Οι άνθρωποι επιδιώκουν να διαφυλάττουν την αυτοεκτίμησή τους, επειδή διακατέχονται από μια έμφυτη ανάγκη να νιώθουν όμορφα για τον εαυτό τους. Οι ανθρωπιστικοί ψυχολόγοι αντιλαμβάνονται την αυτοεκτίμηση ως μια συμμετρία ανάμεσα στους πραγματικούς και ιδανικούς εαυτούς ενός προσώπου και ως τη δύναμη, που υπαγορεύει την αυτόνομη και αυτεξούσια δράση.΄Αλλοι ερευνητές συνδέουν την αυτοεκτίμηση με τη χρηστική πλευράτης και την δυνατότητα επίτευξης στόχων. Οι Bednar, Wells και Peterson (1989) εισηγήθηκαν ότι η αυτοεκτίμηση είναι μια υποκειμενική κρίση για την αρτιότητα του εαυτού μας. Αυτή η κριτική αξιολόγηση δρα ως θετική ενίσχυση, όταν το άτομο προσαρμόζεται στις περιστάσεις και ως αρνητική, όταν το άτομο αποφεύγει τις δύσκολες καταστάσεις και παραδίδεται στους φόβους και τις ανασφάλειες. Ανάλογα με το είδος της ενίσχυσης το άτομο εμπλέκεται είτε σε μια περαιτερω αυξηση της αυτοεκτίμησης, οπότε προβαίνει σε επιτυχείς συμπεριφορές είτε σε ένα φαύλο κύκλο αρνητικού ιδεασμού και απαξίας, οπότε αποτυγχάνει λόγω αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Κατά την θεωρία των εθολόγων (Barkow,1980) η αυτοεκτίμηση είναι μια μετεξέλιξη των μηχανισμών εκείνων που διατηρούν την κοινωνική ιεραρχία. Η επιβολή και το ιεραρχικό σύστημα οργάνωσης είναι σύμφυτα με τις ανθρώπινες κοινωνίες. Τα ανώτερα μέλη, δηλαδή αυτά που η αυτοεκτίμησή τους είναι υψηλή, έχουν τον πρώτο λόγο κατά τη διανομή της τροφής, της περιοχής, της αναγνώρισης και του σεξουαλικού συντρόφου. Παρότι σήμερα η κοινωνία έχει ανακαλύψει συνθετότερους τρόπους ελέγχου και επιμερισμού της κυριαρχίας, η υψηλή αυτοεκτίμηση παραμένει ένας βασικός παράγοντας απόκτησής της.
Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες εξηγήσεις της αυτοεκτίμησης προέρχεται από την θεωρία χειρισμού του τρόμου, η οποία υποστηρίζει οι άνθρωποι πρέπει να αμυνθούν κατά κάποιο τρόπο ενάντια στον υπαρξιακό δέος , που αντιμετωπίζουν από τον επικείμενο θάνατό και αφανισμό τους (Solomon, Greenberg, Pyszczynski, 1991).
Η τεκμηρίωση της συλλογιστικής αυτής προέρχεται από την υπαρξιακή φιλοσοφία και από μια σειρά πειραμάτων, τα οποία δεν έχουν κατοχυρώσει επαρκώς ότι η αυτοεκτίμηση είναι το αντίδοτο και η δικλείδα ασφαλείας ενάντια στην απειλή του μηδενός.
Κατά την κοινωνιολογική προσέγγιση (Baumeister and Leary,1995) η αυτοεκτίμηση είναι ένας δείκτης της κοινωνικής αποδοχής. Το κίνητρο για υψηλή αυτοεκτίμηση υπάρχει όχι για να διατηρεί την αυτοεκτίμηση καθαυτή, αλλά για την αποφυγή συμπεριφορών, που αντιτίθενται στα κοινωνικά κατεστημένα και την επιλογή αυτών, που είναι αποδεκτές και χαρίζουν καταξίωση. Όσοι άνθρωποι ανήκουν σε ομάδες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν από αυτούς, που δρουν μεμονωμένα. Άρα έπρεπε να αναπτυχθεί ένα σύστημα ελέγχου των περιβαντολογικών και κοινωνικών ερεθισμάτων, για να διαπιστώνεται ποια μέλη είναι αποδεκτά και ποια απορριπτέα. Δεδομένου ότι η αυτοεκτίμηση εξαρτάται εν πολλοίς από το κοινωνιολογικό βλέμμα των άλλων, για να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, πρέπει να συνάδει με συμπεριφορές αποδεκτές από αυτούς.
Σύμφωνα με τη θεωρία της ταυτότητας ο εαυτός αποτελείται από πολλαπλές πτυχές και από παράλληλους κοινωνικούς ρόλους, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν τη θέση, που έχει το άτομο στην ευρύτερη κοινωνική δομή. Ταυτότητα είναι ένα άθροισμα πεποιθήσεων, συναισθημάτων, προσδοκιών και απόψεων που αναφέρονται στον εαυτό μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φάσμα (Burke and Stets, 2000 Burke and Tully, 1977). Η προσωπική ταυτότητα αποτελείται από αναπαραστάσεις και αντιλήψεις για τις ιδιότητες του εαυτού. Η διαδικασία της ''αυτοεπαλήθευσης'' και της αυτοεπιβεβαίωσης ενεργοποιείται, όταν η σημασία ενός κοινωνικού ρόλου ταυτίζεται με το περιεχόμενο και τις προσδοκίες μιας προσωπικής ταυτότητας. Με τον τρόπο αυτό το άτομο προσδιορίζεται μέσα στο κοινωνικό σύνολο και απολαμβάνει συαισθημάτων αποδοχής, και υψηλής αυτοεκτίμησης. Εν ολίγοις, σκοπός των ανθρώπων είναι να προσαρμόζουν τις πράξεις τους, ούτως ώστε οι κοινωνικές προσδοκίες να ταυτίζονται με τους προσωπικούς ρόλους, όπως αυτοί υποκειμενικά βιώνονται απο το άτομο. Κάθε φορά που υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα σε αυτά τα δύο, ενσκήπτουν αρνητικά συναισθήματα απόρριψης, κατάθλιψης, ζήλειας και απαξίωσης. Η αυτοεκτίμηση, που έχει αποκτηθεί από προηγούμενες καταστάσεις επιτυχούς προσαρμογής δρα σε αυτήν την περίπτωση ως καταπραυντικό του άγχους.
