Α΄ ΟΙ ΑΡΧΕΣ
Καλύτερα ἴσως ἀπό κάθε ἄλλο θεσμό, ἡ δικαιοσύνη ἀποκαλύπτει πρώτιστα αὐτήν τή θαυμΆσια ἰσορροπία ἀνάμεσα στή δημόσια δύναμη καί. τήν ἀτομική ἐλευθερία, πού ὑπῆρξε τό ἰδεῶδες της Ἀθήνας τόν 5ο αἰώνα.
Ἀλλά τά δικαιώματα τοῦ ἀτόμου διατηροῦνται, καί μάλιστα προστατεύονται καλύτερα ἀπό πρίν. Φαίνεται ὅτι κάθε πολίτης δέν ἀπολαμβάνει, πλήρη ἀσφάλεια κατά τήν ἄσκηση τῶν δικαιωμάτων του παρά μόνο ἄν ὁλόκληρος ὁ λαός τοῦ τά ἐγγυᾶται, καλύπτοντας τον μέ τήν παντοδυναμία του. Ὁ ἀτομικισμός ἔχει προχωρήσει πιά σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε στίς δίκες ὅπου ἡ μιά ἡ ἡ ἄλλη πλευρά ἤ καί οἱ δύο συγχρόνως περιλαμβάνουν περισσότερα πρόσωπα, κάθε συγκατήγορος πρέπει νά ἐναγάγει χωριστά καθέναν ἀπό τους συγκατηγορουμένους. Ἔτσι, ἡ ἀθηναϊκή δικαιοσύνη δέν κινεῖται ποτέ αὐτεπάγγελτα, ἀκόμη καί στίς ἐγκληματικές ὑπόθεσεις. Δέν ὑπάρχει δικαστική ἀρχή πού νά παίρνει τήν πρωτοβουλία μίας δίωξης, δέν ὑπάρχει συμβούλιο πού νά ἀποφασίζει νά θέσει κάποιον ὑπό κατηγορία οὔτε δημόσιος κατήγορος πού νά ἐκπροσωπεῖ τήν ἄποψη τῆς κοινωνίας. Κατ' ἀρχήν, τό πρόσωπο πού ἔχει θιγεῖ ἤ ὁ νόμιμος ἀντιπρόσωπος του κινεῖ τή διαδικασία, καταγγέλλει, παίρνει τό λόγο κατά τή δίκη, χωρίς βοήθεια συνηγόρου. Ἀκόμη καί μιά ἀνθρωποκτονία μπορεῖ νά μείνει ἀτιμώρητη, ἐάν δέν παρουσιαστεῖ κάποιος συγγενής ὡς ὑπερασπιστής τοῦ θύματος. Πάντως, ὅταν πρόκειται γιά πράξη πού βλάπτει τό κοινό συμφέρον, ἕνας ὁποιοσδήποτε πολίτης (ὁ βουλόμενος) μπορεῖ νά θεωρήσει ὅτι ἔχει θιγεῖ ὁ ἴδιος καί νά σπεύσει στή βοήθεια τοῦ νόμου. Ἔτσι διακρίνονται δύο εἰδῶν ἀγωγές: οἱ ἰδιωτικές (δίκαι) καί οἱ δημόσιες (γραφαί). Στήν περίπτωση τῶν ἰδιωτικῶν, οἱ δύο πλευρές καταθέτουν τά ἔξοδα τῆς δίκης, τά πρυτανεία, ὡς poena temere litigandi·* αὐτός πού κάνει τήν ἀγωγή ἔχει πάντα τή δυνατότητα νά παραιτηθεῖ· ἐάν κερδίσει, ἕκτος ἀπό τό ἀντικείμενο πού διεκδικεῖ, μπορεῖ νά πάρει καί ἀποζημίωση, ἀλλά εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἐπιβαρυνθεῖ μέ τήν ἐκτέλεση τῆς ἀπόφασης. Στίς δημόσιες ἀγωγές, μόνο ὁ κατήγορος ὀφείλει νά προκαταβάλει τά ἔξοδα (παράστασις) καί, ἄν παραιτηθεῖ ἡ δέν πάρει τό ἕνα πέμπτο τῶν ψήφων, πρέπει νά πληρώσει χίλιες δραχμές πρόστιμο· ὁ καταδικασμένος ὑπόκειται σέ ποινές σωματικές ἡ ἀτιμωτικές ἡ χρηματικές - οἱ τελευταῖες εἶναι πρός ὄφελος τῆς πόλης. Ἀλλά καί στή μιά καί στήν ἄλλη περίπτωση ὁ ἀγών γίνεται ἀνάμεσα σέ δύο μέρη: ὁ ἄρχων πού κινητοποιήθηκε δέν ἔχει παρά νά συγκεντρώσει τίς δηλώσεις καί τίς ἀποδείξεις πού παρουσιάζουν οἱ ἀντίπαλοι οἱ ἡλιαστές εἶναι ἁπλῶς ἔνορκοι πού παρευρίσκονται στή συζήτηση ὡς κριτές.
Ἀκόμη καί οἱ ἐξαιρετικές διαδικασίες ἀφήνουν μεγάλο πεδίο δράσης στήν ἰδιωτική πρωτοβουλία. Εἴδαμε τί γίνεται μέ τίς πολιτικές δίκες πού εἰσάγονται στήν ἐκκλησία ἤ στή βουλή μέ τήν εἰσαγγελία ἤ τήν προβολή. Γιά αὐτόφωρα ἤ ὁλοφάνερα ἀδικήματα, καί προπαντός ὅταν ὁ ἔνοχος εἶναι κακοποιός τοῦ ὑπόκοσμου ἤ ξένος πού μπορεῖ νά δραπετεύσει, οἱ πολίτες καταφεύγουν στήν ἀπαγωγή, στήν ἐφήγησιν ἡ στήν ἔνδειξιν, δηλαδή μποροῦν νά τόν συλλάβουν καί νά τόν σύρουν στόν ἄρχοντα, ἡ νά ὁδηγήσουν τόν ἄρχοντα στό μέρος ὁπου βρίσκεται ὁ ἔνοχος, γιά νά τόν συλλάβει, ἤ, τέλος, νά τόν καταγγείλουν, γιά νά ἀναλάβει τήν ὑπόθεση ὁ ἁρμόδιος ἄρχων. Σέ αὐτές τίς διαδικασίες, ὅπου δέν ἰσχύει τό habeas corpus, δέν χρειάζεται νά προηγηθεῖ καταγγελία· χωρεῖ συνοπτική διαδικασία ἡ προσωρινή κράτηση, ἡ ὁποία καμιά φορά διακόπτεται, ἄν ὁ κατηγορούμενος παρουσιάσει ἐγγυήσεις ἀπό τρεῖς ἀστούς. Τέλος, σέ περιπτώσεις ὑλικῆς ζημίας τοῦ κράτους ἀπό παράβαση τῶν νόμων γιά τό ἐμπόριο, τά τελωνεῖα, τά ὀρυχεῖα, κινοῦνται καί πάλι οἱ ἰδιῶτες μέ τή φάσιν, καί τό κράτος, γιά νά τούς κάμει νά ἐνδιαφερθοῦν, τούς δίνει, τόν 5ο αἰώνα, τά τρία τέταρτα ἤ, τόν 4ο αἰώνα, τό μισό ἀπό τό πρόστιμο πού ἐπιβάλλεται.
Ἐάν ἡ ἀρχή τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας εἶναι τόσο παραμορφωμένη στό χῶρο τῆς δικαιοσύνης, αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι οἱ ἐπιβιώσεις εἶναι πάρα πολύ ἐπίμονες. Κι αὐτό θά μᾶς τό δείξει ἡ ὀργάνωση τῶν δικαστηρίων καί ἡ διαδικασία.
Β΄ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Ἡ ἀνθρωποκτονία, ἐξαιτίας μιάσματος πού παρακολουθοῦσε τόν ἔνοχο καί κινδύνευε νά μεταδοθεῖ σέ ὁλη τήν πόλη, κράτησε πάντα τό χαρακτήρα ἐγκλήματος κατά τῶν ἀνθρώπων καί τῶν θεῶν. Ὅσο βαρύ καί ἄν ἦταν, δέν μποροῦσε νά εἰσαχθεῖ σέ δίκη ἀπό ὁποιονδήποτε πολίτη μέ γραφή, ἀλλά μόνο ἀπό τους πιό στενούς συγγενεῖς τοῦ νεκροΰ μέ δίκη. Οὔτε μποροΰσε νά κριθεῖ ἀπό ὁποιουσδήποτε πολίτες, ἀλλά μόνο ἀπό τά σχεδόν ἱερά δικαστήρια, ὅπου προέδρευε ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν ἐθνικῶν λατρειῶν, ὁ βασιλέας.
Ἀπό αὐτά τά παλαιά δικαστήρια σπουδαιότερο εἶναι ἐκεῖνο πού συνεδριάζει στό λόφο τοῦ Ἄρη, κοντά στή σπηλιά πού εἶναι ἀφιερωμένη στίς Εὐμενίδες: ἡ Βουλή τοῦ Ἄρειου Πάγου. Ἄν καί ἀπό τό 462 τῆς ἔχουν ἀφαιρεθεῖ οἱ πολιτικές ἐξουσίες, παραμένει μεγάλο ὄνομα καί διατηρεῖ τό κύρος τοῦ παλαιοῦ της μεγαλείου. Ἀποτελεῖται πάντα ἀπό παλαιούς ἄρχοντες καί θεωρεῖται, διαμέσου τῶν αἰώνων, τό «πιό σεβαστό καί τό πιό δίκαιο δικαστήριο». Ἡ δικαιοδοσία της ἐκτείνεται στά ἐγκλήματα τοῦ προμελετημένου φόνου (φόνος ἑκούσιος), τῶν τραυμάτων μέ σκοπό τήν πρόκληση θανάτου, τῆς πυρπόλησης ἑνός κατοικημένου σπιτιοῦ καί τῆς δηλητηρίασης. Οἱ ποινές πού ἐπιβάλλει εἶναι: θάνατος γιά φόνο, ἐξορία καί δήμευση γιά τραυματισμό. Χαμηλότερα ἀπό τόν Ἄρειο Πάγο βρίσκονται τά δικαστήρια πού ἀποτελοῦνται, σύμφωνα μέ τή νομοθεσία τοῦ Δράκοντα, ἀπό πενήντα ἐφέτες. Εἶναι τρία. Τό Παλλάδιον εἶναι ἁρμόδιο γιά τούς ἀκούσιους φόνους καί γιά τήν προτροπή σέ φόνο (βούλευσις), ἐάν τό θύμα εἶναι πολίτης· γιά τούς ἑκούσιους καί ἀκούσιους, ὅταν πρόκειται γιά μέτοικο, γιά ξένο ἤ δοῦλο. Ἐπιβάλλει τήν ποινή τῆς προσωρινῆς ἐξορίας χωρίς δήμευση, ἀλλά ὁ καταδικασμένος δέν μπορεῖ νά γυρίσει στήν Ἀττική παρά μόνο μέ τήν ἄδεια τῶν συγγενῶν τοῦ νεκροῦ.Τό Δελφίνων εἶναι ἁρμόδιο ἐάν ὁ βασιλέας, ἄφοϋ ἔκαμε τήν ἄνακριση, ἔκρινε ὅτι ἡ ἀνθρωποκτονία εἶναι συγχωρητέα .η νόμιμη (φόνος δίκαιος), καί αὐτό στήν περίπτωση πού τό θύμα σκοτώθηκε σέ ἀθλητικούς ἀγῶνες, ἡ στόν πόλεμο κατά λάθος, ἡ πιάστηκε ἔχοντας παράνομες σχέσεις μέ τή σύζυγο, τή μητέρα, τήν ἀδερφή, τήν κόρη ἤ τήν ἐλεύθερη παλλακίδα τοῦ φονιά. Στή Φρεαττύδα, κοντά στή θάλασσα, δικάζονται αὐτοί πού, ἐνῶ ἔχουν ἐξοριστεῖ προσωρινά γιά θάνατο ἀπό ἀμέλεια, διέπραξαν νέο ἔγκλημα μέ προμελέτη. Καθώς δέν ἔχουν ἀκόμη ἐξαγνιστεῖ ἀπό τό πρῶτο μίασμα, καί τούς εἶναι ἀπαγορευμένη ἡ εἴσοδος στήν Ἀττική, ἀπολογοῦνται ἀπό μιά βάρκα, μπροστά σέ δικαστές πού κάθονται στήν ἀκτή. Ἐάν ἀθωωθοῦν, γυρίζουν στήν ξένη χώρα· ἐάν καταδικαστοῦν, ἐκτελοῦνται. Τέλος, ἕνα πέμπτο δικαστήριο αἵματος σχηματίζεται ἀπό τό βασιλέα καί τούς φυλοβασιλεῖς καί συνεδριάζει μπροστά στό πρυτανεῖο. Ἡ λειτουργία του, περισσότερο καί ἀπό τή σύνθεσή του, μαρτυρεῖ μιά μακρινή καταγωγή. Καταδικάζει ἐρήμην τόν ἄγνωστο φονιά ἡ κρίνει τό ζῶο ἡ τό ἀντικείμενο ἀπό πέτρα, σίδερο ἡ ξύλο, πού προκάλεσε τό θάνατο ἀνθρώπου, πρίν νά ἐξαγνίσει τό χῶρο ἀπό αὐτό, μεταφέροντας το ἤ πετώντας το πέρα ἀπό τά σύνορα.
Ὅλη ἡ διαδικασία στίς ἐγκληματικές ὑποθέσεις χαρακτηρίζεται ἀπό ἔντονο ἀρχαϊσμό. Ἄν τό θύμα ἔδωσε συχώρεση πρίν πεθάνει, κανένας δέν μπορεῖ νά κάμει τίποτε ἐναντίον τοῦ ἐγκληματία. Διαφορετικά, ὑπερασπιστές τοῦ θύματος, σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Δράκοντα, εἶναι ὁ πατέρας, οἱ ἀδερφοί καί οἱ γιοί· ἐάν δέν ὑπάρχουν, τά πρῶτα καί τά δεύτερα ξαδέρφια· τρίτοι κατά σειρά, δέκα μέλη τῆς φρατρίας διαλεγμένα ἀπό τους ἐφέτες.
Οἱ δύο πρῶτες ὁμάδες μποροῦν, ὅπως τήν ἐποχή τῆς ἰδιωτικῆς ἐκδίκησης, νά συμβιβαστοῦν μέ τόν ἐγκληματία (αἴδεσις) καί νά τόν ἀπαλλάξουν ἀπό κάθε καταδίωξη μέ χρηματικό ἀντάλλαγμα· ἀλλά, γιά νά ἔχει ἰσχύ ὁ συμβιβασμός, πρέπει νά τόν δεχτοῦν ὁμόφωνα οἱ συγγενεῖς πού ὁρίζει ὁ νόμος. Στήν ἀντίθετη περίπτωση ἡ δίωξη γίνεται ἀπό τους συγγενεῖς της πρώτης ὁμάδας τούς ὁποίους βοηθοῦν συγγενεῖς της δεύτερης ὁμάδας καί, ἀκόμη, γαμπροί, κουνιάδοι, πεθεροί καί μέλη τῆς φρατρίας. Ὁ μέτοικος ἀντιπροσωπεύεται ἀπό τόν προστάτη του· ὁ δοῦλος ἀπό τόν κύριό του.
Ἡ διαδικασία ἀρχίζει μέ μιά δραματική τελετή: οἱ συγγενεῖς πηγαίνουν κοντά στόν νεκρό καί στήνουν στό χῶμα τοῦ τάφου μία λόγχη: εἶναι ἡ κήρυξη πολέμου. Αὐτή προκαλεῖ μιά διακήρυξη τοῦ βασιλέα (πρόρρησις) πού ἀποκλείει τόν κατηγορούμενο ἀπό τους ἱερούς χώρους καί ἀπό τήν ἀγορά ὡς τή μέρα τῆς δίκης: πρόκειται γιά ἀφορισμό. Ἡ ἀνάκριση γίνεται σέ τρεῖς συνεδρίες «κατ' ἀντιμωλία» (προδικασίαι) πού συνέρχονται κατά μηνιαία διαστήματα. Ἡ κρίση γίνεται στό ὕπαιθρο, γιά νά ἀποφύγουν οἱ δικαστές καί ὁ κατήγορος τή μίανση πού μεταδίδει ὁ κατηγορούμενος. Ἐκείνη τή μέρα ὁ βασιλέας βγάζει τό στεφάνι του. Πρίν ἀπό τή διαδικασία προσφέρεται θυσία, ὅπου θυσιάζονται ἕνας κριός, ἕνας χοῖρος καί ἕνας ταΰρος· μπροστά στό βωμό τά δύο μέρη ὁρκίζονται ἐπίσημα πάνω στά γεγονότα. Στόν Ἄρειο Πάγο οἱ διάδικοι στέκονταν ὄρθιοι σέ δύο βράχια: στόν λίθον ὕβρεως («τῆς προσβολῆς») καί στόν λίθον ἀναιδείας («τοῦ ἀνελέητου»). Κάθε πλευρά εἶχε τό δικαίωμα νά μιλήσει δύο φορές. Μετά ἀπό τήν πρώτη ἀπολογία του, ὁ κατηγορούμενος μποροΰσε ἀκόμη νά προλάβει μιά καταδίκη του μέ τήν ἑκούσια ἐξορία του καί μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς περιουσίας του. Ἐάν οἱ ψῆφοι μοιράζονταν ἐξίσου στόν ἐνάγοντα καί στόν κατηγορούμενο, ὁ τελευταῖος ἁπαλλασσόταν χάρη στήν ψῆφο τῆς Αθηνᾶς, σέ ἀναμνηση τῆς ψήφου πού ἔδωσε ἡ Ἀθηνᾶ, κατά τήν παράδοση, ὑπέρ τοῦ Ὀρέστη. Κατεβαίνοντας ἀπό τό λόφο τοῦ Ἄρη, ὁ ὑπόδικος πού ἀθωώθηκε πήγαινε στή σπηλιά τῶν Εὐμενίδων, γιά νά κατευνάσει καί νά εὐχαριστήσει τίς θεές μέ μιά θυσία. Γενικά, γιά νά ἁπαλλαγεΐ ἀπό τό ἄγος πού ἐπέσυρε ἡ κατηγορία τῆς ἀνθρωποκτονίας καί παρατεινόταν μέ προσωρινή ἐξορία, ἔπρεπε νά ὑποβληθεΐ σέ ἐξαγνισμούς καί καθαρμούς, τούς ὁποίους καθόριζαν τό τελετουργικό καί ἡ ἐκλεπτυσμένη ἡθικοφιλοσοφία τῶν ἐξηγητῶν.
