Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τοῦ στεφάνου (93-101)

[93] Οὐκοῦν οὐ μόνον τὸ Χερρόνησον καὶ Βυζάντιον σῶσαι, οὐδὲ τὸ κωλῦσαι τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ Φιλίππῳ γενέσθαι τότε, οὐδὲ τὸ τιμᾶσθαι τὴν πόλιν ἐκ τούτων ἡ προαίρεσις ἡ ἐμὴ καὶ ἡ πολιτεία διεπράξατο, ἀλλὰ καὶ πᾶσιν ἔδειξεν ἀνθρώποις τήν τε τῆς πόλεως καλοκαγαθίαν καὶ τὴν Φιλίππου κακίαν. ὁ μὲν γὰρ σύμμαχος ὢν τοῖς Βυζαντίοις πολιορκῶν αὐτοὺς ἑωρᾶθ᾽ ὑπὸ πάντων, οὗ τί γένοιτ᾽ ἂν αἴσχιον ἢ μιαρώτερον;

[94] ὑμεῖς δ᾽, οἱ καὶ μεμψάμενοι πολλὰ καὶ δίκαι᾽ ἂν ἐκείνοις εἰκότως περὶ ὧν ἠγνωμονήκεσαν εἰς ὑμᾶς ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις, οὐ μόνον οὐ μνησικακοῦντες οὐδὲ προϊέμενοι τοὺς ἀδικουμένους ἀλλὰ καὶ σῴζοντες ἐφαίνεσθε, ἐξ ὧν δόξαν, εὔνοιαν παρὰ πάντων ἐκτᾶσθε. καὶ μὴν ὅτι μὲν πολλοὺς ἐστεφανώκατ᾽ ἤδη τῶν πολιτευομένων ἅπαντες ἴσασι· δι᾽ ὅντινα δ᾽ ἄλλον ἡ πόλις ἐστεφάνωται, σύμβουλον λέγω καὶ ῥήτορα, πλὴν δι᾽ ἐμέ, οὐδ᾽ ἂν εἷς εἰπεῖν ἔχοι.

[95] Ἵνα τοίνυν καὶ τὰς βλασφημίας ἃς κατὰ τῶν Εὐβοέων καὶ τῶν Βυζαντίων ἐποιήσατο, εἴ τι δυσχερὲς αὐτοῖς ἐπέπρακτο πρὸς ὑμᾶς ὑπομιμνῄσκων, συκοφαντίας οὔσας ἐπιδείξω μὴ μόνον τῷ ψευδεῖς εἶναι (τοῦτο μὲν γὰρ ὑπάρχειν ὑμᾶς εἰδότας ἡγοῦμαι), ἀλλὰ καὶ τῷ, εἰ τὰ μάλιστ᾽ ἦσαν ἀληθεῖς, οὕτως ὡς ἐγὼ κέχρημαι τοῖς πράγμασι συμφέρειν χρήσασθαι, ἓν ἢ δύο βούλομαι τῶν καθ᾽ ὑμᾶς πεπραγμένων καλῶν τῇ πόλει διεξελθεῖν, καὶ ταῦτ᾽ ἐν βραχέσι· καὶ γὰρ ἄνδρ᾽ ἰδίᾳ καὶ πόλιν κοινῇ πρὸς τὰ κάλλιστα τῶν ὑπαρχόντων ἀεὶ δεῖ πειρᾶσθαι τὰ λοιπὰ πράττειν.

[96] ὑμεῖς τοίνυν, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, Λακεδαιμονίων γῆς καὶ θαλάττης ἀρχόντων καὶ τὰ κύκλῳ τῆς Ἀττικῆς κατεχόντων ἁρμοσταῖς καὶ φρουραῖς, Εὔβοιαν, Τάναγραν, τὴν Βοιωτίαν ἅπασαν, Μέγαρα, Αἴγιναν, Κέω, τὰς ἄλλας νήσους, οὐ ναῦς, οὐ τείχη τῆς πόλεως τότε κεκτημένης, ἐξήλθετ᾽ εἰς Ἁλίαρτον καὶ πάλιν οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστερον εἰς Κόρινθον, τῶν τότ᾽ Ἀθηναίων πόλλ᾽ ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις καὶ Θηβαίοις τῶν περὶ τὸν Δεκελεικὸν πόλεμον πραχθέντων· ἀλλ᾽ οὐκ ἐποίουν τοῦτο, οὐδ᾽ ἐγγύς.

[97] καίτοι τότε ταῦτ᾽ ἀμφότερ᾽, Αἰσχίνη, οὔθ᾽ ὑπὲρ εὐεργετῶν ἐποίουν οὔτ᾽ ἀκίνδυν᾽ ἑώρων. ἀλλ᾽ οὐ διὰ ταῦτα προΐεντο τοὺς καταφεύγοντας ἐφ᾽ ἑαυτούς, ἀλλ᾽ ὑπὲρ εὐδοξίας καὶ τιμῆς ἤθελον τοῖς δεινοῖς αὑτοὺς διδόναι, ὀρθῶς καὶ καλῶς βουλευόμενοι. πέρας μὲν γὰρ ἅπασιν ἀνθρώποις ἐστὶ τοῦ βίου θάνατος, κἂν ἐν οἰκίσκῳ τις αὑτὸν καθείρξας τηρῇ· δεῖ δὲ τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας ἐγχειρεῖν μὲν ἅπασιν ἀεὶ τοῖς καλοῖς, τὴν ἀγαθὴν προβαλλομένους ἐλπίδα, φέρειν δ᾽ ἃν ὁ θεὸς διδῷ γενναίως.

[98] ταῦτ᾽ ἐποίουν οἱ ὑμέτεροι πρόγονοι, ταῦθ᾽ ὑμεῖς οἱ πρεσβύτεροι, οἳ Λακεδαιμονίους οὐ φίλους ὄντας οὐδ᾽ εὐεργέτας, ἀλλὰ πολλὰ τὴν πόλιν ἡμῶν ἠδικηκότας καὶ μεγάλα, ἐπειδὴ Θηβαῖοι κρατήσαντες ἐν Λεύκτροις ἀνελεῖν ἐπεχείρουν, διεκωλύσατε, οὐ φοβηθέντες τὴν τότε Θηβαίοις ῥώμην καὶ δόξαν ὑπάρχουσαν, οὐδ᾽ ὑπὲρ οἷα πεποιηκότων ἀνθρώπων κινδυνεύσετε διαλογισάμενοι.

[99] καὶ γάρ τοι πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν ἐδείξατ᾽ ἐκ τούτων ὅτι, κἂν ὁτιοῦν τις εἰς ὑμᾶς ἐξαμάρτῃ, τούτων τὴν ὀργὴν εἰς τἄλλ᾽ ἔχετε, ἐὰν δ᾽ ὑπὲρ σωτηρίας ἢ ἐλευθερίας κίνδυνός τις αὐτοὺς καταλαμβάνῃ, οὔτε μνησικακήσετ᾽ οὔθ᾽ ὑπολογιεῖσθε. καὶ οὐκ ἐπὶ τούτων μόνον οὕτως ἐσχήκατε, ἀλλὰ πάλιν σφετεριζομένων Θηβαίων τὴν Εὔβοιαν οὐ περιείδετε, οὐδ᾽ ὧν ὑπὸ Θεμίσωνος καὶ Θεοδώρου περὶ Ὠρωπὸν ἠδίκησθ᾽ ἀνεμνήσθητε, ἀλλ᾽ ἐβοηθήσατε καὶ τούτοις, τῶν ἐθελοντῶν τότε τριηράρχων πρῶτον γενομένων τῇ πόλει, ὧν εἷς ἦν ἐγώ. ἀλλ᾽ οὔπω περὶ τούτων.

[100] καὶ καλὸν μὲν ἐποιήσατε καὶ τὸ σῶσαι τὴν νῆσον, πολλῷ δ᾽ ἔτι τούτου κάλλιον τὸ καταστάντες κύριοι καὶ τῶν σωμάτων καὶ τῶν πόλεων ἀποδοῦναι ταῦτα δικαίως αὐτοῖς τοῖς ἐξημαρτηκόσιν εἰς ὑμᾶς, μηδὲν ὧν ἠδίκησθε ἐν οἷς ἐπιστεύθητε ὑπολογισάμενοι. μυρία τοίνυν ἕτερ᾽ εἰπεῖν ἔχων παραλείπω, ναυμαχίας, ἐξόδους [πεζάς, στρατείας] καὶ πάλαι γεγονυίας καὶ νῦν ἐφ᾽ ἡμῶν αὐτῶν, ἃς ἁπάσας ἡ πόλις τῆς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ἐλευθερίας καὶ σωτηρίας πεποίηται.

[101] εἶτ᾽ ἐγὼ τεθεωρηκὼς ἐν τοσούτοις καὶ τοιούτοις τὴν πόλιν ὑπὲρ τῶν τοῖς ἄλλοις συμφερόντων ἐθέλουσαν ἀγωνίζεσθαι, ὑπὲρ αὐτῆς τρόπον τινὰ τῆς βουλῆς οὔσης τί ἔμελλον κελεύσειν ἢ τί συμβουλεύσειν αὐτῇ ποιεῖν; μνησικακεῖν νὴ Δία πρὸς τοὺς βουλομένους σῴζεσθαι, καὶ προφάσεις ζητεῖν δι᾽ ἃς ἅπαντα προησόμεθα. καὶ τίς οὐκ ἂν ἀπέκτεινέν με δικαίως, εἴ τι τῶν ὑπαρχόντων τῇ πόλει καλῶν λόγῳ μόνον καταισχύνειν ἐπεχείρησα; ἐπεὶ τό γ᾽ ἔργον οὐκ ἂν ἐποιήσαθ᾽ ὑμεῖς, ἀκριβῶς οἶδ᾽ ἐγώ· εἰ γὰρ ἐβούλεσθε, τί ἦν ἐμποδών; οὐκ ἐξῆν; οὐχ ὑπῆρχον οἱ ταῦτ᾽ ἐροῦντες οὗτοι;

***
[93] Συνεπώς, η πολιτική που ακολούθησα πέτυχε όχι μόνο να σώσει τη Χερρόνησο και το Βυζάντιο, να εμποδίσει να υποταχθεί τότε ο Ελλήσποντος στον Φίλιππο και να αποκτήσει η πόλη τιμές από αυτές τις ενέργειές μου, αλλά και απέδειξε σε όλους τους ανθρώπους το ευγενές πνεύμα της πόλης μας και την αχρειότητα του Φιλίππου. Γιατί αυτός, ο σύμμαχος των Βυζαντίων, τους πολιορκούσε μπροστά στα μάτια όλων των ανθρώπων· τί θα μπορούσε να είναι πιο αισχρό και πιο ανήθικο από αυτό;

[94] Αντίθετα, εσείς, που δικαιολογημένα θα μπορούσατε να έχετε πολλά και μάλιστα δίκαια παράπονα απέναντι σε εκείνους για την αχαριστία με την οποία είχαν φερθεί προς εσάς στο παρελθόν, όχι μόνο, όπως έδειξαν τα πράγματα, δεν ήσασταν εκδικητικοί απέναντί τους, όχι μόνο δεν αφήσατε στην τύχη τους τούς αδικουμένους, αλλά γίνατε και σωτήρες τους. Έτσι, με τη στάση σας αυτή κερδίζατε δόξα και εύνοια από όλους. Επίσης, ότι εσείς έχετε ήδη τιμήσει με στεφάνι πολλούς πολιτικούς άνδρες, όλοι το γνωρίζουν. Κανένας όμως δεν μπορεί να κατονομάσει οποιονδήποτε άλλον, εννοώ σύμβουλο ή ρήτορα, εκτός από εμένα, χάρη στις ενέργειες του οποίου στεφανώθηκε η πόλη.

[95] Για να σας αποδείξω λοιπόν ότι και οι κακολογίες που ξεστόμισε εναντίον των Ευβοέων και των Βυζαντίων, υπενθυμίζοντάς σας τυχόν δυσάρεστες ενέργειές τους προς εσάς, ήταν συκοφαντίες, όχι μόνο γιατί δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα (και αυτό νομίζω βέβαια πως το ξέρετε καλά) αλλά και γιατί, και αν ακόμη ήταν πέρα για πέρα αληθινές, σας συνέφερε να πολιτευθείτε έτσι όπως εγώ σας υπέδειξα, θέλω να αναφέρω, και μάλιστα με συντομία, μία ή δύο από τις ωραίες πράξεις της πόλης επί των ημερών σας, καθόσον και ο πολίτης ως άτομο και η πόλη ως σύνολο πρέπει πάντοτε οι ενέργειες που θα κάνουν να είναι σύμφωνες προς τις ενδοξότερες παραδόσεις της. 

[96] Εσείς λοιπόν, Αθηναίοι, όταν οι Λακεδαιμόνιοι εξουσίαζαν σε στεριά και θάλασσα και έλεγχαν με αρμοστές και φρουρές τα μέρη γύρω από την Αττική: Εύβοια, Τανάγρα, όλη τη Βοιωτία, Μέγαρα, Αίγινα, Κέα και τα υπόλοιπα νησιά, ενώ η πόλη δεν είχε τότε ούτε πλοία ούτε τείχη, εκστρατεύσατε στην Αλίαρτο και λίγες ημέρες αργότερα πάλι την Κόρινθο, μολονότι οι Αθηναίοι της εποχής εκείνης θα είχαν κάθε λόγο να κρατήσουν κακία απέναντι στους Κορινθίους και Θηβαίους για τα γεγονότα τα σχετικά με τον Δεκελεικό πόλεμο. Αλλά δεν το έκαναν, ούτε που το σκέφτηκαν.

[97] Και όμως, και τις δύο αυτές εκστρατείες δεν τις έκαναν τότε, Αισχίνη, για ανταπόδοση ευεργεσιών, ούτε τις έβλεπαν ακίνδυνες. Ωστόσο, δεν ήταν αυτός λόγος ώστε να εγκαταλείψουν στην τύχη τους ανθρώπους που ζήτησαν καταφύγιο σ᾽ αυτούς, αλλά για την καλή φήμη και την τιμή, ήταν πρόθυμοι να ριχτούν στους κινδύνους· απόφαση σωστή και έντιμη. Γιατί για κάθε άνθρωπο το τέλος της ζωής είναι ο θάνατος, ακόμη και αν κάποιος φυλάγει τον εαυτό του κλεισμένος σε ένα σπιτάκι. Οι γενναίοι όμως άνδρες πρέπει να επιχειρούν πάντοτε καθετί ωραίο προβάλλοντας ως ασπίδα την ελπίδα και να υπομένουν με γενναιότητα όσα κακά τους δώσει ο Θεός.

