Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Η αγωγή των νέων στην Αρχαία Ελλάδα

Η αγωγή των νέων στην Αρχαία Ελλάδα όπου στη Σπάρτη οι νέοι σκότωναν είλωτες στην κρυπτεία, στην Κρήτη τους απήγαγαν μεγαλύτεροι και οι σοφιστές της Αθήνας.

Η αγωγή στη Σπάρτη και οι σοφιστές της Αθήνας
Η Σπάρτη φιλοδοξούσε να έχει ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της ζωής των πολιτών της. Τα αγόρια ανατρέφονταν απ’ την οικογένειά τους μέχρι την ηλικία των επτά ετών και έπειτα ξεκινούσε το σύστημα της αγωγής. Αγωγή ήταν η σπαρτιατική εκγύμναση, όπου όλα τα αγόρια συμβίωναν με τους συνομήλικούς τους.
Το πρόγραμμα είχε αυστηρή εκπαίδευση, όπου η σωματική σκληραγώγηση και η απόκτηση ηθικών αρχών τους οδηγούσαν στην πνευματική διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ο Πλούταρχος λέει ότι οι νέοι παρευρίσκονταν στα συμπόσια των πολιτών, όπου άκουγαν τα κατορθώματα των γερόντων και ιστορίες που αποσκοπούσαν να τους διδάξουν τις αξίες της Πόλης.
Τότε διδάσκονταν ποια παραδείγματα ήταν άξια προς μίμηση και ποια προς αποφυγή. Ήταν ένας κλασικός τρόπος διαπαιδαγώγησης, που βασιζόταν στην επανάληψη και στην μίμηση. Η σπαρτιάτικη μέθοδος ήταν πολύ διαφορετική από αυτή των σοφιστών στην Αθήνα του 5ου αιώνα, οι οποίοι εκθείαζαν την εξατομικευμένη εκπαίδευση, τον πειραματισμό και την αμφισβήτηση των απόψεων. Είναι γνωστό ότι οι σοφιστές δεν είχαν καλή φήμη και ότι υπήρξαν θύματα τόσο ορισμένων ακροατών τους που διαστρέβλωναν τα λεγόμενά τους, όσο και της σάτιρας του Αριστοφάνη για τις παιδαγωγικές τους μεθόδους.
Η διδασκαλία τους ωστόσο, θεμελίωσε κατά κάποιον τρόπο τη σύγχρονη διαπαιδαγώγηση, παροτρύνοντας καθ` έναν ξεχωριστά να γνωρίσει τον εαυτό του και να προοδεύσει. Είναι όμως προφανές ότι βρισκόταν στον αντίποδα του σπαρτιατικού μοντέλου.

Η κρυπτεία στη Σπάρτη
Στη Σπάρτη του 7ου – 4ου αιώνα ίσχυε ένας παράξενος θεσμός, η κρυπτεία, που προέρχεται από το ρήμα «κρύπτειν», δηλαδή «κρύβω». Το τελετουργικό της κρυπτείας παρουσιάζεται στον Πλούταρχο ως μία από τις πιο αποτρόπαιες ασκήσεις της σπαρτιατικής εκπαίδευσης.
Να λοιπόν τι ήταν η κρυπτεία. Οι άρχοντες που ήταν υπεύθυνοι για τη διαπαιδαγώγηση των νέων έστελναν κάθε τόσο σε όλη την επικράτεια, όσους έκριναν ότι ήταν οι εξυπνότεροι, εφοδιάζοντάς τους με στιλέτα και τα απαραίτητα τρόφιμα. Οι νέοι παρέμεναν κρυμμένοι όλη τη μέρα σε διάσπαρτα καταφύγια και ξεκουράζονταν.
Όταν βράδιαζε, κατέβαιναν στους αγρούς και έσφαζαν όσους είλωτες κατάφερναν να πιάσουν. Πήγαιναν πολλές φορές στους αγρούς, όπου σκότωναν τους πιο γεροδεμένους και δυνατούς.
Ο Πλούταρχος δίσταζε να αποδώσει στον Λυκούργο την επινόηση μιας τόσο απαίσιας άσκησης, γιατί του φαινόταν αντίθετη στο πνεύμα δικαιοσύνης που δέσποζε, κατά τη γνώμη του, στο έργο του λακεδαιμόνιου νομοθέτη.

