[410d] Ἀγριότητός τε καὶ σκληρότητος, καὶ αὖ μαλακίας τε καὶ ἡμερότητος, ἦν δ᾽ ἐγώ—Ἔγωγε, ἔφη· ὅτι οἱ μὲν γυμναστικῇ ἀκράτῳ χρησάμενοι ἀγριώτεροι τοῦ δέοντος ἀποβαίνουσιν, οἱ δὲ μουσικῇ μαλακώτεροι αὖ γίγνονται ἢ ὡς κάλλιον αὐτοῖς.
Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τό γε ἄγριον τὸ θυμοειδὲς ἂν τῆς φύσεως παρέχοιτο, καὶ ὀρθῶς μὲν τραφὲν ἀνδρεῖον ἂν εἴη, μᾶλλον δ᾽ ἐπιταθὲν τοῦ δέοντος σκληρόν τε καὶ χαλεπὸν γίγνοιτ᾽ ἄν, ὡς τὸ εἰκός.
Δοκεῖ μοι, ἔφη.
[410e] Τί δέ; τὸ ἥμερον οὐχ ἡ φιλόσοφος ἂν ἔχοι φύσις, καὶ μᾶλλον μὲν ἀνεθέντος αὐτοῦ μαλακώτερον εἴη τοῦ δέοντος, καλῶς δὲ τραφέντος ἥμερόν τε καὶ κόσμιον;
Ἔστι ταῦτα.
Δεῖν δέ γέ φαμεν τοὺς φύλακας ἀμφοτέρα ἔχειν τούτω τὼ φύσει.
Δεῖ γάρ.
Οὐκοῦν ἡρμόσθαι δεῖ αὐτὰς πρὸς ἀλλήλας;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Καὶ τοῦ μὲν ἡρμοσμένου σώφρων τε καὶ ἀνδρεία ἡ [411a] ψυχή;
Πάνυ γε.
Τοῦ δὲ ἀναρμόστου δειλὴ καὶ ἄγροικος;
Καὶ μάλα.
Οὐκοῦν ὅταν μέν τις μουσικῇ παρέχῃ καταυλεῖν καὶ καταχεῖν τῆς ψυχῆς διὰ τῶν ὤτων ὥσπερ διὰ χώνης ἃς νυνδὴ ἡμεῖς ἐλέγομεν τὰς γλυκείας τε καὶ μαλακὰς καὶ θρηνώδεις ἁρμονίας, καὶ μινυρίζων τε καὶ γεγανωμένος ὑπὸ τῆς ᾠδῆς διατελῇ τὸν βίον ὅλον, οὗτος τὸ μὲν πρῶτον, εἴ τι θυμοειδὲς εἶχεν, ὥσπερ σίδηρον ἐμάλαξεν καὶ χρήσιμον [411b] ἐξ ἀχρήστου καὶ σκληροῦ ἐποίησεν· ὅταν δ᾽ ἐπέχων μὴ ἀνιῇ ἀλλὰ κηλῇ, τὸ δὴ μετὰ τοῦτο ἤδη τήκει καὶ λείβει, ἕως ἂν ἐκτήξῃ τὸν θυμὸν καὶ ἐκτέμῃ ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς καὶ ποιήσῃ «μαλθακὸν αἰχμητήν.»
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Καὶ ἐὰν μέν γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐξ ἀρχῆς φύσει ἄθυμον λάβῃ, ταχὺ τοῦτο διεπράξατο· ἐὰν δὲ θυμοειδῆ, ἀσθενῆ ποιήσας τὸν θυμὸν ὀξύρροπον ἀπηργάσατο, ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενόν [411c] τε καὶ κατασβεννύμενον. ἀκράχολοι οὖν καὶ ὀργίλοι ἀντὶ θυμοειδοῦς γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳ.
Κομιδῇ μὲν οὖν.
