Στην ιστορία υπάρχουν εκείνοι που χαρακτηρίστηκαν «μεγάλοι» για τα σπουδαία κατορθώματά τους, για τις εντυπωσιακές κατακτήσεις, για την καθολική αποδοχή τους στην εποχή που έζησαν και έδρασαν. Και υπάρχουν και οι «παραλίγο μεγάλοι», εκείνοι που έφτασαν κοντά στο να γίνουν μεγάλοι, αλλά λόγω μιας (περισσότερο ή λιγότερο σημαντικής) λεπτομέρειας δεν τα κατάφεραν.Ο γιος του Κλεινία, Αλκιβιάδης, ανήκει σαφώς στη δεύτερη κατηγορία, αν και βάσει της επίδρασής του στην εποχή που έζησε, έφθασε πολύ κοντά στο να περάσει στο πάνθεον των «μεγάλων» της ιστορίας.
Ως χαρακτηριστικό δείγμα «διάνοιας δίχως αρχές» ο Αλκιβιάδης χαρακτηρίστηκε πάνω απ’ όλα για τις ικανότητές του, τη διορατικότητα, την ευφυΐα, αλλά και τον άκρατο αμοραλισμό του και τυχοδιωκτισμό του.Όταν εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή της Αθήνας, όλοι κατάλαβαν ότι ο διάδοχος του Περικλή είχε βρεθεί. Αντίθετα όμως με τον συγγενή του (ήταν ξάδελφος της μητέρας του, της Δεινομάχης) σπουδαίο Αθηναίο πολιτικό, ο Αλκιβιάδης δεν χαρακτηριζόταν ούτε από σύνεση, ούτε από μετριοπάθεια αλλά και από πολύ πιο χαλαρή πίστη στην πατρίδα του και στα ιδανικά που αυτή αντιπροσώπευε. Οπότε αν και σε επίπεδο ικανοτήτων και ευφυΐας ο Αλκιβιάδης ήταν ίσως ανώτερος του Περικλή, όχι μόνο δεν ωφέλησε την πατρίδα του στο μέτρο που την ωφέλησε ο θείος του, αλλά επί της ουσίας σηματοδότησε την πορεία της προς την παρακμή.
ΜΙΑ ΤΑΡΑΧΩΔΗΣ ΖΩΗ
Το πρώτο γεγονός που σημάδεψε την ζωή του, ήταν ο θάνατος του πατέρα του στην μάχη της Κορώνειας (447 π.Χ.), μόλις τρία χρόνια μετά τη γέννηση του Αλκιβιάδη. Η μητέρα του και ο ανήλικος υιός, έγιναν προστατευόμενοι του ξαδέλφου της, του διάσημου πολιτικού και ηγέτη της Αθήνας Περικλή, τέκνου της περίφημης οικογένειας των Αλκμαιονιδών, ενός αριστοκρατικού οίκου που για αιώνες κυριαρχούσε στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας. Ο δεύτερος προστάτης του Αλκιβιάδη ήταν ο αδελφός του Περικλή, Αρείφων. Καθώς η οικογένεια της μητέρας του ήταν πλούσια και ισχυρή, ο μικρός Αλκιβιάδης έλαβε μιας πρώτης τάξεως εκπαίδευση, ενώ μεταξύ των δασκάλων του, τόσο στην παιδική του ηλικία όσο και στην εφηβεία του, ήταν μερικοί από τους διασημότερους φιλόσοφους και παιδαγωγούς της εποχής του.Αν και ο Αλκιβιάδης ήταν εν πολλοίς ένας τυπικός Αθηναίος, που προσωποποιούσε όλα τα θετικά (ευρύτητα πνεύματος, ευφυΐα, κοσμοπολιτισμό, δημοκρατικές ευαισθησίες, οξύνοια) και τα αρνητικά (υπέρμετρος εγωισμός, έπαρση, αλαζονεία) χαρακτηριστικά που απέδιδαν οι υπόλοιποι Έλληνες στους Αθηναίους, η οικογένεια του είχε στενές σχέσεις με την Σπάρτη. Μάλιστα, ο Αλκιβιάδης έλαβε και μία πιο «ήπια» μορφή της σπαρτιατικής «Αγωγής» ως εκπαίδευση. Η τροφός του ήταν μία Σπαρτιάτισσα, η Αμύκλα.
Καθώς μεγάλωνε ο Αλκιβιάδης απέκτησε δύο από τα χαρακτηριστικά για τα οποία είχε γίνει θρύλος ήδη στην εποχή του: το φυσικό του κάλλος και την απέραντη αλαζονεία του.Όσον αφορά στην ευμορφία του, οι βιογράφοι του δεν φείδονται χαρακτηρισμών. Ο Πλούταρχος στον βίο του Αλκιβιάδη παρατηρεί «όσον αφορά στο κάλλος του Αλκιβιάδη, δεν είναι ανάγκη να πούμε τίποτε άλλο, πέραν του ότι ήταν εξίσου εκπληκτικό όταν ήταν παιδί, έφηβος και άνδρας». Το δεύτερο χαρακτηριστικό του προκαλούσε ένα κράμα αποστροφής και έλξης στους Αθηναίους της εποχής, που αφενός έλκονταν από τις ισχυρές προσωπικότητες (και η αλαζονεία είναι μερικές φορές ένδειξη τέτοιας) αλλά ταυτόχρονα προκαλούν το δημόσιο αίσθημα με τις ενέργειές τους. Για τον Αλκιβιάδη μια σειρά από ιστορίες τον φέρουν να είναι ένας ιδιαίτερα αλαζόνας και κακότροπος άνθρωπος, που μάλιστα ως νέος ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου έναν δούλο (παραδίδεται από τον Αντιφόντα)
χτυπώντας τον με ένα ραβδί.
Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Αλκιβιάδη είναι δύο περιστατικά που αναφέρει ο Πλούταρχος. Στο πρώτο στην παιδική του ηλικία ο Αλκιβιάδης βρισκόταν στην παλαίστρα και πάλευε με έναν συνομήλικό του. Όταν ο αντίπαλός του τον είχε φέρει σε δύσκολη θέση, αντί να παραιτηθεί, ο Αλκιβιάδης άρχισε να τον δαγκώνει! Στην παρατήρησή του «δαγκώνεις Αλκιβιάδη, σα γυναίκα», αυτός απάντησε με ετοιμότητα, «όχι, σαν λιοντάρι». Το δεύτερο περιστατικό είναι ακόμη πιο χαρακτηριστικό: ο Αλκιβιάδης έπαιζε κότσια μαζί με κάποια άλλα παιδιά σε έναν στενό δρόμο και ενώ ετοιμαζόταν να ρίξει με τη σειρά του, ένα φορτωμένο κάρο προσπάθησε να περάσει, εμποδίζοντάς τον να παίξει. Ο Αλκιβιάδης φώναξε στον οδηγό να σταματήσει, μέχρι να τελειώσει την ριξιά του και όταν αυτός έδειξε να τον αγνοεί, σηκώθηκε πάνω και πήγε και στάθηκε μπροστά στο κάρο, εμποδίζοντάς το να περάσει.