Οι εραστές στη Σπάρτη
Προτού περιγράψει ο Πλούταρχος την κρυπτεία, μας πληροφορεί ότι με το που φθάνουν σε κάποια ηλικία, πιθανόν γύρω στα 20, οι νέοι πήγαιναν με τους εραστές. Ο Πλούταρχος παρέμενε ασαφής ως προς αυτό το σημείο και δεν έκανε ομοφυλοφιλικούς υπαινιγμούς, ενώ προσέδιδε στη σχέση μία παιδαγωγική και ηθική διάσταση.
Ο εραστής μοιράζεται την καλή ή την κακή φήμη του ερωμένου του και μπορεί αντ` αυτού να τιμωρηθεί. Ο εραστής ήταν αυτός που είχε αναλάβει στην εκπαίδευση έναν ρόλο πατρικό και καθοδηγητικό.

Η απαγωγή στην Κρήτη
Ένα απόσπασμα από το έργο του ιστορικού μελετητή Εφόρου, που διέσωσε ο Στράβων, μας μεταφέρει στοιχεία υψίστης σημασίας για να κατανοήσουμε αυτού του είδους τις σχέσεις. Το έθιμο που περιγράφει ο Έφορος αναφέρεται στις πόλεις της Κρήτης. Στις κρητικές πόλεις, σύμφωνα με τον Έφορο, οι άνδρες απήγαγαν τα νεαρά αγόρια. Επρόκειτο όμως για μία απαγωγή που οργανωνόταν εκ των προτέρων και ήταν κωδικοποιημένη κατά κάποιον τρόπο.
Αυτός που σκεφτόταν να απαγάγει έναν έφηβο, το ανακοίνωνε στους γνωστούς του, οι οποίοι έκαναν ό, τι μπορούσαν για να μαθευτεί το νέο στην οικογένεια του νεαρού. Η οικογένεια έδινε άτυπα τη συγκατάθεσή της, μόνο αν έκρινε ότι ο απαγωγέας ήταν της ίδιας ή ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Θύτης και Θύμα, με τη συνοδεία των φίλων που συμμετείχαν στην απαγωγή, αποτραβιούνταν στην ύπαιθρο, έπιναν, έτρωγαν και γλεντοκοπούσαν για διάστημα δύο μηνών και μετά επέστρεφαν στην πόλη.
Άφηναν τότε το αγόρι να φύγει και ως δώρο, προσέφεραν στρατιωτικό εξοπλισμό, ένα βόδι, ένα κύπελλο και διάφορα άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Το νεαρό αγόρι θυσίαζε ένα βόδι στον Δία και προσέφερε συμπόσιο σε όσους τον συνόδευσαν. Στη συνέχεια, ο νεαρός δημοσιοποιούσε τις οικείες σχέσεις που ανέπτυξε με τον εραστή του, λέει αν τις απόλαυσε ή όχι, γιατί ο νόμος προέβλεπε ότι αν έπεσε θύμα βιασμού, είχε το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση.
Η απαγωγή ήταν αυστηρώς κωδικοποιημένη. Δεν επρόκειτο για κάποιο ανεξέλεγκτο ερωτικό πάθος και ο Έφορος διευκρίνιζε ότι τα πιο δημοφιλή παιδιά δεν ήταν τα ωραιότερα, αλλά αυτά που διακρίνονταν για την τόλμη και την εξυπνάδα τους.
Οι νέοι που επιλέγονταν απολάμβαναν δόξα και τιμές. Τους προσέφεραν τις πιο περίοπτες θέσεις στα δημόσια θεάματα, ενώ διατηρούσαν το δικαίωμα να διακρίνονται από τους υπόλοιπους, φορώντας τα ρούχα που τους έδιναν οι εραστές τους, έτσι ώστε όλοι να γνωρίζουν ότι «τιμήθηκαν», έγιναν κλείνοι, όροι που υποδείκνυαν ότι υπήρξαν ερωμένοι, ενώ ο εραστής αποκαλούταν φιλήτω.

