Ο ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΕΛΛΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Η ΕΞΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΕΣΤΕΜΜΕΝΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Σε δυσχερή θέση ο Κλεομένης το έτος 222, εστράφη προς βοήθεια στον Πτολεμαίο, ο οποίος όμως φοβούμενος τις επαναστατικές ιδέες του Σπαρτιάτου βασιλέως, υπεσχέθη βοήθεια μόνο με την συμφωνία ότι προηγουμένως θα του στείλει ο Κλεομένης ως ομήρους τη μητέρα του Κρατησίκλεια και τα παιδιά του. Η γενναία γυναίκα ωστόσο, όταν άκουσε την απαίτηση του μονάρχου της Αιγύπτου, ενεψύχωσε η ίδια τον υιό της και επεβιβάσθη υπερηφάνως στο αιγυπτιακό πλοίο που ανέμενε στο Ταίναρο, σίγουρη ότι προσέφερε έτσι τον εαυτό της για την σωτηρία της Σπάρτης. Συγκινητική περιγραφή κάνει ο Πλούταρχος, ενώ ο νεώτερος ποιητής μας Καβάφης της έχει αφιερώσει ένα γνωστό ποίημά του:
Εν Σπάρτηι
Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε-
δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει
προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος
για εγγύησιν της συμφωνίας των ν' αποσταλεί κι αυτή
εις Αίγυπτον και να φυλάττεται•
λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα.
Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει• κι όλο δίσταζε.
Κι όλο άρχιζε να λέγει• κι όλο σταματούσε.
Μα η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε
(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί.
Και γέλασε• κ' είπε βεβαίως πιαίνει.
Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε νάναι
στο γήρας της οφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.
Όσο για την ταπείνωσι - μα αδιαφορούσε.
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός
να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός•
όθεν κ' η απαίτησίς του δεν μπορούσε
πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν
Επιφανή ως αυτήν• Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.
(Κωνσταντίνος Π. Καβάφης)
Το θέρος του ιδίου έτους, ο βασιλεύς των Μακεδόνων Αντίγονος Δώσων και ο στρατηγός των Αχαιών Φιλοποίμην, επικεφαλής 30.000 ανδρών με ανάμεσά τους Αγριάνες, Βοιωτούς, Ηπειρώτες, Ακαρνάνες, Ιλλυριούς, ακόμη και Γαλάτες, εβάδισαν από το Άργος, εναντίον της Σπάρτης και, προς αντιμετώπισή τους, ο Κλεομένης κατέλαβε τα στενά της Σελλασίας επικεφαλής περίπου 10.000 ανδρών τους οποίους παρέταξε στους εκεί δύο λόφους Εύαν και Όλυμπο. Για να μπορέσει να παρατάξει αυτό τον σημαντικό αριθμό ανδρών απέναντι στη μεγάλη στρατιά των εισβολέων, εξ ανάγκης πλέον, αρκετοί από τους άνδρες του ήσαν μισθοφόροι (μόνον 6.000 αναφέρονται οι τακτικοί Λακεδαιμόνιοι οπλίτες και ιππείς). Η μάχη που ακολούθησε, υπήρξε σκληρή και φονική. Συμφώνως προς μία εκδοχή, ο αδελφός του Κλεομένους βασιλεύς Ευκλείδας, ηγούμενος του ενός κέρατος του σπαρτιατικού στρατού που κατείχε τον λόφο Εύαν, επέτρεψε ανοήτως στους εχθρούς του ν’ αναρριχηθούν έως την κορυφή του λόφου προτού τους κτυπήσει, με αποτέλεσμα να κατασφαγούν οι περικυκλωμένοι άνδρες του και ο ίδιος να αιχμαλωτισθεί. Παρά τον ηρωϊκό αγώνα του Κλεομένους, και το δικό του κέρας ηττήθη κατά κράτος μετά την απόπειρά του να βοηθήσει τους αποκλεισμένους άνδρες του στον απέναντι λόφο, εγκαταλείποντας την οχυρά θέση του και επιτιθέμενος κατά του κυρίως όγκου της εχθρικής παρατάξεως, ενάντια στη Μακεδονική Φάλαγγα. Εκεί, ενώ συνεπλέκοντο οι Σπαρτιάτες αγρίως, και σε αρκετές περιπτώσεις νικηφόρα με την φοβερή Μακεδονική Φάλαγγα, την οποία είχαν υποχρεώσει να υποχωρήσει γύρω στα πέντε στάδια, εδέχθησαν την ταυτόχρονη πλάγια σαρωτική επίθεση του πολυαρίθμου, άνω των 1.200 ανδρών, ιππικού των εισβολέων και των νικητών του λόφου Εύα στα νώτα τους, διέλυσαν τις γραμμές τους και κατεσφάγησαν. Ο Φύλαρχος πάντως, σε μία εντελώς διαφορετική εκδοχή, απέδωσε την ήττα της Σελλασίας σε προδοσία κατά του Κλεομένους. Συμφώνως προς αυτή την εκδοχή, ο Αντίγονος είχε δωροδοκήσει τον αρχηγό των ανιχνευτών του σπαρτιατικού στρατού, κάποιον Δαμοκλή ή Δαμοτέλη («ΤΟΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΡΥΠΤΕΙΑΣ ΤΕΤΑΓΜΕΝΟΝ»), που είχε δώσει λανθασμένες πληροφορίες στους δύο βασιλείς για τις πραγματικές θέσεις και αριθμούς των εχθρών, και ο Ευκλείδας περιεκυκλώθη πολύ αργότερα, ενώ ήδη δηλαδή ο Κλεομένης συνεκρούετο με τον κύριο όγκο των Μακεδόνων.
