Ἑρμῆς δὲ ψυχὰς Κυλλήνιος ἐξεκαλεῖτο
ἀνδρῶν μνηστήρων· ἔχε δὲ ῥάβδον μετὰ χερσὶ
καλὴν χρυσείην, τῇ τ᾽ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει
ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾽ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει·
5 τῇ ῥ᾽ ἄγε κινήσας, ταὶ δὲ τρίζουσαι ἕποντο.
ὡς δ᾽ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο
τρίζουσαι ποτέονται, ἐπεί κέ τις ἀποπέσῃσιν
ὁρμαθοῦ ἐκ πέτρης, ἀνά τ᾽ ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ᾽ ἤϊσαν· ἄρχε δ᾽ ἄρα σφιν
10 Ἑρμείας ἀκάκητα κατ᾽ εὐρώεντα κέλευθα.
πὰρ δ᾽ ἴσαν Ὠκεανοῦ τε ῥοὰς καὶ Λευκάδα πέτρην,
ἠδὲ παρ᾽ Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων
ἤϊσαν· αἶψα δ᾽ ἵκοντο κατ᾽ ἀσφοδελὸν λειμῶνα,
ἔνθα τε ναίουσι ψυχαί, εἴδωλα καμόντων.
15 Εὗρον δὲ ψυχὴν Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο
Αἴαντός θ᾽, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλεΐωνα.
ὣς οἱ μὲν περὶ κεῖνον ὁμίλεον· ἀγχίμολον δὲ
20 ἤλυθ᾽ ἔπι ψυχὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἀχνυμένη· περὶ δ᾽ ἄλλαι ἀγηγέραθ᾽, ὅσσοι ἅμ᾽ αὐτῷ
οἴκῳ ἐν Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον.
τὸν προτέρη ψυχὴ προσεφώνεε Πηλεΐωνος·
«Ἀτρεΐδη, περὶ μέν σ᾽ ἔφαμεν Διὶ τερπικεραύνῳ
25 ἀνδρῶν ἡρώων φίλον ἔμμεναι ἤματα πάντα,
οὕνεκα πολλοῖσίν τε καὶ ἰφθίμοισιν ἄνασσες
δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχομεν ἄλγε᾽ Ἀχαιοί.
ἦ τ᾽ ἄρα καὶ σοὶ πρῶϊ παραστήσεσθαι ἔμελλε
μοῖρ᾽ ὀλοή, τὴν οὔ τις ἀλεύεται, ὅς κε γένηται.
30 ὡς ὄφελες τιμῆς ἀπονήμενος, ἧς περ ἄνασσες,
δήμῳ ἔνι Τρώων θάνατον καὶ πότμον ἐπισπεῖν·
τῶ κέν τοι τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,
ἠδέ κε καὶ σῷ παιδὶ μέγα κλέος ἤρα᾽ ὀπίσσω·
νῦν δ᾽ ἄρα σ᾽ οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι.»
35 Τὸν δ᾽ αὖτε ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀτρεΐδαο·
«ὄλβιε Πηλέος υἱέ, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
ὃς θάνες ἐν Τροίῃ ἑκὰς Ἄργεος· ἀμφὶ δέ σ᾽ ἄλλοι
κτείνοντο Τρώων καὶ Ἀχαιῶν υἷες ἄριστοι,
μαρνάμενοι περὶ σεῖο· σὺ δ᾽ ἐν στροφάλιγγι κονίης
40 κεῖσο μέγας μεγαλωστί, λελασμένος ἱπποσυνάων.
ἡμεῖς δὲ πρόπαν ἦμαρ ἐμαρνάμεθ᾽· οὐδέ κε πάμπαν
παυσάμεθα πτολέμου, εἰ μὴ Ζεὺς λαίλαπι παῦσεν.
