Οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί ὑποστηρίζουν κατά κανόνα ὅτι οἱ λαοί καί οἱ κυβερνήσεις τους δέ διδάσκονται τίποτε ἀπό τήν ἱστορία - «ἡ ἱστορία διδάσκει ὅτι ἡ ἱστορία δέ διδάσκει» - καί ἑπομένως εἶναι ἄσκοπο νά ἀναζητοῦμε στό παρελθόν παρόμοιες καταστάσεις γιά νά ἀντλήσουμε ἐμπειρία καί διδάγματα, γιατί ἁπλούστατα ἡ ἱστορία δέν ἐπαναλαμβάνεται. Βέβαια, ὅτι ἡ Ἱστορία δέν μπορεῖ νά ἐπαναλαμβάνεται ὁμοιότροπα καί ἄσχετα ἀπό τόπο, χρόνο καί πρόσωπα εἶναι λογικό καί προφανές. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁμως, ἄν ἀφαιρέσουμε κάθε ὠφελιμιστικό χαρακτήρα ἀπό τή μελέτη τῆς ἱστορίας, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά ξεπέσουν τά ἱστορικά γεγονότα σέ ἕνα ἀνούσιο ἀνάγνωσμα γιά τούς περίεργους καί τούς ἀργόσχολους, σέ ἕνα κουτσομπολιό. Καί, φυσικά, ἄν ὁ Θουκυδίδης ἀσπαζόταν τίς ἀπόψεις τῶν νεότερων ὁμοτέχνων του, δέ θά ἐπιχειροῦσε νά γράψει ποτέ τό πολυτιμότερο ἴσως ἱστορικό ἔργο ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Καθώς ἀναφέρει στήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου του, ὁ Πελοποννησιακός πόλεμος, κατά τόν Θουκυδίδη, ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος καί σημαντικότερος ἀπό τους προηγούμενους, ἀφοῦ τά Τρωικά τά διέκρινε ἡ διάρκεια ἀλλά καί ἡ χαλαρότητα, καί τά Περσικά οὐσιαστικά κρίθηκαν ἀπό δύο πεζομαχίες καί δύο ναυμαχίες. Ἀντίθετα, στόν Πελοποννησιακό πόλεμο καί οἱ ἀντίπαλες δυνάμεις διέθεταν τά τελειότερα πολεμικά μέσα πού εἶχαν ἕως τότε χρησιμοποιηθεῖ, ἀλλά καί πῆραν μέρος σ’ αὐτόν σχεδόν ὅλοι οἱ Ἕλληνες ὡς πόλεις-κράτη καθώς καί μεγάλο μέρος τῶν βαρβάρων. Μέ δύο λόγια, γιά τό Θουκυδίδη καί τήν ἐποχή του ἦταν ἕνας παγκόσμιος πόλεμος, ἀφοῦ ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα παρουσίαζε σέ μικρογραφία ἕνα κόσμο πολιτικά ἀνάλογο μέ τή νεότερη Εὐρώπη, ἕνας πόλεμος πού κράτησε 27 ὁλόκληρα χρόνια καί πρόσφερε ἕνα ἰδεατό πρότυπο πολεμικῆς δράσης κρατῶν πού τά συμφέροντά τους ἀλληλοσυγκρούονταν καί δέχονταν μόνο πρόσκαιρους διπλωματικούς συνδυασμούς.
Ὅταν ὁ Θουκυδίδης ἀποφάσισε νά ἐξιστορήσει τόν Πελοποννησιακό πόλεμο, πίστευε ἀκράδαντα στή χρησιμότητα τοῦ ἔργου του γιά τίς ἑπόμενες γενεές. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος τό δηλώνει χαρακτηριστικά: «Και ἴσως ἡ ἔλλειψη τοῦ μυθικοῦ στοιχείου ἀπό τό ἔργο μου θά τό κάνει νά φανεῖ στ’ αὐτιά λιγότερο εὐχάριστο. Ὅσοι ὁμως θά θελήσουν νά γνωρίσουν μέ ἀκρίβεια καί αὐτά πού ἔγιναν καί ὅσα, σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, θά γίνουν πάλι στό μέλλον τέτοια ἤ παραπλήσια, θά μοΰ εἶναι ἀρκετο ἄν θεωρήσουν ὠφέλιμα αὐτά πού γράφω. Τό ἔργο μου εἶναι περισσότερο ἕνα ἀπόχτημα παντοτινό, παρά ἕνα εὐχάριστο ἀνάγνωσμα τῆς στιγμῆς».
Ἡ ἀναφορά, πού κάνει πιό πάνω ὁ Θουκυδίδης στήν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι ἡ πρώτη στή σειρά μέσα στήν ἱστορία του, ὄχι ὁμως καί ἡ μοναδική. Καί πιό κάτω, στό τρίτο βιβλίο τῆς ἱστορίας του, ὅταν ἐξιστορεῖΐ τά Κερκυραϊκά, μιλώντας γιά τίς συνέπειες τοῦ πολέμου, τόν ὁποῖο ὁ Θουκυδίδης χαρακτηρίζει «βίαιο διδάσκαλο», γράφει μεταξύ ἄλλων: «Καί ἐπέπεσε πολλά καί χαλεπά κατά στάσιν ταῖϊς πόλεσι, γιγνόμενα μέν καί αἰεί ἐσόμενα, ἕως ἄν ἡ αὐτή φύσις ἀνθρώπων ᾖ···» Μέ ἄλλα λόγια, αὐτό πού βγαίνει ὡς πίστη τοῦ Θουκυδίδη, ἀπό τά δυό χωρία του πού ἀναφέρονται στήν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀντιδροῦν παρόμοια κάτω ἀπό παρόμοιες συνθῆκες καί ὅτι αὐτό συμβαίνει καί θά συμβαίνει ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει ἀμετάβλητη.
Σ’ αὐτή τήν πίστη στηρίζεται ὁ διδακτικός καί προγνωστικός χαρακτήρας τῆς ἱστορίας τοῦ Θουκυδίδη, ὁ ὁποῖος φαίνεται πώς θεωροῦσε τόν πόλεμο ὡς ἀρρώστια τοῦ κοινωνικοῦ καί πολιτικοῦ σώματος, ἐπηρεασμένος ἴσως καί ἀπό τό σύγχρονό του ἰατρό Ἱπποκράτη καί τίς ἰατρικές τοῦ προγνώσεις. Ὅπως δηλαδή ἕνας γιατρός μέ τή βοήθεια τῆς συσσωρευμένης ἐπιστημονικῆς γνώσης μπορεῖ ὄχι μόνο νά βρεῖ τήν αἰτία ἀλλά καί νά προβλέψει τήν πορεία καί τήν ἐξέλιξη μίας ἀρρώστιας καί νά ἐνεργήσει προληπτικά ἡ θεραπευτικά, κατ’ ἀναλογία καί ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορά, ἀτομική ἤ ὁμαδική, θά μποροῦσε ὡς ἕνα σημεῖο νά προγνωσθεῖ, νά προληφθεῖ ἡ νά καθοδηγηθεῖ, μέ τή βοήθεια τῶν σταθερῶν καί ἀμετάβλητων στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Φυσικά, ἡ πρόγνωση αὐτή του Θουκυδίδη στηρίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο στήν ἀνθρώπινη διάνοια καί δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τίς μεθόδους τῆς ἀρχαίας μαντικῆς.
