ΙΠ. ὦ Ζεῦ, τί δὴ κίβδηλον ἀνθρώποις κακὸν
γυναῖκας ἐς φῶς ἡλίου κατώικισας;
εἰ γὰρ βρότειον ἤθελες σπεῖραι γένος,
οὐκ ἐκ γυναικῶν χρῆν παρασχέσθαι τόδε,
620 ἀλλ᾽ ἀντιθέντας σοῖσιν ἐν ναοῖς βροτοὺς
ἢ χαλκὸν ἢ σίδηρον ἢ χρυσοῦ βάρος
παίδων πρίασθαι σπέρμα του τιμήματος,
τῆς ἀξίας ἕκαστον, ἐν δὲ δώμασιν
ναίειν ἐλευθέροισι θηλειῶν ἄτερ.
625 [νῦν δ᾽ ἐς δόμους μὲν πρῶτον ἄξεσθαι κακὸν
μέλλοντες ὄλβον δωμάτων ἐκτίνομεν.]
τούτωι δὲ δῆλον ὡς γυνὴ κακὸν μέγα·
προσθεὶς γὰρ ὁ σπείρας τε καὶ θρέψας πατὴρ
φερνὰς ἀπώικισ᾽, ὡς ἀπαλλαχθῆι κακοῦ.
630 ὁ δ᾽ αὖ λαβὼν ἀτηρὸν ἐς δόμους φυτὸν
γέγηθε κόσμον προστιθεὶς ἀγάλματι
καλὸν κακίστωι καὶ πέπλοισιν ἐκπονεῖ
δύστηνος, ὄλβον δωμάτων ὑπεξελών.
[ἔχει δ᾽ ἀνάγκην· ὥστε κηδεύσας καλῶς
635 γαμβροῖσι χαίρων σώιζεται πικρὸν λέχος,
ἢ χρηστὰ λέκτρα πενθεροὺς δ᾽ ἀνωφελεῖς
λαβὼν πιέζει τἀγαθῶι τὸ δυστυχές.]
ῥᾶιστον δ᾽ ὅτωι τὸ μηδέν· ἀλλ᾽ ἀνωφελὴς
εὐηθίαι κατ᾽ οἶκον ἵδρυται γυνή.
640 σοφὴν δὲ μισῶ· μὴ γὰρ ἔν γ᾽ ἐμοῖς δόμοις
εἴη φρονοῦσα πλείον᾽ ἢ γυναῖκα χρή.
τὸ γὰρ κακοῦργον μᾶλλον ἐντίκτει Κύπρις
ἐν ταῖς σοφαῖσιν· ἡ δ᾽ ἀμήχανος γυνὴ
γνώμηι βραχείαι μωρίαν ἀφηιρέθη.
645 χρῆν δ᾽ ἐς γυναῖκα πρόσπολον μὲν οὐ περᾶν,
ἄφθογγα δ᾽ αὐταῖς συγκατοικίζειν δάκη
θηρῶν, ἵν᾽ εἶχον μήτε προσφωνεῖν τινα
μήτ᾽ ἐξ ἐκείνων φθέγμα δέξασθαι πάλιν.
νῦν δ᾽ †αἱ μὲν ἔνδον δρῶσιν αἱ κακαὶ† κακὰ
650 βουλεύματ᾽, ἔξω δ᾽ ἐκφέρουσι πρόσπολοι.
ὡς καὶ σύ γ᾽ ἡμῖν πατρός, ὦ κακὸν κάρα,
λέκτρων ἀθίκτων ἦλθες ἐς συναλλαγάς·
ἁγὼ ῥυτοῖς νασμοῖσιν ἐξομόρξομαι
ἐς ὦτα κλύζων. πῶς ἂν οὖν εἴην κακός,
655 ὃς οὐδ᾽ ἀκούσας τοιάδ᾽ ἁγνεύειν δοκῶ;
εὖ δ᾽ ἴσθι, τοὐμόν σ᾽ εὐσεβὲς σώιζει, γύναι·
εἰ μὴ γὰρ ὅρκοις θεῶν ἄφαρκτος ἡιρέθην,
οὐκ ἄν ποτ᾽ ἔσχον μὴ οὐ τάδ᾽ ἐξειπεῖν πατρί.
νῦν δ᾽ ἐκ δόμων μέν, ἔστ᾽ ἂν ἐκδημῆι χθονὸς
660 Θησεύς, ἄπειμι, σῖγα δ᾽ ἕξομεν στόμα·
θεάσομαι δὲ σὺν πατρὸς μολὼν ποδὶ
πῶς νιν προσόψηι, καὶ σὺ καὶ δέσποινα σή.
