[93] Οὐκοῦν οὐ μόνον τὸ Χερρόνησον καὶ Βυζάντιον σῶσαι, οὐδὲ τὸ κωλῦσαι τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ Φιλίππῳ γενέσθαι τότε, οὐδὲ τὸ τιμᾶσθαι τὴν πόλιν ἐκ τούτων ἡ προαίρεσις ἡ ἐμὴ καὶ ἡ πολιτεία διεπράξατο, ἀλλὰ καὶ πᾶσιν ἔδειξεν ἀνθρώποις τήν τε τῆς πόλεως καλοκαγαθίαν καὶ τὴν Φιλίππου κακίαν. ὁ μὲν γὰρ σύμμαχος ὢν τοῖς Βυζαντίοις πολιορκῶν αὐτοὺς ἑωρᾶθ᾽ ὑπὸ πάντων, οὗ τί γένοιτ᾽ ἂν αἴσχιον ἢ μιαρώτερον;
[94] ὑμεῖς δ᾽, οἱ καὶ μεμψάμενοι πολλὰ καὶ δίκαι᾽ ἂν ἐκείνοις εἰκότως περὶ ὧν ἠγνωμονήκεσαν εἰς ὑμᾶς ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις, οὐ μόνον οὐ μνησικακοῦντες οὐδὲ προϊέμενοι τοὺς ἀδικουμένους ἀλλὰ καὶ σῴζοντες ἐφαίνεσθε, ἐξ ὧν δόξαν, εὔνοιαν παρὰ πάντων ἐκτᾶσθε. καὶ μὴν ὅτι μὲν πολλοὺς ἐστεφανώκατ᾽ ἤδη τῶν πολιτευομένων ἅπαντες ἴσασι· δι᾽ ὅντινα δ᾽ ἄλλον ἡ πόλις ἐστεφάνωται, σύμβουλον λέγω καὶ ῥήτορα, πλὴν δι᾽ ἐμέ, οὐδ᾽ ἂν εἷς εἰπεῖν ἔχοι.
[95] Ἵνα τοίνυν καὶ τὰς βλασφημίας ἃς κατὰ τῶν Εὐβοέων καὶ τῶν Βυζαντίων ἐποιήσατο, εἴ τι δυσχερὲς αὐτοῖς ἐπέπρακτο πρὸς ὑμᾶς ὑπομιμνῄσκων, συκοφαντίας οὔσας ἐπιδείξω μὴ μόνον τῷ ψευδεῖς εἶναι (τοῦτο μὲν γὰρ ὑπάρχειν ὑμᾶς εἰδότας ἡγοῦμαι), ἀλλὰ καὶ τῷ, εἰ τὰ μάλιστ᾽ ἦσαν ἀληθεῖς, οὕτως ὡς ἐγὼ κέχρημαι τοῖς πράγμασι συμφέρειν χρήσασθαι, ἓν ἢ δύο βούλομαι τῶν καθ᾽ ὑμᾶς πεπραγμένων καλῶν τῇ πόλει διεξελθεῖν, καὶ ταῦτ᾽ ἐν βραχέσι· καὶ γὰρ ἄνδρ᾽ ἰδίᾳ καὶ πόλιν κοινῇ πρὸς τὰ κάλλιστα τῶν ὑπαρχόντων ἀεὶ δεῖ πειρᾶσθαι τὰ λοιπὰ πράττειν.
[96] ὑμεῖς τοίνυν, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, Λακεδαιμονίων γῆς καὶ θαλάττης ἀρχόντων καὶ τὰ κύκλῳ τῆς Ἀττικῆς κατεχόντων ἁρμοσταῖς καὶ φρουραῖς, Εὔβοιαν, Τάναγραν, τὴν Βοιωτίαν ἅπασαν, Μέγαρα, Αἴγιναν, Κέω, τὰς ἄλλας νήσους, οὐ ναῦς, οὐ τείχη τῆς πόλεως τότε κεκτημένης, ἐξήλθετ᾽ εἰς Ἁλίαρτον καὶ πάλιν οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστερον εἰς Κόρινθον, τῶν τότ᾽ Ἀθηναίων πόλλ᾽ ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις καὶ Θηβαίοις τῶν περὶ τὸν Δεκελεικὸν πόλεμον πραχθέντων· ἀλλ᾽ οὐκ ἐποίουν τοῦτο, οὐδ᾽ ἐγγύς.