[98] Αυτά έκαναν οι δικοί σας πρόγονοι, αυτά οι γεροντότεροι από σας· οι τελευταίοι, αν και οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήταν φίλοι σας ούτε και ευεργέτες, αλλά, αντίθετα, είχαν κάνει πολλές και μεγάλες αδικίες σε βάρος της πόλης μας, όταν οι Θηβαίοι μετά τη νίκη τους στα Λεύκτρα επιχειρούσαν να τους αφανίσουν, τους εμποδίσατε, χωρίς να φοβηθείτε τη δύναμη και τη δόξα που είχαν τότε οι Θηβαίοι, και χωρίς να σκεφθείτε ότι θα διακινδυνεύσετε για ανθρώπους που σας είχαν προξενήσει τέτοια κακά.

[99] Και έτσι, με τις πράξεις σας αυτές δείξατε πραγματικά σε όλους τους Έλληνες ότι, και αν ακόμη έχει διαπράξει κάποιος οποιοδήποτε αδίκημα εις βάρος σας, κρατάτε την οργή σας γι᾽ αυτά για άλλες περιπτώσεις, αλλά, όταν τους βρίσκει κάποιος κίνδυνος για τη ζωή ή την ελευθερία τους, τότε ούτε κακία θα τους κρατήσετε ούτε θα υπολογίσετε το κακό που σας έκαναν. Και δεν δείξατε τέτοια συμπεριφορά μόνο έναντι αυτών, αλλά, όταν πάλι οι Θηβαίοι προσπαθούσαν να σφετερισθούν την Εύβοια, δεν αδιαφορήσατε ούτε αναλογισθήκατε τις αδικίες που είχατε υποστεί από τον Θεμίσωνα και τον Θεόδωρο σχετικά με τον Ωρωπό, αλλά βοηθήσατε και αυτούς τότε που για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν στην πόλη μας εθελοντές τριήραρχοι, ένας από τους οποίους ήμουν και εγώ.

[100] Αλλά δεν είναι ακόμη ώρα γι᾽ αυτά. Το ότι σώσατε το νησί ήταν μια πράξη γενναιοδωρίας, αλλά ακόμη πιο γενναιόδωρο από αυτήν ήταν το ότι, όταν είχατε στα χέρια σας τις ζωές και τις πόλεις αυτών, τις αποδώσατε σύμφωνα με το δίκαιο σ᾽ αυτούς που είχαν διαπράξει εγκλήματα εις βάρος σας, χωρίς να λογαριάσετε τις αδικίες που είχατε υποστεί για όσα είχατε πιστέψει.
Και ενώ μπορώ να αναφέρω μύρια άλλα, ναυμαχίες, χερσαίες αποστολές, εκστρατείες που έγιναν τόσο στο παρελθόν όσο και επί των ημερών μας, όλες όσες έχει κάνει η πόλη για την ελευθερία και τη σωτηρία των άλλων Ελλήνων, τα παραλείπω.

[101] Έπειτα, βλέποντας εγώ την πόλη να είναι πρόθυμη μέσα σε τόσες και τέτοιες περιστάσεις να αγωνίζεται για τα συμφέροντα άλλων, τί έπρεπε να την προτρέψω να κάνει ή ποιές συμβουλές να της δώσω, όταν οι αποφάσεις της αφορούσαν κατά κάποιον τρόπο αυτή την ίδια; Να κρατάει, μά τον Δία, εκδικητική στάση προς αυτούς που ήθελαν να σωθούν και να ψάχνει για δικαιολογίες για τις οποίες θα αφήναμε τα πάντα στην τύχη τους; Και ποιός δεν θα με σκότωνε με το δίκιο του, εάν έστω και με λόγια επιχειρούσα να αμαυρώσω κάποιαν από τις ωραίες παραδόσεις της πόλης μας; Με τα λόγια λέω, γιατί στην πράξη δεν θα το κάνατε· είμαι απόλυτα σίγουρος γι᾽ αυτό. Γιατί, αν το θέλατε, τί θα σας εμπόδιζε; Δεν ήταν στο χέρι σας; Μήπως δεν υπήρχαν τότε αυτοί εδώ που θα σας συμβούλευαν αυτά;

Από τον Αισχύλο στον Σοφοκλή

Αποτέλεσμα εικόνας για αντιγονη πινακεσΗ Αντιγόνη στην αρχαία ελληνική γραμματεία

Αν και ο Θηβαϊκός μυθικός κύκλος αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό κεφάλαιο της επικής ποιητικής παράδοσης στην οποία ο μύθος του Οιδίποδα, ο γάμος του με την Ιοκάστη και η πολιορκία των Θηβών αποτελούσαν μείζονες αφηγήσεις, η μορφή της Αντιγόνης, που τόση δημοτικότητα απέκτησε μετά την τραγωδία του Σοφοκλή, δεν φαίνεται να ήταν τόσο κεντρική μέσα στο αδρό περίγραμμα με το οποίο μπορούμε σήμερα να αποδώσουμε το θεματικό περιεχόμενο του αρχαϊκού έπους. Τα τρία ποιήματα του επικού κύκλου που πραγματεύονταν θηβαϊκές μυθικές αφηγήσεις, η θηβαΐς, η Οιδιπόδεια και οι Επίγονοι, δεν πρέπει να έδιναν στην Αντιγόνη και στην Ισμήνη περιθώριο για ιδιαίτερη δράση (εξάλλου αν, όπως είναι πιθανό, στη θηβαΐδα η σορός του Πολυνείκη καιγόταν, κάτι που και ο Πίνδαρος στον 6ο Ολυμπιόνικο τείνει να υπονοεί, η απόφαση της Αντιγόνης να του προσφέρει νεκρικές τιμές δύσκολα μπορούσε να εξοικονομηθεί, ενώ στην Οιδιπόδεια ο Αίμων, o υιός του Κρέοντα, συμπεριλαμβανόταν στα θύματα της Σφίγγας και συνεπώς η μνηστεία του με την Αντιγόνη δεν υπήρχε στην αφήγηση). Η απουσία κάποιας ιδιαίτερης παρουσίας της Αντιγόνης στο έπος υποδηλώνεται έμμεσα και από τη σχετική ελευθερία με την οποία χειρίζονταν την ιστορία της άλλοι ποιητές, χρονολογικά πιο κοντά στο Σοφοκλή. Σε αυτούς περιλαμβάνεται ο Ίων o Xίos, σύγχρονος και γνωστός του Σοφοκλή, που περιέγραψε σε έναν διθύραμβο του τον θάνατο της Αντιγόνης και της Ισμήνης, διευκρινίζοντας ειδικότερα ότι ο Λαοδάμας, ο υιός του Ετεοκλή, πυρπόλησε τον ναό της Ήρας, στον οποίον βρίσκονταν κλεισμένες οι δύο αδελφές. Ως αιτία της εχθρότητας του Λαοδάμαντα θα μπορούσε να θεωρηθεί η (δεδομένη από την αφήγηση) συμπάθεια της Αντιγόνης και της Ισμήνης προς τον Πολυνείκη, αλλά αυτό δεν έχει προς το παρόν αποδειχθεί. Εξάλλου, κατά τον Μίμνερμο (7os αι. π.Χ.), η Ισμήνη σκοτώθηκε από τον Τυδέα, κατ’ εντολήν της Aθηνάς, την ώρα που κοιμόταν με τον Θεοκλύμενο, με τον οποίον ήταν ερωτευμένη. Αυτήν την εκδοχή του θανάτου της Ισμήνης την σώζει επίσης και ο Φερεκύδης (6os αι. π.Χ.), που θεωρούσε την Αντιγόνη, την Ισμήνη, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη παιδιά του Οιδίποδα από την Ευρυγάνεια και όχι από την Ιοκάστη. Ο Ευριπίδης παρουσίασε την ιστορία της Αντιγόνης σε μια ομώνυμη δική του τραγωδία, η οποία δεν διασώθηκε και η οποία τοποθετείται χρονολογικά προς το τέλος της δραματικής παραγωγής του Ευριπίδη (επομένως αρκετά χρόνια μετά την .Αντιγόνη του Σοφοκλή). Στην τραγωδία αυτή, η Αντιγόνη, καταδικασμένη να πεθάνει από το χέρι του ίδιου του Αίμονα κατ’ εντολήν του Κρέοντα, σωζόταν χάρη στον Αίμονα με τον οποίον αποκτούσε και ένα γιο. O υιός αυτός συμμετείχε αργότερα σε γυμνικούς αγώνες και η ταυτότητα του αναγνωριζόταν από τον Κρέοντα χάρη σε ένα στικτό οικογενειακό χαρακτηριστικό που είχαν στο σώμα τους οι απόγονοι του θηβαϊκού γένους των Σπαρτών. Η αναγνώριση αυτή έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του Αίμονα και της Αντιγόνης. Το έργο τελείωνε με τη σωτηρία τους και με γενική συμφιλίωση που οφειλόταν σε θεϊκή παρεμβολή (του Ηρακλή ή του Διονύσου). Με μια τέτοια υπόθεση, το όνομα της Αντιγόνης (αντί - γένος) φαίνεται πραγματικά να εξαντλούσε το σημασιολογικό του εύρος. Είναι δύσκολο να κρίνει κανείς πόσο συνέβαλε στην εξέλιξη του μύθου η υπόθεση μιας τρίτης Αντιγόνης, την οποία ξέρουμε ότι παρουσίασε γύρω στο 341 π.Χ., έναν αιώνα μετά την Αντιγόνη του Σοφοκλή, ο τραγικός ποιητής Αστυδάμας, αφού δεν διαθέτουμε πληροφορίες για το περιεχόμενο της. Στις μεταγενέστερες πηγές, ο Απολλόδωρος (los αι. μ.Χ.) αναφέρει την ιστορία της Αντιγόνης μνημονεύοντας την πρόθεση της να θάψει τον Πολυνείκη και την απόφαση του Κρέοντα να ταφεί ζωντανή η ίδια αντί για τον αδελφό της, κάτι που παραλλάσσει αλλά και δεν αντιστρατεύεται τη σοφόκλεια εκδοχή. O Υγίνος (2os αι. μ.Χ.), στον οποίον οφείλουμε και τη γνώση μας για το περιεχόμενο της ευριπίδειας Αντιγόνης, μνημονεύει επίσης τη συμμετοχή της Αργείας, γυναίκας του Πολυνείκη, στην απόπειρα της Αντιγόνης να προσφέρει νεκρικές τιμές στον αδελφό της, κάτι που απηχεί και τις αφηγήσεις της θηβαΐδας του 1ου αι. μ.Χ., λατινικού έπους του Στάτιου, ενός ποιήματος στο οποίο η σωτηρία της Αντιγόνης (και της Αργείας) εξασφαλίζεται χάρη στην παρέμβαση του Θησέα. Θηβαϊκές, καθαρά τοπικές αφηγήσεις μνημονεύει ο Παυσανίας (2os αι. μ.Χ.) στο 9ο βιβλίο της Ελλάδος περιηγήσεως, όταν μιλάει για μια περιοχή της Θήβας που ονομαζόταν «Αντιγόνης σύρμα» επειδή, κατά την παράδοση, εκεί έσυρε το σώμα του Πολυνείκη η Αντιγόνη προσπαθώντας να το μεταφέρει στη νεκρική πυρά. Κατά πόσο η πληροφορία αυτή μπορεί να συνδεθεί με την αρχαϊκή επική παράδοση ή με απλές τοπικές βοιωτικές διηγήσεις που τελούν και υπό την επίδραση του Σοφοκλή (αν και η νεκρική πυρά αποκλίνει από τη σοφόκλεια εκδοχή), παραμένει πεδίο αντιμαχόμενων ερμηνειών ins φιλολογικής επιστήμης και ίσως o nauoavias αποτυπώνει απλώς συγκερασμένες μυθικές αφηγήσεις διαφορετικής προέλευσης, που συμπυκνώνονται στην αιτιολόγηση ενός τοπωνυμίου.
 
Αισχύλος
 
        Έτσι, για τη μορφή που παίρνει η ιστορία της Αντιγόνης στο ομώνυμο δράμα του Σοφοκλή, περισσότερα στοιχεία μας προσφέρουν οι τραγωδίες του Αισχύλου. Από τα χαμένα δράματα του Αισχύλου η τετραλογία που περιλάμβανε τα έργα Νεμέα, Αργείοι, Ελευσίνιοι και Επίγονοι (περ. 475 π.Χ.) πρέπει να αναφερόταν στον θάνατο του Πολυνείκη αλλά είναι πιθανό ότι και εκεί (και συγκεκριμένα στην τραγωδία Ελευσίνιοι) η απαγόρευση των νεκρικών τιμών στον Πολυνείκη δεν υπήρχε ως θέμα. Η απαγόρευση της ταφής μνημονεύεται στο τέλος του σωζόμενου δράματος Επτά επί Θήβας (467 π.Χ.), όπου η Αντιγόνη και η Ισμήνη εμφανίζονται στον τελικό θρήνο για τους νεκρούς. Εκεί, η Αντιγόνη δηλώνει ότι προτίθεται να θάψει τον Πολυνείκη παρά την απαγόρευση που έχει διακηρυχθεί και o Χορός στην έξοδο του έργου σχηματίζει δυο ημιχόρια, ένα που ακολουθεί την Αντιγόνη και τη σορό του Πολυνείκη και ένα που ακολουθεί τη σορό του Ετεοκλή. Η γνησιότητα του τελευταίου αυτού μέρους των Επτά επί Θήβας αμφισβητήθηκε συχνά και πολλοί μελετητές υπέθεσαν ότι πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη, υπό την επίδραση μάλιστα της σοφόκλειας μορφής του μύθου, εκτιμώντας ότι στην αρχική μορφή του το έργο έκλεινε με τον θρήνο του Χορού, μετά τη ρήση του αγγελιαφόρου που αναγγέλλει τον θάνατο των δύο αδελφών στη μεταξύ τους μονομαχία. Ο Σοφοκλής, το 442 π.Χ., διαμόρφωσε την υπόθεση της Αντιγόνης έχοντας οπωσδήποτε υπόψη του τους Επτά επί Θήβας, όποια και αν ήταν αρχικά η κατάληξη αυτού του δράματος (τα δύο έργα απέχουν μεταξύ τους 2 χρόνια). Είχε ακόμη υπόψη του την επική παράδοση που εμείς αγνοούμε και, ίσως, ήταν σε θέση να αξιοποιήσει κάποιες ιδιαίτερες θηβαϊκές παραδοσιακές αφηγήσεις. Αναμφισβήτητα, πάντως, επέφερε κάποιες καινοτομίες στα μυθικά δεδομένα. Μία από αυτές εναρμονίζεται με κάποια γενικότερη συνήθεια του, αναγνωρίσιμη και σε άλλα έργα του, την τάση να αναδεικνύει και να φωτίζει ένα δευτερεύον πρόσωπο pias μυθικής αφήγησης και iacos σε αυτό να οφείλεται η ίδια η επιλογή της κεντρικής ηρωΐδας του έργου, η οποία, άλλωστε, αποχωρεί από την πλοκή λίγο μετά το μέσον του έργου, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στον Κρέοντα νια να συναισθανθεί το σφάλμα του και την ολοκληρωτική καταστροφή του.