Η αγωγή των νέων στην Αρχαία Αθήνα

Η αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα είναι παρόμοια με την αγωγή των νέων σε άλλες ελληνικές πόλεις, με εξαίρεση την Σπάρτη. Απλώς γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην αγωγή των Αθηναίων νέων, γιατί η αρχαία Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα αποτελεί γενικότερο πρότυπο σε αυτό το βιβλίο.
Στην αθηναϊκή οικογένεια, την αγωγή αναλάμβανε ο πατέρας ο οποίος ήταν και ο αρχηγός της οικογενείας. Μπορούσε, όμως, η αγωγή να ανατεθεί σε άλλους. Μέχρι τα 7 τους έτη τα αγόρια και τα κορίτσια μεγάλωναν μαζί στον γυναικωνίτη και έπαιζαν μαζί διάφορα ευχάριστα παιχνίδια. Από τα 7 τους έτη τα αγόρια, με τη συνοδεία του παιδαγωγού, πήγαιναν στο σχολείο. Ο παιδαγωγός ήταν ένας ηλικιωμένος και έμπιστος δούλος της οικογενείας. Σε ό,τι αφορά τα κορίτσια, αυτά έμεναν στο σπίτι και η μητέρα τους τα δίδασκε ανάγνωση, γραφή, μουσική, χορό και την οικοκυρική τέχνη.
Φυσικά, ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί γιατί τα κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο μαζί με τα αγόρια. Η απάντηση είναι ότι οι γυναίκες την εποχή εκείνη ασχολούνταν με το νοικοκυριό και την οικογένειά τους και όχι με κάποιο επάγγελμα. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, γιατί όπως και οι δούλοι στερούντο μορφώσεως, κάτι που είναι απαραίτητο στην άμεση δημοκρατία. Αν λάβουμε υπόψιν ότι η σημερινή εκπαίδευση είναι απαράδεκτη παγκοσμίως, με το παραπάνω σκεπτικό, κανείς δεν θα είχε δικαίωμα ψήφου στις εκλογές!!
Στην αρχαία Αθήνα οι άνδρες ήταν αυτοί που εργάζονταν και συντηρούσαν την οικογένεια και συμμετείχαν, όντας πνευματικά καλλιεργημένοι, στις πολιτικές αποφάσεις. Η θέση της γυναίκας ήταν – με εξαίρεση την Σπάρτη και την μινωική Κρήτη – μέτρια στην αρχαία Ελλάδα όπως και στις άλλες χώρες, τότε. Ουσιαστικά, στις περισσότερες – βασικά στις δυτικές – χώρες, μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα άρχισαν οι γυναίκες να αποκτούν πολιτικά δικαιώματα και ισότητα με το ανδρικό φύλο, σε όλους τους τομείς.
Επιστρέφοντας στην αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα, οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν κάποιον δάσκαλο που θα αναλάμβανε την αγωγή των παιδιών τους.
Τα μαθήματα δεν γίνονταν σε κάποιο σχολείο, αλλά στην οικία του δασκάλου. Κάτι σαν ιδιαίτερο ολιγομελές φροντιστήριο! Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται αναφορά στα ανήλικα παιδιά και όχι στους ενηλίκους που μπορούσαν να σπουδάσουν δίπλα σε φιλοσόφους και σε φιλοσοφικές σχολές, μοναδικές και ανεπανάληπτες για την ανθρωπότητα.