αὐτὰρ ἐπεί σ᾽ ἐπὶ νῆας ἐνείκαμεν ἐκ πολέμοιο,
κάτθεμεν ἐν λεχέεσσι, καθήραντες χρόα καλὸν
45 ὕδατί τε λιαρῷ καὶ ἀλείφατι· πολλὰ δέ σ᾽ ἀμφὶ
δάκρυα θερμὰ χέον Δαναοὶ κείροντό τε χαίτας.
μήτηρ δ᾽ ἐξ ἁλὸς ἦλθε σὺν ἀθανάτῃς ἁλίῃσιν
ἀγγελίης ἀΐουσα· βοὴ δ᾽ ἐπὶ πόντον ὀρώρει
θεσπεσίη, ὑπὸ δὲ τρόμος ἔλλαβε πάντας Ἀχαιούς.
50 καί νύ κ᾽ ἀναΐξαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας,
εἰ μὴ ἀνὴρ κατέρυκε παλαιά τε πολλά τε εἰδώς,
Νέστωρ, οὗ καὶ πρόσθεν ἀρίστη φαίνετο βουλή·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
“ἴσχεσθ᾽, Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε, κοῦροι Ἀχαιῶν·
55 μήτηρ ἐξ ἁλὸς ἥδε σὺν ἀθανάτῃς ἁλίῃσιν
ἔρχεται, οὗ παιδὸς τεθνηότος ἀντιόωσα.”
ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἔσχοντο φόβου μεγάθυμοι Ἀχαιοί·
ἀμφὶ δέ σ᾽ ἔστησαν κοῦραι ἁλίοιο γέροντος
οἴκτρ᾽ ὀλοφυρόμεναι, περὶ δ᾽ ἄμβροτα εἵματα ἕσσαν.
60 Μοῦσαι δ᾽ ἐννέα πᾶσαι ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ
θρήνεον· ἔνθα κεν οὔ τιν᾽ ἀδάκρυτόν γ᾽ ἐνόησας
Ἀργείων· τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα λίγεια.
ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μέν σε ὁμῶς νύκτας τε καὶ ἦμαρ
κλαίομεν ἀθάνατοί τε θεοὶ θνητοί τ᾽ ἄνθρωποι·
65 ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾽ ἔδομεν πυρί, πολλὰ δέ σ᾽ ἀμφὶ
μῆλα κατεκτάνομεν μάλα πίονα καὶ ἕλικας βοῦς.
καίεο δ᾽ ἔν τ᾽ ἐσθῆτι θεῶν καὶ ἀλείφατι πολλῷ
καὶ μέλιτι γλυκερῷ· πολλοὶ δ᾽ ἥρωες Ἀχαιοὶ
τεύχεσιν ἐρρώσαντο πυρὴν πέρι καιομένοιο,
70 πεζοί θ᾽ ἱππῆές τε· πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει.
αὐτὰρ ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν Ἡφαίστοιο,
ἠῶθεν δή τοι λέγομεν λεύκ᾽ ὀστέ᾽, Ἀχιλλεῦ,
οἴνῳ ἐν ἀκρήτῳ καὶ ἀλείφατι· δῶκε δὲ μήτηρ
χρύσεον ἀμφιφορῆα· Διωνύσοιο δὲ δῶρον
75 φάσκ᾽ ἔμεναι, ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο.
ἐν τῷ τοι κεῖται λεύκ᾽ ὀστέα, φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ,
μίγδα δὲ Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο θανόντος,
χωρὶς δ᾽ Ἀντιλόχοιο, τὸν ἔξοχα τῖες ἁπάντων
τῶν ἄλλων ἑτάρων μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα.
80 ἀμφ᾽ αὐτοῖσι δ᾽ ἔπειτα μέγαν καὶ ἀμύμονα τύμβον
χεύαμεν Ἀργείων ἱερὸς στρατὸς αἰχμητάων
ἀκτῇ ἔπι προὐχούσῃ, ἐπὶ πλατεῖ Ἑλλησπόντῳ,
ὥς κεν τηλεφανὴς ἐκ ποντόφιν ἀνδράσιν εἴη
τοῖς οἳ νῦν γεγάασι καὶ οἳ μετόπισθεν ἔσονται.
