Ο άγιος Μέγας Φώτιος, παλατιανός πρωτοσπαθάριος, άνδρας από βασιλική γενιά και ανιψιός του παλιότερου πατριάρχη άγιου Ταράσιου (σκεύους εκλογής της παιδοκτόνου αγίας Ειρήνης της Αθηναίας), ανέβηκε δυο φορές (858-867, 877-886) στον πατριαρχικό θρόνο. Την πρώτη φορά τα κατάφερε με την εύνοια του ακόλαστου Καίσαρα Βάρδα, εκθρονίζοντας τον πατριάρχη άγιο Ιγνάτιο, αφού διεξήλθε σε έξι ημέρες, όπως και ο αισχρός θείος του, όλες τις ιερατικές βαθμίδες. Θα αρκούσαν αυτά (βαρύνεται με πολλά ακόμη), δηλαδή η διακωμώδηση του “μυστηρίου” της ιεροσύνης, η με ευθύνη του επέμβαση της κοσμικής εξουσίας στα εκκλησιαστικά και ο σφετερισμός, για να τον κατατάξει η εκκλησιαστική Ιστορία στα ιερά σκουπίδια. Όμως τιμάται ως Άγιος και Μέγας μαζί με δεκάδες όμοιούς του ή και πολύ χειρότερους, χωρίς να νιώθει σήμερα κανένα μέλος ή αξιωματούχος της κρατικής Εκκλησίας την ανάγκη να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό, αν και κατά το Κανονικό Δίκαιο είναι το λιγότερο ένας ‘μοιχεπιβάτης’ του πατριαρχικού θρόνου, που τον κατέλαβε με μπαμπεσιά.
Ο παραδυναστεύων Βάρδας, δεξί χέρι του ανιψιού του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ του μέθυσου, του έκφυλου γιού της αδελφής του της μέγαιρας αγίας Θεοδώρας, θέλησε να την ξεφορτωθεί κλείνοντάς την σε μοναστήρι. Ο άγιος Ιγνάτιος, γιός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄, ευνουχισμένος από πολύ νέος από το διάδοχο του πατέρα του Λέοντα τον Αρμένιο για να εξουδετερωθεί ως δικαιούχος του βασιλικού θρόνου, αρνήθηκε, γι’ αυτό ο Βάρδας καιροφυλακτούσε εναντίον του. Στα Θεοφάνεια ο Ιγνάτιος δεν του χορήγησε τη θεία κοινωνία, όχι για τις ατελείωτες κακουργίες του, αλλά επειδή συζούσε με τη γυναίκα του γιου του, αφού στην υποκριτική ηθική των παπάδων, οι κρεβατοκάμαρες έχουν τον πρώτο και σχεδόν μοναδικό λόγο, μαζί με την κατηγορία της «αίρεσης». Ο πατριάρχης εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα, που πείστηκε από τον Βάρδα πως συνωμοτούσε μαζί με την μάνα του εναντίον του. Ο Βάρδας ήταν ήδη συνεννοημένος με τον αρρωστημένα φιλόδοξο Φώτιο και μεθόδευσε με πονηριές, πιέσεις και ψεύτικα ταξίματα την ψήφισή του από τους Αρχιερείς, ακόμη κι από αυτούς που υποστήριζαν τον Ιγνάτιο. Πρόκειται για μια ακόμη πονηρή μεθόδευση, που διεκδικεί τη θέση της στα εκτεταμένα Άπαντα των ευρηματικών αθλιοτήτων της εκάστοτε πατριαρχικής εκλογής, που σχεδόν ποτέ της δεν υπήρξε ομαλή. Το έσχατο πρόσχημα των ενδοτικών Αρχιερέων, η υπογραφή από το Φώτιο δήλωσης πως θα σεβαστεί τον ξεπεσμένο Ιγνάτιο, έπεσε όταν ο νέος πατριάρχης κατάφερε να εξαφανίσει το χαρτί και μαζί του και τις υποσχέσεις του. Ο Φώτιος στο μεταξύ μέσα σε λίγες μέρες είχε χριστεί διαδοχικά καλόγερος, αναγνώστης, υποδιάκος, διάκος, παπάς και περίμενε ανυπόμονος την ψήφο της Συνόδου, που του δόθηκε τελικά μετά και από αυτοκρατορικούς ελιγμούς και ο αθεόφοβος έγινε επίσκοπος και πατριάρχης ανήμερα τα Χριστούγεννα, το ίδιο ταχύτατα με το θείο του τον άγιο Ταράσιο, το άθλιο προηγούμενο του οποίου καθώς και αυτό του μιμητή και διαδόχου του Νικηφόρου Α΄, που άνοιξαν το δρόμο σε υπερταχείες χειροτονίες, επικαλέστηκε απαντώντας στον έλεγχο του πάπα, αφού πρώτα είχε κάνει το δύσκολο, γράφοντας πως δήθεν θεωρεί τον εαυτό του «ανάξιον» «και του αρχιερατικού βαθμού και της ποιμαντικής εγχειρήσεως». Καρφί δεν του καιγόταν πως με την τρίτη επανάληψη αυτής της καθεστωτικής ασχήμιας μέσα σε τόσο σύντομο χρόνο, εξαχρειωνόταν η πατριαρχική αξία και τα όποια λείψανα της αυτονομίας της Εκκλησίας και έμπαιναν στον ίδιο πειρασμό και οι μελλοντικοί μονάρχες. Mάλιστα γνώριζε ότι δυο εξέχοντες ηγούμενοι του Στουδίου, οι όσιοι Πλάτων και Θεόδωρος ο Ομολογητής, όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος διόρισε πατριάρχη το λαϊκό Νικηφόρο απείλησαν με σχίσμα και αντέταξαν «το μη δειν από λαϊκών αθρόως εις επισκοπήν ανατρέχειν», κινδυνεύοντας να τιμωρηθούν για την αποκοτιά τους (Θεοφάνης ‘Chronographia’, σελ.747).
