ΕΛ. τὰ μὲν κατ᾽ οἴκους εὐτυχοῦμεν, ὦ φίλαι·
1370 ἡ γὰρ συνεκκλέπτουσα Πρωτέως κόρη
πόσιν παρόντα τὸν ἐμὸν ἱστορουμένη
οὐκ εἶπ᾽ ἀδελφῶι· κατθανόντα δ᾽ ἐν χθονὶ
οὔ φησιν αὐγὰς εἰσορᾶν ἐμὴν χάριν.
‹. . . ›
κάλλιστα †δῆτ᾽ ἀνήρπασεν ἐν τύχη† πόσις·
1375 ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ᾽ ἔμελλεν εἰς ἅλα,
ταῦτ᾽ ἐμβαλὼν πόρπακι γενναίαν χέρα
αὐτὸς κομίζει δόρυ τε δεξιᾶι λαβών,
ὡς τῶι θανόντι χάριτα δὴ συνεκπονῶν.
προύργου δ᾽ ἐς ἀλκὴν σῶμ᾽ ὅπλοις ἠσκήσατο,
1380 ὡς βαρβάρων τροπαῖα μυρίων χερὶ
θήσων, ὅταν κωπῆρες ἐσβῶμεν σκάφος.
πέπλους δ᾽ ἀμείψασ᾽ ἀντὶ ναυφθόρου στολῆς
ἐγώ νιν ἐξήσκησα καὶ λουτροῖς χρόα
ἔδωκα, χρόνια νίπτρα ποταμίας δρόσου.
1385 ἀλλ᾽, ἐκπερᾶι γὰρ δωμάτων ὁ τοὺς ἐμοὺς
γάμους ἑτοίμους ἐν χεροῖν ἔχειν δοκῶν,
σιγητέον μοι· καὶ σὲ προσποιούμεθα
εὔνουν κρατεῖν τε στόματος, ἢν δυνώμεθα
σωθέντες αὐτοὶ καὶ σὲ συσσῶσαί ποτε.
1390 ΘΕ. χωρεῖτ᾽ ἐφεξῆς, ὡς ἔταξεν ὁ ξένος,
δμῶες, φέροντες ἐνάλια κτερίσματα.
Ἑλένη, σὺ δ᾽, ἤν σοι μὴ κακῶς δόξω λέγειν,
πείθου, μέν᾽ αὐτοῦ· ταὐτὰ γὰρ παροῦσά τε
πράξεις τὸν ἄνδρα τὸν σὸν ἤν τε μὴ παρῆις.
1395 δέδοικα γάρ σε μή τις ἐμπεσὼν πόθος
πείσηι μεθεῖναι σῶμ᾽ ἐς οἶδμα πόντιον
τοῦ πρόσθεν ἀνδρὸς χάρισιν ἐκπεπληγμένην·
ἄγαν γὰρ αὐτὸν οὐ παρόνθ᾽ ὅμως στένεις.
ΕΛ. ὦ καινὸς ἡμῖν πόσις, ἀναγκαίως ἔχει
1400 τὰ πρῶτα λέκτρα νυμφικάς θ᾽ ὁμιλίας
τιμᾶν· ἐγὼ δὲ διὰ τὸ μὲν στέργειν πόσιν
καὶ ξυνθάνοιμ᾽ ἄν· ἀλλὰ τίς κείνωι χάρις
ξὺν κατθανόντι κατθανεῖν ‹μ᾽›; ἔα δέ με
αὐτὴν μολοῦσαν ἐντάφια δοῦναι νεκρῶι.
1405 θεοὶ δέ σοί τε δοῖεν οἷ᾽ ἐγὼ θέλω
καὶ τῶι ξένωι τῶιδ᾽, ὅτι συνεκπονεῖ τάδε.
ἕξεις δέ μ᾽ οἵαν χρή σ᾽ ἔχειν ἐν δώμασιν
γυναῖκ᾽, ἐπειδὴ Μενέλεων εὐεργετεῖς
κἄμ᾽· ἔρχεται γὰρ δή τιν᾽ ἐς τύχην τάδε.
1410 ὅστις δὲ δώσει ναῦν ἐν ἧι τάδ᾽ ἄξομεν,
πρόσταξον, ὡς ἂν τὴν χάριν πλήρη λάβω.
***
(Βγαίνει η Ελένη με τον Μενέλαο.)
ΕΛΕ. Όλα καλά μες στο παλάτι, φίλες·
1370 η κόρη του Πρωτέα μάς βοηθάει·
δεν εφανέρωσε στον αδερφό της,
παρόλο που τη ρώτησε, πως ήρθε
κι είναι κοντά μας ο άντρας μου· του είπε,
για χάρη μου, πως έχει πια πεθάνει.
Και τον Μενέλαο τον συντρέχει η τύχη·
γιατί ᾽ναι αρματωμένος με τα όπλα
που θα ᾽ριχνε στη θάλασσα· βαστάει
στο δυνατό του χέρι την ασπίδα
και στο δεξί έχει το κοντάρι, τάχα
για να τιμήσει τον νεκρό μαζί μου.
