Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (16.168-16.256)

Πεντήκοντ᾽ ἦσαν νῆες θοαί, ᾗσιν Ἀχιλλεὺς
ἐς Τροίην ἡγεῖτο Διῒ φίλος· ἐν δὲ ἑκάστῃ
170 πεντήκοντ᾽ ἔσαν ἄνδρες ἐπὶ κληῗσιν ἑταῖροι·
πέντε δ᾽ ἄρ᾽ ἡγεμόνας ποιήσατο τοῖς ἐπεποίθει
σημαίνειν· αὐτὸς δὲ μέγα κρατέων ἤνασσε.
τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος αἰολοθώρηξ,
υἱὸς Σπερχειοῖο, διιπετέος ποταμοῖο·
175 ὃν τέκε Πηλῆος θυγάτηρ, καλὴ Πολυδώρη,
Σπερχειῷ ἀκάμαντι, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα,
αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, Περιήρεος υἷι,
ὅς ῥ᾽ ἀναφανδὸν ὄπυιε, πορὼν ἀπερείσια ἕδνα.
τῆς δ᾽ ἑτέρης Εὔδωρος ἀρήϊος ἡγεμόνευε,
180 παρθένιος, τὸν τίκτε χορῷ καλὴ Πολυμήλη,
Φύλαντος θυγάτηρ· τῆς δὲ κρατὺς Ἀργειφόντης
ἠράσατ᾽, ὀφθαλμοῖσιν ἰδὼν μετὰ μελπομένῃσιν
ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος χρυσηλακάτου κελαδεινῆς.
αὐτίκα δ᾽ εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβὰς παρελέξατο λάθρῃ
185 Ἑρμείας ἀκάκητα, πόρεν δέ οἱ ἀγλαὸν υἱὸν
Εὔδωρον, πέρι μὲν θείειν ταχὺν ἠδὲ μαχητήν.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε μογοστόκος Εἰλείθυια
ἐξάγαγε πρὸ φόωσδε καὶ ἠελίου ἴδεν αὐγάς,
τὴν μὲν Ἐχεκλῆος κρατερὸν μένος Ἀκτορίδαο
190 ἠγάγετο πρὸς δώματ᾽, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα,
τὸν δ᾽ ὁ γέρων Φύλας εὖ ἔτρεφεν ἠδ᾽ ἀτίταλλεν,
ἀμφαγαπαζόμενος ὡς εἴ θ᾽ ἑὸν υἱὸν ἐόντα.
τῆς δὲ τρίτης Πείσανδρος ἀρήϊος ἡγεμόνευε
Μαιμαλίδης, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν
195 ἔγχεϊ μάρνασθαι μετὰ Πηλεΐωνος ἑταῖρον.
τῆς δὲ τετάρτης ἦρχε γέρων ἱππηλάτα Φοῖνιξ,
πέμπτης δ᾽ Ἀλκιμέδων, Λαέρκεος υἱὸς ἀμύμων.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντας ἅμ᾽ ἡγεμόνεσσιν Ἀχιλλεὺς
στῆσεν ἐῢ κρίνας, κρατερὸν δ᾽ ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·
200 «Μυρμιδόνες, μή τίς μοι ἀπειλάων λελαθέσθω,
ἃς ἐπὶ νηυσὶ θοῇσιν ἀπειλεῖτε Τρώεσσι
πάνθ᾽ ὑπὸ μηνιθμόν, καί μ᾽ ᾐτιάασθε ἕκαστος·
“σχέτλιε Πηλέος υἱέ, χόλῳ ἄρα σ᾽ ἔτρεφε μήτηρ,
νηλεές, ὃς παρὰ νηυσὶν ἔχεις ἀέκοντας ἑταίρους·
205 οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα ποντοπόροισιν
αὖτις, ἐπεί ῥά τοι ὧδε κακὸς χόλος ἔμπεσε θυμῷ.”
ταῦτά μ᾽ ἀγειρόμενοι θάμ᾽ ἐβάζετε· νῦν δὲ πέφανται
φυλόπιδος μέγα ἔργον, ἕης τὸ πρίν γ᾽ ἐράασθε.
ἔνθα τις ἄλκιμον ἦτορ ἔχων Τρώεσσι μαχέσθω.»
210 Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
μᾶλλον δὲ στίχες ἄρθεν, ἐπεὶ βασιλῆος ἄκουσαν.
ὡς δ᾽ ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίθοισι
δώματος ὑψηλοῖο, βίας ἀνέμων ἀλεείνων,
ὣς ἄραρον κόρυθές τε καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι.
215 ἀσπὶς ἄρ᾽ ἀσπίδ᾽ ἔρειδε, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ᾽ ἀνήρ·
ψαῦον δ᾽ ἱππόκομοι κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισι
νευόντων, ὡς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι.
πάντων δὲ προπάροιθε δύ᾽ ἀνέρε θωρήσσοντο,
Πάτροκλός τε καὶ Αὐτομέδων, ἕνα θυμὸν ἔχοντες,
220 πρόσθεν Μυρμιδόνων πολεμιζέμεν. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐς κλισίην, χηλοῦ δ᾽ ἀπὸ πῶμ᾽ ἀνέῳγε
καλῆς δαιδαλέης, τήν οἱ Θέτις ἀργυρόπεζα
θῆκ᾽ ἐπὶ νηὸς ἄγεσθαι, ἐῢ πλήσασα χιτώνων
χλαινάων τ᾽ ἀνεμοσκεπέων οὔλων τε ταπήτων.
225 ἔνθα δέ οἱ δέπας ἔσκε τετυγμένον, οὐδέ τις ἄλλος
οὔτ᾽ ἀνδρῶν πίνεσκεν ἀπ᾽ αὐτοῦ αἴθοπα οἶνον,
οὔτε τεῳ σπένδεσκε θεῶν, ὅτε μὴ Διὶ πατρί.
τό ῥα τότ᾽ ἐκ χηλοῖο λαβὼν ἐκάθηρε θεείῳ
πρῶτον, ἔπειτα δ᾽ ἔνιψ᾽ ὕδατος καλῇσι ῥοῇσι,
230 νίψατο δ᾽ αὐτὸς χεῖρας, ἀφύσσατο δ᾽ αἴθοπα οἶνον.
εὔχετ᾽ ἔπειτα στὰς μέσῳ ἕρκεϊ, λεῖβε δὲ οἶνον
οὐρανὸν εἰσανιδών· Δία δ᾽ οὐ λάθε τερπικέραυνον·
«Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων,
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ
235 σοὶ ναίουσ᾽ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι.
ἠμὲν δή ποτ᾽ ἐμὸν ἔπος ἔκλυες εὐξαμένοιο,
τίμησας μὲν ἐμέ, μέγα δ᾽ ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν,
ἠδ᾽ ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ᾽ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ·
αὐτὸς μὲν γὰρ ἐγὼ μενέω νηῶν ἐν ἀγῶνι,
240 ἀλλ᾽ ἕταρον πέμπω πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσι
μάρνασθαι· τῷ κῦδος ἅμα πρόες, εὐρύοπα Ζεῦ,
θάρσυνον δέ οἱ ἦτορ ἐνὶ φρεσίν, ὄφρα καὶ Ἕκτωρ
εἴσεται ἤ ῥα καὶ οἶος ἐπίστηται πολεμίζειν
ἡμέτερος θεράπων, ἦ οἱ τότε χεῖρες ἄαπτοι
245 μαίνονθ᾽, ὁππότ᾽ ἐγώ περ ἴω μετὰ μῶλον Ἄρηος.
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται,
ἀσκηθής μοι ἔπειτα θοὰς ἐπὶ νῆας ἵκοιτο
τεύχεσί τε ξὺν πᾶσι καὶ ἀγχεμάχοις ἑτάροισιν.»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε μητίετα Ζεύς.
250 τῷ δ᾽ ἕτερον μὲν δῶκε πατήρ, ἕτερον δ᾽ ἀνένευσε·
νηῶν μέν οἱ ἀπώσασθαι πόλεμόν τε μάχην τε
δῶκε, σόον δ᾽ ἀνένευσε μάχης ἒξ ἀπονέεσθαι.
ἤτοι ὁ μὲν σπείσας τε καὶ εὐξάμενος Διὶ πατρὶ
ἂψ κλισίην εἰσῆλθε, δέπας δ᾽ ἀπέθηκ᾽ ἐνὶ χηλῷ,
255 στῆ δὲ πάροιθ᾽ ἐλθὼν κλισίης, ἔτι δ᾽ ἤθελε θυμῷ
εἰσιδέειν Τρώων καὶ Ἀχαιῶν φύλοπιν αἰνήν.

***
Πενήντα οδήγησ᾽ ο Αχιλλεύς ογρήγορα καράβια
στην Τροίαν, και άνδρες κάθονταν πενήντα στο καθένα·
170 πέντε διόρισε αρχηγούς, έναν στα δέκα πλοία,
να είναι όλ᾽ υπήκοοι στην προσταγήν εκείνων,
και αυτός ως πρώτος αρχηγός βασίλευεν εις όλους.
Της σειράς πρώτης ο λαμπρός Μενέσθιος αρχηγούσε·
από την κόρην την καλήν γεννήθη του Πηλέως
175 την Πολυδώρην, που θνητή μ᾽ αθάνατον ενώθη,
τον Σπερχειόν, διογέννητο ποτάμι, αλλά πατέρας
του Περιήρους ο υιός, ο Βώρος ελεγόνταν,
που φανερά με άπειρα δώρα την πήρε νύμφην.
Της δεύτερης ο Εύδωρος ήτο αρχηγός, ο ανδρείος·
180 του Φύλαντος ανύμφευτο κοράσ᾽ η Πολυμήλη
τον γέννησ᾽ η καλόχορη που στον χορόν πιασμένην
της χρυσοτόξου Αρτέμιδος με συνομήλικές της
αγάπησεν ο αντίκακος Ερμής άμα την είδε.
Στ᾽ ανώγι ανέβηκε ο θεός και κρυφοαγκαλιασθήκαν
185 και στον καιρόν του είδε το φως αγόρι ζηλεμένο,
ο Εύδωρος, στον πόλεμον καλός και ανεμοπόδης.
Και αφού εκείνον έβγαλε να ιδεί το φως του ηλίου
η ωδινοφόρα Ειλείθυια, τότε την Πολυμήλην
την πήρε νύμφην σπίτι του ο μέγας Ακτορίδης
190 ο Εχεκλής, με άπειρα που ᾽χε προσφέρει δώρα.
Τον Εύδωρον ανάστησε και ανάθρεψε με πόθον
ο γέρος Φύλας σπίτι του ωσάν παιδί δικό του.
Ο Μαιμαλίδης Πείσανδρος της τρίτης αρχηγούσε
για το κοντάρι ασύγκριτος στους Μυρμιδόνας όλους
195 δεύτερ᾽ από τον Πάτροκλον τον φίλον του Αχιλλέως.
Της τέταρτης ο γέροντας ο Φοίνιξ, και της πέμπτης
αρχηγός ήταν ο λαμπρός Λαερκίδης Αλκιμέδων.
Και όλους αφού τους έστησε σιμά στους αρχηγούς των
μ᾽ ωραίαν τάξιν, αυστηρόν είπε ο Πηλείδης λόγον:
200 «Ω Μυρμιδόνες, όλοι σεις, ενθυμηθείτε πόσες
στες πρύμνες εφωνάζατε φοβέρες προς τους Τρώας,
εις του θυμού μου τον καιρόν και μου επαραπονείσθε:
«Κακέ Πηλείδη, με χολήν θα σ᾽ έθρεψε η μητέρα,
σκληρέ, που στανικώς κρατείς στες πρύμνες τους συντρόφους.
205 Αλλά να το πρυμνήσομε για την πατρίδα οπίσω
αφού ολέθριος έπεσε θυμός εις την ψυχήν σου».
Αυτά μου ελέγετε συχνά· αυτός σας τώρα ο πόθος
γίνεται, ιδού σάς έφεξε δεινού πολέμου ημέρα.
Όθεν καθείς ας ανδρειωθεί τους Τρώας να κτυπήσει».
210 Και στην φωνήν ως άναψαν του βασιλέως όλοι
τες τάξες των επύκνωσαν στενότερ᾽ από πρώτα.
Και ως όταν τοίχον υψηλής οικοδομής με λίθους
δένουν πυκνούς, ακλόνητον εις κάθε ορμήν ανέμου
ομοίως κράνη εδένονταν και ασπίδες, και άνδρας άνδρα,
215 κράνος το κράνος στήριζε και ασπίδα την ασπίδα·
και οι λαμπροί λόφοι ως έσκυφταν τες χαίτες τους εσμίγαν,
τόσο δεμένα ήσαν στενά· κι εμπρός των Μυρμιδόνων
αρματωμένοι, πρόθυμοι στην μάχην άνδρες δύο
με ψυχήν μίαν, Πάτροκλος ελάμπαν και Αυτομέδων.
220 Και στην σκηνήν ο Αχιλλεύς πηγαίνει και σηκώνει
το σκέπασμ᾽ από λάρνακα λαμπρήν που του ᾽χε βάλει
η Θέτις η ασημόποδη να πάρει στο καράβι,
και όμορφα του την στοίβασε με αντάνεμες χλαμύδες
με τάπητες πολύ δασείς και με καλούς χιτώνες.
225 Είχε και κούπαν πλουμιστήν οπού κανείς μ᾽ εκείνην
άλλος κρασί δεν έπινεν ούδ᾽ εις θεόν κανέναν
ο Αχιλλεύς εσπόνδιζεν, ή στον πατέρα Δία·
το επήρε και το εκάθαρε με θειάφι και κατόπι
μ᾽ ωραίο το πλυνε νερό, και αυτός εχερονίφθη
230 και αφού κρασί το εγέμισεν, ορθός εις την αυλήν του,
τα μάτια προς τον ουρανόν, εσπόνδιζε κι ευχόνταν·
και στην φωνήν του επρόσεχεν ο χαιρεβρόντης Δίας.
«Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη στην Δωδώνην
πέρα την κακοχείμωνην, όπου από σε προφέρουν
235 οι άλουτοι, χαμόκοιτοι Σελλοί ρήματα θεία,
ως έδωκες ακρόασιν εις τες ευχές μου πρώτα,
κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα,
και τώρα πάλιν την εξής ευχήν ευδόκησέ μου.
Ότι αν και μένω εγώ μακράν κλεισμένος στα καράβια,
240 ιδού στέλνω τον φίλον μου με Μυρμιδόνων πλήθη·
δόξαν λαμπρήν, βροντόφωνε Κρονίδη, απόστειλέ του,
θάρρος στα στήθη βάλε του, να μάθει ο Πριαμίδης,
ο ακόλουθός μου, αν μοναχός να πολεμεί γνωρίζει
ή μόνον τότε μαίνονται τ᾽ ανίκητά του χέρια
245 όταν πετιούμ᾽ εγώ μ᾽ αυτόν στου Άρη τον αγώνα.
Και άμα της μάχης την βοήν μακρύνει από τες πρύμνες,
να μου γυρίσει άβλαπτος με όλα τ᾽ άρματά μου
στα πλοία μας και οι σύντροφοι, κονταρομάχοι ανδρείοι».
Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος Κρονίδης·
250 Και των ευχών του ευδόκησε την μίαν ο πατέρας·
ν᾽ απομακρύνει ευδόκησε την μάχην απ᾽ τα πλοία,
αλλά του αρνήθη άβλαβος να γύρει απ᾽ την μάχην.
Και αφού ευχήθη με σπονδές, εμπήκε στην σκηνήν του
και απόθεσε στην λάρνακα το θαυμαστό ποτήρι,
255 και στην σκηνήν του εστάθη εμπρός με προθυμιά να βλέπει
των Τρώων και των Αχαιών τον φοβερόν αγώνα.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 6. Αίνιγμα: Τι θα συμβεί αν γράψουμε ΡΩΜΗ ανάποδα;

6.2. Ο Αύγουστος και οι «χίπις»


Το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμη και προσωπικότητες σαν τον Βιργίλιο -που στην ωριμότητά του δέχτηκε, με τον διακριτικό τρόπο του, να στηρίξει τον Αύγουστο και τις κοινωνικές αλλαγές που εκείνος προωθούσε- γοητεύτηκαν, όσο ήταν νέοι, από την ειρηνική επανάσταση των πρώτων μοντερνιστών και έγραψαν ποίηση που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στον έρωτα και την τέχνη. Ωστόσο, άλλοι προτίμησαν να μείνουν μέχρι το τέλος ποιητές του έρωτα, ακόμη και αν δεν θέλησαν ποτέ να εναντιωθούν, σε πολιτικό επίπεδο, στο αυγούστειο πρόγραμμα. Έτσι, στα περισσότερα από τα ποιήματα που έγραψαν δεν υπάρχουν αναφορές στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της εποχής· και σε ορισμένες περιπτώσεις αρνήθηκαν ευγενικά να αναλάβουν τον ρόλο του υμνητή του Αυγούστου, όταν ο πανταχού παρών Μαικήνας, διαβλέποντας το ταλέντο τους, τους κάλεσε να γράψουν εθνική ποίηση.

Τέτοια είναι η περίπτωση του Προπέρτιου, που είχε μια πιο χαλαρή σχέση με τον κύκλο του Μαικήνα αλλά, όταν ο τελευταίος του ζήτησε στίχους για τον Αύγουστο και τους άθλους του, τόλμησε να πει «όχι, ευχαριστώ»· και αντί για πανηγυρικό έγραφε:

Για το σιρόκο λέει ο ναυτικός, για βόδια ο ζευγολάτης,
λαβωματιές μετράει ο μαχητής, πρόβατα ο τσομπάνης.
Μα εγώ μιλάω για του έρωτα τον πόλεμο -
καθένας με την τέχνη που κατέχει.
Μία η δόξα: να πεθαίνεις από έρωτα…


Μπορούμε να φανταστούμε την έκφραση στο πρόσωπο του Αυγούστου, όταν έβλεπε δημοσιευμένα τέτοια ποιήματα. Αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο που μπορούσε να διαβάσει ο Αύγουστος ούτε το πιο εντυπωσιακό από τα ποιήματα που μπορούσαν να γράφουν αυτά τα ατίθασα «παλιόπαιδα».

Μια μέρα ο αυτοκράτορας κάλεσε επειγόντως τον Μαικήνα. Κρατούσε στα χέρια του έναν πάπυρο και ήταν έξω φρενών. «Διάβασε», του είπε, «να δεις πώς υποδέχτηκε η ᾽αντιπολίτευση᾽ το τελευταίο νομοθέτημά μου σχετικά με τον γάμο και την ανάγκη για περισσότερες γεννήσεις. Διάβασε και πες μου τι θα έκανες στη θέση μου.» Η «αντιπολίτευση» ήταν ο Προπέρτιος και ένα καινούργιο ποίημά του που μόλις είχε δημοσιευθεί - και που συζητιόταν πολύ. Ο Μαικήνας, που υποπτευόταν περί τίνος πρόκειται, πήρε ήρεμα τον πάπυρο στα χέρια του και διάβασε φωναχτά (γιατί συνήθως έτσι διάβαζαν στην αρχαιότητα):

Μέγας ο Καίσαρ, αληθώς! Πλην μέγας στρατηλάτης·
στον έρωτα η εξουσία του μηδέν!
Να παντρευτώ, να κάνω απόγονους μόνο και μόνο
για να ᾽χει η Ρώμη στρατιώτες για το μέτωπο! Ποτέ!
Κανείς απ᾽ τη γενιά μου στρατιώτης!
Μόνη μου έγνοια εμένα, η αγάπη.


Ο Μαικήνας δεν διάβασε παρακάτω. Χαμογέλασε μόνο καθησυχαστικά και είπε στον αυτοκράτορα, που τον κοιτούσε επίμονα: «Εντάξει, μας τα είπαν κι άλλοι αυτά, Αύγουστε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο κόσμος θα ακούσει τον Προπέρτιο περισσότερο από ό,τι θα ακούσει εσένα.» Έκανε λάθος· ο κόσμος δεν άκουσε τον Αύγουστο, και ο Αύγουστος τελικά αναγκάστηκε να αποσύρει το νομοθέτημα. Ούτε ο αυτοκράτορας ούτε ο υπουργός του ήξεραν πώς ακριβώς να αντιδράσουν σ᾽ αυτό το είδος αντιπολίτευσης· και πολλούς αιώνες αργότερα, τύπους σαν τον Προπέρτιο ο κόσμος τους είπε «αντιρρησίες συνειδήσεως».

Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 ορισμένοι νέοι που διαφωνούσαν με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και σκέψης και είχαν αντιρρήσεις για την πολιτική που ακολουθούσαν οι επίσημες κυβερνήσεις οργανώθηκαν σε κοινοβιακές ομάδες, άφησαν μακριά μαλλιά, φόρεσαν φανταχτερά, πολύχρωμα ρούχα, τραγουδούσαν τραγούδια για την ειρήνη και την αγάπη, διοργάνωναν μεγάλες συναυλίες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κρατούσαν στα χέρια τους λουλούδια και έλεγαν ότι προτιμούν τον έρωτα από τον πόλεμο. Ήταν οι «χίπις» ή «τα παιδιά των λουλουδιών». Χίπις και παιδιά των λουλουδιών, όσο ξέρουμε, δεν υπήρξαν ποτέ στην αρχαιότητα· ούτε υπήρξαν κινήματα, όπως τα ξέρουμε σήμερα, υπέρ της ειρήνης και της οικολογίας. Οι δημοκρατίες της αρχαιότητας, τόσο η ελληνική της κλασικής εποχής όσο και η περίοδος της ρωμαϊκής δημοκρατίας, μπορούσαν να εγγυηθούν ορισμένες ελευθερίες (που όμως δεν ίσχυαν για τους δούλους), ωστόσο δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη μαζικών κινημάτων επειδή και οι ίδιες οι δημοκρατίες δεν ήταν μαζικές. Υπήρχε πάντα μια τάξη οικονομικά προνομιούχων ή παλιά αριστοκρατικά τζάκια που κρατούσαν ζηλότυπα την εξουσία για λογαριασμό τους.

Στις συνθήκες αυτές μόνο οι φιλόσοφοι και οι ποιητές, όταν δεν αποτελούσαν μέρος της πολιτικής εξουσίας, μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις επιλογές και τις πράξεις της εξουσίας. Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα, και ταυτόχρονα μια κρίσιμη διαφορά από τη σύγχρονη πραγματικότητα, ήταν ότι αυτοί που γνώριζαν γραφή και ανάγνωση αποτελούσαν μειοψηφία· και ακόμη λιγότεροι ήταν αυτοί που, εκτός από απλή γραφή και ανάγνωση, μπορούσαν να διαβάσουν ποίηση και φιλοσοφία. Έτσι, ακόμη και οι αμφισβητήσεις που προέρχονταν από φιλοσόφους και ποιητές δεν ήταν δυνατόν να «περάσουν» στον πολύ κόσμο και να διαφωτίσουν τις λαϊκές μάζες. Γι᾽ αυτό τον λόγο, οι αντιρρήσεις του Προπέρτιου, και άλλων ποιητών της εποχής του Αυγούστου που δήλωναν ανορθόδοξες προτιμήσεις, δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να υποθάλψουν μια ευρύτερη, λαϊκή αντίδραση στα σχέδια του Αυγούστου.

Εδώ, όμως, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και έναν άλλον παράγοντα, που δεν είναι άσχετος με τα προηγούμενα. Στα πρώτα χρόνια της εξουσίας του Αυγούστου, οι ποιητές είχαν ακόμη τη δυνατότητα να λένε ορισμένα πράγματα «έξω από τα δόντια» χωρίς να κινδυνεύουν άμεσα από την οργή του αυτοκράτορα. Ωστόσο, καθώς περνούσαν τα χρόνια ο αυτοκράτορας γινόταν όλο και πιο καχύποπτος απέναντι σε πρόσωπα που εξέφραζαν διαφωνίες με την πολιτική και το καθεστώς του. Όσοι το αντιλήφθηκαν αυτό εγκαίρως φρόντισαν να σιωπήσουν για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Κάποιοι άλλοι όμως φέρθηκαν επιπόλαια και πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Ο ποιητής Οβίδιος είναι ο πιο διάσημος «μάρτυρας» αυτής της υπόθεσης.

Αυτογνωσία

Το «εσωτερικό περιεχόμενο» του «Γνώθι σαυτόν» των Αρχαίων Ελλήνων

Η Συνείδηση (η ανθρώπινη συνείδηση στο χρόνο, στην ιστορία, αλλά και η ατομική συνείδηση, δηλαδή ο καθένας μας) «περνά» από τρεις φάσεις στην εξέλιξή της (αν την «πραγματοποιήσουν» βέβαια… γιατί οι περισσότερες συνειδήσεις «μένουν» στην πρώτη φάση…)

Α) Στην Πρώτη Φάση, όπου η συνείδηση αντιλαμβάνεται την ύπαρξή της (μέσα στον «κόσμο»), η Συνείδηση έχει περιορισμένη επίγνωση, περιορισμένο χώρο εποπτείας, κι αντιλαμβάνεται ότι «υπάρχει μέσα σε Ένα Ευρύτερο Άγνωστο (Φυσικό, Υπερφυσικό, Απροσδιόριστο…) Σε αυτή την Φάση μπορεί να αποκτήσει κάποια έγκυρη (ή μη έγκυρη, φανταστική) γνώση της ύπαρξης, του «περιβάλλοντος χώρου» (φυσικού, υπερφυσικού, κλπ.)… να επιβιώσει, να ζήσει μέσα στον κόσμο, μέσα στην κοινότητα των ανθρώπων, κλπ… Αυτό, μπορεί να το κάνει η Συνείδηση με, μόνο, τις ψυχοσωματικές δυνάμεις της, την σκέψη, την αίσθηση, την εξωτερική δραστηριότητα…Κι οι περισσότεροι άνθρωποι μένουν σε αυτή την Φάση εξέλιξης…

Β) Στην Δεύτερη Φάση εξέλιξης της Συνείδησης, η Συνείδηση αντιλαμβάνεται (κατανοεί και βιώνει) την οντολογική εξάρτησή της από το Ευρύτερο Οντολογικό Περιβάλλον…

1) Αν αυτό, παραμείνει μία εξωτερική προσέγγιση, γίνεται θρησκεία (θρησκευτική ή φιλοσοφική πίστη), - μία «θεωρητική» περισσότερο αντίληψη – που σπάνια επηρεάζει πνευματικά τον άνθρωπο, ή μεταμορφώνει την δράση του… Η δραστηριότητα του ανθρώπου (άσχετα, από την «θρησκεία» του…) παραμένει στα πλαίσια της απλής «επιβίωσης» στον κόσμο…

2) Όταν η Συνείδηση επιχειρεί, εσωτερικά, βιωματικά, να Προσεγγίσει την Οντολογική Πηγή της, τον «Θεό», τότε, έχουμε μία «εσωτερική πορεία», μία «πνευματική προσπάθεια», και μία «οντολογική μεταμόρφωση», μία «διεύρυνση της συνείδησης», που «εγκαταλείπει» τα ατομικά χαρακτηριστικά της και την προσωπική δραστηριότητα… και «επεκτείνεται» προς την «Ενότητα του Όντος»…

Εδώ, εντάσσεται η πραγματική (βιωματική) προσέγγιση του «Θεού», η «αληθινή θρησκεία», ο εσωτερισμός, ο μυστικισμός, η πνευματική εξέλιξη, κλπ…

Στην Αρχαία Ελλάδα, (στα πλαίσια του Ορφισμού, στα Μυστήρια, στην Φιλοσοφική Διδασκαλία, του Πλάτωνα, του Επίκουρου, των Στωικών, του Πλωτίνου, και των νεοπλατωνικών…) (αφού είχε προηγηθεί ο «εξωτερικός καθαρμός» του «σώματος»)… αυτή η «εσωτερική δραστηριότητα» (σαν βιωματική προσέγγιση, σαν «πρακτική»…) ήταν γνωστή σαν «περισυλλογή» (δηλαδή περισυλλογή των ψυχοσωματικών δυνάμεων, «απόσυρση» από τον κόσμο, «άνοιγμα» προς τον εσωτερικό χώρο της ψυχής, κι «ανάδυση» στην Εσωτερική Πραγματικότητα, του Αληθινού Όντος)… Η «διεύρυνση της συνείδησης», ήταν γνωστή σαν «άπλωσις»… Η Βίωση της Ενότητας του Όντος ήταν γνωστή σαν «ταυτισμός με τον θεό»… Η Βίωση της Ύπαρξης σαν Όλου, ήταν γνωστή σαν «ομοίωσις τω Θεώ»…

Και στις άλλες (αληθινές) θρησκείες, εσωτερικές δραστηριότητες, ή μυστικιστικές προσεγγίσεις, έχουμε ανάλογες περιγραφές, κι αντίστοιχους, θρησκευτικοφιλοσοφικούς όρους…

Γ) Στην Τρίτη Φάση της εξέλιξής της, η Συνείδηση, που «διευρύνεται συνεχώς μέχρι το Άπειρο» (στην Δεύτερη Φάση της εξέλιξής της), αντιλαμβάνεται ότι Αυτή η Συνείδηση (η «Διευρυμένη Συνείδηση», κι όχι η περιορισμένη ατομική συνείδηση…) είναι η Μόνη Πραγματικότητα, Όλη η Πραγματικότητα, Διευρύνεται Ως το Απεριόριστο… και Βυθίζεται στο Άγνωστο, στο Άχρονο, στο Χωρίς Ιδιότητες Απροσδιόριστο, στο ΘΕΟ… Η Συνείδηση Είναι Μία, Είναι Όλος ο Χώρος, συμπεριλαμβάνει τα πάντα… ακόμα και τις ψευδείς περιορισμένες συνειδησιακές καταστάσεις (των προηγούμενων φάσεων της εξέλιξής της)… Αυτή η Κατάσταση (του Απολύτου), είναι η Φώτιση, η Πλήρης Αφύπνιση, η Θεότητα…

Αυτό είναι το Τελικό Στάδιο της Εξέλιξης της Ανθρώπινης Συνείδησης, (το Θεολογικό Όραμα του Ορφισμού), ο Σκοπός των Ελληνικών Μυστηρίων, και το «τελικό επίτευγμα» όλων των θρησκειών, όσων εμφανίστηκαν μέσα στην ιστορία, κι όσων «δημιουργηθούν» στο μέλλον…

Κατά την διάρκεια της εξέλιξής της η Συνείδηση «αλλάζει» αντίληψη του «χώρου» (εποπτείας) της… Όταν είναι περιορισμένη στον μικρό ατομικό χώρο της (κι εξαιτίας ακριβώς αυτού του περιορισμού…) αντιλαμβάνεται (της «φαίνεται») ότι υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στο «εγώ» και τον (οντολογικό) χώρο που την περιβάλλει… Όταν η Συνείδηση «διευρύνεται στο Άπειρο»… όταν Βιώνει ότι Είναι Όλος ο Χώρος (Ύπαρξης)… τότε όλα «συμβαίνουν» Μέσα της…  Δεν υπάρχει πλέον αντίθεση με τίποτα, αφού η Συνείδηση είναι Όλος ο Χώρος (Ύπαρξης)… η Συνείδηση Βιώνει την (Οντική και Οντολογική) Ενότητα του Όντος…

Ο Ξενοφώντας και η διπλωματία του πολέμου

Έχουμε φτάσει πια στο 371 π. Χ., όταν οι Αθηναίοι πήραν την οριστική απόφαση να τερματίσουν τον πόλεμο με τη Σπάρτη. Είναι αλήθεια ότι και πιο μπροστά είχαν κάνει ειρηνευτικές προσπάθειες κατανοώντας το ανώφελο αυτής της σύγκρουσης.

Εξάλλου, η έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων δεν τους άφηνε καθόλου ευχαριστημένους: «οι Αθηναίοι έβλεπαν τους Πλαταιείς, που ήταν φίλοι τους, να ‘χουν καταφύγει κοντά τους διωγμένοι από τη Βοιωτία, ενώ παράλληλα οι Θεσπιείς τους ικέτευαν να μην τους αφήσουν στην τύχη τους τώρα που είχαν μείνει χωρίς πατρίδα· έπαψαν λοιπόν οι Αθηναίοι να επαινούν τους Θηβαίους». (6,3,1).

Επί της ουσίας, είχαν αναμειχθεί σε έναν ασύμφορο πόλεμο, που εν τέλει στρεφόταν εναντίον των παραδοσιακών τους συμμάχων. Η Θήβα επέβαλε ακριβώς τους όρους που ήθελε προωθώντας δυναμικά τα συμφέροντά της στη Βοιωτία – κι όχι μόνο – μετατρέποντας την Αθήνα σε έρμαιο, καθώς από ένα σημείο και μετά θα έλεγε κανείς ότι λειτουργούσε σε βάρος των συμφερόντων της.

Οι Αθηναίοι, όπως ήρθαν τα πράγματα, θα ήταν πιο λογικό να πολεμούν τους Θηβαίους παρά να εξυπηρετούν τον επεκτατισμό τους: «Ντρέπονταν, είν’ αλήθεια, να τους πολεμήσουν – λογάριαζαν άλλωστε ότι θα τους ήταν ασύμφορο – αλλά δεν ήθελαν και να συμμετέχουν πια στις επιχειρήσεις τους, βλέποντάς τους να εκστρατεύουν εναντίον των Φωκέων – που ήταν παλιοί φίλοι της Αθήνας – και ν’ αφανίζουν πόλεις που τους είχαν δείξει και φιλία και πίστη τον καιρό του πολέμου κατά των βαρβάρων». (6,3,1).

Από την αρχή αυτή η συμμαχία με τους Θηβαίους ήταν προβληματική για την Αθήνα. Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτό τον πόλεμο δεν ήθελαν να εμπλακούν και χρειάστηκε η προβοκάτσια του Σφοδρία και η αδικαιολόγητη (προκλητική) αθώωσή του από το σπαρτιατικό δικαστήριο. Τώρα όμως πραγματικά δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχίσουν. Η συνέλευση του λαού ψήφισε πανηγυρικά την ειρήνη κι αποφασίστηκε να στείλουν αμέσως πρέσβεις στη Σπάρτη για να τη διαπραγματευτούν.

Το ζήτημα της ειρήνης πήρε μεγάλες διαστάσεις, αφού, τελικά, στη Σπάρτη δεν πήγαν μόνο οι πρέσβεις των Αθηναίων, αλλά υπήρχαν πρέσβεις από όλες τις συμμαχικές πόλεις και από τη Θήβα. Για λογαριασμό της Αθήνας μίλησαν ο Καλλίας, ο Αυτοκλής και ο Καλλίστρατος.

Ο Καλλίας ακολούθησε τη ρητορική της οικειότητας επισημαίνοντας ότι ήταν πρόξενος της Σπάρτης, όπως και ο πατέρας του και ο παππούς του, οι οποίοι επίσης ήταν πρόξενοι από τους δικούς τους προγόνους, κι ότι είναι η τρίτη φορά που έρχεται στη Σπάρτη να διαπραγματευτεί ειρήνη, γεγονός ιδιαιτέρως ευνοϊκό, αφού τις δύο προηγούμενες πέτυχε το σκοπό του. Σχετικά με την κατάσταση του διαμορφούμενου συμμαχικού χάρτη είπε ελάχιστα: «Διαπιστώνω, στ’ αλήθεια, ότι εσείς κι εμείς δεν βλέπουμε διαφορετικά τα πράγματα: κι εσείς αγανακτείτε όσο κι εμείς για την καταστροφή της Πλάταιας και των Θεσπιών. Μια κι έχουμε λοιπόν την ίδια γνώμη, πιο λογικό δεν είναι να ‘μαστε φίλοι παρά εχθροί;» (6,3,5).

Από κει και πέρα επικαλείται την κοινή ιστορική – μυθολογική παράδοση των δύο πόλεων, που η αναφορά της οπωσδήποτε θα λειτουργούσε ενωτικά: «Σωστό θα ‘ταν βέβαια να μην είχαμε σηκώσει όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, αφού, όπως λένε, οι πρώτοι ξένοι που διδάχτηκαν από τον Τριπτόλεμο, τον πρόγονό μας, τα ιερά μυστήρια της Δήμητρας και της Κόρης ήταν ο γενάρχης σας Ηρακλής κι οι συμπολίτες σας Διόσκουροι, και στην Πελοπόννησο είναι που εκείνος πρωτοχάρισε τον σπόρο του καρπού της Δήμητρας. Είναι λοιπόν ποτέ σωστό είτε να ‘ρχεστε εσείς να λεηλατείτε τον καρπό εκείνων που σας έδωσαν τον σπόρο, είτε πάλι εμείς, που σας τον δώσαμε, να μη θέλουμε να ‘χετε όσο γίνεται πιο άφθονη την τροφή;» (6,3,6).

Το ότι τόσα χρόνια συνέβαινε ακριβώς αυτό, χωρίς να αισθάνεται κανείς την ελάχιστη επιρροή ούτε από τον Ηρακλή ούτε από τους Διόσκουρους δεν είναι ανάγκη να συζητηθεί. Ο Καλλίας επιχειρεί περισσότερο μια συναισθηματική προσέγγιση. Η ειρήνη προϋποθέτει τη φιλία και η αρχή μιας φιλίας – γιατί περί αυτού μιλάει ο Καλλίας – χρειάζεται θετικά συναισθήματα.

Κι αν ο Καλλίας προλειαίνει το έδαφος διαμορφώνοντας το κατάλληλο κλίμα για μια ειρηνευτική διαπραγμάτευση, ο Αυτοκλής προχωρά ακόμα πιο πέρα οικοδομώντας την εμπιστοσύνη. Γι’ αυτό και ξεκαθαρίζει τα πράγματα από την αρχή: «Το ξέρω, Λακεδαιμόνιοι, ότι δεν θα σας είναι ευχάριστα αυτά που πρόκειται να πω». (6,3,7).

Η προετοιμασία του κοινού για τα δυσάρεστα που θα ακολουθήσουν είναι τα εκ των προτέρων διαπιστευτήρια της ειλικρίνειας του ομιλητή, αφού κανείς δε θέλει να δυσαρεστήσει, όταν στοχεύει να αιτηθεί κάτι, πολύ περισσότερο τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται το αίτημα. Το ζήτημα όμως που διακυβεύεται είναι τόσο σπουδαίο, που τα συνήθη ρητορικά τεχνάσματα δεν έχουν καμία θέση. Ο Αυτοκλής δεν ήρθε ούτε για να κολακέψει ούτε για να διεκπεραιώσει απλά μια υπόθεση της πόλης. Ήρθε για να επιτύχει τις σταθερές βάσεις των νέων σχέσεων που φιλοδοξεί να εδραιώσει. Κι αυτό δε γίνεται με ψεύτικα εγκώμια: «Εσείς πάντα λέτε ”οι πόλεις πρέπει να ‘ναι ανεξάρτητες”, κι όμως εσείς οι ίδιοι αποτελείτε το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανεξαρτησία τους». (6,3,7).

Κι αυτό είναι αλήθεια. Και μόνο τα γεγονότα στη Θήβα το καταδεικνύουν: «Εξάλλου, όταν ο Βασιλεύς πρόσταξε να είναι οι πόλεις ανεξάρτητες, φαινόσασταν απόλυτα βέβαιοι ότι η πολιτική των Θηβαίων δεν θα ήταν σύμφωνη με τις γραπτές εντολές του Βασιλέως αν δεν άφηναν κάθε πόλη να διοικείται μονάχη της, μ’ όποιο πολίτευμα ήθελε· μολοντούτο, ευθύς ως καταλάβατε την Καδμεία, δεν αφήσατε ανεξάρτητους ούτε τους ίδιους τους Θηβαίους». (6,3,9).

Και δεν είναι μόνο αυτό: «Ο πρώτος όρος που βάζετε στις συμφωνίες με τις συμμαχικές σας πόλεις είναι να σας ακολουθούν σ’ όλες σας τις εκστρατείες. Πώς συμβιβάζεται όμως τούτο με την ανεξαρτησία; Από την άλλη πλευρά δημιουργείτε αντιπάλους δίχως συνεννόηση με τους συμμάχους σας, που κατόπιν οδηγείτε σε πόλεμο εναντίον τους, με αποτέλεσμα ν’ αναγκάζονται συχνά αυτοί, οι τάχα ανεξάρτητοι, να εκστρατεύουν εναντίον των καλύτερών τους φίλων». (6,3,7-8).

Ο Αυτοκλής καταδεικνύει σωστά την κατ’ επίφαση ανεξαρτησία που έδιναν οι Σπαρτιάτες στους συμμάχους τους, χωρίς όμως να κάνει την ελάχιστη αναφορά και στη νοοτροπία των άλλων πόλεων. Μήπως η Αθήνα έκανε κάτι διαφορετικό; Ή μήπως η Θήβα άφησε ποτέ σε ησυχία τις άλλες πόλεις της Βοιωτίας, τις οποίες ένιωθε ότι μπορεί να κατέχει;

Στην ουσία ποτέ καμία διαπραγμάτευση δεν αφορούσε την ανεξαρτησία. Και οι Αθηναίοι, όταν ασκούσαν κατάφωρη ηγεμονία καταπιέζοντας τους συμμάχους, επικαλούνταν την ανεξαρτησία τους, που υπονόμευαν οι Πέρσες και που προστάτευαν αυτοί. Όμως, οι συνθήκες αυτές δε θα μπορούσαν ποτέ να ευνοήσουν την ειρήνη. Ο πόλεμος ήταν η μοιραία κατάληξη των διαπραγματεύσεων του παρελθόντος κι αυτό ακριβώς έρχεται τώρα να καταδικάσει ο Αυτοκλής – υποδεικνύοντας βέβαια μονάχα την ευθύνη της Σπάρτης.

Ο ισχυρισμός της ανεξαρτησίας ως μόνιμο άλλοθι για το ξεδίπλωμα της ισχύος είναι η πεμπτουσία της διπλωματίας του πολέμου. Κι από τη στιγμή που αυτή ήταν η μοναδική συνθήκη διαπραγματεύσεων για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο ως εκείνη τη στιγμή, δε θα ήταν υπερβολή, αν έλεγε κανείς ότι επί της ουσίας δεν υπήρξε ποτέ καμία πραγματική ειρηνευτική διπλωματία.