[97] καίτοι τότε ταῦτ᾽ ἀμφότερ᾽, Αἰσχίνη, οὔθ᾽ ὑπὲρ εὐεργετῶν ἐποίουν οὔτ᾽ ἀκίνδυν᾽ ἑώρων. ἀλλ᾽ οὐ διὰ ταῦτα προΐεντο τοὺς καταφεύγοντας ἐφ᾽ ἑαυτούς, ἀλλ᾽ ὑπὲρ εὐδοξίας καὶ τιμῆς ἤθελον τοῖς δεινοῖς αὑτοὺς διδόναι, ὀρθῶς καὶ καλῶς βουλευόμενοι. πέρας μὲν γὰρ ἅπασιν ἀνθρώποις ἐστὶ τοῦ βίου θάνατος, κἂν ἐν οἰκίσκῳ τις αὑτὸν καθείρξας τηρῇ· δεῖ δὲ τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας ἐγχειρεῖν μὲν ἅπασιν ἀεὶ τοῖς καλοῖς, τὴν ἀγαθὴν προβαλλομένους ἐλπίδα, φέρειν δ᾽ ἃν ὁ θεὸς διδῷ γενναίως.
[98] ταῦτ᾽ ἐποίουν οἱ ὑμέτεροι πρόγονοι, ταῦθ᾽ ὑμεῖς οἱ πρεσβύτεροι, οἳ Λακεδαιμονίους οὐ φίλους ὄντας οὐδ᾽ εὐεργέτας, ἀλλὰ πολλὰ τὴν πόλιν ἡμῶν ἠδικηκότας καὶ μεγάλα, ἐπειδὴ Θηβαῖοι κρατήσαντες ἐν Λεύκτροις ἀνελεῖν ἐπεχείρουν, διεκωλύσατε, οὐ φοβηθέντες τὴν τότε Θηβαίοις ῥώμην καὶ δόξαν ὑπάρχουσαν, οὐδ᾽ ὑπὲρ οἷα πεποιηκότων ἀνθρώπων κινδυνεύσετε διαλογισάμενοι.
[99] καὶ γάρ τοι πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν ἐδείξατ᾽ ἐκ τούτων ὅτι, κἂν ὁτιοῦν τις εἰς ὑμᾶς ἐξαμάρτῃ, τούτων τὴν ὀργὴν εἰς τἄλλ᾽ ἔχετε, ἐὰν δ᾽ ὑπὲρ σωτηρίας ἢ ἐλευθερίας κίνδυνός τις αὐτοὺς καταλαμβάνῃ, οὔτε μνησικακήσετ᾽ οὔθ᾽ ὑπολογιεῖσθε. καὶ οὐκ ἐπὶ τούτων μόνον οὕτως ἐσχήκατε, ἀλλὰ πάλιν σφετεριζομένων Θηβαίων τὴν Εὔβοιαν οὐ περιείδετε, οὐδ᾽ ὧν ὑπὸ Θεμίσωνος καὶ Θεοδώρου περὶ Ὠρωπὸν ἠδίκησθ᾽ ἀνεμνήσθητε, ἀλλ᾽ ἐβοηθήσατε καὶ τούτοις, τῶν ἐθελοντῶν τότε τριηράρχων πρῶτον γενομένων τῇ πόλει, ὧν εἷς ἦν ἐγώ. ἀλλ᾽ οὔπω περὶ τούτων.
[100] καὶ καλὸν μὲν ἐποιήσατε καὶ τὸ σῶσαι τὴν νῆσον, πολλῷ δ᾽ ἔτι τούτου κάλλιον τὸ καταστάντες κύριοι καὶ τῶν σωμάτων καὶ τῶν πόλεων ἀποδοῦναι ταῦτα δικαίως αὐτοῖς τοῖς ἐξημαρτηκόσιν εἰς ὑμᾶς, μηδὲν ὧν ἠδίκησθε ἐν οἷς ἐπιστεύθητε ὑπολογισάμενοι. μυρία τοίνυν ἕτερ᾽ εἰπεῖν ἔχων παραλείπω, ναυμαχίας, ἐξόδους [πεζάς, στρατείας] καὶ πάλαι γεγονυίας καὶ νῦν ἐφ᾽ ἡμῶν αὐτῶν, ἃς ἁπάσας ἡ πόλις τῆς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ἐλευθερίας καὶ σωτηρίας πεποίηται.