Τί δὲ ἂν αὖ γυμναστικῇ πολλὰ πονῇ καὶ εὐωχῆται εὖ μάλα, μουσικῆς δὲ καὶ φιλοσοφίας μὴ ἅπτηται; οὐ πρῶτον μὲν εὖ ἴσχων τὸ σῶμα φρονήματός τε καὶ θυμοῦ ἐμπίμπλαται καὶ ἀνδρειότερος γίγνεται αὐτὸς αὑτοῦ;
Καὶ μάλα γε.
Τί δὲ ἐπειδὰν ἄλλο μηδὲν πράττῃ μηδὲ κοινωνῇ Μούσης [411d] μηδαμῇ; οὐκ εἴ τι καὶ ἐνῆν αὐτοῦ φιλομαθὲς ἐν τῇ ψυχῇ, ἅτε οὔτε μαθήματος γευόμενον οὐδενὸς οὔτε ζητήματος, οὔτε λόγου μετίσχον οὔτε τῆς ἄλλης μουσικῆς, ἀσθενές τε καὶ κωφὸν καὶ τυφλὸν γίγνεται, ἅτε οὐκ ἐγειρόμενον οὐδὲ τρεφόμενον οὐδὲ διακαθαιρομένων τῶν αἰσθήσεων αὐτοῦ;
Οὕτως, ἔφη.
Μισόλογος δὴ οἶμαι ὁ τοιοῦτος γίγνεται καὶ ἄμουσος, καὶ πειθοῖ μὲν διὰ λόγων οὐδὲν ἔτι χρῆται, βίᾳ δὲ καὶ [411e] ἀγριότητι ὥσπερ θηρίον πρὸς πάντα διαπράττεται, καὶ ἐν ἀμαθίᾳ καὶ σκαιότητι μετὰ ἀρρυθμίας τε καὶ ἀχαριστίας ζῇ.
Παντάπασιν, ἦ δ᾽ ὅς, οὕτως ἔχει.
Ἐπὶ δὴ δύ᾽ ὄντε τούτω, ὡς ἔοικε, δύο τέχνα θεὸν ἔγωγ᾽ ἄν τινα φαίην δεδωκέναι τοῖς ἀνθρώποις, μουσικήν τε καὶ γυμναστικὴν ἐπὶ τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ φιλόσοφον, οὐκ ἐπὶ ψυχὴν καὶ σῶμα, εἰ μὴ εἰ πάρεργον, ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἐκείνω, ὅπως [412a] ἂν ἀλλήλοιν συναρμοσθῆτον ἐπιτεινομένω καὶ ἀνιεμένω μέχρι τοῦ προσήκοντος.
Καὶ γὰρ ἔοικεν, ἔφη.
Τὸν κάλλιστ᾽ ἄρα μουσικῇ γυμναστικὴν κεραννύντα καὶ μετριώτατα τῇ ψυχῇ προσφέροντα, τοῦτον ὀρθότατ᾽ ἂν φαῖμεν εἶναι τελέως μουσικώτατον καὶ εὐαρμοστότατον, πολὺ μᾶλλον ἢ τὸν τὰς χορδὰς ἀλλήλαις συνιστάντα.
Εἰκότως γ᾽, ἔφη, ὦ Σώκρατες.
Οὐκοῦν καὶ ἐν τῇ πόλει ἡμῖν, ὦ Γλαύκων, δεήσει τοῦ τοιούτου τινὸς ἀεὶ ἐπιστάτου, εἰ μέλλει ἡ πολιτεία σῴζεσθαι;
[412b] Δεήσει μέντοι ὡς οἷόν τέ γε μάλιστα.
Οἱ μὲν δὴ τύποι τῆς παιδείας τε καὶ τροφῆς οὗτοι ἂν εἶεν. χορείας γὰρ τί ἄν τις διεξίοι τῶν τοιούτων καὶ θήρας τε καὶ κυνηγέσια καὶ γυμνικοὺς ἀγῶνας καὶ ἱππικούς; σχεδὸν γάρ τι δῆλα δὴ ὅτι τούτοις ἑπόμενα δεῖ αὐτὰ εἶναι, καὶ οὐκέτι χαλεπὰ εὑρεῖν.
