Εξαιρετικά πολύπλοκη και ενδιαφέρουσα είναι και η σχέση των δύο ομηρικών επών με την ιστορία. Τόσο η
Ιλιάδα όσο και η
Οδύσσεια προϋποθέτουν τον τρωικό πόλεμο, επεισόδιο που για τους αρχαίους Έλληνες θεωρούνταν αυθεντικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυθεντικότητα δεν σημαίνει ακριβή γνώση των ιστορικών γεγονότων, αλλά περισσότερο ό,τι οι αρχαίοι νόμιζαν ως πραγματικό γεγονός. Στη νεότερη εποχή παρόμοιες αντιλήψεις ενισχύθηκαν, έπειτα μάλιστα από τις ανασκαφές του αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν (
Heinrich Schliemann, 1822-1890) και πολλών διαδόχων του στην Τροία (σημερινό Χισαρλίκ της ΒΔ Τουρκίας) και στην κυρίως Ελλάδα (Μυκήνες, Πύλος).
Υποστηρίχθηκε έτσι η άποψη ότι οι επονομαζόμενοι στα δύο ομηρικά έπη ως Αργείοι, Αχαιοί ή Δαναοί, που προέρχονταν από έναν παλαιότερο ένδοξο πολιτισμό, τον μυκηναϊκό (1600-1200 π.Χ.), κυρίευσαν με πολιορκία μια πόλη στην περιοχή του Ελλησπόντου, την Τροία, η οποία βρέθηκε να έχει καταστραφεί από φωτιά (περίπου 1100-1200 π.Χ.). Στο μεταξύ, η αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β το 1952 από τους Μάικλ Βέντρις (M. Ventris) και Τζον Τσάντγουικ (J. Chadwick), γλώσσας της μυκηναϊκής εποχής και πρώιμης μορφής της ελληνικής, που συντηρήθηκε στο ονοματολόγιο των δύο ομηρικών επών, ενίσχυσε την υπόθεση ότι μέσα από τη μακρά ποιητική παράδοση των δύο ομηρικών επών διασώθηκαν γεγονότα της ένδοξης μυκηναϊκής περιόδου. Η ένδοξη αυτή εποχή παύει να υπάρχει γύρω στο 1200, για να ακολουθήσει η παρακμή, η περίοδος των λεγόμενων «σκοτεινών χρόνων» (1100-800 π.Χ.), που συνδέεται με την κάθοδο των Δωριέων στον ελλαδικό χώρο.
Ως προς το ζήτημα της ιστορικότητας του τρωικού πολέμου, μέχρι και σήμερα, αρχαιολόγοι, ιστορικοί και φιλόλογοι, στηριζόμενοι τόσο σε αρχαιολογικά ευρήματα στον λόφο του σημερινού Χισαρλίκ όσο και σε σχετικά επιγραφικά και ιστορικά δεδομένα, επιχειρούν να συνδυάσουν το «όνειρο της Τροίας», που κέντρισε τη φαντασία ποιητών και καλλιτεχνών μετά τον Όμηρο, με την «πραγματική» ύπαρξη της πόλης των Χετταίων Βιλούσα (Wilus[s]a και Taruwisa/Trus[w]isa) -σημαντικό κέντρο εμπορίου που ταυτίζεται με την ομηρική πόλη Ἴλιος/Τροία- ενώ το εθνώνυμο Αχιγιάβα (Ahhiyawa) των χεττιτικών πηγών συνδέεται με τη χώρα των Αχαιών του Ομήρου, οι οποίοι επιτέθηκαν στην Τροία. Το συμπέρασμα είναι διπλό: το σκηνικό της ομηρικής αφήγησης είναι ιστορικό, και ο τρωικός πόλεμος εξαιρετικά πιθανός - που σημαίνει ότι πρέπει να πάρουμε τον Όμηρο στα σοβαρά.
Για τις προηγούμενες απόψεις έχουν διατυπωθεί οι επόμενες επιφυλάξεις. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν είναι, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, τόσο επαρκή και διαφωτιστικά, ώστε να αποδεικνύεται η βέβαιη εμπλοκή των μυκηναίων Αχαιών στην καταστροφή της Τροίας· πόσο μάλλον όταν η χρονολογία παρακμής των Μυκηνών και η καταστροφή της Τροίας χρονολογικά γειτονεύουν. Από την άλλη μεριά, η αναφορά λέξεων, κυρίως ονομάτων, της γραμμικής Β στα ομηρικά έπη δεν αποτελεί για πολλούς ειδικούς ικανό και ακλόνητο αποδεικτικό στοιχείο, για να εμπιστευθεί κάποιος και τα ίδια τα ιστορούμενα γεγονότα των δύο επών στις λεπτομέρειές τους. Εξάλλου, υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση (περίπου τετρακοσίων χρόνων) ανάμεσα στα δύο ομηρικά έπη και στην καταστροφή της Τροίας. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν η παράδοση των γεγονότων της μυκηναϊκής εποχής εκτιμηθεί συνεχής, έχει αναμφισβήτητα στο μεταξύ υποστεί μέσα στα έπη παραμορφώσεις, επεκτάσεις, επανερμηνείες, μετασχηματισμούς και προσαρμογές στα πολιτιστικά δεδομένα της εποχής του ποιητή.
