Ὀδύσσεια α 1-10
Το προοίμιο της Οδύσσειας
Το προοίμιο της Οδύσσειας παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία: θεματικά δεν καλύπτει ολόκληρο το έργο αλλά μόνο τις ραψωδίες ε-μ (περίπου το 1/3 του συνόλου) και δίνει δυσανάλογη έμφαση σε ένα μεμονωμένο επεισόδιο, που δύσκολα θα χαρακτηριζόταν το σημαντικότερο της Οδύσσειας,ενώ δεν γίνεται αναφορά σε άλλα θέματα όπως είναι, επί παραδείγματι, οι γνωστές περιπέτειες του Οδυσσέα με τον Πολύφημο, την Κίρκη, τις Σειρήνες κ.ά. Έχει διατυπωθεί η εικασία ότι αυτό το (καθ᾽ εαυτό θαυμαστό) προοίμιο αρχικά είχε συντεθεί για άλλο ποίημα, που είχε ως θέμα του τις περιπλανήσεις και τον νόστο του Οδυσσέα και διέφερε αισθητά από την Οδύσσεια.
ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε·
πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
5 ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
10 τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν
ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε·
πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
5 ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
10 τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν
***
Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ώς τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του5
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ᾽ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· 1 κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,10
και πες την και σ᾽ εμάς.
----------
Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ώς τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του5
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ᾽ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· 1 κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,10
και πες την και σ᾽ εμάς.
----------
1 Κατά τον Ησίοδο ο Yπερίων (στη μετάφραση: ὑπέρλαμπρος) είναι τιτάνας, πατέρας του Ήλιου. Στον Όμηρο Υπερίων χαρακτηρίζεται ο ίδιος ο Ήλιος.
Ὀδύσσεια α 325-364
Πηνελόπη προς Φήμιον
Τον δέκατο χρόνο μετά την άλωση της Τροίας, ο Οδυσσέας, χωρίς να το θέλει, βρίσκεται καθηλωμένος στο νησί της Καλυψώς. Ο Ποσειδώνας, που εμποδίζει τον νόστο του ήρωα, επειδή εκείνος τύφλωσε τον γιο του τον Πολύφημο, έχει πάει στη χώρα των Αιθιόπων. Οι υπόλοιποι θεοί είναι συγκεντρωμένοι στον Όλυμπο. Στη συγκέντρωση εκείνη (θεῶν ἀγορή) η Αθηνά, επωφελούμενη από την απουσία του Ποσειδώνα, προτείνει αφενός να σταλεί ο Ερμής στην Καλυψώ και να της μεταφέρει την απόφαση των θεών να αφεθεί ο Οδυσσέας να γυρίσει στην πατρίδα του και αφετέρου να μεταβεί η ίδια στην Ιθάκη και να παρακινήσει τον Τηλέμαχο να πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη και να μάθει για τον πατέρα του. Με τη μορφή του φίλου του Οδυσσέα Μέντη, του βασιλιά των Ταφίων, η θεά εμφανίζεται στο παλάτι του Οδυσσέα και συμβουλεύει τον Τηλέμαχο. Εκεί παρακολουθεί από κοντά την ηδονοθηρική καθημερινότητα των μνηστήρων: συγκεντρωμένοι στο παλάτι τρώνε, πίνουν, τραγουδούν και χορεύουν ή ακούνε το τραγούδι του Φήμιου, του αοιδού, που τον αναγκάζουν να τραγουδά· εκείνος τραγουδάει τον θλιβερό νόστο των Αχαιών.
Οι επόμενοι στίχοι αναφέρονται σε μια στιγμή αμέσως μετά την αποχώρηση της θεάς, στην αντίδραση της Πηνελόπης στο τραγούδι του Φήμιου και στην παρέμβαση του Τηλέμαχου.
τοῖσι δ᾽ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός, οἱ δὲ σιωπῇ
ἥατ᾽ ἀκούοντες· ὁ δ᾽ Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε
λυγρόν, ὃν ἐκ Τροίης ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη.
τοῦ δ᾽ ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια·
330 κλίμακα δ᾽ ὑψηλὴν κατεβήσετο οἷο δόμοιο,
οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ᾽ ἕποντο.
ἡ δ᾽ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα·
335 ἀμφίπολος δ᾽ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη.
δακρύσασα δ᾽ ἔπειτα προσηύδα θεῖον ἀοιδόν·
«Φήμιε, πολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας,
ἔργ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, τά τε κλείουσιν ἀοιδοί·
τῶν ἕν γέ σφιν ἄειδε παρήμενος, οἱ δὲ σιωπῇ
340 οἶνον πινόντων· ταύτης δ᾽ ἀποπαύε᾽ ἀοιδῆς
λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ
τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.
τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω μεμνημένη αἰεὶ
ἀνδρός, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾽ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.»
345 τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«μῆτερ ἐμή, τί τ᾽ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν
τέρπειν ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται; οὔ νύ τ᾽ ἀοιδοὶ
αἴτιοι, ἀλλά ποθι Ζεὺς αἴτιος, ὅς τε δίδωσιν
ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ.
350 τούτῳ δ᾽ οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν·
τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ᾽ ἄνθρωποι,
ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται.
σοὶ δ᾽ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν·
οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς οἶος ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ
355 ἐν Τροίῃ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες ὄλοντο.
ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε,
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· μῦθος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί· τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾽ ἐνὶ οἴκῳ.»
360 ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει·
παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ.
ἐς δ᾽ ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ
κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
***
Τους τραγουδούσε ο φημισμένος αοιδός,1 κι εκείνοι325
καθισμένοι τον ακούν με τη σιωπή τους· των Αχαιών τον νόστο
τραγουδούσε, πικρόν όπως τον όρισε τον γυρισμό τους απ᾽ την Τροία
η Αθηνά Παλλάδα.2 Τότε
από το υπερώο3 ψηλά συνάκουσε το θείο τραγούδι, και την άγγιξε,
του Ικαρίου η κόρη, η Πηνελόπη, σκεφτική και φρόνιμη·
από τον θάλαμό της κατεβαίνει την ψηλή του σκάλα -330
δεν ήταν μόνη, την συνόδευαν οι δυό της βάγιες·
κι όταν κοντά με τους μνηστήρες βρέθηκε, η θεία γυναίκα,
στήθηκε στην κολόνα εκείνη που κρατά τη στέρεη στέγη,
τη λαμπερή μαντίλα4 της τραβώντας γύρω στα μάγουλά της.
Κι ενώ πιστές οι ακόλουθες, δεξιά κι αριστερά, την παραστέκουν,335
εκείνη δακρυσμένη μίλησε στον θεϊκό αοιδό:
«Φήμιε,5 το ξέρεις πως μπορείς να θέλγεις τους θνητούς
και μ᾽ άλλα κατορθώματα μεγάλα, ανθρώπων και θεών,
των αοιδών τα γνώριμα τραγούδια·
ένα απ᾽ αυτά παρακαθήμενος τραγούδησε, κι αυτοί
ας πίνουν το κρασί τους340
σιωπηλοί· ετούτο μόνον το τραγούδι μην το συνεχίσεις·
θλιβερό κι αβάστακτο, σπαράζει την καρδιά μου
μες στα στήθη, αφότου με κατοίκησε πένθος μεγάλο κι αλησμόνητο.
Τέτοιο το πρόσωπο που εγώ ποθώ, και συνεχώς τη μνήμη μου πληγώνει
η μορφή του αντρός μου, με δόξα απέραντη, απλωμένη στην Ελλάδα
και μέσα στο Άργος».6
Της αντιμίλησε όμως ο γνωστικός Τηλέμαχος:345
«Μητέρα μου, πώς θέλεις ν᾽ αρνηθείς στον τιμημένο μας αοιδό,
χαρά να δίνει μ᾽ ό,τι βάζει ο νους του; Φταίχτες δεν είναι
οι αοιδοί· ο Δίας ίσως είναι ο αίτιος, που δίνει στους φιλόπονους
ανθρώπους, καταπώς θέλει στον καθένα.
Δεν πρέπει η αγανάκτηση σ᾽ αυτόν να πέφτει,
που ψάλλει την κακή μοίρα των Δαναών. Ξέρεις,350
οι άνθρωποι τιμούν και προτιμούν εκείνο το τραγούδι
που τους φαντάζει, ακούγοντας, το τελευταίο.
Θάρρος λοιπόν χρειάζεσαι και σφίξε την καρδιά σου να τ᾽ ακούσεις·
δεν ήταν μόνος ο Οδυσσέας που χωρίστηκε στην Τροία
από του νόστου του τη μέρα· κι άλλοι πολλοί, γενναίοι άντρες355
χάθηκαν και πάνε.
Αλλά καλύτερα να πας στην κάμαρή σου, με τα δικά σου απασχολήσου έργα,
τον αργαλειό, τη ρόκα· 7 δίνε στις παρακόρες εντολές, για να δουλεύουν
με φροντίδα. Ο λόγος είναι μέλημα του αντρός, του καθενός,
και περισσότερο δικό μου· σ᾽ αυτό το σπίτι είμαι εγώ ο κυβερνήτης».
Κατάπληκτη η Πηνελόπη τότε τραβήχτηκε στην κάμαρή της,360
κρατώντας μέσα της τη συμβουλή του γιου της.
Κι όταν ανέβηκε ψηλά στον θάλαμο, με τις ακόλουθες μαζί,
έστησε θρήνο για τον Οδυσσέα, το ακριβό της ταίρι, ωσότου η Αθηνά,
τα μάτια λάμποντας, κλείνει τα βλέφαρά της,
ύπνο γλυκό σταλάζοντας.
--------------
Οι επόμενοι στίχοι αναφέρονται σε μια στιγμή αμέσως μετά την αποχώρηση της θεάς, στην αντίδραση της Πηνελόπης στο τραγούδι του Φήμιου και στην παρέμβαση του Τηλέμαχου.
τοῖσι δ᾽ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός, οἱ δὲ σιωπῇ
ἥατ᾽ ἀκούοντες· ὁ δ᾽ Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε
λυγρόν, ὃν ἐκ Τροίης ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη.
τοῦ δ᾽ ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια·
330 κλίμακα δ᾽ ὑψηλὴν κατεβήσετο οἷο δόμοιο,
οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ᾽ ἕποντο.
ἡ δ᾽ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα·
335 ἀμφίπολος δ᾽ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη.
δακρύσασα δ᾽ ἔπειτα προσηύδα θεῖον ἀοιδόν·
«Φήμιε, πολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας,
ἔργ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, τά τε κλείουσιν ἀοιδοί·
τῶν ἕν γέ σφιν ἄειδε παρήμενος, οἱ δὲ σιωπῇ
340 οἶνον πινόντων· ταύτης δ᾽ ἀποπαύε᾽ ἀοιδῆς
λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ
τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.
τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω μεμνημένη αἰεὶ
ἀνδρός, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾽ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος.»
345 τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«μῆτερ ἐμή, τί τ᾽ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν
τέρπειν ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται; οὔ νύ τ᾽ ἀοιδοὶ
αἴτιοι, ἀλλά ποθι Ζεὺς αἴτιος, ὅς τε δίδωσιν
ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ.
350 τούτῳ δ᾽ οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν·
τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ᾽ ἄνθρωποι,
ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται.
σοὶ δ᾽ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν·
οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς οἶος ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ
355 ἐν Τροίῃ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες ὄλοντο.
ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε,
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· μῦθος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί· τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾽ ἐνὶ οἴκῳ.»
360 ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει·
παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ.
ἐς δ᾽ ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ
κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
***
Τους τραγουδούσε ο φημισμένος αοιδός,1 κι εκείνοι325
καθισμένοι τον ακούν με τη σιωπή τους· των Αχαιών τον νόστο
τραγουδούσε, πικρόν όπως τον όρισε τον γυρισμό τους απ᾽ την Τροία
η Αθηνά Παλλάδα.2 Τότε
από το υπερώο3 ψηλά συνάκουσε το θείο τραγούδι, και την άγγιξε,
του Ικαρίου η κόρη, η Πηνελόπη, σκεφτική και φρόνιμη·
από τον θάλαμό της κατεβαίνει την ψηλή του σκάλα -330
δεν ήταν μόνη, την συνόδευαν οι δυό της βάγιες·
κι όταν κοντά με τους μνηστήρες βρέθηκε, η θεία γυναίκα,
στήθηκε στην κολόνα εκείνη που κρατά τη στέρεη στέγη,
τη λαμπερή μαντίλα4 της τραβώντας γύρω στα μάγουλά της.