Ἴσως, ἦ δ᾽ ὅς, οὐ χαλεπά.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ· τὸ δὴ μετὰ τοῦτο τί ἂν ἡμῖν διαιρετέον εἴη; ἆρ᾽ οὐκ αὐτῶν τούτων οἵτινες ἄρξουσί τε καὶ ἄρξονται;
[412c] Τί μήν;
Οὐκοῦν ὅτι μὲν πρεσβυτέρους τοὺς ἄρχοντας δεῖ εἶναι, νεωτέρους δὲ τοὺς ἀρχομένους, δῆλον;
Δῆλον.
Καὶ ὅτι γε τοὺς ἀρίστους αὐτῶν;
Καὶ τοῦτο.
Οἱ δὲ γεωργῶν ἄριστοι ἆρ᾽ οὐ γεωργικώτατοι γίγνονται;
Ναί.
Νῦν δ᾽, ἐπειδὴ φυλάκων αὐτοὺς ἀρίστους δεῖ εἶναι, ἆρ᾽ οὐ φυλακικωτάτους πόλεως;
Ναί.
Οὐκοῦν φρονίμους τε εἰς τοῦτο δεῖ ὑπάρχειν καὶ δυνατοὺς καὶ ἔτι κηδεμόνας τῆς πόλεως;
[412d] Ἔστι ταῦτα.
Κήδοιτο δέ γ᾽ ἄν τις μάλιστα τούτου ὃ τυγχάνοι φιλῶν.
Ἀνάγκη.
Καὶ μὴν τοῦτό γ᾽ ἂν μάλιστα φιλοῖ, ᾧ συμφέρειν ἡγοῖτο τὰ αὐτὰ καὶ ἑαυτῷ καὶ [ὅταν μάλιστα] ἐκείνου μὲν εὖ πράττοντος οἴοιτο συμβαίνειν καὶ ἑαυτῷ εὖ πράττειν, μὴ δέ, τοὐναντίον.
Οὕτως, ἔφη.
Ἐκλεκτέον ἄρ᾽ ἐκ τῶν ἄλλων φυλάκων τοιούτους ἄνδρας, οἳ ἂν σκοποῦσιν ἡμῖν μάλιστα φαίνωνται παρὰ πάντα τὸν [412e] βίον, ὃ μὲν ἂν τῇ πόλει ἡγήσωνται συμφέρειν, πάσῃ προθυμίᾳ ποιεῖν, ὃ δ᾽ ἂν μή, μηδενὶ τρόπῳ πρᾶξαι ἂν ἐθέλειν.
Ἐπιτήδειοι γάρ, ἔφη.
Δοκεῖ δή μοι τηρητέον αὐτοὺς εἶναι ἐν ἁπάσαις ταῖς ἡλικίαις, εἰ φυλακικοί εἰσι τούτου τοῦ δόγματος καὶ μήτε γοητευόμενοι μήτε βιαζόμενοι ἐκβάλλουσιν ἐπιλανθανόμενοι δόξαν τὴν τοῦ ποιεῖν δεῖν ἃ τῇ πόλει βέλτιστα.
Τίνα, ἔφη, λέγεις τὴν ἐκβολήν;
Ἐγώ σοι, ἔφην, ἐρῶ. φαίνεταί μοι δόξα ἐξιέναι ἐκ διανοίας ἢ ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως, ἑκουσίως μὲν ἡ ψευδὴς [413a] τοῦ μεταμανθάνοντος, ἀκουσίως δὲ πᾶσα ἡ ἀληθής.
Τὸ μὲν τῆς ἑκουσίου, ἔφη, μανθάνω, τὸ δὲ τῆς ἀκουσίου δέομαι μαθεῖν.