[τῆς σῆς δὲ τόλμης εἴσομαι γεγευμένος.]
ὄλοισθε. μισῶν δ᾽ οὔποτ᾽ ἐμπλησθήσομαι
665 γυναῖκας, οὐδ᾽ εἴ φησί τίς μ᾽ ἀεὶ λέγειν·
ἀεὶ γὰρ οὖν πώς εἰσι κἀκεῖναι κακαί.
ἤ νύν τις αὐτὰς σωφρονεῖν διδαξάτω
ἢ κἄμ᾽ ἐάτω ταῖσδ᾽ ἐπεμβαίνειν ἀεί.
***
ΙΠΠ. Ω Δία, γιατί στου Ηλιού το φως να φέρεις
τις γυναίκες, τα δολερά τα πλάσματα,
των αντρώνε τον όλεθρο; Αν να σπείρεις
το ανθρώπινο το γένος εβουλήθης,
δεν έπρεπε να το γεννάει γυναίκα,
620 μα δίνοντας καθένας στους ναούς σου
γιά μάλαμα γιά σίδερο γιά χάλκωμα,
το σπόρο των παιδιών του ν᾽ αγοράζει
ανάλογα μ᾽ ό,τι πληρώνει — κι έτσι
στο σπιτικό του λεύτερος να ζει,
με δίχως θηλυκά. Δε θέλει ρώτημα
πως η γυναίκα είναι κακό μεγάλο:
ο γονιός τη γεννάει, τη μεγαλώνει
κι ύστερα δίνει προίκα να την διώξει,
να γλιτώσει. Κι αυτός που τηνε παίρνει
630 φύτρα κακιά στο σπιτικό του βάζει,
την ομορφοστολίζει να τη χαίρεται,
ξοδιάζοντας όλο το βιος του ο μαύρος.
Κάλλιο κουτή γυναίκα να σου λάχει,
που δεν μπορεί να βλάψει από αμυαλιά.
640 Μισώ τις ξύπνιες! Δεν τις θέλω σπίτι μου,
σαν έχουνε μυαλό παραπανίσιο.
Σ᾽ αυτωνώνε τη σκέψη μπάζ᾽ η Κύπρη
τα πιο κακούργα σκέδια. Μα οι κουτές
από μυαλό λειψό, δεν κάνουν τρέλες.
Μηδέ θα πρέπει να ᾽χουν οι γυναίκες
βάγιες παρά μ᾽ αγρίμια δαγκανιάρικα
κι άγλωσσα να συζούνε: μάιδε αυτές
να τους μιλούν και μάιδε αυτά να κραίνουν.
Τώρα οι κακές γυναίκες μες στο δώμα
σοφίζονται τα πονηρά τους έργα
650 κι όξω τα βγάζ᾽ η μπιστεμένη δούλα.
(στη νένα)
Τώρα εσύ, κακοκέφαλη γυναίκα,
τόλμησες να μου κάνεις προξενιά,
να μολύνω το πατρικό κρεβάτι;
Με βρυσίσιο νεράκι θα ξεπλύνω
τ᾽ αυτιά μου, για να βγάλω τη βρομιά!
Πώς θα ᾽κανα τέτοι᾽ ατιμία εγώ,
που μόνο ακούγοντάς την αμαρταίνω;
Μάθε, γυναίκα, η θεοσέβειά μου
σ᾽ έσωσεν. Αν δε μ᾽ είχες δέσει με όρκο,
όλα θα τα μαρτύραα στον πατέρα μου.
Τώρα λείπει ο Θησέας, γι᾽ αυτό κι εγώ
660 θα φύγω από το σπίτι με το στόμα
βουλωμένο. Μα σαν γυρίσω πίσω,
με τον πατέρ᾽ αντάμα, θε να ιδώ
τί μάτια θα σηκώσετε και συ
κι η αφέντισσά σου πάνου στον πατέρα!
Τη δικιά σου ξετσιπωσιά την έμαθα!
Να χαθείτε, ποτές δε θα χορτάσω
να σας μισώ, γυναίκες, κι ας βαλτούνε
να μ᾽ εμποδίσουν όλοι να το λέω!
Γιατί οι γυναίκες πάντα είναι κακές!
Γιά πρέπει κάποιος να τις σωφρονίσει
γιά αφήστε με κι εμένα να τις μάχομαι!