Όταν πάντως έπεσε η νύκτα, με μόνον 200 από τους 6.000 Λακεδαιμονίους να έχουν επιζήσει, ο Κλεομένης επέστρεψε με ελαχίστους ιππείς στην Σπάρτη και συνεβούλευσε τους συμπολίτες του να μην αντισταθούν στους εισβολείς για ν’ αποφευχθεί ο πλήρης αφανισμός της Σπάρτης από προσώπου γής. Εν συνεχεία, μέσω Γυθείου, διέφυγε με τους στενούς συγγενείς και συνεργάτες του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αναζητώντας την βοήθεια του βασιλέως Πτολεμαίου του Γ, του επονομαζομένου «Ευεργέτου», ο οποίος ήταν δεδηλωμένος εχθρός του Αντιγόνου.
Ο τελευταίος αυτός, μαζί με τον υπέρφρονα Άρατο, ο οποίος φορούσε και αυτός βασιλική πορφύρα, έφθασε μπροστά στην Σπάρτη και έστειλε κήρυκα απαιτώντας να του παραδοθεί η πόλη άνευ όρων. Κανείς ωστόσο στην ατείχιστη Σπάρτη δεν ετόλμα να κάνει την ταπεινωτική παράδοση. Κάποιοι ελάχιστοι πολεμιστές μάλιστα, πολλοί εκ των οποίων νεαρά παιδιά και υπέργηροι, εξήλθαν με το δόρυ στο χέρι και εστάθησαν σε παράταξη στην περίμετρο της πόλεως, για μίαν ακόμη φορά, όπως και επί Αγησιλάου και Αρχιδάμου, αυτή την φορά όμως, όχι για να πολεμήσουν αλλά για να πεθάνουν ελεύθεροι. Η Σπάρτη θα πέθαινε ορθή, δίχως την ταπείνωση μίας παραδόσεως. Όντως, οι Μακεδόνες έκαμαν την επίθεσή τους και οι τελευταίοι υπερασπιστές της Σπάρτης έπεσαν στην θέση τους, πιστοί στο ότι μόνον επάνω από νεκρούς Σπαρτιάτες περνά ο εχθρός. Η πόλη, για πρώτη φορά στην Ιστορία της, κατελήφθη από ξένο στρατό.
Ωστόσο ο νικητής Αντίγονος Δώσων, που έπασχε από φυματίωση, έπαθε κρίση με αιμόπτυση αμέσως μόλις εισήλθε στη Σπάρτη και, φοβούμενος μήπως προκαλεί τους επιχωρίους Θεούς, απέφυγε να προβεί σε βιαιότητες. Αντιθέτως μάλιστα, οργάνωσε εξευμενιστικές και ευχαριστήριες θυσίες στους Ναούς της Σπάρτης σε συνεργασία με τους ολίγους μακεδονόφρονες της πόλεως και απεχώρησε αυθημερόν, επειδή οι Ιλλυριοί είχαν εισβάλει στη Μακεδονία, αφού προηγουμένως είχε εγκαταστήσει ισχυρή φρουρά υπό τον Βοιωτό Βραχύλη. Ο Βραχύλης, εξουσιοδοτημένος υπό του Αντιγόνου, κατέλυσε μία προς μία τις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένους, κατήργησε την Βασιλεία και την λυκούργειο οργάνωση «κατά κώμας», επανέφερε την Ολιγαρχία και την αρχή των Εφόρων διορίζοντας μάλιστα στις σχετικές θέσεις αποκλειστικώς μακεδονόφρονες. Απηγόρευσε ακόμη κάθε «λυκούργειο» στοιχείο στην διαπαιδαγώγηση των νέων και περιόρισε την πολιτική κυριαρχία των Σπαρτιατών έως τα σύνορα της κοιλάδος τους.
