Ο Ριανός έζησε τον τρίτο αιώνα π. Χ., την εποχή του Πτολεμαίου Γ΄ του Ευεργέτη (247-222 π.Χ.). Κρητικής καταγωγής, ήταν αρχικά σκλάβος (λέγεται ότι ήταν φύλακας σε ένα γυμνάσιο), αργότερα όμως μορφώθηκε και έγινε λόγιος και ποιητής. Ένα από τα επιγράμματά του κάνει λόγο για την Τροιζήνα, άρα δεν είναι απίθανο αν κάποια στιγμή στη ζωή του μετακινήθηκε στην κυρίως Ελλάδα. Έκανε αξιόλογη κριτική έκδοση τηςΙλιάδος και της Οδύσσειας, από την οποία σώζονται μόνο κάποιες διαφορετικές γραφές του στα ομηρικά σχόλια. Έγραψε επιγράμματα, με ερωτικά κατά βάση θέματα.. Ήταν φημισμένος για τα έπη του, στα οποία ασχολείται κυρίως με θέματα ιστορικά - εθνογραφικά: Αχαϊκά, Ηλιακά, Θεσσαλικά. Το γνωστότερο έργο του αυτής της κατηγορίας ήταν ταΜεσσηνιακά, έργο που φαίνεται ότι είχε ως θέμα του τις ηρωικές πράξεις του Αριστομένη, ο οποίος προσπάθησε να ελευθερώσει την πατρίδα του από τη σπαρτιατική κυριαρχία στο 2ο Μεσσηνιακό Πόλεμο (γύρω στα 650 π.Χ.). Το περιεχόμενο των Μεσσηνιακών είναι σε γενικές γραμμές γνωστό, επειδή ο περιηγητής Παυσανίας το χρησιμοποίησε ως πηγή του στο τέταρτο βιβλίο της περιήγησής του. Μάλιστα ο Παυσανίας επαινεί το Ριανό σε σχέση με το Μύρωνα τον Πριηνέα, ο οποίος επεξεργάστηκε το ίδιο θέμα σε πεζό λόγο. Μυθολογικό έπος ήταν η Ηράκλεια, μια αφήγηση της μυθικής ιστορίας του Ηρακλή σε τέσσερα βιβλία. Το Ριανό ως ποιητή θαύμαζε πολύ ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος, ο οποίος είχε τοποθετήσει τα έργα και την εικόνα του (μαζί με του Ευφορίωνα και του Παρθενίου) στις δημόσιες βιβλιοθήκες της Ρώμης (Σουητώνιος, De vitacaesarum, Tib.70, 2).
1.Αταύτιστο απόσπασμα
Από το Στοβαίο (3, 4, 33) είναι γνωστό ένα αρκετά εκτεταμένο απόσπασμα του Ριανού σε εξάμετρους στίχους από κάποιο έργο του, το οποίο δεν είναι δυνατόν να ταυτιστεί. Οι στίχοι μιλούν μελαγχολικά και απαισιόδοξα σε παραδοσιακή γνωμολογική γλώσσα με ομηρικές και ησιόδειες απηχήσεις για την αφροσύνη του ανθρώπινου γένους: οι φτωχοί παραπονιούνται διαρκώς χωρίς να κάνουν τίποτε να βελτιώσουν τη θέση τους, ενώ οι πλούσιοι, αλαζόνες και υπερφίαλοι, τιμωρούνται για την ύβρη και το ξεπέρασμα των ορίων τους από την Άτη. Η Άτη είναι προσωποποίηση της ταραχής του νου και της σύγχυσης των φρενών που στέλνουν οι θεοί, προκειμένου να οδηγήσουν στην καταστροφή ανθρώπους, οι οποίοι τους έχουν προσβάλλει με το θράσος και την αλαζονεία τους. Ο Δίας την έστελνε απρόβλεπτα, όποτε ο ίδιος έκρινε ότι ήταν σωστό και δίκαιο. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν το απόσπασμά μας ως ολοκληρωμένο ποίημα και το ερμηνεύουν ως επίθεση στο δεσποτισμό και την αλαζονεία των μοναρχών της Ελληνιστικής εποχής.
Στ’ αλήθεια όλοι οι άνθρωποι μυαλό δεν έχουμε καθόλου,
και των θεών τα δώρα, που πότε παν προς το καλό και πότε στο κακό,
μ' αστόχαστη καρδιά δεχόμαστε.
Εκείνος που στη γη στριφογυρνά δίχως του βίου τ' αναγκαία να 'χει,
θλιμμένος τους μακάριους θεούς με ψόγο φοβερό προσβάλλει
και τη δική του αρετή και νου περιφρονεί,
θάρρος δεν έχει να σκεφτεί, να κάνει μόνος κάτι.