Η τιμωρία του Κρέοντα
 
        Στον πρόλογο του έργου η Αντιγόνη δηλώνει στην Ισμήνη την πρόθεση της να θάψει, όπως επιβάλλεται και αρμόζει, τον νεκρό Πολυνείκη παρά την απαγόρευση του Κρέοντα και ψέγει την αδελφή της μόλις αντιλαμβάνεται ότι δεν προτίθεται να την ακολουθήσει στην απόφαση της. Όταν η Αντιγόνη συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω και οδηγείται στον Κρέοντα, η Ισμήνη προσφέρεται να μοιραστεί την τύχη της αδελφής της, αλλά η Αντιγόνη τότε διαχωρίζει τη θέση της. Η τιμωρία που επιβάλλει ο Κρέων στην Αντιγόνη (να φυλακιστεί ζωντανή σε υπόγειο όρυγμα) εγείρει την αντίθεση τόσο του μάντη Τειρεσία, που φιλονικεί με τον Κρέοντα, όσο και του Αίμονα, γιου του Κρέοντα και μνηστήρα της Αντιγόνης, που έρχεται σε ανοικτή ρήξη με τον πατέρα του. Η μνηστεία του Αίμονα και της Αντιγόνης φαίνεται να προσγράφεται και αυτή στις καινοτομίες του Σοφοκλή. Όταν ο Κρέων αντιλαμβάνεται το σφάλμα του, είναι πια αργά: η Αντιγόνη έχει κρεμαστεί στην υπόγεια φυλακή της και ο Αίμων, που την έχει βρει νεκρή, αυτοκτονεί με το σπαθί του, μπροστά στα μάτια του πατέρα του. Η μητέρα του, η Ευρυδίκη (ένα ακόμη πρόσωπο που εισάγει καινοτομώντας ο Σοφοκλής), ακούει σιωπηλή τον αγγελιαφόρο που αναγγέλλει την αυτοκτονία του γιου της. θα ακολουθήσει τον γιο ras στην ίδια ακριβώς απόφαση, αφήνοντας τον Κρέοντα στην πιο απόλυτη και τραγική ερημιά.

         Αν η πορεία και η συντριβή του Κρέοντα είναι τα στοιχεία που εγείρουν, στο έργο αυτό, τον προβληματισμό του θεατή, η Αντιγόνη από την πλευρά της, με τη βεβαιότητα της περί του πρακτέου, καλείται να εντείνει τη συναισθηματική ανταπόκριση του ίδιου θεατή. Πεθαίνοντας, η κεντρική ηρωίδα έχει θέσει σε μια ακμάζουσα αθηναϊκή δημοκρατία, ένα καίριο ζήτημα ελευθερίας που προσδιορίζει εν μέρει και το κοινωνικό υπόβαθρο αυτής της τραγωδίας: ως ποιο σημείο το άτομο μπορεί να διαφοροποιείται από το κοινωνικό και πολιτικό σύνολο που το περιβάλλει και να υιοθετεί επιλογές αντίθετες με τις επιλογές που το σύνολο, αυτόβουλα ή καθ’ υποχρέωσιν, έχει αποδεχθεί και ακολουθεί.

         Παρά την εντύπωση που συχνά επικρατεί, ότι οι μυθικές αφηγήσεις για την Αντιγόνη και τη διαμόρφωση του πνευματικού προτύπου το οποίο η στάση της προτείνει, έχουν εξερευνηθεί και μελετηθεί, η αλήθεια είναι ότι η επική ras προϊστορία μάς είναι άγνωστη και οι επιστήμες της φιλολογίας επιζητούν ακόμη να εντοπίσουν, στην ιστορία ras ανθρώπινης σκέψης, τις στιγμές εκείνες στις οποίες το πρότυπο αυτό, όπως εξάλλου πολλά άλλα, συγκροτείται και στοιχειοθετεί γνώση, στάση και πρόταση ζωής. Η γνώση ευτυχώς δεν βρίσκεται μόνον στα δένδρα του παραδείσου, βρίσκεται και στις πηγές της ιστορικής γνώσης και οι διψασμένοι, χωρίς κίνδυνο να εξοριστούν, μπορούν άφοβα να πίνουν.
------------------
Βιβλιογραφία:
• Kamebeek, J. C., «The plays of Sophocles», Part III, The Antigone-, Leiden 1978.
• Griffith, M., «Sophocles Antigone», Cambridge 1999.
• Sourvinou-Inwood, C., «Sophocles’ Antigone as a ‘Bad Woman’» στο Dieteren, F., Clock, E., (επιμ.), «Writing Women Into History», Amsterdam 1990.
• Steiner, G., «Anligones», Oxford 1984.
• Zimmermann, C., «Der Antigone-Mythos in der antike Literatur und Kunst», Tubingen Ì993.

Συναισθήματα: «δαίμονες» με φτερά

Ο φοβισμένος άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Δεν σκέφτεται, δεν ενεργεί, δεν ζει. Δαιμονοποιεί τα πάντα γύρω του για να παραμείνει στάσιμος, κλεισμένος μέσα στην ίδια του την φυλακή. Γιατί κατά βάθος θέλει να μείνει στην ασφάλειά του, στην σιγουριά των όσων γνωρίζει, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται την καταστροφή του. Ενοχοποιεί τα πάντα: την κοινωνία, τον χρόνο, τους γύρω του, ακόμα και τα ίδια του τα συναισθήματα. Η ίδια η σκέψη ακούγεται παράλογη, οξύμωρη, μα αυτή είναι η τραγική αλήθεια της εποχής μας.

Ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται τα πάντα· μέχρι και τον ίδιο του τον εαυτό. Μένει στην επιφάνεια, γιατί τρέμει να βουτήξει στα βαθιά. Και τι πιο τρομακτικό από μία κατάδυση στα άδυτα του εαυτού του; Στην αναγνώριση των συναισθημάτων του; Η πιο έξυπνη λύση ήταν να τα βάλει στο εδώλιο του κατηγορουμένου, να τα ενοχοποιήσει κι έπειτα να τα τιμωρήσει αρνούμενος μέχρι και την ύπαρξή τους. Ίσως σκεφτεί κάποιος ότι είναι παράξενο ή και αστείο, μα οι περισσότεροι έχουν αποκοπεί τόσο πολύ από τα συναισθήματά τους, που δεν μπορούν πλέον ούτε να τα αναγνωρίσουν.

Μα γιατί φοβόμαστε τα ίδια μας τα συναισθήματα; Γιατί αρνούμαστε να δεχτούμε την χαρά, τον φόβο, την αγάπη, την στοργή, την θλίψη, την απογοήτευση, τον θυμό; Τι είναι τόσο τρομερό σχετικά με αυτά; Γιατί τα βυθίζουμε στο σκοτάδι και τα εξορίζουμε σαν να έπρεπε να ντρεπόμαστε για αυτά; Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ευθύνεται γι’ αυτό η κοινωνία, η θρησκεία, η εποχή την οποία διανύουμε, μα θα κινδύνευε να βρεθεί ο ίδιος στο εδώλιο, καθώς θα έπραττε το ίδιο σφάλμα με εκείνους στους οποίους αναφέρεται.

Άλλωστε, σημασία δεν έχει ποιος φταίει. Σημασία έχει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα συναισθήματα δεν είναι δαίμονες που πρέπει να εξορκιστούν. Είναι τόσο αρνητικά ή τόσο θετικά όσο εμείς τα ορίζουμε. Μάλιστα, αν τα διαχειριστούμε κατάλληλα, μπορούν να ενδυθούν φτερά και από δυνάστες να μετατραπούν σε οδηγούς.

Μόλις αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι όλα μας τα συναισθήματα είναι μέρος του εαυτού μας, και τα τιμήσουμε όπως τους αξίζει, η ζωή μας θα μεταμορφωθεί. Ποιος είπε ότι δεν πρέπει να αισθανόμαστε; Ότι πρέπει να είμαστε άδειοι από συναισθήματα; Άνθρωποι είμαστε. Όχι ρομπότ.

Ας αγκαλιάσουμε τα συναισθήματά μας, θετικά ή αρνητικά, ας τα εκφράσουμε κατάλληλα, ας τα διοχετεύσουμε σε δημιουργικούς τομείς της ζωής μας και ας μεταμορφωθούμε από φοβισμένα πλάσματα σε δημιουργούς που σέβονται τον εαυτό τους.

Δεν είναι λίγοι οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας. Υπάρχουν άπειροι, δημιουργικοί και μη. Πολλοί επιλέγουν τους εύκολους τρόπους, πχ κάποιοι ξεσπούν στο φαγητό, στο ποτό ή στο τσιγάρο. Για εκείνους όμως που προτιμούν να αντιμετωπίσουν τους «δαίμονές» τους με θάρρος και δημιουργικότητα, υπάρχουν διάφοροι δρόμοι.

Πρώτος και κύριος: η τέχνη. Όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν συγγραφέα, έναν ποιητή, έναν ζωγράφο, έναν μουσικό. Δεν είναι ανάγκη να είμαστε τέλειοι. Αρκεί να πιάσουμε ένα μολύβι, έναν ρυθμό, ένα πινέλο ζωγραφικής. Σημασία έχει να αφήσουμε όσα νιώθουμε να ξεχυθούν ελεύθερα, έχοντας έναν σκοπό στο μυαλό μας.

Ένας δεύτερος τρόπος είναι η σωματική άσκηση. Οποιοδήποτε είδος μας εκφράζει, είναι κατάλληλο. Κάποιοι προτιμούν το τρέξιμο, άλλοι τον χορό, άλλοι την γιόγκα. Ας μην ξεχνάμε το πόσο γρήγορα άλλαξε η διάθεσή μας εκείνη την φορά που, όντας θυμωμένοι ή απογοητευμένοι, ανοίξαμε το ραδιόφωνο στο τέρμα και χορέψαμε στο δωμάτιό μας σαν τρελοί, χωρίς να μας νοιάζει τίποτα.

Και η λίστα συνεχίζεται. Κάποιοι βρίσκουν ότι εκφράζονται καλύτερα κρατώντας ημερολόγιο, άλλοι ασχολούμενοι με την κηπουρική. Ο καθένας διαλέγει τον τρόπο του. Το βασικότερο, ωστόσο, είναι να πάψει να ενοχοποιεί τα συναισθήματά του και να τα αναγνωρίσει. Χωρίς κριτική, χωρίς φόβο. Να μάθει να τα δέχεται και να τα εκφράζει, να μιλάει για αυτά χωρίς ντροπή ή ενοχή. Να είναι αληθινός με τον εαυτό του, και κατ’ επέκταση με τους γύρω του

Η αναποτελεσματική μέθοδος της τιμωρίας στην πράξη μέσα από την ανάλυση της συμπεριφοράς

Η σημασία του όρου τιμωρώ-τιμωρία εντοπίζεται στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα όπου το αρχαίο τιμωρέω-ώ σημαίνει «φρουρώ την τιμή» απέχοντας έτσι από το νόημα που αποδίδεται τη σημερινή εποχή, σύμφωνα με το οποίο η τιμωρία συνεπάγεται εκδίκηση, βία- πειθαναγκασμό και απόπειρα συμμόρφωσης.

Ωστόσο, όπως και αν αναπαρίσταται στο μυαλό ειδικών και αδαών, συγχρόνων και παλαιών, το μέσο της τιμωρίας αν και «αγιάζεται» από πολλούς ως μέθοδος σωφρονισμού, πάταξης της κακής συμπεριφοράς και θεμελίωσης της επιθυμητής, αυτό που πράγματι πετυχαίνει είναι συμπεριφορές φόβου, ενοχής, αμηχανίας, αναστολής, βίας ακόμα και επανάληψη των τιμωρημένων.

Τι μπορεί να πηγαίνει λάθος λοιπόν στην εκτέλεση της διαδεδομένης συνταγής που υπόσχεται αλλαγή της συμπεριφοράς;

Η Συμπεριφοριστική προσέγγιση και συγκεκριμένα η Επιστήμη της Πειραματικής και Εφαρμοσμένης Ανάλυσης της Συμπεριφοράς είναι εκείνη που απέδειξε πειραματικά την ανεπιθύμητη φύση του κοινωνικού ελέγχου της μεθόδου της τιμωρίας. Στην προσπάθειά της να μελετήσει με απτά και παρατηρήσιμα δεδομένα, αντλημένα από τον φυσικό κόσμο και τη συμπεριφορά των οργανισμών, τις αρνητικές επιπτώσεις της τιμωρίας οδήγησε σε μια μεγάλη παρεξήγηση από την πλευρά άλλων προσεγγίσεων που ταυτίζουν τον συμπεριφορισμό με την τιμωρία και τον συμπεριφοριστή- πειραματιστή με έναν απάνθρωπο επιστήμονα που τιμωρεί και βασανίζει μέσα από τα πειράματά του ζωντανούς οργανισμούς.

Ο αγώνας πολλών συμπεριφοριστών (μεταξύ των οποίων και ο B.F Skinner) να καταπολεμήσουν την ευρεία και αυτονομιμοποιημένη χρήση της τιμωρίας και να μιλήσουν για τη δύναμη της διαφορικής ενίσχυσης & των προγραμμάτων ενίσχυσης κατέστησε κατανοητό ότι για να μελετήσεις ένα φαινόμενο, είτε είναι ωφέλιμο είτε επιβλαβές, οφείλεις ως επιστήμονας να το εξαντλήσεις ερευνητικά και πειραματικά.