Οι ανήλικοι, λοιπόν, διδάσκονταν την βασική εκπαίδευση από 4 δασκάλους: τον γραμματιστή, τον δάσκαλο της μουσικής, τον γυμναστή και τον χοροδιδάσκαλο.
Τα παιδιά διδάσκονταν από τον γραμματιστή ανάγνωση και γραφή. Επίσης, τα παιδιά διδάσκονταν ποίηση όπως του Ομήρου και του Ησιόδου και μάθαιναν από την αρχή της εκπαίδευσής τους να αποστηθίζουν ποιήματα. Όταν μάθαιναν ανάγνωση και γραφή, τότε διάβαζαν και αποστήθιζαν ποιήματα μεγάλων ποιητών της εποχής. Πέρα από την ανάγνωση, την γραφή και την διείσδυση των νέων στα κείμενα των σοφών της εποχής, η μουσική θεωρείτο απαραίτητο στοιχείο στην αγωγή τους.
Στην αρχαία Ελλάδα ο «μουσικός ανήρ» ήταν ο μορφωμένος άνθρωπος. Ως γνωστόν, η διδασκαλία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα προηγήθηκε από αυτή των γραμμάτων. Η μουσική εκπαίδευση περιλάμβανε την διδασκαλία μουσικού οργάνου, τραγουδιού και χορού. Τα παιδιά διδάσκονταν από τον «κιθαριστή» λύρα ή αυλό.
Το παίξιμο της λύρας συνοδευόταν από την απαγγελία στίχων λυρικών ποιημάτων ή από τραγούδια συχνά ηρωικά κατορθώματα. Από εκεί βγήκε και η λυρική ποίηση.
Στην αρχαία Ελλάδα δεν επικρατούσε η αδιαφορία, η φασαρία και η ανοησία των σύγχρονων μαθητών. Κατά την διάρκεια των μαθημάτων οι νέοι στέκονταν σοβαροί, δεν μιλούσαν μεταξύ τους και παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την διδασκαλία. Κανένα εκπαιδευτικό σύστημα και κανένας δάσκαλος δεν κατάφερε ποτέ στην ιστορία να κρατήσει πραγματικά το ενδιαφέρον των μαθητών.
Στην αρχαία Ελλάδα οι μαθητές αγαπούσαν το σχολείο το οποίο δεν τους πίεζε να βαθμοθηρούν για να φοιτήσουν σε κάποιοι πανεπιστήμιο, ούτε τους πίεζε και τους καθιστούσε ανταγωνιστές από την τρυφερή τους ηλικία με διάφορες εξετάσεις, «credits» και βαθμολογίες που τα σύγχρονα γελοία εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου κάνουν.
Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, σήμερα η εκπαίδευση αποσκοπεί στην μετάδοση στείρων γνώσεων και στην παραγωγή επαγγελματιών. Επίσης, ο εκπαιδευτικός με την υποκειμενική του αξιολόγηση κολλάει μια ταμπέλα στον νέο λέγοντας του ότι είναι «καλός» ή «κακός» μαθητής ή φοιτητής, τουτέστιν άχρηστος. Ποίος, όμως, είναι ο αλάνθαστος που θα κρίνει έναν άνθρωπο και μάλιστα έναν νέο και θα καθορίσει την μετέπειτα επαγγελματική και κοινωνική του ζωή;
Η αγάπη των Αθηναίων νέων για το σχολείο φαίνεται από το μάθημα της μουσικής στο οποίο πήγαιναν παραταγμένοι σε ομάδες και σιωπηροί, χωρίς να οχλαγωγούν – όπως οι σημερινοί νέοι.
Στα μαθήματα αναφέρθηκε ότι οι νέοι παρέμεναν κόσμιοι και σοβαροί, δεν έκαναν αστεία και ποτέ δεν αντιμιλούσαν στον δάσκαλο, κάτι που γίνεται κατά κόρον σήμερα. Εντούτοις, αν κάποιος μαθητής έδειχνε ασέβεια στο μάθημα και γελούσε ή έκανε φασαρία, τότε ο δάσκαλος τον χτυπούσε.
Σήμερα, οι δάσκαλοι φοβούνται να ρίξουν ένα χαστούκι ή με το ραβδί να χτυπήσουν τα χέρια ενός άτακτου μαθητή, για να μην μηνυθούν από τους γονείς του και χάσουν την δουλεία τους από την πειθαρχική επιτροπή του υπουργείου παιδείας. Και όμως, χωρίς να προτείνεται το (πάλαι ποτέ) δεσποτικό γερμανικό σύστημα, είναι εμφανές ότι η αντιμετώπιση των άτακτων μαθητών στην αρχαία Αθήνα σωφρόνιζε τους ιδίους και παραδειγμάτιζε τους άλλους.
Οι νέοι στην αρχαία Ελλάδα, εν αντιθέσει με τους σημερινούς νέους, έδειχναν σεβασμό στους μεγαλυτέρους και τους δασκάλους τους, και ας λέει ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης (445 -385 π.Χ.) ότι πείραζαν τους γέροντες. Ο Αριστοφάνης, επί τη ευκαιρία, είναι γνωστός για την υπερβολή του (…ποιητική αδεία) και δεν μπορεί να προσφέρει αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες.
Γνωστό παράδειγμα είναι το πώς παρουσιάζει τον Σωκράτη. Επιστρέφοντας στους νέους της Αθήνας, οι «σωφρονιστές» και οι παιδαγωγοί ήταν αυτοί που επέβλεπαν τη συμπεριφορά τους που έπρεπε να ήταν κοσμία. Οι νέοι στέκονταν μπροστά στους ηλικιωμένους σιωπηρά, χωρίς να μιλούν – εκτός αν τους ρωτούσαν κάτι. Αν ήθελαν να πουν κάτι το έλεγαν χαμηλοφώνως, μιας και η δυνατή φωνή (που έχουν οι νέοι σήμερα) έδειχνε κακή αγωγή. Η ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα ήταν γενικά συγκρατημένη.