Μεγαλώνοντας, ο Αλκιβιάδης εξελίχτηκε – ήδη από την εφηβεία του – σε μία μόνιμη πηγή σκανδάλων, που αποτελούσαν αγαπημένο θέμα συζήτησης των κατώτερων τάξεων της Αθήνας του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα. Πέρα πάντως από την άστατη συμπεριφορά του, ο Αλκιβιάδης ήδη στην ηλικία των 18 ετών (το 432 π.Χ.) είχε την πρώτη του πολεμική εμπειρία, λαμβάνοντας μέρος στη μάχη της Ποτίδαιας. Εκεί βρέθηκε να πολεμάει στην αθηναϊκή φάλαγγα στο πλάι του μεγάλου φιλόσοφου Σωκράτη, ο οποίος μάλιστα του έσωσε τη ζωή. Από εκείνη τη μέρα μια στενή φιλική σχέση αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο ανδρών, μια σχέση που παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα δεν είχε καμία σεξουαλική πλευρά – έστω κι επειδή (σύμφωνα με κάποιες αρχαίες πηγές) ο Σωκράτης, παρά την εκτίμησή του για τον Αλκιβιάδη, «αρνούταν να ενδώσει στην νεανική του ευμορφία και ρώμη». Μόλις 8 χρόνια αργότερα σε μια άλλη μάχη, στο Δήλιο, ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης βρέθηκαν πλάι-πλάι στην οπλιτική φάλαγγα και αυτή τη φορά ήταν η σειρά του νεαρού προστατευόμενου να σώσει τη ζωή του μεσήλικα φιλόσοφου. Η άστατη σεξουαλική ζωή του Αλκιβιάδη δεν τον εμπόδισε να παντρευτεί την κόρη ενός πλούσιου Αθηναίου, την Ιππαρέτη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Η Ιππαρέτη προσπάθησε επανειλημμένα να τον χωρίσει, αγανακτισμένη από τις πάμπολλες απιστίες του.
Καθώς ο Αλκιβιάδης περνούσε στο δεύτερο μισό της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, είχε γίνει γνωστός ως ο πλέον έκλυτος και ακόλαστος Αθηναίος, αλλά ταυτόχρονα και ένας από τους γοητευτικότερους και δημοφιλείς. Ίσως η ζωή του «κακού παιδιού» της Αθήνας να μην τον γέμιζε πλέον, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική – κάτι που ήταν άλλωστε και οικογενειακή παράδοση.Τοποθετούμενος, παρά την αριστοκρατική του καταγωγή, στην παράταξη των δημοκρατικών και μάλιστα στην ριζοσπαστική τους πτέρυγα, ο Αλκιβιάδης ήδη από τις πρώτες του εμφανίσεις στην Εκκλησία του Δήμου άρχισε να δημιουργεί μία πραγματική ακολουθία από οπαδούς, αλλά και να κάνει εχθρούς με ρυθμό και συχνότητα που κανείς άλλος δεν είχε πετύχει.Οι ομιλίες του, παρά το ότι δυσχεραίνονταν από ένα τραύλισμα, ήταν θυελλώδεις και συνέπαιρναν τους Αθηναίους, των οποίων έγινε γρήγορα το «αγαπημένο παιδί».
Ο Αλκιβιάδης περίμενε για την «μεγάλη ευκαιρία» για να αναρριχηθεί στα ύπατα αξιώματα της Πολιτείας και να κορέσει την απύθμενη φιλοδοξία του και αυτή δεν άργησε να έλθει: η λεγόμενη Ειρήνη του Νικία, που συνάφθηκε μεταξύ των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα στον αθηναϊκό Δήμο, που θεωρούσε ότι κακώς επιδιώχθηκε συμβιβασμός με τους Λάκωνες, όταν θα ήταν δυνατό να νικηθούν. Ο Αλκιβιάδης συνέλαβε τα μηνύματα των καιρών και έγινε ακόμη πιο ακραίος, υποδαυλίζοντας την δυσαρέσκεια του Δήμου και επιδιώκοντας να αναληφθεί αποφασιστική δράση κατά των Σπαρτιατών. Ο στόχος του ήταν, φυσικά, να ηγηθεί αυτός των σχετικών προσπαθειών, κερδίζοντας για τον εαυτό του δόξα και φήμη.
Ο Αλκιβιάδης χρησιμοποίησε την θρυλική ευγλωττία του για να πείσει μια αντιπροσωπεία Σπαρτιατών πρέσβεων να παραδεχτούν ενώπιον του αθηναϊκού Δήμου ότι δεν είχαν την έγκριση της Σπάρτης για να διαπραγματευτούν κάποια συνθήκη, κάτι που εκμεταλλεύτηκε στην συνέχεια ξεδιάντροπα για να τους γελοιοποιήσει και να στρέψει τον Δήμο εναντίον τους! Οι Σπαρτιάτες που τον είχαν εμπιστευτεί αφελώς, βρέθηκαν σε δεινή θέση και ο Δήμος αντάμειψε τον Αλκιβιάδη που… είχε ξεσκεπάσει τους διπρόσωπους Λακεδαιμόνιους με το αξίωμα του στρατηγού! Από τη θέση αυτή ο πανέξυπνος Αθηναίος ξεκίνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο για να κερδίσει η Αθήνα τη διαμάχη με τη Σπάρτη, τη δημιουργία ενός ισχυρού αντιλακωνικού μετώπου μέσα στην ίδια την Πελοπόννησο. Το σχέδιο ως σύλληψη ήταν ιδιοφυές, αλλά πρακτικά ζητήματα επηρέασαν την εφαρμογή του ενώ η σπαρτιατική ισχύς στα όπλα έβαλε ταφόπλακα στο σχέδιο αυτό, μετά την ήττα της νεόκοπης συμμαχίας στη μάχη της Μαντινείας.
Παρά την αποτυχία ο Αλκιβιάδης συνέχισε να παίζει καθοριστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας, αποκρούοντας μάλιστα μία καλοστημένη προσπάθεια του αντίπαλού του Υπέρβολου να πετύχει τον εξοστρακισμό του. Αν και δεν ήταν πλέον κυρίαρχος των εξελίξεων, περίμενε τη μεγάλη ευκαιρία για να βάλει σε εφαρμογή τα φιλόδοξα σχέδιά του. Και η ευκαιρία αυτή ήλθε όταν μια αντιπροσωπεία από την σικελική πόλη της Εγέστας, έφθασε στην Αθήνα και ζήτησε την βοήθεια του Δήμου στην αντιμετώπιση της απειλής που αποτελούσε ο Σελινούντας.Ο Αλκιβιάδης υποστήριξε με θέρμη την αίτηση των Εγεσταίων για βοήθεια, διαβλέποντας μία μοναδική ευκαιρία για να πετύχει η Αθήνα να γίνει η κυρίαρχη της Σικελίας. Και τις προηγούμενες δεκαετίες οι Αθηναίοι είχαν επιχειρήσει κάτι τέτοιο, αλλά η ομοθυμία των κατοίκων του νησιού στην απόκρουσή των βλέψεών τους, δεν τους επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ωστόσο η πρόσκληση των Εγεσταίων ήταν μια μοναδική ευκαιρία και ο Αλκιβιάδης ήταν αρκετά ευφυής για να αντιληφθεί ότι η κυριαρχία της Σικελίας θα επέτρεπε στους Αθηναίους όχι μόνο να κερδίσουν τον πόλεμο ενάντια στη Σπάρτη, αλλά και να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη!