Κι ενώ πιστές οι ακόλουθες, δεξιά κι αριστερά, την παραστέκουν,335
εκείνη δακρυσμένη μίλησε στον θεϊκό αοιδό:
«Φήμιε,5 το ξέρεις πως μπορείς να θέλγεις τους θνητούς
και μ᾽ άλλα κατορθώματα μεγάλα, ανθρώπων και θεών,
των αοιδών τα γνώριμα τραγούδια·
ένα απ᾽ αυτά παρακαθήμενος τραγούδησε, κι αυτοί
ας πίνουν το κρασί τους340
σιωπηλοί· ετούτο μόνον το τραγούδι μην το συνεχίσεις·
θλιβερό κι αβάστακτο, σπαράζει την καρδιά μου
μες στα στήθη, αφότου με κατοίκησε πένθος μεγάλο κι αλησμόνητο.
Τέτοιο το πρόσωπο που εγώ ποθώ, και συνεχώς τη μνήμη μου πληγώνει
η μορφή του αντρός μου, με δόξα απέραντη, απλωμένη στην Ελλάδα
και μέσα στο Άργος».6
Της αντιμίλησε όμως ο γνωστικός Τηλέμαχος:345
«Μητέρα μου, πώς θέλεις ν᾽ αρνηθείς στον τιμημένο μας αοιδό,
χαρά να δίνει μ᾽ ό,τι βάζει ο νους του; Φταίχτες δεν είναι
οι αοιδοί· ο Δίας ίσως είναι ο αίτιος, που δίνει στους φιλόπονους
ανθρώπους, καταπώς θέλει στον καθένα.
Δεν πρέπει η αγανάκτηση σ᾽ αυτόν να πέφτει,
που ψάλλει την κακή μοίρα των Δαναών. Ξέρεις,350
οι άνθρωποι τιμούν και προτιμούν εκείνο το τραγούδι
που τους φαντάζει, ακούγοντας, το τελευταίο.
Θάρρος λοιπόν χρειάζεσαι και σφίξε την καρδιά σου να τ᾽ ακούσεις·
δεν ήταν μόνος ο Οδυσσέας που χωρίστηκε στην Τροία
από του νόστου του τη μέρα· κι άλλοι πολλοί, γενναίοι άντρες355
χάθηκαν και πάνε.
Αλλά καλύτερα να πας στην κάμαρή σου, με τα δικά σου απασχολήσου έργα,
τον αργαλειό, τη ρόκα· 7 δίνε στις παρακόρες εντολές, για να δουλεύουν
με φροντίδα. Ο λόγος είναι μέλημα του αντρός, του καθενός,
και περισσότερο δικό μου· σ᾽ αυτό το σπίτι είμαι εγώ ο κυβερνήτης».
Κατάπληκτη η Πηνελόπη τότε τραβήχτηκε στην κάμαρή της,360
κρατώντας μέσα της τη συμβουλή του γιου της.
Κι όταν ανέβηκε ψηλά στον θάλαμο, με τις ακόλουθες μαζί,
έστησε θρήνο για τον Οδυσσέα, το ακριβό της ταίρι, ωσότου η Αθηνά,
τα μάτια λάμποντας, κλείνει τα βλέφαρά της,
ύπνο γλυκό σταλάζοντας.
--------------
1 Άρχισε να τραγουδάει στον στ. 156 και τραγουδούσε όση ώρα ο Τηλέμαχος μιλούσε με τον Μέντη (Αθηνά).
2 Αυτή ήταν η εκδίκηση της Αθηνάς, επειδή οι Αχαιοί άφησαν ατιμώρητο τον Αίαντα τον Λοκρό που επεχείρησε να βιάσει την Κασσάνδρα, ενώ είχε καταφύγει ως ικέτιδα στον ναό της Αθηνάς και είχε αγκαλιάσει το ιερό ξόανο.
3 Σε διώροφα σπίτια οι γυναίκες έμεναν κανονικά επάνω.
4 Κάλυπτε το κεφάλι και τους ώμους. Ο χαρακτηρισμός λαμπερή (λιπαρά) προϋποθέτει, όπως έχει υποστηριχθεί, επεξεργασία με λάδι.
5 Ο ἀοιδὸς Φήμιος, ο γιος του Τέρπιου, αναγκάζεται από τους μνηστήρες να τραγουδάει. Κατά τη μνηστηροφονία ο Οδυσσέας του χάρισε τη ζωή.
6 Ελλάδα ονομαζόταν αρχικά η πόλη και το βασίλειο του Πηλέα στη Θεσσαλία. Στον οδυσσειακό αυτό λογότυπο ο όρος Ελλάδα δηλώνει τη βόρεια Ελλάδα, ενώ το Άργος την νότια, δηλ. την περιοχή νότια από τον Ισθμό.
7 Οι δύο κυριότερες οικιακές δραστηριότητες των ομηρικών γυναικών, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση, είναι να γνέθουν και να υφαίνουν.
Ὀδύσσεια ε 55-84
Η παράξενη ομορφιά της Ωγυγίας
Σε μια δεύτερη συγκέντρωση των θεών (θεῶν ἀγορή) με την οποία, όπως συμβαίνει με ανάλογες σκηνές, εισάγεται μια σημαντική αφηγηματική ενότητα, η Αθηνά εκφράζει το παράπονο ότι ο Οδυσσέας εξακολουθεί να παραμένει καθηλωμένος στην Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς. Όπως η πρώτη παρέμβαση της θεάς στην αρχή του έπους έδωσε το έναυσμα για αλληλουχία εξελίξεων με αφετηρία την Ιθάκη και πρωταγωνιστή τον Τηλέμαχο, έτσι και η δεύτερη παρέμβασή της γίνεται η αφορμή για εξελίξεις που έχουν ως αφετηρία τον έτερο πόλο, την Ωγυγία, και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Οδυσσέα - από τον συντονισμό και τη σύγκλιση των δύο αυτών δράσεων θα προέλθει εν τέλει ο νόστος και ο αναγνωρισμός του Οδυσσέα. Ο Ζευς αποστέλλει τον Ερμή στην Καλυψώ, προκείμενου να της μεταφέρει την εντολή των θεών να αφεθεί ο Οδυσσέας να γυρίσει στην πατρίδα του μόνος, πάνω σε μια σχεδία, χωρίς να τον συνοδέψει θεός ή άνθρωπος.
Στους επόμενους στίχους περιγράφεται η στιγμή κατά την οποία ο Ερμής, που ταξιδεύει πάνω από στεριές και θάλασσες, φθάνει στο νησί της Καλυψώς και βρίσκεται μπροστά σ᾽ έναν τόπο ειδυλλιακό. Αυτή η παράξενη ομορφιά του τοπίου, που μας μαγεύει καθώς ξετυλίγεται μπροστά μας, στο βάθος έχει κάτι το ανησυχητικό που υποβάλλεται από το γεγονός ότι απουσιάζουν οι άνθρωποι.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ᾽ ἐοῦσαν,
ἔνθ᾽ ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤϊεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐϋπλόκαμος· τὴν δ᾽ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόθι δ᾽ ὀδμὴ
60 κέδρου τ᾽ εὐκεάτοιο θύου τ᾽ ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων· ἡ δ᾽ ἔνδον ἀοιδιάουσ᾽ ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ᾽ ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ᾽ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
65 ἔνθα δέ τ᾽ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ᾽ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ᾽ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι·
70 κρῆναι δ᾽ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ᾽ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.
75 ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος ἀργειφόντης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,
αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλυθεν· οὐδέ μιν ἄντην
ἠγνοίησεν ἰδοῦσα Καλυψώ, δῖα θεάων,
οὐ γάρ τ᾽ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται
80 ἀθάνατοι, οὐδ᾽ εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει.
οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ἔνδον ἔτετμεν,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἐπ᾽ ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ,
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
***
Κι όταν πετώντας έφτασε το απόμακρο νησί,1 τότε από τον πόντο βγήκε 55
τον μενεξελή, και πάτησε τη γη.
Πλησίασε προς την ευρύχωρη σπηλιά όπου η καλλίκομη νεράιδα
κατοικούσε. Την βρήκε μέσα. Κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,
και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί,
που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια.60
Εκείνη εκεί: να τραγουδά με την ωραία φωνή της,
υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.
Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε δάσος με λεύκες, σκλήθρες,
κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,65
τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια,
κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες,
που ξόδεψαν τη μέρα τους στη θάλασσα.
Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά
μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερεις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,70
κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.
Στις δυό μεριές λιβάδια μαλακά μ᾽ άγριες βιολέτες
κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,
κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε
αγαλλίαση η ψυχή του.
Έμεινε εκεί ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς,2 το θαύμα να κοιτάζει.75
Κι όταν ο νους του χόρτασε θαυμάζοντας,
το βλέμμα του γυρίζοντας παντού, μπήκε κατόπι
στη φαρδιά σπηλιά.
Μόλις τον είδε η Καλυψώ, αρχοντική θεά, ευθύς
τον αναγνώρισε - γιατί οι θεοί δεν μένουν μεταξύ τους άγνωστοι,
ακόμη κι όταν κατοικούν μακριά ο ένας απ᾽ τον άλλο.80
Μόνο τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα δεν βρήκε στη σπηλιά.
Όπως και πριν, έτσι και τώρα, στην ακτή καθόταν κι έκλαιγε,
τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες,
κοιτάζοντας με μάτια βουρκωμένα απέραντο το πέλαγος.
-----------
Στους επόμενους στίχους περιγράφεται η στιγμή κατά την οποία ο Ερμής, που ταξιδεύει πάνω από στεριές και θάλασσες, φθάνει στο νησί της Καλυψώς και βρίσκεται μπροστά σ᾽ έναν τόπο ειδυλλιακό. Αυτή η παράξενη ομορφιά του τοπίου, που μας μαγεύει καθώς ξετυλίγεται μπροστά μας, στο βάθος έχει κάτι το ανησυχητικό που υποβάλλεται από το γεγονός ότι απουσιάζουν οι άνθρωποι.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ᾽ ἐοῦσαν,
ἔνθ᾽ ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤϊεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐϋπλόκαμος· τὴν δ᾽ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόθι δ᾽ ὀδμὴ
60 κέδρου τ᾽ εὐκεάτοιο θύου τ᾽ ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων· ἡ δ᾽ ἔνδον ἀοιδιάουσ᾽ ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ᾽ ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ᾽ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
65 ἔνθα δέ τ᾽ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ᾽ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ᾽ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι·
70 κρῆναι δ᾽ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ᾽ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.
75 ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος ἀργειφόντης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,
αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλυθεν· οὐδέ μιν ἄντην
ἠγνοίησεν ἰδοῦσα Καλυψώ, δῖα θεάων,
οὐ γάρ τ᾽ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται
80 ἀθάνατοι, οὐδ᾽ εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει.
οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ἔνδον ἔτετμεν,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἐπ᾽ ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ,
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
***
Κι όταν πετώντας έφτασε το απόμακρο νησί,1 τότε από τον πόντο βγήκε 55
τον μενεξελή, και πάτησε τη γη.
Πλησίασε προς την ευρύχωρη σπηλιά όπου η καλλίκομη νεράιδα
κατοικούσε. Την βρήκε μέσα. Κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,
και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί,
που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια.60
Εκείνη εκεί: να τραγουδά με την ωραία φωνή της,
υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.
Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε δάσος με λεύκες, σκλήθρες,
κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,65
τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια,
κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες,
που ξόδεψαν τη μέρα τους στη θάλασσα.
Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά
μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερεις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,70
κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.
