Προϊστορία
Τις γνώσεις μας για την προϊστορική περίοδο τις αντλούμε από τρεις διαφορετικές πηγές:
(α) από τα αρχαιολογικά ευρήματα,
(β) από τις πληροφορίες που μας προσφέρει η αποκρυπτογράφηση των πινακίδων της γραμμικής γραφής Β,
(γ) από τις μυθολογικές διηγήσεις, που σχηματίστηκαν και διασώθηκαν προφορικά ως τα ιστορικά χρόνια, οπότε καταγράφηκαν.
Ως πηγή πληροφοριών, η μυθολογία είναι ιδιότυπη. Μέσα της έχουν συμπυκνωθεί πολλά πρώιμα ιστορικά βιώματα· όμως στους μύθους η ιστορική αλήθεια παρουσιάζεται παραμορφωμένη, κρυμμένη πίσω από φανταστικά γεγονότα και πρόσωπα, μετακινημένη στον χώρο και στον χρόνο, γεμάτη υπερφυσικά στοιχεία και υπερβολές.
Από τα πολύ παλιά χρόνια οι Προέλληνες που κατοικούσαν τον ελλαδικό χώρο είχαν αναπτύξει αξιόλογους πολιτισμούς: (α) τον κυκλαδικό πολιτισμό, που αναπτύχτηκε στα νησιά από την 4η χιλιετία ως το 1650 π.Χ., οπότε καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, και (β) τον μινωικό πολιτισμό, που αναπτύχτηκε στην Κρήτη από τα μέσα της 3ης χιλιετίας ως το 1450 π.Χ. περίπου, οπότε το νησί κατακτήθηκε από τους Αχαιούς[10] της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Τα ινδοευρωπαϊκά φύλα[11] άρχισαν να διεισδύουν στον ελλαδικό χώρο γύρω στο 2000 π.Χ., ίσως και νωρίτερα. Δυναμικός λαός, οι Ινδοευρωπαίοι γρήγορα ωφελήθηκαν από τις επαφές τους με τους πολιτισμικά πιο προχωρημένους Προέλληνες. Από τους θαλασσοκράτορες Κρητικούς διδάχτηκαν τη ναυπηγική και τους δρόμους της θάλασσας, που ως τότε τους ήταν άγνωστη, και ακόμα τη μεταλλουργία και πλήθος άλλες τέχνες· από τους Κρητικούς προερχόταν και η πρώτη ελληνική γραφή, η γραμμική Β, που αποτελούσε εξέλιξη και προσαρμογή της μινωικής γραμμικής Α στα ελληνικά. Ο πρώτος ελληνικός πολιτισμός, ο μυκηναϊκός, θα ήταν αδιανόητος, αν δε στηριζόταν στον μινωικό, που προϋπήρχε.
Μυθολογικές διηγήσεις κάνουν λόγο για την αρχική υπεροχή των Κρητικών του Μίνωα, που πολέμησαν τους Αχαιούς της Αθήνας και τους επιβάλαν φόρο να στέλνουν κάθε χρόνο επτά νέους και επτά νέες τροφή για τον Μινώταυρο: θυσία στον μινωικό θεό-ταύρο. Αργότερα, όταν πια οι Αχαιοί είχαν ξεπεράσει τους δασκάλους τους, ο Θησέας, γιος του Αιγέα ή του Ποσειδώνα, κατάφερε να σκοτώσει τον Μινώταυρο μέσα στον Λαβύρινθο: στο τεράστιο και πολύπλοκο μινωικό διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο.[12] Τέλος, ο γάμος του Θησέα με τη Φαίδρα, κόρη του Μίνωα, μπορεί και αυτός να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικός της επιμειξίας των Ινδοευρωπαίων-Αχαιών με τους Κρητικούς-Προέλληνες.
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός άνθισε από τον 16ο ως και τον 13ο π.Χ. αιώνα. Τα αίτια της παρακμής και της καταστροφής των μυκηναϊκών κέντρων γύρω στα 1200 π.Χ. μας είναι άγνωστα, αλλά μπορούμε να τα φανταστούμε: φυσικές καταστροφές, πλημμύρες, σεισμοί, πυρκαγιές ή και μόνο μια επίμονη παγωνιά ή ξηρασία μπορούν να καταστρέψουν τις σοδειές και να οδηγήσουν τους γεωργικούς πληθυσμούς στην εξαθλίωση, προκαλώντας κοινωνικές ταραχές και επαναστάσεις. Ακόμα, οι μετακινήσεις πληθυσμών ήταν στις πρώιμες εποχές συνηθισμένο φαινόμενο· και στα πιθανά αίτια που προκάλεσαν τον μαρασμό και την πτώση των μυκηναϊκών βασιλείων πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβουμε τις επιδρομές των λαών της θάλασσας και την αναστάτωση που δημιουργούσε το τελευταίο ινδοευρωπαϊκό φύλο, οι Δωριείς, καθώς αναζητούσαν τόπους να εγκατασταθούν.
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός έδυσε, αλλά τα κατάλοιπα που άφησε πίσω του ήταν εντυπωσιακά: ακροπόλεις, παλάτια και κάστρα δομημένα με πέτρες τόσο μεγάλες ώστε οι κατοπινοί να τα ονομάσουν κυκλώπεια, θολωτοί τάφοι πελώριοι που όταν ξεσκεπάζονταν αποκάλυπταν αμύθητα πλούτη. Σιγά σιγά οι πληθυσμοί που εξακολουθούσαν να κατοικούν τις ίδιες τοποθεσίες σχημάτισαν τη μυθολογική αντίληψη πως οι προγενέστεροι κάτοικοι ήταν διαφορετικοί, ημίθεοι, ασύγκριτα πιο μεγαλόσωμοι και ρωμαλέοι από τους ίδιους. Αργότερα, τον 8ο π.Χ. αιώνα, ο Όμηρος περιγράφει στην Ιλιάδα (Μ 447-9) πώς:
ο Έκτορας σήκωσε και σφεντόνισε μια πέτρα τόσο μεγάλη, που
άντρες αντάμα δυο -του τόπου τους οι πιο γεροί- απ᾽ το χώμα
σε αμάξι πάνω δε τη σήκωναν, απ᾽ όσους τώρα ζούνε
θνητοί στη γη. Μα εκείνος εύκολα την έπαιζε και μόνος.
Στη μυθολογία, το ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, όπως το περιγράφει ο Ησίοδος, αντιστοιχεί στην περίοδο της ύστερης χαλκοκρατίας (1600-1100 π.Χ.), που ταυτίζεται με την άνοδο και την πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού. Λέγαν ότι ο Δίας αποφάσισε να το εξαφανίσει γιατί οι άνθρωποι είχαν παραπληθύνει και η Γη παραπονιόταν πως τη βάραιναν. Για να την ανακουφίσει, ο Δίας προκάλεσε δύο πολέμους, τον Θηβαϊκό και τον Τρωικό, όπου σκοτώθηκαν πολλοί. Επόμενο ανθρώπινο γένος στη μυθολογία το σιδήρεον - σωστά, καθώς το σίδερο μπορεί να ήταν και νωρίτερα γνωστό ως σπάνιο μέταλλο, αλλά η χρήση του δε διαδόθηκε παρά μετά το 1100 π.Χ.
