275 ΜΕ. γέροντες, αἰνῶ· τῶν φίλων γὰρ οὕνεκα
ὀργὰς δικαίας τοὺς φίλους ἔχειν χρεών.
ἡμῶν δ᾽ ἕκατι δεσπόταις θυμούμενοι
πάθητε μηδέν. τῆς δ᾽ ἐμῆς, Ἀμφιτρύων,
γνώμης ἄκουσον, ἤν τί σοι δοκῶ λέγειν.
280 ἐγὼ φιλῶ μὲν τέκνα· πῶς γὰρ οὐ φιλῶ
ἅτικτον, ἁμόχθησα; καὶ τὸ κατθανεῖν
δεινὸν νομίζω· τῶι δ᾽ ἀναγκαίωι τρόπωι
ὃς ἀντιτείνει σκαιὸν ἡγοῦμαι βροτῶν.
ἡμᾶς δ᾽, ἐπειδὴ δεῖ θανεῖν, θνήισκειν χρεὼν
285 μὴ πυρὶ καταξανθέντας, ἐχθροῖσιν γέλων
διδόντας, οὑμοὶ τοῦ θανεῖν μεῖζον κακόν.
ὀφείλομεν γὰρ πολλὰ δώμασιν καλά·
σὲ μὲν δόκησις ἔλαβεν εὐκλεὴς δορός,
ὥστ᾽ οὐκ ἀνεκτὸν δειλίας θανεῖν σ᾽ ὕπο,
290 οὑμὸς δ᾽ ἀμαρτύρητος εὐκλεὴς πόσις,
ὃς τούσδε παῖδας οὐκ ἂν ἐκσῶσαι θέλοι
δόξαν κακὴν λαβόντας· οἱ γὰρ εὐγενεῖς
κάμνουσι τοῖς αἰσχροῖσι τῶν τέκνων ὕπερ·
ἐμοί τε μίμημ᾽ ἀνδρὸς οὐκ ἀπωστέον.
295 σκέψαι δὲ τὴν σὴν ἐλπίδ᾽ ἧι λογίζομαι·
ἥξειν νομίζεις παῖδα σὸν γαίας ὕπο;
καὶ τίς θανόντων ἦλθεν ἐξ Ἅιδου πάλιν;
ἀλλ᾽ ὡς λόγοισι τόνδε μαλθάξαιμεν ἄν;
ἥκιστα· φεύγειν σκαιὸν ἄνδρ᾽ ἐχθρὸν χρεών,
300 σοφοῖσι δ᾽ εἴκειν καὶ τεθραμμένοις καλῶς·
ῥᾶιον γὰρ αἰδοῖ σ᾽ ὑποβαλὼν φίλ᾽ ἂν τέμοις.
ἤδη δ᾽ ἐσῆλθέ μ᾽ εἰ παραιτησαίμεθα
φυγὰς τέκνων τῶνδ᾽· ἀλλὰ καὶ τόδ᾽ ἄθλιον
πενίαι σὺν οἰκτρᾶι περιβαλεῖν σωτηρίαν,
305 ὡς τὰ ξένων πρόσωπα φεύγουσιν φίλοις
ἓν ἦμαρ ἡδὺ βλέμμ᾽ ἔχειν φασὶν μόνον.
τόλμα μεθ᾽ ἡμῶν θάνατον, ὃς μένει σ᾽ ὅμως.
προκαλούμεθ᾽ εὐγένειαν, ὦ γέρον, σέθεν·
τὰς τῶν θεῶν γὰρ ὅστις ἐκμοχθεῖ τύχας
310 πρόθυμός ἐστιν, ἡ προθυμία δ᾽ ἄφρων·
ὃ χρὴ γὰρ οὐδεὶς μὴ χρεὼν θήσει ποτέ.
ΧΟ. εἰ μὲν σθενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων
ἦν τίς σ᾽ ὑβρίζων, ῥαιδίως ἔπαυσά τἄν·
νῦν δ᾽ οὐδέν ἐσμεν. σὸν δὲ τοὐντεῦθεν σκοπεῖν
315 ὅπως διώσηι τὰς τύχας, Ἀμφιτρύων.
***
ΜΕΓ. Ω γέροντες, σας επαινώ· τι για τους φίλους
οι φίλοι να οργίζονται δίκαια πάντα πρέπει·
μα με τον βασιλιά για μας σεις θυμωμένοι
μην πάθετε κάνα κακό! Και συ, Αμφιτρύων,
τη γνώμη μου άκουσε, αν θαρρείς πως κάτι λέγω.
280 Αγαπώ τα παιδάκια μου· γιατί πώς όχι,
αφού τα γέννησα και πόνεσα; και το ᾽χω
φριχτό το να πεθάνουνε· μα στην ανάγκη
οπού αντιστέκεται, θαρρώ, τρελός πως είναι.