Εξάλλου, η Οδύσσεια, καθώς επεκτείνεται στις θαλασσινές περιπλανήσεις ενός ήρωα, όπου προβάλλουν η σχεδόν απόκοσμη γεωγραφία και πολλά μαγικά και τερατικά στοιχεία, είναι ακόμη λιγότερο πιθανό να σχετίζεται άμεσα με την ιστορική πραγματικότητα. Σε σχέση με τον κλειστό κάπως ορίζοντα της Ιλιάδας, που αναφέρεται σε θρύλους ηρώων σε δεδομένο κάπως χώρο και χρόνο, το οδυσσειακό έπος ανοίγεται στον κόσμο της νοβελιστικής περιπέτειας και του παραμυθιού. Σημαντικά όμως στοιχεία του πολιτισμού, της οικονομίας και της πολιτικής, που συντηρούνται στα δύο έπη, συγχρονίζονται με την εποχή της σύνθεσής τους. Οι λεγόμενοι «σκοτεινοί χρόνοι», με τους αποικισμούς, την ακμή του θαλάσσιου εμπορίου και την περιφερειακή κοινωνική οργάνωση σε κοινότητες, από τις οποίες θα προκύψουν σύντομα οι πόλεις-κράτη, δεν εκτιμώνται σήμερα ως πλήρης παρακμή αλλά ως μεταβατική εποχή. Στο πλαίσιό της η αντιμετώπιση των νέων συνθηκών επέβαλε, μέσω της νέας αριστοκρατικής τάξης που είχε διαδεχθεί τους μυκηναίους βασιλείς, την αναζήτηση δρόμων επικοινωνίας με την παράδοση. Τέλος, τα δύο ομηρικά έπη είναι έργα λογοτεχνίας και όχι ιστορίας ή χρονογραφίας. Μ᾽ αυτή την έννοια, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν είναι τόσο λειψά παραδείγματα ιστορίας όσο έργα ποιητικής δημιουργίας, τα οποία, μέσα από μια πανελλήνιου χαρακτήρα προοπτική, διηγούνται το πώς οι Έλληνες του 8ου αι. π.Χ. έβλεπαν το ένδοξό τους παρελθόν.
Ύφος και γλώσσα
Η γλώσσα των ομηρικών επών είναι κράμα λέξεων, δομών και διαλεκτικών τύπων από διαφορετικές περιοχές και βαθμίδες της μακραίωνης εξέλιξης της ελληνικής από τη μυκηναϊκή εποχή μέχρι περίπου το 700 π.Χ. Στον κορμό της η γλώσσα των επών είναι ιωνική, περιέχει όμως και αιολικούς τύπους (βλ. διεξοδικότερα, Α.-Φ. Χριστίδης 2005, κεφ. 8 κ.ε.). Συντηρούνται επίσης πολλοί αρχαϊσμοί, με τις τεχνητές τους προσαρμογές, που ανάγονται σε πολύ παλαιότερες περιόδους, όταν οι διάλεκτοι δεν είχαν ολότελα διαφοροποιηθεί. Πρόκειται επομένως για μείγμα τόπων από διαφορετικές διαλέκτους ή διαφορετικές βαθμίδες της εξέλιξης των διαλέκτων αυτών, το οποίο δεν δημιουργήθηκε ξαφνικά και διαμιάς, αλλά καλλιεργήθηκε στο πλαίσιο της προφορικής παράδοσης (βλ. και παρακάτω).
Ο έντονα πολυδιαλεκτικός χαρακτήρας της ομηρικής γλώσσας την καθιστά λίγο πολύ τεχνητή, ώστε δύσκολα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως γλώσσα επικοινωνίας σε δεδομένο τόπο και συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ήταν βέβαια οικεία στον ποιητή και στο ακροατήριό του, την ίδια στιγμή όμως διαφοροποιούνταν σημαντικά από τις τρέχουσες γλωσσικές χρήσεις της εποχής. Και όμως, πλάι στο παραδοσιακό ηρωικό ύφος, συχνά κάνουν την εμφάνισή τους λέξεις και εκφράσεις της καθημερινής ζωής. Σε κάθε περίπτωση η γλώσσα των δύο ομηρικών επών είναι ειδικού τύπου, με δικό της αναμφισβήτητα κώδικα, η οποία όμως μπορούσε να εκσυγχρονίζεται και να εξελίσσεται, ενσωματώνοντας τύπους από σύγχρονες διαλέκτους και παρακολουθώντας τους μηχανισμούς της λογοτεχνικής γλώσσας της εποχής. Σε μεταγενέστερα χρόνια, εξαιτίας της ακτινοβολίας που απέκτησαν τα έπη, η γλώσσα τους καθιερώθηκε ως «λογοτεχνική διάλεκτος».
Η μακραίωνη καλλιέργεια της γλώσσας των δύο επών στο πλαίσιο της προφορικής επικής παράδοσης της προσδίδει χαρακτήρα τυπικό. Ο τυπικός χαρακτήρας στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται σε στερεότυπα μερίδια λόγου (λέξεις-φράσεις-στίχους και θέματα), που διευκολύνουν το έργο της σύνθεσης. Στη σχηματική τους διαίρεση δύο είναι οι βασικοί τύποι της γλώσσας των επών: ο εκφραστικός και ο θεματικός. Ο πρώτος, ο εκφραστικός τύπος ή «λογότυπος», περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες, ονοματικές ή ρηματικές, φράσεις (λ.χ. θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη = η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας· ὣς φάτο = έτσι μίλησε), ακόμη και ολόκληρους στίχους (τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη = αμέσως ανταπάντησε, τα μάτια λάμποντας, η θεά Αθηνά). Ο δεύτερος τύπος, ο θεματικός, αποδίδει τον παραδοσιακό όρο «θέμα» και περιλαμβάνει: (α) επαναλαμβανόμενες, μικρής σχετικά έκτασης, δραστηριότητες (ικεσία, θυσία, οπλισμός), που ονομάζονται και «τυπικές σκηνές»· (β) ιστορίες με έναν παραδοσιακό θεματικό πυρήνα (λ.χ. το θέμα της αρπαγής μιας γυναίκας)· (γ) τις δομές των εκτενών παραδοσιακών ιστοριών (λ.χ. ένας ήρωας εξαφανίζεται, προκαλώντας οδύνη στους οικείους του, και τελικά επιστρέφει)· (δ) τα «μεγαθέματα» (όπως ο πόλεμος, η ομιλία και ο νόστος), που συγκροτούν την πλοκή εκτενών παραδοσιακών ιστοριών στο σύνολό τους.