Ἄλλωστε, ἡ ἴδια συλλογιστική ἦταν πού ὁδήγησε τό Θουκυδίδη στή λεπτομερή περιγραφή τοῦ φοβεροῦ λοιμοῦ πού ἔπληξε τήν Ἀθήνα στά 429 π.Χ., τό δεύτερο χρόνο τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, γιατί ὁ ἱστορικός ἡθελε νά δώσει μιά «πρόγνωση» γιά τίς ἐπερχόμενες γενεές, ὥστε σέ περίπτωση πού θά ξαναπέφτε μιά παρόμοια ἀρρώστια, νά εἶναι σέ θέση νά τήν ἀναγνωρίσουν. Καθώς ὁ ἴδιος γράφει χαρακτηριστικά, «ἐγώ θά περιγράφω πῶς ἦταν ἡ ἀρρώστια, ὥστε ἐξετάζοντας κάποιος τά συμπτώματά της, ἄν ποτέ πάλι ἡ ἀρρώστια ξανάπεφτε, ἔχοντας αὐτός ἀπό πρίν γνώση, νά εἶναι πιό πολύ σέ θέση νά γνωρίζει. Καί θά τά πῶ αὐτά, γιατί καί ὁ ἴδιος ἀρρώστησα καί εἶδα μέ τά μάτια μου ἄλλους νά ὑποφέρουν ἀπό τήν ἀρρώστια».
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ποῦμε ὅτι γιά τίς ἰδέες αὐτές τοῦ Θουκυδίδη σχετικά μέ τήν ἀνθρώπινη φύση διατυπώθηκαν ἀπό νεότερους ἐρευνητές κριτικές, ἑρμηνεῖες καί παρερμηνεῖες. Ἐμεῖς, προσπερνώντας ὅλα τά ἄλλα, θά σταθοῦμε μόνο στό ἐξαίρετο κατά τά ἄλλα βιβλίο τοῦ J. Η. Finley, ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος στά χωρία τοῦ Θουκυδίδη πού καί ἐμεῖς ἐπικαλεστήκαμε, γράφει μεταξύ ἄλλων: «Ὅταν ὅμως δηλώνει (ὁ Θουκυδίδης) λίγο παραπάνω ὅτι τό ἔργο του θά εἶναι πολύτιμο γιά τίς ἑπόμενες γενεές γιατί ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται, εἶναι φανερό ὅτι τελικά υἱοθέτησε μιά κυκλική ἀντίληψη τῆς ἱστορίας, ὅπως καί ὁ Πλάτωνας».
Ἔχω τή γνώμη ὅτι ἡ πιό πάνω διαπίστωση τοῦ Finley δέν προκύπτει ἀπό κανένα σημεῖο τῆς ἱστορίας τοῦ Θουκυδίδη καί ὅτι, ἄν ὁ τελευταῖος δέχεται τήν ἐπανάληψη καί στό μέλλον φαινομένων παρόμοιων μέ φαινόμενα τοῦ παρελθόντος, αὐτό ὀφείλεται ὄχι στήν ἀντίληψή του γιά κυκλική πορεία τῆς ἱστορίας ἀλλά στήν πίστη του γιά τή σταθερότητα κάποιων βασικῶν στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἀλλά καί ὁ καθηγητής Dodds, παρατηρώντας ὅτι οἱ μυαλωμένοι ἄνθρωποι τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα γνώριζαν τούς περιορισμούς πού ἐπιβάλλονται στήν πρόοδο ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση, γράφει τά παρακάτω:
«Καθένας ἀπό τούς δύο μεγάλους ἱστορικούς (ἐννοεῖ τόν Ἡρόδοτο καί τό Θουκυδίδη) ἐξέφρασε αὐτή τή γνώση μέ τό δικό του τρόπο. Καθένας τους, εἶναι ἀλήθεια, ἦταν περήφανος γιά τά ἐπιτεύγματα τοῦ λαοῦ του στό παρελθόν: Γιά τόν Ἡρόδοτο, οἱ Ἕλληνες ἀπό παλαιότερα εἷχαν ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς ἀνόητες ἀφέλειες πού εἶχαν σχέση μέ τό βαρβαρισμό, καί ὁ Θουκυδίδης εἶδε τήν παλαιότερη ἱστορία τῆς Ἑλλάδας ὡς ἐπιδίωξη γιά μιά βαθμιαία ἀνοδική πορεία. Ἀλλά ὁ Ἡρόδοτος γράφει “ὅπως κάποιος πού γνωρίζει τήν ἀστάθεια τῆς ἀνθρώπινης εὐημερίας”, καί αὐτή ἡ πεποίθηση στοιχειώνει τή φαντασία του, ὁπως στοιχείωσε καί τή φαντασία τοῦ φίλου του Σοφοκλῆ. Ὁ Σοφοκλῆς τήν ἐξηγεῖ μέ τόν παλαιό θρησκευτικό τρόπο: ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στό ἔλεος μιᾶς δύναμης, ἡ ὁποία τοῦ ἀπαγορεύει νά ὑψωθεῖΐ πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα. Ὁ Θουκυδίδης, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, βρίσκει αὐτό τό ὅριο στήν ψυχολογική δομή τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁρισμένες συμφορές, μᾶς λέει, “συμβαίνουν καί θά συμβαίνουν πάντοτε, ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει ἴδια”· καί διακινδυνεύει τή γενικότερη δήλωση ὅτι “σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη φύση παρόμοια γεγονότα (ὅπως ἐκεῖϊνα πού περιγράφει) θά ἐπαναλαμβάνονται στό μέλλον”. Καί εἶναι λάθος νά συμπεραίνουμε ἀπό αὐτά τά κείμενα, ὅπως ἕνας νεότερος συγγραφέας τό κάνει, ὅτι ὁ Θουκυδίδης “τελικά υἱοθέτησε μιά κυκλική ἀντίληψη τῆς ἱστορίας, ὁπως ὁ Πλάτων”. Ἡ προσδοκία τοῦ Θουκυδίδη γιά ἐπανάληψη τῶν γεγονότων στηρίζεται ὄχι στήν κυκλική πορεία τοῦ κόσμου ἀλλά στή μονιμότητα τῶν ἄλογων στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης φύσης, πού δέν ἐπιδέχονται διδαχή».
Ποιά ὅμως εἶναι τά μόνιμα στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης φύσης πού βρίσκονται ἐκτός λογικοῦ ἐλέγχου καί δέν ἐπιδέχονται διδαχή; Ὁ Θουκυδίδης στά Κερκυραϊκά του, ὅπως εἴδαμε, ἀναφέρει ὡς τέτοια στοιχεῖα τή δίψα γιά δύναμη, τήν πλεονεξία καί τή φιλοδοξία. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ὁμως παρουσιάζει τό κεφάλαιο 45 τοῦ τρίτου βιβλίου τῆς ἱστορίας τοῦ Θουκυδίδη, πού ἀναφέρεται στήν ἀποστασία τῆς Λέσβου. Ἐκεῖϊ ὁ ρήτορας Διόδοτος, προσπαθώντας νά ἐξηγήσει γιατί οἱ ἄνθρωποι παραβαίνουν τό νόμο καί ὅταν ἀκόμη ἀντιμετωπίζουν τήν ποινή τοῦ θανάτου, λέγει μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς:
«Ἤ τοίνυν δεινότερον τί τούτου δέος εὐρετέον ἔστιν ἡ τάδε γέ οὐδέν ἐπίσχει, ἀλλ’ ἡ μέν πενία ἀνάγκῃ τήν τόλμαν παρέχουσα, ἡ δ’ ἐξουσία ὕβρει τήν πλεονεξίαν καί φρονήματι, αἱ δ ’ ἄλλαι ξυντυχίαι ὀργᾖ τῶν ἀνθρώπων ὡς ἑκάστη τίς κατέχεται ὑπ’ ἀνηκέστου τινός κρείσσονος ἐξάγουσιν ἐς τούς κινδύνους, ἥ τε ἐλπίς καί ὁ ἔρως ἐπί παντί, ὁ μέν ἡγούμενος, ἡ δ ’ ἑφεπομένη, καί ὁ μέν τήν ἐπιβουλήν ἐκφροντίζων, ἡ δέ τήν εὐπορίαν τῆς τύχης ὑποτιθεῖσα, πλεῖστα βλάπτουσι, καί ὄντα ἀφανῆ κρείσσω ἐστί τῶν ὁρωμένων δεινῶν, καί ἡ τύχη ἐπ' αὐτοῖς οὐδέν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τό ἐπαίρειν ἀδοκήτως γάρ ἔστιν ὅτε παρισταμένη καί ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων κινδυνεύειν τινά προάγει, καί οὐχ ἧσσον τάς πόλεις, ὅσῳ περί τῶν μεγίστων τε, ἐλευθερίας ἤ ἄλλων ἀρχῆς, καί μετά πάντων ἕκαστος ἀλογίστως ἐπιπλέον τί αὐτόν ἐδόξασεν. ἁπλῶς τέ ἀδύνατον καί πολλῆς εὐηθείας, ὅστις οἴεται τῆς ἀνθρωπείας φύσεως ὁρμωμένης προθύμως τί πρᾶξαι ἀποτροπήν τινά ἔχειν ἤ νόμων ἰσχύι ἡ ἄλλῳ τῷ δεινῷ».
