«Σε παρακαλώ μη μ’ αφήνεις»
Βασικές σκέψεις:
Ανησυχώ μήπως οι άνθρωποι που αγαπάω πεθάνουν ή μ’ εγκαταλείψουν.
Προσκολλώμαι στους ανθρώπους γιατί φοβάμαι μήπως μ’ εγκαταλείψουν.
Δεν έχω κάποιον να μου συμπαραστέκεται σταθερά.
Ερωτεύομαι συνεχώς ανθρώπους που δεν μπορούν να μου αφοσιωθούν.
Οι άνθρωποι πάντα έρχονται και φεύγουν στη ζωή μου.
Με πιάνει απόγνωση όταν κάποιος που αγαπώ με αφήνει.
Με πιάνει απόγνωση κάθε φορά που σκέφτομαι ότι κάποιος που αγαπώ με αφήνει.
Έχω τόσες έμμονες ιδέες ότι ο/η σύντροφός μου θα με εγκαταλείψει, που τελικά τον διώχνω από κοντά μου.
Έχω μεγάλη ανάγκη τους ανθρώπους.
Στο τέλος, θα μείνω τελείως μόνος μου.
Θα με εγκαταλείψουν και αυτό θα κρατήσει για πάντα.
Πώς κάποιος που έχει τόση ανάγκη από κάποιο σύντροφο και βιώνει το φόβο της εγκατάλειψης καταλήγει να τον διώξει από κοντά του;
Το άτομο έχει μια βασική πεποίθηση και τον ακολουθεί η σκέψη ότι χάσει τους ανθρώπους που αγαπά και θα μείνει για πάντα συναισθηματικά απομονωμένος. Ένας από τους ανθρώπους για τον οποίο φοβάται ότι θα χάσει είναι ο σύντροφός του.
Το άτομο βιώνει ένα αίσθημα απόγνωσης για την αγάπη. Όπως και να ξεκινήσει μια σχέση η κατάληξη είναι πάντα η ίδια, ο φόβος του ατόμου επιβεβαιώνεται.
Συνήθως, το άτομο ενθουσιάζεται εύκολα και γρήγορα και μπλέκεται πολύ έντονα συναισθηματικά μέσα σε μια νέα σχέση. Από την αρχή σχεδιάζει το μέλλον μαζί με το άλλο άτομο και ο παρορμητισμός που το διακρίνει αποτελεί έναν από τους παράγοντες που διώχνει τον άλλο από κοντά του.
Στις ερωτικές σχέσεις το άτομο φαίνεται πως χάνει κάθε αίσθηση λογικής και χάνεται στα συναισθήματά του. Κάθε ένδειξη απομάκρυνσης του άλλου πυροδοτεί έντονα συναισθήματα και φόβους εγκατάλειψης, ενώ το άτομο κατηγορεί τον άλλο πως θέλει να το εγκαταλείψει. Πολλές φορές μπορεί να υποβάλλει το σύντροφο σε δοκιμασίες για να δει σε ποιο σημείο μπορεί να φτάσει πριν εκείνος εγκαταλείψει αυτή τη σχέση.
Το τέλος κάθε σχέσης συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα μοναξιάς και κενού, ενώ το άτομο βιάζεται να δημιουργήσει μια νέα σχέση, ουσιαστικά να προσκολληθεί σε μια νέα σχέση.
Το άτομο εμφανίζει δυσκολίες στο να πιστέψει ότι οι άνθρωποι θα είναι στο πλευρό του ακόμη κι όταν απουσιάζουν από κοντά του. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναστατώνονται από τους σύντομους αποχωρισμούς με τα αγαπημένα τους άτομα.
Ξέρουν ότι η σχέση τους θα επιβιώσει και θα παραμείνει ανέπαφη. Αλλά με την παγίδα της εγκατάλειψης αυτή η ασφάλεια χάνεται. Το άτομο εμφανίζει έντονη προσκόλληση από τους άλλους, που φτάνει στα όρια της υπερβολής. Συχνά φοβάται ή θυμώνει αδικαιολόγητα μπροστά στην πιθανότητα του αποχωρισμού. Ιδιαίτερα στις ερωτικές σχέσεις, νιώθει συναισθηματικά εξαρτημένος από τον σύντροφο, ενώ συγχρόνως φοβάται την απώλεια αυτής της επαφής.
