Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (1532-1589)

ΑΓΓΕΛΟΣ ‹Β› 
ὦ Τυνδαρεία παῖ, Κλυταιμήστρα, δόμων
ἔξω πέρασον, ὡς κλύῃς ἐμῶν λόγων.
ΚΛ. φθογγῆς κλύουσα δεῦρο σῆς ἀφικόμην,
1535 ταρβοῦσα τλήμων κἀκπεπληγμένη φόβῳ·
μή μοί τιν᾽ ἄλλην ξυμφορὰν ἥκῃς φέρων
πρὸς τῇ παρούσῃ; ΑΓΓ. σῆς μὲν οὖν παιδὸς πέρι
θαυμαστά σοι καὶ δεινὰ σημῆναι θέλω.
ΚΛ. μὴ μέλλε τοίνυν, ἀλλὰ φράζ᾽ ὅσον τάχος.
1540 ΑΓΓ. ἀλλ᾽, ὦ φίλη δέσποινα, πᾶν πεύσῃ σαφῶς.
λέξω δ᾽ ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἤν τι μὴ σφαλεῖσά μου
γνώμη ταράξῃ γλῶσσαν ἐν λόγοις ἐμήν.
ἐπεὶ γὰρ ἱκόμεσθα τῆς Διὸς κόρης
Ἀρτέμιδος ἄλσος λείμακάς τ᾽ ἀνθεσφόρους,
1545 ἵν᾽ ἦν Ἀχαιῶν σύλλογος στρατεύματος,
σὴν παῖδ᾽ ἄγοντες, εὐθὺς Ἀργείων ὄχλος
ἠθροίζεθ᾽. ὡς δ᾽ ἐσεῖδεν Ἀγαμέμνων ἄναξ
ἐπὶ σφαγὰς στείχουσαν εἰς ἄλσος κόρην,
ἀνεστέναξε, κἄμπαλιν στρέψας κάρα
1550 δάκρυε, πρόσθεν ὀμμάτων πέπλον προθείς.
ἣ δὲ σταθεῖσα τῷ τεκόντι πλησίον
ἔλεξε τοιάδ᾽· Ὦ πάτερ, πάρειμί σοι·
τοὐμὸν δὲ σῶμα τῆς ἐμῆς ὑπὲρ πάτρας
καὶ τῆς ἁπάσης Ἑλλάδος γαίας ὕπερ
1555 θῦσαι δίδωμ᾽ ἑκοῦσα πρὸς βωμὸν θεᾶς
ἄγοντας, εἴπερ ἐστὶ θέσφατον τόδε.
καὶ τοὐπ᾽ ἔμ᾽ εὐτυχεῖτε· καὶ νικηφόρου
δώρου τύχοιτε πατρίδα τ᾽ ἐξίκοισθε γῆν.
πρὸς ταῦτα μὴ ψαύσῃ τις Ἀργείων ἐμοῦ·
1560 σιγῇ παρέξω γὰρ δέρην εὐκαρδίως.
τοσαῦτ᾽ ἔλεξε· πᾶς δ᾽ ἐθάμβησεν κλύων
εὐψυχίαν τε κἀρετὴν τῆς παρθένου.
στὰς δ᾽ ἐν μέσῳ Ταλθύβιος, ᾧ τόδ᾽ ἦν μέλον,
εὐφημίαν ἀνεῖπε καὶ σιγὴν στρατῷ·
1565 Κάλχας δ᾽ ὁ μάντις εἰς κανοῦν χρυσήλατον
ἔθηκεν ὀξὺ χειρὶ φάσγανον σπάσας
κολεῶν ἔσωθεν, κρᾶτά τ᾽ ἔστεψεν κόρης.
ὁ παῖς δ᾽ ὁ Πηλέως ἐν κύκλῳ βωμὸν θεᾶς
λαβὼν κανοῦν ἔβρεξε χέρνιβάς θ᾽ ὁμοῦ,
1570 ἔλεξε δ᾽· Ὦ παῖ Ζηνός, ὦ θηροκτόνε,
τὸ λαμπρὸν εἱλίσσουσ᾽ ἐν εὐφρόνῃ φάος,
δέξαι τὸ θῦμα τόδ᾽ ὅ γέ σοι δωρούμεθα
στρατός τ᾽ Ἀχαιῶν †Ἀγαμέμνων ἄναξ θ᾽ ὁμοῦ,†
ἄχραντον αἷμα καλλιπαρθένου δέρης,
1575 καὶ δὸς γενέσθαι πλοῦν νεῶν ἀπήμονα
Τροίας τε πέργαμ᾽ ἐξελεῖν ἡμᾶς δορί.
ἐς γῆν δ᾽ Ἀτρεῖδαι πᾶς στρατός τ᾽ ἔστη βλέπων.
[ἱερεὺς δὲ φάσγανον λαβὼν ἐπεύξατο,
λαιμόν τ᾽ ἐπεσκοπεῖθ᾽, ἵνα πλήξειεν ἄν·
1580 ἐμοὶ δέ τ᾽ ἄλγος οὐ μικρὸν εἰσῄει φρενί,
κἄστην νενευκώς· θαῦμα δ᾽ ἦν αἴφνης ὁρᾶν.
πληγῆς κτύπον γὰρ πᾶς τις ᾔσθετ᾽ ἂν σαφῶς,
τὴν παρθένον δ᾽ οὐκ οἶδεν οὗ γῆς εἰσέδυ.
βοᾷ δ᾽ ἱερεύς, ἅπας δ᾽ ἐπήχησε στρατός,
1585 ἄελπτον εἰσιδόντες ἐκ θεῶν τινος
φάσμ᾽, οὗ γε μηδ᾽ ὁρωμένου πίστις παρῆν·
ἔλαφος γὰρ ἀσπαίρουσ᾽ ἔκειτ᾽ ἐπὶ χθονὶ
ἰδεῖν μεγίστη διαπρεπής τε τὴν θέαν,
ἧς αἵματι βωμὸς ἐραίνετ᾽ ἄρδην τῆς θεοῦ.

***
Έρχεται ένας αγγελιοφόρος, ο δεύτερος.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Πρόβαλε, του Τυνδάρεου θυγατέρα,
Κλυταιμήστρα, τα λόγια μου ν᾽ ακούσεις.
ΚΛΥ. Άκουσα τη φωνή σου και ήρθα· φόβος
και τρόμος με ταράζουνε τη δόλια·
κοντά στην πρώτη συμφορά μου κι άλλη
μη μου φέρνεις; ΑΓΓ. Κάθε άλλο· για την κόρη σου
απίστευτο ένα θάμα θα ιστορήσω.
ΚΛΥ. Μα τότε μην αργείς και μίλα αμέσως.
1540 ΑΓΓ. Καλή κυρά μου, θα τα μάθεις όλα·
θα σου τα πω εξαρχής, αν δε σκοντάψει
ο νους μου, ως θα μιλώ, και με μπερδέψει.
Όταν, την κόρη σου οδηγώντας, στο άλσος
και στο ανθισμένο φτάσαμε λιβάδι
της Άρτεμης, κόρης του Δία, που εκεί ᾽ταν
συγκεντρωμένος ο στρατός, Αργείοι
μαζεύονταν πολλοί. Την κόρη ως είδε
ο βασιλιάς προς το άλσος να βαδίζει
για σφαγή, αναστενάζει, το κεφάλι
γυρίζει από την άλλη, με το ιμάτιο
1550 τα μάτια του σκεπάζει και δακρύζει.
Εκείνη τότε στάθηκε κοντά του
και μίλησε: «Πατέρα, ήρθα σ᾽ εσένα·
για την πατρίδα, για όλη την Ελλάδα
αυτοθέλητα δίνω το κορμί μου·
στο βωμό της θεάς ας μ᾽ οδηγήσουν,
και, αφού ο χρησμός το ορίζει, ας με θυσιάσουν.
Όσο από μένα, ευτυχισμένοι να είστε·
και νικητές γυρίστε στην πατρίδα.
Αργείος κανείς να μη με γγίξει· δίνω
1560 σιωπηλή και με θάρρος το λαιμό μου.»
Θάμασαν όλοι, τέτοια ακούοντας λόγια,
την αρετή της κόρης και την τόλμη.
Και στάθηκε ο Ταλθύβιος —έργο του ήταν—
στη μέση και σιωπή προστάζει σε όλους.
Απ᾽ το φηκάρι κοφτερό μαχαίρι
έβγαλε ο μάντης Κάλχας, σε πανέρι
το απόθεσε χρυσό, και την κοπέλα
στεφάνωσε· και πήρε του Πηλέα
ο γιος τον αγιασμό και το πανέρι,
ράντισε το βωμό ένα γύρο και είπε:
1570 «Ω φόνισσα αγριμιών, κόρη του Δία,
εσύ που λαμπερό μέσα στη νύχτα
φως γυροφέρνεις, δέξου τη θυσία
που των Αχαιών σ᾽ εσέ ο στρατός προσφέρνει,
μαζί του κι ο Αγαμέμνονας, κοπέλας
αμόλυντο αίμα απ᾽ τον ωραίο λαιμό της,
και κάμε καλοτάξιδα τα πλοία,
κι εμείς της Τροίας να πάρουμε το κάστρο.»
Ατρείδες και στρατός σταθήκαμε όλοι
σκυμμένοι χάμω. Πήρε ο ιερέας
το μαχαίρι και αφού είπε μιαν ευχή
κοίταζε το λαιμό, πού να χτυπήσει·
1580 εγώ βαθιά πονούσα και σκυμμένος
στεκόμουν· κι άξαφνα έγινε το θάμα.
Ξεκάθαρα όλοι ακούσανε το χτύπο
της μαχαιριάς, αλλά κανείς δεν είδε
πού χώθηκε η κοπέλα μες στο χώμα.
Φωνάζει κι οι ιερέας κι ο στρατός όλος,
θάμα θεϊκό κι ανέλπιστο σαν είδαν,
που να το βλέπεις και να μην πιστεύεις·
καταγής σπαρταρούσε μια πελώρια
κι ωραιότατη λαφίνα, κι ο βωμός
απ᾽ το αίμα που πηδούσε ραντιζόταν.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ: Κλασικισμός (18ος-19ος αιώνας)

12.2. Ντιλετάντι - Βίνκελμαν - Πιρανέζι

Την εποχή που στην Ιταλία, στην Πομπηία και την περιοχή της, γίνονται οι καταπληκτικές ανακαλύψεις αρχαιοτήτων, στην Αγγλία στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα σημαντικό ρόλο παίζει η εταιρεία των Ντιλετάντι, που δημιουργείται από φιλότεχνους αριστοκράτες το 1732 με ιδανικό την επιβολή μιας αρχαιοελληνικής καλαισθησίας (βλ. την πρόποσή τους «Ελληνική καλαισθησία και ρωμαϊκό πνεύμα»). Στη Γερμανία ο πατέρας της αρχαιολογίας Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν (1717-1768) επηρεάζεται από τον Άντον Ράφαελ Μενγκς (1728-1779), κλασικιστή ζωγράφο και θεωρητικό, που συστήνει φανατικά τη μίμηση των αρχαίων έργων και παραδέχεται τους κλασικούς της Αναγέννησης, Ραφαήλ, Μιχαήλ Άγγελο και Τιτσιάνο. Με το θεμελιώδες έργο του Βίνκελμαν το 1764, Geschichte der Kunst des Altertums, αρχίζει η επιστημονική αντιμετώπιση της τέχνης της Αρχαιότητας. Διακρίνεται για πρώτη φορά συστηματικά και περιγράφεται η εξέλιξη της τέχνης σε περιόδους. Ο Βίνκελμαν θα πει ότι, αν κάποιος γλύπτης της εποχής του θέλει να γίνει μεγάλος, πρέπει να φθάσει τα έργα της κλασικής Ελλάδας. Και να σκεφθεί κανείς ότι αυτά τα λέει κάποιος που γνώριζε τα κλασικά έργα μόνο από αντίγραφα, και που στη σύντομη ζωή του δεν κατάφερε να επισκεφθεί την Ελλάδα.