Και μια το να πεθάνουμε ανάγκ᾽ είναι, πρέπει
να μη μας κάψουν στη φωτιά για να γελούνε
οι εχθροί, κι αυτό χειρότερο απ᾽ τον θάνατο είναι.
Γιατί πολλές τιμές χρωστούμε στο παλάτι·
εσύ μεν έλαβες καλή δόξα στη μάχη,
ώστε δεν πρέπει ν᾽ αποθάνεις φοβισμένος·
290 και φανερό είναι πως ο δοξασμένος μου άντρας
δεν θα θελήσει να τα σώσει τα παιδιά του
ατιμασμένα, γιατί οι ευγενικοί πατέρες
για των παιδιώνε τους πονούν την ατιμία,
κι εγώ τον άντρα μου να μιμηθώ μου πρέπει.
Και ιδές πώς τις ελπίδες σου εγώ τις ξετάζω.
Θαρρείς πως θά ᾽ρθει απ᾽ τη γη πίσω πάλι ο γιος σου·
και ποιός νεκρός ξανάρθε πίσω από τον Άδη;
ή θα τον μαλακώσουμε αυτόν με τα λόγια;
Καθόλου! απ᾽ τον σκληρόν εχθρό πρέπει να φεύγεις
300 και στους σοφούς να υποχωρείς και αναθρεμμένους
καλά, γιατί ευκολότερα έτσι ό,τι σου αρέσει
θα το πετύχεις στο φιλότιμο αν τους φέρεις.
Και τώρα μου ᾽ρθε αν πρέπει με τα παρακάλια
των παιδιών να ζητήσουμε την εξορία,
αλλά κακό κι αυτό, τη σωτηρία να ντύσεις
με φτώχεια· τι μη βρίσκοντας οι ξένοι φίλους,
μια μέρα μόνο, λεν, γι᾽ αυτούς μπορεί να φέξει.
Τόλμα με μας τον θάνατο που σε προσμένει!
Ω γέρο, σου θυμίζω την καλή γενιά σου·
κι όποιος ζητάει τους θεούς να βιάσει να του δώσουν
310 την ευτυχία, ανόητ᾽ είναι η επιθυμιά του·
τι δεν μπορεί κανείς ν᾽ αλλάξει την ανάγκη.
ΧΟΡ. Αν είχα δυνατά τα μπράτσα και κανένας
σ᾽ έβριζε, θα τον έκαμνα μεμιάς να παύσει·
τώρα δεν είμαι τίποτε· από δω και πέρα
την τύχη σκέψου μόνος σου να οικονομήσεις.
ὀργὰς δικαίας τοὺς φίλους ἔχειν χρεών.
ἡμῶν δ᾽ ἕκατι δεσπόταις θυμούμενοι
πάθητε μηδέν. τῆς δ᾽ ἐμῆς, Ἀμφιτρύων,
γνώμης ἄκουσον, ἤν τί σοι δοκῶ λέγειν.
280 ἐγὼ φιλῶ μὲν τέκνα· πῶς γὰρ οὐ φιλῶ
ἅτικτον, ἁμόχθησα; καὶ τὸ κατθανεῖν
δεινὸν νομίζω· τῶι δ᾽ ἀναγκαίωι τρόπωι
ὃς ἀντιτείνει σκαιὸν ἡγοῦμαι βροτῶν.
ἡμᾶς δ᾽, ἐπειδὴ δεῖ θανεῖν, θνήισκειν χρεὼν
285 μὴ πυρὶ καταξανθέντας, ἐχθροῖσιν γέλων
διδόντας, οὑμοὶ τοῦ θανεῖν μεῖζον κακόν.
ὀφείλομεν γὰρ πολλὰ δώμασιν καλά·
σὲ μὲν δόκησις ἔλαβεν εὐκλεὴς δορός,
ὥστ᾽ οὐκ ἀνεκτὸν δειλίας θανεῖν σ᾽ ὕπο,
290 οὑμὸς δ᾽ ἀμαρτύρητος εὐκλεὴς πόσις,
ὃς τούσδε παῖδας οὐκ ἂν ἐκσῶσαι θέλοι
δόξαν κακὴν λαβόντας· οἱ γὰρ εὐγενεῖς
κάμνουσι τοῖς αἰσχροῖσι τῶν τέκνων ὕπερ·
ἐμοί τε μίμημ᾽ ἀνδρὸς οὐκ ἀπωστέον.
295 σκέψαι δὲ τὴν σὴν ἐλπίδ᾽ ἧι λογίζομαι·
ἥξειν νομίζεις παῖδα σὸν γαίας ὕπο;
καὶ τίς θανόντων ἦλθεν ἐξ Ἅιδου πάλιν;
ἀλλ᾽ ὡς λόγοισι τόνδε μαλθάξαιμεν ἄν;
ἥκιστα· φεύγειν σκαιὸν ἄνδρ᾽ ἐχθρὸν χρεών,
300 σοφοῖσι δ᾽ εἴκειν καὶ τεθραμμένοις καλῶς·
ῥᾶιον γὰρ αἰδοῖ σ᾽ ὑποβαλὼν φίλ᾽ ἂν τέμοις.