Είναι έτοιμος να πολεμήσει, μύριους
1380 βάρβαρους να σκοτώσει, στο καράβι
μόλις θα μπούμε· του ᾽δωσα να βάλει
χιτώνα ωραίο και με ποταμίσο
τον έλουσα νερό δροσάτο, που είχε
να νιώσει χρόνια στο κορμί του. Ωστόσο
νά, βγαίνει από το παλάτι εκείνος
που σίγουρα θαρρεί πως θα με πάρει·
(Βγαίνει ο Θεοκλύμενος με δούλους.)
ανάγκη να σωπαίνω· κι εσείς όμως
παρακαλώ το στόμα σας κρατήστε
κλειστό, για να σας σώσω κάποια μέρα,
αν τώρα εγώ κι άντρας μου σωθούμε.
ΘΕΟ. Δούλοι, με τη σειρά να προχωράτε,
1390 καθώς ο ξένος όρισε, κρατώντας
τις προσφορές που θα ριχτούν στο κύμα.
Ελένη, αν δεν νομίζεις πως μιλάω
ανόητα, άκουσέ με κι εδώ μείνε·
στον άντρα σου τα ίδια θα προσφέρεις,
είσαι δεν είσαι μέσα στο καράβι.
Φοβάμαι μήπως σού ᾽ρθει επιθυμία
στο πέλαο να ριχτείς από τη θλίψη
για τις χάρες του Μενέλαου, μια κι έτσι
πολύ πικρά γι᾽ αυτόν αναστενάζεις.
ΕΛΕ. Καινούριε μου άντρα, πρέπει να τιμήσω
1400 και τον πρώτο μου γάμο· θα μπορούσα
να σκοτωθώ για το νεκρό μου ταίρι·
όμως ποιό τ᾽ όφελος γι᾽ αυτόν αν θα πεθάνω;
Άσε να πάω και στον πεθαμένο
τα εντάφια να προσφέρω δώρα. Εκείνα
που θα ᾽θελα, οι θεοί να σου χαρίσουν
μα και στον ξένο που έτσι με βοηθάει.
Γυναίκα σου σωστή, καθώς ταιριάζει,
θα μ᾽ έχεις στο παλάτι, αφού κι εμένα
και τον Μενέλαο ωφελείς. Η μοίρα
καλά τα φέρνει ώς τώρα. Και για να ᾽ναι
η χάρη που μου κάνεις τελειωμένη,
1410 πρόσταξε να μας δώσουν το καράβι
1370 ἡ γὰρ συνεκκλέπτουσα Πρωτέως κόρη
πόσιν παρόντα τὸν ἐμὸν ἱστορουμένη
οὐκ εἶπ᾽ ἀδελφῶι· κατθανόντα δ᾽ ἐν χθονὶ
οὔ φησιν αὐγὰς εἰσορᾶν ἐμὴν χάριν.
‹. . . ›
κάλλιστα †δῆτ᾽ ἀνήρπασεν ἐν τύχη† πόσις·
1375 ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ᾽ ἔμελλεν εἰς ἅλα,
ταῦτ᾽ ἐμβαλὼν πόρπακι γενναίαν χέρα
αὐτὸς κομίζει δόρυ τε δεξιᾶι λαβών,
ὡς τῶι θανόντι χάριτα δὴ συνεκπονῶν.
προύργου δ᾽ ἐς ἀλκὴν σῶμ᾽ ὅπλοις ἠσκήσατο,
1380 ὡς βαρβάρων τροπαῖα μυρίων χερὶ
θήσων, ὅταν κωπῆρες ἐσβῶμεν σκάφος.
πέπλους δ᾽ ἀμείψασ᾽ ἀντὶ ναυφθόρου στολῆς
ἐγώ νιν ἐξήσκησα καὶ λουτροῖς χρόα
ἔδωκα, χρόνια νίπτρα ποταμίας δρόσου.
1385 ἀλλ᾽, ἐκπερᾶι γὰρ δωμάτων ὁ τοὺς ἐμοὺς
γάμους ἑτοίμους ἐν χεροῖν ἔχειν δοκῶν,
σιγητέον μοι· καὶ σὲ προσποιούμεθα
εὔνουν κρατεῖν τε στόματος, ἢν δυνώμεθα
σωθέντες αὐτοὶ καὶ σὲ συσσῶσαί ποτε.
1390 ΘΕ. χωρεῖτ᾽ ἐφεξῆς, ὡς ἔταξεν ὁ ξένος,
δμῶες, φέροντες ἐνάλια κτερίσματα.
Ἑλένη, σὺ δ᾽, ἤν σοι μὴ κακῶς δόξω λέγειν,
πείθου, μέν᾽ αὐτοῦ· ταὐτὰ γὰρ παροῦσά τε
πράξεις τὸν ἄνδρα τὸν σὸν ἤν τε μὴ παρῆις.
