Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (3.253-3.328)

Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθέα πάντ᾽ ἀγορεύσω.
255 ἦ τοι μὲν τόδε καὐτὸς ὀΐεαι, ὥς κεν ἐτύχθη,
εἰ ζωόν γ᾽ Αἴγισθον ἐνὶ μεγάροισιν ἔτετμεν
Ἀτρεΐδης Τροίηθεν ἰών, ξανθὸς Μενέλαος·
τῶ κέ οἱ οὐδὲ θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν,
ἀλλ᾽ ἄρα τόν γε κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν
260 κείμενον ἐν πεδίῳ ἑκὰς ἄστεος, οὐδὲ κέ τίς μιν
κλαῦσεν Ἀχαιϊάδων· μάλα γὰρ μέγα μήσατο ἔργον.
ἡμεῖς μὲν γὰρ κεῖθι πολέας τελέοντες ἀέθλους
ἥμεθ᾽· ὁ δ᾽ εὔκηλος μυχῷ Ἄργεος ἱπποβότοιο
πόλλ᾽ Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον θέλγεσκεν ἔπεσσιν.
265 ἡ δ᾽ ἦ τοι τὸ πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικές,
δῖα Κλυταιμνήστρη· φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾽ ἀγαθῇσι.
πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ ἔην καὶ ἀοιδὸς ἀνήρ, ᾧ πόλλ᾽ ἐπέτελλεν
Ἀτρεΐδης Τροίηνδε κιὼν εἴρυσθαι ἄκοιτιν.
ἀλλ᾽ ὅτε δή μιν μοῖρα θεῶν ἐπέδησε δαμῆναι,
270 δὴ τότε τὸν μὲν ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην
κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι,
τὴν δ᾽ ἐθέλων ἐθέλουσαν ἀνήγαγεν ὅνδε δόμονδε.
πολλὰ δὲ μηρία κῆε θεῶν ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
πολλὰ δ᾽ ἀγάλματ᾽ ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε,
275 ἐκτελέσας μέγα ἔργον, ὃ οὔ ποτε ἔλπετο θυμῷ.
ἡμεῖς μὲν γὰρ ἅμα πλέομεν Τροίηθεν ἰόντες,
Ἀτρεΐδης καὶ ἐγώ, φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν·
ἀλλ᾽ ὅτε Σούνιον ἱρὸν ἀφικόμεθ᾽, ἄκρον Ἀθηνέων,
ἔνθα κυβερνήτην Μενελάου Φοῖβος Ἀπόλλων
280 οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνε,
πηδάλιον μετὰ χερσὶ θεούσης νηὸς ἔχοντα,
Φρόντιν Ὀνητορίδην, ὃς ἐκαίνυτο φῦλ᾽ ἀνθρώπων
νῆα κυβερνῆσαι, ὁπότε σπέρχοιεν ἄελλαι.
ὣς ὁ μὲν ἔνθα κατέσχετ᾽, ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο,
285 ὄφρ᾽ ἕταρον θάπτοι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσειεν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ κεῖνος ἰὼν ἐπὶ οἴνοπα πόντον
ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι Μαλειάων ὄρος αἰπὺ
ἷξε θέων, τότε δὴ στυγερὴν ὁδὸν εὐρύοπα Ζεὺς
ἐφράσατο, λιγέων δ᾽ ἀνέμων ἐπ᾽ ἀϋτμένα χεῦε
290 κύματά τε τροφόεντα πελώρια, ἶσα ὄρεσσιν.
ἔνθα διατμήξας τὰς μὲν Κρήτῃ ἐπέλασσεν,
ἧχι Κύδωνες ἔναιον Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα.
ἔστι δέ τις λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη
ἐσχατιῇ Γόρτυνος, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ,
295 ἔνθα Νότος μέγα κῦμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῖ,
ἐς Φαιστόν, μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ᾽ ἀποέργει.
αἱ μὲν ἄρ᾽ ἔνθ᾽ ἦλθον, σπουδῇ δ᾽ ἤλυξαν ὄλεθρον
ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν
κύματ᾽· ἀτὰρ τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους
300 Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ.
ὣς ὁ μὲν ἔνθα πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων
ἠλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους·
τόφρα δὲ ταῦτ᾽ Αἴγισθος ἐμήσατο οἴκοθι λυγρά·
305 ἑπτάετες δ᾽ ἤνασσε πολυχρύσοιο Μυκήνης
κτείνας Ἀτρεΐδην, δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ᾽ αὐτῷ.
τῷ δέ οἱ ὀγδοάτῳ κακὸν ἤλυθε δῖος Ὀρέστης
ἂψ ἀπ᾽ Ἀθηνάων, κατὰ δ᾽ ἔκτανε πατροφονῆα,
Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα.
ἦ τοι ὁ τὸν κτείνας δαίνυ τάφον Ἀργείοισι
310 μητρός τε στυγερῆς καὶ ἀνάλκιδος Αἰγίσθοιο·
αὐτῆμαρ δέ οἱ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
πολλὰ κτήματ᾽ ἄγων, ὅσα οἱ νέες ἄχθος ἄειραν.
καὶ σύ, φίλος, μὴ δηθὰ δόμων ἄπο τῆλ᾽ ἀλάλησο,
κτήματά τε προλιπὼν ἄνδρας τ᾽ ἐν σοῖσι δόμοισιν
315 οὕτω ὑπερφιάλους, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι
κτήματα δασσάμενοι, σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς.
ἀλλ᾽ ἐς μὲν Μενέλαον ἐγὼ κέλομαι καὶ ἄνωγα
ἐλθεῖν· κεῖνος γὰρ νέον ἄλλοθεν εἰλήλουθεν,
ἐκ τῶν ἀνθρώπων, ὅθεν οὐκ ἔλποιτό γε θυμῷ
320 ἐλθέμεν, ὅν τινα πρῶτον ἀποσφήλωσιν ἄελλαι
ἐς πέλαγος μέγα τοῖον, ὅθεν τέ περ οὐδ᾽ οἰωνοὶ
αὐτόετες οἰχνεῦσιν, ἐπεὶ μέγα τε δεινόν τε.
ἀλλ᾽ ἴθι νῦν σὺν νηΐ τε σῇ καὶ σοῖς ἑτάροισιν·
εἰ δ᾽ ἐθέλεις πεζός, πάρα τοι δίφρος τε καὶ ἵπποι,
325 πὰρ δέ τοι υἷες ἐμοί, οἵ τοι πομπῆες ἔσονται
ἐς Λακεδαίμονα δῖαν, ὅθι ξανθὸς Μενέλαος.
λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ἵνα νημερτὲς ἐνίσπῃ·
ψεῦδος δ᾽ οὐκ ἐρέει· μάλα γὰρ πεπνυμένος ἐστίν.»

***
Στον νέο τότε απάντησε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ:
«Παιδί μου, εγώ θα σου μιλήσω, ομολογώντας όλη την αλήθεια.
Καλά το υπέθεσες και μόνος σου τι θα συνέβαινε,
αν ζωντανό τον Αίγισθο μες στο παλάτι τον πετύχαινε,
από την Τροία γυρίζοντας, ο γιος του Ατρέα, ο ξανθός Μενέλαος.
Μήτε νεκρόν δεν θ᾽ άφηνε να τον σκεπάσουν με της γης το χώμα·
έξω απ᾽ την πόλη, απόμακρα, το πεταμένο σώμα του θα σπάραζαν
260 τα όρνια, τα σκυλιά, κι ούτε καμιά γυναίκα αργίτισσα
θα ᾽ταν εκεί για να τον κλάψει — με τέτοιο έγκλημα
που μέσα του μελέτησε μεγάλο.
Όταν εμείς στη μακρινή την Τροία παλεύαμε με τους πολλούς αγώνες
του πολέμου, ήσυχος κι ανενόχλητος αυτός, χωμένος στο ιππόβοτο Άργος,
ξελόγιαζε με τα πολλά του λόγια τη νόμιμη γυναίκα του Αγαμέμνονα.
Εκείνη στην αρχή δεν συναινούσε στο ατιμωτικό του έργο,
η θεία Κλυταιμνήστρα, γιατί είχε ακόμη αγαθό το φρόνημά της.
Ήταν στο πλάι της και κάποιος αοιδός, που, ξεκινώντας ο Ατρείδης
για την Τροία, πολλές φορές παράγγειλε να ᾽χει τον νου του
και τη γυναίκα του να συγκρατεί.
Αλλ᾽ όταν μοίρα του θεού την έδεσε άσχημα, ώσπου να τη δαμάσει,
270 τότε κι ο Αίγισθος ρίχνει τον αοιδό σε κάποιο ερημονήσι,
τον άφησε βορά και λεία των πουλιών,
και θέλοντας αυτός την πήγε εκείνη με τη θέλησή της σπίτι του.
Στο μεταξύ έκαιγε στους θεούς, πάνω στους ιερούς βωμούς, μεριά πολλά,
κρέμασε και πολλά αναθήματα, χρυσαφικά και υφάσματα,
για το μεγάλο του έργο, αυτό που ανέλπιστα έφερε σε πέρας.
Εμείς μαζί αρμενίζαμε, από την Τροία γυρίζοντας,
ο γιος του Ατρέα Μενέλαος κι εγώ, δεμένοι με αμοιβαία αγάπη.
Αλλ᾽ όταν πια κοντέψαμε στο Σούνιο, στον ιερό κάβο των Αθηνών,
τότε αναπάντεχα ο Φοίβος τον κυβερνήτη σκότωσε του Μενελάου,
280 ο Απόλλωνας, ρίχνοντας ανεπαίσθητα τα βέλη του, ενώ κρατούσε
εκείνος στα χέρια το πηδάλιο, κι έτρεχε ακόμη το καράβι —
Φρόντις το όνομά του, γιος του Ονήτορα, που άλλος κανείς στον κόσμο
δεν ήξερε καλύτερά του πώς να κυβερνά το πλοίο,
όταν ξεσπούσε μανιασμένη η θύελλα.
Έτσι, αναγκάστηκε ο Μενέλαος να σταματήσει εκεί, μόλο που βιάζονταν
τον δρόμο του να συνεχίσει· έπρεπε να τον θάψει,
να του προσφέρει του συντρόφου του νεκρώσιμες τιμές.
Αλλά κι αφού κατόπι ανοίχτηκε στο πέλαγο, που έχει το χρώμα του κρασιού,
και βρέθηκε, πλέοντας γοργά με βαθουλά καράβια, στο απόκρημνο όρος
του Μαλέα, ο Δίας τότε, που βροντοφωνεί, αποφασίζει
το ταξίδι του πικρό· έριξε πάνω του ανέμους που σφυρίζουν,
290 σήκωσε φουσκωμένα κύματα, πελώρια σαν βουνά.
Έτσι, τους έκοψε στα δυο, ρίχνοντας τα μισά καράβια στις ακτές της Κρήτης,
όπου και κατοικούν οι Κύδωνες, στις όχθες του Ιαρδάνου.
Είναι ένας βράχος λείος, που στέκει κατακόρυφος στη θάλασσα,
στα πέρατα της Γόρτυνας, στο θολωμένο πέλαγο·
εκεί στον κάβο αριστερά χτυπά ο νοτιάς κύμα μεγάλο,
στα μέρη της Φαιστού· αλλά, μικρός ο βράχος,
αντιστέκεται στο μέγα κύμα.
Εκεί όταν έφτασαν, μόλις που γλίτωσε το πλήρωμα τον όλεθρο·
τα πλοία όμως έγιναν συντρίμμια πάνω στα βράχια από τα κύματα.
Τ᾽ άλλα τους πέντε, καράβια με την πλώρη μελανή,
300 τα συμπαρέσυραν ο άνεμος και το νερό στην Αίγυπτο.
Όσο λοιπόν συνάθροιζε ο Μενέλαος μαλάματα πολλά και πλούτη,
με το καράβι του περιπλανώμενος σ᾽ αλλόγλωσσους ανθρώπους,
τόσον καιρό κι ο Αίγισθος παρανομίες έστηνε επιτόπου.
Επτά χρόνια ολόκληρα έμεινε στις πολύχρυσες Μυκήνες βασιλιάς,
μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα, με τον λαό υποτακτικό του.
Αλλά πάνω στον όγδοο χρόνο τον βρήκε το κακό· ο θείος Ορέστης
επιστρέφει απ᾽ την Αθήνα και κατέσφαξε τον πατροκτόνο,
δολοπλόκο Αίγισθο, φονιά του τιμημένου του πατέρα.
Μετά τον φόνο, στους Αργείους παραθέτει το επικήδειο δείπνο
310 της μισητής του μάνας, του θρασύδειλου εραστή της·
και πάνω εκεί, την ίδια μέρα, γύρισε κι ο Μενέλαος,
γενναία φωνή, με θησαυρίσματα πολλά, όσα μπορούσαν
να σηκώσουν τα καράβια του.
Αλλά κι εσύ, καλέ μου φίλε, μην τριγυρίζεις για πολύ
μακριά απ᾽ το σπίτι σου, έκθετα αφήνοντας του παλατιού τα πλούτη
σε υπερφίαλους άντρες, μήπως τα φάνε και τα σπαταλήσουν όλα,
αφού τα μοιραστούνε μεταξύ τους, οπότε θα φανεί
μάταιος ο δικός σου δρόμος.
Ωστόσο, κι εγώ σε συμβουλεύω, λέω να πας
στου Μενελάου· γιατί ήλθε εκείνος τελευταίος απ᾽ αλλού,
απόμακρους λαούς, απ᾽ όπου κανείς δεν θα ᾽χε ελπίδα να γυρίσει,
320 αν πρώτα μάλιστα τον είχαν παρασύρει οι θύελλες
στο μέγα πέλαγος, τέτοιο που μήτε τα πουλιά δεν θα μπορούσαν
μέσα στον ίδιο χρόνο να περάσουν, γιατί είναι
απέραντο και φοβερό.
Λοιπόν, κίνησε τώρα με συντρόφους και καράβι·
αν όμως θες να πας πεζός, υπάρχει εδώ κι άμαξα κι άλογα,
υπάρχουν κι οι δικοί μου γιοι, να γίνουν προπομποί σου
στη θεία Λακεδαίμονα, όπου και μένει ο ξανθός Μενέλαος.
Εκεί τον ικετεύεις μόνος σου να σου μιλήσει την αλήθεια·
ψέματα δεν θα πει, είναι πολύ στοχαστικός.»

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 8. Εγώ, ο Κλαύδιος

8.9. 2 x 29 = ΤΕΛΟΣ


Οι θεοί μωραίνουν αυτόν που θέλουν να καταστρέψουν. Για πολύ καιρό αναρωτήθηκα αν οι θεοί είχαν αλλάξει συνήθειες ή αν έκαναν εξαίρεση στην περίπτωση του Καλιγούλα - ή αν μελετούσαν ένα ξεχωριστό είδος καταστροφής για μια ξεχωριστή παραφροσύνη. Τίποτε από όλα αυτά. Απλώς άργησαν. Άργησαν ακριβώς τρία χρόνια, δέκα μήνες και οκτώ μέρες· και τότε μόνο έστειλαν τη Νέμεση με τη μορφή ενός πραιτωριανού αξιωματούχου που είχε υποστεί για καιρό καταιγισμό εξευτελισμών από τον αυτοκράτορα. Το όνομά του Κάσσιος Χαιρέας. Συνεργοί του οι δύο επικεφαλής της πραιτωριανής φρουράς. Στις 24 Ιανουαρίου ο αυτοκράτορας παρακολουθούσε θεατρική παράσταση. Κάποια στιγμή σηκώθηκε από το κάθισμά του και προχώρησε προς την έξοδο για να πάρει λίγο αέρα. Βρήκε μια συντροφιά από νεαρά αγόρια και έπιασε κουβέντα μαζί τους. Οι φρουροί του χαλάρωσαν την προσοχή τους. Το πρώτο χτύπημα ήρθε από τον Χαιρέα που παραμόνευε στη στοά, πίσω από έναν κίονα. Η μαχαιριά ήρθε από πίσω και τον βρήκε στον τράχηλο. Ο Καλιγούλας σωριάστηκε σφαδάζοντας στο δάπεδο αλλά κατόρθωσε να ψελλίσει: «Είμαι ακόμη ζωντανός.» Και ενώ οι φρουροί του είχαν εξουδετερωθεί, δέχτηκε συνολικά πενήντα οκτώ μαχαιριές, δύο για καθένα από τα είκοσι εννιά χρόνια του.

Ακολούθησε γενικευμένη σύγχυση και πανικός. Οι πολίτες αρχικά θεώρησαν ότι το μαντάτο ήταν παραπλανητικό· ήθελαν να το πιστέψουν αλλά τους κρατούσε ο φόβος ότι θα μπορούσε να είναι άλλη μια από τις μικρονοϊκές φάρσες του Καλιγούλα. Η Σύγκλητος παρέπαιε αλαφιασμένη ανάμεσα σε αντικρουόμενες εκδοχές. Οι διάδρομοι και οι αίθουσες των ανακτόρων βοούσαν από βιαστικούς βηματισμούς, δισταχτικούς ψιθύρους και μεμονωμένες κραυγές. Όταν βρέθηκα στα ανάκτορα, η δολοφονία δεν είχε ακόμη επαληθευτεί. Μια δυο ώρες αργότερα άκουσα έντονες συνομιλίες και ποδοβολητό στο αίθριο. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να καταφύγω σε ένα από τα δωμάτια που κατά καιρούς χρησιμοποιούσα για μελέτη και συγγραφή. Αν ήταν αλήθεια αυτό που ακουγόταν, ο δαίμονας που γνώριζα είχε φύγει, δεν ήξερα όμως ποιος δαίμονας τον είχε διώξει - και όπως λένε, καλύτερα ο δαίμονας που ξέρεις παρά αυτός που δεν ξέρεις. Και ενώ στο μυαλό μου ζυμώνονταν εκδοχές και ενδεχόμενα, αντιλήφθηκα βαριά και βιαστικά βήματα στον διάδρομο έξω από την πόρτα του δωματίου. Κρύφτηκα ενστικτωδώς πίσω από μια βαριά κουρτίνα· αλλά οι άκρες των παπουτσιών μου είχαν μείνει ακάλυπτες.

Πενήντα οκτώ μαχαιριές, ένα στιγμιαίο νάζι της μοίρας που μέχρι τότε με κρατούσε στα αζήτητα της Ιστορίας, μια κουρτίνα που δεν ήταν αρκετά μακριά, το χέρι ενός βλοσυρού πραιτωριανού που την τράβηξε με δύναμη - και έγινα αυτοκράτορας.

ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ

Η Συνείδηση δεν έχει ιδιότητες. Η Συνείδηση Είναι πέρα από τον Χώρο, πέρα από τον Χρόνο, τον Τόπο, την τοπική παρουσία.

Συνεπώς έχουν καμιά σημασία τα τοπικά φαινόμενα, όπως η παρουσία στην γη, οι κινήσεις της γης, τα εποχικά και καιρικά φαινόμενα, οι εποχές, τα ηλιοστάσια κι οι ισημερίες, τα ημερολόγια των ανθρώπων;

Έχουν σημασία μόνο για αυτόν που ζει και μπαίνει σε δράση σε ορισμένο τόπο.

Η Αντικειμενική Μη-δυαδική Συνείδηση (ο Νοητός Ήλιος) αποτελεί την Υπαρξιακή Βάση στα Ηλύσια Πεδία, για την Εκδήλωση (κάθε εκδήλωση) στους κατώτερους κόσμους, στον κόσμο της σκέψης, στον κόσμο των επιθυμιών, στον κόσμο των φαινομένων.

Αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο από την θέση στην οποία βρισκόμαστε. Κι η αντίληψη του κόσμου έχει ακριβώς την «όψη» που καθορίζεται από την θέση μας.

Αν και η αντίληψη του κόσμου (με αυτή την έννοια) είναι πάντα «φαινομενική» χρησιμεύει όμως (αυτή η αντίληψη) σαν αντιληπτική βάση για να πάμε από το φαινομενικό στην πραγματικότητα.

Αν λοιπόν ακολουθούμε το Φυσικό Ημερολόγιο, το μόνο πραγματικό, κι αν δίνουμε κάποια συμβολική σημασία σε Ηλιοστάσια κι Ισημερίες, είναι γιατί προσανατολίζουν την δράση μας στην γη ή σε οποιαδήποτε γη ζούμε.

Ο Ετήσιος Κύκλος των Εποχών (που νοηματοδοτείται από τα Ηλιοστάσια και τις Ισημερίες) αναφέρεται συμβολικά στην ανθρώπινη ζωή. Έχει κι η ζωή την άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και τον χειμώνα της. Κατ’ αναλογία αυτό ισχύει και για την ίδια την ύπαρξη στους κατώτερους κόσμους της μετενσωμάτωσης.

