Αναζητώντας την Ειρήνη
Το έργο παίχτηκε στα Μεγάλα Διονύσια του 421 π.Χ., λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Κλέωνα και του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα και λίγες μόνο ημέρες πριν από τη σύναψη της Νικίειας ειρήνης. Ο Αριστοφάνης ήρθε δεύτερος.
Ο Αθηναίος αμπελουργός με το χαρακτηριστικό όνομα Τρυγαίος, απελπισμένος από τη συνέχιση του πολέμου, από τον οποίο ως αμπελουργός πλήττεται ιδιαίτερα, αποφασίζει να ανεβεί στον ουρανό για να συναντήσει τον Δία, μήπως και πετύχει τον τερματισμό του πολέμου. Για το ταξίδι προς τον Δία "αντιγράφει" τον Βελλεροφόντη, τον ήρωα της φερώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη. Εκείνος είχε επιχειρήσει το ουράνιο ταξίδι πάνω στο φτερωτό άλογο Πήγασος, ο Τρυγαίος χρησιμοποιεί ένα πελώριο σκαθάρι -για την ακρίβεια: έναν ἱπποκάνθαρον.Όταν φθάνει στον χώρο των θεών, βρίσκει μόνο τον Ερμή· οι άλλοι θεοί, οργισμένοι με τους Έλληνες που επιμένουν να πολεμούν, για να μην τους βλέπουν και τους ακούν, μετακόμισαν στο έσχατο σημείο του ουράνιου θόλου και άφησαν στη θέση τους τον Πόλεμο. Ο Πόλεμος έκλεισε την Ειρήνη σε μια βαθιά σπηλιά, σώριασε πάνω της πέτρες και ετοιμάζεται να κοπανήσει σε ένα πελώριο γουδί τις αλληλομαχόμενες ελληνικές πόλεις, αλλά δυσκολεύεται να βρει γουδοχέρι. Ώσπου να εξασφαλίσει ο Πόλεμος το γουδοχέρι, ο Τρυγαίος προλαβαίνει, καλεί τους Έλληνες και, παρά τις δυσκολίες, καταφέρνει με τους γεωργούς της Αττικής να απελευθερώσει την Ειρήνη, που επιστρέφει συνοδευόμενη από την Οπώρα (καρποφορία), που προορίζεται για τον Τρυγαίο, και τη Θεωρία (γιορτή), που προορίζεται για τη βουλή.
Στο δεύτερο μέρος του έργου, όπως κατά κανόνα συμβαίνει και στις άλλες κωμωδίες του Αριστοφάνη, παρουσιάζονται οι επιπτώσεις από τα νέα δεδομένα: οιγεωργοί έχουν ξανά τη σοδειά τους, η βουλή ασχολείται και πάλι με τις γιορτές, οι οπλουργοί μένουν άνεργοι, οι κατασκευαστές γεωργικών εργαλείων κάνουν χρυσές δουλειές κ.ο.κ.. Το έργο τελειώνει με τη γαμήλια πομπή και το τραγούδι του Υμεναίου, με το οποίο ο Τρυγαίος και η σύντροφός του Οπώρα προπέμπονται εκεί όπου ουσιαστικά ανήκουν, στους αγρούς.
Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από τον πρόλογο του έργου. Ο Τρυγαίος φτάνει στον ουρανό, συναντάει τον Ερμή και μαθαίνει τα καθέκαστα. Στη συνέχεια παρακολουθεί αθέατος πώς ο Πόλεμος ετοιμάζεται να κοπανήσει στο γουδί τις πόλεις.
Εἰρήνη 180-300
τουτὶ τί ἐστι τὸ κακόν;
καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε,
πῶς δεῦρ᾽ ἀνῆλθες, ὦ μιαρῶν μιαρώτατε;
τί σοί ποτ᾽ ἔστ᾽ ὄνομ᾽; οὐκ ἐρεῖς;
εἰ μὴ κατερεῖς μοι τοὔνομ᾽ ὅ τι ποτ᾽ ἐστί σοι.
οὐ συκοφάντης οὐδ᾽ ἐραστὴς πραγμάτων.
ὡς οὐκέτ᾽ εἶναί σοι δοκῶ μιαρώτατος;
ἴθι νυν κάλεσόν μοι τὸν Δί᾽.
ὅτ᾽ οὐδὲ μέλλεις ἐγγὺς εἶναι τῶν θεῶν·
φροῦδοι γάρ· ἐχθές εἰσιν ἐξῳκισμένοι.
ὑπ᾽ αὐτὸν ἀτεχνῶς τοὐρανοῦ τὸν κύτταρον.
χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια.
205 ἵν᾽ ἦσαν αὐτοὶ τὸν Πόλεμον κατῴκισαν,
ὑμᾶς παραδόντες δρᾶν ἀτεχνῶς ὅ τι βούλεται·
αὐτοὶ δ᾽ ἀνῳκίσανθ᾽ ὅπως ἀνωτάτω,
ἵνα μὴ βλέποιεν μαχομένους ὑμᾶς ἔτι
μηδ᾽ ἀντιβολούντων μηδὲν αἰσθανοίατο.
σπονδὰς ποιούντων· κεἰ μὲν οἱ Λακωνικοὶ
ὑπερβάλοιντο μικρόν, ἔλεγον ἂν ταδί·
«ναὶ τὼ σιώ, νῦν Ὡττικίων δωσεῖ δίκαν.»
215 εἰ δ᾽ αὖ τι πράξαιτ᾽ ἀγαθόν, Ἁττικωνικοί,
κἄλθοιεν οἱ Λάκωνες εἰρήνης πέρι,
ἐλέγετ᾽ ἂν ὑμεῖς εὐθύς· «ἐξαπατώμεθα,
νὴ τὴν Ἀθηνᾶν. —νὴ Δί᾽, οὐχὶ πειστέον.—
ἥξουσι καὖθις, ἢν ἔχωμεν τὴν Πύλον.»
τὸ λοιπὸν ὄψεσθ᾽.