[101] εἶτ᾽ ἐγὼ τεθεωρηκὼς ἐν τοσούτοις καὶ τοιούτοις τὴν πόλιν ὑπὲρ τῶν τοῖς ἄλλοις συμφερόντων ἐθέλουσαν ἀγωνίζεσθαι, ὑπὲρ αὐτῆς τρόπον τινὰ τῆς βουλῆς οὔσης τί ἔμελλον κελεύσειν ἢ τί συμβουλεύσειν αὐτῇ ποιεῖν; μνησικακεῖν νὴ Δία πρὸς τοὺς βουλομένους σῴζεσθαι, καὶ προφάσεις ζητεῖν δι᾽ ἃς ἅπαντα προησόμεθα. καὶ τίς οὐκ ἂν ἀπέκτεινέν με δικαίως, εἴ τι τῶν ὑπαρχόντων τῇ πόλει καλῶν λόγῳ μόνον καταισχύνειν ἐπεχείρησα; ἐπεὶ τό γ᾽ ἔργον οὐκ ἂν ἐποιήσαθ᾽ ὑμεῖς, ἀκριβῶς οἶδ᾽ ἐγώ· εἰ γὰρ ἐβούλεσθε, τί ἦν ἐμποδών; οὐκ ἐξῆν; οὐχ ὑπῆρχον οἱ ταῦτ᾽ ἐροῦντες οὗτοι;
***
[93] Συνεπώς, η πολιτική που ακολούθησα πέτυχε όχι μόνο να σώσει τη Χερρόνησο και το Βυζάντιο, να εμποδίσει να υποταχθεί τότε ο Ελλήσποντος στον Φίλιππο και να αποκτήσει η πόλη τιμές από αυτές τις ενέργειές μου, αλλά και απέδειξε σε όλους τους ανθρώπους το ευγενές πνεύμα της πόλης μας και την αχρειότητα του Φιλίππου. Γιατί αυτός, ο σύμμαχος των Βυζαντίων, τους πολιορκούσε μπροστά στα μάτια όλων των ανθρώπων· τί θα μπορούσε να είναι πιο αισχρό και πιο ανήθικο από αυτό;
[94] Αντίθετα, εσείς, που δικαιολογημένα θα μπορούσατε να έχετε πολλά και μάλιστα δίκαια παράπονα απέναντι σε εκείνους για την αχαριστία με την οποία είχαν φερθεί προς εσάς στο παρελθόν, όχι μόνο, όπως έδειξαν τα πράγματα, δεν ήσασταν εκδικητικοί απέναντί τους, όχι μόνο δεν αφήσατε στην τύχη τους τούς αδικουμένους, αλλά γίνατε και σωτήρες τους. Έτσι, με τη στάση σας αυτή κερδίζατε δόξα και εύνοια από όλους. Επίσης, ότι εσείς έχετε ήδη τιμήσει με στεφάνι πολλούς πολιτικούς άνδρες, όλοι το γνωρίζουν. Κανένας όμως δεν μπορεί να κατονομάσει οποιονδήποτε άλλον, εννοώ σύμβουλο ή ρήτορα, εκτός από εμένα, χάρη στις ενέργειες του οποίου στεφανώθηκε η πόλη.
[95] Για να σας αποδείξω λοιπόν ότι και οι κακολογίες που ξεστόμισε εναντίον των Ευβοέων και των Βυζαντίων, υπενθυμίζοντάς σας τυχόν δυσάρεστες ενέργειές τους προς εσάς, ήταν συκοφαντίες, όχι μόνο γιατί δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα (και αυτό νομίζω βέβαια πως το ξέρετε καλά) αλλά και γιατί, και αν ακόμη ήταν πέρα για πέρα αληθινές, σας συνέφερε να πολιτευθείτε έτσι όπως εγώ σας υπέδειξα, θέλω να αναφέρω, και μάλιστα με συντομία, μία ή δύο από τις ωραίες πράξεις της πόλης επί των ημερών σας, καθόσον και ο πολίτης ως άτομο και η πόλη ως σύνολο πρέπει πάντοτε οι ενέργειες που θα κάνουν να είναι σύμφωνες προς τις ενδοξότερες παραδόσεις της.
[96] Εσείς λοιπόν, Αθηναίοι, όταν οι Λακεδαιμόνιοι εξουσίαζαν σε στεριά και θάλασσα και έλεγχαν με αρμοστές και φρουρές τα μέρη γύρω από την Αττική: Εύβοια, Τανάγρα, όλη τη Βοιωτία, Μέγαρα, Αίγινα, Κέα και τα υπόλοιπα νησιά, ενώ η πόλη δεν είχε τότε ούτε πλοία ούτε τείχη, εκστρατεύσατε στην Αλίαρτο και λίγες ημέρες αργότερα πάλι την Κόρινθο, μολονότι οι Αθηναίοι της εποχής εκείνης θα είχαν κάθε λόγο να κρατήσουν κακία απέναντι στους Κορινθίους και Θηβαίους για τα γεγονότα τα σχετικά με τον Δεκελεικό πόλεμο. Αλλά δεν το έκαναν, ούτε που το σκέφτηκαν.
