτερικό ενός Θεάτρου Επιχειρήσεων (ΘΕ).
ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ
Ο Λύσανδρος, που είχε διακριθεί κατά το παρελθόν και είχε μελετήσει σοβαρά το θέμα της τακτικής των Αθηναίων, γνώριζε την Επιχειρησιακή Σχεδίαση που είχε εκτελεσθεί κατά τη ναυμαχία της Κυζίκου, παρά το γεγονός ότι στην εν λόγω σύγκρουση επικεφαλής του Σπαρτιατικού Στόλου ήταν ο Μίνδαρος. Το τελευταίο δεν τον εμπόδισε να μελετήσει όλες τις παραμέτρους μιας ναυμαχίας στην οποία ο στόλος του είχε ηττηθεί.
Με σύγχρονους όρους, θα λέγαμε ότι στο σύστημα πληροφοριών του Αρχηγείου Στόλουβτου Λυσάνδρου είχε καθοριστεί, εν τάχει, μια Σύνοψη Εχθρικής Καταστάσεως (πληροφορίες για τις Εχθρικές Δυνάμεις και Τρόποι Ενεργείας του εχθρού), ενώ Ουσιώδη Στοιχεία Πληροφοριών (ΟΥΣΠ) αποτελούσαν το γεγονός ότι ο Αλκιβιάδης έλειπε και το ότι είχε αναθέσει την διοίκηση του στόλου του σε έναν άπειρο αξιωματικό.
Με βάση τα ανωτέρω, ο Σπαρτιάτης Ναύαρχος αντιλήφθηκε την ανάγκη αξιοποίησης μιας ευκαιρίας με διπλό όφελος: α) Να νικήσει σε μια ναυμαχία δίχως μεγάλες απώλειες. β) Να γελοιοποιήσει τον αθηναϊκό στόλο.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ
Απαντώντας στη πρόκληση του Αντιόχου, ο Λύσανδρος τον κατεδίωξε, αρχικώς με λίγα
πλοία. Οι Αθηναίοι έσπευσαν με τα υπόλοιπα πλοία του στολίσκου να βοηθήσουν τον Αντίοχο. Τότε ο Λύσανδρος έδωσε σε ολόκληρο τον στόλο του διάταξη μάχης και του επιτέθηκε.
Από το Νότιον η κύρια δύναμη του Αθηναϊκού Στόλου είδε τον μικρό στολίσκο του να επιστρέφει με τον αντίπαλο να τον καταδιώκει σε απόσταση αναπνοής!
Tο αίσθημα του αιφνιδιασμού και κατ’ επέκταση του πανικού καλλιεργήθηκε στον Αθηναϊκό Στόλο παρά την προσπάθεια για το αντίθετο. Δεν υπήρχε χρόνος ούτε για την εξεύρεση της κατάλληλης ηγεσίας ούτε για ανάλογο σχηματισμό μάχης. Τα αθηναϊκά πλοία καθελκύονταν στην θάλασσα όπως – όπως, με αποτέλεσμα να επικρατεί μεταξύ τους χάος και ταραχή.
Ο Στόλος του Λυσάνδρου ναυμάχησε, αντιθέτως, με τάξη, σκότωσε τον Αντίοχο, κατέλαβε πολλά πλοία, συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους και φυσικά έστησε τρόπαιο νίκης.
Όταν ο Αλκιβιάδης πληροφορήθηκε τα συμβάντα, ήταν πλέον αργά. Επιστρέφοντας με τα υπόλοιπα πλοία του κινήθηκε με ολόκληρο πλέον τον στόλο του κατά του Λυσάνδρου προκαλώντας τον σε νέα ναυμαχία. Όμως εκείνος αρκέσθηκε στη νίκη του και δεν κινήθηκε κατά του αντιπάλου του.βΗ ήττα του Αθηναϊκού Στόλου και η ανοησία του Αντιόχου εξόργισαν τον δήμο των Αθηναίων, ο οποίος προέβη στην καθαίρεση του Αλκιβιάδου.
Η ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ – ΜΕΡΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ
Τα ερωτήματα που τίθενται σχετικά με την παράδοξη εκλογή του Αντιόχου οδηγούν σε
ποικίλες θεωρίες. Οι διαθέσιμες πληροφορίες από τα αρχαία κείμενα, αν και δεν είναι επαρκείς, μας σκιαγραφούν, εν συντομία, την προσωπικότητά του. Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη ήταν ένας άνθρωπος.
[εκ φύσεως επιπόλαιος],
«ὁ ἐν τῇ φύσει πρόχειρος»,
ενώ κατά τον Πλούταρχο:
[ήταν μεν καλός κυβερνήτης, αλλά κατά τα άλλα ήταν ανόητος και υπεροπτικός],
«ἀγαθὸς μὲν ἧν κυβερνήτης, ἀνόητος δὲ τἆλλα καὶ φορτικός».
Αφού αυτός ο άνθρωπος ήταν ανόητος, υπεροπτικός και από την φύση του επιπόλαιος, γιατί τον επέλεξε ως προσωρινό στρατηγό ο Αλκιβιάδης σε μια τόσο κρίσιμη ναυμαχία;
Η ηγεσία ενός στόλου τέτοιου μεγέθους ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους Στρατηγούς. Αν οι Στρατηγοί του Αλκιβιάδου έλειπαν σε άλλες αποστολές, θα έπρεπε να διοριστεί ένας Τριήραρχος που είχε πείρα και είχε διακριθεί σε προηγούμενες ναυμαχίες.
Κατά μία άποψη, οι περισσότεροι ανώτεροι Αξιωματικοί, λόγω παλαιοτέρων πολεμικών
διακρίσεών τους και ανεξαρτησίας πνεύματος, δεν θα υπάκουαν στην εντολή να μην πλεύσουν εναντίον των πλοίων του Λυσάνδρου, θεωρώντας το ως ευκαιρία να τολμήσουν και να πάρουν λίγη από τη δόξα της ναυμαχίας. Αντιθέτως ένας απλός Κυβερνήτης (και δη άπειρος), δεν θα τολμούσε ένα τέτοιο μεγάλο εγχείρημα, όντας μάλιστα για κάποιο διάστημα Κυβερνήτης του πλοίου του Αλκιβιάδου. Σε αυτή την εκτίμηση ενδεχομένως βασίστηκε ο Αλκιβιάδης εκλέγοντας τον Αντίοχο, ο οποίος τελικώς αποδείχθηκε ότι ήταν ο ακατάλληλος άνθρωπος στην κρίσιμηβστιγμή .
Κατά την άποψη της συγγραφέως, εφ’ όσον ο Αντίοχος είχε υπάρξει επί πολλά έτη προσωπικός κυβερνήτης του Αλκιβιάδου, αποκλείεται ο τελευταίος να μην γνώριζε τα ελαττώματά του (επιπόλαιος, ανόητος και υπεροπτικός). Επιπροσθέτως γνωρίζουμε ότι ο Αλκιβιάδης ήταν άνθρωπος ευφυέστατος και ως στρατηγός γνώριζε τη σπουδαιότητα του «διοικείν είναι το εκλέγειν». Αυτό μας οδηγεί να αποκλείσουμε ότι διέπραξε ένα τόσο μεγάλοβσφάλμα στην επιλογή του σωστού ανθρώπου για τη συγκεκριμένη ναυμαχία. Μήπως ο Αλκιβιάδης είχε πλέον αντιληφθεί ότι με άδεια ταμεία και διαρκείς λιποταξίες το «παιχνίδι» ήταν πλέον χαμένο; Μήπως ήθελε να ρίξει σε άλλον την ήττα και όχι στον εαυτό του;
Ένας Αξιωματικός με πείρα θα αντιλαμβανόταν ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα και θα περίμενε τον Αλκιβιάδη να επιστρέψει για να χειριστεί την κατάσταση, τηρώντας ακριβώς την εντολή του.
Ένας ανόητος, όμως, δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί την κρίσιμη αυτή κατάσταση και ένας υπεροπτικός θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία προκειμένου να διακριθεί δίχως να μελετήσει το κόστος. Ο Αντίοχος ήταν το κατάλληλο πρόσωπο, διότι διέθετε όλα τα παραπάνω στοιχεία.
Με μια απλή αποτύπωση της Προπαρασκευής και της Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως των
εμπολέμων, δεν αφήνονται αμφιβολίες για το ποιος θα ήταν ο νικητής.
Οι Πελοποννήσιοι με τον Λύσανδρο είχαν:
α) Προετοιμαστεί καλύτερα με πλοία, εκπαιδεύσεις και σχέδια δράσεως.
β) Ενισχυθεί οικονομικά από την περσική βοήθεια.
γ) Ενισχυθεί σε πληρώματα από τις λιποταξίες του αντιπάλου στόλου.
δ) Επιλέξει ένα μέρος «κλειδί», κοντά στις Σάρδεις, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα
ενισχύσεως σε περίπτωση ανάγκης.
Πάνω απ’ όλα έδειξαν ότι είχαν ένα σαφή Αντικειμενικό Σκοπό (ΑΝΣΚ). Δεν αναλώθηκαν με οποιεσδήποτε και οπουδήποτε επιθέσεις, επιλέγοντας προσεκτικά τους άξονες προσβολής.
Ο Αντίοχος, αντιθέτως, επέλεξε, μέσω ελιγμού να εκτελέσει επίθεση – κατ΄ αυτόν προετοιμασμένη ενώ κατ’ ουσίαν εσπευσμένη – εναντίον μιας καλά οργανωμένης εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας. Με έναν «άκαμπτο» ελιγμό προσποιήσεως (παραπλανητική ενέργεια) δεν είχε τη δυνατότητα ταχείας αντιδράσεως σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Θα έπρεπε η επίθεση αυτή να ήταν περιορισμένου ΑΝΣΚ ώστε να αποκαλύψει την επιθυμητή αδυναμία του εχθρού και εν συνεχεία να ακολουθήσει η προετοιμασμένη επίθεση. Ο εσφαλμένος ΑΝΣΚ, η επιπολαιότητα, και οι άσκοπες ενέργειες εντυπωσιασμού τον οδήγησαν σε παταγώδη ήττα! Εκ παραλλήλου θα πρέπει να τονίσουμε και το μεγάλο στρατηγικό λάθος του Αντιόχου, να επαναλάβει μια συγκεκριμένη τακτική απέναντι στον ίδιο εχθρό!
Έτσι, έδωσε την ευκαιρία στους Πελοποννησίους να:
α) Του υπενθυμίσουν τη ρήση «Ο εχθρός θυμάται».
β) Του υπενθυμίσουν τη ρήση «Μην υποτιμάς τον εχθρό» (δίχως να γνωρίζουμε το γιατί, ο Αντίοχος είχε την πεποίθηση ότι θα είχε μια νίκη «ακονιτί» σε μια ναυμαχία «περιπάτου»).
γ) Περάσουν σε αντεπίθεση «επιστρέφοντας» τον αιφνιδιασμό που ετοίμαζε αρχικώς για
εκείνους.
δ) Του αποδείξουν ότι η ασφάλεια είναι ουσιώδης για την εφαρμογή των λοιπών αρχών του πολέμου και αν δεν τηρείται πρώτα η αρχή της ασφάλειας, δεν εφαρμόζεται ο αιφνιδιασμός του
αντιπάλου.
JOHN LOCKE: Αν αντλείς μεγαλύτερη απόλαυση από την οινοποσία σε σχέση μ’ εκείνη που αντλείς από τη χρήση της όρασής σου, τότε το κρασί είναι καλό για σένα
Τι καθορίζει τη θέλησή μας κατά το πράττειν; Μετά από επανεξέταση του ζητήματος, είμαι σε θέση να υποθέσω ότι η θέληση δεν καθορίζεται, όπως γενικώς θεωρείται, από το μέγιστο αγαθό στο οποίο αποβλέπει κανείς μελλοντικά, αλλά μάλλον από μια (και δη την πλέον επείγουσα τις περισσότερες φορές) ανησυχία, από την οποία κυριαρχείται κανείς σε παρόντα χρόνο. Αυτή η ανησυχία είναι που καθορίζει αποτελεσματικά τη θέληση και μας θέτει στην τροχιά των τελούμενων από μας πράξεων. Αυτή την ανησυχία μπορούμε να την ονομάσουμε επιθυμία. Πρόκειται για την ανησυχία, την οποία προκαλεί στο νου η έλλειψη ενός αγαθού. Η άποψη ότι το αγαθό, το μέγιστο αγαθό καθορίζει τη θέληση, φαίνεται ν’ αποτελεί τόσο καθιερωμένο και κατασταλαγμένο κανόνα, που συγκεντρώνει τη γενική συναίνεση όλων των ανθρώπων, ώστε δεν είναι καθόλου απορίας άξιον το γεγονός ότι το εξέλαβα κι εγώ ως δεδομένο όταν πρωτοδημοσίευσα τις σκέψεις μου επί του ζητήματος. Φαντάζομαι δε ότι οι περισσότεροι θα μου συγχωρήσουν ευκολότερα την παράλειψή μου εκείνη μάλλον παρά το σημερινό μου εγχείρημα να απομακρυνθώ από μια τόσο διαδεδομένη γνώμη. Είμαι όμως υποχρεωμένος, μετά από αυστηρότερη έρευνα, να συμπεράνω ότι το αγαθό, το μέγιστο αγαθό, ακόμη κι αν γίνει κατανοητό και παραδεκτό ως τέτοιο, δεν καθορίζει τη θέλησή μας παρά μόνο από τη στιγμή που η έλλειψή του θα προκαλέσει την ανησυχία μας, κάνοντάς το επιθυμητό.