Ήταν ένα μεγαλεπήβολο όραμα, αντάξιο ενός οραματιστή ηγέτη – ή ενός αθεράπευτου αιθεροβάμονα αμοραλιστή. Μάλλον προς το πρώτο κλίνει όποιος διαβάζει τα λόγια που βάζει ο Θουκυδίδης στο στόμα του Αλκιβιάδη, σε μια μεταγενέστερη ομιλία του, όταν πλέον τα πράγματα είχαν αλλάξει – όπως και η πόλη στην οποία προσέφερε τις υπηρεσίες του: «Πήγαμε στη Σικελία για να υποτάξουμε πρώτα απ’ όλα τους Σικελιώτες και μετά τους Ιταλιώτες και εν συνεχεία να δοκιμάσουμε να κατακτήσουμε την ηγεμονία των Καρχηδονίων και την ίδια την Καρχηδόνα. Και αν τα κατορθώναμε όλα αυτά ή τουλάχιστον τα περισσότερα, τότε είχαμε σκοπό να επιτεθούμε στην Πελοπόννησο, μεταφέροντας από εκεί όλες τις ελληνικές δυνάμεις που θα είχαν προστεθεί στις δικές μας, στρατολογώντας πολλούς μισθοφόρους, Ίβηρες και άλλους, όσοι θεωρούνται από τους εκεί βάρβαρους οι καλύτεροι πολεμιστές και ναυπηγώντας πολυάριθμα πολεμικά εκτός από τα δικά μας, αφού η Ιταλία έχει άφθονη ξυλεία. Με αυτά θα είχαμε αποκλείσει την Πελοπόννησο από παντού και ταυτόχρονα θα κάναμε επιθέσεις με το πεζικό ενάντια στης πόλεις, είτε για να τις κυριεύσουμε με έφοδο είτε για να τις αποκλείσουμε με τείχος και έτσι εύκολα να κατακτήσουμε την Πελοπόννησο. Μετά θα κυριαρχούσαμε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο».
ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΙΑΜΒΟ
Με μια εντυπωσιακή αρμάδα από 140 τριήρεις, που μετέφεραν 5.100 οπλίτες και 1.300 μισθοφόρους τοξότες και σφενδονήτες και τον Αλκιβιάδη επικεφαλής ως «στρατηγό-αυτοκράτορα» (μαζί με τον αντίπαλό του Νικία και τον ικανό στρατηγό Λάμαχο) οι προοπτικές για την επιτυχία των Αθηναίων στην Σικελική Εκστρατεία ήταν εξαιρετικές.Ωστόσο η φιλόδοξη εκστρατεία υπονομεύτηκε εξ αρχής, καθώς πριν ακόμη ξεκινήσει η αρμάδα ξέσπασε το σκάνδαλο των ερμοκοπιδών, στο οποίο αναμίχθηκε το όνομα του Αλκιβιάδη. Οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ως έναν εκ των «Ερμοκοπιδών», όμως ο γιος του Κλεινία δεν ήταν εύκολο θύμα. Χρησιμοποιώντας την πειθώ και τις διασυνδέσεις του, κατόρθωσε να αναστρέψει το κλίμα και μάλιστα ζήτησε να δικαστεί άμεσα ώστε να καθαρίσει το όνομα του. Αν πήγαινε σε δίκη, κατά πάσα πιθανότητα θα αθωωνόταν. Η γοητεία που ασκούσε ο Αλκιβιάδης στην εκκλησία του Δήμου ήταν σχεδόν μεταφυσική και για να «επιβιώσει» μια κατηγορία της θυελλώδους αγόρευσης του μπροστά στους Αθηναίους θα έπρεπε να είναι θεμελιωμένη σε ατράνταχτα επιχειρήματα και στοιχεία.
Αυτή, βεβαίως, δεν ήταν. Έτσι, οι κατήγοροι πέτυχαν να αναβάλλουν την λήψη απόφασης, προφασιζόμενοι ότι δεν θα ήταν καλό ενώ γίνονται οι ετοιμασίες για τη μεγαλύτερη υπερπόντια εκστρατεία που είχαν αναλάβει ποτέ οι Αθηναίοι, να γίνει μια δίκη που θα δημιουργούσε προβλήματα συνοχής του Δήμου. Η δίκη αναβλήθηκε για μετά την επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος, το οποίο αναχώρησε μέσα σε μία παλλαϊκή γιορτή, που όμοια της δεν είχε ξαναδεί η Αθήνα.Όμως ήδη από την επομένη της αναχώρησης του Αλκιβιάδη, άρχισε να εξυφαίνεται ένας νέος ιστός συνωμοσίας από τους ολιγαρχικούς. Αφού απέτυχαν να τον συνδέσουν με την βεβήλωση των Ερμαϊκών Στηλών, τον κατηγόρησαν για βεβήλωση των Ελευσίνιων Μυστηρίων και για προσπάθεια να ανατρέψει τη Δημοκρατία και πείθοντας τον Δήμο για το έγκυρο των κατηγοριών τους, έστειλαν την ιερή τριήρη της πόλης, τη Σαλαμινία, να τον φέρει πίσω στην Αθήνα για να δικαστεί.Αν και ο Αλκιβιάδης είχε συλλάβει ένα περίπλοκο σχέδιο, συνδυασμό πολιτικών και στρατιωτικών κινήσεων, για να πετύχει την υποταγή των Συρακουσών και στη συνέχεια ολόκληρης της Σικελίας, το σχέδιο δεν έμελλε να ευοδωθεί. Καθοδόν προς την Αθήνα ο Αλκιβιάδης, που ήταν βέβαιος ότι θα καταδικαζόταν σε θάνατο, απέδρασε και μετά από κάποιες περιπλανήσεις, έφθασε στην Σπάρτη. Είχε ήδη προλάβει να σαμποτάρει την προσπάθεια των Αθηναίων να καταλάβουν τη Μεσσήνη με τη βοήθεια των δημοκρατικών κατοίκων της πόλης. Πλέον οι Αθηναίοι είχαν έναν τρομερό αντίπαλο στην Σικελία: τον ίδιο τον εμπνευστή της εκστρατείας τους!
«ΠΡΟΔΟΣΙΑ» ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΚΑΜΨΗ
Το πόσο τρομερός αντίπαλος ήταν, φάνηκε ξεκάθαρα από την μετέπειτα πορεία των γεγονότων. Ο Αλκιβιάδης φτάνοντας στην Σπάρτη κατόρθωσε να πείσει τους εφόρους και τον Δάμο ότι θα ήταν προς το συμφέρον των Λακεδαιμονίων να στείλουν έναν ικανό στρατηγό επικεφαλής μιας – μικρής, έστω – δύναμης, για να συντονίσει τον αγώνα των αντι-αθηναϊκών δυνάμεων στην Σικελία. Παράλληλα, τους έδωσε την εξίσου πολύτιμη ιδέα της οχύρωσης της Δεκέλειας, ώστε να αποκτήσουν οι Σπαρτιάτες μία βάση μέσα στην ίδια την Αττική και να παρενοχλούν συνεχώς τους Αθηναίους από εκεί. Για να πείσει τους Σπαρτιάτες, χρησιμοποίησε και το λογύδριο που αναφέραμε παραπάνω και το οποίο αναφέρεται στις αθηναϊκές φιλοδοξίες – αν και ακριβέστερα θα ήταν αν ο Αλκιβιάδης είχε χρησιμοποιήσει πρώτο πρόσωπο, μια και αυτές φαίνεται να ήταν οι δικές του φιλοδοξίες.
Τώρα ο θυελλώδης ανιψιός του Περικλή είχε όμως μια άλλη φιλοδοξία: να κάνει το μεγαλύτερο δυνατό κακό στην πόλη του, που τόσο άστοργα του είχε φερθεί. Πέρα από τις εύστοχες συμβουλές του, που έφεραν την κατάρρευση των Αθηναίων στην Σικελία και την παταγώδη αποτυχία της μεγαλεπήβολης εκστρατείας, ο Αλκιβιάδης δεν παρέλειψε να δράσει υπέρ της Σπάρτης ακόμη πιο ενεργά: κατόρθωσε, επικεφαλής ενός σπαρτιατικού στολίσκου, να πείσει αρκετές ιωνικές πόλεις που ανήκαν στην αθηναϊκή συμμαχία, να αποσκιρτήσουν, ενώ συνέχισε να δίνει χρήσιμες συμβουλές στους εχθρούς της πόλης που τον γέννησε.Παρέμενε βεβαίως πάντα ο έκλυτος και ασύστολος Αλκιβιάδης, με αποτέλεσμα ούτε και στην Σπάρτη να κατορθώσει να μακροημερεύσει. Ένα θυελλώδες ειδύλλιο του με την σύζυγο του ενός εκ των δύο βασιλέων της Σπάρτης Άγη, οδήγησε του Λακεδαίμονες στην άρση της εμπιστοσύνης τους προς το πρόσωπό του. Μάλιστα, πιθανότατα προσπάθησαν και να τον σκοτώσουν, αλλά ο ικανότατος Αλκιβιάδης τους ξέφυγε και βρήκε καταφύγιο στην αυλή του σατράπη Τισσαφέρνη.