[97] Και όμως, και τις δύο αυτές εκστρατείες δεν τις έκαναν τότε, Αισχίνη, για ανταπόδοση ευεργεσιών, ούτε τις έβλεπαν ακίνδυνες. Ωστόσο, δεν ήταν αυτός λόγος ώστε να εγκαταλείψουν στην τύχη τους ανθρώπους που ζήτησαν καταφύγιο σ᾽ αυτούς, αλλά για την καλή φήμη και την τιμή, ήταν πρόθυμοι να ριχτούν στους κινδύνους· απόφαση σωστή και έντιμη. Γιατί για κάθε άνθρωπο το τέλος της ζωής είναι ο θάνατος, ακόμη και αν κάποιος φυλάγει τον εαυτό του κλεισμένος σε ένα σπιτάκι. Οι γενναίοι όμως άνδρες πρέπει να επιχειρούν πάντοτε καθετί ωραίο προβάλλοντας ως ασπίδα την ελπίδα και να υπομένουν με γενναιότητα όσα κακά τους δώσει ο Θεός.
[98] Αυτά έκαναν οι δικοί σας πρόγονοι, αυτά οι γεροντότεροι από σας· οι τελευταίοι, αν και οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήταν φίλοι σας ούτε και ευεργέτες, αλλά, αντίθετα, είχαν κάνει πολλές και μεγάλες αδικίες σε βάρος της πόλης μας, όταν οι Θηβαίοι μετά τη νίκη τους στα Λεύκτρα επιχειρούσαν να τους αφανίσουν, τους εμποδίσατε, χωρίς να φοβηθείτε τη δύναμη και τη δόξα που είχαν τότε οι Θηβαίοι, και χωρίς να σκεφθείτε ότι θα διακινδυνεύσετε για ανθρώπους που σας είχαν προξενήσει τέτοια κακά.
[99] Και έτσι, με τις πράξεις σας αυτές δείξατε πραγματικά σε όλους τους Έλληνες ότι, και αν ακόμη έχει διαπράξει κάποιος οποιοδήποτε αδίκημα εις βάρος σας, κρατάτε την οργή σας γι᾽ αυτά για άλλες περιπτώσεις, αλλά, όταν τους βρίσκει κάποιος κίνδυνος για τη ζωή ή την ελευθερία τους, τότε ούτε κακία θα τους κρατήσετε ούτε θα υπολογίσετε το κακό που σας έκαναν. Και δεν δείξατε τέτοια συμπεριφορά μόνο έναντι αυτών, αλλά, όταν πάλι οι Θηβαίοι προσπαθούσαν να σφετερισθούν την Εύβοια, δεν αδιαφορήσατε ούτε αναλογισθήκατε τις αδικίες που είχατε υποστεί από τον Θεμίσωνα και τον Θεόδωρο σχετικά με τον Ωρωπό, αλλά βοηθήσατε και αυτούς τότε που για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν στην πόλη μας εθελοντές τριήραρχοι, ένας από τους οποίους ήμουν και εγώ.
[100] Αλλά δεν είναι ακόμη ώρα γι᾽ αυτά. Το ότι σώσατε το νησί ήταν μια πράξη γενναιοδωρίας, αλλά ακόμη πιο γενναιόδωρο από αυτήν ήταν το ότι, όταν είχατε στα χέρια σας τις ζωές και τις πόλεις αυτών, τις αποδώσατε σύμφωνα με το δίκαιο σ᾽ αυτούς που είχαν διαπράξει εγκλήματα εις βάρος σας, χωρίς να λογαριάσετε τις αδικίες που είχατε υποστεί για όσα είχατε πιστέψει.
Και ενώ μπορώ να αναφέρω μύρια άλλα, ναυμαχίες, χερσαίες αποστολές, εκστρατείες που έγιναν τόσο στο παρελθόν όσο και επί των ημερών μας, όλες όσες έχει κάνει η πόλη για την ελευθερία και τη σωτηρία των άλλων Ελλήνων, τα παραλείπω.