225 ὅσους ἄνωθεν ἐπεφόρησε τῶν λίθων,
ἵνα μὴ λάβητε μηδέποτ᾽ αὐτήν.
ἡμᾶς δὲ δὴ τί δρᾶν παρασκευάζεται;
ὑπερφυᾶ τὸ μέγεθος εἰσηνέγκατο.
ἀλλ᾽ εἶμι· καὶ γὰρ ἐξιέναι, γνώμην ἐμήν,
μέλλει· θορυβεῖ γοῦν ἔνδοθεν.
φέρ᾽ αὐτὸν ἀποδρῶ· καὶ γὰρ ὥσπερ ᾐσθόμην
235 καὐτὸς θυείας φθέγμα πολεμιστηρίας.
ὡς αὐτίκα μάλα τὰς γνάθους ἀλγήσετε.
ὅσον κακόν· καὶ τοῦ Πολέμου τοῦ βλέμματος.
240 ἆρ᾽ οὗτός ἐστ᾽ ἐκεῖνος ὃν καὶ φεύγομεν,
ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν;
καὶ πολλοδεκάκις, ὡς ἀπολεῖσθε τήμερον.
245 τὸ γὰρ κακὸν τοῦτ᾽ ἐστὶ τῆς Λακωνικῆς.
ἁπαξάπαντα καταμεμυττωτευμένα.
τοῖσι Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα.
τετρώβολον τοῦτ᾽ ἐστί· φείδου τἀττικοῦ.
ἕστηκας ἀργός· οὑτοσί σοι κόνδυλος.
260 οὐκ ἔστιν ἡμῖν· ἐχθὲς εἰσῳκίσμεθα.
ὁρᾶτε τὸν κίνδυνον ἡμῖν ὡς μέγας·
265 εἴπερ γὰρ ἥξει τὸν ἀλετρίβανον φέρων,
τούτῳ ταράξει τὰς πόλεις καθήμενος.
ἀλλ᾽ ὦ Διόνυσ᾽, ἀπόλοιτο καὶ μὴ ᾽λθοι φέρων.
ἀπόλωλ᾽ Ἀθηναίοισιν ἁλετρίβανος,
270 ὁ βυρσοπώλης, ὃς ἐκύκα τὴν Ἑλλάδα.
ἀπόλωλ᾽ ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει,
εἰ πρίν γε τὸν μυττωτὸν ἡμῖν ἐγχέαι.
ἁνύσας τι;
ἀλλ᾽ εἴ τις ὑμῶν ἐν Σαμοθρᾴκῃ τυγχάνει
μεμυημένος, νῦν ἐστιν εὔξασθαι καλὸν
ἀποστραφῆναι τοῦ μετιόντος τὼ πόδε.
καὶ τοῖς Λακεδαιμονίοισιν ἁλετρίβανος.
χρήσαντες ἑτέροις αὐτὸν εἶτ᾽ ἀπώλεσαν.
ἴσως ἂν εὖ γένοιτο· θαρρεῖτ᾽, ὦ βροτοί
ἐγὼ δὲ δοίδυκ᾽ εἰσιὼν ποήσομαι.
290 ὃ δεφόμενός ποτ᾽ ᾖδε τῆς μεσημβρίας·
«ὡς ἥδομαι καὶ χαίρομαι κεὐφραίνομαι.»
νῦν ἐστιν ἡμῖν, ὦνδρες Ἕλληνες, καλὸν
ἀπαλλαγεῖσι πραγμάτων τε καὶ μαχῶν
ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην,
295 πρὶν ἕτερον αὖ δοίδυκα κωλῦσαί τινα.
ἀλλ᾽, ὦ γεωργοὶ κἄμποροι καὶ τέκτονες
καὶ δημιουργοὶ καὶ μέτοικοι καὶ ξένοι
καὶ νησιῶται, δεῦρ᾽ ἴτ᾽, ὦ πάντες λεῴ,
ὡς τάχιστ᾽ ἄμας λαβόντες καὶ μοχλοὺς καὶ σχοινία·
300 νῦν γὰρ ἡμῖν ἁρπάσαι πάρεστιν ἀγαθοῦ δαίμονος.
***
Ετούτο το κακό τι είναι;
και σιχαμερέ και κατασιχαμένε και σιχαμερότατε,
πώς ανέβηκες εδώ πάνω, σιχαμεροσιχαμερότατε;
Ποιο το όνομά σου; Μίλα.185
αν δεν μου αποκαλύψεις ποιο στο καλό είναι το όνομά σου.
μη καταδότης, μη πολυπράγμων.
Πήγαινε λοιπόν και φώναξέ μου τον Δία.195
Έχεις ακόμα δρόμο για τους θεούς·
έφυγαν· έχουν μετακομίσει από χτες.
κάτω ακριβώς από τον θόλο του ουρανού.
τσουκαλάκια, δισκάκια, κανατάκια.
Γι᾽ αυτό εγκατέστησαν εδώ που έμεναν τον Πόλεμο205
και σας παρέδωσαν σ᾽ αυτόν να σας κάνει ό,τι θέλει και γουστάρει.
Εκείνοι μετακόμισαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν,
για να μη σας βλέπουν άλλο να πολεμάτε
και να μην ακούν τα παρακάλια σας.
προσπάθησαν πολλές φορές να πετύχουν ειρήνη·4
και αν κάπου εκέρδιζαν κεφάλι οι Λακωνικοί,
έλεγαν λόγια όπως:
«Μα τους δυο σιούς,5 τώρα θα πληρώσει ο Αττικούτσικος».
Αν πάλι είχατε κάποια επιτυχία εσείς οι Αττικωνικοί6215
και κατέφθαναν οι Λάκωνες ζητώντας ειρήνη,
φωνάζατε η αφεντιά σας πριν ακούσετε:
«Πάνε να μας τη φέρουν, μα την Αθηνά.
Δεν πρέπει να δεχθούμε, μα τον Δία.
Αν έχουμε την Πύλο, θα ξανάρθουν».7
Βλέπεις και τι κοτρώνες και κακό έχει σωριάσει από πάνω,225
για να μην την πάρετε στον αιώνα τον άπαντα.