Ο φόβος της εγκατάλειψης δημιουργείται από τα πρώτα χρόνια της ζωής, πριν ακόμα το παιδί μάθει να μιλά. Επίσης, είναι ένας φόβος που μπορεί να δημιουργηθεί από πρόωρες απώλειες στη ζωή του ατόμου, όπως είναι η απώλεια ενός γονιού κατά την παιδική ηλικία.
Όσο πιο νωρίς δημιουργηθεί αυτός ο φόβος στο παιδί τόσο πιο δύσκολο είναι να ξεπεραστεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις το συναίσθημα της εγκατάλειψης δημιουργείται νωρίς, πριν το παιδί μάθει να χρησιμοποιεί λέξεις για να περιγράψει τι ακριβώς συμβαίνει.
Βασικές αιτίες για την εμφάνιση του αισθήματος της εγκατάλειψης είναι ο πρόωρος θάνατος ενός γονιού, το διαζύγιο των γονέων, το μεγάλωμα σε ίδρυμα, μια ασταθής μητέρα, η απώλεια της προσοχής του γονέα προς το παιδί, μια υπερβολικά περιοριστική ή υπερπροστατευτική οικογένεια.
Ο βαθμός στον οποίο το παιδί επηρεάζεται από την απώλεια του γονιού εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων, όπως την ποιότητα των στενών σχέσεων με τους σημαντικούς άλλους. Σημαντικό ρόλο παίζει η απουσία μιας μόνιμης μητρικής φιγούρας για το παιδί.
Ο γονιός έρχεται και φεύγει απρόβλεπτα, ενώ είναι συναισθηματικά ανεπαρκής για το παιδί. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει μια μόνιμη μητρική φιγούρα, η οποία όμως έχει ασταθή συμπεριφορά, τη μια στιγμή δηλαδή στοργική και ευχάριστη και την άλλη εντελώς αδιάφορη. Το παιδί μπορεί επίσης να αναπτύξει το φόβο διάλυσης της οικογένειάς του, μέσα στην οποία νιώθει ότι υπάρχει μια αστάθεια και μια αβεβαιότητα.
Το άτομο βιώνει το αίσθημα της εγκατάλειψης κυρίως στις στενές σχέσεις. Ο αποχωρισμός από ένα αγαπημένο άτομο αποτελεί ένα έντονο και ισχυρό ερέθισμα. Το άτομο είναι υπερβολικά ευαίσθητο και βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια να ανιχνεύσει τα σημάδια για την πρόθεση του άλλου για εγκατάλειψη.
Ισχυρά ερεθίσματα είναι η πραγματική απώλεια ή ο αποχωρισμός, το διαζύγιο, η απομάκρυνση, η εγκατάλειψη, ο θάνατος και πυροδοτούν έντονα συναισθήματα εγκατάλειψης. Το άτομο αντιδρά έντονο σε κάθε ένδειξη αποστασιοποίησης του άλλου. Κάθε φορά δηλαδή που νιώθει ότι άλλος σκοπεύει να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά και κατ’ επέκταση να απομακρυνθεί.
Ο κύκλος της εγκατάλειψης
Το άτομο με το αίσθημα της εγκατάλειψης μετά από ένα αποχωρισμό βιώνει έντονα αρνητικά συναισθήματα, όπως φόβο, λύπη και θυμό. Είναι ένας κύκλος αρνητικών συναισθημάτων που αφορά την εγκατάλειψη.
Συγκεκριμένα, το άτομο νιώθει αρχικά ένα αίσθημα πανικού σαν μικρό παιδί που είναι ολομόναχο και χαμένο, ενώ ακολουθεί έντονο άγχος που διαρκεί για ώρες ή και μέρες.
