ΕΚ. οὐκ ἔστιν, εἰ μὴ τὴν Τύχην αὐτὴν λέγοις.
ἀλλ᾽ ὧνπερ οὕνεκ᾽ ἀμφὶ σὸν πίπτω γόνυ
ἄκουσον. εἰ μὲν ὅσιά σοι παθεῖν δοκῶ,
στέργοιμ᾽ ἄν· εἰ δὲ τοὔμπαλιν, σύ μοι γενοῦ
790 τιμωρὸς ἀνδρός, ἀνοσιωτάτου ξένου,
ὃς οὔτε τοὺς γῆς νέρθεν οὔτε τοὺς ἄνω
δείσας δέδρακεν ἔργον ἀνοσιώτατον·
κοινῆς τραπέζης πολλάκις τυχὼν ἐμοὶ
ξενίας τ᾽ ἀριθμῷ πρῶτα τῶν ἐμῶν φίλων·
795 τυχὼν δ᾽ ὅσων δεῖ καὶ λαβὼν προμηθίαν
ἔκτεινε, τύμβου δ᾽, εἰ κτανεῖν ἐβούλετο,
οὐκ ἠξίωσεν ἀλλ᾽ ἀφῆκε πόντιον.
ἡμεῖς μὲν οὖν δοῦλοί τε κἀσθενεῖς ἴσως·
ἀλλ᾽ οἱ θεοὶ σθένουσι χὠ κείνων κρατῶν
800 Νόμος· νόμῳ γὰρ τοὺς θεοὺς ἡγούμεθα
καὶ ζῶμεν ἄδικα καὶ δίκαι᾽ ὡρισμένοι·
ὃς ἐς σ᾽ ἀνελθὼν εἰ διαφθαρήσεται,
καὶ μὴ δίκην δώσουσιν οἵτινες ξένους
κτείνουσιν ἢ θεῶν ἱερὰ τολμῶσιν φέρειν,
805 οὐκ ἔστιν οὐδὲν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἴσον.
ταῦτ᾽ οὖν ἐν αἰσχρῷ θέμενος αἰδέσθητί με·
οἴκτιρον ἡμᾶς, ὡς γραφεύς τ᾽ ἀποσταθεὶς
ἰδοῦ με κἀνάθρησον οἷ᾽ ἔχω κακά.
τύραννος ἦ ποτ᾽, ἀλλὰ νῦν δούλη σέθεν,
810 εὔπαις ποτ᾽ οὖσα, νῦν δὲ γραῦς ἄπαις θ᾽ ἅμα,
ἄπολις ἔρημος ἀθλιωτάτη βροτῶν.
οἴμοι τάλαινα, ποῖ μ᾽ ὑπεξάγεις πόδα;
ἔοικα πράξειν οὐδέν· ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ.
τί δῆτα θνητοὶ τἄλλα μὲν μαθήματα
815 μοχθοῦμεν ὡς χρὴ πάντα καὶ ματεύομεν,
Πειθὼ δὲ τὴν τύραννον ἀνθρώποις μόνην
οὐδέν τι μᾶλλον ἐς τέλος σπουδάζομεν
μισθοὺς διδόντες μανθάνειν, ἵν᾽ ἦν ποτε
πείθειν ἅ τις βούλοιτο τυγχάνειν θ᾽ ἅμα;
820 τί οὖν ἔτ᾽ ἄν τις ἐλπίσαι πράξειν καλῶς;
οἱ μὲν γὰρ ὄντες παῖδες οὐκέτ᾽ εἰσί μοι,
αὐτὴ δ᾽ ἐπ᾽ αἰσχροῖς αἰχμάλωτος οἴχομαι·
καπνὸν δὲ πόλεως τόνδ᾽ ὑπερθρῴσκονθ᾽ ὁρῶ.
καὶ μὴν ἴσως μὲν τοῦ λόγου κενὸν τόδε,
825 Κύπριν προβάλλειν· ἀλλ᾽ ὅμως εἰρήσεται.
πρὸς σοῖσι πλευροῖς παῖς ἐμὴ κοιμίζεται
ἡ φοιβάς, ἣν καλοῦσι Κασάνδραν Φρύγες.
ποῦ τὰς φίλας δῆτ᾽ εὐφρόνας δείξεις, ἄναξ;
ἦ τῶν ἐν εὐνῇ φιλτάτων ἀσπασμάτων
830 χάριν τιν᾽ ἕξει παῖς ἐμή, κείνης δ᾽ ἐγώ;
ἐκ τοῦ σκότου τε τῶν τε νυκτερησίων
φίλτρων μεγίστη γίγνεται βροτοῖς χάρις.
