Κάποιες σχέσεις γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν αποκλειστικά στο κεφάλι μας.
Είναι σχέσεις που πλάθουμε με τη φαντασία μας όταν η σύναψη αληθινής σχέσης με εκείνον που επιθυμούμε δεν είναι δυνατή, είτε επειδή εκείνος αγνοεί τα συναισθήματά μας, είτε επειδή τα γνωρίζει μεν, αλλά δεν μπορεί ή δεν θέλει να τα ανταποδώσει.
Είναι σχέσεις – φαντάσματα που τρέφονται αποκλειστικά με ψευδαισθήσεις: Ότι μοιραζόμαστε μια ισχυρή σύνδεση με τον άλλον. Ότι εκείνος μας αγαπά, αλλά δεν μας το λέει. Ότι η πολυπόθητη ένωση εμποδίζεται, αλλά κάποια στιγμή οι αντιστάσεις θα καμφθούν, τα εμπόδια θα ξεπεραστούν και το όνειρο θα γίνει επιτέλους πραγματικότητα.
Το φαινόμενο του «ανεκπλήρωτου έρωτα» δεν είναι κάτι αφύσικο ή παράλογο, αλλά συχνά το τραβάμε στα άκρα. Αντί να το πάρουμε απόφαση ότι ο άλλος δεν αισθάνεται το ίδιο, αρνούμαστε να δεχτούμε την πραγματικότητα και, στη θέση της σχέσης που δεν έχουμε, φτιάχνουμε μια φανταστική σχέση που μπορεί να κρατήσει μήνες και χρόνια.
Αν χαμογελάτε στο άκουσμα του ανεκπλήρωτου έρωτα πιστεύοντας ότι αφορά μόνο τους εφήβους ή τα ρομαντικά μυθιστορήματα του 18ου αιώνα, επιτρέψτε μου να σας πω ότι γελιέστε. Εννέα στους δέκα ενήλικες δηλώνουν ότι έχουν βιώσει το άβολο συναίσθημα του να αγαπάς χωρίς να αγαπιέσαι[1] και πάω στοίχημα ότι αν κοιτάξετε προσεκτικότερα γύρω σας ή μέσα σας θα τους εντοπίσετε.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Η φαντασία βρίσκει πρόσφορο έδαφος να οργιάσει όταν ο έρωτας είναι ανολοκλήρωτος και ο έρωτας για να είναι ανολοκλήρωτος θα πρέπει το αντικείμενο του πόθου να μην είναι διαθέσιμο[2]:
Μπορεί να είναι ένας διάσημος τραγουδιστής αν είμαστε μικρά παιδιά ή κάτι λιγότερο συναρπαστικό όπως ένας παντρεμένος αν είμαστε ενήλικες.
Μπορεί να είναι ένας φίλος που δεν έχει ιδέα για τον έρωτά μας ή ένας συνάδελφος που έχει κάποια ιδέα για τον έρωτά μας, αλλά προτιμά να παραμείνει συνάδελφος.
Μπορεί να είναι ένας πρώην σύντροφος που δεν μας θέλει πια ή ένας νυν «σύντροφος» που μας θέλει μεν, αλλά όχι στο βαθμό που θα θέλαμε να μας θέλει.
Όπως και να έχει, εμείς καταλήγουμε να λαχταρούμε κάτι περισσότερο από αυτό που προσφέρεται και προκειμένου να καλύψουμε το κενό επιστρατεύουμε τη φαντασία μας. Συλλέγουμε κουβέντες, υπονοούμενα, βλέμματα, κινήσεις και «σημάδια», τα ερμηνεύουμε όπως θέλουμε και δημιουργούμε εκ του μη όντος μια φανταστική σχέση.