Ὅλες οἱ ὑποθέσεις πού δέν πήγαιναν στά δικαστήρια αἵματος ἀνῆκαν κατ' ἀρχήν στά λαϊκά δικαστήρια. Ἐκεῖ ἡ δουλειά ἦταν τεράστια. Ἤδη πολλές διαδικασίες εἶχαν ἀποσυρθεῖ ἀπό τούς ἄρχοντες καί τόν Ἄρειο Πάγο μέ τή μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη, ὅταν ἡ αὔξηση τῶν ἐμπορικῶν διαφορῶν, ἡ ἀνάπτυξη τῆς αὐτοκρατορίας καί οἱ περιορισμοί τῆς διαδικασίας τῶν ὑποτελῶν πόλεων ἔκαμαν τήν Ἀθήνα κέντρο τῶν δικαστικῶν ὑποθέσεων. Ἔπρεπε νά ἀνακουφιστοῦν τά κοινά δικαστήρια ἀπό τίς δικογραφίες.
Ὅ Πεισίστρατος εἶχε ἄλλοτε δημιουργήσει τούς δικαστές τῶν δήμων, γιά νά κρατήσει στόν τόπο τους τούς διαδίκους τῆς ὑπαιθρου· ἀλλά ὁ θεσμός πού ἐγκαθίδρυσε ὁ τύραννος εἶχε καταργηθεῖ. Τόν ἐπανέφεραν τό 453 /2. Τριάντα περιοδεύοντες δικαστές, τρεῖς κατά φυλή, εἶχαν ἀποστολή νά πηγαίνουν, πιθανότατα καθένας στήν τριττύ του, νά ρυθμίζουν πρωτόδικα καί ἀνέκκλητα διαφορές πού δέν ξεπερνοῦσαν τίς δέκα δραχμές. Τίς ἀστικές ὑπόθεσεις πού ξεπερνοῦσαν αὐτή τήν ἀξία τίς διαβίβαζαν στούς διαιτητές.
Ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι πού ἦταν ἑξήντα χρόνων ὄφειλαν, ὅταν διαγράφονταν ἀπό τούς στρατιωτικούς καταλόγους, νά ἐγγραφοῦν στούς καταλόγους τῶν διαιτητῶν, γιά νά ἀσκήσουν αὐτό τό λειτούργημα ἕνα χρόνο. Ὅποιοι ἀπέφευγαν αὐτή τήν ὑποχρέωση, τιμωροῦνταν μέ τήν ἀτιμία, ἕκτος ἄν εἶχαν δημόσια ἀποστολή ἤ βρίσκονταν στό ἐξωτερικό. Οἱ διαιτητές ἦταν μοιρασμένοι σέ δέκα τμήματα, ἕνα κατά φυλή. Κάθε τμῆμα εἶχε τήν ἕδρα του σέ ὁρισμένο χῶρο, σέ δικαστήριο ἡ σέ ναό. Οἱ διαιτητές ἔκριναν ὑποθέσεις πού παρέπεμπαν σ' αὐτούς οἱ δικαστές τῶν φυλῶν εἴτε ὅταν οἱ ἴδιοι ἀντιμετώπιζαν διαφορές μέ ἀντικείμενο ἄνω τῶν δέκα δραχμῶν εἴτε ὅταν ἔπαιρναν σχετική ἐντολή ἀπό ἄρχοντες πού δέν ἡθελαν νά ἀσχοληθοῦν μέ δίκες μικροῦ ἐνδιαφέροντος. Οἱ δικαστές τῶν φυλῶν μοίραζαν τίς διαφορές στούς διαιτητές μέ κλήρωση. Αὐτή ἡ διαδικασία πρόσφερε στούς διαδίκους μεγάλα πλεονεκτήματα. Ἦταν γρήγορη καί συνοπτική: ὁ διαιτητής ἐπιφορτιζόταν καί μέ τήν ἀνάκριση καί μέ τή δίκη. Ἦταν ἐπίσης φθηνή: κάθε μέρος πλήρωνε ἕνα ἀσήμαντο παράβολο, μία δραχμή, καί ἄλλο τόσο γιά τήν ἀναβολή. Ὁ διαιτητής, ὅταν κατατοπιζόταν πάνω στά γεγονότα, ἔκανε μιά ἀπόπειρα συμφιλίωσης. Ἄν δέν πετύχαινε, ἔβγαζε τήν ἀπόφαση, τήν ὁποια ἀσφάλιζε μέ ἕναν ἰδιαίτερα ἐπίσημο ὁρκο. Ἄν τή δέχονταν καί τά δύο μέρη, ὅλα τελείωναν. Ἄν ἡ μιά πλευρά δέν τή δεχόταν, κατέφευγε στό δικαστήριο τῶν ἡλιαστῶν. Ἄν νόμιζε ὅτι ὁ διαιτητής τήν ἔβλαψε, μποροῦσε νά τόν καταγγείλει μέ εἰσαγγελία στό σῶμα τῶν διαιτητῶν καί νά προκαλέσει τήν καταδίκη του σέ παύση, πού μποροῦσε νά ἐφεσιβληθεῖ.
Τά λαϊκά δικαστήρια, παρά τήν ἀνακούφιση πού τούς πρόσφεραν οἱ δικαστές τῶν δήμων καί οἱ διαιτητές, λύγιζαν κάτω ἀπό τό βάρος τῶν ὑποθέσεων. Ἐπί ἐνάμιση αἰώνα ἡ μεγάλη φροντίδα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἦταν νά καταστήσει τή δικαιοσύνη ἱκανή νά ἀνταποκριθεΐ στίς ὑποχρεώσεις της. Σ' αὐτό τό ἀσφαλῶς δύσκολο ἔργο ἐπέδειξε ἀξιόλογη ἐπιμονή καί ἐφευρετικότητα.
Κάθε Ἀθηναῖος μποροῦσε νά πάρει τό ἀξίωμα τοῦ ἡλιαστή, μέ τόν ὅρο νά ἔχει περάσει τά τριάντα καί νά ἔχει ὅλα τά πολιτικά του δικαιώματα, ἑπομένως νά μήν ὀφείλει στό δημόσιο. Ὅποιος γινόταν ἡλιαστής παρά τό νόμο, διωκόταν μέ τή συνοπτική διαδικασία τῆς ἐνδείξεως· τοῦ ἐπιβαλλόταν ποινή πού ἀφηνόταν στήν κρίση τῶν δικαστῶν, καί, ἄν καταδικαζόταν σέ πρόστιμο, φυλακιζόταν ὥσπου νά πληρώσει καί τήν προηγούμενη ὀφειλή, ἡ ὁποία καί εἶχε προκαλέσει τήν καταγγελία, καί τό πρόστιμο πού πρόσθετε τό δικαστήριο. Τό κράτος χρειαζόταν καί ἄλλες ἐγγυήσεις. Κάθε χρόνο οἱ καινούριοι ἡλιαστές ἔπρεπε νά ὁρκιστοῦν στό λόφο τοῦ Ἀρδηττοῦ. Αὐτός ὁ ὅρκος εἶναι γνωστός μόνο ἀπό τόν 4ο αἰώνα* ἀλλά ἀναμφίβολα ὁ ἐπίσημος τύπος του ἦταν σέ χρήση ἀπό παλαιότερα. Ἰδού οἱ κυριότερες ὑποχρεώσεις τῶν δικαστῶν:
«Θά ψηφίσω σύμφωνα μέ τούς νόμους καί μέ τά ψηφίσματα τοῦ ἀθηναϊκοΰ λαοῦ καί τῆς βουλῆς τῶν πεντακοσίων. Δέν θά ψηφίσω οὔτε ὑπέρ ἑνός τυραννικοῦ οὔτε ὑπέρ ἑνός ὀλιγαρχικοΰ καθεστῶτος* καί ἄν κάποιος ἀποπειραθεῖ νά καταλύσει τή δημοκρατία, ἡ ψηφίσει ἀντίθετα ἀπό αὐτόν τόν ὁρκο, δέν θά συγκατατεθῶ. Ἐπίσης δέν θά ψηφίσω οὔτε τήν ἀκύρωση τῶν ἰδιωτικῶν χρεῶν οὔτε τόν ἀναδασμό τῆς γής καί τῶν σπιτιῶν τῶν Ἀθηναίων. Δέν θά ἐπαναφέρω τούς ἐξόριστους οὔτε τούς φυγόδικους πού ἔχουν καταδικαστεῖ σέ θάνατο, καί δέν θά ἀπαγγείλω ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων πού μένουν ἐδῶ ποινή ἐξορίας ἀντίθετη μέ τούς νόμους καί τά ψηφίσματα τοῦ ἀθηναϊκοΰ λαοῦ καί τῆς βουλῆς· δέν θά τό κάμω ἔγω καί οὔτε θά ἀφήσω κανέναν ἄλλον νά τό κάμει... Δέν θά δεχτῶ δῶρα ὡς ἡλιαστής, οὔτε ἔγω οὔτε κάποιος ἄλλος ἀντί γιά μένα, ἄντρας ἡ γυναίκα, ἐν γνώσει μου, οὔτε μέ κάποιο τέχνασμα οὔτε μέ κάποια ἐπινόηση... Θά ἀκούσω τόν κατήγορο καί τόν κατηγορούμενο μέ κάθε ἀμεροληψία, καί θά ψηφίσω γιά τό συγκεκριμένο ἀντικείμενο τῆς ὑπόθεσης. Ἄν γίνω ἐπίορκος, νά χαθῶ ἐγώ καί ἡ οἰκογένειά μου· ἄν μείνω πιστός στόν ὁρκο μου, εἴθε νά εὐτυχήσω».
Τόν 5ο αἰώνα ὁ ἀριθμός τῶν ἡλιαστῶν εἶχε ὁριστεῖ σέ ἔξι χιλιάδες. Εἶναι ὁ ἀριθμός πού στό δημόσιο δίκαιο ἀντιπρόσωπευε τήν ὁμοφωνία τοῦ λαοΰ, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ διαδικασία τῆς πλήθουσας συνέλευσης τῆς ἐκκλησίας, καί δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι σέ πολλές πόλεις τό ὄνομα τῆς Ἠλιαίας δέν ἔπαψε νά εἶναι τό ὄνομα τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου. Οἱ ἔξι χιλιάδες κληρώνονταν ἀνάμεσα στούς πολίτες πού ἔβαζαν ὑποψηφιότητα μέ τίς νόμιμες προϋποθέσεις. Κάθε φυλή προμήθευε ἑξακόσιους, πού θά λαμβάνονταν πιθανότατα ἀπό τους δήμους, ἀνάλογα μέ τόν ἀριθμό τῶν κατοίκων.Ἡ κλήρωση γινόταν ἀπό τους ἐννέα ἄρχοντες καί τό γραμματέα τους, καθένας ἀπό τους ὁποίους κλήρωνε τούς ἡλιαστές τῆς φυλῆς του.
Μετά την ὁρκομωσία οἱ δικαστές μοιράζονταν με κλῆρο τά διάφορα δικαστήρια, και ἑπομένως ἀνάμεσα στους ἄρχοντες πού εἶχαν την προεδρία τους. Φρόντιζαν ὥστε σέ κάθε τμῆμα νά ἀντιπροσωπεύονται ἐξίσου οἱ φυλές. Ἡ λέξη δικασστήριον δήλωνε καί τό δικαστήριο καί τό προσωπικό του, ἀπό ὁπου καί τό ὄνομα δικαστής·** ὁ ὁρος ἡλιαστής ἐφαρμοζόταν εἴδικοτερα στούς δικαστές πού συνεδρίαζαν στήν ἀγορά, στήν παλαιά Ἠλιαία τῶν θεσμοθετῶν. Ἔτσι οἱ δικαστές ἡξεραν σέ ποιό δικαστήριο ἄνηκαν καί μέ ποιόν ἄρχοντα θά εἶχαν ἐπαφή ὁλόκληρο τό χρόνο: ἕνας στήν Ἠλιαία, ὑπό τήν προεδρία τῶν θεσμοθετῶν ἄλλος στό δικαστήριο «κοντά στά τείχη» μέ τόν ἄρχοντα· αὐτόι στόν «Παραβυστον» μέ τούς Ἕνδεκα· ἐκεῖνοι στό «νέο» δικαστήριο ἡ στό Ὤδεϊο. Γνώριζαν λοιπόν ἀπό πρίν, ὅπως καί οἱ διάδικοι, ποιές ὑποθέσεις θά δίκαζαν. Ἀντιλαμβάνεται κανείς τά μειονεκτήματα αὐτο τοῦ συστήματος. Αὐτό πού τά ἀντιστάθμιζε καί ἀποθάρρυνε τήν ἐξαγορά συνειδήσεων ἦταν ὁ πολύ μεγάλος ἄριθμος τῶν δικαστῶν πού ἀποτελοΰσαν τό δικαστήριο. Δέν ἦταν ἑξακόσιοι, γιατί ἔπρεπε νά προβλεφθοῦν οἱ ἀπουσίες· ἄλλα ἦταν κανονικά πεντακόσιοι ἡ μᾶλλον, κατά τό γενικό κανόνα πού προλαμβάνει τήν ἰσοψηφία, πεντακόσιοι ἕνας. Στίς σπουδαῖες δίκες, κυρίως στίς πολιτικές, συγκέντρωναν πολλά τμήματα, γιά νά σχηματίσουν τό δικαστήριο. Χρειάζονταν δύο γιά μιά ὑπόθεση εἰσαγγελίας. Ἀλλά ὑπῆρχαν καί παραπάνω: ὁ Περικλῆς παρουσιάστηκε σέ δικαστήριο μέ χίλιους πεντακόσιους ἕναν δικαστές· τό 404 ἡ ἐκκλησία ψήφισε ὅτι μερικοί πολίτες ὑπόδικοι γιά συνωμοσία κατά τῆς ἀσφάλειας τοῦ κράτους θά κρίνονταν ἀπό ἕνα δικαστήριο δύο χιλιάδων μελών· ὁ Ἀνδοκίδης μιλᾶ μάλιστα γιά μιά δίκη γιά παρανομία πού διεξήγαγαν ἔξι χιλιάδες δικαστές, δηλαδή ὅλα μαζί τά τμήματα τῆς Ἠλιαίας.
Ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι χρειάζονταν εἰδικά μέτρα γιά νά κατορθώσουν νά συμπληρώσουν τά δικαστήρια. Καθώς δέν ὑπῆρχαν διακοπές παρά μόνο στίς γιορτές καί τήν ἡ μέρα τῆς ἐκκλησίας, θά λειτουργοῦσαν ἴσως γύρω στίς τριακόσιες μέρες τό χρόνο. Ἦταν λοιπόν ἀδύνατο νά κρατήσουν ὑποχρεωτική τή συμμετοχή στίς συνεδρίες· κανένας δέν θά ἡθελε νά γίνει δικαστής.
Γιά νά προσελκύσουν δικαστές σέ μιά δημοκρατία, δέν μποροῦσαν παρά νά ἀκολουθήσουν ἀντίθετη μέθοδο ἀπό τή μέθοδο τῶν ὀλιγαρχικῶν πόλεων: ἀντί νά πληρώνουν πρόστιμο οἱ ἀπόντες, ἔπαιρναν ἀποζημίωση οἱ παρόντες. Ὅ δικαστικός μισθός ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἄν ἡ δημοκρατία δέν ἡθελε νά παραιτηθεῖ ἀπό τή δικαστική δικαιοδοσία της. Τό σχετικό κονδύλι λαμβανόταν μέ τή φροντίδα τῶν κωλακρετῶν (ἀρχόντων ἐπιφορτισμένων μέ τίς διανομές) ἀπό τά κρατικά ἔσοδα πού ἀπέδιδαν τά δικαστικά δικαιώματα καί τά πρόστιμα. Ὁ μισθός αὐτός, ὁρισμένος σέ δύο ὀβολούς, καί ἀπό τό 425 σέ τρεῖς, δέν ἰσοδυναμοῦσε παρά μέ μισό ἡμερομίσθιο ἤ τήν ἀξία της ἡμερήσιας τροφῆς ἑνός προσώπου. Δέν ἦταν λοιπόν ἀρκετός νά παρακινήσει τούς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου, ὅταν κατοικοῦσαν μακριά, νά ἀφήσουν τούς ἀγρούς τους καί νά κάμουν ἕνα μακρινό ταξίδι, γιά νά πᾶνε νά τακτοποιήσουν τίς μικροϋποθέσεις ἄγνωστων συμπολιτῶν πολύ περισσότερο πού, γιά νά τακτοποιηθοῦν οἱ δικές τους, ἔπρεπε νά σταλοῦν στήν ὕπαιθρο περιοδεύοντες δικαστές.