Στις δυό μεριές λιβάδια μαλακά μ᾽ άγριες βιολέτες
κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,
κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε
αγαλλίαση η ψυχή του.
Έμεινε εκεί ο Ερμής, ψυχοπομπός κι αργοφονιάς,2 το θαύμα να κοιτάζει.75
Κι όταν ο νους του χόρτασε θαυμάζοντας,
το βλέμμα του γυρίζοντας παντού, μπήκε κατόπι
στη φαρδιά σπηλιά.
Μόλις τον είδε η Καλυψώ, αρχοντική θεά, ευθύς
τον αναγνώρισε - γιατί οι θεοί δεν μένουν μεταξύ τους άγνωστοι,
ακόμη κι όταν κατοικούν μακριά ο ένας απ᾽ τον άλλο.80
Μόνο τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα δεν βρήκε στη σπηλιά.
Όπως και πριν, έτσι και τώρα, στην ακτή καθόταν κι έκλαιγε,
τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες,
κοιτάζοντας με μάτια βουρκωμένα απέραντο το πέλαγος.
-----------
1 Την Ωγυγία.
2 Αυτός που σκότωσε τον Άργο με τα εκατό μάτια, στον οποίο η Ήρα είχε αναθέσει να φυλάει την Ιώ, για να μην μπορεί να τη συναντήσει ο Δίας.
Οδύσσεια ε 441-485
Στο μεταίχμιο της θάλασσας και της στεριάς
Ο Οδυσσέας έχει αφήσει το νησί της Καλυψώς και πάνω στη σχεδία του αρμενίζει στο πέλαγος δεκαεπτά ημέρες. Τη δέκατη όγδοη, ενώ στο βάθος φαίνεται η στεριά, τον βλέπει ο Ποσειδώνας, που επιστρέφει από τη χώρα γη των Αιθιόπων, και ξεσηκώνει άγρια τρικυμία. Η σχεδία συντρίβεται και ο Οδυσσέας βρίσκεται στα κύματα με ένα μαγικό μαντήλι που του χάρισε η Λευκοθέα την ώρα που θαλασσοδερνόταν. Δυο μερόνυχτα ακόμη παλεύει με το κύμα. Την τρίτη ημέρα, με τη βοήθεια της Αθηνάς, καταφέρνει να πλησιάσει στη στεριά, στις εκβολές ενός ποταμού. Η κρίσιμη στιγμή της σωτηρίας και η πρώτη νύχτα στη στεριά περιγράφεται στους επόμενους στίχους.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο
ἷξε νέων, τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος,
λεῖος πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο.
ἔγνω δὲ προρέοντα καὶ εὔξατο ὃν κατὰ θυμόν·
445 «κλῦθι, ἄναξ, ὅτις ἐσσί· πολύλλιστον δέ σ᾽ ἱκάνω
φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπάς.
αἰδοῖος μέν τ᾽ ἐστὶ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν
ἀνδρῶν ὅς τις ἵκηται ἀλώμενος, ὡς καὶ ἐγὼ νῦν
σόν τε ῥόον σά τε γούναθ᾽ ἱκάνω πολλὰ μογήσας.
450 ἀλλ᾽ ἐλέαιρε, ἄναξ· ἱκέτης δέ τοι εὔχομαι εἶναι.»
ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα,
πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ᾽ ἐσάωσεν
ἐς ποταμοῦ προχοάς· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἄμφω γούνατ᾽ ἔκαμψε
χεῖράς τε στιβαράς· ἁλὶ γὰρ δέδμητο φίλον κῆρ.
455 ᾤδεε δὲ χρόα πάντα, θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ
ἂν στόμα τε ῥῖνάς θ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος
κεῖτ᾽ ὀλιγηπελέων, κάματος δέ μιν αἰνὸς ἵκανεν.
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἔμπνυτο καὶ ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη,
καὶ τότε δὴ κρήδεμνον ἀπὸ ἕο λῦσε θεοῖο.
460 καὶ τὸ μὲν ἐς ποταμὸν ἁλιμυρήεντα μεθῆκεν,
ἂψ δ᾽ ἔφερεν μέγα κῦμα κατὰ ῥόον, αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Ἰνὼ
δέξατο χερσὶ φίλῃσιν· ὁ δ᾽ ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς
σχοίνῳ ὑπεκλίνθη, κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
465 «ὤ μοι ἐγώ, τί πάθω; τί νύ μοι μήκιστα γένηται;
εἰ μέν κ᾽ ἐν ποταμῷ δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω,
μή μ᾽ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση
ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν·
αὔρη δ᾽ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό.
470 εἰ δέ κεν ἐς κλιτὺν ἀναβὰς καὶ δάσκιον ὕλην
θάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράθω, εἴ με μεθήῃ
ῥῖγος καὶ κάματος, γλυκερὸς δέ μοι ὕπνος ἐπέλθῃ,
δείδω μὴ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι.»
ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι·
475 βῆ ῥ᾽ ἴμεν εἰς ὕλην· τὴν δὲ σχεδὸν ὕδατος εὗρεν
ἐν περιφαινομένῳ· δοιοὺς δ᾽ ἄρ᾽ ὑπήλυθε θάμνους
ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας· ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ᾽ ἐλαίης.
τοὺς μὲν ἄρ᾽ οὔτ᾽ ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων,
οὔτε ποτ᾽ ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν,
480 οὔτ᾽ ὄμβρος περάασκε διαμπερές· ὣς ἄρα πυκνοὶ
ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπαμοιβαδίς· οὓς ὑπ᾽ Ὀδυσσεὺς
δύσετ᾽. ἄφαρ δ᾽ εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν
εὐρεῖαν· φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή,
ὅσσον τ᾽ ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι
485 ὥρῃ χειμερίῃ, εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι.
***
Και τότε κολυμπώντας φτάνει στο στόμα ποταμού καλλίρροου
-αυτός ο χώρος έκρινε πως ήταν ο καλύτερος,
αφού του έλειπαν οι βράχοι, κι ο άνεμος δεν τον χτυπούσε. Βλέποντας
μπρος του τα νερά του ποταμού να ρέουν, έκανε ολόψυχην ευχή:
«Επάκουσε, όποιος κι αν είσαι, ποταμέ βασιλικέ μου.445
Προσπέφτω, χίλιες φορές παρακαλώ σε, γλίτωσέ με
από την απειλή του ποσειδώνειου πελάγου.
Πρέπει, πιστεύω, κι οι αθάνατοι θεοί να τον σπλαχνίζονται
όποιον παραδαρμένος τους ζητά το έλεός τους.
Ένας που έπαθε πολλά κι εγώ, τώρα στα γόνατα σου πέφτω,
ποταμέ μου, ζητώ να μ᾽ ελεήσεις, βασιλιά μου.
Ικέτης σου είμαι, και το ομολογώ».450
Ευχήθηκε κι ευθύς ο ποταμός ανέκοψε το ρέμα,
σταμάτησε το κύμα, μπροστά του τα νερά γαλήνεψε,
τον πήρε και τον έσωσε στις εκβολές του.
Μα πια είχαν λυγίσει και τα δυο του γόνατα, τα στιβαρά του χέρια
λύθηκαν, ένιωθε τσακισμένος απ᾽ το κύμα·
σώμα πρησμένο, στόμα και ρουθούνια να ξερνούν τη θάλασσα,455
κι αυτός πεσμένος κάτω, δίχως πνοή, δίχως φωνή,
σαν λιγοθυμισμένος, τυραννισμένος από κούραση φριχτή.
Κι ωστόσο μόλις πήρε ανάσα κι ήρθε η ψυχή ξανά στον τόπο της,
το μαγικό μαγνάδι λύνοντας το παραδίνει
στου ποταμού το ρέμα που έσμιγε με τη θάλασσα·460
γοργά το πήρε μες στη δίνη του ένα μεγάλο κύμα,
κι αμέσως το υποδέχτηκαν τα χέρια της Ινώς.1
Τότε απ᾽ το ποτάμι βγαίνει, έγειρε σ᾽ έναν σχοίνο πλάι,
σκύβοντας φίλησε το χώμα της ζωοδόχου γης.
Βαρύθυμος ακόμη, μιλώντας είπε στη γενναία ψυχή του:
«Τώρα στο τέλος τι μου μέλλεται να πάθω, αλίμονο.465
Αν μείνω στο ποτάμι και περάσω εδώ τη μαύρη νύχτα,
πως να μη συμμαχήσουν άσχημα πάχνη και παγωνιά,
εξαντλημένον να μου πάρουν την ψυχή·
είναι που την αυγή τόσο ψυχρό το αγιάζι κατεβαίνει απ᾽ το ποτάμι.
Αν πάλι ανέβω την πλαγιά στο δάσος το βαθύσκιωτο,470
αν πέσω σε φυλλωσιές πυκνές να κοιμηθώ, πες πως το κρύο
κι ο κάματος μ᾽ αφήνουν, κι επέρχεται γλυκός ο ύπνος·
τα άγρια θηρία τρέμω μήπως με βρουν και με σπαράξουν».
Κι όπως το συλλογίστηκε, αυτό του φάνηκε πως είναι το καλύτερο:
ξεκίνησε να βρει το δάσος, το βρήκε πλάι στον ποταμό,475
από ψηλά να του αγναντεύει.
Τρύπωσε εκεί, κάτω από θάμνα δίδυμα, ελιά κι αγρίλι που ξεφύτρωναν μαζί.
Δεν έφτανε ώς εδώ το μένος των υγρών ανέμων,
δεν τα χτυπούσε αυτά τα θάμνα με τις αχτίνες του ο ήλιος,
όταν σηκώνεται λαμπρός, μήτε η βροχή τα διαπερνούσε·480
τόσο πυκνά συμπλέκονταν το ᾽να μαζί με τ᾽ άλλο.
Γλίστρησε ο Οδυσσέας στον κόρφο τους, και με τα χέρια του
φτιάχνει το στρώμα του παχύ κι ευρύχωρο,
από τα φύλλα τα πολλά που ήταν χυμένα γύρω, τόσο και τέτοιο,
που θα μπορούσε δυό και τρεις ανθρώπους να τους προφυλάξει,
ακόμη και σε ώρα χειμωνιάτικη, όταν βαραίνει ο καιρός πολύ.485----------
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο
ἷξε νέων, τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος,
λεῖος πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο.
ἔγνω δὲ προρέοντα καὶ εὔξατο ὃν κατὰ θυμόν·
445 «κλῦθι, ἄναξ, ὅτις ἐσσί· πολύλλιστον δέ σ᾽ ἱκάνω
φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπάς.
αἰδοῖος μέν τ᾽ ἐστὶ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν
ἀνδρῶν ὅς τις ἵκηται ἀλώμενος, ὡς καὶ ἐγὼ νῦν
σόν τε ῥόον σά τε γούναθ᾽ ἱκάνω πολλὰ μογήσας.
450 ἀλλ᾽ ἐλέαιρε, ἄναξ· ἱκέτης δέ τοι εὔχομαι εἶναι.»
ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα,
πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ᾽ ἐσάωσεν
ἐς ποταμοῦ προχοάς· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἄμφω γούνατ᾽ ἔκαμψε
χεῖράς τε στιβαράς· ἁλὶ γὰρ δέδμητο φίλον κῆρ.
455 ᾤδεε δὲ χρόα πάντα, θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ
ἂν στόμα τε ῥῖνάς θ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος
κεῖτ᾽ ὀλιγηπελέων, κάματος δέ μιν αἰνὸς ἵκανεν.
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἔμπνυτο καὶ ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη,
καὶ τότε δὴ κρήδεμνον ἀπὸ ἕο λῦσε θεοῖο.
460 καὶ τὸ μὲν ἐς ποταμὸν ἁλιμυρήεντα μεθῆκεν,
ἂψ δ᾽ ἔφερεν μέγα κῦμα κατὰ ῥόον, αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Ἰνὼ
δέξατο χερσὶ φίλῃσιν· ὁ δ᾽ ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς
σχοίνῳ ὑπεκλίνθη, κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
465 «ὤ μοι ἐγώ, τί πάθω; τί νύ μοι μήκιστα γένηται;
εἰ μέν κ᾽ ἐν ποταμῷ δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω,
μή μ᾽ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση
ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν·
αὔρη δ᾽ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό.