χθες βράδυ κουβάλησε ένα γουδί γιγάντιο.
Ώρα όμως να του δίνω. Όπου να ᾽ναι, θαρρώ, βγαίνει·
ακούγεται ήδη από μέσα ο πάταγος.
Γιατί σαν ν᾽ άκουσα κι εγώ του πολεμόγουδου το γδούπο.235
τώρα θα δείτε πώς θα πονέσουν τα σαγόνια σας.
Τι πλάτος που έχει το γουδί!
Πού βρέθηκε τόσο κακό; Και ο Πόλεμος, ένα βλέμμα που έχει!
Άραγε αυτός είναι που μπροστά του το βάζουμε στα πόδια,240
ο φοβερός, ο σκληροτράχηλος, ο που μας κάνει να λερώνουμε
τα σκέλια μας;
και νυοστακισάθλιες, σήμερα έφτασε το τέλος σας.
η συμφορά πλήττει Λακωνική επικράτεια.245
έχετε να φάτε κοπάνημα απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη
και να γίνεται σκορδαλιά όσο να πείτε κύμινο.
Τι γοερός και πικρός ο θρήνος
που έριξε μέσα για τους Μεγαρείς.
Αυτό κοστίζει τέσσερις οβολούς· κάνε και λίγο κράτει με το αττικό.
Στέκεσαι με σταυρωμένα τα χέρια·
άρπα μια γροθιά που να είναι όλη δική σου.
μόλις χτες μετακομίσαμε.260
αν δεν πάω, βλέπεις, έχει να πέσει ξύλο.
Βλέπετε τον κίνδυνο, δεν είναι παίξε-γέλασε·
γιατί έτσι και γυρίσει και του φέρει το γουδοχέρι,265
λιώμα έχει να κάνει τις πόλεις με όλη του την άνεση.
Βόηθα, Διόνυσε,10 να πάει και να μη γυρίσει.
ο δερματέμπορας που συντάραζε την Ελλάδα.11270
Αθηνά μου κραταιά και σεβάσμια·
ήρθε την ώρα που χρειαζόταν για την πόλη,
πριν αρχίσει να κοπανάει και για μας τη σκορδαλιά.
Πετάξου.275
Αν κάποιος από σας είναι ίσως μυημένος στα μυστήρια
της Σαμοθράκης,12
τώρα ήρθε η ώρα να προσευχηθεί
να στραβώσουν και τα δυο πόδια εκείνου που πάει να το φέρει.
και εκεί τους τελείωσε.
Ίσως δούμε άσπρη μέρα. Κουράγιο, θνητοί.
Μπαίνω κι εγώ να κάτσω να φτιάξω γουδοχέρι μόνος μου.
που το τραγουδούσε κάποτε την ώρα που την έπαιζε μεσημεριάτικα·290
«Πώς τη βρίσκω, πώς μ᾽ αρέσει, πώς λιγώνομαι».
Τώρα ήρθε η ώρα, άνδρες Έλληνες,
να γλιτώσουμε από μάχες και από έριδες,
την τριπόθητη ειρήνη έξω να σύρουμε,
προτού άλλο γουδοχέρι μπει εμπόδιο.295
Δράμετε, ξωμάχοι, έμποροι, τεχνίτες και μαραγκοί,
ξένοι, μέτοικοι, νησιώτες, εδώ ελάτε ο κόσμος όλος,
πάρτε γρήγορα τις τσάπες, τους λοστούς και τα σκοινιά·
ώρα και για μας να πιούμε για τα καλορίζικα.14
----------------------
Ο Αθηναίος αμπελουργός με το χαρακτηριστικό όνομα Τρυγαίος, απελπισμένος από τη συνέχιση του πολέμου, από τον οποίο ως αμπελουργός πλήττεται ιδιαίτερα, αποφασίζει να ανεβεί στον ουρανό για να συναντήσει τον Δία, μήπως και πετύχει τον τερματισμό του πολέμου. Για το ταξίδι προς τον Δία "αντιγράφει" τον Βελλεροφόντη, τον ήρωα της φερώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη. Εκείνος είχε επιχειρήσει το ουράνιο ταξίδι πάνω στο φτερωτό άλογο Πήγασος, ο Τρυγαίος χρησιμοποιεί ένα πελώριο σκαθάρι -για την ακρίβεια: έναν ἱπποκάνθαρον.Όταν φθάνει στον χώρο των θεών, βρίσκει μόνο τον Ερμή· οι άλλοι θεοί, οργισμένοι με τους Έλληνες που επιμένουν να πολεμούν, για να μην τους βλέπουν και τους ακούν, μετακόμισαν στο έσχατο σημείο του ουράνιου θόλου και άφησαν στη θέση τους τον Πόλεμο. Ο Πόλεμος έκλεισε την Ειρήνη σε μια βαθιά σπηλιά, σώριασε πάνω της πέτρες και ετοιμάζεται να κοπανήσει σε ένα πελώριο γουδί τις αλληλομαχόμενες ελληνικές πόλεις, αλλά δυσκολεύεται να βρει γουδοχέρι. Ώσπου να εξασφαλίσει ο Πόλεμος το γουδοχέρι, ο Τρυγαίος προλαβαίνει, καλεί τους Έλληνες και, παρά τις δυσκολίες, καταφέρνει με τους γεωργούς της Αττικής να απελευθερώσει την Ειρήνη, που επιστρέφει συνοδευόμενη από την Οπώρα (καρποφορία), που προορίζεται για τον Τρυγαίο, και τη Θεωρία (γιορτή), που προορίζεται για τη βουλή.