Όσο κι αν πείσετε έναν άνθρωπο ότι η αφθονία πλεονεκτεί ένα ντι της φτώχειας, όσο κι αν τον κάνετε να διαπιστώσει και να εμπεδώσει το γεγονός ότι οι όμορφες απολαύσεις της ζωής είναι καλύτερες από την άθλια μιζέρια, εντούτοις, ενόσω ο άνθρωπος αυτός είναι ευχαριστημένος με τη φτώχεια και δεν βρίσκει τίποτε σ’ αυτήν που να του προκαλεί ανησυχία, δεν πρόκειται να προβεί σε καμία κίνηση, η θέληση του δεν θα προσανατολιστεί ποτέ σε κάποια πράξη, η οποία θα τον έβγαζε από την κατάσταση όπου βρίσκεται.
Όσο κι αν έχει πειστεί κάποιος για τα πλεονεκτήματα της Αρετής, ότι δηλαδή αυτή είναι αναγκαία σ’ έναν άνθρωπο με υψηλούς στόχους σ’ αυτό τον κόσμο ή προσβλέπει στον μελλοντικό κόσμο ως τροφή ζωής, εντούτοις, μέχρι να φτάσει εκείνος να πεινά και να διψά για την ηθική ακεραιότητα, μέχρι να αισθανθεί ανήσυχος από την έλλειψή της, η θέλησή του δεν θα τον προσανατολίσει σε καμία πράξη επιζήτησης αυτού του, ομολογουμένως, μέγιστου αγαθού. Οποιαδήποτε άλλη ανησυχία αισθάνεται όμως, θα οδηγήσει τη θέλησή του σε άλλες πράξεις.
Αν τεθεί ακολούθως το «τι είναι εκείνο που κινεί τη θέληση», απαντώ: η ευτυχία και μόνο. Ευτυχία και δυστυχία είναι τα ονόματα δύο άκρων, των οποίων όμως δεν γνωρίζουμε τα ακρότατα όρια, αφού πρόκειται για πράγματα που το μάτι δεν έχει δει, το αυτί δεν έχει ακούσει και η καρδιά του ανθρώπου δεν έχει συλλάβει. Έχουμε όμως πολύ ζωντανές εντυπώσεις για ορισμένους βαθμούς αμφότερων αυτών των καταστάσεων, εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν αφενός από διάφορες στιγμές απόλαυσης και χαράς, και αφετέρου βασάνων και θλίψης, τα οποία χάριν συντομίας θα συμπεριλάβω υπό τα ονόματα της ηδονής και του πόνου της οδύνης, είτε πρόκειται για ηδονές και πόνους του σώματος είτε του πνεύματος. Ή, για να πούμε την αλήθεια, είναι όλα ηδονές και πόνοι του πνεύματος, αν και μερικά γεννώνται στο νου από τη σκέψη ενώ άλλα στο σώμα από ορισμένες μεταβολές της κίνησης. Η ευτυχία επομένως, στην πληρότητά της, είναι η υπέρτατη ηδονή, την οποία μπορούμε να έχουμε και η δυστυχία, ο έσχατος πόνος. O δε ελάχιστος βαθμός αυτού, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε ευτυχία, είναι εκείνος ο βαθμός απουσίας πόνου και παρουσίας ηδονής, χωρίς τον οποίο κανείς δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος.
Επειδή λοιπόν η ηδονή και ο πόνος προκαλούνται με την επενέργεια ορισμένων πραγμάτων είτε στο νου μας είτε στο σώμα μας και σε διαφορετικούς βαθμούς, έπεται πως οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει ηδονή είναι αυτό που ονομάζουμε καλό και οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει πόνο το λέμε κακό, για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για την ικανότητά του να μας προκαλεί ηδονή και πόνο, στα οποία και συνίστανται η ευτυχία και η δυστυχία μας αντιστοίχως.
Το κρίσιμο σημείο όπου διακρίνεται η ελευθερία των έλλογων όντων κατά τη συνεχή επιζήτηση και τη σταθερή επιδίωξη της αληθινής ευδαιμονίας έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν να αναστείλουν την επιδίωξη αυτή σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, μέχρι να εποπτεύσουν και να διαμορφώσουν άποψη κατά πόσον το ιδιαίτερο αντικείμενο που αντιμετωπίζουν ή επιθυμούν τη δεδομένη στιγμή βρίσκεται στον δρόμο του κυρίως σκοπού τους και αποτελεί πραγματικό μέρος του μέγιστου αγαθού γι’ αυτούς. Διότι η προδιάθεση και κλίση της φύσης τους προς την ευτυχία συνιστά γι’ αυτούς υποχρέωση και κίνητρο να προσέξουν, ώστε να μην αστοχήσουν ή απολέσουν τον στόχο αυτό και μ’ αυτό τον τρόπο, η ίδια κλίση τους υπαγορεύει κατ’ ανάγκην προσοχή, περίσκεψη και επιφυλακτικότητα κατά τον προσανατολισμό των ιδιαίτερων πράξεών τους, οι οποίες αποτελούν τα μέσα για την απόκτηση της ευτυχίας. Η αυτή αναγκαιότητα που καθορίζει την επιδίωξη της πραγματικής υπέρτατης ευδαιμονίας επιβάλλει με την ίδια δύναμη και την αναστολή, τη στάθμιση και τον ενδελεχή έλεγχο της κάθε τυχόν επιθυμίας, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτή σχετίζεται ή όχι με την αληθινή ευτυχία μας ή μας αποπροσανατολίζει. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο προνόμιο των πεπερασμένων έλλογων όντων και θα επιθυμούσα να σκεφτεί κανείς καλά μήπως σ’ αυτό ακριβώς έγκειται το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής και άσκησης όλης της ελευθερίας την οποία όντως διαθέτουν, είναι ικανοί να έχουν ή μπορούν να αξιοποιήσουν οι άνθρωποι και από την οποία εξαρτάται η έκβαση των πράξεών τους. Αυτή η ποικιλία επιδιώξεων δείχνει ότι ο καθένας δεν επενδύει την ευτυχία του στο ίδιο πράγμα ούτε επιλέγει τον ίδιο δρόμο προς αυτήν. Αν υποθέσουμε ότι όλες οι μέριμνες του ανθρώπου περιορίζονται σ’ αυτή τη ζωή, το γεγονός ότι ο ένας επιλέγει τη σπουδή και τη γνώση ενώ ο άλλος το κυνήγι, ο ένας την πολυτέλεια και την κραιπάλη ενώ ο άλλος την εγκράτεια και τον πλούτο, δεν συμβαίνει επειδή ο καθένας τους δεν επιδιώκει τη δική του ευτυχία, αλλά επειδή η ευτυχία αυτή επενδύθηκε από τον καθέναν τους σε διαφορετικά πράγματα. Ήταν επομένως ορθή η απάντηση που έδωσε ένας γιατρός στον ασθενή του, ο οποίος έπασχε από ερεθισμό των ματιών του: «Αν αντλείς μεγαλύτερη απόλαυση από την οινοποσία σε σχέση μ’ εκείνη που αντλείς από τη χρήση της όρασής σου, τότε το κρασί είναι καλό για σένα. Αν όμως η απόλαυση να βλέπεις είναι μεγαλύτερη για σένα από εκείνη του πιοτού, τότε το κρασί είναι κάτι ασήμαντο».
JOHN LOCKE, ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΝΟΗΣΗ
Όσο κι αν πείσετε έναν άνθρωπο ότι η αφθονία πλεονεκτεί ένα ντι της φτώχειας, όσο κι αν τον κάνετε να διαπιστώσει και να εμπεδώσει το γεγονός ότι οι όμορφες απολαύσεις της ζωής είναι καλύτερες από την άθλια μιζέρια, εντούτοις, ενόσω ο άνθρωπος αυτός είναι ευχαριστημένος με τη φτώχεια και δεν βρίσκει τίποτε σ’ αυτήν που να του προκαλεί ανησυχία, δεν πρόκειται να προβεί σε καμία κίνηση, η θέληση του δεν θα προσανατολιστεί ποτέ σε κάποια πράξη, η οποία θα τον έβγαζε από την κατάσταση όπου βρίσκεται.
Όσο κι αν έχει πειστεί κάποιος για τα πλεονεκτήματα της Αρετής, ότι δηλαδή αυτή είναι αναγκαία σ’ έναν άνθρωπο με υψηλούς στόχους σ’ αυτό τον κόσμο ή προσβλέπει στον μελλοντικό κόσμο ως τροφή ζωής, εντούτοις, μέχρι να φτάσει εκείνος να πεινά και να διψά για την ηθική ακεραιότητα, μέχρι να αισθανθεί ανήσυχος από την έλλειψή της, η θέλησή του δεν θα τον προσανατολίσει σε καμία πράξη επιζήτησης αυτού του, ομολογουμένως, μέγιστου αγαθού. Οποιαδήποτε άλλη ανησυχία αισθάνεται όμως, θα οδηγήσει τη θέλησή του σε άλλες πράξεις.
Αν τεθεί ακολούθως το «τι είναι εκείνο που κινεί τη θέληση», απαντώ: η ευτυχία και μόνο. Ευτυχία και δυστυχία είναι τα ονόματα δύο άκρων, των οποίων όμως δεν γνωρίζουμε τα ακρότατα όρια, αφού πρόκειται για πράγματα που το μάτι δεν έχει δει, το αυτί δεν έχει ακούσει και η καρδιά του ανθρώπου δεν έχει συλλάβει. Έχουμε όμως πολύ ζωντανές εντυπώσεις για ορισμένους βαθμούς αμφότερων αυτών των καταστάσεων, εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν αφενός από διάφορες στιγμές απόλαυσης και χαράς, και αφετέρου βασάνων και θλίψης, τα οποία χάριν συντομίας θα συμπεριλάβω υπό τα ονόματα της ηδονής και του πόνου της οδύνης, είτε πρόκειται για ηδονές και πόνους του σώματος είτε του πνεύματος. Ή, για να πούμε την αλήθεια, είναι όλα ηδονές και πόνοι του πνεύματος, αν και μερικά γεννώνται στο νου από τη σκέψη ενώ άλλα στο σώμα από ορισμένες μεταβολές της κίνησης. Η ευτυχία επομένως, στην πληρότητά της, είναι η υπέρτατη ηδονή, την οποία μπορούμε να έχουμε και η δυστυχία, ο έσχατος πόνος. O δε ελάχιστος βαθμός αυτού, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε ευτυχία, είναι εκείνος ο βαθμός απουσίας πόνου και παρουσίας ηδονής, χωρίς τον οποίο κανείς δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος.
Επειδή λοιπόν η ηδονή και ο πόνος προκαλούνται με την επενέργεια ορισμένων πραγμάτων είτε στο νου μας είτε στο σώμα μας και σε διαφορετικούς βαθμούς, έπεται πως οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει ηδονή είναι αυτό που ονομάζουμε καλό και οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει πόνο το λέμε κακό, για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για την ικανότητά του να μας προκαλεί ηδονή και πόνο, στα οποία και συνίστανται η ευτυχία και η δυστυχία μας αντιστοίχως.