Επιλεκτικά ξεχάστηκε ότι τα πειράματα της Συμπεριφοριστικής Προσέγγισης ήταν αυτά που απέδειξαν στην πράξη-πλην ελαχίστων ερευνών της Γνωστικής Ψυχολογίας- το γιατί η τιμωρία είναι απαράδεκτη και αναποτελεσματική! Καταρχάς, οφείλουμε να αποδεσμεύσουμε τον όρο της τιμωρίας από εκείνη την εικόνα της βέργας και του χαστουκιού που δημιουργείται συνειρμικά στο άκουσμά της.

Η τιμωρία σύμφωνα με την Ανάλυση της Συμπεριφοράς είναι 2 ειδών · η θετική και η αρνητική· τα επίθετα θετική- αρνητική χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την προσθήκη ή την αφαίρεση ερεθίσματος αντίστοιχα.

Η θετική τιμωρία είναι η διαδικασία/το φαινόμενο κατά την οποία/οποίο η συνέπεια μιας συγκεκριμένης δράσης είναι η παραγωγή κάποιου επώδυνου, ενοχλητικού, ανυπόφορου ερεθίσματος (αρνητικός ενισχυτής). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την καθημερινότητα είναι η ηλεκτροπληξία· όταν με γυμνά χέρια αγγίξεις την πρίζα, η συμπεριφορά αυτή τιμωρείται αφού προσφέρει στον οργανισμό πόνο και άλλες μυϊκές και νευρικές βλάβες. Ένα ακόμα παράδειγμα είναι η βρισιά, το χαστούκι, η επαφή των χειλιών με ένα καυτό ρόφημα, κλπ, όλες οι συμπεριφορές που παράγουν ως συνέπεια ένα ανεπιθύμητο ερέθισμα.

Η αρνητική τιμωρία περιγράφει την αλληλεπίδραση συμπεριφοράς-περιβάλλοντος κατά την οποία εξαιτίας μιας δράσης αφαιρείται/αποσύρεται/διακόπτεται ένας προϋπάρχων θετικός ενισχυτής (δηλαδή, ένα ερέθισμα ευχάριστο). Ένα παράδειγμα είναι το ξαφνικό κλείσιμο του κινητού την ώρα της συνομιλίας, η αποβολή μαθητή λόγω αντιγραφής, η κατάσχεση του video game από το γονέα του εφήβου για να διαβάσει τα μαθήματά του. Οι παραπάνω συμπεριφορές, η συνομιλία, η αντιγραφή, το παιχνίδι τιμωρήθηκαν αφού διέκοψαν την επαφή με ευχάριστα ερεθίσματα όπως είναι το ακουστικό ερέθισμα της φωνής του φίλου, το περιβάλλον της τάξης, τα οπτικά ερεθίσματα και η εκτόνωση στο παιχνίδι.

Είναι μέχρι στιγμής ευνόητο ότι τόσο η διακοπή της επαφής με ευχάριστα ερεθίσματα όσο και η έκθεση σε ανεπιθύμητα ερεθίσματα προκαλεί συναισθηματικές αντιδράσεις σε τέτοιο βαθμό που η εξάλειψη και ο αποκλεισμός της τιμωρημένης συμπεριφοράς είναι πιθανοί. Ωστόσο, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι η αλληλεπίδρασή μας με ένα άτομο- ακόμα και στα πλαίσια της τιμωρίας, δεν μπορεί επιλεκτικά να επηρεάσει μόνο ένα κομμάτι του, μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Δεν έχουμε να κάνουμε με παζλ αλλά με ανθρώπους που έχουν διαμορφωμένα ιστορικά ενίσχυσης και τιμωρίας, εμπειρίες και βιώματα.

Πειραματική Ανάλυση Συμπεριφοράς: 4 λόγοι που δείχνουν την αναποτελεσματικότητα της τιμωρίας

Σύμφωνα με την Πειραματική Ανάλυση της Συμπεριφοράς, 4 είναι οι λόγοι (αποκαλούμενοι και Συγκρούσεις) για τους οποίους η τιμωρία δεν μπορεί να εγγυηθεί μείωση της συχνότητας της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Και οι 4 πηγάζουν από το γεγονός ότι για να εφαρμοστεί τιμωρία σε συμπεριφορά σημαίνει ότι υπάρχει συμπεριφορά και για να υπάρχει διαμορφωμένη συμπεριφορά σημαίνει ότι η συμπεριφορά αυτή έχει ενισχυθεί προηγουμένως -είτε θετικά προσφέροντας κάτι καινούριο στο περιβάλλον αυξάνοντας την επαναληψιμότητά της(θετική ενίσχυση) είτε τερματίζοντας κάτι προϋπάρχον αρνητικό(αρνητική ενίσχυση). Η αναγκαία συνύπαρξη της ενίσχυσης με την τιμωρία στην εφαρμογή της τιμωρίας είναι εκείνη που ναρκοθετεί την αποτελεσματικότητά της καθώς συνήθως η ενίσχυση συνεχίζει με κάποιον τρόπο να υφίσταται και κατά την τιμωρία.

Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος λόγος που καθιστά ατελέσφορη την τιμωρία αφορά στην περίπτωση της ταυτόχρονης θετικής ενίσχυσης και θετικής τιμωρίας.
Μια συμπεριφορά θετικά ενισχυμένη μπορεί να τιμωρηθεί με την παραγωγή δυσάρεστων ερεθισμάτων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μηχανόβιος που έρχεται αντιμέτωπος με τροχαίο και ο έφηβος που αντί να διαβάζει βλέπει τηλεόραση παράγοντας τις φωνές των γονέων. Και στις δυο περιπτώσεις, αυτό που αναμένουμε είναι μείωση της συχνότητας και της οδήγησης και της ενασχόλησης με την tv λόγω της τιμωρίας-προσθήκης αρνητικών ενισχυτών. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο μηχανόβιος θα οδηγεί σιγά /δε θα οδηγήσει ξανά ή ότι ο νέος θα κόψει την πολύωρη τηλεθέαση καθώς «εάν οι δράσεις έχουν παραγάγει και συνεχίζουν να παράγουν ενισχυτικά ερεθίσματα, μπορεί να μην παρατηρηθεί καμία επίδραση της τιμωρίας ή αυτή να είναι ελάχιστη. Συμπληρωματικά, αν το ιστορικό ενίσχυσης της τιμωρημένης δράσης είναι ισχυρό και παρατεταμένο, η τιμωρία δύσκολα μπορεί να αλλάξει το καθεστώς της ενίσχυσης.»

Το δεύτερο επιχείρημα υπέρ της αναποτελεσματικότητας της τιμωρίας παρουσιάζει την περίπτωση ταυτόχρονης θετικής ενίσχυσης και αρνητικής τιμωρίας. Στην προκειμένη περίπτωση, κάνουμε λόγο για τα κοινά «διλήμματα». Ας λάβουμε υπόψιν τη συμπεριφορά του μαθητή που έχει διάβασμα για το αυριανό διαγώνισμα και διχάζεται εξαιτίας της παρέας που του προτείνει να βγουν για διασκέδαση. Η όποια επιλογή ναι μεν θα του προσφέρει κάποια πλεονεκτήματα ωστόσο θα τον τιμωρήσει, στερώντας του τα καλά της άλλης εκδοχής. Ο μαθητής που αντιγράφει ελπίζοντας σε έναν καλό βαθμό(θετική ενίσχυση) κινδυνεύει με αποβολή (αρνητική τιμωρία). Το τι θα επιλέξει εξαρτάται από το ιστορικό ενισχύσεων και τιμωριών της συμπεριφοράς αυτής και παραπλήσιων. Οι συμπεριφορές που τιμωρούνται από ανθρώπινη παρέμβαση είναι πάντοτε δράσεις που επίσης ενισχύονται με κάποιο τρόπο- γι’ αυτό και η τιμωρία δεν μπορεί να υποσχεθεί μείωση της συχνότητας εμφάνισής τους.

Η τρίτη εκδοχή της αναποτελεσματικής τιμωρίας πραγματεύεται την παράλληλη αρνητική ενίσχυση με αρνητική τιμωρία. Συμπεριφορά που τερματίζει αρνητικούς ενισχυτές, τερματίζει παράλληλα και θετικούς ενισχυτές. Αντιπροσωπευτικότατο παράδειγμα το κήρυγμα των γονέων στο παιδί, η γκρίνια, οι στερήσεις αγαπημένων παιχνιδιών κι εξόδων υπό τον όρο του διαβάσματος, της μεταμέλειας…  Tο παιδί αντιμέτωπο με τις φωνές, τη βία, τις απειλές των γονέων μπορεί όντως να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που του υποδεικνύει ο γονέας επιθυμώντας να τερματίσει τα αρνητικά ερεθίσματα της γκρίνιας, των φωνών, της επιμονής (αρνητική ενίσχυση). Με τον τρόπο όμως αυτό, απομακρύνεται από επιθυμητά κι αγαπημένα ερεθίσματα (αρνητική τιμωρία). Πράγματι, ίσως το παιδί εμφανίσει την επιθυμητή –για τον γονιό- συμπεριφορά. Όμως, μια τέτοια «ανεπίγνωστη» αρνητική τιμωρία δε θα διαμορφώσει ποτέ την αγάπη, την επιθυμία, το φερόμενο ως «κίνητρο» για μη αγαπημένες δραστηριότητες αφού η δράση αυτή κοστίζει στο παιδί πιο πολλά απ’ ό,τι φαινομενικά του προσφέρει.

Τέλος, ο τέταρτος συνδυασμός που υποδεικνύει τη μικρή έως ανύπαρκτη επίδραση της τιμωρίας στη συμπεριφορά είναι αυτός της αρνητικής ενίσχυσης μαζί με τη θετική τιμωρία. Ας φέρουμε στο μυαλό μας την εικόνα του μαθητή που αντιγράφει εξαλείφοντας έτσι το άγχος αποτυχίας και την αβεβαιότητα των απαντήσεων. Ακολουθεί η τιμωρία από τον καθηγητή μέσω φωνών και υποτιμητικών σχολίων  που στοχεύει στον εκφοβισμό και την κινητοποίηση του μαθητή. Αυτό που θα αναμέναμε είναι η αμηχανία του μαθητή και η μείωση της συμπεριφοράς της αντιγραφής με σκοπό την αποφυγή της τιμωρίας μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, δεν πρέπει να αγνοήσουμε τη δυναμική της ενίσχυσης · Εάν η αρνητική ενίσχυση και τα όσα αρνητικά τερματίζει η δράση της αντιγραφής είναι πιο σημαντικά, έντονα και συχνά στο ιστορικό του ατόμου τότε η τιμωρία δε θα λειτουργήσει. Μπορεί μάλιστα να ακολουθήσει εξυπνότερη στρατηγική αντιγραφής από το μαθητή.

Ο περίπλοκος μηχανισμός της τιμωρίας είναι όντως δυναμικός και ικανός να διαμορφώσει συμπεριφορές  που ξεφεύγουν όμως από το γενικότερο επιθυμητό πλάνο.
Η πρώτη επίδραση της τιμωρίας είναι οι αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις όπως ο φόβος, ο πόνος, η λύπη, ο θυμός, η ενοχή. Μετά, ακολουθεί η δημιουργία εξαρτημένων αντανακλαστικών φόβου, αμηχανίας, ενοχής με ό,τι σχετίζεται αυτόματα ή μη με την τιμωρημένη δράση. Κατόπιν, τα συνδεδεμένα (αυτόματα και μη) ερεθίσματα αποκτούν Εξαρτημένα Αρνητική Ενισχυτική δύναμη ως Προειδοποιητικά Σήματα για την επικείμενη τιμωρία ενώ παράλληλα εμφανίζονται δράσεις όσο το δυνατόν περισσότερο ασυμβίβαστες με τις τιμωρημένες με σκοπό τον «τερματισμό» τους. Τέλος, η τελευταία επίδραση της τιμωρίας είναι η δημιουργία Σημάτων Ασφαλείας από τις «σωτήριες» ασυμβίβαστες δράσεις που προσφέρουν ανακούφιση, ασφάλεια, απομάκρυνση από μνήμες τιμωρίας.

Η κατεύθυνση της τιμωρίας είναι τόσο γενική και αόριστη που κινδυνεύουν συμπεριφορές πράγματι λειτουργικές και επιθυμητές για το άτομο: Στην προσπάθεια να εξαλειφθεί το ψέμα μέσω της τιμωρίας, τιμωρείται ο λόγος γενικά! Στην προσπάθεια να μην κάνει ορθογραφικά ο μαθητής, ναρκοθετείται η γραπτή έκφραση. Στην προσπάθεια να μην απατηθεί ξανά, ο σύζυγος μέσω του ξυλοδαρμού τιμωρεί οποιαδήποτε επαφή με τη γυναίκα και ο γονιός χτυπώντας το παιδί «απαλά ίσα για να μάθει», διδάσκει το παιδί να φοβάται να το πλησιάσει, να του μιλήσει, να τον κοιτάξει.

Συχνά, μέσα στη συναισθηματική φόρτιση του ατόμου η τιμωρία μέσω της φωνής, του χτυπήματος, της απειλής εφαρμόζεται «κατά λάθος» μετά το πέρας της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς ενόσω λαμβάνουν χώρα ανεξάρτητες, ακόμα και επιθυμητές συμπεριφορές τιμωρώντας έτσι αυτές κι όχι τις ανεπιθύμητες. Η μητέρα φωνάζει για την κακή βαθμολογία κατά τη διάρκεια του διαβάσματος του παιδιού τιμωρώντας έτσι το διάβασμα. Ο φίλος γκρινιάζει για την έλλειψη επικοινωνίας στη σύντροφο, την ώρα ακριβώς της πολυπόθητης επικοινωνίας τιμωρώντας συνεπώς την ίδια την επικοινωνία και επαφή!

Κλείνοντας, οφείλουμε για μια τελευταία φορά να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτό που τιμωρείται είναι η Συμπεριφορά, όχι το άτομο, όπως επίσης ενισχύονται δράσεις όχι δρώντες.

Η τιμωρία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ενίσχυση.

Η ενίσχυση μπορεί να υπάρξει χωρίς την τιμωρία και το αποτέλεσμα είναι αναμφισβήτητα η αύξηση της συχνότητας των δράσεων που ενισχύονται. Το ζήτημα της τιμωρίας κι η ακαταλληλότητά της δεν θίγει μόνο θεωρητικά, ηθικά θέματα περί προσβολής της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας, πρόκλησης φόβου, συναισθηματικών διαταραχών και άλλα επιχειρήματα που ανάγονται στη σφαίρα της «ανθρωπιάς». Τα παραπάνω αποτελούν πειραματικά συμπεράσματα που στηρίζουν πρακτικά και λειτουργικά ότι η τιμωρία δεν έχει καμία θέση στα χέρια των εκπαιδευτικών, των θεραπευτών, των γονέων και των κηδεμόνων καθώς σε ερευνητικά και πειραματικά πλαίσια απέβη περιττή, αναποτελεσματική και αβέβαιη.