Για την σημασία και το εσωτερικό περιεχόμενο των Ηλιοστασίων και των Ισημεριών έχουμε μιλήσει πολλές φορές, για όσους «θυμούνται».

Το ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ, στην Εσωτερική Παράδοση, «σηματοδοτεί» την εξάντληση (ή την κορύφωση) της εξωστρεφούς τάσης της Συνείδησης, το απόγειο της εξωτερικής ζωής. Είναι λοιπόν ένα σημείο «στάσης», επαναπροσδιορισμού (της αυτογνωσίας, της κατανόησης), αναπροσανατολισμού και «μεταστροφής» της Συνείδησης.

Στην πραγματικότητα η Εποχή του Θερινού Ηλιοστασίου είναι η Αρχή του Υπαρξιακού Προβληματισμού (ποιος είμαι, τι είμαι, που είμαι, πότε, τι κάνω, γιατί;), το Ξεκίνημα της Αληθινής Φιλοσοφικής Αναζήτησης της Βαθύτερης Ουσίας του Όντος, το Ξύπνημα της Πραγματικής Έρευνας για την Αληθινή Φύση της Συνείδησης, που είναι (η Συνείδηση) η Αρχή και το Τέλος των Πάντων, το Α και το Ω.

Από την Βαθύτερη Οντολογική Ενότητα της Συνείδησης Εκκινούν Όλα και Εδώ Καταλήγουν.

Η Πραγματική Γνωστική Ενότητα του Παντός (το Όλον) Αποτελεί την Αληθινή Αντιληπτική Βάση κάθε Αντιληπτικής Διαφοροποίησης, κάθε Υποκειμενικής Θεώρησης και κάθε αντικειμενικού φαινομένου. Το «πως» αναπτύσσονται όλα αυτά είναι ακριβώς η «ιστορία της δημιουργίας».

Η Βαθιά Συναίσθηση της Ενότητας του Παντός, των Πάντων, η Κατανόηση της Αντικειμενικής Φύσης της Συνείδησης, Οδηγεί στην Αφυπνισμένη Συμπόρευση με το Αρχαίο Ρεύμα της Ζωής, όπου Όλα αναπτύσσονται μόνα τους. Χωρίς καμία παρέμβαση, καμία διαστρέβλωση, σε πλήρη Αρμονία του Φωτός με την Σκιά. Κι αυτό είναι η Υπέρτατη Αρετή, ο Υπέρτατος Νόμος της Ζωής, η Ορθή Δράση κι η Ελεύθερη Εμπειρία του γίγνεσθαι.

Από τα Αρχαία Χρόνια, στην Εσωτερική Παράδοση (σε όλες τις Τοπικές Εκφάνσεις της, σε όλες τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές εξωτερικεύσεις της) θεωρούσαμε το Θερινό Ηλιοστάσιο σαν κατάλληλη (συμβολική) εποχή για την Μύηση των ώριμων ανθρώπων (που είχαν ως ένα σημείο ολοκληρώσει την κοινωνική ζωή τους, με την εργασία, με την οικογένεια, με την εξωτερική ζωή), δηλαδή των ανθρώπων που βρίσκονταν στο «θερινό ηλιοστάσιο» της ζωής τους. Αυτή η Αρχική Σημαντική Μύηση είναι πάντα η Πύλη για την Μεγάλη Μύηση του Φθινοπώρου που Οδηγεί πέρα από την υποκειμενική συνείδηση στην Αντικειμενική Μη-δυαδική Συνείδηση, στο «Όριο» Διαχωρισμού ανάμεσα στους Κατώτερους Κόσμους και τους Ανώτερους Ουρανούς της Ύπαρξης, στα Ηλύσια Πεδία, που οι Μυημένοι του Φθινοπώρου μπορούν να βιώσουν «εν ζωή».

Το «περιεχόμενο» της Θερινής Μύησης είναι λοιπόν, εκ των πραγμάτων η Αναζήτηση, η Κατανόηση κι η Βίωση της Αληθινής Ουσίας, η Αυτοσυνειδησία, η Επίγνωση του Υπαρξιακού Πυρήνα μας, η Τοπική εξωτερίκευσή μας κι η «Σχέση» μας με το εξωτερικό σώμα και τον κόσμο των αντικειμένων.

Αυτή ακριβώς η Γνωσιακή Βάση, η Εμπειρία της Ύπαρξης («Είμαι Συνείδηση», ενσωματωμένη, εδώ, τώρα), αποτελεί το Απαραίτητο Θεμέλιο για κάθε Πνευματική Ανάπτυξη. Για αυτό η Μύηση του Θέρους είναι τόσο σημαντική.

Έξω από την Εσωτερική Παράδοση, στην οποία λίγοι άνθρωποι έχουν «πρόσβαση», γίνεται, όπως και να έχει, κατανοητό, ότι αν δεν συνειδητοποιήσουμε την άγνοιά μας, αν δεν «ξυπνήσουμε» από τον λήθαργο της ζωής και δεν αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε και να ερευνούμε δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα από το «ζώο» στην ζωή. Μια ευκαιρία, μια Διέξοδος, η αρχή της Ανάδυσης στην Αλήθεια, αυτό είναι το πραγματικό νόημα του Θερινού Ηλιοστασίου.

Η Αυτογνωσία, όπως την έχουμε περιγράψει πολλές φορές στις ομιλίες και τις δημοσιεύσεις μας είναι η αρχή της Αληθινής Ζωής, η Είσοδος στο «Βασίλειο της Πραγματικότητας». Μακάριοι όσοι Διαβαίνουν την Πύλη.

Να μπορείς να εκτιμάς όσα έχεις

Είναι ευλογία να μπορείς να εκτιμάς τους ανθρώπους της ζωής σου. Αυτούς που σε νοιάζονται πραγματικά. Που στέκονται δίπλα σου στα δύσκολα όταν ο κόσμος σου δείχνει να καταρρέει. Που μιλούν όταν δεν βρίσκεσαι παρών με τα καλύτερα για σένα. Που σε γνωρίζουν αλλά δεν το βάζουν στα πόδια. Σε γουστάρουν έτσι όπως είσαι και χαίρονται το ίδιο που κι εσύ, υπάρχεις στη δική τους ζωή.

Είναι ευλογία να μπορείς να ξεχωρίζεις τους αληθινούς φίλους, αυτούς που μπορεί να μην είναι αίμα σου αλλά στέκονται κοντά σου σαν οικογένεια. Είναι μεγάλη τύχη να έχεις τη δύναμη να βγάζεις από τη ζωή σου αυτούς που σε επηρεάζουν αρνητικά, που ζηλεύουν, που δεν έχουν όμορφο χαρακτήρα.

Είναι ευλογία να μπορείς να ασχολείσαι με τη δουλειά που αγαπάς. Να είναι το πάθος σου.

Είναι ευλογία να έχεις καινούριους λόγους να ξυπνάς κάθε μέρα. Και να μπορείς να εκτιμάς τα απλά, καθημερινά. Αυτά που κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη, πιο όμορφη.

Είναι ευλογία να μπορείς να δίνεις. Για αυτό μην τσιγκουνεύεσαι ούτε τις καλημέρες. Μπορεί χωρίς να το αντιληφθείς, να φτιάξεις τη μέρα κάποιου ανθρώπου. Κι αν όλα αυτά σου ακούγονται κάπως ρομαντικά, αυτό χρειαζόμαστε. Το ρομαντισμό για να γίνεται η κάθε μέρα μας καλύτερη.

Είναι ευλογία να βρίσκεσαι σε ένα μέρος και να μην ταξιδεύει το μυαλό σου κάπου αλλού. Μεγάλη ηρεμία να μπορείς να τιθασεύσεις τα θέλω σου και να τα φέρνεις στα δικά σου μέτρα.

Είναι ευλογία να φτιάχνεις τη ζωή με τους δικούς σου κανόνες. Και όλοι οι δικοί σου άνθρωποι να χωράνε εκεί.

Είναι ευλογία να έχεις αληθινούς φίλους, να ζεις αληθινές στιγμές.

Μην ξεχνάς ποτέ ποιος είσαι, τι θέλεις. Μην ξεχνάς ποτέ πόσο όμορφη είναι η απλότητα των πραγμάτων.

Μάθε να βλέπεις το τώρα, μάθε να συγχωρείς τους ανθρώπους που σε πλήγωσαν. Μάθε να ημερεύεις το μέσα σου και να γεμίζεις τη ζωή σου με αυτά που αγαπάς και σε κάνουν καλύτερο.

Μάρκος Αυρήλιος: Το πιο γαλήνιο μέρος είναι ο εαυτός σου

«Οι άλλοι θέλουν να αποσυρθούν σε εξοχικά, ακροθαλασσιές και βουνά, ακόμη κι εσύ συνήθισες να τα λαχταράς αυτά πολύ. Όλο αυτό όμως είναι πολύ αφελές (ἰδιωτικώτατόν), εφόσον όποια ώρα θελήσεις μπορείς να αποσυρθείς στον εαυτό σου (εἰς ἑαυτὸν ἀναχωρεῖν). Γιατί πουθενά δεν υπάρχει πιο ήσυχο ή γαλήνιο μέρος για να αποσυρθεί ένας άνθρωπος από τον ίδιο του τον εαυτό.» 

Μάρκος Αυρήλιος, Τὰ εἰς ἑαυτὸν 4.3.1

Όταν ο άνθρωπος αναζητεί τη γαλήνη και την ηρεμία, συνήθως σκέφτεται τα ταξίδια. Όμως η ηρεμία δεν είναι τόπος αλλά συναίσθημα. Και ο Μάρκος Αυρήλιος αποσύρεται στον εαυτό του και καταγράφει τις σκέψεις του. Μιλάει σε δεύτερο πρόσωπο, συμβουλεύει τον εαυτό του, συνδιαλέγεται και κατανοεί. Η αταραξία του Στωικισμού είναι μια καθημερινή άσκηση με στόχο φυσικά την ευδαιμονία. Ακολουθώντας τον Ηράκλειτο και τον Σωκράτη, ο Μάρκος συνομιλεί με τον δαίμονά του, σε έναν εσωτερικό διάλογο. Η καταφυγή στον εαυτό «ξεπλένει κάθε λύπη» (τὸ πᾶσαν λύπην ἀποκλύσαι) και ανανεώνει το άτομο: «Συνεχώς να παραχωρείς αυτό το καταφύγιο στον εαυτό σου και να αναγεννιέσαι», υπενθυμίζει. Οι αιτίες της ταραχής είναι πολλές και ο φιλόσοφος αυτοκράτορας τις κατονομάζει. Πρώτη, η «κακία των ανθρώπων» που οδηγεί σε μίσος και έχθρα άτομα, τα οποία δεν έχουν κατανοήσει τη θέση τους στον κόσμο. Διότι, κανείς δεν ζει για πάντα:

«Τι σε δυσαρεστεί; Η κακία των ανθρώπων; Θυμήσου τη διάκριση (τὸ κρῖμα) ότι τα λογικά όντα υπάρχουν το ένα για χάρη του άλλου και ότι η υπομονή είναι κομμάτι της δικαιοσύνης και ότι οι άλλοι κάνουν σφάλματα χωρίς να το θέλουν, και πόσοι ήδη εχθρεύτηκαν ένας τον άλλο, τον υποπτεύθηκαν, τον μίσησαν, μονομάχησαν μέχρι θανάτου, έγιναν στάχτη· και πάψε επιτέλους.» 
Μάρκος Αυρήλιος, Τὰ εἰς ἑαυτὸν 4.3.2

Μήπως κάποιος δυσανασχετεί με όλα όσα συμβαίνουν; Ούτε αυτός είναι λόγος για τον Μάρκο που κοιτάει τα πράγματα από απόσταση. Είτε τα αποδώσεις στη θεία πρόνοια είτε στην τυχαιότητα των ατόμων, έχουν ήδη συμβεί και δεν αλλάζουν. Ούτε όμως οι σωματικοί πόνοι είναι αιτία δυστυχίας. Ο αυτοκράτορας ανακαλεί τα Στωικά διδάγματα: Ο πόνος και η ηδονή ανήκουν στα αδιάφορα και ο νους από μόνος του είναι αρκετός να επιβληθεί στον σωματικό πόνο. Από την άλλη, πολλοί επιθυμούν δόξα, γεγονός που μπορεί να τους αποσπάσει την προσοχή από το έργο του ανθρώπου. Η λύση είναι η ίδια· ο νους οφείλει να βάλει σε τάξη τις σκέψεις και να επαναφέρει το άτομο στην πραγματικότητα, διακρίνοντας το σημαντικό από το ασήμαντο. Ο θάνατος είναι και πάλι το κριτήριο:

«Θα σου αποσπάσει την προσοχή λίγη δόξα; Να ανατρέξεις στην ταχύτητα της λήθης και στο χάος του άπειρου χρόνου, και στη ματαιότητα των επευφημιών, και στο ευμετάβολο και δίχως κρίση εκείνων που σε επευφημούσαν, και στη μικρότητα του τόπου που τα περιλαμβάνει. Όλη η Γη είναι μια κουκκίδα (στιγμὴ) και πόσο μικρή γωνίτσα της αυτή όπου κατοικούμε.» 
Μάρκος Αυρήλιος, Τὰ εἰς ἑαυτὸν 4.3.3

Να έχεις υπόψη σου δύο πράγματα, συνοψίζει ο Μάρκος. Πρώτον, ότι αυτά που συμβαίνουν δεν μας αγγίζουν· αυτό που μας ενοχλεί είναι η γνώμη μας γι’ αυτά. Δεύτερον, ότι όλα όσα βλέπουμε μεταβάλλονται και παύουν να υπάρχουν. Ο κόσμος αλλάζει, το πώς βλέπουμε τη ζωή εξαρτάται από την κρίση μας.

Ελευθερία για τον Ρωμαίο Στωικό σημαίνει να εξουσιάζεις τον εαυτό σου, προσφέροντας ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια προς όφελος των περισσοτέρων. Για να διατηρήσει την ψυχική του γαλήνη, υπενθυμίζει: «Θυμήσου να αποσύρεσαι σ’ αυτό το κτηματάκι του εαυτού σου (εἰς τοῦτο τὸ ἀγρίδιον ἑαυτοῦ). Να είσαι ελεύθερος.» 
Μάρκος Αυρήλιος, Τὰ εἰς ἑαυτὸν 4.3.4

Γεμίσαμε κριτές

Πολλούς κριτές έχει αυτός ο κόσμος που εύκολα εκφέρουν άποψη για τις ζωές των άλλων. Αυτόβουλοι παρατηρητές έχουν πιστέψει ότι κανείς δεν ξέρει τη ζωή και τους ανθρώπους καλύτερα από αυτούς και δε χάνουν ευκαιρία να κρίνουν την εξωτερική σου εμφάνιση, τον τρόπο που διάλεξες -ή και όχι- να ζεις, ποιοι είναι αυτοί που κάνεις παρέα, πώς μιλάς έτσι, πότε θα γίνεις άνθρωπος, δεν κάνει αυτός ο άνθρωπος για σένα και όλες αυτές τις χαριτωμενιές που θέλουν να πείσουν πως μάς νοιάζονται και θέλουν το καλό μας.

Για αρχή ποιος τους ρώτησε. Εκ δευτέρας ποιος τους είπε ότι η γνώμη τους είναι η σωστή και στην τελική ακόμη κι αν σε κάποια θέματα έχουν δίκιο τι τους κάνει να πιστεύουν πως η δική τους «παρατήρηση» θα μάς αφυπνίσει. Από όπου και να το πιάσουμε άκρη δε βγαίνει.

Έλα όμως που αν θέσει κάποιος τα παραπάνω ερωτήματα στους, εν πανταχού, ξερόλες το περισσότερο που έχει να λάβει ως απάντηση θα είναι η ειρωνεία και ο χλευασμός όπου καμιά φορά εναλλάσσεται με το «δεν είχα σκοπό να σε προσβάλλω» και όλα αυτά τα υπεράνω που τα λένε για να τα λένε.

Σε κανέναν δεν πέφτει λόγος για τη ζωή κανενός. Βασική προϋπόθεση, εννοείται, είναι οι επιλογές μας να μη βλάπτουν τις ελευθερίες των άλλων αλλά αυτό δεν ισχύει μόνο για εμάς. Ισχύει και για τους άλλους. Δεν είναι πανάκεια η ηλικία, οι εμπειρίες και ο πρότερος βίος κάποιων έτσι ώστε να φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν.

Αν χρειάζεται κάποιος τη γνώμη τους θα τη ζητήσει. Και τότε μπορούν να την εκφέρουν άνετα και χωρίς κανέναν δισταγμό. Αλλιώς ας σιωπήσουν για πάντα γιατί μόνο βαβούρα προκαλούν και συζητήσεις που δεν έπρεπε καν να αναφέρονται.

Μια καλή λύση θα ήταν να είμαστε σε θέση να κρίνουμε αντικειμενικά τους εαυτούς μας ο καθένας. Φυσικά και είναι πιο εύκολο να δούμε τη «καμπούρα» του απέναντι γιατί για να δούμε τη δική μας θα έπρεπε να γυρίσουμε το κεφάλι μας 360 μοίρες και δεν είμαστε όλοι δαιμονισμένοι.

Άρα εκ των συνθηκών το να ασχολείται κάποιος με τις ζωές των άλλων -αντί της δικής του- δεν είναι επίπονο. Το κάνει ελαφρά τη καρδία, πιστεύοντας πως πράττει και σωστά.

Βέβαια, αν πας εσύ να κρίνεις τη δική του ζωή να είσαι σίγουρος πως δε θα σου το επιτρέψει. Γιατί ποιος είσαι εσύ που ξέρεις καλύτερα για εκείνον. Ενώ εκείνος για σένα ξέρει. Κι εσύ πρέπει να το πιστέψεις ό,τι κι αν σκέφτεσαι. Μια κατάσταση που ξεχειλίζει από εγωισμό και υπεροψία που δεν αξίζει καν να ασχοληθείς. Περισσότερο θα εκνευριστείς παρά θα βάλεις όρια.

Όποιος θέλει να κριθεί υπάρχουν άπειροι τρόποι να το κάνει και θα το διαλέξει ο ίδιος πότε και που. Όποιος θέλει να κρίνει δεν έχει κανέναν λόγο να εκφέρει την άποψη του αν αυτή δεν του ζητηθεί ή αν δεν επηρεάζεται άμεσα.

Όλοι μας είμαστε υπεύθυνοι μόνο για εμάς και δεν έχουμε την ανάγκη θεατών πόσο μάλλον κριτών. Δεν είναι reality η ζωή μας κι αν θέλαμε να είναι ξέραμε που θα το βρίσκαμε.

Ρετσίνα, όταν το πεύκο, το ιερό δέντρο του Διονύσου, χάρισε την ρητίνη του στο κρασί.

Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του πρωτόγεννή τομέα της χώρας μας είναι η ξεχωριστή ταυτότητα των προϊόντων της. Τα Ελληνικά προϊόντα διαθέτουν μια σειρά από συγκριτικά πλεονεκτήματα, που μπορούν να τα μετατρέψουν σε σταθερούς πρωταγωνιστές του Ελληνικού τουριστικού προϊόντος.

Ένα από αυτά τα ξεχωριστά προϊόντα της Ελλάδος είναι η ρετσίνα. Έως την δεκαετία του 70 η ρετσίνα ήταν το πιο γνωστό κρασί της Ελλάδος, και όχι άδικα, καθώς η ρετσίνα έχει μια αδιάλειπτη ιστορία 4.000 χρόνων στον Ελληνικό χώρο.

Στην αρχαία Ελλάδα, όταν η οινοποίηση και η φύλαξη του κρασιού γίνονταν μέσα σε μεγάλα πήλινα δοχεία, τους αμφορείς, Το οξυγόνο περνούσε εύκολα µέσα από την πορώδη επιφάνεια µε αποτέλεσμα να προκαλείται οξείδωση. Για να προστατευτεί το κρασί, µία από τις λύσεις ήταν η επικάλυψη του στομίου αλλά και του εσωτερικού του δοχείου µε ρετσίνι από τα πεύκα που γειτνίαζαν µε τους αμπελώνες.

Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, οι Μινωίτες γνώριζαν τον ρητινίτη πριν 4 χιλιετίες. Τον χρησιμοποιούσαν μάλιστα και στην κουζίνα τους.

Στο «Περί Οσµών», ο φιλόσοφος Θεόφραστος εκφράζει την «αδυναμία» του στη ρετσίνα αναφέροντας πόσο ταιριαστό είναι το πάντρεμα των δύο αγροτικών προϊόντων, της ρητίνης και του σταφυλιού, τονίζοντας, µάλιστα, ότι η καλύτερη ρητίνη προέρχεται από το πεύκο Pinus Halepensis (Πεύκη η Χαλέπιος), ενώ ο Πλίνιος περιγράφει αναλυτικά τον τρόπο µε τον οποίο παρασκευάζεται ένας ρητινίτης οίνος.