Τα μέλη ταῶν λαϊκῶν δικαστηρίων ἦταν κυρίως κάτοικοι τῆς πόλης. Ἄλλα οἱ πλούσιοι, πού εἶχαν ἄλλες δουλειές, καί ἔτσι δέν ἕλκονταν ἀπό τό διώβολο ἡ τό τριώβολο, ἀπεῖχαν. Ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν δικαστῶν προερχόταν ἀπό τίς μεσαῖες καί κατώτερες τάξεις τῆς πόλης, τοῦ λιμανιοῦ καί τῶν προαστίων. Ἄλλοι ἔβρισκαν στό μισθό ἕνα ἀξιόλογο συμπλήρωμα γιά τά πενιχρά τους ἔσοδα" ἄλλοι τόν τρόπο νά γεμίσουν, καί μάλιστα μέ κέρδος, μιά ἥμερα ἀνεργίας. Ὅ Φιλοκλέων βλέπει ἕνα μέσο γιά νά προσθέσει μιά λιχουδιά στό δεῖπνο τοῦ" πανηγυρίζει μέ τήν ἰδέα τῆς φουσκωτῆς πίτας πού θά τοῦ σερβίρει ἡ γυναίκα του, καί τά φιλιά μέ τά ὁποια θά ἀνταμείψει ἡ κόρη τοῦ τόν ἀγαπητό της μπαμπά. Οἱ γέροι κυρίως δέν τό 'βρισκαν κακό νά φέρουν κάτι στό σπίτι: αὐτόι οἱ ἡλιαστές πού, στό χορό τοῦ Ἀριστοφάνη, θυμοῦνται μέ πολλή εὐχαρίστηση τίς ἔκστρα-τεΐες τους, σκαλίζοντας ἀναμνήσεις πενήντα χρόνων, μποροΰν νά ἀποκτήσουν μιά μέτρια σύνταξη μέ μιά ἀξιοπρεπῆ καί καθόλου κουραστική δουλειά. Στό κάτω κάτω, τό κέρδος δέν ἦταν ὁ μοναδικός λόγος γιά νά τούς ἄρεσει αὐτό τό ἐπάγγελμα. Τί καλύτερη εὐκαιρία γιά ἀδιόρθωτους φλύαρους νά συναντιοΰνται καθημερινά σάν παλιοί φίλοι; Καί τί θεία εὐχαρίστηση γιά τούς κενόδοξους τά χαϊδόλογα ἀπό διάδικους, καί μάλιστα ἐπιφανεῖς, καί οἱ κολακεῖες ἀπό τους πιό περίφημους ρήτορες!
Μέ δικαστές πού στήν πραγματικότητα δέν ἦταν παρά ἔνορκοι, οἱ ὑπόθεσεις ἔπρεπε νά εἶναι παρασκευασμένες μέ κάθε φροντίδα γιά τήν ἡμέρα της ἀκρόασης. Ἡ ἡγεμονία εἶχε λοιπόν μεγάλη σημασία, γιατί περιλάμβανε, πρίν ἀπό τή συζήτηση, ὁλη τήν ἀνάκριση. Αὐτή ἀνῆκε, γιά τίς περισσότερες δίκες, στούς ἄρχοντες: στό βασιλέα γιά τίς πράξεις πού εἶχαν σχέση μέ τή λατρεία· στόν ἄρχοντα γι' αὐτές πού ἀφοροῦσαν τό ἰδιωτικό δίκαιο· στόν πολέμαρχο γιά τίς πράξεις πού ἀφοροῦσαν τούς ξένους, ἐγκαταστημένους στήν Ἀττική ἤ προνομιούχους· στούς θεσμοθέτες γιά ὅ,τι εἶχε σχέση μέ τό δημόσιο συμφέρον. Οἱ Ἕνδεκα, πού ἦταν δεσμοφύλακες, εἰσῆγαν τίς ὑποθέσεις πού συνεπάγονταν προληπτική κράτηση καί συνοπτική διαδικασία. Ὅταν ἡ Ἀθήνα ἔγινε μεγάλη ναυτική καί ἐμπορική δύναμη, ἔνιωσε τήν ἀνάγκη νά δημιουργήσει ἄρχοντες μέ εἰδικές ἁρμοδιότητες γιά τίς διαφορές πού χρειάζονταν γρήγορη λύση. Οἱ ναυτοδίκαι, πού καταργήθηκαν μετά ἀπό τό 397, καί τῶν ὁποίων ἡ κληρονομιά πέρασε στούς θεσμοθέτες, εἶχαν στή δικαιοδοσία τους κυρίως τίς διαφορές τῶν ἐφοπλιστῶν, τῶν μεταφορέων καί τῶν ἐργατῶν τοῦ λιμανιοῦ, στούς ὁποίους προστέθηκαν ἀπό τό 451 /50 οἱ ἀγωγές κατά τῶν μετοίκων πού ἐμφανίζονταν ὡς πολίτες. Οἱ εἰσαγωγεῖς, πού ἦταν πέντε, εἰσῆγαν τίς ἐμπορικές ὑποθέσεις πού ἔπρεπε νά ρυθμιστοῦν μέσα σ' ἕνα μήνα (δίκαι ἔμμηνοι), καί στίς ὁποίες συμπεριλαμβάνονταν οἱ ἀπαιτήσεις τῶν συμμαχικῶν πόλεων σχετικά μέ τό ὕψος τῶν φορολογικῶν ὑποχρεώσεών τους.
Ἡ πρόσκληση πρός τόν ἐναγόμενο νά ἔρθει στό δικαστήριο γίνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν ἐνάγοντα, πού συνοδεύεται ἀπό δύο μάρτυρες, ἡ κατάθεση τῶν ὁποίων, σέ περίπτωση ἀπουσίας τοῦ ἐγκαλουμένου, θά ἐπέτρεπε τή διεξαγωγή τῆς δίκης ἐρήμην. Κάθε ἀγωγή κατατίθεται γραπτή στόν ἁρμόδιο ἄρχοντα, εἴτε πρόκειται γιά δίκη εἴτε γιά γραφή. Ἐάν τή δεχτεῖ ὁ ἄρχων, ὁ ἐγκαλῶν καταβάλλει ἀμέσως τά δικαστικά ἔξοδα. Στίς ἰδιωτικές ἀγωγές τά δύο μέρη καταβάλλουν τά πρυτανεία, πού εἶναι τρεῖς δραχμές, ἐάν τό ἀντικείμενο τῆς διαφορᾶς ἀξίζει ἀπό ἑκατό ἕως χίλιες δραχμές, καί τριάντα δραχμές, ἐάν ἀξίζει παραπάνω· ἀλλά αὐτός πού χάνει ὀφείλει νά ἀποζημιώσει ἐκεῖνον πού κερδίζει τή δίκη. Στίς δημόσιες ὑποθέσεις ὁ κατήγορος πληρώνει τήν παράσταση, ποσό σταθερό καί μικρό, καί, ἄν ἐνδιαφέρεται καί γιά τό ἐνδεχόμενο πρόστιμο, τά πρυτανεῖα. Γιά τίς κληρονομικές ἀπαιτήσεις ἤ γιά περιουσία πού δημεύτηκε ἄδικα, αὐτός πού κάνει τήν ἀγωγή πληρώνει τό ἕνα δέκατο στήν πρώτη περίπτωση, ἕνα πέμπτο στή δεύτερη, καί τό παράβολο συμψηφίζεται μέ τό διεκδικούμενο ποσό.
Ὁ ἁρμόδιος ἄρχων ὁρίζει τότε τήν ἡμερα της ἀνακρίσεως. Στό μεταξύ τοιχοκολλεῖται τό κείμενο τῆς ἀγωγῆς. Ἡ ἀνάκριση ἀρχίζει μέ τήν ἔνορκη δήλωση γιά τήν ἀλήθεια τῶν ἰσχυρισμῶν τῆς κάθε πλευρᾶς, καί ἡ γραπτή διατύπωσή της μπαίνει στό φάκελο (ἀντωμοσία, διωμοσία). Ἄν ὁ ἐναγόμενος δεχτεῖ ὅτι ἡ αἴτηση δέν πάσχει ὡς πρός τούς τύπους, ἡ δίκη διεξάγεται ὡς πρός τήν οὐσία (εὐθυδικία). Εἰδεμή, ὁ ἐναγόμενος μπορεῖ νά ἀντιτάξει δύο ἐξαιρέσεις, ἡ πρώτη ἀπό τίς ὁποῖες βασίζεται στίς μαρτυρίες (διαμαρτυρία), καί ἡ δεύτερη σέ ἄλλες ἀντιρρήσεις (παραγραφή): ἔτσι ἀναποδογυρίζει τήν κατάσταση καί, στή νέα πιά ὑπόθεση, γίνεται ἐνάγων. Πρέπει νά τερματιστεῖ αὐτή ἡ δεύτερη ἀγωγή, γιά νά μπορέσει ἡ δικαιοσύνη νά ἀσχοληθεΐ πάλι μέ τήν κύρια ἀγωγή, καί εἴτε νά τή θεωρήσει ἀβάσιμη εἴτε νά τήν προχωρήσει. Ἀποδεικτικά στοιχεῖα εἶναι: οἱ νόμοι, τά συμβόλαια, οἱ καταθέσεις ἐλεύθερων ἀνθρώπων, οἱ δηλώσεις δούλων πού ἔχουν γίνει ὕστερα ἀπό ἀνάκριση, οἱ ὅρκοι τῶν διαδίκων. Τά αὐθεντικά στοιχεῖα, πρωτότυπα ἤ ἐπικυρωμένα ἀντίγραφα, καί οἱ πιστοποιήσεις τῶν πιό ἀσήμαντων περιστατικῶν προστίθενται στό φάκελο.Ὅταν τελειώσει ἡ ἀνάκριση, ἄν πρόκειται γιά δημόσια ὑπόθεση, ὁ ἄρχων φυλάει τό φάκελο σφραγισμένο μέσα σέ ἕνα κιβώτιο ὡς τήν ἡμέρα της ἀκρόασης. Ἄν πρόκειται γιά ἰδιωτική ὑπόθεση, τόν διαβιβάζει στό διαιτητή, γιά νά κάμει ἐκεῖνος μιά προσπάθεια συμφιλίωσης. Στήν περίπτωση πού ἀποτύχει ἡ ἀπόπειρα, ὁ διαιτητής βάζει ὁλα τά στοιχεῖα σέ δύο χωριστά κιβώτια, τό ἕνα μέ τό ὄνομα τοῦ ἐγκαλοῦντος, τό ἄλλο μέ τό ὄνομα τοῦ ἐγκαλούμενου, τά σφραγίζει, προσθέτει τήν ἀπόφαση τῆς διαιτησίας γραμμένη σέ μιά πινακίδα, καί ὅλα αὐτά τά παραδίδει στούς δικαστές τῆς φυλῆς τοῦ ἐναγομένου, πού εἶναι ἁρμόδιοι νά εἰσαγάγουν τήν ὑπόθεση στό δικαστήριο. Κατά τήν ἀκρόαση ἀπαγορεύεται στούς διάδικους νά ἀναφερθοΰν σέ ἄλλο ἀποδεικτικό στοιχεῖο, κείμενο νόμου, κλήση, μαρτυρία κτλ., ἐκτός ἀπό αὐτά πού παρουσιάστηκαν στήν ἄνακριση.
Ό άρχων πού ἔχει κάμει τήν ἀνάκριση ζητάει ἀπό τούς θεσμοθέτες νά ὁρίσουν τήν ἡμέρα της ἀκρόασης καί τον ἀριθμό τῶν δικαστῶν πού θά δικάσουν. Ἐκτός ἀπό τις ἐμπορικές δίκες, πού γίνονταν ὑποχρεωτικά μέσα στό μήνα, ἡ ἡμερομηνία τῆς ἀκρόασης ἦταν συχνά πολύ ἀπομακρυσμένη. Πρῶτα πρῶτα ὁ κατάλογος τῶν δικῶν ἦταν πολύ φορτωμένος. Έπειτα οἱ ἀναβολές διαδέχονταν ἡ μιά τήν άλλη, ἐξαιτίας τῶν διαδίκων πού κατέφευγαν σέ κάθε εἴδους μανούβρες καί δικολαβικές κωλυσιεργίες, μέ τή βοήθεια ὑπωμοσιῶν (ὅρκων) καί ἀνθυπωμοσιῶν (ἀντίθετων ὅρκων). Υπήρχαν δίκες πού σέρνονταν έτσι ολόκληρα χρόνια. Ό εναγόμενος πού δέν παρουσιαζόταν στό δικαστήριο δικαζόταν ἐρήμην· ἄν έλειπε ὁ ἐνάγων, δέν γινόταν δεκτή ή ἀγωγή·78
Φτάνει τέλος ἡ μέρα τῆς ἀκρόασης. Το δικαστήριο περιβάλλεται ἀπό ἕνα ξύλινο χώρισμα πού διακόπτεται ἀπό μιά δικτυωτή πόρτα.79 Κάθε φορά πού μιά ὑπόθεση ἀνάβει τά πάθη, οἱ περίεργοι συνωστίζονται γύρω ἀπό τό χώρισμα. Ἐντούτοις τό 415, ὅταν δίκαζαν ἐκείνους πού παραβίασαν τά μυστήρια, θέλησαν μιά διαδικασία «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» ἀπό σεβασμό πρός τίς θεές: γιά νά κρατήσουν μακριά τό πλῆθος, τέντωσαν πενήντα πόδια μακριά ἀπό τό χώρισμα ἕνα σχοινί τό ὁποῖο φύλαγαν δημόσιοι δούλοι.80 Στό εσωτερικό οἱ δικαστές κάθονται σέ ξύλινα θρανία πού σκεπάζονται μέ ψάθες. Ὁ πρόεδρος, στό βάθος, κάθεται σέ μιά λίθινη ἕδρα (βῆμα), ἀπό ὅπου κυριαρχεῖ στό ἀκροατήριο. Ἔχει κοντά τό γραμματέα ἤ γραφέα του, τόν κήρυκά του καί τούς Σκύθες τοξότες πού εἶναι επιφορτισμένοι μέ τήν τήρηση τῆς τάξεως. Μπροστά του βρίσκεται τό βῆμα ἀπό ὅπου ἐκφωνοῦνται οἱ λόγοι. Δεξιά καί ἀριστερά ὑπάρχουν δύο ἄλλα βήματα, ὅπου κάθονται οἱ διάδικοι, ὅσο δέν μιλοῦν. Στο ἐνδιάμεσο ὑπάρχει ἕνα τραπέζι ὅπου μετροῦν τίς ψήφους.81
Ἡ συνεδρίαση ἀρχίζει νωρίς τό πρωί. Οἱ δικαστές ὀφείλουν νά σηκωθοῦν πρίν ἀπό τήν αὐγή, ἄν δέν θέλουν νά χάσουν τήν ἀμοιβή· γιατί τήν ὁρισμένη ὥρα, ὅταν δώσει τό σῆμα ὁ πρόεδρος, ἡ πόρτα κλείνει κατάμουτρα στούς ἀργοπορημένους.82 Ὅσοι φτάνουν ἔγκαιρα παίρνουν στήν εἴσοδο ἕνα κέρμα {σύμβολον) τό ὁποῖο θά ἀλλάξουν τή στιγμή τῆς ψηφοφορίας μέ ἕνα ἄλλο, πού μέ τή σειρά του θά τό ἀλλάξουν στήν ἔξοδο μέ ἕνα τριώβολο.83
Ἀρχίζουν, ὅπως καί στήν ἐκκλησία, μέ μιά θυσία καί μιά προσευχή. Ἀμέσως, ἔπειτα ἀπό διαταγή τοῦ προέδρου, ὁ κήρυκας ἀπαγγέλλει τον κατάλογο τῶν ὑποθέσεων πού θά δικαστοῦν γιατί σέ μιά συνεδρία διεκπεραιώνουν πολλές ἰδιωτικές δίκες, ἀλλά μόνο μία δημόσια. Ἐπειτα ὁ γραφέας διαβάζει τήν αἴτηση ἤ τήν κατηγορία καί τή δήλωση πού παρουσιάζει ἡ ὑπεράσπιση.84
Ὁ λόγος δίνεται διαδοχικά στόν ἐνάγοντα καί στόν ἐναγόμενο. Καθένας μιλᾶ γιά λογαριασμό του, ἐκτός ἀπό τούς νομικά ἀνίκανους, δηλαδή τις γυναῖκες, τούς ἀνήλικους, τούς δούλους, τούς ἀπελεύθερους ἤ τούς μέτοικους, πού ἀντιπροσωπεύονται ἀπό τον νόμιμο κηδεμόνα τους: τόν κύριό τους ἤ τον ἐργοδότη τους. Ὁ διάδικος πού δέν νιώθει ἱκανός νά ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος τό λόγο του, τόν παραγγέλνει σ' ἕναν επαγγελματία, ἕναν λογογράφο, και τον μαθαίνει απέξω· ἀλλά οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος τολμοῦν νά τό ὁμολογήσουν. Ἄλλωστε ὁ κατηγορούμενος ἤ ὁ κατήγορος μπορεῖ νά ζητήσει ἀπό τό δικαστήριο τήν ἄδεια νά βοηθηθεῖ ἤ νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό ἕνα φίλο του πού εἶναι πιο ἱκανός στο λόγο· ἡ αἴτηση αὐτή σπάνια ἀπορρίπτεται, μέ τόν ὅρο βέβαια ὅτι ὁ συνήγορος ἤ ὁ σύνδικος δέν θά ἀμειφθεῖ. Σέ αύτή τήν περίπτωση ὁ ἐνδιαφερόμενος ἤ περιορίζεται σέ λίγα εἰσαγωγικά λόγια καί δίνει τό λόγο σ' αὐτόν πού ἔρχεται σέ βοήθεια του, ἤ ἐνισχύει τή συνηγορία μ' ἕναν ἔντονο επίλογο ἤ μιά συμπληρωματική ἐξήγηση. Αὐτή ἡ βοήθεια εἶναι συνηθισμένη στίς πολιτικές δίκες, καί τά μέλη τῶν ὀλιγαρχικών ἑταιρειῶν τή θεωροῦν κύρια ὑποχρέωσή τους.