Το κρίσιμο σημείο όπου διακρίνεται η ελευθερία των έλλογων όντων κατά τη συνεχή επιζήτηση και τη σταθερή επιδίωξη της αληθινής ευδαιμονίας έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν να αναστείλουν την επιδίωξη αυτή σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, μέχρι να εποπτεύσουν και να διαμορφώσουν άποψη κατά πόσον το ιδιαίτερο αντικείμενο που αντιμετωπίζουν ή επιθυμούν τη δεδομένη στιγμή βρίσκεται στον δρόμο του κυρίως σκοπού τους και αποτελεί πραγματικό μέρος του μέγιστου αγαθού γι’ αυτούς. Διότι η προδιάθεση και κλίση της φύσης τους προς την ευτυχία συνιστά γι’ αυτούς υποχρέωση και κίνητρο να προσέξουν, ώστε να μην αστοχήσουν ή απολέσουν τον στόχο αυτό και μ’ αυτό τον τρόπο, η ίδια κλίση τους υπαγορεύει κατ’ ανάγκην προσοχή, περίσκεψη και επιφυλακτικότητα κατά τον προσανατολισμό των ιδιαίτερων πράξεών τους, οι οποίες αποτελούν τα μέσα για την απόκτηση της ευτυχίας. Η αυτή αναγκαιότητα που καθορίζει την επιδίωξη της πραγματικής υπέρτατης ευδαιμονίας επιβάλλει με την ίδια δύναμη και την αναστολή, τη στάθμιση και τον ενδελεχή έλεγχο της κάθε τυχόν επιθυμίας, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτή σχετίζεται ή όχι με την αληθινή ευτυχία μας ή μας αποπροσανατολίζει. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο προνόμιο των πεπερασμένων έλλογων όντων και θα επιθυμούσα να σκεφτεί κανείς καλά μήπως σ’ αυτό ακριβώς έγκειται το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής και άσκησης όλης της ελευθερίας την οποία όντως διαθέτουν, είναι ικανοί να έχουν ή μπορούν να αξιοποιήσουν οι άνθρωποι και από την οποία εξαρτάται η έκβαση των πράξεών τους. Αυτή η ποικιλία επιδιώξεων δείχνει ότι ο καθένας δεν επενδύει την ευτυχία του στο ίδιο πράγμα ούτε επιλέγει τον ίδιο δρόμο προς αυτήν. Αν υποθέσουμε ότι όλες οι μέριμνες του ανθρώπου περιορίζονται σ’ αυτή τη ζωή, το γεγονός ότι ο ένας επιλέγει τη σπουδή και τη γνώση ενώ ο άλλος το κυνήγι, ο ένας την πολυτέλεια και την κραιπάλη ενώ ο άλλος την εγκράτεια και τον πλούτο, δεν συμβαίνει επειδή ο καθένας τους δεν επιδιώκει τη δική του ευτυχία, αλλά επειδή η ευτυχία αυτή επενδύθηκε από τον καθέναν τους σε διαφορετικά πράγματα. Ήταν επομένως ορθή η απάντηση που έδωσε ένας γιατρός στον ασθενή του, ο οποίος έπασχε από ερεθισμό των ματιών του: «Αν αντλείς μεγαλύτερη απόλαυση από την οινοποσία σε σχέση μ’ εκείνη που αντλείς από τη χρήση της όρασής σου, τότε το κρασί είναι καλό για σένα. Αν όμως η απόλαυση να βλέπεις είναι μεγαλύτερη για σένα από εκείνη του πιοτού, τότε το κρασί είναι κάτι ασήμαντο».
JOHN LOCKE, ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΝΟΗΣΗ
Σχέση γονέων και παιδιών, ένας δεσμός διαρκούς αλληλεπίδρασης
Η σχέση γονέων και παιδιών είναι ένας δεσμός διαρκούς αλληλεπίδρασης, που «επεμβαίνει» στον ψυχισμό του παιδιού και διαμορφώνει πρότυπα και συμπεριφορές. Μόνο που η «λεπτή γραμμή» ανάμεσα στη προσωπικότητα των γονιών και την αγάπη τους προς το παιδί, ποτέ της δεν υπήρξε διαχωριστική.
Οι γονείς θα διδάξουν πρώτοι στο παιδί τη συμπεριφορά σε σχέση με το φύλο του, τη θέση του στην κοινωνία, στην οικογένεια, το πως θα πετύχει τους στόχους του και τις επιθυμίες του.
«Η μητέρα μου, μού επαναλάμβανε διαρκώς πως κανείς δεν θα με αγαπήσει όπως αυτή. Όταν μεγάλωσα, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα έλεγχο της ζωής μου και έκανα ό, τι θεωρούσα ότι θα άρεσε σε εκείνη».
«Ο πατέρας μου ήταν σαν να μην υπήρχε. Ενδιαφερόταν μόνο για τη δουλειά του Δημιούργησα οικογένεια, αλλά ακόμα κουβαλάω την πικρία -και κάτι σαν ενοχή-για την αδιαφορία του, μέσα μου».
Ενδεικτικά «αντίθετες» ιστορίες με κοινό παρονομαστή παιδικές μνήμες που ενοχλούν, θυμώνουν, πληγώνουν. Ενήλικες -«παιδιά», που, με κάθε είδους παραλλαγές συμπεριφοράς, μοιάζουν «στοιχειωμένοι» από τα λάθη των γονέων τους. Ένα γεγονός που δρα προειδοποιητικά για όσους μεγαλώνουν παιδιά και μπορούν ακόμα να αναθεωρήσουν…
Στερεότυπα και συμπεριφορές
Πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ανάπτυξη του παιδιού είναι αναμφισβήτητα η προβολή των προτύπων, αλλά και τα στερεότυπα κάθε οικογένειας σχετικά με τους ρόλους, τις σχέσεις και τις συμπεριφορές που υιοθετούμε, εξηγούν οι ψυχολόγοι. Οι γονείς – και ιδιαίτερα η μητέρα, αν είναι εκείνη που περνάει περισσότερο χρόνο με το παιδί – είναι αυτοί που θα διδάξουν πρώτοι στο παιδί τη συμπεριφορά σε σχέση με το φύλο του, τη θέση του σε μία ομάδα και στην οικογένεια, την επαφή με τους στόχους και τις επιθυμίες του.
Το ευτυχές είναι ότι κανείς πλέον δεν ενστερνίζεται την άποψη που κάποιοι υποστήριζαν παλιότερα, ότι οι γονείς δεν θα πρέπει να εκδηλώνουν την αγάπη τους έντονα ή να ανταποκρίνονται άμεσα στα καλέσματα και τις επιθυμίες των παιδιών τους για να μην τα κακομάθουν.
O ρόλος τους όμως, πρέπει να είναι υποστηρικτικός και όχι υπερπροστατευτικός. Το παιδί χρειάζεται την αγάπη τους για να νοιώθει ασφαλές και αποδεκτό. H υπερπροστασία δρα πιεστικά και καταπνίγει την αυτονομία και τη δημιουργική εξέλιξη του παιδιού, με συνεπακόλουθο την αντιδραστικότητα ή την πλήρη παθητικότητα του.
O ρόλος της μητέρας
H σχέση παιδιού και μητέρας είναι πρωταρχικής σημασίας, καθώς ξεκινά με βάση το βιολογικό «δέσιμο» που αναπτύσσεται μεταξύ τους κατά τη περίοδο της κύησης. «Η αλληλεπίδραση που υφίσταται ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, επισφραγίζει το γεγονός ότι, η ψυχολογική σχέση τους ξεκινάει πολύ πιο πριν από κάθε άλλη σχέση που το παιδί θα αναπτύξει στο μέλλον», τονίζει η ειδικός. Επομένως η προσωπικότητα της μητέρας παίζει καθοριστικό ρόλο για τη μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού. «Ιδιαίτερα σημαντική, είναι από πλευράς της μητέρας, η γνώση των δικών της ορίων, όσο αφορά στην επαφή της με το παιδί, καθώς και με τις υπόλοιπες σχέσεις της.
Μέσα από την αντίληψη αυτή και το παιδί με τη σειρά του θα μπορέσει να αποκτήσει επίγνωση της δικής του θέσης στην οικογένεια και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον».
H σημασία του πατέρα
Σύμφωνα με τους ειδικούς ο ρόλος του πατέρα, αν και ξεκινάει λίγο αργότερα από αυτόν της μητέρας, είναι εξίσου καθοριστικός για το παιδί. «Είναι εκείνος που, μετά το πρώτο διάστημα της ζωής του παιδιού, θα προστατεύσει τα όρια της οικογένειας, διευκολύνοντας σταδιακά την ανεξαρτησία και τον αυτοπροσδιορισμό των δύο άλλων μελών (μητέρας και παιδιού), που το προηγούμενο διάστημα καταλύθηκε λόγω των αυξημένων βιολογικών και συναισθηματικών αναγκών, που καλείται να καλύψει η μητέρα». Av αυτό δεν γίνει έγκαιρα και ομαλά, τότε ο ρόλος της γυναίκας -και κατά συνέπεια η σχέση της με το παιδί- μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για το ίδιο, αλλά και για ολόκληρο το σύστημα της οικογένειας.
Τα συνηθέστερα λάθη
Και της μητέρας, και του πατέρα, μπορεί να αφορούν είτε στον συναισθηματικό τους τόνο, είτε στον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί ο καθένας τους να οριοθετήσει το παιδί.
Ο συναισθηματικός τόνος μπορεί να χαρακτηρίζεται από στοργή έως εχθρότητα. Από την άλλη, ο τρόπος οριοθέτησης του παιδιού, να διακυμαίνεται ανάμεσα στον έλεγχο και την πλήρη αυτονομία. Και οι δυο γονείς θα πρέπει να επιδιώκουν ένα πλαίσιο ασφάλειας για το παιδί. Με άλλα λόγια να οικοδομήσουν μια σχέση μαζί του, όπου η αποδοχή, η δημοκρατικότητα κι η συνεργασία θα αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά. Σε αυτό το πρότυπο σχέσης, ο έλεγχος καθίσταται αναγκαίος, μόνο στο βαθμό που διασφαλίζει τα όρια του ρόλου τού κάθε μέλους της οικογένειας.
Ποιος «ευθύνεται»;
Σχεδόν όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως, για τα προβλήματα που εμφανίζονται στο παιδί, δεν ευθύνεται η δυσλειτουργική σχέση μητέρας – παιδιού, ή πατέρα – παιδιού. Αίτιο αποτελεί, η συναλλαγή και η αλληλεπίδραση πατέρα-μητέρας, που ορίζουν την οικογενειακή ατμόσφαιρα και το αν αυτή θα είναι τελικά λειτουργική ή όχι. «Αν οι ενδοψυχικές σχέσεις των γονέων είναι ανώριμες και παθολογικές, το πιθανότερο είναι ότι θα δημιουργήσουν μία κακή οικογενειακή ατμόσφαιρα.
Αυτό μεταφράζεται σε συχνές συγκρούσεις, όπου τα παιδιά συνειδητά ή ασυνείδητα χρησιμοποιούνται ως όπλα εναντίον του συντρόφου, ή ως «αντικείμενα» για την ικανοποίηση ανεκπλήρωτων συναισθηματικών αναγκών».
Οι επιπτώσεις από αυτή την «πάλη» είναι σοβαρές και προκαλούν τραύματα στις ψυχές των παιδιών, που δύσκολα «αποχωρίζονται» και στην ενήλικη ζωή τους. Η ευθύνη απέναντι στον ψυχισμό των παιδιών προϋποθέτει σεβασμό στην αξιοπρέπεια τους και ουσιαστική επαφή με τα αισθήματα εντός μας. Αυτό δρα επιδιορθωτικά σε ενδεχόμενα λάθη και ισορροπεί τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας οικογένειας.
Οι γονείς θα διδάξουν πρώτοι στο παιδί τη συμπεριφορά σε σχέση με το φύλο του, τη θέση του στην κοινωνία, στην οικογένεια, το πως θα πετύχει τους στόχους του και τις επιθυμίες του.
«Η μητέρα μου, μού επαναλάμβανε διαρκώς πως κανείς δεν θα με αγαπήσει όπως αυτή. Όταν μεγάλωσα, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα έλεγχο της ζωής μου και έκανα ό, τι θεωρούσα ότι θα άρεσε σε εκείνη».
«Ο πατέρας μου ήταν σαν να μην υπήρχε. Ενδιαφερόταν μόνο για τη δουλειά του Δημιούργησα οικογένεια, αλλά ακόμα κουβαλάω την πικρία -και κάτι σαν ενοχή-για την αδιαφορία του, μέσα μου».