γυναῖκας ἐς φῶς ἡλίου κατώικισας;
εἰ γὰρ βρότειον ἤθελες σπεῖραι γένος,
οὐκ ἐκ γυναικῶν χρῆν παρασχέσθαι τόδε,
620 ἀλλ᾽ ἀντιθέντας σοῖσιν ἐν ναοῖς βροτοὺς
ἢ χαλκὸν ἢ σίδηρον ἢ χρυσοῦ βάρος
παίδων πρίασθαι σπέρμα του τιμήματος,
τῆς ἀξίας ἕκαστον, ἐν δὲ δώμασιν
ναίειν ἐλευθέροισι θηλειῶν ἄτερ.
625 [νῦν δ᾽ ἐς δόμους μὲν πρῶτον ἄξεσθαι κακὸν
μέλλοντες ὄλβον δωμάτων ἐκτίνομεν.]
τούτωι δὲ δῆλον ὡς γυνὴ κακὸν μέγα·
προσθεὶς γὰρ ὁ σπείρας τε καὶ θρέψας πατὴρ
φερνὰς ἀπώικισ᾽, ὡς ἀπαλλαχθῆι κακοῦ.
630 ὁ δ᾽ αὖ λαβὼν ἀτηρὸν ἐς δόμους φυτὸν
γέγηθε κόσμον προστιθεὶς ἀγάλματι
καλὸν κακίστωι καὶ πέπλοισιν ἐκπονεῖ
δύστηνος, ὄλβον δωμάτων ὑπεξελών.
[ἔχει δ᾽ ἀνάγκην· ὥστε κηδεύσας καλῶς
635 γαμβροῖσι χαίρων σώιζεται πικρὸν λέχος,
ἢ χρηστὰ λέκτρα πενθεροὺς δ᾽ ἀνωφελεῖς
λαβὼν πιέζει τἀγαθῶι τὸ δυστυχές.]
ῥᾶιστον δ᾽ ὅτωι τὸ μηδέν· ἀλλ᾽ ἀνωφελὴς
εὐηθίαι κατ᾽ οἶκον ἵδρυται γυνή.
640 σοφὴν δὲ μισῶ· μὴ γὰρ ἔν γ᾽ ἐμοῖς δόμοις
εἴη φρονοῦσα πλείον᾽ ἢ γυναῖκα χρή.
τὸ γὰρ κακοῦργον μᾶλλον ἐντίκτει Κύπρις
ἐν ταῖς σοφαῖσιν· ἡ δ᾽ ἀμήχανος γυνὴ
γνώμηι βραχείαι μωρίαν ἀφηιρέθη.
645 χρῆν δ᾽ ἐς γυναῖκα πρόσπολον μὲν οὐ περᾶν,
ἄφθογγα δ᾽ αὐταῖς συγκατοικίζειν δάκη
θηρῶν, ἵν᾽ εἶχον μήτε προσφωνεῖν τινα
μήτ᾽ ἐξ ἐκείνων φθέγμα δέξασθαι πάλιν.
νῦν δ᾽ †αἱ μὲν ἔνδον δρῶσιν αἱ κακαὶ† κακὰ
650 βουλεύματ᾽, ἔξω δ᾽ ἐκφέρουσι πρόσπολοι.
ὡς καὶ σύ γ᾽ ἡμῖν πατρός, ὦ κακὸν κάρα,
λέκτρων ἀθίκτων ἦλθες ἐς συναλλαγάς·
ἁγὼ ῥυτοῖς νασμοῖσιν ἐξομόρξομαι
ἐς ὦτα κλύζων. πῶς ἂν οὖν εἴην κακός,
655 ὃς οὐδ᾽ ἀκούσας τοιάδ᾽ ἁγνεύειν δοκῶ;
εὖ δ᾽ ἴσθι, τοὐμόν σ᾽ εὐσεβὲς σώιζει, γύναι·
εἰ μὴ γὰρ ὅρκοις θεῶν ἄφαρκτος ἡιρέθην,
οὐκ ἄν ποτ᾽ ἔσχον μὴ οὐ τάδ᾽ ἐξειπεῖν πατρί.
νῦν δ᾽ ἐκ δόμων μέν, ἔστ᾽ ἂν ἐκδημῆι χθονὸς
660 Θησεύς, ἄπειμι, σῖγα δ᾽ ἕξομεν στόμα·
θεάσομαι δὲ σὺν πατρὸς μολὼν ποδὶ
πῶς νιν προσόψηι, καὶ σὺ καὶ δέσποινα σή.