Τί δέ; οὐ καὶ σὺ ἡγῇ, ἔφην ἐγώ, τῶν μὲν ἀγαθῶν ἀκουσίως στέρεσθαι τοὺς ἀνθρώπους, τῶν δὲ κακῶν ἑκουσίως; ἢ οὐ τὸ μὲν ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας κακόν, τὸ δὲ ἀληθεύειν ἀγαθόν; ἢ οὐ τὸ τὰ ὄντα δοξάζειν ἀληθεύειν δοκεῖ σοι εἶναι;
Ἀλλ᾽, ἦ δ᾽ ὅς, ὀρθῶς λέγεις, καί μοι δοκοῦσιν ἄκοντες ἀληθοῦς δόξης στερίσκεσθαι.
***
[410d] Νά· για την αγριότητα και τη σκληρότητα των πρώτων, για τον μαλακό και ήμερο χαρακτήρα των άλλων.
Πραγματικώς το παρατήρησα κι εγώ πως όσοι επιδοθούν αποκλειστικά στη γυμναστική καταντούν πιο άγριοι απ᾽ όσο πρέπει, κι όσοι πάλι στη μουσική, πιο μαλακοί απ᾽ ό,τι τους αρμόζει.
Και μολαταύτα αυτό το άγριο δεν μπορεί να προέρχεται παρά από μια φύση ορμητική και φλογερή, που αν καλλιεργηθεί όπως πρέπει θα γίνει αντρεία, ενώ, αν το παρατεντώσει πιότερο απ᾽ ό,τι πρέπει, θα καταντήσει, φυσικά, σε σκληρότητα και βαναυσότητα.
Έτσι μου φαίνεται.
[410e] Την ημερότητα πάλι, δεν την έχει έμφυτη η φιλοσοφική φύση; που αν χαλαρωθεί περισσότερο απ᾽ ό,τι πρέπει καταντά σε μαλθακότητα, ενώ αν καλλιεργηθεί σωστά γίνεται πραγματική ημέρωση και ανθρωπιά;
Έτσι είναι.
Είπαμε όμως πως οι φρουροί μας πρέπει να έχουν και τις δυο αυτές φύσεις.
Πρέπει βέβαια.
Ανάγκη λοιπόν να είναι συνδυασμένες αρμονικά μεταξύ τους.
Πώς όχι;
Και ο αρμονικός αυτός συνδυασμός κάνει την ψυχή εγκρατή [411a] και ανδρεία.
Μάλιστα.
Ενώ, όπου λείπει αυτή η αρμονία, γίνεται η ψυχή άθλια και βάναυση;
Και πολύ μάλιστα.
Όταν λοιπόν παραδίνει κανείς την ψυχή του στη μουσική, να του την καταμαγεύει και όλο να της χύνει μέσ᾽ από τ᾽ αυτιά σα μέσ᾽ από χωνί τις γλυκιές εκείνες και μαλακές και κλαψιάρικες αρμονίες που λέγαμε, και να περνά όλη του τη ζωή τραγουδώντας και συνεπαρμένος από την ευχαρίστηση του τραγουδιού, αυτός στην αρχή, αν είχε μέσα του τίποτα δυνατές ορμές, αρχίζει να τις μαλακώνει, σαν το σίδερο στη φωτιά, που [411b] από σκληρό κι αδούλευτο το κάνει ευκολομεταχείριστο· μ᾽ αν εξακολουθεί, χωρίς να σταματά, να παραδίνεται στη γοητεία της, από κει και πέρα αρχίζει να λιώνει και να στάζει σιγά σιγά, ώσπου ν᾽ απολιώσει εκείνη η πρώτη ορμή της ψυχής του, σα να της έκοψαν σύρριζα τα νεύρα, και καταντήσει πραγματικώς μαλθακός αιχμητής.
Και πολύ μάλιστα.
Αν λοιπόν τώρα τον βρει εξαρχής μικρόψυχο από φυσικού του, δεν θ᾽ αργήσει νά ᾽ρθει μια ώρ᾽ αρχύτερα αυτό το αποτέλεσμα· αν απεναντίας ορμητικό, εξασθενίζει την ορμητικότητά του και τον κάνει αράθυμο, που από ένα παραμικρό να ερεθίζεται [411c] και πάλι να κατευνάζεται. Και αντί γενναίος που ήταν, να έχει καταντήσει οξύθυμος και ευερέθιστος, και γενικά δύστροπος και ασυμβίβαστος.