1395 δέδοικα γάρ σε μή τις ἐμπεσὼν πόθος
πείσηι μεθεῖναι σῶμ᾽ ἐς οἶδμα πόντιον
τοῦ πρόσθεν ἀνδρὸς χάρισιν ἐκπεπληγμένην·
ἄγαν γὰρ αὐτὸν οὐ παρόνθ᾽ ὅμως στένεις.
ΕΛ. ὦ καινὸς ἡμῖν πόσις, ἀναγκαίως ἔχει
1400 τὰ πρῶτα λέκτρα νυμφικάς θ᾽ ὁμιλίας
τιμᾶν· ἐγὼ δὲ διὰ τὸ μὲν στέργειν πόσιν
καὶ ξυνθάνοιμ᾽ ἄν· ἀλλὰ τίς κείνωι χάρις
ξὺν κατθανόντι κατθανεῖν ‹μ᾽›; ἔα δέ με
αὐτὴν μολοῦσαν ἐντάφια δοῦναι νεκρῶι.
1405 θεοὶ δέ σοί τε δοῖεν οἷ᾽ ἐγὼ θέλω
καὶ τῶι ξένωι τῶιδ᾽, ὅτι συνεκπονεῖ τάδε.
ἕξεις δέ μ᾽ οἵαν χρή σ᾽ ἔχειν ἐν δώμασιν
γυναῖκ᾽, ἐπειδὴ Μενέλεων εὐεργετεῖς
κἄμ᾽· ἔρχεται γὰρ δή τιν᾽ ἐς τύχην τάδε.
1410 ὅστις δὲ δώσει ναῦν ἐν ἧι τάδ᾽ ἄξομεν,
πρόσταξον, ὡς ἂν τὴν χάριν πλήρη λάβω.
***
(Βγαίνει η Ελένη με τον Μενέλαο.)
ΕΛΕ. Όλα καλά μες στο παλάτι, φίλες·
1370 η κόρη του Πρωτέα μάς βοηθάει·
δεν εφανέρωσε στον αδερφό της,
παρόλο που τη ρώτησε, πως ήρθε
κι είναι κοντά μας ο άντρας μου· του είπε,
για χάρη μου, πως έχει πια πεθάνει.
Και τον Μενέλαο τον συντρέχει η τύχη·
γιατί ᾽ναι αρματωμένος με τα όπλα
που θα ᾽ριχνε στη θάλασσα· βαστάει
στο δυνατό του χέρι την ασπίδα
και στο δεξί έχει το κοντάρι, τάχα
για να τιμήσει τον νεκρό μαζί μου.
Είναι έτοιμος να πολεμήσει, μύριους
1380 βάρβαρους να σκοτώσει, στο καράβι
μόλις θα μπούμε· του ᾽δωσα να βάλει
χιτώνα ωραίο και με ποταμίσο
τον έλουσα νερό δροσάτο, που είχε
να νιώσει χρόνια στο κορμί του. Ωστόσο
νά, βγαίνει από το παλάτι εκείνος
που σίγουρα θαρρεί πως θα με πάρει·
(Βγαίνει ο Θεοκλύμενος με δούλους.)
ανάγκη να σωπαίνω· κι εσείς όμως
παρακαλώ το στόμα σας κρατήστε
κλειστό, για να σας σώσω κάποια μέρα,
αν τώρα εγώ κι άντρας μου σωθούμε.
ΘΕΟ. Δούλοι, με τη σειρά να προχωράτε,
1390 καθώς ο ξένος όρισε, κρατώντας
τις προσφορές που θα ριχτούν στο κύμα.
Ελένη, αν δεν νομίζεις πως μιλάω
ανόητα, άκουσέ με κι εδώ μείνε·
στον άντρα σου τα ίδια θα προσφέρεις,
είσαι δεν είσαι μέσα στο καράβι.
Φοβάμαι μήπως σού ᾽ρθει επιθυμία
στο πέλαο να ριχτείς από τη θλίψη
για τις χάρες του Μενέλαου, μια κι έτσι
πολύ πικρά γι᾽ αυτόν αναστενάζεις.
ΕΛΕ. Καινούριε μου άντρα, πρέπει να τιμήσω
1400 και τον πρώτο μου γάμο· θα μπορούσα
να σκοτωθώ για το νεκρό μου ταίρι·
όμως ποιό τ᾽ όφελος γι᾽ αυτόν αν θα πεθάνω;
Άσε να πάω και στον πεθαμένο
τα εντάφια να προσφέρω δώρα. Εκείνα
που θα ᾽θελα, οι θεοί να σου χαρίσουν
μα και στον ξένο που έτσι με βοηθάει.
Γυναίκα σου σωστή, καθώς ταιριάζει,
θα μ᾽ έχεις στο παλάτι, αφού κι εμένα
και τον Μενέλαο ωφελείς. Η μοίρα
καλά τα φέρνει ώς τώρα. Και για να ᾽ναι
η χάρη που μου κάνεις τελειωμένη,
1410 πρόσταξε να μας δώσουν το καράβι