Στο δεύτερο μέρος του έργου, όπως κατά κανόνα συμβαίνει και στις άλλες κωμωδίες του Αριστοφάνη, παρουσιάζονται οι επιπτώσεις από τα νέα δεδομένα: οιγεωργοί έχουν ξανά τη σοδειά τους, η βουλή ασχολείται και πάλι με τις γιορτές, οι οπλουργοί μένουν άνεργοι, οι κατασκευαστές γεωργικών εργαλείων κάνουν χρυσές δουλειές κ.ο.κ.. Το έργο τελειώνει με τη γαμήλια πομπή και το τραγούδι του Υμεναίου, με το οποίο ο Τρυγαίος και η σύντροφός του Οπώρα προπέμπονται εκεί όπου ουσιαστικά ανήκουν, στους αγρούς.
Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από τον πρόλογο του έργου. Ο Τρυγαίος φτάνει στον ουρανό, συναντάει τον Ερμή και μαθαίνει τα καθέκαστα. Στη συνέχεια παρακολουθεί αθέατος πώς ο Πόλεμος ετοιμάζεται να κοπανήσει στο γουδί τις πόλεις.
Εἰρήνη 180-300
ΕΡΜΗΣ
180 πόθεν βροτοῦ με προσέβαλ᾽; ὦναξ Ἡράκλεις,τουτὶ τί ἐστι τὸ κακόν;
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ἱπποκάνθαρος.
ΕΡΜΗΣ
ὦ μιαρὲ καὶ τόλμηρε κἀναίσχυντε σὺκαὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε,
πῶς δεῦρ᾽ ἀνῆλθες, ὦ μιαρῶν μιαρώτατε;
τί σοί ποτ᾽ ἔστ᾽ ὄνομ᾽; οὐκ ἐρεῖς;
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
185 μιαρώτατος.
ΕΡΜΗΣ
ποδαπὸς τὸ γένος δ᾽ εἶ; φράζε μοι.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
μιαρώτατος.
ΕΡΜΗΣ
πατὴρ δέ σοι τίς ἐστιν;
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ἐμοί; μιαρώτατος.
ΕΡΜΗΣ
οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ἔσθ᾽ ὅπως οὐκ ἀποθανεῖ,εἰ μὴ κατερεῖς μοι τοὔνομ᾽ ὅ τι ποτ᾽ ἐστί σοι.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
190 Τρυγαῖος Ἀθμονεύς, ἀμπελουργὸς δεξιός,οὐ συκοφάντης οὐδ᾽ ἐραστὴς πραγμάτων.
ΕΡΜΗΣ
ἥκεις δὲ κατὰ τί;
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
τὰ κρέα ταυτί σοι φέρων.
ΕΡΜΗΣ
ὦ δειλακρίων, πῶς ἦλθες;
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ὦ γλίσχρων, ὁρᾷςὡς οὐκέτ᾽ εἶναί σοι δοκῶ μιαρώτατος;
ἴθι νυν κάλεσόν μοι τὸν Δί᾽.
ΕΡΜΗΣ
195 ἰὴ ἰὴ ἰή,ὅτ᾽ οὐδὲ μέλλεις ἐγγὺς εἶναι τῶν θεῶν·
φροῦδοι γάρ· ἐχθές εἰσιν ἐξῳκισμένοι.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ποῖ γῆς;
ΕΡΜΗΣ
ἰδοὺ γῆς.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ἀλλὰ ποῖ;
ΕΡΜΗΣ
πόρρω πάνυ,ὑπ᾽ αὐτὸν ἀτεχνῶς τοὐρανοῦ τὸν κύτταρον.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
200 πῶς οὖν σὺ δῆτ᾽ ἐνταῦθα κατελείφθης μόνος;
ΕΡΜΗΣ
τὰ λοιπὰ τηρῶ σκευάρια τὰ τῶν θεῶν,χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ἐξῳκίσαντο δ᾽ οἱ θεοὶ τίνος οὕνεκα;
ΕΡΜΗΣ
Ἕλλησιν ὀργισθέντες. εἶτ᾽ ἐνταῦθα μὲν205 ἵν᾽ ἦσαν αὐτοὶ τὸν Πόλεμον κατῴκισαν,
ὑμᾶς παραδόντες δρᾶν ἀτεχνῶς ὅ τι βούλεται·
αὐτοὶ δ᾽ ἀνῳκίσανθ᾽ ὅπως ἀνωτάτω,
ἵνα μὴ βλέποιεν μαχομένους ὑμᾶς ἔτι
μηδ᾽ ἀντιβολούντων μηδὲν αἰσθανοίατο.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
210 τοῦ δ᾽ εἵνεχ᾽ ἡμᾶς ταῦτ᾽ ἔδρασαν; εἰπέ μοι.
ΕΡΜΗΣ
ὁτιὴ πολεμεῖν ᾑρεῖσθ᾽ ἐκείνων πολλάκιςσπονδὰς ποιούντων· κεἰ μὲν οἱ Λακωνικοὶ
ὑπερβάλοιντο μικρόν, ἔλεγον ἂν ταδί·
«ναὶ τὼ σιώ, νῦν Ὡττικίων δωσεῖ δίκαν.»
215 εἰ δ᾽ αὖ τι πράξαιτ᾽ ἀγαθόν, Ἁττικωνικοί,
κἄλθοιεν οἱ Λάκωνες εἰρήνης πέρι,
ἐλέγετ᾽ ἂν ὑμεῖς εὐθύς· «ἐξαπατώμεθα,
νὴ τὴν Ἀθηνᾶν. —νὴ Δί᾽, οὐχὶ πειστέον.—
ἥξουσι καὖθις, ἢν ἔχωμεν τὴν Πύλον.»
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
220 ὁ γοῦν χαρακτὴρ ἡμεδαπὸς τῶν ῥημάτων.