[101] Έπειτα, βλέποντας εγώ την πόλη να είναι πρόθυμη μέσα σε τόσες και τέτοιες περιστάσεις να αγωνίζεται για τα συμφέροντα άλλων, τί έπρεπε να την προτρέψω να κάνει ή ποιές συμβουλές να της δώσω, όταν οι αποφάσεις της αφορούσαν κατά κάποιον τρόπο αυτή την ίδια; Να κρατάει, μά τον Δία, εκδικητική στάση προς αυτούς που ήθελαν να σωθούν και να ψάχνει για δικαιολογίες για τις οποίες θα αφήναμε τα πάντα στην τύχη τους; Και ποιός δεν θα με σκότωνε με το δίκιο του, εάν έστω και με λόγια επιχειρούσα να αμαυρώσω κάποιαν από τις ωραίες παραδόσεις της πόλης μας; Με τα λόγια λέω, γιατί στην πράξη δεν θα το κάνατε· είμαι απόλυτα σίγουρος γι᾽ αυτό. Γιατί, αν το θέλατε, τί θα σας εμπόδιζε; Δεν ήταν στο χέρι σας; Μήπως δεν υπήρχαν τότε αυτοί εδώ που θα σας συμβούλευαν αυτά;
[94] ὑμεῖς δ᾽, οἱ καὶ μεμψάμενοι πολλὰ καὶ δίκαι᾽ ἂν ἐκείνοις εἰκότως περὶ ὧν ἠγνωμονήκεσαν εἰς ὑμᾶς ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις, οὐ μόνον οὐ μνησικακοῦντες οὐδὲ προϊέμενοι τοὺς ἀδικουμένους ἀλλὰ καὶ σῴζοντες ἐφαίνεσθε, ἐξ ὧν δόξαν, εὔνοιαν παρὰ πάντων ἐκτᾶσθε. καὶ μὴν ὅτι μὲν πολλοὺς ἐστεφανώκατ᾽ ἤδη τῶν πολιτευομένων ἅπαντες ἴσασι· δι᾽ ὅντινα δ᾽ ἄλλον ἡ πόλις ἐστεφάνωται, σύμβουλον λέγω καὶ ῥήτορα, πλὴν δι᾽ ἐμέ, οὐδ᾽ ἂν εἷς εἰπεῖν ἔχοι.
[95] Ἵνα τοίνυν καὶ τὰς βλασφημίας ἃς κατὰ τῶν Εὐβοέων καὶ τῶν Βυζαντίων ἐποιήσατο, εἴ τι δυσχερὲς αὐτοῖς ἐπέπρακτο πρὸς ὑμᾶς ὑπομιμνῄσκων, συκοφαντίας οὔσας ἐπιδείξω μὴ μόνον τῷ ψευδεῖς εἶναι (τοῦτο μὲν γὰρ ὑπάρχειν ὑμᾶς εἰδότας ἡγοῦμαι), ἀλλὰ καὶ τῷ, εἰ τὰ μάλιστ᾽ ἦσαν ἀληθεῖς, οὕτως ὡς ἐγὼ κέχρημαι τοῖς πράγμασι συμφέρειν χρήσασθαι, ἓν ἢ δύο βούλομαι τῶν καθ᾽ ὑμᾶς πεπραγμένων καλῶν τῇ πόλει διεξελθεῖν, καὶ ταῦτ᾽ ἐν βραχέσι· καὶ γὰρ ἄνδρ᾽ ἰδίᾳ καὶ πόλιν κοινῇ πρὸς τὰ κάλλιστα τῶν ὑπαρχόντων ἀεὶ δεῖ πειρᾶσθαι τὰ λοιπὰ πράττειν.
[96] ὑμεῖς τοίνυν, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, Λακεδαιμονίων γῆς καὶ θαλάττης ἀρχόντων καὶ τὰ κύκλῳ τῆς Ἀττικῆς κατεχόντων ἁρμοσταῖς καὶ φρουραῖς, Εὔβοιαν, Τάναγραν, τὴν Βοιωτίαν ἅπασαν, Μέγαρα, Αἴγιναν, Κέω, τὰς ἄλλας νήσους, οὐ ναῦς, οὐ τείχη τῆς πόλεως τότε κεκτημένης, ἐξήλθετ᾽ εἰς Ἁλίαρτον καὶ πάλιν οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστερον εἰς Κόρινθον, τῶν τότ᾽ Ἀθηναίων πόλλ᾽ ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις καὶ Θηβαίοις τῶν περὶ τὸν Δεκελεικὸν πόλεμον πραχθέντων· ἀλλ᾽ οὐκ ἐποίουν τοῦτο, οὐδ᾽ ἐγγύς.
[97] καίτοι τότε ταῦτ᾽ ἀμφότερ᾽, Αἰσχίνη, οὔθ᾽ ὑπὲρ εὐεργετῶν ἐποίουν οὔτ᾽ ἀκίνδυν᾽ ἑώρων. ἀλλ᾽ οὐ διὰ ταῦτα προΐεντο τοὺς καταφεύγοντας ἐφ᾽ ἑαυτούς, ἀλλ᾽ ὑπὲρ εὐδοξίας καὶ τιμῆς ἤθελον τοῖς δεινοῖς αὑτοὺς διδόναι, ὀρθῶς καὶ καλῶς βουλευόμενοι. πέρας μὲν γὰρ ἅπασιν ἀνθρώποις ἐστὶ τοῦ βίου θάνατος, κἂν ἐν οἰκίσκῳ τις αὑτὸν καθείρξας τηρῇ· δεῖ δὲ τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας ἐγχειρεῖν μὲν ἅπασιν ἀεὶ τοῖς καλοῖς, τὴν ἀγαθὴν προβαλλομένους ἐλπίδα, φέρειν δ᾽ ἃν ὁ θεὸς διδῷ γενναίως.