Νομίζουμε ότι μοιραζόμαστε ένα βαθύ δέσιμο, ενώ δεν υπάρχει τίποτα. Έχουμε την παράλογη πεποίθηση ότι μπορούμε να αντιληφθούμε τι σκέφτεται ή αισθάνεται ο άλλος, ενώ δεν έχουμε καμία ένδειξη για το τι πραγματικά σκέφτεται ή αισθάνεται. Είναι τέτοια η ένταση των συναισθημάτων που βιώνουμε που φτάνουμε να πιστεύουμε ότι κάτι μεταφυσικό συμβαίνει, ας πούμε τον βλέπουμε στον ύπνο μας και συμπεραίνουμε ότι εκείνος μας σκέφτεται.
Ποτέ δεν υποβάλλουμε τις φαντασιώσεις μας στη δοκιμασία της πραγματικότητας. Διστάζουμε να του εκφράσουμε ανοιχτά τα συναισθήματά μας και αποφεύγουμε να τον ρωτήσουμε ευθέως τι πραγματικά αισθάνεται για εμάς. Μπορεί να βράζουμε μέσα μας, αλλά κάτι μας λέει να μην πιέσουμε τα πράγματα – μένουμε με την ελπίδα ότι εκείνος θα καταστήσει σαφές το ενδιαφέρον του από μόνος του.
Μπαίνουμε σε κατάσταση αναμονής και, στο ενδιάμεσο, δικαιολογούμε τα αδικαιολόγητα, όπως όταν εκλογικεύουμε τη χλιαρή ή αδιάφορη στάση του, λέγοντας στον εαυτό μας ότι εκείνος μάλλον δυσκολεύεται να επικοινωνήσει, έχει ανασφάλειες και θέματα να τακτοποιήσει ή είναι τόσο ερωτευμένος μαζί μας που έχει τρομοκρατηθεί.
Σταδιακά, τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας αρχίζουν να θολώνουν και χάνουμε την αίσθηση του τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Υπάρχουν όντως αμοιβαία συναισθήματα ή τα φανταζόμαστε; Υπάρχει η έντονη έλξη που νιώθουμε ή είναι δημιούργημα της φαντασίας μας; Αυτός που αγαπάμε υπάρχει στ′ αλήθεια ή μήπως είναι κι αυτός πλάσμα της φαντασίας;
ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ ΚΑΤΑΦΕΥΓΩ ΣΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ;
Για να ξεφύγω από μια αβίωτη ζωή
Μάλλον κάτι μας φαίνεται δύσκολο ή ανούσιο ή ανιαρό στην αληθινή ζωή, γι′ αυτό δραπετεύουμε στη φαντασία. Χρειαζόμαστε κάτι για να μας αποσπάσει από τις δυσάρεστες αισθήσεις και, συγχρόνως, κάτι που θα μας αναστατώσει αρκετά ώστε να νιώσουμε πραγματικά ζωντανοί.
Για να ζήσω τον ιδανικό έρωτα
Στη φαντασία δεν είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε μια συνηθισμένη σχέση με έναν συνηθισμένο άνθρωπο και άρα να είμαστε συνηθισμένοι άνθρωποι.
Μπορούμε να ζήσουμε έναν μυθιστορηματικό έρωτα όπου αναγνωρίζεται και επιβεβαιώνεται η εξιδανικευμένη εικόνα μας κι όπου, αντί για ένα αληθινό πρόσωπο, είμαστε ελεύθεροι να ερωτευτούμε το πρόσωπο των ονείρων μας.
Για να γίνω ένας άνθρωπος που αξίζει την αγάπη
Η αλήθεια είναι ότι δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι μπορούν να μας αγαπήσουν αληθινά, γι′ αυτό καταφεύγουμε σε ανολοκλήρωτες σχέσεις[3].
Αν κάποιος μας έβλεπε ως πραγματικά αξιαγάπητους, όχι μόνο δεν θα το πιστεύαμε, αλλά ούτε θα το αντέχαμε. Θα μας φαινόταν ύποπτο και ξένο, ακόμα και τρομακτικό – θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την αρνητική αίσθηση που κουβαλούμε για τον εαυτό μας[4].
Στα πλαίσια της φαντασίας όμως έχουμε το περιθώριο να φλερτάρουμε με την ιδέα ότι μας αγαπούν χωρίς να μας πιάνει πανικός και χωρίς να απειλείται η αυτοεικόνα μας.