Για να είναι εξασφαλισμένος ο Φώτιος ήθελε την παραίτηση του Ιγνάτιου, αυτός όμως αρνιόταν. Υποβλήθηκε σε βασανιστήρια, από εγκάθετους του Φώτιου και του αυτοκράτορα, «πυγμαίς τα πρόσωπα και τους οδόντας συνθλάσαντες». Τον γρονθοκόπησαν δηλαδή και τον ξεδόντιασαν κυριολεκτικά και τον έκλεισαν, απογυμνωμένο από κάθε ιερό διάσημό του, στον τάφο του εικονομάχου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου, όπου πήγαιναν βασανιστές που τον ανάγκαζαν σε συνεχή ορθοστασία χωρίς φαγητό, για να του αποσπάσουν την παραίτησή του, πράγμα που πέτυχαν, όχι εθελούσια αλλά με τη βία, βάζοντάς του μια πένα στο χέρι και κατευθύνοντάς την (‘Scriptores post Theophanem’, 195). Δίκαια λοιπόν ο χρονογράφος Συμεών ο Λογοθέτης έγραψε για την «τυραννίδα Φωτίου». Δεν ήταν ασφαλώς ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που δυο άγιοι πατριάρχες διευθετούσαν τις διαφορές τους μέσα σε τόση αηδιαστική βαρβαρότητα. Τα ίδια και χειρότερα είχε υποστεί άλλος ένας άγιος πατριάρχης ο ευνούχος Μεθόδιος ο Ομολογητής, που διαβεβαίωνε πως τα γεννητικά του όργανα τα είχε κόψει το φάντασμα του Αγ.Πέτρου στη Ρώμη για να μην μπαίνει σε πειρασμό. Ο ίδιος είχε ξεβρακωθεί μπροστά στη Σύνοδο για να αποδείξει πως δεν μπορούσε να πάει με γυναίκα. Αυτόν τον απατεώνα λοιπόν ο εικονομάχος αυτοκράτορας Θεόφιλος, αφού τον ξεδόντιασε τσακίζοντάς του τα σαγόνια, τον έκλεισε σε βαθύ τάφο μαζί με δυο κλέφτες, ο ένας από τους οποίους πέθανε και το σώμα του αφέθηκε να σαπίσει μέσα στην ειρκτή. Ο θεομπαίχτης άγιος Μεθόδιος δεν του κράτησε κακία κι όταν επανακατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο, έκανε το χατίρι στην ηλίθια χήρα του Θεόφιλου, την εικονόδουλη αγία Θεοδώρα και είπε πως τάχα Άγγελος Κυρίου έσβησε το όνομα του Θεόφιλου από το αφοριστήριο κατά των Εικονομάχων, που είχε αφήσει πάνω στην Αγ. Τράπεζα. Ασφαλώς ο Φώτιος ήταν ίσως ο πλέον μορφωμένος άνθρωπος της Αυτοκρατορίας και της εποχής του, όπου βεβαίως η μόρφωση προσφερόταν σε ελάχιστους, ένας άλλος Μιχαήλ Ψελλός, ένας λόγιος ρασοφόρος, που υπηρετεί την τυραννική εξουσία, αλλά αυτό τον καθιστά ακόμη πιο ένοχο, αφού του αφαιρεί το ελαφρυντικό της συνηθισμένης καλογερικής αμορφωσιάς, μωρίας και έλλειψης κάθε συναίσθησης. Άλλωστε κίνητρο της φιλομάθειάς του ήταν η ακόρεστη φιλοδοξία του, μελετούσε για να ανεβεί: ««πλέον δε πάντων ο της δόξης έρως, δι’ ον αυτώ και νύκτες άϋπνοι περί την ανάγνωσιν εμμελώς εσχολακότι» (Νικήτας Παφλαγών, 509).
