Στούς στίχους πού ἔχουν σωθεῖ ἀπό τό ποίημα τοῦ Παρμενίδη, οἱ στίχοι 50-61, μέ τούς ὁποίους κλείνει τό ἀπόσπασμα 8, σημειώνουν μιά καμπή. Τό πρῶτο μέρος τοῦ ποιήματος εἶχε μιλήσει γιά τό Ὄν (τό ἐόν) (ἀποσπ. 8, στ. 19, στ. 32, στ. 35· ἤδη ἀποσπ. 4, στ. 2) καί τό ἀδύνατο ταῆς ὕπαρξης τοῦ ὁλοσχεροῦς Μή Ὄντος (ἀποσπ. 8, στ. 7). Τό Ὄν ἀποκαλύπτεται καθώς ἀναδύεται ὡς λόγος (φάσις) (ἀποσπ. 8, στ. 35), ὡς σκέψη {νόημα) (στ. 33 - 35), ὡς ἀλήθεια (ἀληθείη) (στ. 51). Παραμένει ὁμως ὁ Παρμενίδης σέ ἕναν καθαρό στοχασμό πάνω στό Ὄν καί στά χαρακτηριστικά τοῦ Ὄντος; Πολλοί στοχαστές, φιλόσοφοι ἤ ἱστορικοί ταῆς φιλοσοφίας, ὑποστήριξαν, λανθασμένα, τήν ἄποψη αὐτή. Πραγματικά, αὐτό πού πρόκειται νά δείξουμε εἶναι ὅτι ὁ λόγος γιά τό Ὄν δέν ἔχει νόημα παρά μόνον ὡς θεμέλιο ἕνος λόγου γιά τόν Κόσμο. Μετά τόν γεμάτο πίστη λόγο (λόγος πιστός) (ἀποσπ. 8, στ. 50 πρβλ. ἀποσπ. 1, στ. 30) πού ἀφοροῦσε τήν Ἀλήθεια ἤ τό Ὄν, ὁ Παρμενίδης, δίχως νά ἀρκεστεῖ, ὅπως πολύ συχνά ἔχει πιστευθεῖ, στό νά καταγγείλει τίς ἀπατηλές γνῶμες τῶν θνητῶν, διατυπώνει μέ σαφήνεια κρίσεις (γνώμη) (ἀποσπ. 8, στ. 61) πού ἐπιτρέπουν νά γνωσθεῖ, στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, ὁ Κόσμος. Ὁ Παρμενίδης, στό δεύτερο μέρος τοῦ ποιήματος, ἀπό τό ἀπόσπασμα 8, στ. 50-61, μέχρι τό ἀπόσπασμα 19, ἐπικρίνει μέν σαφῶς ὁρισμένες λανθασμένες ἀντιλήψεις γιά τόν Κόσμο καί τό “Σύμπαν” (πᾶν) (ἀποσπ. 9, στ. 3), δέν παραλείπει ὁμως νά σκιαγραφήσει τή δική του ἀντίληψη γιά τόν Κόσμο.
Τό ὅτι τό σχέδιο τοῦ Παρμενίδη ἦταν νά μιλήσει ὄχι μόνο γιά τό Ὄν ἀλλά καί γιά τόν Κόσμο, τό μαρτυροῦν κατ’ ἀρχάς, ἄν τούς ξαναδιαβάσει κανείς στό σύνολό τους, οἱ ἴδιοι οἱ ἀρχαῖοι ἕλληνες φιλόσοφοι.
Ἄς δοῦμε πρῶτα τόν Πλάτωνα. Βέβαια γιά τόν Πλάτωνα ὁ “βαθύς” Παρμενίδης (Θεαίτητος, 183Ε) εἶναι πάνω ἀπ’ ὁλα ὁ φιλόσοφός της ἑνότητας τοῦ Ὄντος (Σοφιστής, 237Ε, 242C, 244Ε). Ἄλλα ὁ Παρμενίδης γιά τόν Πλάτωνα εἶναι ἐπίσης ἕνας στοχαστής πού, ἀκολουθώντας τήν παράδοση τοῦ Ἡσίοδου, μίλησε γιά τή “γένεση” — λ.χ. γιά τή γένεση τοῦ θεοῦ Ἔρωτα· Δύο λόγοι τοῦ Συμποσίου ἀναφέρονται σ’ αὐτήν. Πρῶτα ὁ λόγος τοῦ Φαίδρου: Ὅσο γιά τόν Παρμενίδη, νά τί λέει γιά τή γένεση: ὁ πρῶτος ἀπ’ ὅλους τούς θεούς πού ἀντίκρισε [ἤ Θεά] ἦταν ὁ Ἔρως”. Ὕστερα, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Ἀγάθωνα: «Δηλώνω ὅτι ὁ Ἔρως εἶναι ὁ νεότερος ἀπό τους θεούς καί ὅτι ἡ νεότητά του εἶναι αἰώνια· καί ὅτι ἀντίθετα ὅλες αὐτές οἱ παλαιές ἔριδες, πού διηγοῦνται (λέγουσιν) γιά τούς θεούς ὁ Ἡσίοδος καί ὁ Παρμενίδης, ἀφοροῦϋν μᾶλλον τήν Ἀνάγκη καί ὄχι τόν Ἔρωτα, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἀληθεύουν τά λόγια τους (εἰ ἐκεῖνοι ἀληθῆ ἔλεγον)» Αὐτές οἱ δύο περικοπές τοῦ Συμποσίου μᾶς δείχνουν πῶς ὁ Παρμενίδης, στό δεύτερο μέρος τοῦ ποιήματος (πρβλ. τό ἀποσπ. 13 σχετικά μέ τόν Ἔρωτα), διατύπωνε ὄχι τίς γνῶμες ἄλλων γιά τόν Κόσμο, ἀλλά αὐτό πού στόν ἴδιο φαινόταν οὐσιαστικό νά σκεφτεῖ κανείς σχετικά μέ τόν Κόσμο καί τήν προέλευσή του.