(Ἤ, λοιπόν, πρέπει νά βρεθεῖ φόβητρο πιό φοβερό ἀπό τό θάνατο ἤ αὐτή ἡ ποινή τουλάχιστον δέν εἶναι ἐπαρκής. Γιατί ἡ φτώχια μέ τίς ἀνάγκες της φέρνει τόλμη, ἡ ἐξουσία προκαλεῖ πλεονεξία γεμάτη ἀλαζονεία καί ἐγωπάθεια καί οἱ διάφορες συμπτώσεις, ἀνάλογα μέ τά ἀκατανίκητα πάθη πού ἐξουσιάζουν τόν καθένα, παρασύρουν τούς ἀνθρώπους σέ κινδύνους. Ἀλλά καί ἡ ἐλπίδα καί ὁ πόθος γιά τό κάθε τί, ὁ πόθος μπροστά, ἡ ἐλπίδα ἀκολουθώντας, ἐκεῖνος καταστρώνοντας τά σχέδια καί αὐτή ὑποβάλλοντας τήν ἰδέα ὅτι θά βοηθήσει ἡ τύχη, κάνουν τό μεγαλύτερο κακό, καί, ἐνῶ δέ φαίνονται, εἶναι δυνατότερα ἀπό τά φανερά δεινά. Ἀλλά κοντά σ’ αὐτά καί ἡ τύχη δέ συντελεῖ λιγότερο στήν παρεκτροπή, γιατί κάποτε ἐμφανίζεται ἀπροσδόκητα καί παρασύρει στόν κίνδυνο κάποιον πού δέν ἔχει μεγάλες δυνατότητες, καί ἀκόμη περισσότερο τίς πόλεις, ἀφοῦ ἄλλωστε πρόκειται γιά πράγματα πολύ σημαντικά, τήν ἐλευθερία ἡ τήν ἐξουσία ἐπάνω στούς ἄλλους, ὁπότε ὁ καθένας μέσα στό πλῆθος τῶν συμπολιτῶν του ἀσυλλόγιστα ὑπερεκτιμᾶ συνήθως τίς δυνάμεις του. Μέ δύο λόγια, εἶναι ἀδύνατον καί εἶναι πολύ ἀνόητος ἐκεῖνος πού νομίζει πώς, ὅταν ἡ ἀνθρώπινη φύση σπρώχνεται ἀπό τό πάθος νά κάνει κάτι, μπορεῖ νά ἀποτραπεῖ ἀπ’ αὐτό, εἴτε μέ τή δύναμη τοῦ νόμου εἴτε μέ κάποιο ἄλλο φόβητρο).
Μιά ματιά στό πιό πάνω κείμενο δείχνει ὅτι ἀφθονοῦϋν οἱ ψυχολογικοί ὄροι - δέος, ὕβρις, πλεονεξία, ὀργή, πόθος, ἐλπίς, ἔρως - μέ τούς ὁποιους ὁ Θουκυδίδης ἐξηγεΐ καί αἰτιολογεῖ τά ἱστορικά γεγονότα, ἀτομικά καί ὁμαδικά, παραδεχόμενος στήν οὐσία ὅτι οἱ ἄλογες ψυχικές δυνάμεις μποροῦν νά θολώσουν καί νά νικήσουν τή δύναμη τοῦ νοῦ. Τά παραδείγματα ἀφθονοῦν μέσα στήν ἴδια τήν ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη. Ἔτσι, πληροφορούμαστε ὅτι οἱ Σπαρτιάτες κήρυξαν τόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων ἐπειδή φοβοῦνταν τήν αὔξηση τῆς ἀθηναϊκῆς δύναμης. Ἐπίσης, ὅτι ἡ Σικελική ἐκστρατεία πραγματοποιήθηκε ἀπό τούς Ἀθηναίους παρά τήν περί τοῦ ἀντιθέτου εἰσήγηση τοῦ στρατηγοῦ Νικία, γιατί «ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι... πόθῳ ὄψεως καί θεωρίας καί εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι... διά τήν ἄγαν τῶν πλεόνων ἐπιθυμίαν...»
Ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅμως προκαλοῦν καί τά ἐπιχειρήματα μέ τά ὁποῖα οἱ Ἀθηναῖοι ὑπερασπίζονται τήν ἡγεμονία τους, ἐπικαλούμενοι τήν ἀνθρώπινη φύση: Ὅπως λένε, δέν ἔκαναν τίποτε παράδοξο ἤ ἀντίθετο πρός τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τό νά δεχτοῦν μιά ἡγεμονία πού τούς πρόσφέρθηκε καί πού ἀρνοῦνται νά τήν ἀφήσουν γιά τρεῖς πολύ σπουδαίους λόγους: τή δόξα, τό φόβο καί τό συμφέρον. Ἄλλωστε, εἶναι καθιερωμένο ὁ κατώτερος νά ὑποτάσσεται στόν ἀνώτερο. Σημειώνουμε ὅτι ἀνάλογα ἐπιχειρήματα χρησιμοποιοῦν οἱ Ἀθηναῖοι καί στόν περίφημο διάλογο μέ τούς Μηλίους, ἰσχυριζόμενοι ὅτι «δίκαια μέν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπό της ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατά δέ οἱ προύχοντες πράσσοοσι καί οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσι». (= τό δίκαιο στίς ἀνθρώπινες σχέσεις λαμβάνεται ὑπόψη ὅταν οἱ ἀντίδικοι εἶναι ἴσοι, ἀλλιῶς οἱ δυνατοί κάνουν ὅσα μποροῦν καί οἱ ἀδύναμοι ὑποχωροῦν).
Κάτι ἀκόμη πού ἀξίζει νά ἐπισημανθεῖΐ εἶναι ὅτι στήν ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη, ἐκτός ἀπό τους ψυχολογικούς ὅρους πού προαναφέραμε, χρησιμοποιοῦνται καί οἱ λέξεις ἀνάγκη καί τύχη, γιά νά ἐκφράσουν ἐπίσης καταστάσεις τῶν ὁποίων τό περιεχόμενο εἶναι πολύ δύσκολο ἕως ἀδύνατον νά ἐλεγχθεῖ, καθώς ὁ ἄνθρωπος πού ἐμπλέκεται σ’ αὐτές δέν ὁδηγεῖ πλέον τά γεγονότα ἀλλά ὁδηγεϊται ἀπ’ αὐτά. Ἔτσι, π.χ., ἀπό τή στιγμή πού οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐπέλεξαν νά εἶναι ἐπικεφαλῆς τῶν Ἑλλήνων, ἦταν ἀναγκασμένοι νά κηρύξουν τόν πόλεμο στούς Ἀθηναίους. Ἀλλά καί οἱ Ἀθηναῖοι, ἀπό τή στιγμή πού δέχτηκαν τήν ἡγεμονία τῶν Ἑλλήνων, ἦταν ἀναγκασμένοι νά συνεχίσουν νά τήν ἔχουν. Τέλος, ἐντύπωση προκαλοῦν καί αὐτά πού λέγει ὁ Ἀλκιβιάδης στούς Ἀθηναίους: «Καί οὐκ ἐστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ἐς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, ἀλλ’ ἀνάγκη, ἐπειδή πέρ ἐν τῷδε καθέσταμεν, τοῖς μέν ἐπιβουλεύειν, τούς δέ μή ἀνιέναι, διά τό ἀρχθῆναι ἄν ὑφ’ ἑτέρων αὐτοῖς κίνδυνον εἶναι, εἰ μή αὐτοί ἄλλων ἄρχομεν» (=Καί δέν εἶναι στό χέρι μας νά κανονίζουμε ἕως ποῦ θέλουμε νά φτάσει ἡ ἐξουσία μας, ἀλλά εἴμαστε ἀναγκασμένοι, ἀφοῦ βέβαια φτάσαμε ἐδῶ πού φτάσαμε, γιά ἄλλους νά καταστρώνουμε ἐχθρικά σχέδια καί γιά ἄλλους νά μή χαλαρώνουμε τήν ἐξουσία μας ἐπάνω τους, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νά ἐξουσιάσουν αὐτοί ἐμᾶς, ἄν δέν ἐξουσιάσουμε ἐμεῖς ἐκείνους).