Για παράδειγμα, εάν κάποιος έχει σχηματίσει την αυτοεικόνα του ευφυούς ανθρώπου, αλλά σε μια δεδομένη στιγμή αποτύχει να το αποδείξει και γίνει αποδέκτης προσβολών, τότε μέσα στο μυαλό του θα ξεκινήσει μια διαδικασία εσωτερικού διαλόγου εμπλουτισμένου με εικόνες επιτυχιών και επιχειρημάτων, που δεν θα αναφέρονται στους άλλους, αλλά αποσκοπούν στο να διατηρήσουν και να τεκμηριώσουν στον ίδιο την αυτοεικόνα του ευφυούς. Το πρόβλημα εστιάζεται στο ότι η αυτοεκτίμηση είναι αναλώσιμη, εξαντλείται δηλαδή γρήγορα. Εάν οι μελλοντικές ενέργειες του ατόμου αυτού δεν στεφθούν από επιτυχία, τότε θα αρχίσει σταδιακά η μεταβολή της αυτοεικόνας ή η διαιώνισή της μέσω επίπλαστων καταστάσεων και άλλων μηχανισμών άμυνας.
Οι άνθρωποι προσπαθούν να αυξήσουν την αυτοεκτίμησή τους αποφεύγοντας καταστάσεις, ανθρώπους και ερεθίσματα, που μπορούν να την απειλήσουν.Επιλέγουν συστηματικά να ανήκουν σε ομάδες και πλαίσια όμοια με αυτούς, όπου η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη ή όπου η ομάδα θα αναπληρώσει την αδυναμία τους να επιτύχουν υψηλό αυτοσυναίσθημα (π.χ. οπαδοί).
Σε κάθε περίσταση μπορεί κανείς να διακρίνει τέσσερις ενότητες: Έναν εσωτερικό μηχανισμό αναφοράς, στον οποίον καταφεύγει το άτομο, για να προσδιορίζει τις σημασίες της αυτοεκτίμησης και τα κριτήρια διατήρησής της. Ένα αντιληπτικό σύστημα, το οποίο επεξεργάζεται την παρούσα κατάσταση. Μία διαδικασία σύγκρισης αυτών των δύο και τέλος ένα άθροισμα ενσυνείδητων και ασυνείδητων συμπεριφορών, που αποσκοπούν στο να κάνουν συμβατά τα εσωτερικά κριτήρια αυτοεκτίμησης με τα περιβαντολογικά ερεθίσματα και τα δεδομένα της παρούσας κατάστασης. Εάν κάποιος κατορθώσει να συνταιριάξει τα εξωτερικά δεδομένα με την εσωτερικευμένη εικόνα του γι αυτήν, μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς τους, τότε θεωρεί ότι έχει επιτύχει και η αυτοεκτίμησή του αυξάνεται.
Για παράδειγμα, εφόσον ένας άνδρας θεωρεί ότι για να διατηρήσει την αυτοεικόνα του πρέπει να ασχολείται με το 20% των οικιακών εργασιών, τότε θα προβεί σε όλες τις ενέργειες για να το καταστήσει σαφές στην υποψήφια σύντροφό του και θα είναι συνεπής προς την στατιστική, που αναφέρει ότι οι γυναίκες ασχολούνται με την πλειοψηφία του νοικοκυριού. Εάν οι ενέργειες της συντρόφου του, δεν παρεμποδίσουν την αντίληψή του αυτή, τότε θα έχει εναρμονίσει την εσωτερικευμένη εικόνα του με τα δεδομένα της κατάστασης. Αυτό θα του εξυψώσει την αυτοεκτίμηση ως συζύγου. Εάν όμως η σύντροφός του διαπνέεται από διαφορετικές απόψεις περί ισότητας, τότε θα επέλθει σύγκρουση και η αυτοεκτίμησή του θα απειληθεί. Παρατηρούμε, δηλαδή ότι η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται από τις ενέργειες και αντιλήψεις των άλλων, επομένως είναι ανούσιο να μιλάμε γι αυτήν σαν να είναι αποκομμένη από το κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο αναφέρεται.
Η πελατοκεντρική προσέγγιση του Carl Rogers (1951) υποστηρίζει πως οτιδήποτε βιώνει ο άνθρωπος σε μια συγκεκριμένη στιγμή είναι περισσότερο μια ψυχολογική και όχι τόσο μια αντικειμενική πραγματικότητα. Λέγοντας ψυχολογική πραγματικότητα εννοείται η πραγματικότητα έτσι όπως την αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο άτομο. Ο Rogers θεωρεί τον άνθρωπο ανεξάρτητο, αυτόνομο, ικανό να αναπτυχθεί, να αποκτήσει αυτογνωσία και αυτό-αποδοχή. Το υγιές άτομο εξελίσσεται συνεχώς και αλλάζει ανάλογα τις καταστάσεις που βιώνει προκειμένου στην αυτοπραγμάτωση. Η θεωρία στηρίζεται στην βιολογική άποψη ότι ο άνθρωπος όπως και κάθε ζωντανός οργανισμός τείνει φυσιολογικά προς την ωρίμανση και την ανάπτυξη του. Σε περίπτωση που αυτή η τάση ωρίμανσης κι ανάπτυξης δεν διευκολυνθεί ή παρεμποδιστεί από το περιβάλλον το άτομο απομακρύνεται από την πορεία της αυτοπραγμάτωσης.
Για τον Rogers η διαμόρφωση του εαυτού είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ατόμου- κοινωνίας. Δεν κάνει λόγο για ασυνείδητες διεργασίες και κίνητρα, παραδέχεται όμως ότι μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά. Υποστηρίζει ότι η αυτοαντίληψη ακολουθεί τους γενικούς κανόνες της αντίληψης. Αντιπροσωπεύει ένα οργανωμένο και σταθερό εννοιολογικό σύνολο ,μια ομάδα αλληλένδετων αντιλήψεων και όχι στοιχειών άσχετων μεταξύ τους. Το άτομο ενεργεί έτσι ώστε ο εαυτός και οι εμπειρίες του να συμφωνούν. Η αυτοαντίληψη είναι ένα οργανωμένο σύνολο όλων των αντιλήψεων που το άτομο θεωρεί σημαντικές για τον εαυτό του. Η έννοια του «Εγώ» για τον Rogers είναι ευρύτερη από αυτή της αυτοαντίληψης καθώς περιλαμβάνει και αυτήν αλλά και το «ιδανικό εγώ», δηλαδή το πώς θα ήθελε να είναι. Ταυτόχρονα με την εμφάνιση της αυτοαντίληψης προκύπτει και η ανάγκη για θετική αποδοχή. Τρομερή σημασία, για την ανάπτυξη μιας θετικής αυτοαντίληψης στο παιδί, έχει η «ανεπιφύλακτα θετική αποδοχή» από τους γονείς. Μέσα σε ένα κλίμα θετικό, με καλή διάθεση και παραδοχή, χωρίς κριτική το άτομο μαθαίνει να εκφράζεται ελεύθερα.