Ἀρκετά χωρία τοῦ Ἀριστοτέλη ἀποτελοῦϋν μιά δεύτερη ἐξίσου σαφῆ μαρτυρία, πού δείχνει ἕναν Παρμενίδη στοχαστή τοῦ Κόσμου. Στό βιβλίο Α, κεφάλαιο 4, τῶν Μετά τά Φυσικά, στό σημεῖο πού γίνεται ἀναφορά στούς στοχαστές οἱ ὁποιοι, ὅπως ὁ Ἀναξαγόρας, θέτουν τόν νοῦν ταυτόχρονα ὡς αἴτιο τῆς ὀμορφιᾶς καί τῆς κίνησης τῶν ὄντων, ὁ Ἀριστοτέλης μέ τή σειρά τοῦ βάζει πλάι πλάι τόν Ἡσίοδο μέ τόν Παρμενίδη, ὡς στοχαστές πού ἔχουν θέσει τόν ἔρωτα ἤ τήν ἐπιθυμία ὡς ἀρχές τῶν ὄντων. Ὁ Ἀριστοτέλης παραθέτει ἐδῶ τους στίχους 116-120 τῆς Θεογονίας τοῦ Ἡσίοδου:
Πρίν ἄπ’ ὁλα ἔγινε τό Χάος,
Ὕστερα ἡ πλατύστηθη Γῆ,
Καί ὁ ’Ἔρωτας πού λάμπει ἀνάμεσα σ’ ὁλους τους ἀθανάτους.Παράλληλα, ὁ Ἀριστοτέλης παραθέτει τό στίχο τοῦ Παρμενίδη πού περιέχεται στό Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνα, στό 178β, καί ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τό ἀπόσπασμα 13 τοῦ ποιήματος τοῦ Παρμενίδη. Μαζί μ’ αὐτό τό κείμενο πάνω στή γέννηση τοῦ Ἔρωτα καί στή γέννηση ὅλων τῶν πραγμάτων ἀπό τόν Ἔρωτα, καί ἄλλα χωρία τοῦ βιβλίου Α τῶν Μετά τά Φυσικά δείχνουν ἀκόμα πώς ὁ Παρμενίδης, στό δεύτερο μέρος τοῦ ποιήματός του, ἀφοῦϋ εἶχε μιλήσει γιά τήν ἑνότητα τοῦ Ὄντος, δεχόταν ἕναν δυϊσμό αἰτίων σάν βάση γιά τήν κατανόηση τοῦ κόσμου. «Ἀνάμεσα σ' αὐτούς πού κηρύσσουν τήν ἑνότητα τοῦ Σύμπαντος, κανένας δέν ἔφτασε στή σύλληψη τοῦ [ποιητικοῦ] αἰτίου, ἐκτός ἴσως ἀπό τόν Παρμενίδη, ἀλλά καί αὐτός στό μέτρο πού δέχεται πώς δέν ὑπάρχει μόνο ἕνα αἴτιο ἀλλά, κατά μία ὁρισμένη ἔννοια, δύο.» Καί ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει πώς, γιά τούς φιλοσόφους πού δέχονται παραπάνω ἀπό ἕνα στοιχεῖο, ὅπως τό θερμό καί τό ψυχρό ἤ τό πῦρ καί τή γῆ, εἶναι εὔκολο νά ἀποδώσουν στό Πῦρ τήν “κινητική φύση” καί στή Γῆ τήν “ἀντιτιθέμενη παθητικότητα”. Σ' ἕνα ἄλλο χωρίο τοῦ βιβλίου Α, ὁ Ἀριστοτέλης ἐπανέρχεται σ’ αὐτόν τόν δυϊσμό τῶν αἰτίων γύρω ἀπό τόν ὁποιο κινεῖται ἡ κοσμολογία τοῦ Παρμενίδη. «Πεπεισμένος ὅτι, ἔξω ἀπό τό Ὄν, τό Μή Ὄν δέν ὑπάρχει, ὁ Παρμενίδης πιστεύει ὅτι κατανάγκη μόνο ἕνα πράγμα ὑπάρχει, δηλαδή τό ἴδιο τό Ὄν . . . ἀλλά ἀναγκασμένος νά συμμορφωθεῖ μέ τά γεγονότα (ἀκολουθεῖν τοῖς φαινομένοις), νά παραδεχτεῖ ταυτόχρονα τή λογική ἑνότητα καί τήν αἰσθητή πολλαπλότητα (πλείω κατά τήν αἴσθησιν), ὁ Παρμενίδης καταλήγει νά θέσει δύο αἴτια, δύο ἀρχές (δύο τάς αἰτίας τίθησι): τό Θερμό καί τό Ψυχρό.» Ἔτσι, ὁ Παρμενίδης, κατά τόν Ἀριστοτέλη, δέν ὑπῆρξε μόνον ὁ στοχαστής τοῦ ἑνός Ὄντος. Ὑπῆρξε ἐξίσου στοχαστής τῆς γένεσης, τῆς πολλαπλότητας, καί εἰδικότερα ὁ στοχαστής τοῦ Ἔρωτα καί τῆς Ἐπιθυμίας.