Ο γρίφος μιας επιλογής

Κατά την διάρκεια του βίου μας θα διανοιχθούν πάμπολλοι δρόμοι μπροστά μας που ο καθένας από αυτούς θα προσφέρει την δική του διαδρομή, τους δικούς του ρυθμούς, την δική του επίδραση και τα δικά του αποτελέσματα.
 
Είναι δεδομένο πως αν και οι επιλογές είναι ποικίλες, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας θαμπώσει. Τα μονοπάτια σε αυτή την ζωή πάντοτε είναι υπέρογκα και τα περισσότερα από αυτά εύκολα μπορεί να τα διαβεί κανείς εύκολα και δίχως ιδιαίτερες δυσχέρειες.
 
Ακολουθώντας όμως μια τέτοια διαδρομή θα μας προσφερθούν όλα όσα επιζητούμε;
 
Το δίλημμα της επιλογής θα ανακύψει αρκετές φορές, κάποιες φορές σε ζητήματα μείζονος και άλλες σε ζητήματα ελάσσονος σημασίας, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα της προβληματικής. Το όλο ζήτημα έγκειται στο ποια θα είναι η πιο ουσιαστική διαδρομή, καθώς και στο πως εμείς θα επωφεληθούμε αν ακολουθήσουμε τα χνάρια αυτής.
 
Θα μπορούσαμε κάλλιστα να παρομοιάσουμε την όλη μας περιγραφή με έναν μύθο από τα χρόνια του Ηρακλή, ο οποίος κάποτε σ’ ένα από τα πολλά του ταξίδια χάθηκε και βρέθηκε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι.
 
Ο ένας δρόμος που ανοιγόταν μπροστά του ήταν αυτός της Τύχης-Κακίας και ο άλλος αυτός της Αρετής. Η απόφαση, βεβαίως, που έλαβε αυτός ο μυθικός ήρωας είναι γνωστή σε όλους μας. Με παρόμοιο τρόπο οφείλουμε να δρούμε κι εμείς, αν θέλουμε στο τέλος αυτής της διαδρομής να δικαιωθούμε, αλλά και να νιώθουμε ηθικοπνευματικά ανώτεροι με την λήψη της ορθότερης απόφασης.
 
Η λήψη της εκάστοτε απόφασης δεν είναι εύκολη υπόθεση, τουναντίον πρόκειται για μια δύσκολη, απαιτητική, ενώ για κάποιους άλλους συνιστά μια δυσβάσταχτη απόφαση. Απαιτείται ώριμο και ενσυνείδητο φρόνημα, καθώς και πνευματική ρωμαλεότητα. Και οι προαναφερθείσες αρετές κρίνονται απαραίτητες, διότι μόνο αυτές οδηγούν στην Ιθάκη και την Δουλτσινέα.
 
Η πρώτη διαδρομή του σταυροδρομιού κάνει αισθητή την παρουσία της με έναν εκκωφαντικό, σχεδόν εξωπραγματικό τρόπο. Η έλξη και η ισχύς της ασύγκριτη και «απροσπέλαστη», ενώ στην θέαση της θες να αφεθείς και να παραδοθείς, έχοντας προηγουμένως απαλλαχθεί από οποιαδήποτε αντίρρηση αφού η αφθονία του συνόλου τις κατακρεούργησε. Όπως η ομορφιά των ποταμών αλλοιώνεται όταν χάνονται στην απεραντοσύνη της θαλάσσης, έτσι και οι αρετές χάνονται απ’ τους αδύναμους και τους δειλούς στο κοίταγμα του πρώτου μονοπατιού.
 
Απ’ την άλλη απλώνεται το δεύτερο μονοπάτι, ή αλλιώς η δεύτερη επιλογή. Στο πρώτο κοίταγμα του είναι απλό, λιτό, δίχως στολίδια και αρώματα, σχεδόν άνοστο. Είναι δρόμος ανηφορικός, κοπιαστικός και από πρώτη όψη σίγουρα αποκρουστικός. Βέβαια, στον τερματισμό της κοπιώδους αυτής διαδρομής αχνοφαίνεται ένα φως, μια μικρή αχτίδα η οποία δίνει ένα άλλο νόημα και μια άλλη χροιά σε αυτό το δυσπρόσιτο μονοπάτι. Ο τολμηρός και ο ηθικοπνευματικά πεπαιδευμένος και καλλιεργημένος θα αψηφήσει τον δρόμο της άνεσης και της ματαιοδοξίας και θα στρέψει το βλέμμα του στον ενάρετο δρόμο, που είναι ο δρόμος του καμάτου, της εργατικότητας και της ευτυχίας. Είναι γλυκύτατοι και άκρως εύγεστοι οι καρποί της πικρής διαδρομής, ποιος έχει όμως το θράσος της πάλης;
 
 Ρεαλιστικά και προπάντων ορθολογιστικά, θα κληθούμε πολλές φορές στην ζωή μας να λάβουμε κρίσιμες αποφάσεις. Πάντοτε η λύση που θα προκρίνουμε πρέπει να είναι λύση ουσίας, που θα παρέχει διδαχές και δεν θα μας επαναπαύει στον κόσμο των πολυάριθμων ευκολιών και ανέσεων, σ’ έναν κόσμο κούφιο που αποκοιμίζει και δεν επαγρυπνεί.

Henry David Thoreau: Ο πατέρας της Πολιτικής Ανυπακοής

Ο αμερικανός συγγραφέας, φιλόσοφος και πρώιμος οικολόγος Χένρι Ντέιβιντ Θόρω (1817-1862) είναι ο συγγραφέας της «Πολιτικής Ανυπακοής», που έμελλε να επηρεάσει βαθύτατα τη φιλοσοφία και θεωρία της μη βίαιης αντίστασης καθώς και την πολιτική σκέψη φυσιογνωμιών όπως ο Martin Luther King και ο Mahatma Gandhi.

Στο πεδίο της φυσικής ιστορίας, προφήτευσε τις μεθόδους και τα ευρήματα της οικολογίας. Ενδιαφερόταν επίσης για την επιβίωση σε εχθρικό περιβάλλον, ή ενάντια στις ιστορικές μεταβολές και στη φυσική φθορά, ενώ ταυτόχρονα υποστήριζε την εγκατάλειψη της σπατάλης και των αυταπατών προκειμένου να ανακαλύψουμε τις αληθινές και ουσιώδεις ανάγκες της ζωής.
 
Σε όλη τη ζωή του υπεστήριξε την κατάργηση της δουλείας, δίνοντας διαλέξεις σχετικά. Κάποτε χαρακτηρίζεται ως αναρχικός, παρότι η Πολιτική ανυπακοή του καλεί περισσότερο για τη βελτίωση και όχι για την κατάργηση του κράτους.
 
Το κύριο έργο του, που θεμελίωσε τη μη βίαιη αντίσταση, αρχικά είχε τον τίτλο «Αντίσταση στην Αστική Κυβέρνηση» και το θεμελιώδες σκεπτικό του Thoreau αφορά την αυτονομία του πολίτη και την αντίστασή του κατά των μη ηθικών επιλογών της κυβέρνησης. Βασική σκέψη του Thoreau ήταν ότι ο πολίτης που υπακούει στις επιταγές της κυβέρνησης με μέσα όπως η καταβολή των φόρων, στην ουσία υποστηρίζει τις ανήθικες επιλογές της.
 
Ο Thoreau εξηγεί ότι οι κυβερνήσεις τις περισσότερες φορές κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό και γι’ αυτό δε μπορούν να έχουν ηθική νομιμοποίηση αποκλειστικά και μόνο εκ του γεγονότος ότι χαίρουν της υποστήριξης της πλειοψηφίας. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία επιθυμεί κάτι δε σημαίνει ότι το εν λόγω μέτρο είναι ορθό και δίκαιο. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να «καλλιεργείται ο σεβασμός του νόμου, αλλά ο σεβασμός του σωστού και του δικαίου», σημειώνει ο Thoreau. Και προσθέτει ότι δεν υπηρετεί κανείς τη χώρα του με το να καταπιέζει την ηθική του συνείδηση και να υπακούσει στους ανήθικους νόμους. Αντιθέτως, η χώρα χρειάζεται συνειδήσεις και όχι ασυνείδητα ρομπότ.
 
Ο Thoreau διακηρύττει ότι είναι αληθινή ντροπή να συνδέεται ένας πολίτης με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, καθώς αυτή υποστηρίζει το απάνθρωπο καθεστώς της δουλείας, καθώς και τον ανήθικο Μεξικανο-Αμερικανικό Πόλεμο. Κατά συνέπεια, καλεί τους πολίτες να μην περιμένουν απαθείς να τους δοθεί η ευκαιρία να ψηφίσουν για μια δίκαιη κυβέρνηση, διότι το «να ψηφίζεις για τη δικαιοσύνη, είναι το ίδιο αναποτελεσματικό με το να εύχεσαι για δικαιοσύνη».
 
Αυτό που πρέπει να κάνει ο πολίτης σύμφωνα με το Thoreau είναι να εξασκεί τη δικαιοσύνη, με το να μη συνεργάζεται με την αδικία. Ο Thoreau τονίζει ότι η καταβολή των φόρων – από ανθρώπους που κατά τ΄άλλα επιθυμούν να είναι δίκαιοι – αποτελεί ένα βασικό μέσο στήριξης μιας ανήθικης και άδικης πρακτικής. «Οι πολίτες που λένε ότι ο πόλεμος στο Μεξικό είναι ανήθικος και η δουλεία είναι άδικη στην ουσία έρχονται σε αντίφαση με τον εαυτό τους όταν πληρώνουν τους φόρους που προορίζονται για τη χρηματοδότηση ακριβώς αυτών των πρακτικών».
 
Μάλιστα, ο ίδιος ο Thoreau εφάρμοσε εμπράκτως τις ιδέες που διακήρυττε, αρνούμενος να πληρώσει φόρους στο αμερικανικό κράτος, ως πράξη διαμαρτυρίας, με αποτέλεσμα να καταλήξει στη φυλακή. Εν τέλει αποφυλακίσθηκε την επόμενη ημέρα, χάρη στην παρέμβαση ενός ανώνυμου δότη, ο οποίος κατέβαλε το φόρο για λογαριασμό του Thoreau.
 
Ωστόσο, ο ίδιος ο Thoreau σχολίασε ότι η εμπειρία του στη φυλακή ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητική γι’ αυτόν και του προσέφερε νέες προοπτικές στην εξέταση του δημόσιου βίου.

Τι είναι η «διάκριση»

Διάκριση, από άλλη οπτική, είναι η δυνατότητα εντοπισμού αυτού που η Ψυχή ζητά από την προσωπικότητα να πραγματώσει. Η προσωπικότητα, εγκαταλείποντας κάθε πεποίθηση, ενεργεί με στόχο την εξελικτική πορεία τόσο τη δική της όσο και εκείνων που επηρεάζει. Όταν η προσωπικότητα ενεργεί με γνώμονα και βεβαιότητα τη διεύρυνσή της, είναι ορατή η διαφορά. Ο διακρίνων νους αποφασίζει εκείνο που οδηγεί την προσωπικότητα σε ταύτιση με τον Εαυτό.

Ο διακρινόμενος στόχος γίνεται ευκρινέστερος όταν η διάκριση εμπεριέχει καθαρές ποιότητες Ελπίδος και Πίστεως. Όταν ελπίζω και ταυτόχρονα πιστεύω το καλύτερο, όταν με άλλα λόγια βλέπω το ποτήρι της ζωής μισογεμάτο και όχι μισοάδειο, ο διακρινόμενος στόχος για οτιδήποτε εντοπίζεται ευκρινέστερα. Η προσωπικότητα οδηγείται στη Διάκριση εάν πριν απ΄όλα αρχίσει να συλλογίζεται.

Κατόπιν, καθαρίζοντας το νου από παρεμβολές γνώσης (ξεχνά όλα όσα έχει μάθει ως δεδομένα). Μόνο διευρυνόμενος ο νους αντιλαμβάνεται τα γεγονότα μέσα από τη σφαίρα της μαθητείας, της εκπαίδευσης. Τότε μπορεί να προσεγγίσει τη Διάκριση, όταν σιωπήσει η προσωπικότητα με τις ελλιπείς πληροφορίες – εγγραφές της. Σιωπώντας τις πεποιθήσεις, ο διευρυνόμενος νους στρέφεται προς άλλες πηγές πληροφόρησης. Σβήνει δηλαδή ό,τι διαθέτει και, αγνός και καθαρός.

Η διαδικασία είναι απλή αν η πρόθεση είναι ξεκάθαρη. Αν δεν είναι, τότε χρειάζεται να γίνει. Η πρόθεση του καθενός μπορεί να ξεκαθαριστεί αν απλά ρωτήσει κανείς τον εαυτό του: «τι επιθυμώ;» Ευνόητο είναι ότι δεν αναφέρομαι στα μικρά «θέλω» της προσωπικότητας. Ίσως ακόμη να χρειάζεται να διαχωριστεί εξαρχής η επιθυμία από την προσδοκία. Ίσως επιβάλλεται να κατανοήσει καθένας πως άλλο είναι το επιθυμώ και άλλο, το προσδοκώ.

Επιθυμώ σημαίνει θέλω να συμβεί αυτό ή εκείνο και εύχομαι πως τα γεγονότα θα οδηγήσουν σε κάτι τέτοιο. Προσδοκώ σημαίνει επιθυμώ με δέος και αγωνία. Η επιθυμία έχει ελπίδα, η προσδοκία αναμονή.

Το μέγεθος της Διάκρισης (αν μπορεί να μετρηθεί μια τέτοια έννοια) είναι απολύτως ανάλογο με το μέγεθος της αυτοαποδοχής. Όταν η προσωπικότητα έχει προσεγγίσει την αυτοαποδοχή, παύει να εμπλέκεται σε διαδικασίες κρίσης. Όταν απουσιάζει η Διάκριση, η προσωπικότητα επιβάλλεται να εργαστεί με γνώμονα την πίστη.