85 μήτηρ δ᾽ αἰτήσασα θεοὺς περικαλλέ᾽ ἄεθλα
θῆκε μέσῳ ἐν ἀγῶνι ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν.
ἤδη μὲν πολέων τάφῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας
ἡρώων, ὅτε κέν ποτ᾽ ἀποφθιμένου βασιλῆος
ζώννυνταί τε νέοι καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα·
90 ἀλλά κε κεῖνα μάλιστα ἰδὼν θηήσαο θυμῷ,
οἷ᾽ ἐπὶ σοὶ κατέθηκε θεὰ περικαλλέ᾽ ἄεθλα,
ἀργυρόπεζα Θέτις· μάλα γὰρ φίλος ἦσθα θεοῖσιν.
ὣς σὺ μὲν οὐδὲ θανὼν ὄνομ᾽ ὤλεσας, ἀλλά τοι αἰεὶ
πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους κλέος ἔσσεται ἐσθλόν, Ἀχιλλεῦ·
95 αὐτὰρ ἐμοὶ τί τόδ᾽ ἦδος, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσα;
ἐν νόστῳ γάρ μοι Ζεὺς μήσατο λυγρὸν ὄλεθρον
Αἰγίσθου ὑπὸ χερσὶ καὶ οὐλομένης ἀλόχοιο.»
***
Τώρα ο κυλλήνιος Ερμής έξω καλούσε των μνηστήρων τις ψυχές.Στα χέρια του κρατούσε χρυσό και ωραίο ραβδί — αυτό που μαγνητίζει
τα μάτια των ανθρώπων, όποιου θελήσει εκείνος,
και τα κλείνει, ή κι απ᾽ τον ύπνο τον βαθύ τούς ανασταίνει.
Με τούτο το ραβδί έσερνε τις ψυχές μπροστά ο θεός,
κι εκείνες πίσω τρίζοντας.
Πώς νυχτερίδες, στο βάθος μιας απέραντης σπηλιάς, τρίζοντας
πετούν, αν κάποια πέσει από την αρμαθιά του βράχου
όπου ήσαν όλες κρεμασμένες κι αξεχώριστες,
έτσι και των μνηστήρων οι ψυχές κατέβαιναν μαζί του,
καθώς πανούργος ο θεός Ερμής τις οδηγούσε
10 σε μονοπάτια σκοτεινά και μουχλιασμένα.
Πρώτα προσπέρασαν του Ωκεανού το ρέμα και τον Άσπρο Βράχο,
μετά τις πύλες διάβηκαν του Ήλιου, τον δήμο των Ονείρων,
κι έφτασαν τέλος σε λιβάδι ασφοδελό, όπου περιδιαβάζουν
οι ψυχές, είδωλα των νεκρών.
Εκεί απάντησαν του Αχιλλέα Πηλείδη την ψυχή,
με τις ψυχές μαζί του Πάτροκλου, του άψογου Αντιλόχου,
του Αίαντα, που ξεπερνούσε στην όψη και στο ανάστημα
τους άλλους Δαναούς, όλους μετά τον αξεπέραστο γιο του Πηλέα.
Κι όπως τριγύριζαν τον Αχιλλέα οι ψυχές αυτές,
20 ήλθε κοντά τους η σκιά του Αγαμέμνονα Ατρείδη,
βαριά θλιμμένη — γύρω της κι άλλες φιλικές σκιές,
όσων χαλάστηκαν μαζί του στο αρχοντικό του Αιγίσθου,
όπου και βρήκαν τον μοιραίο χαμό.