Έτσι δεν επηρεάζεται όσον αφορά την ιδέα του εαυτού του από το τι αρέσει στους άλλους, αλλά μόνο από αυτό που αισθάνεται το ίδιο. Αν η διαδικασία της ανάπτυξης παρεμποδιστεί από «εξωτερικές αξιολογήσεις» τότε το «Εγώ» διαμορφώνεται από εμπειρίες που έχουν να κάνουν με τους Σημαντικούς Άλλους και όχι με το ίδιο το άτομο. Ο άνθρωπος μαθαίνοντας να δει με ένα σύστημα αξιών που δεν είναι δικό του αλλά το υπακούει για να είναι αποδεκτός, απομονώνεται από τον εαυτό του γεγονός που μπορεί να οδηγήσει και σε ψύχωση. Στενά συνδεδεμένη με την ανάγκη για θετική αποδοχή είναι η ανάγκη του ατόμου για θετική αυτό-εκτίμηση. Η ανάγκη αυτή έχει να κάνει με τις εμπειρίες και την ικανοποίηση ή ματαίωση της ανάγκης του ατόμου για θετική αποδοχή.
Όταν η θετική αυτό-εκτίμηση έχει να κάνει αποκλειστικά με τις αξιολογήσεις των άλλων τότε υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθούν αντιφάσεις μεταξύ των αναγκών του εαυτού και της ανάγκης του εαυτού για θετική αξιολόγηση. Τότε το άτομο προκειμένου να διατηρήσει την ισορροπία του καταφεύγει σε ένα είδος άμυνας, στην διαστρέβλωση.
Ο άνθρωπος προσπαθεί να προστατεύσει την αυτοαντίληψη του από εμπειρίες που είναι ασύμφωνες με αυτήν. Αυτό το κάνει είτε με το να τις αρνείται, είτε παραμορφώνοντας τες και ερμηνεύοντας τες λανθασμένα. Το πρόβλημα αυτό λύνεται με ψυχοθεραπεία, που βοηθάει το άτομο να αποκτήσει μια θετική αντίληψη για τον εαυτό του, να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει τις διαφωνίες μεταξύ των εμπειριών και της αυτοαντίληψης του και να αποδεσμευτεί από τους μηχανισμούς άμυνας που χρησιμοποιεί. Κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας το ιδανικό εγώ γίνεται πιο ρεαλιστικό και βαθμιαία συγκλίνει προς την αυτοαντίληψη.
Όλες αυτές οι απόψεις προσφέρουν στοιχεία για τη φύση της αυτοεκτίμησης, αλλά κάθε μια από αυτές έχει εννοιολογικές και εμπειρικές δυσκολίες (για κριτικές βλέπε Leary, 1999).
Η θεωρία του William James
Κατά το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα η έννοια του εαυτού άρχισε να γίνεται κεντρική στο χώρο της ψυχολογίας. Ο William James (1983/1890) στις ''Αρχές της Ψυχολογίας'' έγραψε:
''Η αίσθηση της αξίας μας στον κόσμο είναι μια αναλογία ανάμεσα σε αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε και σε αυτά που πράττουμε. Είναι ο λόγος της πραγματικότητας προς τις δυνατότητές μας, ένα κλάσμα, όπου αριθμητής είναι οι προσποιητές μας πράξεις και παρονομαστής οι επιτυχίες μας.''
(James,1890, σ.296)
Η απόκτηση των βασικών αγαθών και ο κορεσμός των πρωτογενών αναγκών επιφέρει το αίσθημα της αυτοικανοποίησης, πάνω στο οποίο δομείται σταδιακά η αυτοεκτίμηση. Σε αυτά ο James προσέθεσε και την προσπάθεια του ατόμου να κάνει φανερή την υπόστασή του στο περιβάλλον, τον αέναο αγώνα να δηλώσει την ύπαρξή του στο ιστορικό γίγνεσθαι. Γι αυτόν η υψηλή αυτοεκτίμηση είναι κάτι που κατακτάται. Ισορροπημένο είναι το άτομο που έχει βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στις δυνατότητές του και τα δεδομένα της καθημερινότητας. Η αυτοεκτίμηση είναι έννοια δυναμική και η τιμή της μπορεί να μεταβληθεί είτε προς τα πάνω είτε αντίστροφα. Κι αυτό γίνεται εφικτό με την αλλαγή των προσδοκιών ή την αυξομείωση των ρεαλιστικών επιτυχιών.
Κάθε άνθρωπος με τη γέννησή του έρχεται αντιμέτωπος με μια σωρεία επιλογών και ρόλων, που μπορεί να υποδυθεί, ανάλογα με την εθνικότητα, την κοινωνική τάξη, στην οποία ανήκει, το οικογενειακό περιβάλλον και τις εμπειρίες του. Κάθε στιγμή στην ανάπτυξη μπορούμε να διακρίνουμε τον επικρατέστερο εαυτό, ο οποίος υποβαθμίζει τις επιλογές, που δεν ακολουθήθηκαν και καθορίζει την αυτοεκτίμηση. Ο James(1890) τονίζει επανειλημένα την αναπόσπαστη σχέση ανάμεσα στις αξίες, την επιτυχία, την ικανότητα και την αυτοαντίληψη. Όσο σταθερή κι αν είναι αυτή η σχέση σε ορισμένα διαστήματα της ζωής, τόσο εύθραυστη μπορεί να αποδειχθεί και έρμαιο των περιστάσεων. Αλλά τελικά το μήνυμά του είναι αισιόδοξο. Η αυτοεκτίμηση μπορεί να αυξηθεί αν το άτομο βοηθηθεί να επιτύχει στους τομείς, που είναι ικανότερο κι αν οι αποτυχίες του ελαττωθούν ή αναιρεθεί η καταλυτική σημασία τους.