Εἶναι κανόνας στίς ἰδιωτικές δίκες, ἀλλά ὄχι στίς ἄλλες, ὁ ἐνάγων νά ἔχει δικαίωμα σέ ἀνταπάντηση, καί ὁ ἐναγόμενος σέ δευτερολογία (ὕστερος λόγος).85 ἡ ἀπόφαση πρέπει νά ἀπαγγελθεῖ τήν ίδια μέρα,86 ἐκτός ἄν μιά διοσημία, π.χ. μιά καταιγίδα ἤ ἕνας σεισμός, ἀναγκάσει τόν πρόεδρο νά διακόψει τή συνεδρίαση.87 Πρέπει λοιπόν νά κάμουν γρήγορα. Ἐκτός ἀπό ὁρισμένες δίκες μέ συναισθηματικό χαρακτήρα, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τούς ἀνήλικους, τούς γέρους κτλ. (δίκαι χωρίς ὕδατος), ἡ διάρκεια τῶν ἀγορεύσεων εἶναι μετρημένη. Ἡ κλεψύδρα ἔχει αὐτή τήν ἀποστολή.88 Στίς ἰδιωτικές δίκες ὁ χρόνος πού διαθέτουν τά δύο μέρη ἐξαρτᾶται ἀπό τή σπουδαιότητα τῆς ὑπόθεσης. Τόν 4ο αἰώνα, πού ἐπικρατεῖ μεγαλύτερη αὐστηρότητα ἀπ' ὅ,τι τόν 5ο, κάθε διάδικος ἔχει ἀπό εἴκοσι ἕως σαράντα ὀχτώ λεπτά γιά τήν κύρια ἀγόρευση καί ἀπό ὀχτώ ἕως δώδεκα γιά τή δευτερολογία,89 ἐκτος ἀπό τό χρόνο πού ἀφιερώνεται στήν ἀνάγνωση τῶν νόμων, ψηφισμάτων καί ἄλλων στοιχείων τῆς ὑπόθεσης.90 Στίς δημόσιες δίκες, ὅπου οἱ ποινές δέν προβλέπονται ἀπό τό νόμο ἀλλά ἀφήνονται στήν ἐκτίμηση τῶν δικαστών, ἡ μέρα μοιράζεται σέ τρίτα, ἀπό τά ὁποῖα τό ἕνα ἀνήκει στόν κατήγορο, τό ἄλλο στον κατηγορούμενο καί τό τρίτο στούς δικαστές.
Ὥς γύρω στά 390 οἱ καταθέσεις τῶν μαρτύρων ὀφείλουν νά εἶναι προφορικές· ἀργότερα γράφονται πρίν ἀπό τή δίκη καί διαβάζονται ἀπό τό γραφέα.91 Ἀπαγορεύεται στούς διάδικους καί στούς μάρτυρες νά διακόψουν τόν ἀντίδικο, ἐκτος ἄν αὐτός συγκατατεθεῖ ρητά ἤ θέσει ὁ ἴδιος ἐρωτήσεις, ὁπότε ἡ κλεψύδρα του ἐξακολουθεῖ νά λειτουργεῖ.92 Τέτοια ἐπεισόδια ἔδιναν στίς συζητήσεις ἰδιαίτερη ζωηρότητα. Γίνονταν στίς ἐγκληματικές καί πολιτικές ὑποθέσεις, ἀλλά καμιά φορά καί σέ ἀστικές, πού προκαλοῦσαν ἔντονη συγκίνηση καί διέγειραν τά πάθη.
Ὅταν ὁ ἐνάγων ἔνιωθε πώς ἡ ὑπόθεση δέν πήγαινε πιά καλά γι' αὐτόν, μποροῦσε ὡς τήν τελευταία στιγμή νά ἀποσύρει τήν κατηγορία. Στις ἰδιωτικές δίκες εἰχε αὐτό τό δικαίωμα ἀκόμη καί τή στιγμή πού εἶχαν βγάλει τίς ψήφους ἀπό τήν κάλπη γιά νά τίς μετρήσουν, εἴτε γιατί τό ἀποφάσισε μόνος του εἴτε γιατί συμφώνησε μέ τόν ἐναγόμενο πάνω στούς ὅρούς ἑνός συμβιβασμοῦ ἤ μιᾶς ἰδιωτικῆς διαιτησίας. Δέν διακινδύνευε ποινή ἄλλη ἀπό τήν ἀπώλεια τῶν δικαστικῶν ἐξόδων πού εἶχε προκαταβάλει.93 Στίς δημόσιες δίκες ὁ ενάγων πού ἀποφάσιζε νά ἀποσυρθεῖ καταδικαζόταν σέ χίλιες δραχμές πρόστιμο, καί ἔχανε τό δικαίωμα νά καταθέσει ἀγωγή αὐτοΰ τοῦ εἴδους στό μέλλον. Ξέρουμε ὡστόσο καί δημόσιες δίκες πού τελείωσαν συμβιβαστικά, ἔπειτα ἀπό καταβολή χρημάτων, μέ τή συγκατάθεση τῶν ἀρχόντων.94
Ὅσο διαρκοῦσε ἡ συζήτηση ὁ ρόλος τῶν δικαστῶν ἦταν ρόλος βουβῶν καί παθητικῶν ἐνόρκων. Ἀμέσως μετά καλοῦνταν ἀπό τόν κήρυκα νά ψηφίσουν. Ψήφιζαν χωρίς συζήτηση, καί ἡ μυστική ψηφοφορία ἐξασφάλιζε τήν ἐλευθερία.95Τόν 5ο αἰώνα κάθε δικαστής ἔπαιρνε ἕνα μικρό ὄστρεο (χοιρίνη) ἡ ἕνα πετραδάκι (ψῆφος) τό ὁποιο, ἀνάλογα μέ τή γνώμη πού σχημάτισε γιά τή μιά ἡ τήν ἄλλη πλευρά, ἔριχνε στή μιά ἀπό τίς δύο κάλπες, περνώντας ἀπό μπροστά τους.96 Μετά τό 390 ἐπινόησαν ἕνα σύστημα πού ἐξασφάλιζε καλύτερα τή μυστική ψηφοφορία: κάθε ἔνορκος ἔπαιρνε δύο χάλκινα κέρματα, τό ἕνα ἀκέραιο γιά τήν ἀθώωση, τό ἄλλο τρυπημένο γιά τήν καταδίκη· ἔριχνε τό κέρμα πού θά λογαριαζόταν σέ μιά χάλκινη ὑδρία (κύριος ἀμφορεύς) καί τό ἄλλο, πού χρησίμευε γιά τήν ἐπιβεβαίωση τοῦ συνολικοῦ ἀριθμοΰ τῶν ψήφων, σέ μιά ξύλινη κάλπη (ἄκυρος ἀμφορεύς).97 Τά ἀποτελέσματα τῆς ψηφοφορίας ἀναγγέλλονταν ἀπό τόν κήρυκα, καί ἡ ἀπόφαση, πού ἔβγαινε μέ τήν ἁπλή πλειοψηφία, ἀπαγγελλόταν ἀπό τόν πρόεδρο.
Σέ περίπτωση ἀθώωσης ὁλα ἔχουν τελειώσει. Δέν ἔμενε παρά νά ἐπιβληθοΰν σέ μερικούς κατήγορους ἤ ἐνάγοντες οἱ κυρώσεις πού προβλέπονται αὐτόματα γιά τίς ἀπερίσκεπτες ἀγωγές. Οἱ κατήγοροι πού δέν ἀποσπούσαν τό ἕνα πέμπτο τῶν ψήφων στίς δημόσιες δίκες, ὅπως καί ὅσοι παραιτοῦνταν, καταδικάζονταν σέ πρόστιμο καί σέ εἰδική στέρηση πολιτικῶν δικαιωμάτων. Σέ πολλές ἰδιωτικές ἀγωγές - ὅπως οἱ ἀγωγές ἐξαίρεσης στό πλαίσιο τῶν κυρίων δικῶν, οἱ ἀγωγές μετριασμοῦ ἤ ἀναίρεσης, οἱ ἀγωγές ἐναντίον κηδεμόνων ἤ ἐναντίον ὀφειλετών - οἱ ἐνάγοντες πού ἔχαναν ὄφειλαν στούς ἐναγόμενους μιά ὁρισμένη ἀποζημίωση πού ἰσοδυναμοῦσε μέ τό ἕνα ἕκτο τοῦ διαμφισβητούμενου ποσοῦ (ἐπωβελία).98
Σέ περίπτωση καταδίκης ὑπῆρχαν δύο δυνατότητες. Τό ἑλληνικό δίκαιο διέκρινε δίκες μέ ἐκτίμηση τῆς ποινῆς (ἀγῶνες τιμητοί) ἤ χωρίς ἐκτίμηση (ἀγῶνες ἀτίμητοι), δηλαδή ἡ ποινή ἄλλοτε ἀφηνόταν στή διάκριση τῶν δικαστῶν, ἄλλοτε καθοριζόταν ἀπό ἕνα νόμο ἤ ἀπό τό ψήφισμα τῆς ἐκκλησίας πού παρέπεμπε τήν ὑπόθεση στό δικαστήριο ἤ ἀπό προηγούμενη συμφωνία τῶν διαδίκων. Στίς δίκες, λοιπόν, τῆς δεύτερης κατηγορίας ἡ καταδικαστική ἀπόφαση ἐπέσυρε τήν ποινή χωρίς ἄλλη διατύπωση. Μόνο σέ ὁρισμένες ὑποθέσεις, περιοριστικά καθορισμένες, τό δικαστήριο, ἔπειτα ἀπό αἴτηση ἑνός μέλους του καί μέ εἰδική ψηφοφορία, ἐπέβαλλε καί μιά πρόσθετη ποινή (προστίμημα), πέρα ἀπό τίς κυρώσεις πού ὁριζε ὁ νόμος. 99 Ἀλλά στίς δίκες τῆς πρώτης κατηγορίας, γιά νά καθοριστεῖ τό ὕψος τῆς σωματικῆς ἤ τῆς χρηματικῆς ποινῆς (τιμᾶν ὅ τι χρή παθεῖν ἤ ἀποτεῖσαι) ἦταν ἀπαραίτητη μιά καινούρια διαδικασία.100 Ὁ ἐνάγων καί ὁ ἐναγόμενος πρότειναν ὁ καθένας στό δικαστήριο μιά ποινή: ἦταν ἡ τίμησις καί ἡ ἀντιτίμησις. Εἶχαν μικρό χρονικό διάστημα γιά νά δικαιολογήσουν τά λεγόμενά τους· μετά γινόταν μιά δεύτερη ψηφοφορία, μέ τήν ὁποία οἱ δικαστές δέχονταν τή μιά ἡ τήν ἄλλη πρόταση, χωρίς δικαίωμα μέσης λύσης. Ἐνῶ τόν 4ο αἰώνα ἡ δεύτερη ψηφοφορία γινόταν ὅπως καί ἡ πρώτη, τόν 5ο αἰώνα χρησιμοποιοῦσαν πινακίδες σκεπασμένες μέ κερί, πάνω στίς ὁποῖες οἱ δικαστές τραβοῦσαν μιά μακριά ἡ μιά κοντή γραμμή, ἀνάλογα μέ τό ἄν κατέληγαν στήν πιό αὐστηρή ποινή ἤ σέ πιό ἐλαφριά.101 Αὐτή ἡ διαδικασία, πού ἀπέβλεπε στό νά περιορίσει τήν αὐθαιρεσία τῶν δικαστῶν, ἐξηγεῖ τήν καταδίκη τοῦ Σωκράτη σέ θάνατο.102
Ἡ ποινική νομοθεσία πού ἐφάρμοζαν τά δικαστήρια βασιζόταν - στήν κοινή γνώμη καί στίς θεωρίες τῶν φιλοσόφων - στίς ἰδέες τοῦ σωφρονισμοῦ (κόλασις, νουθεσία), τῆς ἐπανόρθωσης (τιμωρία), τοῦ ἐκφοβισμοῦ καί τῆς κοινωνικῆς ἄμυνας (παράδειγμα, ἀποτροπή). Ἡ ἀρχή τῆς εὐθύνης ἐφαρμόζεται μέ μιά αὐστηρότητα πού διαρκῶς μεγαλώνει, καί ἐξακολουθεῖ νά ἰσχύει, ὅπως τήν πιό παλαιά ἐποχή, γιά τά ζῶα καί τά ἀντικείμενα πού εἶναι ἔνοχα ἀνθρωποκτονίας. Ἡ συσσώρευση ποινῶν προβλέπεται ἀπό τό νόμο γιά ἐγκλήματα ὅπως ἡ ἱεροσυλία καί ἡ προδοσία, τά ὁποια ὑπόκεινται στή θανατική ποινή καί στή δήμευση. Ἀλλά γιά τίς παραβάσεις μέ κυρώσεις πού ἀφήνονταν στή διάκριση τοῦ δικαστηρίου, ἡ σωματική ποινή ἀποκλείει τή χρηματική (παθεῖν ἤ ἀποτεῖσαι). Ἡ ἔλλειψη πρόθεσης καί ἡ φυσική ἀνευθυνότητα (παιδική ἡλικία, παραφροσύνη, θυμός, πάθος, καταναγκασμός) ἀποτελοῦν ἐλαφρυντικά· ἀντίθετα, ἡ ὑποτροπή καί οἱ παραβάσεις πού διαπράχθηκαν σέ δημόσια τελετή κρίνονται βαρύτερα. Ἡ διαδικασία καί ἡ ποινή διαφέρουν ἐπίσης σέ πολλές περιπτώσεις, ἀνάλογα μέ τό ἄν τά δύο μέρη εἶναι πολίτες, ἡ ἄν ἕνας ἀπό τους διαδίκους εἶναι μέτοικος ἤ δοῦλος (τό ἴδιο καί ἄν εἶναι μέτοικοι καί οἱ δύο διάδικοι). Οἱ σωματικές ποινές εἶναι: θανατική ποινή, πού κολάζει τό φόνο ἐκ προμελέτης, τήν ἱεροσυλία καί τήν προδοσία, καί μπορεῖ νά πλήξει κάθε ἔγκλημα πού εἶναι λίγο ὡς πολύ ἐξομοιώσιμο μ' αὐτά, σέ δίκες ὁπου ἡ ποινή ἀφήνεται στή διάκριση τοῦ δικαστηρίου ἐξορία, πού ἀντικαθιστᾶ συχνά τήν ποινή τοῦ θανάτου· ἀτιμία, πού στήν ἀρχή ἰσοδυναμοῦσε μέ τήν ἐκτός κοινωνίας θέση τοῦ κατάδικου, ἔπειτα ὅμως ἁπαλύνθηκε, παίρνοντας τό χαρακτήρα ἀφαίρεσης τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων καταδίκη σέ δουλεία καί φυλάκιση, ποινές πού ἐπιβάλλονταν γενικά στούς μή πολίτες καί σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις· μαστίγωση, πού ἐπιβαλλόταν μόνο στούς δούλους. Οἱ ἀτιμωτικές ποινές εἶναι: στέρηση ταφῆς, πού μπορεῖ νά ἐπιβληθεῖ μεταθανάτια· ἀπαγόρευση στίς μοιχαλίδες νά φοροῦν στολίδια καί νά μπαίνουν στούς ναούς· κατάρα, σέ ὁρισμένες φυγοδικίες· ἀτιμωτική ἐγγραφή πάνω σέ μιά στήλη. Οἱ χρηματικές ποινές εἶναι: ὁλοκληρωτική ἡ τμηματική δήμευση, πρόστιμο καί ἀποζημίωση.103
Ἡ ἀπόφαση γνωστοποιεῖται στούς ἐνδιαφερόμενους γραπτά μέ σκοπό τήν ἐκτέλεση. Μετά ἀπό δημόσια δίκη ἡ ἀπόφαση κοινοποιεῖται στούς ἁρμόδιους ἄρχοντες, παραδείγματος χάρη στούς Ἕνδεκα, ἀρχηγούς τῶν δεσμοφυλάκων καί τοῦ δήμιου, καί στούς πωλητάς, πού εἶναι ἐπιφορτισμένοι νά πουλήσουν τά δημευμένα ἀγαθά. Ὅταν ἀφορα πολιτική ὑπόθεση, κατατίθεται στά ἀρχεῖα. Μετά ἀπό μιά ἰδιωτική ὑπόθεση κοινοποιεῖται σέ ὅποιον κέρδισε, ἀφοῦ τό κράτος δέν λαβαίνει μέρος στήν ἐκτέλση, παρά μόνο στό βαθμό πού ἔχει κάποιο συμφέρον νά προστατεύσει.