Πρόλαβε τότε του Πηλείδη η ψυχή, στον Αγαμέμνονα μιλώντας:
«Γιε του Ατρέα, πάντα το λέγαμε εμείς πως αγαπούσε εσένα πιο πολύ
από τους άλλους ήρωες ο Δίας τερπικέραυνος·
που εκεί στων Τρώων τη χώρα κυβερνούσες πολλούς κι αντρειωμένους,
όπου βασανιστήκαμε με τόσα πάθη οι Αχαιοί.
Μα να, σου έμελλε κι εσένα να σε χτυπήσει πριν της ώρας σου
η μαύρη μοίρα — αυτή που όποιος γεννηθεί να την ξεφύγει δεν μπορεί.
30 Μακάρι τότε, τιμημένον με βασιλική τιμή, στην Τροία εκεί
να σε είχε βρει ο θάνατος, το τέλος της ζωής.
Οπότε κι οι Παναχαιοί τύμβο θα ύψωναν να σε τιμήσουν,
κι ακόμη θ᾽ άφηνες μεγάλο κλέος κληρονομιά στον γιο σου.
Μα τώρα ήταν πεπρωμένο σου λάφυρο να σε πάρει
ένας τρισάθλιος θάνατος.»
Ανταποκρίθηκε του Ατρείδη η ψυχή, στον Αχιλλέα μιλώντας:
«Καλότυχος εσύ, γιε του Πηλέα, θεόμορφε Αχιλλέα,
που θανατώθηκες πέρα στην Τροία, μακριά από το Άργος.
Έπεσαν τότε γύρω σου πολλοί, των Τρώων και των Αχαιών οι άριστοι,
για χάρη σου· κι εσύ να κείτεσαι, μέσα στη σκόνη που στροβίλιζε,
40 φαρδύς πλατύς, έχοντας πια ξεχάσει την ιππική σου τέχνη.
Μια μέρα ολόκληρη εμείς αγωνιζόμασταν για σένα,
κι ο πόλεμός μας δεν θα σταματούσε, αν μ᾽ ανεμοζάλη ο Δίας
δεν όριζε το τέλος του.
Και τότε πια από τη μάχη σε σηκώσαμε, σε πήγαμε στα πλοία
κι εκεί σε κλίνη σ᾽ ακουμπήσαμε, αφού πρώτα το ωραίο κορμί σου
το πλύναμε με χλιαρό νερό κι έπειτα το μυρώσαμε.
Γύρω σου όλοι οι Δαναοί έχυναν δάκρυα θερμά, κόβοντας
τα μακριά μαλλιά τους.
Τότε κι η μάνα σου, ακούγοντας το μήνυμα, από τη θάλασσα
ανεβαίνει, με τις θαλασσινές μαζί, τις θυγατέρες του Νηρέα.
Απέραντος ο κοπετός απλώθηκε στο πέλαγος, κι απ᾽ τη βοή τους Αχαιούς
τους συνεπήρε ο τρόμος.
50 Θ᾽ ανέβαιναν να φύγουν στα βαθουλά τους πλοία, αν κάποιος
δεν τους συγκρατούσε που γνώριζε πολλά και περασμένα·
ο Νέστορας, που πάντα η γνώμη του άριστη, δοκιμασμένη.
Αυτός για το καλό τους πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Αργείοι, κρατηθείτε, μη φεύγετε των Αχαιών βλαστοί.
Είναι η μάνα του αυτή που φτάνει, από τη θάλασσα ανεβαίνει
με τις θαλασσινές μαζί, τις θυγατέρες του Νηρέα, για να θρηνήσει
τον νεκρό της γιο.»
Τόσα τους είπε κι αμέσως αναθάρρησαν, απ᾽ τη φυγή κρατήθηκαν οι Αργείοι.
Στο μεταξύ γύρω σου στήθηκαν οι κόρες του θαλάσσιου γέροντα,
λυπητερά μοιρολογώντας, και ρούχα αθάνατα σου φόρεσαν.