Ενδεχομένως ο Νικίας – όπως περιγράφεται στο Θουκυδίδη – να ήταν ο μοναδικός που είχε τέτοιες διαθέσεις. Από κει και πέρα κάθε προσπάθεια ειρήνης δημιουργούσε τις προϋποθέσεις του επόμενου πολέμου, αφού όλοι προσδοκούσαν τα νέα κέρδη της επόμενης μοιρασιάς. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να μιλάει για εμπιστοσύνη υπό αυτούς τους όρους. Κι αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος της διαρκούς επεκτατικής πολιτικής όλων των πόλεων που αποκτούσαν δύναμη.

Μετά τους περσικούς πολέμους ουδέποτε οι Αθηναίοι εμπιστεύτηκαν τη Σπάρτη – όπως και οι Σπαρτιάτες δεν εμπιστεύτηκαν ποτέ την Αθήνα. Η ειρήνη που ακολούθησε βασιζόταν περισσότερο στην ισορροπία των δυνάμεων, που δεν έδινε σε κανένα τη σιγουριά της νίκης, παρά στην αξιοπιστία των σχέσεων. Η Αθήνα έκανε μεγάλο αγώνα για να υπερισχύσει κι όταν το πέτυχε ήταν πρόθυμη να ξεκινήσει ο πελοποννησιακός πόλεμος.

Η Σπάρτη έχοντας περάσει διά πυρός και σιδήρου από τον πελοποννησιακό δε θα άφηνε ποτέ κανέναν άλλο να αποκτήσει το πάνω χέρι, ώστε να αποτελέσει απειλή. Στην ουσία, όλοι ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι κανείς δε θα είναι σε θέση να τους βλάψει. Γι’ αυτό έπρεπε να είναι ισχυροί. Κι ο ισχυρός δεν μπορεί να έχει τους συμμάχους ανεξάρτητους, αφού, αν το κάνει, δε θα είναι ισχυρός.

Οι Σπαρτιάτες, μετά την ειρήνη του Ανταλκίδα, κατέλαβαν τη Θήβα, στην οποία δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη. Ανέβηκαν στη Χαλκιδική και διέλυσαν την Όλυνθο, από φόβο μη δυναμώσει υπερβολικά και συμμαχήσει με τους Αθηναίους. Είχαν πάγια τακτική να υποχρεώνουν τους συμμάχους να τους ακολουθούν στις εκστρατείες, προκειμένου να έχουν εξασφαλισμένο στρατό. Όλα αυτά είναι περισσότερο μηχανισμοί άμυνας, αφού πρωτίστως ήθελαν να διαφυλάξουν τα νώτα τους.

Όμως, δεν υπάρχει καλύτερη άμυνα από την επίθεση. Ακόμα και ο ξεκάθαρος επεκτατισμός του Αγησιλάου στην Ασία δεν μπορεί να οριστεί μέσα στα συνηθισμένα καλούπια, αφού ο επεκτατισμός που δεν αποφέρει πλούτη στερείται νοήματος κι εκείνος όχι μόνο δε διεκδίκησε το παραμικρό για τον εαυτό του, αλλά ούτε προσπάθησε να μεταφέρει οτιδήποτε πολύτιμο στην πόλη του.

Κι εδώ δε γίνεται λόγος για τη λιτή σπαρτιατική νοοτροπία, που πράγματι ίσχυε. Γίνεται λόγος για τα βαθύτερα αίτια του σπαρτιατικού επεκτατισμού, που δεν είχε ως απώτερο στόχο τη συγκέντρωση του πλούτου, αλλά την αδιαπραγμάτευτη στρατιωτική υπεροχή, δηλαδή την επιθυμία της εδραίωσης του ανίκητου, που θα ξεκαθάριζε ολοκληρωτικά το χάρτη. Η Σπάρτη είναι η πιο καθαρή περίπτωση επεκτατισμού που καταδεικνύει ότι το συμφέρον δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τα πλούτη. Γιατί δε διεκδίκησε τίποτε για τον εαυτό της – τουλάχιστον η Αθήνα έχτισε κι έναν Παρθενώνα.

Το σπαρτιατικό σύστημα ήταν καθαρά στρατοκρατούμενο. Δεν είναι, όμως, τυχαίο που επιλέχθηκε αυτή η ζωή. Αν ο κόσμος χωρίζεται σε ισχυρούς και ανίσχυρους, καλύτερα να είσαι με τους ισχυρούς. Και ισχυρός είναι αυτός που υπερτερεί στρατιωτικά. Μ’ αυτό το υπόβαθρο οποιαδήποτε ειρηνευτική διαπραγμάτευση εκμηδενίζεται. Το μόνο που μένει είναι η διπλωματία του πολέμου.

Η ανεξαρτησία είναι το ωραιότερο πρόσχημα για να επέμβει κανείς στα εσωτερικά των άλλων. Αυτός ήταν και ο λόγος, που όλοι έσπευδαν να ελευθερώσουν τις υποταγμένες πόλεις. Είναι καλό να φέρνει κανείς την ελευθερία σ’ αυτούς που καταπιέζει ο αντίπαλος.

Και γι’ αυτό έπρεπε να ελέγχουν και την πολιτική κατάσταση των «ανεξάρτητων» συμμάχων, αφού, αν δεν ελέγχει κανείς την πολιτική σκηνή, δεν ελέγχει τίποτε: «Έπειτα, πράγμα ολότελα αντίθετο με κάθε έννοια ανεξαρτησίας, εγκαθιδρύετε καθεστώτα αλλού με δέκα, αλλού με τριάντα άρχοντες· και δεν σας ενδιαφέρει να κυβερνούν τούτοι οι άρχοντες σύμφωνα με τους νόμους, παρά να μπορούν να εξουσιάζουν τις πόλεις με τη βία, έτσι ώστε μοιάζει να σας αρέσουν τα τυραννικά καθεστώτα περισσότερο από τα συνταγματικά». (6,3,8). Το πώς έλεγχαν οι Αθηναίοι την πολιτική σκηνή σε Θάσο και Μυτιλήνη (κι όχι μόνο) δεν αναφέρεται από τον Αυτοκλή.

Ο τρίτος πρέσβης της Αθήνας, ο Καλλίστρατος, αφού αναφέρει τις ευθύνες των Λακεδαιμονίων σχετικά με την εμπλοκή τους στα τεκταινόμενα της Θήβας και την κατάλυση της ειρήνης του Ανταλκίδα εξαιτίας αυτού (αλλά σε πιο συμφιλιωτικό κλίμα) συμπεραίνει: «Τώρα λοιπόν που το μάθαμε ότι οι πλεονέκτες δεν βγαίνουν κερδισμένοι, θα είμαστε και πάλι, ελπίζω, καλοί φίλοι μεταξύ μας». (6,3,11). Αμέσως μετά δίνει έμφαση στην καθαρότητα των αθηναϊκών διαθέσεων για ειρήνη τονίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία υστεροβουλία, καθώς σε κάθε περίπτωση η Αθήνα δεν έχει να φοβηθεί τίποτε: «Όσο για τις συκοφαντίες ορισμένων που θέλουν να εμποδίσουν την ειρήνη – ότι τάχα δεν ήρθαμε επειδή θέλουμε τη φιλία σας, αλλά επειδή φοβόμαστε μη φτάσει ο Ανταλκίδας με χρήματα από το Βασιλέα –, σκεφτείτε πόσο ανόητες είναι: είναι γνωστό ότι ο Βασιλεύς έγραψε να γίνουν ανεξάρτητες όλες οι πόλεις στην Ελλάδα. Εφόσον λοιπόν εμείς λέμε και κάνουμε τα ίδια με τον Βασιλέα, τι να ‘χουμε να φοβηθούμε από κείνον;» (6,3,12).

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά μια ενδεχόμενη συμμαχία Αθήνας και Σπάρτης θα τους έκανε αυτομάτως πανίσχυρους: «Αλλ’ ας έρθω και στα συμφέροντά μας: είναι γνωστό πως από το σύνολο των πόλεων άλλες είναι με το μέρος σας κι άλλες με το μέρος μας, κι ότι σε κάθε πόλη υπάρχουν οπαδοί δικοί σας και δικοί μας. Αν λοιπόν γίνουμε εμείς φίλοι, από ποια μεριά θα μπορούσαμε, λογικά, να προσμένουμε να μας βρει κακό; Ποιος, την ώρα που θα είστε φίλοι μας, θα ήταν ικανός να μας βλάψει στη στεριά; Και ποιος, την ώρα που θα είμαστε με το μέρος σας, θα μπορούσε να σας πειράξει στη θάλασσα;» (6,3,14).

Ο Καλλίστρατος φαίνεται να γνωρίζει καλά τι σημαίνει διαπραγμάτευση. Το πρώτο που ξεκαθαρίζει είναι ότι η Αθήνα δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, αφού τηρεί στο ακέραιο τη συμφωνία με τον Πέρση βασιλιά. Το ότι δε φοβάται καθιστά σαφές ότι βρίσκεται σε θέση ισχύος και η ισχύς είναι το πιο δυνατό χαρτί κάθε διαπραγμάτευσης.

Από την άλλη, οι Λακεδαιμόνιοι, αν θέλουν να γίνουν αδιαμφισβήτητα ισχυροί, δεν έχουν παρά να συμμαχήσουν με την Αθήνα. Ποιος θα τολμούσε να πειράξει μια τέτοια συμμαχία σε στεριά και θάλασσα; Εξάλλου, όλες οι πόλεις – που, βέβαια, θα είναι ανεξάρτητες – έχουν κυρίως ανθρώπους που πρόσκεινται είτε στη μια είτε στην άλλη πόλη, οπότε σε περίπτωση οποιασδήποτε απειλής είναι φανερό ότι θα σπεύσουν να βοηθήσουν. Όλοι καταλαβαίνουν ότι ο μόνος που θα μπορούσε να φανεί απειλητικός είναι η Θήβα.

Ο Καλλίστρατος μιλάει ακριβώς τη γλώσσα του πολέμου. Ζητάει ειρήνη ξεκαθαρίζοντας ότι οι πόλεις θα είναι ψευδώς ανεξάρτητες, αφού ανά πάσα στιγμή θα είναι προς χρήση, υποδεικνύοντας εκ νέου την ισχύ που θα διαμορφωθεί και φωτογραφίζοντας τους εχθρούς, που θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά οι Θηβαίοι θα υποχρεωθούν να αφήσουν ήσυχες και τις πόλεις της Βοιωτίας, που η Αθήνα θέλει να προστατεύσει.

Εξάλλου, ένας παίχτης του πολέμου πρέπει να παίζει με σωφροσύνη: «Εγώ τουλάχιστον δεν επιδοκιμάζω εκείνους που παίζουν ζάρια κι όταν κερδίσουν ένα ποσό ριψοκινδυνεύουν ξανά το διπλάσιο – γιατί διαπιστώνω ότι περισσότεροι απ’ αυτούς καταστρέφονται ολότελα». (6,3,16). Με άλλα λόγια, ο τζόγος δεν αρμόζει στους συνετούς πράγμα που σημαίνει ότι η ισχύς χτίζεται με σίγουρα βήματα.

Τώρα πια οι Σπαρτιάτες ακούν τη γλώσσα που καταλαβαίνουν. Θα συμμαχήσουν με την Αθήνα και οι πόλεις θα μείνουν ανεξάρτητες. Τόσο ανεξάρτητες που «πάνω σ’ αυτά ορκίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι για λογαριασμό δικό τους και των συμμάχων τους». (6,3,19).

Κι όλως τυχαίως οι μόνοι που δυσαρεστήθηκαν ήταν οι Θηβαίοι, οι οποίοι ζήτησαν να υπογράψουν όχι ως Θηβαίοι, αλλά ως Βοιωτοί, για να κατοχυρώσουν την κυριαρχία στη Βοιωτία. Αυτό όμως δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, αφού οι πόλεις ήταν ανεξάρτητες. Οι Αθηναίοι ήλπιζαν μάλιστα ότι οι Θηβαίοι θα πλήρωναν και το φόρο της δεκάτης – παλιό πρόστιμο που επιβλήθηκε σε όλες τις πόλεις που δεν έφεραν αντίσταση στους Πέρσες κατά τους Μηδικούς πολέμους και που μόνο η Θήβα δεν είχε καταβάλει. Οι συγκρούσεις είναι προ των πυλών.

Ηρόδοτος: ο πατέρας της παγκόσμιας Ιστοριογραφίας

ΗΡΟΔΟΤΟΣ, ο «πατήρ της ιστορίας», ήτο άνθρωπος εξόριστος και εξ επαγγέλματος αφηγητής· όχι βεβαίως ως Ιταλός improvisatore, αλλά πεζογράφος αντίστοιχος προς αοιδόν, διηγούμενος πράξεις αληθινών ανθρώπων, και περιγράφων ξένους τόπους. Η εργασία του λοιπόν, καθώς ο Θουκυδίδης αυστηρώς λέγει, ήτο «αγώνισμα ες το παραχρήμα», δηλαδή απέβλεπε μάλλον εις προσωρινήν επιτυχίαν παρά μόνιμον εύρεσιν της αληθείας.

Ο πρώτος του σκοπός ήτο να εξάπτη την περιέργειαν των ακροατών, φαίνεται δε ότι ο Ηρόδοτος είχε την χάριν ταύτην οποτεδήποτε ήνοιγε τα χείλη· αλλ' είναι φανερόν και ότι υψώθη υπεράνω του επαγγέλματός του, ότι επροχώρησεν από σειράς δημοσίων αναγνωσμάτων εις μεγάλην ιστορίαν και πιθανώς εις κάτι περισσότερον. Διότι το έργον του δεν είναι μόνον διήγησις ενός συγκινητικού πολέμου, πολιτικώς σπουδαίου και πνευματικώς μεγίστου· αλλ' είναι ίσως υπέρ παν άλλο γνωστόν βιβλίον και η έκφρασις ενός όλου ανθρώπου, η παράστασις όλου του κόσμου, βλεπομένου διά μέσου ενός νου και από μιας ιδιαιτέρας απόψεως. Τότε ο κόσμος ήτο εξαιρέτως διαφέρων, αλλά και ο νους εκείνος αν και λίαν ατομικός, ήτο εκ των περιεκτικωτάτων, όσους εγνώρισεν η ανθρωπότης. Η όλη του μέθοδος είναι λίαν υποκειμενική. Ο Ηρόδοτος συμπαθεί τόσον, ώστε δεν δύναται διαρκώς να επικρίνη ή να μένη ψυχρός προς τας πέριξ αυτού βαθείας προλήψεις του λαού· λοιπόν ευθύς εξ αρχής συμμερίζεται την κοινήν πίστιν και διαβλέπει την ενέργειαν ηθικού θεού επί πάντων των ιστορικών συμβάντων. Είναι ζωηρός, ευαίσθητος, αγαπά τους ανθρώπους, συγκρατεί τας λεπτομερείας, όσαι ζωογονούσι την αφήγησίν του, λησμονεί δε αυτάς, οσάκις είναι μόνον αριθμοί και γεγονότα· αμέσως αισθάνεται το περιβάλλον της κοινωνίας όπου εμβαίνει, και διαρκώς επηρεάζεται υπό της γοητείας μεγάλων ανθρωπίνων ενεργειών, π. χ. της αυστηράς και απροσώπου αιγυπτιακής ιεραρχίας ή του λαμπρού κύκλου των μεγάλων ανδρών των Αθηνών· αλλ' όμως είναι πάντοτε έξυπνος, χαριτολόγος, αβρός εις τας κρίσεις, βαθυτάτα πεπεισμένος περί της ασθενείας της ανθρωπίνης φύσεως, των σφαλμάτων του ηρωισμού της και της οφειλομένης συγγνώμης διά την ατέλειαν αυτής. Το βιβλίον του Ηροδότου φέρει παντού την σφραγίδα του χαρακτήρος τούτου και τούτων των αρχών.

Ο Ηρόδοτος εγεννήθη εν Αλικαρνασσώ, απέναντι της Ρόδου. Η πόλις αύτη ήτο μεικτή, διότι δωρικόν στρώμα κατέβαλε το εγχώριον καρικόν, έπειτα δε και αυτό υπέκυψεν εις τον υψηλότερον πολιτισμόν των Ιώνων γειτόνων, πάντες δε ήσαν υπήκοοι της Περσίας· ήτο λοιπόν καλόν τροφείον ιστορικού, όστις έμελλε να διακριθή διά την έλλειψιν πάσης φυλετικής προκαταλήψεως. Εγεννήθη δε περί τα 484 π. Χ. μεταξύ των απηχήσεων της μεγάλης πάλης. Η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, επολέμησεν υπέρ του Ξέρξου εν Σαλαμίνι, ο δε εγγονός αυτής Λύγδαμις κατείχεν ακόμη τον θρόνον ως τύραννος υπό τον Αρταξέρξην μετά τα 460. Ο Ηρόδοτος κατέτριψε τα πρώτα νεανικά του έτη πολεμών υπό την ηγεσίαν συγγενούς του, όστις ήτο ο ποιητής και μάντις Πανύασις, όπως ελευθερώση την πατρίδα του από του τυράννου και του περσικού ζυγού· αλλ' εν τη ιστορία του δεν αναφέρει τους αγώνας εκείνους, οι οποίοι βεβαίως αφήκαν ίχνη εις τον χαρακτήρα του. Και ο μεν Πανύασις εζωγρήθη και εθανατώθη, ο δε Ηρόδοτος έφυγεν εις την Σάμον. Τέλος — άγνωστον πώς, — ο Λύγδαμις έπεσε και ο Ηρόδοτος επανήλθεν· αλλά η άρχουσα μερίς δεν ήτο φιλική προς αυτόν — ίσως εκείνοι ήσαν θιασώται της αυτονομίας, αυτός δε της μετά των Αθηναίων συμμαχίας — και τοιουτοτρόπως ο Ηρόδοτος ήρχισε τας περιηγήσεις του. Εν Αθήναις ηύρε δευτέραν πατρίδα, και είχε φίλον τον Σοφοκλή, και ίσως τον Περικλή και τον Λάμπωνα. Τέλος έγινε πολίτης των Θουρίων, της υποδειγματικής αποικίας, ήν οι Αθηναίοι έκτισαν επί της κάτω Ιταλίας κατά τα 443 παρά την Σύβαριν, ήτις κατεστράφη δύο φοράς. Αλλά περί των τελευταίων αυτού χρόνων και των περιηγήσεων ολίγα βάσιμα γινώσκομεν. Ο Ηροδότος εταξείδευσεν εις την Αίγυπτον μέχρι της Ελεφαντίνης πόλεως, ότε η χώρα υπέκειτο εις την Περσίαν και, εννοείται, ότε η Περσία ήγεν ειρήνην προς τας Αθήνας, δηλαδή μετά τα 447. Τότε είχεν ήδη συμπληρώσει την μεγάλην ασιατικήν του περιήγησιν (Β' 150) και διέλθει την Βαβυλωνίαν μέχρι των περιχώρων των Σούσων και των Εκβατάνων. Εταξείδευσε δε και εις τον Εύξεινον πόντον, εις τας εκβολάς του Ίστρου, εις την Χερσόνησον και την γην των Κόλχων· επειδή δε κατά τα 444 ο Περικλής έπλευσεν εις τον Εύξεινον μετά μεγάλου στόλου, είναι πιθανόν ότι προηγουμένως ο Ηρόδοτος είχε σταλή προς εξερεύνησιν των χωρών εκείνων. Πλην τούτων, έπλευσεν εις την Τύρον και φαίνεται ότι κατέβη όλην την ακτήν της Συρίας μέχρι της Αιγύπτου. Απήλθε δε και εις την Κυρήνην και είδε μέρος της Λιβύης. Εγνώρισε τας ακτάς της Θράκης και διήλθε την Ελλάδα κατά πάσαν διεύθυνσιν, ιδών την Δωδώνην, την Ακαρνανίαν, τους Δελφούς και τας Θήβας και εν Πελοποννήσω την Τεγέαν, την Σπάρτην και την Ολυμπίαν.