ΕΡΜΗΣ
ὧν οὕνεκ᾽ οὐκ οἶδ᾽ εἴ ποτ᾽ Εἰρήνην ἔτιτὸ λοιπὸν ὄψεσθ᾽.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ἀλλὰ ποῖ γὰρ οἴχεται;
ΕΡΜΗΣ
ὁ Πόλεμος αὐτὴν ἐνέβαλ᾽ εἰς ἄντρον βαθύ.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
εἰς ποῖον;
ΕΡΜΗΣ
εἰς τουτὶ τὸ κάτω. κἄπειθ᾽ ὁρᾷς225 ὅσους ἄνωθεν ἐπεφόρησε τῶν λίθων,
ἵνα μὴ λάβητε μηδέποτ᾽ αὐτήν.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
εἰπέ μοι,ἡμᾶς δὲ δὴ τί δρᾶν παρασκευάζεται;
ΕΡΜΗΣ
οὐκ οἶδα πλὴν ἕν, ὅτι θυείαν ἑσπέραςὑπερφυᾶ τὸ μέγεθος εἰσηνέγκατο.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
230 τί δῆτα ταύτῃ τῇ θυείᾳ χρήσεται;
ΕΡΜΗΣ
τρίβειν ἐν αὐτῇ τὰς πόλεις βουλεύεται.ἀλλ᾽ εἶμι· καὶ γὰρ ἐξιέναι, γνώμην ἐμήν,
μέλλει· θορυβεῖ γοῦν ἔνδοθεν.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
οἴμοι δείλαιος.φέρ᾽ αὐτὸν ἀποδρῶ· καὶ γὰρ ὥσπερ ᾐσθόμην
235 καὐτὸς θυείας φθέγμα πολεμιστηρίας.
ΠΟΛΕΜΟΣ
ἰὼ βροτοὶ βροτοὶ βροτοὶ πολυτλήμονες,ὡς αὐτίκα μάλα τὰς γνάθους ἀλγήσετε.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ὦναξ Ἄπολλον, τῆς θυείας τοῦ πλάτους·ὅσον κακόν· καὶ τοῦ Πολέμου τοῦ βλέμματος.
240 ἆρ᾽ οὗτός ἐστ᾽ ἐκεῖνος ὃν καὶ φεύγομεν,
ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν;
ΠΟΛΕΜΟΣ
ἰὼ Πρασιαὶ τρισάθλιαι καὶ πεντάκιςκαὶ πολλοδεκάκις, ὡς ἀπολεῖσθε τήμερον.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
τουτὶ μέν, ἄνδρες, οὐδὲν ἡμῖν πρᾶγμά πω·245 τὸ γὰρ κακὸν τοῦτ᾽ ἐστὶ τῆς Λακωνικῆς.
ΠΟΛΕΜΟΣ
ἰὼ Μέγαρα Μέγαρ᾽, ὡς ἐπιτρίψεσθ᾽ αὐτίκαἁπαξάπαντα καταμεμυττωτευμένα.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
βαβαὶ βαβαιάξ, ὡς μεγάλα καὶ δριμέατοῖσι Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα.
ΠΟΛΕΜΟΣ
250 ἰὼ Σικελία, καὶ σὺ δ᾽ ὡς ἀπόλλυσαι.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
οἵα πόλις τάλαινα διακναισθήσεται.
ΠΟΛΕΜΟΣ
φέρ᾽ ἐπιχέω καὶ τὸ μέλι τουτὶ τἀττικόν.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
οὗτος, παραινῶ σοι μέλιτι χρῆσθἀτέρῳ.τετρώβολον τοῦτ᾽ ἐστί· φείδου τἀττικοῦ.
ΠΟΛΕΜΟΣ
παῖ παῖ Κυδοιμέ.
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
τί με καλεῖς;
ΠΟΛΕΜΟΣ
255 κλαύσει μακρά.ἕστηκας ἀργός· οὑτοσί σοι κόνδυλος.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ὡς δριμύς.
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
οἴμοι ‹μοι› τάλας, ὦ δέσποτα.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
μῶν τῶν σκορόδων ἐνέβαλεν εἰς τὸν κόνδυλον;
ΠΟΛΕΜΟΣ
οἴσεις ἀλετρίβανον τρέχων;
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
ἀλλ᾽, ὦ μέλε,260 οὐκ ἔστιν ἡμῖν· ἐχθὲς εἰσῳκίσμεθα.
ΠΟΛΕΜΟΣ
οὔκουν παρ᾽ Ἀθηναίων μεταθρέξει ταχὺ ‹πάνυ›;
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
ἔγωγε νὴ Δί᾽· εἰ δὲ μή γε, κλαύσομαι.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ἄγε δή, τί δρῶμεν, ὦ πόνηρ᾽ ἀνθρώπια;ὁρᾶτε τὸν κίνδυνον ἡμῖν ὡς μέγας·
265 εἴπερ γὰρ ἥξει τὸν ἀλετρίβανον φέρων,
τούτῳ ταράξει τὰς πόλεις καθήμενος.
ἀλλ᾽ ὦ Διόνυσ᾽, ἀπόλοιτο καὶ μὴ ᾽λθοι φέρων.
ΠΟΛΕΜΟΣ
οὗτος.
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
τί ἐστιν;
ΠΟΛΕΜΟΣ
οὐ φέρεις;
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
τὸ δεῖνα γάρ,ἀπόλωλ᾽ Ἀθηναίοισιν ἁλετρίβανος,
270 ὁ βυρσοπώλης, ὃς ἐκύκα τὴν Ἑλλάδα.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
εὖ γ᾽, ὦ πότνια δέσποιν᾽ Ἀθηναία, ποιῶνἀπόλωλ᾽ ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει,
εἰ πρίν γε τὸν μυττωτὸν ἡμῖν ἐγχέαι.
ΠΟΛΕΜΟΣ
οὔκουν ἕτερον δῆτ᾽ ἐκ Λακεδαίμονος μέτειἁνύσας τι;
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
ταῦτ᾽, ὦ δέσποθ᾽.
ΠΟΛΕΜΟΣ
275 ἧκέ νυν ταχύ.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ὦνδρες, τι πεισόμεσθα; νῦν ἀγὼν μέγας.ἀλλ᾽ εἴ τις ὑμῶν ἐν Σαμοθρᾴκῃ τυγχάνει
μεμυημένος, νῦν ἐστιν εὔξασθαι καλὸν
ἀποστραφῆναι τοῦ μετιόντος τὼ πόδε.
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
280 οἴμοι τάλας, οἴμοι γε κἄτ᾽ οἴμοι μάλα.