ἄκουε δή νυν· τὸν θανόντα τόνδ᾽ ὁρᾷς;
τοῦτον καλῶς δρῶν ὄντα κηδεστὴν σέθεν
835 δράσεις. ἑνός μοι μῦθος ἐνδεὴς ἔτι.
εἴ μοι γένοιτο φθόγγος ἐν βραχίοσιν
καὶ χερσὶ καὶ κόμαισι καὶ ποδῶν βάσει
ἢ Δαιδάλου τέχναισιν ἢ θεῶν τινος,
ὡς πάνθ᾽ ὁμαρτῇ σῶν ἔχοιντο γουνάτων
840 κλαίοντ᾽, ἐπισκήπτοντα παντοίους λόγους.
ὦ δέσποτ᾽, ὦ μέγιστον Ἕλλησιν φάος,
πιθοῦ, παράσχες χεῖρα τῇ πρεσβύτιδι
τιμωρόν, εἰ καὶ μηδέν ἐστιν, ἀλλ᾽ ὅμως.
ἐσθλοῦ γὰρ ἀνδρὸς τῇ δίκῃ θ᾽ ὑπηρετεῖν
845 καὶ τοὺς κακοὺς δρᾶν πανταχοῦ κακῶς ἀεί.
***
ΕΚΑΒΗ
Εξόν κι αν θα ᾽λεγες τη Δυστυχία την ίδια.
Άκουσε, ωστόσο, για ποιό λόγο πέφτω
στα γόνατά σου. Αν βρίσκεις δίκαια
τα όσα έχω πάθει, να το στέρξω. Αν όμως
το αντίθετο νομίζεις, τότε
τιμώρησέ μου εσύ τούτο τον άνθρωπο,
790 τον φίλο τον αχρείο όσο κανείς, που,
δίχως να φοβηθεί μήτε τους θεούς του Κάτω Κόσμου,
μήτε και τους ουράνιους, έπραξε
το έργο το ανόσιο.
Πολλές φορές καθίσαμε μαζί στο ίδιο τραπέζι
κι ήταν καλόδεχτος σαν ο πρώτος μας φίλος.
Πήρε τα πρέποντα κι όταν ανάλαβε
μια φροντίδα, μου σκότωσε τον γιο μου,
κι ούτε καν έναν τάφο δεν του ᾽δωσε,
αλλά τον πέταξε στα κύματα. Εγώ, βέβαια,
είμαι σκλάβα κι αδύναμη άλλο τόσο.
Δυνατοί όμως είναι οι θεοί κι ο νόμος τους
που μας εξουσιάζει· αυτός ο νόμος
800 μας οδηγάει να πιστεύουμε στα θεία
και να ζούμε χωρίζοντας τα δίκαια
από τ᾽ άδικα. Κι αν ο νόμος χαλάσει
στα χέρια σου, κι αν δεν τιμωρηθούνε
οι φονιάδες των φίλων κι όσοι απλώνουν χέρι
ληστρικό στα ιερά, τότε καμιά
δικαιοσύνη στον κόσμο δεν υπάρχει.
Σκέψου, λοιπόν, πόσο αισχρό ήταν αυτό
και λυπήσου με. Δείξε λίγη συμπόνια,
στάσου σε κάποια απόσταση, όπως στέκει
ο ζωγράφος, και μελέτησε
όσα πάθη φορτώθηκα. Ήμουν βασίλισσα·
τώρα, σκλάβα δική σου. Μάνα ζηλεμένη
810 άλλοτες, όμως τώρα γριά με δίχως τέκνα,
μα και χωρίς πατρίδα η έρημη,
η πιο δυστυχισμένη απ᾽ των θνητών το γένος.
(Ο Αγαμέμνων κάνει μια κίνηση, σαν να θέλει να ξεμακρύνει.)
Αλίμονο στην άμοιρη, μ᾽ αφήνεις;
Τίποτα, φαίνεται, δεν θα πετύχω η δόλια.