Κατά την δεκαετία 1940- 1950 εμφανίστηκαν οι πρώτες ολοκληρωμένες θεωρίες σχετικά με την αυτοεκτίμηση. Ανάμεσά τους η περίφημη πυραμίδα του (Maslow, 1942) και η σχέση της αυτοεικόνας με την γυναικεία σεξουαλικότητα, καθώς και η εμφάνιση του όρου αναφορά στον εαυτό κατά την διάρκεια των ψυχοθεραπευτικών συνεδριών (Raimy, 1949)
H θεωρία του Robert White
Ψυχαναλυτική διάσταση στο θέμα έδωσε η προσέγγιση του Robert White (1963).
''Η αυτοεκτίμηση έχει τις ρίζες της στην εμπειρία της επιτυχίας. Δεν εξαρτάται από τις δράσεις των άλλων ή από τις προσφορές του περιβάλλοντος, αλλά από το πώς κάποιος τις εκμεταλλεύεται στο μέγιστο βαθμό, ακόμα κι αν ως μόνο μέσο έχει τον πιο επίμονο θηλασμό ή τις δυνατότερες κραυγές. Για την πραγματικότητα του νηπίου αυτό που έχει σημασία είναι η αποτελεσματικότητα των ενεργειών του, δεδομένου ότι δεν διαθέτει την γνωστική υποδομή, για να κατανοήσει τους υπόλοιπους παράγοντες, που επηρεάζουν το περιβάλλον του. Η πρώιμη αυτή διάσταση της αποτελεσματικότητας είναι ο θεμέλιος λίθος της αυτοπραγμάτωσης.'' (White, 1963, σ.134)
Ο White θεώρησε την αυτοεκτίμηση εξελικτικά και την διαχώρισε σε τρεις επιμέρους παραμέτρους: τη βιολογική, δηλαδή την φυσική αναγκαιότητα, που ωθεί το άτομο να ανταπεξέρχεται στις δυσκολίες και να επιβιώνει, την κινητική-γνωστική, που εξελίσσεται παράλληλα με τη νοητική ανάπτυξη, και επιβάλλει στον άνθρωπο να επεξεργάζεται γνωστικά το περιβάλλον του και την αναζήτηση ταυτότητας, η οποία αναπτύσεται σε μεταγενέστερα στάδια του βίου. Αυτή η διαδικασία είναι προφανής από τις πρώτες στιγμές της ζωής έξω από τη μήτρα. Αντί να γίνουν παθητικοί αποδέκτες, τα νήπια επενεργούν στο περιβάλλον. Κάθε κραυγή, κάθε χαμόγελο και οποιαδήποτε απεγνωσμένη κίνηση, μπορούν να οδηγήσουν στην ανακούφιση του πόνου, στην εύθυμη εξερεύνηση και στην επίτευξη της ηδονής. Αυτές οι πρόωρες επιτυχίες (ή αποτυχίες) είναι σημαντικές επειδή με την πάροδο του χρόνου γίνονται όλο και πιο σκόπιμες και επομένως ενσωματώνονται στο γνωστικό σχήμα της αυτοεκτίμησης. Οι συμπεριφορές που οδηγούν στην επιτυχία, δηλαδή την ικανοποίηση των αναγκών, εγκαθιδρύονται σταδιακά και αφορούν πλέον ένα σύνολο νοητικών, συναισθηματικών και πραξιακών αντιλήψεων για τον εαυτό, ούτως ώστε μέχρι το στάδιο της λανθάνουσας σεξουαλικότητας να έχει πλήρως αναπτυχθεί ένα πλέγμα αυτοεκτίμησης, το οποίο δεν χαρίστηκε, αλλά κατακτήθηκε από το παιδί.(White,1959).
Η θεωρία του Morris Rosenberg
Ο Morris Rosenberg (1965) ανέφερε:
«Η αυτοεκτίμηση είναι μια θετική ή αρνητική στάση απέναντι σε ένα ιδιαίτερο αντικείμενο,δηλαδή, τον εαυτό....Η υψηλή αυτοεκτίμηση εκφράζει το αίσθημα ότι κάποιος «είναι αρκετά καλός». Το άτομο απλά αισθάνεται ότι αξίζει. Σέβεται τον εαυτό του για αυτό που είναι αλλά δεν κατέχεται από δέος θεωρώντας τον, αλλά και ούτε περιμένει οι άλλοι να κάνουν το ίδιο. Δεν θεωρεί τον εαυτό του απαραίτητα ανώτερο από τους άλλους» (Rosenberg, 1965, σ.30-31).
Η συμβολή του Rosenberg είναι ότι όρισε την αυτοεκτίμηση ως στάση, που εμπεριέχει το γνωστικό, το συναισθηματικό και το πραξιακό στοιχείο και πίστεψε ότι μπορεί να μετρηθεί. Ο όρος αξιοπρέπεια και σεβασμός του εαυτού συνδέθηκαν με την αυτοεκτίμηση και θεωρήθηκαν αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης. Η κλίμακα μέτρησης της αυτοεκτίμησης (1965) άνοιξε το δρόμο για χιλιάδες εμπειρικές μελέτες.
Ο Rosenberg καθόρισε την αυτοεκτίμηση κυρίως ως μια έκφραση της αξίας παρά ικανότητας και πρότεινε την ύπαρξη σχέσης ανάμεσα στην αυτοεκτίμηση και την εμπειρία ή την συμπεριφορά. Ο εαυτός είναι μια κοινωνική σύνθεση και οι προσωπικές αξίες, που συνδέονται με την αυτοεκτίμηση προκύπτουν από την αλληλεπίδραση των πολιτιστικών, κοινωνικών, οικογενειακών και άλλων διαπροσωπικών παραγόντων. Η αυτοεκτίμηση πηγάζει από μια διαδικασία σύγκρισης, που περιλαμβάνει ομοιότητες, διαφορές και ασυμβατότητες: Όσο μικρότερο είναι το χάσμα ανάμεσα στον «ιδανικό εαυτό» (γνωρίσματα που περιλαμβάνουν τις ελπίδες, τις επιθυμίες και τα όνειρα για μας) και στον «πραγματικό εαυτό» (γνωρίσματα που περιγράφουν το είδος του ανθρώπου που πιστεύουμε ότι πραγματικά είμαστε), τόσο υψηλή είναι η αυτοεκτίμηση. Aυτή η θεωρηση της αυτοεκτίμησης είναι βαθειά κοινωνική, δεδομένου ότι τονίζει τον καταλυτικό ρόλο της κοινωνικοποίησης και της επιτυχούς έκβασής της με την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης. Ο Rosenberg ασχολήθηκε επίσης με την επίδραση των κοινωνικών μορφωμάτων, όπως είναι η θρησκεία και η κοινωνική τάξη, στην εξέλιξη της αυτοεκτίμησης. Προσδιόρισε διάφορα στοιχεία, τα οποία επηρεάζουν το επίπεδο αυτοεκτίμησης των εφήβων, όπως η οικογενειακή δομή, η κοινωνική τάξη, το έθνος και η θρησκεία. Συνέδεσε, επίσης την αυτοεκτίμηση με μια σειρά προσωπικών και κοινωνικών μεταβλητών, όπως το νευρωσικό άγχος, το χαμηλό κίνητρο για επαγγελματική εξέλιξη, την ικανότητα ηγεσίας και την κοινωνική απομόνωση. (Rosenberg, 1965).