Μονάχα τρέμει εμπρός σ' ανθρώπους που κατέχουνε πολλά,
κατήφεια κι αθλιότητα του τρώνε την ψυχή του.
Εκείνος πάλι που ευημερεί και πλούτη ο θεός του δίνει
κι αφέντη σε πολλούς τον έκανε,
εκείνος ξεχνάει πως τα πόδια του πατούν πάνω στη γη
και πως θνητοί οι γονείς του είναι.
Αλλά με θράσος κι ακρισία του νου
τολμά και με το Δία ίσα να βροντά,
την κεφαλή περήφανη, κι ας είν’ ασήμαντος, υψώνει.
Την Αθηνά με τα ωραία χέρια για σύζυγο ζητά[1]
και δρόμο για τον Όλυμπο χαράζει,
μες στη χορεία των αθάνατων θεών κι αυτός συμπότης να ’ναι
Όμως η Άτη τρέχει πίσω του με τ' απαλά της πόδια
επάνω απ' το κεφάλι του απρόβλεπτη κι αόρατη πετά,
πότε παρουσιάζεται σαν νέα γυναίκα στις αμαρτίες τις παλιές,
και πότε σαν γριά στις πιο καινούργιες,
στη Δίκη και το Δία, τον κύριο των θεών, τη χάρη κάνει.
2.Επιγράμματα
α.
Ο Πολύαινος δώρο στον Πάνα κρέμασε εδώ το ρόπαλο
και το τόξο, βέλη που ρίχνει, κι αυτά τα πόδια από κάπρο,
και αυτή τη φαρέτρα και του σκύλου το περιλαίμιο
αφιέρωσε στον κύριο των βουνών, δώρα απ' το κυνήγι του αγριόχοιρου.
Όμως, Πάνα των ψηλών κορυφών κυνηγέ, και στο μέλλον να στέλνεις με λεία καλή
τον Πολύαινο, το γιο του Σημύλα, στο σπίτι του.
β.
Η Αρχυλίς απ' τη Φρυγία, θαλαμηπόλος της Κυβέλης, που πλάι στα πεύκα
πολλές φορές τις ιερές των μαλλιών της πλεξίδες έλυσε,
και πολλές φορές εκστόμισε τον ήχο, τον οδυνηρό για τ' αυτιά,
την τελετουργική κραυγή των ιερέων της Κυβέλης,
στην ορεινή θεά αφιέρωσε αυτήν εδώ την κόμη, στη δίφυλλη πόρτα της,
όπου ανάπαυσε το ζεστό απ' τη μανία του χορού της πόδι.
γ.
Ο γιος του Ασκληπιάδη, ο Γόργος, αφιέρωσε στο Φοίβο τον ωραίο
ωραίο αυτό το δώρο, πλεξούδα απ' το αξιαγάπητο κεφάλι του.
Συ Φοίβε Δελφίνιε,[2] προσηνής, κάνε να μεγαλώσει ο νέος
μες στην καλοτυχία, μέχρι την ηλικία που ασπρίζουν τα μαλλιά.
δ.
Οι Ώρες και οι Χάριτες πάνω σου χύσανε γλυκό το λάδι τους, γλουτέ!
Κι ούτε τους γέροντες να κοιμηθούν δεν τους αφήνεις.
Πες μου ποιανού είσαι τυχερέ εσύ και ποιο παιδί στολίζεις;
Και ο γλουτός απάντησε: «του Μενεκράτη».
ε.
Καλή των νέων τροφός η Τροιζήνα. Λάθος δεν θα 'κανες
αν επαινούσες και το πιο τελευταίο παιδί της.
Μα ο Εμπεδοκλής τόσο απ' τους άλλους πιο έξοχος είναι,
όσο πιο έξοχα λάμπει το όμορφο ρόδο μες στα υπόλοιπα άνθη της άνοιξης.
στ.
Eίναι τα αγόρια λαβύρινθος δίχως διέξοδο.
Όπου και να ρίξεις το βλέμμα σου πιάνεται σαν από ξόβεργα.
Εδώ ο Θεόδωρος σε έλκει προς την πλούσια της σάρκας ακμή του
και των μελών του το ανέγγιχτο άνθος.
Εκεί του Φιλοκλή το χρυσό πρόσωπο, που στο ύψος
μέγας δεν είναι, θάλλει ωστόσο τριγύρω του ουράνια χάρη.