Οι πόλεμοι και μετακινήσεις πληθυσμών στο εσωτερικό της Ελλάδας προκάλεσαν, στους αιώνες που ακολούθησαν την πτώση των μυκηναϊκών βασιλείων, ένα έντονο μεταναστευτικό ρεύμα που συνεχίστηκε ως και τον 9ο π.Χ. αιώνα. Πρώτοι οι Ίωνες αναζήτησαν καινούργιες πατρίδες στη Χίο, στη Σάμο και στα παράλια της Μικρασίας από τη Φώκαια ως τη Μίλητο (Ιωνία)· ακολούθησαν οι Αιολείς, που εγκαταστάθηκαν στη Μυτιλήνη και στις απέναντι μικρασιατικές ακτές (Αιολία), τέλος και οι Δωριείς, που μετανάστευσαν στην Κύπρο, στα Δωδεκάνησα και στη γειτονική περιοχή της Αλικαρνασσού, την Καρία.[13]
Η παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου και οι ανακατατάξεις που ακολούθησαν δε διάκοψαν την ιστορική συνέχεια· προκάλεσαν όμως μια γενικότερη οικονομική και πολιτισμική υποχώρηση.[14] Παράλληλα, πολύ νωρίς, ήδη τον 10ο π.Χ. αιώνα, διαπιστώνουμε ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα, τη χαραυγή της γεωμετρικής εποχής, που θα διαρκέσει σχεδόν τρεις αιώνες, ώσπου, γύρω στα μέσα του 8ου π.Χ. αι., η διάδοση μιας καινούργιας γραφής και τα ομηρικά ποιήματα θα σημάνουν και τυπικά το τέλος της προϊστορίας και την αρχή της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας.
-------------
12 Πιστεύουμε ότι ο μύθος του Λαβύρινθου σχετίζεται με το λεγόμενο «παλάτι του Μίνωα» στην Κνωσό, που ήταν τόσο μεγάλο και μπερδεμένο ώστε σήμερα ακόμα οι επισκέπτες να χάνουν μέσα του τον δρόμο τους.
13 Αυτές οι κινήσεις χαρακτηρίζονται συχνά ως (πρώτος ελληνικός) αποικισμός - σωστά, καθώς το αρχαίο ρήμα ἀποικέω σημαίνει «εγκαθίσταμαι μακριά από τον τόπο μου». Ας μη μας παραπλανά η νεότερη σημασία των λέξεων αποικίζω, αποικία κ.τ.ό., όπου μια ισχυρή χώρα κατακτά την επικράτεια ενός λιγότερο αναπτυγμένου λαού και τον δυναστεύει.
14 Οι χαρακτηρισμοί ελληνικός μεσαίωνας και σκοτεινοί αιώνες, που είχαν δοθεί σε αυτή την περίοδο, διαψεύστηκαν από τα νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα και εγκαταλείφτηκαν.
Η προφορική παράδοση
Εμείς, που από μικρά παιδιά μάθαμε να διαβάζουμε και να γράφουμε, και που ο κόσμος γύρω μας είναι γεμάτος βιβλία, εφημερίδες, επιγραφές κλπ., δυσκολευόμαστε να φανταστούμε μιαν εποχή όπου η γραφή ήταν άγνωστη, ή δεν ήταν γνωστή παρά σε ελάχιστους, ιερείς ή κρατικούς υπαλλήλους. Ωστόσο, προφορικές κοινωνίες υπήρξαν για χιλιάδες χρόνια πριν από την επινόηση της γραφής· μερικές υπάρχουν και σήμερα σε απομονωμένες περιοχές, όπου οι ανθρωπολόγοι μπορούν ακόμα να μελετήσουν τα χαρακτηριστικά τους.
Στις προφορικές κοινωνίες κάθε λογής πληροφορία και γνώση μεταδίδεται άμεσα, από αυτούς που ξέρουν σε αυτούς που δεν ξέρουν, από τους ηλικιωμένους στους νεότερους, από τη μια γενιά στην επόμενη. Προφορικά διασώζεται η ιστορία του τόπου, της οικογένειας και της φυλής, προφορικά η βιοσοφία και η θρησκευτική πίστη με τους λατρευτικούς της κανόνες, προφορικά οι νόμοι, το εορτολόγιο, οι τεχνικές οδηγίες κλπ. Με τη συχνή επανάληψη τα παραπάνω έχουν την τάση να παγιωθούν, να κρυσταλλώσουν σε μια πετυχημένη διατύπωση που να μπορεί ο καθένας να τη θυμάται εύκολα. Έτσι δημιουργούνται τα γνωμικά, οι παροιμίες και πολλά ακόμα γνωστά και καθιερωμένα φτερωτά λόγια, που ύστερα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, σχεδόν αναλλοίωτα.
Ξεχωριστή κατηγορία φτερωτού λόγου αποτελούν τα τραγούδια: εκφράζουν συναισθήματα (λύπη, χαρά, αγάπη, ενθουσιασμό κλπ.), μεγαλύνουν θεούς και ανθρώπους, πλαισιώνουν τις τελετές, φαιδρύνουν τις συναναστροφές, συνοδεύουν το περπάτημα και τη δουλειά και, κάτι που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αφηγούνται. Οι πεζές προφορικές, περισσότερο ή λιγότερο αληθινές ή φανταστικές, αφηγήσεις δεν έλειψαν και δε θα λείψουν ποτέ· όμως στις προφορικές κοινωνίες η θέση των αφηγηματικών τραγουδιών ήταν, όπως θα δούμε, ιδιαίτερα σημαντική.
Είναι βέβαιο ότι τόσο οι Ινδοευρωπαίοι όσο και οι Προέλληνες είχαν, όπως και κάθε άλλος λαός, τα τραγούδια τους. Για τους Προέλληνες μπορούμε και να το αποδείξουμε: από τις Κυκλάδες, όσο και από την Κρήτη, έχουν σωθεί ειδώλια και απεικονίσεις τραγουδιστών και μουσικών οργάνων.
Το ίδιο ξεκάθαρες είναι και οι μαρτυρίες από τα μυκηναϊκά χρόνια, όταν πια η ινδοευρωπαϊκή και η προελληνική τραγουδιστική παράδοση είχαν συγχωνευτεί.[15] Στο λεγόμενο «παλάτι του Νέστορα», που χτίστηκε στην Πύλο τον 13ο π.Χ. αιώνα, στην αίθουσα του θρόνου εικονίζεται ένας τραγουδιστής με τη λύρα του. Καθιστός στον θαλασσόβραχο, ίσως να υμνούσε τον Ποσειδώνα, που σίγουρα λατρευόταν σε έναν τόπο ναυτικό σαν την Πύλο.
Από τους λατρευτικούς ύμνους στους θεούς υποθέτουμε ότι ξεκίνησε ένα ιδιαίτερο είδος αφηγηματικών τραγουδιών. Αρχικά διηγόνταν τη θαυμαστή γέννηση, την ευτυχισμένη ζωή, τους έρωτες και τα κατορθώματα ενός θεού, τις νίκες του απέναντι στους εχθρούς, τις ευεργεσίες του στους ανθρώπους κλπ. Στη συνέχεια οι τραγουδιστές άρχισαν με τον ίδιο τρόπο να τραγουδούν την καταγωγή, το μεγαλείο και τις ανδραγαθίες των βασιλιάδων και των ευγενών. Η διαφορά δεν ήταν μεγάλη, καθώς οι βασιλικοί οίκοι θεωρούσαν κατά κανόνα γενάρχη τους κάποιο θεό ή ημίθεο.