Ὅσο γιά τήν τύχη καί τό ρόλο τοῦ τυχαίου στήν ἱστορία, μολονότι ὁ ἱκανός νοῦς μπορεῖΐ νά προσαρμοστεῖ ταχύτερα στά τυχαῖα περιστατικά, ὡστόσο εἶναι φανερό ὅτι ἡ ἔννοια τῆς τύχης ἀποτελεϊ περιοχή ὁπου ἀναγνωρίζεται «ἡ ἀδυναμία τῆς σκέψης νά ἐξουσιάσει πλήρως τή ζωή». Ἔτσι, π.χ., ἄν στήν Ἀθήνα δέ συνέβαινε ἡ ξαφνική καί ἄκαιρη κοπή τῶν Ἐρμῶν πρίν ἀπό τή Σικελική ἐκστρατεία καί δέν ἀνακαλοῦνταν ὁ Ἀλκιβιάδης , ὅλα θά ἦταν διαφορετικά στήν ἔκβαση τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Ἐπίσης, ἄν πρίν ἀπό τήν ἀποχώρηση τοῦ Νικία ἀπό τή Σικελία δέ συνέβαινε ἔκλειψη σελήνης, ὁ Ἀθηναῖος στρατηγός δέ θά παρέμενε ἄπρακτος ἐπί 27 μέρες, μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἐχθροί νά τόν περικυκλώσουν καί νά καταστρέψουν τόν ἀθηναϊκό στόλο.
Ξαναγυρίζουμε στήν παρατήρηση τοῦ Dodds ὅτι οἱ μυαλωμένοι ἄνθρωποι τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα ἤξεραν τούς περιορισμούς πού ἐπιβάλλονται ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση στήν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Πρόκειται γιά μιά σημαντική διαπίστωση, πού δείχνει ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες γνώριζαν τίς δυνάμεις ἀλλά καί τίς ἀδυναμίες καί τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου καί τό ἐπεσήμαναν μέ διάφορους τρόπους, καί μάλιστα, σέ μιά ἐποχή σάν τήν κλασική, στήν ὁποία ἡ λαμπρή πρόοδος πού εἶχε συντελεσθεῖ σ’ ὅλούς τούς τομεῖς ἦταν τέτοια, ὥστε θά μποροῦσαν νά εἶχαν «μεθύσει» ἀπό αὐταρέσκεια. Προχωρώντας ἐπιλεκτικά θά ἀρχίσουμε ἀπό τόν Ἡρόδοτο, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει τήν ἀστάθεια τῆς ἀνθρώπινης εὐτυχίας «τήν ἀνθρωπηίην ἐπιστάμενος εὐδαιμονίην οὐδαμά ἐν ταὠυτῷ μένουσαν», γιατί τό θεῖον εἶναι «φθονερόν καί ταραχῶδες» καί ὁ θεός «φιλέει τά ὑπερέχοντα πάντα κολούειν ». Ὅλοι οἱ σοφοί στήν ἱστορία τοῦ Ἡροδότου - Σόλων, ’Ἄμασις, Ἀρτάβανος- γνωρίζουν ὅτι ὁ θεός προκαλεῖται καί ἐνοχλεῖται ἀπό τόν ὑπέρμετρο πλοῦτο καί τήν ἀλαζονική δύναμη, γι’ αὐτό καί ἡ «ὕβρις » τιμωρεῖται, ὁπως δείχνουν οἱ περιπτώσεις τοῦ Κροίσου, τοῦ Ξέρξη, τοῦ Κλεομένη, τοῦ Γλαύκου κτλ.
Καί στόν Αἰσχύλο «ὑπάρχει τό σχῆμα ὄλβος-ὕβρις-τίσις, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο, ὁ μεγάλος πλοῦτος ἤ ἡ πολλή εὐτυχία ὁδηγοῦν στήν ἀλαζονεία καί τελικά στήν τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ θείου. Ἐκεῖνο ὁμως πού ἀποτελεΐ βασικό χαρακτηριστικό στίς τραγωδίες τοῦ Αἰσχύλου, εἶναι ἡ τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μπαίνοντας στό ζυγό τῆς ἀνάγκης - ὁ ρόλος τῆς ἀνάγκης ἔχει ἐπισημανθεῖ καί στό Θουκυδίδη - ἐμπλέκεται σ’ ἕνα δίχτυ τραγικά διλημματικῶν καταστάσεων, ἀνήμπορος ν’ ἀντιδράσει. Ἔτσι, π.χ. στήν τραγωδία «Ἑπτά ἐπί Θήβας» ὁ βασιλιάς τῆς Θήβας Ἐτεοκλῆς ἔχει ὑποχρέωση νά ὑπερασπισθεῖ μέ ὅλα τά μέσα τήν πόλη του καί νά σκοτώσει τόν πολιορκητή καί εἰσβολέα, πού ὅμως δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν ἀδελφό του Πολυνείκη. Στόν «Ἀγαμέμνονα», ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς ἐκστρατείας στήν Τροία Ἀγαμέμνων εἶναι ἀναγκασμένος νά θυσιάσει τήν κόρη του Ἰφιγένεια, ἄν δέ θέλει νά ματαιωθεῖ ἡ ἐκστρατεία. Ἀλλά καί στίς «Χοηφόρους», ὁ Ὀρέστης ἀναγκάζεται νά σκοτώσει τή μητέρα του Κλυταιμνήστρα γιά νά ἐκδικηθεῖ τό θάνατο τοῦ πατέρα του Ἀγαμεμνονα.
Ὁ Σοφοκλῆς, καθώς εἴδαμε, εἶναι αὐτός πού ὕμνησε στό πρῶτο στάσιμο ταῆς «Ἀντιγόνης» τά ἐπιτεύγματα τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Παράλληλα ὅμως πίστευε πώς ἡ ἀληθινή γνώση ἀποτελεῖ προνόμιο θεϊκό καί πώς ὁ ἄνθρωπος μόνο γνώση τῆς φθαρτῆς του ὕπαρξης μπορεΐ νά ἔχει. Οἱ τραγωδίες τοῦ «Αἴας» καί «Οἰδίπους τύραννος» ἀποτελοῦν ἁπτά δείγματα τῆς ἀσήμαντης ἀνθρώπινης ὑπόστασης μπρός στήν ἄπειρη δύναμη καί σοφία τοῦ θεοῦ, γι’ αὐτό καί συγκλονίζουν τό θεατή, προκαλώντας τόν «ἔλεον» ἄλλα καί τόν «φόβον» γιά τούς κινδύνους πού παραμονεύουν κάθε ἀνθρωπο.