Τά πρόστιμα εἰσπράττονται ἀπό τους πράκτορες καί, ὅταν ἡ δεκάτη πρέπει νά ἀφαιρεθεΐ ἀπό τό πρόστιμο γιά ὄφελος τῆς Ἀθηνᾶς, ἡ εἴσπραξή τῆς ἀνήκει στούς ταμίες τῆς θεᾶς. Ἕνας κανόνας κοινός σέ ὁλη τήν Ἑλλάδα ἀντικαθιστᾶ τόν ὀφειλέτη ἑνός προστίμου πού δέν πληρώθηκε μέ τόν ἄρχοντα πού εἶναι ὑπεύθυνος.104
Κατ' ἀρχήν, ἡ ἀπόφαση, ἔκφραση τῆς λαϊκῆς θέλησης, εἶναι ἀμετάκλητη, κυρίαρχη (κυρία) καί τέλεια (αὐτοτελής).105 Ἀλλά ἡ ἀκύρωση δέν εἶναι ἀδύνατη στίς ἐγκληματικές ὑποθέσεις. Ἕνα πράγμα πού ἔκαμε ὁ λαός, μπορεῖ καί νά τό ξεκάμει, μέ τόν ὄρο ὅτι τό δεδικασμένο μένει σεβαστό. Διάφορα μέσα διαδικασίας, ἄλλα διαδικαστικά καί ἄλλα πολιτικά, ἐπιτρέπουν νά φτάσει κανείς σέ αὐτό τό ἀποτέλεσμα. Ὁ φυγόδικος μπορεῖ σέ δύο μῆνες νά προσβάλει τήν ἐρήμην καταδίκη του, ἄν ἀποδείξει μέ ὁρκο ὅτι ἡ ἀπουσία του ὀφειλόταν σέ κάποιο δικονομικό ἐλάττωμα. Ἀγωγές γιά ψευδομαρτυρία καί γιά φοροδιαφυγή, ἀγωγές πού ἐπισύρουν ποινές οἱ ὁποῖες ἀφήνονται στή διάκριση τῶν δικαστῶν, δίνουν στά δικαστήρια τή δυνατότητα νά ἐπανορθώσουν τή ζημία πού προκλήθηκε ἀπό μιά χρηματική καταδίκη ἤ νά προσφέρουν στό θύμα μίας σωματικῆς ποινῆς τό καινούριο στοιχεῖο ὅπου μπορεῖ νά στηριχτεῖ μιά αἴτηση γιά ἀναίρεση τῆς καταδίκης. Ἐξάλλου ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου διατηρεῖ, στίς δικαστικές ὑποθέσεις, ὅπως καί σέ ὁλες τίς ἄλλες, τό ἀνώτατο προνόμιό της. Ἔχει δικαίωμα νά δώσει χάρη. Κανένας, ὅμως, δέν μπορεῖ νά καταφύγει σ' αὐτήν χωρίς νά ἔχει πάρει προκαταβολικά ἄδεια, ἕνα ἀπό αὐτά τά ψηφίσματα πού χρειάζονται τό λιγότερο ἕξι χιλιάδες ψήφους καί προσφέρουν δικανική ἀσυλία. Αὐτή ἡ ἐπίσημη διαδικασία προηγεῖται ἀπό ὅλα τά ψηφίσματα ἀποκατάστασης (ἐπιτιμίας). Μόνη αὐτή προσφέρει νόμιμη ἀξία στή συλλογική ἀμνηστία, πού δέν δίνεται ποτέ παρά σέ ἐξαιρετική περίπτωση, γιά λόγους δημόσιας σωτηρίας. Μόνη αὐτή προστατεύει ἀπό ἐνδεχόμενη κατηγορία γιά παρανομία τίς προτάσεις γιά ἀκύρωση ποινῶν, γιά ἀνάκληση ἀπό τήν ἐξορία, γιά ἀπόδοση πολιτικῶν δικαιωμάτων, γιά διαγραφή ὀφειλῆς πρός τό δημόσιο.106 Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ ἀθηναϊκός λαός ἔβρισκε τρόπο νά διασώσει τή μερική κυριαρχία τῶν δικαστῶν, πού ἦταν ἀντιπρόσωποί του, διατηρώντας ἀκέραια τήν ὁλοκληρωτική κυριαρχία, ἡ ὁποία δέν μποροῦσε νά ἀνήκεϊ παρά στό σύνολο τῶν πολιτῶν.
Γ΄ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Οἱ δικαστικοί θεσμοί πού περιγράψαμε ἐπικρίθηκαν πολύ, τόσο κατά τήν ἀρχαιότητα ὅσο καί στούς νεώτερους χρόνους. Τί πρέπει νά σκεφτεῖ κανείς;
Αὐτό πού ἐνοχλοῦσε πρίν ἄπ' ὁλα τους συγκαιρινούς, αὐτό πού ἐνοχλεῖ κι ἐμᾶς ὅταν διαβάζουμε δικανικούς λόγους τῶν ρητόρων, εἶναι ἕνα πνεῦμα στρεψοδικίας ἀληθινά ὑπερβολικό, μιά δικονομικομανία ἀρκετά δυσάρεστη. Ἕνας ἀντίπαλός τῆς δημοκρατίας ἀναρωτιόταν ἄν ὑπῆρχαν τόσες δημόσιες καί ἰδιωτικές δίκες σ' ὁλόκληρη τήν ἄλλη Ἑλλάδα ὅσες μόνο στήν Ἀθήνα.107 Εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ ἰδιῶτες πήγαιναν στά δικαστήρια μέ ἀξιοκατάκριτη εὐκολία, ὅτι οἱ ἀποδόσεις λογαριασμῶν καί οἱ λειτουργίες ἐγκυμονούσαν δίκες, ὅτι ἡ ἔλλειψη εἰσαγγελικῆς ἀρχῆς ἔκανε νά πληθαίνει τό γένος τῶν συκοφαντῶν. Δικαιολογημένα ἐπινόησε ὁ κωμικός τό ὄνομα Δικαιόπολις.
Χωρίς νά ἀρνηθεῖ κανείς τό γεγονός, πρέπει ὡστόσο νά τό ἐξηγήσει. Αὐτή ἡ δικανική μαχητικότητα πηγάζει ἀπό τό ἀγωνιστικό ἔνστικτο τῶν Ἑλλήνων καί, γενικά, τῶν μεσογειακῶν λαῶν. Ἄν ληφθεῖ ὑπόψη ἡ καταγωγή της καθώς καί τό ἀμεσότερο παρελθόν της, διαπιστώνεται ὅτι μιά μεγάλη πρόοδος συντελέστηκε στίς κοινωνικές σχέσεις. Ἄλλοτε οἱ ἀντίπαλοι ἀναζητοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τά ὄπλα στά χέρια, καί βλέπουμε ὁλο τόν 6ο αἰώνα ἀκόμη τό αἷμα τῶν ἀντεκδικήσεων νά καλύπτει τήν Ἀττική. Ἡ κατάχρηση τῆς στρεψοδικίας ἀντικαθιστᾶ τήν κατάχρηση τῆς βίας καί μαρτυρεῖ ὅτι οἱ πολίτες χαλιναγωγοῦσαν τά πάθη τους, γιά νά τά ὑποτάξουν στό νόμο.108 Ὡς καί ἡ πληγή τῶν συκοφαντῶν ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἦταν ἀκόμη πολύ κοντά ἡ ἐποχή ὅπου ἡ ἀπόδοση δικαιοσύνης ἀπό τό κράτος δέν ἦταν ὑποχρεωτική. Καί αὐτή ὅμως ἡ πληγή ἔχεῖ ἀντιστάθμισμα: καθώς δέν ὑπάρχει εἰσαγγελική ἀρχή, ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κυβέρνηση, καί ἡ πρωτοβουλία τῶν πολιτῶν στόν τομέα τῆς ἰδιωτικῆς ἡ τῆς δημόσιας καταδίωξης εἶναι δικαίωμα πού πηγάζει ἀπό τήν ἐλευθερία.
Ἀλλά ἄς ἀφήσουμε τούς διάδικους καί ἄς στραφοῦμε πρός τούς δικαστές. Καί ἐδῶ ἀκόμη δέν ἀκούγονται παρά ψόγοι.109 Πρῶτα πρῶτα βάλλεται ὁ μισθός. Αὐτοί οἱ ἔνορκοι πού τρέχουν στό δικαστήριο ἀπό τά βαθιά χαράματα, γιά νά εἶναι βέβαιοι ὅτι θά ἀλλάξουν τό βράδυ τά κέρματα τῆς παρουσίας τους μέ δύο τρεῖς ὀβολούς, πού καταλαμβάνονται ἀπό ὑπνηλία, ἀφοῦ «πιοῦν τό γάλα τοῦ κωλακρέτη»,110 προσφέρουν θέαμα ὀχληρό γιά πνεύματα κάπως ἐκλεπτυσμένα. Αὐτή ἡ διανομή μισθῶν σέ ἑκατοντάδες καί χιλιάδες πολίτες δέν τούς ἀπομάκρυνε ἀπό τήν παραγωγική δουλειά; δέν ἐπιβάρυνε ὑπερβολικά τόν προϋπολογισμό; Ἀλλά καί τί ἰδέα νά βάλουν τό πλῆθος νά δικάζει! Ἔτσι ἀναγνωριζόταν στήν ἀναρμοδιότητα μιά γενική ἁρμοδιότητα· ἡ δικαιοσύνη κατατροπωνόταν ἀπό τήν ἄγνοια τοῦ νόμου. Δέν ἦταν δύσκολο σέ ἐπιτήδειους συνήγορους, σέ πανούργους λόγογράφους νά ἐπιχειρηματολογοΰν ἔξω ἀπό τήν ὑπόθεση, νά παραθέτουν ἄσχετα κείμενα, νά ἐπιδίδονται σέ ἀσύστατες ἑρμη-νεῖες.
Ὑπῆρχαν ὡστόσο καί χειρότερα. Καλώντας σέ βοήθεια τό ἦθος καί τό πάθος, ἡ εὐγλωττία ἐπιχειροῦσε νά ἀγγίξει τίς ἀδυναμίες τῶν ἡλιαστῶν, νά διεγείρει τά πάθη. Ἔβλεπε κανείς τόν κατηγορούμενο νά ἀνεβάζει στό βῆμα τούς γονεῖς του, τή γυναίκα του, τά παιδιά του, πού ἔκλαιγαν γιά νά κινήσουν τόν οἶκτο τῶν δικαστῶν.111 Καί ἀπό τίς δύο πλευρές γινόταν ἐπίδειξη πατριωτισμοῦ ἤ ἀφοσίωσης στή δημοκρατία· ἐρευνοῦσαν τή ζωή τοῦ ἀντίπαλου, γιά νά τοῦ πετάξουν κατά πρόσωπο τίς χειρότερες ὕβρεις, τίς πιό φρικτές συκοφαντίες. Μόλις μιά ὑπόθεση ἄγγιζε τήν πολιτική, τό δικαστήριο μεταβαλλόταν σέ δημόσια συνέλευση: Οἱ δικαστές δέν ἀρνιόνταν νά ὑποχωρήσουν στίς κομματικές παρορμήσεις τους, ἡ μεροληψία μεταμφιεζόταν σέ δικαιοσύνη. Ἔτσι, ἐκεῖ ὁπου τό αἴσθημα τῆς ἐπαγγελματι-κῆς εὐθύνης τό ἀντικαθιστοῦσε ἡ ἀλαζονεία πού πήγαζε ἀπό τή λαϊκή κυριαρχία, χωρίς παράλληλη συναίσθηση εὐθύνης, ἦταν μοιραῖο νά σωπαίνει ὁ νόμος.112 Ἄλλωστε ὁ νόμος δέν ἔλεγε τίποτε σέ πλῆθος ὑποθέσεις, σέ αὐτές πού ἔδινε στούς δικαστές τό δικαίωμα νά ἐπιβάλλουν ποινή κατά τήν κρίση τους. Αὐτό τό σύστημα καθώς καί τό σύστημα τῶν εἰσαγγελιῶν ἐπέτρεπε στά δικαστήρια νά ἐξομοιώνουν τά πλέον διαφορετικά ἀδικήματα. Καί δέν ὑπῆρχε ἔφεση. Ἔτσι καταλαβαίνει κανείς πῶς μπόρεσε ἡ Ἀθήνα νά διαπράξει τή μεγαλύτερη δικαστική πλάνη καταδικάζοντας τόν Σωκράτη.
Σέ αὐτό τό κατηγορητήριο, τοῦ ὁποιου δέν συγκαλύψαμε τή δριμύτητα, ὑπάρχουν πολλές ἀπαντήσεις. Γιά νά ἐκτιμήσουμε σωστά τους θεσμούς τοῦ 5ου αἰώνα, χρειάζεται, ἀκόμη μιά φορά, νά τούς φωτίσουμε μέ τό φῶς τοῦ παρελθόντος καί νά μήν πιστέψουμε κατά γράμμα ὁλα ὅσα λένε οἱ ἀντίπαλοι τοῦ καθεστῶτος.
Ὁ δικαστικός μισθός ἔχεῖ μακρινή καταγωγή: ἤδη στήν ὁμηρική πόλη οἱ γέροντες ἔβαζαν τούς ἀντίδικους νά καταθέσουν μικρά κομμάτια χρυσοῦ, ὡς ἀμοιβή της διαιτησίας πού ζήτησαν, καί ἀργότερα οἱ «δωροφάγοι» πού κυριαρχοῦσαν στή Βοιωτία δέν ἀπέδιδαν δικαιοσύνη χωρίς ἀντάλλαγμα. Γιατί ἡ δημοκρατία θά ἔκανε διαφορετικά, ὅταν ἡ θυσία μίας χαμένης μέρας ἦταν πιό βαριά γιά τούς ἁπλούς ἀνθρώπους; Τό ὕψος τοῦ μισθοΰ, στό κάτω κάτω, ἦταν πολύ μικρό: τήν ἐποχή πού καθιερώθηκε στήν Ἀθήνα καί πού ἀντιστοιχοΰσε σέ δύο ὀβολούς, στήν Ἁλικαρνασσό ἦταν ἕνα ἡμιέκτον, πού ἄξιζε ἕφτα φορές περισσότερο.113 Δέν εἶχε τίποτε, ἀληθινά, πού νά ὠθεῖ τους πολίτες στήν τεμπελιά, ἀκόμη καί μέ τό τριώβολο, πού τούς ἐπέτρεπε νά προσθέσουν μόλις ἕνα γλυκό στό βραδινό γεῦμα, καί, ἄν ἦταν γέροι, νά μήν παρουσιάζονται στήν οἰκογένειά τους σάν ἄχρηστα στόματα. Ὅσο γιά τό δημόσιο ταμεῖο, δέν τό ἔθιγε, ἀφοῦ ὁ μισθός καταβαλλόταν ἀπό τό εἰδικό ταμεῖο τῶν δικαστικῶν ἐσόδων: οἱ δικαστές ζοῦσαν ἀπό τή δικαιοσύνη. Τέλος ἡ μισθοδοσία τῶν δικαστῶν δέν ἀξίζει τίς μομφές πού ἔκαναν κάποτε, μέ κάποια ἐπίφαση λόγου, γιά τή μισθοδοσία τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου.
Ἀναμφίβολα θά τίς ἄξιζαν ἀκόμη λιγότερο, ἄν ὁ ἀριθμός τῶν δικαστῶν δέν ἦταν τόσο μεγάλος. Ἄλλα καταλαβαίνουμε ὅτι δέν ἦταν δυνατό νά εἶναι μικρότερος, ὅταν ἀναχθοῦμε στήν ἐποχή ὁπου ἱδρύθηκε ἡ Ἠλιαία. Ὁ Σόλων θέλησε νά ὀρθώσει ὁλόκληρο τό λαό ἐνάντιον τῶν αὐθαίρετων ἀποφάσεων τῶν ἀρχόντων, δίνοντάς του τό δικαίωμα νά τίς διορθώνει μέ τήν ἔφεση. Στήν Ἠλιαία, ὅπως καί στήν πλήρη ἐκκλησία, ὁ λαός, κατά τό νόμο, ἔπρεπε νά ἀποτελεῖται ἀπό ἕξι χιλιάδες πολίτες. Αὐτό πού μποροῦσαν καί πού ἔπρεπε νά κάνουν, ὅταν ἡ Ἠλιαία δίκαζε πρωτοβάθμια - φυσικά καί ὅταν δίκαζε τελεσίδικα - ἦταν νά τή χωρίσουν σέ τόσα δικαστήρια, ὅσα χρειαζόταν γιά νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἀποστολή της, καί ἐφάρμοσαν καί σ' αὐτήν, ὅπως καί στούς ἄλλους θεσμούς, τόν κανόνα τοῦ δεκαδικοῦ χωρισμοῦ. Αὐτές οἱ τεράστιες ἐπιτροπές εἶχαν τίς δυσκολίες τους, ἀκόμη καί τούς κινδύνους τους: αὐτό εἶναι ἀναμφισβήτητο. Δέν εἶχαν νομικές γνώσεις καί συχνά παρασύρονταν ἀπό λόγους ξένους πρός τήν αὐστηρή δικαιοσύνη.
Ὀφείλουμε ἐπίσης νά μήν ὑπερβάλλουμε τήν κριτική μας καί νά μήν τή στηρίζουμε σέ λανθασμένες βάσεις. Ἡ καταδίκη τοῦ Σωκράτη ὑπῆρξε τραγική συνέπεια μίας διαδικασίας πού ἐμπόδιζε τούς δικαστές νά ἐπεμβαίνουν στόν καθορισμό τῶν ποινῶν, ὑποχρεώνοντάς τους νά διαλέξουν ἀνάμεσα στίς κυρώσεις πού πρότειναν οἱ κατήγοροι καί σέ αὐτές πού πρότεινε ὁ κατηγορούμενος. Οἱ ἐνάγοντες δυσκολεύτηκαν νά ἐξασφαλίσουν μιά ἐτυμηγορία ἐνοχῆς, ἄν καί ὁ κατηγορούμενος ἀρνήθηκε νά χρησιμοποιήσει ὁποιαδήποτε ἱκεσία πού ἔθιγε τήν ἀξιοπρέπειά του.114 Εὔκολα μποροῦσε νά σώσει τή ζωή του, ἐάν ἀντέθετε στήν ἐκτίμηση τοῦ Μέλητου, πού ζητοῦσε τήν ποινή τοῦ θανάτου, μιά ἄλλη ἐκτίμηση μέ ποινή πολύ ἤπια. Δέν θέλησε, στήν ἡλικία του, νά διαψεύσει τό παρελθόν του καί τήν ἀποστολή του. Χωρίς θράσος, μέ μιά εἰρωνική ὑπερηφάνεια, δήλωσε πώς ἕνας ἄνθρωπος ὅπως αὐτός ἄξιζε νά σιτίζεται στό πρυτανεῖο τήν ὑπόλοιπη ζωή του.115 Ὅ κατάδικος ζητοῦσε τήν πιό ἐπιθυμητή ἀν-ταμοιβή. Συγκατατέθηκε μέ δυσφορία, ἔπειτα ἀπό τίς ἐπιμονές παρακλήσεις τῶν φίλων του, νά προτείνει νά πληρώσει πρόστιμο τριάντα μνῶν.116 Ἀλλά οἱ δικαστές δέν μποροῦσαν νά ἐπανέλθουν στήν πρώτη τους ἀπόφαση μέ μιά ποινή σχεδόν εἰκονική. Ἡθελε νά πεθάνει· καί πέθανε.