ΠΟΛΕΜΟΣ
τί ἐστι; μῶν οὐκ αὖ φέρεις;
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
ἀπόλωλε γὰρκαὶ τοῖς Λακεδαιμονίοισιν ἁλετρίβανος.
ΠΟΛΕΜΟΣ
πῶς, ὦ πανοῦργ᾽;
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
εἰς τἀπὶ Θρᾴκης χωρίαχρήσαντες ἑτέροις αὐτὸν εἶτ᾽ ἀπώλεσαν.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
285 εὖ γ᾽, εὖ γε ποιήσαντες, ὦ Διοσκόρω.ἴσως ἂν εὖ γένοιτο· θαρρεῖτ᾽, ὦ βροτοί
ΠΟΛΕΜΟΣ
ἀπόφερε τὰ σκεύη λαβὼν ταυτὶ πάλιν·ἐγὼ δὲ δοίδυκ᾽ εἰσιὼν ποήσομαι.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
νῦν, τοῦτ᾽ ἐκεῖν᾽, ἥκει τὸ Δάτιδος μέλος,290 ὃ δεφόμενός ποτ᾽ ᾖδε τῆς μεσημβρίας·
«ὡς ἥδομαι καὶ χαίρομαι κεὐφραίνομαι.»
νῦν ἐστιν ἡμῖν, ὦνδρες Ἕλληνες, καλὸν
ἀπαλλαγεῖσι πραγμάτων τε καὶ μαχῶν
ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην,
295 πρὶν ἕτερον αὖ δοίδυκα κωλῦσαί τινα.
ἀλλ᾽, ὦ γεωργοὶ κἄμποροι καὶ τέκτονες
καὶ δημιουργοὶ καὶ μέτοικοι καὶ ξένοι
καὶ νησιῶται, δεῦρ᾽ ἴτ᾽, ὦ πάντες λεῴ,
ὡς τάχιστ᾽ ἄμας λαβόντες καὶ μοχλοὺς καὶ σχοινία·
300 νῦν γὰρ ἡμῖν ἁρπάσαι πάρεστιν ἀγαθοῦ δαίμονος.
***
ΕΡΜΗΣ
Από πού με πήρε ανθρωπίλα; Ο μέγας Ηρακλής νικά.180Ετούτο το κακό τι είναι;
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Αλογοσκάθαρο.1
ΕΡΜΗΣ
Βρε σιχαμερέ και θρασύτατε και ξεδιάντροπεκαι σιχαμερέ και κατασιχαμένε και σιχαμερότατε,
πώς ανέβηκες εδώ πάνω, σιχαμεροσιχαμερότατε;
Ποιο το όνομά σου; Μίλα.185
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Σιχαμερότατος.
ΕΡΜΗΣ
Το γένος. Λέγε μου.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Σιχαμερότατος.
ΕΡΜΗΣ
Όνομα πατρός;
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Του δικού μου; Σιχαμερότατος.
ΕΡΜΗΣ
Δεν υπάρχει περίπτωση να μην πεθάνεις, μα τη Γη,αν δεν μου αποκαλύψεις ποιο στο καλό είναι το όνομά σου.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Τρυγαίος2 Αμαρουσιώτης,3 αμπελουργός δεινός,190μη καταδότης, μη πολυπράγμων.
ΕΡΜΗΣ
Και ήρθες να κάνεις τι;
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Για να σου φέρω αυτά τα κρέατα.
ΕΡΜΗΣ
Αχ καημενούλη μου, πώς έφτασες εδώ;
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Α, ρε λιμασμένε, βλέπεις που δε σου φαίνομαι πια σιχαμερότατος;Πήγαινε λοιπόν και φώναξέ μου τον Δία.195
ΕΡΜΗΣ
Άιντέεε!Έχεις ακόμα δρόμο για τους θεούς·
έφυγαν· έχουν μετακομίσει από χτες.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Και πήγανε πού γης;
ΕΡΜΗΣ
Άκου γης.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Τότε πού;
ΕΡΜΗΣ
Μακριά, πολύ μακριά,κάτω ακριβώς από τον θόλο του ουρανού.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Και εσύ, πώς και απόμεινες εδώ μονάχος;200
ΕΡΜΗΣ
Κάθομαι και φυλάω τα κουζινικά που άφησαν εδώ οι θεοί,τσουκαλάκια, δισκάκια, κανατάκια.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Και οι θεοί μετακόμισαν για ποιο λόγο;
ΕΡΜΗΣ
Έγιναν πυρ και μανία με τους Έλληνες.Γι᾽ αυτό εγκατέστησαν εδώ που έμεναν τον Πόλεμο205
και σας παρέδωσαν σ᾽ αυτόν να σας κάνει ό,τι θέλει και γουστάρει.
Εκείνοι μετακόμισαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν,
για να μη σας βλέπουν άλλο να πολεμάτε
και να μην ακούν τα παρακάλια σας.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Και για ποιο λόγο μας τα έκαναν αυτά; Πες μου.210
ΕΡΜΗΣ
Επειδή προτιμούσατε τον πόλεμο, ενώ εκείνοιπροσπάθησαν πολλές φορές να πετύχουν ειρήνη·4
και αν κάπου εκέρδιζαν κεφάλι οι Λακωνικοί,
έλεγαν λόγια όπως:
«Μα τους δυο σιούς,5 τώρα θα πληρώσει ο Αττικούτσικος».
Αν πάλι είχατε κάποια επιτυχία εσείς οι Αττικωνικοί6215
και κατέφθαναν οι Λάκωνες ζητώντας ειρήνη,
φωνάζατε η αφεντιά σας πριν ακούσετε:
«Πάνε να μας τη φέρουν, μα την Αθηνά.
Δεν πρέπει να δεχθούμε, μα τον Δία.