ἤδη δ᾽ ἐσῆλθέ μ᾽ εἰ παραιτησαίμεθα
φυγὰς τέκνων τῶνδ᾽· ἀλλὰ καὶ τόδ᾽ ἄθλιον
πενίαι σὺν οἰκτρᾶι περιβαλεῖν σωτηρίαν,
305 ὡς τὰ ξένων πρόσωπα φεύγουσιν φίλοις
ἓν ἦμαρ ἡδὺ βλέμμ᾽ ἔχειν φασὶν μόνον.
τόλμα μεθ᾽ ἡμῶν θάνατον, ὃς μένει σ᾽ ὅμως.
προκαλούμεθ᾽ εὐγένειαν, ὦ γέρον, σέθεν·
τὰς τῶν θεῶν γὰρ ὅστις ἐκμοχθεῖ τύχας
310 πρόθυμός ἐστιν, ἡ προθυμία δ᾽ ἄφρων·
ὃ χρὴ γὰρ οὐδεὶς μὴ χρεὼν θήσει ποτέ.
ΧΟ. εἰ μὲν σθενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων
ἦν τίς σ᾽ ὑβρίζων, ῥαιδίως ἔπαυσά τἄν·
νῦν δ᾽ οὐδέν ἐσμεν. σὸν δὲ τοὐντεῦθεν σκοπεῖν
315 ὅπως διώσηι τὰς τύχας, Ἀμφιτρύων.
***
ΜΕΓ. Ω γέροντες, σας επαινώ· τι για τους φίλους
οι φίλοι να οργίζονται δίκαια πάντα πρέπει·
μα με τον βασιλιά για μας σεις θυμωμένοι
μην πάθετε κάνα κακό! Και συ, Αμφιτρύων,
τη γνώμη μου άκουσε, αν θαρρείς πως κάτι λέγω.
280 Αγαπώ τα παιδάκια μου· γιατί πώς όχι,
αφού τα γέννησα και πόνεσα; και το ᾽χω
φριχτό το να πεθάνουνε· μα στην ανάγκη
οπού αντιστέκεται, θαρρώ, τρελός πως είναι.
Και μια το να πεθάνουμε ανάγκ᾽ είναι, πρέπει
να μη μας κάψουν στη φωτιά για να γελούνε
οι εχθροί, κι αυτό χειρότερο απ᾽ τον θάνατο είναι.
Γιατί πολλές τιμές χρωστούμε στο παλάτι·
εσύ μεν έλαβες καλή δόξα στη μάχη,
ώστε δεν πρέπει ν᾽ αποθάνεις φοβισμένος·
290 και φανερό είναι πως ο δοξασμένος μου άντρας
δεν θα θελήσει να τα σώσει τα παιδιά του
ατιμασμένα, γιατί οι ευγενικοί πατέρες
για των παιδιώνε τους πονούν την ατιμία,
κι εγώ τον άντρα μου να μιμηθώ μου πρέπει.
Και ιδές πώς τις ελπίδες σου εγώ τις ξετάζω.
Θαρρείς πως θά ᾽ρθει απ᾽ τη γη πίσω πάλι ο γιος σου·
και ποιός νεκρός ξανάρθε πίσω από τον Άδη;
ή θα τον μαλακώσουμε αυτόν με τα λόγια;
Καθόλου! απ᾽ τον σκληρόν εχθρό πρέπει να φεύγεις
300 και στους σοφούς να υποχωρείς και αναθρεμμένους
καλά, γιατί ευκολότερα έτσι ό,τι σου αρέσει
θα το πετύχεις στο φιλότιμο αν τους φέρεις.
Και τώρα μου ᾽ρθε αν πρέπει με τα παρακάλια
των παιδιών να ζητήσουμε την εξορία,
αλλά κακό κι αυτό, τη σωτηρία να ντύσεις
με φτώχεια· τι μη βρίσκοντας οι ξένοι φίλους,
μια μέρα μόνο, λεν, γι᾽ αυτούς μπορεί να φέξει.
Τόλμα με μας τον θάνατο που σε προσμένει!
Ω γέρο, σου θυμίζω την καλή γενιά σου·
κι όποιος ζητάει τους θεούς να βιάσει να του δώσουν
310 την ευτυχία, ανόητ᾽ είναι η επιθυμιά του·
τι δεν μπορεί κανείς ν᾽ αλλάξει την ανάγκη.
ΧΟΡ. Αν είχα δυνατά τα μπράτσα και κανένας
σ᾽ έβριζε, θα τον έκαμνα μεμιάς να παύσει·
τώρα δεν είμαι τίποτε· από δω και πέρα
την τύχη σκέψου μόνος σου να οικονομήσεις.