Αλλά ποίος ήτο άραγε ο σκοπός όλων των ταξειδίων τούτων; και πώς κατώρθωνεν άνθρωπος εξωρισμένος εκ της πατρίδος και επομένως μη δυνάμενος να έχη το εισόδημα της περιουσίας του, να δαπανά τόσα; Τούτο είναι περίεργότατον ερώτημα και η ορθή απάντησις αυτού θα μας εδίδασκε πολλά, σήμερον άγνωστα, περί του ελληνικού βίου κατά τον πέμπτον π. Χ. αιώνα. Ο Ηρόδοτος ίσως εταξείδευεν ως έμπορος· αλλ' όμως περί εμπόρων λαλεί παροδικώς και όχι μόνον αναφέρει, συμφώνως προς τον σκοπόν του βιβλίου του, αλλά πράγματι φαίνεται ότι επεσκέφθη κέντρα μαθήσεως μάλλον ή εμπορίου. Διότι εν Β' 44 λέγει ρητώς ότι έπλευσεν εις την Τύρον θέλων περί των χρόνων του Ηρακλέους «σαφές τι ειδέναι». Αληθώς λοιπόν φαίνεται ότι ο Ηρόδοτος ήτο εξ επαγγέλματος λογοποιός, δηλαδή έγραφε και ανεγίνωσκε λόγους, ακριβώς όπως ο Κύναιθος και ίσως ο Πανύασις έγραφον και ανεγίνωσκον έπη. Η ανεκδοτική παράδοσις, η αναφέρουσα δημόσια αυτού αναγνώσματα εν Αθήναις, Θήβαις, Κορίνθω και Ολυμπία, είχε βεβαίως αληθινήν βάσιν. Ο Ηρόδοτος δηλαδή εταξείδευεν, όπως οι αοιδοί και οι σοφισταί· όπως οι Ομηρίδαι, ο Πίνδαρος, ο Ελλάνικος, ο Γοργίας. Και εν μεν τω ελληνικώ ήτο βέβαιος ότι θα εύρισκε γενναιοδώρους ακροατάς· μεταξύ δε των βαρβάρων συνέλεγε τουλάχιστον νέους λόγους. Διαφωτιστική πιθανώς είναι και η μαρτυρία του Αριστοτελικού Διύλλου (κατά τα τέλη του δ' π. Χ. αιώνος) ότι ο Ηρόδοτος «δέκα τάλαντα δωρεάν έλαβεν εξ Αθηνών, Ανύτου το ψήφισμα γράψαντος». Αύτη δεν ήτο πληρωμή διά σειράν αναγνωσμάτων, αλλ' αμοιβή σπουδαίας δημοσίας υπηρεσίας. Είναι δε προτιμοτέρον να εξηγήσωμεν την υπηρεσίαν εκείνην ως συλλογήν συστηματικών ειδήσεων περί χωρών πολιτικώς σπουδαιοτάτων διά τας Αθήνας, — Περσίας, Αιγύπτου, Θράκης και Σκυθίας, ίνα παραλίπωμεν το Άργος — ή ως ιστορικήν υπεράσπισιν των Αθηνών κατά τας αρχάς του Πελοποννησιακού πολέμου, ότι έσωσαν την Ελλάδα. Και αυτό το δημοσιευθέν βιβλίον, όπως έχομεν αυτό, γέμει πληροφοριών, ανεκτιμήτων δι' Αθηναίον πολιτικόν των Περικλείων χρόνων· είναι δε πιθανώτατον ότι ο Ηρόδοτος είχε και σωρούς άλλων πληροφοριών, τας οποίας ηδύνατο ν' ανακοινώση μεν εις το αθηναϊκόν «υπουργείον των εξωτερικών», αλλά να μη δημοσιεύση προς χρήσιν όλης της Ελλάδος.

Αι ιστορίαι του Ηροδότου συνήθως είναι διηρημέναι εις εννέα βιβλία, φέροντα τα ονόματα των Μουσών. Αλλ' η διαίρεσις αύτη, εννοείται, είναι πολύ μεταγενεστέρα. Ο Ηρόδοτος δεν είχεν είδησιν περί των Μουσών του, αλλ' απλώς επέγραψε το βιβλίον του «Ηροδότου Θουριέως ιστορίης απόδεξις ήδε». Αι ημέτεραι εκδόσεις λέγουσιν «Ηροδότου Αλικαρνασσέως», αλλ' εκείνος φαίνεται κατά πάσαν αναλογίαν ότι έγραψε «Θουρίου», Θουρίου δε ανέγνωσε και ο Αριστοτέλης. Αλλ' οι Αθηναίοι ή οι Ίωνες βιβλιοπώλαι, οι πραγματευόμενοι προς κοινόν, γνωρίζον τον Ηροδότον ως Αλικαρνασσέα, φυσικά διώρθωσαν τους κυλίνδρους των συμφώνως προς αυτό. Είναι δηλαδή η αυτή περίπτωσις της επιγραφής της Αναβάσεως, ήτις εδημοσιεύθη ψευδωνύμως, ως βιβλίον Θεμιστογένους του Συρακοσίου· αλλ' επειδή ήτο γνωστόν ως έργον του Ξενοφώντος, η βιβλιεμπορία επροτίμησε να επιγράψη το γνωστοτέρον όνομα.

Τα τρία τελευταία βιβλία του Ηροδότου διηγούνται την εισβολήν του Ξέρξου και την απόκρουσιν αυτού, τα δ' έξ πρώτα αποτελούσιν είδος εισαγωγής εις αυτά, αφήγησιν περί της βαθμιαίας υπαγωγής των δυνάμεων όλου του κόσμου υπό την Περσίαν, του δυνατού λακτίσματος της Ιωνίας κατά του ακαταμαχήτου κράτους και την έκρηξιν της εναντίον της Ελλάδος καταιγίδος. Το νήμα του συνόλου είναι κατ' αρχάς χαλαρόν και δυσδιάκριτον· μόνον εφ' όσον προχωρούμεν αρχίζομεν να αισθανώμεθα την αυξανομένην έντασιν του θέματος, δηλαδή την συγκέντρωσιν όλων των δυνάμεων και των εθνών, όσα βαθμηδόν εγνωρίσαμεν, εις την μίαν μεγάλην πάλην.

Ο Ηρόδοτος αρχόμενος από της μυθικής και παλαιοτάτης έχθρας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας αναλαμβάνει την αφήγησιν αφ' ής ο Κροίσος της Λυδίας υπεδούλωσε, πρώτος Ασιανός, Ελληνίδας πόλεις. Οι λυδικοί λόγοι πλούσιοι και φαντασιώδεις, περιέχοντες πολλήν δελφικήν παράδοσιν, άγουσιν εις την κατάκτησιν της Λυδίας υπό του Κύρου και την ανύψωσιν της Περσίας εις την κυριαρχίαν της Ασίας. Η προηγουμένη ιστορία και υποταγή της Μηδίας και της Βαβυλώνος έρχονται ως επεξηγήσεις του μεγαλείου της Περσίας και η διήγησις προχωρεί εις την κατάκτησιν της Αιγύπτου υπό του Καμβύσου. Το Β' βιβλίον είναι όλον «Αιγύπτιοι λόγοι». Το δε Γ' επανέρχεται εις την αφήγησιν, ήτοι την αγρίαν υπό του Καμβύσου κυβέρνησιν της Αιγύπτου, τον ψευδοσμέρδιν, την συνωμοσίαν και ενθρόνισιν του Δαρείου και την υπ' αυτού κοπιώδη οργάνωσιν του κράτους. Εν τω Δ' βιβλίω ο Δαρείος, ορεγόμενος και άλλων χωρών, εκστρατεύει κατά των Σκυθών και ούτω κατά πρώτον η Περσία εκτείνει την χείρα επί την Ευρώπην προς βορράν, — εδώ δε παρεμβάλλονται οι «σκυθικοί λόγοι»· αλλ' εν τω μεταξύ η βασίλισσα της Κυρήνης εκάλεσεν εκ του νότου τον περσικόν στρατόν κατά της Βάρκης και η τρομερά δύναμις προχωρεί και εις την Λιβύην — εδώ λοιπόν είναι η θέσις των «λιβυκών λόγων». Εν τω Ε' βιβλίω, ενώ απόσπασμα του σκυθικού στρατού, αγόμενον υπό του Μεγαβάζου, καταλείπεται όπισθεν, όπως υποτάξη την Θράκην — εδώ έρχονται οι «θρακικοί λόγοι» — ο Αρισταγόρας ο τύραννος της Μιλήτου, παρορμώμενος υπό του πενθερού του, του πρώην τυράννου Ιστιαίου, βαρυνόμενος υπό χρεών και φοβούμενος ταποτελέσματα στρατιωτικών αποτυχιών, βυθίζει όλην την Ιωνίαν εις απεγνωσμένην εξέγερσιν εναντίον των Περσών, ζητεί βοήθειαν παρά του ισχυροτάτου κράτους της Ελλάδος και παρά της μητροπόλεως της Ιωνίας και η μεν Σπάρτη αρνείται, αι δε Αθήναι δέχονται. Η Ερέτρια, η παλαιά σύμμαχος της Μιλήτου, συμμαχεί μετά των Αθηνών, κατά δε την πρώτην ορμήν οι σύμμαχοι ειςχωρούσιν εις τας περσικάς κτήσεις και καίουσι τας Σάρδεις· αλλ' αμέσως τρέπονται εις αναπόφευκτον υποχώρησιν, καθιστώσι δ' αναγκαίαν διά την περσικήν τιμήν την καταστροφήν των Ελλήνων, Το Στ' βιβλίον διηγείται την αδιάκοπον ήτταν της Ιωνίας, το τέλος του Αρισταγόρου και την περιπετειώδη και φοβεράν φυγήν ολοκλήρων κοινοτήτων από της περσικής εκδικήσεως. Ήδη ο βασιλεύς εγείρει την χείρα κατά της Ελλάδος· βορείως μεν ο Μαρδόνιος προχωρεί διαρκώς επιτυγχάνων, υποτάσσων την Θράκην και τας νήσους και δεχόμενος την υποταγήν της Μακεδονίας· νοτίως δε ο Δάτις έρχεται διά θαλάσσης κατ' ευθείαν εναντίον της Ερετρίας και των Αθηνών. Συγχρόνως πέμπονται κήρυκες ανά τας Ελληνίδας πόλεις, ζητούντες «γην και ύδωρ», τα σημεία της υποταγής εις το θέλημα του μεγάλου βασιλέως.

Εντός πάντων των βιβλίων τούτων, αλλ' ιδίως του Στ', η ιστορία των ελληνικών κρατών συνοψίζεται εις παρεκβάσεις και σημειώσεις, ιστορικώς σπουδαιοτέρας της κυρίας περί της Ασίας αφηγήσεως. Ο Δάτις αποβιβάζεται εις την Εύβοιαν και εκτελεί το πρώτον μέρος των διαταγών του, σαρώνων την Ερέτριαν από προσώπου της γης, έπειτα δε προχωρεί εις τον Μαραθώνα προς εκτέλεσιν και του υπολοίπου μέρους. Εκεί απαντώσιν αυτόν όχι πάντες οι Έλληνες ηνωμένοι, ουδέ καν αι μεγάλαι δωρικαί πόλεις, αλλά μόνον οι Αθηναίοι και οι ανδρείοι Πλαταιείς πανδημεί, — απαντώσιν αυτόν και τη βοήθεια των θεών και προς έκπληξιν των ανθρώπων, νικώσι. Μετά τούτο η διήγησις προβαίνει σταθερώς· το Ζ' βιβλίον προχωρεί βραδύτατα· λέγει τον θάνατον του Δαρείου και την ενθρόνισιν του Ξέρξου· την μακράν συνάθροισιν αηττήτου στρατού, τας παρασκευάς, τας σειούσας την Ασίαν επί τρία έτη· τας συσκέψεις και το αναποφάσιστον των πόλεων, τον τρόμον αυτών και το μόλις βασταζόμενον θάρρος, τα ζωηρά ερωτήματα των ανδρών, οίτινες ευρίσκουσιν αυτά τα γεγονότα δεινότερα των φόβων των. Ακούεται η φοβερά φωνή του εν Δελφοίς Θεού, εις όν εθάρρουν, συμβουλεύουσα ταχείαν φυγήν (Ζ' 140) «ω μέλεοι, τι κάθησθε;» Αι Αθήναι, αι υβρίσασαι εις τον βασιλέα, επρόκειτο ν' αφανισθώσι. Το Άργος και άλλαι πόλεις ηδύναντο ν' αγοράσωσι την ζωήν διά της υποταγής και της αποχής από των μωρών, όσοι ετόλμησαν να πολεμήσωσιν εναντίον ισχυροτέρων. Αλλ' οι πλείστοι των Ελλήνων εξαίρονται υπεράνω των θρησκευτικών προλήψεων, επέρχεται η συνεννόησις των φρονιμωτέρων και τέλος η ανατριχιαστική διήγησις της μάχης.

Πολλά εγράφησαν περί της συνθέσεως των ιστοριών του Ηροδότου· ότι ευκόλως λοξοδρομούσιν εις παρεκβάσεις, ότι περιέχουσιν επαναλήψεις και αντιφάσεις κατά τας λεπτομερείας και ότι αι μνείαι συμβάντων και τόπων, κειμένων εκτός της κυρίας αφηγήσεως, σκοτίζουσι τον νουν προσεκτικού αναγνώστου. Και ο μεν Bauer ήχθη εις την υπόθεσιν ότι το βιβλίον απετελέσθη εκ χωριστών λόγων, οργανικώς ασυνδέτων. Ο δε Kirchhoff υπεστήριξεν ότι το έργον εσχεδιάσθη μεν ως σύνολον, συνετέθη δε βαθμηδόν και το μεν εξ αρχής μέχρι του Γ' 119 μέρος, όπερ ουδεμίαν δεικνύει προς την Δύσιν αναφοράν, εγράφη προ του 447 και προ της εις Θουρίους μεταβάσεως του Ηροδότου· ολίγω δε βραδύτερον συνεγράφη το μέχρι τέλους του Δ' βιβλίου· τέλος δε κατά τας αρχάς του πελοποννησιακού πολέμου ο Ηρόδοτος επανήλθεν εις τας Αθήνας και κατά τον ενθουσιαστικόν εκείνον καιρόν έγραψεν όλον το δεύτερον ήμισυ του έργου, ήτοι τα βιβλία Ε'-Θ', εσκόπει δε να προχωρήση, αλλά τα συμβάντα του 431 διέκοψαν το έργον, ο δε θάνατος αφήκεν αυτό ασυμπλήρωτον. Ο δε Macan νομίζει ότι τα τρία τελευταία βιβλία εγράφησαν πρώτα, και ότι το λοιπόν έργον είναι προοίμιον «συντεθέν εκ μερών, μάλλον ή ήττον ανεξαρτήτων, ών το Β' βιβλίον είναι το φανερώτατον, το δε Δ' περιέχει δύο άλλα μέρη, κατά ένα μόνον βαθμόν ολιγώτερον φανερά»· αλλ' η εσωτερική αυτή μαρτυρία δεν δύναται να δείξη αν οιονδήποτε των μερών τούτων συνετέθη ή εδημοσιεύθη ανεξαρτήτως.

Ολίγα λοιπόν είναι περί τούτου βέβαια· και πρώτον, ως τελευταία γεγονότα μνημονεύει την κατά των Πλαταιών προσβολήν του 431 π. Χ., την επακολουθήσασαν εισβολήν των Λακεδαιμονίων εις την Αττικήν και τον φόνον των εις Περσίαν σταλέντων πρεσβευτών της Σπάρτης κατά τα 430. Γινώσκομεν έπειτα ότι ήτο εν Αθήναις μετά τα 432, διότι είχεν ιδεί τα Προπύλαια τελειωμένα· το δε βιβλίον αυτού θα ήτο ήδη νωπόν εν τη μνήμη των Αθηναίων κατά τα 425 π. Χ., ότε ο Αριστοφάνης παρώδησε την αρχήν του Α' βιβλίου. Τεκμαιρόμενοι δ' εκ των σιωπωμένων, εικάζομεν, ότι δεν έγραφε μετά τα 424, ότε ο Νικίας κατέλαβε τα Κύθηρα, και σχεδόν είμεθα βέβαιοι ότι δεν εγίνωσκε την εις Σικελίαν εκστρατείαν του 415 ή την κατάληψιν της Δεκελείας του 413. Θέμα του Ηροδότου ήτο η απελευθέρωσις της Ελλάδος και η μετ' αυτήν αθηναϊκή ηγεμονία, απέθανε δε πριν η ηγεμονία εκείνη αρχίση να καταρρέη.

Φαίνεται δε μάλλον ότι δεν έζησε να τελειώση το έργον του. Ο Kirchhoff εικάζει ότι εσκόπευε να εκτείνη την ιστορίαν μέχρι της επ' Ευρυμέδοντι μάχης, δηλαδή του οριστικού σημείου, ότε οι ελευθερωθέντες Ίωνες ώμοσαν τον όρκον της ενώσεως υπό την ηγεμονίαν των Αθηνών· τούτο κατά την γνώμην του Kirchhoff είναι το πραγματικόν τέλος των μηδικών και όχι η πολιορκία της Σηστού, το τελευταίον γεγονός της υπαρχούσης διηγήσεως. Αλλ' άραγε αυτός ο Ηρόδοτος δεν υποδεικνύει ότι ενόει να καταβή· και παρακάτω, λέγων (Ζ' 213) ότι θα είπη «εν τοίσι όπισθε λόγοισι» την άλλην αιτίαν, δι' ήν εφονεύθη ο προδότης Εφιάλτης, γεγονός, όπερ συνέβη ολίγον μετά τα 476; Ο Kirchhoff παραδέχεται τούτο, αλλά δεν θεωρεί το πόρισμα ως πειστικόν· διότι η αφορμή ηδύνατο να συνέβη πολύ προ του φόνου, είναι δ' εκ πολλών χωρίων φανερόν ότι ο Ηρόδοτος θεωρεί πάντα τα μετά τα 479-8 γεγονότα ως έξω του ιστορικού του κύκλου. Ούτω φθάνει, φαίνεται, εις την τελευταίαν του χρονολογίαν, αλλά δεν έχει αποτελειώσει την αναθεώρησιν και την συναρμογήν, αφήνει ανεκπλήρωτον την περί του Εφιάλτου υπόσχεσιν, επαναλαμβάνει δις κατά τρόπον όμοιον, αλλ' όχι τον αυτόν (Α' 175, Η' 104), γεγονός όχι άξιον τόσης εμφάσεως, ότι οσάκις οι Πηδασείς έμελλον να πάθωσι κανέν ατύχημα, τότε «η ιερείη της Αθηναίης φύει πώγωνα μέγαν» { the priestess of Athena there, was liable to grow a beard } το δε περιεργότερον, δις αναφέρεται εις ό,τι μέλλει να είπη «εν τοίσι Ασσυρίοισι, λόγοισι» (Α' 106,184), όπερ δεν ευρίσκεται. Ποίον δε θα ήτο το πραγματικόν τέλος του έργου, είναι ζήτημα περιμάχητον. Δύναται απλούν περί Κύρου ανέκδοτον σχετιζόμενον προς ωχρόν θαύμα του τάφου του Πρωτεσίλαου να είναι το τέλος του μεγάλου και ισοβίου έργου ενός καλλιτέχνου του λόγου; Τούτο είναι ζήτημα καλαισθησίας. Αγάπη προς επεισόδια και ανέκδοτα είναι η πρώτη αδυναμία του Ηροδότου, η δ' ελληνική τέχνη του λόγου ηγάπα κατά το τέλος του έργου να χαλαρώνη μάλλον ή να εντείνη την δύναμιν αυτού.

Περί δε των Ασσυρίων λόγων το μάλλον αξιοσημείωτον είναι ότι ανέγνωσεν αυτούς ο Αριστοτέλης. Διότι εν Η' ιη' [των περί τα Ζώα ιστοριών] λέγει « Τα μεν ουν γαμψώνυχα... άποτα πάμπαν εστίν, αλλ' Ηροδότος ηγνόει τούτο· πεποίηκε γαρ τον της μαντείας πρόεδρον αετόν εν τη διηγήσει τη περί την πολιορκίαν της Νίνου πίνοντα». {crook-clawed birds do not drink. Herodotus1 did not know this, for he has fabled his ominous eagle drinking in his account of the siege of Nineveh.} Τούτο συντελεί όπως σχηματίσωμεν περί της συνθέσεως του όλου έργου θεωρίαν, ρίπτουσαν ολίγον φως εν γένει εις τον τρόπον των αρχαίων συγγραφών. Εάν ο Ηρόδοτος έλεγε και έγραφε τας «ιστορίας» του κατά το πλείστον του βίου, θα κατείχε πάντως πολύ περισσοτέραν ύλην ή όσην έδωκεν εις ημάς, και βεβαίως μέρη της ύλης ταύτης είχον διάφορα σχήματα. Είναι «αφύσικον» να πιστεύσωμεν ότι «λογογράφος» τις εχρησιμοποίει «λόγον» τινά μίαν μόνον φοράν ή ότι ουδέποτε μετέβαλλε την μορφήν αυτού. Η περί Πηδασέων διήγησις δεικνύει πως το ανέκδοτον άνευ τοιαύτης προθέσεως μεταβάλλεται και παρενείρεται εις διάφορον σειράν. Το δε σωζόμενον έργον προδήλως φαίνεται στηριζόμενον επί ογκώδους υλικού συλλεχθέντος και καταγραφέντος καθ' όλον τον βίον του συγγραφέως· εξ άλλου δε υπάρχει βεβαίως ενότης, καθόσον τα διάφορα υφάδια στερεώς κρατούνται και συγκλώθονται κατόπιν εις το κύριον νήμα. Τούτο δε πείθει ότι η μνεία μεταγενεστέρων γεγονότων δεν αποδεικνύει και ότι μέρος τι συνετέθη βραδύτερον. Το έργον, όπως έχει, είναι σύνθεσις των τελευταίων ετών του ανδρός, αλλά πολλά μέρη ηδύναντο να ληφθώσιν όλως αμετάβλητα εκ χειρογράφων ετοίμων προ πολλών ολυμπιάδων.