Μετά τή μαρτυρία τῶν φιλοσόφων τοῦ 4ου αἰώνα, ἄς ἔρθουμε στή μαρτυρία τῶν μεταγενέστερων ἑλλήνων σχολιαστῶν. Καί αὐτοί ἐπισήμαναν τή διπλή φύση τῆς ἔρευνας τοῦ Παρμενίδη, καί ἔδειξαν πώς ὁ στοχαστής τοῦ Ὄντος ὑπῆρξε ἐπίσης καί στοχαστής τοῦ Κόσμου. Ἄς δοῦμε στά Ἠθικά τοῦ Πλουτάρχου, τό Πρός Κωλώτην. Ὁ Παρμενίδης, σύμφωνα μέ τόν Πλούταρχο, ἀντίθετα μέ ὅσα βεβαίωνε ὁ Κωλώτης, δέν καταργεῖ οὔτε τό Πῦρ οὔτε τό Ὕδωρ, οὔτε τίς πόλεις πού βρίσκονται στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀσία. Ὁ Παρμενίδης μάλιστα “συντάσσει τήν τάξη τοῦ κόσμου” (διάκοσμον πεποίηται) καί, ἀναμειγνύοντας ὡς Στοιχεῖα τό λαμπρόν καί τό σκοτεινόν, συγκροτεῖ ξεκινώντας ἀπ' αὐτά καί διαμέσου αὐταῶν “ὅλα τά φαινόμενα” (τά φαινόμενα πάντα). Ὁ Παρμενίδης “εἶπε πολλά” (εἴρηκε πολλά) σχετικά μέ τή Γῆ, τόν Οὐρανό, τόν Ἥλιο, τή Σελήνη, τούς Ἀστέρες· ὁ Παρμενίδης ἀφηγήθηκε τήν γένεσιν τῶν ἀνθρώπων. Ὄντας ἀρχαῖος στοχαστής τῆς Φύσης, ἀλλά καί στοχαστής πρωτότυπος, δέν ἄφησε ἔξω ἀπό τή σκέψη του “τίποτε ἀπό τά σημαντικά”. Πρίν ἀκόμη ἀπό τόν Σωκράτη καί τόν Πλάτωνα, διέκρινε ὅτι ἡ Φύση περιλαμβάνει κάτι δoξαστόν καί κάτι νοητόν. Αὐτό τό ὁποῖο συλλαμβάνεται ἀπό τήν δόξαν εἶναι ἀσταθές καί ἀπατηλό (ἀβέβαιον καί πλανητόν), εἶναι ὁ χῶρος τῆς αὔξησης καί τῆς φθορᾶς, εἶναι αὐτό πού διαφέρει ἀνάλογα μέ τά διάφορα πρόσωπα καί δέν εἶναι ποτέ τό ἴδιο γιά τό ἴδιο πρόσωπο, πράγμα πού ὀφείλεται στήν αἴσθησιν· τό νοητό ἀντίθετα ἔχει ὡς ἀντικείμενο τό οὐλομελές, τό ἀτρεμές, τό ἀγένητον. Ὁ λόγος γιά τό Ὄν τό δηλώνει ὡς ἕνα· ἀλλά δέν εἶναι μέ κανέναν τρόπο “ἡ κατάργηση τῶν πολλαπλῶν καί αἰσθητῶν πραγμάτων”, ἀλλά “κατάδειξη τῆς διαφορᾶς τους σέ σχέση μέ τό νοητό”. Ἔτσι σύμφωνα μέ τόν Πλούταρχο, ὁ Παρμενίδης προσανατολίζει τό στοχασμό του καί πρός τόν Κόσμο καί πρός τό Ὄν.