Επί τρία σχεδόν έτη (222 – 220), στην Σπάρτη επεκράτησε μία σκληρή Μακεδονοκρατία, καθώς με την απώλεια του Κλεομένους κατ’ ουσίαν εχάθη κάθε έννοια ελευθερίας στην Λακωνική κοιλάδα. Όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, ο Κλεομένης θα χάσει την ζωή του το έτος 219 στην Αίγυπτο, προσπαθώντας όπως γράφουν οι Botsford και Robinson, «να ξεσηκώσει επανάσταση στο όνομα της Ελευθερίας, μίας λέξεως που οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας δεν καταλάβαιναν». Στην πόλη της Σπάρτης, επικρατούσαν πλέον οι προδότες μακεδονόφρονες, οι οποίοι, με πρώτο όπλο τους την σκληρή αρχή των Εφόρων και κεντρικό πολιτικό σύνθημά τους το «ΠΕΙΘΑΡΧΕΙΝ ΤΟΙΣ ΠΡΟΕΣΤΩΣΙ», υπεδαύλιζαν επιμελώς την διχόνοια, την αθλιότητα και την ηττοπάθεια στους ταπεινωμένους Σπαρτιάτες. Η Σπάρτη θα μείνει έτσι επί τρία ολόκληρα έτη, δίχως βασιλείς ή άλλους αντιστασιακούς άνδρες, για να μπορούν να ασυδοτούν ανενόχλητοι οι Έφοροι και οι λοιποί αρχομανείς ολιγαρχικοί.
Το έτος 220 πάντως, με τον λαό της Σπάρτης να έχει σταδιακά αποκτήσει μία κάποια αυτοπεποίθηση και ήδη να κυκλοφορούν φήμες ότι επρόκειτο να επιστρέψει ο βασιλεύς τους, άρχισε να επικρατεί μεγάλη πολιτική αναστάτωση, κυρίως ανάμεσα στους νέους, με κεντρικό αίτημα το «ΙΣΟΝ ΜΕΤΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ» με αποκορύφωμα την οργάνωση κατά την διάρκεια μίας θυσίας στο Ναό της Θεάς Αθηνάς Χαλκιοίκου της αιφνιδιαστικής σφαγής, υπό νεαρών οπλιτών που συμμετείχαν στην θυσιαστική πομπή όλων των προδοτών Εφόρων της θητείας 221 / 220 και των περί τον μακεδονόφρονα Γυρίδα γερουσιαστών, οι οποίοι πριν από λίγο είχαν εκδιώξει τον απεσταλμένο των Αιτωλών Μαχατά που είχε προτείνει δράση κατά των Αχαιών. Οι εκλεγέντες υπό των δημοκρατών αντικαταστάτες Έφοροι για τους μήνες της θητείας που απέμεναν, προς ικανοποίηση του λαϊκού συναισθήματος «ΑΠΕΧΘΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΝ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ», επέλεξαν, όπως ήταν αναμενόμενο, μία αντιμακεδονική στο εξής πολιτική και, αποδεχόμενοι εν τέλει την πρόσκληση των Αιτωλών, συνετάχθησαν με τους τελευταίους στον πόλεμο μεταξύ Αιτωλών και Αχαιών (220 - 217).
Το επόμενο έτος (219), ο διαδεχθείς τον δολοφονηθέντα Πτολεμαίο Γ, Πτολεμαίος Δ ο επονομαζόμενος «Φιλοπάτωρ», ενεχόμενος αμέσως στην δολοφονία, έκφυλος και άβουλος, εφυλάκισε ως ύποπτο φυγής τον αυτοεξόριστο βασιλέα Κλεομένη, την οικογένειά του και τους λίγους συνεργάτες τους (ανάμεσά τους και τον στενό συνεργάτη του Παντέα, με τη νεαρή σύζυγό του που τον είχε ακολουθήσει στην Αίγυπτο παρά την θέληση των γονέων της), με αφορμή παλαιότερες διαβολές των Εφόρων που είχαν δράσει σε συνεργασία με τον σύμβουλο του μονάρχου Σωσίβιο. Κρατούμενος κατ’ οίκον ο Κλεομένης, κατόρθωσε ωστόσο, σε συνεργασία με τους ιερείς του Άμμωνος που απεχθάνονταν τον εναγή πατροκτόνο, να οργανώσει την άνοιξη του έτους αυτού ανταρσία της φρουράς της πόλεως Κανώβου, καθώς και την ταυτόχρονη ένοπλη δραπέτευσή του μαζί με τους 13 άνδρες συντρόφους του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κουτσός Ιππότας. Εδώ, αφού υπενθυμίσω το γραφέν από τους Botsford και Robinson, ότι ο Κλεομένης προσεπάθησε στην Αλεξάνδρεια «να ξεσηκώσει επανάσταση στο όνομα της Ελευθερίας, μίας λέξεως που οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας δεν καταλάβαιναν», θα παραθέσω την περιγραφή του Πλουτάρχου, στο 37 του «Βίου» του Κλεομένους. Περιγράφοντας λοιπόν, αυτή την έσχατη απόπειρα του γενναίου εκείνου βασιλέως να τιμήσει την ελευθεροπρέπεια που, ως Σπαρτιάτης, είχε διδαχθεί ότι αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του πραγματικού Ανθρώπου, γράφει: «όρμησαν στους δρόμους και καλούσαν τον λαό να ξεσηκωθεί για την ελευθερία του. Εκείνοι όμως, όπως φαίνεται, δεν είχαν διόλου ανδρεία, αλλά περιορίζοντο απλώς να επαινούν και να θαυμάζουν την τόλμη του Κλεομένους, κανείς όμως δεν είχε το θάρρος να τον ακολουθήσει ή να συμπαραταχθεί στον αγώνα του».