Στην κλίμακά του για την αυτοεκτίμηση των εφήβων περιλαμβάνονται ερωτήσεις οι οποίες πιστοποιούν ότι μια εσωτερική έννοια όπως η αυτοαντίληψη μπορεί να μετρηθεί με εμπειρικό τρόπο:
- Αισθάνομαι ότι αξίζω
- Αισθάνομαι ότι έχω πολλά θετικά χαρακτηριστικά
- Σε γενικές γραμμές έχω την τάση να θεωρώ τον εαυτό μου αποτυχημένο
- Μπορώ να κάνω πράγματα το ίδιο καλά όσο και οι άλλοι άνθρωποι
- Δεν είμαι περήφανος για τον εαυτό μου
- Έχω θετική στάση απέναντι στον εαυτό μου
- Είμαι ικανοποιημένος από τον εαυτό μου
- Θα ήθελα να σεβόμουν τον εαυτό μου περισσότερο
- Μερικές φορές νιώθω εντελώς άχρηστος
(Rosenberg, M., 1989 Κοινωνία και εφηβική αυτοεικόνα, New England University Press)
Η θεωρία της Baumrind
Το 1971 ο Baumrind θεώρησε ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στο είδος της γονεικής εξουσίας και την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης. Υποστήριξε ότι οι γονείς μπορούν να διακριθούν σε ελαστικούς, σε δημοκρατικούς και αυταρχικούς. Οι ελαστικοί είναι θερμοί απέναντι στα παιδιά τους και εκδηλώνουν εύκολα τα συναισθήματά τους. Δεν είναι απαιτητικοί, αποφεύγουν τον έλεγχο και υιοθετούν λιγότερο συχνά τιμωρητική συμπεριφορά. Οι δημοκρατικοί γονείς είναι ξεκάθαροι στις απαιτήσεις τους, σχετικά αυστηροί, με αρκετές προσδοκίες, αλλά η εξουσία, που ασκούν στα παιδιά τους είναι ελαστική και σε λογικά πλαίσια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό είναι η ποιότητα επικοινωνίας με τα παιδιά και οι τεχνικές διαπραγμάτευσης, που χρησιμοποιούν. Αντίθετα οι αυταρχικοί γονείς εκτιμούν την αναντίρρητη υπακοή, τον απόλυτο έλεγχο των ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Η Baumrind (1971, 1982) θεώρησε ότι τα παιδιά που έχουν βιώσει το δημοκρατικό μοντέλο γονεικής εξουσίας είναι πιο αυτάρκη, ανεξάρτητα, φιλόδοξα, με μεγαλύτερη αίσθηση αυτοελέγχου και υψηλότερη αυτοεκτίμηση. Τις απόψεις της υποστήριξαν ευρήματα άλλων ερευνητών, όπως του Sears (1970), o οποίος βρήκε θετική συνάφεια μεταξύ του αυταρχικού μοντέλου πατρικής εξουσίας και χαμηλής αυτοεκτίμησης των άρρενων παιδιών, αλλά όχι και των θήλεων. Ο Coopersmith (1967) βρήκε ότι τα αγόρια από δημοκρατικές οικογένειες είχαν υψηλή αυτοεκτίμηση, αλλά το ίδιο δεν συνέβαινε και με τα κορίτσια. Άλλες μελέτες έδειξαν ότι τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση είχαν λιγότερες τάσεις για εξερεύνηση, περισσότερες εξαρτητικές συμπεριφορές και μικρό αυτοέλεγχο, ήταν μη παραγωγικά, δεν έθεταν στόχους και δεν αναλάμβαναν την ευθύνη των πράξεών τους.
Συγκεκριμένα τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν τα εξής:
- Η χαμηλή αυτοεκτίμηση των αγοριών συσχετίζεται με την αυταρχικότητα του πατέρα, ενώ των κοριτσιών με της μητέρας. Η δημοκρατική γονεική εξουσία δεν έφερε στατιστικώς σημαντικές συνάφειες.
- Η επίδραση της δημοκρατικότητας του πατέρα στην αυτοεκτίμηση των παιδιών είναι αμελητέα, όταν και η μητέρα δεν είναι δημοκρατική.
Ο Buri et al. (1988) υποθέτουν ότι ο αυταρχικός τύπος ανατροφής είναι υπόλογος για μια γενικευμένη αίσθηση περιορισμένης ευθύνης στα παιδιά, ασημαντότητας και αισθημάτων κατωτερότητας. Η δυναμική της ομάδας των παιδιών είναι ανταγωνιστική και παρουσιάζεται το φαινόμενο του αποδιοπομπαίου τράγου.
Παρόμοια έρευνα στην Ελλάδα (Παπάνης, 2001, υπό δημοσίευση) δεν βρήκε κανένα αντίστοιχο αποτέλεσμα, μεταξύ γονεικής εξουσίας και αυτοεκτίμησης των φοιτητών, ενδεχομένως επειδή σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες (περίπου 850 φοιτητές) δήλωναν ότι είχαν ανατραφεί με αυταρχικό τρόπο, τον οποίο όμως δεν βίωναν ως αυταρχικό, αλλά περισσότερο ως στοργή και ενδιαφέρον των γονέων .