Αν έχουμε την Πύλο, θα ξανάρθουν».7
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Εδώ που τα λέμε, το ύφος του λόγου φέρει τη σφραγίδα του τόπου μας. 220
ΕΡΜΗΣ
Γι᾽ αυτό δεν ξέρω αν στο εξής θα ξαναδείτε ποτέ την Ειρήνη.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Γιατί; Πού έχει πάει;
ΕΡΜΗΣ
Ο Πόλεμος την έκλεισε σε μια βαθιά σπηλιά.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Σε τι σπηλιά;
ΕΡΜΗΣ
Σ᾽ αυτή εκεί κάτω.Βλέπεις και τι κοτρώνες και κακό έχει σωριάσει από πάνω,225
για να μην την πάρετε στον αιώνα τον άπαντα.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Πες μου, εμάς σαν τι ετοιμάζεται να μας κάνει;
ΕΡΜΗΣ
Δεν ξέρω παρά μονάχα ένα:χθες βράδυ κουβάλησε ένα γουδί γιγάντιο.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Να το κάνει τι τέτοιο γουδί;230
ΕΡΜΗΣ
Σχεδιάζει να κοπανάει εκεί μέσα τις πόλεις.Ώρα όμως να του δίνω. Όπου να ᾽ναι, θαρρώ, βγαίνει·
ακούγεται ήδη από μέσα ο πάταγος.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Αλίμονό μου ο δύσμοιρος. Πού να την κοπανήσω;Γιατί σαν ν᾽ άκουσα κι εγώ του πολεμόγουδου το γδούπο.235
ΠΟΛΕΜΟΣ
Ουαί θνητοί θνητοί θνητοί πολύπαθοι,τώρα θα δείτε πώς θα πονέσουν τα σαγόνια σας.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Ο μέγας Απόλλων νικά.Τι πλάτος που έχει το γουδί!
Πού βρέθηκε τόσο κακό; Και ο Πόλεμος, ένα βλέμμα που έχει!
Άραγε αυτός είναι που μπροστά του το βάζουμε στα πόδια,240
ο φοβερός, ο σκληροτράχηλος, ο που μας κάνει να λερώνουμε
τα σκέλια μας;
ΠΟΛΕΜΟΣ
Ουαί Πρασιές8 τρισάθλιες και πεντάθλιεςκαι νυοστακισάθλιες, σήμερα έφτασε το τέλος σας.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Έως εδώ, φίλοι, εμείς δεν έχουμε πρόβλημα·η συμφορά πλήττει Λακωνική επικράτεια.245
ΠΟΛΕΜΟΣ
Ουαί Μέγαρα και πάλε Μέγαρα,έχετε να φάτε κοπάνημα απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη
και να γίνεται σκορδαλιά όσο να πείτε κύμινο.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Πώ πω πω πω πώ!Τι γοερός και πικρός ο θρήνος
που έριξε μέσα για τους Μεγαρείς.
ΠΟΛΕΜΟΣ
Ουαί Σικελία, ήρθε και σένα το τέλος σου.250
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Τέτοιο νησί και θα το κάνει λιώμα το άμοιρο.
ΠΟΛΕΜΟΣ
Για να ρίξω και το μέλι τούτο το αττικό.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Ε, απαυτέ, σου συνιστώ να χρησιμοποιήσεις άλλο μέλι.Αυτό κοστίζει τέσσερις οβολούς· κάνε και λίγο κράτει με το αττικό.
ΠΟΛΕΜΟΣ
Μικρέ, μικρέ, Κυδοιμέ.9255
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
Τι με φωνάζεις;
ΠΟΛΕΜΟΣ
Θα φας το ξύλο της χρονιάς σου.Στέκεσαι με σταυρωμένα τα χέρια·
άρπα μια γροθιά που να είναι όλη δική σου.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Πω πω, φαρμάκι σκέτο.
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
Αλίμονό μου ο δύσμοιρος, αφέντη μου.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Μήπως έριξε σκόρδο στη γροθιά;
ΠΟΛΕΜΟΣ
Τρέχα να φέρεις γουδοχέρι.
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
Μα δεν έχουμε, ευλογημένε·μόλις χτες μετακομίσαμε.260
ΠΟΛΕΜΟΣ
Τσακίσου τότε και πάρε από τους Αθηναίους.
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
Τσακίζομαι και παρατσακίζομαι·αν δεν πάω, βλέπεις, έχει να πέσει ξύλο.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Εδώ σας θέλω, θλιβερά ανθρωπάρια· τι κάνουμε;Βλέπετε τον κίνδυνο, δεν είναι παίξε-γέλασε·
γιατί έτσι και γυρίσει και του φέρει το γουδοχέρι,265
λιώμα έχει να κάνει τις πόλεις με όλη του την άνεση.
Βόηθα, Διόνυσε,10 να πάει και να μη γυρίσει.
ΠΟΛΕΜΟΣ
Ε, συ.
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
Τι θέλεις;
ΠΟΛΕΜΟΣ
Δεν έφερες;
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
Να, ξέρεις, οι Αθηναίοι -τους τελείωσε το γουδοχέρι,ο δερματέμπορας που συντάραζε την Ελλάδα.11270
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Ν᾽ αγιάσει ο θεός του που μας τελείωσε,Αθηνά μου κραταιά και σεβάσμια·
ήρθε την ώρα που χρειαζόταν για την πόλη,
πριν αρχίσει να κοπανάει και για μας τη σκορδαλιά.
ΠΟΛΕΜΟΣ
Τρέξε τότε να φέρεις άλλο από τη Σπάρτη·Πετάξου.275
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
Πετάγομαι, αφέντη.
ΠΟΛΕΜΟΣ
Κοίτα να γυρίσεις τάχιστα.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Τι μας μέλλεται να πάθουμε, κόσμε; Τώρα είναι ο μέγας αγώνας.Αν κάποιος από σας είναι ίσως μυημένος στα μυστήρια
της Σαμοθράκης,12
τώρα ήρθε η ώρα να προσευχηθεί
να στραβώσουν και τα δυο πόδια εκείνου που πάει να το φέρει.
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
Αλίμονο μου ο δύσμοιρος, αλί και τρισαλί.280
ΠΟΛΕΜΟΣ
Τι συμβαίνει; Μήπως ήρθες πάλι μ᾽ άδεια χέρια;
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
Ναι, γιατί το γουδοχέρι ετελείωσε και στους Σπαρτιάτες.