Στα μέσα του αιώνα οι Ευρωπαίοι προσέχουν και αποτυπώνουν τους δωρικούς ναούς του Paestum (Ποσειδωνίας) και της Αθήνας. Το μεγάλο έργο των Τζέιμς Στιούαρτ και Νίκολας Ρέβετ, Antiquities of Athens, που άρχισε να τυπώνεται το 1762, με ακριβείς αποτυπώσεις αρχαίων μνημείων της Αττικής, συμβάλλει στην ελληνική αναβίωση. Ο Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης Τζιοβάνι Μπατίστα Πιρανέζι (1720-1778) είναι αυτός που θα αποτυπώσει στα σχέδια και τα χαρακτικά του ρωμαϊκά αρχιτεκτονικά μνημεία (πραγματικά ή καμιά φορά και φανταστικά), που θα επηρεάσουν καθοριστικά την τέχνη και την αισθητική του κλασικισμού και του ρομαντισμού. Μαζί του συνδέθηκε στην Ιταλία ο Ρομπέρ Υμπέρ (1733-1808), ο καλλιτέχνης που πήρε το παρατσούκλι «ο Ρομπέρ των ερειπίων», γιατί, ακολουθώντας τις αρχές των Πουσέν και Λορέν, για να ενισχύσει τη γραφικότητα, προσέθετε αρχαία αρχιτεκτονικά ερείπια στα τοπία του.

Ένας τραγικός βασιλιάς…

Οι Βάκχες του Ευριπίδη αποτελούν ένα από τα πιο ολοκληρωμένα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, πρόκειται για δημιούργημα μοναδικού μεγαλείου, με τα περισσότερα όμως προβλήματα όσον αφορά την κατανόηση του.

Το έργο θεωρήθηκε ολοκληρωμένο επειδή συνυπάρχουν στην εντέλεια τρία στοιχεία: το τραγικό, το δραματικό και το θεατρικό.

Γράφτηκε το 407 π.Χ. λίγο πριν πεθάνει ο μεγάλος τραγικός ποιητής και διδάχτηκε το 405 π.Χ. από τον γιο του στην Αθήνα. Ο τόπος συγγραφής του έργου ήταν η Πέλλα καθώς ο ποιητής ήταν φιλοξενούμενος στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου.

Ο Αριστοφάνης θα πληροφορήσει ότι και ο Αισχύλος στο παρελθόν είχε πραγματευτεί τον ίδιο μύθο του («Θηβαίου θεομάχου») σε σχετική τετραλογία η οποία περιελάμβανε το έργο Πενθέας.

Η εξέλιξη του έργου:

Ο Διόνυσος γιος του Δία και της Σεμέλης, της κόρης του Κάδμου, βασιλιά της Θήβας μετά από πολλές περιπλανήσεις στην Ασία, όπου έχει εδραιώσει τη λατρεία του έρχεται να την επιβάλει και στην Ελλάδα ξεκινώντας από τη γενέτειρά του, τη Θήβα ακολουθούμενος από βάρβαρες γυναίκες που αποτελούν το θίασό του. Στη Θήβα, όμως, αμφισβητείται η θεϊκή του υπόσταση και στην πόλη ισχυρίζονται ότι η Σεμέλη φόρτωσε στο Δία κάποιο από τα αμαρτήματά της. Ο πρόλογος του έργου (μονόλογος του Διόνυσου) αποτελεί μία ανάπτυξη της βακχικής λατρείας.

Στην επωδό του έργου θα εγκωμιαστεί η βακχική έκσταση που θα περιλαμβάνει ορειβασία, περιπλάνηση στα βουνά και ωμοφαγία ( διαμελισμός ζώου στο οποίο κατοικεί η δύναμη του θεού και καταβρόχθιση της σάρκας του). Από τις αγγελικές ρήσεις ακόμη προβλέπει την επερχόμενη καταστροφή του βασιλιά της Θήβας και πολέμιου του Διόνυσου Πενθέα (έσπειρε μανία ο Διόνυσος στις γυναίκες της Θήβας, τις έστειλε στα βουνά για να εκδικηθούν ,ενώ σε αντίδραση ο Πενθέας έστειλε στρατιώτες να τις συλλάβουν).

Ο Διόνυσος με ανθρώπινη μορφή εξιστορεί το ιστορικό και τις περιπέτειες του. Ερχόμενος στη Θήβα o θεός οιστρηλάτησε τις αδερφές της μάνας του αλλά και όλο το γυναικείο πληθυσμό της πόλης και ως Μαινάδες μαζί με τις Βάκχες, τις ακόλουθές του, περιπλανώνται στον Κιθαιρώνα όπου σε κατάσταση μανίας και χωρίς λογική χορεύουν και συμβιώνουν αρμονικά(;) με τη φύση. Τη βασιλεία τώρα στη Θήβα την έχει ο Πενθέας που διακρίνεται για τις αντιβακχικές του προθέσεις (εχθρεύεται τη νέα λατρεία επειδή είναι ελευθεριάζουσα συν τοις άλλοις η νέα λατρεία απειλεί να καταστρέψει το υφιστάμενο θρησκευτικό κατεστημένο). Μεταξύ των γυναικών που είχε γοητεύσει ο Διόνυσος ήταν και η μητέρα του Πενθέα η Αγαύη.

Ο μάντης Τειρεσίας, έρχεται και συναντά τον Κάδμο, ο οποίος είναι και αυτός οπαδός του Διόνυσου. Του ζητάει να βγουν στα βουνά για να δοξάσουν το θεό. Εκείνη την ώρα καταφθάνει ο νέος βασιλιάς Πενθέας, που έλειπε και άκουσε «για τις γυναίκες που πήραν τα βουνά…» Όσες από αυτές μπόρεσε τις συνέλαβε και οργανώνεται για να φέρει πίσω και τις υπόλοιπες για να υπηρετήσουν τους άντρες τους! Θεωρεί τον Διόνυσο μάγο και που του αξίζει η αγχόνη. Βλέπει στολισμένους βακχικά τον Τειρεσία και τον παππού του και τον πιάνουν τα γέλια. Θεωρεί υπεύθυνο τον Τειρεσία, όμως για το χορό τα λόγια του συνιστούν ύβρη. Ο Πενθέας δεν πείθεται για τις προθέσεις του Διονύσου και δίνει εντολή να καταστρέψουν όλα του τα σύνεργα, να συλλάβουν τον «θηλύμορφον ξένον» και να τον φέρουν δέσμιο μπροστά του.

Ένας δούλος φέρνει το Διόνυσο προς το παλάτι αλλά στο δρόμο έκανε εκείνος με ένα θαύμα
απελευθερώθηκε από τα δεσμά. Ακολουθεί η ανάκριση στην οποία ο Διόνυσος απαντά πρόθυμα αλλά εξοργίζει τον Πενθέα που τον στέλνει να χορεύει στα σκοτάδια της φυλακής. Ο Διόνυσος όμως δραπετεύει, καταστρέφει το παλάτι με σεισμό και εξευτελίζει τον Πενθέα, που τον συναντά μπροστά στο παλάτι.

Εκείνη την ώρα έρχεται τρέχοντας ο αγγελιαφόρος από τον Κιθαιρώνα. Μαζί με άλλους έβοσκε το κοπάδι και βρέθηκε αντιμέτωπος με το θέαμα των μαινάδων που έκαναν πράξεις ασυνήθιστες και τρομερές και διαπιστώνει ότι «όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν χωρίς το χέρι κάποιου θεού». Προτείνει στον Πενθέα να δεχθεί το Διόνυσο ως νέο θεό, αλλά αυτός αρνείται και προετοιμάζεται για να φέρει πίσω τις γυναίκες. Ο Διόνυσος τον περιμένει μέχρι τέλους ώστε να τον πάρει με το μέρος του…

Ο Διόνυσος προσπαθεί να τον αποτρέψει όμως η διήγηση του βοσκού έχει εξάψει την περιέργεια του Πενθέα που πείθεται από το Διόνυσο να μεταμφιεστεί ο ίδιος σε Μαινάδα και να ανέβει στην κορυφή ενός έλατου με σκοπό να κατασκοπεύσει τις Θηβαίες γυναίκες στον Κιθαιρώνα προκειμένου να αποκτήσει ιδία άποψη.

Η συνέχεια είναι συγκλονιστική…

Ο Πενθέας τελικά πέφτει στην παγίδα του Διόνυσου…
«Πενθέα πένθος φέρνει τ’ ονομά σου, είχε πει στην αγγελική ρήση ο Βάκχος»
Ο Πενθέας συντρίβεται τελικά από τις Μαινάδες…

Το τέλος του βασιλιά…

Ο Διόνυσος κατάφερε να δελεάσει τον Πενθέα και να τον πείσει τελικά να κατασκοπεύσει ο ίδιος τις βακχικές τελετές μεταμφιεζόμενος μάλιστα ως γυναίκα! Ο Πενθέας κατευθύνθηκε στο βουνό και αφού κρύφτηκε ανάμεσα στα δέντρα περίμενε να δει τις οργιαστικές τελετές των γυναικών της πόλης του. Οι κόρες του Κάδμου, δηλαδή η μητέρα του και οι θείες του, τον είδαν πάνω σε ένα δέντρο και φαντάστηκαν [μάλλον ο Διόνυσος τους υπέβαλε αυτή τη σκέψη], ως ένα άγριο ζώο. Έτσι, τράβηξαν τον Πενθέα κάτω και τον έσκισαν από πάνω μέχρι κάτω(!), με έναν τελετουργικό τόπο που είναι γνωστός ως σπαραγμός. Όταν η αληθινή του ταυτότητα ανακαλύφθηκε αργότερα, οι αξιωματούχοι της Θήβας εξόρισαν τις γυναίκες-μαινάδες από τη Θήβα. Κάποιες πηγές βεβαιώνουν ότι η μητέρα του ήταν η πρώτη που έφερε το θανατηφόρο κτύπημα σκίζοντάς τον στο κεφάλι. Έβαλε έπειτα το κεφάλι σε ένα ραβδί και το πήρε πίσω στην Θήβα, σαν μακάβριο θύρσος, μέχρι που συνάντησε το γέρο-Κάδμο, ο οποίος και την έβγαλε από το φρικτό κόσμο των “ιερών” ψευδαισθήσεών της!

Στο παλάτι…

Ένας δεύτερος αγγελιοφόρος έρχεται και ανακοινώνει ότι ο Πενθέας τελικά καταξεσκίστηκε με μανία από τη μητέρα του η οποία έβγαζε αφρούς από το στόμα έχοντας χάσει τα λογικά της. Μαζί της συμμετείχαν και οι άλλες μαινάδες. Η ωμή περιγραφή προκαλεί φρίκη και συμπάθεια για τον κακότυχο Πενθέα.