Πέντε αιώνες χωρίζουν τον λυριστή στο μυκηναϊκό παλάτι της Πύλου από τον Όμηρο· όμως τους συνδέει μια αδιάσπαστη αλυσίδα από ἀοιδούς ή ραψῳδούς, που για όλο αυτό το διάστημα κράτησαν ζωντανή την πανάρχαιη τραγουδιστική παράδοση. Ένας πολιτισμός έδυσε, άλλος πήρε να ανατέλλει· όμως ο ένας μετά τον άλλον οι τραγουδιστές με τη λύρα δε σταμάτησαν να ξετυλίγουν στα τραγούδια τους παλιές ιστορίες, κατορθώματα θεών και ανθρώπων - όλα στο πλαίσιο της δοξασμένης εποχής των μυκηναίων ηρώων, που όσο απομακρύνονταν χρονολογικά τόσο μεγεθύνονταν και αποκτούσαν τα μυθικά χαρακτηριστικά τους.
Προικισμένα άτομα που να τραγουδούν για την παρέα τους, ή και για τη δική τους μόνο ευχαρίστηση, δεν έλειψαν ευτυχώς ποτέ· και στον μυθικό κόσμο ο Αχιλλέας παρουσιάζεται κάποια στιγμή καθιστός μπροστά στη σκηνή του, με τη λύρα στα χέρια, να «ευφραίνεται ψάλλοντας παλληκαριές μεγάλες» (I 189). Ωστόσο, όταν εδώ μιλούμε για αοιδούς ή ραψωδούς, εννοούμε επαγγελματίες τραγουδιστές, σαν αυτούς που συναντούμε στις πρώιμες κοινωνίες να καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες (λατρευτικές, εθιμικές, καλλιτεχνικές κ.ά.). Για να πετύχουν και να αναγνωριστούν, όφειλαν εκτός από το ταλέντο τους να διαθέτουν και ορισμένες γνώσεις και δεξιότητες. Οι μελλοντικοί αοιδοί θα τις αποκτούσαν μαθητεύοντας κοντά σε έναν μεγαλύτερό τους έμπειρο τραγουδιστή, ίσως και σε ένα είδος σχολής, οργανωμένης από τη συντεχνία.
Γενικά, δεν ήταν εύκολο το επάγγελμα του τραγουδιστή. Ο αοιδός έπρεπε να έχει εξασκήσει τη μνήμη του και να παίζει στα δάχτυλα τη μυθολογία. Δεν έφτανε να είναι σε θέση να επαναλάβει γνωστά και πετυχημένα, δικά του ή ξένα, τραγούδια· έπρεπε και να μπορεί να συνθέσει στη στιγμή και να αφηγηθεί ποιητικά, αυτοσχεδιάζοντας, όποια ιστορία παλιά ή καινούργια τού ζητούσαν ή αποφάσιζε να τραγουδήσει. Δύσκολο, αλλά για να το πετυχαίνουν οι αοιδοί είχαν αναπτύξει μιαν ιδιαίτερη τεχνική, βασισμένη στην τυποποίηση.
Την τυποποίηση του ποιητικού λόγου των αοιδών την καθόριζε σε γενικές γραμμές ένας κανόνας: τα ίδια πράγματα λέγονται πάντα με τα ίδια λόγια. Αυτό σήμαινε στην πράξη ότι ο τραγουδιστής είχε στον νου του μια σειρά από προκατασκευασμένες διατυπώσεις, τους λογότυπους, που ταίριαζαν στον στίχο και απόδιδαν τη μία ή την άλλη έννοια. Για παράδειγμα, κάθε φορά που κάποιος έπαιρνε τον λόγο να δώσει μιαν απάντηση, ο αοιδός τραγουδούσε:
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη… (σ᾽ απάντησή του μίλησε…)
και συμπλήρωνε τον στίχο, ανάλογα με την περίπτωση, χρησιμοποιώντας τυποποιημένες πάλι εκφράσεις, όπως
…ξανθὸς Μενέλαος (…ο ξανθός Μενέλαος)
…νεφεληγερέτα Ζεύς (…ο Δίας που τα σύννεφα συνάζει)
…πολύμητις Ὀδυσσεύς (…ο μυαλωμένος Οδυσσέας).
Όχι σπάνια ο λογότυπος αντιστοιχούσε σε έναν ολόκληρο στίχο. Όταν π.χ. ένας πολεμιστής έπεφτε σκοτωμένος στη μάχη, ο αοιδός τραγουδούσε:
δούπησε δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ
(γδούπησε πέφτοντας και πάνω του βρόντηξαν τ᾽ άρματά του).
Και πάλι, κάθε φορά που ξημέρωνε καινούργια μέρα, ο αοιδός θυμόταν τον λογότυπο
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠῶς
(κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη).
Σε μεγαλύτερη κλίμακα, ο αοιδός μπορούσε να ενσωματώσει στο τραγούδι του και ολόκληρες τυπικές σκηνές, όπως τις κρατούσε έτοιμες στιχουργημένες στη μνήμη του. Τέτοιες σκηνές ήταν π.χ. η υποδοχή ενός ξένου, η προετοιμασία ενός γεύματος, ο εξοπλισμός ενός πολεμιστή για τη μάχη, η θυσία κ.ά.
Ήταν μεγάλη βοήθεια για τον αοιδό, όταν αυτοσχεδίαζε, να αξιοποιήσει έτοιμο υλικό, ανασυνθέτοντας και προσαρμόζοντάς το στην ιστορία που του ζήτησαν ή που ο ίδιος αποφάσισε να τραγουδήσει. Όμως ούτε ο κανόνας της τυποποίησης ούτε η τραγουδιστική πρακτική απαγόρευαν τους νεωτερισμούς. Κάθε άλλο: οι τραγουδιστές νιώθαν ελεύθεροι να παραλλάξουν λίγο ή πολύ τις τυπικές διατυπώσεις, και από τις παραλλαγές τους οι καλύτερες αργά ή γρήγορα ενσωματώνονταν στο παραδοσιακό υλικό. Ακούγεται παράξενο, αλλά κάθε τυποποίηση προϋποθέτει μια διαδικασία ανανέωσης, όπου το καλύτερο, όταν βρεθεί, αντικαθιστά το καλό.[16]
Η τυποποίηση αφορούσε και την ποιητική γλώσσα, γλώσσα τεχνητή που δε μιλήθηκε ποτέ και πουθενά στον αρχαίο κόσμο. Οι γλωσσολόγοι μελετούν τον τρόπο σχηματισμού και τα χαρακτηριστικά της·[17] για μας είναι αρκετό να διαπιστώσουμε δύο λειτουργικά της πλεονεκτήματα:
(α) Σπάνια οι τραγουδιστές έμεναν μόνιμα σε έναν τόπο· τις περισσότερες φορές ταξίδευαν την Ελλάδα, προσκαλεσμένοι ή αυτόκλητοι, να παρουσιάσουν τα τραγούδια τους, να διαγωνιστούν σε μουσικούς αγώνες, να πάρουν μέρος σε θρησκευτικές γιορτές και λαϊκά πανηγύρια. Όμως τα πρώιμα εκείνα χρόνια κάθε φύλο μιλούσε τη δική του ελληνική διάλεκτο, κάθε τόπος είχε τη δική του ντοπιολαλιά, και θα ήταν αδύνατο στους αοιδούς να προσαρμόζουν κάθε φορά τα τραγούδια τους στην τοπική γλώσσα. Η δυσκολία ξεπερνιόταν με το να συνθέτουν όλοι τα τραγούδια τους σε αυτή την τεχνητή, μεικτή, πολυσυλλεκτική θα τη λέγαμε σήμερα, γλώσσα, όπου ο κάθε ακροατής συναντούσε πολλά δικά του, αλλά και αρκετά αλλότρια, φωνητικά, λεξιλογικά, γραμματικά κ.ά. στοιχεία.