Ο Διοσκουρίδης στο «Περί ύλης ιατρικής» αναφέρει: «ο δε ρητινίτης κατά τα έθνη σκευάζεται ποικίλως», ενώ ο Κάτων στο «De agricultura», δίνει οδηγίες σε όσους θέλουν να παρασκευάσουν ρητινίτη.

Συνεχίζοντας λοιπόν την αρχαία Ελληνική παράδοσης του νέκταρ του Θεού Διονύσου, το ρετσίνι ή δάκρυ του πεύκου χρησιμοποιείται αδιάλειπτα για την συντήρηση του οίνου στην Ελλάδα. Αυτή είναι και η διαφορά της ρετσίνας από τα υπόλοιπα κρασιά, στην προσθήκη δηλ. φυσικής ρητίνης πεύκου κατά τη διάρκεια της ζύμωσης του μούστου.

Μετά το τέλος της ζύμωσης, το ρετσίνι αφαιρείται. Αυτή η σύντομη και σε ελεγχόμενες συνθήκες επαφή του μούστου με το ρετσίνι δίνει στο κρασί το χαρακτηριστικό άρωμα του πεύκου. Το ρετσίνι προέρχεται από το κοινό πεύκο που επιστημονικά ονομάζεται Χαλέπιος Πεύκη (Pinus halepensis). Η μεσόγειος στο ποτήρι σας.

Η ιστορία της μούντζας

Από την αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη, το Βυζάντιο και στους δρόμους της Αθήνας σήμερα.

Άκουσα τον ήχο σαν ξερό παλαμάκι. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τον συνάδελφο να μουντζώνει την οθόνη του υπολογιστή του με τα δύο του χέρια όπου η παλάμη του δεξιού του χεριού ακούμπησε με ορμή το πίσω μέρος της παλάμης του αριστερού του, εξ΄ ού και ο ήχος. «Πάρε δέκα να μη στα χρωστάω» βλαστήμησε ως όφειλε κατά το μακραίωνο έθιμο. Μόλις είχε διαβάσει την είδηση σύμφωνα με την οποία στο νέο Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) προβλέπεται χρηματικό πρόστιμο, ακόμη και αφαίρεση της άδειας, στην περίπτωση που οδηγός μουντζώσει κάποιον ή κάνει άλλη απρεπή χειρονομία.

«Θα μας αλλάξουν συνήθειες τόσων αιώνων. Ντε και καλά να γίνουμε Ευρωπαίοι;» μονολόγησε με εθνική αγανάκτηση.

Μούντζα, μια παλάμη τόσες λέξεις!

Πράγματι η μούντζα, το φασκέλωμα έχει αρχαία προέλευση και οι ερμηνείες του είναι πολλές.

Κάποτε πίστευαν ότι η μούτζα ή μούντζα, την οποία για αιώνες την αποκαλούσαν και σφακέλωμα, εξ΄ ού και φάσκελο, ήταν μια κίνηση με μαγικό χαρακτήρα προς την αποτροπή της βασκανίας. Λέγεται πως η κίνηση αυτή είχε σχέση με τις αρχαίες θρησκείες, τα Ελευσίνια Μυστήρια και τις πομπές όπου οι συμμετέχοντες σε αυτές έκαναν αυτή τη γνωστή σε όλους μας χειρονομία για να ξορκίσουν το κακό.

Όμως «ως πάντες ανεξαιρέτως οι Έλληνες την αντιλαμβάνονται, δηλαδή ως εμφαινούσαν δεινοτάτην ύβριν και εσχάτην καταφρόνησιν τινός» μας πληροφορεί ο σπουδαίος λαογράφος Νικόλαος .Γ. Πολίτης, στο περιοδικό ”Λαογραφικά Σύμμεικτα” του 1921.

Ήδη τον ΙΕ αιώνα ο χρονογράφος Δούκας, σύμφωνα με την ίδια πηγή, φέρεται το σφακελίζειν ως συνώνυμον του ονειδίζειν. «Το ουτιδανόν και ευξετελισμένον, το απολέσαν την τιμήν αυτού κρίνεται άξιον φασκελώματος». Να και η παροιμία «Σφάκελά της π΄αγαπά παντρεμένον ή παπά».

Ήταν τόσο απαξιωτικό που ακόμη και τον διάβολο σε πολλές περιοχές του τόπου τον αποκαλούσαν «σφακελισμένο» δηλαδή φασκελωμένο.

Ωστόσο η εκκλησία το φασκέλωμα, την μούντζα, τη θεωρούσε βαρύτατη αμαρτία, μάλιστα σύμφωνα με τη δημώδη δοξασία έλεγαν πως εάν κάποιος λαϊκός μούντζωνε επίσκοπο «η φασκελώσσα επίσκοπον χειρ δε λειώνει εις τον τάφο».

Το φασκέλωμα λοιπόν, είναι η χειρονομία εκείνη η οποία γίνεται «δια της επιδείξεως της δεξιάς συνήθως χειρός, με εστραμμένην την παλάμην προς τον υβριζόμενον και διεσταλμένους ακτινοειδώς τους δακτύλους, ο δ΄υβρίζων συνοδεύει την χειρονομίαν ως επί το πλείστον με τας λέξεις ”να πέντε!” Εννοών τους δακτύλους» γι′ αυτό ο αριθμός πέντε είχε συνδεθεί με την υβριστική πράξη και «εθεωρήθη δυσώνυμος».

Όμως ο Έλληνας είναι πληθωρικός: δεν παρέμεινε στο πέντε αλλά το αύξησε στο δέκα και όχι μόνο, καθώς, εκτός από τα χέρια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τα πόδια!

Γράφει ο Πολίτης: «Προς επίτασιν της ύβρεως πολλάκις προτείνουν αμφότερας τας χείρας με την παλάμην προς τα έξω και με διεσταλμένους ακτινοειδώς τους δακτύλους, ή επί της ούτω προτεταμένης δεξιάς, αι γυναίκες μάλιστα, επιθέτουσι μεθ΄όρμής επί του οπισθέναρος αυτής την παλάμην της αριστεράς επιφωνούντες συνήθως “Να δέκα” Αυτό λέγεται και δεκάτιασμα. Ενίοτε δε προς μείζονα επιδείνωσιν της ύβρεως δίδουν και φάσκελα χειροπόδαρα».

Με το ζήτημα του σφακελώματος ασχολήθηκαν πολλοί, μέχρι και ο Κοραής. Υποστηρίζεται λοιπόν ότι το σφακέλωμα κατά τα αρχαία χρόνια δεν ήταν η χειρονομία με την ανοιχτή παλάμη αλλά η χρήση του μεσαίου δακτύλου, αυτή που νομίζουμε πως έχουμε υιοθετήσει από την Αμερική.

Για του λόγου του αληθές ο Πολίτης παραθέτει μια ιστορία με τον Διογένη ο οποίος «βουλόμενος πότε να χλευάση τον Δημοσθένη έδειξεν αυτόν τον μέσον δάκτυλον εκτείνας». Την ίδια χειρονομία χρησιμοποιούσαν και οι Ρωμαίοι διότι «ο μέσος δάκτυλος εθεωρείτο αισχρός και προς αισχράς πράξεις πρόσφορος…».

Τελικά εμείς οι Έλληνες και οι Κύπριοι κρατήσαμε και τις δύο χειρονομίες. Για τη χειρονομία με τον μέσο δάκτυλο, μπορούμε περήφανα να πούμε πως είναι μια ακόμη πολιτισμική συμβολή μας στο παγκόσμιο χωριό.

Το δε φασκέλωμα το κρατήσαμε μόνο για εμάς. Δεν πρέπει να συγχέεται με την ανοιχτή παλάμη των μουσουλμάνων για τους οποίους είναι σημάδι ευλογίας και ο αριθμός πέντε θεωρείται ιερός.

Το δικό μας πέντε του φασκελώματος συνοδευόταν με ένα Όρσε (όρισε λάβε) πέντε ή δέκα ανάλογα, και μια κατάρα όπως για παράδειγμα να σου «χυθούν τα μάτια», «να στραβωθείς», ενώ το πέντε υπονοούσε την επιθυμία ταχείας εκπληρώσεως της κατάρας. Ευτυχώς που υπήρχαν και αντίμετρα, αφού ο υβριζόμενος μπορούσε να απαντήσει «στα μάτια σου» και άλλα παρόμοια.

Το πως το σφάκελωμα ή φασκέλωμα έγινε μούτζα ή μούντζα και αυτό έχει τη δική του ιστορία. Εξηγεί ο Πολίτης: «Η λέξις μούζα κυρίως σημαίνει ασβολήν». Με λίγα λόγια εννοεί την μουντζούρα, που μεταφορικά μπορούμε να το αποδώσουμε στον στιγματισμό, την ηθική κηλίδα. Μάλιστα λέγεται ότι κατά την εποχή του Βυζαντίου υπήρχε μια ποινή που εφαρμοζόταν σε περιπτώσεις ασήμαντων παραπτωμάτων ή σε περιπτώσεις μοιχείας, όπου ο δικαστής έβαζε το χέρι του στη στάχτη και επισφράγιζε την ποινή ακουμπώντας το πρόσωπο ή άλλα μέρη του σώματος του τιμωρούμενου, διαπομπεύοντας τον με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια σε τέτοιες περιπτώσεις βρίσκονταν μεταξύ του όχλου πολλοί πρόθυμοι που ήθελαν να μουντζουρώσουν (να μουντζώσουν).

«Ευρίσκοντο δε βεβαίως πάντοτε πολλοί πρόθυμοι προς εκτέλεσιν του ευαρέστου εις τον χύδην όχλον αποφάσεως οίτινες εμβάπτοντες την χείρα εις ασβολήν, έχριον το πρόσωπον του καταδικασθέντος. Το σχήμα της μούντζας λοιπόν είναι μίμησης της κινήσεως της χειρός της επαλειφούσης με μούντζαν ή ασβολήν τον πομπευόμενον, δηλούν ότι τοιαύτης τύχης άξιος είναι ο υβριζόμενος».

Μια πράξη λοιπόν που ήταν κάποτε ποινή, σήμερα ποινικοποιείται. Το ζήτημα όμως είναι πως εάν έπειτα από τόσες χιλιάδες χρόνια αυτή η αυθόρμητη και μάλλον αγαπημένη χειρονομία του Έλληνα έχει εγγραφεί στο DNA του τότε το χέρι δύσκολα θα συγκρατηθεί από το να μην υψωθεί βλάσφημα ή περιπαικτικά. Οπότε, έκκληση προς τα όργανα του νόμου να δείχνουν επιείκεια, αφού σίγουρα και αυτοί έχουν υποπέσει στο ίδιο αμάρτημα.

Πατέρας: Μια ταυτότητα σε εξέλιξη

Μια ξεχωριστή Κυριακή (19 Ιουνίου) είναι αυτή που οι μπαμπάδες έχουν την τιμητική τους. Η γιορτή του πατέρα όμως δεν αφορά μόνο τους πατεράδες, αλλά την πατρότητα γενικά και την συνεισφορά των μπαμπάδων στο κοινωνικό σύνολο.

Στην ουσία είναι μια γιορτή που έχει ως στόχο να δείξει ότι ο ρόλος του πατέρα είναι εξίσου σημαντικός με αυτόν της μητέρας δεδομένου ότι πολύ συχνά στην κοινωνία μας οι μπαμπάδες περνούν σε δεύτερη μοίρα.

Η γέννηση ενός παιδιού σε μια οικογένεια ανατρέπει απότομα τις ισορροπίες στο ζευγάρι και θέτει μια μεγάλη πρόκληση σε μητέρα και πατέρα να βρουν τον ρόλο τους, να διαμορφώσει ο καθένας τη νέα του ταυτότητα και να προσαρμοστούν στην ευθύνη και την επιθυμία τους να μεγαλώσουν ένα παιδί.

Ενώ, από την μια πλευρά, ο βιολογικός ρόλος της μητέρας κατά την κύηση και τον θηλασμό δημιουργεί έναν ισχυρό σωματικό και ψυχικό δεσμό μεταξύ μητέρας και παιδιού, έναν δεσμό τόσο ριζωμένο στην φύση και τις κοινωνικές παραδόσεις, από την άλλη, η θέση και ο ρόλος του πατέρα δεν είναι αυτονόητος ή δεδομένος.

Ο πατέρας ως τρίτος

Οι ειδικοί συγκλίνουν συχνά στην περιγραφή του ρόλου του πατέρα ως το πρόσωπο που έρχεται να διαχωρίσει την δυάδα μητέρα-παιδί και να συμβάλλει στον αποχωρισμό των δυο και στην ψυχική ανάπτυξη του παιδιού. Όσο απαραίτητη και ζωογόνος είναι μια πρώτη ασφαλής εμπειρία δεσμού με τη μητέρα, άλλο τόσο αναγκαία και προωθητική είναι η παρουσία ενός τρίτου όρου, που συνήθως εκπροσωπείται από τον πατέρα, για να προσφέρει έναν πυλώνα στήριξης της μητέρας και έναν πόλο ταύτισης και οριοθέτησης για το παιδί. Ο πατέρας είναι ταυτόχρονα ένας ανταγωνιστής για την αγάπη της μητέρας («η μαμά δεν αγαπά μόνο εμένα», αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή το παιδί) κάτι που προκαλεί αισθήματα ματαίωσης και θυμού, αλλά και ο γονιός που θα δώσει πρόσβαση σε ενδιαφέροντα εκτός του κλειστού κυκλώματος μητέρα-παιδί και θα έλξει τον θαυμασμό και την αγάπη του παιδιού, εφόσον τα πράγματα πάνε σχετικά καλά στην σχέση του ζευγαριού.

Ο κίνδυνος της αποξένωσης

Ο συχνότερος κίνδυνος για την λειτουργία του πατέρα είναι ο παραγκωνισμός του και η απουσία του, φυσική και ψυχική, στην οικογενειακή ζωή. Ο κίνδυνος αυτός είναι πιο ισχυρός στην περίπτωση του πατέρα-κουβαλητή, που εργάζεται πολύ ή/και είναι υπερβολικά απών από το σπίτι. Επειδή το μεγάλωμα ενός παιδιού είναι μια ιδιαίτερα περίπλοκη και απαιτητική διαδικασία και η διεργασία του αποχωρισμού και της αυτονόμησης στην οποία αναφερθήκαμε είναι η πλέον σημαντική και επίπονη πρόκληση για την ανάπτυξη της ταυτότητας και της προσωπικότητας του παιδιού, η απουσία του πατέρα, η αποξένωσή του και η απομάκρυνση του γονεϊκού ζεύγους ενέχει μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις: Ο πατέρας να αισθάνεται παραγκωνισμένος ή υποτιμημένος, να μην κατανοεί τις ανάγκες και τις αντιδράσεις του παιδιού του, να λειτουργεί αυταρχικά ή με μεγάλη παθητικότητα, να αρκείται στις υλικές παροχές για να δείξει την αγάπη του. Η μητέρα να βιώνει την έλλειψη του συζύγου και να επιχειρεί να λάβει από τα παιδιά την επικοινωνία, την κατανόηση και την συναισθηματική στήριξη που έχει ανάγκη από τον σύντροφό της. Τα παιδιά να «εκμεταλλεύονται» αυτές τις συναισθηματικές ελλείψεις των γονιών κερδίζοντας μικρά οφέλη αλλά κρύβοντας τις δικές τους ανασφάλειες, και να υπολείπονται τελικά στην αυτονομία, την κοινωνικότητα και την ψυχική τους ανάπτυξη.

Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι δεν αναφερόμαστε απλά στον πατέρα που εργάζεται πολύ αλλά κυρίως στον πατέρα που έχει καταλήξει να είναι ψυχικά απών ή αδιάφορος, που είναι υποτιμημένος από την μητέρα, που δεν αναγνωρίζεται η αξία και η σημασία του ρόλου του ή που δεν την διεκδικεί. Ο παραγκωνισμός εξάλλου αυτός δημιουργεί πίκρα, θυμό ή/και παραίτηση με αποτέλεσμα να αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος.

Οι συγκρούσεις στο γονεϊκό ζευγάρι

Ο δεύτερος χαρακτηριστικός κίνδυνος που υφίσταται για το οικογενειακό σύστημα, και πλήττει εξίσου την ταυτότητα και την ψυχική ισορροπία παιδιών και γονιών προκύπτει όταν οι διαφορές και οι συγκρούσεις στο γονεϊκό ζευγάρι είναι αγεφύρωτες, με αποτέλεσμα τα παιδιά να γίνονται το πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των δύο.

Ανάλογα με τις συνθήκες, κοινωνικές και οικονομικές, και την προσωπική ιστορία των γονιών, η γέννηση του παιδιού συνοδεύεται από προσδοκίες και επιθυμίες, φόβους και ανασφάλειες, διαφορετικές αλλά και κοινές ανάλογα με τον γονέα. Κάτω από σχετικά φυσιολογικές συνθήκες, όταν οι γονείς δεν αντιμετωπίζουν σοβαρές ψυχικές δυσκολίες που καθιστούν τις σχέσεις τους με τους άλλους ιδιαίτερα προβληματικές, ο γονιός βλέπει στο παιδί του την ελπίδα μιας νέας ύπαρξης που θα μεγαλώσει χωρίς τις δυσκολίες που εκείνος βίωσε, φοβάται να μην του συμβούν πράγματα που τον τραυμάτισαν, παρατηρεί επιθυμητά αλλά και απορριπτέα, φυσικά και ψυχικά, χαρακτηριστικά δικά του, του άλλου γονέα, των παππούδων και γιαγιάδων.

Όλες αυτές οι σκέψεις, τα βιώματα και τα αισθήματα της μητέρα και του πατέρα αποτελούν το υλικό μέσα από το οποίο ένα παιδί θα επιχειρήσει να βρει την θέση του και να νιώσει αποδεκτό, αγαπητό, άξιο για τους γονείς του. Δεδομένης της πολυπλοκότητας και αντιφατικότητας της συνάντησης των ψυχισμών των δυο αυτών ανθρώπων, μπορεί κανείς να φανταστεί τι συνέπειες μπορεί να έχει μια αδυναμία των γονιών να διαπραγματευτούν τις διαφωνίες τους, να αναγνωρίσουν τις διαφορές τους και να συμφωνήσουν σε ένα γενικό σχέδιο για την κοινή ζωή τους και το μεγάλωμα του παιδιού τους. Όταν οι γονείς έχουν σημαντικές συγκρούσεις, εμφανείς ή καλυμμένες, χωρίς δυνατότητα συμβιβασμών, το παιδί, είτε το βάζουν εμφανώς σε αυτή την θέση είτε όχι, βρίσκεται στην ψυχοπιεστική συνθήκη να πρέπει να πάρει το μέρος του ενός γονιού και να απομακρυνθεί από τον άλλον. Να καταναλώνει την ενέργειά του στην προσπάθεια για αυτό τον αδύνατο συμβιβασμό παραμελώντας τις ανάγκες και τις προκλήσεις της ηλικίας του. Να κατακλύζεται από την ανασφάλεια, τον θυμό, τις ενοχές απέναντι στον έναν ή και τους δύο γονείς.

Πολύ συχνά, στα γραφεία των κλινικών ψυχολόγων ή άλλων ειδικών ψυχικής υγείας έρχονται οικογένειες αναζητώντας βοήθεια για κάποια μικρή ή μεγάλη δυσκολία του παιδιού τους που αποδεικνύεται τελικά ότι δημιουργείται ή εντείνεται από τις αγεφύρωτες συγκρούσεις και ανταγωνισμούς μεταξύ των γονιών, που είτε εκφράζονται εμφανώς σε διαφωνίες γύρω από το παιδί, είτε συμβάλλουν σε έντονες ψυχικές συγκρούσεις που βιώνει το παιδί και εκφράζονται με σωματικά, κοινωνικά ή συμπεριφορικά συμπτώματα.

Η ταυτότητα του πατέρα και η προσαρμογή στις σύγχρονες κοινωνικές και οικογενειακές συνθήκες

Επειδή οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και οι ιδιαιτερότητες των ζευγαριών ποικίλουν, είναι πολύ σημαντικό να αποφεύγουμε την τυποποίηση ως προς το τι πρέπει ή όχι να κάνει ένας πατέρας. Εκτός από το πλήθος από μονογονεϊκές οικογένειες που βλέπουμε να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, είναι επίσης συχνό το φαινόμενο για έναν πατέρα, είτε επειδή το επιδιώκει, είτε επειδή η μητέρα έχει ανάγκη για ξεκούραση ή οφείλει να εργαστεί, να συμμετέχει και εκείνος στις πιο «μητρικές φροντίδες», της αγκαλιάς, του φαγητού, της καθαριότητας, της προετοιμασίας για τον ύπνο. Πρόκειται για μια απόλυτα θεμιτή απασχόληση που, από τη μια πλευρά, συμβάλει στην σύμπνοια και την συνεργασία του ζευγαριού και, από την άλλη, εξοικειώνει τον πατέρα με το μωρό/παιδί, τις ανάγκες, την ηλικιακή ιδιαιτερότητα και την προσωπικότητά του.

Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο που πρέπει να έχει στο νου ένας πατέρας προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις και την ευθύνη του ρόλου του αλλά και να αντλήσει ικανοποίηση και ευχαρίστηση από αυτόν, είναι ότι η ταυτότητα του ενός γονέα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την σχέση του με τον άλλον γονιό. Το παιδί είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο προσώπων με κοινές αλλά και διαφορετικές εμπειρίες, επιθυμίες και απόψεις. Η γέννηση λοιπόν και το μεγάλωμά του απαιτεί ένα κοινό σχέδιο που μπορεί να υπάρξει μόνο όταν οι γονείς αισθάνονται εξίσου σημαντικοί σε αυτό, όταν αναγνωρίζονται οι διαφορές μεταξύ τους και μπορούν να γίνονται συμβιβασμοί ώστε να υπάρχει μια σχετικά κοινή γραμμή και ένα πλαίσιο κανόνων και συμφωνιών, παρά τις διαφορές. Το σημαντικότερο δεν είναι να κρατήσει ο πατέρας έναν προκαθορισμένο ρόλο, έτσι όπως τον περιγράφουν κάποιοι ειδικοί ή μη, αλλά να διεκδικήσει τον ενεργό ρόλο του ως γονιός στο μεγάλωμα σε συνεργασίαμε τον άλλον γονιό.

Είναι κρίσιμο επίσης, το γονεϊκό ζευγάρι να διατηρεί την σχέση του ζωντανή και να μην την θυσιάζει ή να «κρύβει» τα αδιέξοδα της σχέσης του, βάζοντας μονίμως στο επίκεντρο τα παιδιά. Η ανάγκη για συντροφικότητα, τρυφερότητα και ερωτισμό μεταξύ δυο ισότιμων ενηλίκων δεν εξαφανίζεται με την εμφάνιση των παιδιών και είναι σημαντικό να διατηρείται ο χώρος για αυτού του είδους την επικοινωνία που δεν μπορεί και δεν πρέπει να καλύπτουν τα παιδιά. Έτσι θα μπορέσουν και εκείνα να αναγνωρίσουν τα όριά τους, θα έχουν τον χώρο και τον χρόνο για να διαμορφώσουν την δική τους ταυτότητα και να αναπτύξουν μια υγιή σχέση αγάπης και σεβασμού προς τους γονείς. Έτσι θα μπορέσει επίσης να εφαρμοστεί ένα λειτουργικό σύστημα κανόνων και ορίων μέσα από συμφωνίες με τα παιδιά.

Οι ανοιχτές συγκρούσεις και οι άκαμπτοι κανόνες από την μια πλευρά, και η παθητικότητα ή η απόσυρση από την άλλη, πολύ συχνά λειτουργούν ως κάλυμμα για την δυσκολία του γονιού να αναρωτηθεί για την στάση του και να αντέξει την ανασφάλεια που μπορεί να βιώνει ως προς την σημασία και την σπουδαιότητα του ρόλου του, είτε μέσα στην οικογένεια είτε γενικότερα.

Συμπερασματικά, είναι σημαντικό να κρατάμε στο νου ότι δεν υπάρχει τέλειος γονιός ούτε και τέλειο παιδί. Το σημαντικότερο όπλο απέναντι στις ανησυχίες και τις ανασφάλειες ενός πατέρα είναι η διατήρηση του προβληματισμού και της συζήτησης για αυτές με την μητέρα αλλά και με άλλους γονείς. Η ανάγκη αυτή είναι ακόμα πιο επιτακτική γιατί ο πατέρας έρχεται από μια πιο απομακρυσμένη θέση σε σχέση με τη μητέρα για να συναντήσει το παιδί, να το κατανοήσει και να δημιουργήσει μια σημαντική σχέση μαζί του.

Να γίνει κάποιος πατέρας είναι μια νέα εμπειρία που αλλάζει ριζικά την οπτική της ζωής, τον πλησιάζει στα ίχνη των δικών του παιδικών εμπειριών και τραυμάτων, και θέτει την πρόκληση να επαναδιατάξει την προσωπικότητά του σε μια νέα ταυτότητα. Όταν γεννιέται ένα παιδί, ταυτόχρονα γεννιούνται μια μητέρα και ένας πατέρας. Το μεγάλωμα του παιδιού προϋποθέτει και το μεγάλωμα των γονιών, μέσα από τις εμπειρίες τους και την συνεργασία τους στην δημιουργία ενός ασφαλούς πλαισίου που δίνει την δυνατότητα σε όλα τα μέλη να αναπτυχθούν, να αντλούν ικανοποίηση, να μοιράζονται σχέδια και ευθύνες, να γίνουν δημιουργικοί και να αντέχουν στις δυσκολίες και τις ματαιώσεις που το περιβάλλον τους επιφυλάσσει.

Ο ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ TOY ΚΟΣΜΟΥ

Στούς στί­χους πού ἔ­χουν σω­θεῖ ἀ­πό τό ποί­η­μα τοῦ Παρ­με­νί­δη, οἱ στί­χοι 50-61, μέ τούς ὁ­ποί­ους κλεί­νει τό ἀ­πό­σπα­σμα 8, ση­μει­ώ­νουν μιά καμ­πή. Τό πρῶ­το μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος εἶ­χε μι­λή­σει γιά τό Ὄν (τό ἐ­όν) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 19, στ. 32, στ. 35· ἤ­δη ἀ­πο­σπ. 4, στ. 2) καί τό ἀ­δύ­να­το ταῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ ὁ­λο­σχε­ρο­ῦς Μή Ὄν­τος (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 7). Τό Ὄν ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται κα­θώς ἀ­να­δύ­ε­ται ὡς λό­γος (φά­σις) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 35), ὡς σκέ­ψη {νό­η­μα) (στ. 33 - 35), ὡς ἀ­λή­θεια (ἀ­λη­θεί­η) (στ. 51). Πα­ρα­μέ­νει ὁ­μως ὁ Παρ­με­νί­δης σέ ἕ­ναν κα­θα­ρό στο­χα­σμό πά­νω στό Ὄν καί στά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ Ὄντος; Πολ­λοί στο­χα­στές, φι­λό­σο­φοι ἤ ἱ­στο­ρι­κοί ταῆς φι­λο­σο­φί­ας, ὑ­πο­στή­ρι­ξαν, λαν­θα­σμέ­να, τήν ἄ­πο­ψη αὐ­τή. Πραγ­μα­τι­κά, αὐ­τό πού πρό­κει­ται νά δεί­ξου­με εἶ­ναι ὅτι ὁ λό­γος γιά τό Ὄν δέν ἔ­χει νό­η­μα πα­ρά μό­νον ὡς θε­μέ­λιο ἕ­νος λό­γου γιά τόν Κό­σμο. Με­τά τόν γε­μά­το πί­στη λό­γο (λό­γος πι­στός) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 50 πρβλ. ἀ­πο­σπ. 1, στ. 30) πού ἀ­φο­ροῦ­σε τήν Ἀλήθεια ἤ τό Ὄν, ὁ Παρ­με­νί­δης, δί­χως νά ἀρ­κε­στεῖ, ὅπως πο­λύ συ­χνά ἔ­χει πι­στευ­θεῖ, στό νά κα­ταγ­γεί­λει τίς ἀ­πα­τη­λές γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν, δι­α­τυ­πώ­νει μέ σα­φή­νεια κρί­σεις (γνώ­μη) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 61) πού ἐ­πι­τρέ­πουν νά γνω­σθεῖ, στό μέ­τρο τοῦ δυ­να­τοῦ, ὁ Κό­σμος. Ὁ Παρ­με­νί­δης, στό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος, ἀ­πό τό ἀ­πό­σπα­σμα 8, στ. 50-61, μέ­χρι τό ἀ­πό­σπα­σμα 19, ἐ­πι­κρί­νει μέν σα­φῶς ὁ­ρι­σμέ­νες λαν­θα­σμέ­νες ἀν­τι­λή­ψεις γιά τόν Κό­σμο καί τό “Σύμ­παν” (πᾶν) (ἀ­πο­σπ. 9, στ. 3), δέν πα­ρα­λεί­πει ὁ­μως νά σκι­α­γρα­φή­σει τή δι­κή του ἀν­τί­λη­ψη γιά τόν Κό­σμο.

Τό ὅτι τό σχέ­διο τοῦ Παρ­με­νί­δη ἦ­ταν νά μι­λή­σει ὄ­χι μό­νο γιά τό Ὄν ἀλ­λά καί γιά τόν Κό­σμο, τό μαρ­τυ­ρο­ῦν κα­τ’ ἀρ­χάς, ἄν τούς ξα­να­δι­α­βά­σει κα­νείς στό σύ­νο­λό τους, οἱ ἴ­διοι οἱ ἀρ­χαῖ­οι ἕλ­λη­νες φι­λό­σο­φοι.

Ἄς δο­ῦ­με πρῶ­τα τόν Πλά­τω­να. Βέ­βαι­α γιά τόν Πλά­τω­να ὁ “βα­θύς” Παρ­με­νί­δης (Θε­αί­τη­τος, 183Ε) εἶ­ναι πά­νω ἀ­π’ ὁ­λα ὁ φι­λό­σο­φός της ἑ­νό­τη­τας το­ῦ Ὄν­τος (Σο­φι­στής, 237Ε, 242C, 244Ε). Ἄλ­λα ὁ Παρ­με­νί­δης γιά τόν Πλά­τω­να εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἕ­νας στο­χα­στής πού, ἀ­κο­λου­θών­τας τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ Ἡ­σί­ο­δου, μί­λη­σε γιά τή “γέ­νε­ση” — λ.χ. γιά τή γέ­νε­ση τοῦ θε­οῦ Ἔ­ρω­τα· Δύ­ο λό­γοι τοῦ Συμ­πο­σί­ου ἀ­να­φέ­ρον­ται σ’ αὐ­τήν. Πρῶ­τα ὁ λό­γος τοῦ Φαί­δρου: Ὅ­σο γιά τόν Παρ­με­νί­δη, νά τί λέ­ει γιά τή γέ­νε­ση: ὁ πρῶ­τος ἀ­π’ ὅ­λους τούς θε­ούς πού ἀν­τί­κρι­σε [ἤ Θε­ά] ἦ­ταν ὁ Ἔρως”. Ὕ­στε­ρα, εἶ­ναι ὁ λό­γος τοῦ Ἀ­γά­θω­να: «Δη­λώ­νω ὅτι ὁ Ἔρως εἶ­ναι ὁ νε­ό­τε­ρος ἀ­πό τους θε­ούς καί ὅτι ἡ νε­ό­τη­τά του εἶ­ναι αἰ­ώ­νια· καί ὅτι ἀν­τί­θε­τα ὅ­λες αὐ­τές οἱ πα­λαι­ές ἔ­ρι­δες, πού δι­η­γοῦν­ται (λέ­γου­σιν) γιά τούς θε­ούς ὁ Ἡσίοδος καί ὁ Παρ­με­νί­δης, ἀ­φο­ροῦϋν μᾶλ­λον τήν Ἀνάγκη καί ὄ­χι τόν Ἔ­ρω­τα, ἄν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι ἀ­λη­θεύ­ουν τά λό­για τους (εἰ ἐ­κεῖ­νοι ἀ­λη­θῆ ἔ­λε­γον)» Αὐ­τές οἱ δύ­ο πε­ρι­κο­πές τοῦ Συμ­πο­σί­ου μᾶς δεί­χνουν πῶς ὁ Παρ­με­νί­δης, στό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος (πρβλ. τό ἀ­πο­σπ. 13 σχε­τι­κά μέ τόν Ἔ­ρω­τα), δι­α­τύ­πω­νε ὄ­χι τίς γνῶ­μες ἄλ­λων γιά τόν Κό­σμο, ἀλ­λά αὐ­τό πού στόν ἴδιο φαι­νό­ταν οὐ­σιαστι­κό νά σκε­φτεῖ κα­νείς σχε­τι­κά μέ τόν Κό­σμο καί τήν προ­έ­λευ­σή του.

Ἀρκετά χω­ρί­α τοῦ Ἀριστοτέλη ἀ­πο­τε­λοῦϋν μιά δεύ­τε­ρη ἐ­ξί­σου σα­φῆ μαρ­τυ­ρί­α, πού δεί­χνει ἕ­ναν Παρ­με­νί­δη στο­χα­στή τοῦ Κό­σμου. Στό βι­βλί­ο Α, κε­φά­λαι­ο 4, τῶν Με­τά τά Φυ­σι­κά, στό ση­μεῖ­ο πού γί­νε­ται ἀ­να­φο­ρά στούς στο­χα­στές οἱ ὁ­ποι­οι, ὅπως ὁ Ἀναξαγόρας, θέ­τουν τόν νο­ῦν ταυ­τό­χρο­να ὡς αἴ­τιο τῆς ὀ­μορ­φιᾶς καί τῆς κί­νη­σης τῶν ὄν­των, ὁ Ἀριστοτέλης μέ τή σει­ρά τοῦ βά­ζει πλά­ι πλά­ι τόν Ἡσίοδο μέ τόν Παρ­με­νί­δη, ὡς στο­χα­στές πού ἔ­χουν θέ­σει τόν ἔ­ρω­τα ἤ τήν ἐ­πι­θυ­μί­α ὡς ἀρ­χές τῶν ὄν­των. Ὁ Ἀριστοτέλης πα­ρα­θέ­τει ἐ­δῶ τους στί­χους 116-120 τῆς Θε­ο­γο­νί­ας τοῦ Ἡσίοδου:

Πρίν ἄ­π’ ὁ­λα ἔ­γι­νε τό Χά­ος,
Ὕ­στε­ρα ἡ πλα­τύ­στη­θη Γῆ,
Καί ὁ ’Ἔρωτας πού λάμ­πει ἀ­νά­με­σα σ’ ὁ­λους τους ἀ­θα­νά­τους.


Πα­ράλ­λη­λα, ὁ Ἀριστοτέλης πα­ρα­θέ­τει τό στί­χο τοῦ Παρ­με­νί­δη πού πε­ρι­έχε­ται στό Συμ­πό­σιο τοῦ Πλά­τω­να, στό 178β, καί ὁ ὁ­ποῖος ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἀ­πό­σπα­σμα 13 τοῦ ποι­ή­μα­τος τοῦ Παρ­με­νί­δη. Μα­ζί μ’ αὐ­τό τό κεί­με­νο πά­νω στή γέν­νη­ση τοῦ Ἔ­ρω­τα καί στή γέν­νη­ση ὅλων τῶν πραγ­μά­των ἀ­πό τόν Ἔ­ρω­τα, καί ἄλ­λα χω­ρί­α τοῦ βι­βλί­ου Α τῶν Με­τά τά Φυ­σι­κά δεί­χνουν ἀ­κό­μα πώς ὁ Παρ­με­νί­δης, στό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τός του, ἀ­φοῦϋ εἶ­χε μι­λή­σει γιά τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ὄν­τος, δε­χό­ταν ἕ­ναν δυ­ϊ­σμό αἰ­τί­ων σάν βά­ση γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τοῦ κό­σμου. «Ἀνάμεσα σ' αὐ­τούς πού κη­ρύσ­σουν τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Σύμ­παν­τος, κα­νέ­νας δέν ἔ­φτα­σε στή σύλ­λη­ψη τοῦ [ποι­η­τι­κοῦ] αἰ­τί­ου, ἐ­κτός ἴ­σως ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη, ἀλ­λά καί αὐ­τός στό μέ­τρο πού δέ­χε­ται πώς δέν ὑ­πάρ­χει μό­νο ἕ­να αἴ­τιο ἀλ­λά, κα­τά μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη ἔν­νοι­α, δύ­ο.» Καί ὁ Ἀριστοτέλης ἐ­πι­ση­μαί­νει πώς, γιά τούς φι­λο­σό­φους πού δέ­χον­ται πα­ρα­πά­νω ἀ­πό ἕ­να στοι­χεῖ­ο, ὅπως τό θερ­μό καί τό ψυ­χρό ἤ τό πῦρ καί τή γῆ, εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά ἀ­πο­δώ­σουν στό Πῦρ τήν “κι­νη­τι­κή φύ­ση” καί στή Γῆ τήν “ἀν­τι­τι­θέ­με­νη παθ­η­τι­κό­τη­τα”. Σ' ἕ­να ἄλ­λο χω­ρί­ο τοῦ βι­βλί­ου Α, ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἐ­πα­νέρ­χε­ται σ’ αὐτόν τόν δυ­ϊ­σμό τῶν αἰ­τί­ων γύ­ρω ἀ­πό τόν ὁ­ποι­ο κι­νεῖ­ται ἡ κο­σμο­λο­γί­α τοῦ Παρ­με­νί­δη. «Πε­πει­σμέ­νος ὅτι, ἔ­ξω ἀ­πό τό Ὄν, τό Μή Ὄν δέν ὑ­πάρ­χει, ὁ Παρ­με­νί­δης πι­στεύ­ει ὅτι κα­τα­νάγ­κη μό­νο ἕ­να πράγ­μα ὑ­πάρ­χει, δη­λα­δή τό ἴδιο τό Ὄν . . . ἀλ­λά ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νά συμ­μορ­φω­θεῖ μέ τά γε­γο­νό­τα (ἀ­κο­λου­θεῖν τοῖς φαι­νο­μέ­νοις), νά πα­ρα­δε­χτεῖ ταυ­τό­χρο­να τή λο­γι­κή ἑ­νό­τη­τα καί τήν αἰ­σθη­τή πολ­λα­πλό­τη­τα (πλεί­ω κα­τά τήν αἴ­σθησιν), ὁ Παρ­με­νί­δης κα­τα­λή­γει νά θέ­σει δύ­ο αἴ­τια, δύ­ο ἀρ­χές (δύ­ο τάς αἰ­τίας τίθ­η­σι): τό Θερ­μό καί τό Ψυ­χρό.» Ἔ­τσι, ὁ Παρ­με­νί­δης, κα­τά τόν Ἀριστοτέλη, δέν ὑ­πῆρ­ξε μό­νον ὁ στο­χα­στής τοῦ ἑ­νός Ὄν­τος. Ὑπῆρξε ἐ­ξί­σου στο­χα­στής τῆς γέ­νε­σης, τῆς πολ­λα­πλό­τη­τας, καί εἰ­δι­κό­τε­ρα ὁ στο­χα­στής τοῦ Ἔ­ρω­τα καί τῆς Ἐπιθυμίας.