Ὁ Εὐριπίδης, ὁ τρίτος μεγάλος τραγικός ποιητής, εἶναι γνωστό πώς δέν εἶχε τή βαθιά θρησκευτικότητα, ἀλλά καί τό σεβασμό καί τήν προσήλωση στήν παράδοση τοῦ Αἰσχύλου καί τοῦ Σοφοκλῆ, καί, κατά τόν Ἀριστοτέλη, παρίστανε τά πράγματα ρεαλιστικά, ὅπως εἶναι. Στήν τραγωδία του λοιπόν «Μήδεια» - γιά νά μείνουμε μόνο σ’ αὐτην - σέ μιά σύγκρουση ἀνάμεσα στή δύναμη τοῦ νοϋ καί στά πάθη τῆς ψυχῆς, τή νίκη τήν κερδίζουν τά δεύτερα, καί αὐτό φαίνεται μέ περισσότερη σαφήνεια λίγο παρακάτω, ὅταν ἡ Μήδεια, παίρνοντας τήν τρομερή ἀπόφαση νά σφάξει τά παιδιά της καί νά ἐκδικηθεῖ ἔτσι τόν Ἰάσονα πού τήν ἐγκατέλειψε γιά νά παντρευτεῖ μιάν ἄλλη γυναίκα, δηλώνει ξεκάθαρα:
Καί μανθάνω μέν οἷα δρᾶν μέλλω κακά,
θυμός δέ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων.
(Καί ξέρω τί εἴδους κακό πρόκειται νά διαπράξω,
ὅμως τό πάθος μου εἶναι πιό δυνατό ἄπ’ τή θέλησή μου).
Ὅπως βλέπουμε, ὁ Θουκυδίδης δέν εἶναι ὁ μόνος ἀπό τούς μεγάλους της ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας πού διεῖδαν ἐμπόδια στή ἀπρόσκοπτη πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅσο καί ἄν ἦταν αἰσιόδοξος γιά τήν ἀνοδική πορεία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὅπως αὐτη ἐκφράστηκε στήν «Ἀρχαιολογία», ἡ ἀρχική του αἰσιοδοξία εἶναι φανερό ὅτι ἀνακόπηκε ἀπό τό ἐμπόδιο της ἀνθρώπινης φύσης. Καί γιά τό Θουκυδίδη οἱ ἄνθρωποι, ἰδιαίτερα ὅταν ἀποκτοῦν δύναμη, ὑπερεκτιμοῦν τίς δυνατότητές τους, ἐμπιστεύονται τόν ἑαυτό τους ὑπερβολικά καί στό τέλος ὁδηγοῦνται στήν καταστροφή, ἡ ὁποία τώρα δέν ὀφείλεται στή θεϊκή ἐπέμβαση σέ συνδυασμό καί μέ τήν ἀνθρώπινη ἀπρονοησία, ὁπως συμβαίνει στόν Ἡρόδοτο, ἀλλά στήν ψυχολογική δομή τοῦ ἀνθρώπου καί σέ μιά ψυχολογική διαδικασία πού μπορεῖ νά περιγράφει. Καί, βέβαια, ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει ἴδια, οἱ ἄνθρωποι μέ αὐξομειώσεις ἡ μικροαποκλίσεις θά ἐπαναλαμβάνουν τούς ἑαυτούς τους καί τίς πράξεις τους, γιατί δυστυχῶς δέ διδάσκονται ἀπό τά λάθη καί τίς ἐμπειρίες τους.
Τελικά, κατά τήν παρατήρηση τοῦ Bruno Snell, «τόσο ὁ Ἡρόδοτος ὅσο καί ὁ Θουκυδίδης μᾶς διδάσκουν αὐτό πού οἱ Ἕλληνες ἔμαθαν ἀπό τά ἐρείπια τῶν ἀρχαίων ἀκροπόλεων: νά εἶναι μετριόφρονες στήν περηφάνια τους καί περήφανοι γιά τή μετριοφροσύνη τους».
Κατά τό συγγραφέα τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, οἱ ψυχολογικές ἀντιδράσεις τῆς ἀνθρώπινης φύσης ὄχι μόνο θολώνουν τή λογική καί ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ παρεκτροπές, ἀλλά καί περιορίζουν τή δυνατότητα νά γνωσθεῖΐ ἡ ἱστορική ἀλήθεια. Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι γενικά χαρακτηρίζονται ἀπό εὐπιστία καί δέχονται ἀβασάνιστα τίς πληροφορίες γιά τά διάφορα γεγονότα: «Οἱ γάρ ἄνθρωποι τάς ἀκοάς τῶν προγεγενημένων, καί ἤν ἐπιχώρια σφίσιν ᾖ, ὁμοίως ἀβασανίστως παρ’ ἀλλήλων δέχονται... οὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀλήθειας καί ἐπί τά ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται» (=γιατί οἱ ἄνθρωποι, τά ὅσα ἀκοῦν γιά τά περασμένα, ἀκόμα καί ἄν ἀφοροῦν τόν τόπο τους, τά δέχονται τό ἴδιο ἀβασάνιστα ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο... τόσο λίγο κοπιάζουν οἱ πολλοί γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας καί στρέφονται περισσότερο στά ἕτοιμα).
Ἀκόμη, ἡ ἀντικειμενικότητα καί ἡ ἀξιοπιστία τῶν ἱστορικῶν μαρτυριῶν, οἱ ὁποῖες θά ἔπρεπε νά τεκμηριώνονται ἀπό αὐτόπτες μάρτυρες «πού λένε τά ἴδια λόγια γιά τά ἴδια περιστατικά», συχνά παρεμποδίζονται ἀπό ἀδυναμία τῆς μνήμης ἀλλά καί ἀπό εὔνοια: «ἐπιπόνως δέ ηὔρισκετο, διότι οἱ παρόντες τοῖς ἔργοις ἑκάστοις οὐ ταὐτά περί τῶν αὐτῶν ἔλεγον, ἀλλ’ ὡς ἑκατέρων τίς εὐνοίας ἤ μνήμης ἔχοι» (=καί ἡ ἀλήθεια βρισκόταν μέ πολύ κόπο, γιατί οἱ αὔτοπτες μάρτυρες δέν ἔλεγαν τά ἴδια γιά τά ἴϊδια περιστατικά, ἀλλά ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τή συμπάθειά του στόν καθένα ἀπό τούς δύο ἀντιπάλους ἤ ὅπως τά θυμόταν).
Ἰδιαίτερα σέ περιόδους κρίσεων οἱ ἄνθρωποι ἀντιδροῦν συνήθως συναισθηματικά, μέ αὐξημένη ἀστάθεια καί εὐπιστία, καί ἡ μνήμη τους ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πραγματικότητα πού βιώνουν κάθε φορά στήν παροῦσα στιγμή: «Οἱ γάρ ἄνθρωποι πρός ἅ ἔπασχον τήν μνήμην ἐποιοῦντο» (=γιατί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀναμνήσεις ἀνάλογες μ’ αὐτά πού παθαίνουν). Καί πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ἡ κατάσταση αὐτή ἀποτυπώνεται καλύτερα ἀπέναντι στούς χρησμούς, πού ὁ ἴδιος ὁ ἱστορικός παραθέτει στό ἔργο του. Πρίν ὁμως δοῦμε κάποια παραδείγματα, ἐπειδή ἡ στάση τοῦ Θουκυδίδη πρός τή μαντική ἀλλά καί πρός τήν ἀρχαία θρησκεία γενικότερα ἀποτελεῖ σημεῖο ἀμφιλεγόμενο, εἶναι ἀνάγκη νά ξεκαθαρίσουμε κάπως τό τοπίο μέ δυό λόγια.