Δέν πρέπει λοιπόν νά κάνουμε κατάχρηση αὐτοῦ τοῦ παραδείγματος, οὔτε τῶν πολιτικῶν δικῶν τοῦ 5ου αἰώνα, γιά νά ποῦμε ὅτι ὁ λαός πού συνεδρίαζε στά δικαστήρια εἶχε πάντα ἰδιοτροπίες τυράννου. Πάντως, δέν μποροῦμε νά τοῦ ἀπευθύνουμε μομφή γιά δωροδοκία: οἱ δικαστές ἦταν πάρα πολλοί ὥστε νά μπορεῖ κανείς νά τούς ἐξαγοράσει. Πάνω σ' αὐτό τό σημεῖο ἔχουμε ἀκριβέστατες μαρτυρίες. Ἕνας ὀλιγαρχικός Ἀθηναῖος ὀπισθοχωρεῖ ἐμπρός στήν ἰδέα νά μειωθεῖ τό προσωπικό τῶν δικαστηρίων. «Θά εἶναι πολύ εὔκολο, νομίζει, νά γίνονται μηχανορραφίες, ὅταν ὁ ἀριθμός τῶν δικαστῶν εἶναι μικρός, καί μέ τή διαφθορά θά ἀποσποῦν ἀποφάσεις πολύ λιγότερο δίκαιες.»117 Κατά τά λεγόμενα τοῦ Ἀριστοτέλη, ὁ πρῶτος Ἀθηναῖος πού ἀθωώθηκε μέ χρήματα ἦταν ὁ Ἀνυτος, τό 409, ἕνας ἀπό τους μελλοντικούς κατήγορους τοῦ Σωκράτη.118 Συμψηφίζοντας τά ὑπέρ καί τά κατά διαπιστώνουμε ὅτι ἡ δημοκρατική προκατάληψη δέν ἐπέσυρε πιό ἀφόρητες ἀδικίες ἀπό ὅσες οἱ πολιτικές καί κοινωνικές προκαταλήψεις σέ ὁποιοδήποτε καθεστώς. Ἐκεῖ ἀκόμη ἔχουμε τήν ὁμολογία τοῦ ὀλιγαρχικοῦ μας: λυπᾶται πού δέν μπορεῖ νά θεμελιώσει μιά ἐλπίδα γιά ἐπανάσταση πάνω στή δυσαρέσκεια αὐτῶν πού ἔχουν καταδικαστεῖ σέ στέρηση πολιτικῶν δικαιωμάτων, γιατί στήν Ἀθήνα οἱ καταδίκες αὐτοῦ τοῦ εἴδους σπάνια εἶναι ἄδικες.119 Ὁλόλαμπρη ἔκφραση σεβασμοῦ ἀπό ἕναν ἐχθρό πρός τό καθεστώς πού μισεῖ!
Αὐτό πού μένει, παρ' ὁλα αὐτά, ἀπό τήν κακή ἰδέα πού σχηματίστηκε γύρω ἀπό τήν ἀθηναϊκή δικαιοσύνη εἶναι ἡ ἀστάθεια, ἡ ἀνασφάλεια τοῦ δικαίου πού ἐφάρμοζε. Σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατέστερη γνώμη, ἡ Ἀθήνα ἦταν ἡ πατρίδα τῶν τεχνῶν, τῶν γραμμάτων καί τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά ποτέ δέν εἶχε τό χάρισμα τῆς δικανικῆς ἐπιστήμης. Εἶναι ὅμως δυνατό νά μήν ἔβαλε στούς νόμους καί στή νομολογία της, ὅπως στά ὑπόλοιπα, τή σφραγίδα τῆς λογικῆς καί τῆς πρακτικότητάς της; Ὅταν ἀξιολογοΰν ἔτσι τό ἀττικό δίκαιο, τό συγκρίνουν, θεληματικά ἡ ἀθέλητα, μέ τό ρωμαϊκό δίκαιο· κατά βάθος, ἕνα δίκαιο πού βρίσκεται σέ στάδιο ἀνάπτυξης τό κατηγοροῦν ὅτι δέν εἶναι ἐντελῶς ἐξελιγμένο.
Ὑπάρχουν καί ἐπικρίσεις πού ἀποτελοῦν ἔπαινο. Αὐτή ἡ ἔλλειψη ἑνότητας, αὐτή ἡ ἔλλειψη συστήματος, αὐτή ἡ ἀστάθεια στίς ἀρχές καί στούς κανόνες, ὅλα αὐτά δέν θά ὑπῆρχαν, ἄν ἡ Ἀθήνα, ἀντί νά μένει θρησκευτικά προσηλωμένη στίς παλαιές συνήθειες καί στούς παλαιούς νόμους, δέν εἶχε ἀκατάπαυστα διακρίνει αὐτό πού ἔπρεπε νά διατηρηθεῖ ἀνέπαφο ἀπό αὐτό πού ἔπρεπε νά ἀνανεωθεῖ. Εἶναι πρός τιμήν της πού τόν 5ο αἰώνα ὑπῆρξε τό καμίνι ἀπό ὅπου ἔβγαιναν, κάθε μέρα, οἱ ἰδέες τίς ὁποιες σφυρηλατοῦσαν καί μορφοποιοῦσαν οἱ ποιητές καί οἱ φιλόσοφοι. Στό θέατρο καί στίς σχολές τῶν σοφιστῶν συζητιόνταν μεγάλα προβλήματα τοῦ δικαίου. ὁ Αἰσχύλος, στήν Ὀρέστεια, ἔκαμε ἕνα λαό πού ριγοΰσε νά σκεφτεῖ πάνω στήν ποινική εὐθύνή καί στά δικαιώματα τοῦ Ἀρείου Πάγου. Καί ὁ Πυθαγόρας, γιά πρώτη φορά στόν κόσμο, ζητοῦσε λογικές βάσεις γιά τό δικαίωμα τῆς ποινῆς, καί τίς ἀνακάλυπτε ὁλες μεμιᾶς, γιά νά ἀμφισβητήσει ἡ νά ἐπιβεβαιώσει τήν ἀξία τους.120 Ὁ Ἀντιφών συνέτασσε σειρά δικανικῶν λόγων πού δέν ἀποτελοῦν τόσο ἀσκήσεις δικανικῆς ρητορικῆς ὅσο πρότυπα νομικῆς ἐπιχειρηματολογίας, ἀληθινά ἄξια τοῦ ἄνθρωπου πού ὁ Θουκυδίδης χαρακτήριζε βαθύ στοχαστή.121 Ἰδού οἱ μεγάλοι πρόγονοι τῶν Ρωμαίων jurisprudentes. Δέν ἐννοοῦσαν ἄλλωστε νά μείνουν καθαροί θεωρητικοί. Ὁ Πρωταγόρας, κυρίως, ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση: Ὅταν μιά πανελλαδική ἀποικία ἐγκαταστάθηκε στούς Θούριους, ἐπιφορτίστηκε νά τροποποιήσει γι' αὐτήν τους νόμους τοῦ Ζάλευκου.122 Ἦταν ἀπό τους οἰκείους τοῦ Περικλῆ,123 καί ξέρουμε πώς ὁ πολιτικός ἄνδρας καί ὁ φιλόσοφος πέρασαν μιά ὁλόκληρη μέρα συζητώντας σάν λεπτοί casuistes* ἕνα πρόβλημα ποινικῆς εὔθυνης.124
Τό σύστημα τῶν τιμητῶν ἀγώνων καί τῶν εἰσαγγελιῶν εἶχε τουλάχιστον τό πλεονέκτημα νά ἐξοικειώνει δικαστές πού δέν ἦταν ἐπαγγελματίες μέ ὁλες τίς λεπτότητες τῆς νομολογίας. Τούς παρακινοῦσε σέ συνεχεῖς ἀφομοιώσεις. Ἔτσι, παραδείγματος χάρη, ἐπέτρεπε τήν ὑπαγωγή ποικίλων ἐγκλημάτων καί παραβάσεων στή δικαιοδοσία τοῦ ἀρχαίου νόμου γιά τήν ἱεροσυλία καί τήν προδοσία, ὥστε νά ἐπιδέχονται καί αὐτά τήν ἐπιβολή τῆς θανατικῆς ποινῆς. Ἀντίθετα, ἐπέτρεπε νά θεωρηθοῦν ἐλαφρότερες ἄλλες παραβάσεις καί νά τιμωροῦνται μέ μικρότερες ποινές, σύμφωνα μέ τίς καινούριες ἰδέες, πού ἅρμοζαν σέ πιό ἐξευγενισμένα ἡθη. Περιβλημένος μέ ἀνεξέλεγκτη ἐξουσία, ὁ λαός, κυρίαρχος δικαιοκρίτης, δέν δεχόταν περιορισμούς οὔτε στήν αὐστηρότητά του οὔτε στήν ἐπιείκειά του· ἀλλά ἔθετε συχνότερα ὅλη του τήν ἐξουσία στήν ὑπηρεσία τοῦ μόνιμου ἀνθρωπισμοῦ του παρά τοῦ ἀπότομου καί σύντομου θυμοῦ του. Πάνω ἀπ' ὁλα, ἀπελευθερωνόταν ἀπό τά καθιερωμένα σχήματα καί τούς ἄκαμπτους κανόνες, γιά νά κάμει νά ἐπικρατήσουν τά ἀτομικά δικαιώματα καί νά ἀναζητήσει τή δικαιοφροσύνη.125
Ὁλόκληρος ὁ ποινικός κώδικας τῆς Ἀθήνας κυριαρχεῖται ἀπό τή φροντίδα νά ἐξασφαλίσει στούς πολίτες τήν ἀπόλυτη αὐτοδιάθεσή τους. Ἀπό ἐκεῖ ἀπορρέει μία ἐντελῶς εἰδική ἄποψη αὐτοῦ του κώδικα. Συχνότερη μομφή πρός τούς Ἀθηναίους δικαστές εἶναι ὅτι ἔκαναν κατάχρηση χρηματικῶν ποινῶν, καί μάλιστα ἔχουν διατυπωθεῖ ὑπαινιγμοί ὅτι τό ἔκαναν ἀπό συμφέρον, γιά νά γεμίσουν τό ταμεῖο τῶν μισθῶν. Πραγματικά, στήν ἱστορία τῆς Ἀθήνας ὑπῆρξαν φοβερές στιγμές, ὅταν χρειάστηκε νά χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο γιά νά ἀνταποκριθοῦν στίς ἀνάγκες τοῦ δημόσιου ταμείου·126 ἀκόμη καί σέ κανονικές ἐποχές οἱ δημεύσεις καί τά πρόστιμα ἐπιβάλλονταν μέ τόση συχνότητα, πού δίνεται λαβή σέ πονηρές σκέψεις. Ἀλλά πρέπει νά δοῦμε τά πράγματα ὅπως εἶναι. Οἱ χρηματικές ποινές εἶχαν τή θέση τῶν σωματικῶν ποινῶν πού ἐπιβάλλουν τά σύγχρονα δικαστήρια, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες θά φαίνονταν ἀνυπόφορες στούς Ἀθηναίους. Ἡ δήμευση δέν ἐπιβαλλόταν μαζί μέ τήν ποινή τοῦ θανάτου στό τέλος τοῦ 5ου αἰώνα: ἀποτέλεσε λοιπόν μιά ἐξαγορά τῆς θανατικῆς ποινῆς, καί ἔσωσε πολλά κεφάλια. Ὅσο γιά τά πρόστιμα, ἦταν τόσο πολλά, γιατί ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ πολίτη ἦταν ἀσυμβίβαστη, ἀπό τόν Σόλωνα καί μετά, μέ τίς ποινές πού στεροῦσαν τήν ἐλευθερία. Ἡ φυλάκιση καί ἡ προληπτική κράτηση ἐπιβάλλονταν σέ μέτοικους· ἡ μαστίγωση σέ δούλους: δέν ἦταν ποινές πού μποροῦσαν νά ἐπιβληθοϋν στούς Ἀθηναίους. «Μόνο σέ ἔσχατη ἀνάγκη», λέει ὁ Δημοσθένης, «ἐπιτρέπεται νά θιγεῖ τό πρόσωπο ἑνός ἐλεύθερου ἀνθρώπου... Καί θέλετε νά μάθετε τή διαφορά πού ὑπαρχει ἀνάμεσα στή δουλεία καί στήν ἐλευθερία; Πιό σημαντική εἶναι ὅτι ὁ δοῦλος τιμωρεῖται γιά τίς κακές πράξεις μέ τό σῶμα του, ἐνῶ ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος, ἀκόμη καί ὅταν βρίσκεται στήν τελευταία βαθμίδα τῆς ἀθλιότητας, παραμένει κύριος του σώματός του.»127
Ἕνα ἄλλο ὅμως αἴσθημα παρακινεῖ τήν ἀθηναϊκή δικαιοσύνη καί τήν κάνει νά προχωρήσει σέ μεγάλες μεταρρυθμίσεις: τό αἴσθημα τῆς ἀνθρωπιᾶς. Οἱ Ἕλληνες, γενικά, εἶναι μαλακοί σέ σύγκριση μέ τούς βάρβαρους γείτονές τους: δέν ἐφευρίσκουν βασανιστήρια ὅπως οἱ Ἀσιάτες· ἔχουν βιαιότητες ὀργίλων ἀνθρώπων καί ὄχι βαναυσότητες ἀλκοολικῶν, ὅπῶς οἱ Θράκες. Περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους Ἕλληνες, οἱ Ἀθηναῖοι θεωροῦν τίτλο τους νά νιώθουν σέ κάθε περίσταση αὐτήν τή συμπόνια γιά τή δυστυχία, ἡ ὁποία στά μάτια τους εἶναι τό προνόμιο καλλιεργημένων ἀνθρώπων, αὐτή τήν ἀγάπη γιά τήν ἀνθρωπότητα, πού πρῶτοι ὀνόμασαν «φιλανθρωπία».128 Ἄς εἶναι σκληροί καί μνησίκακοι οἱ Βοιωτοί· οἱ Ἀθηναῖοι ὀφείλουν στόν ἑαυτό τους νά εἶναι δίκαιοι καί εὐσπλαχνικοί. Ὅταν γίνεται λόγος, ἀκόμη καί στά βάθη τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου, γιά κάποιο νόμο πού προστατεύει τούς ἀδύνατους, ἐπιθυμοῦν νά τιμᾶται ἡ πραότητα τῶν ἠθῶν τους.129 Αὐτη ἡ εὐσπλαχνία ἐπεκτείνεται ἀκόμη καί στούς ἐνόχους, ἀκόμη καί στούς καταδικασμένους σέ θάνατο: ὅτᾶν δέν εἶναι τιποτένιοι κακοποιοί, δέν παραδίδονται στό δήμιο· τους ἐπιτρέπεται νά τόν ἀποφύγουν μέ τήν αὐτοκτονία, ζητώντας τήν κύλικα μέ τό κώνειο πού τούς ἐξασφαλίζει ἕνα γρήγορο καί ἀνώδυνο τέλος.130 Κατά μείζονα λόγο ἡ ἀθωότητα ἔχεῖ ἀπήχηση στήν καρδιά τῶν δικαστῶν.
Κάθε στιγμή, ἐφαρμόζοντας τό νόμο, καλοῦνται νά τόν βελτιώσουν. Ἀναμφίβολα οἱ νόμοι τῆς Ἀθήνας εἶναι γενικά μετριοπαθεῖς καί ἐπιεικεῖς· αὐτό συμφέρει στούς πιό πολλούς καί μάλιστα στούς ἀδυνάτους.131 Ἀλλά οἱ νόμοι δέν προνοοῦν γιά ὁλα· εἶναι μερικοί, ἄλλωστε, πού οὔτε καταργήθηκαν οὔτε ἄλλαξαν, καί οἱ ὁποῖοι ἀφήνουν νά βαραίνουν πάνω στήν οἰκογένεια ὁρισμένων ἐγκληματιῶν τρομακτικές εὐθύνες. Πῶς νά καινοτομήσουν μέ νόμους καθιερωμένους ἀπό τήν ἀρχαιότητά τους καί ἀπό τό ὄνομα πού φέρουν; Γιατί, ἐπιτέλους, οἱ καινοτομίες εἶναι ἀπαραίτητες καί ἡ λογική θέλει οἱ νόμοι νά μήν εἶναι ἀμετάβλητοι.132 Οἱ Ἀθηναῖοι ἁπλούστατα ἐκπλήρωσαν τό δικαστικό καθῆκον τους μέ τήν καρδιά τους. Ἦταν πάντα ἕτοιμοι νά συγχωρέσουν, καί οἱ κατήγοροι ἐπιζητοῦσαν διαρκῶς νά τούς προλάβουν ἀπό μιά ὑπερβολή συναισθηματικότητας. Ἀρκεῖ μιά γυναίκα καί παιδιά πού ἀπειλοῦνται ἀπό μιά σκληρή τύχη νά σταθοῦν δίπλα στόν κατηγορούμενο καί νά κλαυθμηρίσουν, καί τό δικαστήριο συγκινεῖται ἀμέσως. «Τότε», λέει ὁ ἁπλοϊκός Φιλοκλέων, «τί τά θέλετε, αἰσθανόμαστε τό θυμό μας νά ὑποχωρεῖ λίγο.»133 Ἐ, μάλιστα, ὁλοι ἔτσι εἶναι φτιαγμένοι: προτιμοῦν νά συγχωρέσουν ἕναν ἔνοχο παρά νά καταδικάσουν μαζί του ἀθώους. Μέ. αὐτόν τόν τρόπο ἡ νομολογία δέν ἔπαψε νά τροποποιεῖ τούς νόμους, καί νά τροποποιεῖται ἡ ἴδια μέ τή «φιλανθρωπία».