Με­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τῶν φι­λο­σό­φων τοῦ 4ου αἰ­ώ­να, ἄς ἔρ­θου­με στή μαρ­τυ­ρί­α τῶν με­τα­γε­νέ­στε­ρων ἑλ­λή­νων σχο­λια­στῶν. Καί αὐ­τοί ἐ­πι­σή­μα­ναν τή δι­πλή φύ­ση τῆς ἔ­ρευ­νας τοῦ Παρ­με­νί­δη, καί ἔ­δει­ξαν πώς ὁ στο­χα­στής τοῦ Ὄντος ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καί στο­χα­στής τοῦ Κό­σμου. Ἄς δο­ῦ­με στά Ἠθικά τοῦ Πλου­τάρ­χου, τό Πρός Κω­λώ­τη­ν. Ὁ Παρ­με­νί­δης, σύμ­φω­να μέ τόν Πλού­ταρ­χο, ἀν­τί­θε­τα μέ ὅ­σα βε­βαί­ω­νε ὁ Κω­λώτη­ς, δέν κα­ταρ­γεῖ οὔτε τό Πῦρ οὔτε τό Ὕ­δωρ, οὔτε τίς πό­λεις πού βρί­σκον­ται στήν Εὐ­ρώ­πη καί στήν Ἀ­σία. Ὁ Παρ­με­νί­δης μά­λι­στα “συν­τάσ­σει τήν τά­ξη τοῦ κό­σμου” (δι­ά­κο­σμον πε­ποί­η­ται) καί, ἀ­να­μει­γνύ­ον­τας ὡς Στοι­χεῖ­α τό λαμ­πρόν καί τό σκοτει­νόν, συγ­κρο­τεῖ ξε­κι­νών­τας ἀ­π' αὐ­τά καί δι­α­μέ­σου αὐ­ταῶν “ὅ­λα τά φαι­νό­με­να” (τά φαι­νό­με­να πάν­τα). Ὁ Παρ­με­νί­δης “εἶ­πε πολ­λά” (εἴ­ρη­κε πολ­λά) σχε­τι­κά μέ τή Γῆ, τόν Οὐ­ρα­νό, τόν Ἥ­λιο, τή Σε­λή­νη, τούς Ἀστέρες· ὁ Παρ­με­νί­δης ἀ­φη­γή­θη­κε τήν γέ­νε­σιν τῶν ἀν­θρ­ώ­πων. Ὄν­τας ἀρ­χαῖ­ος στο­χα­στής τῆς Φύ­σης, ἀλ­λά καί στο­χα­στής πρω­τό­τυ­πος, δέν ἄ­φη­σε ἔ­ξω ἀ­πό τή σκέ­ψη του “τί­πο­τε ἀ­πό τά ση­μαν­τι­κά”. Πρίν ἀ­κό­μη ἀ­πό τόν Σω­κρά­τη καί τόν Πλά­τω­να, δι­έ­κρι­νε ὅτι ἡ Φύ­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει κά­τι δoξαστόν καί κά­τι νο­η­τόν. Αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο συλ­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πό τήν δό­ξαν εἶ­ναι ἀ­στα­θές καί ἀ­πα­τη­λό (ἀ­βέ­βαι­ον καί πλα­νη­τόν), εἶ­ναι ὁ χῶ­ρος τῆς αὔ­ξη­σης καί τῆς φθο­ρᾶς, εἶ­ναι αὐ­τό πού δι­α­φέ­ρει ἀ­νά­λο­γα μέ τά δι­ά­φο­ρα πρό­σω­πα καί δέν εἶ­ναι πο­τέ τό ἴ­διο γιά τό ἴ­διο πρό­σω­πο, πράγ­μα πού ὀ­φεί­λε­ται στήν αἴ­σθη­σιν· τό νο­η­τό ἀν­τί­θε­τα ἔ­χει ὡς ἀν­τι­κεί­με­νο τό οὐ­λο­με­λές, τό ἀ­τρε­μές, τό ἀ­γέ­νητον. Ὁ λό­γος γιά τό Ὄν τό δη­λώ­νει ὡς ἕ­να· ἀλ­λά δέν εἶ­ναι μέ κα­νέ­ναν τρό­πο “ἡ κα­τάρ­γη­ση τῶν πολ­λα­πλῶν καί αἰ­σθη­τῶν πραγ­μά­των”, ἀλ­λά “κα­τά­δει­ξη τῆς δι­α­φο­ρᾶς τους σέ σχέ­ση μέ τό νο­η­τό”. Ἔ­τσι σύμ­φω­να μέ τόν Πλού­ταρ­χο, ὁ Παρ­με­νί­δης προ­σα­να­το­λί­ζει τό στο­χα­σμό του καί πρός τόν Κό­σμο καί πρός τό Ὄν.

Ἄς ἔρ­θου­με τέ­λος καί στή μαρ­τυ­ρί­α ἐ­κεί­νου, χά­ρη στόν ὁ­ποῖ­ο μᾶς εἶ­ναι γνω­στά πολ­λά τμή­μα­τα τοῦ ποι­ή­μα­τος τοῦ Παρ­με­νί­δη, δη­λα­δή στή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Σιμ­πλί­κιου στά σχό­λιά του στόν Ἀριστοτέλη. Σ’ ἕ­να ἀ­πό τά χω­ρί­α τοῦ Ὑ­πο­μνή­μα­τος εἰς τά Φυ­σι­κά, στό ὁ­ποῖ­ο ὁ Σιμ­πλί­κιος πα­ρα­θέ­τει τό τε­λευ­ταῖ­ο τμῆ­μα τοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος 8, ἐ­κεῖ ὁ­που ὁ Παρ­με­νί­δης ἀρ­χί­ζει νά μι­λά­ει γιά τόν Κό­σμο, ὁ Σιμ­πλί­κιος ἐ­πι­μέ­νει στήν “ἀ­ψευ­δή” φύ­ση τοῦ παρμε­νί­δει­ου λό­γου σχε­τι­κά μέ τόν Κό­σμο. Ὁ Σιμ­πλί­κιος (Φυ­σι­κά, σ. 38 - 39) ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Ἀλέξανδρο: κα­τ’ αὐ­τόν “σύμ­φω­να μέ τήν ἄ­πο­ψη τῶν πολ­λῶν καί σύμ­φω­να μέ τά φαι­νό­με­να”, ὁ Παρ­με­νί­δης, μι­λών­τας ὡς Φυ­σι­κός, δέν ὑ­πο­στή­ρι­ζε πιά ὅτι τό Ὄν εἶ­ναι ἕ­να, οὔτε ὅτι εἶ­ναι ἀ­γέ­νη­το, ἀλ­λά ἔ­θε­τε (ὑ­πέ­θε­το) τό Πῦρ καί τή Γῆ ὡς ἀρ­χάς τῶν γι­νο­μέ­νων, θέ­τον­τας (ὑ­ποτι­θείς) ἀ­πό τή μιά με­ριά τή Γῆ ὡς ὕλη, καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά τό Πῦρ ὡς ποι­η­τι­κό αἴ­τιο· καί, κα­τά τόν Ἀλέξανδρο, ὁ Παρ­με­νί­δης ὀ­νο­μά­ζει τό Πῦρ φῶς καί τή Γῆ σκό­τος. Ἔ­τσι, ἔ­χον­τας ἀ­να­φέ­ρει τά λό­για αὐ­τά τοῦ Ἀλέξανδρου, ὁ Σιμ­πλί­κιος σχο­λιά­ζει μέ τόν ἀ­κό­λου­θο τρό­πο: “Ἄν ὁ ’Ἀλέξανδρος, ἀ­κο­λου­θών­τας τή γνώ­μη τῶν πολ­λῶν καί τά φαι­νό­με­να, ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅτι ὁ Παρ­με­νί­δης ὀ­νο­μά­ζει δο­ξα­στόν τό αἰ­σθη­τόν, σω­στά πι­στεύ­ει”· ἀλ­λά προ­σθέ­τει ὁ Σιμ­πλί­κιος: “ἄ­ν ο Ἀλέξανδρος θε­ω­ρεῖ τούς λό­γους αὐ­τούς ψευ­δεῖς σέ κά­θε τούς ση­μεῖ­ο (ψευ­δεῖς πάν­τι]) καί ἄν θε­ω­ρεῖ ὅτι ψευ­δῶς λέ­γε­ται ὅτι τό Φῶς ἤ τό Πῦρ εἶ­ναι τά ποι­η­τι­κά αἴ­τια, τό­τε ὁ Ἀλέξανδρος κά­νει λά­θος (οὐ κα­λῶς οἴ­ε­ται)”. Ὅ Σιμ­πλί­κιος πα­ρα­θέ­τει τό­τε τό ἀ­πό­σπα­σμα 8, στ. 50 ἕ­ως 61, σχε­τι­κά μέ τίς δύ­ο ρί­ζες τοῦ Κό­σμου, ὕ­στε­ρα τό ἀ­πό­σπα­σμα 12, στ. 1 ἕ­ως 3 σχε­τι­κά μέ τούς δα­κτυ­λί­ους τοῦ Πυ­ρός πού σχη­μα­τί­ζουν τόν Οὐ­ρα­νό, καί τέ­λος τό ἀ­πό­σπα­σμα 13 ὁ­που ὁ Ἔ­ρως ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς πρώ­τι­στος θε­ῶν ὁ Σιμ­πλί­κιος προ­σθέ­τει ἀ­κό­μη με­ρι­κές ἐν­δεί­ξεις πού ἀ­φο­ροῦν τήν πα­λιγ­γε­νε­σί­α τῶν ψυ­χῶν ἀ­νά­με­σα στό ἀ­ει­δές καί τό ἐμ­φα­νές (σ. 39, στ. 14 - 20). Τά σχό­λια αὐ­τά σχε­τι­κά μέ τόν Κό­σμο κα­τά Παρ­με­νί­δη τοῦ φαί­νον­ται ἀ­ναγ­κα­ΐ­α, “ἐ­ξαι­τί­άς της τρέ­χου­σας ἄ­γνοι­ας τῶν ἀρ­χαί­ων κει­μέ­νων” (ὁ.π.. στ. 21 - 22). Ἔ­τσι γιά τόν Σιμ­πλί­κιο τό νά ἀ­πο­σπα­σθεῖ κα­νείς ἀ­πό τή λή­θη τοῦ Ὄν­τος δέν πρέ­πει νά ὁ­δη­γεῖ στή λή­θη τοῦ Κό­σμου.

Μέ βά­ση ὅ­λα αὐ­τά, μπο­ρεῖ νά ἐ­κτι­μή­σει κα­νείς μέ­χρι ποι­ό ση­μεῖ­ο οἱ σύγ­χρο­νοι σχο­λια­στές ἔ­χουν πα­ρα­νο­ή­σει τό νό­η­μα τῶν ἀ­πο­σπα­σμά­των πού ἀ­πο­τε­λο­ῦν τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος. Οἱ ἀ­νά­λυ­σεις τοῦ L. Robin δέν ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ρά ἕ­να μό­νο πα­ρά­δειγ­μα ἀ­νά­με­σα σέ πολ­λά ἄλ­λα. Γιά τόν L. Robin, μέ τό νά πε­ρά­σει κα­νείς στίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν, ἐγ­κα­τα­λεί­πει μί­α φυ­σι­κή τοῦ νο­η­τοῦ γιά μιά φυ­σι­κή τοῦ αἰ­σθη­τοῦ, δη­λα­δή μιά φυ­σι­κή “πού δέν πε­ρι­λαμ­βά­νει λο­γι­κούς προσ­δι­ο­ρι­σμούς”. “Αὐ­τόν τόν λα­θε­μέ­νο δρό­μο, ἄν πρέ­πει κα­νείς νά τόν ἀ­πο­φύ­γει, θά πρέ­πει ἐ­πί­σης νά τόν γνω­ρί­σει προ­λη­πτι­κά.” Βέ­βαι­α, ὁ Robin ἔ­χει πλή­ρη ἐ­πί­γνω­ση τοῦ ὅτι ἡ φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α ἐ­κτί­θε­ται “μέ δι­ε­ξο­δι­κό τρό­πο”. Ὡστόσο δέν βλέ­πει σ’ αὐ­τήν πα­ρά σκέ­ψεις πού ἀ­νή­κουν σέ ἄλ­λους. Ἀναμφίβολα “εἶ­ναι πι­θα­νό ὅτι ὁ Παρ­με­νί­δης ἐ­ξέ­θε­σε συγ­κε­κρι­μέ­νες γνῶ­μες ἄλ­λων”: ἴ­σως νά ἐ­πρό­κει­το γιά τίς γνῶ­μες τῶν ἴδι­ων τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ω­ν, τῶν ὁ­ποί­ων θά γνω­ρί­ζα­με ἔ­τσι τή φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α γιά τήν ὁ­ποί­α τό­σο λί­γα γνω­ρί­ζου­με· ἴ­σως νά ἐ­πρόκει­το ὅ­μως καί γιά ἕ­να εἶ­δος πρώ­ι­μης δο­ξο­γρα­φί­ας ἤ ἀ­κό­μη καί γιά πα­ράρ­τη­μα τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς ἴ­διας του τῆς θε­ω­ρί­α­ς: πράγ­μα πού θά ἐ­ξη­γο­ῦσε τήν πα­ρου­σί­α τῶν “χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν ἀ­πό­η­χων” τῶν θε­ω­ρι­ῶν τοῦ Ἀναξίμανδρου καί τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη καί τήν ἀ­που­σί­α “ὁ­ρι­σμέ­νων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πυ­θα­γό­ρει­ων δογ­μά­των”.

Οἱ ἀ­να­λύ­σεις αὐ­τές τοῦ L. Robin ἔ­χουν ὡ­στό­σο τό μει­ο­νέ­κτη­μα ὅτι λη­σμο­νοῦν τό θε­με­λι­ῶ­δες ἔρ­γο τοῦ Κ. Reinhardt πά­νω στόν Παρ­με­νί­δη. Ἡ πρω­το­τυ­πί­α τοῦ Reinhardt ἦ­ταν ὅτι δέν δι­και­ώ­νει κα­μιά ἀ­πό τίς ἀν­τκρου­ό­με­νες κρι­τι­κές ἑρ­μη­νεῖ­ες πού ἀ­φο­ροῦν τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος. Για­τί τά λό­για της Δό­ξης δέν πρέ­πει νά τά ἐ­κλά­βει κα­νείς οὔ­τε μέ τήν ἔν­νοι­α ὅτι ἀ­πο­τε­λο­ϋν μιά ὑ­πο­θε­τι­κή ἀ­νά­πτυ­ξη, ὅπως πί­στευ­ε ὁ Gomperz, οὔ­τε μέ τήν ἔν­νοι­α ὅτι ἀ­σκοῦν μιά πολεμική. Ἔ­τσι, τό τέ­λος τοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος 1 θά ἔ­πρε­πε νά ἀν­τι­με­τω­πι­στεῖ ὅπως ἔ­κα­ναν, με­τά τόν Reinhardt, πρῶ­τα ὁ Heidegger καί με­τά ὁ J. Beaufret, στήν εἰ­σα­γω­γή καί στή με­τά­φρα­σή του τοῦ ποι­ή­μα­τος τοῦ Παρ­με­νί­δη­. Ὅ­ταν ὁ Παρ­με­νί­δης μι­λά­ει γιά τήν ἀ­νάγ­κη νά με­λε­τή­σει τά δο­κο­ῦν­τα (ἀ­πό­σπα­σμα 1, στ. 31), δέν μι­λά­ει γιά τίς λαν­θα­σμέ­νες γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν (δό­ξαι) (ο.π., στ. 30), ἀλ­λά γιά τήν πο­λύ­χρω­μη ποι­κι­λί­α τῶν πραγ­μα­τι­κο­τή­των στό μέ­τρο πού θε­με­λι­ώ­νον­ται στό Ὄν καί ἀ­πο­τε­λοῦν ἀν­τι­κεί­με­να τῆς ὀρ­θῆς δό­ξης. Τά δο­κο­ῦν­τα, λέ­ει ὁ J. Beaufret, εἶ­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἁ­πλά φαι­νό­με­να — ὅπως εἶ­ναι ἀρ­γό­τε­ρα στόν Πλά­τω­να — : “Εἶ­ναι τά ἴδια τά πράγ­μα­τα” (ὁ.π., σ. 33). Σ’ αὐ­τήν τήν κα­τεύ­θυν­ση, ὁ Heidegger πρό­σφε­ρε ὁ­λο τό βά­θος τῆς σκέ­ψης του στίς ἀ­να­λύ­σεις τοῦ Reinhardt: Ό Κ. Reinhardt γιά πρώ­τη φο­ρά συ­νέ­λα­βε καί ἔ­λυ­σε τό τό­σο πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νο πρό­βλη­μα τῶν δύ­ο με­ρῶν τοῦ φι­λο­σο­φι­κοῦ ποι­ή­μα­τος τοῦ Παρ­με­νί­δη, μο­λο­νό­τι δέν δεί­χνει ἔκ­δη­λα τό ὀν­το­λογι­κό θεμ­έ­λιο πού πο­οϋπο­θέ­τει ἡ σύν­δε­ση τῆς ἀ­λή­θειας μέ τήν δό­ξαν, οὔ­τε τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα αὐ­τοῦ τοῦ θε­με­λί­ου”.

Ἐπίσης ὁ ἴ­διος ὁ Παρ­με­νί­δης, στό Σχέ­διο τοῦ ποι­ή­μα­τος πού πε­ρι­έ­χε­ται στό τέ­λος τοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος 1, μᾶς ὑ­πο­δη­λώ­νει αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν δι­α­κρί­νει πο­λύ κα­λά ὁ Πλά­των, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλού­ταρ­χος καί ὁ Σιμ­πλίκιος, καί τό ὁ­ποι­ο ἐ­πρό­κει­το νά συ­σκο­τί­σουν οἱ σχο­λια­στές τοῦ 19ου αἰ­ώ­να. Τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος, ἡ με­λέ­τη τοῦ Κό­σμου, συγ­κρο­τεῖ­ται καί θε­με­λι­ώ­νε­ται μέ βά­ση τό πρῶ­το μέ­ρος, τή με­λέ­τη τοῦ Ὄν­τος. Μιά θε­τι­κή Κο­σμο­λο­γί­α ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πό τήν ­Ὀν­το­λο­γί­α. Βρι­σκό­μα­στε λοι­πόν μπρο­στά σέ τρεῖς, ἀν­τί γιά τέσ­σε­ρις, δρό­μους. Ὁ πρῶ­τος συ­νί­στα­ται στό νά συλλά­βει κα­νείς τήν Ἀλήθεια καί τό Ὄν, ὁ δεύ­τε­ρος στό νά κρί­νει τίς γνῶ­μες (δό­ξαι) τῶν θνη­τῶν σχε­τι­κά μέ τό Ὄν, ὁ τρί­τος στό νά κρί­νει τίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν σχε­τι­κά μέ τά δο­κο­ῦν­τα, ὁ τέ­ταρ­τος στό νά δι­α­τυ­πώ­σει τή θε­με­λι­ω­μέ­νη Δό­ξαν πού πε­ρι­βάλ­λει τό γί­γνε­σθαι, μέ ἄλ­λα λό­για τόν Κό­σμο. Αὐ­τό εἶ­ναι τό νό­η­μα τῶν στί­χων 28 - 32 τοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος 1:

Πρέ­πει νά τά γνω­ρί­σεις ὅ­λα, τήν ἄ­τρο­μη καρ­διά τῆς ὁ­λο­στρόγ­γυ­λης Ἀλήθειας, ἀλ­λά καί τίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν στίς ὁ­ποῖ­ες δέν μπο­ρεῖς νά ἐμ­πι­στευ­τεῖς ὅτι ὑ­πάρ­χει ἀ­λή­θεια. Μά­θε ὁ­μως ἀ­κό­μη πώς ἡ σε­βαστή-ποι­κι­λί­α-αὐ­τοῦ-πού-φαί­νε­ται (τά δο­κοῦν­τα) θά­’­πρε­πε νά ἀ­πο­τε­λέσει μιά πα­ρου­σί­α ἄ­ξια νά γί­νει ἀ­πο­δε­κτή (δο­κί­μως εἶ­ναι), ἁ­πλώ­νον­τας τήν κυ­ρι­αρ­χί­α της σέ ὅ­λα τά πράγ­μα­τα”.

Αὐ­τές οἱ προ­κα­ταρ­κτι­κές ἀ­να­λύ­σεις σχε­τι­κά μέ τή δι­ά­τα­ξη τοῦ ποι­ή­μα­τος καί τή θε­τι­κή καί δι­ό­λου κρι­τι­κή στά­ση τῶν στο­χα­σμῶν τοῦ Παρ­με­νί­δη σχε­τι­κά μέ τόν Κό­σμο θά μᾶς ἐ­πι­τρέ­ψουν νά δι­α­βά­σου­με μέ πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νε­πῆ τρό­πο ὁ­ρι­σμέ­να δι­φο­ρού­με­να χω­ρί­α τοῦ δεύ­τε­ρου μέ­ρους τοῦ ποι­ή­μα­τος.

Στό ἀ­πό­σπα­σμα 8, στ. 50 ἕ­ως 52, δι­α­βά­ζου­με:

Ἐν τῷ σοί παύ­ω πι­στόν λό­γον ἠδέ νό­η­μα
ἀμ­φίς ἀ­λη­θεί­η­ς· δό­ξας δ' ἀ­πό τοῦ­δε βρο­τεί­ας
μάν­θα­νε κό­σμον ἐ­μῶν ἐ­πέ­ων ἀ­πα­τη­λόν ἀ­κούων
.

Ἐ­δῶ ὁ­λες οἱ με­τα­φρά­σεις στίς βα­σι­κές τους γραμ­μές συμ­πί­πτουν: “Ἐ­δῶ σο­ῦ τε­λει­ώ­νω τόν ἀ­ξι­ό­πι­στο λό­γο μου καί τό στο­χα­σμό μου σχε­τι­κά μέ τήν ἀ­λή­θεια· ἀ­πό τώ­ρα καί στό ἑ­ξῆς μά­θε τίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν πα­ρα­κο­λου­θών­τας τήν ἀ­πα­τη­λή τά­ξη τῶν λό­γων μου”.