[τῆς σῆς δὲ τόλμης εἴσομαι γεγευμένος.]
ὄλοισθε. μισῶν δ᾽ οὔποτ᾽ ἐμπλησθήσομαι
665 γυναῖκας, οὐδ᾽ εἴ φησί τίς μ᾽ ἀεὶ λέγειν·
ἀεὶ γὰρ οὖν πώς εἰσι κἀκεῖναι κακαί.
ἤ νύν τις αὐτὰς σωφρονεῖν διδαξάτω
ἢ κἄμ᾽ ἐάτω ταῖσδ᾽ ἐπεμβαίνειν ἀεί.
***
ΙΠΠ. Ω Δία, γιατί στου Ηλιού το φως να φέρεις
τις γυναίκες, τα δολερά τα πλάσματα,
των αντρώνε τον όλεθρο; Αν να σπείρεις
το ανθρώπινο το γένος εβουλήθης,
δεν έπρεπε να το γεννάει γυναίκα,
620 μα δίνοντας καθένας στους ναούς σου
γιά μάλαμα γιά σίδερο γιά χάλκωμα,
το σπόρο των παιδιών του ν᾽ αγοράζει
ανάλογα μ᾽ ό,τι πληρώνει — κι έτσι
στο σπιτικό του λεύτερος να ζει,
με δίχως θηλυκά. Δε θέλει ρώτημα
πως η γυναίκα είναι κακό μεγάλο:
ο γονιός τη γεννάει, τη μεγαλώνει
κι ύστερα δίνει προίκα να την διώξει,
να γλιτώσει. Κι αυτός που τηνε παίρνει
630 φύτρα κακιά στο σπιτικό του βάζει,
την ομορφοστολίζει να τη χαίρεται,
ξοδιάζοντας όλο το βιος του ο μαύρος.
Κάλλιο κουτή γυναίκα να σου λάχει,
που δεν μπορεί να βλάψει από αμυαλιά.
640 Μισώ τις ξύπνιες! Δεν τις θέλω σπίτι μου,
σαν έχουνε μυαλό παραπανίσιο.
Σ᾽ αυτωνώνε τη σκέψη μπάζ᾽ η Κύπρη
τα πιο κακούργα σκέδια. Μα οι κουτές
από μυαλό λειψό, δεν κάνουν τρέλες.
Μηδέ θα πρέπει να ᾽χουν οι γυναίκες
βάγιες παρά μ᾽ αγρίμια δαγκανιάρικα
κι άγλωσσα να συζούνε: μάιδε αυτές
να τους μιλούν και μάιδε αυτά να κραίνουν.
Τώρα οι κακές γυναίκες μες στο δώμα
σοφίζονται τα πονηρά τους έργα
650 κι όξω τα βγάζ᾽ η μπιστεμένη δούλα.
(στη νένα)
Τώρα εσύ, κακοκέφαλη γυναίκα,
τόλμησες να μου κάνεις προξενιά,
να μολύνω το πατρικό κρεβάτι;
Με βρυσίσιο νεράκι θα ξεπλύνω
τ᾽ αυτιά μου, για να βγάλω τη βρομιά!
Πώς θα ᾽κανα τέτοι᾽ ατιμία εγώ,
που μόνο ακούγοντάς την αμαρταίνω;
Μάθε, γυναίκα, η θεοσέβειά μου
σ᾽ έσωσεν. Αν δε μ᾽ είχες δέσει με όρκο,
όλα θα τα μαρτύραα στον πατέρα μου.
Τώρα λείπει ο Θησέας, γι᾽ αυτό κι εγώ
660 θα φύγω από το σπίτι με το στόμα
βουλωμένο. Μα σαν γυρίσω πίσω,
με τον πατέρ᾽ αντάμα, θε να ιδώ
τί μάτια θα σηκώσετε και συ
κι η αφέντισσά σου πάνου στον πατέρα!
Τη δικιά σου ξετσιπωσιά την έμαθα!
Να χαθείτε, ποτές δε θα χορτάσω
να σας μισώ, γυναίκες, κι ας βαλτούνε
να μ᾽ εμποδίσουν όλοι να το λέω!
Γιατί οι γυναίκες πάντα είναι κακές!
Γιά πρέπει κάποιος να τις σωφρονίσει
γιά αφήστε με κι εμένα να τις μάχομαι!