Γιατί, λοιπόν, κουραζόμαστε οι άνθρωποι
να μαθαίνουμε τόσα και ν᾽ αναζητούμε
αυτά που μας χρειάζονται, και μόνο
την Πειθώ, αληθινή του κόσμου κυβερνήτρα,
δεν τη σπουδάζουμε τέλεια, πληρώνοντας,
έτσι που να μπορεί κανείς, καμιά φορά,
και να πείθει τους άλλους και να πετυχαίνει
αυτό που θα ᾽θελε; Ποιά ελπίδα
820 για μια τύχη καλή τώρα πια μου απομένει;
Είχα παιδιά και τα παιδιά μου χαθήκανε·
κι εγώ, μια πομπεμένη σκλάβα, σέρνομαι μακριά
και βλέπω τον καπνό της πόλης ν᾽ ανεβαίνει.
Ίσως ανώφελα θα πω κι αυτόν τον λόγο,
για τις χάρες της Κύπριδας, μα θα τον πω.
Μια θυγατέρα μου πλαγιάζει στο πλευρό σου,
η μάντισσα που οι Τρώες τη λεν Κασάνδρα.
Πού θα δείξεις, λοιπόν, βασιλιά μου,
πως γλυκιές είναι οι νύχτες για σένα; κι ακόμα,
για τα γλυκύτατα αγκαλιάσματα στην κλίνη,
830 ποιά χάρη θα ᾽χει η κόρη μου, κι εγώ για κείνη;
Απ᾽ τις αγάπες στης νύχτας τα σκοτάδια
τα πιο μεγάλα αντιχαρίσματα γεννιούνται.
Άκου, λοιπόν· βλέπεις ετούτον τον νεκρό; Αν φανείς
καλός απέναντί του, θα φανείς καλός
στον γυναικάδελφό σου. Τί άλλο
θα μπορούσα να πω; Τούτο μονάχα:
Άμποτε, με τις τέχνες του Δαιδάλου
ή με τη δύναμη κάποιου θεού,
ν᾽ αποχτούσαν τα μπράτσα μου φωνή,
τα μαλλιά μου, τα χέρια μου, τα πόδια,
για να τυλίγανε, όλα μαζί, τα γόνατά σου
840 με κλάματα, με χίλια παρακάλια.
Ω αφέντη μου, ω υπέρλαμπρο φως της Ελλάδας,
άκουσέ με και δώσε στη γερόντισσα
ένα χέρι βοήθειας για να τιμωρήσει.
Δεν είμαι τίποτα, όμως πρέπει να το δώσεις.
Ο άξιος άντρας το δίκιο υποστηρίζει
και κατατρέχει τους κακούς παντού και πάντα.
ἀλλ᾽ ὧνπερ οὕνεκ᾽ ἀμφὶ σὸν πίπτω γόνυ
ἄκουσον. εἰ μὲν ὅσιά σοι παθεῖν δοκῶ,
στέργοιμ᾽ ἄν· εἰ δὲ τοὔμπαλιν, σύ μοι γενοῦ
790 τιμωρὸς ἀνδρός, ἀνοσιωτάτου ξένου,
ὃς οὔτε τοὺς γῆς νέρθεν οὔτε τοὺς ἄνω
δείσας δέδρακεν ἔργον ἀνοσιώτατον·
κοινῆς τραπέζης πολλάκις τυχὼν ἐμοὶ
ξενίας τ᾽ ἀριθμῷ πρῶτα τῶν ἐμῶν φίλων·
795 τυχὼν δ᾽ ὅσων δεῖ καὶ λαβὼν προμηθίαν
ἔκτεινε, τύμβου δ᾽, εἰ κτανεῖν ἐβούλετο,
οὐκ ἠξίωσεν ἀλλ᾽ ἀφῆκε πόντιον.
ἡμεῖς μὲν οὖν δοῦλοί τε κἀσθενεῖς ἴσως·
ἀλλ᾽ οἱ θεοὶ σθένουσι χὠ κείνων κρατῶν
800 Νόμος· νόμῳ γὰρ τοὺς θεοὺς ἡγούμεθα
καὶ ζῶμεν ἄδικα καὶ δίκαι᾽ ὡρισμένοι·
ὃς ἐς σ᾽ ἀνελθὼν εἰ διαφθαρήσεται,
καὶ μὴ δίκην δώσουσιν οἵτινες ξένους
κτείνουσιν ἢ θεῶν ἱερὰ τολμῶσιν φέρειν,
805 οὐκ ἔστιν οὐδὲν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἴσον.
ταῦτ᾽ οὖν ἐν αἰσχρῷ θέμενος αἰδέσθητί με·
οἴκτιρον ἡμᾶς, ὡς γραφεύς τ᾽ ἀποσταθεὶς
ἰδοῦ με κἀνάθρησον οἷ᾽ ἔχω κακά.