Ὁλόκληρο τόν 5ο αἰώνα παρακολουθοῦμε τήν προοδευτική κατάργηση τῶν κατάλοιπων τῆς οἰκογενειακῆς εὐθύνης. Τό 479 ἕνας βουλευτής πού θεωρήθηκε προδότης λιθοβολήθηκε μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του. Κατά τό 465-460, μέσα σ' ἕνα νόμο πού ἐπέβαλαν στούς Ἐρυθραίους, οἱ Ἀθηναῖοι ἀπαιτοῦν νά καταδικάζεται σέ θάνατο ὁ προδότης μέ τά παιδιά του, «ἐκτός ἄν τά παιδιά ἀποδείξουν τήν ἀφοσίωσή τους πρός τό λαό», δηλαδή ἐκτός ἄν πάρουν συχωροχάρτια, πού μόνο σέ περίπτωση προσωπικῆς ἐνοχῆς δέν θά γίνουν δεκτά. Τό 411, ὅταν οἱ ὀλιγαρχικοί Ἀρχιπτόλεμος καί Ἀντιφών καταδικάστηκαν σέ θάνατο, ἡ ἀπόφαση δέν ὀνομάζει τά παιδιά τους.134 Σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ ὀστρακισμοῦ, πού ψηφίστηκε τό 508, ὁλοι οἱ συγγενεῖς τοῦ Πεισίστρατου κινδύνευαν νά ἐξοριστοῦν. Τό 471, τά παιδιά τοῦ Θεμιστοκλῆ πού εἶχε προγραφεῖ μένουν ἥσυχα στήν Ἀθήνα ὅσο θέλουν.135 Ἡ ἀτιμία, πού εἶναι στέρηση τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, εἶναι κληρονομική ἀκόμη σέ ἕνα ψήφισμα τοῦ 444 /3. Τό 410 ἕνας διάδικος λέει στό δικαστήριο: «Εἶναι φανερό, δικαστές, ὅτι λυπάστε μέ τήν προοπτική της ἀτίμωσης πού ἀπειλεῖ τά παιδιά μαζί μέ τούς κατηγορούμενους γονεῖς, καί ἀθωώνετε τούς γονεῖς γιά χάρη τῶν παιδιῶν)).136 Μιά ἀποφασιστική συγκυρία ἐπέτρεψε στό λαό νά βοηθήσει νά θριαμβεύσει καί ἐδῶ ἡ ἀρχή τῆς ἀτομικῆς εὐθύνης: ἡ ἀμνηστία πού ἔβαλε τέλος στόν ἐμφύλιο πόλεμο τό 403 κάλυπτε τούς γιούς τῶν τριάντα τυράννων, καί ὅταν προσωπικοί ἐχθροί τους δοκίμασαν νά τήν παραβιάσουν, ὁ λαός ἀρνήθηκε νά τούς ἀκολουθήσει.137 Μένει, εἶναι ἀλήθεια, ἡ συχνή χρήση τῆς δήμευσης, πού ἀναγκαστικά εἶναι συλλογική ποινή, ὅπως εἶναι λίγο πολύ καί κάθε χρηματική ποινή. Ἀλλά εἴδαμε μέ ποιό πνεῦμα οἱ Ἀθηναῖοι πολλαπλασίαζαν τίς κυρώσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους: ἔθιγαν τήν περιουσία γιά νά μήν πειράξουν πρόσωπα. Ἔνιωθαν, ἄλλωστε, πολύ ἔντονα τίς ἄδικες ἐπιπτώσεις ὁρισμένων δημεύσεων, καί ἔβαζαν τά δυνατά τους γιά νά τίς μειώσουν: ἄφηναν πάντα κάποιους πόρους σ' αὐτούς πού πλήττονταν ἔμμεσα.138
Ἡ ἀθηναϊκή δικαιοσύνη, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἐξασφάλιζε τά πλεονεκτήματα τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀδερφοσύνης στούς πολίτες, ἐφάρμοζε μέ κάποιο μέτρο τήν ἀρχή τῆς ἰσότητας καί σ' αὐτούς ἀκόμη πού φαίνονταν ἀποκλεισμένοι ἀπ' αὐτήν ἐξαιτίας τῆς φύσης τους, δηλαδή στούς δούλους. Λογικά, ἡ ἔννοια τῆς πόλης ἔκανε τό δοῦλο ἀντικείμενο τῶν πολιτῶν, ὄργανο χωρίς ὄνομα, χωρίς οἰκογένεια, χωρίς περιουσία, χωρίς δικαιώματα. Μέ μιά συνέπεια ὄχι λιγότερο λογική, ἡ δημοκρατική ἀρχή, πάντα εὐνοϊκή πρός τούς ταπεινούς, ὁδήγησε τούς ἀνθρώπους νά δοῦν ὅτι αὐτό τό ἀντικείμενο εἶχε ὄψη ἀνθρώπινη, ὅτι αὐτό τό ὄργανο εἶχε ψυχή, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ δοῦλος ἄξιζε νά τοῦ φερθοῦν μέ φιλανθρωπία. Ὁ σοφιστής Ἀντιφών ἔδειχνε μέ ποιούς συλλογισμούς τά ἐλεύθερα πνεύματα ἔφταναν σέ αὐτό τό ἀνατρεπτικό συμπέρασμα. Ἕνα ἀπόσπασμα παπύρου μᾶς ἐπιτρέπει νά παρακολουθήσουμε τή σκέψη του. Θέτει ὡς ἀρχή ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀπό καλή οἰκογένεια δέν ἔχουν μεγαλύτερο δικαίωμα νά τούς σέβονται ἀπό ὅ,τι οἱ ἄλλοι: «εἴμαστε ὅλοι καί σέ ὁλα, ἀπό τή γέννησή μας, τό ἴδιο πράγμα». Ἀλλά ποτέ τίποτε δέν καθορίζει τόν Ἕλληνα καί τό βάρβαρο: «Ὅλοι ἀναπνέουμε τόν ἄερα ἀπό τό στόμα καί ἀπό τά ρουθούνια. Καί...»:139 ἐδῶ ὁ πάπυρος ἔχει καταστραφεῖ, ἄλλα ἔχουμε τή συνέχεια σ' αὐτούς τους παθητικούς στίχους πού λέει ἕνα πρόσωπο τῆς κωμωδίας: «Μέ τό νά εἶναι κανείς δοῦλος δέν εἶναι λιγότερο ἄνθρωπος ἀπό ὅ,τι ἐσύ, ἄφεντή μου· ἔχουμε γίνει ἀπό τήν ἴδια σάρκα. Κανένας δέν εἶναι σκλάβος ἀπό τή φύση του: ἡ μοίρα ὑποδουλώνει τό σῶμα».140
Πρός τήν ἴδια κατεύθυνση ἐπενεργοῦσαν οἱ οἰκονομικές ἀνάγκες. Ἡ δουλική ἐργασία ἔπαιρνε μορφή ἡπιοτερη.141 Μερικοί ἰδιοκτῆτες, γιά νά μήν ἀφήσουν ἀνεκμετάλλευτα τά «σώματα», ὅταν δέν εἶχαν οἱ ἴδιοι ἐργασία γιά νά τά ἀπασχολήσουν, τά νοικίαζαν σέ ἐργοδότες πού ζητοῦσαν ἐργατικά χέρια. Σύντομα βρέθηκαν μερικοί πού ἀγόρασαν ἐργατικά χέρια ἀποκλειστικά γιά νά τά διαθέτουν καί νά εἰσπράττουν τό νοίκι μέ τήν ἡμέρα ἡ μέ τό μήνα. Ὅπως εἶναι εὐνόητο, οἱ δεσμοί ἀνάμεσα στούς δούλους πού νοικιάζονταν καί στούς κυρίους τους χαλάρωναν μέρα μέ τή μέρα. Τότε σκέφτηκαν ὅτι ἦταν πολύ πιό ἁπλό ἀκόμη νά ἀφήσουν τους δούλους πού εἶχαν κάποιο εἰδικευμένο ἐπάγγελμα νά τό ἀσκοῦν ὅπου καί ὅπως ἡθελαν, μέ τήν ὑποχρέωση νά καταβάλλουν οἱ ἴδιοι στόν κύριό τους, ὁ ὁποῖος ἔγινε εἰσοδηματίας, ἕνα ποσό, πού ἦταν τό μόνο πράγμα πού τόν ἐνδιέφερε. Ἔτσι δημιουργήθηκε μιά κατηγορία δούλων πού «κατοικοῦσαν χωριστά» (χωρίς οἰκοῦντες): δέν ξεχώριζαν ἀπό τους ἐλεύθερους ἐργάτες παρά μόνο ἀπό τήν ὑποχρέωση πού εἶχαν νά ἀφαιροῦν ἀπό τό μισθό τους τό μερίδιο τοῦ κυρίου, ἕναν ἡ δύο ὀβολούς τή μέρα. Τέλος, τό κράτος κατέφευγε στή δουλική ἐργασία κυρίως γιά τήν κατασκευή καί τή συντήρηση τῶν οἰκοδομημάτων καί τῶν δρόμων καθώς καί γιά τά δημόσια γραφεῖα. Ἔτσι δημιουργήθηκε μιά καινούρια κατηγορία δούλων, ἀληθινά προνομιούχων: ὄχι μόνο εἶχαν ἀναπόφευκτα τό δικαίωμα νά κατοικοῦν χωριστά, χωρίς νά πληρώνουν τίποτε σέ κανέναν, ἀλλά μέ τά λογιστικά τους βιβλία, μέ τή γνώση πού εἶχαν τῶν ἀρχείων καί μέ τή διοικητική πείρα τούς καθοδηγοῦσαν τούς ἄρχοντες πού ἀναδείχνονταν μέ κλήρωση καί ἄλλαζαν κάθε χρόνο· ἀσκοῦσαν στούς φαινομενικούς κυρίους τούς μιά κρυφή ἐξουσία, καί ἔφταναν ἔτσι νά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο.
Πῶς νά ἐκπλαγοῦμε πού οἱ Ἀθηναῖοι ἄφησαν στούς δούλους μιά ἐλευθερία τήν ὁποία θά ζήλευαν φτωχοί πολίτες πολλῶν ὀλιγαρχικῶν κρατῶν; Βέβαια, ἦταν πρός τό συμφέρον τῶν κυρίων νά ἐπιτρέπουν στούς δούλους ἐλευθεροστομία τήν ὁποια θεωροῦσαν μέσο γιά τή δική τους τή βελτίωση·142 κι ἦταν πρός τό συμφέρον τῆς πόλης νά μήν τούς ἐρεθίζει ἐκεῖ ὅπου σχημάτιζαν μιά ἐπίφοβη συγκέντρωση. Ἀλλά ἔδειχνε καί κάτι παραπάνω: τό ἀληθινά δημοκρατικό αἴσθημα πού κινοῦσε τούς Ἀθηναίους. Οἱ ὀλιγαρχικοί ἦταν ἔξω φρενῶν μέ αὐτό πού θεωροῦσαν κορύφωμα τῆς «ἀκολασίας» (ἀτιμωρησίας):143 τί αἶσχος νά μήν μπορεῖς νά δέρνεις τούς δούλους, οὔτε νά ἀξιώνεις νά σέ ἀφήσουν νά περάσεις πρῶτος στό δρόμο, γιά τό θλιβερό λόγο ὅτι, ὄντασ ντυμένοι ὅπως οἱ πολίτες, δέν διακρίνονται καθόλου! Αὐτή εἶναι ἡ «ἀναρχία τῶν δούλων», ἡ ὁποια, γιά τόν Ἀριστοτέλη, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό της δημοκρατίας.144 Μέ τή μομφή αὐτη ὁ ἀθηναϊκός λαός ἀποκτᾶ ἕναν τίτλο τιμῆς.
Δέν δέχεται ὅτι τό δικαίωμα τῆς σωματικῆς τιμωρίας145 μπορεῖ νά ἀσκηθεῖ μέ ὁποιοδήποτε τρόπο ἀπό κάποιον ἄλλο ἐκτός ἀπό τόν κύριο, οὔτε ὅτι κι αὐτός μπορεῖ νά ἔχει δικαίωμα ζωῆς καί θανάτου πάνω στό δοῦλο. Τό θύμα αὐθαίρετων καί παρατεταμένων βασανισμῶν μπορεῖ νά ζητήσει ἄσυλο σέ ὁρισμένους ναούς καί νά ἀπαιτήσει νά πουληθεῖ σέ ἄλλον κύριο.146 Ὁ κύριος ἑνός δούλου πού σκοτώθηκε ἀπό τρίτον ὄχι μόνον ἔχει δικαίωμα νά ἀποζημιωθεΐ, ἀλλά καί μπορεῖ νά ἀξιώσει νά καταδικαστεῖ ὁ ἐγκληματίας σέ ἐξορία ἀπό τό Παλλάδιον.147 Ἀκόμη καί ἡ τιμή τοῦ δούλου προστατεύεται μέ τή γραφήν ὕβρεως, τήν ἴδια πού προστατεύει καί τήν τιμή τοῦ πολίτη. Αὐτό τό μέτρο εἶναι πιό ἀξιόλογο καί ἀπό τό προηγούμενο, γιά τούς λόγους πού δίνει ὁ Αἰσχίνης, καί μέ τούς ὁποίους συμφωνεῖ ὁ Δημοσθένης: «Ὁ νομοθέτης δέν φροντίζει τόσο γιά χάρη τῶν δούλων νομίζει ὅτι αὐτός πού μέσα σέ μιά δημοκρατία προσβάλλει ἕναν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο δέν εἶναι κατάλληλος γιά τή συλλογική ζωή τῆς πόλης... Θεώρησε σωστό νά λάβει ὑπόψη, ὄχι τήν ἰδιότητα τοῦ προσώπου πού θίγεται, ἄλλα τήν πράξη... Καί τοῦτο γιατί, κατά τή γνώμη του, προσβάλλεται ἡ πόλη».148 Ἀλλά ἡ πιό καινούρια, ἡ πιό τολμηρή ἰδέα τοῦ ἀθηναϊκοῦ δικαίου εἶναι ἡ παροχή ἐγγυήσεων στούς δούλους ἀπέναντι στούς ἄρχοντες, ἀπέναντι στούς ἀντιπροσώπους τῆς ἴδιας της πόλης. Σέ ὁλη τήν Ἑλλάδα οἱ παραβάσεις ἀστυνομικῶν διατάξεων τιμωροῦνται μέ πρόστιμο, ὅταν ὁ παραβάτης εἶναι ἐλεύθερος, καί μέ μαστίγωση ὅταν εἶναι δοῦλος. Ἀλλά, ἐνῶ παντοῦ ἀλλοῦ ἡ διάρκεια τῆς μαστίγωσης ἀφήνεται στή διάθεση τοῦ ἄρχοντα ἡ τοῦ δήμιου, στήν Ἀθήνα ὑπάρχει ἕνα ἀνώτερο ὁριο γιά τή σωματική ὅπως καί γιά τή χρηματική ποινή: πενήντα δραχμές, πενήντα χτυπήματα:149 Ἁπλή λεπτομέρεια στό σύνολο μίας νομοθεσίας, πλῆγμα τεράστιο στίς ἀντιλήψεις. Ὄχι μόνο ὁ νόμος ἐξομοίωνε, στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, αὐτόν πού μόνο σωματικά μποροῦσε νά τιμωρηθεῖ καί ἐκεῖνον πού μόνο ἡ περιουσία του μποροΰσε νά θιγεῖ, ἀλλά καί ἡ πόλη, περιορίζοντας τά δικαιώματα τῶν ἀντιπροσώπων της πάνω στό δοΰλο, ἀναγνώριζε σέ ἕνα ἄτομο χωρίς δικαιοπρακτική ἱκανότητα ἕνα δικαίωμα ἀντιτάξιμο πρός τήν ἴδια. Βρισκόμαστε μπροστά στήν πιό τυπική ἀπό αὐτές τίς εὐεργετικές ἀντιφάσεις, τίς ὡραῖες ἀσυνέπειες πού ὀφείλονται στήν εἰσβολή τῶν δημοκρατικῶν ἰδεῶν στήν παλαιά νομοθεσία καί πού ἐνέπνεαν στούς Ἀθηναίους μιά εὐγενή ὑπερηφάνεια, γιατί ἔβλεπαν ἐκεῖ τό σημάδι τῆς ἡθικης ἀνωτερότητάς τους ὡς πρός τούς ἄλλους Ἕλληνες.150
Ὅσον καιρό οἱ ἑλληνικές πόλεις ἀσχολήθηκαν μέ τό νά ἐγκαθιδρύσουν τήν ἐξουσία τους πάνω στά ἐρείπια τοῦ καθεστῶτος τῶν γενῶν, νά ἀντικαταστήσουν τήν ἰδιωτική ἐκδίκηση μέ τήν ὑποχρεωτική προσφυγή στήν κρατική δικαιοσύνη καί νά ἐξατομικεύσουν τήν εὐθύνη τῶν ἰδιωτικῶν παραβάσεων, βάδισαν ὅλες μαζί μέ ἕνα βῆμα περίπου ὅμοιο στό δρόμο τοῦ δικαίου. Ἀλλά ἀφότου ὁ Σόλων δοκίμασε νά δώσει ἀπόλυτη ἀξία στήν ἀρχή της ἀτομικῆς ἐλευθερίας, καί ὁρισε τίς δημόσιες ἀγωγές γιά τήν προστασία τῶν ἀδυνάτων, ἀφότου ὁ Κλεισθένης καί ὁ Περικλῆς ἐνίσχυσαν τή λαϊκή δικαιοσύνη, ἡ Ἀθήνα, παρασυρμένη ἀπό τήν ὁρμή τῆς δημοκρατικῆς της πίστης, προχώρησε, στό δρόμο ὅπου τήν κρατοῦσαν οἱ παραδόσεις της, μπροστά ἀπό ὅλες τίς ἄλλες πόλεις. Στό τέλος τοῦ 5ου αἰώνα μόνη αὐτή ἀναγνώριζε στό ἄτομο τήν ἐλευθερία νά διαθέτει τήν περιουσία του μέ διαθήκη· αὐτή μόνη εἶχε καταργήσει τό προνόμιο τοῦ κράτους νά ἐπιβάλλει συλλογική εὐθύνη· αὐτή μόνη εἶχε προωθήσει τή φιλανθρωπία ὡς τό σημεῖο νά ὑποσκάψει στή λογική του θεμελίωση τό θεσμό τῆς δουλείας, χωρίς τήν ὁποία ἡ πόλη φαινόταν καταδικασμένη νά χαθεῖ.