Αφού εξόντωσαν λοιπόν την φρουρά της πόλεως και τον αρχηγό της Πτολεμαίο τον Χρυσέρμου, κάτω από τις ζητωκραυγές και τις προσευχές του φοβισμένου πλήθους, οι 14 εκείνοι Σπαρτιάτες παρήλασαν υπερηφάνως με τα ξίφη στα χέρια στους κεντρικούς δρόμους της Αλεξανδρείας, φωνάζοντας στους Αλεξανδρινούς ότι είναι πλέον ελεύθεροι από την τυραννική εξουσία των Πτολεμαίων. Όμως το δουλικό πλήθος τίποτε δεν έκανε επί μία ολόκληρη ημέρα, από το να τους ραίνει με άνθη και να ψάλλει άσματα που τους εχαιρέτιζαν σαν... «μεσσίες». Αφού έχασε τον χρόνο του με αυτούς τους άθλιους ανθρώπους, ο Κλεομένης προσεπάθησε να επιτεθεί στις φυλακές για να αποκτήσει τουλάχιστον κάποιους ανθρώπους που θα ήθελαν να πολεμήσουν για την ελευθερία τους, αλλά ήταν πλέον αργά γιατί ό,τι είχε απομείνει από τη φρουρά της πόλεως τώρα είχε παραταχθεί εμπρός από τις φυλακές.
Στο τέλος της ημέρας, επέστρεψε και ο στρατός του Πτολεμαίου από την Κάνωβο και στο άκουσμά του, το δουλικό και φοβισμένο πλήθος των χειροκροτητών εισήλθε πανικόβλητο στα σπίτια του. Μόνοι οι 14 Σπαρτιάτες έμειναν απέναντι σε έναν ολόκληρο στρατό και αποφάσισαν να μην επιτρέψουν να ηττηθούν ή να συλληφθούν, επιλέγοντας εκείνο που οι Στωϊκοί, τους οποίους τόσο εθαύμαζε ο Κλεομένης, απεκάλουν «εύλογον αναχώρησιν». Με ένα σήμα του βασιλέως τους, ύψωσαν όλοι τα ξίφη και μετά τα κάρφωσαν στα στήθη τους. Τελευταίος αυτοκτόνησε ο Παντέας, που εθεωρείτο ο πλέον θαρραλέος, και προτού «αποχωρήσει» και αυτός έπρεπε να σιγουρευθεί ότι ήσαν νεκροί όλοι οι σύντροφοί του. Με συγκινητικό τρόπο ο Πλούταρχος μας περιγράφει το πώς εξεψύχησε ο μεγάλος εκείνος πολεμιστής επάνω στο κορμί του νεκρού βασιλέως του. Ο θρασύδειλος Σωσίβιος διέταξε εν συνεχεία την σφαγή των φυλακισμένων συγγενών των 14 Σπαρτιατών και την ανασταύρωση του νεκρού σώματος του Κλεομένους σε δημόσια θέα για να παραδειγματισθεί ο όχλος. Οι Σπαρτιάτισσες αντιμετώπισαν με εξαιρετική γενναιότητα και αξιοπρέπεια τον δήμιο, ιδίως η νεαρή σύζυγος του Παντέα της οποίας, δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί ούτε τ’ όνομά της. Ο Πλούταρχος θα γράψει σχετικά, ότι «η Σπάρτη, σε αυτά τα τελευταία της χρόνια, ηγωνίσθη και με το γυναικείο δράμα ισάξια με το ανδρικό και απέδειξε ότι η Αρετή δεν μπορεί να εξευτελισθεί με την τύχη».
Η ανασταύρωση του νεκρού σώματος του Κλεομένους, έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που ήθελε ο Σωσίβιος, μολονότι μακρινά και ξένα προς τα ήθη των Ελλήνων. Το φοβισμένο πλήθος προσήρχετο κατά κύματα εμπρός στον εσταυρωμένο νεκρό ήρωα και επροσεύχοντο αποκαλώντας τον «υιό των Θεών», πράγμα που υπεχρέωσε τον Σωσίβιο να βάλει φρουρά γύρω από τον νεκρό. Αναφέρεται μάλιστα από τον Πλούταρχο, ότι ένα μεγάλο φίδι, ιερό ζώο του Θεού Οσίριδος, ευρέθη μία αυγή κουλουριασμένο γύρω από το κεφάλι του νεκρού. Το γεγονός αυτό αύξησε την πίστη του πλήθους ότι ο Κλεομένης ήταν όντως ο... «μεσσίας» και υπεχρέωσε τους Πτολεμαίους να κάνουν πολυήμερους καθαρμούς στην πόλη, τα τείχη και τα ανάκτορα.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην μακρινή Αίγυπτο, στην Σπάρτη, οι Έφοροι της περιόδου 220 / 219 που είχαν ξαναρχίσει να ερωτοτροπούν με τα ολιγαρχικά στοιχεία, εσφάγησαν και αυτοί, ενώ οι αντικαταστάτες τους εψήφισαν την επαναφορά της παραδοσιακής διπλής Βασιλείας...