(β) Την αποδέχονταν αυτή την ποιητική γλώσσα οι ακροατές, όσο και αν καμιά φορά δυσκολεύονταν να την καταλάβουν. Την αποδέχονταν ως τη γλώσσα που μιλιόταν στη μακρινή εκείνη ένδοξη εποχή των ηρώων, τότε που, κατά τον Ησίοδο, «μαζί κάθονταν και συντρώγανε οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους» (απόσπ. 1).
---------------
15 Για μιαν ακόμα φορά φαίνεται να κυριάρχησαν τα προελληνικά στοιχεία: από τις λέξεις που σχετίζονται με τη μουσική οι περισσότερες είναι προελληνικές, όπως λύρα, κίθαρις, ἴαμβος, διθύραμβος, ἔλεγος κ.ά.
Το έπος
Η λέξη ἔπος σημαίνει απλά και μόνο «λόγος»· όμως κιόλας στην Οδύσσεια ως ἔπεα χαρακτηρίζονται τα αφηγηματικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι αοιδοί με τη συνοδεία της λύρας τους. Αυτή τη σημασία διατηρούμε και στον σημερινό ορισμό, όταν λέμε ότι τα αρχαία ελληνικά έπη ήταν μακρόπνοα ποιητικά κείμενα συνθεμένα κατά στίχο[18] σε συγκεκριμένο μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο. Αρχικά οι αοιδοί τα παρουσίαζαν στο κοινό τραγουδιστά, με τη συνοδεία της λύρας τους· αργότερα η παρουσίαση μπορούσε να γίνει και με μελωδική απαγγελία, χωρίς μουσική συνοδεία.
Από την άποψη του περιεχομένου τους τα έπη χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα ηρωικά και τα διδακτικά. Στο ηρωικό έπος ο αοιδός τραγουδούσε κλέα ἀνδρῶν, «δόξες των ανδρών» (θ 73), δηλαδή τα δοξασμένα κατορθώματα των ἀνδρῶν ἡρώων μιας περασμένης εποχής που διαπιστώσαμε ότι ταυτιζόταν με την ακμή του μυκηναϊκού κόσμου. Γενικά, το αφηγηματικό περιεχόμενο των ηρωικών επών είχε μυθικό, ή ακόμα και παραμυθιακό, χαρακτήρα, και τα κατορθώματα των ηρώων ξεπερνούσαν συχνά τα ανθρώπινα μέτρα· όμως αυτό δεν εμπόδιζε τους ακροατές να πιστεύουν ότι οι ήρωες ήταν ιστορικά πρόσωπα, και ότι με τις ποιητικές αφηγήσεις τους οι αοιδοί τούς αποκάλυπταν την αλήθεια για τους προγόνους τους.
Οι ίδιοι οι αοιδοί ήταν βέβαιοι πως οι αφηγήσεις τους ήταν αληθινές, ακόμα και όταν συνειδητά τις είχαν παραλλάξει. Δεν τα διαμόρφωναν οι ίδιοι, λέγαν, τα τραγούδια τους, αλλά οι Μούσες: αυτές τους έδιναν την έμπνευση, αυτές τους υπαγόρευαν το τραγούδι και τους βοηθούσαν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες του - αυτές ουσιαστικά τραγουδούσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο ηρωικά έπη που μας σώζονται ξεκινούν με μιαν επίκληση του τραγουδιστή στη θεά Μούσα:
Ιλιάδα: Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος
(Τραγούδησε, θεά, το θυμό του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα)·
Οδύσσεια: Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον
(Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου).
Οι Μούσες υπαγόρευαν και τα διδακτικά έπη, που και αυτά αλήθειες φανέρωναν στους ακροατές τους. Το περιεχόμενό τους ήταν ποικίλο. Ο ποιητής μπορούσε να προτιμήσει θέματα θεολογικά, όπως η δημιουργία του κόσμου, η γενεαλογία των θεών, οι σχέσεις τους με τους ανθρώπους κλπ.· κοινωνικά, όπως η δικαιοσύνη· πρακτικά, όπως οι αγροτικές εργασίες, η ναυσιπλοΐα, το ημερολόγιο κλπ.· ή όποιο άλλο κεφάλαιο της ανθρώπινης γνώσης.
Ο διδακτικός χαρακτήρας επιβάλλει ορισμένους κανόνες. Η παρουσίαση της γνώσης γινόταν μεθοδικά· η έκθεση ήταν συστηματική και ολοκληρωμένη και συνοδευόταν συχνά από νουθεσίες, συμβουλές, επιταγές και προειδοποιήσεις - τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούν πάντα οι δάσκαλοι, οι γονείς και όποιος άλλος θέλει να οδηγήσει ή να επαναφέρει κάποιον ή κάποιους στον σωστό δρόμο. Έτσι ακριβώς και στο ένα από τα δύο διδακτικά έπη που μας σώζονται, στο Έργα και Ημέρες, ο ποιητής Ησίοδος προσπαθεί να νουθετήσει τον αδελφό του, που είχε ξεστρατίσει.
--------------
18 Στη σύνθεση κατά στίχο κάθε στίχος είναι μετρικά όμοιος με τον προηγούμενο. Ο δακτυλικός εξάμετρος στίχος ήταν, όπως ταιριάζει στην αφηγηματική ποίηση, αρκετά μεγάλος, όπως μεγάλος είναι και ο νεοελληνικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος των δημοτικών τραγουδιών, που και αυτός χρησιμοποιείται σε αφηγηματικές συνθέσεις κατά στίχο.
Η ομηρική ποίηση
Τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητής.
Πλάτων, Πολιτεία 606e
Η διάδοση της γραφής είχε μεγάλο αντίχτυπο στον ελληνικό λόγο, ιδιαίτερα στον ποιητικό, που πια δεν ήταν μόνο προφορικός, αλλά μπορούσε και να καταγραφεί. Ως τότε οι αοιδοί ήξεραν ότι τα τραγούδια τους χάνονταν στον αέρα και πως, όταν σταματούσαν να τραγουδούν, δεν έμενε παρά η ανάμνηση της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους στον νου των ακροατών τους. Τώρα όμως, με τη γραφή, σκέφτονταν ότι καταγραμμένα τα τραγούδια τους μπορούσαν να μείνουν αιώνια, να διαβαστούν και να τραγουδηθούν από πολλούς άλλους, να διατηρήσουν τη φήμη τους ζωντανή, ακόμα και μετά τον θάνατό τους. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν έκφραση του Θουκυδίδη, ο κάθε αοιδός είχε τώρα την αίσθηση ότι το έργο του δεν ήταν μόνο ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν, «μια προσπάθεια για να ακουστεί εδώ και τώρα», αλλά μπορούσε να αποτελέσει και κτῆμα ἐς ἀεί, «απόκτημα για πάντα» - και φυσικά έβαζε τα δυνατά του.
Δεν ξέρουμε ακριβώς πότε άρχισε να χρησιμοποιείται το νέο αλφάβητο. Σίγουρο είναι μόνο ότι η γραφή είχε ήδη διαδοθεί στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα (750-700 π.Χ.), τότε που πιστεύουμε ότι έζησε ο ποιητής, ή οι ποιητές, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας - και λέμε «ο ποιητής ή οι ποιητές», γιατί από τη μια είναι πολύ πιθανό ο ποιητής της Ιλιάδας να είναι ο ίδιος με τον ποιητή της Οδύσσειας, από την άλλη δεν αποκλείεται άλλος να είναι ο ποιητής της Οδύσσειας και άλλος ο ποιητής της Ιλιάδας.[19] Εδώ θα ακολουθήσουμε την συνηθέστερη εκδοχή, ονομάζοντας Όμηρο τον ένα ποιητή που συνέθεσε πρώτα την Ιλιάδα (γύρω στα 740 π.Χ.) και αργότερα (γύρω στα 710 π.Χ.) την Οδύσσεια.