Αλλάζοντας ξανά πλευρά, ο Αλκιβιάδης προσπάθησε και εν μέρει τα κατάφερε, να πείσει τον Τισσαφέρνη (που μέχρι τότε χρηματοδοτούσε αφειδώς τους Σπαρτιάτες) να σταματήσει να ενισχύει τους αντίπαλους της Αθήνας. Ο Αλκιβιάδης θεωρούσε ότι με τη βοήθεια του Τισσαφέρνη, θα μπορούσε να εξασφαλίσει την αμνήστευση του στην Αθήνα – όπου είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο – και να αποκτήσει ξανά τη δύναμη που είχε στερηθεί.Με τη δύναμη των λόγων του κατάφερε όχι μόνο να χειριστεί τον Τισσαφέρνη, αλλά και να προσεγγίσει τους Αθηναίους που βρισκόταν με το στόλο στη Σάμο, στους οποίους πρότεινε να τον επαναφέρουν στην Αθήνα, εγκαθιστώντας παράλληλα ένα «αριστοκρατικό» πολίτευμα ή μια «περιορισμένη» δημοκρατία στην πόλη. Τους υποσχέθηκε άφθονο χρυσάφι από τα θησαυροφυλάκια του Τισσαφέρνη και τον περσικό στόλο του Αιγαίου – 147 τριήρεις – αν πετύχαιναν την ανάκλησή του.
Παρά τις αντιδράσεις κάποιων Αθηναίων (πρωτοστατούντος του Φρύνιχου) ο Αλκιβιάδης κατόρθωσε να πετύχει να κερδίσει ξανά την εύνοια των συμπολιτών του, οι οποίοι βρισκόταν στα όρια της απελπισίας μετά την καταστροφή της Σικελίας και με ισχυρές δυνάμεις Πελοπονησίων να κατέχουν την Δεκέλεια. Ωστόσο απέτυχε να κερδίσει και την ενεργή υποστήριξη του Τισσαφέρνη, που προτίμησε να παραμείνει ουδέτερος στην συνέχεια της εμφύλιας σύγκρουσης των Ελλήνων.
Αυτό κλόνισε την εμπιστοσύνη των Αθηναίων που συνωμοτούσαν με τον Αλκιβιάδη, όμως δεν τους εμπόδισε από το να προχωρήσουν με το σχέδιο τους και να εγκαθιδρύσουν ένα ολιγαρχικό καθεστώς σε αντικατάσταση της δημοκρατίας. Οι πράξεις του Αλκιβιάδη είχαν δημιουργήσει μία νέα πραγματικότητα ξανά, ωστόσο ο ίδιος παρέμενε μακριά από την Αθήνα και καταδικασμένος σε θάνατο.
Ένας αντίπαλος των «400», του νέου ολιγαρχικού πολιτεύματος της πόλης της Παλλάδας, ο Θρασύβουλος, ήταν εκείνος που έπεισε το εκστρατευτικό σώμα της Αθήνας στη Σάμο – το οποίο παρέμενε πιστό στη Δημοκρατία – να ψηφίσει υπέρ της επιστροφής του Αλκιβιάδη στην πόλη του.Ο Αλκιβιάδης είχε πετύχει το μισό στόχο του, αφού ακόμη η πόλη της Παλλάδας ήταν κλειστή για εκείνον. Ωστόσο η διόλου ευκαταφρόνητη αθηναϊκή δύναμη στη Σάμο θα μπορούσε να του προσφέρει το «όχημα» που χρειαζόταν για να επιστρέψει μετά δόξης και τιμής, όπως επιθυμούσε. Σύντομα εκλέχτηκε στρατηγός και λίγο μετά οι «400» ανατράπηκαν και ο Αλκιβιάδης είχε επιτέλους την ευκαιρία να επιστρέψει ξανά στην Αθήνα και να προσπαθήσει να διασώσει ότι ήταν δυνατό – ήδη οι τύχες του πολέμου έγερναν στην πλευρά της πελοποννησιακής συμμαχίας.Η επιστροφή του Αλκιβιάδη στην Αθήνα, έγινε μόλις το 407 π.Χ. μετά από κάποιες στρατιωτικές επιτυχίες του ως επικεφαλής του αθηναϊκού στόλου.
Ο ιδιοφυής πολιτικός είχε την ευκαιρία να δοξαστεί ξανά υπό τα αθηναϊκά όπλα. Στην Άβυδο και στη φερώνυμη ναυμαχία, ένα στρατήγημα του Αλκιβιάδη έφερε σε δεινή θέση τον πελοποννησιακό στόλο, που κατόρθωσε να αποφύγει την πλήρη καταστροφή μόνο χάρη στην βοήθεια ενός έτερου Πέρση σατράπη, του Φαρνάβαζου.Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Αλκιβιάδης κατόρθωνε να πείθει τους Αθηναίους για τη χρησιμότητα του, όχι τόσο ως στρατηγός, αλλά επειδή υποστήριζε ότι μπορείνα εξασφαλίσει βοήθεια από τους Πέρσες σατράπες της Μ.Ασίας. Ωστόσο κάποιοι μεταξύ των Αθηναίων άρχισαν να υποψιάζονται ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, υποψία η οποία επαληθεύτηκε πανηγυρικά, όταν ο Τισσαφέρνης συνέλαβε τον Αλκιβιάδη που είχε πάει να τον συναντήσει για να εξασφαλίσει περσική υποστήριξη.
Ο Αλκιβιάδης σύντομα απέδρασε, ωστόσο η θέση του πλέον ήταν επισφαλής. Η επόμενη νίκη του ήταν στην Κύζικο, όπου ένα ακόμη ευφυές στρατήγημά του παρέσυρε τον σπαρτιατικό στόλο σε ναυμαχία την οποία οι Αθηναίοι κέρδισαν πανηγυρικά, καταστρέφοντας το σύνολο σχεδόν του σπαρτιατικού στόλου. Σε αυτό το σημείο οι Σπαρτιάτες έσπευσαν να ζητήσουν ειρήνη από τους Αθηναίους, την οποία οι τελευταίοι αλαζονικά απέρριψαν. Θεωρούσαν ότι πλέον οι τύχες του πολέμου είχαν ξανά αλλάξει – έκαναν όμως τραγικό λάθος.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Οι στρατιωτικές και πολιτικές επιτυχίες του Αλκιβιάδη συνεχίζονταν. Στην Σελύμβρια κατόρθωσε να επιβάλλει ένα φιλοαθηναϊκό καθεστώς και να εντάξει στην πόλη στην αθηναϊκή συμμαχία, ενώ παρόμοια ήταν και η τύχη του Βυζαντίου. Μετά και από αυτήν την επιτυχία, που έδειχνε να σταθεροποιεί την αθηναϊκή κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή του Ελλησπόντου όπου είχε μεταφερθεί το θέατρο των επιχειρήσεων της εμφύλιας διαμάχης, ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου έγινε δεκτός με τιμές από τους συμπολίτες του που λίγα χρόνια πριν τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο.