Για να μην κινδυνεύσω από απόρριψη ή εγκατάλειψη
Έχουμε μεγάλη ανάγκη να απολαύσουμε την αίσθηση της επαφής, αλλά κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε τα οδυνηρά συναισθήματα που ενεργοποιεί η αληθινή επαφή, κυρίως το φόβο της απώλειας και τον πόνο της απογοήτευσης ή απόρριψης[5].
Στη φανταστική σχέση έχουμε την ψευδαίσθηση ότι δεν κινδυνεύουμε να πληγωθούμε – πιστεύουμε ότι, ακόμα και «άσχημα» πράγματα να συμβούν, θα είναι «στα ψέματα».
Για να νιώσω βολικά σαν στο σπίτι μου
Το πιθανότερο είναι ότι δημιουργούμε φανταστικούς κόσμους επειδή είναι το υποκατάστατο και μαζί το παυσίπονο της αγάπης που μας έχει λείψει[6].
Μας έχει μείνει από την εποχή που νιώθαμε μόνοι και παραμελημένοι και βυθιζόμασταν σε φαντασιώσεις προκειμένου να καθησυχάσουμε και να παρηγορήσουμε τον εαυτό μας ότι, παρά τα φαινόμενα, μας αγαπούν και μας νοιάζονται[7].
Όχι απλώς δεν έχουμε μάθει να σχετιζόμαστε με άλλο τρόπο, αλλά μοιάζει να πιστεύουμε ότι μόνο αν κερδίσουμε την αγάπη μέσα σε τέτοιες σχέσεις θα αποδείξουμε ότι αξίζουμε κάτι.
Για να μην πλησιάσει κανείς επικίνδυνα κοντά
Το θέμα είναι ότι νιώθουμε άβολα όταν κάποιος έρχεται πολύ κοντά, δένεται η γλώσσα μας όταν πάμε να εκφράσουμε συναισθήματα και τρέμουμε μήπως φανούμε αδύναμοι ή ευάλωτοι.
Με τη φαντασία έχουμε την άνεση να πάρουμε μια γεύση οικειότητας, χωρίς να χρειαστεί να εκθέσουμε τον εαυτό μας. Είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος να νιώσουμε κοντά, ενώ συγχρόνως κρατάμε τις απαραίτητες συναισθηματικές αποστάσεις[8].
Τελικά, φτιάχνουμε φανταστικές σχέσεις επειδή μας υπόσχονται απόλυτο έλεγχο: κανένας άνθρωπος δεν θα γίνει τόσο σημαντικός και καμία σχέση τόσο στενή ώστε να νιώσουμε απειλή ή να διαταραχθεί η ισορροπία μας.
ΤΟ ΥΨΗΛΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗΣ
Το κακό με τις φαντασιώσεις είναι ότι, παρόλο που αρχικά φαίνεται να εξυπηρετούν το σκοπό για τον οποίο τις επιλέγουμε, στο τέλος μας αφήνουν απογοητευμένους, ανικανοποίητους και αποστραγγισμένους.
Όσο περνάει ο καιρός η αρχική ευφορία και προσμονή δίνουν τη θέση τους στη δυσφορία, την κατάθλιψη και το άγχος, ενώ η αυτοεκτίμησή μας δέχεται ισχυρότατο πλήγμα[9].
Αρχίζουμε να ντρεπόμαστε για τη συμπεριφορά μας την οποία αντιλαμβανόμαστε ως αυτοκαταστροφική, εμμονική και παιδαριώδη.
Συνειδητοποιούμε ότι έχουμε χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα κι ότι ζούμε συντροφιά με την άρνηση, τις διαστρεβλώσεις και τις ψεύτικες ελπίδες.
Παρόλο που δεν πιστεύουμε ιδιαίτερα στον εαυτό μας, καταλαβαίνουμε ότι θα μας άξιζε να θέλουμε κάποιον που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα συναισθήματά μας.