Στη σκηνή εμφανίζεται η Αγαύη που κρατάει πάνω σε θύρσο το κεφάλι του σκοτωμένου θριαμβολογώντας. Η Αγαύη τελικά σιγά σιγά συνέρχεται συνειδητοποιώντας την τραγική πραγματικότητα. Ακολουθεί διάλογος Αγαύης και Κάδμου που δεν είναι ολοκληρωμένος.
Στην έξοδο ο Διόνυσος, με θεϊκή επιβλητικότητα εξορίζει την Αγαύη και τις αδερφές της. Τέλος στον Κάδμο και τη γυναίκα του Αρμονία υπόσχεται ανάπαυση στο νησί των Μακάρων…

Διάδοχος του Πενθέα ορίστηκε ο θείος του Πολύδωρος, ενώ λίγο μετά το φρικτό του τέλος η σύζυγος του γέννησε ένα γιο, τον Μενοικέα του οποίου ο γιος ήταν ο Λάιος (πατέρας του Κρέοντα και της Ιοκάστης και παππούς του Οιδίποδα.

Επιπλέον στοιχεία για το έργο:

Για τον ήρωα Πενθέα θα μπορούσαμε να αρκεστούμε στην άποψη του Albin Lesky, ότι ο βασιλιάς των Θηβών ενσαρκώνει τον άνθρωπο που κρατιέται από το κοντινό, το χειροπιαστό, το άμεσα νοητό και αντιτάσσει πεισματάρικη αντίσταση στο ξύπνημα του άλογου στοιχείου. Αντίσταση η οποία στο τέλος θα είναι αυτοκαταστροφική όπως θα συμπληρώναμε.

Προέκυψαν πολλά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του έργου από τους κατοπινούς μελετητές.

Σε μία προσπάθεια προκειμένου να αποκρυπτογραφηθεί και να ερμηνευτεί το έργο υποστηρήχθηκαν δύο ακραίες απόψεις ιδιαίτερα κατά το παρελθόν :
Πρώτον ο Ευριπίδης με τους Βάκχες επιστρέφει στο θεό καθώς σε όλα τα έργα του (σε αντίθεση με του άλλους δύο μεγάλους τραγικούς) τοποθετεί τον άνθρωπο να ενεργεί μόνος του χωρίς την επιρροή των θεών. Έτσι λοιπόν στα γεράματα του μετανοεί και επιστρέφει στους θεούς.

Και Δεύτερον ο μεγάλος τραγικός παρουσιάζοντας τον Πενθέα να εμμένει στην άρνηση του να δεχθεί τον Διόνυσο και στην εχθρικότητα απέναντι στο θεό παρά τις ευκαιρίες που του παρέχονται, τον ταυτίζει με τον εαυτό του και επί της ουσίας παραμένει άθεος μέχρι τέλους.

Η σύγχρονη έρευνα και ερμηνεία κινείται προς την κατεύθυνση της υποστήριξης της θέσης ότι ο Ευριπίδης ανέκαθεν συγκλονίζονταν βαθιά από τις μυστικιστικές λατρείες και επιζητούσε επαφή μ’ αυτές. Η παραμονή του στη Μακεδονία του έδωσε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τις εκστατικές λατρείες στην πιο πρωτόγονη και γνήσια μορφή τους, πολύ διαφορετική από εκείνη που έως τότε γνώριζε στην Αττική. Έτσι λοιπόν το έργο ήταν μία προσπάθεια από μέρους του ανάπτυξης του φαινομένου των μυστικιστικών λατρειών.

Το Άπειρο Βάθος του Είναι

Η Ύπαρξη (το πιο ουσιαστικό μέρος της Ύπαρξης) είναι η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ. Έχουμε Συνείδηση ότι υπάρχουμε. Προβληματιζόμαστε κι αναζητάμε απαντήσεις για την Φύση της Ύπαρξης, τα Όριά της. Ο Μόνος Σωστός Τρόπος για να βρούμε απαντήσεις είναι να βιώσουμε την Ύπαρξη κι όχι μέσα από διδασκαλίες, θεωρίες, σκέψεις (όλα αυτά είναι μετα-ερμηνείες). Βιώνουμε την Ύπαρξη όταν απορρίπτουμε τις δευτερεύουσες δραστηριότητες της ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ. Τότε μόνο μπορούμε να έχουμε Καθαρή Αντίληψη και μπορούμε να νοιώσουμε το ΑΠΕΙΡΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ.

Τον περασμένο αιώνα οι υπαρξιστές φιλόσοφοι ξεκινώντας από την Παρούσα Συνείδηση (για τον Χάιντεγκερ Da-Sein, «εδώ είναι», «εδώ συνείδηση»), απορρίπτοντας όλες τις επιφανειακές εκδηλώσεις της Ύπαρξης έφτασαν στην Βίωση της Συνείδησης, του Καθαρού Είναι (για τον Xάιντεγκερ Sein ή Sein διαγραμμένο, Είναι και Μη-Είναι).

Το Είναι (ή Μη-Είναι) των υπαρξιστών για πολλούς είναι ο Θεός ή η Ύστατη Πραγματικότητα (που μπορούμε να την δούμε και αρνητικά σαν «Μηδέν»). Πάντως η ερμηνεία του Χάιντεγκερ είναι διφορούμενη. Το Είναι μπορεί να είναι το Πλήρες Είναι ή το Μη-Είναι, σαν το χωρίς ιδιότητες. Η δυσκολία δεν οφείλεται στο Είναι αλλά στην δική μας αδυναμία να αντιληφθούμε, είναι δηλαδή ερμηνευτικό το πρόβλημα.

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ Είναι για Πάντα Αυτό που Είναι. Δεν αλλοιώνεται, δεν αυξάνεται, δεν μειώνεται. Δεν υπάρχει παρά μία συγκέντρωση σε μία δραστηριότητα, σε ένα σύνολο από αντιλήψεις και συμπεριφορές που μας «βάζει» σε ένα κύκλο ζωής, μέσα στα σύμπαντα, αόρατα και ορατά. Όλα αυτά όμως συμβαίνουν σε ένα φαντασιακό χώρο (που μόνο από την ατελή συνείδηση θεωρείται πραγματικότητα). Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε πτώση, ούτε λύτρωση, ούτε τίποτα. Όλα συμβαίνουν στον φαντασιακό χώρο και οι δραστηριότητες όλες και οι διαλογιστικές πρακτικές συμβαίνουν στον φαντασιακό χώρο. Το μόνο που υφίσταται είναι η συνειδητοποίηση ότι όλα αυτά είναι ψεύτικα, («ψεύτικα», όχι ανύπαρκτα – θα το εξηγήσουμε αυτό εν καιρώ). Διαλογισμός είναι το σταμάτημα όλης αυτής της μάταιης δραστηριότητας.

Η διατύπωση μίας απορίας, μίας ερώτησης, προϋποθέτει ήδη μία κοσμοαντίληψη, ένα λογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αρθρώνεται ο λόγος, η ερώτηση. Πολλές φορές οι απορίες που διατυπώνονται από τον άνθρωπο είναι λανθασμένες, οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα και θεμελιώνουν την ζωή και την δράση σε όχι στέρεες βάσεις. Γιατί όμως διατυπώνονται απορίες με λάθος τρόπο; Επειδή το κοσμοθεωρητικό πλαίσιο είναι εσφαλμένο ο λόγος είναι αδύναμος και η λογική συνέπεια είναι όχι πραγματική αλλά τυπολογική. Απορία, ερώτηση που κάνουν οι άνθρωποι χιλιάδες χρόνια: Υπάρχει Θεός; Τι Είναι Θεός; Πως Τον γνωρίζουμε; πως Τον προσεγγίζουμε; Με αφετηρία αυτή την απορία έχουν δημιουργηθεί θρησκείες, συστήματα, φιλοσοφίες κι έχουν γραφτεί εκατοντάδες χιλιάδες τόμοι. Κι όμως είναι μία λανθασμένη ερώτηση που ξεκινά από μία λανθασμένη αντίληψη, τοποθέτηση. Έτσι όλα είναι στον αέρα, ιστορία, θρησκείες, φιλοσοφίες, δραστηριότητες, είναι όλα διανοητικά σκουπίδια. Γιατί; Ιδού γιατί: Ξεκινάμε από την λανθασμένη αντίληψη ότι το ΕΙΝΑΙ Είναι Κάτι, Κάτι έξω από εμάς, ένα Αντικείμενο που μπορούμε να γνωρίσουμε, ίσως με την διαίσθηση, τις διανοητικές ενέργειες, ή ενδεχομένως με την αίσθηση. Αλλά όμως το ΕΙΝΑΙ δεν είναι Κάτι Είναι το ΕΙΝΑΙ, η Πηγή του Είναι. Εμείς οι ίδιοι (σαν Συνείδηση, Συνείδηση της Ύπαρξης, του «Είναι») ανήκουμε στο ΕΙΝΑΙ. Για να προσεγγίσουμε λοιπόν το ΕΙΝΑΙ πρέπει να το κάνουμε μέσα από την Βίωση του ΕΙΝΑΙ κι όχι θεωρώντας το ΕΙΝΑΙ απέναντί μας, ένα Αντικείμενο. Η θεώρηση του ΕΙΝΑΙ σαν Κάτι έξω από εμάς, από το Είναι μας, από το ΕΙΝΑΙ, είναι η χειρότερη ειδωλολατρία.

Για να προσεγγίσουμε το ΕΙΝΑΙ πρέπει να το κάνουμε λοιπόν μέσω του ΕΙΝΑΙ που Είμαστε. Το ΕΙΝΑΙ, η Συνείδηση του Είναι, η Συνείδηση, πρέπει να καθαρισθεί από όλες τις διανοητικές παρερμηνείες, από όλες τις διανοητικές δραστηριότητες, για να Αποκαλυφθεί το ΕΙΝΑΙ. Μία τέτοια τοποθέτηση που θεωρεί το ΕΙΝΑΙ σαν το Υπερσύνολο του «όποιου είναι είμαστε» και το προσεγγίζουμε μέσα από την Βίωση του ΕΙΝΑΙ, είναι τελείως διαφορετική από την άλλη αντίληψη, από την αντίληψη που θεωρεί ότι το ΕΙΝΑΙ Είναι έξω από εμάς κι οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα και θεμελιώνει την ζωή και την δραστηριότητα σε άλλες βάσεις. Μας κατευθύνει στην Βίωση του ΕΙΝΑΙ, της Ύπαρξης, σε μία εσωτερική αντίληψη κι όχι σε μία εξωτερική δραστηριότητα. Θέτει εξαρχής την Σχέση μας με το ΕΙΝΑΙ, τον Προορισμό μας, την Ολοκλήρωσή μας.