Έτσι ακριβώς είναι.
Μα τί θα γίνει πάλι, αν υπερβολικά κοπιάζει με τη γυμναστική και υπερβολικά θρέφεται, αδιαφορεί όμως ολωσδιόλου για τη μουσική του μόρφωση και τη φιλοσοφία; Επειδή θα αισθάνεται πιο δυναμωμένο το σώμα του, δεν θα είναι στην αρχή γεμάτος αυτοπεποίθηση και τόλμη και δεν θα νιώθει τον εαυτό του αντρειότερο κι απ᾽ ό,τι είναι;
Και πολύ μάλιστα.
Όμως τί; όταν εξακολουθήσει να μην κάνει τίποτε άλλο και να μην έχει καμιά επικοινωνία με τη Μούσα [411d] η ψυχή του, κι αν είχε κάποια φιλομάθεια πριν, επειδή θα μένει άγευτη από κάθε μάθηση και έρευνα, αμέτοχη σε κάθε επιστημονική συζήτηση και γενικά σε κάθε άλλη ανώτερη μόρφωση, δε θ᾽ αρχίσει ν᾽ αδυνατίζει και δε θα καταντήσει κουφή και τυφλή, αφού τίποτε δε θα την ξεσηκώνει και μεστώνει και καθαρίζει τις αισθήσεις του;
Αυτό μάλιστα θα γίνει.
Εχθρός λοιπόν του λόγου και άμουσος νομίζω πως καταντά ο τέτοιος, κι ουδέ ζητά πια να πείσει κανένα με το καλό και τα λόγια, αλλά [411e] μεταχειρίζεται, σα να ήταν θηρίο, τη βία και το άγριο με όλους και ζει μέσα στην αμάθεια και την προστυχιά, χωρίς τον παραμικρό ρυθμό και χάρη στη ζωή του.
Πραγματικώς, είναι έτσι όπως το λες.
Θα μπορούσα να ᾽λεγα λοιπόν εγώ πως ένας θεός χάρισε στους ανθρώπους τις δυο αυτές τέχνες, τη μουσική και τη γυμναστική, όχι τη μια για την ψυχή και την άλλη για το σώμα (εκτός αν ίσως έτσι πάρεργα) αλλά καθώς φαίνεται για τα δυο εκείνα στοιχεία της ψυχής, το ορμητικό και το φιλοσοφικό, για να [412a] τεντώνουν ή να χαλαρώνουν ως το βαθμό που χρειάζεται, κι έτσι να συνδυάζονται, αρμονικά μεταξύ τους.
Κι αλήθεια έτσι φαίνεται.
Εκείνος λοιπόν που συνδυάζει καλύτερα τη γυμναστική με τη μουσική και τις εφαρμόζει με το πιο σωστό μέτρο στην ψυχή, αυτός χωρίς άλλο θ᾽ άξιζε να ονομαστεί ο τέλειος μουσικός και ο αληθινός κάτοχος της τέχνης της αρμονίας, πολύ περισσότερο παρά εκείνος που ξέρει να κορδίζει ένα όργανο.
Και πολύ φυσικά.
Δε θα χρειαστεί λοιπόν, Γλαύκων, να έχει πάντα έναν τέτοιον επικεφαλής και η πολιτεία μας, αν θέμε να μην κινδυνεύει να χαθεί;
[412b] Θα χρειαστεί και πάρα πολύ μάλιστα.
Αυτοί λοιπόν περίπου θα είναι οι τύποι της παιδείας και της ανατροφής των νέων μας. Γιατί τί να καθόμαστε τώρα να παίρνομε γραμμή χορούς και κυνήγια και παγάνες και γυμνικούς και ιππικούς αγώνες; Είναι φανερό πως και γι᾽ αυτά τον ίδιο δρόμο θα πρέπει ν᾽ ακολουθήσομε και καμιά δυσκολία πια δεν παρουσιάζουν.
Καμιά ίσως δυσκολία.