Κατά τούτο μόνον ο Meyer και ο Busolt φαίνονται ότι έχουσι δίκαιον, διαφωνούντες προς τον Macan και άλλους Ηροδοτείους, ότι οι Αιγύπτιοι λόγοι εγράφησαν πολύ κατόπιν, δηλαδή μάλλον μετά την εκ Θουρίων επιστροφήν του ιστορικού ή προ της πρώτης αυτού εκεί εγκαταστάσεως. Διότι το Β' βιβλίον απομένει χωριστόν από του υπολοίπου έργου, δεικνύει δε σημεία βαθείας εις το πνεύμα του συγγραφέως εντυπώσεως της αιγυπτιακής ιστορίας και παιδείας· ενώ δ' έχει όλην την ευπιστίαν του αόπλου νου του Ηροδότου, δεικνύει περισσοτέραν παρά παν άλλο μέρος ανεξαρτησίαν από της ελληνικής θρησκείας. Αν η εντύπωσις αύτη ήτο πρωιμωτέρα, θα άφηνε βεβαίως επί του όλου έργου πλειότερα ίχνη των ήδη ορατών. Αλλ' όμως υπάρχει και άλλη εικασία, πιθανωτάτη· ίσως ο Ηρόδοτος εχρησιμοποίησε νεανικόν έργον, όπερ εσκόπευε ν' αναθεωρήση. Ο Diels απονέμει τον ιδιαίτερον τόνον του Β' βιβλίου εις την άμεσον του συγγραφέως εξάρτησιν από του Εκαταίου, νομίζει δε ότι η εκείθεν αντιγραφή ήτο αφθονωτέρα ή όσον εσυνήθιζον το πάλαι, πλην αν υποθέσωμεν ότι οι «Λόγοι» προωρίζοντο μόνον ως κοινά αναγνώσματα, και δεν έτυχον της αναγκαίας επεξεργασίας, ως μόνιμα βιβλία.

Τας περί Ηροδότου κρίσεις ημών αναποδράστως παραβλάπτει παραβολή τις όχι προς τους προδρόμους και συγχρόνους αυτού, ουδέ καν προς τους κοινούς αυτού διαδόχους, όπερ θα ήτο εύλογον, αλλά προς μεταγενέστερον συγγραφέα μεγαλοφυή, τον Θουκυδίδην. Τοιουτοτρόπως δε ο Ηρόδοτος θεωρείται κάποτε ως τύπος απλοϊκής ευσεβείας, ή και ευπιστίας. Παράδοξος κρίσις! Είναι αλήθεια, ότι ο Ηρόδοτος σπανίως εκφράζει αμφιβολίαν περί οιουδήποτε σχετικού προς τους θεούς, ενώ πολλάκις αμφιβάλλει περί ζητημάτων της ανθρωπίνης ιστορίας· αμέσως λοξοδρομεί από θεμάτων επικινδύνων, πάντοτε σέβεται τα ονόματα των θεών, και αποφεύγει να διηγηθή ιστορίας, άς ωνόμαζεν ιεράς. Αλλά τούτο, εννοείται, ήτο όρος του επαγγέλματός του· διότι ο ραψωδός ή ο λογοποιός ο πράττων άλλως, θα εσωφρονίζετο αμέσως. Ο Ηρόδοτος δεν ήτο θρησκευτικός φιλόσοφος, ουδέ είχε θεωρίας να κηρύξη· εις πάντα τα μεταφυσικά είναι απροκατάληπτος, τούτο δε αποτελεί μέρος του μεγαλείου του. Αλλ' όμως ολίγοι ίσως Έλληνες ήσαν περισσότερον αυτού ελεύθεροι από των πεδών της τοπικής λατρείας και της πατροπαραδότου πολυθεΐας. Όθεν ωνομάσθη «μονοθεϊστής». Μονοθεϊστής βεβαίως δεν ήτο. Αλλά το ύφος του εμφαίνει είδος τι «μονοθεϊσμού», ήτοι ηθικόν τινα θεόν όπισθεν των φυσικών δυνάμεων και των ηρώων, σχεδόν τόσον σαφώς, όσον και το ύφος του Αισχύλου και αυτού του Πλάτωνος.

Ησίοδος

Αι περιηγήσεις ήσαν μεγάλα ρήγματα των φραγμών της πίστεως, οσάκις τα θρησκεύματα των ανθρώπων ήσαν εθνικά ή επαρχιακά ή και ενοριακά. Ήτο δε βεβαίως υπέρτερος της πολυθεΐας της πατρίδος του ο ανήρ, ο λέγων (Β' 53) ότι μόλις προ τετρακοσίων ετών ο Όμηρος και ο Ησίοδος ήσαν «οι ποιήσαντες θεογονίην Έλλησι και τοίσι θεοίσι τας επωνυμίας δόντες και τιμάς τε και τέχνας διελόντες και είδεα αυτών σημήναντες». { invented the Greek theology, and gave the gods their names,} Επικίνδυνος φράσις διά το κοινόν· αλλ' όμως ο Ηρόδοτος αδιαφορεί περί των ακροατών. Και βεβαίως δυνάμεθα να συνδυάσωμεν τούτο προς την παροδικήν αυτού παρατήρησιν περί της αιγυπτιακής θεολογίας (Β' 3) ότι νομίζει «πάντας ανθρώπους ίσον περί αυτών (των θεών) επίστασθαι» { about the gods one man knows as much as another} · φανερά δε συμπαθεί προς την περσικήν θρησκείαν κατ' αντίθεσιν προς την ελληνικήν, λέγων ότι γινώσκει τους Πέρσας «αγάλματα μεν και ναούς και βωμούς ουκ εν νόμω ποιευμένους ιδρύεσθαι, αλλά και τοίσι ποιεύσι μωρίαν επιφέρουσι, ως εμοί δοκέειν, ότι ουκ ανθρωποφυέας ενόμισαν τους θεούς κατά περ οι Έλληνες είναι, οι δε νομίζουσι Διί μεν επί τα υψηλότατα των ορέων αναβαίνοντες θυσίας έρδειν, τον κύκλον πάντα του ουρανού Δία καλέοντες, θύουσι δε ηλίω τε και σελήνη και γη και πυρί και ύδατι και ανέμοισιν». {Images and temples and altars it is not in their law to set up — nay, they count them fools who make such, as I judge, because they do not hold the gods to be man-shaped, as the Greeks do. Their habit is to sacrifice to Zeus, going up to the tops of the highest mountains, holding all the round of the sky to be Zeus!' " They sacrifice" he goes on, "to sun, moon, earth, fire, water, and the winds.} Το αίσθημα του χωρίου τούτου (Α' 131) εκφράζει την αληθινήν ελληνικήν πολυθεΐαν, ελευθέραν των τοπικών παραδόσεων και της ανθρωπομορφίας. Βεβαίως ο Ηρόδοτος ή και ο κοινός μη δεισιδαίμων Έλλην πιεζόμενος θα ωμολόγει ένα θεόν υπάρχοντα όπισθεν της μεταβαλλομένης φύσεως και της ιστορίας· αλλ' εσυνήθισε να αισθάνεται κάποιον θείον στοιχείον εδώ, εκεί, παντού, εις τους ανέμους και τα νερά και το φως και εις ό,τι συγκινεί την καρδίαν του, έπειτα δε ν' απομονώνη εκάστην αυτού εκδήλωσιν και να λατρεύη αυτήν οπότε θέλει.

Είναι δίκαιον να επιμείνωμεν εις ταύτα μάλλον τα χωρία ή εις εκείνα, όπου ο Ηρόδοτος ταυτίζει ποικίλους αλλοδαπούς θεούς προς γνωστούς ελληνικούς υπό τα πατροπαράδοτα ονόματα, Αλιλάτ-Αφροδίτη [Α' 132] Μένδης-Παν [Β' 46] Ίσις- Δημήτηρ [Β' 59] ή όπου μετά μικράν παρέκβασιν περί του βίου του Ηρακλέους και μετά το συμπέρασμα ότι υπήρχον δύο ομώνυμοι, εύχεται «τοσαύτα ημίν ειπούσι και παρά των θεών και παρά των ηρώων ευμενείη είη» {the gods and heroes " to take no offence} (Β' 45). Εκεί λαλεί την γλώσσαν των ακροατών του, ίσως δε και η «ασφαλής» επαγγελματική συμπεριφορά κατήντησε δευτέρα αυτού φύσις. Αλλά προκειμένου περί μαντείων και οιωνών και των θαυμάτων της Προνοίας, το πράγμα διαφέρει. Ο Ηρόδοτος συμπαθεί πολύ προς τους μάντεις και τούτο διά δύο τουλάχιστον λόγους. Τω καιρώ εκείνω ο κόσμος ηγάπα τους μάντεις, όπως κατόπιν τους ήρωας των μυθιστοριών, τους περιπλανωμένους ιππότας και τους τρουβαδούρους. Περί περισσοτέρων του ενός μάντεων, παρακολουθούντων τα ελληνικά στρατεύματα, ηδύνατο να είπη ο Ηρόδοτος [ό,τι λέγει περί Τιμησιθέου του Δελφού] «του έργα χειρών τε και λήματος έχοιμ' αν μέγιστα καταλέξαι» (Ε' 72) {might tell deeds most wonderful of might and courage}. Έπειτα δε η ιδιαιτέρα του αγάπη προς τον Ηρακλή, τον ήρωα του Πανυάσιδος, εμφαίνει ότι ο Ηρόδοτος δεν ηδύνατο να λησμονήση [τον θείον του εκείνον] τον μάντιν και τον εν τη μάχη παραστάτην, τον αποθανόντα υπέρ της ελευθερίας της Αλικαρνασσού.

Περί των χρησμών και των οιωνών πρέπει πάντοτε να ενθυμώμεθα την συχνήν αυτού επιφύλαξιν, ότι επαναλαμβάνει ό,τι ήκουσε, «πείθεσθαί γε μην ου παντάπασιν οφείλω». {he does not by any means profess always to believe it} Περί δε της μεγάλης σειράς των προ του πολέμου χρησμών (εν τω Ζ' βιβλ.) είναι φανερόν ότι, όσον και αν ήσαν επιδεκτικοί διαφόρου ερμηνείας, — και ποίος χρησμός δεν ήτο; — οι δώσαντες αυτούς θα επεθύμουν να είχον λησμονηθή. Οι δε λοιποί συνεφώνουν προς τα γενόμενα και επέτεινον το περίεργον της αφηγήσεως, το κύριον μέλημα του Ηροδότου· αναμφιβόλως δε πάντες οι Έλληνες, αναλογιζόμενοι τας θαυμασίας αυτών νίκας, θα ησθάνοντο κατά τας επισημοτάτας στιγμάς ό,τι ο Ηρόδοτος παριστά λέγοντα τον Θεμιστοκλή κατά την ώραν του θριάμβου· «τάδε γαρ ουκ ημείς κατεργασάμεθα, αλλά θεοί τε και ήρωες» {It is not we who have done this! The gods and heroes} — ήτοι καθόλου το θείον, πράγματι όχι διάφορον της αγαπητής φράσεως του Ηροδότου «θεός» ή «του θείου η προνοίη» [Γ' 108] — οι εφθόνησαν άνδρα ένα της Ασίης και της Ευρώπης βασιλεύεσαι, εόντα ανόσιόν τε και ατάσθαλον» [Η' 109]. Ποιος Άγγλος δεν ησθάνετο τα ίδια κατά την καταστροφήν της «μεγάλης αρμάδας» ή ποίος Ρώσος μετά την εκ της Μόσχας υποχώρησιν των Γάλλων;

Μάλιστα κατά την περιγραφήν της τρικυμίας, η οποία διέφθειρε (Ζ' 189, 191) την «αρμάδαν» του Ξέρξου, αν και οι Αθηναίοι πραγματικώς είχον παρακαλέσει τον Βορέαν να την πέμψη, ο Ηρόδοτος δεν στέργει να την αποδώση θετικώς εις τας ευχάς των, διά τον λόγον ότι και οι Μάγοι των Περσών προσηύχοντο επί τρεις ημέρας τα εναντία, τότε δε κατέπαυσεν η θύελλα. Ο θεός του Ηροδότου είναι φθονερός και καταρρίπτει, ως κεραυνός, τους υπερηφάνους τους τείνοντας να εξισωθώσι προς αυτόν. Ο Αριστοτέλης είναι των ολίγων θεολόγων, όσοι εξήγησαν ότι ο φθόνος είναι ανάρμοστος προς την ιδέαν του θεού και ότι κατ' αλήθειαν ο άνθρωπος έπρεπε να πλησιάζη προς τον θεόν όσον είναι δυνατόν. Κατά το σημείον τούτο ο θεός του Ηροδότου φαίνεται τω όντι ελλιπής· αλλ' αφού είναι ηθικός του κόσμου δικαστής, είν' έτοιμος, καθώς όλοι οι δικασταί, να τιμωρήση μάλλον αδίκως παρά ν' ανταμείψη δικαίως, θα ήτο δε διδακτικόν μεν, αλλ' άτοπον, να παραθέσωμεν ολίγα χωρία νεωτέρων ιστοριογράφων, οίτινες αποδίδουσιν εις ειδικάς ενεργείας της Προνοίας τους ανέμους και τα παρόμοια. Περί δε των χρησμών λέγομεν μόνον ότι την πίστιν του Ηροδότου επικυρώνει και ο σπουδαιότατος αυτού μεταφράστης και σχολιαστής, ο Rawlinson, (I, 176 σημ.) όστις φέρει επιχειρήματα όπως αποδείξη ότι την Πυθίαν ενέπνεεν o διάβολος! Κατά της καλής πίστεως του Ηροδότου είδος λύσσης κατέλαβε περιοδικώς πολλούς αξιολόγους άνδρας. Αλλ' ούτε ο Κτησίας, ούτε ο Μανέθων, ούτε ο Πλούταρχος, ούτε ο Panowsky, ούτε ο Sayce επέτυχον να πείσωσι πολλούς περί της κακοπιστίας αυτού.

Ο Ηρόδοτος επαγγέλλεται να διηγηθή την παράδοσιν και την παράδοσιν διηγείται· παραθέτει διαφόρους μαρτυρίας, αφήνων πλήρη ελευθερίαν εκλογής και πολλαχού επικρίνει ό,τι αναφέρει. Είναι δ' εντελώς απηλλαγμένος πάσης εθνικής ή τοπικής προκαταλήψεως. Θαυμάζει την ελευθερίαν και μισεί από καρδίας τους τυράννους. Αλλά δεν δεικνύει καμμίαν φανεράν προτίμησιν πραγματευόμενος περί ολιγαρχικής ή δημοκρατικής πολιτείας· είναι δε δύσκολον ν' αποδείξη τις οιανδήποτε λοξήν υπό του συγγραφέως παράστασιν τυράννου τινός, αν και είναι πιθανόν ότι γενικώς ηκολούθει την δυσμενεστέραν προς τους τυράννους παράδοσιν. Αλλά καθόλου ο Ηρόδοτος δεν είναι προς αυτούς αυστηρότερος του Θουκυδίδου ή του Πλάτωνος. Περί δε των Περσών προθυμότατα μαρτυρεί όχι μόνον την ανδρείαν των, αποδειχθείσαν, παραδείγματος χάριν, ότ' εμάχοντο ακάλυπτοι εναντίον των Ελλήνων οπλιτών, αλλά και την ελευθεριότητα, την φιλαλήθειαν και την πολιτικήν οργάνωσιν αυτών. Αντιπαθεί προς το σύστημα των γυναικωνιτών, προς τας ανατολικάς ωμότητας, τας μαστιγώσεις των δούλων στρατιωτών, τας συλήσεις των πόλεων, οσάκις οι Ασιανοί εφέροντο καθώς οι νεώτεροι Τούρκοι ή καθώς και οι Ευρωπαίοι κατά τους θρησκευτικούς πολέμους. Είναι αυστηρός προς τους Κορινθίους και τους Θηβαίους, ών άλλως η υπεράσπισις δεν θα ήτο πειστική. Διά να εκτιμήση δε κανείς πόσον δίκαιος είναι ο Ηρόδοτος, αρκεί να παρατηρήση ποίαν γλώσσαν μεταχειρίζονται νεώτεροι [Άγγλοι) συγγραφείς, όπως ο Froude και ο Motlye, περί οιουδήποτε καθολικού και μάλιστα Ισπανού ή Γάλλου.

Τα δε σφάλματα του Ηροδότου καθόλου μεν απορρέουσιν εκ των πηγών του, είναι δε κατά πάντα, πλην ενός, αληθέστερος αυτών. Είχεν αναγνώσει σχεδόν όλα τα τότε υπάρχοντα ελληνικά βιβλία· διότι όχι μόνον αναφέρει πλείστους συγγραφείς και ιδίως ποιητάς, αλλά και μεταχειρίζεται φράσεις αποδεικνυούσας γνώσιν της όλης γραμματείας. Αλλά φαίνεται ότι διά κάποιον λόγον απέφυγε να κάμη χρήσιν των έργων των συναδέλφων του, του Χάρωνος και του Ξάνθου, ουδένα δε αναφέρει λογογράφον εκτός του Εκαταίου. Εις δεκατέσσαρα δε χωρία μνημονεύει μνημεία και επιγραφάς, αν και βεβαίως δεν έκαμε συστηματικήν αυτών χρήσιν. Κατά μέγα δε μέρος στηρίζεται εις την προφορικήν διήγησιν, καλώς πληροφορημένων ανθρώπων και περί της παλαιοτέρας ιστορίας της Ελλάδος και περί των μηδικών. Περιερχόμενος δε τας βαρβαρικάς χώρας, εξηρτάτο κυρίως εκ των διερμηνέων και των αβασανίστων λόγων, των περιφερομένων ανά την ελληνικήν εκάστης πόλεως συνοικίαν.

Αι συχναί του φράσεις «ως οι Λίβυες» ή «ως οι Κυρηναίοι έλεγον», φαίνονται ότι αναφέρονται είτε εις τα πορίσματα των επιτοπίων ερευνών του, είτε εις την άμεσον πληροφορίαν κανενός επιχωρίου. Τετράκις δ' έχομεν μνείαν ωρισμένης πηγής. «Αρχίη τω Σαμίου του Αρχίεω αυτός εν Πιτάνη συνεγενόμην» {Archias whom I met at Pitane} λέγει, είτα δε ιστορεί τα περί του πάππου του Αρχίου· «ως δ' εγώ ήκουσα Τύμνεω τον Αριπείθιος επιτρόπου» η γενεαλογία είχεν ούτω. Τον δε Θέρσανδρον τον Ορχομένιον, όστις εδείπνησε μετά του Μαρδονίου εν Θήβαις και Δίκαιον τον Αθηναίον, όστις έζησεν εξόριστος μεταξύ των Μήδων μετά του Δημαράτου, του Σπαρτιάτου βασιλέως, επικαλείται μάρτυρας δύο επεισοδίων, δεικνυόντων, αν μη άλλο, νευρικήν ταραχήν μεταξύ των ακολούθων του Μαρδονίου. Σπουδαιοτέραν πηγήν γνώσεως παρείχον ταρχεία πολλών οικογενειών και σωματείων· ίσως επετρέπετο κάποτε εις τον Ηροδότον ν' αναγινώσκη τα επίσημα έγγραφα· συχνότερον δε, φαίνεται, ηρώτα τους κατόχους αυτών. Τούτο, παραδείγματος χάριν, συμβαίνει περί του εν Δελφοίς μαντείου, εις του οποίου τα υπομνήματα ο Ηρόδοτος οφείλει πλείστα όσα των πρώτων ιδίως βιβλίων. Αντλεί δ' επίσης εκ των παραδόσεων των Αλκμεωνιδών (του οίκου του Περικλέους) και των Φιλαϊδών (του οίκου του Μιλτιάδου), ίσως δε και των του Πέρσου στρατηγού Αρπάγου. Η θολότης των πηγών εκείνων είναι ευνόητος.

Ούτως εν τη σπαρτιατική ιστορία [Α' 65,66] ο Ηρόδοτος γινώσκει μεν τα πάντα περί του Λυκούργου, όστις, εννοείται, ήτο πρόσωπον θρυλικόν, έπειτα δε αγνοεί το παν περί περιόδου τριών περίπου αιώνων, μέχρις ού φθάνει εις τον Λέοντα και τον Αγασικλή, όπου σκορπίζει πλήθος ανεκδότων. Η πραγματική σπαρτιατική παράδοσις αρχίζει μόνον εκείθεν. Τας δε αθηναϊκάς αυτού πληροφορίας πλην της σκωρίας, ήν έχουσι και αι λοιπαί, παρέβλαπτον και τα αισθήματα των χρόνων, ότ' έγραφε τα τελευταία του βιβλία. Αι διηγήσεις π. χ. πως [μετά την αγγελίαν της καταστροφής του Λεωνίδου] οι Κορίνθιοι απεχώρησαν εκ Σαλαμίνος και πως επί της κεφαλής των Θηβαίων απετυπώθη πύρινον το μονόγραμμα του βασιλέως, είναι απλώς απηχήσεις της καταιγίδος του 432-1 π. Χ. Κάτι παρόμοιον, δηλαδή παλαιότερος πόλεμος παθών, επιφέρει και την όλως ανυπεράσπιστον καταδίκην του Θεμιστοκλέους. Αναμφίβολον ήτο ότι ο Θεμιστοκλής είχε σώσει την Ελλάδα και ότι ανεδείχθη ο μέγιστος του καιρού εκείνου ανήρ. Αλλ' εν τέλει έφυγεν εις την Περσίαν! Ποία όμως ήτο η αφορμή, ελησμονήθη· και τοιουτοτρόπως η κηλίς της προδοσίας ημαύρωσεν εν τη μνήμη της πατρίδος του την εικόνα του ανδρός. Ο Ηρόδοτος ακολουθεί τελείως τας διηγήσεις των δύο μεγάλων οίκων, οι οποίοι κατεδίωξαν τον Θεμιστοκλή, ώστε ν' αποθάνη ως προδότης. Ούτω δε αφ' ενός μεν εκείνοι, εξάλλου δε ο ταλαντευόμενος λαός κατώρθωσαν να παραστήσωσι τον άνδρα ως τύπον θριαμβεύσαντος αγύρτου. Την μνήμην του Θεμιστοκλέους ελύτρωσεν ο Έφορος, μέχρις ού και ο Έφορος δεν ηδύνατο πλέον να ακουσθή.