Οι στερεότυπες φράσεις εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο τις ανάγκες της προφορικής, έμμετρης σύνθεσης. Το επικό μέτρο ήταν προσωδιακό. Στηριζόταν δηλαδή στη διαδοχή μακρών και βραχειών συλλαβών. Ρυθμική μονάδα του αρχαϊκού έπους είναι ο δακτυλικός εξάμετρος στίχος.
Σύνθεση, εκφορά, μετάδοση
Στον διαλεκτικό, εν μέρει τεχνητό, χαρακτήρα της γλώσσας των επών, μαζί με την τυπολογία και το μέτρο, συνέβαλε καθοριστικά και το γεγονός ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ανήκουν στον κορμό της παραδοσιακής προφορικής ποίησης. Προφορικότητα στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι ένα παραδοσιακό τραγούδι συντίθεται, απαγγέλλεται και μεταδίδεται προφορικά. Ως προς την προφορική απαγγελία και τη μετάδοση των δύο ομηρικών επών δεν τίθεται μάλλον ζήτημα, εφόσον το σχετικό αποδεικτικό υλικό που διαθέτουμε σήμερα δείχνει ότι το σύνολο της πρώιμης, επικής και λυρικής, ποίησης εκτελείται και κυκλοφορεί προφορικά έως και τον 5ο αι. π.Χ. Σήματα εξάλλου προφορικής εκτέλεσης ενός τραγουδιού συντηρούνται κυρίως μέσα στην Οδύσσεια με τις συνοπτικές αοιδές του Φήμιου στην Ιθάκη και του τυφλού Δημοδόκου στη Σχερία. Παραμένει ωστόσο το ερώτημα της προφορικής σύνθεσης των δύο ομηρικών επών, το οποίο και περιπλέκεται, δεδομένου ότι το αλφάβητο εγκαινιάζεται στον ελλαδικό χώρο το νωρίτερο στις αρχές του 8ου αι. π.Χ.
Την άποψη ότι τα ομηρικά έπη έχουν συντεθεί προφορικά, δίχως την οποιαδήποτε υποστήριξη της γραφής, εισηγήθηκε γύρω στα τέλη με αρχές της δεκαετίας του 1930 ο αμερικανός ερευνητής Μίλμαν Πάρυ (Milman Parry, 1902-1935), ο οποίος συγκρότησε τη λεγόμενη «θεωρία της προφορικής σύνθεσης». Σύμφωνα μ᾽ αυτή τη θεωρία, η σύνθεση ενός προφορικού τραγουδιού γίνεται τη στιγμή που αυτό εκφέρεται από τον αοιδό μπροστά στο ακροατήριο, με βάση τον απομνημονευτικό αυτοσχεδιασμό, πάνω σ᾽ ένα πλούσιο, παραδοσιακό και τυπικό υλικό σε λέξεις, φράσεις, στίχους και θέματα. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της προφορικής σύνθεσης παίζει ο δακτυλικός εξάμετρος, καθώς στις μετρικές του υποδοχές προσαρμόζονται κατάλληλα οι παραδοσιακοί λογότυποι, κοινό κτήμα των ποιητών που δρουν σε μια δεδομένη παράδοση. Από τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος του έργου του αοιδού προορίζεται για ακροατές και στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό, οι έτοιμες φράσεις, με τα ποικίλα διαλεκτικά τους χαρακτηριστικά που προσαρμόζονται σε συγκεκριμένες μετρικές υποδοχές, αποδεικνύονται χρήσιμες και άκρως λειτουργικές στη διαδικασία της σύνθεσης. Η όλη προφορική διαδικασία σύνθεσης εφαρμόστηκε σε έρευνες που έκανε ο Πάρυ και στη συνέχεια ο μαθητής του Άλμπερτ Λορντ (Albert B. Lord), σε ομάδες βάρδων σε περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας· από εκεί μεταφέρθηκε ως ερμηνευτικό σχήμα που θα μπορούσε να εξηγήσει τη σύνθεση των ομηρικών επών.
Η θεωρία της προφορικής σύνθεσης συνέβαλε καθοριστικά στη μελέτη της φύσης της γλώσσας των επών. Εξήγησε σε πολλά σημεία τον διαλεκτικό και ειδικό της χαρακτήρα, διαφώτισε τη λειτουργία του μέτρου, και φάνηκε, στην αρχή τουλάχιστον, ότι έλυσε και το περίφημο ομηρικό ζήτημα, καθώς λεξιλογικά στοιχεία των επών, που αποδίδονταν σε διαφορετικούς ποιητές ή σε διαφορετικά στρώματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, θεωρήθηκαν ότι προέρχονται από το πλούσιο υλικό της προφορικής παράδοσης.