Σχε­τι­κά μέ τό “τήν ἀ­πα­τη­λή τά­ξη τῶν λό­γων μου” (στ. 52), ὁ Taran χρη­σι­μο­ποι­εῖ τίς ἴδι­ες ἀ­να­φο­ρές μέ ἐ­κεῖ­νες τοῦ Diels: (ο.π., σ. 92): ἕ­να ἀ­πό­σπα­σμα τοῦ Σό­λω­να, ἕ­να ὀρ­φι­κό ἀ­πό­σπα­σμα τό ὁ­ποῖ­ο πα­ρα­θέ­τει ὁ Πλά­των στόν Φί­λη­βο (66C), ἕ­να στί­χο τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ (ἀ­πό­σπα­σμα 17, στ. 26). Ἀλ­λά ἡ πραγ­μα­τι­κή δυ­σκο­λί­α τοῦ στί­χου καί τοῦ νο­ή­μα­τος τοῦ χω­ρί­ου δέν βρί­σκε­ται δι­ό­λου σ' αὐ­το τό ση­μεῖ­ο τοῦ στί­χου. Ἡ πραγ­μα­τι­κή δυ­σκο­λί­α βρί­σκε­ται στό νό­η­μα τῆς λέ­ξης κό­σμος στό στί­χο 52, ἄν συ­σχε­τί­σει κα­νείς τό στί­χο αὐ­τό μέ τούς στί­χους μέ τούς ὁ­ποί­ους κα­τα­λή­γει ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ θέ­μα­τος, καί εἰ­δι­κό­τε­ρα μέ τό στί­χο 60, ὁ ὁ­ποῖ­ος πε­ρι­λαμ­βά­νει τόν ὅ­ρο δι­ά­κο­σμος. Φαί­νε­ται ἀ­πα­ρά­δε­κτο, τό­σο γλωσ­σο­λο­γι­κά ὁ­σο καί φι­λο­σο­φι­κά, τό νά μή συν­δέ­σει κα­νείς τόν κό­σμον μέ τόν δι­ά­κο­σμον.

Ἄν τό κά­νου­με αὐ­τό, προ­κύ­πτει μιά ἐν­τε­λῶς ἄλ­λη ἄ­να­γνω­ση τῶν στί­χων 51 - 52, μιά ἀ­νά­γνω­ση ἀ­πεί­ρως ἰ­κα­νο­ποι­η­τι­κό­τε­ρη γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς παρ­με­νί­δειας ἀν­τί­λη­ψης γιά τόν Κό­σμο.

Θά πρέ­πει πρῶ­τον οἱ λέ­ξεις μάν­θα­νε κό­σμον νά δι­α­βα­στοῦν μα­ζί: “μά­θε τόν κό­σμο” (στ. 52).

Ἀπό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά θά πρέ­πει νά ἐν­νο­ή­σου­με με­τά τό ἐ­πί­θε­το ἀ­πα­τη- λόν τό οὐ­σι­α­στι­κό λό­γον. ’Ἀπέναντι στόν πι­στόν λό­γον (στ. 50), ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ἀ­πα­τη­λός λ.ὄ­γος (στ. 52).

Τέ­λος θά πρέ­πει, δι­α­βά­ζον­τας τό δό­ξας βο­ο­τεί­ας ὡς αἰ­τι­α­τι­κή τῆς ἀ­νά- φο­ρᾶς, νά κα­τα­λά­βου­με ὅτι ἀ­κρι­βῶς “σέ σχέ­ση μέ τίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν” ἐ­πι­θυ­μεῖ ὁ Παρ­με­νί­δης νά δι­α­τυ­πώ­σει ἕ­να λό­γο γιά τόν κό­σμο πού μέ κανέ­ναν τρό­πο δέν μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ἐ­σφαλ­μέ­νος καί πού δέν ἀ­πο­κλεί­ει με­ρι­κές πι­θα­νό­τη­τες προ­σεγ­γι­στι­κῆς ἀ­κρί­βειας· ἕ­ναν προ­σεγ­γι­στι­κό λό­γο (ἀ­πα­τη­λός), ὅπως πε­ρί­που θά μι­λή­σει ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Πλά­των γιά τήν ὀρ­θήν δό­ξαν τοῦ αἰ­σθη­τοῦ κό­σμου ἤ ὁ Bachelard γιά μιά “προ­σεγ­γι­στι­κή γνώ­ση” τῶν φαι­νο­μέ­νων.

Μέ βά­ση αὐ­τές τίς πρῶ­τες γλωσ­σο­λο­γι­κές καί φι­λο­σο­φι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, μιά πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νε­πής με­τά­φρα­ση τοῦ θε­με­λι­ώ­δους αὐ­τοῦ χω­ρί­ου θά ἦ­ταν ἡ ἀ­κό­λου­θη:

«Ἐ­δώ σού τε­λει­ώ­νω τόν ἀ­ξι­ό­πι­στο λό­γο μου καί τό στο­χα­σμό μου σχε­τι­κά μέ τήν Ἀλήθεια. Ἀπό δῶ καί στό ἑ­ξῆς, καί ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τίς γνῶ­μες τῶν θνη­τῶν, μά­θε τήν Τά­ξη τοῦ Κό­σμου ἀ­κού­γον­τας μέ­σα ἀ­πό τά λό­γιά μου ἕ­να Λό­γο πού εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀ­πα­τή­σει.»

Ἔ­τσι, αὐ­τή ἡ “τά­ξη τοῦ κό­σμου” (κό­σμος) (στ. 52) ἀ­πο­τε­λεῖ προ­εί­κα­σμα τῆς “ἀ­νά­πτυ­ξης τῆς τά­ξης τοῦ κό­σμου” (δι­ά­κο­σμος) τήν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρει ὁ στί­χος 60 το­νί­ζον­τας τόν ὑ­ψη­λό βαθ­μό ἀ­λη­θο­φά­νειας πού τή δι­α­κρί­νει (ἐ­οι­κό­τα) (στ. 60), το­νί­ζον­τας δη­λα­δή τό χα­ρα­κτή­ρα τῆς οἰονεί -προ­φάνειας, τῆς οἰονεί-βε­βαι­ό­τη­τας, τῆς οἰονεί-στα­θε­ρό­τη­τας. Αὐ­τή τήν “τά­ξη τοῦ κό­σμου” (κό­σμος), κα­θώς καί τήν “ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς τά­ξης τοῦ κό­σμου” (δι­ά­κο­σμος), ὁ Παρ­με­νί­δης δέν τήν ὑ­πο­θέ­τει ἁ­πλῶς. Τή θέ­τει. Τή βλέ­πει. “Σοῦ τήν ἀ­πο­κα­λύ­πτω” (φα­τί­ζω) λέ­ει ὁ στί­χος 60, ξα­να­βρί­σκον­τας, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τόν Κό­σμο, σχε­δόν τόν ἴ­διο τύ­πο ἀ­πο­κά­λυ­ψης πού εἶ­χε δε­χτεῖ πιό πά­νω σέ σχέ­ση μέ τό Ὄν, τό ἰ­όν, τό ὁ­ποι­ο εἶ­ναι πε­φα­τι­σμέ­νον (στ. 35).

To ὅτι πρό­κει­ται γιά μιά στα­θε­ρή γνώ­ση, ἀ­φοῦ εἶ­ναι θε­με­λι­ω­μέ­νη στό Ὄν, γί­νε­ται προ­φα­νές ἀ­πό πολ­λές ἐκ­φρά­σεις στά ἀ­πο­σπά­σμα­τα 8 ἕ­ως 19. “Γιά νά μή σέ ξε­πε­ρά­σει πο­τέ ἡ κρί­ση (γνώ­μη) τῶν θνη­τών” (ἄ­πο­σπ. 8, στ. 61). “Θά γνω­ρί­σεις (εἴ­σῃ) τή φω­τει­νή ἔ­κτα­ση τοῦ Αἰ­θέ­ρα… θά γνω­ρί­σεις (εἰ­δή­σεις) ἐ­πί­σης τόν Οὐ­ρα­νό πού πε­ρι­βάλ­λει τά πάν­τα” (ἀ­πο­σπ. 10, στ. 1 στ. 5). Καί τό ἀ­πό­σπα­σμα μέ τό ὁ­ποῖ­ο κλεί­νει τό ποί­η­μα, τό ἀ­ποόσπασμά 19, δέν εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο κα­τα­φα­τι­κό, ἀ­φοῦ λέ­ει ὅτι “σύμ­φω­να μέ τήν δό­ξαν” ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς πῶς προ­έ­κυ­ψαν τά πράγ­μα­τα (ἔ­φυ) καί εἶ­ναι τώ­ρα (νῦν ἔ­α­σι).

Ἔ­τσι ὁ κο­σμο­λο­γι­κός δυ­ϊ­σμός Φῶς-Νύ­χτα δέν ἀ­πο­τε­λεῖ πλα­νη­μέ­νη γνώ­μη τῶν θνη­τῶν. Εἶ­ναι ἐ­κλο­γί­κευ­ση τοῦ γί­γνε­σθαι μέ βά­ση δύ­ο αἰ­ώ­νι­ες ἀρ­χές, οἱ ὁ­ποῖ­ες θε­με­λι­ώ­νον­ται στήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ὄν­τος. Ἡ θε­με­λι­ω­μέ­νη δό­ξα δέν εἶ­ναι τό ἴ­διο μέ τίς πλα­νε­ρές δό­ξαι. Ὁ ἀ­πα­τη­λός λό­γος δέν εἶ­ναι δι­ό­λου ­ψευ­δής λό­γος, καί ἡ ἀ­πά­τη δέν εἶ­ναι ψεῦ­δος. Ὁ Σιμ­πλί­κιος, πού προ­σπα­θοῦ­σε νά ἀ­πο­σπά­σει τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τοῦ ἀ­πα­τη­λός (λό­γος), τό εἶ­χε δι­α­κρί­νει σω­στά. Στό ὑ­πό­μνη­μά του στά Φυ­σι­κά, ὁ Σιμ­πλί­κιος ἔ­δει­χνε πράγ­μα­τι ’­ὅτι ὁ δο­ξα­σ­τός καί ἀ­πα­τη­λός λό­γος συγ­κρο­τοῦν­ται μέ βά­ση τήν Ἀλήθειαν.

Κα­τά τά ἄλ­λα, τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ποι­ή­μα­τος βρί­σκε­ται σέ ἁρ­μο­νί­α μέ τό πρῶ­το. Πράγ­μα­τι, στό πρῶ­το μέ­ρος ὁ Παρ­με­νί­δης ἐ­πα­να­το­πο­θε­τεῖ ἤ­δη τόν Κό­σμο σέ σχέ­ση μέ τό Ὄν. Στό ἀ­πό­σπα­σμα 4, ὁ κό­σμος δέν πρέ­πει νά νο­η­θεῖ μό­νο ὡς τά­ξη ἀλ­λά ἤ­δη ὡς τά­ξη τοῦ κό­σμου. Ἡ σκέ­ψη δέν πρέ­πει νά δι­α­λύ­ει τή συ­νά­φεια τοῦ Ὄν­τος πρός τό Ὄν “ὔ­τε ἔ­τσι ὥ­στε νά τό ἀ­φή­σει νά δι­α­με­λι­στεῖ μέ­σα σ’ ἕ­να γε­νι­κό σκόρ­πι­σμα σέ σχέ­ση μέ τήν τά­ξη τοῦ κό­σμου, οὔ­τε ἔ­τσι ὥ­στε νά ἀ­να­συν­τα­χθεῖ ἐκ τῶν ἔ­ξω”. Ἔ­τσι ὁ Παρ­με­νί­δης θε­ω­ρεῖ ἐ­δῶ τό Ὄν στή σχέ­ση του μέ τό Σύμ­παν, δη­λα­δή ἤ­δη στή σχέ­ση του μέ τή δι­ά­τα­ξη τοῦ κό­σμου.

Ό Nietzsche εἶ­χε λά­θος νά λυ­πᾶ­ται πού δέν ἔ­βρι­σκε στόν Παρ­με­νί­δη πα­ρά ἕ­να στο­χα­σμό πά­νω στό Ὄν, στο­χα­σμό πού ξε­χνο­ῦ­σε τό λαμ­πύ­ρι­σμα καί τήν τά­ξη τοῦ κό­σμου. Στο­χα­στής τῆς ἑ­νό­τη­τας τοῦ Ὄν­τος, ὁ Παρ­με­νί­δης ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης στο­χα­στής τοῦ κό­σμου, στό μέ­τρο πού τό γί­γνε­σθαι βρί­σκει ἀ­κρι­βῶς τό θε­μέ­λιό του στό Ὄν. Τά πράγ­μα­τα πού γί­γνον­ται, ἀ­πέ­χουν πο­λύ ἀ­πό τό νά εἶ­ναι μό­νο φαι­νό­με­να, εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά. Τά πάν­τα “εἶ­ναι πλή­ρη” (πλέ­ον ἔ­στι) Φω­τός καί Νυ­κτός χω­ρίς Φῶς (ἀ­πο­σπ. 9, στ. 3). Δύ­ο φυ­σι­κές ἀρ­χές, δύ­ο μορ­φαί (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 53), ἔ­χουν δί­και­α τε­θεῖ μᾶλ­λον πα­ρά ὑ­ποτε­θεῖ ἀ­πό με­ρι­κούς θνη­τούς (κα­τέ­θεν­το, ἐ­θεν­το) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 53, στ. 55)· μα­ζί μέ τόν Ἔ­ρω­τα (ἀ­πο­σπ. 13), οἱ ἀρ­χές αὐ­τές συ­νι­στοῦν τήν πραγ­μα­τι­κή δο­μή τῶν γι­γνο­μέ­νων πραγ­μά­τω­ν, τή δο­μή ὅ­λων τῶν “ὄν­των” (ἀ­πε­όν­τα, πα­ρ­ε­όν­τα) (ἀ­πο­σπ. 4, στ. 1)· ἡ αἰ­ω­νι­ό­τη­τά τους καί ἡ ταυ­τό­τη­τα πρός τόν ἑ­αυ­τό τους (ἑ­ω­υ­τῷ πάν­το­σε τωὐ­τόν) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 57) συ­νι­στοῦν, στό ἐ­πί­πεδο τῆς πολ­λα­πλό­τη­τας τοῦ γί­γνε­σθαι, τή λάμ­ψη τῆς μί­ας, αἰ­ώ­νιας, ταυ­τό­ση­μης πρός τόν ἑ­αυ­τό της ἀρ­χῆς. Ἔτσι, με­τά τόν πιστόν λό­γον, ἔρ­χε­ται ὁ ἀ­πατη­λός λό­γος: ὁ λό­γος πού μπο­ρεῖ νά ἀ­πα­τή­σει εἶ­ναι, ὄν­τας θε­με­λι­ω­μέ­νος στό Ὄν, λό­γος πού δέν ἀ­πα­τᾶ δι­ό­λου. Εἶ­ναι, σί­γου­ρα, λει­ψή γνώ­ση γνώ­ση ἀ­τε­λής, για­τί εἶ­ναι γνώ­ση δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό τήν κα­θα­ρή γνώση τοῦ ἀ­γε­νή­του, εἶ­ναι ὡ­στό­σο γνώ­ση ἡ ὁ­ποί­α, στη­ριγ­μέ­νη πά­νω στήν κρί­ση (γνώ­μη) καί στίς γνῶ­μες (δό­ξαι) ὁ­ρι­σμέ­νων θνη­τῶν (Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, Ἄ­να­ξιμέ­νης, Πυ­θα­γό­ρει­οι), πα­ρα­με­ρί­ζει τίς πλά­νες (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 54) γιά νά ἀ­πόσπά­σει μί­α οὐ­σι­α­στι­κή ἀ­πο­κά­λυ­ψη γιά τόν κό­σμο (φα­τί­ζω) (στ. 60), μί­α στα­θε­ρή δό­ξα (ἀ­πο­σπ. 19, στ. 1), μί­α στα­θε­ρή κρί­ση (γνώ­μη) (ἀ­πο­σπ. 8, σ. 61) Ἡ γνώ­ση βέ­βαι­α πα­ρα­μέ­νει ἐ­δῶ στό ἐ­πί­πε­δό της ἀ­λη­θο­φά­νειας (δι­ά­κο­σμον ἐ­οι­κό­τα) (ἀ­πο­σπ. 8, στ. 60), ἀλ­λά μί­ας στέ­ρε­ης ἀ­λη­θο­φά­νειας.

Η κρυφή γοητεία της ορθόδοξης δουλοφροσύνης

«Οι δούλοι υπακούτε κατά πάντα τοις κατά σάρκα κυρίοις»
(Παύλος Κολοσ., 3,22).

Η Εκκλησία είναι κοινωνία τυράννων και δουλοφρόνων. Τα μέλη της θεωρούνται δούλοι ενός αυταρχικού και εγωκεντρικού θεού, που απαιτεί λιβανίσματα και προσκυνήσεις. Το αποχαυνωμένο εκκλησίασμα παρακολουθεί αδιαμαρτύρητα μαθήματα δουλοπρέπειας βλέποντας τους αναξιοπρεπείς εφημέριους του ναού να «βάζουν μετάνοια» στον κορδωμένο στο θρόνο του επίσκοπο, που εκπροσωπεί το ουράνιο αφεντικό του. Οι πιστοί είναι έτοιμοι κι αυτοί με τη σειρά τους να μπουσουλίσουν στα σκαλιά της Mητέρας θεάς της Τήνου ή να ξαπλώσουν καταγής για να περάσει από πάνω τους το πτώμα του Αγ. Γεράσιμου.

Το πνεύμα της δουλικότητας και της φτηνής κολακείας διαπότισε το ήθος της Ανατολικής Εκκλησίας. Αναδύεται παραστατικά και από τις επιστολές των αρχιερέων, προς τους κοσμικούς εξουσιαστές. Ο Κ. Σιμόπουλος («Η γλώσσα και το 1821») μελέτησε αρκετές τέτοιες μαρτυρίες της Τουρκοκρατίας. Το 1813 o πατριάρχης Κύριλλος γράφει στο γιό του Αλή πασά: «Υψηλότατε, δικαιότατε και ευγενέστατε…Την υψηλότητά της ακριβώς προσκυνώ, ερωτώ το πανέκλαμπρον χατήρι της«. Το ποίμνιο αναπαράγει αυτό το ύφος όταν απευθύνονται στον ποιμενάρχη του: «Την υμετέραν σοφωτάτην και σεβασμιωτάτην ημίν παναγιότητα…δουλικότατα προσκυνούμεν, τας παναγίας αυτής χείρας ευλαβέστατα κατασπαζόμενοι» ή «Την υμετέραν θεοφρούρητον και σεβασμιωτάτην Πανιερότητα γονυκλινώς προσκυνών, ασπάζομαι πανευλαβώς την πανίερον αυτής και θεηφόρον δεξιάν«. Ο ηγούμενος αγ. Γεωργίου Σκύρου Νικηφόρος προς τον Κουντουριώτη: «Τω Εκλαμπροτάτω και Θεοσεβάστω…προσκυνητικώς…δούλος ταπεινός και πρόθυμος» κι άλλος ηγούμενος του Πόρου μιλάει με ειλικρίνεια: «…ο ποταπός εγώ τολμώ..«. Αυτά στη χώρα που οι αρχαίοι κάτοικοί της, χαιρετούσαν με αξιοπρέπεια: Έρρωσο, χαίρε, ευτύχει κλπ..

Από την αρχαιότητα είχαν ακουστεί φωνές κατά της δουλείας, κόντρα στην (υποστηριζόμενη δυστυχώς και από κορυφαίους φιλόσοφους) άποψη πως η δουλεία ήταν κάτι φυσικό. Ο σοφιστής Αντιφών που είπε «φύσει πάντα ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Έλληνες…αναπνέομεν τε γαρ εις τον αέρα άπαντες…», ο ρήτορας Αλκιδάμας (4ος π.Χ. αιώνας), που διακήρυξε στον «Μεσσηνιακό» του πως «ελευθέρους αφήκεν πάντας ο Θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν» και ο Πυθαγόρας που δικάστηκε (και αθωώθηκε) στον Κρότωνα επειδή ήταν κατά της δουλείας, βάζουν τα γυαλιά στους πατέρες της Εκκλησίας, που στήριξαν ιδεολογικά ή έκλεισαν το στόμα τους, εστιάζοντας το πολύ στον αριθμό των δούλων όπως ο Χρυσόστομος που τους ήθελε λίγους ανά κάθε πιστό..

Ο θεός της Π. Διαθήκης δίνει ο ίδιος οδηγίες για την πώληση μιας κόρης ως δούλης από τον πατέρα της και ορίζει πως αν ένας Εβραίος δούλος παντρευτεί τότε όταν ελευθερωθεί (υποχρεωτικά ως Εβραίος, μετά από 6 χρονια δουλείας), τα παιδιά του και η γυναίκα του θα μείνουν στο αφεντικό. Κι αν αυτός, αναγκαστικά πιά, μείνει δούλος, τότε ο αφέντης του θα του τρυπήσει μ’ ένα σουβλί το αυτί και θα τον κρατήσει δούλο του για πάντα («Έξοδος», 21, 1-11). Επιτρέπει να αγοράζονται δούλοι από γειτονικούς λαούς και να κληροδοτούνται στα παιδιά του δουλοκτήτη («Λευϊτικό», 25, 44-46). Τη σκυτάλη πήρε ο χριστιανισμός του Παύλου, ο οποίος με τα κηρύγματά του υπέρ του θεσμού της δουλείας έδωσε το στίγμα της συνενοχής στις εξουσιαστικές δομές του κόσμου. Η αποδοχή της ατομικής δουλείας γέννησε τη νομιμοποίηση της συλλογικής δουλείας των λαών σε κατακτητές. Κάποιες μυστηριώδεις αμαρτίες των βαλκανικών λαών, τους καταδικάζουν στην ομαδική εξιλέωση μέσω της υποταγής στο ζυγό της οθωμανικής δουλείας. Έτσι οι εγκύκλιοι των πατριαρχών προς τους υπόδουλους Έλληνες, βρίθουν από νουθεσίες, απειλές και κατάρες, προκειμένου να πεισθούν οι σκλάβοι να υπακούσουν στο Δοβλέτι και από βρισιές κατά της Γαλλικής Επανάστασης, του Διαφωτισμού και κάθε μολυσματικής ελευθεριακής προσωπικότητας όπως ο Βολταίρος ή ο Ρήγας.