Ἄς ἔρθουμε τέλος καί στή μαρτυρία ἐκείνου, χάρη στόν ὁποῖο μᾶς εἶναι γνωστά πολλά τμήματα τοῦ ποιήματος τοῦ Παρμενίδη, δηλαδή στή μαρτυρία τοῦ Σιμπλίκιου στά σχόλιά του στόν Ἀριστοτέλη. Σ’ ἕνα ἀπό τά χωρία τοῦ Ὑπομνήματος εἰς τά Φυσικά, στό ὁποῖο ὁ Σιμπλίκιος παραθέτει τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἀποσπάσματος 8, ἐκεῖ ὁπου ὁ Παρμενίδης ἀρχίζει νά μιλάει γιά τόν Κόσμο, ὁ Σιμπλίκιος ἐπιμένει στήν “ἀψευδή” φύση τοῦ παρμενίδειου λόγου σχετικά μέ τόν Κόσμο. Ὁ Σιμπλίκιος (Φυσικά, σ. 38 - 39) ἀναφέρεται στόν Ἀλέξανδρο: κατ’ αὐτόν “σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τῶν πολλῶν καί σύμφωνα μέ τά φαινόμενα”, ὁ Παρμενίδης, μιλώντας ὡς Φυσικός, δέν ὑποστήριζε πιά ὅτι τό Ὄν εἶναι ἕνα, οὔτε ὅτι εἶναι ἀγένητο, ἀλλά ἔθετε (ὑπέθετο) τό Πῦρ καί τή Γῆ ὡς ἀρχάς τῶν γινομένων, θέτοντας (ὑποτιθείς) ἀπό τή μιά μεριά τή Γῆ ὡς ὕλη, καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά τό Πῦρ ὡς ποιητικό αἴτιο· καί, κατά τόν Ἀλέξανδρο, ὁ Παρμενίδης ὀνομάζει τό Πῦρ φῶς καί τή Γῆ σκότος. Ἔτσι, ἔχοντας ἀναφέρει τά λόγια αὐτά τοῦ Ἀλέξανδρου, ὁ Σιμπλίκιος σχολιάζει μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο: “Ἄν ὁ ’Ἀλέξανδρος, ἀκολουθώντας τή γνώμη τῶν πολλῶν καί τά φαινόμενα, ἀντιλήφθηκε ὅτι ὁ Παρμενίδης ὀνομάζει δοξαστόν τό αἰσθητόν, σωστά πιστεύει”· ἀλλά προσθέτει ὁ Σιμπλίκιος: “ἄν ο Ἀλέξανδρος θεωρεῖ τούς λόγους αὐτούς ψευδεῖς σέ κάθε τούς σημεῖο (ψευδεῖς πάντι]) καί ἄν θεωρεῖ ὅτι ψευδῶς λέγεται ὅτι τό Φῶς ἤ τό Πῦρ εἶναι τά ποιητικά αἴτια, τότε ὁ Ἀλέξανδρος κάνει λάθος (οὐ καλῶς οἴεται)”. Ὅ Σιμπλίκιος παραθέτει τότε τό ἀπόσπασμα 8, στ. 50 ἕως 61, σχετικά μέ τίς δύο ρίζες τοῦ Κόσμου, ὕστερα τό ἀπόσπασμα 12, στ. 1 ἕως 3 σχετικά μέ τούς δακτυλίους τοῦ Πυρός πού σχηματίζουν τόν Οὐρανό, καί τέλος τό ἀπόσπασμα 13 ὁπου ὁ Ἔρως ἀναφέρεται ὡς πρώτιστος θεῶν ὁ Σιμπλίκιος προσθέτει ἀκόμη μερικές ἐνδείξεις πού ἀφοροῦν τήν παλιγγενεσία τῶν ψυχῶν ἀνάμεσα στό ἀειδές καί τό ἐμφανές (σ. 39, στ. 14 - 20). Τά σχόλια αὐτά σχετικά μέ τόν Κόσμο κατά Παρμενίδη τοῦ φαίνονται ἀναγκαΐα, “ἐξαιτίάς της τρέχουσας ἄγνοιας τῶν ἀρχαίων κειμένων” (ὁ.π.. στ. 21 - 22). Ἔτσι γιά τόν Σιμπλίκιο τό νά ἀποσπασθεῖ κανείς ἀπό τή λήθη τοῦ Ὄντος δέν πρέπει νά ὁδηγεῖ στή λήθη τοῦ Κόσμου.
Μέ βάση ὅλα αὐτά, μπορεῖ νά ἐκτιμήσει κανείς μέχρι ποιό σημεῖο οἱ σύγχρονοι σχολιαστές ἔχουν παρανοήσει τό νόημα τῶν ἀποσπασμάτων πού ἀποτελοῦν τό δεύτερο μέρος τοῦ ποιήματος. Οἱ ἀνάλυσεις τοῦ L. Robin δέν ἀποτελοῦν παρά ἕνα μόνο παράδειγμα ἀνάμεσα σέ πολλά ἄλλα. Γιά τόν L. Robin, μέ τό νά περάσει κανείς στίς γνῶμες τῶν θνητῶν, ἐγκαταλείπει μία φυσική τοῦ νοητοῦ γιά μιά φυσική τοῦ αἰσθητοῦ, δηλαδή μιά φυσική “πού δέν περιλαμβάνει λογικούς προσδιορισμούς”. “Αὐτόν τόν λαθεμένο δρόμο, ἄν πρέπει κανείς νά τόν ἀποφύγει, θά πρέπει ἐπίσης νά τόν γνωρίσει προληπτικά.” Βέβαια, ὁ Robin ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τοῦ ὅτι ἡ φυσική θεωρία ἐκτίθεται “μέ διεξοδικό τρόπο”. Ὡστόσο δέν βλέπει σ’ αὐτήν παρά σκέψεις πού ἀνήκουν σέ ἄλλους. Ἀναμφίβολα “εἶναι πιθανό ὅτι ὁ Παρμενίδης ἐξέθεσε συγκεκριμένες γνῶμες ἄλλων”: ἴσως νά ἐπρόκειτο γιά τίς γνῶμες τῶν ἴδιων τῶν Πυθαγορείων, τῶν ὁποίων θά γνωρίζαμε ἔτσι τή φυσική θεωρία γιά τήν ὁποία τόσο λίγα γνωρίζουμε· ἴσως νά ἐπρόκειτο ὅμως καί γιά ἕνα εἶδος πρώιμης δοξογραφίας ἤ ἀκόμη καί γιά παράρτημα τῆς διδασκαλίας τῆς ἴδιας του τῆς θεωρίας: πράγμα πού θά ἐξηγοῦσε τήν παρουσία τῶν “χαρακτηριστικῶν ἀπόηχων” τῶν θεωριῶν τοῦ Ἀναξίμανδρου καί τοῦ Ἀναξιμένη καί τήν ἀπουσία “ὁρισμένων χαρακτηριστικά πυθαγόρειων δογμάτων”.