Περισσότερο λοιπόν χρήσιμο από το να διατυπώνουμε απορίες και να δίνουμε απαντήσεις πάνω στις οποίες θεμελιώνουμε την Ύπαρξή μας είναι να δούμε από ποια θεωρητική βάση ξεκινάμε. Η αντίληψη που συνδέει το Είναι μας με το ΕΙΝΑΙ και μας κατευθύνει στην εσωτερική ζωή είναι σαφώς πιο ισχυρή λογικά. Ενώ η αντίληψη που ξεκινά από μία μικρή, αδύναμη, αμαθή, συνείδηση που τα αντιλαμβάνεται όλα έξω από τον εαυτό της είναι ανώριμη κι ανήκει σε παρωχημένες εποχές. Δυστυχώς όμως η ανθρωπότητα αντιλαμβάνεται την Ύπαρξη εντελώς επιπόλαια.

Η απάθεια του θεατή: Από το να "παρευρίσκεσαι" στο να "συμπαραστέκεσαι"

Αυτό το άρθρο έχει ως σκοπό να δώσει βασικές και χρήσιμες πληροφορίες σε όσους ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για το κοινωνικό και ψυχολογικό φαινόμενο που οι κοινωνικοί ψυχολόγοι ονομάζουν και είναι γνωστό ως ‘απάθεια του θεατή’. Έτυχε ποτέ να ακούσεις ιστορίες π.χ. για την αδιαφορία που μπορεί να δείχνουν πολλοί περαστικοί σε έναν πολυσύχναστο δρόμο σε έναν άνθρωπο που μόλις έπεσε στο πεζοδρόμιο;

Ή για την ομήγυρη που δημιουργείται γύρω από έναν τσακωμό στο δρόμο ή γύρω από ένα ατύχημα όπου οι άνθρωποι παρακολουθούν τι συμβαίνει αλλά κανείς δεν φαίνεται να επεμβαίνει ή ακόμα να καλεί έγκαιρα σε βοήθεια; Έχεις ίσως ποτέ εσύ ο/η ίδιος βρεθεί σε μια τέτοια θέση θεατή αναρωτώμενος/η μετά αν θα μπορούσες να είχες κάνει κάτι;

Τι είναι η Απάθεια του Θεατή;

Είναι το κοινωνικό και ψυχολογικό φαινόμενο του να μην παρεμβαίνει ένας άνθρωπος ή ομάδα ανθρώπων σε μια κατάσταση όπου κάποιος άλλος ή άλλοι άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια. Έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχει η τάση ένας άνθρωπος όταν είναι μόνος του να τείνει να βοηθήσει περισσότερο από το όταν βρίσκεται μέσα σε μια ομάδα ανθρώπων.

Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι μπορεί να συμβαίνει αυτό;

Μερικά παραδείγματα:

Απάθεια του Θεατή είναι το να αφήσεις ένα φίλο να οδηγήσει μεθυσμένος. Απάθεια του Θεατή, επίσης, είναι να μην αντιμετωπίσεις ή να μη βοηθήσεις ένα συνάδελφο που βλέπεις ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί καλά στη δουλειά του λόγω αρνητικού στρες, υπερκόπωσης ή κάποιου είδους εξάρτησης.

Απάθεια του θεατή είναι όταν ένας εκπαιδευτικός αδιαφορεί για τον όλο και πιο απόμακρο μαθητή που βλέπει καθημερινά στην τάξη του.

Ένα από τα κύρια κίνητρα που προτείνουν οι κοινωνιολόγοι ότι διαμορφώνουν το φαινόμενο της απάθειας του θεατή είναι η διασκόρπιση της ευθύνης – δηλαδή ότι ‘ο καθένας’ ελπίζει ότι ‘ο άλλος’ θα κάνει το πρώτο βήμα και θα επέμβει στην κατάσταση κι έτσι θα αποφύγει τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η επέμβασή του.

Όταν σε μια ομάδα ανθρώπων κανένας δεν επεμβαίνει από την ομάδα τότε το να είσαι μέλος αυτής της ομάδας αποτελεί δικαιολογία για να τη μη – επέμβαση. Έτσι μειώνονται οι πιθανότητες να φορτωθεί κάποιος τις ευθύνες των (αρνητικών) αποτελεσμάτων.

Ποιος είναι ο θεατής (ή παρατυχών);

Ο θεατής (ή παρατυχών) είναι η ονομασία που δίνεται σε έναν άνθρωπο, που δεν επεμβαίνει ενεργά σε μια κατάσταση, όπου κάποιος άλλος χρειάζεται βοήθεια. Εξ ορισμού, λοιπόν, οποιοσδήποτε επεμβαίνει ενεργά σε μια κρίσιμη κατάσταση δεν είναι θεατής.

Φυσικά, οι άνθρωποι μπορεί να επέμβουν για καλό ή κακό λόγο - το ανθρώπινο κίνητρο μπορεί να είναι ανακατεμένο.

‘Δεν θέλω ν’ ανακατευτώ’

Παρακάτω αναφέρω μερικά από τα πιο συνηθισμένα ‘σλόγκαν’ που χρησιμοποιούνται όταν κάποιος παίρνει το ρόλο του ‘θεατή’:

Δεν είναι η δουλειά μου.

Θέλω να παραμείνω ουδέτερος.

Δεν θέλω να ταράξω τα νερά.

Δεν θέλω να την ξαναπατήσω.

Απλά ακολουθώ εντολές.

Η κατηγορία του θύματος (φταίνε τα θύματα που έφεραν τον εαυτό του σε αυτή τη θέση).

Η βοήθειά μου δεν θα προσφέρει τίποτα.

Η κάθε μια από αυτές τις προτάσεις έχει να κάνει με τον λόγο για τον οποίο κάποιος επιλέγει να μην επέμβει σε μια κατάσταση. Όμως, αν είσαι παρών είσαι ήδη αναμεμιγμένος! Δεν συμβαίνει το ίδιο όταν π.χ. παρακολουθείς τηλεόραση.

Όταν, όμως, παρακολουθείς γεγονότα που εκτυλίσσονται μπροστά σου, πώς γίνεται - από τη στιγμή που είσαι παρών/ουσα - να μην υπάρχεις; Ο ψυχολόγος Mark Tyrell αναφέρει: ‘Φαίνεται ότι αρκετοί άνθρωποι θα ριψοκινδύνευαν ακόμα και το να πεθάνει ένας συνάνθρωπός τους παρά να πάνε αντίθετα στο ρεύμα της πλειονότητας – δηλ. στο να δράσουν εκείνη την ώρα διαφορετικά από τους περισσότερους γύρω τους.’

Τι θα γινόταν άραγε αν οι άνθρωποι μιλούσαν ανοιχτά ή δρούσαν ενεργά νωρίτερα; Αν, κατά το δυνατόν, προσπαθούσαν περισσότερο να προλαμβάνουν παρά να σπεύδουν εκ των υστέρων να αντιμετωπίζουν τα δυσάρεστα αλλά κάποιες φορές ίσως και προβλέψιμα αποτελέσματα;

Ήξερες ότι:

Μία από τις πιο ανησυχητικές συνέπειες της συναισθηματικά υπερφορτισμένης πληροφόρησης είναι η ‘απευαισθητοποίηση’. Ότι δηλαδή ‘όταν οι άνθρωποι εκτίθενται υπερβολικά σε υλικό που προκαλεί φόβο και ανησυχία, τότε έχουν την τάση να απευαισθητοποιούνται, να ξεχνούν ή να μην αισθάνονται πια τόσο βιασμένοι, ώστε να είναι εχθρικοί και μη-δεκτικοί απέναντι σε ολόκληρο το μήνυμα’ (Rogers Macy, 1983). Aυτό φαίνεται να οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερο κυνισμό και ανοχή αισχρών πράξεων.

Μια από τις πρώτες ασκήσεις σε υποψήφιους βασανιστές στην Ελλάδα ήταν να εξασκηθούν στην ‘Aπάθεια του Θεατή’ (Χαρίτου-Φατούρου, 1983).

Ακόμα και μόνο η παρουσία ενός τρίτου προσώπου μπορεί να μειώσει την πιθανότητα ή ακόμα και να σταματήσει κάποιον που έχει την πρόθεση να σε απειλήσει ή να σου επιτεθεί.

Μειώνοντας τις πιθανότητες να συμπεριφερθείς με την απάθεια του θεατή

Έχει βρεθεί ότι οι άνθρωποι που γνωρίζουν για το φαινόμενο της απάθειας του θεατή έχουν λιγότερες πιθανότητες να γίνουν απαθείς θεατές και είναι πιο προστατευμένοι από το φαινόμενο αυτό σε σχέση με όσους δεν το γνωρίζουν.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια θα ήταν εύλογο να αναρωτηθεί κανείς, μήπως χρειάζεται να μάθουμε περισσότερα για τον εαυτό μας και για το πώς μπορούμε να συνυπάρχουμε καλύτερα με τους συνανθρώπους μας; Μήπως δεν είναι και τόσο ρεαλιστικό να υποθέτουμε ότι η δική μας συμπεριφορά είναι πάντα μόνο δική μας και δεν επηρεάζει τους άλλους; Κάποιος είχε πει ότι 'Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις', με άλλα λόγια η πρόθεση χωρίς δράση-όπως π.χ. στην περίπτωση της Catherine Genovese - φαίνεται να είναι κάτι παραπάνω από άχρηστη.

Το να συμπαρασταθείς ή να βοηθήσεις ενεργά σε μια κατάσταση δεν σημαίνει πάντα ότι χρειάζεται μια δραστική ή ηρωική πράξη. Μπορεί να έχει πολλές μορφές. Επίσης, κάποιες φορές μπορεί να μην είναι εύκολη υπόθεση, να αποτελεί δίλημμα.

Εσύ μόνο ξέρεις και είναι δική σου απόφαση για το πώς θα επιλέξεις να πράξεις ή όχι. Όποια κι αν είναι πάντως η απόφασή σου, μπορεί να έχει κάποια σημασία καθώς όλα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους:

Γεννιόμαστε λόγω μιας σχέσης, τρεφόμαστε μέσα σε σχέσεις, εκπαιδευόμαστε μέσα σε σχέσεις. Εκπροσωπούμε κάθε βιολογική και κοινωνική σχέση των προγόνων μας καθώς υπάρχουμε και αλληλοεπιδρούμε μέσα σ’ αυτό το χώρο που ονομάζουμε 'κοινωνία'

Αιγυπτιακή Μαγεία: Η Μυστηριώδης Αρχαία Αίγυπτος

Για πάνω από 3000 χρόνια, οι αξιωματούχοι του Ραμσή Β΄ταξίδεψαν για να επισκεφθούν το αρχαίο παρελθόν τους, και για να ξανανιώσουν την Αιγυπτιακή Μαγεία στέκονταν μπροστά στις πυραμίδες της Γκίζας που ήταν ήδη 100 ετών.

Για όλα αυτά τα χρόνια οι πλημμύρες του Νείλου εξαφάνιζαν σταδιακά έναν από τους πιο μεγαλειώδεις πολιτισμούς που γνώρισε ο κόσμος. Από τις αρχές του 6ου Αιώνα Π.Χ, οι Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι ταξίδευαν στην μακρινή Αίγυπτο για να ανακαλύψουν τα μυστήρια του Πολιτισμού αλλά και να ανταλλάξουν Φιλοσοφικές Κοσμοθεωρίες, αφήνοντας πίσω καταγραφές των ταξιδιών τους που ήταν γεμάτες πληροφορίες για την αλληλεπίδραση αυτή. Συχνά οι Φιλόσοφοι της πατρίδας μας αντάλλασσαν πολιτισμικές και φιλοσοφικές παραδόσεις με τους Αιγύπτιους.