Η Εκκλησία βασιζόμενη στις εντολές του Παύλου απαιτούσε από τους δούλους υπακοή. Αν ο Σπάρτακος ήταν χριστιανός, οι δούλοι της Ρώμης δεν θα ξεσηκωνόντουσαν ποτέ. Σύμφωνα με τον Λιβάνιο, στα τέλη του 4ου αιώνα, μόνο στην Αντιόχεια, υπήρχαν 100.000 δούλοι. Τα συναξάρια εμφανίζουν τον άγ. Θεόδωρο τον Στρατηλάτη ως κυνηγό των δούλων που δραπέτευαν. Ο άγιος, υποχρέωνε τους δουλοκτήτες να αγοράσουν θαυματουργές σφραγίδες που πουλιώντουσαν στον ναό του της Θεοδωρούπολης, ως ανταμοιβή για το κατόρθωμά του (Τ. Παπαμαστοράκη «Ο άγιος Δημήτριος και άλλα παλικάρια«. «Η Καθημερινή-7 Ημέρες«, 7-10-2001). Η Σύνοδος της Καρχηδόνας στους κανόνες 129 και 131, απαγορεύει στους δούλους ακόμη και να καταθέτουν ως απλοί μάρτυρες στα δικαστήρια. Ο αρχιχασάπης άγ. Ιουστινιανός θέσπισε να θανατώνονται στη φωτιά οι δούλοι που είχαν ερωτική σχέση με τις κυρίες τους ακόμη κι αν αυτές ήταν άγαμες. Ο Μ. Βασίλειος προτρέπει τους δούλους να νηστεύουν (Λόγος Β’΄, περί Νηστείας) θεωρώντας ξεδιάντροπα τη νηστεία τους «ανάπαυση από τους συνεχείς κόπους της υπηρεσίας». Ο ίδιος δίδασκε ότι όσοι δούλοι ζητούσαν άσυλο στις εκκλησιαστικές αδελφότητες, έπρεπε να παραδίδονται στα αφεντικά τους, αφού πρώτα νουθετηθούν γιατί η δουλεία όταν βαστάζεται με υπομονή, οδηγεί στην Βασιλεία των ουρανών. Ο ίδιος όμως δεν ακολούθησε αυτόν τον δρόμο προς τον Παράδεισο. Πιο φιλάνθρωπος ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός Μανσούρ, συνιστούσε στους Χριστιανούς να αποκτούν λίγους δούλους για τις ανάγκες του σπιτιού. Πόσο λίγους εννούσε ο άγιος; H Πατρινή αρχόντισσα Δανιηλίδα, πήγε στην Πόλη με φορείο βασταζόμενο από 300 νεαρούς δούλους για να παραστεί στην ενθρόνιση του εραστή της Βασίλειου Α΄. Μαζί της κουβάλησε και 100 ευνούχους ενώ μετά τον θάνατό του, χάρισε στον γυιό του Λέοντα Στ΄, 3000 δούλους. Πάλι στην Πάτρα περί το 805, οι Σλάβοι που την πολιόρκησαν και νικήθηκαν, έγιναν όπως μαρτυρεί ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, δούλοι στα κτήματα του ναού του αγ.Αντρέα, στον οποίο η Εκκλησία φρόντισε να αποδώσει τη σωτηρία της πόλης. Τον 6ο αι. μπορούσε κανείς να αγοράσει ως δούλους παιδιά κάτω των 10 ετών (Μιχ.Κορδώση «Ιστοριογεωγραφικά πρωτοβυζαντινών χρόνων» Αθ.1996).

Οι Φαρισαίοι Πατέρες μη θέλοντας να αποχωριστεί η Εκκλησία από το Κράτος, δεν διστάζουν να υπηρετήσουν την κρατική ιδεολογία της Δουλείας, με διάφορα ήξεις αφήξεις ως άλλοθι, και να αλλοιώσουν την ευαγγελική διδασκαλία με το εφεύρημα πως ο δούλος όταν είναι πιστός στον τύραννό του, δοξάζει τον θεό. Ο αγ. Ι. Χρυσόστομος, δεν ντρέπεται να παραδεχτεί πως η Εκκλησία φοβάται μήπως οι τύραννοι την χαρακτηρίσουν ανατρεπτική και έτσι δικαιολογεί την ένοχη σιωπή της στον αισχρό θεσμό της δουλείας. Στην ομιλία του στην προς Φιλήμονα επιστολή του Παύλου, αναφέρει πως ο απόστολος δεν παρακινεί για κατάργηση της δουλείας, διότι μια τέτοια ενέργεια θα προκαλούσε την κατηγορία ότι ο Χριστιανισμός «επί ανατροπή των πάντων εις τον βίον εισενήνεκται». Οι Πατέρες θεωρούν πως ξεπληρώνουν την υποχρέωσή τους να πολεμήσουν την αδικία με το να παραδέχονται πως αίτιο της δουλείας είναι η πλεονεξία και η αλαζονεία. και ότι η δουλεία είναι προϊόν της αμαρτίας. Ο Ι. Χρυσόστομος καταφεύγει σε σοφίσματα λέγοντας ότι η δουλεία είναι μόνο κατ’ όνομα και η εξουσία κατά σάρκα, και επομένως πρόσκαιρη και σύντομη. Ισχυρίζεται πως κανείς Χριστιανός δεν είναι δούλος και δεν διαφέρει σε τίποτε από τον ελεύθερο, εφ’ όσον είναι μέλος της Εκκλησίας και αδελφός όχι τόσο του κυρίου του, αλλά περισσότερο του Χριστού. Είναι όμως γεγονός πως ο ίδιος απέφυγε να γίνει δούλος προτιμώντας την πολυτέλεια του επισκοπικού θρόνου. Ερμηνεύοντας την προς Φιλήμονα παρατηρεί ότι, εφ’ όσον ο Ονήσιμος, που ήταν δραπέτης, αξιώθηκε να γίνει μέλος της Εκκλησίας, άρα δεν πρέπει να απελπίζονται οι δούλοι που ξέπεσαν ηθικά αλλά να μετανοούν. Ως μέλη της Εκκλησίας, θα πρέπει να αποδίδουν σεβασμό στους κυρίους τους και να δουλεύουν ως δούλοι Θεού. Προηγήθηκε ο άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος που συνιστά στους δούλους να μην υπερηφανεύονται αλλά να δουλεύουν προς δόξαν Θεού. Έτσι θα απολαύσουν ανώτερη ελευθερία, δηλαδή απαλλαγή απ’ τις επιθυμίες της αμαρτίας. Ο Μ.Βασίλειος ανακαλύπτει κι αυτός την κρυφή γοητεία της δουλείας μέσω της οποίας ο σαδιστής θεός δοξάζεται από τον μαζοχιστή πιστό δούλο. Συνιστά λοιπόν στους δούλους να εκτελούν το καθήκον τους, ακόμη κι αν έχουν άπιστους κυρίους, να υπομένουν και να πειθαρχούν στο θείο θέλημα.

Ο Ι. Χρυσόστομος αποδεχόταν ότι ένας «ελεύθερος άνθρωπος» δεν είναι δυνατόν να μαγειρεύει ο ίδιος για τον εαυτό του και χρειάζεται γι’ αυτό δούλους, αλλά «όχι μεγάλο αριθμό» – η ένστασή του ήταν ποσοτικής φύσης! (Γρ. Μπαϊρακτάρης: «Κοινωνία-Θεσμοί-Οικονομία στο Βυζάντιο», στο «Ιστορία των Ελλήνων»). O άνθρωπος που καθιέρωσε με το ξίφος του δήμιου την Ορθοδοξία επίσημη και μοναδική θρησκεία του Κράτους, ο Άγιος και Μέγας φονιάς Θεοδόσιος, ο κατά τον ιερό Αυγουστίνο ήταν «τέλειος Χριστιανός μονάρχης«, ανάγκασε λόγω της βαριάς φορολογίας πολλούς φτωχούς υπηκόους του να πουλήσουν τα παιδιά τους. Μια γυναικούλα της οποίας ο άντρας μαστιγώθηκε και φυλακίστηκε για χρέη, εξιστορεί «των φιλτάτων μου παίδων διαπραθέντων….νυν κατά την έρημον πλανώμαι» (Κ. Σιμόπουλου «Ο μύθος των Μεγάλων - Μ.Θεοδόσιος»). Όπως ομολογεί ο Κουκουλές στο «Βυζαντινών βίος…», οι βυζαντινές δούλες «πράγματα θεωρούμενες ήσαν εις την διάθεσιν του δεσπότου όστις και μοιχικώς μετ’αυτών συνεφύρετο«. Ο ίδιος είναι αποκαλυπτικός για την ζωή των γυναικών δούλων στην Βυζαντινή θεοκρατία. «Η εξερεθισθείσα κυρία…ερράβδιζεν ή εμαστίγωνε την πταίσασαν καταξεσχίζουσα τον χιτώνα της και εις σκοτεινόν ενίοτε μυλώνα εγκλείουσα αυτήν……της έσυρε την κόμην…και προσδένουσα αυτήν επί καθίσματος, την εμαστίγωνε ανηλεώς υβρίζουσα αυτήν Μάτην τα δυστυχή όντα γονυπετή επεκαλούντο της σκληράς κυρίας την επιείκιαν…». Ο νόμος δεν τιμωρούσε ως φονιά τον αφέντη που ράβδιζε τη δούλη του μέχρι θανάτου («Ο βίος μιας Βυζαντινής»). Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού σύμφωνα με τις επίμονες προτροπές του Παύλου, τα τυραννισμένα αυτά πλάσματα όφειλαν να αγαπούν, να σέβονται και να υπακούουν τους δήμιους τους: «Όσοι εισίν υπό ζυγόν δούλοι, τους ίδιους δεσπότας πάσης τιμής αξίους ηγείσθωσαν, ίνα μη το όνομα του Θεού και η διδασκαλία βλασφημήται.» (Τιμόθ.Α΄, ΣΤ, 1). Μπορεί κάποιος να αντιληφθεί πόσο συνετέλεσαν οι αθλιότητες του Παύλου στο να νομιμοποιήσουν το θεσμό στη συνείδηση αφεντικών και δούλων και στο να κρατήσουν τους δεύτερους υποταγμένους. Θωρακισμένη με τη θεία προστασία, η δουλοκτησία άντεξε για πολλούς αιώνες, στις αποκτηνωμένες ορθόδοξες κοινωνίες. Οι στρατειές δούλων, δουλοπάροικων, μουζίκων που γεύτηκαν στο τομάρι τους το ορθόδοξο κνούτο, αποτελούν τους αδιάψευστους μάρτυρες της κακουργίας της Ανατολικής Εκκλησίας, που μέχρι σήμερα τιμά τον Παύλο, χωρίς βέβαια οι λειτουργοί της να εκτελούν ούτε καν τα ιερατικά τους καθήκοντα αμισθί, όπως οι καλοί δούλοι των διδαχών του Απόστολου της Δουλείας.

Από την Νομοκανονική συλλογή «Βακτηρία Αρχιερέων», προκύπτει ότι όσοι δούλοι γινόντουσαν καλόγεροι παρά την θέληση των αφεντικών τους, αφοριζόντουσαν (Φ. 280). Ο 4ος κανόνας της Χαλκηδόνας, βάζει εμπόδια στην προσέλευση των δούλων στον μοναχισμό και απαγορεύει στις μονές να τους παίρνουν από τα αφεντικά τους. Η Σύνοδος της Γάγγρας (4ος αι.) αφόρισε τον Σεβαστείας Ευστάθιο, που τόλμησε να ισχυριστεί πως οι δούλοι πρέπει να σπάσουν τα δεσμά τους και να γίνουν αναχωρητές. «Καταραμένος όποιος …συμβουλεύει τους δούλους να εγκαταλείψουν τους κυρίους τους και να μη τους υπηρετούν με σεβασμό και ευγνωμοσύνη«, για την ακρίβεια: «…εί τις δούλον, προφάσει θεοσεβείας, διδάσκοι καταφρονείν δεσπότου και αναχωρείν της υπηρεσίας και μη μετ’ ευνοίας και πάσης τιμής τώι εαυτού δεσπότηι εξυπηρετείσθαι, ανάθεμα έστω». (Α. Χατζηνικολάου Μαράβα «Recherches…»). Η Εκκλησία ενδιαφερόταν για τη σωτηρία της ψυχής των δούλων. Το Πηδάλιο ερμηνεύοντας τον ΑΘ΄Κανόνα του Μ.Βασιλείου, εξηγεί πως αν ο αφέντης έπιανε τους δούλους του να «πορνεύονται» μεταξύ τους έπρεπε να τους παντρέψει. Σπεύδουν όμως οι πατέρες να καθησυχάσουν όσους φοβηθούν πως μια τέτοια πράξη σήμαινε και την απελευθέρωση των νεονύμφων. Επικαλούνται τον Νικήτα της Θεσσαλονίκης που αναφέρει πως ο βασιλιάς Αλέξιος διατάζει να παραμείνουν δούλοι και τον Χρυσόστομο που αναφέρει με αυτό το πνεύμα («εις τούτο βλέπουσαν») μια ιστορία στον ια΄ λόγο του προς Θεσσαλονικείς. Ακόμη και ο καλλιεργημένος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, είχε πολλούς δούλους που παρήγγειλε όμως να τους ελευθερώσουν μετά τον θάνατό του, οπότε και δεν τους χρειαζόταν (P.G., Ευστ. 136, 1, 289). Ο υποκριτής επίσκοπος διατυπώνει την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι φύσει ελεύθερος και ότι η δουλεία προέκυψε από την απαίτηση των ισχυρών να ζουν χωρίς κόπο χρησιμοποιώντας μισθωτούς εργάτες και δούλους. Θεωρεί, ότι ήταν αναγκαία η κατάργηση της δουλείας. (Γ. Μέριανος, «Οικονομικές ιδέες στο Βυζάντιο τον 12ο αιώνα», 2008), αλλά δεν ήταν βέβαια εκείνος που θα έχανε τους υπηρέτες του όσο ζούσε.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, «οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας απόκτησαν δικαίωμα να εγκαθιδρύουν μικρά αστικά κέντρα, τα οποία θα ανήκαν αποκλειστικά στη δική τους δικαιοδοσία….οι διοικήσεις των μοναστηριών…έφταναν σε σημείο να θεωρούν τις πόλεις αυτές δικές τους, όπως και την γη που ανήκε σ’ αυτές και να αξιώνουν τις ίδιες υποχρεώσεις…που εκπλήρωναν για λογαριασμό τους οι αγρότες». («Η Ν.Α. Ευρώπη κάτω από την οθωμανική κυριαρχία» -Sugar Peter F.). Το 1740 ο ηγεμόνας της Βλαχίας Κ. Μαυροκορδάτος, επηρεασμένος από τους Γάλλους εγκυκλοπαιδιστές, ελευθέρωσε τους χωρικούς. Στην ορθόδοξη Ελλάδα τώρα, ο μανιάτικος κλήρος πρωτοστατούσε στο κούρσεμα των ναυαγισμένων καραβιών στις άγριες ακτές της Μάνης, ειδοποιώντας από τις σπηλιές που ασκήτευαν τους πειρατές αν κάποιο πλοίο εξώκειλε. Το αναφέρει και ο Ιούλιος Βερν στους «Πειρατές του Αιγαίου». Ο Guillet αναφέρει και μεγάλο δουλοπάζαρο στο Οίτυλο, από το οποίο η Εκκλησία έπαιρνε δικαιωματικά τη δεκάτη της.

Το 1789 η «άθεη» Γαλλική επανάσταση κατάργησε θεσμό δουλείας. Αντίθετα, η ορθόδοξη Ρωσία κατήργησε τη δουλοπαροικία τελευταία από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες εκατό χρόνια αργότερα το 1861 (Εικ. «Βαρκάρηδες του Βόλγα»). Την πρωτοβουλία για την απελευθέρωση-με επαχθείς όρους αποζημίωσης των αφεντικών- 22 εκατομμυρίων δούλων δεν την είχε η Εκκλησία, αλλά ο τσάρος Αλέξανδρος. Το 1924, τελευταίο από όλα τα αφρικανικά κράτη, κατήργησε το δουλεμπόριο η μοναδική χριστιανική χώρα της Μαύρης ηπείρου, η Αιθιοπία. Η αποκαλούμενη «Ορθόδοξη Αιθιοπική Εκκλησία», (μονοφυσιτική, που αποσχίσθηκε, για να υπαχθεί τον 7ο αιώνα στον Κόπτη πατριάρχη της Αιγύπτου, αλλά βρίσκεται σήμερα μαζί με το πατριαρχείο της Ερυθραίας σε πορεία επανένωσης με την βυζαντινή μητέρα), στήριξε μέχρι τέλους τη μοναρχία, τη φεουδαρχία και τη δουλεία στην καθυστερημένη αυτή περιοχή. Η θεοκρατική αυτή νησίδα, δεν μολύνθηκε από το μικρόβιο του Διαφωτισμού, αλλά διατήρησε τις ισχυρές επιρροές του Βυζάντιου. Οι αιθιοπικοί «Νόμοι των Βασιλέων», περιλαμβάνουν αυτούσιες διατάξεις του Θεοδοσιανού και του Ιουστινιάνειου κώδικα, καθώς και των νομοθετημάτων της μακεδονικής δυναστείας του 9ου μ. Χ αιώνα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στη λίστα των 56 χωρών που διατηρούν (Μάης 2006) τη θανατική ποινή δίπλα στον καταιγισμό των ισλαμικών και των Κίνα, Βιετνάμ, Κούβα, Β.Κορέα, φιγουράρουν οι ορθόδοξες Ρωσία, Λευκορωσία και Αιθιοπία.

Ο Παύλος απαιτούσε από τους δούλους υποταγή, «όχι για τα μάτια…… αλλά με ειλικρίνεια της καρδιάς» και προέτρεπε «Oι δούλοι υπακούετε τοις κυρίοις κατά σάρκα μετά φόβου και τρόμου…» Εφεσίους, 6,5, και προπαγάνδιζε μια σαδομαζοχιστική αδελφωσύνη αφεντικών και δούλων που «πιστούς έχοντες δεσπότας μη καταφρονείτωσαν ότι αδελφοί εισίν, αλλά μάλλον δουλευέτωσαν…» (Τιμ. Α΄, στ΄, 2). Υποψιάζομαι πως ο επίσκοπος του Δαμαλά, που ψαρεύοντας αιχμαλωτίστηκε από πειρατές και κατάντησε καφεκόπτης και νταντά στην Αραπιά, θα βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή που δίδασκε τις αποστολικές ανοησίες:

«Πίσκοπε του Δαμαλά/Μήτε νου μήτε μυαλά/Τράβα το χερόμυλο/κούνα το αραπόπουλο».

Κάποιες σποραδικές προτροπές των πατέρων της Εκκλησίας προς τα αφεντικά να συμπεριφέρονται ήπια στους δούλους τους, αποτελούν το διάτρητο φύλλο συκής της Ορθοδοξίας, που δεν έχει ακόμη καταφέρει να διευκρινήσει θεολογικά αν ο άνθρωπος είναι παιδί ή δούλος του θεού του. Δεν είναι τυχαίο πως μόνον αυτή από όλα τα χριστιανικά δόγματα, σιώπησε στην Ν. Αφρική την εποχή του απαρτχάϊντ όταν ο Νομπελίστας Αγγλικανός αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου έδινε μάχη για τα δικαιώματα των μαύρων. Το 1997 όταν με το θάνατο του πατριάρχη Αλεξάνδρειας Παρθένιου, ξέσπασε η κλασσική πολεμική ατμόσφαιρα της διαδοχής, αποκαλύφθηκε πως ο δελφίνος μητροπολίτης Γιοχάνεσμπουργκ Παύλος, είχε παρασημοφορήσει τον βασανιστή αστυνομικό διευθυντή (Αιγυπτιώτικη εφημερίδα «Πατρίδα», 15-2-’97), ενέργεια παλιά, που όταν έγινε δεν ενόχλησε κανένα. Καθόλου παράξενο που στη χώρα με τους δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, η μόνη Εκκλησία που δεν ανέπτυξε Ιεραποστολή ήταν η ελληνική και «η πενιχρή παρουσία της ορθόδοξης Εκκλησίας«, «δεν έχει καταφέρει ακόμα να κάνει χριστιανό ούτε τον καντηλανάφτη της αρχιεπισκοπής» («Εξουσία», 5-4-’99).