Οἱ ἀναλύσεις αὐτές τοῦ L. Robin ἔχουν ὡστόσο τό μειονέκτημα ὅτι λησμονοῦν τό θεμελιῶδες ἔργο τοῦ Κ. Reinhardt πάνω στόν Παρμενίδη. Ἡ πρωτοτυπία τοῦ Reinhardt ἦταν ὅτι δέν δικαιώνει καμιά ἀπό τίς ἀντκρουόμενες κριτικές ἑρμηνεῖες πού ἀφοροῦν τό δεύτερο μέρος τοῦ ποιήματος. Γιατί τά λόγια της Δόξης δέν πρέπει νά τά ἐκλάβει κανείς οὔτε μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελοϋν μιά ὑποθετική ἀνάπτυξη, ὅπως πίστευε ὁ Gomperz, οὔτε μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀσκοῦν μιά πολεμική. Ἔτσι, τό τέλος τοῦ ἀποσπάσματος 1 θά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπιστεῖ ὅπως ἔκαναν, μετά τόν Reinhardt, πρῶτα ὁ Heidegger καί μετά ὁ J. Beaufret, στήν εἰσαγωγή καί στή μετάφρασή του τοῦ ποιήματος τοῦ Παρμενίδη. Ὅταν ὁ Παρμενίδης μιλάει γιά τήν ἀνάγκη νά μελετήσει τά δοκοῦντα (ἀπόσπασμα 1, στ. 31), δέν μιλάει γιά τίς λανθασμένες γνῶμες τῶν θνητῶν (δόξαι) (ο.π., στ. 30), ἀλλά γιά τήν πολύχρωμη ποικιλία τῶν πραγματικοτήτων στό μέτρο πού θεμελιώνονται στό Ὄν καί ἀποτελοῦν ἀντικείμενα τῆς ὀρθῆς δόξης. Τά δοκοῦντα, λέει ὁ J. Beaufret, εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἁπλά φαινόμενα — ὅπως εἶναι ἀργότερα στόν Πλάτωνα — : “Εἶναι τά ἴδια τά πράγματα” (ὁ.π., σ. 33). Σ’ αὐτήν τήν κατεύθυνση, ὁ Heidegger πρόσφερε ὁλο τό βάθος τῆς σκέψης του στίς ἀναλύσεις τοῦ Reinhardt: Ό Κ. Reinhardt γιά πρώτη φορά συνέλαβε καί ἔλυσε τό τόσο πολυσυζητημένο πρόβλημα τῶν δύο μερῶν τοῦ φιλοσοφικοῦ ποιήματος τοῦ Παρμενίδη, μολονότι δέν δείχνει ἔκδηλα τό ὀντολογικό θεμέλιο πού ποοϋποθέτει ἡ σύνδεση τῆς ἀλήθειας μέ τήν δόξαν, οὔτε τήν ἀναγκαιότητα αὐτοῦ τοῦ θεμελίου”.