Φαίνεται πολύ πιθανό, αλλά πάλι δεν είναι σίγουρο, ότι ο Όμηρος χρησιμοποίησε τις ευκολίες της γραφής για να συνθέσει τα έπη του· και πάλι δεν ξέρουμε αν έγραφε ο ίδιος, ή αν υπαγόρευε σε κάποιον άλλον. Βέβαιο είναι μόνο ότι συνθέτοντας την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ο Όμηρος ήξερε ότι δε συνθέτει απλά ηρωικά τραγούδια αλλά κάτι ξεχωριστό, ένα μνημείο της τέχνης του, έργα που θα μείνουν να τον δοξάζουν - όπως κι έγινε. Απόδειξη το ιδιότυπο σχέδιο και η μαστορική επεξεργασία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
Τυπικά, στους 15.693 στίχους της η Ιλιάδα αφηγείται ένα μόνο επεισόδιο από τον δέκατο χρόνο του Τρωικού πολέμου: τον θυμό του Αχιλλέα. Ωστόσο, μέσα στις πενήντα μία μέρες της διήγησης συμβαίνουν και περιγράφονται γεγονότα που επαναλαμβάνουν πολλά απ᾽ όσα είχαν συμβεί στα πρώτα εννιά χρόνια της πολιορκίας και προαναγγέλλουν πολλά που θα συνέβαιναν αργότερα, ως και την άλωση. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ακριβώς αυτό θέλησε και πέτυχε ο ποιητής: μέσα στο ένα επεισόδιο που αφηγείται να κατοπτρίζεται η εικόνα του πολέμου ολόκληρου.
Παρόμοια, στους 12.110 στίχους της η Οδύσσεια αφηγείται μόνο το τέλος του ταξιδιού του Οδυσσέα, από το νησί της Καλυψώς στο νησί των Φαιάκων και από κει στην Ιθάκη, όπου γρήγορα κατατροπώνει τους μνηστήρες και ξαναγίνεται κύριος στο σπιτικό του - σαράντα μία μέρες όλες κι όλες, ενώ η περιπλάνηση είχε διαρκέσει δέκα χρόνια. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής βρίσκει τρόπους να διηγηθεί όχι μόνο τις προηγούμενες περιπέτειες του Οδυσσέα αλλά και τις τύχες άλλων σημαντικών ηρώων του πολέμου - του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου, του Νέστορα κ.ά. Είναι πάλι φανερό ότι σχεδιάζοντας και συνθέτοντας την Οδύσσεια ο ποιητής θέλησε, και μπόρεσε, στον βασικό θεματικό του ιστό να συνυφάνει πολλούς ακόμα νόστους.[20]
Εύκολα διαπιστώνουμε ότι στον συνδυασμό τους Ιλιάδα και Οδύσσεια αλληλοσυμπληρώνονται για να καλύψουν ολόκληρο τον τρωικό μυθολογικό κύκλο, από την αρχή ως το τέλος. Αν μάλιστα προσέξουμε ότι όσα στοιχεία μνημονεύονται στην Ιλιάδα δεν επαναλαμβάνονται στην Οδύσσεια, τότε έχουμε έναν παραπάνω λόγο να πιστέψουμε ότι τόσο ο σχεδιασμός της Ιλιάδας όσο και ο σχεδιασμός της Οδύσσειας εντάσσονται σε μια μεγάλη ενιαία ποιητική σύλληψη.
Παρατηρήσεις στα ομηρικά έπη:
(α) Από τα λαϊκά αφηγηματικά τραγούδια της πρώιμης αρχαιότητας δε μας έχει σωθεί ούτε ένα. Όταν όμως στα έπη του Ομήρου συναντούμε στοιχεία γνωστά από μεσαιωνικά και νεότερα δημοτικά τραγούδια,[21] τότε βεβαιωνόμαστε ότι ο Όμηρος, όπως και οι προκάτοχοί του, είχε δεχτεί λαϊκές επιδράσεις, ή, καλύτερα, ότι στο πλαίσιο της προφορικής παράδοσης τα σύνορα ανάμεσα στην ανώνυμη λαϊκή ποίηση και στα τραγούδια των αοιδών ήταν ανοιχτά.
(β) Μορφολογικό στοιχείο συνηθισμένο στον λαϊκό λόγο και στα ομηρικά έπη είναι και η παρομοίωση, εικονιστικό εκφραστικό μέσο που βοηθά τον ποιητή να ενεργοποιήσει την οπτική φαντασία των ακροατών. Έτσι, κάποια στιγμή στην Ιλιάδα (Ε 87-91) ο Αχιλλέας ορμά, και οι Τρώες
πώς τ᾽ άλλα ψάρια, σύντας δέλφινας τρανός τα κυνηγήσει,
σε κόρφο τρέχουν καλολίμανο και στις γωνιές σμαριάζουν
ολότρομα, τι τρώει αχόρταγος όσα βρεθούν μπροστά του,
όμοια κι οι Τρώες μες στου Σκάμαντρου το ρέμα στριμωχνόνταν
κάτω απ᾽ τους όχτους…
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα η παρομοίωση τονίζει και εικονοποιεί τον πανικό των Τρώων και παράλληλα ποικίλλει τη διήγηση, καθώς στην περιγραφή της μάχης εισάγονται αναπάντεχα εικόνες από τον κόσμο της φύσης.
(γ) Ο Όμηρος από τη μια συνεχίζει την προφορική παράδοση των αοιδών, από την άλλη την παραλλάζει σύμφωνα με τις νέες συνθήκες και το ποιητικό του σχέδιο. Έχει σημασία να διαπιστώσουμε ποια στοιχεία στην ποίησή του είναι παραδοσιακά και ποια αποτελούν δικές του επινοήσεις και νεωτερισμούς.
(1) Οι γλωσσικοί, όπως και οι μετρικοί, νεωτερισμοί δεν είναι εύκολο να ανιχνευτούν, όταν όλα τα προγενέστερα κείμενα είναι χαμένα. Μπορούμε μόνο να υποψιαστούμε ότι ο Όμηρος χρησιμοποιεί συχνά τους παραδοσιακούς λογότυπους παραλλαγμένους με τρόπο που να τους προσθέτει κάποιο ιδιαίτερο νόημα.
(2) Πιο εύκολα ανιχνεύονται οι ομηρικές παρεμβάσεις στο περιεχόμενο της διήγησης. Τόσο ο Τρωικός πόλεμος όσο και ο νόστος του Οδυσσέα ήταν παραδοσιακά μυθολογήματα, γνωστά και πολυτραγουδισμένα· ωστόσο, πολλά μικρά και μεγάλα επεισόδια και θέματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας πιστεύουμε ότι αποτελούν ομηρικές επινοήσεις. Ομηρική επινόηση φαίνεται π.χ. πως είναι στην Οδύσσεια το ταξίδι του Τηλέμαχου στην Πύλο και στη Σπάρτη, ομηρική επινόηση στην Ιλιάδα ο δανεισμός των όπλων του Αχιλλέα, ίσως και ολόκληρο το επεισόδιο του θυμού.