2.5 Η θεωρία του Stanley Coopersmith
Η επόμενη σημαντική συμβολή σε αυτόν το χώρο οφείλεται στην συμπεριφοριστική προσέγγιση και είναι αυτή του Stanley Coopersmith (1967). Ο Coopersmith προσπάθησε να μελετήσει τις συνθήκες και τις εμπειρίες που ενισχύουν ή ελαττώνουν την αυτοεκτίμηση, χρησιμοποιώντας παραδοσιακές εμπειρικές ψυχολογικές μεθόδους. Ο ίδιος έγραψε:
«Με την αυτοεκτίμηση αναφερόμαστε στην ενδοπροσωπική αξιολόγηση ενός ανθρώπου, η οπόια διατηρείται συνήθως αναλλοίωτη και εκφράζει μια πεποίθηση αποδοχής ή αποδοκιμασίας. Είναι μια εσωτερικευμένη κριτική για το κατά πόσο κάποιος θεωρείται ικανός, σημαντικός, επιτυχημένος και άξιος. Εν ολίγοις, η αυτοεκτίμηση είναι μια προσωπική πιστοποίηση της αξίας, που εκφράζεται με τις στάσεις για τον εαυτό . Είναι μια υποκειμενική εμπειρία, που το άτομο μεταβιβάζει σε άλλους λεκτικά και μέσω των συμπεριφορών και των επιλογών του». (Coopersmith, 1967, σ.4-5)
Όπως και ο Rosenberg, ανέπτυξε μία κλίμακα αυτοεκτίμησης (1975,1981),που είναι το πιο ευρύτατα χρησιμοποιημένο όργανο αξιολόγησης στην ιστορία αυτού του συγκεκριμένου επιστημονικού πεδίου. Όπως άλλοι συμπεριφοριστικά προσανατολισμένοι θεωρητικοί, η προσέγγισή του ήταν μια προσπάθεια συσχετισμού της αυτοεκτίμησης με την ποσότητα των αμοιβών, που έχει δεχτεί κάποιος στη ζωή του και στον αγώνα για την αποφυγή των τιμωριών και των αρνητικών καταστάσεων. Ο Coopersmith (1967) είδε μια σχέση ανάμεσα στην αυτοεκτίμηση και την εμπειρία ή την συμπεριφορά. Εντούτοις, οι μελέτες του βασίζονται περισσότερο στην προσωπική εμπειρία του ατόμου, παρά σε γνωστικούς ή κοινωνικούς παράγοντες. Η εργασία του είναι σαφώς βασισμένη στην εκμάθηση των κανονιστικών αρχών της οικογένειας και της κοινωνίας από το άτομο μέσω της ενίσχυσης και της τιμωρίας.
Σύμφωνα με τη θεωρία του τρία πράγματα καθορίζουν την αυτοεκτίμηση των παιδιών: η γονική ζεστασιά, τα σαφώς καθορισμένα όρια και η αξιοπρεπής μεταχείριση, ενώ έμφαση δίνεται στους μηχανισμούς εκμάθησης, που συνδέουν αυτούς τους τρεις παράγοντες. Κατά συνέπεια, τα παιδιά μαθαίνουν ότι αξίζουν ως άνθρωποι, επειδή οι γονείς τους τα μεταχειριζονται με αγάπη. Οι πρώτες μαθήσεις, που κυρίως γίνινται για την αποκόμιση αμοιβών, δρουν ενισχυτικά και για την εμπέδωση συνθετότερων, που πολλαπλασιάζουν το αίσθημα της αυτοεκτίμησης. Τα παιδιά, επίσης, αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους με σεβασμό μέσω της μίμησης προτύπων, κυρίως των γονέων τους, των διδασκάλων, παρατηρώντας πώς αυτοί φέρονται στους άλλους ανθρώπους εσωτερικεύοντας έτσι από μόνα τους αυτές τις συμπεριφορές. Εάν η αυτοεκτίμηση μπορεί να διδαχθεί, τότε και η έλλειψή της μπορεί επίσης να διδαχθεί (Coopersmith, 1967). Οι γονείς των παιδιών με υψηλή αυτοεκτίμηση ενδιαφέρονται και είναι προσεκτικοί απέναντι τους, κτίζουν τους κόσμους των παιδιών τους σύμφωνα με τις αρχές, που εκείνοι θεωρούν ότι είναι αποδεκτές και κατάλληλες και τέλος, τους παρέχουν μεγάλη ελευθερία μέσα πάντα από προκαθορισμένα όρια και συστηματική συνέπεια ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις τους.
Οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι πιό τρωτοί στην πίεση. Επομένως, έχουν την τάση να υπεραμύνονται, όταν προκληθούν, παρά να δίνουν λύσεις, γεγονός που οδηγεί στο άγχος, την ανεπάρκεια και την ανικανότητα. Κατά συνέπεια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν διάφορα είδη αυτοεκτίμησης, εκτός πό την υψηλή και τη χαμηλή και αυτά είναι:
- Η φαινομενική ή αμυντική αυτοεκτίμηση
Στην κατηγορία των ατόμων με φαινομενική ή αμυντική αυτοεκτίμηση υπάγονται όσοι φαινομενικά δρουν σαν να έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση, ενώ στην πραγματικότητα υποφέρουν από αίσθημα χαμηλής αυτοεκτίμησης. Αυτός ο τύπος αυτοεκτίμησης μπορεί να ονομαστεί ψευδής, αντιφατικός ή αμυντικός. Στον κοινωνικό τους περίγυρο παρουσιάζουν μια επίπλαστη σιγουριά και αυτοπεποίθηση, ενώ η πραγματική συμπεριφορά τους διαφέρει κατά πολύ από την συμπεριφορά των ατόμων με αυθεντικά υψηλή αυτοεκτίμηση. Για παράδειγμα, ένα τέτοιο άτομο, ενώ φαίνεται να νιώθει ασφαλές και βέβαιο για τον εαυτό του, μπορεί να αντιδράσει εχθρικά και επιθετικά ,όταν νιώσει ότι απειλείται η αξία του. Είναι δυνατόν, επίσης να χρησιμοποιήσει την επιτυχία του σε κάποιον τομέα, για να καλύψει τα αισθήματα ανεπάρκειας από τα οποία διακατέχεται.
Υπάρχουν δύο τύποι τέτοιων ατόμων:
-Φαινομενική αυτοεκτίμηση Τύπος Ι
Σε αυτόν τον τύπο ανήκουν τα άτομα ,τα οποία έχουν θετική αίσθηση αξίας αλλά όχι και ικανοτήτων. Αυτά τα άτομα για παράδειγμα, είναι πιθανόν κατά την παιδική ηλικία να ένιωθαν πολύ σίγουρα για τον εαυτό τους, ενώ την ίδια στιγμή δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις ακαδημαϊκές απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις κάθε αναπτυξιακού σταδιου. Ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια, η οποία έχει περιορισμένες προσδοκίες και απαιτήσεις και επικροτεί οποιαδήποτε συμπεριφορά του παιδιού, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ως ενήλικας να έχει μειωμένες αποδόσεις, επειδή έχει μάθει να προσπαθεί μόνο ως ένα ορισμένο σημείο.