Όμως ακόμα και αυτοί οι μεγαλειώδεις Πολιτισμοί όπως ο Ελληνικός και ο Αιγυπτιακός δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν από τις μεταβολές που έφερνε η ανέγερση του Χριστιανισμού. Έτσι, οι Αιγύπτιοι Χριστιανοί σταδιακά μετάλλασσαν το Μυσταγωγικό και Φιλοσοφικό υπόβαθρο της Αιγύπτου, απενεργοποιώντας ουσιαστικά τους Παγανιστικούς Ναούς και τα Μαγικά τελετουργικά που λάμβαναν χώρα στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι με την άνοδο των νέων Θρησκειών που αναδύονταν στους κοντινούς πολιτισμούς όπως ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, οι Σφίγγές θάφτηκαν κάτω από την άμμο, και η λάμψη του Αρχαίου Αιγυπτιακού Πολιτισμού θαβόταν σιγά σιγά από τον άνεμο της θρησκευτικής αλλαγής.

Η Αιγυπτιακή Μαγεία και τα Μυστήρια της Αιγύπτου

Όσοι έχουν μελετήσει λίγο το έργο του Κίρχερ, που θεωρούσε ότι η Αίγυπτος υπήρξε ο τόπος ενός μεγάλου πολιτισμού πριν τον Κατακλυσμό όπου άρχισε η εξέλιξη της ιστορίας του Χριστιανισμού, διαπιστώνουν πως ίσως η Αρχαία Αίγυπτος ήταν ένας Τόπος αληθινής Μαγείας και Μυστηρίου. Οι Βιβλικές αναφορές στην χώρα ανέφεραν μία περιοχή, ο άρχοντας της οποίας δεχόταν προφητικά όνειρα, και οι μάγοι της μπορούσαν να αναπαράγουν τα Θεϊκά θαύματα με τις μαγικές τους πράξεις. Ο Μέγας Αλέξανδρος χρίστηκε Βασιλέας από τον προφήτη της Σίβα στην Αίγυπτο, κάτι που τον έκανε να θέλει να θαφτεί εκεί παρά στην γενέτειρά του. Ο Αυτοκράτορας Ανδριανός ταξίδευε συνεχώς στην Αίγυπτο όπου γνώρισε τους Μάγους της και εντυπωσιάστηκε από τις πράξεις τους.

H Αρχιτεκτονική της Αιγύπτου βοήθησε επίσης σε αυτή την Μυστηριακή αύρα. Οι Ρωμαίοι είχαν επηρεαστεί τόσο από τα Αιγυπτιακά μνημεία, που επέστρεφαν στην Ρώμη με Οβελίσκους, αγάλματα και άλλα τιμαλφή, τοποθετώντας τα μάλιστα σε ένα τοπίο κατασκευασμένο σαν τον Νείλο, ή δίπλα σε κατασκευασμένους πυραμιδοειδείς τύμβους. Η Έλλειψη γνώσης σχετικά με τον σκοπό ύπαρξης αλλά και την Αρχιτεκτονική κτιρίων όπως οι πυραμίδες αλλά και της Σφίγγας εισχωρούσε και εξίταρε την φαντασία των Ευρωπαίων.

Ένα άλλο δεδομένο που εδραίωσε την Αίγυπτο ως τόπο μαγείας και Μυστηρίου ήταν η τελετουργική φύση του Πολιτισμού της με τα άπειρα μυστικά Σοφίας. Η Βίβλος αναφέρει πως ο Μωυσής διδάχθηκε μέσα στην Σοφία της Αιγύπτου και πως ο Σολωμόντας αφού γνώρισε την Αιγυπτιακή Μαγεία έγινε ο Σοφότερος άνθρωπος επί Γης. Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι και Μύστες όπως ο Σόλων, ο Πυθαγόρας και ο Πλάτωνας είχαν εισαχθεί στα Μυστήρια της Αιγύπτου. Ο Ηρόδοτος έγραφε για τα Μυστήρια που κατείχαν οι Αιγύπτοιοι, Μυστήρια που δεν είχε την δικαιοδοσία να μεταλαμπαδεύσει…

Τα Ιερογλυφικά και η «Μαγική» φύση της Αιγύπτου

Αρκετοί λόγιοι έχουν απορρίψει την υπόνοια πως τα Ιερογλυφικά ήταν μία πρωτόγονη και προκατηλλειμένη μορφή γραφής, αφού αρκετός σεβασμός και αίγλη για τον μυστηριώδη Αιγυπτιακό Πολιτισμό προήλθε από το αρχαίο αυτό Σύστημα. Ώσπου να αποκρυπτογραφηθούν στα μέσα του 19ου Αιώνα, τα Ιερογλυφικά ήταν ένα θολό τοπίο σπέκουλας και διαφόρων αντιλήψεων αφού ο συμβολισμός τους έδινε αυτό το πάτημα σε όσους τα ερεύνησαν. Αρκετές επιγραφές εμπεριείχαν επίσης «Κρυπτογραφική» Γραφή, και επειδή τα γράμματα ήταν κατ’ ουσία εικόνες, χρησιμοποιούνταν ως στοιχεία στην Αιγυπτιακή Μαγεία για μεταβιβάσουν την σημασία και τον Συμβολισμό. Οι Ευρωπαίοι είχαν υιοθετήσει τα Ιερογλυφικά ως την μέθοδο της μεταβίβασης Μεγάλης κρυμμένης Γνώσης. Ως το 1422 γνώριζαν για τις γραφές του Ωραπόλλων, ενός Αλεξανδριανού Λόγιου που έζησε τον 5ο Αιώνα, ο οποίος έγραψε την Ελληνική πραγματεία του «Ιερογλυφικά» και πίστευε πως πίσω από κάθε αιγυπτιακό Ιερογλυφικό υπήρχε ένας αριθμός συμβόλων και εννοιών και όχι μονάχα ένα σύμβολο και μία έννοια. Οι Ευρωπαίοι Λόγιοι όπως ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε είχαν εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από την γραφή, που ζωγράφιζαν αντικείμενα καθημερινής χρήσης με Αιγυπτιακές Μυστηριακές σκηνές και Ιερογλυφικά.

Ο Ignaz von Born, Ελευθεροτέκτονας και σεβαστός Βιεννέζος Επιστήμονας δημοσίευσε μία σημαντική Εργασία το 1784 με τίτλο «Περί Αιγυπτιακών Μυστηρίων» (Ueber die Mysterien der Aegyptier).

Μέσα σε αυτή την εργασία διαπιστώνουμε πως η Αιγυπτιακή Μαγεία και ο Αιγυπτιακός πολιτισμός ήταν τόσο μεγάλος που δεν γινόταν να μην επηρεάσει την Ευρώπη σε κάθε της έκφανση, αφού επικρατούσε η πεποίθηση πως μέσα στον Πολιτισμό της κρύβονταν τα μεγαλύτερα κοσμικά μυστικά. Έστω και αν αρκετοί ερευνητές κατανόησαν αυτά τα μυστικά, οι περισσότεροι ένιωσαν πως σύντομα αυτά τα μυστήρια θα αποκαλύπτονταν. Σαφώς υπήρχαν και Σκεπτικιστές, όμως οι Φιλόσοφοι που ερεύνησαν την Μαγική Αίγυπτο θεωρούσαν πως όταν τα μυητικά στάδια αποκατασταθούν, και κατανοηθεί πλήρως ο βαθύτερος συμβολισμός που κρύβεται στα Ιερογλυφικά, τότε η Ανθρωπότητα θα έφτανε σε ένα ανώτερο Στάδιο Συνειδητότητας. Και πρόκειται για μία εντύπωση που υπάρχει ακόμη και σήμερα σε εκείνους που αναζητούν τις διαδικασίες Μύησης σε πνευματικές παραδόσης Μεγάλων Πολιτισμών όπως η Αίγυπτος, αφού η αύρα της Σοφίας και του Μυστηρίου που καλύπτει αυτούς τους Πολιτισμούς – όπως άλλωστε ήταν και ο δικός μας – μεταφέρεται ακόμη και στον απομακρυσμένο από τις πνευματικές παραδόσεις εκσυγχρονισμένο κόσμο μας.

Όταν όλα μοιάζουν δύσκολα

Πόσες φορές έχει συμβεί να βρισκόμαστε στο κέντρο των προβλημάτων, μια συναισθηματικής καταιγίδας και νιώθουμε ανήμποροι να διαχειριστούμε την κατάσταση. Μερικές φορές αναρωτιόμαστε γιατί να συμβεί αυτό σε μας και παραπονιόμαστε ολοένα και περισσότερο ότι η Ζωή είναι άδικη μαζί μας και ότι μας κατατρέχει.

Αυτό συμβαίνει γιατί συνήθως βλέπουμε το δέντρο και όχι ολόκληρο το δάσος…

Γιατί έχουμε περιορισμένη εικόνα γι΄ αυτό που μας συμβαίνει κάθε φορά και η ματιά μας είναι τυφλωμένη από τα συναισθήματα…

Γιατί δεν έχουμε τη δυνατότητα να κοιτάξουμε την κατάσταση συνολικά και να δούμε τις προοπτικές που μας ανοίγονται σε βάθος χρόνου…

Η Ύπαρξη γνωρίζει και φέρνει στη ζωή μας εκείνα τα ¨εμπόδια¨ που θα μας ωριμάσουν και θα μας κάνουν να δούμε τους άλλους, τον εαυτό μας, με άλλα ¨μάτια¨.

Ακριβώς όπως ένα φυτό για να αναπτυχθεί, να ωριμάσει και να μοιράσει τους ανθούς και τους καρπούς του χρειάζεται τη γη, τον ήλιο, τον αέρα, τη βροχή… όλες τις καιρικές καταστάσεις… ακριβώς έτσι και εμείς, χρειαζόμαστε όλες τις προκλήσεις της ζωής για να μεστώσουμε συναισθηματικά και να αναπτυχθούμε πνευματικά.