Όμως αν γυρίσεις να δεις το κορμί του Λεπτίνη,
τα μέλη σου πια ξανά δε θα κινήσεις,
θα στέκεσαι σαν να 'χουν κολλήσει με ατσάλι ακατάλυτο
των ποδιών σου τα ίχνη. Με τέτοια λάμψη καιν τα μάτια του νέου
που σε φλογίζει από την άκρη των νυχιών ως την κορφή.
Χαίρετε ωραία παιδιά! Στην ακμή της νιότης να φτάσετε,
να ζήσετε, ώσπου κόμη λευκή να ντυθεί το κεφάλι σας.
ζ.
Στ' αλήθεια, Κλεόνικε, στο στενό μονοπάτι που βάδιζες
σε συνάντησαν οι πλούσιες Χάριτες,
σ' αγκαλιάσανε με τα ρόδινα χέρια τους, νέε,
που 'χεις γίνει η χάρη η μεγάλη που είσαι.
Χαίρε πολύ κι ας είμαι μακριά: δεν είναι, φίλε, ασφαλές
πιο κοντά στη φωτιά το ξερό να πλησιάζει καλάμι.
η.
Απ' το χλωρό πλατάνι κάτω ο Δεξιόνικος με ξόβεργα
κότσυφα πιάνοντας, απ' τις φτερούγες τον κράταγε.
Και το ιερό πουλί αναστενάζοντας θρήνησε μεγαλόφωνα.
Μα εγώ, φίλε Έρωτα και Χάριτες θαλερές,
και τσίχλα και κότσυφας να 'μουνα,
αν ήταν φωνή και δάκρυ να στάξω γλυκό σ' εκείνου το χέρι.
θ.[3]
Το ελαφάκι το έπιασα, μα το έχασα. Κι εγώ που υπέφερα
αναρίθμητα πάθη, που έστησα δίχτυα και πάσσαλους,
με χέρια φεύγω αδειανά. Κι εκείνοι ακόπιαστα, Έρωτα,
τη λεία μου παίρνουν μαζί τους. Σ' αυτούς μακάρι να πέσεις βαρύς.
ι. (Ρ 21, 75) [4]
Αυτό το λαγήνι, Αρχίνε, στ' αλήθεια
μισό από κουκουνάρια είναι ρετσίνι[5] και μισό κρασί.
Από πιο λεπτό κατσικάκι κρέατα δεν έχω ξαναδεί.
Κι έτσι όμως είναι άξιος κάθε επαίνου ο Ιπποκράτης που τα 'στειλε.
ια.[6]
Τραχιά παλιουριά να πλέξεις γύρω μου παντού, αμμώδη γη,
ή βατσινιάς μπερδεμένης άγρια κλαδιά,
που να μην ακουμπά μήτε καν το πουλί το πόδι ελαφρύ
την άνοιξη πάνω μου, να κείμαι στη γη με ησυχία και ερημιά.
Στ' αλήθεια ο μισάνθρωπος Τίμωνας[7] είμαι, που ούτε της πόλης του
οι κάτοικοι δεν τον αγάπησαν. Μα ούτε και στον Άδη γνήσιος είμαι νεκρός.[8]
3.Ηράκλεια
Από το μυθολογικό αυτό έπος του Ριανού για τις περιπέτειες του Ηρακλή σε τέσσερα βιβλία δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε. Ένα από τα επεισόδιά του, ωστόσο, το μαθαίνουμε από το σχόλιο στην Ιλιάδα που παρατίθεται παρακάτω στη μετάφραση
α.
(Σχόλ. Ιλ. Τ 119:)
~ Ο Δίας, αφού ενώθηκε με την Αλκμήνη, την κόρη του Ηλεκτρύονος,.. την άφησε έγκυο, κι όταν εκείνη επρόκειτο να γεννήσει, ο Δίας έδωσε όρκο μπροστά στους θεούς ότι ο γιος του που θα γεννιόταν εκείνη την ημέρα θα γινόταν βασιλιάς.[9]Η Ήρα, επειδή την είχε κυριέψει η ζήλια, καθυστέρησε τις ωδίνες του τοκετού της Αλκμήνης, ενώ τη γυναίκα του Σθένελου, την Αντίβια, που μερικοί τη λένε Νικίππη, η οποία κυοφορούσε, την έκανε να γεννήσει τον Ευρυσθέα εφταμηνίτικο... Όταν έγινε βασιλιάς ο Ευρυσθέας, διέταξε τους άθλους στον Ηρακλή, τους οποίους όταν έφερε εις πέρας έγινε αθάνατος, όπως του το είχαν υποσχεθεί η Αθηνά και ο Απόλλωνας. Η ιστορία βρίσκεται στο Ριανό.
β.