Ότι είχε όμως χτίσει με τόση προσοχή και σωρεία νικών, γκρεμίστηκε εν μία νυκτί από την αποκοτιά του ύπαρχου του, του Αντίοχου, τον οποίο ο Αλκιβιάδης είχε αφήσει ως επικεφαλής του αθηναϊκού στόλου στη θέση του ενώ εκείνος προσπαθούσε να βοηθήσει στην πολιορκία της Φώκαιας. Στο Νότιο, ο Αντίοχος παρά τις ρητές διαταγές του Αλκιβιάδη, προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον στόλο των Σπαρτιατών, που τώρα είχαν επικεφαλής τον ικανότατο Λύσανδρο. Ο Αντίοχος απέτυχε παταγωδώς, οι Αθηναίοι υπέστησαν πανωλεθρία, την οποία χρεώθηκε άδικα ο Αλκιβιάδης, που βρέθηκε για μία ακόμη φορά κατηγορούμενος. Οι Αθηναίοι αισθάνονταν προδομένοι, μάλλον από τις ίδιες τους τις προσδοκίες παρά από τον αμφίθυμο συμπατριώτη τους και του αφαίρεσαν την στρατηγία. Μαζί με τον Αλκιβιάδη εξέπεσαν των αξιωμάτων τους και οι τρεις ικανότεροι στρατιωτικοί διοικητές που διέθετε η Αθήνα, οι Θρασύβουλος, Κριτίας και Θηραμένης.
Ο Αλκιβιάδης δεν μπορούσε πλέον να παραμείνει στην Αθήνα. Μετέβη στην Θράκη, όπου κατοίκησε μόνιμα. Θα είχε μία τελευταία ευκαιρία να επανακάμψει, όταν ο αθηναϊκός στόλος ναυλοχούσε στην περιοχή Αιγός Ποταμοί. Προσέφερε τη βοήθεια του, δυνάμεις Θρακών (είχε παντρευτεί την κόρη ενός Θράκα ηγεμόνα) και σύστησε στους Αθηναίους στρατηγούς να βρουν ένα ασφαλέστερο αγκυροβόλιο, στη Σηστό. Οι προτάσεις του απορρίφθηκαν και λίγες μέρες αργότερα ο στόλος του Λύσανδρου θα κατέστρεφε τον αθηναϊκό και ουσιαστικά θα τερμάτιζε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Φοβούμενος ξανά για την ζωή του και ποθώντας ακόμη και σε αυτήν την ώρα να παίξει κυρίαρχο ρόλο στα ελληνικά πράγματα, ο Αλκιβιάδης κατέφυγε στον σατράπη Αρταξέρξη, τη βοήθεια του οποίου προσπάθησε να εξασφαλίσει ενάντια στην Σπάρτη. Οι Λακεδαίμονες όμως είχαν το νου τους και ήλθαν σε επαφή με τον Φαρνάβαζο, ο οποίος έστειλε δολοφόνους εναντίον του. Ενώ προετοιμαζόταν για να επισκεφθεί την αυλή του ίδιου του Μεγάλου Βασιλιά και να θέσει τις ρητορικές του ικανότητες στην υπέρτατη δοκιμασία τους, ο Αλκιβιάδης δολοφονήθηκε από τους άνδρες του Φαρνάβαζου.
Ήταν ένας άδοξος θάνατος για την πιο αινιγματική προσωπικότητα του αρχαίου κόσμου, έναν άνθρωπο που επηρέασε την αρχαία ιστορία όσο ελάχιστοι άλλοι.
ΜΙΑ ΤΑΡΑΧΩΔΗΣ ΖΩΗ
Το πρώτο γεγονός που σημάδεψε την ζωή του, ήταν ο θάνατος του πατέρα του στην μάχη της Κορώνειας (447 π.Χ.), μόλις τρία χρόνια μετά τη γέννηση του Αλκιβιάδη. Η μητέρα του και ο ανήλικος υιός, έγιναν προστατευόμενοι του ξαδέλφου της, του διάσημου πολιτικού και ηγέτη της Αθήνας Περικλή, τέκνου της περίφημης οικογένειας των Αλκμαιονιδών, ενός αριστοκρατικού οίκου που για αιώνες κυριαρχούσε στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας. Ο δεύτερος προστάτης του Αλκιβιάδη ήταν ο αδελφός του Περικλή, Αρείφων. Καθώς η οικογένεια της μητέρας του ήταν πλούσια και ισχυρή, ο μικρός Αλκιβιάδης έλαβε μιας πρώτης τάξεως εκπαίδευση, ενώ μεταξύ των δασκάλων του, τόσο στην παιδική του ηλικία όσο και στην εφηβεία του, ήταν μερικοί από τους διασημότερους φιλόσοφους και παιδαγωγούς της εποχής του.Αν και ο Αλκιβιάδης ήταν εν πολλοίς ένας τυπικός Αθηναίος, που προσωποποιούσε όλα τα θετικά (ευρύτητα πνεύματος, ευφυΐα, κοσμοπολιτισμό, δημοκρατικές ευαισθησίες, οξύνοια) και τα αρνητικά (υπέρμετρος εγωισμός, έπαρση, αλαζονεία) χαρακτηριστικά που απέδιδαν οι υπόλοιποι Έλληνες στους Αθηναίους, η οικογένεια του είχε στενές σχέσεις με την Σπάρτη. Μάλιστα, ο Αλκιβιάδης έλαβε και μία πιο «ήπια» μορφή της σπαρτιατικής «Αγωγής» ως εκπαίδευση. Η τροφός του ήταν μία Σπαρτιάτισσα, η Αμύκλα.
Καθώς μεγάλωνε ο Αλκιβιάδης απέκτησε δύο από τα χαρακτηριστικά για τα οποία είχε γίνει θρύλος ήδη στην εποχή του: το φυσικό του κάλλος και την απέραντη αλαζονεία του.Όσον αφορά στην ευμορφία του, οι βιογράφοι του δεν φείδονται χαρακτηρισμών. Ο Πλούταρχος στον βίο του Αλκιβιάδη παρατηρεί «όσον αφορά στο κάλλος του Αλκιβιάδη, δεν είναι ανάγκη να πούμε τίποτε άλλο, πέραν του ότι ήταν εξίσου εκπληκτικό όταν ήταν παιδί, έφηβος και άνδρας». Το δεύτερο χαρακτηριστικό του προκαλούσε ένα κράμα αποστροφής και έλξης στους Αθηναίους της εποχής, που αφενός έλκονταν από τις ισχυρές προσωπικότητες (και η αλαζονεία είναι μερικές φορές ένδειξη τέτοιας) αλλά ταυτόχρονα προκαλούν το δημόσιο αίσθημα με τις ενέργειές τους. Για τον Αλκιβιάδη μια σειρά από ιστορίες τον φέρουν να είναι ένας ιδιαίτερα αλαζόνας και κακότροπος άνθρωπος, που μάλιστα ως νέος ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου έναν δούλο (παραδίδεται από τον Αντιφόντα)
χτυπώντας τον με ένα ραβδί.
Μεγαλώνοντας, ο Αλκιβιάδης εξελίχτηκε – ήδη από την εφηβεία του – σε μία μόνιμη πηγή σκανδάλων, που αποτελούσαν αγαπημένο θέμα συζήτησης των κατώτερων τάξεων της Αθήνας του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα. Πέρα πάντως από την άστατη συμπεριφορά του, ο Αλκιβιάδης ήδη στην ηλικία των 18 ετών (το 432 π.Χ.) είχε την πρώτη του πολεμική εμπειρία, λαμβάνοντας μέρος στη μάχη της Ποτίδαιας. Εκεί βρέθηκε να πολεμάει στην αθηναϊκή φάλαγγα στο πλάι του μεγάλου φιλόσοφου Σωκράτη, ο οποίος μάλιστα του έσωσε τη ζωή. Από εκείνη τη μέρα μια στενή φιλική σχέση αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο ανδρών, μια σχέση που παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα δεν είχε καμία σεξουαλική πλευρά – έστω κι επειδή (σύμφωνα με κάποιες αρχαίες πηγές) ο Σωκράτης, παρά την εκτίμησή του για τον Αλκιβιάδη, «αρνούταν να ενδώσει στην νεανική του ευμορφία και ρώμη». Μόλις 8 χρόνια αργότερα σε μια άλλη μάχη, στο Δήλιο, ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης βρέθηκαν πλάι-πλάι στην οπλιτική φάλαγγα και αυτή τη φορά ήταν η σειρά του νεαρού προστατευόμενου να σώσει τη ζωή του μεσήλικα φιλόσοφου. Η άστατη σεξουαλική ζωή του Αλκιβιάδη δεν τον εμπόδισε να παντρευτεί την κόρη ενός πλούσιου Αθηναίου, την Ιππαρέτη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Η Ιππαρέτη προσπάθησε επανειλημμένα να τον χωρίσει, αγανακτισμένη από τις πάμπολλες απιστίες του.