Στα μεταγενέστερα χρόνια η θεωρία της προφορικής σύνθεσης συστηματοποιήθηκε, αλλά και τροποποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό, με αποτέλεσμα να υιοθετούνται τάσεις πιο σύνθετες ή συνδυαστικές. Ο πλήρης, κατ' αρχάς, διαχωρισμός ανάμεσα στην προφορική και στη γραπτή σύνθεση των ομηρικών επών θεωρείται σήμερα κάπως μηχανιστικός ή απλουστευτικός. Υποστηρίζεται, για παράδειγμα, ότι ένας πεπειραμένος και δεξιοτέχνης αοιδός μπορούσε, εκτός από το να αυτοσχεδιάζει, να συνθέτει ατομικά, λίγο πριν από την απαγγελία, το παραδοσιακό του τραγούδι. Μπορούσε ακόμη να στοχάζεται και να απομνημονεύει όχι μόνο τυπικές λέξεις, φράσεις και στίχους, αλλά και τεχνικές, θέματα και σχέσεις μεταξύ φράσεων, στίχων και θεμάτων, ώστε το αποτέλεσμα της σύνθεσής του να τρέπεται από εφήμερο ψυχαγωγικό έργο σε μνημειακή, ολοκληρωμένη ποιητική σύνθεση. Ακόμη, η παρουσία ενός κεντρικού σχεδίου (με αρχή, μέση και τέλος), αλλά και οι σύνθετες τεχνικές που εφαρμόζονται στα ομηρικά έπη μάς υποχρεώνουν να δεχθούμε ότι δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν προϊόντα απρόσωπων απαγγελιών και, προπάντων, να συντεθούν σε περιβάλλον όπου δεν υπήρχε η γραφή. Με δεδομένη μάλιστα την άποψη ότι, στην αρχή τουλάχιστον της εμφάνισής της, η γραφή όχι μόνο δεν εξαφανίζει τον προφορικό λόγο, αλλά υποστηρίζει την κυκλοφορία του, το ενδεχόμενο τα δύο ομηρικά έπη να έχουν συντεθεί με την υποστήριξή της είναι εξαιρετικά πιθανό. Κρίνεται έτσι φρονιμότερη η υιοθέτηση της άποψης ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια μόνον ως προς την καταγωγή τους είναι προφορικά έπη.
Στο ζήτημα του χρόνου της καταγραφής των επών και πάλι οι γνώμες διχάζονται: οι πιστοί οπαδοί της προφορικής σύνθεσης υποστηρίζουν ότι ο Όμηρος δεν γνώριζε γραφή, υπαγόρευσε όμως τα έργα του σε εγγράμματους ομοτέχνους του ή γραφείς, ώστε το έργο του να αποκτήσει διαχρονική σημασία. Άλλοι υιοθετούν την πιο ελκυστική υπόθεση ότι το αλφάβητο λειτούργησε, νωρίς ήδη, ως μέσο διατήρησης της μνημειακής επικής ποίησης. Αυτό πάντως που έχει σημασία είναι ότι, ανεξάρτητα από την πρώιμη ή μεταγενέστερη καταγραφή τους, τα δύο ομηρικά έπη συνέχισαν να μεταδίδονται προφορικά. Μέχρι που τον 6ο αι. π.Χ., σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές, την εποχή του Σόλωνα, του τυράννου Πεισιστράτου ή του γιου του Ίππαρχου, δημιουργείται το πρώτο «κλασικό» γραπτό κείμενο του Ομήρου, προκειμένου να χρησιμοποιείται από τους ραψωδούς που απήγγελλαν τα δύο έπη στα Παναθήναια.
Ως προς το παραδοσιακό υλικό των επών, τους λογοτύπους, σήμερα γίνεται δεκτό ότι, εκτός από τη μετρική τους χρησιμότητα, που διευκολύνει αναμφισβήτητα το έργο της σύνθεσης, διαθέτουν ποιητικό νόημα και σημασία ανάλογα με τα εκάστοτε συμφραζόμενα. Όταν, για παράδειγμα, ο γέροντας Πρίαμος γονυπετής φιλάει τα αντροφόνα χέρια του Αχιλλέα, η φράση χεῖρας […] | ἀνδροφόνους (Ω 478-479) δεν είναι μόνο μετρικά χρήσιμη και τυπική, αλλά διαθέτει ιδιαίτερη λειτουργική σημασία. Επομένως, το ποιοι λογότυποι θα χρησιμοποιηθούν σε μια δεδομένη αφηγηματική περίσταση δεν καθορίζεται μόνο από τους μετρικούς λόγους αλλά και από το παραδοσιακό νόημα των λογοτυπικών συνδυασμών, που έρχονται από τη μακρά προφορική παράδοση. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι τυπικές ονοματικές φράσεις πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς και πολύμητις Ὀδυσσεύς έχουν την ίδια μετρική αξία. Κι όμως, τα δύο ονόματα δεν ανταλλάσσουν ποτέ τους οικείους προσδιορισμούς τους: το πολύμητις δηλαδή δεν εμφανίζεται ποτέ δίπλα στον Αχιλλέα, ούτε το πόδας ὠκὺς ως συνοδευτικό χαρακτηριστικό του Οδυσσέα.
Τέλος, την ίδια αντιστοιχία και ευελιξία προς το περιεχόμενο παρουσιάζουν και οι θεματικοί τύποι (οι τυπικές σκηνές και τα θέματα), που χρησιμεύουν στη σύνθεση των επών στο σύνολό τους. Παρατηρείται δηλαδή ότι, ανάλογα με τα εκάστοτε συμφραζόμενα, οι τυπικές σκηνές και τα θέματα μπορεί να παραλλάσσονται, να συμπτύσσονται ή να επεκτείνονται, ενώ απόμακρες τυπικές δραστηριότητες (για παράδειγμα, οι ικεσίες του Χρύση και του Πριάμου στην αρχή και στο τέλος της Ιλιάδας) μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους με ποικίλους τρόπους. Γενικότερα, μορφή και νόημα στα ομηρικά έπη βρίσκονται σε στενή σχέση και συνεχή επικοινωνία.
Η πρόσληψη της επικής διήγησης
Το αφηγηματικό υλικό της προφορικής επικής ποίησης απαρτίζεται σε μεγάλο μέρος της από παραδοσιακά θέματα, τα οποία ήταν ήδη γνωστά στον ακροατή. Οικείο και επίσης γνωστό ήταν το μέσο, η λογοτυπική δηλαδή γλώσσα του εξάμετρου στίχου. Το ερώτημα κατ᾽ επέκταση που τίθεται είναι με ποια κριτήρια το ακροατήριο εκτιμούσε ως εξαιρετική ή υψηλή την επίδοση ενός αοιδού, ο οποίος χειριζόταν ένα θέμα γνωστό και οικείο ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή του.