[98] ταῦτ᾽ ἐποίουν οἱ ὑμέτεροι πρόγονοι, ταῦθ᾽ ὑμεῖς οἱ πρεσβύτεροι, οἳ Λακεδαιμονίους οὐ φίλους ὄντας οὐδ᾽ εὐεργέτας, ἀλλὰ πολλὰ τὴν πόλιν ἡμῶν ἠδικηκότας καὶ μεγάλα, ἐπειδὴ Θηβαῖοι κρατήσαντες ἐν Λεύκτροις ἀνελεῖν ἐπεχείρουν, διεκωλύσατε, οὐ φοβηθέντες τὴν τότε Θηβαίοις ῥώμην καὶ δόξαν ὑπάρχουσαν, οὐδ᾽ ὑπὲρ οἷα πεποιηκότων ἀνθρώπων κινδυνεύσετε διαλογισάμενοι.
[99] καὶ γάρ τοι πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν ἐδείξατ᾽ ἐκ τούτων ὅτι, κἂν ὁτιοῦν τις εἰς ὑμᾶς ἐξαμάρτῃ, τούτων τὴν ὀργὴν εἰς τἄλλ᾽ ἔχετε, ἐὰν δ᾽ ὑπὲρ σωτηρίας ἢ ἐλευθερίας κίνδυνός τις αὐτοὺς καταλαμβάνῃ, οὔτε μνησικακήσετ᾽ οὔθ᾽ ὑπολογιεῖσθε. καὶ οὐκ ἐπὶ τούτων μόνον οὕτως ἐσχήκατε, ἀλλὰ πάλιν σφετεριζομένων Θηβαίων τὴν Εὔβοιαν οὐ περιείδετε, οὐδ᾽ ὧν ὑπὸ Θεμίσωνος καὶ Θεοδώρου περὶ Ὠρωπὸν ἠδίκησθ᾽ ἀνεμνήσθητε, ἀλλ᾽ ἐβοηθήσατε καὶ τούτοις, τῶν ἐθελοντῶν τότε τριηράρχων πρῶτον γενομένων τῇ πόλει, ὧν εἷς ἦν ἐγώ. ἀλλ᾽ οὔπω περὶ τούτων.
[100] καὶ καλὸν μὲν ἐποιήσατε καὶ τὸ σῶσαι τὴν νῆσον, πολλῷ δ᾽ ἔτι τούτου κάλλιον τὸ καταστάντες κύριοι καὶ τῶν σωμάτων καὶ τῶν πόλεων ἀποδοῦναι ταῦτα δικαίως αὐτοῖς τοῖς ἐξημαρτηκόσιν εἰς ὑμᾶς, μηδὲν ὧν ἠδίκησθε ἐν οἷς ἐπιστεύθητε ὑπολογισάμενοι. μυρία τοίνυν ἕτερ᾽ εἰπεῖν ἔχων παραλείπω, ναυμαχίας, ἐξόδους [πεζάς, στρατείας] καὶ πάλαι γεγονυίας καὶ νῦν ἐφ᾽ ἡμῶν αὐτῶν, ἃς ἁπάσας ἡ πόλις τῆς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ἐλευθερίας καὶ σωτηρίας πεποίηται.