τύραννος ἦ ποτ᾽, ἀλλὰ νῦν δούλη σέθεν,
810 εὔπαις ποτ᾽ οὖσα, νῦν δὲ γραῦς ἄπαις θ᾽ ἅμα,
ἄπολις ἔρημος ἀθλιωτάτη βροτῶν.
οἴμοι τάλαινα, ποῖ μ᾽ ὑπεξάγεις πόδα;
ἔοικα πράξειν οὐδέν· ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ.
τί δῆτα θνητοὶ τἄλλα μὲν μαθήματα
815 μοχθοῦμεν ὡς χρὴ πάντα καὶ ματεύομεν,
Πειθὼ δὲ τὴν τύραννον ἀνθρώποις μόνην
οὐδέν τι μᾶλλον ἐς τέλος σπουδάζομεν
μισθοὺς διδόντες μανθάνειν, ἵν᾽ ἦν ποτε
πείθειν ἅ τις βούλοιτο τυγχάνειν θ᾽ ἅμα;
820 τί οὖν ἔτ᾽ ἄν τις ἐλπίσαι πράξειν καλῶς;
οἱ μὲν γὰρ ὄντες παῖδες οὐκέτ᾽ εἰσί μοι,
αὐτὴ δ᾽ ἐπ᾽ αἰσχροῖς αἰχμάλωτος οἴχομαι·
καπνὸν δὲ πόλεως τόνδ᾽ ὑπερθρῴσκονθ᾽ ὁρῶ.
καὶ μὴν ἴσως μὲν τοῦ λόγου κενὸν τόδε,
825 Κύπριν προβάλλειν· ἀλλ᾽ ὅμως εἰρήσεται.
πρὸς σοῖσι πλευροῖς παῖς ἐμὴ κοιμίζεται
ἡ φοιβάς, ἣν καλοῦσι Κασάνδραν Φρύγες.
ποῦ τὰς φίλας δῆτ᾽ εὐφρόνας δείξεις, ἄναξ;
ἦ τῶν ἐν εὐνῇ φιλτάτων ἀσπασμάτων
830 χάριν τιν᾽ ἕξει παῖς ἐμή, κείνης δ᾽ ἐγώ;
ἐκ τοῦ σκότου τε τῶν τε νυκτερησίων
φίλτρων μεγίστη γίγνεται βροτοῖς χάρις.
ἄκουε δή νυν· τὸν θανόντα τόνδ᾽ ὁρᾷς;
τοῦτον καλῶς δρῶν ὄντα κηδεστὴν σέθεν
835 δράσεις. ἑνός μοι μῦθος ἐνδεὴς ἔτι.
εἴ μοι γένοιτο φθόγγος ἐν βραχίοσιν
καὶ χερσὶ καὶ κόμαισι καὶ ποδῶν βάσει
ἢ Δαιδάλου τέχναισιν ἢ θεῶν τινος,
ὡς πάνθ᾽ ὁμαρτῇ σῶν ἔχοιντο γουνάτων
840 κλαίοντ᾽, ἐπισκήπτοντα παντοίους λόγους.
ὦ δέσποτ᾽, ὦ μέγιστον Ἕλλησιν φάος,
πιθοῦ, παράσχες χεῖρα τῇ πρεσβύτιδι
τιμωρόν, εἰ καὶ μηδέν ἐστιν, ἀλλ᾽ ὅμως.
ἐσθλοῦ γὰρ ἀνδρὸς τῇ δίκῃ θ᾽ ὑπηρετεῖν
845 καὶ τοὺς κακοὺς δρᾶν πανταχοῦ κακῶς ἀεί.
***
ΕΚΑΒΗ
Εξόν κι αν θα ᾽λεγες τη Δυστυχία την ίδια.
Άκουσε, ωστόσο, για ποιό λόγο πέφτω
στα γόνατά σου. Αν βρίσκεις δίκαια
τα όσα έχω πάθει, να το στέρξω. Αν όμως
το αντίθετο νομίζεις, τότε
τιμώρησέ μου εσύ τούτο τον άνθρωπο,
790 τον φίλο τον αχρείο όσο κανείς, που,
δίχως να φοβηθεί μήτε τους θεούς του Κάτω Κόσμου,
μήτε και τους ουράνιους, έπραξε
το έργο το ανόσιο.
Πολλές φορές καθίσαμε μαζί στο ίδιο τραπέζι
κι ήταν καλόδεχτος σαν ο πρώτος μας φίλος.