Εκτός των προφορικών ειδήσεων, των ούτως ή άλλως προερχομένων εξ υπομνημάτων, υπήρχε και η καθαρά παράδοσις πλέον της άλλης «ζώσα» καθώς θα έλεγεν ο Πλάτων, και επομένως μάλλον τείνουσα προς τον μύθον. Το στοιχείον τούτο είναι πανταχού παρόν εν τω Ηροδότω. Ούτω μέρος της ιστορίας του δύναται να καταταχθή εις την ανατολικήν ή ιαπετικήν λαογραφίαν. Ο Πολυκράτης, ο ρίπτων τον δακτύλιον εις την θάλασσαν και ευρίσκων κατόπιν αυτόν εντός οψαρίου, είναι παλαιός γνώριμος. Ο δε Άμασις και ο Ραμψίνιτος είναι καθαρά παραμύθια. Δύο δε περίφημα χωρία — το Γ' 119, όπου η σύζυγος του Ινταφέρνους προτιμά τον αναντικατάστατον αδελφόν αντί των αντικαταστατών τέκνων, και το Στ' 126, όπου ο αθάνατος Ιπποκλείδης, αφού εκέρδισε την νύμφην διά της ανδραγαθίας και της ευγενείας του, την έχασεν, επειδή εχόρευσε «την κεφαλήν ερείσας επί την τράπεζαν» και είπε κατά την ζέσιν του χορού «ου φροντίς Ιπποκλείδη» {all one to Hippocleides!}— τα δύο ταύτα πηγάζουσι μακρόθεν, εξ ινδικών βιβλίων! Ο δε Σόλων ήτο αδύνατον να είχε συναντήσει τον Κροίσον, διότι αι χρονολογίαι δεν συμβιβάζονται, ουδ' εξεφώνησε τον μέγαν λόγον, όν ο Ηρόδοτος του αποδίδει, διότι ο λόγος εκείνος έχει συγκολληθή εξ Αργείων και Δελφικών θρύλων, δηλαδή θρύλων συσσωρευθέντων περί τάφους τινάς του Άργους και των Δελφών. Έπειτα τα όνειρα, όσα κατέβησαν όπως απατήσωσι τον Ξέρξην [Ζ' 12], χρειάζονται και όρκους, διά να πιστευθώσιν. Αι δε περί μοναρχίας, ολιγαρχίας και δημοκρατίας συζητήσεις των επτά Περσών, καίτοι ο Ηρόδοτος στοιχηματίζει την υπόληψίν του χάριν αυτών, εφάνησαν αχώνευτοι σχεδόν εις πάντας.

Ίσως δε ο Μaass έχει δίκαιον αποδίδων την αρχήν αυτών εις κάποιον διάλογον του Πρωταγόρου. Αλλά ματαιοπονία είναι ν' απορρίπτωμεν μόνον ό,τι φαίνεται χονδροειδώς απίθανον, να δεχώμεθα δε αμάρτυρον ό,τι είναι δυνατόν ν' αληθεύη. Το πλείστον της ιστορίας του Ηροδότου είναι ανάμεικτον μετά καθαράς λαϊκής μυθοπλαστίας κατά διαφόρους δόσεις· ούτως η μεν αρχαία αλλοδαπή ιστορία καταντά σχεδόν αγνώριστος, η δε προ των μηδικών ελληνική είναι βαθύτατα χρωματισμένη, τα δε μετά την εν Μαραθώνι μάχην είναι όχι μικρόν παρηλλαγμένα. Αλλ' εις μίαν μόνον περίπτωσιν ο Ηρόδοτος είναι προσωπικώς, καίτοι ασυναισθήτως, ένοχος απάτης· αι μεταβάσεις του, οι τρόποι της προσαρμογής του ενός λόγου προς τον άλλον, είναι απλά λογοτεχνικά επινοήματα. Ούτως εξευρίσκει μετάβασιν εις τους Λιβυκούς του λόγους, λέγων (Δ' 167) ότι ο Αρυάνδης εστράτευσε καθ' όλης της Λιβύης. Αλλ' ουδείς λόγος υπάρχει να πιστεύσωμεν εις τούτο. Την δε αθηναϊκήν ιστορίαν εισάγει λέγων (Α' 56) ότι ο Κροίσος ζητών συμμάχους μεταξύ των Ελλήνων, «εύρισκε Λακεδαιμονίους και Αθηναίους προέχοντας, τους μεν του δωρικού γένεος, τους δε τον ιωνικού» αλλ' ότι οι Αθηναίοι ήσαν τότε «διεσπασμένοι» υπό του Πεισιστράτου. Αλλ' ο μεν τύραννος δεν «διέσπασε» τας Αθήνας και πιθανώς ουδ' ετυράννευε τότε, αι δε Αθήναι ήσαν τρίτης τάξεως ιωνικόν κράτος. Ο Ηρόδοτος κατασκευάζων τας μεταβάσεις ταύτας και ζητών αφορμάς προς παραγεμίσματα ανεκδότου, — αποδίδων π. χ. εις τον Γέλωνα το περίφημον του Περικλέους απόφθεγμα, ότι εξαιρείται «εκ τον ενιαυτού το έαρ» (Ζ' 162) — δεν προσδοκά ότι θα εξαχθώσι συμπεράσματα εξ αυτών. Περί τούτων κατά την οργίλην φράσιν του Πλουτάρχου «ου φροντίς Ηροδότω). Τα δε λοιπά ιστορικά του λάθη είναι ταναπόφευκτα επακολουθήματα των πηγών του· δηλαδή η πραγματική αναξιοπιστία κείται όχι εις τας σποραδικάς ανακριβείας, πολύ δε ολιγώτερον εις πρόθεσιν διαστροφής, αλλ' εις την βαθείαν και ασυνείδητον τάσιν αυτής της μνήμης των ανθρώπων προς ποιητικήν διακόσμησιν του παρελθόντος και εις την διαμόρφωσιν της όλης ιστορίας ως παραδείγματος των ενεργειών ηθικής τινος προνοίας.

Τον ιδικόν του σκοπόν ο Ηρόδοτος επιτυγχάνει πληρέστατα — «ως μήτε τα γενόμενα υπ' ανθρώπων εξίτηλα γένηται, μήτε έργα μεγάλα και θωμαστά τα μεν Έλλησι, τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα ακλεά γένηται» {the real deeds of men shall not be forgotten, nor the wondrous works of Greek and barbarian lose their name}.Ο δε Πλούταρχος — διότι αναμφιβόλως εκείνος έγραψε το Περί της Ηροδότου κακοηθείας — δεν αντικρούει αυτόν απλώς χάριν των Θηβών· όχι· θεωρεί την περίοδον, ήν επραγματεύετο ο Ηρόδοτος, ως περίοδον γιγάντων, σοφών και ηρώων υπερανθρώπων, εχόντων το χάρισμα των αποφθεγμάτων και των απαντήσεων, βλέπει δε πάσας τας πράξεις των, ως προσκυνητής γονατισμένος· δεν θέλει ν' ακούση, μηδέ να ίδη την άλλην αυτών άποψιν και δεν ανέχεται την ελαφράν του Ηροδότου καταλαλιάν, ήτις εγκλείει τόσην αλήθειαν. Αλλ' όμως ακριβώς η τοιαύτη περιγραφική τέχνη του ανδρός, η συνδυαζομένη προς την δραματικήν αυτού δύναμιν και το ευρύτατον διαφέρον, ο τρόπος εκείνος, καθ' όν βλέπει τας καρδίας των ανθρώπων με όλας των τας αρετάς και όλας τας ελλείψεις, έπεισε νεώτερον κριτικόν, όστις εζύγισε πάσαν αυτού λέξιν, να εκφράση ότι «ουδείς άλλος Έλλην συγγραφεύς περιέγραψεν ευρύτερον του Ηροδότου κόσμον, περιέχοντα τόσον πλήθος ζωντανών και αθανάτων ανδρών και γυναικών» και να θέση «αμετακινήτως» το έργον αυτού ως αντίστοιχον του έργου του Ομήρου, ως την πρώτην πηγήν της ευρωπαϊκής πεζογραφίας.

Πως θα ήταν η ανθρωπότητα χωρίς θρησκεία;

Είναι πραγματικά απαραίτητη; Είναι ένα ερώτημα που θέτουν πολλοί άνθρωποι.

Ας το δούμε εν συντομία καθώς το τελικό συμπέρασμα ανήκει σε εσάς.

Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να υπάρχει θρησκεία για να πιστέψετε σε κάτι. Απλώς αν είστε μέλος μιάς θρησκευτικής ομάδας σημαίνει πως αποδέχεστε -με έναν τρόπο- τις απόψεις τους η μερικές από αυτές...

Ας δούμε όμως πρώτα πως θα ήταν η ανθρωπότητα χωρίς την επιστήμη καί την φιλοσοφία καθώς η σύγκριση έτσι μπορεί να γίνει -υπάρχει κάτι άλλο;

Θα πεθαίναμε στα 40 μας θα χάναμε τα δόντια μας στα 30 και θα είμασταν στα 35 παππούδες. Ένα 99% της ανθρωπότητας θα είχε περάσει ολόκληρη τη ζωή του στη γεωργία -γιά την επιβίωση μέσω της χειρωνακτικής εργασίας όπως κάναμε για χιλιάδες χρόνια. Χωρίς την επιστήμη μακροπρόθεσμα η ανθρωπότητα θα εξαφανισθεί στην πρώτη πλανητική καταστροφή πού θα βρεί στον δρόμο της.

Εάν στηριζόμαστε στη θρησκεία αντί της επιστήμης -για τη ζωή -δεν θα είχαμε ούτε ηλεκτρική ενέργεια πόσο μάλλον φάρμακα. Δεν θα υπήρχαν εργαλεία δεν υπήρχαν φώτα. Η ζωή χωρίς την επιστήμη θα ήταν φευγαλέα.

Ίσως τότε θα θέλατε να καλέσετε κάποιους φίλους σας για δείπνο μέχρι θανάτου και να τους σύρετε σε μια σπηλιά...

Χωρίς την επιστήμη είμαστε απλά ζώα. Η επιστήμη καί η φιλοσοφία ήταν καί είναι ο ακρογωνιαίος λίθος. Είναι οι 4 γωνίες οι τοίχοι και η οροφή ενός οικοδομήματος καί είναι αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό.

Αλλά ας αφήσουμε -προς το παρόν τι είναι η επιστήμη καθώς οι αναγνώστες μπορούν να αναζητήσουν πως θα ήταν ο κόσμος μας χωρίς επιστήμη-καί ας έρθουμε το ερώτημα.

Αρχικά η "θρησκεία" δημιουργήθηκε γιά να απαντήσει στα ζητήματα της υπάρξεώς μας. Ορισμένες από αυτές τις προσπάθειες της δεν περιλάμβαναν την έννοια του ΄'θεού'' ή των ''θεών''. Ερωτήματα όπως ''Γιατί είμαστε εδώ πως φτάσαμε ως εδώ κάποιος μας έβαλε εδώ; ..Πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλον...Υπάρχει κάτι άλλο μετά από εδώ;'' ...και λοιπά.

Αυτά τα ερωτήματα όμως είχαν τεθεί ήδη στην φιλοσοφία όπου εκεί υπήρχαν καί υπάρχουν απαντήσεις γιά το μεταφυσικό. Το πλήθος όμως ακολούθησε την θρησκεία καί όχι την φιλοσοφία. Η απάντηση είναι η προφανής. Δυσνόητα κείμενα γιά μερικούς αρκετούς όπου θέτονται ερωτήματα αντίθετα με την θρησκεία όπου είναι μιά ομάδα χειραγωγήσιμων ανθρώπων με ''απόψεις'' πού θέτουν τέτοιες ερωτήσεις καί θεωρούν πως κατέχουν την ''απόλυτη'' αλήθεια...

Αυτή η ''απόλυτη'' αλήθεια λειτουργεί παρόμοια με τον ισχυρισμό πως η Γη είναι ''επίπεδη''. Η διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας καί θρησκείας είναι πως η δεύτερη έχει σκοπό να κερδίζει οπαδούς καί έτσι μπορεί να γίνει οργανωμένη.

Η φιλοσοφία δεν έχει τέτοιες απαιτήσεις. Οι περισσότεροι πολιτισμοί σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας ''αποφάσισαν'' ότι υπάρχει πιθανόν ένα είδος ''Δημιουργού'' προφανώς όμως δεν μπορούμε να βασιστούμε σε αυτήν την εικασία επειδή έτσι απλώς το αποφάσισαν....

Έτσι η απάντηση στό ερώτημα ''πως θα ήταν η ανθρωπότητα χωρίς θρησκεία;'' δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα αφού αν όλες οι θρησκείες καταργηθούν σήμερα την επόμενη θα δημιουργηθούν καί πάλι. Η θρησκεία εικάζει πράγματα που δεν υπάρχουν. Ισχυρίζεται πράγματα που δεν μπορούν να αποδειχτούν ''βλέπει'' πράγματα που δεν υπάρχουν αναφέρει ψευδείς δηλώσεις επειδή δεν έχει καταβάλει καμία προσπάθεια να ανακαλύψει την αλήθεια φαίνεται να είναι αλαζονική υποθέτει πώς οι άνθρωποι είναι το κέντρο του σύμπαντος χωρίς να σκεφτεί ότι το σύμπαν είναι τεράστιο καί ότι αυτό... ελέγχεται από έναν γενειοφόρο άντρα στον ''ουρανό'' -τι είναι αυτό;- είναι δογματική χωρίς αποδεικτικά στοιχεία καί έχει μια εγωιστική άποψη γιά τον κόσμο μας με δυό λόγια σας διδάσκει πώς να λέτε ψέματα.

Αμφιβάλετε; Ξαναδείτε την θρησκεία από την αρχή. Η φύση του σύμπαντος είναι η αλήθεια. Τα ψέματα είναι ακριβώς το αντίθετο της αλήθειας. Χωρίς την επιστήμη η σύγχρονη θρησκεία δεν θα υπήρχε αλλά χωρίς την θρησκεία η επιστήμη θα εξακολουθούσε και θα εξακολουθεί να υπάρχει. Ο λόγος είναι προφανής και περιγράφεται πιό πάνω με λίγες λέξεις.

Η επιστήμη είναι μια αναγκαιότητα. Η επιστήμη και η τεχνολογία αποτελούν το κλειδί για την επιβίωσή μας ως είδος. Η θρησκεία είναι μια πολυτέλεια διαθέσιμη σε όσους δεν θα είχαν ΕΠΙΒΙΩΣΕΙ χωρίς την τεχνολογία.

Μιά θρησκεία όντως μπορεί να παρέχει κάποια πράγματα στην κοινωνίας μας. Δεν διαφωνώ... Δυστυχώς όμως η ανορθολογική πίστη της σε υπερφυσικά όντα και γεγονότα είναι το δόλωμα των περισσότερων θρησκειών οπότε κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Θυμηθείτε πως η ιστορία του κόσμου μας ορίζεται από θρησκευτικές συγκρούσεις.

Ο τερματισμός της πίστης σε υπερφυσικούς θεούς της πέτρινης εποχής - ή καί πιο πρόσφατους αν θέλετε -δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τερματίζεται μιά «θρησκεία» ως ανθρώπινη πρακτική. Μπορεί απλώς να βασίζεται στον ανθρωπισμό αντί στον δογματισμό. Υπάρχουν θρησκείες πού έχουν εξαλείψει τις απαιτήσεις του δόγματος τους και διατήρησαν το καλό με την ανθρωπιστική έννοια.

Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι ακόμη στην μέση και δεν προβλέπεται να αλλάξει καθόλου σύντομα κατά την γνώμη μου. Αποθαρρύνουν την αλλαγή την καινοτομία και την αληθινή δημιουργικότητα. Στον σημερινό συνδεδεμένο κόσμο μας -πού γίνεται όλο και πιο ενημερωμένος- μπορεί κανείς να δει πιο ξεκάθαρα από ποτέ ότι η θρησκεία δρα ως διαχωριστική δύναμη και παρεμποδίζει την πρόοδο. Αν εξακολουθήσει αυτήν την τακτική δεν έχει κάποιο λογο ύπαρξης. Διότι η θρησκεία που χρησιμοποιεί τον έλεγχο του νού χρησιμοποιώντας την δεισιδαιμονία τον φόβο και την αμφιβολία ποτέ δεν μπορεί είναι μια αληθινή θρησκεία.

Δεν θα βρείτε το ίδιο σκεπτικό στην Φιλοσοφία παρά τις όποιες ατελειές της. Κάποιοι άνθρωποι λένε ότι η θρησκεία είναι το θεμέλιο του νόμου αλλά αυτό ασφαλώς δεν ισχύει σήμερα. Οι άνθρωποι χρειάζονται δομή και θεσμούς για να εξυπηρετήσουν δεοντολογικές ανάγκες και ευημερία και αυτός είναι ο ρόλος που εξυπηρετούσε παραδοσιακά η θρησκεία αλλά αλλά θέτει πίστη και αυταρχισμό πριν από τη λογική την ατομική ευθύνη καί κυριαρχία. Αυτό είναι επικίνδυνο.

Το ερώτημα λοιπόν μπορεί να έχει μια απάντηση. Αν σκεφτούμε -τι θα συμβεί αν ξαφνικά το επόμενο δευτερόλεπτο πάψει να υπάρχει η επιστήμη και η φιλοσοφία καί την επιστροφή του ανθρώπου στη πέτρινη εποχή -ξεκινώντας από την αρχή καί πάλι με μια θρησκεία μπορεί κανείς να καταλάβει όλα τα επακόλουθα... Η κατάργηση της εκκλησίας είναι απαραίτητος καθώς έχει ηδη χάσει τον πραγματικό της ρόλο καί λόγο σταματά να είναι αυτό που πρέπει να είναι και παύει να υπάρχει ως τέτοια.

Των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν

Αδιαφορούμε εδώ και χρόνια.

Γι’ αυτό «φορτώσαμε» με απ’ ευθείας ανάθεση σε ένα τεράστιο, κοστοβόρο, απρόσωπο, απάνθρωπο, πελατειακό, αδυσώπητο, αντιδημοκρατικό, ανελεύθερο κράτος τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της κοινωνίας των πολιτών, του δικού μας χρέους, του δικού μας καθήκοντος και της δικής μας συμμετοχής στα κοινά.

Του ζητάμε να καλύψει το έλλειμμα της δικής μας εθελοντικής παρουσίας και προσφοράς. Αξιώνουμε να παράγει περισσότερη αλληλεγγύη απο αυτήν που παράγουμε εμείς ως άτομα, απαιτούμε να παρέχει περισσότερη φροντίδα απ’ όση δίνουμε εμείς, να σέβεται την αξιοπρέπεια περισσότερο απ’ όσο την κουβαλάμε πάνω μας εμείς, να δίνει ελπίδα χωρίς ποτέ να τη δίνουμε εμείς!

Ας βάλουμε τώρα λοιπόν τα πρόσωπά μας, τις συμπεριφορές μας δίπλα σ’ αυτά των αναποτελεσματικών και αποτυχημένων ηγετίσκων απο τους οποίους απαιτούμε να ικανοποιούν τα προσωπικά μας αιτήματα (κάποιοι «κακεντρεχείς» τα λένε και «ρουσφέτια») για να τους αναδείξουμε τοπικούς άρχοντες, Περιφερειάρχες, Υπουργούς, Πρωθυπουργούς!

Όσο μας βολεύει το στερεότυπο «το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι», θα είμαστε θύματα των χρεοκοπιών, των κοινωνικών διχασμών και εθνικών καταστροφών που θα προκαλούν ο λαϊκισμός και οι ηγετίσκοι που τον μοιράζουν απλόχερα κι όχι πολίτες μιας δημοκρατίας, μιας κοινωνίας που θα εκλέγουν ταγούς με πνευματικές, παιδευτικές αρετές και αξίες.

ΙΩΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ: ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Η απλή ενατένιση του ουρανού, με το πλήθος των εντυπωσιακών φαινομένων, ικανών να προσελκύσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον των πρωτόγονων ανθρώπων, άρχισε να σημειώνει τα πρώτα εξελικτικά της βήματα προς την επιστήμη, με αφορμή την παρατήρηση δύο θεμελιωδών φαινομένων, αφενός μεν της ημερήσιας περιστροφής της ουράνιας σφαίρας και όλων των παρατηρούμενων αστρικών αντικειμένων, η οποία οφείλεται στην αξονική περιστροφή της Γης σε 24 ώρες, αφετέρου δε της ετήσιας μεταφορικής κίνησης του Ηλίου.

Για πολλούς αιώνες ο άνθρωπος αγωνίσθηκε να κατανοήσει και να αποδείξει πώς δημιουργούνται αυτά τα δύο φαινόμενα, εάν δηλαδή οφείλονται στην περιφορά του συνόλου των αστέρων περί την ακίνητη Γη, ή αν οφείλονται στην περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της, βεβαίως, καθώς η Γη περιφέρεται περί το ακίνητο κέντρο του κόσμου, τον Ήλιο. Ως φυσιολογικό αποτέλεσμα επήλθε η διαίρεση των σοφών της αρχαιότητας σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, δηλαδή, στους οπαδούς της ηλιοκεντρικής θεώρησης του κόσμου και στους οπαδούς της γεωκεντρικής θεώρησης του κόσμου. Η τελευταία βασιζόταν στο φημισμένο σύστημα των επικύκλων. Δηλαδή, ο πλανήτης κινείται ομαλά σε κυκλική τροχιά γύρω από το κέντρο του επικύκλου, το οποίο (κέντρο) με τη σειρά του κινείται ομαλά σε κυκλική τροχιά με κέντρο σχεδόν ταυτιζόμενο με τη Γη. Με τον τρόπο αυτό, οι αρχαίοι αναπαρέστησαν τις φαινόμενες κινήσεις των πλανητών (ορθή και ανάδρομη). Αυτό το πολύπλοκο και θαυμαστό σύστημα αποτελούσε το απόλυτα δεκτό σύστημα του κόσμου. Οι πρώτοι, οι οπαδοί της γεωκεντρικής θεώρησης του κόσμου, αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, ενώ οι δεύτεροι τη μειοψηφία.

Η πίστη αυτή στο γεωκεντρικό σύστημα, η οποία για έναν γήινο παρατηρητή της εποχής εκείνης ήταν δικαιολογημένη, είχε καθαρά θρησκευτική προέλευση και βασιζόταν στην ακλόνητη πεποίθηση ότι η Γη, ως κατοικία των θεών, πρέπει να αποτελεί το ακίνητο κέντρο του Σύμπαντος, ώστε να μην ταράσσεται η ηρεμία των Ολύμπιων Θεών. Συνεπώς, στο πλαίσιο της γεωκεντρικής θεώρησης του κόσμου, εμείς, ως παρατηρητές, έχουμε μια προνομιακή θέση στο Σύμπαν. Είμαστε το κέντρο του Σύμπαντος, κάτι που σήμερα, βεβαίως, δεν γίνεται αποδεκτό.

Η αστρονομική μελέτη των αρχαίων διενεργείτο εν πολλοίς από το ιερατείο, όμως τα αποτελέσματά της είχαν εφαρμογή στη γεωργία, ναυσιπλοΐα κ.ά. Ίσως έτσι γίνεται φανερό το αρκετά ενδιαφέρον γεγονός, ότι οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι το ουράνιο Σύμπαν υπήρχε για να τους υπηρετεί. Πραγματικά, με βάση, την φυσική περιέργειά τους για μάθηση και ερμηνεία της αρχής του κόσμου, δηλαδή, για φυσικό διαλογισμό και διατύπωση κοσμολογικών «πιστεύω», προσπάθησαν να αναλύσουν την φυσική δομή των ουράνιων σωμάτων και τη δυναμική σχέση μεταξύ τους. Σ' αυτήν την προσπάθειά τους εφεύραν όργανα (π.χ. ο Αστρολάβος, ο Γνώμων, το Ηλιακό Ρολόι, η Ουράνια Σφαίρα, ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων κ.ά.), τα οποία θεωρούνται οι πρόδρομοι των σημερινών ρολογιών και υπολογιστικών μηχανών, που, επιπλέον, είχαν ως αποτέλεσμα και την ανάπτυξη διάφορων επαγγελμάτων, όπως π.χ. ο ωρολογοποιός και ο χαράκτης, και με εφαρμογές στη μέτρηση του χρόνου, στη χρησιμοποίηση των αστερισμών στα θαλασσινά ταξίδια, κ.ά.

Για την κατασκευή τέτοιων πολύπλοκων οργάνων απαιτείται ανεπτυγμένη γεωμετρική αίσθηση, που χαρακτήριζε και άλλους παραποτάμιους πολιτισμούς, αλλά επί πλέον απαιτούνταν λεπτές έννοιες, υψηλής διανόησης, αφηρημένης επιστημονικής σκέψης και μαθηματικής δεξιότητας.

Σε αντιδιαστολή προς τα ανωτέρω πρέπει να τονισθεί, ότι η σπουδή του ουρανού από τους προϊστορικούς λαούς της Ανατολής περιορίσθηκε απλώς και μόνο στη χρονογραφική αποθησαύριση των κατά καιρούς σπουδαιότερων ουράνιων φαινομένων.

Από την εποχή της εμφάνισης των Ελλήνων φιλοσόφων πριν από 2,5 χιλιετίες στην αρχαία Ιωνία, δηλαδή, στην ευρύτερη περιοχή μας, η έρευνα του ουρανού αλλάζει μορφή, λαμβάνει σαφώς επιστημονικό χαρακτήρα και η μυθολογική ερμηνεία των ουράνιων φαινομένων αντικαθίσταται από την επιστημονική επανάσταση. Ακριβώς στην Ιωνία, τον 6ο π.Χ. αιώνα, αναπτύχθηκε η νέα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το Σύμπαν είναι κατανοητό, διότι έχει εσωτερική τάξη, διότι στην Φύση υπάρχουν κανονικότητες που επιτρέπουν την αποκάλυψη των μυστικών της και της λειτουργίας της.

Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η επανάσταση συνέβη στην Ιωνία και όχι σε κάποια από τις μεγάλες πόλεις της Ινδίας, Αιγύπτου, Βαβυλωνίας, Κίνας ή Μεσοαμερικής.

Γιατί; Διότι η Ιωνία είχε πολλά πλεονεκτήματα. Η Ιωνία ήταν ένα νησιωτικό βασίλειο. Η απομόνωση, έστω και η ατελής, γεννά την ποικιλία. Λόγω των πολλών νησιών της, χαρακτηριζόταν από μια ποικιλία πολιτικών συστημάτων. Δεν υπήρχε δύναμη που θα μπορούσε να επιβάλει κοινωνική και πνευματική ομοιομορφία σε όλα τα νησιά. Συνεπώς, έγινε δυνατή η ελεύθερη έρευνα και αναζήτηση και, έτσι, η προώθηση της δεισιδαιμονίας δεν μπορούσε να θεωρηθεί πολιτική ανάγκη.

Σε αντίθεση με άλλους λαούς, οι Ίωνες βρίσκονταν στο σταυροδρόμι πολιτισμών και όχι στο κέντρο ενός πολιτισμού. Ήταν ακριβώς η Ανατολική Μεσόγειος, όπου οι μεγάλοι πολιτισμοί της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, αλλά και της Αφρικής, Ασίας και Αιγύπτου συναντήθηκαν και αλληλοεπηρεάσθηκαν μέσα σε ένα πνεύμα έντονης και κατά μέτωπο αντιπαράθεσης προκαταλήψεων, γλωσσών, ιδεών και θεών. Έτσι, λοιπόν, εμφανίσθηκε η μεγάλη ιδέα, η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι είναι δυνατή η γνώση του κόσμου χωρίς την εκ των προτέρων παραδοχή της ύπαρξης των πολλών θεών και του ότι πρέπει να υπάρχουν αρχές, δυνάμεις, φυσικοί νόμοι που μπορούν να κατανοηθούν, χωρίς να είναι απαραίτητο π.χ. η πτώση ενός πουλιού να αποδοθεί στην απευθείας παρέμβαση του Δία. Η Ιωνία, λοιπόν, όπως πολλές φορές έχει ακουσθεί, ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε η επιστήμη και όπου, μεταξύ 600 π.Χ. και 450 μ.Χ., συνέβη η μεγάλη επανάσταση στην ανθρώπινη σκέψη. Οι Ίωνες απέρριψαν τη δεισιδαιμονία και έτσι έκαναν θαύματα. Το γνωστό Ηραίο στη Σάμο είναι η πιο τρανή απόδειξη.

Γενικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το κλειδί για την επανάσταση ήταν το χέρι, η χειρωνακτική εργασία, το πείραμα, η παρατήρηση. Μερικοί από τους λαμπρούς Ίωνες στοχαστές ήταν παιδιά ναυτικών, αγροτών, υφαντών, συνηθισμένα στη χειρωνακτική εργασία, σε αντίθεση με τους ιερείς και γραφείς των άλλων εθνών, οι οποίοι είχαν μεγαλώσει μέσα στην πολυτέλεια και ήταν απρόθυμοι να λερώσουν τα χέρια τους.

Ίωνες Φιλόσοφοι

Δεν είναι δυνατό να απαριθμήσει κανείς όλους τους Έλληνες φιλοσόφους και την συνεισφορά τους. Αξίζει, όμως, να υπογραμμισθεί ότι οι μεγάλοι επιστήμονες, από το Θαλή μέχρι το Δημόκριτο (Αναξίμανδρος, Πυθαγόρας, Αναξαγόρας, Εμπεδοκλής, Ιπποκράτης, όλοι στην περίοδο 650-350 π.Χ.), σε ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία περιγράφονται ως Προσωκρατικοί, ως εάν η κύρια συνεισφορά τους να ήταν η διατήρηση του φιλοσοφικού φρουρίου μέχρι την εμφάνιση του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και η μικρή, ίσως, επίδρασή τους στους τελευταίους. Αυτό δεν είναι ακριβές, διότι οι αρχαίοι Ίωνες φιλόσοφοι εκπροσωπούν μια διαφορετική και εν πολλοίς αντιφατική παράδοση που, όμως, συμφωνεί περισσότερο με τη σύγχρονη επιστήμη, Αποτελεί, στ’ αλήθεια, ανεπανόρθωτη απώλεια για όσους έζησαν μεταξύ της Ιωνικής Επιστημονικής Επανάστασης και της Ιταλικής Αναγέννησης, το ότι η επίδραση των αρχαίων Ιώνων φιλοσόφων ήταν δυναμικά αισθητή για τρεις, το πολύ, αιώνες.

Από τους Έλληνες φιλοσόφους μετά τον Αριστοτέλη (Ευκλείδης, Αρίσταρχος, Αρχιμήδης, Ερατοσθένης, Ίππαρχος, Πτολεμαίος, Υπατία, όλοι στην περίοδο 300 π.Χ-450 μ.Χ.), θα ήθελα να αναφερθώ περιληπτικά σε τρεις, τους Θαλή, Αναξίμανδρο και Πυθαγόρα, και, κάπως αναλυτικά, στους Αναξαγόρα, Ερατοσθένη και Αρίσταρχο, οι οποίοι συνεισέφεραν ιδιαίτερα στη διαμόρφωση της σύγχρονης αστρονομικής και κοσμολογικής επιστήμης. Έτσι, ο Θαλής ο Μιλήσιος πίστευε, όπως και οι Βαβυλώνιοι, ότι ο κόσμος κάποτε ήταν νερό και ότι η ξηρά δημιουργήθηκε από τους ωκεανούς μέσω μιας φυσικής διαδικασίας, παρόμοιας με την απόθεση που ο ίδιος είχε παρατηρήσει στο Δέλτα του Νείλου. Το ότι το συμπέρασμα του Θαλή ήταν λανθασμένο, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Σημασία έχει ότι η επιστημονική σκέψη του ήταν σωστή, ότι, δηλαδή, ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από τους θεούς, αλλά μέσα από φυσικές διεργασίες. Εξάλλου, ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος υποστήριξε μεταξύ άλλων, ότι ο άνθρωπος είναι τόσο ευπρόσβλητος κατά τη γέννησή του, ώστε, εάν οι πρώτοι άνθρωποι είχαν έρθει στον κόσμο από μόνοι τους, θα είχαν πεθάνει αμέσως. Πρότεινε, κατά συνέπεια, την αυθόρμητη γένεση της ζωής από τη λάσπη, από την οποία οι απόγονοι βγήκαν στην ξηρά και, μέσω μεταλλάξεων, εξελίχθηκαν σε άλλα ζώα. Τέλος, η σύγχρονη παράδοση του μαθηματικού λογισμού και επιχειρηματολογίας, βασική για όλες τις θετικές επιστήμες, χρωστά πολλά στον Πυθαγόρα, ο οποίος πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο Κόσμος για να περιγράψει την τάξη και τον θαυμαστό χαρακτήρα του Σύμπαντος.

Ο εκ Κλαζομενών φιλόσοφος Αναξαγόρας (~450 π.Χ.), ο αποκαλούμενος Νους, ήταν ένας πλούσιος πειραματικός επιστήμονας, αδιάφορος για τα πλούτη του αλλά με πάθος για την επιστήμη. Όταν ρωτήθηκε ποιος ήταν ο σκοπός της ζωής του, απάντησε η διερεύνηση του Ηλίου, της Σελήνης και του ουρανού, όπως θα απαντούσε ένας πραγματικός αστρονόμος. Ο Αναξαγόρας πίστευε (μια καθαρά Ιωνική ιδέα), ότι οι άνθρωποι ήταν διανοητικά ανώτεροι των υπολοίπων ζώων, διότι έχουν χέρια. Ηταν ο πρώτος που δήλωσε σαφώς ότι η Σελήνη λάμπει εξαιτίας του ανακλώμενου, επάνω σε αυτήν, ηλιακού φωτός και κατά συνέπεια πρότεινε μια θεωρία για τις φάσεις της Σελήνης. Επίσης, θεωρούσε ότι ο Ήλιος και η Σελήνη δεν είναι θεότητες, αλλά πύρινες πέτρες. Η θερμότητα των αστέρων δεν γίνεται αντιληπτή λόγω της μεγάλης απόστασής τους. Η Σελήνη έχει όρη και ο Ήλιος είναι τεράστιος, πιθανόν μεγαλύτερος από την Πελοπόννησο (!!!). Εξαιτίας των ιδεών του κατηγορήθηκε για ασέβεια ως εισάγων «καινά δαιμόνια» και πέθανε στην εξορία (428 π.Χ.)

Ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, της Αλεξανδρινής Σχολής, συνεισέφερε σημαντικά στη διαπίστωση (3ος π.Χ. αιώνας) ότι η θεωρούμενη επίπεδη Γη είναι ένας μικρός, σφαιρικός κόσμος. Ο Ερατοσθένης ήταν Διευθυντής της μεγάλης Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, όπου σε έναν πάπυρο διάβασε ότι το μεσημέρι της 21ης Ιουνίου (θερινό ηλιοστάσιο), στα νότια όρια της πόλης Συήνη (Ασσουάν), κοντά στον πρώτο καταρράκτη του Νείλου, οι κατακόρυφοι στύλοι δεν ρίχνουν καθόλου σκιά και ο Ήλιος καθρεφτίζεται ακριβώς στον πυθμένα ενός πηγαδιού (δηλαδή, βρίσκεται στο Ζενίθ του τόπου, ακριβώς από πάνω). Ως επιστήμονας, λοιπόν, ο Ερατοσθένης διερωτήθηκε, εάν συμβαίνει το ίδιο ταυτόχρονα και σε μια άλλη πόλη πχ. στην Αλεξάνδρεια και διαπίστωσε ότι πραγματικά δεν συμβαίνει. Στην Αλεξάνδρεια, κατά την ίδια μέρα και ώρα, οι κατακόρυφοι στύλοι έριχναν σκιά. Αν όμως η Γη ήταν επίπεδη, οι κατακόρυφοι στύλοι στις δυο πόλεις θα ήταν παράλληλοι και θα έπρεπε και οι δυο να ρίχνουν σκιά και μάλιστα τα μήκη των σκιών τους να είναι ίσα μεταξύ τους. Αφού, λοιπόν, τίποτα απ’ αυτά δεν είναι αλήθεια, τι μπορεί να συμβαίνει; Την απάντηση έδωσε ο Ερατοσθένης υποστηρίζοντας ότι η επιφάνεια της Γης δεν είναι επίπεδη αλλά σφαιρική. Αυτό το συμπέρασμα είναι, προφανώς, θεμελιώδους σημασίας και επιπλέον επέτρεψε στον Ερατοσθένη να προσδιορίσει την ακτίνα και το μήκος της περιφέρειάς της Γης. Πραγματικά, από το μήκος της σκιάς υπολογίζεται αμέσως η διαφορά των γεωγραφικών πλατών των δύο πόλεων, ίση περίπου με 7°. Επειδή η απόσταση των δύο πόλεων ήταν γνωστή από αφηγήσεις βηματιστών και ίση περίπου με 800 Km (φημολογείται ότι ο Ερατοσθένης μίσθωσε βηματιστές για τη μέτρησή της), η περιφέρεια της Γης είναι ίση με 40000 Km. Αυτή είναι η σωστή απάντηση και ο Ερατοσθένης την έδωσε χρησιμοποιώντας ως μόνα εργαλεία ράβδους, μάτια, πόδια και μυαλό με απλότητα σκέψης, επινοητικότητα και με μια επιπλέον αίσθηση πειράματος. Το λάθος στον υπολογισμό ήταν μόνο 2%, ένα πραγματικά αξιοσημείωτο επίτευγμα για περίπου πριν από 2,5 χιλιετίες. Άρα, ο Ερατοσθένης ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μέτρησε τις διαστάσεις του πλανήτη Γη, γι’ αυτό και θεωρείται δημιουργός της μαθηματικής γεωγραφίας. Η μέθοδος του Ερατοσθένη, βασικώς, χρησιμοποιείται και σήμερα από τους γεωδαίτες, οι οποίοι ονόμασαν τον Ερατοσθένη «Πατέρα της Γεωδαισίας».

Αρίσταρχος ο Σάμιος και η Συμβολή του

Ο αστρονόμος, μαθηματικός και γεωμέτρης της Αλεξανδρινής Σχολής Αρίσταρχος γεννήθηκε στη Σάμο και έζησε στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα (310-230 π.Χ.). Ήταν ένας από τους αρχαίους Ίωνες φιλοσόφους (όπως ήδη αναφέρφηκε, Αναξίμανδρος, Πυθαγόρας, Αναξαγόρας, Εμπεδοκλής, Ιπποκράτης, Αριστοτέλης, Ευκλείδης, Αρίσταρχος, Αρχιμήδης, Ερατοσθένης, Ίππαρχος, Πτολεμαίος, Υπατία, που, όλοι τους, έζησαν στο διάστημα 650 π.Χ.- 450 μ.Χ.), η δε επιστημονική συνεισφορά του υπήρξε πολλαπλή. Ο Αρίσταρχος υπήρξε ο εισηγητής, κήρυκας και υποστηρικτής της ριζοσπαστικής, για την εποχή του ηλιοκεντρικής θεωρίας.

Ο Αρίσταρχος δεν είναι γνωστός μόνον ως εισηγητής της ηλιοκεντρικής θεωρίας. Ουσιαστικά είναι ο πατέρας και θεμελιωτής της Αστρονομίας με βάση τη λογική σκέψη και όχι τις θρησκευτικές δοξασίες. Είναι ο εφευρέτης του σκαφίου, δηλαδή, μιας μορφής ηλιακού ρολογιού, με τη βοήθεια του οποίου έκανε πλήθος παρατηρήσεων και αστρονομικών υπολογισμών. Ο Αρίσταρχος επινόησε μια πολύ αξιόλογη μέθοδο προσδιορισμού των σχετικών αποστάσεων του Ηλίου και της Σελήνης από τη Γη, όπως και μια εξίσου σημαντική μέθοδο προσδιορισμού των σχετικών διαστάσεων των τριών αυτών σωμάτων.

Ίσως η ανακάλυψη ότι η πραγματική διάμετρος του Ηλίου είναι εικοσαπλάσια της σεληνιακής διαμέτρου, σε συνδυασμό με το ότι η απόσταση του Ηλίου από τη Γη είναι εικοσαπλάσια της απόστασης της Σελήνης από τη Γη, οδήγησαν τον Αρίσταρχο στο συμπέρασμα ότι ο Ήλιος και όχι η Γη, αποτελεί το κέντρο του κόσμου.

Η εισήγηση της ηλιοκεντρικής θεωρίας αποδεικνύει, ότι ο Αρίσταρχος μπορούσε να κρίνει με σαφήνεια και να εξηγήσει σωστά τα παρατηρούμενα ουράνια φαινόμενα, χωρίς να επηρεάζεται από τις για αιώνες παραδεκτές αλλά εσφαλμένες αντιλήψεις και δοξασίες των συγχρόνων του. Εξάλλου, η επινόηση και χρήση του σκαφίου αποδεικνύει, ότι ο Αρίσταρχος μπορούσε όχι μόνο με επιτυχία να δίνει την θεωρητική λύση των αστρονομικών προβλημάτων, αλλά και να εφευρίσκει και να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα αστρονομικά όργανα. Με άλλα λόγια, ήταν και ένας επιδέξιος παρατηρητής του ουρανού.