[101] εἶτ᾽ ἐγὼ τεθεωρηκὼς ἐν τοσούτοις καὶ τοιούτοις τὴν πόλιν ὑπὲρ τῶν τοῖς ἄλλοις συμφερόντων ἐθέλουσαν ἀγωνίζεσθαι, ὑπὲρ αὐτῆς τρόπον τινὰ τῆς βουλῆς οὔσης τί ἔμελλον κελεύσειν ἢ τί συμβουλεύσειν αὐτῇ ποιεῖν; μνησικακεῖν νὴ Δία πρὸς τοὺς βουλομένους σῴζεσθαι, καὶ προφάσεις ζητεῖν δι᾽ ἃς ἅπαντα προησόμεθα. καὶ τίς οὐκ ἂν ἀπέκτεινέν με δικαίως, εἴ τι τῶν ὑπαρχόντων τῇ πόλει καλῶν λόγῳ μόνον καταισχύνειν ἐπεχείρησα; ἐπεὶ τό γ᾽ ἔργον οὐκ ἂν ἐποιήσαθ᾽ ὑμεῖς, ἀκριβῶς οἶδ᾽ ἐγώ· εἰ γὰρ ἐβούλεσθε, τί ἦν ἐμποδών; οὐκ ἐξῆν; οὐχ ὑπῆρχον οἱ ταῦτ᾽ ἐροῦντες οὗτοι;
***
[93] Συνεπώς, η πολιτική που ακολούθησα πέτυχε όχι μόνο να σώσει τη Χερρόνησο και το Βυζάντιο, να εμποδίσει να υποταχθεί τότε ο Ελλήσποντος στον Φίλιππο και να αποκτήσει η πόλη τιμές από αυτές τις ενέργειές μου, αλλά και απέδειξε σε όλους τους ανθρώπους το ευγενές πνεύμα της πόλης μας και την αχρειότητα του Φιλίππου. Γιατί αυτός, ο σύμμαχος των Βυζαντίων, τους πολιορκούσε μπροστά στα μάτια όλων των ανθρώπων· τί θα μπορούσε να είναι πιο αισχρό και πιο ανήθικο από αυτό;
[94] Αντίθετα, εσείς, που δικαιολογημένα θα μπορούσατε να έχετε πολλά και μάλιστα δίκαια παράπονα απέναντι σε εκείνους για την αχαριστία με την οποία είχαν φερθεί προς εσάς στο παρελθόν, όχι μόνο, όπως έδειξαν τα πράγματα, δεν ήσασταν εκδικητικοί απέναντί τους, όχι μόνο δεν αφήσατε στην τύχη τους τούς αδικουμένους, αλλά γίνατε και σωτήρες τους. Έτσι, με τη στάση σας αυτή κερδίζατε δόξα και εύνοια από όλους. Επίσης, ότι εσείς έχετε ήδη τιμήσει με στεφάνι πολλούς πολιτικούς άνδρες, όλοι το γνωρίζουν. Κανένας όμως δεν μπορεί να κατονομάσει οποιονδήποτε άλλον, εννοώ σύμβουλο ή ρήτορα, εκτός από εμένα, χάρη στις ενέργειες του οποίου στεφανώθηκε η πόλη.
[95] Για να σας αποδείξω λοιπόν ότι και οι κακολογίες που ξεστόμισε εναντίον των Ευβοέων και των Βυζαντίων, υπενθυμίζοντάς σας τυχόν δυσάρεστες ενέργειές τους προς εσάς, ήταν συκοφαντίες, όχι μόνο γιατί δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα (και αυτό νομίζω βέβαια πως το ξέρετε καλά) αλλά και γιατί, και αν ακόμη ήταν πέρα για πέρα αληθινές, σας συνέφερε να πολιτευθείτε έτσι όπως εγώ σας υπέδειξα, θέλω να αναφέρω, και μάλιστα με συντομία, μία ή δύο από τις ωραίες πράξεις της πόλης επί των ημερών σας, καθόσον και ο πολίτης ως άτομο και η πόλη ως σύνολο πρέπει πάντοτε οι ενέργειες που θα κάνουν να είναι σύμφωνες προς τις ενδοξότερες παραδόσεις της.
[96] Εσείς λοιπόν, Αθηναίοι, όταν οι Λακεδαιμόνιοι εξουσίαζαν σε στεριά και θάλασσα και έλεγχαν με αρμοστές και φρουρές τα μέρη γύρω από την Αττική: Εύβοια, Τανάγρα, όλη τη Βοιωτία, Μέγαρα, Αίγινα, Κέα και τα υπόλοιπα νησιά, ενώ η πόλη δεν είχε τότε ούτε πλοία ούτε τείχη, εκστρατεύσατε στην Αλίαρτο και λίγες ημέρες αργότερα πάλι την Κόρινθο, μολονότι οι Αθηναίοι της εποχής εκείνης θα είχαν κάθε λόγο να κρατήσουν κακία απέναντι στους Κορινθίους και Θηβαίους για τα γεγονότα τα σχετικά με τον Δεκελεικό πόλεμο. Αλλά δεν το έκαναν, ούτε που το σκέφτηκαν.
[97] Και όμως, και τις δύο αυτές εκστρατείες δεν τις έκαναν τότε, Αισχίνη, για ανταπόδοση ευεργεσιών, ούτε τις έβλεπαν ακίνδυνες. Ωστόσο, δεν ήταν αυτός λόγος ώστε να εγκαταλείψουν στην τύχη τους ανθρώπους που ζήτησαν καταφύγιο σ᾽ αυτούς, αλλά για την καλή φήμη και την τιμή, ήταν πρόθυμοι να ριχτούν στους κινδύνους· απόφαση σωστή και έντιμη. Γιατί για κάθε άνθρωπο το τέλος της ζωής είναι ο θάνατος, ακόμη και αν κάποιος φυλάγει τον εαυτό του κλεισμένος σε ένα σπιτάκι. Οι γενναίοι όμως άνδρες πρέπει να επιχειρούν πάντοτε καθετί ωραίο προβάλλοντας ως ασπίδα την ελπίδα και να υπομένουν με γενναιότητα όσα κακά τους δώσει ο Θεός.