Πήρε τα πρέποντα κι όταν ανάλαβε
μια φροντίδα, μου σκότωσε τον γιο μου,
κι ούτε καν έναν τάφο δεν του ᾽δωσε,
αλλά τον πέταξε στα κύματα. Εγώ, βέβαια,
είμαι σκλάβα κι αδύναμη άλλο τόσο.
Δυνατοί όμως είναι οι θεοί κι ο νόμος τους
που μας εξουσιάζει· αυτός ο νόμος
800 μας οδηγάει να πιστεύουμε στα θεία
και να ζούμε χωρίζοντας τα δίκαια
από τ᾽ άδικα. Κι αν ο νόμος χαλάσει
στα χέρια σου, κι αν δεν τιμωρηθούνε
οι φονιάδες των φίλων κι όσοι απλώνουν χέρι
ληστρικό στα ιερά, τότε καμιά
δικαιοσύνη στον κόσμο δεν υπάρχει.
Σκέψου, λοιπόν, πόσο αισχρό ήταν αυτό
και λυπήσου με. Δείξε λίγη συμπόνια,
στάσου σε κάποια απόσταση, όπως στέκει
ο ζωγράφος, και μελέτησε
όσα πάθη φορτώθηκα. Ήμουν βασίλισσα·
τώρα, σκλάβα δική σου. Μάνα ζηλεμένη
810 άλλοτες, όμως τώρα γριά με δίχως τέκνα,
μα και χωρίς πατρίδα η έρημη,
η πιο δυστυχισμένη απ᾽ των θνητών το γένος.
(Ο Αγαμέμνων κάνει μια κίνηση, σαν να θέλει να ξεμακρύνει.)
Αλίμονο στην άμοιρη, μ᾽ αφήνεις;
Τίποτα, φαίνεται, δεν θα πετύχω η δόλια.
Γιατί, λοιπόν, κουραζόμαστε οι άνθρωποι
να μαθαίνουμε τόσα και ν᾽ αναζητούμε
αυτά που μας χρειάζονται, και μόνο
την Πειθώ, αληθινή του κόσμου κυβερνήτρα,
δεν τη σπουδάζουμε τέλεια, πληρώνοντας,
έτσι που να μπορεί κανείς, καμιά φορά,
και να πείθει τους άλλους και να πετυχαίνει
αυτό που θα ᾽θελε; Ποιά ελπίδα
820 για μια τύχη καλή τώρα πια μου απομένει;
Είχα παιδιά και τα παιδιά μου χαθήκανε·
κι εγώ, μια πομπεμένη σκλάβα, σέρνομαι μακριά
και βλέπω τον καπνό της πόλης ν᾽ ανεβαίνει.
Ίσως ανώφελα θα πω κι αυτόν τον λόγο,
για τις χάρες της Κύπριδας, μα θα τον πω.
Μια θυγατέρα μου πλαγιάζει στο πλευρό σου,
η μάντισσα που οι Τρώες τη λεν Κασάνδρα.
Πού θα δείξεις, λοιπόν, βασιλιά μου,
πως γλυκιές είναι οι νύχτες για σένα; κι ακόμα,
για τα γλυκύτατα αγκαλιάσματα στην κλίνη,
830 ποιά χάρη θα ᾽χει η κόρη μου, κι εγώ για κείνη;
Απ᾽ τις αγάπες στης νύχτας τα σκοτάδια
τα πιο μεγάλα αντιχαρίσματα γεννιούνται.
Άκου, λοιπόν· βλέπεις ετούτον τον νεκρό; Αν φανείς
καλός απέναντί του, θα φανείς καλός
στον γυναικάδελφό σου. Τί άλλο
θα μπορούσα να πω; Τούτο μονάχα:
Άμποτε, με τις τέχνες του Δαιδάλου
ή με τη δύναμη κάποιου θεού,
ν᾽ αποχτούσαν τα μπράτσα μου φωνή,
τα μαλλιά μου, τα χέρια μου, τα πόδια,
για να τυλίγανε, όλα μαζί, τα γόνατά σου
840 με κλάματα, με χίλια παρακάλια.
Ω αφέντη μου, ω υπέρλαμπρο φως της Ελλάδας,
άκουσέ με και δώσε στη γερόντισσα
ένα χέρι βοήθειας για να τιμωρήσει.
Δεν είμαι τίποτα, όμως πρέπει να το δώσεις.
Ο άξιος άντρας το δίκιο υποστηρίζει
και κατατρέχει τους κακούς παντού και πάντα.