Ζητώντας φώτιση από τους φίλους του, καθένας μπορεί να καταφέρει να δει αυτό που ως τότε βρισκόταν εκεί αλλά δεν το έβλεπε. Μπορεί να εστιαστεί στο θετικό που εμπεριέχει κάθε συνθήκη. Γιατί ναι, το καθετί εμπεριέχει και το θετικό του. Εμείς οι άνθρωποι το έχουμε ξεχάσει. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει κάθε φορά που ρωτώ κάποιον θυμωμένο γονιό: «ποια είναι τα θετικά του παιδιού σου;»

Η απάντηση βρίσκεται εκεί και χωρίς σκέψη δίνεται αυτόματα: «όσο κι αν ψάξω, δεν βρίσκω κανένα». Σε κάποιες περιπτώσεις, χρειάζονται πολλές προσπάθειες έως ότου καταφέρει να εντοπίσει ένα δυο θετικά και αυτά, τις πιο πολλές φορές είναι ασήμαντα ή επιφανειακά. Η προσοχή, λοιπόν, βάζει τον άνθρωπο σε διαδικασία ταύτισης με τη θετική του πλευρά. Τον χαλαρώνει, τον γλυκαίνει, τον οδηγεί, τον αποφορτίζει, τον εμπνέει…

Σκέψεις...

Cogito ergo sum. (Σκέφτομαι άρα υπάρχω.) -Καρτέσιος.

Μπαίνω μέσα στο κεφάλι σου κι ακούω τις σκέψεις σου. Ακούω τα πάντα. Μη φοβάσαι, απλά ακούω. Ακούω τα ουρλιαχτά που καταπνίγονται όταν φτάνουν στον ουρανίσκο σου, ακούω την έκρηξη που σταματάει πριν το δάκρυ κυλήσει στο μάγουλο σου, ακούω το «Σ’ αγαπώ» που μένει στην άκρη της γλώσσας σου.

Εκατομμύρια σκέψεις, βαθιά κλειδωμένες. Σκέψεις που ακούς και σκέψεις που επιλέγεις να κρύψεις από το χώρο του συνειδητού. Τρελαίνεσαι. Σε καταλαβαίνω. Νιώθω και εγώ ότι νιώθεις. Σκέφτομαι ότι σκέφτεσαι. Είμαστε ένα. Ακούω πόσο φοβάσαι να μιλήσεις, ακούω πως συμβιβάζεσαι. Ακούω πόσο πολύ σιχαίνεσαι τον εαυτό σου κάθε φορά που το κάνεις.

Δεν ακούω τίποτα. Ένα κενό. Ένα κενό που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω και χάος.

Προσπαθείς να συμμαζέψεις όλες αυτές τις σκέψεις. Μάχεσαι να τις κατευνάσεις και να τις ταξινομήσεις. Να κρατήσεις τις καλές και με ένα κουμπί να διαγράψεις ότι άσχημο σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι ότι πρέπει να είσαι αυθόρμητος και αυθεντικός. Σε ακούω που προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι δε σε νοιάζει η γνώμη των άλλων. Και το καταφέρνεις. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα στον δικό σου κόσμο, το καταφέρνεις. Και σε ακούω να χαίρεσαι.

Μετά επιστρέφουν οι σκέψεις από την αποθήκη και δεν ξέρεις πως κατάφεραν να βγουν. Σε ακούω να αγχώνεσαι, να προσπαθείς να εξηγήσεις στον εαυτό σου ότι όλα αυτά που σκέφτεσαι, δεν είσαι εσύ. Και μετά σε ακούω να διαλύεσαι. Να εύχεσαι να μη σκεφτόσουν τόσο πολύ. Σε ακούω που την φωνάζεις πίσω, που την θες ακόμα.

Αλλά την ίδια στιγμή σε ακούω να λες ότι δεν πρέπει. Ότι δε σου αξίζει και προσπαθείς να αναγκάσεις τον εαυτό σου να θυμηθεί όλες τις άσχημες στιγμές που πέρασες. Και κάπου εκεί, ακούγεται ένα «Σε αγαπώ».

Χάνεσαι. Δεν ακούω τίποτα. Χάνεσαι στο πλάνο των αναμνήσεών σου, τις ξαναζείς. Είσαι θεατής και η ζωή σου παίζεται σαν έργο μπροστά στα μάτια σου. Χαμογελάς. Και μέσα σε αυτή την ήρεμη θάλασσα εμφανίζεται ένα τεράστιο κύμα. Που σε παίρνει και σε πετάει με βία έξω.

Σε ακούω που στεναχωριέσαι για όσα δεν τολμάς να κάνεις, ακούω τον ενθουσιασμό σου όταν αποφασίζεις να μη φοβηθείς ποτέ ξανά τίποτα πια.

Σε ακούω που κουράζεσαι. Κοιμάσαι. Κοιμάσαι και σκέφτεσαι αλλά δεν το καταλαβαίνεις. Εγώ όμως σε ακούω ακόμα. Και σε καταλαβαίνω.

Καληνύχτα. Ένα πράγμα θέλω μόνο να σου πω. Αγαπώ τις σκέψεις σου και τις θαυμάζω. Αγαπώ την τρέλα σου και την ζηλεύω. Αγαπώ το μυαλό σου που ξεφεύγει και χάνεται. Θα πρέπει να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου.

Το ξεκαθάρισμα με το παρελθόν εγγυάται λαμπρό μέλλον

Τώρα κατάλαβα γιατί είχε τόσα απωθημένα στο παρόν και δεν μπορούσε να ζήσει παρέα με την χαρά και την ευτυχία. Οι εκκρεμότητες του παρελθόντος και τα τραύματά ήταν ο κυριότερος λόγος που δεν μπορούσε να απεγκλωβιστεί και να ζήσει το παρόν φυσιολογικά και ομαλά. Υπήρξε το ολοκληρωμένο παρελθόν και το παρελθόν με ανοιχτούς λογαριασμούς, στοιχειωμένα φαντάσματα, εμπειρίες που δεν είχαν επεξεργαστεί και ολοκληρωθεί με αποτέλεσμα η ψυχή να γεμίζει συνεχώς με εμμονικά ίχνη.

Το κακό σε αυτήν την ιστορία είναι ότι αν υπήρχε ολοκληρωμένο παρελθόν, βατό και συμβατό όσο γίνεται με το παρόν, η συνείδηση θα το είχε αποβάλει, ούτε καν θα το θυμόταν. Αλλά είχε γεμίσει ένα σωρό απωθημένα.

Δεν είναι εύκολο να κάνουμε ένα ξεσκαρτάρισμα των υποχρεώσεων μας και να ξορκίσουμε ότι μας βαραίνει στην ψυχή και κατ΄ επέκταση βαραίνει και το σώμα. Πρέπει να εκδιωχθούν άμεσα τα θηρία που είτε μας δημιουργούν ενοχές, είτε μας ωθούν στο να δημιουργήσουμε εμείς ενοχές στους άλλους. Πρέπει να καθαρίσουμε το παρελθόν για να καταφέρουμε να είμαστε διαθέσιμοι και ανοιχτοί στο καινούργιο.

Κάποιες φορές ανεξέλεγκτα το μυαλό μας προσδοκά και επιθυμεί να ζήσει σκηνές του παρελθόντος ή να ξαναβιώσει στιγμές με ανθρώπους που στοιχειώνουν ζωές και μυαλά. Συνήθως αυτό γίνεται για να ολοκληρωθεί η εμπειρία και να φύγει και το τελευταίο ίχνος ενθουσιασμού.

Κάποιοι θυσιάζουν την ζωή τους ζώντας στο παρελθόν, μπερδεύοντας το με το παρόν και αυτό είναι άκρως καταστροφικό. Ο κόσμος του μυαλού είναι πολύ περίεργος, πολλές φορές μάλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μη εξηγήσιμος. Η φαντασίωση με την πραγματικότητα πολλές φορές συγχέονται. Άλλο οι εμμονές που δημιουργούν ολοκληρωτική καταστροφή και άλλο η δημιουργική χρήση της φαντασίας, έχει μεγάλη διαφορά και χάσμα. Πρέπει να καθαρίσουμε την ψυχή μας από τους παρελθοντικούς χρόνους και τους ανθρώπους, για να δώσουμε χώρο να μας κατακτήσει το παρόν και να καταφέρουμε να οραματιστούμε το μέλλον. Ας ζήσουμε το τώρα, όπως και αν είναι, ας απαγκιστρωθούμε από το παρελθόν μας και ας επικεντρωθούμε στο μέλλον μας. Τότε ίσως καταφέρουμε να ζήσουμε την πληρότητα.

Μην επιδιώκετε να αναζητάτε τα χνάρια των σοφών ανθρώπων του παρελθόντος. Αναζητήστε αυτό που αναζητούσαν.

Τόσο η αγάπη όσο και οτιδήποτε άλλο αισθανόμαστε είναι συναισθήματα.

Παρόλα αυτά, η αγάπη είναι μια αλήθεια, ενώ τα υπόλοιπα συναισθήματα είναι ψευδή.

Αν κάποιος αντιλαμβάνεται ένα γεγονός ως περισσότερο αρνητικό παρά θετικό, αν νιώθει πληγωμένος από αυτό κι εσείς του πείτε: «Ω, καημενούλη, πληγώθηκες και υποφέρεις», μερικοί άνθρωποι θα το αποκαλέσουν αυτό συμπόνια.

Εν τούτοις, σε πολλές περιπτώσεις αυτό που ουσιαστικά κάνετε είναι να καλλιεργείτε και να υποθάλπετε μια συναισθηματική κατάσταση κατά την οποία ο άλλος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως θύμα… έτσι, τον βοηθάτε να γίνει αδύναμος.

 Αυτό μπορεί να κλονίσει την εξέλιξη κάποιου, επειδή τον απομακρύνει από την ανάληψη της ευθύνης και την αναγνώριση του ρόλου του στο πλαίσιο του Νόμου αιτίου και αποτελέσματος• η εξέλιξη παρεμποδίζεται, επειδή το άτομο παρεκκλίνει από την αναγνώριση της αλήθειας της ισορροπίας και της Μεγάλης Ανακάλυψης.

Προσωπικά, δεν ενθαρρύνω κάτι τέτοιο, επειδή η πραγματική αγάπη δεν λειτουργεί ως σωτήρας ψευδαισθήσεων ή υποοστηρικτής μύθων. Αντιθέτως, εναντιώνεται σε αυτά και εξισορροπεί τις μη ισορροπημένες αντιλήψεις για χάρη της αλήθειας.

Μην επιδιώκετε να αναζητάτε τα χνάρια των σοφών ανθρώπων του παρελθόντος.
Αναζητήστε αυτό που αναζητούσαν. - Matsuo Munefusa (“Basho”)

Άνθρωποι που λένε: «Κακοποιήθηκα, εγκαταλείφθηκα, πληγώθηκα μου έκαναν το ένα, μου έκαναν το άλλο και το παράλλο» συχνά αποζητούν τη συμπάθεια και τη συμπόνια.

Περιβάλλουν τον εαυτό τους με μια ομάδα υποστήριξης που τους παρέχει, αυτή την αποκαλούμενη «συμπόνια» και σε ορισμένες περιπτώσεις μένουν βαλτωμένοι για χρόνια. Μερικές φορές δεν ξεπερνούν ποτέ κατά τη διάρκεια της φυσικής τους ζωής αυτό που έχουν αντιληφθεί ως τραύμα.

Τότε εμφανίζεται και ο ψυχολόγος και λέει: «Ναι, είσαι πράγματι θύμα. Εσύ είσαι αθώος και ο άλλος είναι απαίσιος που σου έκανε τέτοιο πράγμα», αποσυνδέοντας έτσι τον πελάτη του από τον Νόμο αιτίου και αποτελέσματος.

Καμία θεραπεία δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη μέχρι το αίτιο και το αιτιατό να γίνουν ένα στο χώρο και στο χρόνο.

Οπότε, έρχομαι εγώ και ρωτάω: «Εντάξει, πού είναι η ευχαρίστηση; Πώς αυτό σε ωφέλησε; Ποια ήταν τα πλεονεκτήματα; Πού το έχεις κάνει κι εσύ αυτό;»

 Έτσι, ουδετεροποιώ και εξισορροπώ το μη ισορροπημένο φορτίο.

Ανακαλύπτω τον τρόπο με τον οποίο μια ορισμένη κατάσταση ή ένα γεγονός έχει ωφελήσει τον συγκεκριμένο άνθρωπο και αυτός απελευθερώνεται.

Συνειδητοποιεί ότι το άτομο του οποίου αρχικώς θεωρούσε ότι ήταν θύμα υπήρξε βοηθός και δάσκαλός του και πως κανένας δεν υπήρξε θύμα κανενός ευθύς εξαρχής.

Ο πρώτος ηλικιακός χάρτης του Γαλαξία μας είναι γεγονός

Για πρώτη φορά στην ιστορία, έχουμε έναν χάρτη που δείχνει την ηλικία των άστρων του γαλαξία μας. Οι επιστήμονες στο Ινστιτούτο αστρονομίας Μαξ Πλανκ στη Γερμανία, δημιούργησαν έναν χάρτη που δείχνει πως ακριβώς μεγάλωσε ο Γαλαξίας μας.

Οι ηλικίες των άστρων αντιπροσωπεύονται από τα αντίστοιχα χρώματα, με μπλε χρώμα εμφανίζονται τα νεότερα αστέρια, με κόκκινο τα παλαιότερα και τα μεσήλικα με πράσινο

Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μια νέα τεχνική για να προσδιορίσουν την ηλικία 100.000 αστεριών αλλά και για να αποδείξουν ότι ο Γαλαξίας μας μεγαλώνει από μέσα προς τα έξω. Ακόμα οι επιστήμονες ελπίζουν ότι με περισσότερη έρευνα θα μπορέσουν να δημιουργήσουν ένα πιο λεπτομερές χρονοδιάγραμμα για το πως τα άστρα στον γαλαξία μας σχηματίστηκαν. Αλλά και για το πώς τα στοιχεία αυτών των άστρων ίσως να βοήθησαν την δημιουργία των πλανητών αλλά και της ίδιας της ζωής κατ’ επέκταση.