(Πλούτ., Ηθ. 761 Ε:)
Λέγεται ότι ο Ηρακλής, που είχε γνώσεις ιατρικής, έσωσε την Άλκηστη, για την οποία είχε χαθεί κάθε ελπίδα, θέλοντας να γίνει αρεστός στον Άδμητο, ο οποίος αγαπούσε βέβαια τη γυναίκα του, έγινε όμως και ερωμένος του Ηρακλή. Γιατί διαδίδουν το μύθευμα ότι και ο Απόλλωνας έγινε εραστής του Άδμητου και
«υπηρέτησε τον Άδμητο[10]εννιά ολόκληρα χρόνια».
(Σχόλ., Ευρ. Άλκ. 2:)
Ο Ριανός λέει ότι εκούσια ο Απόλλωνας έγινε δούλος του Άδμητου από έρωτα.
γ.
Από ένα υπόμνημα στην Αλεξάνδρα (στ. 326 κ. εξ.) του Λυκόφρονα, γραμμένο σε πάπυρο του 2ου-3ουαιώνα μ.Χ. από την Οξύρρυγχο, μαθαίνουμε ότι ο Ριανός στην Ηράκλειά του έκανε λόγο και για τον Βοιωτό Ποίμανδρο. Ο Ποίμανδρος αυτός, o οποίος πολιορκήθηκε από τους Έλληνες, επειδή αρνήθηκε να συνδράμει στην τρωική εκστρατεία, όπως αφηγείται ο Πλούταρχος (Ηθ. 299 C), σκότωσε κατά λάθος το γιο του Λεύκιππο με μια πέτρα, η οποία προοριζόταν για τον αρχιτέκτονα Πολύκριθο. Ο τελευταίος τον είχε εξοργίσει, διότι κορόιδευε τις οχυρώσεις της πόλης του Ποιμανδρίας. Για το φόνο αυτό εξαγνίστηκε στη Χαλκίδα από τον Ελεφήνορα.
Ο Ριανός στο <τρίτο> βιβλίο της Ηράκλειάς του λέει ότι ο Ποίμανδρος παντρεύτηκε τη Στρατονίκη,[11]την κόρη του Ευωνύμου, και απέκτησε μαζί της τρεις γιους, τον Ά<ρ>χιππο, τον Έφιππο και το Λεύκιππο, και δύο θυγατέρες, τη Ρηξιπύλη και την Αρχεπτολέμη...
4.Θεσσαλικά
Από το έπος του Ριανού για την ιστορία της Θεσσαλίας (σε 16 τουλάχιστον βιβλία) ελάχιστα αποσπάσματα σώζονται, κυρίως ως λήμματα σε λεξικογράφους. Το σημαντικότερο απόσπασμα, το οποίο ίσως προέρχεται από την αρχή του ποιήματος, διέσωσε σχόλιο στον Απολλώνιο το Ρόδιο (3. 1090 ).
(Σχόλ. Απολλ. Ρόδ, Αργον. 1090a:)
Η Θεσσαλία ονομαζόταν πρωτύτερα Αιμονία. Είχε όμως και άλλες ονομασίες. Λεγόταν και Πυρραία, από την Πύρρα, τη γυναίκα του Δευκαλίωνα .
(Σχόλ. Απολλ. Ρόδ, Αργον 1090b:)
Η Θεσσαλία λεγόταν παλαιότερα Πυρραία, όπως λέει και ο Ριανός:
Πυρραία τη λέγαν κάποτε οι παλαιότεροι
από την Πύρρα την αρχαία, τη σύζυγο του Δευκαλίωνα,
μετά Αιμονία απ' τον Αίμονα, που ο Πελασγός
άριστο γιο τον γέννησε. Κι ο Αίμονας πάλι γέννησε τον Θεσσαλό,
που απ' αυτόν τη μετονόμασαν σε Θεσσαλία οι λαοί της.
[1] Ο Ριανός διάλεξε προφανώς την Αθηνά για λόγους έμφασης: η θεά ήταν παρθένος. Ίσως όμως να κρύβεται και κάποιος υπαινιγμός στην ιστορία του Κότυος, Θράκα βασιλιά ανάμεσα στο 382-358 π.Χ., ο οποίος, όπως αναφέρει ο Θεόπομπος (Αθήναιος 12, 531F), ετοίμασε κάποτε γαμήλιο δείπνο για τον ίδιο και την Αθηνά και περίμενε τη θεά μεθυσμένος να έρθει ως νύφη του. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, που αναφέρει ο ιστορικός Δούρις (Σ Απολλ. Ροδ. 2, 1249), ο Προμηθέας τιμωρήθηκε επειδή πόθησε ερωτικά την Αθηνά.