Καθώς ο Αλκιβιάδης περνούσε στο δεύτερο μισό της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, είχε γίνει γνωστός ως ο πλέον έκλυτος και ακόλαστος Αθηναίος, αλλά ταυτόχρονα και ένας από τους γοητευτικότερους και δημοφιλείς. Ίσως η ζωή του «κακού παιδιού» της Αθήνας να μην τον γέμιζε πλέον, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική – κάτι που ήταν άλλωστε και οικογενειακή παράδοση.Τοποθετούμενος, παρά την αριστοκρατική του καταγωγή, στην παράταξη των δημοκρατικών και μάλιστα στην ριζοσπαστική τους πτέρυγα, ο Αλκιβιάδης ήδη από τις πρώτες του εμφανίσεις στην Εκκλησία του Δήμου άρχισε να δημιουργεί μία πραγματική ακολουθία από οπαδούς, αλλά και να κάνει εχθρούς με ρυθμό και συχνότητα που κανείς άλλος δεν είχε πετύχει.Οι ομιλίες του, παρά το ότι δυσχεραίνονταν από ένα τραύλισμα, ήταν θυελλώδεις και συνέπαιρναν τους Αθηναίους, των οποίων έγινε γρήγορα το «αγαπημένο παιδί».
Ο Αλκιβιάδης περίμενε για την «μεγάλη ευκαιρία» για να αναρριχηθεί στα ύπατα αξιώματα της Πολιτείας και να κορέσει την απύθμενη φιλοδοξία του και αυτή δεν άργησε να έλθει: η λεγόμενη Ειρήνη του Νικία, που συνάφθηκε μεταξύ των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα στον αθηναϊκό Δήμο, που θεωρούσε ότι κακώς επιδιώχθηκε συμβιβασμός με τους Λάκωνες, όταν θα ήταν δυνατό να νικηθούν. Ο Αλκιβιάδης συνέλαβε τα μηνύματα των καιρών και έγινε ακόμη πιο ακραίος, υποδαυλίζοντας την δυσαρέσκεια του Δήμου και επιδιώκοντας να αναληφθεί αποφασιστική δράση κατά των Σπαρτιατών. Ο στόχος του ήταν, φυσικά, να ηγηθεί αυτός των σχετικών προσπαθειών, κερδίζοντας για τον εαυτό του δόξα και φήμη.
Ο Αλκιβιάδης χρησιμοποίησε την θρυλική ευγλωττία του για να πείσει μια αντιπροσωπεία Σπαρτιατών πρέσβεων να παραδεχτούν ενώπιον του αθηναϊκού Δήμου ότι δεν είχαν την έγκριση της Σπάρτης για να διαπραγματευτούν κάποια συνθήκη, κάτι που εκμεταλλεύτηκε στην συνέχεια ξεδιάντροπα για να τους γελοιοποιήσει και να στρέψει τον Δήμο εναντίον τους! Οι Σπαρτιάτες που τον είχαν εμπιστευτεί αφελώς, βρέθηκαν σε δεινή θέση και ο Δήμος αντάμειψε τον Αλκιβιάδη που… είχε ξεσκεπάσει τους διπρόσωπους Λακεδαιμόνιους με το αξίωμα του στρατηγού! Από τη θέση αυτή ο πανέξυπνος Αθηναίος ξεκίνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο για να κερδίσει η Αθήνα τη διαμάχη με τη Σπάρτη, τη δημιουργία ενός ισχυρού αντιλακωνικού μετώπου μέσα στην ίδια την Πελοπόννησο. Το σχέδιο ως σύλληψη ήταν ιδιοφυές, αλλά πρακτικά ζητήματα επηρέασαν την εφαρμογή του ενώ η σπαρτιατική ισχύς στα όπλα έβαλε ταφόπλακα στο σχέδιο αυτό, μετά την ήττα της νεόκοπης συμμαχίας στη μάχη της Μαντινείας.
Παρά την αποτυχία ο Αλκιβιάδης συνέχισε να παίζει καθοριστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας, αποκρούοντας μάλιστα μία καλοστημένη προσπάθεια του αντίπαλού του Υπέρβολου να πετύχει τον εξοστρακισμό του. Αν και δεν ήταν πλέον κυρίαρχος των εξελίξεων, περίμενε τη μεγάλη ευκαιρία για να βάλει σε εφαρμογή τα φιλόδοξα σχέδιά του. Και η ευκαιρία αυτή ήλθε όταν μια αντιπροσωπεία από την σικελική πόλη της Εγέστας, έφθασε στην Αθήνα και ζήτησε την βοήθεια του Δήμου στην αντιμετώπιση της απειλής που αποτελούσε ο Σελινούντας.Ο Αλκιβιάδης υποστήριξε με θέρμη την αίτηση των Εγεσταίων για βοήθεια, διαβλέποντας μία μοναδική ευκαιρία για να πετύχει η Αθήνα να γίνει η κυρίαρχη της Σικελίας. Και τις προηγούμενες δεκαετίες οι Αθηναίοι είχαν επιχειρήσει κάτι τέτοιο, αλλά η ομοθυμία των κατοίκων του νησιού στην απόκρουσή των βλέψεών τους, δεν τους επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ωστόσο η πρόσκληση των Εγεσταίων ήταν μια μοναδική ευκαιρία και ο Αλκιβιάδης ήταν αρκετά ευφυής για να αντιληφθεί ότι η κυριαρχία της Σικελίας θα επέτρεπε στους Αθηναίους όχι μόνο να κερδίσουν τον πόλεμο ενάντια στη Σπάρτη, αλλά και να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη!
Ήταν ένα μεγαλεπήβολο όραμα, αντάξιο ενός οραματιστή ηγέτη – ή ενός αθεράπευτου αιθεροβάμονα αμοραλιστή. Μάλλον προς το πρώτο κλίνει όποιος διαβάζει τα λόγια που βάζει ο Θουκυδίδης στο στόμα του Αλκιβιάδη, σε μια μεταγενέστερη ομιλία του, όταν πλέον τα πράγματα είχαν αλλάξει – όπως και η πόλη στην οποία προσέφερε τις υπηρεσίες του: «Πήγαμε στη Σικελία για να υποτάξουμε πρώτα απ’ όλα τους Σικελιώτες και μετά τους Ιταλιώτες και εν συνεχεία να δοκιμάσουμε να κατακτήσουμε την ηγεμονία των Καρχηδονίων και την ίδια την Καρχηδόνα. Και αν τα κατορθώναμε όλα αυτά ή τουλάχιστον τα περισσότερα, τότε είχαμε σκοπό να επιτεθούμε στην Πελοπόννησο, μεταφέροντας από εκεί όλες τις ελληνικές δυνάμεις που θα είχαν προστεθεί στις δικές μας, στρατολογώντας πολλούς μισθοφόρους, Ίβηρες και άλλους, όσοι θεωρούνται από τους εκεί βάρβαρους οι καλύτεροι πολεμιστές και ναυπηγώντας πολυάριθμα πολεμικά εκτός από τα δικά μας, αφού η Ιταλία έχει άφθονη ξυλεία. Με αυτά θα είχαμε αποκλείσει την Πελοπόννησο από παντού και ταυτόχρονα θα κάναμε επιθέσεις με το πεζικό ενάντια στης πόλεις, είτε για να τις κυριεύσουμε με έφοδο είτε για να τις αποκλείσουμε με τείχος και έτσι εύκολα να κατακτήσουμε την Πελοπόννησο. Μετά θα κυριαρχούσαμε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο».