Ο επαγγελματίας εραστής, σλαβικής ή αρμένικης καταγωγής, αγράμματος αλλά ρωμαλέος παλαιστής και ιπποκόμος Βασίλειος ο Μακεδόνας, καταφέρνει και γίνεται παρακοιμώμενος και σύντροφος του έκφυλου και μέθυσου Μιχαήλ Γ΄ και αργότερα χρίζεται από το Φώτιο συμβασιλέας του. Συνήθως οι παρακοιμώμενοι ήταν ευνούχοι, αλλά ο Βασίλειος όχι μόνο δεν ήταν, αλλά είχε πριν την κοινωνική του άνοδο, κάποια συνάντηση με κάποιον παπαδίσκο ενός μοναστηριού, τον προσμονάριο Νικόλαο, όταν ήταν ζητιάνος, που πολλοί (κακόπιστοι) την θεωρούν παρεξηγήσιμη. Ο παπάς πήρε λέει εντολή από το Θεό (!) να φιλοξενήσει το μελλοντικό βασιλιά, που κοιμόταν κουρελής στο κατώφλι της Μονής κι αυτός το παράκανε λιγάκι, πλένοντάς τον ο ίδιος στο λουτρό κλπ. «Εξελθών ουν μετά σπουδής σύντρομος και εύρων Βασίλειον μετά πήρας και ράβδου, εισήγαγεν έσωθεν της εκκλησίας. Και τη δευτέρα ημέρα απελθών μετ’ αυτού εις το λουτρόν έλουσεν αυτόν και ήλλαξε και ελθών εν τη εκκλησία εποίησεν αδελφοποίησιν, και συνηυφραίνοντο εν αλλήλοις. Τη δε επαύριον λούσας αυτόν και ιμάτιον περιβολών, πνευματικόν αδελφόν εποιήσατο και ομώροφον είχε και ομοδίαιτον» (Γεωργίου Μοναχού, «Βίοι των νέων Βασιλέων»). Έτσι ξεκίνησε η σταδιοδρομία του στην Πόλη, αφού ο εξαιρετικά περιποιητικός παπάς, όχι επειδή υπήρξε εραστής του, όπως ερμηνεύουν πολλοί (κακοήθεις), αλλά εκτελώντας οδηγίες του θεού του, που φαίνεται πως εκτιμούσε ιδιαίτερα τον πανάθλιο Βασίλειο και πως άνοιγε ψιλοκουβέντα με το ρασοφόρο λουτράρη του, του έδειξε με τις γνωριμίες του την πόρτα της εισόδου στην ‘καλή κοινωνία’, μέσω του κοντού και ασθενικού άρχοντα Θοφιλίτζη, που του άρεσε να περιβάλλεται από ρωμαλέους άνδρες, που τους έντυνε πλούσια και τους επιδείκνυε στην Πόλη. Για όσους καχύποπτους αναρωτηθούν από πότε οι παπάδες περιμαζεύουν ζητιάνους, τους πλένουν τους ντύνουν και τους προάγουν όπου δει, θα υπενθυμίσω πως όλα έγιναν με τη θεία βούληση, που άλλη δουλειά δεν είχε από το να προωθεί καθάρματα στον ανατολικό ρωμαϊκό θρόνο.