(3) Νεωτερισμούς δεν αποτελούν μόνο οι προσθήκες αλλά και οι παραλείψεις, που δεν είναι βέβαια τυχαίες, αλλά πάλι εκφράζουν τις προτιμήσεις του ποιητή και υπηρετούν το ποιητικό του σχέδιο. Έτσι, στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια παραλείπονται παραδοσιακά στοιχεία που, αν μνημονεύονταν, θα δυσφήμιζαν τον ένα ή τον άλλο ήρωα. Παράδειγμα: πουθενά ο Όμηρος δε μνημονεύει τον βιασμό της Κασσάνδρας από τον Αίαντα τον Λοκρό, ούτε την απροθυμία του Οδυσσέα να συστρατευτεί εναντίον της Τροίας,[22] ούτε τον Παλαμήδη από το Άργος, σημαντικό ήρωα, αδικοσκοτωμένο από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη.
Ιλιάδα και Οδύσσεια παρουσιάζουν πολλές μεταξύ τους ομοιότητες αλλά και κάποιες καθόλου ασήμαντες διαφορές:
(α) Οι θεοί, με πρώτο τον Δία, είναι στην Ιλιάδα πιο αυθαίρετοι, λιγότερο δίκαιοι απ᾽ όσο στην Οδύσσεια, όπου παρουσιάζονται να ανταμείβουν τις αρετές και να τιμωρούν μόνο συγκεκριμένα σφάλματα.
(β) Αντίστοιχα, οι άνθρωποι είναι στην Οδύσσεια περισσότερο υπεύθυνοι και κύριοι της τύχης τους απ᾽ όσο στην Ιλιάδα, όπου οι ατομικές και συλλογικές τύχες είναι λίγο πολύ προαποφασισμένες.
(γ) Στην Ιλιάδα οι πρωταγωνιστές είναι επώνυμοι ευγενείς και βασιλιάδες, που τηρούν απαρέγκλιτα τους κανόνες της ηρωικής συμπεριφοράς. Ο απλός λαός κινείται στο περιθώριο, δρα και αντιδρά μόνο ως σύνολο. Στην Οδύσσεια σημαντικό ρόλο δεν έχουν μόνο ευγενείς και βασιλιάδες αλλά και άνθρωποι απλοί, σαν τον Εύμαιο, τον Φιλοίτιο, την Ευρύκλεια, ακόμα και τον Μελάνθιο. Όσο για τον ίδιο τον Οδυσσέα, η συμπεριφορά του σίγουρα δε συμβιβάζεται πάντα με τον ηρωικό κώδικα.
Οι παραπάνω διαφορές μπορούν να εξηγηθούν είτε από τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και προτιμήσεις των ποιητών (αν δεχτούμε ότι ο ποιητής της Οδύσσειας ήταν άλλος από τον ποιητή της Ιλιάδας), είτε από την εσωτερική εξέλιξη ενός μόνο ποιητή, του Ομήρου, που έγραψε νέος την Ιλιάδα και αργότερα, στην ωριμότητα του, την Οδύσσεια. Δύσκολο να αποφασίσουμε. Αν όμως παραμερίσουμε το δίλημμα του ενός ή δύο ποιητών, τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τουλάχιστον ένα μέρος από τις διαφορές που διαπιστώσαμε ανάμεσα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια μπορεί να εξηγηθεί από το διαφορετικό θέμα και από τις ιστορικές εξελίξεις στα τριάντα τουλάχιστο χρόνια που χωρίζουν το ένα έπος από το άλλο. Μέσα στον 8ο π.Χ. αιώνα το πολίτευμα της αυταρχικής θεόδοτης βασιλείας κλονίζεται και τείνει να αντικατασταθεί από άλλες, πιο υπεύθυνες, μορφές διακυβέρνησης, όπου ο ρόλος του πλήθους των κοινών ανθρώπων είναι μεγαλύτερος.
ΟΜΗΡΟΣ
Βίοι του Ομήρου μάς σώζονται αρκετοί· μόνο που οι περισσότερες πληροφορίες τους ανήκουν στον χώρο του θρύλου. Μιλούν για τον γιο του Μαίονα και της Κριθηίδας, που κανείς δεν ξέρει πού γεννήθηκε αλλά τον διεκδικούν επτά πόλεις, με επικρατέστερες τη Σμύρνη και τη Χίο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν, λέει, Μελησιγένης, γιατί γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Μέλητα της Σμύρνης, αλλά αργότερα τον είπαν Όμηρο, είτε γιατί έχασε το φως του (ὅμηρος = τυφλός) είτε γιατί οι Σμυρνιοί τον παραδώσαν όμηρο στον πόλεμο με τους Κολοφωνίους.
Έζησε περιοδεύοντας με τα τραγούδια του τις ελληνικές χώρες και δοξάστηκε όσο κανένας άλλος. Μόνο στη Χαλκίδα, όταν αγωνίστηκε με αντίπαλο τον Ησίοδο, δεν πήρε το βραβείο. Το πλήθος τον έκρινε νικητή, αλλά ο βασιλιάς Πανήδης στεφάνωσε τον Ησίοδο, γιατί, όπως είπε, «δίκαιο είναι να νικά όποιος με τα τραγούδια του οδηγεί στη γεωργία και την ειρήνη, και όχι αυτός που περιγράφει πολέμους και σφαγές» (Αγών Ομήρου και Ησιόδου 207-10).
Στους βίους διαβάζουμε ότι πέθανε σε ένα μικρό νησί, την Ίο, από στενοχώρια, όταν δε μπόρεσε να καταλάβει έναν αινιγματικό λόγο που του είπαν νέοι ψαράδες.
Απ᾽ όλα αυτά μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Όμηρος καταγόταν από την Ιωνία, ότι ήταν ονομαστός ταξιδευτής αοιδός, ίσως και ότι ο θάνατος τον βρήκε στην Ίο.
Η επιτυχία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας ήταν άμεση και η διάδοσή τους μεγάλη. Γρήγορα τα δύο έπη καθιερώθηκαν ως πανελλήνιος ποιητικός θησαυρός, άξιος όχι μόνο να τραγουδιέται περιστασιακά αλλά και να αποτελεί σταθερό μέρος του επίσημου προγράμματος σε εορτασμούς όπως τα Παναθήναια, όπου κάθε τέσσερα χρόνια οι ραψωδοί, σε αδιάκοπη διαδοχή, παρουσίαζαν ολόκληρα τα ομηρικά έπη. Παράλληλα, από πολύ νωρίς η Ιλιάδα και η Οδύσσεια διδάσκονταν στα σχολεία, και είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 5ο π.Χ. αιώνα ως σήμερα, για είκοσι πέντε και παραπάνω αιώνες, τα ομηρικά έπη δεν έλειψαν ποτέ από το σχολικό πρόγραμμα.
----------------
19 Αυτή η άποψη, που και στα αρχαία χρόνια υποστηρίχτηκε από ορισμένους φιλολόγους της Αλεξανδρινής εποχής, τους χωρίζοντες όπως ονομάστηκαν, έχει και σήμερα πολλούς υποστηρικτές.
Το διδακτικό έπος - Ησίοδος
Στο πρώτο του έργο, τη Θεογονία, ο Ησίοδος περιγράφει πώς οι Μούσες τον επισκέφτηκαν στις πλαγιές του Ελικώνα, όπου έβοσκε τα πρόβατά του, πώς έκοψαν και του δώσαν ένα «θαυμαστό κλαρί από δάφνη», πώς του χάρισαν «θεόπνευστη φωνή» να ανιστορεί «όσα θα γίνουν και όσα έγιναν» και του ανάθεσαν να εξυμνεί το γένος των αθάνατων θεών, με πρώτες και τελευταίες κάθε φορά τις ίδιες. Βιογραφικές πληροφορίες μάς παρέχει και το δεύτερο έπος, το Έργα και ημέρες. Μαθαίνουμε ότι ο ποιητής γεννήθηκε και έζησε σε άγονο τόπο, στην Άσκρα της Βοιωτίας.[23] Ο πατέρας του καταγόταν από την Κύμη της Αιολίας, επιχείρησε να πλουτίσει με το θαλασσινό εμπόριο, απότυχε και τελικά εγκαταστάθηκε στην Άσκρα ως αγρότης. Μετά τον θάνατό του, ο Ησίοδος διαφώνησε με τον αδελφό του, τον Πέρση, στη μοιρασιά των κτημάτων η διαφορά τους έφτασε στο δικαστήριο και ο Ησίοδος επιχείρησε με το δεύτερο έργο του, το Έργα και ημέρες, να νουθετήσει τόσο τον Πέρση όσο και τους άρχοντες που θα τους έκριναν.