ΜΙΑ ΑΝΑΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΙΑΜΒΟ
Αυτή, βεβαίως, δεν ήταν. Έτσι, οι κατήγοροι πέτυχαν να αναβάλλουν την λήψη απόφασης, προφασιζόμενοι ότι δεν θα ήταν καλό ενώ γίνονται οι ετοιμασίες για τη μεγαλύτερη υπερπόντια εκστρατεία που είχαν αναλάβει ποτέ οι Αθηναίοι, να γίνει μια δίκη που θα δημιουργούσε προβλήματα συνοχής του Δήμου. Η δίκη αναβλήθηκε για μετά την επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος, το οποίο αναχώρησε μέσα σε μία παλλαϊκή γιορτή, που όμοια της δεν είχε ξαναδεί η Αθήνα.Όμως ήδη από την επομένη της αναχώρησης του Αλκιβιάδη, άρχισε να εξυφαίνεται ένας νέος ιστός συνωμοσίας από τους ολιγαρχικούς. Αφού απέτυχαν να τον συνδέσουν με την βεβήλωση των Ερμαϊκών Στηλών, τον κατηγόρησαν για βεβήλωση των Ελευσίνιων Μυστηρίων και για προσπάθεια να ανατρέψει τη Δημοκρατία και πείθοντας τον Δήμο για το έγκυρο των κατηγοριών τους, έστειλαν την ιερή τριήρη της πόλης, τη Σαλαμινία, να τον φέρει πίσω στην Αθήνα για να δικαστεί.Αν και ο Αλκιβιάδης είχε συλλάβει ένα περίπλοκο σχέδιο, συνδυασμό πολιτικών και στρατιωτικών κινήσεων, για να πετύχει την υποταγή των Συρακουσών και στη συνέχεια ολόκληρης της Σικελίας, το σχέδιο δεν έμελλε να ευοδωθεί. Καθοδόν προς την Αθήνα ο Αλκιβιάδης, που ήταν βέβαιος ότι θα καταδικαζόταν σε θάνατο, απέδρασε και μετά από κάποιες περιπλανήσεις, έφθασε στην Σπάρτη. Είχε ήδη προλάβει να σαμποτάρει την προσπάθεια των Αθηναίων να καταλάβουν τη Μεσσήνη με τη βοήθεια των δημοκρατικών κατοίκων της πόλης. Πλέον οι Αθηναίοι είχαν έναν τρομερό αντίπαλο στην Σικελία: τον ίδιο τον εμπνευστή της εκστρατείας τους!
«ΠΡΟΔΟΣΙΑ» ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΚΑΜΨΗ
Το πόσο τρομερός αντίπαλος ήταν, φάνηκε ξεκάθαρα από την μετέπειτα πορεία των γεγονότων. Ο Αλκιβιάδης φτάνοντας στην Σπάρτη κατόρθωσε να πείσει τους εφόρους και τον Δάμο ότι θα ήταν προς το συμφέρον των Λακεδαιμονίων να στείλουν έναν ικανό στρατηγό επικεφαλής μιας – μικρής, έστω – δύναμης, για να συντονίσει τον αγώνα των αντι-αθηναϊκών δυνάμεων στην Σικελία. Παράλληλα, τους έδωσε την εξίσου πολύτιμη ιδέα της οχύρωσης της Δεκέλειας, ώστε να αποκτήσουν οι Σπαρτιάτες μία βάση μέσα στην ίδια την Αττική και να παρενοχλούν συνεχώς τους Αθηναίους από εκεί. Για να πείσει τους Σπαρτιάτες, χρησιμοποίησε και το λογύδριο που αναφέραμε παραπάνω και το οποίο αναφέρεται στις αθηναϊκές φιλοδοξίες – αν και ακριβέστερα θα ήταν αν ο Αλκιβιάδης είχε χρησιμοποιήσει πρώτο πρόσωπο, μια και αυτές φαίνεται να ήταν οι δικές του φιλοδοξίες.
Τώρα ο θυελλώδης ανιψιός του Περικλή είχε όμως μια άλλη φιλοδοξία: να κάνει το μεγαλύτερο δυνατό κακό στην πόλη του, που τόσο άστοργα του είχε φερθεί. Πέρα από τις εύστοχες συμβουλές του, που έφεραν την κατάρρευση των Αθηναίων στην Σικελία και την παταγώδη αποτυχία της μεγαλεπήβολης εκστρατείας, ο Αλκιβιάδης δεν παρέλειψε να δράσει υπέρ της Σπάρτης ακόμη πιο ενεργά: κατόρθωσε, επικεφαλής ενός σπαρτιατικού στολίσκου, να πείσει αρκετές ιωνικές πόλεις που ανήκαν στην αθηναϊκή συμμαχία, να αποσκιρτήσουν, ενώ συνέχισε να δίνει χρήσιμες συμβουλές στους εχθρούς της πόλης που τον γέννησε.Παρέμενε βεβαίως πάντα ο έκλυτος και ασύστολος Αλκιβιάδης, με αποτέλεσμα ούτε και στην Σπάρτη να κατορθώσει να μακροημερεύσει. Ένα θυελλώδες ειδύλλιο του με την σύζυγο του ενός εκ των δύο βασιλέων της Σπάρτης Άγη, οδήγησε του Λακεδαίμονες στην άρση της εμπιστοσύνης τους προς το πρόσωπό του. Μάλιστα, πιθανότατα προσπάθησαν και να τον σκοτώσουν, αλλά ο ικανότατος Αλκιβιάδης τους ξέφυγε και βρήκε καταφύγιο στην αυλή του σατράπη Τισσαφέρνη.
Αλλάζοντας ξανά πλευρά, ο Αλκιβιάδης προσπάθησε και εν μέρει τα κατάφερε, να πείσει τον Τισσαφέρνη (που μέχρι τότε χρηματοδοτούσε αφειδώς τους Σπαρτιάτες) να σταματήσει να ενισχύει τους αντίπαλους της Αθήνας. Ο Αλκιβιάδης θεωρούσε ότι με τη βοήθεια του Τισσαφέρνη, θα μπορούσε να εξασφαλίσει την αμνήστευση του στην Αθήνα – όπου είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο – και να αποκτήσει ξανά τη δύναμη που είχε στερηθεί.Με τη δύναμη των λόγων του κατάφερε όχι μόνο να χειριστεί τον Τισσαφέρνη, αλλά και να προσεγγίσει τους Αθηναίους που βρισκόταν με το στόλο στη Σάμο, στους οποίους πρότεινε να τον επαναφέρουν στην Αθήνα, εγκαθιστώντας παράλληλα ένα «αριστοκρατικό» πολίτευμα ή μια «περιορισμένη» δημοκρατία στην πόλη. Τους υποσχέθηκε άφθονο χρυσάφι από τα θησαυροφυλάκια του Τισσαφέρνη και τον περσικό στόλο του Αιγαίου – 147 τριήρεις – αν πετύχαιναν την ανάκλησή του.