Ενδεικτικά «αντίθετες» ιστορίες με κοινό παρονομαστή παιδικές μνήμες που ενοχλούν, θυμώνουν, πληγώνουν. Ενήλικες -«παιδιά», που, με κάθε είδους παραλλαγές συμπεριφοράς, μοιάζουν «στοιχειωμένοι» από τα λάθη των γονέων τους. Ένα γεγονός που δρα προειδοποιητικά για όσους μεγαλώνουν παιδιά και μπορούν ακόμα να αναθεωρήσουν…
Στερεότυπα και συμπεριφορές
Πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ανάπτυξη του παιδιού είναι αναμφισβήτητα η προβολή των προτύπων, αλλά και τα στερεότυπα κάθε οικογένειας σχετικά με τους ρόλους, τις σχέσεις και τις συμπεριφορές που υιοθετούμε, εξηγούν οι ψυχολόγοι. Οι γονείς – και ιδιαίτερα η μητέρα, αν είναι εκείνη που περνάει περισσότερο χρόνο με το παιδί – είναι αυτοί που θα διδάξουν πρώτοι στο παιδί τη συμπεριφορά σε σχέση με το φύλο του, τη θέση του σε μία ομάδα και στην οικογένεια, την επαφή με τους στόχους και τις επιθυμίες του.
Το ευτυχές είναι ότι κανείς πλέον δεν ενστερνίζεται την άποψη που κάποιοι υποστήριζαν παλιότερα, ότι οι γονείς δεν θα πρέπει να εκδηλώνουν την αγάπη τους έντονα ή να ανταποκρίνονται άμεσα στα καλέσματα και τις επιθυμίες των παιδιών τους για να μην τα κακομάθουν.
O ρόλος τους όμως, πρέπει να είναι υποστηρικτικός και όχι υπερπροστατευτικός. Το παιδί χρειάζεται την αγάπη τους για να νοιώθει ασφαλές και αποδεκτό. H υπερπροστασία δρα πιεστικά και καταπνίγει την αυτονομία και τη δημιουργική εξέλιξη του παιδιού, με συνεπακόλουθο την αντιδραστικότητα ή την πλήρη παθητικότητα του.
O ρόλος της μητέρας
H σχέση παιδιού και μητέρας είναι πρωταρχικής σημασίας, καθώς ξεκινά με βάση το βιολογικό «δέσιμο» που αναπτύσσεται μεταξύ τους κατά τη περίοδο της κύησης. «Η αλληλεπίδραση που υφίσταται ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, επισφραγίζει το γεγονός ότι, η ψυχολογική σχέση τους ξεκινάει πολύ πιο πριν από κάθε άλλη σχέση που το παιδί θα αναπτύξει στο μέλλον», τονίζει η ειδικός. Επομένως η προσωπικότητα της μητέρας παίζει καθοριστικό ρόλο για τη μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού. «Ιδιαίτερα σημαντική, είναι από πλευράς της μητέρας, η γνώση των δικών της ορίων, όσο αφορά στην επαφή της με το παιδί, καθώς και με τις υπόλοιπες σχέσεις της.
Μέσα από την αντίληψη αυτή και το παιδί με τη σειρά του θα μπορέσει να αποκτήσει επίγνωση της δικής του θέσης στην οικογένεια και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον».
H σημασία του πατέρα
Σύμφωνα με τους ειδικούς ο ρόλος του πατέρα, αν και ξεκινάει λίγο αργότερα από αυτόν της μητέρας, είναι εξίσου καθοριστικός για το παιδί. «Είναι εκείνος που, μετά το πρώτο διάστημα της ζωής του παιδιού, θα προστατεύσει τα όρια της οικογένειας, διευκολύνοντας σταδιακά την ανεξαρτησία και τον αυτοπροσδιορισμό των δύο άλλων μελών (μητέρας και παιδιού), που το προηγούμενο διάστημα καταλύθηκε λόγω των αυξημένων βιολογικών και συναισθηματικών αναγκών, που καλείται να καλύψει η μητέρα». Av αυτό δεν γίνει έγκαιρα και ομαλά, τότε ο ρόλος της γυναίκας -και κατά συνέπεια η σχέση της με το παιδί- μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για το ίδιο, αλλά και για ολόκληρο το σύστημα της οικογένειας.
Τα συνηθέστερα λάθη
Και της μητέρας, και του πατέρα, μπορεί να αφορούν είτε στον συναισθηματικό τους τόνο, είτε στον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί ο καθένας τους να οριοθετήσει το παιδί.
Ο συναισθηματικός τόνος μπορεί να χαρακτηρίζεται από στοργή έως εχθρότητα. Από την άλλη, ο τρόπος οριοθέτησης του παιδιού, να διακυμαίνεται ανάμεσα στον έλεγχο και την πλήρη αυτονομία. Και οι δυο γονείς θα πρέπει να επιδιώκουν ένα πλαίσιο ασφάλειας για το παιδί. Με άλλα λόγια να οικοδομήσουν μια σχέση μαζί του, όπου η αποδοχή, η δημοκρατικότητα κι η συνεργασία θα αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά. Σε αυτό το πρότυπο σχέσης, ο έλεγχος καθίσταται αναγκαίος, μόνο στο βαθμό που διασφαλίζει τα όρια του ρόλου τού κάθε μέλους της οικογένειας.
Ποιος «ευθύνεται»;
Σχεδόν όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως, για τα προβλήματα που εμφανίζονται στο παιδί, δεν ευθύνεται η δυσλειτουργική σχέση μητέρας – παιδιού, ή πατέρα – παιδιού. Αίτιο αποτελεί, η συναλλαγή και η αλληλεπίδραση πατέρα-μητέρας, που ορίζουν την οικογενειακή ατμόσφαιρα και το αν αυτή θα είναι τελικά λειτουργική ή όχι. «Αν οι ενδοψυχικές σχέσεις των γονέων είναι ανώριμες και παθολογικές, το πιθανότερο είναι ότι θα δημιουργήσουν μία κακή οικογενειακή ατμόσφαιρα.
Αυτό μεταφράζεται σε συχνές συγκρούσεις, όπου τα παιδιά συνειδητά ή ασυνείδητα χρησιμοποιούνται ως όπλα εναντίον του συντρόφου, ή ως «αντικείμενα» για την ικανοποίηση ανεκπλήρωτων συναισθηματικών αναγκών».
Οι επιπτώσεις από αυτή την «πάλη» είναι σοβαρές και προκαλούν τραύματα στις ψυχές των παιδιών, που δύσκολα «αποχωρίζονται» και στην ενήλικη ζωή τους. Η ευθύνη απέναντι στον ψυχισμό των παιδιών προϋποθέτει σεβασμό στην αξιοπρέπεια τους και ουσιαστική επαφή με τα αισθήματα εντός μας. Αυτό δρα επιδιορθωτικά σε ενδεχόμενα λάθη και ισορροπεί τις σχέσεις μεταξύ των μελών μιας οικογένειας.
Ο ήχος μπορεί να ταξιδέψει και στο απόλυτο κενό
Δύο επιστήμονες στην Φινλανδία ανακάλυψαν ποιες είναι αυτές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο ήχος μπορεί να ταξιδέψει στο κενό και το απέδειξαν.
Για να το καταφέρουν, χρησιμοποίησαν δύο πιεζοηλεκτρικά υλικά, τα οποία μπορούν να μετατρέψουν την κίνηση σε ηλεκτρισμό και το αντίστροφο. Χώρισαν τα δυο αυτά υλικά με ένα κενό αέρος, το οποίο ήταν μικρότερο από το μήκος κύματος του ήχου που ήθελαν να στείλουν, και διαπίστωσαν ότι ο ήχος «πήδηξε» από το ένα μέσο στο άλλο.
Η μετάδοση των ακουστικών κυμάτων μέσω αυτής της «σήραγγας» ήταν γνωστή από τη δεκαετία του 1960, αλλά οι επιστήμονες άρχισαν να διερευνούν το φαινόμενο σχετικά πρόσφατα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουμε ακόμη πολύ καλή κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του.
Για να διαδοθεί ο ήχος χρειάζεται ένα μέσο για να ταξιδέψει. Ο ήχος παράγεται από δονήσεις, οι οποίες προκαλούν κίνηση στα άτομα και τα μόρια του μέσου και στη συνέχεια η δόνηση αυτή μεταδίδεται στα γειτονικά σωματίδια. Αισθανόμαστε αυτές τις δονήσεις μέσω μιας ευαίσθητης μεμβράνης που βρίσκεται στα αυτιά μας.
Το απόλυτο κενό χαρακτηρίζεται από την πλήρη απουσία ενός μέσου. Εφόσον δεν υπάρχουν σωματίδια για να δονηθούν, ο ήχος δεν θα έπρεπε να μεταφέρεται. Ωστόσο ένα κενό μπορεί να έχει ηλεκτρικά πεδία, γεγονός που καθιστά τους πιεζοηλεκτρικούς κρυστάλλους ένα ενδιαφέρον υλικό για τη μελέτη του ήχου σε κατά τα άλλα κενούς χώρους. Αυτά είναι υλικά που μετατρέπουν τη μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική και αντίστροφα. Με άλλα λόγια, αν ασκήσετε μηχανική πίεση στον κρύσταλλο, θα παραχθεί ηλεκτρικό πεδίο. Αν εκθέσετε τον κρύσταλλο σε ηλεκτρικό πεδίο, θα παραμορφωθεί. Αυτό είναι γνωστό ως αντίστροφο πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο.
Μια ηχητική δόνηση ασκεί μηχανική καταπόνηση. Χρησιμοποιώντας οξείδιο του ψευδαργύρου ως πιεζοηλεκτρικούς κρυστάλλους, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ένας κρύσταλλος μπορεί να μετατρέψει αυτή την τάση σε ηλεκτρικό πεδίο αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
Εάν υπάρχει ένας δεύτερος κρύσταλλος εντός της εμβέλειας του πρώτου, μπορεί να μετατρέψει την ηλεκτρική ενέργεια σε μηχανική ενέργεια και έτσι ο ήχος μπορεί να ταξιδέψει στο κενό. Το φαινόμενο αυτό κλιμακώνεται με τη συχνότητα. Εφόσον το κενό κλιμακώνεται ανάλογα, ακόμη και οι συχνότητες υπερήχων και υπερηχητικών κυμάτων μπορούν να διαπεράσουν το κενό μεταξύ των δύο κρυστάλλων.
Επειδή το φαινόμενο είναι ανάλογο με το κβαντομηχανικό φαινόμενο της σήραγγας, τα αποτελέσματα της έρευνας θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους επιστήμονες να μελετήσουν την επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας, καθώς και άλλους τομείς της Φυσικής.
«Στις περισσότερες περιπτώσεις το φαινόμενο είναι σε μικρή κλίμακα αλλά βρήκαμε και περιπτώσεις όπου η πλήρης ενέργεια του κύματος μπορεί να ΄πηδήξει’ το κενό με 100% απόδοση», δήλωσαν οι ερευνητές.
«Ως εκ τούτου, το φαινόμενο θα μπορούσε να βρει πρακτικές εφαρμογές σε μικροηλεκτρομηχανικά εξαρτήματα (MEMS, τεχνολογία smartphone) και στον έλεγχο της θερμότητας», πρόσθεσαν οι ερευνητές.
Για να το καταφέρουν, χρησιμοποίησαν δύο πιεζοηλεκτρικά υλικά, τα οποία μπορούν να μετατρέψουν την κίνηση σε ηλεκτρισμό και το αντίστροφο. Χώρισαν τα δυο αυτά υλικά με ένα κενό αέρος, το οποίο ήταν μικρότερο από το μήκος κύματος του ήχου που ήθελαν να στείλουν, και διαπίστωσαν ότι ο ήχος «πήδηξε» από το ένα μέσο στο άλλο.
Η μετάδοση των ακουστικών κυμάτων μέσω αυτής της «σήραγγας» ήταν γνωστή από τη δεκαετία του 1960, αλλά οι επιστήμονες άρχισαν να διερευνούν το φαινόμενο σχετικά πρόσφατα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουμε ακόμη πολύ καλή κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του.