Και πριν προλάβεις να αρχίσεις τα: Μιλάς εκ του ασφαλούς, εσύ δεν ξέρεις τι περνώ εγώ… κοίταξε λίγο πίσω στο χρόνο… τότε που όλα τα εμπόδια σου φαινόταν αξεπέραστα… Τι έγινε τελικά; τα κατάφερες; Βρήκες πιο δυνατός άνθρωπος μέσα από όλη αυτή τη δοκιμασία;

Τι δώρα σου έφερε αυτή η εμπειρία; Ποια δύναμη ανακάλυψες μέσα σου που πίστευες ότι δεν υπάρχει; Με ποιο τρόπο ωρίμασες; Τι διαφορετικό υπάρχει τώρα μέσα στη ματιά σου, αντικρίζοντας τους άλλους, Εσένα;

Κι αν μου πεις ότι τίποτα δεν άλλαξε, ότι ακόμα νιώθεις κλειδωμένος, ανήμπορος/η να διαχειριστείς τις καταστάσεις, το μυαλό και τα συναισθήματα σου τότε ένα έχω να σου πω: Είσαι ακόμα μέσα στη δοκιμασία…

Χαλάρωσε και εμπιστεύσου την Ύπαρξη, την Ζωή…

Εκμεταλλεύσου αυτήν την κατάσταση και δες εσένα… δες συνολικά ποιος/α είσαι, συνειδητοποίησε τον επαναλαμβανόμενο τρόπο αντίληψης και συμπεριφοράς που εκδηλώνεις και τι κερδίζεις μέσα από αυτόν…

Συνειδητοποίησε ποιες είναι οι ανάγκες σου, οι επιθυμίες σου, με ποιο τρόπο βάζεις όρια, αν βάζεις όρια, πόσο μεγάλη σημασία έχει για σένα η γνώμη των άλλων, αν ζεις τη ζωή που επιθυμείς ή ζεις προσπαθώντας να ικανοποιήσεις τις ανάγκες των άλλων και τι κρύβεται μέσα από αυτή την συμπεριφορά; Πόσο θυμώνεις με αυτό ή πόσο παγωμένα είναι τα συναισθήματά σου και απλά αφήνεις τον χρόνο να σε προσπερνά… Ποια πληγή κοχλάζει μέσα σου σαν ηφαίστειο και εσύ επιμένεις να μην βλέπεις, να μην ακούς, να μην νιώθεις γιατί πιστεύεις πως ότι δεν αντικρίζεις, δεν υπάρχει… Κι όσο την προσπερνάς, όσο την καταχωνιάζεις αυτή πυρακτώνεται… μεγεθύνεται και σε εξουσιάζει…

Μην κοιτάς τους άλλους… Κοίτα εσένα…
Δώσε χρόνο σε σένα…
Ελευθέρωσε όλο το δυναμικό που υπάρχει μέσα σου και σύντομα θα ανακαλύψεις ότι ο φόβος μπορεί να γίνει Αγάπη… ο θυμός, Συμπόνια… και ο έλεγχος, τα πρέπει, Ελευθερία…

Το ζήτημα είναι τι θέλεις να δεις, τι θέλεις να αλλάξεις, να μετασχηματίσεις… Γιατί όσο κι αν αντιστέκεσαι στην αλλαγή σου, όσο κι αν αρνείσαι να ανοίξεις τους εσωτερικούς σου ορίζοντες, θέλεις δεν θέλεις, θα έρθει η μεγάλη δασκάλα, η Ζωή και θα ανοίξει για σένα τους ασκούς του Αιόλου για να σε κάνει να μάθεις με τον εύκολο ή με τον δύσκολο τρόπο…

Κολλήσαμε στα ασήμαντα

Κολλήσαμε στα ασήμαντα κι ας είναι όλα γύρω μας σημαντικά. Βρήκαμε τα μηδαμινά και τα αγκαλιάσαμε. Γεννιόμαστε ελεύθεροι, λίγα λεπτά μετά μας φορτώνουν ένα κάρο υποχρεώσεις να φέρουμε εις πέρας.

Ασήμαντα δημιουργήματα του ανθρώπου, της ματαιότητάς του.

Πως να ‘χεις όρεξη; Πώς να ζεις τη στιγμή, όταν σου ‘μάθαν να ξεπουλάς τον εαυτό σου, τις επιθυμίες σου και ότι αγαπάς;

Πώς να ‘σαι δημιουργικός μέσα στην αυτο-καταπίεσή σου για να φαίνεσαι σωστός, για να τα βγάλεις πέρα;

Δε πρέπει να εκφράζεσαι, να ‘σαι τρωτός δε πρέπει. Σου ‘βάλαν τρία σακιά στη πλάτη «ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΤΣΙ»!

Περπατάς σκυφτός, περιφέρεσαι. Προσπαθείς να κρύψεις αυτό που είσαι, προσπαθείς να γεμίσεις τα τσουβάλια αντί να τα αδειάσεις.

Θες να μαζέψεις για αύριο, να μαζέψεις για όταν χρειαστείς. Θες να ‘σαι σίγουρος! Σίγουρος πως θα ‘χεις σταθερότητες. Σταθερή αποδοχή, ανθρώπινες σχέσεις, υπόληψη, εισόδημα.

Τι και αν κάθε δευτερόλεπτο παίζεται κορώνα-γράμματα μεταξύ ζωής-θανάτου.

Ονειρεύεσαι την ώρα της πληρωμής, όταν θα δείξεις όσα μάζευες, όταν θα σταματήσεις να κοπιάζεις!
Αυτή όμως δε θα ΄ρθει, βλέπεις την τακτοποίησες ήδη, την ξόφλησες! Έδωσες! Όσο καιρό μάζευες, έδινες εσένα, τον χρόνο σου, τη μοναδικότητά σου.

Δεν έχεις να θυμάσαι πέρα από ασήμαντα, διαδικαστικά, ανθρώπινες ανάγκες, απωθημένα, προδοσίες, χαμένες ευκαιρίες.

Κι αυτά που μάζευες δε μπορούν να σου ‘πουν ένα ψέμα, μόνο αλήθειες.

Πως άξιζε να δώσεις μια ευκαιρία σε αυτό που κρύβεις μέσα σου να ανθίσει, ν’ αναπνεύσει!

Έπρεπε να πετάξεις τη μάσκα!

Άξιζε να παραδοθείς σε όσα ταρακουνούσαν τη ψυχή σου.

Έπρεπε να φτύσεις κατάμουτρα τον έλεγχο προς τη ζωή, τους άλλους, εσένα.

Με τα ασήμαντα γρήγορα περνάει ο χρόνος. Με τους εγωισμούς, τις κακίες, την πικρία, τα κόμπλεξ, τη βαρεμάρα, τη δηθενιά μένουμε ακίνητοι. Μένουμε στην άγνοια, δε κάνουμε την υπέρβαση από φόβο στην αγάπη. Μένουμε στο εγώ μας μόνοι, περιμένοντας τον θάνατο, προσπαθώντας να τον ξεγελάσουμε.

Δε δεχόμαστε πως θα πεθάνουμε, μα δεχόμαστε το ότι επιλέγουμε πως δε θα ζήσουμε. Υποτίθεται πως διψάμε για αθανασία. Όμως πως ξέρουμε τι είναι η αθανασία; Τι και αν η αθανασία είναι το τώρα; Τι και αν την έχουμε και την κλωτσάμε;

Άσε τα ασήμαντα, μη τα πιστεύεις! Κανείς δε ξέρει πως πρέπει να είσαι, τι πρέπει να κάνεις ή να έχεις. Όμως εσύ πρέπει να ξέρεις πως έχεις δικαίωμα στη ζωή. Έχεις δικαίωμα απλώς να είσαι, να εκφράσεις τη μοναδικότητα της ύπαρξης σου. Να πατάς τα πόδια σου στο έδαφος ξέροντας πως είσαι, τώρα είσαι αθάνατος!

Είσαι η θάλασσα και παριστάνεις τη σταγόνα γιατί έτσι προστάζει η μόδα και πονάς.
Πονάς που δεν είσαι μια μικρή σταγόνα! Δεν είναι ανέκδοτο;

Χαμογέλα, γιατί είσαι όλες οι σταγόνες μαζί. Δεν υπάρχει διαχωρισμός.
Χαμογέλα, γιατί είσαι ελεύθερος.

Σταμάτα να το παίζεις μια σταγόνα φυλακισμένη στο ποτήρι, βρε, όλοι ποθούν μια θάλασσα…

Μαγκιά είναι...

Μαγκιά είναι να αγαπάς αληθινά… Αληθινά σημαίνει να κάνεις τα λόγια σου πράξη, να ψάχνεις τρόπο να βλέπεις τον άλλον να χαμογελά εξαιτίας σου κι όχι να κλαίει για σένα.

Μαγκιά είναι να προσφέρεις ότι μπορείς, χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα… ούτως η άλλως αυτός που θα το λάβει αν όντως σ αγαπάει θα βρει τρόπο να στο προσφέρει πίσω με όποιο τρόπο μπορέσει.

Μαγκιά είναι να μην εγκαταλείπεις τον άλλον στα δύσκολα και να του απλώνεις το χέρι όταν σε χρειάζεται. Αν είσαι δίπλα του μόνο στα εύκολα, δεν χρειάζεται να είσαι καθόλου.

Μαγκιά είναι να παλεύεις, να δουλεύεις, να αγωνίζεσαι για όποιον αγαπάς. Αγάπη στα λόγια δεν υφίσταται.

Μαγκιά είναι να μην χειροδικείς, να μην βλαστημάς πιο αδύναμους από σένα. Τα επιχειρήματα των πράξεων σου είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως έχεις δίκιο.

Μαγκιά είναι να τηλεφωνείς, να επικοινωνείς με ανθρώπους που υπήρξαν στην ζωή σου και σου έκαναν καλό ακόμα και αν για οποιοδήποτε λόγο απομακρυνθήκατε.

Μαγκιά είναι να πραγματοποιείς ότι υπόσχεσαι. Αν νιώθεις ότι δεν μπορείς μην το πεις καθόλου. Η εμπιστοσύνη βασίζεται στον λόγο των πράξεων σου.

Μαγκιά δεν είναι να κλέψεις για να επιβιώσεις. Μαγκιά είναι να επιβιώνεις αγωνιζόμενος με κάθε τρόπο.

Μαγκιά είναι να μην κρίνεις αυστηρά το διπλανό σου. Δεν ξέρεις ποιο δρόμο περπάτησε. Δώσε του έστω μια ευκαιρία να τον καταλάβεις.

Μαγκιά είναι να μην είσαι φαταούλας. Αν σου περισσεύει ένα κομμάτι ψωμί πρόσφερε το σε κάποιον που πεινάει. Οι χορτασμένοι ξεχνούν δρόμους που δεν περπάτησαν ή που τους πέρασαν αλώβητοι.

Μαγκιά είναι να συμπαραστέκεσαι στον άλλον, ίσως μεθαύριο βρεθείς στην θέση του.

Μαγκιά είναι να μην επιδεικνύεις τα πτυχία σου, η τα οποιαδήποτε προσόντα σου. Οι μορφωμένοι άνθρωποι δεν κρίνονται από το πόσα γράμματα έμαθαν, αλλά από το πώς μιλάνε και φέρονται χωρίς να ταπεινώνουν τον άλλον.

Μαγκιά είναι να υποστηρίζεις ότι αγαπάς και να τα βάζεις με θεούς και δαίμονες.

Μαγκιά είναι να βρίζεις τον άλλον κατάμουτρα κι όχι από πίσω του ή μεταφέροντας λόγια ολούθε.

Μαγκιά είναι να αποχωρείς όταν ο άλλος σε διώχνει. Δεν ψάχνεις τρόπο να στριμωχτείς στην ζωή του, δεν εκβιάζεις, δεν παρακαλάς. Η ειλικρίνεια του είναι το καλύτερο δώρο που σου έδωσε.

Μαγκιά είναι να μην τρέχεις όπου σου προσφέρουν τα περισσότερα, μα εκεί που το μοναδικό ευρώ κάποιου το χωρίζει για σένα στην μέση, κι ας μην έχει δεύτερο.

Μαγκιά είναι να γερνάς φυσιολογικά προσέχοντας μεν, όχι όμως γελοιοποιώντας τον εαυτό σου τροποποιώντας κάθε κομμάτι σου για να ανταγωνίζεσαι την ίδια την φύση.

Μαγκιά είναι να δέχεσαι την συγνώμη του άλλου, και να την εννοείς κι εσύ όταν την προφέρεις.