Ένα άτομο που έχει αίσθηση της αξίας χωρίς την αίσθηση της ικανότητας είναι επιρρεπές στο να γίνει ευάλωτο σε καταστάσεις δοκιμασίας. Μπορεί, για παράδειγμα, να νιώθει άξιος και ικανός, αλλά παράλληλα να πιστεύει πως οι άλλοι δεν αναγνωρίζουν την αξία αυτή. Μπορεί επίσης να μην αποδίδει ικανοποιητικά στον εργασιακό τομέα και να δικαιολογεί τον εαυτό του γι'αυτό ή να κατηγορεί άλλους.. Άτομα που επιδεικνύουν την σπουδαιότητα του της προσωπικότητάς τους, άσχετα με το τι έχουν επιτύχει στην ζωή τους, που περιμένουν οι άλλοι να αναγνωρίζουν αμέσως την σπουδαιότητα αυτή ή που αντιδρούν υπερβολικά όταν κάποιος τους αμφισβητεί, παρουσιάζουν συμπτώματα ναρκισσιστικής προσωπικότητας. Τα άτομα αυτά μπορεί να αντιδράσουν πολύ αρνητικά μπροστά σε κάποια ''απειλή'' του ναρκισσισμού τους αν η δομή της αυτοεκτίμησης τους γίνει εύθραυστη. Έτσι, μπορεί να προτιμήσουν να διαγράψουν μια τέτοια ''απειλή'' παρά να την αντιμετωπίσουν ή σε άλλη περίπτωση να γίνουν λεκτικά βίαιοι προκειμένου να προστατεύσουν τον εαυτό τους από μια ενδεχόμενη φθορά.
-Φαινομενική αυτοεκτίμηση Τύπος ΙΙ
Στον συγκεκριμένο τύπο αυτοεκτίμησης το επίπεδο ικανοτήτων του ατόμου είναι υψηλό αλλά η αίσθηση της αξίας χαμηλή. Ένα τέτοιο άτομο διαθέτει τον περισσότερο χρόνο του σε ασχολίες και στόχους όπως αθλητικές δραστηριότητες, εργασία, καριέρα ή οτιδήποτε άλλο προκειμένου να μην ασχολείται με τα αισθήματα αμφιβολίας και άγχους, που τον διακατέχουν και τα οποία έχουν άμεση σχέση με την χαμηλή του αυτοεκτίμηση. Τα άτομα αυτά χρησιμοποιούν τις ικανότητές τους ,ως αντιπερισπασμό, για να υπερκαλύπτουν την αίσθηση ανεπάρκειας. Μπορούν όμως να γίνουν εχθρικά αν νιώσουν ότι απειλούνται τα κεκτημένα τους. Κάποιες φορές έχουν εμμονές σχετικές με το να αποδεικνύουν την αξία τους σε κάθε περίσταση, μέσω της υπερβολικής δουλειάς ή με το να προσπαθούν να επηρεάσουν τους γύρω τους -ακόμα και με λεκτική βία- ,ώστε να συμβιβαστούν με τις απαιτήσεις τους, Η πιο κοινή μορφή αμυντικής αυτοεκτίμησης εκδηλώνεται με υπερβάλουσα ανησυχία για την επιτυχία και την αποτυχία. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που παρουσιάζεται ως ανάγκη κάποιου ατόμου να επιτύχει τους στόχους του ή στην χειρότερη των περιπτώσεων, να αποφύγει την αποτυχία.
-Μέση αυτοεκτίμηση
Σε αυτόν τον τύπο αυτοεκτίμησης ανήκει η πλειοψηφία των ανθρώπων. Το επίπεδο των ικανοτήτων και της αξίας αυτών των ανθρώπων είναι ικανοποιητικό και τους επιτρέπει να έχουν μια επαρκή απόδοση σε ότι κάνουν.
-Υψηλή έναντι μέσης αυτοεκτίμησης
Τα άτομα με μέση αυτοεκτίμηση μπορεί να βιώνουν κατά καιρούς αισθήματα άγχους η ανασφάλειας , η ποιότητα της ζωής τους όμως σε γενικές γραμμές είναι καλή. Τα άτομα αυτά αποδίδουν ικανοποιητικά σε πολλούς τομείς της ζωής τους αλλά παράλληλα είναι λιγότερο αυτόνομα και ανοιχτά σε νέες εμπειρίες καθώς και περισσότερο ευάλωτα σε κάποιες καταστάσεις.
Η υψηλή αυτοεκτίμηση είναι κάτι που κερδίζεται και δεν είναι εγγενές χαρακτηριστικό. Οι άνθρωποι με υψηλή, αλλά αυθεντική αυτοεκτίμηση είναι λιγότερο πιθανό να καταρρεύσουν μπροστά σε αντίξοες καταστάσεις. Μερικές φορές η υπερβολικά υψηλή αυτοεκτίμηση συσχετίζεται με το ναρκισσισμό και την ανικανότητα για κατανόηση και ανεκτικότητα.
-Μέτρια προς χαμηλή αυτοεκτίμηση
Άτομα με μέτρια προς χαμηλή αίσθηση ικανότητας και αξίας εαυτού είναι ευάλωτα στην πρόκληση και την απώλεια .Αυτό δεν σημαίνει ότι μισούν τον εαυτό τους ή ότι δεν μπορούν να λειτουργήσουν στην καθημερινή τους ζωή. Είναι όμως υπέρ του δέοντος προσεχτικά και συντηρητικά, αποφεύγοντας να παίρνουν ρίσκα η να εμπλέκονται σε πρωτόγνωρες για αυτούς καταστάσεις. Δεν είναι αισιόδοξα άτομα και συχνά τείνουν να εστιάζουν στις αδυναμίες τους και όχι στις δυνατότητες τους. Είναι αγχώδη και ανησυχούν μήπως η άλλοι δείξουν κριτική διάθεση απέναντι τους. Παρ'όλα αυτά μπορούν και λειτουργούν σχεδτικά καλά μέσα στην οικογένεια και τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους.