60 Εννέα οι Μούσες, με φωνή μελωδική, θρηνούσαν συναλλάσσοντας
τη μουσική τους. Κανείς δεν έμεινε τότε αδάκρυτος —
τόσο ο σκοπός τους όλους τούς συγκίνησε.
Μέρες δεκαεφτά, μερόνυχτα δεκαεφτά, το μοιρολόγι κράτησε
θνητών ανθρώπων και θεών αθάνατων.
Και πάνω στις δεκαοχτώ στη φλόγα της πυράς σε παραδώσαμε,
σφάζοντας γύρω πρόβατα πολλά, αρνιά παχιά και βόδια ελικοκέρατα.
Κι όσο το σώμα σου λαμπάδιαζε μέσα στα θεϊκά του ρούχα, με λίπος αλειμμένο
και μέλι άφθονο, γλυκό, πολλοί, ήρωες Αχαιοί,
γύρω από τη φωτιά που σ᾽ έκαιγε, φορώντας όπλα, πεζοί και καβαλάρηδες,
70 σάλευαν σαν το κύμα — στα ύψη έφτανε βοή μεγάλη.
Κι όταν του Ηφαίστου η φλόγα έκανε το κατόρθωμά της,
με της αυγής το χάραμα μαζέψαμε, Αχιλλέα, λευκά τα οστά σου,
μέσα σε άκρατο κρασί και αλοιφές.
Τότε κι η μάνα σου προσφέρει χρυσό αμφορέα, δώρο, όπως έλεγε,
του Διονύσου, έργο του έξοχου τεχνίτη Ηφαίστου.
Εκεί λευκά τα οστά σου μένουν, λαμπρέ Αχιλλέα, με του Μενοιτιάδη,
του νεκρού Πατρόκλου, τα οστά αξεχώριστα.
Χώρια ωστόσο του Αντιλόχου, που τον τιμούσες πιο πολύ
από τους άλλους σου συντρόφους, μετά τον θάνατο
του αγαπημένου σου Πατρόκλου.
80 Ύστερα ολόγυρα τύμβο μεγάλο κι άψογο εμείς σου υψώσαμε,
ο ατρόμητος στρατός των δορυφόρων Δαναών·
αντίκρυ στον πλατύν Ελλήσποντο, στον κάβο που προβάλλει,
να φαίνεται από μακριά σ᾽ αυτούς που ταξιδεύουν
στα πελάγη, όσοι στις μέρες μας γεννήθηκαν, κι αυτοί που θα ᾽ρθουν
κάποτε στο μέλλον.
Η μάνα σου μετά απ᾽ τους θεούς γυρεύοντας περίκαλλα έπαθλα,
στη μέση τα έβαλε, ν᾽ αγωνιστούν γι᾽ αυτά οι αριστείς των Αχαιών.
Ο ίδιος πέτυχες, όσο ακόμη ζούσες, αγώνες επιτάφιους
ανδρών γενναίων, κάθε φορά που έσβηνε ένας βασιλιάς
κι οι νέοι ζώνονταν ν᾽ αγωνιστούν, ποιος τα βραβεία θα πάρει.
90 Αν όμως έβλεπες εκείνα, με θαυμασμό θα γέμιζε η θέα τους τον νου σου,
όσα περίκαλλα έπαθλα στη μέση έβαλε η θεά, η Θέτιδα
με τους χιονάτους αστραγάλους — γιατί ήσουν πάντα φίλος των θεών.
Εσύ, Αχιλλέα, και νεκρός έσωσες έτσι τ᾽ όνομά σου,
αφού για πάντα, σ᾽ όλους τους ανθρώπους, λαμπρό το κλέος σου θα μείνει.
Εμένα όμως, όταν τον πόλεμο αποτέλειωσα, ποια χάρη,
ποια χαρά μού απόμεινε;
Ο Δίας στοχάστηκε στον γυρισμό μου άγριο χαλασμό,
να πέσω από τα χέρια του Αίγισθου και της καταραμένης μου γυναίκας.»