ΠΟ. οὗτος. ΚΥ. τί ἐστιν; ΠΟ. οὐ φέρεις; ΚΥ. τὸ δεῖνα γάρ,
ἀπόλωλ᾽ Ἀθηναίοισιν ἁλετρίβανος,
270 ὁ βυρσοπώλης, ὃς ἐκύκα τὴν Ἑλλάδα.
ΤΡ. εὖ γ᾽, ὦ πότνια δέσποιν᾽ Ἀθηναία, ποιῶν
ἀπόλωλ᾽ ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει,
εἰ πρίν γε τὸν μυττωτὸν ἡμῖν ἐγχέαι.
ΠΟ. οὔκουν ἕτερον δῆτ᾽ ἐκ Λακεδαίμονος μέτει
275 ἁνύσας τι; ΚΥ. ταῦτ᾽, ὦ δέσποθ᾽. ΠΟ. ἧκέ νυν ταχύ.
ΤΡ. ὦνδρες, τι πεισόμεσθα; νῦν ἀγὼν μέγας.
ἀλλ᾽ εἴ τις ὑμῶν ἐν Σαμοθρᾴκῃ τυγχάνει
μεμυημένος, νῦν ἐστιν εὔξασθαι καλὸν
ἀποστραφῆναι τοῦ μετιόντος τὼ πόδε.
280 ΚΥ. οἴμοι τάλας, οἴμοι γε κἄτ᾽ οἴμοι μάλα.
ΠΟ. τί ἐστι; μῶν οὐκ αὖ φέρεις; ΚΥ. ἀπόλωλε γὰρ
καὶ τοῖς Λακεδαιμονίοισιν ἁλετρίβανος.
ΠΟ. πῶς, ὦ πανοῦργ᾽; ΚΥ. εἰς τἀπὶ Θρᾴκης χωρία
χρήσαντες ἑτέροις αὐτὸν εἶτ᾽ ἀπώλεσαν.
285 ΤΡ. εὖ γ᾽, εὖ γε ποιήσαντες, ὦ Διοσκόρω.
ἴσως ἂν εὖ γένοιτο· θαρρεῖτ᾽, ὦ βροτοί.
ΠΟ. ἀπόφερε τὰ σκεύη λαβὼν ταυτὶ πάλιν·
ἐγὼ δὲ δοίδυκ᾽ εἰσιὼν ποήσομαι.
ΤΡ. νῦν, τοῦτ᾽ ἐκεῖν᾽, ἥκει τὸ Δάτιδος μέλος,
290 ὃ δεφόμενός ποτ᾽ ᾖδε τῆς μεσημβρίας·
«ὡς ἥδομαι καὶ χαίρομαι κεὐφραίνομαι.»
νῦν ἐστιν ἡμῖν, ὦνδρες Ἕλληνες, καλὸν
ἀπαλλαγεῖσι πραγμάτων τε καὶ μαχῶν
ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην,
295 πρὶν ἕτερον αὖ δοίδυκα κωλῦσαί τινα.
ἀλλ᾽, ὦ γεωργοὶ κἄμποροι καὶ τέκτονες
καὶ δημιουργοὶ καὶ μέτοικοι καὶ ξένοι
καὶ νησιῶται, δεῦρ᾽ ἴτ᾽, ὦ πάντες λεῴ,
ὡς τάχιστ᾽ ἄμας λαβόντες καὶ μοχλοὺς καὶ σχοινία·
300 νῦν γὰρ ἡμῖν ἁρπάσαι πάρεστιν ἀγαθοῦ δαίμονος.
***
Ο Τάραχος έρχεται πίσω με άδεια χέρια.
ΠΟΛ., βλέποντάς τον δισταχτικό.
Έι! ΤΑΡ. Τί είναι; ΠΟΛ. Δε μου το ᾽φερες; ΤΑΡ. Μα ξέρεις…
χάθηκε τ᾽ αθηναίικο γουδοχέρι,
270ο τομαράς που στούμπαε την Ελλάδα.
ΤΡΥ. Ω σεβαστή κυρά Αθηνά, τί ωραία!
Πάνω στην ώρα, για καλό της πόλης,
της σκορδαλιάς το χτύπημα πριν πιάσει.
ΠΟΛ. Τρέξε και φέρε μου άλλο από τη Σπάρτη.
ΤΑΡ. Μάλιστα, αφέντη. ΠΟΛ. Και να μην αργήσεις.