Για να διαδοθεί ο ήχος χρειάζεται ένα μέσο για να ταξιδέψει. Ο ήχος παράγεται από δονήσεις, οι οποίες προκαλούν κίνηση στα άτομα και τα μόρια του μέσου και στη συνέχεια η δόνηση αυτή μεταδίδεται στα γειτονικά σωματίδια. Αισθανόμαστε αυτές τις δονήσεις μέσω μιας ευαίσθητης μεμβράνης που βρίσκεται στα αυτιά μας.
Το απόλυτο κενό χαρακτηρίζεται από την πλήρη απουσία ενός μέσου. Εφόσον δεν υπάρχουν σωματίδια για να δονηθούν, ο ήχος δεν θα έπρεπε να μεταφέρεται. Ωστόσο ένα κενό μπορεί να έχει ηλεκτρικά πεδία, γεγονός που καθιστά τους πιεζοηλεκτρικούς κρυστάλλους ένα ενδιαφέρον υλικό για τη μελέτη του ήχου σε κατά τα άλλα κενούς χώρους. Αυτά είναι υλικά που μετατρέπουν τη μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική και αντίστροφα. Με άλλα λόγια, αν ασκήσετε μηχανική πίεση στον κρύσταλλο, θα παραχθεί ηλεκτρικό πεδίο. Αν εκθέσετε τον κρύσταλλο σε ηλεκτρικό πεδίο, θα παραμορφωθεί. Αυτό είναι γνωστό ως αντίστροφο πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο.
Μια ηχητική δόνηση ασκεί μηχανική καταπόνηση. Χρησιμοποιώντας οξείδιο του ψευδαργύρου ως πιεζοηλεκτρικούς κρυστάλλους, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ένας κρύσταλλος μπορεί να μετατρέψει αυτή την τάση σε ηλεκτρικό πεδίο αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
Εάν υπάρχει ένας δεύτερος κρύσταλλος εντός της εμβέλειας του πρώτου, μπορεί να μετατρέψει την ηλεκτρική ενέργεια σε μηχανική ενέργεια και έτσι ο ήχος μπορεί να ταξιδέψει στο κενό. Το φαινόμενο αυτό κλιμακώνεται με τη συχνότητα. Εφόσον το κενό κλιμακώνεται ανάλογα, ακόμη και οι συχνότητες υπερήχων και υπερηχητικών κυμάτων μπορούν να διαπεράσουν το κενό μεταξύ των δύο κρυστάλλων.
Επειδή το φαινόμενο είναι ανάλογο με το κβαντομηχανικό φαινόμενο της σήραγγας, τα αποτελέσματα της έρευνας θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους επιστήμονες να μελετήσουν την επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας, καθώς και άλλους τομείς της Φυσικής.
«Στις περισσότερες περιπτώσεις το φαινόμενο είναι σε μικρή κλίμακα αλλά βρήκαμε και περιπτώσεις όπου η πλήρης ενέργεια του κύματος μπορεί να ΄πηδήξει’ το κενό με 100% απόδοση», δήλωσαν οι ερευνητές.
«Ως εκ τούτου, το φαινόμενο θα μπορούσε να βρει πρακτικές εφαρμογές σε μικροηλεκτρομηχανικά εξαρτήματα (MEMS, τεχνολογία smartphone) και στον έλεγχο της θερμότητας», πρόσθεσαν οι ερευνητές.
Ο Αριστοτέλης και η έννοια του νόμου
Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι ο νομοθέτης είναι ο μεγάλος παιδαγωγός της κοινωνίας. Υποστηρίζοντας ότι η αρετή δεν είναι εκ φύσεως αλλά αποτέλεσμα εθισμού, καθιστά σαφές πως μόνο με την επανάληψη ηθικών πράξεων μπορεί κανείς να αποκτήσει την αρετή, αφού μόνο η επανάληψη οδηγεί στη συνείδηση. Η ολοκλήρωση του εθισμού, δηλαδή της διαδικασίας των επαναλαμβανομένων πράξεων με σκοπό την αρετή, πιστοποιείται από τα αντίστοιχα συναισθήματα που συνοδεύουν την πράξη, αφού δε φτάνει να κάνει κανείς καλές πράξεις, αλλά πρέπει να νιώθει και χαρά απ’ αυτό. Κι αυτό ακριβώς είναι ο εθισμός (κατά την αρχαιοελληνική έννοια του όρου), η ταύτιση συγκεκριμένων ενεργειών με ευχάριστα συναισθήματα. Υπό αυτή την έννοια, το ότι δουλεύει κανείς (από μόνο του) δεν είναι απόδειξη της εργατικότητάς του. Γιατί, αν δεν εισπράττει και συναισθηματικά από την εργασία, με την πρώτη ευκαιρία θα την παρατήσει. Γι’ αυτό πρέπει να εθιστεί κανείς στην αρετή. Για να νιώθει συναισθηματικά ολοκληρωμένος με την εκπλήρωσή της. Μόνο έτσι θα καταφέρει να απομακρύνει όλους τους πιθανούς πειρασμούς. Και σ’ αυτό βέβαια χρειάζεται δάσκαλος. Ο δάσκαλος είναι ο άνθρωπος που θα καθοδηγήσει σωστά τη διαδικασία του εθισμού, αφού η εφαρμογή της ηθικής αρετής είναι πρωτίστως θέμα παιδείας. Γι’ αυτό και η διαπαιδαγώγηση οφείλει να ξεκινά από τις πολύ μικρές ηλικίες.
Υπό αυτή την έννοια, κατά τον Αριστοτέλη, ο νομοθέτης είναι αυτός που χαράσσει τον ηθικό δρόμο και τον επιβάλλει αδιαλείπτως στο όνομα της συνύπαρξης. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος που εθίζει τους πολίτες στο καλό. Αν εθίσει τους πολίτες σωστά θα ελαχιστοποιήσει τις παραβάσεις. Αν όχι, θα τις αυξήσει – δηλαδή θα αποτύχει. Γι’ αυτό οι νόμοι πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, την κουλτούρα και τις συνθήκες της κάθε κοινωνίας. Γιατί ο ουρανοκατέβατος νόμος είναι παράλογος νόμος, κι ως τέτοιος είναι αδύνατο να έχει αποδοχή. (Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο νομοθέτης παραβιάζει το νόμο ή φτιάχνει άδικους νόμους προκειμένου να ευνοήσει συγκεκριμένα συμφέροντα. Γιατί ο Αριστοτέλης δε χρησιμοποιεί λέξεις άσκοπα. Αν ο νομοθέτης δεν είναι ακέραιος τότε δεν είναι νομοθέτης, ή μάλλον είναι νομοθέτης μόνο κατ’ όνομα, αφού κατ’ ουσία είναι παραβάτης ο ίδιος).
Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η αρετή, ως αντικείμενο του νόμου, είναι θέμα παιδείας, κι ότι κατ’ επέκταση ο νομοθέτης είναι ο δάσκαλος όλης της κοινωνίας, δε μένει παρά να μελετηθεί η παιδαγωγική μέθοδος που επιδιώκει την ταύτιση του ευχάριστου συναισθήματος με την πράξη της αρετής και συνακόλουθα του δυσάρεστου συναισθήματος με τις πράξεις που αντίκεινται στην αρετή. Κι εδώ ο Αριστοτέλης επικαλείται τις παιδαγωγικές μεθόδους του Πλάτωνα που συνδύαζε τον έπαινο με τις ενάρετες πράξεις, ώστε να συνδυαστεί το ευχάριστο συναίσθημα του επαίνου με το καλό, και την τιμωρία με τις ανεπιθύμητες, μη ηθικές πράξεις, ώστε να συνδυαστεί το δυσάρεστο συναίσθημα της τιμωρίας με το κακό. Η επανάληψη αυτής της τακτικής θα οδηγούσε τελικά στον εθισμό, δηλαδή στην αυτόματη και ισόβια αναζήτηση της ευχαρίστησης στις ηθικές πράξεις. Στο ερώτημα, κατά πόσο ο νομοθέτης οφείλει να ακολουθήσει αυτή την τακτική, ο Αριστοτέλης θέτει αντιρρήσεις στο ζήτημα του επαίνου. (Στο ζήτημα της τιμωρίας από την πλευρά του νόμου δεν αναφέρεται καν, ως κάτι απολύτως προφανές, αφού είναι αυτονόητο ότι οι παραβάτες του νόμου πρέπει να τιμωρούνται): «Σχετικά τώρα με τις τιμές που πρέπει να αποδίδονται σ’ εκείνους που επινοούν κάτι χρήσιμο για την πόλη η σχετική νομοθεσία δεν είναι ακίνδυνη, παρά είναι μόνο ευχάριστο να ακούει κανείς κάτι τέτοιο. Διότι μπορεί να προκαλέσει συκοφαντίες και ενδεχομένως ανατρεπτικά κινήματα».
Φυσικά το να ισχυριστεί κανείς ότι ο νόμος θα έπρεπε να επαινεί κάθε νόμιμη πράξη, με την ίδια λογική που οφείλει να τιμωρεί κάθε παράνομη πράξη, θα ήταν ανόητο. Η έννοια της επιβράβευσης τείνει προς την προαίρεση, και ο νόμος όχι μόνο δεν είναι προαιρετικός, αλλά (ενδεχομένως) ακόμη και ο χαρακτηρισμός καθήκον να μην είναι ακριβής. Γιατί ο νόμος είναι πρωτίστως κατοχύρωση των δικαιωμάτων, καθώς δε λειτουργεί περιοριστικά σε σχέση με τα πράγματα που απαγορεύει, αλλά απελευθερωτικά σε σχέση με τα πράγματα που διασφαλίζει. Η τήρηση του νόμου, ως προϋπόθεση της συνύπαρξης, είναι η επίτευξη της αρμονίας. Η ισότητα, η ισονομία, ο σεβασμός στον άλλο, η αξιοκρατία, με δυο λόγια η συνείδηση της αναγκαιότητας της κοινωνικής ισορροπίας, ως όρος για την ατομική γαλήνη, είναι ο δρόμος προς τη συλλογικότητα. Κι αυτό ακριβώς είναι ο νόμος. Το σημείο που διαχωρίζει την ατομικότητα από το όλο καθορίζοντας τις αμοιβαία απαιτούμενες συμπεριφορές. Αποδεχόμενοι ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον δεν έχουμε παρά να συμπεράνουμε ότι ο νόμος είναι ο ρυθμιστής μιας φυσικής επιταγής. Αν καταλυθεί ο νόμος θα διαλυθούν οι πόλεις. Κι αν διαλυθούν οι πόλεις ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στο παρά φύση, δηλαδή στη δυστυχία. Γι’ αυτό δε χρειάζεται ο νόμος να επιβραβεύει την εφαρμογή του. Η επιβράβευση είναι η ευεργεσία της συνύπαρξης. Κι αυτό πρέπει να το αντιλαμβάνεται κανείς χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Ο έπαινος αφορά ζητήματα που θα ήταν καλό να κάνει κάποιος. Λειτουργεί δηλαδή προτρεπτικά. Κι η τήρηση του νόμου δεν είναι θέμα προτροπής. Είναι θέμα συνείδησης.
Όμως και οι τιμές προς όλους αυτούς «που επινοούν κάτι χρήσιμο για την πόλη» κρίνονται από τον Αριστοτέλη επικίνδυνες. Από θέση αρχής, κρύβουν κάτι λαϊκιστικό μέσα τους: «είναι μόνο ευχάριστο να ακούει κανείς κάτι τέτοιο». Η συνείδηση της αναγκαιότητας του νόμου δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνείδηση της συλλογικότητας, δηλαδή της αδιαπραγμάτευτης προτεραιότητας του ομαδικού, αφού μόνο μέσα του ολοκληρώνεται η ατομικότητα. Με άλλα λόγια, απ’ όποια σκοπιά και να το δει κανείς, είτε τη συλλογική είτε την ατομική, αυτό που προέχει είναι διαφύλαξη της κοινωνίας. Ακόμη και η πιο στείρα εγωιστική εκδοχή οφείλει να γνωρίζει ότι το εγώ δεν υφίσταται χωρίς τους άλλους. Υπό αυτή την έννοια, ο εγωισμός που εκδηλώνεται σε βάρος του συνόλου και που κλονίζει την κοινωνική συνοχή, είναι ο εγωισμός που στρέφεται ενάντια στον εαυτό του. Ο υγιής εγωισμός είναι αυτός που προβάλλει την ατομικότητα μέσα στο πλαίσιο του συνόλου. Είναι δηλαδή η φιλοδοξία της υπεροχής που εκδηλώνεται θετικά προς τους άλλους. Και υπερέχει κανείς από τους άλλους, όταν μπορεί να πετύχει αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν. Γι’ αυτό ο εγωιστής οφείλει να είναι πρωτίστως ευεργετικός. Γιατί εισπράττει συναισθηματικά την αναγνώριση της υπεροχής του, ικανοποιεί δηλαδή τον εγωισμό του (ενδεχομένως να έχει και κάποιες υλικές απολαβές) χωρίς όμως να προσπαθεί να αρπάξει από τους άλλους αυτό που δεν αξίζει. Ο γνήσιος εγωιστής δεν ανέχεται τις χάρες. Γιατί ο εγωισμός πηγαίνει με την περηφάνια.