Από τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν οι εσωτερικοί ακροατές της Οδύσσειας τα τραγούδια των αοιδών, κυρίως του Δημοδόκου, διαπιστώνεται ότι βασικό κριτήριο ήταν ο ξεχωριστός τρόπος με τον οποίο χειριζόταν ο αοιδός το παραδοσιακό του υλικό. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ένας δεξιοτέχνης αοιδός, προκειμένου να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον των ακροατών στην παρακολούθηση της διήγησης, μπορούσε, και έπρεπε, να χειρίζεται με άνεση και ευελιξία την παραδοσιακή γλώσσα· να παρουσιάζει δικαιολογημένη την εξέλιξη της επικής δράσης και να οργανώνει με οικονομημένο τρόπο τα ιστορούμενα γεγονότα· ακόμη, να είναι σε θέση να συντάσσει τη διήγηση με ενάργεια, παραστατικότητα και αληθοφάνεια· τέλος, να προκαλεί την ένταση και την αδημονία του ακροατή για το πώς θα εξελιχθούν τα δρώμενα.
Στη σύνθεση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας αναγνωρίζονται τα προηγούμενα χαρακτηριστικά σε σημαντικό βαθμό. Και στα δύο έπη εντοπίζονται ίχνη από μυθολογικά ή νοβελιστικά θέματα, συνδεδεμένα σε άλλα έργα με διαφορετικούς ήρωες (θέμα της οργής, νόστοι, κατάβαση στον Άδη). Απαντούν επίσης υπαινιγμοί σε μυθολογικά κατορθώματα ηρώων (λ.χ. η Αργοναυτική εκστρατεία) ή παλαιές έριδες των ολυμπίων θεών, προκειμένου να αποκαταστήσουν τη θεϊκή τάξη και να εδραιώσουν την ιεραρχία τους. Γίνονται τέλος αναφορές σε θέματα του τρωικού πολέμου και των γεγονότων που τον ακολούθησαν (στην κρίση του Πάρη, στη συγκέντρωση του στόλου και των αρχηγών στην Αυλίδα, στην άλωση της Τροίας, στον θάνατο του Αχιλλέα, στη μελλοντική αναχώρηση του Οδυσσέα από την Ιθάκη). Όλα αυτά τα θέματα σε μεγάλο μέρος τους φιλοξενούνται στο κύριο υλικό των μεταγενέστερων αποσπασμάτων του επικού κύκλου (Κύπρια, Αιθιοπίς, Νόστοι, Τηλεγόνεια).
Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι το πλούσιο αυτό παραδοσιακό υλικό δεν περνάει στα δύο έπη αυτούσιο, αλλά με υπαινικτικό και άκρως επιλεκτικό τρόπο, προκειμένου να εξυπηρετήσει, σε μια νέα πλέον προοπτική, τις ανάγκες της αφηγηματικής πλοκής των δύο επών. Προπάντων, το παραδοσιακό υλικό στα ομηρικά έπη (σε αντίθεση προς τα αποσπάσματα του επικού κύκλου όπου τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο, δίχως η αφήγηση να επικεντρώνεται σ᾽ έναν ξεχωριστό ήρωα) οργανώνεται γύρω από έναν κεντρικό θεματικό άξονα (τη μῆνιν στην Ιλιάδα και τον νόστο στην Οδύσσεια) και έναν βασικό πρωταγωνιστή (τον Αχιλλέα και τον Οδυσσέα). Την άρτια οργάνωση του υλικού των δύο ομηρικών επών έναντι των υπολοίπων του επικού κύκλου τονίζει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του (23.1): «[…] και σε τούτο ο Όμηρος είναι θεσπέσιος, όταν τον συγκρίνουμε με τους άλλους. Δηλαδή δεν καταπιάστηκε να κάμει ποίημα ολόκληρο τον τρωικό πόλεμο, αν και έχει αρχή και τέλος. Αν το έκαμε, ο μύθος θα ήταν μεγάλος και όχι ευσύνοπτος. Αν πάλι είχε μικρότερο μέγεθος ο πόλεμος, τότε θα ήταν πάρα πολύ περίπλοκος εξαιτίας της ποικιλίας των γεγονότων. Τώρα όμως, αφού ο Όμηρος διάλεξε ένα μέρος, από τα υπόλοιπα χρησιμοποιεί πολλά σαν επεισόδια, όπως τον κατάλογο των πλοίων [ραψ. Β] και άλλα επεισόδια με τα οποία ποικίλλει το ποίημα.» (μτφρ. Σ. Δρομάζος) Η «πρωτοτυπία» έτσι στη σύνθεση της αφηγηματικής ύλης των δύο ομηρικών επών έγκειται όχι, όπως συμβαίνει λίγο πολύ σήμερα, στην απομάκρυνση του ποιητή από την παράδοση, αλλά ακριβώς στον συνεχή και δραστήριο συναγωνισμό του με αυτήν, την οποία και εξελίσσει με την περίτεχνη αναδιαμόρφωση των παραδοσιακών θεμάτων.