470 εἰ δέ κεν ἐς κλιτὺν ἀναβὰς καὶ δάσκιον ὕλην
θάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράθω, εἴ με μεθήῃ
ῥῖγος καὶ κάματος, γλυκερὸς δέ μοι ὕπνος ἐπέλθῃ,
δείδω μὴ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι.»
ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι·
475 βῆ ῥ᾽ ἴμεν εἰς ὕλην· τὴν δὲ σχεδὸν ὕδατος εὗρεν
ἐν περιφαινομένῳ· δοιοὺς δ᾽ ἄρ᾽ ὑπήλυθε θάμνους
ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας· ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ᾽ ἐλαίης.
τοὺς μὲν ἄρ᾽ οὔτ᾽ ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων,
οὔτε ποτ᾽ ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν,
480 οὔτ᾽ ὄμβρος περάασκε διαμπερές· ὣς ἄρα πυκνοὶ
ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπαμοιβαδίς· οὓς ὑπ᾽ Ὀδυσσεὺς
δύσετ᾽. ἄφαρ δ᾽ εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν
εὐρεῖαν· φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή,
ὅσσον τ᾽ ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι
485 ὥρῃ χειμερίῃ, εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι.
***
Και τότε κολυμπώντας φτάνει στο στόμα ποταμού καλλίρροου
-αυτός ο χώρος έκρινε πως ήταν ο καλύτερος,
αφού του έλειπαν οι βράχοι, κι ο άνεμος δεν τον χτυπούσε. Βλέποντας
μπρος του τα νερά του ποταμού να ρέουν, έκανε ολόψυχην ευχή:
«Επάκουσε, όποιος κι αν είσαι, ποταμέ βασιλικέ μου.445
Προσπέφτω, χίλιες φορές παρακαλώ σε, γλίτωσέ με
από την απειλή του ποσειδώνειου πελάγου.
Πρέπει, πιστεύω, κι οι αθάνατοι θεοί να τον σπλαχνίζονται
όποιον παραδαρμένος τους ζητά το έλεός τους.
Ένας που έπαθε πολλά κι εγώ, τώρα στα γόνατα σου πέφτω,
ποταμέ μου, ζητώ να μ᾽ ελεήσεις, βασιλιά μου.
Ικέτης σου είμαι, και το ομολογώ».450
Ευχήθηκε κι ευθύς ο ποταμός ανέκοψε το ρέμα,
σταμάτησε το κύμα, μπροστά του τα νερά γαλήνεψε,
τον πήρε και τον έσωσε στις εκβολές του.
Μα πια είχαν λυγίσει και τα δυο του γόνατα, τα στιβαρά του χέρια
λύθηκαν, ένιωθε τσακισμένος απ᾽ το κύμα·
σώμα πρησμένο, στόμα και ρουθούνια να ξερνούν τη θάλασσα,455
κι αυτός πεσμένος κάτω, δίχως πνοή, δίχως φωνή,
σαν λιγοθυμισμένος, τυραννισμένος από κούραση φριχτή.
Κι ωστόσο μόλις πήρε ανάσα κι ήρθε η ψυχή ξανά στον τόπο της,
το μαγικό μαγνάδι λύνοντας το παραδίνει
στου ποταμού το ρέμα που έσμιγε με τη θάλασσα·460
γοργά το πήρε μες στη δίνη του ένα μεγάλο κύμα,
κι αμέσως το υποδέχτηκαν τα χέρια της Ινώς.1
Τότε απ᾽ το ποτάμι βγαίνει, έγειρε σ᾽ έναν σχοίνο πλάι,
σκύβοντας φίλησε το χώμα της ζωοδόχου γης.
Βαρύθυμος ακόμη, μιλώντας είπε στη γενναία ψυχή του:
«Τώρα στο τέλος τι μου μέλλεται να πάθω, αλίμονο.465
Αν μείνω στο ποτάμι και περάσω εδώ τη μαύρη νύχτα,
πως να μη συμμαχήσουν άσχημα πάχνη και παγωνιά,
εξαντλημένον να μου πάρουν την ψυχή·
είναι που την αυγή τόσο ψυχρό το αγιάζι κατεβαίνει απ᾽ το ποτάμι.
Αν πάλι ανέβω την πλαγιά στο δάσος το βαθύσκιωτο,470
αν πέσω σε φυλλωσιές πυκνές να κοιμηθώ, πες πως το κρύο
κι ο κάματος μ᾽ αφήνουν, κι επέρχεται γλυκός ο ύπνος·
τα άγρια θηρία τρέμω μήπως με βρουν και με σπαράξουν».
Κι όπως το συλλογίστηκε, αυτό του φάνηκε πως είναι το καλύτερο:
ξεκίνησε να βρει το δάσος, το βρήκε πλάι στον ποταμό,475
από ψηλά να του αγναντεύει.
Τρύπωσε εκεί, κάτω από θάμνα δίδυμα, ελιά κι αγρίλι που ξεφύτρωναν μαζί.
Δεν έφτανε ώς εδώ το μένος των υγρών ανέμων,
δεν τα χτυπούσε αυτά τα θάμνα με τις αχτίνες του ο ήλιος,
όταν σηκώνεται λαμπρός, μήτε η βροχή τα διαπερνούσε·480
τόσο πυκνά συμπλέκονταν το ᾽να μαζί με τ᾽ άλλο.
Γλίστρησε ο Οδυσσέας στον κόρφο τους, και με τα χέρια του
φτιάχνει το στρώμα του παχύ κι ευρύχωρο,
από τα φύλλα τα πολλά που ήταν χυμένα γύρω, τόσο και τέτοιο,
που θα μπορούσε δυό και τρεις ανθρώπους να τους προφυλάξει,
ακόμη και σε ώρα χειμωνιάτικη, όταν βαραίνει ο καιρός πολύ.485----------
1 Κόρη του Κάδμου. Ονομάζεται και Λευκοθέα. Αρχικά ήταν θνητή και εν συνεχεία θεά της θάλασσας. Έσωσε τον Οδυσσέα (ε 333 κ.ε.)
Ὀδύσσεια κ 466-560
Το νησί της Κίρκης
Στη χώρα των Λαιστρυγόνων ο Οδυσσέας χάνει τα ένδεκα από τα δώδεκα καράβια του. Με το ένα που του απομένει φτάνει στην Αία, το παράξενο και μυστηριώδες νησί της Κίρκης. Εκεί ανιχνεύει αρχικά μόνος του το παλάτι της Κίρκης, αλλά δεν το πλησιάζει. Επιστρέφει στους συντρόφους και τους χωρίζει σε δύο ομάδες, ορίζοντας αρχηγό της δεύτερης τον Ευρύλοχο. Στην ομάδα αυτή πέφτει ο κλήρος να πάει στο παλάτι και να μπει μέσα. Εκεί τους υποδέχεται η Κίρκη και με το μαγικό ραβδί της τους μεταμορφώνει σε γουρούνια. Σώζεται μονάχα ο (καχύποπτος) Ευρύλοχος, που έμεινε έξω από το παλάτι. Τρομοκρατημένος από την εξαφάνιση των άλλων, γυρίζει πίσω και ενημερώνει τους υπόλοιπους και τον Οδυσσέα, που αναλαμβάνει και πάλι μόνος να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Στο δρόμο προς το παλάτι εμφανίζεται μπροστά του ο Ερμής, που του αποκαλύπτει τι έχει συμβεί και τον συμβουλεύει πώς να αντιμετωπίσει την Κίρκη. Η μάγισσα επιχειρεί να μεταμορφώσει και τον Οδυσσέα αλλά αποτυγχάνει. Εκείνος την ορκίζει πως δεν θα του κάνει κακό, πλαγιάζει μαζί της και την πείθει να επαναφέρει στην ανθρώπινη μορφή τους συντρόφους του. Η Κίρκη δέχεται και ζητά να έρθουν στο παλάτι και οι υπόλοιποι. Όλοι μαζί περνούν κάπου ένα χρόνο στο παλάτι ευωχούμενοι. Όταν ο Οδυσσέας, παρακινούμενος και από τους συντρόφους, της ζητάει να τους επιτρέψει να φύγουν, εκείνη συγκατατίθεται, αλλά, προς απογοήτευση όλων, του φανερώνει ότι πρέπει να κατεβεί στον κάτω κόσμο για να ζητήσει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία, που θα του δείξει το δρόμο της επιστροφής. Την ώρα που ξεκινούν, ο πιο νέος απ᾽ όλους, ο Ελπήνωρ με τον σαλεμένο νου, πέφτει μεθυσμένος από το δώμα της Κίρκης και σκοτώνεται.
ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα μὲν ἤματα πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ·
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ᾽ ἔτραπον ὧραι,
470 μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾽ ἤματα μακρὰ τελέσθη,
καὶ τότε μ᾽ ἐκκαλέσαντες ἔφαν ἐρίηρες ἑταῖροι·
«δαιμόνι᾽, ἤδη νῦν μιμνήσκεο πατρίδος αἴης,
εἴ τοι θέσφατόν ἐστι σαωθῆναι καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
475 ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐμοί γ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ,
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ.
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν,
οἱ μὲν κοιμήσαντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
480 αὐτὰρ ἐγὼ Κίρκης ἐπιβὰς περικαλλέος εὐνῆς
γούνων ἐλλιτάνευσα, θεὰ δέ μοι ἔκλυεν αὐδῆς·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«ὦ Κίρκη, τέλεσόν μοι ὑπόσχεσιν, ἥν περ ὑπέστης,
οἴκαδε πεμψέμεναι· θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη,
485 ἠδ᾽ ἄλλων ἑτάρων, οἵ μευ φθινύθουσι φίλον κῆρ
ἀμφ᾽ ἔμ᾽ ὀδυρόμενοι, ὅτε που σύ γε νόσφι γένηαι.»
ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
μηκέτι νῦν ἀέκοντες ἐμῷ ἐνὶ μίμνετε οἴκῳ·
490 ἀλλ᾽ ἄλλην χρὴ πρῶτον ὁδὸν τελέσαι καὶ ἱκέσθαι
εἰς Ἀΐδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης,
ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο,
μάντιος ἀλαοῦ, τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι·
τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια
495 οἴῳ πεπνῦσθαι· τοὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσιν.»
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ·
κλαῖον δ᾽ ἐν λεχέεσσι καθήμενος, οὐδέ νύ μοι κῆρ
ἤθελ᾽ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενός τ᾽ ἐκορέσθην,
500 καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Κίρκη, τίς γὰρ ταύτην ὁδὸν ἡγεμονεύσει;
εἰς Ἄϊδος δ᾽ οὔ πώ τις ἀφίκετο νηῒ μελαίνῃ.»
ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
505 μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ παρὰ νηῒ μελέσθω,
ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ᾽ ἱστία λευκὰ πετάσσας
ἧσθαι· τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ βορέαο φέρῃσιν.
ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἂν δὴ νηῒ δι᾽ Ὠκεανοῖο περήσῃς,
ἔνθ᾽ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης,
510 μακραί τ᾽ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι,
νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ᾽ Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ,
αὐτὸς δ᾽ εἰς Ἀΐδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα.
ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσι
Κώκυτός θ᾽, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ,
515 πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων·
ἔνθα δ᾽ ἔπειθ᾽, ἥρως, χριμφθεὶς πέλας, ὥς σε κελεύω,
βόθρον ὀρύξαι ὅσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἀμφ᾽ αὐτῷ δὲ χοὴν χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσι,
πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέϊ οἴνῳ,
520 τὸ τρίτον αὖθ᾽ ὕδατι· ἐπὶ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν.
πολλὰ δὲ γουνοῦσθαι νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα,
ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη,
ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾽ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν,
Τειρεσίῃ δ᾽ ἀπάνευθεν ὄϊν ἱερευσέμεν οἴῳ
525 παμμέλαν᾽, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ὑμετέροισιν.
αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν,
ἔνθ᾽ ὄϊν ἀρνειὸν ῥέζειν θῆλύν τε μέλαιναν
εἰς Ἔρεβος στρέψας, αὐτὸς δ᾽ ἀπονόσφι τραπέσθαι
ἱέμενος ποταμοῖο ῥοάων· ἔνθα δὲ πολλαὶ
530 ψυχαὶ ἐλεύσονται νεκύων κατατεθνηώτων.
δὴ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι
μῆλα, τὰ δὴ κατάκειτ᾽ ἐσφαγμένα νηλέϊ χαλκῷ,
δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν,
ἰφθίμῳ τ᾽ Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ·
535 αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
ἧσθαι, μηδὲ ἐᾶν νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα
αἵματος ἆσσον ἴμεν πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
ἔνθα τοι αὐτίκα μάντις ἐλεύσεται, ὄρχαμε λαῶν,
ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου
540 νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.»
ὣς ἔφατ᾽, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν·
αὐτὴ δ᾽ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη,
λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ
545 καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην,
αὐτὰρ ἐγὼ διὰ δώματ᾽ ἰὼν ὄτρυνον ἑταίρους
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον·
«μηκέτι νῦν εὕδοντες ἀωτεῖτε γλυκὺν ὕπνον,
ἀλλ᾽ ἴομεν· δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε πότνια Κίρκη.»
550 ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ ἔνθεν περ ἀπήμονας ἦγον ἑταίρους.
Ἐλπήνωρ δέ τις ἔσκε νεώτατος, οὔτε τι λίην
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς,
ὅς μοι ἄνευθ᾽ ἑτάρων ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης
555 ψύχεος ἱμείρων, κατελέξατο οἰνοβαρείων·
κινυμένων δ᾽ ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν· ἐκ δέ οἱ αὐχὴν
560 ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθεν.
***
Έτσι μας μίλησε,1 κι ησύχασε η περήφανη ψυχή μας.
Εκεί, λοιπόν, μέρες ατέλειωτες, ώσπου να κλείσει χρόνος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Αλλ᾽ όταν κύλησε η χρονιά, κι αλλάζοντας οι εποχές,
λιγόστεψαν και τα φεγγάρια· όταν γυρίζοντας ο κύκλος, τέλειωσαν470
οι μακρές ημέρες, τότε με φώναξαν παράμερα κι έτσι μου μίλησαν
οι τίμιοι σύντροφοί μου:
«Αλόγιστε, καιρός πια να σκεφτείς και την πατρίδα·
αν είναι από θεού γραμμένο να σωθείς και πίσω να γυρίσεις
στο σπιτικό σου το καλόχτιστο, στην πατρική σου γη».
Μ᾽ αυτά τα λόγια τους κλονίστηκε περήφανη η ψυχή μου.475
Έτσι τη μέρα εκείνη ολόκληρη, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί·
όταν ο ήλιος όμως έδυσε κι έπεσε το βαθύ σκοτάδι,
οι σύντροφοί μου πήγαν να πλαγιάσουν στις ισκιωμένες
κάμαρες του παλατιού.
Όμως εγώ στην κλίνη την περίκαλλη της Κίρκης βρέθηκα,480
κι εκεί γονατιστός παρακαλούσα, με τη θεά ν᾽ ακούει τη φωνή μου·
την φώναξα με τ᾽ όνομά της και μιλώντας
τα λόγια μου πετούσαν σαν πουλιά:
«Ω Κίρκη, την υπόσχεσή σου κάνε πράξη, όπως και το υποσχέθης,
πως θα με στείλεις πίσω στην πατρίδα·2 μέσα μου πια η ψυχή μου
πεταρίζει, όσο και των συντρόφων μου που μου σπαράζουν485
την καρδιά θρηνώντας, όταν εσύ κάπου και λίγο απομακρύνεσαι».
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
αν δεν το θέλετε, κι εγώ δεν θέλω κι άλλο να μείνετε σ᾽ αυτό το σπίτι·
όμως σας μέλλεται μια άλλη οδός, που να την φέρετε σε πέρας·
γιατί σας πρέπει πρώτα να φτάσετε στου Άδη το παλάτι,490
εκεί που ανήμερη κι η Περσεφόνη κατοικεί·
να πάρετε χρησμό απ᾽ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή,
του μάντη εκείνου του τυφλού, που η γνώση του ακέραιη πάντα μένει·
γιατί, ακόμη κι όταν πέθανε, η Περσεφόνη του άφησε τον νου του ανέπαφο,
μόνος αυτός να ᾽ναι στα συγκαλά του και να σκέφτεται· οι άλλοι όμως
περιφέρονται άδειες σκιές».495
Έτσι μου μίλησε, εμένα ωστόσο ράγισε η καρδιά μου·
θρηνούσα καθισμένος στο κρεβάτι της, δεν ήθελε η ψυχή μου
άλλο να ζω, και πως να δω το φως του ήλιου.
Και μόνον όταν, σαν κουβάρι κυλισμένος, χόρτασα πια το κλάμα μου,
πήρα τον λόγο και την ρώτησα:500
«Ω Κίρκη, ποιος του δρόμου μας θα γίνει κυβερνήτης;
γιατί θαρρώ στον Άδη, ώς τώρα, άλλος κανείς δεν έφτασε
με μελανό καράβι».
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
να μη σε βασανίζει ποιος θα κυβερνήσει το καράβι σου·505
να στήσεις μόνο το κατάρτι, να ανοίξεις τα λευκά πανιά,
και φτάνει· το πλοίο θα αρμενίσει με του Βορρά το φύσημα.
Κι όταν με το καράβι σου περάσεις πέρα ώς πέρα τον Ωκεανό,3
όπου θα δεις μια χαμηλήν ακτή κι άλση της Περσεφόνης,
με σκούρες και μεγάλες λεύκες, ιτιές που δεν προφταίνουν να καρπίσουν4-
εκεί εμπιστεύσου το πλεούμενο στον ίδιο τον Ωκεανό,510
με τις βαθιές του δίνες· εσύ τον δρόμο τράβηξε
για το άραχλο παλάτι του Άδη.
Κάπου συμβάλλουν στον Αχέροντα δυο ποταμοί,
Πυριφλεγέθων και Κωκυτός -τρέχει κι αυτός απ᾽ το νερό της Στύγας·5
είναι ένας βράχος μεσιανός εκεί, που πάνω του χτυπούν τα δυο ποτάμια,515
σμίγοντας μεταξύ τους με γδούπο τρομερό.
Όταν, γενναίε μου, χωθείς εκεί, όσο μπορείς πιο μέσα,
καθώς σου παραγγέλλω,
σκάψε ένα λάκκο ώς ένα πήχη, απ᾽ όλες τις μεριές,
και γύρω-γύρω τις χοές σου πρόσφερε σ᾽ όλους τους πεθαμένους·
μέλι και γάλα πρώτα, μετά γλυκό κρασί, τέλος νερό· και πάνω εκεί520
πασπάλισε λευκό κριθάλευρο.
Δεήσου τότε στα αδύναμα κεφάλια των νεκρών πως,
όταν φτάσεις στην Ιθάκη, μιαν αγελάδα στείρα, την καλύτερη,
θα θυσιάσεις στο παλάτι, ρίχνοντας στην πυρά
πάμπολλα δώρα και λαμπρά·
στον Τειρεσία, χωριστά, κατάμαυρο κριάρι πως θα προσφέρεις,
μόνο σ᾽ αυτόν, να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πρόβατά σου.525
Κι όταν με τις ευχές σου λιτανεύσεις το σμάρι των διάσημων νεκρών,
σφάξε κριάρι αρσενικό και προβατίνα μαύρη, προσέχοντας
να βλέπει το κεφάλι τους στο Έρεβος·6 ο ίδιος όμως, το μάτι σου από κει
αποστρέφοντας, κοίταζε τις ροές του ποταμού.
Θα φτάσουν τότε οι πολλές ψυχές των πεθαμένων που αφανίστηκαν.530
Την ώρα εκείνη κίνησε τους συντρόφους σου, παράγγειλέ τους·
τα σφάγια που θα κείτονται στο χώμα, θανατωμένα από το άσπλαχνο
χαλκό, να γδάρουν και να κάψουν, ενώ προς τους θεούς θα δέονται,
τον ακατάλυτο Άδη, την τρομερή την Περσεφόνη.
Ο ίδιος, το σπαθί τραβώντας από τον μηρό σου, μείνε535
αμετακίνητος, και μην αφήσεις των νεκρών τα αδύναμα κεφάλια,
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσεις να σου πει.
Γιατί θα φτάσει ο μάντης πάραυτα, για χάρη σου αρχηγέ,
να σου εξηγήσει την οδό, του δρόμου σου τα μέτρα,
τον νόστο σου, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγο».540
Μιλώντας, πρόβαλε σε λίγο, πάνω σε θρόνο ολόχρυσο, η Αυγή.
Γύρω μου τότε η Κίρκη πέρασε χλαμύδα, μου φόρεσε και τον χιτώνα.
Η ίδια η νύμφη ντύθηκε το φόρεμά της - μακρύ, αστραφτερό,
λεπτό, χαριτωμένο· ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη
ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.545
Κι εγώ, περνώντας από κάμαρη σε κάμαρη, παρακινούσα τους συντρόφους,
μιλώντας με μειλίχια λόγια, από κοντά και στον καθένα χωριστά:
«Πια μην κοιμάστε, δοσμένοι στον γλυκύ σας ύπνο·
ώρα να φύγουμε· το πού και πώς, μου τα εξήγησε η σεβάσμια Κίρκη».
Έτσι τους μίλησα, και συγκατένευσε στα λόγια μου περήφανη η
ψυχή τους.550
Όμως δεν ήταν το γραφτό μου ούτε από κει να πάρω
τους συντρόφους άβλαβους.
Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ᾽ όλους, μήτε στη μάχη και πολύ
γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός -
αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε παράμερα
από τους άλλους μου συντρόφους,
στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το πολύ κρασί.555
Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,
πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει
τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·
από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε
του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε560
στον Άδη η ψυχή του.---------
ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
ἔνθα μὲν ἤματα πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ·
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ᾽ ἔτραπον ὧραι,
470 μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾽ ἤματα μακρὰ τελέσθη,
καὶ τότε μ᾽ ἐκκαλέσαντες ἔφαν ἐρίηρες ἑταῖροι·
«δαιμόνι᾽, ἤδη νῦν μιμνήσκεο πατρίδος αἴης,
εἴ τοι θέσφατόν ἐστι σαωθῆναι καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
475 ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐμοί γ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ,
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ.
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν,
οἱ μὲν κοιμήσαντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
480 αὐτὰρ ἐγὼ Κίρκης ἐπιβὰς περικαλλέος εὐνῆς
γούνων ἐλλιτάνευσα, θεὰ δέ μοι ἔκλυεν αὐδῆς·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«ὦ Κίρκη, τέλεσόν μοι ὑπόσχεσιν, ἥν περ ὑπέστης,
οἴκαδε πεμψέμεναι· θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη,
485 ἠδ᾽ ἄλλων ἑτάρων, οἵ μευ φθινύθουσι φίλον κῆρ
ἀμφ᾽ ἔμ᾽ ὀδυρόμενοι, ὅτε που σύ γε νόσφι γένηαι.»
ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
μηκέτι νῦν ἀέκοντες ἐμῷ ἐνὶ μίμνετε οἴκῳ·
490 ἀλλ᾽ ἄλλην χρὴ πρῶτον ὁδὸν τελέσαι καὶ ἱκέσθαι
εἰς Ἀΐδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης,
ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο,
μάντιος ἀλαοῦ, τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι·
τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια
495 οἴῳ πεπνῦσθαι· τοὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσιν.»
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ·
κλαῖον δ᾽ ἐν λεχέεσσι καθήμενος, οὐδέ νύ μοι κῆρ
ἤθελ᾽ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενός τ᾽ ἐκορέσθην,
500 καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Κίρκη, τίς γὰρ ταύτην ὁδὸν ἡγεμονεύσει;
εἰς Ἄϊδος δ᾽ οὔ πώ τις ἀφίκετο νηῒ μελαίνῃ.»
ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
505 μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ παρὰ νηῒ μελέσθω,
ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ᾽ ἱστία λευκὰ πετάσσας
ἧσθαι· τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ βορέαο φέρῃσιν.
ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἂν δὴ νηῒ δι᾽ Ὠκεανοῖο περήσῃς,
ἔνθ᾽ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης,
510 μακραί τ᾽ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι,
νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ᾽ Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ,
αὐτὸς δ᾽ εἰς Ἀΐδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα.
ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσι
Κώκυτός θ᾽, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ,
515 πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων·
ἔνθα δ᾽ ἔπειθ᾽, ἥρως, χριμφθεὶς πέλας, ὥς σε κελεύω,
βόθρον ὀρύξαι ὅσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἀμφ᾽ αὐτῷ δὲ χοὴν χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσι,
πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέϊ οἴνῳ,
520 τὸ τρίτον αὖθ᾽ ὕδατι· ἐπὶ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν.
πολλὰ δὲ γουνοῦσθαι νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα,
ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη,
ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾽ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν,
Τειρεσίῃ δ᾽ ἀπάνευθεν ὄϊν ἱερευσέμεν οἴῳ
525 παμμέλαν᾽, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ὑμετέροισιν.
αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν,
ἔνθ᾽ ὄϊν ἀρνειὸν ῥέζειν θῆλύν τε μέλαιναν
εἰς Ἔρεβος στρέψας, αὐτὸς δ᾽ ἀπονόσφι τραπέσθαι
ἱέμενος ποταμοῖο ῥοάων· ἔνθα δὲ πολλαὶ
530 ψυχαὶ ἐλεύσονται νεκύων κατατεθνηώτων.
δὴ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι
μῆλα, τὰ δὴ κατάκειτ᾽ ἐσφαγμένα νηλέϊ χαλκῷ,
δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν,
ἰφθίμῳ τ᾽ Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ·
535 αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
ἧσθαι, μηδὲ ἐᾶν νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα
αἵματος ἆσσον ἴμεν πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
ἔνθα τοι αὐτίκα μάντις ἐλεύσεται, ὄρχαμε λαῶν,
ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου
540 νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.»
ὣς ἔφατ᾽, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν·
αὐτὴ δ᾽ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη,
λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ
545 καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην,
αὐτὰρ ἐγὼ διὰ δώματ᾽ ἰὼν ὄτρυνον ἑταίρους
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον·
«μηκέτι νῦν εὕδοντες ἀωτεῖτε γλυκὺν ὕπνον,
ἀλλ᾽ ἴομεν· δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε πότνια Κίρκη.»
550 ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.
οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ ἔνθεν περ ἀπήμονας ἦγον ἑταίρους.
Ἐλπήνωρ δέ τις ἔσκε νεώτατος, οὔτε τι λίην
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς,
ὅς μοι ἄνευθ᾽ ἑτάρων ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης
555 ψύχεος ἱμείρων, κατελέξατο οἰνοβαρείων·
κινυμένων δ᾽ ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν· ἐκ δέ οἱ αὐχὴν
560 ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθεν.
***
Έτσι μας μίλησε,1 κι ησύχασε η περήφανη ψυχή μας.
Εκεί, λοιπόν, μέρες ατέλειωτες, ώσπου να κλείσει χρόνος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Αλλ᾽ όταν κύλησε η χρονιά, κι αλλάζοντας οι εποχές,
λιγόστεψαν και τα φεγγάρια· όταν γυρίζοντας ο κύκλος, τέλειωσαν470
οι μακρές ημέρες, τότε με φώναξαν παράμερα κι έτσι μου μίλησαν
οι τίμιοι σύντροφοί μου:
«Αλόγιστε, καιρός πια να σκεφτείς και την πατρίδα·
αν είναι από θεού γραμμένο να σωθείς και πίσω να γυρίσεις
στο σπιτικό σου το καλόχτιστο, στην πατρική σου γη».
Μ᾽ αυτά τα λόγια τους κλονίστηκε περήφανη η ψυχή μου.475
Έτσι τη μέρα εκείνη ολόκληρη, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί·
όταν ο ήλιος όμως έδυσε κι έπεσε το βαθύ σκοτάδι,
οι σύντροφοί μου πήγαν να πλαγιάσουν στις ισκιωμένες
κάμαρες του παλατιού.
Όμως εγώ στην κλίνη την περίκαλλη της Κίρκης βρέθηκα,480
κι εκεί γονατιστός παρακαλούσα, με τη θεά ν᾽ ακούει τη φωνή μου·
την φώναξα με τ᾽ όνομά της και μιλώντας
τα λόγια μου πετούσαν σαν πουλιά:
«Ω Κίρκη, την υπόσχεσή σου κάνε πράξη, όπως και το υποσχέθης,
πως θα με στείλεις πίσω στην πατρίδα·2 μέσα μου πια η ψυχή μου
πεταρίζει, όσο και των συντρόφων μου που μου σπαράζουν485
την καρδιά θρηνώντας, όταν εσύ κάπου και λίγο απομακρύνεσαι».
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
αν δεν το θέλετε, κι εγώ δεν θέλω κι άλλο να μείνετε σ᾽ αυτό το σπίτι·
όμως σας μέλλεται μια άλλη οδός, που να την φέρετε σε πέρας·
γιατί σας πρέπει πρώτα να φτάσετε στου Άδη το παλάτι,490
εκεί που ανήμερη κι η Περσεφόνη κατοικεί·
να πάρετε χρησμό απ᾽ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή,
του μάντη εκείνου του τυφλού, που η γνώση του ακέραιη πάντα μένει·
γιατί, ακόμη κι όταν πέθανε, η Περσεφόνη του άφησε τον νου του ανέπαφο,
μόνος αυτός να ᾽ναι στα συγκαλά του και να σκέφτεται· οι άλλοι όμως
περιφέρονται άδειες σκιές».495
Έτσι μου μίλησε, εμένα ωστόσο ράγισε η καρδιά μου·
θρηνούσα καθισμένος στο κρεβάτι της, δεν ήθελε η ψυχή μου
άλλο να ζω, και πως να δω το φως του ήλιου.
Και μόνον όταν, σαν κουβάρι κυλισμένος, χόρτασα πια το κλάμα μου,
πήρα τον λόγο και την ρώτησα:500
«Ω Κίρκη, ποιος του δρόμου μας θα γίνει κυβερνήτης;
γιατί θαρρώ στον Άδη, ώς τώρα, άλλος κανείς δεν έφτασε
με μελανό καράβι».
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
να μη σε βασανίζει ποιος θα κυβερνήσει το καράβι σου·505
να στήσεις μόνο το κατάρτι, να ανοίξεις τα λευκά πανιά,
και φτάνει· το πλοίο θα αρμενίσει με του Βορρά το φύσημα.
Κι όταν με το καράβι σου περάσεις πέρα ώς πέρα τον Ωκεανό,3
όπου θα δεις μια χαμηλήν ακτή κι άλση της Περσεφόνης,
με σκούρες και μεγάλες λεύκες, ιτιές που δεν προφταίνουν να καρπίσουν4-
εκεί εμπιστεύσου το πλεούμενο στον ίδιο τον Ωκεανό,510
με τις βαθιές του δίνες· εσύ τον δρόμο τράβηξε
για το άραχλο παλάτι του Άδη.
Κάπου συμβάλλουν στον Αχέροντα δυο ποταμοί,
Πυριφλεγέθων και Κωκυτός -τρέχει κι αυτός απ᾽ το νερό της Στύγας·5
είναι ένας βράχος μεσιανός εκεί, που πάνω του χτυπούν τα δυο ποτάμια,515
σμίγοντας μεταξύ τους με γδούπο τρομερό.
Όταν, γενναίε μου, χωθείς εκεί, όσο μπορείς πιο μέσα,
καθώς σου παραγγέλλω,
σκάψε ένα λάκκο ώς ένα πήχη, απ᾽ όλες τις μεριές,
και γύρω-γύρω τις χοές σου πρόσφερε σ᾽ όλους τους πεθαμένους·
μέλι και γάλα πρώτα, μετά γλυκό κρασί, τέλος νερό· και πάνω εκεί520
πασπάλισε λευκό κριθάλευρο.
Δεήσου τότε στα αδύναμα κεφάλια των νεκρών πως,
όταν φτάσεις στην Ιθάκη, μιαν αγελάδα στείρα, την καλύτερη,
θα θυσιάσεις στο παλάτι, ρίχνοντας στην πυρά
πάμπολλα δώρα και λαμπρά·
στον Τειρεσία, χωριστά, κατάμαυρο κριάρι πως θα προσφέρεις,
μόνο σ᾽ αυτόν, να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πρόβατά σου.525
Κι όταν με τις ευχές σου λιτανεύσεις το σμάρι των διάσημων νεκρών,
σφάξε κριάρι αρσενικό και προβατίνα μαύρη, προσέχοντας
να βλέπει το κεφάλι τους στο Έρεβος·6 ο ίδιος όμως, το μάτι σου από κει
αποστρέφοντας, κοίταζε τις ροές του ποταμού.
Θα φτάσουν τότε οι πολλές ψυχές των πεθαμένων που αφανίστηκαν.530
Την ώρα εκείνη κίνησε τους συντρόφους σου, παράγγειλέ τους·
τα σφάγια που θα κείτονται στο χώμα, θανατωμένα από το άσπλαχνο
χαλκό, να γδάρουν και να κάψουν, ενώ προς τους θεούς θα δέονται,
τον ακατάλυτο Άδη, την τρομερή την Περσεφόνη.
Ο ίδιος, το σπαθί τραβώντας από τον μηρό σου, μείνε535
αμετακίνητος, και μην αφήσεις των νεκρών τα αδύναμα κεφάλια,
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσεις να σου πει.
Γιατί θα φτάσει ο μάντης πάραυτα, για χάρη σου αρχηγέ,
να σου εξηγήσει την οδό, του δρόμου σου τα μέτρα,
τον νόστο σου, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγο».540
Μιλώντας, πρόβαλε σε λίγο, πάνω σε θρόνο ολόχρυσο, η Αυγή.
Γύρω μου τότε η Κίρκη πέρασε χλαμύδα, μου φόρεσε και τον χιτώνα.
Η ίδια η νύμφη ντύθηκε το φόρεμά της - μακρύ, αστραφτερό,
λεπτό, χαριτωμένο· ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη
ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.545
Κι εγώ, περνώντας από κάμαρη σε κάμαρη, παρακινούσα τους συντρόφους,
μιλώντας με μειλίχια λόγια, από κοντά και στον καθένα χωριστά:
«Πια μην κοιμάστε, δοσμένοι στον γλυκύ σας ύπνο·
ώρα να φύγουμε· το πού και πώς, μου τα εξήγησε η σεβάσμια Κίρκη».
Έτσι τους μίλησα, και συγκατένευσε στα λόγια μου περήφανη η
ψυχή τους.550
Όμως δεν ήταν το γραφτό μου ούτε από κει να πάρω
τους συντρόφους άβλαβους.
Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ᾽ όλους, μήτε στη μάχη και πολύ
γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός -
αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε παράμερα
από τους άλλους μου συντρόφους,
στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το πολύ κρασί.555
Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,
πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει
τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·
από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε
του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε560
στον Άδη η ψυχή του.---------
1 Η Κίρκη.
2 Στην πραγματικότητα η Κίρκη δεν έδωσε ρητά τέτοια υπόσχεση. Η όποια δέσμευσή της απορρέει από το γεγονός ότι τους αναγνώρισε ως ξένους (στ. 456-465)
3 Για τον Ωκεανό βλ. Κείμενο 5, σχόλ. 1.
4 Στο πρωτότυπο ἰτέαι ὠλεσίκαρποι. Αρχαίοι συγγραφείς παρατηρούν ότι ο χαρακτηρισμός ταιριάζει στην ιτιά που αποβάλλει τους καρπούς της πριν ωριμάσουν.