Παρά τις αντιδράσεις κάποιων Αθηναίων (πρωτοστατούντος του Φρύνιχου) ο Αλκιβιάδης κατόρθωσε να πετύχει να κερδίσει ξανά την εύνοια των συμπολιτών του, οι οποίοι βρισκόταν στα όρια της απελπισίας μετά την καταστροφή της Σικελίας και με ισχυρές δυνάμεις Πελοπονησίων να κατέχουν την Δεκέλεια. Ωστόσο απέτυχε να κερδίσει και την ενεργή υποστήριξη του Τισσαφέρνη, που προτίμησε να παραμείνει ουδέτερος στην συνέχεια της εμφύλιας σύγκρουσης των Ελλήνων.
Αυτό κλόνισε την εμπιστοσύνη των Αθηναίων που συνωμοτούσαν με τον Αλκιβιάδη, όμως δεν τους εμπόδισε από το να προχωρήσουν με το σχέδιο τους και να εγκαθιδρύσουν ένα ολιγαρχικό καθεστώς σε αντικατάσταση της δημοκρατίας. Οι πράξεις του Αλκιβιάδη είχαν δημιουργήσει μία νέα πραγματικότητα ξανά, ωστόσο ο ίδιος παρέμενε μακριά από την Αθήνα και καταδικασμένος σε θάνατο.
Ένας αντίπαλος των «400», του νέου ολιγαρχικού πολιτεύματος της πόλης της Παλλάδας, ο Θρασύβουλος, ήταν εκείνος που έπεισε το εκστρατευτικό σώμα της Αθήνας στη Σάμο – το οποίο παρέμενε πιστό στη Δημοκρατία – να ψηφίσει υπέρ της επιστροφής του Αλκιβιάδη στην πόλη του.Ο Αλκιβιάδης είχε πετύχει το μισό στόχο του, αφού ακόμη η πόλη της Παλλάδας ήταν κλειστή για εκείνον. Ωστόσο η διόλου ευκαταφρόνητη αθηναϊκή δύναμη στη Σάμο θα μπορούσε να του προσφέρει το «όχημα» που χρειαζόταν για να επιστρέψει μετά δόξης και τιμής, όπως επιθυμούσε. Σύντομα εκλέχτηκε στρατηγός και λίγο μετά οι «400» ανατράπηκαν και ο Αλκιβιάδης είχε επιτέλους την ευκαιρία να επιστρέψει ξανά στην Αθήνα και να προσπαθήσει να διασώσει ότι ήταν δυνατό – ήδη οι τύχες του πολέμου έγερναν στην πλευρά της πελοποννησιακής συμμαχίας.Η επιστροφή του Αλκιβιάδη στην Αθήνα, έγινε μόλις το 407 π.Χ. μετά από κάποιες στρατιωτικές επιτυχίες του ως επικεφαλής του αθηναϊκού στόλου.
Ο Αλκιβιάδης σύντομα απέδρασε, ωστόσο η θέση του πλέον ήταν επισφαλής. Η επόμενη νίκη του ήταν στην Κύζικο, όπου ένα ακόμη ευφυές στρατήγημά του παρέσυρε τον σπαρτιατικό στόλο σε ναυμαχία την οποία οι Αθηναίοι κέρδισαν πανηγυρικά, καταστρέφοντας το σύνολο σχεδόν του σπαρτιατικού στόλου. Σε αυτό το σημείο οι Σπαρτιάτες έσπευσαν να ζητήσουν ειρήνη από τους Αθηναίους, την οποία οι τελευταίοι αλαζονικά απέρριψαν. Θεωρούσαν ότι πλέον οι τύχες του πολέμου είχαν ξανά αλλάξει – έκαναν όμως τραγικό λάθος.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Οι στρατιωτικές και πολιτικές επιτυχίες του Αλκιβιάδη συνεχίζονταν. Στην Σελύμβρια κατόρθωσε να επιβάλλει ένα φιλοαθηναϊκό καθεστώς και να εντάξει στην πόλη στην αθηναϊκή συμμαχία, ενώ παρόμοια ήταν και η τύχη του Βυζαντίου. Μετά και από αυτήν την επιτυχία, που έδειχνε να σταθεροποιεί την αθηναϊκή κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή του Ελλησπόντου όπου είχε μεταφερθεί το θέατρο των επιχειρήσεων της εμφύλιας διαμάχης, ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου έγινε δεκτός με τιμές από τους συμπολίτες του που λίγα χρόνια πριν τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο.
Ότι είχε όμως χτίσει με τόση προσοχή και σωρεία νικών, γκρεμίστηκε εν μία νυκτί από την αποκοτιά του ύπαρχου του, του Αντίοχου, τον οποίο ο Αλκιβιάδης είχε αφήσει ως επικεφαλής του αθηναϊκού στόλου στη θέση του ενώ εκείνος προσπαθούσε να βοηθήσει στην πολιορκία της Φώκαιας. Στο Νότιο, ο Αντίοχος παρά τις ρητές διαταγές του Αλκιβιάδη, προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον στόλο των Σπαρτιατών, που τώρα είχαν επικεφαλής τον ικανότατο Λύσανδρο. Ο Αντίοχος απέτυχε παταγωδώς, οι Αθηναίοι υπέστησαν πανωλεθρία, την οποία χρεώθηκε άδικα ο Αλκιβιάδης, που βρέθηκε για μία ακόμη φορά κατηγορούμενος. Οι Αθηναίοι αισθάνονταν προδομένοι, μάλλον από τις ίδιες τους τις προσδοκίες παρά από τον αμφίθυμο συμπατριώτη τους και του αφαίρεσαν την στρατηγία. Μαζί με τον Αλκιβιάδη εξέπεσαν των αξιωμάτων τους και οι τρεις ικανότεροι στρατιωτικοί διοικητές που διέθετε η Αθήνα, οι Θρασύβουλος, Κριτίας και Θηραμένης.
Ο Αλκιβιάδης δεν μπορούσε πλέον να παραμείνει στην Αθήνα. Μετέβη στην Θράκη, όπου κατοίκησε μόνιμα. Θα είχε μία τελευταία ευκαιρία να επανακάμψει, όταν ο αθηναϊκός στόλος ναυλοχούσε στην περιοχή Αιγός Ποταμοί. Προσέφερε τη βοήθεια του, δυνάμεις Θρακών (είχε παντρευτεί την κόρη ενός Θράκα ηγεμόνα) και σύστησε στους Αθηναίους στρατηγούς να βρουν ένα ασφαλέστερο αγκυροβόλιο, στη Σηστό. Οι προτάσεις του απορρίφθηκαν και λίγες μέρες αργότερα ο στόλος του Λύσανδρου θα κατέστρεφε τον αθηναϊκό και ουσιαστικά θα τερμάτιζε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Φοβούμενος ξανά για την ζωή του και ποθώντας ακόμη και σε αυτήν την ώρα να παίξει κυρίαρχο ρόλο στα ελληνικά πράγματα, ο Αλκιβιάδης κατέφυγε στον σατράπη Αρταξέρξη, τη βοήθεια του οποίου προσπάθησε να εξασφαλίσει ενάντια στην Σπάρτη. Οι Λακεδαίμονες όμως είχαν το νου τους και ήλθαν σε επαφή με τον Φαρνάβαζο, ο οποίος έστειλε δολοφόνους εναντίον του. Ενώ προετοιμαζόταν για να επισκεφθεί την αυλή του ίδιου του Μεγάλου Βασιλιά και να θέσει τις ρητορικές του ικανότητες στην υπέρτατη δοκιμασία τους, ο Αλκιβιάδης δολοφονήθηκε από τους άνδρες του Φαρνάβαζου.
Ήταν ένας άδοξος θάνατος για την πιο αινιγματική προσωπικότητα του αρχαίου κόσμου, έναν άνθρωπο που επηρέασε την αρχαία ιστορία όσο ελάχιστοι άλλοι.