Ο Βασίλειος, δολοφονεί το Βάρδα με τη συναίνεση του αυτοκράτορα. Ο μασκαράς ο Φώτιος για να σώσει το τομάρι του έστειλε γράμμα στο Μιχαήλ στην οποία εκφράζει τη χαρά του για το χαμό του ευεργέτη του, που τώρα τον αποκαλεί «ταπεινόν άνθρωπον». Ο Μιχαήλ βέβαια, που ήξερε τι κουμάσι ήταν, δεν δίσταζε να διακηρύσσει ότι «δικός μου πατριάρχης είναι ο Γρύλος» (Νικήτας, 520), ο γελωτοποιός του, που όπως μαρτυρεί ο Κεδρηνός, ντυνόταν αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας και ασχημονούσε παλιότερα με αισχρό και δύσοσμο τρόπο μπροστά στη βασίλισσα αγία Θεοδώρα, την ώρα που η ξεμωραμένη αμαρτωλή γριά έσκυβε να του φιλήσει το χέρι, πριν ο γιός της κουρέψει με το στανιό αυτήν και τις αδελφές του, καλόγριες. Η μάνα του μέθυσου αυτοκράτορα, κάποτε είχε πιεί τόσο αίμα ‘αιρετικών’, ώστε η Ορθόδοξη Εκκλησία ευγνωμονούσα την ανακήρυξε αγία. Ο στρατός της δολοφόνησε εκατό χιλιάδες Παυλικανούς, παλουκώνοντας, σφάζοντας ή πνίγοντάς τους. «Τους μεν ξύλω ανήρτων, τους δε ξίφει παρεδίδουν, τους δε τω τη θαλάσση βυθώ.» Ακόμη και ο συντηρητικός Παπαρρηγόπουλος κατηγορεί την αγία λάμια: «Παρασυρθείσα υπό κακώς νενοημένου θρησκευτικού ζήλου, εξέθηκεν εαυτήν, ή μάλλον εξέθηκε τον χριστιανισμόν της Ανατολής εις δεινοτάτας συμφοράς». Αυτή η κακούργα σήμερα προστατεύει λέει την Κέρκυρα, εκ περιτροπής με τη μούμια του τσοπάνη Σπυρίδωνα, που τις νύχτες κόβει βόλτες στην πόλη με τις ιαματικές παντόφλες της.
Ο πάπας είχε χίλιους λόγους να επωφεληθεί και συγκρούστηκε με το Φώτιο και με τον αυτοκράτορα και τους αναθεμάτισε υπερασπιζόμενος τάχα τον Ιγνάτιο, για τον οποίο ο Φώτιος τον είχε κοροϊδέψει πως παραιτήθηκε με τη θέλησή του. Ο Φώτιος δεν δίστασε να δώσει, σε αυτήν την καθαρά προσωπική, εξουσιαστική και διοικητικής υφής (ο πάπας διεκδικούσε την προσάρτηση περιοχών) σύγκρουση, προσχηματικά δογματικά χαρακτηριστικά και αφόρισε κι αυτός τον πάπα προκαλώντας έτσι προσωρινό αλλά κρίσιμο Σχίσμα με τη δυτική Εκκλησία, προάγγελο του οριστικού. Ο Βασίλειος, κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα, χώρισε τη γυναίκα του και παντρεύτηκε, για να τον καλύψει, με τη βασιλική ερωμένη Ευδοκία Ιγγερίνα, την κόρη ενός Βάραγγου μισθοφόρου. Ταυτόχρονα βολεύεται ερωτικά με την αδελφή του Μιχαήλ. Με την Ιγγερίνα απέκτησε και τρεις γιούς, χωρίς η πατρότητά των δυο πρώτων (του αυτοκράτορα Λέοντα και του πατριάρχη άγιου Στέφανου) να είναι βέβαιη, αφού η Ιγγερίνα δεν είχε διακόψει τη σχέση της με το Μιχαήλ. Αργότερα ο Βασίλειος δολοφονεί και το Μιχαήλ και στέφεται από το Φώτιο αυτοκράτορας. Ήταν μεγάλη η αχαριστία του αλητήριου τυχοδιώκτη Bασίλειου, που είχε ανέβει στο θρόνο με ρουσφέτι του ορθόδοξου θεού, γιατί η «του βασιλέως αγάπη προς τον Βασίλειον εξέχυτο και τούτον μόνον είναι τον θεραπευτήν αυτού» (Γεωργίου μοναχού, ‘Βασιλεία Μιχαήλ…’, 18). Για να καλοπιάσει τον πάπα και τους πολυπληθείς οπαδούς του Ιγνάτιου, επανέφερε το δεύτερο στο θρόνο. Μάταια λοιπόν ο Φώτιος είχε φτιάξει ένα ψεύτικο γενεαλογικό δέντρο για τον τιποτένιο Βασίλειο, στο οποίο τον κολάκευε εμφανίζοντάς τον ως απόγονο των Αρμενίων βασιλιάδων Αρσάκου και Μιθριδάτη, γιατί όπως σωστά παρατηρεί ο Παπαρηγόπουλος (βιβλ. 11ο, κεφ.6ο) «ο Φώτιος αρχήν είχε να περιποιείται πάντα κυριάρχην».