5 Δεν είναι σαφές αν για τον Όμηρο ο Αχέρων είναι, ως συνήθως, ποταμός ή (πιθανότερο) λίμνη. Σ᾽ αυτόν εκβάλλουν οι ποταμοί Πυριφλεγέθων και Κωκυτός, από τους οποίους ο δεύτερος απορρέει από τη Στύγα, που είναι ορμητικό ποτάμι του κάτω κόσμου στο οποίο ορκίζονται οι αθάνατοι. Αξιοσημείωτα είναι τα σημαίνοντα ονόματα: Αχέρων (συνδέεται παρετυμολογικά με τη λέξη ἄχος = θλίψη, λύπη), Πυριφλεγέθων (πυρί + φλεγέθω = φλέγω), Κωκυτός (κωκύω =θρηνώ), Στύξ (στυγῶ = μισώ).
6 Το σκοτεινό βάθος του Άδη.
Ὀδύσσεια λ 465-491, 541-567
Νέκυια
Ο Οδυσσέας, ο οποίος έχει φτάσει στα νησιά των Φαιάκων, συνεχίζει, στο παλάτι του Αλκίνοου, την εξιστόρηση των περιπλανήσεών του στα δέκα χρόνια που έχουν περάσει από την άλωση της Τροίας. Η προηγούμενη ραψωδία έκλεισε με την περιπέτειά του στο νησί της Κίρκης. Εκεί, την ώρα που ο Οδυσσέας άκουγε την ίδια την Κίρκη να του λέει ότι αυτός και οι σύντροφοί του μπορούν να εγκαταλείψουν το νησί της, την ίδια ώρα μάθαινε -πάλι από την Κίρκη- ότι ο δρόμος της επιστροφής στην Ιθάκη περνάει υποχρεωτικά από τον κόσμο των νεκρών, όπου ο ήρωας θα συναντήσει τον μάντη Τειρεσία και θα του ζητήσει να τον συμβουλέψει. Η κάθοδος στον Άδη συνιστά ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια της Οδύσσειας, στην εξιστόρηση του οποίου αφιερώνεται μια ολόκληρη ραψωδία, που οι Αλεξανδρινοί της έδωσαν εύστοχα τον τίτλο Νέκυια. Ο ήρωας, αφήνοντας να τον οδηγήσει ο άνεμος, όπως του είχε υποδείξει η Κίρκη, και ακολουθώντας με τελετουργική αυστηρότητα και τις άλλες υποδείξεις της (σπονδές, τάματα, θυσίες), πέρασε το όριο της ζωής και του θανάτου και βρέθηκε στον χώρο των νεκρών. Εκεί συναντάει αρχικά τις ψυχές του Ελπήνορα, του Τειρεσία και της μητέρας του της Αντίκλειας, έπειτα 14 γυνακείες ηρωικές μορφές, έπειτα τρεις ήρωες του Τρωικού πολέμου (τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα) και, τέλος, έξι ήρωες του απώτερου παρελθόντος με έσχατο τον Ηρακλή.
Οι στίχοι που ακολουθούν αναφέρονται στη συνάντηση με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα.
νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν
ἕσταμεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες·
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο
Αἴαντός θ᾽, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε
470 τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα.
ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
σχέτλιε, τίπτ᾽ ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;
475 πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;»
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ᾽ Ἀχαιῶν,
ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν
480 εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην·
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος, οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾽ αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ᾽, Ἀχιλλεῦ,
οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὀπίσσω.
πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν
485 Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν
ἐνθάδ᾽ ἐών· τῶ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ.
βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,
490 ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη,
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.»
ἕστασαν ἀχνύμεναι, εἴροντο δὲ κήδε᾽ ἑκάστη.
οἴη δ᾽ Αἴαντος ψυχὴ Τελαμωνιάδαο
νόσφιν ἀφεστήκει, κεχολωμένη εἵνεκα νίκης,
545 τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος παρὰ νηυσὶ
τεύχεσιν ἀμφ᾽ Ἀχιλῆος· ἔθηκε δὲ πότνια μήτηρ.
παῖδες δὲ Τρώων δίκασαν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη.
ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν τοιῷδ᾽ ἐπ᾽ ἀέθλῳ·
τοίην γὰρ κεφαλὴν ἕνεκ᾽ αὐτῶν γαῖα κατέσχεν,
550 Αἴανθ᾽ ὃς περὶ μὲν εἶδος, περὶ δ᾽ ἔργα τέτυκτο
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα.
τὸν μὲν ἐγὼν ἐπέεσσι προσηύδων μειλιχίοισιν·
«Αἶαν, παῖ Τελαμῶνος ἀμύμονος, οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλες
οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι ἐμοὶ χόλου εἵνεκα τευχέων
555 οὐλομένων; τὰ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισι,
τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο· σεῖο δ᾽ Ἀχαιοὶ
ἶσον Ἀχιλλῆος κεφαλῇ Πηληϊάδαο
ἀχνύμεθα φθιμένοιο διαμπερές· οὐδέ τις ἄλλος
αἴτιος, ἀλλὰ Ζεὺς Δαναῶν στρατὸν αἰχμητάων
560 ἐκπάγλως ἔχθαιρε, τεῒν δ᾽ ἐπὶ μοῖραν ἔθηκεν.
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο, ἄναξ, ἵν᾽ ἔπος καὶ μῦθον ἀκούσῃς
ἡμέτερον· δάμασον δὲ μένος καὶ ἀγήνορα θυμόν.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ οὐδὲν ἀμείβετο, βῆ δὲ μετ᾽ ἄλλας
ψυχὰς εἰς Ἔρεβος νεκύων κατατεθνηώτων.
565 ἔνθα χ᾽ ὁμῶς προσέφη κεχολωμένος, ἤ κεν ἐγὼ τόν·
ἀλλά μοι ἤθελε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
τῶν ἄλλων ψυχὰς ἰδέειν κατατεθνηώτων.
***
Οι δυό μας,1 συναλλάσσοντας τα πικραμένα λόγια μας,465
εκεί στεκόμαστε, στη λύπη μας δοσμένοι, στο δάκρυ μας πνιγμένοι.
Και τότε ήλθε η ψυχή του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα,
και του Πατρόκλου η ψυχή, και του άψογου Αντιλόχου,2
κι ακόμη του Αίαντα, που υπήρξε ο άριστος στην όψη, στο παράστημα,
ανάμεσα στους άλλους Δαναούς, με μόνη εξαίρεση τον Αχιλλέα.470
Αμέσως μ᾽ αναγνώρισε του Αιακίδη3 η ψυχή, ασυναγώνιστου τότε στο τρέξιμο,
ολοφυρόμενη φώναξε το όνομά μου κι, όπως μου μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Γέννημα του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα·
άφοβε, ποιο άλλο έργο φοβερότερο θα βάλει ακόμη ο νους σου;
που τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου νεκροί μονάχα475
κατοικούν, δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές
βροτών που έχουν πεθάνει».
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
«Ω Αχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Αχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον Τειρεσία, μήπως μου δώσει
κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν Ιθάκη.480
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας μου· με δέρνει πάντα το κακό. Εσένα όμως,
Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα ρθούν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να ᾽σουνα θεός,
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,485
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι᾽ αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου».
Σ᾽ αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο4 πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,490
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.»
είχαν στηθεί εκεί και καθεμιά ρωτώντας έλεγε τον πόνο της.
Μόνο η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα κρατούσε
απόσταση, βαριά οργισμένη ακόμη με τη νίκη μου,
τη νίκη που την νίκησα εγώ, όταν η δίκη εκείνη έγινε στα πλοία,545
το ποιος θα πάρει τα όπλα του Αχιλλέα -την όρισε η σεμνή του μάνα,
των Τρώων θυγατέρες κι η Αθηνά Παλλάδα.
Μακάρι να μην ήμουν νικητής σε τέτοιο αγώνα,
που έγινε η αφορμή να φάει το χώμα τέτοια κεφαλή,
τον Αίαντα, 5 που ξεπερνούσε στην ομορφιά, στα έργα του πολέμου,550
όλους τους άλλους Δαναούς, εξόν τον άψογο γιο του Πηλέα.
Και μ᾽ όλα ταύτα τον προσφώνησα, του μίλησα γλυκά:
«Αίαντα, του τίμιου Τελαμώνα γιε, δεν έμελλες αλήθεια
μήτε νεκρός να λησμονήσεις την οργή μαζί μου, για εκείνα
τα καταραμένα όπλα, που οι θεοί τα ρίξανε στη μέση,555
να φέρουν στους Αργείους συμφορά· αφού αφανίστηκες εσύ,
ο πύργος μας, κι εμείς οι Αχαιοί θρηνήσαμε για τον χαμό σου,
όσο και για τον ακριβό Αχιλλέα, γιο του Πηλέα,
κι ακόμη σε θρηνούμε. Ένοχος όμως άλλος κανείς δεν βρίσκεται
εξόν ο Δίας, που μίσησε θανάσιμα στρατό και μαχητές των Δαναών·560
αυτός σε σφράγισε κι εσένα με τη μοίρα του θανάτου.
Αλλά, γενναίε, τώρα σύγκλινε, άκουσε τη φωνή του λόγου μου·
δάμασε πια το μένος σου και τον περήφανο θυμό σου».
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως δεν απάντησε, δεν είπε λέξη·
αμίλητος προχώρησε μαζί με τις ψυχές άλλων νεκρών που χάθηκαν,
στο μαύρο Έρεβος.
Μπορεί ωστόσο, έστω και χολωμένος, να μου μιλούσε ή565
και να του μιλούσα πάλι εγώ· αλλά δεν μ᾽ άφησε η καρδιά στα στήθη,
που γύρευε να δει κι άλλες ψυχές νεκρών.
----------
Οι στίχοι που ακολουθούν αναφέρονται στη συνάντηση με τον Αχιλλέα και τον Αίαντα.
νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν
ἕσταμεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες·
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο
Αἴαντός θ᾽, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε
470 τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα.
ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
σχέτλιε, τίπτ᾽ ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;
475 πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;»
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ᾽ Ἀχαιῶν,
ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν
480 εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην·
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος, οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾽ αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ᾽, Ἀχιλλεῦ,
οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὀπίσσω.
πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν
485 Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν
ἐνθάδ᾽ ἐών· τῶ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ.
βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,
490 ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη,
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.»
…
αἱ δ᾽ ἄλλαι ψυχαὶ νεκύων κατατεθνηώτωνἕστασαν ἀχνύμεναι, εἴροντο δὲ κήδε᾽ ἑκάστη.
οἴη δ᾽ Αἴαντος ψυχὴ Τελαμωνιάδαο
νόσφιν ἀφεστήκει, κεχολωμένη εἵνεκα νίκης,
545 τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος παρὰ νηυσὶ
τεύχεσιν ἀμφ᾽ Ἀχιλῆος· ἔθηκε δὲ πότνια μήτηρ.
παῖδες δὲ Τρώων δίκασαν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη.
ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν τοιῷδ᾽ ἐπ᾽ ἀέθλῳ·
τοίην γὰρ κεφαλὴν ἕνεκ᾽ αὐτῶν γαῖα κατέσχεν,
550 Αἴανθ᾽ ὃς περὶ μὲν εἶδος, περὶ δ᾽ ἔργα τέτυκτο
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα.
τὸν μὲν ἐγὼν ἐπέεσσι προσηύδων μειλιχίοισιν·
«Αἶαν, παῖ Τελαμῶνος ἀμύμονος, οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλες
οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι ἐμοὶ χόλου εἵνεκα τευχέων
555 οὐλομένων; τὰ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισι,
τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο· σεῖο δ᾽ Ἀχαιοὶ
ἶσον Ἀχιλλῆος κεφαλῇ Πηληϊάδαο
ἀχνύμεθα φθιμένοιο διαμπερές· οὐδέ τις ἄλλος
αἴτιος, ἀλλὰ Ζεὺς Δαναῶν στρατὸν αἰχμητάων
560 ἐκπάγλως ἔχθαιρε, τεῒν δ᾽ ἐπὶ μοῖραν ἔθηκεν.