Ἐπίσης ὁ ἴδιος ὁ Παρμενίδης, στό Σχέδιο τοῦ ποιήματος πού περιέχεται στό τέλος τοῦ ἀποσπάσματος 1, μᾶς ὑποδηλώνει αὐτό τό ὁποῖο εἶχαν διακρίνει πολύ καλά ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλούταρχος καί ὁ Σιμπλίκιος, καί τό ὁποιο ἐπρόκειτο νά συσκοτίσουν οἱ σχολιαστές τοῦ 19ου αἰώνα. Τό δεύτερο μέρος τοῦ ποιήματος, ἡ μελέτη τοῦ Κόσμου, συγκροτεῖται καί θεμελιώνεται μέ βάση τό πρῶτο μέρος, τή μελέτη τοῦ Ὄντος. Μιά θετική Κοσμολογία ἀπορρέει ἀπό τήν Ὀντολογία. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σέ τρεῖς, ἀντί γιά τέσσερις, δρόμους. Ὁ πρῶτος συνίσταται στό νά συλλάβει κανείς τήν Ἀλήθεια καί τό Ὄν, ὁ δεύτερος στό νά κρίνει τίς γνῶμες (δόξαι) τῶν θνητῶν σχετικά μέ τό Ὄν, ὁ τρίτος στό νά κρίνει τίς γνῶμες τῶν θνητῶν σχετικά μέ τά δοκοῦντα, ὁ τέταρτος στό νά διατυπώσει τή θεμελιωμένη Δόξαν πού περιβάλλει τό γίγνεσθαι, μέ ἄλλα λόγια τόν Κόσμο. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῶν στίχων 28 - 32 τοῦ ἀποσπάσματος 1:
“
Πρέπει νά τά γνωρίσεις ὅλα, τήν ἄτρομη καρδιά τῆς ὁλοστρόγγυλης Ἀλήθειας, ἀλλά καί τίς γνῶμες τῶν θνητῶν στίς ὁποῖες δέν μπορεῖς νά ἐμπιστευτεῖς ὅτι ὑπάρχει ἀλήθεια. Μάθε ὁμως ἀκόμη πώς ἡ σεβαστή-ποικιλία-αὐτοῦ-πού-φαίνεται (τά δοκοῦντα) θά’πρεπε νά ἀποτελέσει μιά παρουσία ἄξια νά γίνει ἀποδεκτή (δοκίμως εἶναι), ἁπλώνοντας τήν κυριαρχία της σέ ὅλα τά πράγματα”.
Αὐτές οἱ προκαταρκτικές ἀναλύσεις σχετικά μέ τή διάταξη τοῦ ποιήματος καί τή θετική καί διόλου κριτική στάση τῶν στοχασμῶν τοῦ Παρμενίδη σχετικά μέ τόν Κόσμο θά μᾶς ἐπιτρέψουν νά διαβάσουμε μέ περισσότερο συνεπῆ τρόπο ὁρισμένα διφορούμενα χωρία τοῦ δεύτερου μέρους τοῦ ποιήματος.
Στό ἀπόσπασμα 8, στ. 50 ἕως 52, διαβάζουμε:
Ἐν τῷ σοί παύω πιστόν λόγον ἠδέ νόημα
ἀμφίς ἀληθείης· δόξας δ' ἀπό τοῦδε βροτείας
μάνθανε κόσμον ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλόν ἀκούων.
Ἐδῶ ὁλες οἱ μεταφράσεις στίς βασικές τους γραμμές συμπίπτουν: “Ἐδῶ σοῦ τελειώνω τόν ἀξιόπιστο λόγο μου καί τό στοχασμό μου σχετικά μέ τήν ἀλήθεια· ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς μάθε τίς γνῶμες τῶν θνητῶν παρακολουθώντας τήν ἀπατηλή τάξη τῶν λόγων μου”.
Σχετικά μέ τό “τήν ἀπατηλή τάξη τῶν λόγων μου” (στ. 52), ὁ Taran χρησιμοποιεῖ τίς ἴδιες ἀναφορές μέ ἐκεῖνες τοῦ Diels: (ο.π., σ. 92): ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Σόλωνα, ἕνα ὀρφικό ἀπόσπασμα τό ὁποῖο παραθέτει ὁ Πλάτων στόν Φίληβο (66C), ἕνα στίχο τοῦ Ἐμπεδοκλῆ (ἀπόσπασμα 17, στ. 26). Ἀλλά ἡ πραγματική δυσκολία τοῦ στίχου καί τοῦ νοήματος τοῦ χωρίου δέν βρίσκεται διόλου σ' αὐτο τό σημεῖο τοῦ στίχου. Ἡ πραγματική δυσκολία βρίσκεται στό νόημα τῆς λέξης κόσμος στό στίχο 52, ἄν συσχετίσει κανείς τό στίχο αὐτό μέ τούς στίχους μέ τούς ὁποίους καταλήγει ἡ ἀνάπτυξη τοῦ θέματος, καί εἰδικότερα μέ τό στίχο 60, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνει τόν ὅρο διάκοσμος. Φαίνεται ἀπαράδεκτο, τόσο γλωσσολογικά ὁσο καί φιλοσοφικά, τό νά μή συνδέσει κανείς τόν κόσμον μέ τόν διάκοσμον.
Ἄν τό κάνουμε αὐτό, προκύπτει μιά ἐντελῶς ἄλλη ἄναγνωση τῶν στίχων 51 - 52, μιά ἀνάγνωση ἀπείρως ἰκανοποιητικότερη γιά τήν κατανόηση τῆς παρμενίδειας ἀντίληψης γιά τόν Κόσμο.
Θά πρέπει πρῶτον οἱ λέξεις μάνθανε κόσμον νά διαβαστοῦν μαζί: “μάθε τόν κόσμο” (στ. 52).
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά θά πρέπει νά ἐννοήσουμε μετά τό ἐπίθετο ἀπατη- λόν τό οὐσιαστικό λόγον. ’Ἀπέναντι στόν πιστόν λόγον (στ. 50), ὑπάρχει ἕνας ἀπατηλός λ.ὄγος (στ. 52).