Το ξεχείλωμα των νόμων προκειμένου να προωθούνται συγκεκριμένα συμφέροντα (ή, πολύ περισσότερο, η θέσπιση άδικων νόμων για τους ίδιους λόγους) δεν προδίδει μόνο μια κοινωνία αρπακτικών, αλλά, πρωτίστως, μια κοινωνία ηλιθίων. (Ερωτήσεις όπως “σε ποια κοινωνία ο νόμος διασφάλισε την ιδανική συνύπαρξη” και “πότε η εφαρμογή του νόμου εξάλειψε την αδικία” κλπ, καλύτερα να αποφευχθούν γιατί μάλλον θα οδηγήσουν σε δυσάρεστα αδιέξοδα. Το σίγουρο είναι ότι μόνο σε κοινωνίες ηλιθίων, η ηλιθιότητα αποτελεί κοινωνικό πρότυπο). Όμως ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε μια κατάσταση ιδανικής θέσπισης και εφαρμογής των νόμων. Δηλαδή σε μια κατάσταση συνειδητοποιημένων πολιτών. Γι’ αυτό ο νόμος δε χρειάζεται να επιβραβεύει όλους αυτούς που πρόσφεραν κάτι ιδιαιτέρως χρήσιμο στην πόλη. Γιατί η πόλη είναι η προέκταση του εαυτού τους. Και βέβαια, ο Αριστοτέλης δεν επικροτεί μια κοινωνία απάθειας ή αγνωμοσύνης. Η προσφορά του καθενός οφείλει να αναγνωρίζεται. Όμως η αναγνώριση και ο κοινωνικός σεβασμός ως ένδειξη παραδοχής της προσφοράς κάποιου δεν έχει να κάνει με το νόμο. Έχει να κάνει με τις πεποιθήσεις και τις αξίες των ανθρώπων. Ο καθένας μπορεί να τιμά και να επικρίνει όποιον θέλει.
Όμως, η αδιαπραγμάτευτη σημασία του νόμου για την ύπαρξη της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει και στο αδιαπραγμάτευτο της ισχύος που πρέπει να έχει. Η ισχύς του νόμου, που οφείλει να είναι απαράβατος, δεν εξασφαλίζεται μόνο με την αντίληψη της ισονομίας ή της σωστής εφαρμογής του κλπ, αλλά (κυρίως) με τον ίδιο το σεβασμό που προκαλεί στους πολίτες. Κι εδώ δε μιλάμε για το σεβασμό που επιτυγχάνεται δια του φόβου. Εδώ μιλάμε για το σεβασμό που εμπνέει η εμπιστοσύνη της νηφάλιας κρίσης ως μέσο επίλυσης όλων των διαφορών. Και καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, δεν υπάρχει τίποτε πιο λογικό απ’ το να εξελίσσονται και οι νόμοι που την καθορίζουν. Οι παρωχημένοι νόμοι δεν είναι παρά η οπισθοδρόμηση που αδυνατεί να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Η μετατροπή του νόμου σε τροχοπέδη των εξελίξεων είναι η αρχή της απαξίωσής του. Είναι η στιγμή που ο νομοθέτης δεν εθίζει σωστά τους πολίτες και γι’ αυτό αποτυγχάνει: «Όσον αφορά λοιπόν τις άλλες επιστήμες, η μεταβολή αποδείχθηκε επωφελής. Αυτό ισχύει π. χ. για την Ιατρική, όταν ήρθε σε ρήξη με την παράδοσή της, για τη Γυμναστική και για όλες γενικά τις τέχνες και δεξιότητες, και προφανώς πρέπει να ισχύει το ίδιο και για την Πολιτική, αφού και αυτή πρέπει να καταταχθεί σ’ αυτές. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι απόδειξη περί αυτού αποτελούν τα ίδια τα γεγονότα. Είναι πιθανόν οι πρώτοι άνθρωποι, είτε γεννήθηκαν από τη γη είτε διασώθηκαν από κάποια καταστροφή, να ήταν όμοιοι με τους σημερινούς τυχαίους και ανόητους, όπως λέγεται και για τους ανθρώπους που γεννήθηκαν από τη γη. Γι’ αυτό είναι παράλογο να μένουμε προσκολλημένοι στις αντιλήψεις τους».
Ξεκαθαρίζοντας ότι ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται συλλήβδην κατά της παράδοσης, καθίσταται σαφές ότι προσπαθεί να καταδείξει με νηφαλιότητα τη σημασία της διαχείρισης των νόμων. Και η προσκόλληση στο παρελθόν, που κατά βάση εξιδανικεύεται, δεν αποτελεί νηφάλια προσέγγιση. Η αντίληψη της άκαμπτης νομοθεσίας δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να οδηγήσει το νόμο σε σύγκρουση με τις κοινωνικές ανάγκες. Ο νόμος οφείλει να βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική σχέση με την κοινωνία. Πρέπει να την καθορίζει και ταυτόχρονα να καθορίζεται από αυτή. Πρέπει να διαισθάνεται τις ανάγκες της προτού εκείνες τον ξεπεράσουν. Κι αυτή είναι η έννοια του νόμου που υπηρετεί την κοινωνία. Αλίμονο αν ο νόμος από υπηρέτης γίνει τύραννος. Θα βρεθεί μπροστά στην πιο κραυγαλέα αποτυχία.
Από την άλλη όμως, όσο κι αν είναι δεδομένη η ανάγκη της προσαρμογής του νόμου στα εκάστοτε νέα δεδομένα, το ζήτημα των νομοθετικών αλλαγών δεν είναι καθόλου αυτονόητο: «Όταν όμως δούμε τα πράγματα από άλλη σκοπιά, θα φανεί ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή. Διότι, όταν η βελτίωση είναι ασήμαντη, και βεβαίως ο εθισμός στην εύκολη κατάργηση των νόμων κακός, είναι φανερό ότι πρέπει να ανεχόμαστε μερικές αδυναμίες των νόμων και των αρχόντων. Διότι το όφελος εκείνου που θα επιφέρει την αλλαγή θα είναι μικρότερο από τη βλάβη που θα του προξενήσει ο εθισμός στην απείθεια έναντι των αρχόντων. Άστοχη είναι και η παραβολή της πολιτικής με τις τέχνες. Διότι η μεταβολή στις τέχνες και η αλλαγή των νόμων είναι πράγματα διαφορετικά. Διότι η υπακοή στο νόμο θεμελιώνεται αποκλειστικά με τη δύναμη της συνήθειας. Γι’ αυτό η ευκολία στη μεταβολή από τους υπάρχοντες νόμους σε άλλους καινούργιους είναι δυνατό να εξασθενήσει τη δύναμη του νόμου».
Η ισχύς του νόμου εξασφαλίζεται από την εμπιστοσύνη των πολιτών και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος για την εμπιστοσύνη από τη σταθερότητα. Ο νόμος οφείλει να αλλάζει προσαρμοζόμενος στις αλλαγές της κοινωνίας. Όμως οι αλλαγές στις κοινωνικές δομές που χρήζουν νομοθετικής μεταρρύθμισης γίνονται αργά και σταθερά. Ο νόμος, που παρακολουθεί τις εξελίξεις, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το ν’ αλλάζει με τους ίδιους ρυθμούς. Όσο κι αν λέμε ότι στη σύγχρονη εποχή η κοινωνία αλλάζει ραγδαία, είναι αδύνατο να δικαιολογηθούν τόσες νομοθετικές αλλαγές. (Το παράδειγμα της παιδείας είναι πολύ χαρακτηριστικό. Τι το απρόβλεπτο έχει γίνει στην εκπαίδευση και αλλάζει το πλαίσιο χρονιά παρά χρονιά; Πώς μπορούν να δικαιολογηθούν οι ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων;) Οι διαρκείς νομοθετικές αλλαγές, πέρα από τη σύγχυση που προκαλούν, προσβάλλουν θανάσιμα και το κύρος του νόμου. Γιατί γεννούν την καχυποψία. Γιατί, αυτό που μένει, είναι ή η ανικανότητα του νομοθέτη να θεσπίσει ένα νόμο που θα διευθετήσει την κατάσταση ή – ακόμα χειρότερα – η υποψία των συμφεροντολογικών μαγειρεμάτων που διαρκώς αναπροσαρμόζονται. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν στην απαξίωση του νόμου. Είναι μοιραίο, η νομοθεσία που αλλάζει διαρκώς να απαξιώνεται. Γιατί αυτοαναιρείται. Κι αυτή είναι η απαρχή της δυσαρέσκειας. Όμως όταν ο νόμος χάσει τη δυναμική του στην κοινωνία, μετά ο καθείς νιώθει δικαίωση καταπατώντας τον με την πρώτη ευκαιρία. Κι αυτός είναι ο ορισμός της νομοθετικής αποτυχίας.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Υπό αυτή την έννοια, κατά τον Αριστοτέλη, ο νομοθέτης είναι αυτός που χαράσσει τον ηθικό δρόμο και τον επιβάλλει αδιαλείπτως στο όνομα της συνύπαρξης. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος που εθίζει τους πολίτες στο καλό. Αν εθίσει τους πολίτες σωστά θα ελαχιστοποιήσει τις παραβάσεις. Αν όχι, θα τις αυξήσει – δηλαδή θα αποτύχει. Γι’ αυτό οι νόμοι πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, την κουλτούρα και τις συνθήκες της κάθε κοινωνίας. Γιατί ο ουρανοκατέβατος νόμος είναι παράλογος νόμος, κι ως τέτοιος είναι αδύνατο να έχει αποδοχή. (Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο νομοθέτης παραβιάζει το νόμο ή φτιάχνει άδικους νόμους προκειμένου να ευνοήσει συγκεκριμένα συμφέροντα. Γιατί ο Αριστοτέλης δε χρησιμοποιεί λέξεις άσκοπα. Αν ο νομοθέτης δεν είναι ακέραιος τότε δεν είναι νομοθέτης, ή μάλλον είναι νομοθέτης μόνο κατ’ όνομα, αφού κατ’ ουσία είναι παραβάτης ο ίδιος).
Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η αρετή, ως αντικείμενο του νόμου, είναι θέμα παιδείας, κι ότι κατ’ επέκταση ο νομοθέτης είναι ο δάσκαλος όλης της κοινωνίας, δε μένει παρά να μελετηθεί η παιδαγωγική μέθοδος που επιδιώκει την ταύτιση του ευχάριστου συναισθήματος με την πράξη της αρετής και συνακόλουθα του δυσάρεστου συναισθήματος με τις πράξεις που αντίκεινται στην αρετή. Κι εδώ ο Αριστοτέλης επικαλείται τις παιδαγωγικές μεθόδους του Πλάτωνα που συνδύαζε τον έπαινο με τις ενάρετες πράξεις, ώστε να συνδυαστεί το ευχάριστο συναίσθημα του επαίνου με το καλό, και την τιμωρία με τις ανεπιθύμητες, μη ηθικές πράξεις, ώστε να συνδυαστεί το δυσάρεστο συναίσθημα της τιμωρίας με το κακό. Η επανάληψη αυτής της τακτικής θα οδηγούσε τελικά στον εθισμό, δηλαδή στην αυτόματη και ισόβια αναζήτηση της ευχαρίστησης στις ηθικές πράξεις. Στο ερώτημα, κατά πόσο ο νομοθέτης οφείλει να ακολουθήσει αυτή την τακτική, ο Αριστοτέλης θέτει αντιρρήσεις στο ζήτημα του επαίνου. (Στο ζήτημα της τιμωρίας από την πλευρά του νόμου δεν αναφέρεται καν, ως κάτι απολύτως προφανές, αφού είναι αυτονόητο ότι οι παραβάτες του νόμου πρέπει να τιμωρούνται): «Σχετικά τώρα με τις τιμές που πρέπει να αποδίδονται σ’ εκείνους που επινοούν κάτι χρήσιμο για την πόλη η σχετική νομοθεσία δεν είναι ακίνδυνη, παρά είναι μόνο ευχάριστο να ακούει κανείς κάτι τέτοιο. Διότι μπορεί να προκαλέσει συκοφαντίες και ενδεχομένως ανατρεπτικά κινήματα».