Νιώθουμε σύγχυση γιατί, μένοντας κολλημένοι στην ανεκπλήρωτη φαντασίωση, φερόμαστε σαν να μην το αξίζουμε.
Λέμε στον εαυτό μας ότι πρέπει να προχωρήσει, ότι δεν μπορεί να χάσει άλλο χρόνο, ότι είναι μειωτικό κι εξουθενωτικό να αγαπάς κάποιον που δε σε αγαπά, αλλά δεν καταφέρνουμε να ξεκολλήσουμε. Κι από πάνω νιώθουμε άσχημα που δεν το καταφέρνουμε.
Καταλαβαίνουμε πλέον ότι ο ανεκπλήρωτος έρωτας δεν είναι μια επιτυχημένη προσομοίωση του αληθινού έρωτα, αλλά απλώς μια αποτυχημένη μίμηση[10]. Η ανταμοιβή που υποτίθεται θα προσέφερε είναι ελάχιστη σε σχέση με το τίμημα που πληρώνουμε.
Τις περισσότερες φορές κατηγορούμε τον άλλον για το δράμα που περνάμε. Τα βάζουμε μαζί του επειδή αντιστέκεται στα σχέδιά μας και αποκρούει τα συναισθήματά μας.
Αλλά πρωτίστως τα βάζουμε μαζί του επειδή μας χαλάει τη φαντασίωση.
ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΧΑΛΑΣ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ;
Θα ήταν βολικό να φταίει ο άλλος για όσα περνάμε εξαιτίας της ζωηρής φαντασίας μας, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι ο άλλος δεν φταίει – τουλάχιστον όχι στο βαθμό ή με τον τρόπο που νομίζουμε.
«Φταίει» ίσως επειδή παρασύρθηκε στην αρχή και ένιωσε κολακευμένος από το ενδιαφέρον μας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχει ελπίδα ανταπόκρισης[11].
«Φταίει» που δεν στραγγάλισε την ελπίδα – που δεν ήταν ξεκάθαρος στο «όχι» του, που ανακάτεψε την απόρριψη με κοπλιμέντα, που στρογγύλεψε τα πράγματα προκειμένου να μην νιώσει ενοχές και να μην μας πληγώσει[12].
«Φταίει» που κι εκείνος φτιάχνει φανταστικές σχέσεις. Που, όπως κι εμείς, είναι ερωτευμένος με την ιδέα να είναι ερωτευμένος, αλλά οχυρώνεται μπροστά στην αληθινή συνάντηση. Που, όπως κι εμείς, φοβάται τόσο πολύ την απόρριψη, που δεν εγκαταλείπει τις άμυνες ακόμα και με εκείνον που αισθάνεται ότι αγαπά[13].
Για χίλια δυο πράγματα μπορεί να φταίει, αλλά όχι για τις δικές μας επιλογές. Δεν μπορεί να ευθύνεται εκείνος που εμείς προτιμούμε να φαντασιωνόμαστε τους ανθρώπους αντί να σχετιζόμαστε αληθινά μαζί τους. Που δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να τους γνωρίσουμε, ώστε τουλάχιστον, αν είναι να τους αγαπήσουμε, να το κάνουμε για τους σωστούς λόγους.
Αποφασίζουμε ότι αγαπάμε και δεν υπολογίζουμε τίποτα άλλο. Μόνο ότι αισθανόμαστε αυτό που αισθανόμαστε και ότι θέλουμε και ο άλλος να αισθανθεί το ίδιο. Μας απορροφά τόσο πολύ η δική μας εμπειρία που τυφλωνόμαστε ως προς την εμπειρία του άλλου, λες και αυτό που αισθάνεται ή σκέφτεται εκείνος είναι δευτερεύουσας σημασίας ή εντελώς άσχετο.