ΠΟΛΕΜΟΣ
Πώς, κάθαρμα;
ΚΥΔΟΙΜΟΣ
Το δανείσανε σε άλλους, κατά Θράκη μεριά,και εκεί τους τελείωσε.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Ν᾽ αγιάσουν τα πεθαμένα τους, Διόσκουροί μου.285Ίσως δούμε άσπρη μέρα. Κουράγιο, θνητοί.
ΠΟΛΕΜΟΣ
Πάρε τούτα τα σκεύη και πήγαινέ τα πάλι μέσα.Μπαίνω κι εγώ να κάτσω να φτιάξω γουδοχέρι μόνος μου.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Εδώ ταιριάζει γάντι το τραγούδι του Δάτη,13 που το τραγουδούσε κάποτε την ώρα που την έπαιζε μεσημεριάτικα·290
«Πώς τη βρίσκω, πώς μ᾽ αρέσει, πώς λιγώνομαι».
Τώρα ήρθε η ώρα, άνδρες Έλληνες,
να γλιτώσουμε από μάχες και από έριδες,
την τριπόθητη ειρήνη έξω να σύρουμε,
προτού άλλο γουδοχέρι μπει εμπόδιο.295
Δράμετε, ξωμάχοι, έμποροι, τεχνίτες και μαραγκοί,
ξένοι, μέτοικοι, νησιώτες, εδώ ελάτε ο κόσμος όλος,
πάρτε γρήγορα τις τσάπες, τους λοστούς και τα σκοινιά·
ώρα και για μας να πιούμε για τα καλορίζικα.14
----------------------
1 Στο πρωτότυπο: ἱπτποκάνθαρος, κατά το ἱπποκένταυρος.
2 Όνομα πεποιημένο (πβ. Δικαιόπολις, Λυσιστράτη κ.ά.), ταιριαστό για αμπελουργό, αφού παράγεται από το ουσιαστικό τρύξ (γεν. τῆς τρυγός) = το κατακάθι του κρασιού.
3 Αμαρουσιώτης (στο αρχαίο κείμενο: Ἀθμονεύς). Το Άθμονον ήταν δήμος της Αττικής στην περιοχή του Αμαρουσίου.
4 Επί παραδείγματι, το 425 π.Χ., μετά την καταστροφή στη Σφακτηρία, οι Σπαρτιάτες πρότειναν ειρήνη, οι Αθηναίοι όμως, με προτροπή του Κλέωνα, απέρριψαν την πρόταση.
5 Οι δύο θεοί (το δωρικό σιώ είναι δυϊκός αριθμός, αττ. Θεώ) είναι οι Διόσκουροι (= Διός κοῦροι) Κάστωρ και Πολυδεύκης, γιοι του Δία -σε επίπεδο θνητών, του Τυνδάρεω- και της Λήδας, αδελφοί της Ελένης. Οι Λάκωνες επικαλούνται τους Διοσκούρους όπως οι Αθηναίοι την Αθηνά (στ. 218).
6 Κωμικός σχηματισμός κατά το Λακωνικοί (και οι δύο ίδιοι είναι). Μετά την εξομοίωση, και τα δύο ονόματα παραπέμπουν στη νίκη.
7 Το 425 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης κατέλαβε την Πύλο. Οι Σπαρτιάτες, στην προσπάθειά τους να την ανακαταλάβουν, αποκλείστηκαν στο γειτονικό νησί Σφακτηρία και αναγκάστηκαν να παραδοθούν στον Δημοσθένη και τον Κλέωνα και να κρατηθούν αιχμάλωτοι κάπου τριακόσιοι απ᾽ αυτούς. Οι Αθηναίοι εγκατέστησαν στην Πύλο Μεσσήνιους εξόριστους, που ήταν άσπονδοι εχθροί του Σπαρτιατών.
8 Λιμάνι της Λακωνίας, στην περιοχή του Λεωνιδίου. Το 430 π.Χ. οι Αθηναίοι είχαν καταλάβει τις Πρασιές. Εδώ μνημονεύονται κυρίως επειδή το όνομα παραπέμπει στο πράσο.
9 Ο Κυδοιμός (=ο θόρυβος, η ταραχή της μάχης) απαντά ήδη στην Ιλιάδα ως προσωποποιημένος δαίμων του πολέμου.
10 Ο Τρυγαίος επικαλείται ειδικά τον Διόνυσο, ίσως επειδή είναι αμπελουργός.
11 Ο Κλέων (το αθηναϊκό γουδοχέρι) και ο Βρασίδας (το σπαρτιατικό, στ. 282), οι κατ᾽ εξοχήν υπεύθυνοι για τη συνέχιση του πολέμου, σκοτώθηκαν την ίδια μέρα στην Αμφίπολη, το Σεπτέμβρη του 422 π.Χ.. Ο Κλέων διακωμωδείται συχνά από τον Αριστοφάνη ως δερματέμπορος (βυρσοπώλης), χωρίς να είναι βέβαιο ότι ήταν πράγματι.
12 Ονομαστό κέντρο μυστηριακής λατρείας, αφιερωμένο στους "θεούς της Σαμοθράκης". Οι μυημένοι εξασφάλιζαν το προνόμιο να εισακούονται οι προσευχές τους.
13 Το 490 π.Χ. ηγήθηκε (μαζί με τον Αρταφέρνη) του περσικού στρατού που ηττήθηκε στον Μαραθώνα. Το παράθεμα από το "τραγούδι του Δάτη" (στ. 291 ὡς ἥδομαι καὶ χαίρομαι κεὐφραίνομαι) περιέχει ένα βαρβαρισμό (χαίρομαι αντί του ορθού χαίρω). Πβ. τον όρο δατισμός.
14 Στο πρωτότυπο: ἀγαθοῦ δαίμονος. Μετά το φαγητό προσέφεραν σπονδή με άκρατο οίνο στον "αγαθό δαίμονα" και έπειτα άρχιζε η οινοποσία.