Επιλογή των αρχόντων της πολιτείαςΈστω. Κι ύστερα απ᾽ αυτά, τί ζήτημα θα είχαμε λοιπόν τώρα να καθαρίσομε; Δε θα ᾽πρεπε ίσως να εξετάσομε ποιοί απ᾽ αυτούς θα κυβερνούν και ποιοί θα υπακούουν;
[412c] Πώς όχι;
Δεν είναι τάχα φανερό πως άρχοντες πρέπει να είναι οι μεγαλύτεροι, και υπήκοοι οι νεότεροι;
Φανερό.
Και από τους μεγαλύτερους πάλι οι καλύτεροι;
Κι αυτό.
Από τους γεωργούς καλύτεροι δεν είναι εκείνοι που κατέχουν στην εντέλεια τη δουλειά τους;
Μάλιστα. Αφού λοιπόν και εκείνοι πρέπει να είναι οι καλύτεροι από τους φρουρούς, δεν πρέπει να κατέχουν στην εντέλεια τη δουλειά του φρουρού της πολιτείας;
Και βέβαια.
Δεν πρέπει λοιπόν να έχουν και τη φρόνηση που χρειάζεται γι᾽ αυτό το πράγμα, μα εκτός απ᾽ αυτό και μεγάλο ζήλο για το καλό της πολιτείας;
[412d] Εννοείται.
Και βέβαια θα έχει κανείς μεγαλύτερο ζήλο για ένα πράγμα που το αγαπά.
Πώς αλλιώς;
Θα αγαπούσε όμως περισσότερο κανείς ένα πράγμα που θα ήξερε πως έχει κοινά συμφέροντα μαζί του, και θα πίστευε πως η ευτυχία εκείνου θα ήταν και δική του ευτυχία, καθώς και το εναντίο.
Έτσι είναι.
Πρέπει λοιπόν να διαλέξομε ανάμεσα απ᾽ όλους τους φρουρούς εκείνους που, αφού καλά εξετάσομε, θα βρούμε πως σ᾽ όλη τους [412e] τη ζωή κάνουν μ᾽ όλη τους την προθυμία μόνον ό,τι νομίσουν πως συμφέρει για την πολιτεία και με κανένα τρόπο δεν εννοούν να κάμουν ό,τι δεν είναι συμφέρο της.
Αυτοί πραγματικώς θα μας χρειάζονταν.
Μου φαίνεται λοιπόν πως πρέπει να τους παρακολουθήσομε σ᾽ όλες τις ηλικίες, αν είναι ικανοί να φυλάγουν αυτή την αρχή, χωρίς κανένας πειρασμός και καμιά βία να τους κάμει να την βγάλουν απ᾽ το νου τους και να ξεχάσουν πως πρέπει να κάνουν πάντα ό,τι είναι το καλύτερο για την πολιτεία.
Και πώς λες πως τη βγάζουν απ᾽ το νου τους;
Θα σου το εξηγήσω. Μου φαίνεται πως βγαίνει μια ιδέα από το νου μας είτε θεληματικά, είτε αθέλητά μας. Θεληματικά, [413a] όταν μας δώσουν να καταλάβομε πως ήταν ψεύτικη· ενώ μιαν αληθινή την παρατούμε όχι με τη θέλησή μας.
Το πρώτο το καταλαβαίνω· το χωρίς τη θέλησή μας όμως χρειάζεται να το καταλάβω.
Και πώς; δεν παραδέχεσαι και ο ίδιος πως τα αγαθά τα στερούνται οι άνθρωποι όχι με τη θέληση τους, ενώ τα κακά μ᾽ όλη τους την ευχαρίστηση; Ή δεν είναι κακό ν᾽ απαρνιέται κανείς την αλήθεια, και καλό να την έχει πάντα δική του; Και δεν είναι πάντα δική του, όταν έχει σωστή ιδέα για όλα τα πράγματα;
Μα δίκιο έχεις βέβαια, και το παραδέχομαι, πως αθέλητά τους οι άνθρωποι χάνουν μιαν ορθή ιδέα.