Με μια νέα τεχνική, η επιστημονική ομάδα υπό την ηγεσία των Μελίσα Νες και Μαρί Μαρτίγκ, κατάφεραν να δοκιμάσουν συγκεκριμένες ιδέες για την ανάπτυξη του Γαλαξία μας. Επιβεβαίωσαν, σύμφωνα με τα αποτελέσματα τους, ότι τα πιο παλιά άστρα βρίσκονται στο κέντρο, ενώ τα πιο νέα σε ηλικία βρίσκονται στις παρυφές του γαλαξία μας. Για τον σκοπό αυτό επινόησαν δύο διαφορετικές μεθόδους, ανεξάρτητες μεταξύ τους για τον προσδιορισμό της ηλικίας ενός κόκκινου γίγαντα από το φάσμα του, δηλαδή από τις ιδιότητες του φωτός του. Χρησιμοποιώντας ένα δείγμα δεδομένων από την έρευνα APOGEE (μέρος της έρευνας του ερευνητικού κέντρου παρατήρησης Sloan Digital Sky) και από όσα το διαστημικό τηλεσκόπιο Κέπλερ της NASA έχει συγκεντρώσει ως τώρα.

Η συγκέντρωση των νεαρών άστρων προς το επίπεδο του δίσκου είναι σαφώς ορατά, όπως είναι και η ηλικιακή κατανομή, που επιβεβαιώνει ότι ο γαλαξίας μας έχει αυξηθεί και επεκτείνεται από μέσα προς τα έξω.

Το αποτέλεσμα των νέων τεχνικών που εφάρμοσε η επιστημονική ομάδα των Μελίσα Νες και Μαρί Μαρτίγκ, είναι η δημιουργία ενός «ηλικιακού» χάρτη του Γαλαξία μας, που δείχνει ακριβώς ποιες περιοχές του φιλοξενούν νέα αστέρια, και ποιες ηλικιωμένα ή μέσης ηλικίας. Ο χάρτης παρέχει μια αντιπροσωπευτική διατομή από το κέντρο του Γαλαξία μας έως τα περίχωρα, καλύπτοντας μια απόσταση 65000 ετών φωτός.

Με έναν τέτοιον χάρτη, τα τρέχοντα μοντέλα για το πώς ο Γαλαξίας μας δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε μπορούν να τεθούν υπό δοκιμή. Έτσι διαπιστώσανε ότι ισχύει σε κάθε δεδομένη ακτίνα, τα νεότερα άστρα συνήθως βρίσκονται πιο κοντά στο γαλαξιακό επίπεδο από ό, τι τα μεγαλύτερα ηλικιακά ξαδέλφια τους.

Τεχνικές όπως αυτές υπόσχονται πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα όταν υπάρξουν νέα δεδομένα από νέες έρευνες, όπως το APOGEE-2 ή η αποστολή χαρτογράφησης του Γαλαξία μας, Γαία (GAIA) της ESA. Και ίσως έτσι ανοίξει ο δρόμος για την ανασύνθεση της ιστορίας ολόκληρού του σχηματισμού των αστεριών του Γαλαξία μας, από τους αστρονόμους. Δηλαδή, πόσα αστέρια του Γαλαξία μας σχηματίζονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και σε ποιες περιοχές του. Επίσης, πως αυτά τα αστέρια έχουν εμπλουτιστεί με πρώτη ύλη τα διάφορα στοιχεία που παράγονται μέσω της πυρηνικής σύντηξης, για να επιτρέψουν στην συνέχεια την παραγωγή βαρύτερων στοιχείων των πλανητών, ώστε να προκύψουν έμβια όντα.

Πολιτική και εθελοδουλεία

«Διανοητές» της ανελευθερίας

Είναι ηλίου φαεινότερο πως όσοι συνήθως πλειοδοτούν σε θεωρίες και θεωρήματα περί ελευθερίας είναι συνήθως εκείνοι που εργάζονται δια λόγου και πράξης για την υπεράσπιση του εξουσιαστικού σχεδιασμού κάθε πολιτικού συστήματος. Σε περιπτώσεις μάλιστα υπηρετικών θεωρητικών ή διανοουμένων συμβαίνει, η υπεράσπιση τούτη να μην ομολογείται αλλά να εισάγεται στη ζωή της κοινωνίας ως μια ομίχλη εύηχων, άηχων και εν πολλοίς κενών σε περιεχόμενο φράσεων και εκφράσεων ή ως ένας ηθοπλαστικός ρητορισμός, για τον οποίο η κατάρρευση της σημερινής Ελλάδας δεν οφείλεται στον πολιτικο-οικονομικό εξουσιασμό εκ μέρους συγκεκριμένων τάξεων, ομάδων, συντεχνιών, μηχανισμών, συμφερόντων και παρομοίων, αλλά στην «ψυχολογική κατάσταση» του ελληνικού λαού και στην «ψυχική του ιστορία». Τέτοιες εξηγήσεις και επεξηγήσεις ανήκουν στον Στ. Ράμφο. Αυτές και άλλες ωστόσο παρ-ερμηνεύσεις –με αντίστοιχους παρ-ερμηνευτές– συγκροτούν τον θεμελιώδη πυρήνα της πολιτικής κουλτούρας του ελλαδικού μαζικο-«δημοκρατικού» τοπίου.

Εάν επιχειρήσει κανείς να σκεφτεί καλόπιστα τις ως άνω αιτιολογικές ερμηνείες της σημερινής εξαθλίωσης της πολιτικής μας κοινωνίας, πέφτει σε ύφαλο: διακρίνει ολοένα και πιο καθαρά μια πρόσ-κληση, ήτοι κλήση προς εθελοδουλεία. Γιατί; Επειδή τέτοιες ερμηνείες-επεξηγήσεις επιχειρούν να μας πείσουν, με μια αναστροφή όχι μόνο της φιλοσοφικής Λογικής αλλά και της λογικής του κοινού νου, ότι ο άνθρωπος είναι ψυχολογικά υπεύθυνος πριν τη γέννησή του για τη γέννησή του και για την μετέπειτα βιο-πολιτική του ζωή. Τούτο σημαίνει ότι με «φιλοσοφικό» τρόπο θεολογοποιείται το ανθρώπινο Dasein και όσο υπάρχει, ως ιστορία και ζώσα παρουσία, συνοδεύεται από τις «Ερινύες» του που λέγονται: προπατορικό αμάρτημα είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Με άλλα λόγια, οι έγχρωμες «φιλοσοφικο»-θεολογικές ακροβασίες των καθεστωτικών «διανοητών» καταδικάζουν τον άνθρωπο, πριν και μετά τη γέννησή του, σε απώλεια της οντολογικής του ελευθερίας. Εάν από την πλευρά αυτών των κυρίων πρόκειται για κλήση προς …, από την πλευρά του άγνωμου πλήθους πρόκειται για αναγνώριση της εθελοδουλείας του. Η «υπεροχή» του καθεστωτικού έναντι του εθελόδουλου ανάγεται στο ότι ο πρώτος εμφανίζεται να εκφράζει τη γνώμη των ανθρώπων, τη βαθύτερη έγνοια τους για ισότητα και ελευθερία· την ίδια στιγμή όμως η πολιτική του πρακτική ή η γενική του κοσμοθεώρηση, «αλλού περπατεί» (Σολωμός).

Ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτής της εθελοδουλείας είναι η αποδοχή του ανεστραμμένου, του ευτελούς, του ασύμφορου για το ίδιο το άτομο, αρκεί τούτη η αποδοχή να διέπεται από δικαιολογητική ρητορική: για παράδειγμα, οι ίδιες καταστροφικές πολιτικές γίνονται, όχι σπάνια, αποδεκτές με μεταποιημένο τον ρητορικό τους ιδεολογισμό ή με αλλαγή των εξουσιαστικών προσώπων. Επίσης η εν λόγω εθελοδουλεία εκδηλώνεται με ωκεανό ευάρεστων ηθικών δακρύων, εκ μέρους του άγνωμου πλήθους, υπέρ της εξουσιαστικής ηθικής. Αυτά τα δάκρυα ομιλούν περίπου την εξής γλώσσα: θέλω να εξουσιάζομαι, με μόνη προϋπόθεση να είναι καλοί και «ηθικοί», να μην είναι κλέφτες οι εξουσιαστές μου. Όποιος θέλει να εξουσιάζεται, θέλει και να εξουσιάζει κάποτε με τη σειρά του, προβάλλοντας τη δική του βούληση για εξουσία με αλλαγή του ηθικού παραδείγματος : έτσι η διαλεκτική εξουσιαστή – εξουσιαζομένου (υπό μορφή συλλογικής, αλλά και ατομικής έκφρασης) εξελίσσεται, σύμφωνα με τη ρήση του Χέγκελ, σε ένα κίβδηλο άπειρο, δηλαδή σε μια ατέλειωτη φορμαλιστική διεργασία χωρίς νόημα και περιεχόμενο.

Η απουσία νοήματος βέβαια δεν αντισταθμίζεται με την παρουσία νοήματος στις πιο πάνω κινήσεις εξουσιασμού, αλλά με τη στροφή προς μια άλλη απαρχή: αυτή εδώ δεν έχει τόσο να κάνει με το πώς το άγνωμο και απροστάτευτο πλήθος θα προστατεύεται από τα ύπουλα πυρά των θρασομανούντων «δημοκρατών» –και αυτό ίσως στην αρχή– αλλά πόσο αποφασισμένα δεν συνεργεί με τον σημερινό, αυριανό, μεθαυριανό κλέφτη… Αποφασίζοντας να μην συνεργεί –αυτό δεν συμβαίνει εξαίφνης– ξανασκέφτεται την ελευθερία του οντολογικά πλέον και όχι ως κενολογία του πολιτικού του «σωτήρα»· δηλαδή θέτει εαυτόν έξω από την αυτοχειρία του ως μεταβλητής πλειοψηφίας, που νομιμοποιεί τις μειοψηφίες των συγκεκριμένων «σωτήρων», με τη μορφή των «εκπροσώπων». Ιστορικά μας γνωρίζει με ένα τέτοιο παράδειγμα πολιτικής σκέψης και στάσης ο Ηρόδοτος: πρώτος ουσιαστικά, διακήρυξε διά στόματος του Πέρση Οτάνη, ως υπερασπιστή της αυθεντικής δημοκρατίας έναντι της [δημοκρατικής] μοναρχίας του Δαρείου, τούτο: «ούτε γαρ άρχειν ούτε άρχεσθαι εθέλω» (βιβλίο Γ΄, 83): δεν θέλω ούτε να εξουσιάζω ούτε να εξουσιάζομαι, εφόσον ο ίδιος ο λαός δεν αυτοκυβερνιέται. Ο Οτάνης στράφηκε ακριβώς ενάντια στη λογική των εκπροσώπων, διότι εκπρόσωπος σημαίνει εκ-πρόσωπος, δηλαδή εκτός προσώπου, μια γυμνή πνευματικά κατά Χέγκελ υποκειμενικότητα, ήτοι πολτοποιημένη μάζα, ατομικής ή συλλογικής υφής, που άγεται και φέρεται από τον εκάστοτε πολιτικό της μέντορα.

Κ. Καβάφης: Ο εξουσιαστής και οι δούλες

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚουλτούραΕισαγωγικές παρατηρήσεις

Το ποίημα που παραθέτουμε στη συνέχεια ανήκει στη χορεία των ανέκδοτων ποιημάτων του ποιητή. Ο Καβάφης το συνέθεσε το 1907 επηρεασμένος περισσότερο από την τραγωδία του Σαίξπηρ «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» και λιγότερο από τον «Βίο του Αντωνίου» του Πλουτάρχου. Στο συγκεκριμένο ποίημα, το δραματικό πρόσωπο αντιμετωπίζει το τέλος του ως «συνεπής» εξουσιαστής, δηλαδή συνδέει την όλη εξουσιαστική σχέση ζωής με ένα τέλος που το πλημμυρίζουν συναισθήματα της εθνικής «υπερηφάνειας», ήτοι ηγεμονικής νοσταλγίας. Σε κάθε περίπτωση όμως ο επερχόμενος θάνατος, καθότι αφορά εξουσιαστικό πρόσωπο, δεν προκύπτει για την καβαφική θεώρηση ως αξιοπρεπής απόληξη ενός γεμάτου νοήματα βίου. Έτσι, ο ποιητής γράφει, τρία χρόνια αργότερα, το ποίημα Απολείπειν ο θεός Αντώνιον και επιχειρεί να δώσει στον Αντώνιο ένα τέλος με αξιοπρέπεια.

Το Τέλος του Αντωνίου

Αλλά σαν άκουσε που εκλαίγαν η γυναίκες
και για το χάλι του που τον θρηνούσαν,
με ανατολίτικες χειρονομίες η κερά,
κ' η δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα,
η υπερηφάνεια μες στην ψυχή του
σηκώθηκεν, αηδίασε το ιταλικό του αίμα,
και τον εφάνηκαν ξένα κι αδιάφορα
αυτά που ως τότε λάτρευε τυφλά -
όλ' η παράφορη Αλεξανδρεινή ζωή του -
κ' είπε «Να μην τον κλαίνε. Δεν ταιριάζουν τέτοια.
Μα να τον εξυμνούνε πρέπει μάλλον,
που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής,
κι απέκτησε τόσ' αγαθά και τόσα.
Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά,
αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένο[ς]».