Τέλος, από τη στιγμή που ο ακροατής γνωρίζει λίγο πολύ την εξέλιξη του μύθου των δύο επών, το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται από την ίδια την έκβαση των συμβάντων στον τρόπο εξέλιξης της αφηγηματικής πλοκής. Συγκεκριμένα, πώς θα εξελιχθεί η ιλιαδική βουλή του Δία ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσει ο Οδυσσέας για να επιστρέψει στην πατρίδα του και να εξοντώσει τους μνηστήρες της γυναίκας του. Ο επιδέξιος χειρισμός του αφηγηματικού προγράμματος προϋποθέτει τη χρήση διηγητικών τεχνικών όπως είναι η επιβράδυνση, η αναδρομή, η προοικονομία, η έκπληξη και η αγωνία για ό,τι πρόκειται να συμβεί. Ο ποιητής όμως ποτέ δεν αποκαλύπτει με πληρότητα τους στόχους της αφήγησής του. Έτσι, την ίδια στιγμή που ένα στοιχείο αποκαλύπτεται, ένα άλλο με έξυπνο τρόπο αποκρύπτεται. Αποτέλεσμα: ο ακροατής γνωρίζει το γενικό σχέδιο της δράσης, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πορεία της.
Ιλιάδα και Οδύσσεια: αναλογίες και διαφορές
Καίρια ερωτήματα που αφορούν τις σχέσεις των δύο επών (λ.χ., ποιο από τα δύο έπη προηγείται και ποιο ακολουθεί; ανήκουν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια στον ίδιο ή σε διαφορετικό ποιητή; οι ομοιότητες στη γλώσσα και στα παράλληλα θέματα είναι προϊόντα απευθείας μίμησης του ενός έπους από το άλλο ή θα πρέπει να αναχθούν στην προφορική παράδοση;) δύσκολα μπορούν να απαντηθούν με βέβαιο και κατηγορηματικό τρόπο. Παρ' όλα αυτά, με βάση χαρακτηριστικές ενδείξεις, μερικές από τις οποίες σχολιάζονται στη συνέχεια, γίνεται δεκτό σήμερα από πολλούς ομηριστές ότι η Οδύσσεια είναι μεταγενέστερη, που σημαίνει ότι προϋποθέτει την Ιλιάδα, συχνά τη «μιμείται» και σκόπιμα τη συναγωνίζεται. Μια τέτοια σχέση προϋποθέτει ότι τα δύο έπη παρουσιάζουν προφανείς αναλογίες αλλά και χαρακτηριστικές διαφορές.
Στην κάπως άνιση έκταση των δύο επών -η Ιλιάδα αποτελείται από 15.693 και η Οδύσσεια από 12.110 στίχους- αντιστοιχεί το διαφορετικό θεματικό τους περιβάλλον. Η Ιλιάδα είναι κυρίως πολεμικό και δραματικό ποίημα, ενώ η Οδύσσεια, δίχως να αποκλείει τα πολεμικά επεισόδια, όπως είναι η «Μνηστηροφονία», παραμένει κατά βάση μεταπολεμικό έπος, του νόστου και της επανένωσης με τους οικείους. Στη συμπληρωματικού τύπου αυτή αντίθεση υπεισέρχονται άλλες ειδικότερες. Στην Ιλιάδα δεσπόζει η προβολή της αγριότητας της μάχης και των συνεπειών της, ενώ, παρά το συμφιλιωτικό της επιλογικό μέρος ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Πρίαμο, πάνω από τα κεφάλια των ηρώων αιωρούνται η απειλή του θανάτου και η άλωση της Τροίας. Ο μύθος της Οδύσσειας εξελίσσεται πιο αισιόδοξα: η αναρχία και η αταξία, που κυριαρχούν στην Ιθάκη κατά το διάστημα της απουσίας του Οδυσσέα, τερματίζονται με τον νόστο του πρωταγωνιστή της, ο οποίος τιμωρεί τους μνηστήρες της Πηνελόπης και αναγνωρίζεται από τον γιο, τη γυναίκα και τον γέροντα πατέρα του. Η συμφιλίωση που επιβάλλεται από τους θεούς ανάμεσα στον Οδυσσέα, στους συμμάχους του και στους συγγενείς των εξοντωμένων μνηστήρων στο τέλος της Οδύσσειας είναι ασφαλώς πιο αισιόδοξη από ό,τι η μάλλον πένθιμη της Ιλιάδας. Τέλος, ο επιλογικός ορίζοντας και των δύο επών παραμένει ανοιχτός: στην Ιλιάδα εκκρεμεί η συνέχιση του πολέμου με τα δραματικά του παρεπόμενα, ενώ στην Οδύσσεια ο αναγνωρισμός του Οδυσσέα από την Πηνελόπη σκιάζεται από τις νέες περιπέτειες που περιμένουν τον σύζυγο από μια δεύτερη αποδημία.
Και στα δύο έπη, εκτός από τις ισχυρές, παθολογικές και άνισες, σχέσεις ανάμεσα σε συμπολεμιστές και εταίρους, τονίζεται το σύνθετο πλέγμα των στενών οικογενειακών δεσμών (Πηλέας-Θέτιδα και Αχιλλέας· Πρίαμος-Εκάβη και Έκτορας-Ανδρομάχη-Αστυάναξ· Λαέρτης-Αντίκλεια και Πηνελόπη-Οδυσσέας-Τηλέμαχος). Ο επιτονισμός αυτός, κυρίως στην Οδύσσεια, επιτυγχάνεται με την αντιπαράθεση ανάμεσα σε έμπιστα ζεύγη (Οδυσσέας-Πηνελόπη), σε παρασυζυγικά (Ελένη-Πάρης), σε άπιστα (Αγαμέμνονας-Κλυταιμνήστρα) ή κάπως ψυχρά (Μενέλαος-Ελένη). Ο πόλεμος στην Ιλιάδα διαλύει κοινωνικές, φιλικές, οικογενειακές και συζυγικές σχέσεις -η συμφιλίωση ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Πρίαμο είναι ασφαλώς λαμπρή εξαίρεση-, ενώ στην Οδύσσεια ο νόστος, παρά την απώλεια των εταίρων, τις εδραιώνει.