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο, ἄναξ, ἵν᾽ ἔπος καὶ μῦθον ἀκούσῃς
ἡμέτερον· δάμασον δὲ μένος καὶ ἀγήνορα θυμόν.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ οὐδὲν ἀμείβετο, βῆ δὲ μετ᾽ ἄλλας
ψυχὰς εἰς Ἔρεβος νεκύων κατατεθνηώτων.
565 ἔνθα χ᾽ ὁμῶς προσέφη κεχολωμένος, ἤ κεν ἐγὼ τόν·
ἀλλά μοι ἤθελε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
τῶν ἄλλων ψυχὰς ἰδέειν κατατεθνηώτων.
***
Οι δυό μας,1 συναλλάσσοντας τα πικραμένα λόγια μας,465
εκεί στεκόμαστε, στη λύπη μας δοσμένοι, στο δάκρυ μας πνιγμένοι.
Και τότε ήλθε η ψυχή του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα,
και του Πατρόκλου η ψυχή, και του άψογου Αντιλόχου,2
κι ακόμη του Αίαντα, που υπήρξε ο άριστος στην όψη, στο παράστημα,
ανάμεσα στους άλλους Δαναούς, με μόνη εξαίρεση τον Αχιλλέα.470
Αμέσως μ᾽ αναγνώρισε του Αιακίδη3 η ψυχή, ασυναγώνιστου τότε στο τρέξιμο,
ολοφυρόμενη φώναξε το όνομά μου κι, όπως μου μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Γέννημα του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα·
άφοβε, ποιο άλλο έργο φοβερότερο θα βάλει ακόμη ο νους σου;
που τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου νεκροί μονάχα475
κατοικούν, δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές
βροτών που έχουν πεθάνει».
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
«Ω Αχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Αχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον Τειρεσία, μήπως μου δώσει
κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν Ιθάκη.480
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας μου· με δέρνει πάντα το κακό. Εσένα όμως,
Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα ρθούν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να ᾽σουνα θεός,
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,485
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι᾽ αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου».
Σ᾽ αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο4 πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,490
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.»
...
Τότε κι άλλες ψυχές νεκρών αφανισμένωνείχαν στηθεί εκεί και καθεμιά ρωτώντας έλεγε τον πόνο της.
Μόνο η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα κρατούσε
απόσταση, βαριά οργισμένη ακόμη με τη νίκη μου,
τη νίκη που την νίκησα εγώ, όταν η δίκη εκείνη έγινε στα πλοία,545
το ποιος θα πάρει τα όπλα του Αχιλλέα -την όρισε η σεμνή του μάνα,
των Τρώων θυγατέρες κι η Αθηνά Παλλάδα.
Μακάρι να μην ήμουν νικητής σε τέτοιο αγώνα,
που έγινε η αφορμή να φάει το χώμα τέτοια κεφαλή,
τον Αίαντα, 5 που ξεπερνούσε στην ομορφιά, στα έργα του πολέμου,550
όλους τους άλλους Δαναούς, εξόν τον άψογο γιο του Πηλέα.
Και μ᾽ όλα ταύτα τον προσφώνησα, του μίλησα γλυκά:
«Αίαντα, του τίμιου Τελαμώνα γιε, δεν έμελλες αλήθεια
μήτε νεκρός να λησμονήσεις την οργή μαζί μου, για εκείνα
τα καταραμένα όπλα, που οι θεοί τα ρίξανε στη μέση,555
να φέρουν στους Αργείους συμφορά· αφού αφανίστηκες εσύ,
ο πύργος μας, κι εμείς οι Αχαιοί θρηνήσαμε για τον χαμό σου,
όσο και για τον ακριβό Αχιλλέα, γιο του Πηλέα,
κι ακόμη σε θρηνούμε. Ένοχος όμως άλλος κανείς δεν βρίσκεται
εξόν ο Δίας, που μίσησε θανάσιμα στρατό και μαχητές των Δαναών·560
αυτός σε σφράγισε κι εσένα με τη μοίρα του θανάτου.
Αλλά, γενναίε, τώρα σύγκλινε, άκουσε τη φωνή του λόγου μου·
δάμασε πια το μένος σου και τον περήφανο θυμό σου».
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως δεν απάντησε, δεν είπε λέξη·
αμίλητος προχώρησε μαζί με τις ψυχές άλλων νεκρών που χάθηκαν,
στο μαύρο Έρεβος.
Μπορεί ωστόσο, έστω και χολωμένος, να μου μιλούσε ή565
και να του μιλούσα πάλι εγώ· αλλά δεν μ᾽ άφησε η καρδιά στα στήθη,
που γύρευε να δει κι άλλες ψυχές νεκρών.
----------
1 Ο Οδυσσέας και η ψυχή του Αγαμέμνονα.
2 Ο Αντίλοχος ήταν γιος του Νέστορα· σκοτώθηκε στην Τροία από τον Μέμνονα.
3 Αιακίδης ονομάζεται ο Αχιλλέας επειδή ήταν εγγονός του Αιακού.
4 Χωρίς κλήρο γης.
5 Ο Αίας αυτοκτόνησε μετά την απόφαση για τα όπλα του Αχιλλέα
Οδύσσεια ω 1-14
Παρὰ δῆμον ὀνείρων
Μετάτη μνηστηροφονία (ραψωδία χ) και τον αναγνωρισμό του Οδυσσέα από την Πηνελόπη (ραψωδία ψ) ο ψυχοπομπός Ερμής οδηγεί τις ψυχές των μνηστήρων στον Άδη, όπου θα συναντήσουν ψυχές ηρώων του Τρωικού πολέμου.
Οι εισαγωγικοί στίχοι της τελευταίας ραψωδίας άσκησαν, φαίνεται, ιδιαίτερη έλξη σε ποιητές όπως ο Κάλβος και ο Σεφέρης αλλά και σε πεζογράφους όπως ο Γ. Χειμωνάς.
Ἑρμῆς δὲ ψυχὰς Κυλλήνιος ἐξεκαλεῖτο
ἀνδρῶν μνηστήρων· ἔχε δὲ ῥάβδον μετὰ χερσὶ
καλήν, χρυσείην, τῇ τ᾽ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει,
ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾽ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει·
5 τῇ ῥ᾽ ἄγε κινήσας· ταὶ δὲ τρίζουσαι ἕποντο.
ὡς δ᾽ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο
τρίζουσαι ποτέονται, ἐπεί κέ τις ἀποπέσῃσιν
ὁρμαθοῦ ἐκ πέτρης, ἀνά τ᾽ ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ᾽ ἤισαν· ἦρχε δ᾽ ἄρα σφιν
10 Ἑρμείας ἀκάκητα κατ᾽ εὐρώεντα κέλευθα·
πὰρ δ᾽ ἴσαν Ὠκεανοῖο τε ῥοὰς καὶ Λευκάδα πέτρην
ἠδὲ παρ᾽ Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον Ὀνείρων
ἤισαν, αἶψα δ᾽ ἵκοντο κατ᾽ Ἀσφοδελὸν Λειμῶνα,
ἔνθά τε ναίουσι ψυχαί, […]
***
Και ο Κυλλήνιος1 Ερμής προσκαλούσε τις ψυχές των μνηστήρων. Είχε
στο χέρι ραβδί όμορφο, χρυσό. Μ᾽ αυτό μαγεύει τα μάτια των ανθρώπων,
ή κοιμισμένους τους ξυπνά, σαν το θελήσει. Έτσι πήρε να ξεκινήσει,
κι αυτές τσιρίζοντας ακολουθούσαν. Όπως όταν νυχτερίδες στα5
βάθη της σπηλιάς κρατιούνται αρμαθιά γαντζωμένες στο βράχο, κι αν
αποπέσει μια, τότε όλες πεταρίζουν τσιρίζοντας. Έτσι κι εκείνες
τσιρίζαν και πήγαιναν. Κι ο Ερμής τις οδηγούσε στους υγρούς δρόμους, 10
χωρίς κακία. Πέρασαν το ρέμα του Ωκεανού2 και τη Λευκή Πέτρα,
πέρασαν τις πύλες του ήλιου και τον κόσμο των ονείρων,3 κι έσωσαν
γρήγορα στ᾽ Ασφοδελό Λιβάδι, όπου κατοικούν οι ψυχές4...
------------
Οι εισαγωγικοί στίχοι της τελευταίας ραψωδίας άσκησαν, φαίνεται, ιδιαίτερη έλξη σε ποιητές όπως ο Κάλβος και ο Σεφέρης αλλά και σε πεζογράφους όπως ο Γ. Χειμωνάς.
Ἑρμῆς δὲ ψυχὰς Κυλλήνιος ἐξεκαλεῖτο
ἀνδρῶν μνηστήρων· ἔχε δὲ ῥάβδον μετὰ χερσὶ
καλήν, χρυσείην, τῇ τ᾽ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει,
ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾽ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει·
5 τῇ ῥ᾽ ἄγε κινήσας· ταὶ δὲ τρίζουσαι ἕποντο.
ὡς δ᾽ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο
τρίζουσαι ποτέονται, ἐπεί κέ τις ἀποπέσῃσιν
ὁρμαθοῦ ἐκ πέτρης, ἀνά τ᾽ ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ᾽ ἤισαν· ἦρχε δ᾽ ἄρα σφιν
10 Ἑρμείας ἀκάκητα κατ᾽ εὐρώεντα κέλευθα·
πὰρ δ᾽ ἴσαν Ὠκεανοῖο τε ῥοὰς καὶ Λευκάδα πέτρην
ἠδὲ παρ᾽ Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον Ὀνείρων
ἤισαν, αἶψα δ᾽ ἵκοντο κατ᾽ Ἀσφοδελὸν Λειμῶνα,
ἔνθά τε ναίουσι ψυχαί, […]
***
Και ο Κυλλήνιος1 Ερμής προσκαλούσε τις ψυχές των μνηστήρων. Είχε
στο χέρι ραβδί όμορφο, χρυσό. Μ᾽ αυτό μαγεύει τα μάτια των ανθρώπων,
ή κοιμισμένους τους ξυπνά, σαν το θελήσει. Έτσι πήρε να ξεκινήσει,
κι αυτές τσιρίζοντας ακολουθούσαν. Όπως όταν νυχτερίδες στα5
βάθη της σπηλιάς κρατιούνται αρμαθιά γαντζωμένες στο βράχο, κι αν
αποπέσει μια, τότε όλες πεταρίζουν τσιρίζοντας. Έτσι κι εκείνες
τσιρίζαν και πήγαιναν. Κι ο Ερμής τις οδηγούσε στους υγρούς δρόμους, 10
χωρίς κακία. Πέρασαν το ρέμα του Ωκεανού2 και τη Λευκή Πέτρα,
πέρασαν τις πύλες του ήλιου και τον κόσμο των ονείρων,3 κι έσωσαν
γρήγορα στ᾽ Ασφοδελό Λιβάδι, όπου κατοικούν οι ψυχές4...
------------
1 Κατά την παράδοση ο Ερμής είχε γεννηθεί στο όρος Κυλλήνη. Αυτή είναι η μοναδική φορά στον Όμηρο που ο συγκεκριμένος θεός εμφανίζεται ως ψυχοπομπός.
2 Για τους αρχαίους ο Ωκεανός ήταν μέγας ποταμός που περιέκλειε κυκλικά τη γη.
3 Η Λευκή Πέτρα, οι πύλες του Ήλιου και ο δήμος των ονείρων, που συναντούν οι ψυχές στο ταξίδι για τον Άδη, είναι μυθικές περιοχές που τις τοποθετούσαν στα δυτικά.
4 Ο Σεφέρης δεν παραθέτει -και δεν μεταφράζει- την κατακλείδα του τελευταίου στίχου εἴδωλα καμόντων ("τα είδωλα εκείνων που πέθαναν", κατά γράμμα: "τα είδωλα εκείνων που έχουν αφήσει πίσω τους τους κόπους").