                                                   
Ένα σχόλιο

Ο Καβάφης ανασύρει μέσα από την ιστορία τον Μάρκο Αντώνιο, αυτόν τον Ρωμαίο δημόσιο άνδρα με την ασυγκράτητη φιλοδοξία του, για να μιλήσει ποιητικά για τον άνθρωπο. Ποιον άνθρωπο; Πρώτον, τον εξουσιαστή, ατομικής ή συλλογικής έκφρασης, που στο ιστορικό στερέωμα του Είναι του ζει έντονα το πάθος για εξουσία, καλλιεργεί προς τούτο «μάταιες ελπίδες», αγγίζει λιγότερο ή περισσότερο ψηλές κορυφές, για να καταλήξει στο τέλος να πέσει με γδούπο στο βάραθρο. Δεύτερο, τον μαζάνθρωπο, κι αυτόν συλλογικής ή ατομικής έκφρασης. Ποια συμπεριφορά επιφυλάσσει σ’ αυτόν εδώ ο ποιητής; Τον απαρηγόρητο θρήνο του δούλου, όταν ακούει τον γδούπο του χαμού του αφέντη του. Όταν ο υπήκοος βλέπει να χάνεται ο εξουσιαστικής του, ο «πατερούλης» του, υφίσταται κλονισμό, συντριβή του αισθήματος βεβαιότητας που του ενέπνεε η δουλική του συμπεριφορά προς τον αφέντη του. Τα ρήγματα της αβεβαιότητας που προκαλούν συνήθως οι μεταβαλλόμενοι καιροί τρομάζουν τον καθημερινό μαζάνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται πάντοτε σε άγνοια και σε άμυνα. Συμπεριφοράς είδη του μαζανθρώπου έχει να παρουσιάσει και σε άλλα ποιήματά του ο Καβάφης, όπως για παράδειγμα στο ποίημά του: Εν Δήμω της Μικράς Ασίας. Εδώ οι άρχοντες του Δήμου, αναμένοντας συντριπτική νίκη του Αντώνιου ενάντια στον Οκτάβιο κατά τη ναυμαχία στο Άκτιο, είχαν ετοιμάσει να επιδώσουν στον πρώτο, ως νικητή, ένα άκρως κολακευτικό ψήφισμα. Μόλις όμως πληροφορήθηκαν ότι νικητής ήταν ο Οκτάβιος, άλλαξαν απλώς το όνομα από το ψήφισμα προσαρμοζόμενοι στη νέα πραγματικότητα. Τέτοιες εικόνες πολιτικο-ωφελιμιστικής συμμόρφωσης προς τον εκάστοτε πολιτικό κυρίαρχο είναι χαρακτηριστικές, περισσότερο από ποτέ, στο σημερινό πολιτικό τοπίο της πατρίδας μας.
                                                       
Όταν ο άνθρωπος μιλάει, δεν είναι αυτός που μιλάει δια της γλώσσας, αλλά αυτή τούτη η γλώσσα που καλεί τον άνθρωπο να έρχεται σε ομιλία. Επομένως είναι η γλώσσα κάθε φορά αυτή που μιλάει· κι αν θέλουμε να αναζητήσουμε την ομιλία της γλώσσας σε ό,τι μιλιέται, τότε πρέπει να ανατρέξουμε σε εκείνο που μιλιέται καθαρά. Αυτό το καθαρά ομιλούμενο και μιλημένο είναι το ποίημα. Το παρόν ποίημα μας καλεί να ακούσουμε καθαρά ό,τι μιλιέται. Τι μιλιέται εδώ; Η αλαζονεία του εξουσιαστή στη δύση του άστρου του. Ζητά από τις δούλες με τα βαρβαρίζοντα ελληνικά τους να μην μοιρολογούν την τωρινή του ελεεινή κατάσταση, το απερίγραπτα άδοξο τέλος του, αλλά να εξυμνούν την πρότερη ακμή του, τα «περασμένα μεγαλεία», όταν ήταν «μεγάλος εξουσιαστής», απόλυτος κυρίαρχος και είχε αποκτήσει πλούτο και δόξα. Ένας «μεγάλος εξουσιαστής» είναι πάντοτε εκτεθειμένος στην άνοδο και στην πτώση. Ένας όμως αδέξιος αρχομανής –π.χ. πρώην και νυν εν Ελλάδι– προορίζεται μόνο για την πτώση και την έκπτωση. Δεν έχει πραγματική άνοδο, τολμηρή δηλαδή άσκηση της εξουσίας, ρήξη με το υφιστάμενο παρά μόνο επιδιώκει κάποια δειλή παράταση του πολιτικού του θανάτου. Μάλιστα περιτυλίγει αυτή την επιδίωξη με τα λαμπρά χρώματα της «φρόνησης». Στη φάση της ανόδου ο «μεγάλος εξουσιαστής» συναντά την ουσία του ως παρ-ουσία μιας ανεξάντλητης δράσης, μιας ολόφωτης πορείας, η οποία φαντάζει να αλλάζει τα πάντα και να δίνει έτσι στην εξουσιαστική αρχή (του Αντώνιου) αίγλη και διάρκεια. Όμως αργά ή γρήγορα φτάνει και η φάση της πτώσης, κατά την οποία το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί γίνεται άκρως δραματικό και δεν έχει τίποτε άλλο, ως αντιστάθμισμα στο αναπόφευκτο γέρμα του, από το να αναθυμάται την πρότερη δόξα του και να μην «πέφτει ταπεινά», δηλαδή να μην παραδίδεται άδοξα στον θάνατο ως φοβισμένος υπήκοος, αλλά ατίθασα ως πείσμων πολεμιστής.

M. Heidegger: Sein und Zeit

Αποτέλεσμα εικόνας για martín heideggerΕίναι και Χρόνος: Το θέμα της Αναλυτικής του Dasein (Das Thema der Analytik des Daseins)

Θα μιλήσουμε για τη θεμελιώδη οντολογική ανάλυση του Dasein. Προκαταρκτικά διευκρινίζουμε και πάλι: παρά τις ως τώρα αποδόσεις του Dasein στα ελληνικά ως εδωνά-Είναι, ώδε-Είναι, παρείναι, Παρών κ.ά. το διατηρούμε αμετάφραστο, γιατί η μεταφραστική του ακρίβεια παραμένει πάντα το ζητούμενο. Πάντως είναι πλέον σαφές πως με τον όρο Dasein ο Χάιντεγκερ θέλει να δηλώσει τον τρόπο του ανθρώπου να είναι και πως σε τούτο τον οντολογικό τρόπο αντιστοιχεί οντολογική κατανόηση. Ευθύς εξαρχής, στην παρούσα παράγραφο, ο γερμανός φιλόσοφος αποσαφηνίζει πως το ον που πρόκειται να απασχολήσει τη συγκεκριμένη ανάλυση «είμαστε εμείς οι ίδιοι». Εμείς, το «εκάστοτε “εγώ”», δηλαδή ο άνθρωπος –που το Είναι του, μοιραία, είναι «εκάστοτε δικό του»– δεν είναι άσχετος προς το Είναι. Γιατί δεν είναι άσχετος προς το Είναι ως τέτοιο; Επειδή αυτός –στον ιδιάζοντα στην ουσία του προσδιορισμό του– ως Dasein, δεν είναι ένα από τα πολλά όντα, που απλώς λαμβάνει/ουν χώρα, που απλώς έρχεται/ονται τυχαία ενώπιον εαυτού και άλλων (vor-kommt), αλλά είναι εκείνο το ον που μέσα στο Είναι του ενδιαφέρεται για αυτό τούτο το Είναι. Επομένως, η επιδιωκόμενη ανάλυση μπορεί να προχωρήσει, εφόσον πρώτα-πρώτα συγκεντρώσει την προσοχή της σε ορισμένα, μεταξύ των άλλων, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εν λόγω Dasein έναντι των υπολοίπων όντων.

Πρώτο χαρακτηριστικό: Η ύπαρξη υπερέχει συγκριτικά με την ουσία. Πώς προκύπτει υπεροχή της ύπαρξης έναντι της ουσίας; Από το γεγονός ότι το Dasein μέσα στο Είναι του ήδη κατανοεί, εκ πρώτης όψεως, τούτο το Είναι ως ύπαρξή του (Existenz), κατανοεί δηλαδή ότι βρίσκεται μέσα στο Είναι εν γένει. Αυτή λοιπόν η ύπαρξή του συνιστά την ουσία του ή, με άλλα λόγια, η ουσία του έγκειται στο «προς Είναι» του, στο να κατανοεί ότι αυτό είναι ό,τι είναι το Είναι του, ότι υπάρχει ως το Είναι του. Ο όρος όμως ύπαρξη (Existenz), σπεύδει να διασαφήσει ο φιλόσοφος, διαφέρει θεμελιακά από την ως τώρα παραδοσιακή του χρήση. Παραδοσιακά σημαίνει παρεύρεση (Vorhandensein). Το Dasein ωστόσο δεν μπορεί να υπάρχει ως ένα τέτοιο είδος του Είναι, ως το ένα ή το άλλο τυχαίο αντικείμενο· δεν είναι κάτι το παρευρισκόμενο. Προσδιορισμός της δομής του Dasein σημαίνει ανάλυση της ύπαρξης: το Dasein μπορεί μόνο να προσβλέπει στην κατανόηση των τρόπων, με τους οποίους υφίσταται ως ύπαρξη. Συνεπώς, η ανάλυση της ύπαρξης προϋποθέτει και συγχρόνως παραπέμπει στην αναγκαιότητα να ερμηνεύονται οι τρόποι, με τους οποίους το ίδιο ενδιαφέρεται για τον εαυτό του και για το Είναι του.

Πώς μπορεί να θεμελιώνεται μια τέτοια ανάλυση; Με βάση το δεύτερο χαρακτηριστικό του Dasein: το «εκάστοτε δικό μου», η «εκάστοτε δικότητά μου (Jemeinigkeit)». Τι σημαίνει τούτο πιο ειδικά; Ότι η κατανόηση του Dasein, η ερμηνευτική των ως άνω τρόπων είναι υπόθεση αυτού του ίδιου και όχι οποιουδήποτε έξωθεν εξηγητικού μοντέλου, οποιασδήποτε ανάλυσης, στηριζόμενης μόνο σε δεδομένα ή φαινόμενα που δεν εγγίζουν το Dasein, που του είναι εντελώς–παντελώς ξένα και αλλότρια. Δεν μπορεί ο καθένας, τονίζει εδώ εμφατικά ο Χάιντεγκερ, να «τρυπώνει» σε γενικές και αφηρημένες εξηγήσεις ή επεξηγήσεις για ένα άλλο Dasein, χωρώντας έξω από το δικό του, δηλαδή χωρίς πρωτίστως να μεριμνά, να νοιάζεται για το δικό του, για τον τρόπο της δικής του ύπαρξης. Νοιάζομαι για το δικό μου Είναι σημαίνει ότι σκέπτομαι το Είναι μέσω του δικού μου και το δικό μου μέσω της ανταπόκρισής μου, ως ύπαρξης, στην κλήση αυτού του Είναι και μέσω της ανάκλασής μου, της επι-στροφής μου, ως ύπαρξης, σε αυτό που σκέπτομαι ότι είναι, ότι υπάρχει ως Είναι. Αυτές και μόνο οι προτάσεις του Χάιντεγκερ αρκούν για να αποκαλύπτουν τα υποχθόνια θεμέλια και τα διάτρητα μυαλά των καθεστωτικών πάσης φύσεως: οι «ευρυμαθείς» τούτοι «εκ-πρόσωποι» του Dasein ενός ολόκληρου λαού, αγκυλωμένοι σε μεθόδους και σχήματα λόγου της λίθινης εποχής, της θεολογικο-μεταφυσικής παράδοσης λέει ο Χάιντεγκερ, εννοούν να «σκέπτονται» το παρόν και το μέλλον του Dasein για λογαριασμό των άλλων, χωρίς καν να σκεφτούν, έστω μερικώς, την ερμήνευση και ανόρθωση του Dasein για λογαριασμό του ανύπαρκτου εαυτού τους.

Όταν λοιπόν τέτοιοι άνθρωποι «σκέπτονται» με εισαγωγικά, μόνο και μόνο προορίζονται να καταβροχθίζουν το Dasein του λαού, την αυθεντική λαϊκή κοινότητα (Volksgemeinschaft) κατά το πρότυπο της αρχαίας ελληνικής τοιαύτης, όπως γράφει ο φιλόσοφος σε μεταγενέστερα γραπτά του. Ακριβώς επειδή το Dasein δεν χορηγείται, δεν δωρίζεται από καμιά επίγεια ή επουράνια δύναμη, πρέπει να απευθυνόμαστε σε αυτό συγκεκριμένα: με την «προσωπική αντωνυμία πάντοτε εγώ είμαι, εσύ είσαι». Μια τέτοια απεύθυνση, εν τούτοις, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να νοείται ως μια ψυχολογική ή ψυχική ενδοσκόπηση του εαυτού μας, σύμφωνα με τους ιλαροτραγικούς ισχυρισμούς ορισμένων καθεστωτικών διανοουμένων, ή ως μια σολιψιστική περιχαράκωση στο Εγώ μας. Απεναντίας είναι απεύθυνση προς το ίδιο το Dasein, προς «την πιο δική του δυνατότητα». Δεν υπάρχει, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, μια γενική «ουσία» του Dasein που διαμεσολαβεί όλες τις μορφές ή κατηγορίες του ούτε, ακριβώς εξ αντιθέτου, κάποιες υπαρκτές ιδιότητές του που μπορούμε να περιγράψουμε· υπάρχει μόνο η ιδιάζουσα σε αυτό, ως τέτοιο, οντολογική του δυνατότητα ή οντολογικές του δυνατότητες να είναι αυθεντικό ή αναυθεντικό. Οι δύο τούτοι τρόποι της ρεαλιστικής ύπαρξης του Dasein δεν ερευνώνται χωριστά ή απλώς ως αλληλο-αποκλειόμενοι τρόποι, αλλά ως δύο όψεις του οντολογικού τρόπου ύπαρξης του Dasein στο σύνολό του.

Οντολογικός τρόπος για το Dasein σημαίνει: κατά πόσο εστιάζει την προσοχή του, την έγνοια του στον εαυτό του, στο Είναι (του) ή όχι; Κατά πόσο δηλαδή είναι εντός της εστίας του ή είναι ανέστιο; Όταν όμως αυτό δεν είναι κάτι το παρευρισκόμενο, όπως προαναφέραμε, πώς θα μπορούσε να αναλυθεί, να περιγραφεί, να κατανοηθεί; Πρέπει να το περιγράφουμε, να το αναλύουμε, να το προσλαμβάνουμε στην ερμηνευτική μας έτσι όπως συναπαντάται στον κόσμο, δηλαδή με τον τρόπο που η ύπαρξή του ξετυλίγεται μέσα στην αδιαφοροποίητη κυρίως καθημερινότητα (indifferente Alltäglichkeit), μέσα σε έναν κόσμο που δεν τον έχει εκ των προτέρων το ίδιο θεματοποιήσει. Τούτο υποδηλώνει ότι δεν «θα οικοδομήσουμε το Dasein με βάση κάποια συγκεκριμένη πιθανή ιδέα περί ύπαρξης», αλλά «με βάση την υπαρκτικότητα της ύπαρξής του (aus der Existenzialität seiner Existenz)». Η δομή αυτής της υπαρκτικότητας ενυπάρχει ήδη τόσο μέσα στο αυθεντικό ή αναυθεντικό όσο και μέσα στην καθημερινότητα. Μέσα εδώ είναι παρόν το «οντικά εγγύτατο», μια οικεία φυσικότητα και κανονικότητα· συναφώς ό,τι είναι οντικά εγγύτατο, οντολογικά για μας, εφόσον μετα-στοχαζόμαστε με βάση δυνατούς τρόπους ύπαρξης, είναι το «έσχατα μακρινό». Όθεν, ό,τι έρχεται στο Είναι οντικά, απηχεί θολές προσεγγίσεις των ως άνω δομών· αναλογικά τίθεται κάθε φορά η αναγκαιότητα για πιο καθαρές, σαφείς, ευδιάκριτες δομές στη βάση οντολογικών κατανοήσεων.