[2] Ο Απόλλωνας Δελφίνιος θεωρούνταν προστάτης των ναυτικών και εορταζόταν σε πολλές πόλεις και ακρωτήρια της Ελλάδας. Σημαντικός ναός του Δελφινίου Απόλλωνος υπήρχε στην Αθήνα, όπου λειτουργούσε ως δικαστήριο, καθώς και στη Μίλητο, όπου λειτουργούσε ως κρατικό αρχείο
[3] Ο ποιητής ηττάται σε κάποιο ερωτικό ζήτημα από τους αντίζηλούς του.
[4] Ειρωνικές ευχαριστίες προς κάποιον Ιπποκράτη για το κατώτερης ποιότητας κρέας και κρασί που προσκόμισε.
[5] Διάφοροι μέθοδοι εξαγωγής ρετσινιού από δέντρα περιγράφονται από το Θεόφραστο (Περί φυτών ιστ. 9, 2 κ.εξ.) και τον Πλίνιο (Ν.Η.16, 52 κ.εξ.). Ο δεύτερος περιγράφει την προετοιμασία που υφίσταται το ρετσίνι, για να προστεθεί στο κρασί. Το ρετσίνι το προσέθεταν στο κρασί, για να το κάνουν να ωριμάσει και για να του δώσουν γεύση. Οι αρχαίοι Έλληνες έπιναν ρετσινάτο κρασί όπως και οι σύγχρονοι, επομένως το αρνητικό στοιχείο στην προσφορά κρασιού από τον Ιπποκράτη δεν έγκειται προφανώς στο ότι το κρασί περιέχει ρετσίνι, αλλά στην αναλογία μισό κρασί και μισό ρετσίνι. Άρα το κρασί του Ιπποκράτη περιέχει υπερβολική ποσότητα ρετσίνας.
[6]Το επίγραμμα παραδίδεται και με το όνομα του Ζηνόδοτου και αποτελεί είδος επιτυμβίου στον Τίμωνα (βλ. επόμενη σημείωση).
[7] Αθηναίος πολίτης της εποχής του Πελοποννησιακού πολέμου, περίφημος για την απέχθειά του προς τους ανθρώπους. Τον αποκάλεσαν Μισάνθρωπο και μ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό έγινε είδος λογοτεχνικού τύπου, που τον αξιοποίησαν αρκετοί αρχαίοι συγγραφείς, όπως για παράδειγμα ο Αριστοφάνης, ο Λουκιανός κ.ά. Συγγενικό με το επίγραμμά μας είναι και το παρακάτω επίγραμμα του Καλλίμαχου (Παλ. ανθ.7. 317):
Τίμωνα, που δε ζεις πια, τί μισείς πιο πολύ, το σκοτάδι ή το φως;
-Το σκοτάδι, γιατί περισσότερους από σας βρίσκω εδώ στον Άδη.
[8] Επειδή είναι εχθρός ακόμη και με τα φαντάσματα του Άδη, όπως απεχθανόταν στη ζωή τους συμπολίτες του.
[9] Στην πραγματικότητα υποσχέθηκε ότι ο απόγονος του Περσέα (γιου του Δία και τη Δανάης) που θα γεννιόταν εκείνη την ημέρα θα γινόταν βασιλιάς των Μυκηνών. Ο Ηρακλής ήταν απόγονος του Περσέα, γιατί η μητέρα του Αλκμήνη ήταν κόρη του Ηλεκτρύονα, γιου του Περσέα. Απόγονος του Περσέα ήταν όμως και ο Ευρυσθέας, ως γιος του Σθένελου, επίσης γιου του Περσέα και αδερφού του Ηλεκτρύονος.
[10] Όταν ο Δίας θανάτωσε το γιο του Απόλλωνα Ασκληπιό, ο Απόλλων σε αντίποινα εξόντωσε τους Κύκλωπες που έφτιαχνα τον κεραυνό για τον Δία. Τότε ο Δίας τιμώρησε τον Απόλλωνα με εξορία από τον Όλυμπο και με την υποχρέωση να γίνει υπηρέτης του Άδμητου. Ο Απόλλων συμπάθησε τον Άδμητο και του υποσχέθηκε να μην πεθάνει, αρκεί να δεχόταν κάποιος άλλος να πεθάνει στη θέση του. Η μόνη που δέχτηκε ήταν η σύζυγός του Άλκηστη, την οποία ο Ηρακλής έφερε πίσω από το θάνατο.
[11] Στον Πλούταρχο η Στρατονίκη είναι μητέρα του Ποίμανδρου.