Οι σχέσεις ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς, στον άντρα και στη γυναίκα, στους επώνυμους ήρωες και στο ανώνυμο πλήθος στο πολεμικό σκηνικό της Ιλιάδας είναι περιορισμένες και δεδομένες. Στην Οδύσσεια αντίθετα οι σχέσεις μεταξύ των θνητών διευρύνονται με την αναβαθμισμένη εκπροσώπηση των γυναικών, των απλών ανθρώπων και των δούλων. Σκηνές της καθημερινής ζωής αφθονούν στην Οδύσσεια, ενώ στην Ιλιάδα μετατοπίζονται στον χώρο της παρομοίωσης. Το πολιτικό στοιχείο αναδεικνύεται περισσότερο στην Οδύσσεια από ό,τι στην Ιλιάδα, όπου το μένος του πολεμιστή αποκλείει κατά κανόνα τη διαπραγμάτευση. Η ορθή κρίση και η συμβουλή στο πλαίσιο της συνέλευσης, και θεσμοί, όπως η φιλοξενία, συντηρούνται επίσης στην Ιλιάδα, έρχονται ωστόσο σε δεύτερη μοίρα.
Ανάλογα προβάλλονται και οι διαφορετικές αξίες που στηρίζουν την ιδεολογία των δύο επών. Το θέμα της τιμής του Αχιλλέα στην Ιλιάδα αντιπαραβάλλεται στον αγώνα που δίνει ο Οδυσσέας για την υπεράσπιση της ιδιοκτησίας του στην Οδύσσεια. Η κατάκτηση του κλέους (φήμης και δόξας) αφορά και στους δύο βασικούς πρωταγωνιστές των επών. Όμως, ενώ για τον ιλιαδικό πολεμιστή το κλέος συνδέεται με τον θάνατό του στο πεδίο της μάχης και τη στέρηση του νόστου, στην Οδύσσεια το κλέος του πρωταγωνιστή της προϋποθέτει την έξοδο από τον θάνατο -χαρακτηριστικό παράδειγμα η «Νέκυια»- και εδραιώνεται με την επιστροφή στην πατρίδα του.
Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια οι βασικοί πρωταγωνιστές της, ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας, αποσύρονται στην αρχή, για διαφορετικούς βέβαια λόγους, από το προσκήνιο της αφηγηματικής δράσης, επιτρέποντας έτσι σε άλλους ήρωες (στον Αγαμέμνονα, στον Διομήδη, στον Πάτροκλο στην Ιλιάδα· στον Τηλέμαχο στην Οδύσσεια) να τους υποκαταστήσουν, όχι όμως και με αποτελεσματικό τρόπο. Η απουσία των δύο ηρώων από τα αφηγηματικά δρώμενα προκαλεί αναπόφευκτα βάσανα και οδύνη στους συμπολεμιστές και στην οικογένειά τους. Καθυστερημένα Αχιλλέας και Οδυσσέας, έχοντας απαρνηθεί ο πρώτος άδοξη ζωή και νόστο, ο δεύτερος τη φυλακισμένη αθανασία που του υπόσχεται η Καλυψώ, επιστρέφουν τελικά στο προσκήνιο της δράσης και εκδικούνται τους μισητούς εχθρούς τους: τον Έκτορα ο Αχιλλέας· τους μνηστήρες ο Οδυσσέας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο κεντρικά φονικά επεισόδια εμφανίζονται στην εικοστή δεύτερη ραψωδία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
Ανάμεσα ωστόσο στους δύο ήρωες υπάρχουν χαρακτηριστικές διαφορές: ο Αχιλλέας είναι πιο αυθόρμητος, ευθύς στα λόγια και ήρωας της βίας, του πάθους και της πράξης. Ο Οδυσσέας είναι πιο επιφυλακτικός και ικανός ρήτορας, ήρωας κατεξοχήν της πανουργίας και του δόλου. Το ήθος και των δύο αντιστοιχεί στη διαφορετική θεματολογία και ιδεολογία των δύο επών: στη βία της ιλιαδικής ανοικτής μάχης, όπου η τιμή του πολεμιστή επιβάλλει την αντιμετώπιση του αντιπάλου σώμα με σώμα, αντιβάλλονται η εφαρμογή της οδυσσειακής ενέδρας, η χρήση του αντιηρωικού τόξου από τον Οδυσσέα στη μνηστηροφονία, τα πλανερά λόγια ή και το ψέμα. Από τον τραγικό κόσμο της Ιλιάδας περνάμε στον κατεξοχήν ειρωνικό της Οδύσσειας, όπου η εξέλιξη της δράσης, μέσω κυρίως των πρωτεϊκών μεταμορφώσεων του πρωταγωνιστή της, στηρίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στην άγνοια και στη γνώση, στην αποκάλυψη και στην απόκρυψη, στον λόγο και στην πράξη.
Χαρακτηριστική είναι επίσης και στα δύο έπη η παρουσία και εμπλοκή των θεών και δαιμόνων στον χώρο των θνητών. Γενικά, ο κόσμος των αθανάτων Ολυμπίων στα δύο έπη αντιπαρατίθεται έντονα προς τον κόσμο των θνητών. Για παράδειγμα, οι έριδες για τους πρώτους παίρνουν τις διαστάσεις της παρωδίας και του κωμικού, ενώ για τους δεύτερους έχουν τραγικές συνέπειες. Στην Ιλιάδα οι θεοί παρουσιάζονται πιο συχνά με τα ελαττώματα των ηρώων -για παράδειγμα ερίζουν εξαιτίας τους- μοιρασμένοι στα αντίπαλα στρατόπεδα, παρεμβαίνουν περισσότερο και πιο συχνά στον χώρο των θνητών και συμβάλλουν, καθοριστικά και με ύπουλο τρόπο, στον θάνατο συμπαθητικών ηρώων (του Πατρόκλου και του Έκτορα). Αντίθετα στην Οδύσσεια οι θεοί εμπλέκονται λιγότερο και αραιότερα στην αφηγηματική δράση -κατεξοχήν ο Δίας και η Αθηνά, και σποραδικά ο Ερμής- και επεμβαίνουν κυρίως όταν πρόκειται να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη στον χώρο των θνητών. Καταδικάζουν την αλαζονεία του Αιγίσθου και των μνηστήρων και επιβάλλουν το δίκιο, μαζί με το αίσιο τέλος του οδυσσειακού έπους, μέσω της παρέμβασης της θεάς Αθηνάς. Αν και στο οδυσσειακό έπος ο Ποσειδώνας, εχθρός του Οδυσσέα, καθυστερεί τον νόστο του, η γενικότερη, πιο εξελιγμένη, ηθική και θεοδικία που παρουσιάζει η Οδύσσεια έναντι της Ιλιάδας, αποδίδεται στον μεταγενέστερο χρόνο της σύνθεσής της.