Μαγκιά είναι να μάθεις τα παιδιά σου να ακολουθούν την καρδιά και τα όνειρα τους. Να μην τους πασάρεις τα δικά σου, και να μην εκβιάζεις την ψυχούλα τους.

Μαγκιά είναι να γεμίζεις την παλέτα της ψυχής σου με χρώματα κι όχι με μουτζούρες συνειδήσεως που κάποτε θα μετατραπούν στο χειρότερο εφιάλτη σου.

Μαγκιά είναι όταν σε θεωρούν ξεγραμμένο να σε βλέπουν όρθιο μπροστά τους.

Όσο ζεις και αναπνέεις διόρθωσε και σώσε ότι μπορείς. Το αύριο μην το υπολογίζεις… Ίσως να μην υπάρχεις…!!!

Ικαρομένιππος

Ο Λουκρήτιος ο Επικούρειος, ο οποίος πίστευε ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε, ιδού τι λέει για την αιωνιότητα:

Αφού το διάστημα απλώνεται πολύ πέρα από τα όρια του κόσμου, στο άπειρο, ο νους μας προσπαθεί να κατανοήσει τι βρίσκεται μέσα σε αυτό το άπειρο, όπου ο νους μπορεί να βυθίσει το βλέμμα του με τη θέλησή του, και όπου οι σκέψεις του νου μπορούν να πετάξουν ελεύθερα.

Αυτή η οπτική γωνία αποκτά ζωή σε μία ιστορία του Λουκιανού, που ονομάζεται Ικαρομένιππος, όπου πρωταγωνιστεί ο χιουμορίστας Κυνικός, Μένιππος. Εκεί, συνειδητοποιεί ότι το πρόβλημα με τη φιλοσοφία είναι ότι ασχολούνται μαζί της άνθρωποι που πατούν γερά στη γη. Γι’ αυτό, παρ’ όλα όσα ισχυρίζονται για τον εαυτό τους, στην πραγματικότητα δεν είναι:

Περισσότερο οξυδερκείς από τους διπλανούς τους, ορισμένοι από αυτούς, μάλιστα, είναι μισότυφλοι λόγω ηλικίας ή νωθρότητας. Κι όμως υποστηρίζουν ότι μπορούν να διακρίνουν τα όρια του ουρανού, υπολογίζουν την περιφέρεια του ηλίου, κάνουν περιπάτους στις περιοχές πάνω από τη σελήνη, και δίνουν συγκεκριμένα στοιχεία για τα μεγέθη και τα σχήματα των άστρων, σαν να έχουν πέσει από αυτά.

Ο Μένιππος ο ήρωας του Λουκιανού αποφασίζει ότι χρειάζεται φτερά κι, έτσι, τα κατασκευάζει. Κάνει κάποιες δοκιμαστικές πτήσεις και, μετά από μερικές προσπάθειες, πετά τόσο ψηλά που φθάνει στη σελήνη. Κοιτάζει πίσω στη γη και βλέπει πόσο ασήμαντα είναι τα προβλήματα των περισσοτέρων ανδρών και γυναικών. Έχει αποκτήσει μία κοσμική, περισσότερο αντικειμενική άποψη των πραγμάτων:

Πρέπει συχνά να παρατηρήσατε την κοινωνία των μυρμηγκιών, κάποια από αυτά σαν ταραγμένη μάζα, άλλα να απομακρύνονται, άλλα να επιστρέφουν στην πόλη. Το ένα είναι καθαριστής, το άλλο πολυάσχολος αχθοφόρος φορτωμένο με ένα κομμάτι από φασόλι ή μισό σιτάρι. Αναμφίβολα, στη δική τους μικρή κλίμακα για τα μυρμήγκια, έχουν τους αρχιτέκτονες και τους πολιτικούς τους, τους ανώτατους άρχοντες και τους συνθέτες και τους φιλοσόφους τους. Όπως και να έχει, από τόσο ψηλά οι άνθρωποι και οι πόλεις έμοιαζαν απλώς με μυρμηγκοφωλιές.

Αυτή η αίσθηση είναι μία παρηγοριά της φιλοσοφίας. Σχετίζεται και με την παρηγοριά της επιστήμης, την ελευθερία που έρχεται όταν, κατά μία έννοια, μαθαίνουμε ότι στην πραγματικότητα δεν είμαστε τίποτε. Όταν συνειδητοποιούμε ότι πριν από εμάς υπήρξαν αιώνες και ότι το ίδιο θα συμβεί και αφού φύγουμε. Είναι το αντίθετο από την εγωκεντρική ζωή του ατομιστή και τις υπεροπτικές ανησυχίες του σολιψιστή, για τον οποίον το νόημα προέρχεται μόνο από ένα σημείο, το σημείο εγώ.

M. Heidegger: καθ' οδόν προς τη φιλοσοφική ποιητική

Μάρτιν Χάιντεγκερ: Μεταστοχασμός και Ερμηνεία

§1

Το υπό συζήτηση άρθρο καθιστά προσιτή μια ερμηνευτική οικείωση με τον Χάιντεγκερ και με τον τρόπο, που ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος έκανε διάλογο με τον Πλάτωνα, με τον Χέγκελ, αλλά και με το σύνολο της ελληνικής σκέψης. Γιατί μας ενδιαφέρει μια τέτοια ερμηνευτική οικείωση; Επειδή επιχειρεί να ρίξει φως στην άβυσσο του Σήμερα και να ξανασκεφτεί από μηδενική βάση το ήδη ειπωμένο, το καθιερωμένο ως πάγια αλήθεια, το προβαλλόμενο ως φιλοσοφική επικοινωνία. Προς αυτή την κατεύθυνση αντιπαρατίθεται ριζικά:

· με τον ιδεολογικό υποβιβασμό του σημερινού ανθρώπου σε πράγμα,
· με την απολίθωση της ζωντανής πραγματικότητας από την εργαλειακή της μεταχείριση,
· με την παραφθορά του πνεύματος σε εριστική στρεψοδικία,
· με την αυτο-εκμηδένιση του Dasein και την απουσία αληθινής προοπτικής,
· με τις φαντασιακές οντογενέσεις ως «θεραπευτικά» αντίδοτα αυτής της αυτο-εκμηδένισης.

§2

Βάση της συνολικής προβληματικής αποτελεί η χαϊντεγκεριανή ρήση πως μόνο η φιλοσοφική ποιητική δίνει νόημα στην καθημερινή ύπαρξη των ανθρώπων. Αυτή μπορεί να μιλήσει για την έσχατη δυνατότητα του ανθρώπου να μην ανήκει σε κανένα πράγμα και να μπορεί να γίνεται αυτό που είναι. Αυτό είναι το οπτικό σημείο (Gesichtspunkt), από το οποίο εκκινεί κανείς για να διανοιχθεί στη φιλοσοφική ποιητική. Αλλά πώς κατανοείται η τελευταία; Κατανοείται ως η γλώσσα που μιλάει και μας στέλνει νεύματα σχετικά με την ουσία ‒παρ-ουσία/απ-ουσία‒του πράγματος. Η προσαγόρευση της γλώσσας καθιστά τον άνθρωπο ποιητή, τουτέστι δημιουργό. Δημιουργός με το νόημα ότι δεν πνίγεται μέσα στο υπολογιστικό σκέπτεσθαι, μέσα σε μια λογιστική δεδομένων ποσοτικών μεγεθών, δεν παγιδεύεται μέσα σε ένα μαθηματικοποιημένο πλέγμα παραστάσεων, αλλά διανοίγεται στην πιο εσωτερική συνομιλία με την α-λήθεια ενός πράγματος. Πρόκειται για μια συνομιλία πέραν της λογικής του εξουσιαστικού υποκειμένου, που επιχειρεί να παρατηρήσει το πράγμα, το αντικείμενο, απ’ έξω και να επιβληθεί πάνω του. Το τελευταίο συμβαίνει με την παλαιά μεταφυσική.

§3

Το ζητούμενο είναι να υπερβούμε αυτή τη μεταφυσική, όλους τους τύπους της, όλα εκείνα τα γλωσσικά σχήματα, που συνάπτουν την ουσία της φιλοσοφίας με την κανονιστική αντίληψη (περί) των όντων και αποδυναμώνουν τη διερώτηση για το νόημα του Είναι. Η υπέρβαση είναι δυνατή ως η αυθεντική συνομιλία, που λαμβάνει χώρα εν είδει μετα-τόπισης στην περιοχή της ερμηνευτικής πράξης. Μετα-τόπιση σημαίνει αλλαγή τόπου [και μοιραία τρόπου] σκέψης: από την εξωτερική ασάφεια της παραδοσιακής μεταφυσικής στο δρόμο του νοήματος ή της ερμηνείας, που έχει ανοίξει, για πρώτη φορά η φιλοσοφική γλώσσα της ελληνικής παράδοσης. Κατ’ αυτή την έννοια, «η αλήθεια είναι η δεξίωση του πράγματος μέσα στη γλώσσα» (Heidegger: Μεταστοχασμός και Ερμηνεία, σ. 13). Τούτο σημαίνει πως μέσα στη γλώσσα περισυλλέγεται το εντός της ιστορίας μίλημα θεών, ποιητών, φιλοσόφων κ.λπ. με τη μορφή της ερμηνείας. Πρόκειται για την ερμηνεία που δεν συμβαίνει ως μια απλή εξήγηση, αλλά ως επικέντρωση «στη φύση και τη θέση των ονομασιών μέσα στο γλωσσικό Είναι» (ό.π., σ. 19).

§4

Ο λόγος, κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν είναι απλά και μόνο ένα εξωτερικό ενέργημα ενός πεπαλαιωμένου μεταφυσικού παίγνιου της γλώσσας, αλλά η εκδηλωνόμενη μέσα στον ιστορικό χωρόχρονο «εναντίωση στον εσωτερικό σχολαστικισμό και άκριτο φορμαλισμό» (ό.π., σ. 80) και η προ-οπτική ενός στοχάζεσθαι πάνω στο μη ειπωμένο από τον ως τώρα φιλοσοφικό στοχασμό. Εδώ βρίσκεται η ουσία του Μετα-στοχασμού. Ο Λόγος τώρα δεν μιλάει γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά κ.λπ., αλλά αρχαία ελληνικά και πριν απ’ όλα προσωκρατικά. Όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Χάιντεγκερ,

«το εκπληκτικό των Ελλήνων της αρχαιότητας παραμένει ότι αυτοί ήταν ικανοί να διακρίνουν το λεκτέο ήδη στη συγκάλυψή του μέσα από μια προχωρούσα υποχωρητικότητα, Ήταν ικανοί για αυτό, διότι τους ανέμενε η γλώσσα τους ‒ο δομητέος οίκος της παρουσίας των παρόντων‒ για να κατοικήσουν, οικοδομώντας μέσα του» (ό.π., σ. 63).

Η ουσία του Πράγματος, στη συνάφεια τούτη, προ-χωρεί σύμφωνα με την ουσία της γλώσσας και βρίσκει εδώ τον τόπο του ονόματος, για να αχθεί στην αποκάλυψή της. Υπ’ αυτή την προ-οπτική, ο Λόγος,

«είναι αυτή τούτη η αρχέγονη συλ-λογή, που φυλάσσει τα πάντα ως το ον και μάλιστα κατά τρόπο, που να το αφήνει, με τη μορφή της φύλαξης, να μην είναι παρά αυτό τούτο το ον» (ό.π., σσ. 85-86).