Φυσικά το να ισχυριστεί κανείς ότι ο νόμος θα έπρεπε να επαινεί κάθε νόμιμη πράξη, με την ίδια λογική που οφείλει να τιμωρεί κάθε παράνομη πράξη, θα ήταν ανόητο. Η έννοια της επιβράβευσης τείνει προς την προαίρεση, και ο νόμος όχι μόνο δεν είναι προαιρετικός, αλλά (ενδεχομένως) ακόμη και ο χαρακτηρισμός καθήκον να μην είναι ακριβής. Γιατί ο νόμος είναι πρωτίστως κατοχύρωση των δικαιωμάτων, καθώς δε λειτουργεί περιοριστικά σε σχέση με τα πράγματα που απαγορεύει, αλλά απελευθερωτικά σε σχέση με τα πράγματα που διασφαλίζει. Η τήρηση του νόμου, ως προϋπόθεση της συνύπαρξης, είναι η επίτευξη της αρμονίας. Η ισότητα, η ισονομία, ο σεβασμός στον άλλο, η αξιοκρατία, με δυο λόγια η συνείδηση της αναγκαιότητας της κοινωνικής ισορροπίας, ως όρος για την ατομική γαλήνη, είναι ο δρόμος προς τη συλλογικότητα. Κι αυτό ακριβώς είναι ο νόμος. Το σημείο που διαχωρίζει την ατομικότητα από το όλο καθορίζοντας τις αμοιβαία απαιτούμενες συμπεριφορές. Αποδεχόμενοι ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον δεν έχουμε παρά να συμπεράνουμε ότι ο νόμος είναι ο ρυθμιστής μιας φυσικής επιταγής. Αν καταλυθεί ο νόμος θα διαλυθούν οι πόλεις. Κι αν διαλυθούν οι πόλεις ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στο παρά φύση, δηλαδή στη δυστυχία. Γι’ αυτό δε χρειάζεται ο νόμος να επιβραβεύει την εφαρμογή του. Η επιβράβευση είναι η ευεργεσία της συνύπαρξης. Κι αυτό πρέπει να το αντιλαμβάνεται κανείς χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Ο έπαινος αφορά ζητήματα που θα ήταν καλό να κάνει κάποιος. Λειτουργεί δηλαδή προτρεπτικά. Κι η τήρηση του νόμου δεν είναι θέμα προτροπής. Είναι θέμα συνείδησης.
Όμως και οι τιμές προς όλους αυτούς «που επινοούν κάτι χρήσιμο για την πόλη» κρίνονται από τον Αριστοτέλη επικίνδυνες. Από θέση αρχής, κρύβουν κάτι λαϊκιστικό μέσα τους: «είναι μόνο ευχάριστο να ακούει κανείς κάτι τέτοιο». Η συνείδηση της αναγκαιότητας του νόμου δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνείδηση της συλλογικότητας, δηλαδή της αδιαπραγμάτευτης προτεραιότητας του ομαδικού, αφού μόνο μέσα του ολοκληρώνεται η ατομικότητα. Με άλλα λόγια, απ’ όποια σκοπιά και να το δει κανείς, είτε τη συλλογική είτε την ατομική, αυτό που προέχει είναι διαφύλαξη της κοινωνίας. Ακόμη και η πιο στείρα εγωιστική εκδοχή οφείλει να γνωρίζει ότι το εγώ δεν υφίσταται χωρίς τους άλλους. Υπό αυτή την έννοια, ο εγωισμός που εκδηλώνεται σε βάρος του συνόλου και που κλονίζει την κοινωνική συνοχή, είναι ο εγωισμός που στρέφεται ενάντια στον εαυτό του. Ο υγιής εγωισμός είναι αυτός που προβάλλει την ατομικότητα μέσα στο πλαίσιο του συνόλου. Είναι δηλαδή η φιλοδοξία της υπεροχής που εκδηλώνεται θετικά προς τους άλλους. Και υπερέχει κανείς από τους άλλους, όταν μπορεί να πετύχει αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν. Γι’ αυτό ο εγωιστής οφείλει να είναι πρωτίστως ευεργετικός. Γιατί εισπράττει συναισθηματικά την αναγνώριση της υπεροχής του, ικανοποιεί δηλαδή τον εγωισμό του (ενδεχομένως να έχει και κάποιες υλικές απολαβές) χωρίς όμως να προσπαθεί να αρπάξει από τους άλλους αυτό που δεν αξίζει. Ο γνήσιος εγωιστής δεν ανέχεται τις χάρες. Γιατί ο εγωισμός πηγαίνει με την περηφάνια.
Το ξεχείλωμα των νόμων προκειμένου να προωθούνται συγκεκριμένα συμφέροντα (ή, πολύ περισσότερο, η θέσπιση άδικων νόμων για τους ίδιους λόγους) δεν προδίδει μόνο μια κοινωνία αρπακτικών, αλλά, πρωτίστως, μια κοινωνία ηλιθίων. (Ερωτήσεις όπως “σε ποια κοινωνία ο νόμος διασφάλισε την ιδανική συνύπαρξη” και “πότε η εφαρμογή του νόμου εξάλειψε την αδικία” κλπ, καλύτερα να αποφευχθούν γιατί μάλλον θα οδηγήσουν σε δυσάρεστα αδιέξοδα. Το σίγουρο είναι ότι μόνο σε κοινωνίες ηλιθίων, η ηλιθιότητα αποτελεί κοινωνικό πρότυπο). Όμως ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε μια κατάσταση ιδανικής θέσπισης και εφαρμογής των νόμων. Δηλαδή σε μια κατάσταση συνειδητοποιημένων πολιτών. Γι’ αυτό ο νόμος δε χρειάζεται να επιβραβεύει όλους αυτούς που πρόσφεραν κάτι ιδιαιτέρως χρήσιμο στην πόλη. Γιατί η πόλη είναι η προέκταση του εαυτού τους. Και βέβαια, ο Αριστοτέλης δεν επικροτεί μια κοινωνία απάθειας ή αγνωμοσύνης. Η προσφορά του καθενός οφείλει να αναγνωρίζεται. Όμως η αναγνώριση και ο κοινωνικός σεβασμός ως ένδειξη παραδοχής της προσφοράς κάποιου δεν έχει να κάνει με το νόμο. Έχει να κάνει με τις πεποιθήσεις και τις αξίες των ανθρώπων. Ο καθένας μπορεί να τιμά και να επικρίνει όποιον θέλει.
Όμως, η αδιαπραγμάτευτη σημασία του νόμου για την ύπαρξη της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει και στο αδιαπραγμάτευτο της ισχύος που πρέπει να έχει. Η ισχύς του νόμου, που οφείλει να είναι απαράβατος, δεν εξασφαλίζεται μόνο με την αντίληψη της ισονομίας ή της σωστής εφαρμογής του κλπ, αλλά (κυρίως) με τον ίδιο το σεβασμό που προκαλεί στους πολίτες. Κι εδώ δε μιλάμε για το σεβασμό που επιτυγχάνεται δια του φόβου. Εδώ μιλάμε για το σεβασμό που εμπνέει η εμπιστοσύνη της νηφάλιας κρίσης ως μέσο επίλυσης όλων των διαφορών. Και καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, δεν υπάρχει τίποτε πιο λογικό απ’ το να εξελίσσονται και οι νόμοι που την καθορίζουν. Οι παρωχημένοι νόμοι δεν είναι παρά η οπισθοδρόμηση που αδυνατεί να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Η μετατροπή του νόμου σε τροχοπέδη των εξελίξεων είναι η αρχή της απαξίωσής του. Είναι η στιγμή που ο νομοθέτης δεν εθίζει σωστά τους πολίτες και γι’ αυτό αποτυγχάνει: «Όσον αφορά λοιπόν τις άλλες επιστήμες, η μεταβολή αποδείχθηκε επωφελής. Αυτό ισχύει π. χ. για την Ιατρική, όταν ήρθε σε ρήξη με την παράδοσή της, για τη Γυμναστική και για όλες γενικά τις τέχνες και δεξιότητες, και προφανώς πρέπει να ισχύει το ίδιο και για την Πολιτική, αφού και αυτή πρέπει να καταταχθεί σ’ αυτές. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι απόδειξη περί αυτού αποτελούν τα ίδια τα γεγονότα. Είναι πιθανόν οι πρώτοι άνθρωποι, είτε γεννήθηκαν από τη γη είτε διασώθηκαν από κάποια καταστροφή, να ήταν όμοιοι με τους σημερινούς τυχαίους και ανόητους, όπως λέγεται και για τους ανθρώπους που γεννήθηκαν από τη γη. Γι’ αυτό είναι παράλογο να μένουμε προσκολλημένοι στις αντιλήψεις τους».
Ξεκαθαρίζοντας ότι ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται συλλήβδην κατά της παράδοσης, καθίσταται σαφές ότι προσπαθεί να καταδείξει με νηφαλιότητα τη σημασία της διαχείρισης των νόμων. Και η προσκόλληση στο παρελθόν, που κατά βάση εξιδανικεύεται, δεν αποτελεί νηφάλια προσέγγιση. Η αντίληψη της άκαμπτης νομοθεσίας δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να οδηγήσει το νόμο σε σύγκρουση με τις κοινωνικές ανάγκες. Ο νόμος οφείλει να βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική σχέση με την κοινωνία. Πρέπει να την καθορίζει και ταυτόχρονα να καθορίζεται από αυτή. Πρέπει να διαισθάνεται τις ανάγκες της προτού εκείνες τον ξεπεράσουν. Κι αυτή είναι η έννοια του νόμου που υπηρετεί την κοινωνία. Αλίμονο αν ο νόμος από υπηρέτης γίνει τύραννος. Θα βρεθεί μπροστά στην πιο κραυγαλέα αποτυχία.
Από την άλλη όμως, όσο κι αν είναι δεδομένη η ανάγκη της προσαρμογής του νόμου στα εκάστοτε νέα δεδομένα, το ζήτημα των νομοθετικών αλλαγών δεν είναι καθόλου αυτονόητο: «Όταν όμως δούμε τα πράγματα από άλλη σκοπιά, θα φανεί ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή. Διότι, όταν η βελτίωση είναι ασήμαντη, και βεβαίως ο εθισμός στην εύκολη κατάργηση των νόμων κακός, είναι φανερό ότι πρέπει να ανεχόμαστε μερικές αδυναμίες των νόμων και των αρχόντων. Διότι το όφελος εκείνου που θα επιφέρει την αλλαγή θα είναι μικρότερο από τη βλάβη που θα του προξενήσει ο εθισμός στην απείθεια έναντι των αρχόντων. Άστοχη είναι και η παραβολή της πολιτικής με τις τέχνες. Διότι η μεταβολή στις τέχνες και η αλλαγή των νόμων είναι πράγματα διαφορετικά. Διότι η υπακοή στο νόμο θεμελιώνεται αποκλειστικά με τη δύναμη της συνήθειας. Γι’ αυτό η ευκολία στη μεταβολή από τους υπάρχοντες νόμους σε άλλους καινούργιους είναι δυνατό να εξασθενήσει τη δύναμη του νόμου».