Πρώτη κίνηση του Ιγνάτιου ήταν να αναθεματίσει τον Φώτιο. Ο Φώτιος εξορίστηκε, οι οπαδοί του έστησαν δική τους Εκκλησία, αλλά ο ίδιος είχε την εξυπνάδα να καθίσει φρόνιμα και έτσι το ο αυτοκράτορας τον κάλεσε πίσω στο παλάτι ως δάσκαλο των γιών του. Το 878 πέθανε ο Ιγνάτιος και σχεδόν αυτόματα τον διαδέχθηκε ο Φώτιος που πρώτη του φροντίδα ήταν η επαναπροσέγγιση με τη μητρική Εκκλησία της Ρώμης, γεγονός που επιτεύχθηκε με μεγάλη Σύνοδο, δυο χρόνια μετά. Ο Φώτιος παραμέρισε ή και έλυσε όλα τα αστεία δογματικά προσχήματα, που είχε επινοήσει για να διασφαλίσει τη θέση του από τις δικαιολογημένες επεμβάσεις του αρχηγού της Εκκλησίας. Παρ’ όλα αυτά ο πάπας θεώρησε λίγο μετά πως η Κωνσταντινούπολη τον ξεγέλασε και αναθεμάτισε τον Φώτιο. Επί Βασιλείου, η μεγάλη σύνοδος που συνήλθε το 879, υπήγαγε οριστικά στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως την Ελλάδα, που παλιότερα ανήκε στον πάπα που δεν είχε πάψει να τη διεκδικεί. Το 886 πέθανε ο Βασίλειος και τον διαδέχθηκε ο γιός του Λέων, ο οποίος εκθρόνισε το δάσκαλό του Φώτιο και διόρισε πατριάρχη τον ανήλικο ευνουχισμένο αδελφό του άγιο Στέφανο τον Α΄. Ο Φώτιος εξορίστηκε στην Αρμενία και μετά κάμποσα χρόνια πέθανε βυθισμένος στην αφάνεια.
Αυτός ο αδίστακτος άνθρωπος προκάλεσε για να σταθεί στον πατριαρχικό θρόνο που άνομα κατέλαβε, το πρώτο Σχίσμα των Εκκλησιών, επινοώντας και επικαλούμενος γελοίες δογματικές διαφορές σαν το Filioque, στερούμενες το ελάχιστο ηθικό ή ουσιαστικό για την πίστη περιεχόμενο, που δεν απασχολούν κανένα λογικό πιστό, έξω από ανισόρροπους και διαστροφικούς καλόγερους, που κάνουν την τρίχα τριχιά, φανατίζοντας και χειραγωγώντας με κουταμάρες, για δικό τους όφελος, τον όχλο των θρησκόληπτων και των υποκριτών. Υπηρέτησε συνειδητά, έχοντας πλήρη επίγνωση της απαξίας του, ένα ολότελα αισχρό σύστημα εξουσίας, όπως όλοι σχεδόν οι βυζαντινοί πατριάρχες, αν και αρκετοί συγκρούστηκαν με το παλάτι για ζητήματα εξουσιαστικού φατριασμού ή παπαδίστικης ηθικής ή δογματικών λεπτομερειών ή λατρείας των Εικόνων, χωρίς να αμφισβητούν το άθλιο εξουσιαστικό οικοδόμημα, που και μόνο ο τρόπος που απένεμε «Δικαιοσύνη» προκαλεί ρίγος φρίκης. Στον 21ο αιώνα αποτελεί παράνοια η κρατική Εκκλησία να διαφθείρει το λαό προσφέροντας του, σε λατρευτική μάλιστα σχέση, τόσο αχρεία πρόσωπα. Το ελληνικό σχολείο έχει αναλάβει να εξωραΐσει τον άνδρα και η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να πορεύεται φορτωμένη με έναν ακόμη ανίερο μύθο, κοντά στα υπόλοιπα εκατοντάδες παραμύθια, που της σκοτίζουν το μυαλό και τα ήθη, αφού το χειρότερο είδος ανθρώπου, ο θεομπαίχτης, άρπαγας και φιλόδοξος πνευματικός δυνάστης, παρουσιάζεται ως πρότυπο αρετής.
Η απαράμιλλη βυζαντινή ευσέβεια. Ο ναύαρχος Nικήτας Ωορύφας στα χρόνια του Βασιλείου του Μακεδόνα, ανάμεσα στα πολλά θηριώδη βασανιστήρια που χρησιμοποιούσε, κρεμούσε τους εξωμότες με τροχαλία πάνω σε καζάνια με καυτή πίσσα και τους άφηνε, χαλαρώνοντας τις αλυσίδες, να βυθιστούν κοροϊδεύοντας πως τους βαφτίζει (Μαδρίτη, Εθν.Βιβλιοθήκη, χειρόγραφο Σκυλίτζη). |