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη φιλοσοφική απαρχή, δυνάμει της οποίας το Είναι των όντων μπορεί να ανασυρθεί από τη μετα-φυσική του λήθη και να επι- σκεφθεί την εστία του, να επανευρεθεί στην ομιλούσα α-λήθεια του (ο.π., σ. 110). Αυτή η ομιλούσα αλήθεια του, στη σύγχρονη πλανητική εποχή, μας επιτρέπει να μη γινόμαστε κατοικίδια ζώα της τεχνικής, του εργαλειακού-υπολογιστικού της σκέπτεσθαι, αλλά να διανοιγόμαστε στην ουσία της σαν μέσα σε μια απελευθερωτική κλήτευση (ό.π., σσ. 142-144).

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (463a-464a)

[463a] Τί οὖν; ἔστι μέν που καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις πόλεσιν ἄρχοντές τε καὶ δῆμος, ἔστι δὲ καὶ ἐν ταύτῃ;Ἔστι.
Πολίτας μὲν δὴ πάντες οὗτοι ἀλλήλους προσεροῦσι;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Ἀλλὰ πρὸς τῷ πολίτας τί ὁ ἐν ταῖς ἄλλαις δῆμος τοὺς ἄρχοντας προσαγορεύει;
Ἐν μὲν ταῖς πολλαῖς δεσπότας, ἐν δὲ ταῖς δημοκρατουμέναις αὐτὸ τοὔνομα τοῦτο, ἄρχοντας.
Τί δ᾽ ὁ ἐν τῇ ἡμετέρᾳ δῆμος; πρὸς τῷ πολίτας τί τοὺς ἄρχοντάς φησιν εἶναι;
[463b] Σωτῆράς τε καὶ ἐπικούρους, ἔφη.
Τί δ᾽ οὗτοι τὸν δῆμον;
Μισθοδότας τε καὶ τροφέας.
Οἱ δ᾽ ἐν ταῖς ἄλλαις ἄρχοντες τοὺς δήμους;
Δούλους, ἔφη.
Τί δ᾽ οἱ ἄρχοντες ἀλλήλους;
Συνάρχοντας, ἔφη.
Τί δ᾽ οἱ ἡμέτεροι;
Συμφύλακας.
Ἔχεις οὖν εἰπεῖν τῶν ἀρχόντων τῶν ἐν ταῖς ἄλλαις πόλεσιν, εἴ τίς τινα ἔχει προσειπεῖν τῶν συναρχόντων τὸν μὲν ὡς οἰκεῖον, τὸν δ᾽ ὡς ἀλλότριον;
Καὶ πολλούς γε.
Οὐκοῦν τὸν μὲν οἰκεῖον ὡς ἑαυτοῦ νομίζει τε καὶ λέγει, [463c] τὸν δ᾽ ἀλλότριον ὡς οὐχ ἑαυτοῦ;
Οὕτω.
Τί δὲ οἱ παρὰ σοὶ φύλακες; ἔσθ᾽ ὅστις αὐτῶν ἔχοι ἂν τῶν συμφυλάκων νομίσαι τινὰ ἢ προσειπεῖν ὡς ἀλλότριον;
Οὐδαμῶς, ἔφη· παντὶ γὰρ ᾧ ἂν ἐντυγχάνῃ, ἢ ὡς ἀδελφῷ ἢ ὡς ἀδελφῇ ἢ ὡς πατρὶ ἢ ὡς μητρὶ ἢ ὑεῖ ἢ θυγατρὶ ἢ τούτων ἐκγόνοις ἢ προγόνοις νομιεῖ ἐντυγχάνειν.
Κάλλιστα, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις, ἀλλ᾽ ἔτι καὶ τόδε εἰπέ· πότερον αὐτοῖς τὰ ὀνόματα μόνον οἰκεῖα νομοθετήσεις, ἢ [463d] καὶ τὰς πράξεις πάσας κατὰ τὰ ὀνόματα πράττειν, περί τε τοὺς πατέρας, ὅσα νόμος περὶ πατέρας αἰδοῦς τε πέρι καὶ κηδεμονίας καὶ τοῦ ὑπήκοον δεῖν εἶναι τῶν γονέων, ἢ μήτε πρὸς θεῶν μήτε πρὸς ἀνθρώπων αὐτῷ ἄμεινον ἔσεσθαι, ὡς οὔτε ὅσια οὔτε δίκαια πράττοντος ἄν, εἰ ἄλλα πράττοι ἢ ταῦτα; αὗταί σοι ἢ ἄλλαι φῆμαι ἐξ ἁπάντων τῶν πολιτῶν ὑμνήσουσιν εὐθὺς περὶ τὰ τῶν παίδων ὦτα καὶ περὶ πατέρων, οὓς ἂν αὐτοῖς τις ἀποφήνῃ, καὶ περὶ τῶν ἄλλων συγγενῶν;
[463e] Αὗται, ἔφη· γελοῖον γὰρ ἂν εἴη εἰ ἄνευ ἔργων οἰκεῖα ὀνόματα διὰ τῶν στομάτων μόνον φθέγγοιντο.
Πασῶν ἄρα πόλεων μάλιστα ἐν αὐτῇ συμφωνήσουσιν ἑνός τινος ἢ εὖ ἢ κακῶς πράττοντος ὃ νυνδὴ ἐλέγομεν τὸ ῥῆμα, τὸ ὅτι τὸ ἐμὸν εὖ πράττει ἢ ὅτι τὸ ἐμὸν κακῶς.
Ἀληθέστατα αὖ, ἦ δ᾽ ὅς.
[464a] Οὐκοῦν μετὰ τούτου τοῦ δόγματός τε καὶ ῥήματος ἔφαμεν συνακολουθεῖν τάς τε ἡδονὰς καὶ τὰς λύπας κοινῇ;
Καὶ ὀρθῶς γε ἔφαμεν.
Οὐκοῦν μάλιστα τοῦ αὐτοῦ κοινωνήσουσιν ἡμῖν οἱ πολῖται, ὃ δὴ ἐμὸν ὀνομάσουσιν; τούτου δὲ κοινωνοῦντες οὕτω δὴ λύπης τε καὶ ἡδονῆς μάλιστα κοινωνίαν ἕξουσιν;
Πολύ γε.
Ἆρ᾽ οὖν τούτων αἰτία πρὸς τῇ ἄλλῃ καταστάσει ἡ τῶν γυναικῶν τε καὶ παίδων κοινωνία τοῖς φύλαξιν;
Πολὺ μὲν οὖν μάλιστα, ἔφη.

***
[463a] Τί λοιπόν; υπάρχουν βέβαια και στις άλλες πόλεις, υπάρχουν και στη δική μας άρχοντες και λαός;
Υπάρχουν.
Και όλοι αυτοί δεν ονομάζονται μεταξύ τους συμπολίτες;
Πώς όχι;
Αλλά εκτός από συμπολίτες, ποιόν άλλο τίτλο δίνει στις άλλες πόλεις ο λαός στους άρχοντές του; Στις περισσότερες τους λέει δεσπότες, στις δημοκρατικές αυτό απλώς το όνομα που είπαμε, άρχοντες.
Και ο λαός στη δική μας πόλη, εκτός από συμπολίτες, τί άλλο θα πει πως είναι οι άρχοντές του;
[463b] Σωτήρες και επίκουροι.
Και τί αυτοί τους άλλους πολίτες;
Μισθοδότες και τροφοδότες.
Στις άλλες πόλεις, τί οι άρχοντες τους λαούς των;
Δούλους.
Και πώς θα ονομάζουνται σ᾽ αυτές οι άρχοντες μεταξύ τους;
Συνάρχοντες.
Και οι δικοί μας;
Συμφύλακες.
Μπορείς τώρα να μου πεις αν στις άλλες πολιτείες οι άρχοντες μεταξύ τους μερικούς από τους συναδέρφους των θα τους θεωρούν συναδέρφους των και άλλους ξένους;
Και πολλούς μάλιστα.
Και δε θεωρούν και ονομάζουν τους συναδέρφους σα δικούς των ανθρώπους, [463c] ενώ τους ξένους σαν όχι δικούς των;
Αυτό γίνεται πραγματικώς.
Τί όμως οι δικοί σου οι φύλακες; θα μπορούσε ποτέ κανείς απ᾽ αυτούς να ονομάσει ή να θεωρήσει κανένα από τους συμφύλακές του ξένο;
Καθόλου· γιατί με τον καθένα που συναντιέται θα νομίζει πως συναντιέται με πατέρα ή μητέρα του, με γιο του ή θυγατέρα ή με πρόγονο ή απόγονο αυτών.
Πολύ ωραία τα λες· μα πες μου κι αυτό ακόμα: θα νομοθετήσεις τάχα να περιορίζεται στα ονόματα μονάχα η συγγένεια, ή [463d] και να συμφωνούν όλες των οι πράξεις μ᾽ αυτά; να έχουν λόγου χάρη για τους πατέρες το σεβασμό που επιβάλλει ο νόμος και να τους φροντίζουν και να τους υπακούουν, γιατί αλλιώς ούτε από τους θεούς ούτε από τους ανθρώπους θα τους βγει σε καλό, αφού, σε εναντία περίπτωση, θα ᾽καναν πράγματα που δε θα ήταν ούτε δίκαια ούτε όσια; Αυτά ή άλλα παραγγέλματα θ᾽ αντηχούν ευθύς εξαρχής στ᾽ αυτιά των νέων από το στόμα όλων των πολιτών για τη διαγωγή που πρέπει να τηρούν και απέναντι εκείνων που θα τους υποδείξουν ως πατέρες των και απέναντι των άλλων συγγενών τους;
[463e] Αυτά βέβαια· γιατί θα ήταν γελοίο πράγμα να έχουν στο στόμα τους τα ονόματα μόνο της συγγένειας, χωρίς τα έργα που τους επιβάλλονται απ᾽ αυτήν.
Ώστε, περισσότερο από κάθε άλλη πόλη, στη δική μας προπάντων με μια φωνή θα λένε όλοι, όταν και ενός μονάχα οι δουλειές πάνε ή δεν πάνε καλά, εκείνο το λόγο που είπαμε: πως «τα δικά μου τα πράγματα πάνε καλά, ή τα δικά μου τα πράγματα πάνε άσχημα».
Πολύ σωστά.
[464a] Δεν είπαμε λοιπόν ότι, όπου επικρατεί αυτό το δόγμα και ακούεται αυτός ο λόγος, αποτέλεσμα θα έχει να είναι κοινές οι χαρές και οι λύπες;
Και πολύ σωστά το ᾽παμε.
Ώστε όλοι μαζί οι πολίτες δε θα ᾽χουν μέρος στο ίδιο το πράγμα που θα το λένε «το δικό μου»; Κι αφού όλοι θα το θεωρούν δικό τους, δε θα έχουν κοινές όσο παίρνει τις χαρές και τις λύπες των;
Και πολύ μάλιστα.
Και αιτία όλων αυτών, κοντά στην άλλη οργάνωση της πολιτείας μας, δε θα ᾽ναι και το πώς θα έχουν κοινές τις γυναίκες και τα παιδιά οι φύλακές μας;
Αυτό βέβαια περισσότερο από κάθε άλλο.