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΛΕΟΜΕΝΟΥΣ
Κλεομένης Λεωνίδου ο Γ', βασιλιάς των Σπαρτιατών (Σπάρτη, περίπου 260 – Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 219, βασιλεία 235 – 222 πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης): Βασιλιάς της Σπάρτης από το γένος των Αγιαδών, υιός και διάδοχος του Λεωνίδου του Β, σύζυγος της Αγιάτιδος, ο μεγαλύτερος κοινωνικός επαναστάτης των αρχαίων χρόνων. Γεννήθηκε γύρω στο 260 πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης από τον βασιλιά Λεωνίδα τον Β και την Κρατησίκλεια, σε μία εποχή που η Σπάρτη είχε διαβρωθεί από ανατολίτικα ήθη, τρυφηλότητα και πλεονεξία.
Το 242 ο πατέρας του, πολιτικός αντίπαλος του μεταρρυθμιστή δεύτερου (Ευρυποντίδη) βασιλιά ’Αγιδος του Δ (βασιλεία περ. 245 – 241), εξορίστηκε από την Σπάρτη, όμως το επόμενο έτος οι Έφοροι και άλλα συντηρητικά στοιχεία συνέλαβαν και θανάτωσαν με απαγχονισμό τον οραματιστή βασιλιά. Ο νεαρός ακόμα εκείνη την εποχή Κλεομένης, υποχρεώθηκε από τον μοναδικό πλέον βασιλιά πατέρα του να νυμφευθεί την Αγιάτιδα, την όμορφη και εύπορη χήρα του εκτελεσθέντος Άγιδος. Παρ’ όλο το μίσος της για τον δολοφόνο του συζύγου της, η Αγιάτις αγάπησε τον νεαρό υιό του, Κλεομένη, ο οποίος απέδειξε στην σχέση τους στοργή, ειλικρίνεια και ανδρισμό και της δήλωσε ότι θα αφιέρωνε την ζωή του για να την κάνει ευτυχισμένη. Όταν εδραιώθηκε η πνευματική τους σχέση, η Αγιάτις άρχισε σιγά – σιγά να μιλάει σε έκταση στον Κλεομένη για τα μεταρρυθμιστικά όνειρα του δολοφονημένου πρώτου συζύγου της, για την τότε παρακμή της πολιτικής ζωής των Σπαρτιατών και για την διαφθορά των κρατούντων, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα αυτός να υιοθετήσει πλήρως τις ιδέες του Άγιδος και να θεωρήσει τον εαυτό του προορισμένο από την μοίρα να φέρει σε πέρας το έργο που είχε αρχίσει εκείνος.
ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Το 235 πέθανε ο Λεωνίδας ο Β και ο Κλεομένης έγινε βασιλιάς, επαναφέροντας ωστόσο την πανάρχαια διπλή βασιλεία με δεύτερο βασιλιά τον αδελφό του Ευκλείδα. Το 229 οι πελοποννησιακές πόλεις Τεγέα, Μαντινεία, Καφυαί και Ορχομενός έγιναν σύμμαχοι της Σπάρτης (κατά τον Richard Talbert και άλλους) ή, κατ’ άλλους (Πολύβιο, William Smith, κ.ά.), κατελήφθησαν από τον στρατό του Κλεομένους (η αγριότητα με την οποία θα τιμωρηθούν αργότερα αυτές οι πόλεις από τους εχθρούς του Κλεομένους μάλλον επιβεβαιώνει την πρώτη θέση). Στα τέλη του ίδιου έτους επίσης ο Κλεομένης κατέλαβε μετά από πολιορκία και οχύρωσε το Αθήναιον, στα σύνορα Σπάρτης – Μεγαλοπόλεως, ενώ ο αρχηγός του πολιτικού οργάνου των ολιγαρχικών της Πελοποννήσου, της λεγόμενης «Αχαϊκής Συμπολιτείας», Άρατος ο Σικυώνειος προσπάθησε δίχως επιτυχία να καταλάβει την Τεγέα και τον Ορχομενό με νυκτερινές επιθέσεις.
Το 228 ο Άρατος κατέλαβε τις Καφυές και οι Έφοροι έστειλαν τον Κλεομένη επικεφαλής 5.000 πολεμιστών να λεηλατήσει την πεδιάδα του Άργους, ο δε στρατηγός της Συμπολιτείας Αριστόμαχος δίστασε να συγκρουστεί μαζί του στο Παλλάντιον, παρ’ όλο που υπερτερούσε αριθμητικά με 20.000 πεζούς και 1.000 ιππείς στην διάθεσή του. Με υψηλό το ηθικό του στρατού του, ο Κλεομένης στράφηκε μετά από λίγο ενάντια στον Άρατο που κατευθυνόταν προς την Ηλεία για να κτυπήσει την σύμμαχο της Σπάρτης Ήλιδα και κατέστρεψε τον στρατό του στους πρόποδες του Λυκαίου όρους, στις όχθες του ομώνυμου ποταμού. Η καταστροφή των Αχαιών ήταν τέτοια, που κυκλοφόρησαν έντονες φήμες ότι είχε σκοτωθεί και ο ίδιος ο Άρατος, ωστόσο εκείνος επωφελήθηκε από αυτές και με κάποια υπολείμματα της στρατιάς του κατόρθωσε να καταλάβει αιφνιδιαστικά την Μαντινεία.
ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΦΟΡΩΝ
Η απώλεια της Μαντινείας, αν και προσωρινή, προκάλεσε την γκρίνια των Εφόρων και των ολιγαρχικών, που άρχισαν να μεθοδεύουν το σταμάτημα του πολέμου με την Συμπολιτεία. Αντίθετα όμως από τα δικά τους σχέδια, ο Κλεομένης άρχισε να φέρνει στην Σπάρτη και να προσλαμβάνει πολλούς ομοϊδεάτες του μισθοφόρους. Αυτό προκάλεσε την εντονότατη ανησυχία των Εφόρων και των ολιγαρχικών, που άρχισαν να σκέπτονται πλέον σοβαρά ότι έπρεπε να φύγει από την μέση ο ιδιόρρυθμος εστεμμένος που ολοφάνερα απειλούσε την παντοδυναμία τους, ιδίως μετά την περαιτέρω ισχυροποίηση της θέσης του όταν το 227 κατέστρεψε για μία ακόμα φορά τον στρατό της Αχαϊκής Συμπολιτείας στα Λεύκτρα. Βλέποντας ο Κλεομένης ότι ήταν πια ώρα να επιβάλει το επαναστατικό πρόγραμμά του, έβγαλε όλον τον στρατό της πόλης σε εκστρατεία στην Αρκαδία και μετά επέστρεψε αιφνιδιαστικά μαζί με τους πιο αφοσιωμένους οπαδούς του και τους μισθοφόρους του, συνέλαβε και θανάτωσε τους 4 από τους 5 Εφόρους (ο 5ος κατέφυγε ικέτης σε Ναό), εξόρισε 80 περίπου ολιγαρχικούς και απέμεινε πλέον η μοναδική εξουσία στην Σπάρτη.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Για να ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο την θέση του, χάρισε όλη του την ακίνητη περιουσία στην πολιτεία και προέτρεψε τους συγγενείς και τους φίλους του να πράξουν όμοια, κατήργησε επίσημα το 227 την αρχή των Εφόρων, θέσπισε το 6μελές συμβούλιο των «Πατρονόμων» και πολιτογράφησε ως Σπαρτιάτες πολίτες πολλούς περίοικους, ξένους και απελεύθερους είλωτες («υπομείονες») για να πυκνώσει τις τάξεις του στρατού του (τον οποίο όπλισε με μακρά δόρατα, όπως τα μακεδονικά) έως τον αριθμό των 4.000 πολεμιστών. Στην συνέχεια έβαλε σε εφαρμογή το επαναστατικό πρόγραμμα του Άγιδος, με την ιδεολογική υποστήριξη της συζύγου του και του στωϊκού φιλοσοόφου Σφαίρου του Βορυσθενίτη, καταργώντας τα χρέη και τις υποθήκες, προβαίνοντας σε κοινωνικοποίηση και αναδιανομή της ιδιοκτησίας γης σε 4.000 ίσα μερίδια και επαναφέροντας την «λυκούργειο αγωγή» στην εκπαίδευση των μικρών Σπαρτιατών και τα παραδοσιακά «συσσίτια», τον «μέλανα ζωμό» και το ερυθρό ένδυμα των «ομοίων» πολιτών.
Το επαναστατικό έργο του Κλεομένους συνδυάστηκε και με στρατιωτικό. Το 226, ενώ οι σύμμαχοί του Ηλείοι έδιωχναν τους Αχαιούς από την Ακρώρεια, ο ίδιος εκστράτευσε ενάντια στην Δύμη, επικεφαλής σπαρτιατικού και συμμαχικού στρατού 20.000 ανδρών. Προσπαθώντας να υπερασπιστεί την Δύμη, ο Άρατος παρέταξε τον δικό του στρατό στο Εκατόμβαιον, όπου όμως ηττήθηκε για μία ακόμα φορά κατά κράτος. Περί το 224 οι περισσότερες πόλεις της• Πελοποννήσου είχαν περάσει με την πλευρά της Σπάρτης, δεχόμενες επιπρόσθετα τις κοινωνικές αλλαγές του Κλεομένους και ο Άρατος βρισκόταν σε τόσο απελπιστική θέση, που τελικά υποχρεώθηκε να στραφεί για βοήθεια στον έως τότε εχθρό του βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο τον Γ τον Δώσωνα, με δέλεαρ την παραχώρηση της Κορίνθου.