Το άτομο δυσκολεύεται να αποδεχτεί την εγκατάλειψη. Νιώθει λύπη για τη μοναξιά του, και σκέφτεται ότι ποτέ δεν πρόκειται να ξεπεράσει το άτομο που έχασε.
Υπάρχουν δύο τύποι εγκατάλειψης: η εγκατάλειψη που βασίζεται στην εξάρτηση και η εγκατάλειψη που βασίζεται στην αστάθεια ή στην απώλεια.
Όσοι κάνουν σχέσεις εξάρτησης βιώνουν το φόβο της εγκατάλειψης, όμως, δεν συμβαίνει το αντίστροφο.
Κάποια άτομα δηλαδή βιώνουν το φόβο της εγκατάλειψης λόγω ασταθών συναισθηματικών δεσμών του παιδιού με τους στενούς του ανθρώπους, τους σημαντικούς άλλους.
Η κύρια διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους εγκατάλειψης είναι ότι στην περίπτωση της εξάρτησης το άτομο έχει ανάγκη από κάποιον να τον φροντίζει όπως ένα παιδί χρειάζεται το γονιό του, ενώ στην περίπτωση της αστάθειας ή απώλειας αποζητά κυρίως καθοδήγηση, συμπαράσταση και βοήθεια, αλλά και στοργή, αγάπη και ένα αίσθημα συναισθηματικής επαφής.
Ένα χαρακτηριστικό των ατόμων με το φόβο της εγκατάλειψης μπορεί να επιλέγουν να μένουν μόνοι τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα ή να διακόπτουν στενές σχέσεις επειδή πληγώθηκαν ή επειδή φοβούνται μήπως πληγωθούν ξανά. Πρόκειται για άτομα που έχουν ήδη βιώσει τη μοναξιά σαν παιδιά και ξέρουν πως μπορούν να επιβιώσουν. Η διαδικασία της απώλειας οδηγεί το άτομο στην απόγνωση. Αυτό που κυρίως φοβάται το άτομο είναι ξαφνικά να χάσει μια σχέση και να μείνει μόνο του.
Τι ερωτικούς συντρόφους επιλέγει συνήθως το άτομο με το φόβο της εγκατάλειψης;
Επιλογή ενός συντρόφου που δεν μπορεί να δημιουργήσει μια μακροχρόνια σχέση γιατί είναι παντρεμένος ή έχει μια άλλη σχέση.
Επιλογή ενός συντρόφου που δεν μπορεί να δοθεί απόλυτα ώστε να είστε συνέχεια μαζί (π.χ. ένα άτομο που ταξιδεύει πολύ, ζει μακριά ή είναι εργασιομανής).
Επιλογή ενός συντρόφου που είναι συναισθηματικά ασταθής (πίνει, κάνει χρήση ναρκωτικών, έχει κατάθλιψη, δεν μπορεί να μείνει σε μια μόνιμη δουλειά) και δεν μπορεί να σας συμπαρασταθεί σε μόνιμη βάση.
Επιλογή ενός συντρόφου με το σύνδρομο του Πίτερ Παν, που απαιτεί την ελευθερία του να πράττει όπως αυτός θέλει, δε θέλει να δεσμευτεί ή θέλει την ελευθερία να έχει πολλούς συντρόφους.
Επιλογή ενός συντρόφου που έχει αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά –με θέλει, αλλά δε δένεται και δίνεται συναισθηματικά ή τη μια στιγμή φαίνεται πολύ ερωτευμένος και την επόμενη συμπεριφέρεται σαν μην υπάρχω καν...
Ουσιαστικά, το άτομο με το φόβο της εγκατάλειψης νιώθει έλξη από άτομα που το κάνουν να ελπίζει μέχρι ένα σημείο, αλλά όχι απόλυτα- άτομα δηλαδή που του δημιουργούν ένα ανάμεικτο αίσθημα ελπίδας και αμφιβολίας. Το άτομο νιώθει σαν να υπάρχει μια πιθανότητα να κερδίσει τον άλλο μόνιμα ή τουλάχιστον να τον κάνει να είναι πιο σταθερός.