Ὁ Θουκυδίδης, εἶναι ἀλήθεια, δέ μιλᾶ τή γλώσσα τῆς θρησκείας ὅπως ὁ Ἡρόδοτος, ὡστόσο - καί μολονότι στή βιογραφία πού τοῦ κάνει ὁ Μαρκελλίνος, ὁ ἱστορικός ἐμφανίζεται ὡς «ἄθεος ἡρέμα» - πουθενά στό ἔργο του δέν κάνει πολεμική ἐναντίον της. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἄν καί δέν εἶναι ὁ πιστός τῶν μαντείων καί τῶν χρησμῶν, στήν ἱστορία του παραθέτει συνολικά 14 χρησμούς, κάποιους μάλιστα τούς σχολιάζει μέ τό ὀρθολογικό πνεῦμα πού τόν χαρακτηρίζει. Καί ἐνῶ ὡς Ἱστορικός μέ ἀμεροληψία καί ἀντικειμενικότητα καταγράφει τούς χρησμούς ὡς στοιχεῖα μίας πραγματικότητας τοῦ καιροῦ του, φαίνεται ὅτι περισσότερο τους χρησιμοποιεῖ γιά νά καταδείξει τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά καί τήν ἀνθρώπινη φύση.
Ἄς δοῦΰμε ὅμως τώρα κάποια παραδείγματα χρησμῶν. Ὅταν στά 431 π.Χ. ξέσπασε ὁ Πελοποννησιακός πόλεμος, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς ἀπό τά περίχωρα συγκεντρώθηκαν ὅλοι στήν Ἀθήνα. Μπροστά σ’ αὐτή τήν ἀνάγκη, κατοικήθηκαν καί ἐρημικά μέρη τῆς πόλης, ἡρῶα καί ἱερά, καί μεταξύ αὐτῶν καί τό Πελαργικόν, τμῆμα γῆς κάτω ἀπό τήν Ἀκρόπολη, γιά τό ὁποῖο ὅμως ὑπῆρχε παλαιά κατάρα νά μείνει ἀκατοίκητο ἀλλά καί χρησμός τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν, πού συμβούλευε «τό Πελαργικόν ἄργον ἄμεινόν» (=εἶναι καλύτερα τό Πελαργικό νά μείνει ἀχρησιμοποίητο). Ἐπειδή, ὅταν στά 429 π.Χ. ἔπεσε ὁ λοιμός στήν Ἀθήνα, πολλοί τόν εἶδαν ὡς θεϊκή τιμωρία γιά τήν παράβαση τοῦ χρησμοῦ τοῦ Ἀπόλλωνα, ὁ ὀρθολογιστής Θουκυδίδης, καταλογίζοντας προφανῶς εὐπιστία καί δεισιδαιμονία στά πλήθη, σχολιάζει: «Καί μοΰ φαίνεται ὅτι ὁ χρησμός ἐπαληθεύτηκε ἀντίστροφα ἀπ’ ὅ,τι περίμενε ὁ κόσμος. Γιατί οἱ συμφορές δέ βρῆκαν τήν πόλη ἀπό τήν παράνομη κατοίκηση τοῦ Πελαργικοῦ, ἀλλά ὁ πόλεμος προκάλεσε τήν ἀνάγκη νά κατοικηθεΐ. Τόν πόλεμο αὐτόν δέν τόν ἀνέ- φερε ρητά τό μαντεῖο, ἤξερε ὅμως ἀπό πρίν ὅτι τό Πελαργικό δέ θά κατοικηθεΐ ποτέ ἀπό καλό». Μ’ ἀλλά λόγια, γιά τό Θουκυδίδη ὁ χρησμός αὐτός δέν ἀπαιτοῦσε κάποια ὑπερφυσική γνώση, ἀλλά ἦταν θέμα ἁπλῆς λογικῆς.
Στό ἴδιο διάστημα - μᾶς πληροφορεῖ ὁ Θουκυδίδης - οἱ Ἀθηναῖοι θυμήθηκαν καί ἕνα χρησμό πού τόν μνημόνευαν ἡδη οἱ παλαιότεροί τους: «ἥξει Δωριακός πόλεμος καί λοιμός ἅμ’ αὐτῳ» (=θά ἔρθει πόλεμος ἀπό τούς Δωριεῖς καί μαζί μ’ αὐτόν καί ἀρρώστια). Καί γιά τό χρησμό αὐτόν ὁ Θουκυδίδης σχολιάζει: «Ξέσπασε, λοιπόν, φιλονικία ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ὅτι οἱ παλαιοί στό στίχο τοῦ χρησμοῦ δέν ἐννοοῦσαν λοιμό (=ἐπιδημία) ἄλλα λιμό (=πείνα), στήν προκείμενη περίπτωση ὅμως, ὅπως ἦταν φυσικό, ἐπικράτησε ἡ ἄποψη ὅτι ἐννοοῦσαν λοιμό. Γιατί οἱ ἄνθρωποι θυμοῦνται σύμφωνα μέ αὐτά πού παθαίνουν, καί νομίζω πώς ἄν κάποτε γίνει ἄλλος Δωρικός πόλεμος, ὕστερ’ ἀπ’ αὐτόν, καί συμβεῖ νά πέσει λιμός (=πείνα), τότε εἶναι φυσικό νά ποῦν αὐτή τήν ἐκδοχή». Καί ὁ Θουκυδίδης συνεχίζοντας συμπληρώνει: «Θυμήθηκαν ἀκόμη, ὅσοι τόν ἡξεραν, καί τό χρησμό πού δόθηκε στούς Λακεδαιμονίους, ὅταν αὐτοί ρώτησαν τό θεό ἄν ἔπρεπε νά πολεμήσουν μέ τούς Ἀθηναίους, καί ἐκεῖνος χρησμοδότησε πώς, ἄν πολεμήσουν μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις, θά νικήσουν, καί ὑποσχέθηκε πώς καί ὁ ἴδιος θά τούς βοηθήσει. ’Ἔβγαζαν λοιπόν τό συμπέρασμα πώς, τά ὅσα γίνονταν, συμφωνοῦσαν μέ τό χρησμό ».
Στούς προηγούμενους χρησμούς, εἴχαμε φαινόμενα ὁμαδικῆς συναισθηματικῆς ἀντίδρασης, μέ κυρίαρχο συναίσθημα προφανῶς τό φόβο. Στόν ἑπόμενο χρησμό, ἔχουμε ἕνα δεῖγμα ἀτομικῆς ἀντίδρασης μέ πρωταγωνίστρια αὐτή τή φορά τήν ἐλπίδα. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ δ Θουκυδίδης, ὁ Ἀθηναῖος Ὀλυμπιονίκης Κύλων, ἀπό πλούσια οἰκογένεια εὐγενῶν καί γαμπρός τοῦ τυράννου τῶν Μεγάρων Θεαγένη, φιλοδόξησε νά γίνει καί ὁ ἴδιος τύραννος στήν Ἀθήνα, καί γιά τό σκοπό αὖτο ζήτησε χρησμό ἀπό τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν. Ἡ ἀπάντηση τοῦ δελφικοῦ Ἀπόλλωνα ἦταν «...ἐν τοῦ Δἰός τῇ μεγίστῃ ἑορταῇ καταλαβεῖν τήν Ἀθηναίων ἀκχρόπολιν» (=στή μεγαλύτερη γιορτή τοῦ Δία νά καταλάβει τήν ἀκρόπολη τῶν Ἀθηναίων). Ποιά ὁμως ἦταν ἡ μεγαλύτερη γιορτή τοῦ Δία; Ὁ Κύλων ἐπειδή ὑπῆρξε Ὀλυμπιονίκης, ἐλπίζοντας ἴσως ὅτι ὁ Ὀλύμπιος Ζεύς θά εἶναι βοηθός του, θεώρησε ὡς μεγαλύτερη γιορτή τοῦ Δία τά Ὀλύμπια ταῆς Πελοποννήσου καί τήν ἡμέρα αὐτή ἐπιχείρησε τήν εἰσβολή στήν ἀθηναϊκή ἀκρόπολη, ἀλλά ἀπέτυχε.