Ο Αρίσταρχος έγραψε πολλές εργασίες, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν χαθεί. Ορισμένα τμήματα της πραγματείας του Αρίσταρχου σε αντίγραφο σώζονται μέχρι σήμερα, επειδή είχαν συμπεριληφθεί σε έναν τόμο με τον τίτλο Μικρά Αστρονομία, σε διάκριση από τη Μέγιστη Αστρονομία (ή Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξις, Al Magest) του Κλαύδιου Πτολεμαίου.

Η πρώτη τυπογραφική έκδοση της πραγματείας του Αριστάρχου στα Ελληνικά έγινε το 1688 στην Οξφόρδη από τον J.Wallis με τίτλο:

ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΥ ΣΑΜΙΟΥ: Περί Μεγεθών και Αποστημάτων Ηλίου και Σελήνης

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ: Του της Συναγωγής ΒΙΒΛΙΟΥ Β'

Απόσπασμα

Στο σωζόμενο χειρόγραφο της πραγματείας του Αριστάρχου δεν αναφέρεται ο Ήλιος ως κέντρο του Ηλιακού Συστήματος. Η θεωρία του Αριστάρχου για τον Ήλιο ως το κέντρο του Ηλιακού Συστήματος δημοσιεύθηκε σε άλλη εργασία του, η οποία επίσης χάθηκε.

Όμως, η σχετική πληροφορία μαρτυρείται κατά έναν αδιαμφισβήτητο τρόπο από διάφορους αρχαίους συγγραφείς. Έτσι ο Αρχιμήδης στη μαθηματική πραγματεία του Ψαμμίτης γράφει: «Αρίσταρχος ο Σάμιος υποτίθεται γαρ τα μεν απλανέα των άστρων και τον `Αλιον μένειν ακίνητον, ταν δε Γαν περιφέρεσθαι περί τον `Αλιον κατά κύκλου περιφέρειαν, ος έστιν εν μέσω τω δρόμω κείμενος». Επίσης, ο Στοβαίος στο σύγγραμμά του περί Φυσικής γράφει: «Αρίσταρχος τον Ήλιον ίστησι». Τέλος, ο Πλούταρχος στο έργο του Περί αρεσκόντων τοις Φιλοσόφοις αναφέρει : «Αρίσταρχος τον Ήλιον ίστησι μετά των απλανών, την δε Γην κινεί περί τον ηλιακόν κύκλον, εξελίττεσθαι δε κατά λοξού κύκλου την Γην, άμα δε και περί τον αυτής άξονα δινουμένην και κατά τας ταύτης εγκλίσεις σκιάζεσθαι τον δίσκον». Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία για την πατρότητα της ηλιοκεντρικής θεωρίας.

Η Ιστορική Αλήθεια

Από αυτά που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα βγαίνει το συμπέρασμα, ότι ο Αρίσταρχος πρώτος εισηγήθηκε τη δεκτή σήμερα ηλιοκεντρική θεωρία και θεμελίωσε την Αστρονομία πάνω στη λογική σκέψη. Αυτό θα πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα, διότι μια μερίδα της διεθνούς αστρονομικής ή όχι κοινότητας, είτε δικαιολογημένα από άγνοια, είτε ακόμα και αδικαιολόγητα, δεν συμμερίζεται απόλυτα, ακόμη και τώρα, την άποψη αυτή. Δυστυχώς για την ηλιοκεντρική θεωρία, θερμοί υποστηρικτές της γεωκεντρικής θεωρίας με εισηγητή τον επίσης μεγάλο Σάμιο Πυθαγόρα, ήταν επιστήμονες του κύρους του Αριστοτέλη, του Ιππάρχου, του Πτολεμαίου κ.ά. Συνεπώς, η επαναστατική ιδέα του Αριστάρχου, ο οποίος «πήγε κόντρα στο πνευματικό κατεστημένο της εποχής του», δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή. Έπεσε στη λήθη των ανθρώπων, χωρίς όμως να ξεχασθεί εντελώς, μέχρι την εποχή της Αναγέννησης, οπότε το 1543 μ.Χ., δηλαδή, περίπου δύο χιλιετίες αργότερα, δικαιώθηκε από το διάσημο Πολωνό αστρονόμο Nicolaus Copernicus. Ο Copernicus, όμως, αν και απλώς ανέσυρε από την αφάνεια την ηλιοκεντρική θεωρία, επαναλαμβάνοντας έτσι τις ιδέες του Αριστάρχου, εν τούτοις φέρεται σήμερα (αυτός και όχι ο Αρίσταρχος) ως ο εισηγητής της ηλιοκεντρικής θεωρίας, μάλιστα δε το δεκτό σήμερα ηλιοκεντρικό σύστημα εξακολουθεί να ονομάζεται διεθνώς «Κοπερνίκειο» και όχι «Αριστάρχειο», όπως θα έπρεπε.

Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα εάν το έργο του Copernicus είναι πρωτότυπο και ποια η αξία του. Για να απαντήσει κανείς υπεύθυνα στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να λάβει υπόψη τις δυσκολίες της εποχής του Copernicus.

Κατά την οποία εκείνη επικρατούσαν τα δόγματα του Αριστοτέλη, δηλαδή, η γεωκεντρική θεωρία, με τα οποία δεν επιτρεπόταν να διαφωνήσει κανείς. Πραγματικά, είναι γνωστό, ότι με την χρονολογική παρακμή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού σταμάτησε και η ανάπτυξη της κοσμολογικής επιστήμης. Η Ελληνική γνώση διατηρήθηκε από τους ’ραβες, οι οποίοι με περαιτέρω παρατηρήσεις ενίσχυσαν το σύστημα του Πτολεμαίου. Μερικοί ’ραβες λόγιοι, οι οποίοι δεν ήσαν ικανοποιημένοι από την Αριστοτελική φυσική, επεχείρησαν την κριτική της τελευταίας, χωρίς όμως να αναπτύξουν καμιά νέα θεωρία στη Μέση Ανατολή. Τα γραπτά του Αριστοτέλη, περαιτέρω επεξεργασμένα από μεταγενεστέρους του και τον Πτολεμαίο, «ξαναανακαλύφθηκαν» στην Ευρώπη στην αρχή του 13ου π.Χ. αιώνα. Η Ελληνική-Πτολεμαϊκή κοσμολογία, τελικά, ενσωματώθηκε στην μεσαιωνική Ευρωπαϊκή φιλοσοφία, με αρκετές τροποποιήσεις, ώστε να είναι συμβατή με την Ιουδαϊκή και Χριστιανική θεολογία. Μια σημαντική τροποποίηση ήταν η αλλαγή από ένα αιώνιο Σύμπαν σε ένα Σύμπαν με δημιουργία εκ του μηδενός πριν από πεπερασμένο χρονικό διάστημα. Η Γη διατηρήθηκε ως το κέντρο του κόσμου, όχι, όμως, επειδή ήταν ένας ιδιαίτερα θαυμάσιος τόπος. Στην πραγματικότητα, στο πλαίσιο αυτής της κοσμολογίας, το κέντρο της Γης ήταν το χαμηλότερο δυνατό σημείο, η θέση της Κολάσεως, ενώ το βασίλειο των ουρανών ήταν η περιοχή των αγγέλων, με τον Θεό να βρίσκεται πέραν της εξώτατης σφαίρας. Σ’ αυτήν την μορφή της, ο Θωμάς Ακινάτης και άλλοι θεολόγοι του Μεσαίωνα ανύψωσαν την παγανιστική Πτολεμαϊκή κοσμολογία και Αριστοτελική φυσική σε θεμέλιο λίθο του Χριστιανικού δόγματος.

Η υπεροχή της αυθεντίας του Αριστοτέλη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οφείλεται στο ότι ο Αριστοτέλης είπε στους Ευρωπαίους ακριβώς αυτό που οι ίδιοι ήθελαν να ακούσουν εκείνη την εποχή, η δε Αριστοτελική φυσική και ιδιαίτερα η Αριστοτελική κοσμολογία ταίριαζαν στις επικρατούσες τάσεις. Η έρευνα νέας γνώσεως εθεωρείτο ως κενή περιεχομένου, διότι, ακριβώς, ο Αριστοτέλης είχε ασχοληθεί με όλα τα προβλήματα και τις ερωτήσεις και είχε δώσει τις λύσεις και τις απαντήσεις. Ήταν, δε, γενική η πεποίθηση, ότι όλα όσα ήταν δυνατό να ανακαλυφθούν είχαν ήδη ανακαλυφθεί. Επρόκειτο, λοιπόν, για μια εποχή, κατά την οποία ο έλεγχος της Εκκλησίας σε θέματα πίστεως ήταν απόλυτος και δεν ήταν ανεκτή η διαφωνία σε θεολογικά ή επιστημονικά θέματα.

Όμως, η ανθρώπινη περιέργεια δεν είναι δυνατό να καταπιέζεται συνεχώς. Η εκ νέου ανακάλυψη της αρχαιοελληνικής επιστημονικής σκέψεως υπήρξε η απαρχή μιας αλλαγής στην Ευρώπη, η οποία αλλαγή, τελικά, οδήγησε στην Μεταρρύθμιση. Περί τον 15ο μ.Χ. αιώνα, κάθε μορφωμένο Ευρωπαίο τον απασχολούσε η Ελληνική γνώση και μάθηση. Η Αστρονομία, η οποία την εποχή εκείνη ήταν ακόμη κάτι σαν κι αυτό που σήμερα θα λέγαμε αστρολογία, εθεωρείτο ως ανήκουσα στα Γράμματα και τις Τέχνες. Έτσι, π.χ. ο άγγλος Geoffrey Chaucer, αν και ποιητής, έγραψε μια διατριβή σχετική με την χρήση του αστρολάβου, επιστημονικού οργάνου για τον προσδιορισμό της θέσεως των αστέρων. Εξάλλου, οι μορφωμένοι Ευρωπαίοι ήταν ενήμεροι, για το ότι η Γη είχε σφαιρικό και όχι επίπεδο σχήμα και, ακόμη, γνώριζαν με πολλή μεγάλη ακρίβεια τη διάμετρό της/


Η Ευρωπαϊκή διανόηση κατά τον 16ο μ.Χ. αιώνα βρισκόταν σε αναβρασμό. Το υψηλό επίπεδο παιδείας και μόρφωσης, η εκ νέου ανακάλυψη των αρχαίων λόγιων έργων και η ανάπτυξη της τυπογραφίας ανύψωσαν τα διανοητικά δεδομένα και διαφοροποίησαν δραματικά το πολιτικό κλίμα. Αυτό το νέο περιβάλλον επέτρεψε αλλαγές όπως η Μεταρρύθμιση, η οποία αμφισβήτησε ευθέως την επικρατούσα τότε δογματική αυθεντία, δηλαδή, την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Αποτελεί δε ειρωνεία το ότι εκείνος ο οποίος, επαναλαμβάνοντας τις ιδέες του Αρίσταρχου, άρχισε την επερχόμενη κοσμολογική επανάσταση, δηλαδή, ο Copernicus, προερχόταν από την Εκκλησία.


Είναι, λοιπόν, εντελώς φυσιολογικό, αλλά και αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, η οποία δεν είναι δυνατό να παραβλεφθεί (εκφεύγει, όμως, των ορίων αυτής της ομιλίας, αλλά περιγράφεται αναλυτικά στην παρατιθέμενη στο τέλος Ενδεικτική Βιβλιογραφία), ότι η κριτική των ιδεών του Copernicus άρχισε γρήγορα και υπήρξε έντονη. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση του Martin Luther, του Γερμανού θεολόγου και θεμελιωτή της Γερμανικής Μεταρρύθμισης, ο οποίος το 1539 μ.Χ. σχολίασε με θυμό: Ακούσαμε για ένα νέο αστρολόγο, ο οποίος θέλει να αποδείξει ότι η Γη και όχι το στερέωμα, ο Ήλιος και Σελήνη κινείται και περιφέρεται. Αυτός ο τρελλός θέλει να ανατρέψει ολόκληρη την τέχνη της Αστρονομίας. Όμως, σύμφωνα με τις Ιερές Γραφές, ο Ιησούς διέταξε τον Ήλιο να σταματήσει, όχι τη Γη.


Υπό την έννοια αυτή, η συνεισφορά του Copernicus στην αναβίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας πρέπει να αναγνωρισθεί ως πραγματικά σημαντική, αυτό όμως δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί και η πατρότητα της θεωρίας αυτής. Είναι αλήθεια ότι ο Copernicus γνώριζε τις απόψεις του Αριστάρχου. Αυτό πιστοποιείται από ένα σωζόμενο απόσπασμα του χειρογράφου της πραγματείας του Copernicus με τίτλο De Revolutionibus Orbium Coelestium, που ακόμα φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Σ' αυτό φαίνεται διαγεγραμμένη παράγραφος που αναφέρεται στην πραγματεία του Αριστάρχου και η οποία, κατά ένα παράδοξο τρόπο, δεν έχει συμπεριληφθεί στην τυπωμένη έκδοση της πραγματείας του που παρουσιάστηκε το 1543 μ.Χ. (Σχήμα 8). Σε μετάφραση του σεβαστού Καθηγητή κ. Σ. Σβολόπουλου, η παράγραφος έχει ως εξής:


«Αν και αναγνωρίζομεν ότι η πορεία του Ηλίου και της Σελήνης θα ήτο επίσης δυνατόν να εξηγηθή με την προϋπόθεσιν ότι η Γη είναι ακίνητος, τούτο είναι ολιγώτερον δυνατόν δια τους άλλους πλανήτας. Είναι πιθανόν ότι δι' αυτούς, ως και δι' άλλους λόγους, ο Φιλόλαος συνέλαβεν την ιδέαν της κινήσεως της Γης, η οποία, όπως μερικοί λέγουν, ήτο επίσης γνώμη του Αριστάρχου του Σαμίου και όχι δια τους λόγους, τους οποίους αναφέρει ο Αριστοτέλης και τους απορρίπτει. Αλλά αφού αυτά τα ζητήματα είναι τοιούτου είδους, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν παρά μόνον από οξείς εγκεφάλους και κατόπιν μακράς προσπαθείας και κατ' εκείνους τους χρόνους παρέμενον μεταξύ των φιλοσόφων και δεν ήσαν παρά ολίγοι εκείνοι, οι οποίοι κατενόησαν τον λόγον της κινήσεως των αστέρων, όπως μας πληροφορεί ο Πλάτων. Αλλ' εάν ο λόγος ήτο γνωστός εις τον Φιλόλαον ή εις κάποιον των Πυθαγορείων, είναι πιθανόν να μην ανεφέρθη εις τους νεωτέρους, δεδομένου ότι οι Πυθαγόρειοι δεν συνήθιζον να καταγράφουν τα ζητήματα που τους απησχόλουν».


Το γεγονός της διαγραφής αυτής της παραγράφου χαρακτηρίζεται από μερικούς ως λογοκλοπή, ενώ άλλοι θεωρούν την παράλειψη αναφοράς, ιδιαίτερα στον Αρίσταρχο, ως έλλειψη θάρρους ή δειλία. Θα πρέπει να τονισθεί, ότι δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο ότι η ανωτέρω διαγραφή πρέπει να απoδοθεί στον ίδιο τον Copernicus ή στον εκδότη, δεδομένου ότι η έκδοση της πραγματείας ως βιβλίου σχεδόν συνέπεσε με τον θάνατο του Copernicus.


Με βάση όλα τα ανωτέρω, ο Copernicus δεν είναι ο εισηγητής αλλά απλώς ο ανακαινιστής της ηλιοκεντρικής θεωρίας. Η πατρότητα της θεωρίας αυτής ανήκει κατά τρόπο αποκλειστικό και πρωτότυπο στον Αρίσταρχο. Ίσως θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η προσωπική συνεισφορά του Copernicus βρίσκεται κυρίως στο ότι εισήγαγε το γεωμετρικό μηχανισμό του γεωκεντρικού συστήματος του Πτολεμαίου στο ηλιοκεντρικό σύστημα του Αριστάρχου. Όμως, είναι φανερό ότι, αφού η πραγματική δυσκολία-δηλαδή, η πίστη ότι οι πλανήτες κινούνται ομαλά σε κυκλικές τροχιές-δεν ήταν δυνατό να υπερνικηθεί, η όλη του προσπάθεια βρισκόταν σε λανθασμένο δρόμο.


Για την αποκατάσταση και διάδοση αυτής της ιστορικής αλήθειας , για λόγους καθαρά δεοντολογίας, αλλά ( και αυτό απευθύνεται στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της χώρας μας) και για την επιβαλλόμενη δίκαιη μεταχείριση της επιστήμης της Αστρονομίας από όλους, άρχοντες και αρχομένους, είναι απαραίτητη μια, όσο το δυνατό, ευρύτερη ενημέρωση πάνω στο έργο του μεγάλου αυτού Έλληνα αστρονόμου και των αρχαίων Ελλήνων αστρονόμων-μαθηματικών-φιλοσόφων γενικότερα. Αυτό εμφανίζεται να είναι ακόμη πιο αναγκαίο, διότι, ακόμη και στις μέρες μας, από έγκριτα φύλλα του ημερήσιου τύπου γίνεται, θέλω να ελπίζω μη ηθελημένα, παραπληροφόρηση, αφού π.χ., όπως αναφέρεται στη Βιβλογραφία στο τέλος, σε δημοσιευμένο άρθρο, απλή μεταφορά-μετάφραση αντίστοιχου άρθρου του ξένου τύπου για τον Γαλιλαίο γίνεται συνεχής αναφορά στην θεωρία, στις υποθέσεις αλλά και στο σύστημα του Copernicus χωρίς, δυστυχώς, καμιά αναφορά στον Αρίσταρχο. Προς την κατεύθυνση αυτή κατατείνει και το σημερινό συνέδριο και η σημερινή ομιλία και, όπως θέλω να πιστεύω, οι ανάλογες μελλοντικές ενέργειες του Ινστιτούτου Διεθνούς Συνεργασίας Ελλήνων Επιστημόνων.


Αξίζει να επαναληφθεί και από την θέση αυτή η γνώμη του Zdenek Kopal, γνωστού θαυμαστή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και θερμού φίλου της νεώτερης Ελλάδας, Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Manchester, όπως αυτή εκφράσθηκε πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια σε συνέδριο στο Πυθαγόρειο της Σάμου και δημοσιεύθηκε το 1979 στο περιοδικό (οι παλαιότεροι από σας μπορεί και να γνωρίζουν ή θυμούνται το περιοδικό) Σαμιακή Επιθεώρηση:


Τα πρώτα και ουσιαστικότερα βήματα που οδήγησαν στην οριστική διαμόρφωση ενός σωστού προτύπου του ηλιακού συστήματος έγιναν από τον Αρίσταρχο το Σάμιο κατά τον 3ον αιώνα π.Χ. Αυτός διακήρυξε το σωστό δρόμο, είκοσι αιώνες πριν το αποτέλεσμα αυτό της έρευνας γίνει μόνιμο πνευματικό κτήμα της ανθρωπότητας. Αυτός άναψε τις πρώτες σπίθες της θεϊκής φωτιάς που αποκάλυψε τελικά την πραγματική θέση μας στο Σύμπαν.

  

Επίλογος

 

Επιβάλλεται να τονισθούν ιδιαιτέρως ορισμένες προφανείς, αν και παρεξηγημένες, υποχρεώσεις των Νεοελλήνων. Πιο συγκεκριμένα επιβάλλεται:


α) Η ανάγκη τονισμού της συνεχούς προσπάθειας για προστασία της Ελληνικής γλώσσας, η οποία σήμερα κακοποιείται κατά βάναυσο τρόπο, αν και αποτελεί τη βάση τόσων γλωσσών

β) Η ανάγκη τονισμού της σημασίας ο πολίτης να επιζητεί-απαιτεί να είναι πάντα σωστά ενημερωμένος, διότι μόνον έτσι θα είναι σωστός πολίτης και, εκφράζοντας πάντα όχι απλώς τη γνώμη του αλλά την ελεύθερη γνώμη του, θα παίρνει όποτε απαιτείται τις σωστές αποφάσεις

γ) Η ανάγκη τονισμού της αναγνώρισης της σημασίας της ατομικής ή συλλογικής πρωτοβουλίας και προσπάθειας για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας ιδιαιτέρως επί θεμάτων εθνικής σημασίας, όπως στην περίπτωση της κατασκευής, με την αξιέπαινη πρωτοβουλία του Ιδρύματος Κωνσταντίνου και Μαρίας Ζημάλη, του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Αιγαίου και του Συλλόγου Φίλων του Παλαιοντολοικού Μουσείου Μυτιληνιών Σάμου, του πρώτου γνωστού στον κόσμο ανδριάντος του Αριστάρχου του Σαμίου, ευρισκόμενου από την 9ην Αυγούστου 2003 στον προαύλιο χώρο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Αιγαίου-Παλαοντολογικού Μουσείου Μυτιληνιών Σάμου στην πόλη Μυτιληνιοί Σάμου δίπλα στο Πυθαγόρειο