Οι Βυζαντινοί ονόμασαν τους δουλοπάροικους, εναπόγραφους και στη συνέχεια παροίκους. Ο εναπόγραφος ήταν τμήμα της γής και πωλούνταν μαζί με το κτήμα. Η προστασία που του παρείχε η νομοθεσία ήταν να μη χωρίζεται από τη γυναίκα του και τα παιδιά του σε περίπτωση πώλησης ή διαίρεσης των κτημάτων. (Π. Καλλιγά «Περί Δουλοπαροικίας παρα Ρωμαίοις και Βυζαντίοις και Περι Φορολογικών Διατάξεων»). Η δουλοπαροικία των μοναστηριών εξασφαλίζει πάμφθηνα εργατικά χέρια στους ακτήμονες εκπρόσωπους του ορθόδοξου θεού. Ενδεικτικά αντιγράφω από τοπικό σαιτ, όπου η αγάπη για τον τόπο λύνει τη γλώσσα και γράφονται αλήθειες που αποφεύγονται κατά κανόνα από σοβαροφανείς ιστορικούς: «Η αρχή της οίκησης του χώρου της Πορταριάς ανάγεται στην βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα πριν από το χρονικό όριο της Λατινοκρατίας (1204 μ.Χ.). Αυτή την περίοδο φαίνεται ότι κτίζονται τα πρώτα μοναστήρια τα οποία συγκεντρώνουν πλησίον τους ακτήμονες, «προσκαθήμενους» δηλαδή «δουλοπάροικους», …. που ζουν από την καλλιέργεια των μοναστηριακών κτημάτων …».

Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ παραχώρησε στον άγ. Χριστόδουλο φοροαπαλλαγές, χρήματα και την νομή των νησιών Κώ, Λέρου και Πάτμου. Ο άγιος αποβιβάζεται (11ος αι.) στην τελευταία, κομματιάζει το άγαλμα της Άρτεμης και υψώνει το οχυρό του. Τα ίδια έκανε και στη Λέρο, όπου γκρέμισε τον ναό της Παρθένας στο σημερινό Παρθένι και χτίζει με τα υλικά του τον αη Γιώργη, παίρνοντας σαν αρπακτικός κηφήνας από τον αυτοκράτορα ότι ζήτησε, όλα αφορολόγητα. Tο μισό κάστρο του Παντελίου-αργότερα βούτηξε και το άλλο μισό– και δυό μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις στο Παρθένι (363 στρέμματα) και στα Τεμένια (230 στρ.). Την τεράστια αυτή έκταση σε ένα μικρό άγονο νησί που οικοιοποιήθηκε ο ξενόφερτος άγιος, την δούλευαν οι «πάροικοι» καλλιεργητές (89 ψυχές μαζί με τις οικογένειές τους, χώρια οι ευκαιριακοί εργάτες) εξαρτημένοι πλέον από το έλεος του (Πρακτικό Ι. Αντζά, αρχ. Μ. Πάτμου). Λίγα χρόνια πριν ολόκληρη η Λέρος με τους Λειψούς και με το νησάκι Φαρμάκω ανήκαν στο μοναστήρι του Παντεπόπτη Σωτήρα της Πόλης. Τα ίδια και χειρότερα στη Βουλγαρία: Σε έγγραφο του 1378 φαίνεται πως η μονή της Ρίλας κατείχε περίπου 20 χωριά (Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου «Οι Βαλκανικοί λαοί κατά τους μέσους χρόνους»). Στη ρωσική ορθόδοξη Κόλαση, βρίσκουμε μια αχτίδα φωτός. Το 1503 που η καλογεροκρατία κατείχε το ένα τρίτο της ρωσικής γης, ο μοναχός αγ. Νείλος Σόρσκυ κατήγγειλε τη μοναστηριακή ιδιοκτησία,. O αγ. Ιωσήφ ηγούμενος του Βολοκολάμσκ που εκπροσωπούσε την κυρίαρχη άποψη πως η Εκκλησία έπρεπε να καταπολεμά τις αιρέσεις με βία, την υπερασπίστηκε μαζί με τη Σύνοδο. Ο τσάρος Βασίλειος ο Γ΄ που χώρισε αναίτια την γυναίκα του δέχθηκε επικρίσεις από τους καλούς «Ακτήμονες» μοναχούς. Φυλάκισε την ηγεσία τους και έκλεισε τα ερημητήριά τους. Ο ιδεαλιστής πρίγκηπας Πατρίκιεβ (μοναχός Βασιανός), μαθητής του Νείλου, κατήγγειλε τον κλήρο: «..κολακεύουμε τους πλουσίους δουλοπρεπώς για να τους αποσπάσουμε κάποιο μικρό χωριό…Βλάπτουμε ληστεύουμε και πουλούμε χριστιανούς…Τους βασανίζουμε με μαστίγωμα όπως τα άγρια θηρία».

«Τα Θέματα Χριστιανικής Ηθικής», πρώην σχολικό βιβλίο της Γ’ Εν. Λυκείου, δεν έχουν τον θεό τους: «η Εκκλησία με τη διδασκαλία και κυρίως με το καθημερινό της παράδειγμα συνέβαλε αποφασιστικά στην έμπρακτη κατάργηση της δουλείας για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας…». Ο κ. Γιώργος Μεταλληνός στην «Τουρκοκρατία» του εξηγεί: «Η λεγόμενη φεουδαρχία του Βυζαντίου ήταν γαιοκτητικού χαρακτήρα και οι υπάρχουσες στη βυζαντινή κοινωνία διαφορές ήταν οικονομικής μορφής και όχι φυσική διάκριση κυρίων και δούλων. Σ’ αντίθεση με τη δυτική (φράγκικη) φεουδαρχία, στη Ρωμανία-Βυζάντιο διατηρήθηκε η ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση της διάκρισης ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου και το συγκεντρωτικό κράτος που επέβαλλε καθολικά την ιδεολογία του, ως εθνική ιδεολογία» Δεν ξέρω πόσο όλα αυτά τα δυσνόητα ανακούφιζαν τον πόνο των δούλων, αλλά πιστεύω πως θα έπρεπε ο κ. Μεταλληνός να κληθεί να εφαρμόσει τις ιδέες των Πατέρων. Να υποδουλωθεί σε κάποιο αφεντικό, να τρώει ξύλο, να δουλεύει αμισθί-έστω και με την ελληνιστική παράδοση και σε αντίθεση με τη φράγκικη κλπ- και να είναι από πάνω και ευγνώμων. Ιδού η Ρόδος!

ΔΕΣ:

Ποιμένες και ποίμνιο - Η ηθική της αμαρτίας και των «δούλων»

Ζω σημαίνει να ρισκάρω

Να γελάς σημαίνει να ρισκάρεις να φανείς ανόητος.

Να κλαις σημαίνει να φαίνεσαι συναισθηματικός.

Να πλησιάσεις κάποιον άλλο σημαίνει να ρισκάρεις δέσμευση.

Να ρισκάρεις συναισθήματα σημαίνει να ρισκάρεις να εκθέτεις τον αληθινό σου εαυτό.

Να εκθέτεις τις ιδέες, τα όνειρά σου στον πολύ κόσμο σημαίνει να ρισκάρεις το χάσιμό τους.

Να αγαπάς σημαίνει να ρισκάρεις να μην σε αγαπούν αμοιβαία.

Να ζεις σημαίνει να ρισκάρεις να πεθάνεις.

Να ελπίζεις σημαίνει να ρισκάρεις την απόγνωση.

Να προσπαθείς σημαίνει να ρισκάρεις την αποτυχία.

Όμως πρέπει να παίρνουμε όλα τα ρίσκα, γιατί το μεγαλύτερο χάσιμο στη ζωή είναι να μη ρισκάρεις τίποτα.

Αυτός που δε ρισκάρει τίποτα, δεν κάνει τίποτα, ούτε έχει τίποτα, ούτε είναι τίποτα.

Μπορεί να αποφύγει το να υποφέρει και να πονά, αλλά απλά δεν μπορεί να μάθει, να νοιώσει, να μεγαλώσει, να αγαπήσει, να ζήσει.

Αλυσοδεμένος από τη σιγουριά του είναι σκλάβος.

Έχει χάσει, σαν αποτέλεσμα, την ελευθερία του.

Μόνο αυτός που ρισκάρει είναι ελεύθερος.

Δώσε σημασία στο σήμερα.

Περίμενε τη μέρα αυτή.

Γιατί είναι η ζωή, η καρδιά της Ζωής.

Στη σύντομη διάρκεια της πορείας της, υπάρχουν όλες οι πραγματικότητες και οι αλήθειες της ύπαρξης.

Η χαρά του να μεγαλώνεις.

Η απόλαυση της πράξης.

Η δόξα της δύναμης.

Γιατί το χθες είναι μόνο μια ανάμνηση και το αύριο μόνο ένα όραμα.

Αλλά το σήμερα όταν Ζεις καλά, κάνει το χθες μια ανάμνηση ευτυχίας και το κάθε αύριο ένα όραμα ελπίδας.

Γι’ αυτό φρόντισε αυτή τη μέρα.

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΟΡΓΑΣΜΟΥ

Ο δυνατότερος φόβος της θρησκείας είναι για τον σεξουαλικό οργασμό. Και αυτόν επίσης τον δημιουργούν οι θρησκείες. Όλες οι θρησκείες υπάρχουν επειδή έχουν στρέψει τον άνθρωπο εναντίον τής ίδιας του της ενέργειας. Το σεξ είναι η όλη ενέργεια τού ανθρώπου, η ζωτική του ενέργεια, και οι προφήτες και μεσσίες των θρησκειών, οι αγγελιοφόροι τού Θεού, κάνουν όλοι τους την ίδια δουλειά, με διαφορετικές λέξεις, σε διαφορετικές γλώσσες, πάντως η δουλειά τους είναι η ίδια… να κάνουν τον άνθρωπο εχθρό του εαυτού του.

Και η βασική στρατηγική είναι, επειδή το σεξ είναι η ισχυρότερη μορφή ενέργειας μέσα σου, ότι πρέπει να κατακριθεί το σεξ, να δημιουργηθεί ενοχή. Τότε προβάλλει ένα πρόβλημα για τον άνθρωπο. Η φύση του είναι αισθησιακή, σεξουαλική, και ο νους του είναι γεμάτος από ανοησίες εναντίον της. Βρίσκεται διχασμένος. Ούτε τον νου μπορεί να αφήσει, γιατί αν αφήσει τον νου σημαίνει ότι αφήνει την κοινωνία, τη θρησκεία, τον προφήτη, τον Ιησού Χριστό, και το Θεό, τα πάντα. Δεν είναι ικανός να το κάνει αυτό, εκτός και αν έχει γίνει ο ίδιος άτομο και είναι σε θέση να μείνει μόνος χωρίς κανένα φόβο.

Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος φοβάται το σεξ σε ό,τι αφορά τον νου του, αλλά η βιολογία του δεν έχει καμία σχέση με τον νου. Η βιολογία δεν έχει λάβει καμία πληροφορία από τον νου. Δεν υπάρχει καμία επικοινωνία. Η βιολογία έχει το δικό της τρόπο που λειτουργεί, η βιολογία λοιπόν θα τον τραβά προς το σεξ και ο νους θα στέκει εκεί συνεχώς και θα τον επικρίνει. Κάνει λοιπόν έρωτα, αλλά με βιασύνη. Η βιασύνη αυτή έχει έναν πολύ ψυχολογικό λόγο. Η βιασύνη υπάρχει γιατί κάνει κάτι κακό. Κάνει κάτι ενάντια στο Θεό, ενάντια στη θρησκεία. Αισθάνεται ένοχος και δεν μπορεί να καταφέρει να μην το κάνει, έτσι λοιπόν ο όλος του συμβιβασμός είναι: κάνε το, αλλά κάνε γρήγορα. Έτσι αποφεύγει τον οργασμό.

Υπάρχουν τώρα κι άλλες συνέπειες. Ο άνθρωπος που δεν έχει γνωρίσει τον οργασμό αισθάνεται ανεκπλήρωτος, απογοητευμένος, θυμωμένος, γιατί δεν βρέθηκε ποτέ στην κατάσταση εκείνη που παρέχει ελεύθερα η φύση, στην οποία θα μπορούσε να έχει χαλαρώσει εντελώς και να γίνει ένα με την ύπαρξη, για λίγες στιγμές τουλάχιστον.

Λόγω τής βιασύνης του δεν μπορεί να καταφέρει τον οργασμό. Το σεξ έχει εξισωθεί με την εκσπερμάτωση. Αυτό δεν είναι αλήθεια σε ό,τι αφορά τη φύση. Η εκσπερμάτωση αποτελεί μόνο ένα μέρος του, και μπορείς να την καταφέρεις χωρίς οργασμό. Μπορείς να αναπαράγεις παιδιά, κι έτσι η βιολογία δεν ανησυχεί για τον οργασμό σου. Η βιολογία σου μένει ικανοποιημένη αν αναπαράγεις παιδιά, και τα παιδιά μπορούν και αναπαράγονται μόνο μέσω της εκσπερμάτωσης, δεν υπάρχει λόγος για οργασμό.

Ο οργασμός είναι ένα πελώριο δώρο τής φύσης. Ο άντρας είναι στερημένος και, επειδή είναι τόσο βιαστικός όταν κάνει έρωτα, στερείται και η γυναίκα. Η γυναίκα χρειάζεται χρόνο για να ζεσταθεί. Όλο της το σώμα είναι ερωτικό, και αν δεν πάλλεται όλο της το σώμα από χαρά, δεν θα μπορέσει να βιώσει τον οργασμό. Δεν υπάρχει χρόνος γι΄ αυτό.

Επί εκατομμύρια χρόνια λοιπόν, έχουν αρνηθεί στη γυναίκα το φυσικό της δικαίωμα. Γι΄αυτό κι έχουν γίνει τόσο στριμμένες, τόσο γκρινιάρες συνεχώς, πάντοτε έτοιμες για καυγά. Δεν υπάρχει δυνατότητα να κάνεις συζήτηση με μια γυναίκα. Ζεις επί χρόνια με μια γυναίκα, αλλά δεν υπάρχει ούτε μια συζήτηση που να μπορείς να θυμηθείς, όπου καθόσαστε οι δυο σας μαζί και συζητούσατε τα μεγάλα θέματα τής ζωής. Όχι. Ό,τι μπορείς να θυμηθείς είναι καυγάδες, να πετάει πράγματα, να είναι κακιά, όμως δεν είναι υπεύθυνη γι΄ αυτό η γυναίκα. Της στερείται όλη της η δυνατότητα για ευδαιμονία. Και τότε γίνεται αρνητική.

Κι αυτό έδωσε την ευκαιρία στους ιερείς. Όλες οι εκκλησίες και οι ναοί είναι γεμάτοι από γυναίκες, γιατί εκείνες χάνουν, περισσότερο από τους άντρες. Γιατί ο οργασμός τού άντρα είναι τοπικός΄ δεν είναι ερωτικό όλο του το σώμα. Έτσι λοιπόν δεν παθαίνει ζημιά όλο του το σώμα αν δεν υπάρχει οργασμική εμπειρία, όμως στη γυναίκα υποφέρει όλο της το σώμα.

Είναι όμως καλό ως επιχείρηση για τις θρησκείες. Αν δεν υποφέρουν οι άνθρωποι ψυχολογικά, δεν θα πάνε στις εκκλησίες. Δεν θα ακούνε κάθε είδους βλακώδεις θεολογίες. Και επειδή υποφέρουν, θέλουν κάποια παρηγοριά, θέλουν κάποια ελπίδα, τουλάχιστον μετά θάνατον. Στη διάρκεια τής ζωής ξέρουν πως δεν υπάρχει ελπίδα΄ τελείωσε. Και αυτό δίνει την ευκαιρία στις θρησκείες να δείξουν και στους άντρες και στις γυναίκες ότι το σεξ είναι τελείως μάταιο. Δεν έχει κανένα νόημα, καμία σημασία. Χάνεις χωρίς λόγο την ενέργειά σου, σπαταλάς την ενέργειά σου, και τα επιχειρήματά τους δείχνουν να είναι σωστά, γιατί δεν έχεις βιώσει ποτέ τίποτα.

Εμποδίζοντας λοιπόν την οργασμική εμπειρία οι θρησκείες έκαναν σκλάβους τούς άντρες και τις γυναίκες. Η ίδια αυτή σκλαβιά λειτουργεί επίσης και για άλλα επενδεδυμένα συμφέροντα. Ο πιο πρόσφατος ιερέας είναι ο ψυχαναλυτής. Εκμεταλλεύεται τώρα το ίδιο πράγμα. Μου έκανε εντύπωση όταν έμαθα ότι όλοι σχεδόν οι καινούργιοι ιερείς, ιδιαίτερα οι Χριστιανοί, σπουδάζουν ψυχολογία στις θεολογικές τους σχολές. Η ψυχολογία, η ψυχανάλυση, έχουν γίνει απαραίτητο μέρος των σπουδών τους. Τώρα, τι σχέση έχει η ψυχολογία με τη Βίβλο; Τι σχέση έχει η ψυχανάλυση με τον Ιησού Χριστό; Εκπαιδεύονται στην ψυχολογία και την ψυχανάλυση, επειδή είναι φανερό ότι ο παλιός ιερέας εξαφανίζεται, ότι χάνει τον έλεγχό του πάνω στους ανθρώπους. Ο ιερέας πρέπει να εκσυγχρονιστεί, έτσι ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει όχι μόνο ως ιερέας της θρησκείας, αλλά και ως ψυχαναλυτής, ψυχολόγος. Φυσικά ο ψυχολόγος δεν μπορεί να τον ανταγωνιστεί. Εκείνος έχει κάτι παραπάνω: τη θρησκεία.

Αλλά το όλο πράγμα έχει συμβεί μέσω ενός απλού τεχνάσματος, της καταδίκης τού σεξ. Όταν λοιπόν στις θεραπευτικές σου ομάδες βρίσκεις ανθρώπους που φοβούνται τον οργασμό, βοήθησέ τους να καταλάβουν ότι ο οργασμός θα σε κάνει πιο καλά διανοητικά, πιο ευφυή, λιγότερο θυμωμένο, λιγότερο βίαιο, πιο γεμάτο αγάπη. Ο οργασμός θα σου δώσει τις ρίζες σου, που σου τις έχουν πάρει. Μην ανησυχείς λοιπόν. Και ανακατεμένος θα είναι και ο φόβος ότι κατά τον οργασμό μπορεί κανείς να τρελαθεί. Αν τρελαίνεται κανείς κατά τον οργασμό, βοήθησέ τον να τρελαθεί. Μόνο τότε θα μπορέσει να τον έχει στην ολότητά του. Αλλά ο οργασμός χαλαρώνει κάθε ιστό τού νου σου, της καρδιάς, του σώματός σου.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό για το διαλογισμό να έχει ο άνθρωπος την εμπειρία τού οργασμού. Μπορείς τότε να τον κάνεις να καταλάβει τι είναι ο διαλογισμός. Πρόκειται για οργασμική εμπειρία με ολόκληρη την ύπαρξη. Αν μπορεί και είναι ο οργασμός τόσο ωραίος και ωφέλιμος, τόσο υγιεινός, με ένα και μόνον άνθρωπο, διαλογισμός σημαίνει ότι γίνεσαι ένα με το όλον που σε περιβάλλει, από το μικρότερο χορτάρι έως το πιο μεγάλο αστέρι, εκατομμύρια έτη μακριά.

Αυτό…. μόλις το βιώσει…. Το θέμα είναι πάντα η πρώτη εμπειρία. Μόλις το γνωρίσει, ότι εκείνη η τρέλα δεν ήταν τρέλα αλλά ένα είδος έκρηξης χαράς, και αυτό μετά ηρεμήσει και τον αφήσει πιο υγιή, πιο ολόκληρο, πιο ευφυή, τότε ο φόβος του οργασμού εξαφανίζεται. Και μαζί με αυτόν τελειώνει πια με τη θρησκεία, με την ψυχανάλυση και κάθε είδους ανοησίες για τις οποίες πληρώνει τόσο τρομερά.


Χριστιανισμός και σεξουαλικότητα - Η αγαπημένη αμαρτία της Εκκλησίας

Απορία ευσεβούς χριστιανού: Πάτερ, πρέπει εμείς οι oρθόδοξοι να γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας ή όχι;