Για να κρατήσει τον ενωμένο στρατό των, μέχρι πριν από λίγο εχθρών, Μακεδόνων και Αχαιών, ο Κλεομένης οχύρωσε τον Ισθμό, όμως ο υποκινημένοι από τον Άρατο Αργείοι ολιγαρχικοί στασίασαν εναντίον του και έσφαξαν την σπαρτιατική φρουρά, υποχρεώνοντάς τον να εγκαταλείψει την περιοχή για να επανακαταλάβει το Άργος, γεγονός που φυσικά επέτρεψε στον Αντίγονο Δώσωνα να εισβάλει στην Πελοπόννησο. Λίγο πριν του παραδώσουν όμως την πόλη οι στασιαστές, ο Κλεομένης δέχθηκε την επίθεση του ιππικού των Μακεδόνων, κινδύνευσε να περικυκλωθεί και εσπευσμένα υποχώρησε στην Τεγέα, όπου επιπρόσθετα πληροφορήθηκε τον θάνατο της αγαπημένης γυναίκας του.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΥΝΤΡΙΒΗ
Ο Αντίγονος αποκατέστησε παντού τους ολιγαρχικούς, κήρυξε «στασιαστή» και επικήρυξε τον Κλεομένη και μέσα στο 223 κατέλαβε την Τεγέα, τον Ορχομενό και την Μαντίνεια, της οποίας ο πληθυσμός πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα από τον Άρατο. Ο απομονωμένος τώρα πια Κλεομένης, αφού απελευθέρωσε χιλιάδες είλωτες για να ενισχύσει τον στρατό του, κατέλαβε για αντιπερισπασμό και λεηλάτησε την Μεγαλόπολη. Όντας σε πολύ δυσχερή θέση, στις αρχές του επόμενου έτους στράφηκε προς βοήθεια στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο τον Γ, τον επονομαζόμενο «Ευεργέτη», ο οποίος όμως αν και ήταν δεδηλωμένος εχθρός του Δώσωνος, φοβούμενος προφανώς τις επαναστατικές ιδέες του Σπαρτιάτη βασιλιά, υποσχέθηκε βοήθεια μόνο με την συμφωνία ότι προηγουμένως θα έχει ως όμηρους τη μητέρα του Κρατησίκλεια και τα παιδιά του. Η γενναία γυναίκα ωστόσο, όταν άκουσε την απαίτηση του μονάρχη της Αιγύπτου, εμψύχωσε η ίδια τον υιό της και επιβιβάστηκε υπερήφανα στο αιγυπτιακό πλοίο που περίμενε στο Ταίναρο, σίγουρη ότι πρόσφερε έτσι τον εαυτό της για την σωτηρία της πατρίδα της.
Τον Ιούλιο του 222 ο βασιλιάς των Μακεδόνων Αντίγονος Δώσων και ο στρατηγός των Αχαιών Φιλοποίμην, βάδισαν από το Άργος ενάντια στην Σπάρτη επικεφαλής 30.000 ανδρών, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και Αγριάνες, Βοιωτοί, Ηπειρώτες, Ακαρνάνες, Ιλλυριοί και Γαλάτες. Για να τους αναχαιτίσει, ο Κλεομένης κατέλαβε τα στενά της Σελλασίας επικεφαλής περίπου 10.000 ανδρών, από τους οποίους, εξ ανάγκης πλέον, οι 4.000 ήσαν μισθοφόροι. Στην φονική μάχη που ακολούθησε, ο στρατός του Κλεομένους ηττήθηκε κατά κράτος (μετά από προδοσία σύμφωνα με τον Φύλαρχο) και κατασφάχτηκε και έπεσε ο αδελφός και συμβασιλιάς του Ευκλείδας . Από τους 6.000 Λακεδαιμόνιους πολεμιστές επέζησαν μόνον 200. Μαζί με 20 περίπου ιππείς, ο νικημένος επαναστάτης επέστρεψε στην Σπάρτη, συγκέντρωσε και συμβούλεψε τους συμπολίτες του να μην αντισταθούν στους εισβολείς για ν' αποφευχθεί ο πλήρης αφανισμός της Σπάρτης από προσώπου γης και, μέσω Γυθείου, διέφυγε με τους στενούς συγγενείς και συνεργάτες του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αναζητώντας στον βασιλιά Πτολεμαίο όχι μόνο καταφύγιο αλλά και βοήθεια για συγκέντρωση ενός νέου στρατού.
Σε λίγο οι Αντίγονος και Άρατος μπήκαν στην Σπάρτη, περνώντας επάνω από τα νεκρά κορμιά των γερόντων που είχαν παραταχθεί οπλισμένοι στην περίμετρο της πατρίδας πόλης τους, για «να πεθάνουν τουλάχιστον ελεύθεροι» και για πρώτη φορά στην Ιστορία της η Σπάρτη καταλήφθηκε από ξένο στρατό. Οι κατακτητές κατέλυσαν μία προς μία τις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένους, κατάργησαν την βασιλεία και την λυκούργεια οργάνωση «κατά κώμας», επανέφεραν την ολιγαρχία και την αρχή των Εφόρων (διορίζοντας μάλιστα στις σχετικές θέσεις αποκλειστικά μακεδονόφρονες), απαγόρευσαν κάθε «λυκούργειο» στοιχείο στην διαπαιδαγώγηση των νέων και περιόρισαν την πολιτική κυριαρχία των Σπαρτιατών έως τα σύνορα της κοιλάδας του Ευρώτα.