Τέλος θά πρέπει, διαβάζοντας τό δόξας βοοτείας ὡς αἰτιατική τῆς ἀνά- φορᾶς, νά καταλάβουμε ὅτι ἀκριβῶς “σέ σχέση μέ τίς γνῶμες τῶν θνητῶν” ἐπιθυμεῖ ὁ Παρμενίδης νά διατυπώσει ἕνα λόγο γιά τόν κόσμο πού μέ κανέναν τρόπο δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἐσφαλμένος καί πού δέν ἀποκλείει μερικές πιθανότητες προσεγγιστικῆς ἀκρίβειας· ἕναν προσεγγιστικό λόγο (ἀπατηλός), ὅπως περίπου θά μιλήσει ἀργότερα ὁ Πλάτων γιά τήν ὀρθήν δόξαν τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου ἤ ὁ Bachelard γιά μιά “προσεγγιστική γνώση” τῶν φαινομένων.
Μέ βάση αὐτές τίς πρῶτες γλωσσολογικές καί φιλοσοφικές παρατηρήσεις, μιά περισσότερο συνεπής μετάφραση τοῦ θεμελιώδους αὐτοῦ χωρίου θά ἦταν ἡ ἀκόλουθη:
«Ἐδώ σού τελειώνω τόν ἀξιόπιστο λόγο μου καί τό στοχασμό μου σχετικά μέ τήν Ἀλήθεια. Ἀπό δῶ καί στό ἑξῆς, καί ὅσον ἀφορᾶ τίς γνῶμες τῶν θνητῶν, μάθε τήν Τάξη τοῦ Κόσμου ἀκούγοντας μέσα ἀπό τά λόγιά μου ἕνα Λόγο πού εἶναι δυνατόν νά ἀπατήσει.»
Ἔτσι, αὐτή ἡ “τάξη τοῦ κόσμου” (κόσμος) (στ. 52) ἀποτελεῖ προείκασμα τῆς “ἀνάπτυξης τῆς τάξης τοῦ κόσμου” (διάκοσμος) τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ στίχος 60 τονίζοντας τόν ὑψηλό βαθμό ἀληθοφάνειας πού τή διακρίνει (ἐοικότα) (στ. 60), τονίζοντας δηλαδή τό χαρακτήρα τῆς οἰονεί -προφάνειας, τῆς οἰονεί-βεβαιότητας, τῆς οἰονεί-σταθερότητας. Αὐτή τήν “τάξη τοῦ κόσμου” (κόσμος), καθώς καί τήν “ἀνάπτυξη τῆς τάξης τοῦ κόσμου” (διάκοσμος), ὁ Παρμενίδης δέν τήν ὑποθέτει ἁπλῶς. Τή θέτει. Τή βλέπει. “Σοῦ τήν ἀποκαλύπτω” (φατίζω) λέει ὁ στίχος 60, ξαναβρίσκοντας, ὅσον ἀφορᾶ τόν Κόσμο, σχεδόν τόν ἴδιο τύπο ἀποκάλυψης πού εἶχε δεχτεῖ πιό πάνω σέ σχέση μέ τό Ὄν, τό ἰόν, τό ὁποιο εἶναι πεφατισμένον (στ. 35).
To ὅτι πρόκειται γιά μιά σταθερή γνώση, ἀφοῦ εἶναι θεμελιωμένη στό Ὄν, γίνεται προφανές ἀπό πολλές ἐκφράσεις στά ἀποσπάσματα 8 ἕως 19. “Γιά νά μή σέ ξεπεράσει ποτέ ἡ κρίση (γνώμη) τῶν θνητών” (ἄποσπ. 8, στ. 61). “Θά γνωρίσεις (εἴσῃ) τή φωτεινή ἔκταση τοῦ Αἰθέρα… θά γνωρίσεις (εἰδήσεις) ἐπίσης τόν Οὐρανό πού περιβάλλει τά πάντα” (ἀποσπ. 10, στ. 1 στ. 5). Καί τό ἀπόσπασμα μέ τό ὁποῖο κλείνει τό ποίημα, τό ἀποόσπασμά 19, δέν εἶναι λιγότερο καταφατικό, ἀφοῦ λέει ὅτι “σύμφωνα μέ τήν δόξαν” ἀντιλαμβάνεται κανείς πῶς προέκυψαν τά πράγματα (ἔφυ) καί εἶναι τώρα (νῦν ἔασι).
Ἔτσι ὁ κοσμολογικός δυϊσμός Φῶς-Νύχτα δέν ἀποτελεῖ πλανημένη γνώμη τῶν θνητῶν. Εἶναι ἐκλογίκευση τοῦ γίγνεσθαι μέ βάση δύο αἰώνιες ἀρχές, οἱ ὁποῖες θεμελιώνονται στήν ἑνότητα τοῦ Ὄντος. Ἡ θεμελιωμένη δόξα δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τίς πλανερές δόξαι. Ὁ ἀπατηλός λόγος δέν εἶναι διόλου ψευδής λόγος, καί ἡ ἀπάτη δέν εἶναι ψεῦδος. Ὁ Σιμπλίκιος, πού προσπαθοῦσε νά ἀποσπάσει τό βαθύτερο νόημα τοῦ ἀπατηλός (λόγος), τό εἶχε διακρίνει σωστά. Στό ὑπόμνημά του στά Φυσικά, ὁ Σιμπλίκιος ἔδειχνε πράγματι ’ὅτι ὁ δοξαστός καί ἀπατηλός λόγος συγκροτοῦνται μέ βάση τήν Ἀλήθειαν.