Υπακούοντας στις θεϊκές εντολές, ο Ησίοδος ξεκινά τη Θεογονία με ένα μεγάλο ύμνο στις Μούσες και στη συνέχεια εκθέτει τη γενεαλογία των θεών από τις πρώτες αρχές (το Χάος, τη Γη, τα Τάρταρα και τον Έρωτα) ως την τελική επικράτηση των Ολύμπιων και τον καθορισμό της κοσμικής τάξης από τον αρχηγό τους, τον Δία. Η θεογονία, όπως περιγράφεται, αποτελεί συνάμα και κοσμογονία, καθώς πολλοί αρχαιοελληνικοί θεοί αντιστοιχούσαν σε φυσικά στοιχεία και φαινόμενα. Έτσι, για παράδειγμα, «από το Χάος γεννήθηκαν το Έρεβος και η μαύρη Νύχτα· και πάλι από τη Νύχτα γεννήθηκαν ο Αιθέρας και η Ημέρα» (123-4)· ή «η Τηθύς γέννησε […] τους ποταμούς: τον Νείλο και τον Αλφειό και τον Ηριδανό» (337-8). Στις γενεαλογίες εντάσσονται και θεότητες που εμείς θα τις θεωρούσαμε απλές προσωποποιήσεις, αλλά για τους αρχαίους αποτελούσαν θεϊκές οντότητες. Έτσι, για παράδειγμα, «η Στύγα, κόρη του Ωκεανού, γέννησε […] τον Ζήλο, τη Νίκη, το Κράτος [= Δύναμη] και τη Βία» (383-5) και «η Έριδα, κόρη της Νύχτας, […] τον Μόχθο, τη Λησμοσύνη, την Πείνα, τους Πόνους, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Τσακωμούς, τις Κατηγόριες, τα Ψέματα» και άλλα κακά (226-32).
Στη συνέχεια της Θεογονίας ο Ησίοδος παρουσιάζει τις περιπτώσεις όπου θεές έσμιξαν με θνητούς και γέννησαν «παιδιά παρόμοια με θεούς» (π.χ. τον Αχιλλέα, γιο της Θέτιδας και του Πηλέα· τον Αινεία, γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση κλπ.). Θα περιμέναμε να παρουσιαστούν και οι περιπτώσεις όπου ένας θεός έσμιξε με θνητή· και πραγματικά, δεν αποκλείεται ο Ησίοδος να είχε καλύψει και αυτό το θέμα, είτε ως άμεση, σήμερα χαμένη, συνέχεια της Θεογονίας είτε σε ένα ξεχωριστό έργο γνωστό στους νεότερους με τον τίτλο Γυναικών κατάλογος. Ωστόσο, τα αποσπάσματα που μας σώζονται είναι δύσκολο, μερικές φορές και αδύνατο, να αποδοθούν όλα στον Ησίοδο.[24]
Όσο και να βοηθήσουν οι Μούσες, δεν είναι εύκολο να εκθέσει κανείς με τάξη και συνέπεια τη γενεαλογία, τη φύση και τη δράση των θεών μιας θρησκείας σαν την αρχαία ελληνική. Ο ποιητής δεν έφτανε να διαθέτει φαντασία και συστηματική σκέψη· απαραίτητο ήταν να γνωρίζει και την παράδοση: τη ζωντανή θρησκευτική παράδοση που συνεχιζόταν στις δοξασίες και τη λατρεία της εποχής του, όσο και τη λογοτεχνική θεολογική παράδοση που είχαν διαμορφώσει προγενέστεροι του ποιητές - ποιητές όχι μόνο σαν τον Όμηρο αλλά και σαν αυτούς που αργότερα, στα αρχαϊκά χρόνια, θα κρύβονται πίσω από τις μυθικές μορφές του Ορφέα, του Μουσαίου κ.ά.
Στον συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας και στη γειτονιά των Δελφών ο Ησίοδος είχε κάθε δυνατότητα να γνωρίσει και να μελετήσει την ελληνική θρησκευτική παράδοση σε βάθος. Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι στα έργα του συναντούμε και στοιχεία (μύθους, σχήματα, θέματα) που πιθανότατα προέρχονται από την Ανατολή.[25] Βέβαια, οι εμπορικές επαφές και οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους λαούς της ανατολικής Μεσογείου δεν έλειψαν ποτέ. Ανατολικά στοιχεία μπορεί να είχαν ενσωματωθεί στην ελλαδική παράδοση κιόλας από τα προελληνικά χρόνια, ή αργότερα στην εποχή των Μυκηναίων, ή και ακόμα αργότερα, μετά τη μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών στη Μικρασία, απ᾽ όπου, θυμίζουμε, καταγόταν η οικογένεια του ποιητή.[26]
Τα Έργα και ημέρες έχουν ποικίλο περιεχόμενο. Ο ποιητής συστήνει στον αδελφό του μια φίλεργη και συμμαζεμένη αγροτική ζωή. Τις γενικόλογες βιοσοφικές συμβουλές συνοδεύουν αναλυτικές και συγκεκριμένες οδηγίες για τις αγροτικές εργασίες, την οικιακή οικονομία και άλλα ειδικά θέματα, ακόμα και τη ναυσιπλοΐα. Μαζί τους μια σειρά από ηθικές διδασκαλίες, μυθολογικές αφηγήσεις και ο πρώτος γνωστός μας αλληγορικός μύθος με ζώα. Στο τελευταίο μέρος του έπους (764-824) ο ποιητής απαριθμεί ποιες μέρες του μήνα έχουν ορίσει οι θεοί ως κατάλληλες ή ακατάλληλες για το ένα ή το άλλο έργο. Στον συνδυασμό τους όλα αυτά δίνουν την εντύπωση μιας ανέμελης συνειρμικής ακολουθίας· μόνο με πολλή προσοχή μπορεί κανείς να διακρίνει πίσω από τη φαινομενική αταξία έναν αδρό αρχαϊκό σχεδιασμό.
Ιδεολογικά προσέχουμε τη μεγάλη σημασία που έδωσε ο Ησίοδος στη θεϊκή δικαιοσύνη. Η θεά Δίκη είναι κόρη του Δία και της Θέμιδας, αδελφή της Ευνομίας και της Ειρήνης (Θεογονία 901-3)· καθισμένη δίπλα στον Δία, συνεργάζεται μαζί του να ανταμειφτούν όσοι τιμούν τη δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν όσοι παραβαίνουν το δίκιο και αφήνουν μέσα τους να θεριέψει η ύβρη.
Αξιοπρόσεκτος είναι και ο έπαινος της εργασίας («ντροπή δεν είναι η δουλειά· το καθησιό ντροπιάζει», Έργα 311), καθώς και η εικόνα της αρετής, που οι θεοί την τοποθέτησαν στο τέρμα ενός απότομου ανήφορου, και πρέπει πολύ να ιδρώσει ο άνθρωπος για να τη φτάσει (Έργα 289-92).