[98] Αυτά έκαναν οι δικοί σας πρόγονοι, αυτά οι γεροντότεροι από σας· οι τελευταίοι, αν και οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήταν φίλοι σας ούτε και ευεργέτες, αλλά, αντίθετα, είχαν κάνει πολλές και μεγάλες αδικίες σε βάρος της πόλης μας, όταν οι Θηβαίοι μετά τη νίκη τους στα Λεύκτρα επιχειρούσαν να τους αφανίσουν, τους εμποδίσατε, χωρίς να φοβηθείτε τη δύναμη και τη δόξα που είχαν τότε οι Θηβαίοι, και χωρίς να σκεφθείτε ότι θα διακινδυνεύσετε για ανθρώπους που σας είχαν προξενήσει τέτοια κακά.
[99] Και έτσι, με τις πράξεις σας αυτές δείξατε πραγματικά σε όλους τους Έλληνες ότι, και αν ακόμη έχει διαπράξει κάποιος οποιοδήποτε αδίκημα εις βάρος σας, κρατάτε την οργή σας γι᾽ αυτά για άλλες περιπτώσεις, αλλά, όταν τους βρίσκει κάποιος κίνδυνος για τη ζωή ή την ελευθερία τους, τότε ούτε κακία θα τους κρατήσετε ούτε θα υπολογίσετε το κακό που σας έκαναν. Και δεν δείξατε τέτοια συμπεριφορά μόνο έναντι αυτών, αλλά, όταν πάλι οι Θηβαίοι προσπαθούσαν να σφετερισθούν την Εύβοια, δεν αδιαφορήσατε ούτε αναλογισθήκατε τις αδικίες που είχατε υποστεί από τον Θεμίσωνα και τον Θεόδωρο σχετικά με τον Ωρωπό, αλλά βοηθήσατε και αυτούς τότε που για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν στην πόλη μας εθελοντές τριήραρχοι, ένας από τους οποίους ήμουν και εγώ.
[100] Αλλά δεν είναι ακόμη ώρα γι᾽ αυτά. Το ότι σώσατε το νησί ήταν μια πράξη γενναιοδωρίας, αλλά ακόμη πιο γενναιόδωρο από αυτήν ήταν το ότι, όταν είχατε στα χέρια σας τις ζωές και τις πόλεις αυτών, τις αποδώσατε σύμφωνα με το δίκαιο σ᾽ αυτούς που είχαν διαπράξει εγκλήματα εις βάρος σας, χωρίς να λογαριάσετε τις αδικίες που είχατε υποστεί για όσα είχατε πιστέψει.
Και ενώ μπορώ να αναφέρω μύρια άλλα, ναυμαχίες, χερσαίες αποστολές, εκστρατείες που έγιναν τόσο στο παρελθόν όσο και επί των ημερών μας, όλες όσες έχει κάνει η πόλη για την ελευθερία και τη σωτηρία των άλλων Ελλήνων, τα παραλείπω.
[101] Έπειτα, βλέποντας εγώ την πόλη να είναι πρόθυμη μέσα σε τόσες και τέτοιες περιστάσεις να αγωνίζεται για τα συμφέροντα άλλων, τί έπρεπε να την προτρέψω να κάνει ή ποιές συμβουλές να της δώσω, όταν οι αποφάσεις της αφορούσαν κατά κάποιον τρόπο αυτή την ίδια; Να κρατάει, μά τον Δία, εκδικητική στάση προς αυτούς που ήθελαν να σωθούν και να ψάχνει για δικαιολογίες για τις οποίες θα αφήναμε τα πάντα στην τύχη τους; Και ποιός δεν θα με σκότωνε με το δίκιο του, εάν έστω και με λόγια επιχειρούσα να αμαυρώσω κάποιαν από τις ωραίες παραδόσεις της πόλης μας; Με τα λόγια λέω, γιατί στην πράξη δεν θα το κάνατε· είμαι απόλυτα σίγουρος γι᾽ αυτό. Γιατί, αν το θέλατε, τί θα σας εμπόδιζε; Δεν ήταν στο χέρι σας; Μήπως δεν υπήρχαν τότε αυτοί εδώ που θα σας συμβούλευαν αυτά;