ΤΡΥ. Βαρύς ο αγώνας· φίλοι, τί θα γίνει;
Στης Σαμοθράκης τα μυστήρια είναι
κανένας σας μυημένος; Τώρα πρέπει
παράκληση να κάμει να ζαβώσουν
τα πόδια αυτού που πάει για γουδοχέρι.
ΤΑΡ., ξαναγυρίζοντας πάλι με άδεια χέρια.
280Αχ συφορά μου, αλί μου, τρισαλί μου!
ΠΟΛ. Τί τρέχει, βρε; Και πάλι δε μου φέρνεις;
ΤΑΡ. Κι η Σπάρτη πια γουδόχερο δεν έχει.
ΠΟΛ. Τί λες, αχρείε; ΤΑΡ. Το δάνεισαν σε κάποιους
στη Θράκη, και το χάσανε, δεν έχουν.
ΤΡΥ. Πολύ καλά, ω Διόσκουροι, έχουν κάμει.
Θάρρος, θνητοί· μπορεί καλά να πάμε.
ΠΟΛ., στον Τάραχο.
Μπάσε ξανά τ᾽ αγγεία· θα μπω στο σπίτι
και μόνος μου θα φτιάξω στουμπιστήρι.
Μπαίνουν στο σπίτι· ο Τρυγαίος βγαίνει από την κρυψώνα του.
ΤΡΥ. Νά η ώρα να το πούμε σαν το Δάτη,
290που μια μέρα τριβόταν κι έλεγε έτσι:
«Τί γλύκα, τί ηδονή, τί… χαρμουσύνη!»
Έλληνες! Τώρα είν᾽ ώρα, από μπελάδες
και μάχες γλιτωμένοι, ν᾽ ανασύρουμε
την κοσμαγάπητη έξω την Ειρήνη,
πριν μπει στη μέση κι άλλο γουδοχέρι.
Ξωμάχοι εσείς, εμπόροι και μαστόροι
και δουλευτάδες, μέτοικοι και ξένοι
και νησιώτες· εδώ οι λαοί τρέξτε όλοι
με σκοινιά, λοστούς και τσάπες· γρήγορα, κι ήρθε η στιγμή
300του αγαθού δαιμόνιου πάλι να γευτούμε το κρασί.
ἀπόλωλ᾽ Ἀθηναίοισιν ἁλετρίβανος,
270 ὁ βυρσοπώλης, ὃς ἐκύκα τὴν Ἑλλάδα.
ΤΡ. εὖ γ᾽, ὦ πότνια δέσποιν᾽ Ἀθηναία, ποιῶν
ἀπόλωλ᾽ ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει,
εἰ πρίν γε τὸν μυττωτὸν ἡμῖν ἐγχέαι.
ΠΟ. οὔκουν ἕτερον δῆτ᾽ ἐκ Λακεδαίμονος μέτει
275 ἁνύσας τι; ΚΥ. ταῦτ᾽, ὦ δέσποθ᾽. ΠΟ. ἧκέ νυν ταχύ.
ΤΡ. ὦνδρες, τι πεισόμεσθα; νῦν ἀγὼν μέγας.
ἀλλ᾽ εἴ τις ὑμῶν ἐν Σαμοθρᾴκῃ τυγχάνει
μεμυημένος, νῦν ἐστιν εὔξασθαι καλὸν
ἀποστραφῆναι τοῦ μετιόντος τὼ πόδε.
280 ΚΥ. οἴμοι τάλας, οἴμοι γε κἄτ᾽ οἴμοι μάλα.
ΠΟ. τί ἐστι; μῶν οὐκ αὖ φέρεις; ΚΥ. ἀπόλωλε γὰρ
καὶ τοῖς Λακεδαιμονίοισιν ἁλετρίβανος.
ΠΟ. πῶς, ὦ πανοῦργ᾽; ΚΥ. εἰς τἀπὶ Θρᾴκης χωρία
χρήσαντες ἑτέροις αὐτὸν εἶτ᾽ ἀπώλεσαν.
285 ΤΡ. εὖ γ᾽, εὖ γε ποιήσαντες, ὦ Διοσκόρω.
ἴσως ἂν εὖ γένοιτο· θαρρεῖτ᾽, ὦ βροτοί.
ΠΟ. ἀπόφερε τὰ σκεύη λαβὼν ταυτὶ πάλιν·
ἐγὼ δὲ δοίδυκ᾽ εἰσιὼν ποήσομαι.