Η ποιητική δράση του Ησιόδου τοποθετείται γύρω στα 700 π.Χ. Εκεί, στη στροφή από την Ομηρική στην Αρχαϊκή εποχή, μας οδηγούν και η επική του γλώσσα, που κυμαίνεται ανάμεσα στην παραδοσιακή τυποποίηση και τη θεληματική ποικιλία, η διφορούμενη στάση του απέναντι στους βασιλιάδες, που πότε τους μεγαλύνει και πότε τους κατηγορεί, κ.ά. Ότι για τη σύνθεση των επών του χρησιμοποίησε τη γραφή πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο.
---------------
23 Στους στ. 650-5 μαθαίνουμε ότι μία μόνο φορά ταξίδεψε, από την Αυλίδα ως τη Χαλκίδα, να πάρει μέρος στους επιτάφιους μουσικούς αγώνες για τον Αμφιδάμαντα, όπου και νίκησε τον Όμηρο.
24 Το μεγαλύτερο, γνωστό με το όνομα Ἀσπὶς Ἡρακλέους, πρέπει να γράφτηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα από έναν ποιητή που θέλησε να μιμηθεί τον Ησίοδο. Στον Ησίοδο αποδίδονται και μερικά άλλα, χαμένα σήμερα, έργα, όπως οι Χείρωνος Ὑποθῆκαι, η Ἀστρονομία, η Μελαμπόδεια, κλπ.
25 Ακόμα και η διδακτική ποίηση στο σύνολο της θα μπορούσε να έχει μεσανατολικές ρίζες. Από τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο μας είναι γνωστά διδακτικά ποιητικά έργα που ανάγονται στην τρίτη χιλιετία π.Χ.
26 Ο ασύμμετρα μεγάλος ύμνος στη θεά Εκάτη (Θεογονία 404-52) μας οδηγεί να υποψιαστούμε ότι από οικογενειακή παράδοση ο Ησίοδος τιμούσε ιδιαίτερα αυτή τη μικρασιατική θεά.
Η άλλη ποίηση
Το γεγονός ότι από την Ομηρική εποχή δε μας σώζονται παρά τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου δε σημαίνει ότι τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν και άλλα τραγούδια, διαφορετικά, χορευτικά ή όχι. Ο ίδιος ο Όμηρος μνημονεύει στα έπη του ύμνους λατρευτικούς του Απόλλωνα και της Άρτεμης, τραγούδια του γάμου, εργατικά τραγούδια του τρύγου και του αργαλειού, θρήνους κλπ., αλλά δε μας σώζεται τίποτα.
Επιλεγόμενα στις πρωταρχές
Ο Όμηρος και ο Ησίοδος είναι αυτοί που συνθέσαν για τους Έλληνες τη θεογονία, που δώσαν στους θεούς τις επωνυμίες, μοίρασαν τέχνες και τιμές, και καθόρισαν του καθενός την όψη.
Ηρόδοτος 2.53
Χρειάστηκε να διαδοθεί τον 8ο π.Χ. αιώνα η γραφή για να μας σωθούν τα πρώτα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου, δύο ποιητών που μεταξύ τους έχουν πολλά κοινά αλλά και διαφορές μεγάλες.
Κοινά στους δύο ποιητές είναι η επική γλώσσα και το μέτρο· κοινή η συνείδηση ότι τα έργα τους θα μείνουν να τους δοξάζουν, και η συνακόλουθη απόφασή τους να σχεδιάσουν και να συνθέσουν έργα μνημειακά όχι μόνο στην έκταση αλλά και στο περιεχόμενό τους: τόσο ο Όμηρος όσο και ο Ησίοδος, καθένας στον τομέα του, συναίρεσαν και κωδικοποίησαν το παραδοσιακό υλικό, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη δυνατή τάξη, συνέπεια και πληρότητα. Κοινή, τέλος, είναι και η δικαιολογημένη επιτυχία των δύο ποιητών, το κύρος, η φήμη τους και η πολύπλευρη επίδραση που άσκησαν στους μεταγενέστερους. Σωστά ο Ηρόδοτος μαρτυρεί ότι η επίσημη πανελλήνια θρησκεία επηρεάστηκε αποφασιστικά από τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου.
Ο Όμηρος και ο Ησίοδος διαφέρουν σε πολλά, και όχι μόνο γιατί ο ένας καλλιέργησε το ηρωικό και ο άλλος το διδακτικό έπος. Ο Όμηρος κινήθηκε στους ανοιχτούς ορίζοντες της Ιωνίας· ο Ησίοδος περιορίστηκε στον κλειστό και συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας. Ο Όμηρος συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του στις ανώτερες τάξεις των βασιλιάδων και των ευγενών της παλιάς πολύχρυσης μυκηναϊκής εποχής, ο Ησίοδος στη σύγχρονή του αγροτική κοινωνία της στέρησης. Στην ομηρική άνεση αντιστοιχεί η ησιόδεια φρόνηση, στην πολεμική δόξα η εργατική προκοπή - και όταν ο Όμηρος, όπως τον φανταζόμαστε, ταξίδευε στις βασιλικές αυλές και δοξαζόταν με τα τραγούδια του, ο Ησίοδος επιχειρούσε με τα δικά του να διδάξει δικαιοσύνη στον αδελφό του, που τον είχε αδικήσει, και στους τοπικούς άρχοντες, που θα δίκαζαν τη διαφορά.
Στον συνδυασμό τους ομοιότητες και διαφορές οδηγούν σε ένα ανέλπιστα ευνοϊκό για μας αποτέλεσμα. Από τη μια η κοινή επιθυμία των δύο ποιητών να συνοψίσουν την παράδοση και από την άλλη η διαφορετική τους υπόσταση και οπτική γωνία συνεργάστηκαν έτσι ώστε τα έργα τους να συνθέτουν μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα της προϊστορίας από τις αρχές ως και τον 8ο π.Χ. αιώνα. Πραγματικά, η πολεμική πραγματικότητα της Ιλιάδας, ο θαλασσινός κόσμος της Οδύσσειας, το θεολογικό και μυθολογικό πανόραμα της Θεογονίας, η ηθική διδασκαλία και ο πρακτικός οδηγός που περιέχονται στο Έργα και Ημέρες - το ένα με το άλλο όλα αυτά συμπληρώνουν, ερμηνεύουν και ζωντανεύουν τα προϊστορικά αρχαιολογικά ευρήματα και τις αποσπασματικές πληροφορίες των πινακίδων της γραμμικής Β γραφής.
Τα ομηρικά και ησιόδεια έπη δεν αποτελούν μόνο σύνοψη της προϊστορικής παράδοσης και κατακλείδα μιας εποχής. Όπως θα το περιμέναμε, οι δύο ποιητές έχουν προδιαγράψει στα έργα τους πλήθος στοιχεία, ιδεολογικά κ.ά., που η ανάπτυξή τους ανήκει στις επόμενες εποχές. Παραδείγματα: η τραγική μοίρα του Αχιλλέα και κυρίως η δικαιοσύνη του Δία, που σκιαγραφήθηκε από τον Όμηρο, θεμελιώθηκε από τον Ησίοδο και θα οικοδομηθεί αργότερα από ποιητές σαν τον Σόλωνα και τον Αισχύλο. Έτσι, σωστό θα ήταν, χαρακτηρίζοντας την επική ποίηση του 8ου π.Χ. αιώνα, να λέμε ότι αποτελεί συνάμα τέλος και αρχή.