Ξεχνάμε ότι μόνοι μας επιλέξαμε να συνεχίσουμε να ελπίζουμε ενώ δεν υπήρχε ελπίδα. Ότι ο άλλος δεν είναι υποχρεωμένος να μας αγαπήσει επειδή τον αγαπάμε εμείς. Ότι τον διαλέξαμε ακριβώς επειδή ήμασταν σίγουροι ότι δεν πρόκειται να ανταποκριθεί. Ότι αν αποφάσιζε να ανταποκριθεί το πιθανότερο είναι ότι θα το βάζαμε στα πόδια.
Τα ξεχνάμε όλα και θυμώνουμε με την αλήθεια του γιατί μας αναγκάζει να δούμε αυτό που εξαρχής αποφεύγουμε να δούμε: τη δική μας αλήθεια.
Η ΒΙΑΙΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ας το ξέρουμε από την αρχή ότι η αλήθεια που θα αντικρίσουμε, όταν σκάσει ολοκληρωτικά η φούσκα της φαντασίωσης, θα πονέσει πολύ.
Δικαίως ή αδίκως, θα αισθανθούμε ηττημένοι, ανόητοι και ντροπιασμένοι. Όλα εκείνα που μας τρομοκρατούν θ′ αρχίσουν να αναβοσβήνουν μπροστά στα μάτια μας: η «απόρριψη», η «αδυναμία», η «ανεπάρκεια», η «αποτυχία».
Σε αυτό το σημείο, ο πειρασμός να φτιάξουμε μια νέα φαντασίωση για να κουκουλώσουμε όσα έβγαλε στη φόρα η προηγούμενη, είναι μεγάλος. Αν αντισταθούμε όμως, αν δεν φοβηθούμε και πάμε τη διαδικασία μέχρι τέλους, θα κερδίσουμε μια σπάνια ευκαιρία να επανασυνδεθούμε με τον εαυτό μας και τη ζωή μας.
Καταρχάς θα πρέπει να δείξουμε κατανόηση και να «συγχωρήσουμε» τον εαυτό μας για τη δύσκολη θέση που μας έφερε. Ναι, πήγαμε ενάντια στα συμφέροντα μας και μόνοι μας δημιουργήσαμε τον πόνο μας, αλλά είχαμε καλούς λόγους να το κάνουμε. Αντί να αυτομαστιγωνόμαστε, είναι προτιμότερο να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να βιώσει όλα τα συναισθήματα που αποφεύγει επί χρόνια και να τον διαβεβαιώσουμε ότι είναι εντάξει να τον απορρίψει κάποιος κι ότι έχει κάθε δικαίωμα να κάνει «λάθη» και να είναι ευάλωτος.
Θα χρειαστεί να πενθήσουμε την απώλεια αυτού που δεν είχαμε ποτέ και να αποσυνδεθούμε από αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Να κλάψουμε, όχι τόσο για τον άλλον ή τη «σχέση», αλλά για το χρόνο και την ενέργεια που ξοδέψαμε σε μία ουτοπία.
(Υπόψη ότι δεν υπάρχει λόγος να ενημερώσουμε τον άλλο για την πρόθεση μας να αποδεσμευτούμε – μάλλον θα ήταν άβολο και για τους δύο να του ανακοινώσουμε ότι τελειώνει κάτι που στην ουσία ποτέ δεν άρχισε.)
Θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε σκληρά δεδομένα: το εσωτερικό κενό, τη μοναξιά, την άδεια ζωή που μάταια προσπαθούσαμε να καλύψουμε με φαντασιώσεις. Θα νιώσουμε ότι έχουμε χάσει το νόημα και το σκοπό της ζωής μας – αν τα είχαμε ποτέ. Θα έρθουμε αντιμέτωποι με το πώς και γιατί φτάσαμε στο τραγικό σημείο να πιστεύουμε ότι, μπροστά στην αγωνία που νιώθουμε μέσα μας, η αγωνία του να μην ανταποδίδονται τα συναισθήματά μας είναι χίλιες φορές προτιμότερη…
Αφού καταφέρουμε να στρέψουμε το βλέμμα προς τα μέσα και να τακτοποιήσουμε τα θέματα που έχουμε με την αυτοεκτίμηση, την απόρριψη , την ντροπή και όλα τα υπόλοιπα (κατά προτίμηση, μένοντας μακριά από τις σχέσεις μέχρι να ολοκληρώσουμε τη δουλειά που πρέπει να ολοκληρώσουμε), σε δεύτερο χρόνο, θα είμαστε έτοιμοι να στρέψουμε το βλέμμα προς τα έξω και να επιστρέψουμε στην αληθινή ζωή.