ΗΡΩΪΚΟ ΤΕΛΟΣ
Στα τέλη του χειμώνα του 219 ο διεφθαρμένος Πτολεμαίος Δ ο «Φιλοπάτωρ» που είχε διαδεχθεί τον δολοφονημένο Πτολεμαίο Γ, φυλάκισε ως ύποπτους φυγής τον αυτοεξόριστο Κλεομένη, την οικογένειά του και τους λίγους συνεργάτες τους. Κρατούμενος κατ' οίκον ο Κλεομένης, κατόρθωσε ωστόσο, σε συνεργασία με τους ιερείς του Άμμωνος που απεχθάνονταν τον «Φιλοπάτορα», να οργανώσει την άνοιξη ανταρσία της φρουράς της πόλης Κανώβου και ταυτόχρονη ένοπλη δραπέτευσή του μαζί με τους 13 άνδρες συντρόφους του. Στον «Βίο» του Κλεομένους, ο Πλούταρχος περιγράφει: «όρμησαν στους δρόμους και καλούσαν τον λαό να ξεσηκωθεί για την ελευθερία του. Εκείνοι όμως, όπως φαίνεται, δεν είχαν διόλου ανδρεία, αλλά περιορίζονταν απλώς να επαινούν και να θαυμάζουν την τόλμη του Κλεομένους, κανείς όμως δεν είχε το θάρρος να τον ακολουθήσει ή να συμπαραταχθεί στον αγώνα του».
Όντως, αφού διέλυσαν την φρουρά της πόλης και τον αρχηγό της Πτολεμαίο τον Χρυσέρμου, κάτω από τις ζητωκραυγές και τις προσευχές του φοβισμένου πλήθους, οι 14 εκείνοι Σπαρτιάτες παρέλασαν υπερήφανα με τα ξίφη στα χέρια στους κεντρικούς δρόμους της Αλεξάνδρειας, φωνάζοντας στους κατοίκους της ότι ήσαν πλέον ελεύθεροι από την τυραννική εξουσία του «Φιλοπάτορος». Όμως το δουλικό πλήθος τίποτε δεν έκανε επί μία ολόκληρη ημέρα, από το να τους ραίνει με άνθη και να ψάλλει άσματα που τους εξυμνούσαν ως... «μεσσίες». Απογοητευμένος ο Κλεομένης, προσπάθησε να επιτεθεί στις φυλακές για να αποκτήσει τουλάχιστον κάποιους ανθρώπους που θα ήθελαν να πολεμήσουν για την ελευθερία τους, αλλά ήταν πλέον αργά γιατί ό,τι είχε απομείνει από τη φρουρά της πόλης τώρα είχε παραταχθεί εμπρός από τις φυλακές.
Στο τέλος της ημέρας, επέστρεψε και ο στρατός του Πτολεμαίου από την Κάνωβο και στο άκουσμά του, το δουλικό και φοβισμένο πλήθος των χειροκροτητών κλείστηκε πανικόβλητο στα σπίτια του. Μόνοι οι 14 Σπαρτιάτες έμειναν απέναντι σε έναν ολόκληρο στρατό και αποφάσισαν να μην επιτρέψουν να ηττηθούν ή να συλληφθούν, επιλέγοντας εκείνο που οι στωϊκοί, τους οποίους τόσο πολύ θαύμαζε ο Κλεομένης, αποκαλούσαν «εύλογον αναχώρησιν». Με ένα σήμα του βασιλιά τους, ύψωσαν όλοι τα ξίφη και μετά τα κάρφωσαν στα στήθη τους. Έτσι χάθηκε ο αγνός εκείνος εστεμμένος επαναστάτης, ο μεγαλύτερος επαναστάτης του αρχαίου κόσμου, «ο τελευταίος μεγάλος άνδρας της Σπάρτης» κατά τον William Smith, προσπαθώντας, όπως έγραψαν οι Botsford και Robinson, «να ξεσηκώσει επανάσταση στο όνομα της Ελευθερίας, μίας λέξης που οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας δεν καταλάβαιναν».
Ο Πτολεμαίος διέταξε στην συνεχεία να σφαχτούν όλοι οι φυλακισμένοι συγγενείς των 14 Σπαρτιατών και να γδαρθεί και ανασταυρωθεί σε δημόσια θέα το νεκρό σώμα του Κλεομένους για να παραδειγματισθεί ο όχλος. Η έκθεση όμως του κακοποιημένου νεκρού σώματος έφερε αντίθετα αποτελέσματα: το φοβισμένο πλήθος προσερχόταν κατά κύματα μπροστά στον εσταυρωμένο νεκρό ήρωα και προσευχόταν αποκαλώντας τον «υιό των Θεών». Αναφέρεται μάλιστα από τον Πλούταρχο, ότι ένα μεγάλο φίδι, ιερό ζώο του Θεού Οσίριδος, βρέθηκε μία αυγή κουλουριασμένο γύρω από το κεφάλι του νεκρού. Το γεγονός αυτό αύξησε την πίστη του πλήθους ότι ο Κλεομένης ήταν όντως ο... «μεσσίας» και υποχρέωσε τον «Φιλοπάτορα» να τελέσει πολυήμερους καθαρμούς στην πόλη, τα τείχη και τα ανάκτορα.