Γενικότερα, η Οδύσσεια φαντάζει σε πολλά της σημεία ἐπίλογος της Ιλιάδας (Λογγίνος, 1ος αι. μ.Χ., Περί Ύψους 9.12). Ο θάνατος του Αχιλλέα, ο δούρειος ίππος και η άλωση της Τροίας, η επιστροφή της Ελένης, η δολοφονία του Αγαμέμνονα, τα βάσανα και οι περιπλανήσεις του νόστου των Αχαιών εμφανίζονται, έμμεσα ή άμεσα, στην Οδύσσεια, ώστε δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι το οδυσσειακό έπος, αν και δεν αναφέρεται ρητά σε επεισόδια του ιλιαδικού, το αγνοεί πλήρως.
Ως προς τον τρόπο με τον οποίο συντάσσεται το αφηγηματικό υλικό στα δύο έπη, ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του (23.2) αναφέρει: «Έτσι, και τα ποιήματά του [ενν. ο Όμηρος] το ένα, την Ιλιάδα, το σύνθεσε απλό και γεμάτο παθήματα, και την Οδύσσεια, τη σύνθεσε περίπλοκη (γεμάτη αναγνωρίσεις από την αρχή έως το τέλος) και με χαρακτήρες.» (μτφρ. Σ. Δρομάζος) Εξειδικεύοντας κάπως την «απλή» σύνθεση, θα λέγαμε ότι η σύνταξη της αφηγηματικής δράσης της Ιλιάδας, δίχως να στερείται τη συμμετρία στη σύνθεση (που εξασφαλίζεται με παραλληλισμούς και αντιθέσεις), είναι γραμμική και προοδευτική: αρχίζει με τη σύγκρουση Αχιλλέα και Αγαμέμνονα, εξελίσσεται με τον θάνατο του Πατρόκλου, κορυφώνεται με την εξόντωση του Έκτορα και κατευθύνεται, στον χώρο πλέον του μεταϊλιαδικού μύθου, προς τον θάνατο του Αχιλλέα και την άλωση της Τροίας. Έναντι της κάπως απλούστερης δομής της Ιλιάδας η αντίστοιχη της Οδύσσειας αποδεικνύεται πράγματι συνθετότερη και πολύπλοκη. Ο ευρύτερος χώρος μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται η αφηγηματική δράση του οδυσσειακού έπους επιτρέπει την απότομη εναλλαγή των σκηνών και τη συχνότερη μετατόπιση των αφηγηματικών δρωμένων στον χώρο και στον χρόνο. Κυρίαρχο αφηγηματικό τέχνασμα οι «Απόλογοι» του Οδυσσέα, στο πλαίσιο των οποίων το έπος απλώνεται στον κόσμο του παραμυθιού. Εδώ τα γεγονότα μπορεί να φαίνονται «λιγότερο πιθανά» από ό,τι οι ηρωικές μάχες της Ιλιάδας, υψώνονται ωστόσο στη σφαίρα της αφηγηματικής τέχνης και, γενικότερα, της καλλιτεχνικής φαντασίας. Στην Ιλιάδα οι διεξοδικές πρωτοπρόσωπες διηγήσεις ηρώων είναι περιορισμένες και λειτουργούν συχνά ως μυθολογικά παραδείγματα που αποσκοπούν στην παραίνεση ενός ήρωα για να δράσει.
Γενικότερα, η Οδύσσεια μας δίνει μια πιο παραστατική, έναντι της Ιλιάδας, εικόνα για την αφηγηματική τέχνη και την ποίηση ειδικότερα. Αν και στα δύο έπη οι Μούσες είναι που υποστηρίζουν το έργο του αφηγητή στη διήγηση, η Οδύσσεια παρουσιάζει όχι μόνο τον βασικό της πρωταγωνιστή ως δεξιοτέχνη αφηγητή, αλλά διαθέτει επώνυμους και δεξιοτέχνες αοιδούς, τον Φήμιο στην Ιθάκη και τον Δημόδοκο στη Σχερία, με ιδεατούς ακροατές τους απόκοσμους Φαίακες. Η αφηγηματική δράση στην Ιλιάδα είναι καθοριστικά ριζωμένη στην πραγματικότητα του πολέμου και στο αναπότρεπτο του θανάτου. Στην Οδύσσεια αντίθετα οι ήρωες βρίσκουν συχνά την ευκαιρία να μετατρέπουν τα βάσανα της ζωής τους σε ιστορίες που τέρπουν και θέλγουν. Και τα δύο ωστόσο έπη εδραιώθηκαν στην ελληνική και στην παγκόσμια λογοτεχνία όχι τόσο εξαιτίας των αναλογιών και των διαφορών που παρουσιάζουν μεταξύ τους, αλλά επειδή έθεσαν με καίριο τρόπο κρίσιμα προβλήματα του ανθρώπου, τα οποία προσπάθησαν να κατανοήσουν και να εξηγήσουν.