ΤΡ. νῦν, τοῦτ᾽ ἐκεῖν᾽, ἥκει τὸ Δάτιδος μέλος,
290 ὃ δεφόμενός ποτ᾽ ᾖδε τῆς μεσημβρίας·
«ὡς ἥδομαι καὶ χαίρομαι κεὐφραίνομαι.»
νῦν ἐστιν ἡμῖν, ὦνδρες Ἕλληνες, καλὸν
ἀπαλλαγεῖσι πραγμάτων τε καὶ μαχῶν
ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην,
295 πρὶν ἕτερον αὖ δοίδυκα κωλῦσαί τινα.
ἀλλ᾽, ὦ γεωργοὶ κἄμποροι καὶ τέκτονες
καὶ δημιουργοὶ καὶ μέτοικοι καὶ ξένοι
καὶ νησιῶται, δεῦρ᾽ ἴτ᾽, ὦ πάντες λεῴ,
ὡς τάχιστ᾽ ἄμας λαβόντες καὶ μοχλοὺς καὶ σχοινία·
300 νῦν γὰρ ἡμῖν ἁρπάσαι πάρεστιν ἀγαθοῦ δαίμονος.
***
Ο Τάραχος έρχεται πίσω με άδεια χέρια.
ΠΟΛ., βλέποντάς τον δισταχτικό.
Έι! ΤΑΡ. Τί είναι; ΠΟΛ. Δε μου το ᾽φερες; ΤΑΡ. Μα ξέρεις…
χάθηκε τ᾽ αθηναίικο γουδοχέρι,
270ο τομαράς που στούμπαε την Ελλάδα.
ΤΡΥ. Ω σεβαστή κυρά Αθηνά, τί ωραία!
Πάνω στην ώρα, για καλό της πόλης,
της σκορδαλιάς το χτύπημα πριν πιάσει.
ΠΟΛ. Τρέξε και φέρε μου άλλο από τη Σπάρτη.
ΤΑΡ. Μάλιστα, αφέντη. ΠΟΛ. Και να μην αργήσεις.
ΤΡΥ. Βαρύς ο αγώνας· φίλοι, τί θα γίνει;
Στης Σαμοθράκης τα μυστήρια είναι
κανένας σας μυημένος; Τώρα πρέπει
παράκληση να κάμει να ζαβώσουν
τα πόδια αυτού που πάει για γουδοχέρι.
ΤΑΡ., ξαναγυρίζοντας πάλι με άδεια χέρια.
280Αχ συφορά μου, αλί μου, τρισαλί μου!
ΠΟΛ. Τί τρέχει, βρε; Και πάλι δε μου φέρνεις;
ΤΑΡ. Κι η Σπάρτη πια γουδόχερο δεν έχει.
ΠΟΛ. Τί λες, αχρείε; ΤΑΡ. Το δάνεισαν σε κάποιους
στη Θράκη, και το χάσανε, δεν έχουν.
ΤΡΥ. Πολύ καλά, ω Διόσκουροι, έχουν κάμει.
Θάρρος, θνητοί· μπορεί καλά να πάμε.
ΠΟΛ., στον Τάραχο.
Μπάσε ξανά τ᾽ αγγεία· θα μπω στο σπίτι
και μόνος μου θα φτιάξω στουμπιστήρι.
Μπαίνουν στο σπίτι· ο Τρυγαίος βγαίνει από την κρυψώνα του.
ΤΡΥ. Νά η ώρα να το πούμε σαν το Δάτη,
290που μια μέρα τριβόταν κι έλεγε έτσι:
«Τί γλύκα, τί ηδονή, τί… χαρμουσύνη!»
Έλληνες! Τώρα είν᾽ ώρα, από μπελάδες
και μάχες γλιτωμένοι, ν᾽ ανασύρουμε
την κοσμαγάπητη έξω την Ειρήνη,
πριν μπει στη μέση κι άλλο γουδοχέρι.
Ξωμάχοι εσείς, εμπόροι και μαστόροι
και δουλευτάδες, μέτοικοι και ξένοι
και νησιώτες· εδώ οι λαοί τρέξτε όλοι
με σκοινιά, λοστούς και τσάπες· γρήγορα, κι ήρθε η στιγμή
300του αγαθού δαιμόνιου πάλι να γευτούμε το κρασί.