Ποιός θά μποροῦσε ἄραγε νά διαφωνήσει μέ τό Λουκιανό, πού μέ πολλή ὀξύνοια παρατήρησε ὅτι ἡ ἐλπίδα καί ὁ φόβος εἶναι οἱ δυό μεγαλύτεροι τύραννοι τοῦ ἀνθρώπου;
Κατά τόν Πλούταρχο, ὅταν ὁ βασιλιάς τῆς Ἠπείρου Πύρρος ἑτοιμαζόταν νά ἐκστρατεύσει ἐναντιόν της Ἰταλίας, τόν πλησίασε ὁ Θεσσαλός ρήτορας Κινέας, πού εἶχε γίνει φίλος του, καί τόν ρώτησε: «Ἄν δώσει ὁ θεός καί νικήσουμε, πώς θά χρησιμοποιήσουμε τή νίκη;» «Ρωτᾶς πράγμα πού φαίνεται, Κινέα. Ἄν νικηθοῦν οἱ Ρωμαῖοι, δέ θά ὑπάρξει ἐκεῖ οὔτε ἑλληνική οὔτε βαρβαρική πόλη ἀξιόμαχη καί ἔτσι θά πάρουμε ὅλη τήν Ἰταλία». Ὁ Κινέας, σταμάτησε γιά λίγο καί ὕστερα ξαναρώτησε: «Καί ἄν πάρουμε τήν Ἰταλία, τί θά κάνουμε;» Καί ὁ Πύρρος· «δίπλα ἡ Σικελία, νησί πλούσιο καί πολυάνθρωπο, ἁπλώνει τά χέρια καί εἶναι εὔκολο νά ὑποταχθεῖ γιατί ἔπεσε σέ ἐμφύλιο πόλεμο ἀπό τότε πού ἔλειψε ὁ Ἀγαθοκλῆς». «Σωστά λές, ἀπάντησε ὁ Κινέας, ἀλλά ἄν πάρουμε καί τή Σικελία θά λήξει ἡ ἐκστρατεία μας;» «Ἄν ἐδῶ πᾶμε καλά, θά στραφοῦμε σέ μεγάλα πράγματα. Γιατί ποιός θά παρατοῦσε τή Λιβύη καί τήν Καρχηδόνα;... Ἄν νικήσουμε ἐκεῖ, κανείς ἀπό τους ἀλαζονικούς ἔχθρούς μας δέ θά μᾶς ἐνοχλήσει». «Φυσικά, εἶπε ὁ Κινέας, καί μέ μιά τέτοια δύναμη θά ἐξουσιάσουμε καί τή Μακεδονία καί τήν Ἑλλάδα. Καί ἄν τά πετύχουμε ὅλα αὐτά, τί θά κάνουμε;» Καί ὁ Πύρρος γελώντας· «θά ξαπλώσουμε καί θά γλεντοῦμε καθημερινά». «Καί γιατί δέν τό κάνουμε ἀπό τώρα ἀφοῦ μποροῦμε, ρώτησε ὁ Κινέας, ἀποφεύγοντας κόπους, κινδύνους καί αἴματα;»
Ἄλλα - παρατηρεῖ ὁ Πλούταρχος - μ’ αὐτά του τά λόγια ὁ Κινέας πιό πολύ στενοχώρησε παρά ἄλλαξε τόν Πύρρο, ὁ ὁποῖος κατάλαβε πόση εὐχάριστη ζωή ἔχανε, ὁμως δέν μποροῦσε ν’ ἀφήσει τίς ἐλπίδες του γι’ αὖτα πού ποθούσε. Γιατί ὁ βασιλιάς τῆς Ἠπείρου «ἐλπίδας ἕξ ἐλπίδων ἀεί κυλίνδων, καί ταῖς μέν εὐτυχίαις ἐπ’ ἄλλαις χρώμενος ἀφορμαῖϊς, ἅ δέ ἕπταιεν ἑτέροις βουλόμενος ἀναπληροῦν πράγμασιν, οὐθ’ ἧτταν οὔτε νίκην ὅρον ἐποιεῖϊτο τοῦ ταράτ- τεσθαι και ταράττειν».
Ὁ Πύρρος, λοιπόν, παραδομένος στό κυνηγητό τῆς ἐλπίδας καί ποθώντας ὁλοένα καί περισσότερα, δέ θεωροῦσε τίποτε ἱκανό νά τόν σταματήσει ἀπό τό «νά ταράζεται καί νά ταράζει». Ὁ Πύρρος ὅμως δέν εἶναι φυσικά ὁ μοναδικός. Καί γιά τούς ἀρχαίους Ἀθηναίους διαβάζουμε στό Θουκυδίδη ὅτι «γεννήθηκαν μήτε γιά νά ἔχουν ἡσυχία οἱ ἴδιοι μήτε γιά ν’ ἀφήνουν τούς ἄλλους ἀνθρώπους νά ἡσυχάσουν». Ἀλλά καί ὁ σημερινός ἄνθρωπος, παρά τά τόσα χρόνια προόδου, πολιτισμοῦ καί παιδείας, φαίνεται νά σέρνει τόν ἴδιο χορό. Τί ἄραγε συμβαίνει μέ τό μοναδικό λογικό ὄν τῆς δημιουργίας, τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος «θείας μετέσχέ μοίρας...διά τήν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζώων μόνον θεούς ἐνομισεν...ἔπειτα φωνήν καί ὀνόματα ταχύ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, καί οἰκήσεις καί ἐσθῆτας καί ὑποδέσεις και στρωμνάς καί τάς ἐκ γῆς τροφάς ηὕρετο;»
Ἔχουμε ἡδη σημειώσει σέ προηγούμενο κεφάλαιο ὅτι, ἐνῶ τά ζῶα εἶναι εὐχαριστημένα καί εὐτυχισμένα ὅταν ἔχουν ἀσφάλεια καί ἀρκετή τροφή, Οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι. Ὅπως σημειώνει ὁ Ἀριστοτέλης στά «Πολιτικά», «οὐ μόνον δ’ Οἱ ἄνθρωποι διά τάναγκαϊα ἄδικουσιν... ἄλλα καί ὁπως χαίρωσι καί μή ἐπιθυμῶσιν ἐάν γάρ μεῖ- ζῶ ἔ'χωσιν ἐπιθυμίαν τῶν ἀναγκαίων, διά τήν ταύτης ἴατρειαν ἄδικησουσιν οὐ τοίνυν διά ταύτην μόνον, ἄλλα καί Ῥνα χαίρωσι ταϊς ἄνευ λυπῶν ἦδοναις... ἔπει ἄδικουσι γέ τά μέγιστα διά τάς ὑπερβολᾶς, ἄλλ’ οὗ διά τά ἀναγκαία...» (=Οἱ ἄνθρωποι δέν ἀδικοῦν μόνο γιά τά ἀναγκαία... ἄλλα καί γιά νά γεύονται ἀπολαύσεις καί νά ἱκανοποιοῦν τίς ἐπιθυμίες τους. Γιατί ἄν ἐπιθυμοῦν περισσότερα ἀπό τά ἀναγκαία, γιά νά ἱκανοποιήσουν αὔτην τήν ἐπιθυμία θά ἀδικήσουν, καί ὄχι μόνο γι’ αὔτην, ἄλλα καί γιά ν’ ἀπολαύσουν ἡδονές χωρίς κόπο... γιατί ἄδικοϋν πρό πάντων λόγω ὑπερβολικῶν ἐπιθυμιῶν καί ὄχι ἀπό ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων...)