Η ισχύς του νόμου εξασφαλίζεται από την εμπιστοσύνη των πολιτών και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος για την εμπιστοσύνη από τη σταθερότητα. Ο νόμος οφείλει να αλλάζει προσαρμοζόμενος στις αλλαγές της κοινωνίας. Όμως οι αλλαγές στις κοινωνικές δομές που χρήζουν νομοθετικής μεταρρύθμισης γίνονται αργά και σταθερά. Ο νόμος, που παρακολουθεί τις εξελίξεις, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το ν’ αλλάζει με τους ίδιους ρυθμούς. Όσο κι αν λέμε ότι στη σύγχρονη εποχή η κοινωνία αλλάζει ραγδαία, είναι αδύνατο να δικαιολογηθούν τόσες νομοθετικές αλλαγές. (Το παράδειγμα της παιδείας είναι πολύ χαρακτηριστικό. Τι το απρόβλεπτο έχει γίνει στην εκπαίδευση και αλλάζει το πλαίσιο χρονιά παρά χρονιά; Πώς μπορούν να δικαιολογηθούν οι ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων;) Οι διαρκείς νομοθετικές αλλαγές, πέρα από τη σύγχυση που προκαλούν, προσβάλλουν θανάσιμα και το κύρος του νόμου. Γιατί γεννούν την καχυποψία. Γιατί, αυτό που μένει, είναι ή η ανικανότητα του νομοθέτη να θεσπίσει ένα νόμο που θα διευθετήσει την κατάσταση ή – ακόμα χειρότερα – η υποψία των συμφεροντολογικών μαγειρεμάτων που διαρκώς αναπροσαρμόζονται. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν στην απαξίωση του νόμου. Είναι μοιραίο, η νομοθεσία που αλλάζει διαρκώς να απαξιώνεται. Γιατί αυτοαναιρείται. Κι αυτή είναι η απαρχή της δυσαρέσκειας. Όμως όταν ο νόμος χάσει τη δυναμική του στην κοινωνία, μετά ο καθείς νιώθει δικαίωση καταπατώντας τον με την πρώτη ευκαιρία. Κι αυτός είναι ο ορισμός της νομοθετικής αποτυχίας.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΠΛΑΤΩΝ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Β΄
ΠΛ Αλκ2 146d–147b
Συζητώντας με τον Αλκιβιάδη για τη σημασία που έχει να προσέχει κανείς τι ζητά με τις προσευχές του από τους θεούς (βλ. και ΠΛ Αλκ2 141c–143a), ο Σωκράτης υποστήριξε ότι υπάρχουν πράγματα τα οποία είναι καλύτερο να τα αγνοεί κανείς παρά να τα γνωρίζει. Κι αυτό γιατί κάθε επιμέρους γνώση, αν δεν συνοδεύεται από τη γνώση του βελτίστου, μπορεί να αποδειχτεί επιζήμια. Επειδή, όμως, οι περισσότεροι είναι άφρονες, καθώς αγνοούν το βέλτιστον , είναι προτιμότερο να μην γνωρίζουν τίποτα. Και συνεχίζει:
ΣΩ. Ὁρᾷς οὖν, ὅτε γ’ ἔφην κινδυνεύειν τό γε τῶν ἄλλων
[146e] ἐπιστημῶν κτῆμα, ἐάν τις ἄνευ τῆς τοῦ βελτίστου ἐπιστήμης
κεκτημένος ᾖ, ὀλιγάκις μὲν ὠφελεῖν, βλάπτειν δὲ τὰ πλείω
τὸν ἔχοντα αὐτό, ἆρ’ οὐχὶ τῷ ὄντι ὀρθῶς ἐφαινόμην λέγων;
ΑΛ. Καὶ εἰ μὴ τότε, ἀλλὰ νῦν μοι δοκεῖ, ὦ Σώκρατες.
ΣΩ. Δεῖ ἄρα καὶ πόλιν καὶ ψυχὴν τὴν μέλλουσαν ὀρθῶς
βιώσεσθαι ταύτης τῆς ἐπιστήμης ἀντέχεσθαι, ἀτεχνῶς
ὥσπερ ἀσθενοῦντα ἰατροῦ ἤ τινος κυβερνήτου τὸν ἀσφαλῶς
[147a] μέλλοντα πλεῖν. ἄνευ γὰρ ταύτης, ὅσῳπερ ἂν λαμπρό-
τερον ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης ἢ περὶ χρημάτων κτῆσιν ἢ
σώματος ῥώμην ἢ καὶ ἄλλο τι τῶν τοιούτων, τοσούτῳ μείζω
ἁμαρτήματα ἀπ’ αὐτῶν ἀναγκαῖόν ἐστιν, ὡς ἔοικε, γίγνεσθαι.
ὁ δὲ δὴ τὴν καλουμένην πολυμαθίαν τε καὶ πολυτεχνίαν
κεκτημένος, ὀρφανὸς δὲ ὢν ταύτης τῆς ἐπιστήμης, ἀγό-
μενος δὲ ὑπὸ μιᾶς ἑκάστης τῶν ἄλλων, ἆρ’ οὐχὶ τῷ ὄντι
δικαίως πολλῷ χειμῶνι χρήσεται, ἅτε οἶμαι ἄνευ κυβερνήτου
[147b] διατελῶν ἐν πελάγει, χρόνον οὐ μακρὸν βίου θέων; ὥστε
συμβαίνειν μοι δοκεῖ καὶ ἐνταῦθα τὸ τοῦ ποιητοῦ, ὃ λέγει
κατηγορῶν πού τινος, ὡς ἄρα πολλὰ μὲν ἠπίστατο
ἔργα, κακῶς δέ, φησίν, ἠπίστατο πάντα.
ΠΛ Αλκ2 146d–147b
Η γνώση που δεν συνοδεύεται από τη γνώση του "βελτίστου" είναι συχνά επιβλαβής
Συζητώντας με τον Αλκιβιάδη για τη σημασία που έχει να προσέχει κανείς τι ζητά με τις προσευχές του από τους θεούς (βλ. και ΠΛ Αλκ2 141c–143a), ο Σωκράτης υποστήριξε ότι υπάρχουν πράγματα τα οποία είναι καλύτερο να τα αγνοεί κανείς παρά να τα γνωρίζει. Κι αυτό γιατί κάθε επιμέρους γνώση, αν δεν συνοδεύεται από τη γνώση του βελτίστου, μπορεί να αποδειχτεί επιζήμια. Επειδή, όμως, οι περισσότεροι είναι άφρονες, καθώς αγνοούν το βέλτιστον , είναι προτιμότερο να μην γνωρίζουν τίποτα. Και συνεχίζει:
ΣΩ. Ὁρᾷς οὖν, ὅτε γ’ ἔφην κινδυνεύειν τό γε τῶν ἄλλων
[146e] ἐπιστημῶν κτῆμα, ἐάν τις ἄνευ τῆς τοῦ βελτίστου ἐπιστήμης
κεκτημένος ᾖ, ὀλιγάκις μὲν ὠφελεῖν, βλάπτειν δὲ τὰ πλείω
τὸν ἔχοντα αὐτό, ἆρ’ οὐχὶ τῷ ὄντι ὀρθῶς ἐφαινόμην λέγων;
ΑΛ. Καὶ εἰ μὴ τότε, ἀλλὰ νῦν μοι δοκεῖ, ὦ Σώκρατες.
ΣΩ. Δεῖ ἄρα καὶ πόλιν καὶ ψυχὴν τὴν μέλλουσαν ὀρθῶς
βιώσεσθαι ταύτης τῆς ἐπιστήμης ἀντέχεσθαι, ἀτεχνῶς
ὥσπερ ἀσθενοῦντα ἰατροῦ ἤ τινος κυβερνήτου τὸν ἀσφαλῶς
[147a] μέλλοντα πλεῖν. ἄνευ γὰρ ταύτης, ὅσῳπερ ἂν λαμπρό-
τερον ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης ἢ περὶ χρημάτων κτῆσιν ἢ
σώματος ῥώμην ἢ καὶ ἄλλο τι τῶν τοιούτων, τοσούτῳ μείζω
ἁμαρτήματα ἀπ’ αὐτῶν ἀναγκαῖόν ἐστιν, ὡς ἔοικε, γίγνεσθαι.
ὁ δὲ δὴ τὴν καλουμένην πολυμαθίαν τε καὶ πολυτεχνίαν
κεκτημένος, ὀρφανὸς δὲ ὢν ταύτης τῆς ἐπιστήμης, ἀγό-
μενος δὲ ὑπὸ μιᾶς ἑκάστης τῶν ἄλλων, ἆρ’ οὐχὶ τῷ ὄντι
δικαίως πολλῷ χειμῶνι χρήσεται, ἅτε οἶμαι ἄνευ κυβερνήτου
[147b] διατελῶν ἐν πελάγει, χρόνον οὐ μακρὸν βίου θέων; ὥστε
συμβαίνειν μοι δοκεῖ καὶ ἐνταῦθα τὸ τοῦ ποιητοῦ, ὃ λέγει
κατηγορῶν πού τινος, ὡς ἄρα πολλὰ μὲν ἠπίστατο
ἔργα, κακῶς δέ, φησίν, ἠπίστατο πάντα.
***
ΣΩ. ― Βλέπεις λοιπόν, ότε πράγματι είπα, ότι υπάρχει φόβος η απόκτησις των άλλων γνώσεων, εάν κανείς τας έχη αποκτήσει άνευ της γνώσεως του καλυτέρου, ολίγας φοράς μεν να ωφελή, να βλάπτη δε τας περισσοτέρας φοράς αυτόν, ο οποίος την έχει, άραγε δεν εφαινόμην ότι έλεγον σωστά;
ΑΛ. ― Και τότε αν δεν μου εφαίνετο, αλλά τώρα μου φαίνεται, Σωκράτη.
ΣΩ. ― Πρέπει λοιπόν και πόλις και ψυχή, η οποία πρόκειται να ζήση ορθώς, αυτήν την γνώσιν να κρατή σφικτά, όπως ακριβώς ένας άρρωστος τον ιατρόν, ή κανένα κυβερνήτην όποιος μέλλει ασφαλώς να ταξιδεύση. Διότι άνευ αυτής (της γνώσεως), όσον και αν βοηθήση λαμπρότερον η τύχη, ή ως προς απόκτησιν χρημάτων ή σωματικής δυνάμεως ή και ως προς άλλο τι από τα τοιαύτα, τόσω μεγαλύτερα σφάλματα αναγκαίον είναι, ως φαίνεται, να γίνωνται απ' αυτά. Όποιος δε έχει ήδη αποκτήσει την ονομαζομένην πολυμάθειαν και πολυτεχνίαν, είναι όμως εστερημένος της γνώσεως ταύτης, οδηγείται δε από κάθε μίαν από τας άλλας, άραγε δεν θα περιπέση τω όντι δικαίως εις μεγάλην τρικυμίαν, επειδή, νομίζω, θα ευρίσκεται εις το πέλαγος χωρίς κυβερνήτην, διανύων τον βίον του εις ολίγον χρόνον; Ώστε μου φαίνεται ότι αρμόζει ενταύθα το του ποιητού, το οποίον λέγει κάπου κατηγορών κάποιον, ότι πράγματι πολλά μεν ήξευρεν έργα, κακώς όμως, λέγει, τα ήξευρεν όλα.
ΣΩ. ― Βλέπεις λοιπόν, ότε πράγματι είπα, ότι υπάρχει φόβος η απόκτησις των άλλων γνώσεων, εάν κανείς τας έχη αποκτήσει άνευ της γνώσεως του καλυτέρου, ολίγας φοράς μεν να ωφελή, να βλάπτη δε τας περισσοτέρας φοράς αυτόν, ο οποίος την έχει, άραγε δεν εφαινόμην ότι έλεγον σωστά;
ΑΛ. ― Και τότε αν δεν μου εφαίνετο, αλλά τώρα μου φαίνεται, Σωκράτη.
ΣΩ. ― Πρέπει λοιπόν και πόλις και ψυχή, η οποία πρόκειται να ζήση ορθώς, αυτήν την γνώσιν να κρατή σφικτά, όπως ακριβώς ένας άρρωστος τον ιατρόν, ή κανένα κυβερνήτην όποιος μέλλει ασφαλώς να ταξιδεύση. Διότι άνευ αυτής (της γνώσεως), όσον και αν βοηθήση λαμπρότερον η τύχη, ή ως προς απόκτησιν χρημάτων ή σωματικής δυνάμεως ή και ως προς άλλο τι από τα τοιαύτα, τόσω μεγαλύτερα σφάλματα αναγκαίον είναι, ως φαίνεται, να γίνωνται απ' αυτά. Όποιος δε έχει ήδη αποκτήσει την ονομαζομένην πολυμάθειαν και πολυτεχνίαν, είναι όμως εστερημένος της γνώσεως ταύτης, οδηγείται δε από κάθε μίαν από τας άλλας, άραγε δεν θα περιπέση τω όντι δικαίως εις μεγάλην τρικυμίαν, επειδή, νομίζω, θα ευρίσκεται εις το πέλαγος χωρίς κυβερνήτην, διανύων τον βίον του εις ολίγον χρόνον; Ώστε μου φαίνεται ότι αρμόζει ενταύθα το του ποιητού, το οποίον λέγει κάπου κατηγορών κάποιον, ότι πράγματι πολλά μεν ήξευρεν έργα, κακώς όμως, λέγει, τα ήξευρεν όλα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)