--------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 549, 620.
2. Δημοσθένης, Πρός Ναυσίμαχον, 2.
3. Glotz, La Solidarite..., σ. 436 κ.ε.
4. Βλ. ἐδῶ, σ. 179, 233-234.
5. Glotz, ὅ.π., σ. 390, σήμ. 5.
6. Ψευδό-Λυσίας, Κάτ Ἀνδοκίδον, 14.
7. Δημοσθένης, Κάτ Ἀριστοκράτονς, 22 κ.ἑ.· Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία, 57, 3.
8. Ἀριστοτέλης, ὅ.π.· Παυσανίας, I, 28, 8 κ.ε.
9. Δημοσθένης, ὅ.π., 53· Παυσανίας, ὅ.π., 10.
10. Ἀριστοτέλης, ὅ.π.· Πολυδεύκης, VIII, 120· πρβ. Πλάτων, Νόμοι, σ. 866d.
11. Δημοσθένης, ὅ.π., 76 κ.ε.· Ἀριστοτέλης, ὅ.π.- Παυσανίας, ὅ.π.
12. Δημοσθένης, Πρός Πανταίνετον, 59· πρβ. Εὐριπίδης, Ἰππόλυτος, 1447 κ.ε.· Πλάτων, ὅ.π., σ. 869a, d-e.
13. Dareste - Haussoullier - Th. Reinach, ὅ.π., τ. II, ἀρ. xxi, στ. 13 κ.ε.· Ψευδό-Δημοσθένης, πρός Μακάρτατον, 57· Κατά Ἐνεργοῦ, 72.
14. Ψευδό-Δημοσθένης, ὅ.π., 68 κ.ε.· Κατά Νεαίρας, 9.
15. Dareste - Haussoullier - Th. Reinach, ὅ.π., στ. 20 κ.ε. · Δημοσθένης, Κάτ Ἄριστοκρατονς, 37 κ.ε. · Πρός Λεπτίνην, 158· Ψευδό-Δημοσθένης, πρός Μακάρτατον, ὅ.π. · Ἀντιφών, Περί χορεντον, 36· Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 2.
16. Ἀντιφών, ὅ.π., 42.
17. Ἀντιφών, Περί τοῦ Ἡρῳδου φόνου, 11.
18. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 4.
19. Daremberg - Saglio - Pottier - Lafaye, Dictionnaire..., λ. «Jusjurandum», σ. 762.
20. Παυσανίας, ὅ.π., 5. Πρβ. Caillemer, λ. «Areopagus», στό Daremberg - Saglio - Pottier - Lafaye, ο.π., σ. 398, εἰκ. 491.
21. Δημοσθένης, Κατ' Ἀριστοκράτους, 69· Ἀντιφών, ὅ.π.
22. Αἰσχύλος, Ἐνμενίδες, 735· πρβ. Daremberg - Saglio - Pottier -Lafaye, ὅ.π., εἰκ. 491-493.
23. Παυσανίας, ὅ.π., 6.
24. Δημοσθένης, ο.π., 72· Πορφύριος, Περί ἀποχῆς ἐμψύχων, I, 9· Πλούταρχος, Θησεύς, 12· Σούδα, λ. «ἐξήγηται»- πρβ. Πλάτων, ὅ.π., σ. 865c-d. Βλ. Otfr. Muller, Πρόλογος στίς Ἐνμενίδες, σ. 140 κ.ε.
25. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 16, 5. Βλ. ἐδῶ, σ. 123.
26. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 26, 3.
27. στό Ῥδιο, 53, 1-2·' Λυσίας, Κατά Παγκλέωνος, 21.
28. Βλ. R.-J. Bonner, The jurid. of the athen. arbitrators, Σικάγο 1907.
29. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 4.
30. στό ἴδιο, 5.
31. Ψευδο-Δημοσθένης, Κατά Ἐνεργοῦ, 12.
32. στό Ῥδιὅ Δημοσθένης, Περί τόν στεφάνον, I, 17· Πρός Βοιωτόν, II, 11· Πολυδεύκης, VIII, 126.
33. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 53, 2·' 48, 5· 58, 2.
34. στό ἴδιο, 58, 2.
35. Δημοσθένης, Κατά Μειδίον, 84 κ.ε.
36. Ἀρποκρατίων, λ. παράστασις»· Πολυδεύκης, VIII, 39, 127.
37. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 55, 5.
38. στό ἴδιο, 53, 2, 6.
39. Ψευδο-Ξενοφῶν, Ἀθηναίων Πολιτεία, III, 1-8.
40. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 63, 3· πρβ. Δημοσθένης, ὅ.π., 182· Κατά Τιμοκράτους, 50, 123, 151.
41. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 53, 3.
42. Ἀρποκρατίων, λ. «Ἄρδηττος»· Bekker, στό Anecdota graeca, τ. I, σ. 443, 23· Σούδα, λ. «ἡλιαστής»· Μέγα Ἐτυμολογικόν, 147, 10.
43. Βλ. Daremberg - Saglio - Pottier - Lafaye, ὅ.π., λ. «Jusjuran-dum», σ. 755· Lipsius, Das attische..., τ. I, σ. 151.
44. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 24, 3· Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 661 κ.ε.
45. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 27, 4.
46. Πρβ. Lipsius, ὅ.π., σ. 135.
47. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 59, Ἴ' 63, 1.
48. Ἀριστοφάνης, ὅ.π., 1107.
49. στό ἴδιο, 233 κ.ε.
50. Inscriptiones Graecae, τ. I, ἀρ. 37, 59 Παράρτ., ἀρ. 27a, 37c Ἀνδοκίδης, Περί τῶν μνστηρίων, 78.
51. Michel, ὅ.π., ἀρ. 70· Ἀντιφών, Περί χορεντοῦ, 21· πρβ. Ἀνδοκίδης, ὅ.π., 27.
52. Ἀριστοφάνης, ὅ.π., 157, 240, 288 κ.ε. Inscriptiones Graecae, τ. I, Παράρτ., ἄρ. 35b* πρβ. Ἀντιφών, ὅ.π.
53. Ἀριστοφάνης, ὅ.π., 120, 1108 κ.ε.· Inscriptiones Graecae, ὅ.π.· Ἀντιφών, Περί τοῦ Ἡρῳδου φόνου, 10 κ.ε.
54. Πρβ. Ψευδο-Ξενοφῶν, ὅ.π.
55. Πολυδεύκης, VIII, 53.
56. Πλούταρχος, Περικλῆς, 32.
57. Λυσίας, Κατά ἈἈγοράτου, 35.
58. Ἀνδοκίδης, ὅ.π., 17.
59. Ψευδό-Ξενοφῶν, ὅ.π., 8.
60. Ἀριστοφάνης, ὅ.π., 594.
61. Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, Ἱ (IV), 10, 6-8.
62. Ψευδό-Ξενοφῶν, ὅ.π., I, 16· Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, 1358· πρβ. Λυσίας, Κατά Ἐπικράτους, 1· Πολυδεύκης, VIII, 38.
63. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 5, 5· VII (VI), 3, 4.
64. Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 605 κ.ε.
65. Ἀριστοφάνης, ὅ.π., 236, 355· πρβ. Ἀχαρνῆς, 375· Ἱππῆς, 255· Πλούταρχος, Νικίας, 2.
66. Λυσίας, XVII, 5, 8.
67. Inscriptiones Graecae, τ. I, ἄρ. 29' Bekker, ὅ.π., σ. 283, 3· Ἀρποκρατίων, Σούδα, Ἠσύχιος, λ. «ναυτοδίκαι»· Πολυδεύκης, VIII, 126. Βλ. M.H.Ed. Meier - G. F. Schoemann, Der attische Pro zess (2 τ., Βερολίνο 21883-1887), σ. 95 κ.ε.· Busolt, Griechische Geschichte, τ. ΙΙΙ, I, Γκότα 1897, σ. 283, σήμ. 2.
68. Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία, 52, 2· Πολυδεύκης, VIII, 93, 101· Inscriptiones Graecae, τ. I, ἀρ. 37, στ. 14, 47· 38f, στ. 13 κ.ε.
69. Meier - Schoemann, ο.π., σ. 769 κ.ε.
70. στό ἴδιο, σ. 790 κ.ε.
71. στό ἴδιο, σ. 809 κ.ε.
72. Daremberg - Saglio - Pottier - Lafaye, ὅ.π., λ. «Jusjurandum», σ. 761 κ.ε.
73. Meier - Schoemann, ὅ.π., σ. 833 κ.ε.
74. στό ἴδιο, σ. 865 κ.ε.
75. Ἀριστοτέλης, ὅ.π., 53, 2.
76. στό ἴδιο, 3.
77. Ψευδό-Ξενοφῶν, ὅ.π., III, 6 κ.ε.
78. Meier - Schoemann, ὅ.π., σ. 908 κ.ε.· Lipsius, ο.π., τ. III, σ. 903.
79. Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 386, 552, 830 καί Σχόλια· πρβ. 124 καί Σχόλια, 775.
80. Πολυδεύκης, VIII, 123, 141.
81. Πρβ. Ψεὐδο-Δημοσθένης, Κατά Ὀλυμπιοδωρου βλάβης, 31· Αἰσχίνης, Κατά Κτησιφῶντος, 207· Ἀριστοφάνης, ὅ.π., 332.
82. Ἀριστοφάνης, ὅ.π., 100 κ.ε., 345 κ.ε., 689 κ.ε., 775.
83. Ἀριστοτέλης, ο.π., 65, 3·' 68, 2· 69, 2.
84. Ἀριστοφάνης, ὅ.π., 825, 851, 860 κ.ε., 891 κ.ε., 1441.
85. Βλ. Lipsius, ὅ.π., τ. III, σ. 905 κ.ε., 911.
86. Πλάτων, Ἀπολογία, σ. 37b.
87. Πολυδεύκης, VIII, 124.
88. Ἀριστοφάνης, ὅ.π., 93, 857 κ.ε.· Ἄχαρνης, 693· Ὄρνιθες, 1596· Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, I, 7, 23.
89. Βλ. Busolt, Griechische Staatskunde, τ. II, σ. 1161, σήμ. 3.
90. Λυσίας, Ὑπέρ τοϋ Ἀδυνάτου, 4, 8, 11, 14.
91. Lipsius, ο.π., τ. III, σ. 882.
92. Ἀριστοφάνης, Ἄχαρνης, 687· Λυσίας, Κατά Ἐρατοσθένους, 24 κ.ε.· Κατά Ἄγορατον, 30, 32· Ὑπέρ Πολυστράτον, 11· Ἀνδοκίδης, Περί τῶν μυστηρίων, 55, 101.
93. Lipsius, ὅ.π., τ. I, σ. 222 κ.ε.
94. Ψευδό-Λυσίας, Κατά Ἀνδοκίδου, 12. Πρβ. Lipsius, ὅ.π., τ. III, σ. 841.
95. Λυσίας, Κατά Ἐρατοσθένους, 91" Ξενοφῶν, Συμπόσιον, V, 8.
96. Ἀριστοφάνης, Ἴππης, 1332· Σφῆκες, 109 κ.ε., 332, 349, 987 κ.ε.· Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, I, 7, 9· Inscriptiones Graecae, ed. minor, τ. I, ἄρ. 49, στ. 18. Πρβ. Lipsius, ο.π., τ. III, σ. 924.
97. Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία, 68.
98. Lipsius, ὅ.π., σ. 940, 937.
99. Λυσίας, Κατά Θεομνήστου Α, 16.
100. Lipsius, ο.π., σ. 930 κ.ε.
101. Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 106 καΐ Σχόλια, 167 κ.ε.
102. Βλ. ἐδῶ, σ. 261.
103. Daremberg - Saglio - Pottier - Lafaye, ο.π., λ. «Poena», σ. 522 κ.ε.
104. στό ἴδιο, σ. 534 κ.ε.
105. Λυσίας, Ὑπέρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία, 36· Ἀντιφών, Τετραλογία Α', ΙΙ, 13· Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 512, 519· Ἀνδοκίδης, Κατά Ἀλκιβιάδου, 9· Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία, 9, 1· 41, 2· Πλάτων, Κριτίας, σ. 50b.
106. Daremberg - Saglio - Pottier - Lafaye, ὅ.π., σ. 536 κ.ε.· Lipsius, ὅ.π., τ. ΙΙΙ, σ. 953 κ.ε.
107. Ψευδό-Ξενοφῶν, ὅ.π., II, 12.
108. Εὐριπίδης, 'Ὀρέστης, 507 κ.ε.· Δημοσθένης, Κατά Κόνωνος, 17 κ.ε.- Κατά Μειδίου, 221· Λυκοῦργος, Κατά Λεωκράτους, 4.
109. Πρβ. John Β. Bury, A history of Greece to the death of Alexander the Great, 2η ἔκδ., Λονδίνο 1913, σ. 350.
110. Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 724.
111. Βλ. Glotz, ο.π., σ. 552 κ.ε.
112. Ἀριστοφάνης, ὅ.π., 622 κ.ε.
113. Dareste - Haussoullier - Th. Reinach, ὅ.π., τ. I, ἄρ. 1, στ. 26 κ.ε.
114. Πλάτων, Ἀπολογία, σ. 34b κ.ε.
115. στό ἴδιο, σ. 36d.
116. στό ἴδιο, σ. 38b.
117. Ψευδό-Ξενοφῶν, ὅ.π., 7.
118. Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία, 27, 5· Διόδωρος, XIII, 64, 8· Πλούταρχος, Κοριολανός, 14· βλ. ὡστόσο Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, 1358 κ.ε.
119. Ψευδό-Ξενοφῶν, ὅ.π., 12.
120. Daremberg - Saglio - Pottier - Lafaye, ὅ.π., λ. «Poena», σ. 523.
121. Θουκυδίδης, VIII, 68.
122. Διογένης Λαέρτιος, IX, 50.
123. Πλούταρχος, Παραμυθητικός πρός Ἀπολλώνιον, 33, σ. 118d.
124. Στησίμβροτος (= Πλούταρχος, Περικλῆς, 36).
125. Πρβ. G. Μ. Calhoun, «Greek law and modern jurisprudence)), California Law Review, τ. XI, 1923, σ. 295 κ.ε.
126. Λυσίας, Κατά Νικομάχου, 22· Κατά 'Ἐπικράτους, 2' Ὑπέρ τῶν Ἀριστοφάνους χρημάτων, 11.
127. Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτονς, 167· Κάτ Ἀνδροτίωνος, 55.
128. Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, 294 κ.ε.
129. Δημοσθένης, Πρός Λεπτίνην, 109· Κατά Μειδίου, 48 κ.ε. Πρβ. Glotz, ὅ.π., σ. 243 κ.ε.
130. Daremberg - Saglio - Pottier - Lafaye, ὅ.π., λ. «K0neion».
131. Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 190 κ.ε.- Κατά Μειδίου, 57.
132. Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, II, 5, 11 κ.ε.
133. Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 574.
134. Glotz, ὅ.π., σ. 456 κ.ε.
135. στό ἴδιο, σ. 473 κ.ε.
136. Λυσίας, Ὑπέρ Πολυστράτου, 34.
137. στό ἴδιο, α. 493 κ.ε.· P. Cloche, La Restauration..., σ. 320 κ.ε.
138. Glotz, ὅ.π., σ. 515 κ.ε., 544 κ.ε.
139. Ἀντιφών, Ἀλήθεια, 5, ἐκδ. Gernet.
140. Φιλήμων, ἄπ. 94 (= Kock, Comicorum...).
141. Glotz, Le Travail..., σ. 249-257.
142. Μένανδρος, ἀπ. 370 (= Kock, ο.π.).
143. Ψευδό-Ξενοφῶν, ο.π., I, 10· Πλάτων, Πολιτεία, VIII, σ. 563b.
144. Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, VII (Ἱ), 3, 12.
145. Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, 5· Εἰρήνη, 452, 746· Πλοῦτος, 21· Λυσίας, Ὑπέρ τόν Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία, 18· Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, II, 1, 16· Θεοφραστος, Χαρακτῆρες, XII, 12.
146. Πολυδεύκης, VII, 13· Πλούταρχος, Θησεύς, 36· Περί δεισιδαιμονίας, 4, σ. 116d· Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, 1312 καί Σχόλια· Θεσμοφοριάζουσαι, 224 καί Σχόλια.
147. Εὐριπίδης, Ἑκάβη, 291 κ.ε.· Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία, 57.
148. Αἰσχίνης, Κατά Τιμάρχου, 17· Δημοσθένης, Κατά Μειδίου, 45 κ.ε.· πρβ. Ἀθήναιος, VI, 92, σ. 266f-267a.
149. Βλ. «Les esclaves et la peine du fouet dans le droit grec», Comptes rendus de VAcademie des Inscriptions et Belles-Lettres, 1908, σ. 571 κ.ε.
150. Εὐριπίδης, ὅ.π.· Δημοσθένης, ὅ.π., 48 κ.ε.· Πρός Λεπτίνην, 109.