Ἄλλα καί πέρα ἀπό αὖτα, ἐϊτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι, ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀπό παλιά καί ἑξακολουθεΐ νά ἔχει στή φύση τοῦ δλᾶ τά ἐϊδη τόσο τῶν δημιουργικῶν δσό καί τῶν ἐπιθετικῶν ἔνστικτων, ἱκανός γιά κάθε καλό ἄλλα καί γιά κάθε κακό. Εἶναι αὖτος πού ἀπέσπασε τά μυστικά τῆς φύσης σέ μεγάλο βαθμό καί τήν ὑπέταξε, ἕξασφαλιζο- ντᾶς γιά τόν ἕαυτό του ἕνα ἄνετο τρόπο ζωῆς. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁμως εἶναι ὄϊδιος πού κατάστρεψε τό περιβάλλον του καί σημάδεψε τήν πορεία του μέ πολέμους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς, οἰκονομικούς, ἰδεολογικούς. Καί ἐνῶ συνέλαβε, μορφοποίησε καί ἄξιο- ποίησε μέ τίς γνώσεις του καί τά τεχνικά του μέσα ὁ,τι ἔχει διαστάσεις καί βάρος, ἀδυνατεῖ νά σταθμίσει καί νά ἔλεγξει τόν ἀρχέγονο φόβο, τήν πλανερή ἐλπίδα, τή μά- ταιοδοξία, τό φθόνο, τή φιλοδοξία, τήν πλεονεξία. Καί ὁλα αὖτα θά συμβαίνουν, θά ἐπαναλαμβάνονται καί θά ὑπάρχουν -μᾶς βεβαιώνει ὁ Θουκυδίδης- παραπλήσια καί παρόμοια στό μέλλον, ὁσο ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει ἴδια…
Στίς μᾶλλον ἀπαισιόδοξες αὖτες διαπιστώσεις, Οἱ αἰσιόδοξοι ἀπαντοῦν πώς παρ’ ὁλα αὖτα ἡ ἀνθρωπότητα, ἔστω καί μέ κόπους, θυσίες καί αἷμα, πορεύτηκε ἕως τώρα τό δρόμο τοῦ πεπρωμένου της καί ἔτσι θά συνεχίσει καί στό μέλλον. Πιθανόν νά εἶναι κι ἔτσι, ἄν καί πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι τώρα Οἱ δυσκολίες προφανῶς θά εἶναι περισσότερες καί Οἱ κίνδυνοι μεγαλύτεροι, καί νά γιατί: Γιατί ἡδη γίναμε πολλοί καί σέ λίγο θά γίνουμε πολύ περισσότεροι, μέ ἄμεσο ἀποτέλεσμα τή σμίκρυνση τῆς μερίδας πού ἀναλογεῖ στόν καθένα- γιατί, ἐπίσης, τώρα εἴμαστε λιγότερο ἀνεκτικοί καί περισσότερο ἀπαιτητικοί, καί συχνά διεκδικοΰμε δυναμικά καί ἐπιθετικά «ζωτικό χῶρο»· τέλος, γιατί ἔχουμε τρομερές δυνάμεις καταστροφῆς στά χέρια μας, ἱκανές νά καταστρέψουν τόν πλανήτη.
Λέγεται πώς σχεδόν ποτέ τά πράγματα δέν πᾶνε τόσο καλά, ὁσο ἐλπίζουμε, ἀλλά καί ποτέ τόσο ἄσχημα, ὁσο φοβόμαστε. Τό δεύτερο τό εὐχόμαστε. Καί εὐχόμαστε, ἀκόμη, ὁ καλός θεός, πού βρέχει ἐπί δικαίων καί ἄδικων, νά φανεῖ καί πάλι σκανδαλωδῶς φιλεύσπλαχνος χαρίζοντᾶς μᾶς «σώφρονα λογισμόν», καί «καρδίαν νήφουσάν», «διά τήν λίαν φιλοτητα βροτών », ὁπως θά ἔλεγε ὁ Αἰσχύλος.
------------------------------
Θούκ. 1,11 καί 1, 23.
2. Θούκ. 1,22,4
Θούκ. 3,82, 2.
Βλ. καί Δ. Λυπουρλή, Ὅ Θουκυδίδης καί ἡ ἰπποκρατική πρόγνωση, «Φίλτρα», τιμητ. τόμ. Σ. Γ. Καψωμένου, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 87 κ.ε.
Θούκ. 2, 48,3.
Βλ. J. Η. Finley, Θουκυδίδης, δ.π., σ. 91.
Ἡροδ. 1,60, 3.
Ἡροδ. 1,5,4.
Ἐννοεῖ τόν J. Η. Finley, γιά τόν ὁποιο ἔχει καί σχετική παραπομπή.
Βλ. Ε. R. Dodds, The Ancient Concept of Progress, ὅ.π., σ. 12.
Θούκ. 3, 82,8.
Θούκ. 3, 45,4 κ.ε.
Θούκ. 1,23,6.
Θούκ. 6, 24,3-4.
Θούκ. 1, 76, 2.
Θούκ. 5. 89.
Θούκ. 1, 23, 6:... τους Ἀθηναίους ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους και φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀναγκᾶσαι ἐς τό πολεμεῖν.
Θούκ. 1, 75, 3: Ἐξ αὐτοῦ δέ τοῦ ἔργου κατηναγκάσθημεν τό πρῶτον προαγαγεῖν αὐτήν ἐς τόδε, μάλιστα μέν ὑπό δέους, ἔπειτα καί τιμῆς, ὕστερον καί ὠφελίας.
Θούκ. 6,18, 3.
Βλ. καί J. Η. Finley, Θουκυδίδης, ο.π., σ. 318.
Θούκ. 6,27,1 κ.ε.
Πλούτ., Ntx. 23 καί Ἠθικ. 1,169α.
Ἡροδ. 1, 5, 4 καί 1, 32, 1 καί 7, 10, 2e.
Αἰσχύλ..Ἄγαμ. 750 κ.ε.
Βλ. καί A. Lesky, Τό μήνυμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, Ἕλλην. Ἀνθρωπ. Ἑταιρ. ἀριθ. 41, Ἀθήνα 1969, σ. 6-7.
A. Lesky, Τό μήνυμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, ὅ.π., σ. 8-9.
Ἀριστοτ., Ποιητ. 25,1460b32.
Εὐριπ., Μήδ. 1078-1079.
Βλ. Bruno Snell, Ἡ ἀνακάλοψη τοῦ πνεύματος (μέτ. Δ. I. Ἰακώβ), Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 1989, σ. 216.
Θούκ. 1,20, 1.
Θούκ. 1,20,3.
Θούκ. 1,22,3.
Θούκ. 2, 54,3.
Βλ. καί Ά. Κ. Καραδημητρίου, Οἱ χρησμοί στήν ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη, «Παρνασσός», τόμ. ΛΗ·, Ἀθήνα 1996, σ. 238 κ.ε.
Θούκ. 2,17,1-2.
Θούκ. 2, 54, 2-5.
Σημειώνουμε ὅτι ὁ θεός ἦταν ὁ δελφικός Ἀπόλλων, μέ τόν ὁποιο ἦταν συνδεδεμένη ἡ τιμωρία τοῦ λοιμοῦ ἤδη ἀπό τήν ὁμηρική ἐποχή (βλ. καί Ὀμηρ., Ἰλιάδ. A 43 κ.ε.).
Θούκ. 1,126,3κ.ε.
Κατά τό Θουκυδίδη, ὑπῆρχαν καί τά ἀθηναϊκά Διάσια, «Διός ἑορτή Μειλιχίου μεγίστη», μιά γιορτή ἔξω ἀπό τήν πόλη μέ πάνδημη συμμετοχή καί μέ τήν Ἀθήνα ἔρημη ἀπό κατοίκους (Θούκ. 1, 126,6).
Λούκ., Ἀλεξ. ἡ φευδομ. 8: «...ῥαδίως κατενόησαν τόν τῶν ἀνθρώπων βίον ὑπό δυοῖν τούτοιν μεγίστοιν τυραννούμενον, ἐλπίδος καί φόβου...»
Πλούτ., Πύρρ. 14.
Πλούτ., Πύρρ. 30.
Εἴ τις αὐτούς ξυνελών φαίη πεφυκέναι ἐπί τῷ μήτε αὐτούς ἔχειν ἡσυχίαν μήτε τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἐᾶν. ὀρθῶς ἄν εἶποι (Θούκ. 1, 70,9).
Πλάτ., Πρωταγ. 322α.
Ἀριστοτ., Πολιτ. 1267α3-14.
Αἰσχυλ., Προμ. 123.