Κατά τά ἄλλα, τό δεύτερο μέρος τοῦ ποιήματος βρίσκεται σέ ἁρμονία μέ τό πρῶτο. Πράγματι, στό πρῶτο μέρος ὁ Παρμενίδης ἐπανατοποθετεῖ ἤδη τόν Κόσμο σέ σχέση μέ τό Ὄν. Στό ἀπόσπασμα 4, ὁ κόσμος δέν πρέπει νά νοηθεῖ μόνο ὡς τάξη ἀλλά ἤδη ὡς τάξη τοῦ κόσμου. Ἡ σκέψη δέν πρέπει νά διαλύει τή συνάφεια τοῦ Ὄντος πρός τό Ὄν “ὔτε ἔτσι ὥστε νά τό ἀφήσει νά διαμελιστεῖ μέσα σ’ ἕνα γενικό σκόρπισμα σέ σχέση μέ τήν τάξη τοῦ κόσμου, οὔτε ἔτσι ὥστε νά ἀνασυνταχθεῖ ἐκ τῶν ἔξω”. Ἔτσι ὁ Παρμενίδης θεωρεῖ ἐδῶ τό Ὄν στή σχέση του μέ τό Σύμπαν, δηλαδή ἤδη στή σχέση του μέ τή διάταξη τοῦ κόσμου.
Ό Nietzsche εἶχε λάθος νά λυπᾶται πού δέν ἔβρισκε στόν Παρμενίδη παρά ἕνα στοχασμό πάνω στό Ὄν, στοχασμό πού ξεχνοῦσε τό λαμπύρισμα καί τήν τάξη τοῦ κόσμου. Στοχαστής τῆς ἑνότητας τοῦ Ὄντος, ὁ Παρμενίδης ὑπῆρξε ἐπίσης στοχαστής τοῦ κόσμου, στό μέτρο πού τό γίγνεσθαι βρίσκει ἀκριβῶς τό θεμέλιό του στό Ὄν. Τά πράγματα πού γίγνονται, ἀπέχουν πολύ ἀπό τό νά εἶναι μόνο φαινόμενα, εἶναι πραγματικά. Τά πάντα “εἶναι πλήρη” (πλέον ἔστι) Φωτός καί Νυκτός χωρίς Φῶς (ἀποσπ. 9, στ. 3). Δύο φυσικές ἀρχές, δύο μορφαί (ἀποσπ. 8, στ. 53), ἔχουν δίκαια τεθεῖ μᾶλλον παρά ὑποτεθεῖ ἀπό μερικούς θνητούς (κατέθεντο, ἐθεντο) (ἀποσπ. 8, στ. 53, στ. 55)· μαζί μέ τόν Ἔρωτα (ἀποσπ. 13), οἱ ἀρχές αὐτές συνιστοῦν τήν πραγματική δομή τῶν γιγνομένων πραγμάτων, τή δομή ὅλων τῶν “ὄντων” (ἀπεόντα, παρεόντα) (ἀποσπ. 4, στ. 1)· ἡ αἰωνιότητά τους καί ἡ ταυτότητα πρός τόν ἑαυτό τους (ἑωυτῷ πάντοσε τωὐτόν) (ἀποσπ. 8, στ. 57) συνιστοῦν, στό ἐπίπεδο τῆς πολλαπλότητας τοῦ γίγνεσθαι, τή λάμψη τῆς μίας, αἰώνιας, ταυτόσημης πρός τόν ἑαυτό της ἀρχῆς. Ἔτσι, μετά τόν πιστόν λόγον, ἔρχεται ὁ ἀπατηλός λόγος: ὁ λόγος πού μπορεῖ νά ἀπατήσει εἶναι, ὄντας θεμελιωμένος στό Ὄν, λόγος πού δέν ἀπατᾶ διόλου. Εἶναι, σίγουρα, λειψή γνώση γνώση ἀτελής, γιατί εἶναι γνώση διαφορετική ἀπό τήν καθαρή γνώση τοῦ ἀγενήτου, εἶναι ὡστόσο γνώση ἡ ὁποία, στηριγμένη πάνω στήν κρίση (γνώμη) καί στίς γνῶμες (δόξαι) ὁρισμένων θνητῶν (Ἀναξίμανδρος, Ἄναξιμένης, Πυθαγόρειοι), παραμερίζει τίς πλάνες (ἀποσπ. 8, στ. 54) γιά νά ἀπόσπάσει μία οὐσιαστική ἀποκάλυψη γιά τόν κόσμο (φατίζω) (στ. 60), μία σταθερή δόξα (ἀποσπ. 19, στ. 1), μία σταθερή κρίση (γνώμη) (ἀποσπ. 8, σ. 61) Ἡ γνώση βέβαια παραμένει ἐδῶ στό ἐπίπεδό της ἀληθοφάνειας (διάκοσμον ἐοικότα) (ἀποσπ. 8, στ. 60), ἀλλά μίας στέρεης ἀληθοφάνειας.