Οι έξι πυλώνες της αυτοεκτιμισης
Η εξάσκηση της συνειδητότητας
Η ευτυχία ενός ατόμου καθορίζεται από την κατάλληλη χρήση του συνειδητού μέρους του εαυτού, δηλαδή από την αρμονία του ''εγώ''. Η οξυδέρκεια και η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος τη σχέση της προσωπικότητας και των γεγονότων, αποτελεί τον κύριο παράγοντα αποτελεσματικότητας και αυτοσεβασμού. Όσοι έχουν την τάση να αποφεύγουν δυσάρεστα γεγονότα και να βιώνουν τις πράξεις τους χωρίς έντονη κριτική σκέψη, συνήθως πάσχουν από έλλειψη της αίσθησης της προσωπικής τους αξίας ή από αμυντική αυτοεκτίμηση. Καθημερινά κάθε άνθρωπος αποφαίνεται για το βαθμό συνειδητότητας, τον οποίο θα χρησιμοποιήσει. Σταδιακά, σχηματίζει την αίσθηση του ποιος πραγματικά είναι, χρησιμοποιώντας ως καθοδηγητικές παραμέτρους τις μέχρι τώρα επιλογές του, καθώς και τα ορθολογιστικά συμπεράσματα, που απορρέουν από τις επιλογές αυτές. Σκοπός κάθε θεραπευτικής μεθόδου είναι να τονώσει και να ενισχύσει την αυτογνωσία. Εάν κατά τη ολοκλήρωση μιας παρέμβασης, ο πελάτης χρησιμοποιεί το συνειδητό μέρος της προσωπικότητας του λιγότερο ή εξίσου με την αρχική κατάσταση, τότε θα πρέπει να αμφισβητούμε την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
Ο θεραπευτής οφείλει να εξασκήσει τα επίπεδα συνειδητότητας του πελάτη, χρησιμοποιώντας ποικίλες τακτικές. Το πρώτο βήμα συνίσταται στο να δημιουργήσει ένα περιβάλλον, μέσα στο οποίο το άτομο με χαμηλή αυτοεκτίμηση θα νιώθει ασφάλεια, για να διατυπώσει τις σκέψεις του και να εξερευνήσει τον εαυτό του. Επιπλέον, οι διαρκείς επεμβάσεις του θεραπευτή, βοηθούν στην υπέρβαση των εμποδίων, τα οποία αποπροσανατολίζουν από τον τελικό στόχο, που είναι η αυτογνωσία. (Braden, 1973, 1983, 1984, 1987, 1993, 1994). Εκτός αυτού, η χρήση ειδικών ασκήσεων και η εφαρμογή θεραπευτικών τεχνικών, που αποσκοπούν στην αποτροπή των αμυντικών μηχανισμών της άρνησης και της εκλογίκευσης, έχουν ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης του πελάτη (Braden, 1994).
Η εξάσκηση της αυτοαποδοχής
Αυτοαποδοχή, ονομάζεται η θετική στάση, που έχει ένα άτομο για την προσωπική του άξια, τα προτερήματα ή τα ελαττώματα του και τα όρια των δυνατοτήτων του, χωρίς αδικαιολόγητα και καταχρηστικά συναισθήματα υπεροψίας ή ενοχής. Οι άνθρωποι, που δεν έχουν ανακαλύψει τη χρυσή τομή ανάμεσα στον εαυτό τους και τις εκφάνσεις του, αρνούνται να αποδεχθούν τις ποικίλες πτυχές του (την εμφάνιση, τις σκέψεις, ακόμη και τους φόβους τους).
Η αίσθηση της ρεαλιστικής προσπέλασης των ερεθισμάτων είναι ανύπαρκτη, και είναι έκδηλη η τάση να παρερμηνεύεται η σημασία των γεγονότων και των πράξεων. Η θεραπευτική άξια της αυτοαποδοχής έγκειται στο γεγονός ότι μέσω αυτής μπορεί κάποιος να εντοπίσει τα λάθη στη συμπεριφορά και στη σκέψη του και να τα αναγνωρίσει ως δικά του. Τελολογικά αυτό οδηγεί στη μεταβολή της αυτοεκτίμησης, εφόσον το άτομο αντιλαμβάνεται ότι είναι υπαίτιο για τις πράξεις του, συμπέρασμα που το αναγκάζει να παραδεχτεί την παθολογική του κατάσταση και να αναζητήσει τρόπους για την ανασυγκρότηση της έννοιας του εαυτού.
Η ολική αποδοχή είναι καθοριστική για την θεραπεία. Ο θεραπευτής λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας στην προσωπικότητα του πελάτη, τον αποδέχεται δίχως να αντικρούει και να αμφισβητεί τα συναισθήματά του και δίχως να τον σαρκάζει ή να τον ειρωνεύεται γι' αυτά, χτίζοντας ταυτόχρονα μια σχέση αμφίδρομου σεβασμού μεταξύ τους. Επιπλέον, η καταγραφή και εξερεύνηση των επιμέρους χαρακτηριστικών, που συνθέτουν την προσωπικότητα του ατόμου είναι αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπείας. Έχει αποδειχθεί ότι όταν κάποιος εντοπίζει και διερευνά μια άγνωστη γι΄αυτόν πτυχή του εαυτού του, αισθάνεται δυνατότερος και πιο πλήρης, γεγονός που οδηγεί στο μετασχηματισμό της αυτοεκτίμησης. (Branden, 1994)
Η εξάσκηση της υπευθυνότητας.
Για να συνειδητοποιήσει κάποιος την άξια της ζωής και της ευτυχίας, βασική προυπόθεση είναι να βιώσει την αίσθηση του πλήρους ελέγχου της ύπαρξής του. Αυτό συνεπάγεται ότι θα έχει τη θέληση να αναλάβει την ολοκληρωτική ευθύνη για τις πράξεις και τους στόχους του. Στο τέλος της θεραπείας ο πελάτης θα πρέπει να μπορεί να παραδεχτεί τα εξής:
Είμαι υπεύθυνος για την επίτευξη των στόχων μου
Είμαι υπεύθυνος για τις επιλογές και τις πράξεις μου
Είμαι υπεύθυνος για τους ρεαλιστικούς στόχους στον τομέα της εργασίας
Είμαι υπεύθυνος για τις επιτυχίες ή αποτυχίες στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων
Είμαι υπεύθυνος για τη συμπεριφορά μου με άλλους.