Το γοητεύουν περισσότερο εκείνοι που εκφράζουν κάποιο βαθμό αφομοίωσης και συμπαράστασης, αλλά για τους οποίους δεν είναι σίγουρο πως θα μείνουν σταθερά μαζί του. Η δημιουργία μιας ασταθούς ερωτικής σχέσης του φαίνεται μια οικεία κατάσταση και το άτομο νιώθει άνετα. Αυτή η αστάθεια εντείνει στο άτομο ακόμη περισσότερο το φόβο της εγκατάλειψης.
Βασικά χαρακτηριστικά μιας ερωτικής σχέσης όπου το άτομο βιώνει την παγίδα της εγκατάλειψης
Αποφεύγει τις στενές σχέσεις ακόμη και με ανθρώπους που ταιριάζει επειδή φοβάται μήπως τους χάσει ή μήπως δεθεί παρά πολύ και πληγωθεί.
Ανησυχεί υπερβολικά για την πιθανότητα να πεθάνει ή να χαθεί ο σύντροφος και για το τι θα κάνει...
Υπεραντιδρά απέναντι στα ασήμαντα πράγματα που λέει ή κάνει ο σύντροφος και τα ερμηνεύει ως ενδείξεις εγκατάλειψης.
Είναι υπερβολικά ζηλιάρης ή κτητικός.
Προσκολλάται στο σύντροφο. Όλη του η ζωή έχει να κάνει με το πώς θα τον κρατήσει κοντά του.
Δεν μπορεί να αντέξει να είναι μακριά από το σύντροφο ούτε για λίγες μέρες.
Δεν είναι απόλυτα σίγουρος ότι ο σύντροφος θα μείνει μαζί του.
Θυμώνει και κατηγορεί το σύντροφο ότι δεν είναι πιστός ή αφοσιωμένος.
Ορισμένες φορές απομονώνεται, φεύγει ή απομακρύνεται για να τιμωρήσει το σύντροφο που σκοπεύει να τον αφήσει μόνο.
Η απομόνωση, η άρνηση για επαφή είναι μια άμυνα του τύπου «Δε σ’ έχω ανάγκη».
Η αποστασιοποίηση ενέχει μια μορφή θυμού και είναι εν μέρει τιμωτητική. Τιμωρεί το σύντροφο που δεν προσφέρει αυτό που χρειάζεται το άτομο. Το άτομο καταλήγει να απαρνιέται τα συναισθήματά του και βιώνει μια ψυχρή συναισθηματική ουδετερότητα.
Μια πραγματική απώλεια, όπως η διάλυση μιας σχέσης, του φαίνεται καταστροφική. Επιβεβαιώνει την πεποίθησή του και πιστεύει πως όσο κι αν ψάξει δεν θα μπορέσει να βρει μια σταθερή σχέση. Νιώθει μια έντονη αμφιθυμία για το ξεκίνημα νέων σχέσεων.
Ένα μέρος του εαυτού του επιθυμεί την επαφή κι ένα άλλο περιμένει την εγκατάλειψη. Ένα μέρος θέλει την αφομοίωση κι ένα άλλο μέρος είναι θυμωμένο πριν καλά- καλά συμβεί κάτι που να δικαιώνει αυτό το θυμό. Το άτομο μπορεί να σκέφτεται τη φυγή ενώ η σχέση ακόμη βρίσκεται σε αρχικό στάδιο.
Το άτομο θα πρέπει να αποφεύγει επιπόλαια, ασταθή και αμφίθυμα άτομα για συντρόφους ακόμη κι αν αυτά τον ελκύουν.
Είναι σημαντικό να αναπτύξει την εμπιστοσύνη σε μια πιστή και σταθερή σχέση, δείχνοντας εμπιστοσύνη στον άλλο, έχοντας την πεποίθηση ότι θα είναι μαζί για πάντα και πως δεν θα τον εγκαταλείψει ο άλλος.
Επίσης, το άτομο προσπαθεί να μην προσκολληθεί στο σύντροφο, και να ελέγχει τη ζήλεια και τις αντιδράσεις του σε φυσιολογικούς αποχωρισμούς μιας υγιούς σχέσης.