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ
Επανασύνδεση με τη ζωή σημαίνει ότι δεσμευόμαστε να είμαστε 100% παρόντες στο «εδώ και τώρα», χωρίς την ανάγκη να κρυβόμαστε πίσω από φαντασιώσεις.
Σημαίνει ότι σταματάμε να φτιάχνουμε αφηγήματα στο κεφάλι μας σχετικά με το πώς θα θέλαμε να είναι οι άνθρωποι και τα πράγματα και τους επιτρέπουμε να είναι αυτό που είναι.
Σημαίνει ότι προσεγγίζουμε τους ανθρώπους με διάθεση να σχετιστούμε αυθεντικά μαζί τους, ρισκάροντας να τους αγαπήσουμε γι′ αυτό που πραγματικά είναι και (δυσκολότερο) ρισκάροντας να τους αφήσουμε να μας αγαπήσουν γι′ αυτό που πραγματικά είμαστε.
Σημαίνει ότι μάθαμε το μάθημά μας και ξέρουμε πια ότι δεν υπάρχει περίπτωση να «κερδίσουμε» στη ζωή αν δεν πάρουμε το ρίσκο να «χάσουμε».
Ξέρουμε ότι δεν έχουμε τρόπο να προβλέψουμε αν θα βγούμε «κερδισμένοι» ή «χαμένοι», αλλά πιστεύουμε ότι έχουμε αρκετή δύναμη και αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να αντέξουμε και να διαχειριστούμε και τα δύο…
Να θυμάστε: Αν αισθάνεστε θυμωμένοι ή πικραμένοι που η φανταστική σχέση σας δεν γίνεται πραγματικότητα, μάλλον είναι καιρός να αναλάβετε τις ευθύνες σας και να συνειδητοποιήσετε το πόσο οι ίδιοι έχετε συμβάλλει στη δυστυχία σας.
Αν πραγματικά επιθυμείτε να συνδεθείτε με κάποιον, ακόμα και αν αυτός ο κάποιος είναι απλώς ο εαυτός σας, μάλλον είναι καιρός να προσγειωθείτε από τα σύννεφα, να αντιμετωπίσετε τους φόβους σας και να αρχίσετε να ζείτε.
Με δυο λόγια, χωρίς να θέλω να σας πιέσω, μάλλον είναι καιρός να ξεβολευτείτε.
----------------
ΑΝΑΦΟΡΕΣ 1. Baumeister, R.F., Wotman, S.R., & Stillwell, A.M. (1993). Unrequited love: On heartbreak, anger, guilt, scriptlessness, and humiliation. Journal of Personality and Social Psychology, 64(3): 377-394. 2, 9, 10. Bringle, R. G., Winnick, T., & Rydell, R. J. (2013). The prevalence and nature of unrequited love. SAGE Open, 3(2). 3. Murray, S. L., Holmes, J. G., Griffin, D. W., Bellavia, G., & Rose, P. (2001). The mismeasure of love: How self-doubt contaminates relationship beliefs. Personality and Social Psychology Bulletin, 27, 423-436. 4, 5, 6, 7, 8, 13. Firestone, R. W. (1987). The Fantasy Bond: Structure of Psychological Defenses. Santa Barbara: The Glendon Association. 11, 12. Bratslavsky, E., Baumeister, R. F., & Sommer, K. L. (1998). To love or be loved in vain: The trials and tribulations of unrequited love. In B. H. Spitzberg & W. R. Cupach (Eds.), The Dark Side of Close Relationships (307-326). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum. Photo credit 1: A Little Bit Of Fantasy via flickr Photo credit 2: galaxies and hurricanes via photopin