Οι Έλληνες έφηβοι είχαν για διασκέδαση τις παλαίστρες, τα δημόσια γυμναστήρια και τις εορτές. Μάλιστα στα Παναθήναια της Αθήνας, εορτή προς τιμήν της πολιούχου θεάς Αθηνάς, συμμετείχαν στην πομπή του πέπλου της προς το Ερέχθειο, ως αναβάτες σε άλογα, γεμίζοντας με μεγάλη περηφάνια τους Αθηναίους πολίτες. Οι νέοι δεν είχαν δικαίωμα να μπουν στην αγορά (τόπος συνάθροισης των Αθηναίων), ούτε στην Ηλιαία (δικαστήριο της Αθήνας).

Όπως προαναφέρθηκε, οι νέοι σέβονταν τους δασκάλους τους. Αυτό το έκαναν, όχι από φόβο ή ιδιοτέλεια όπως οι σύγχρονοι νέοι που άλλωστε η πλειοψηφία τους δεν σέβεται τους δασκάλους, αλλά επειδή συνειδητοποιούσαν τον παιδαγωγικό ρόλο του δασκάλου και γοητεύονταν από την μαγεία της εκπαίδευσης που δέχονταν. Αναγνώριζαν ότι η σωματική και η ηθικοπνευματική τους αγωγή τους οδηγούσε στην ευδαιμονία, όπως άλλωστε συμφωνούσε και ο Πλάτωνας.
Οι νέοι της Αθήνας συμμετείχαν στις εορτές της πόλεως με χορούς και χορωδίες. Τις εορτές αυτές αναλάμβαναν να χρηματοδοτήσουν υποχρεωτικά οι χορηγοί που ήταν εύποροι Αθηναίοι!! Η χρηματοδότηση αυτή ονομαζοταν «χορηγία» και δεν έχει καμία σχέση με τους συγχρόνους χορηγούς (μάλλον σπόνσορες να τους αποκαλούμε), δηλαδή τις πολυεθνικές και τις μεγάλες εταιρίες που αυτοπροβάλλονται και πλουτίζουν από την διαφήμιση.
Στην αρχαία Αθήνα οι χορηγοί, οι πλούσιοι της πόλης, με δικά τους έξοδα πλήρωναν χοροδιδασκάλους που μάθαιναν στους νέους χορό και τραγούδι λυρικών ποιημάτων τα οποία και παρουσίαζαν στα θέατρα και στις διάφορες εορτές, μπροστά στο περήφανο για τα νιάτα του αθηναϊκό κοινό. Σήμερα ποίο κράτος δίδει σημασία στην αγωγή των νέων και αισθάνεται για αυτούς περήφανο;
Δεν είναι αλήθεια ότι η σημερινή κοινωνία προτιμάει μια νεολαία με μονοδιάστατη υπερεξειδικευμένη παιδεία και αδιάφορη για τα πάντα εκτός από την καλοπέραση, την καριέρα και το χρήμα; Στις θεοκρατικές χώρες τους προτιμάνε αμόρφωτους και θρησκευτικά φανατισμένους, έρμαια του κάθε δικτάτορα. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι η ενότητα αυτή είναι σημαντική.
Στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης είχε σχέση παιδιού προς μητέρας με την πολιτεία και απολάμβανε τα αγαθά της όπως την εκπαίδευση και της φιλοσοφικές της σχολές, το θέατρο, τους αγώνες, τις εορτές, τον αθλητισμό και γενικά τον πολιτισμό της. Γι` αυτό, όπως προαναφέρθηκε, οι Αθηναίοι αυτοθυσιαζόταν στον πόλεμο, όχι μόνον για να μην χάσουν οι ίδιοι τα αγαθά της πόλης τους, αλλά να μην τα χάσουν οι επερχόμενες γενιές. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αρχαιοελληνικής παιδείας: η αρμονική, διαλεκτική σχέση πολίτη πολιτείας και η ανάδειξη της νέας γενιάς.
Οι νέοι στην Αθήνα, έπειτα από την βασική τους εκπαίδευση, έπαιρναν ανώτερη μόρφωση. Διδάσκονταν γεωμετρία, μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, ιατρική, ρητορική, φιλοσοφία και διάφορες τέχνες. Στην αρχαία Αθήνα οι νέοι μπορούσαν να μαθητεύσουν δίπλα σε κάποιον φιλόσοφο ή σοφιστή. Αυτοί δίδασκαν επί πληρωμή, με κάποιες εξαιρέσεις όπως του Σωκράτη και του κυνικού Διογένη.
Οι σοφιστές και οι φιλόσοφοι δίδασκαν συνήθως στις στοές. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε η Ακαδημία του Πλάτωνα, η Περιπατητική σχολή του Αριστοτέλη, η ρητορική σχολή του Ισοκράτη, η σχολή του Επίκουρου, η Στοά του Ζήνωνα, η Κυνική σχολή του Αντισθένη, η Κυρηναϊκή σχολή του Αρίστιππου από την Κυρήνη (ελληνική αποικία στη Λιβύη) και η Μεγαρική σχολή του Ευκλείδη από τα Μέγαρα. Ιατρικές σχολές υπήρχαν στο νησί Κω – υπό την διεύθυνση του Ιπποκράτη, στην Πέργαμο (ελληνική πόλη στην Μ.Ασία), στην Κυρήνη, στον Κρότωνα (ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία) υπό την διεύθυνση του Αλκμαίονα, και αλλού.

Στην αρχαία Ελλάδα δινόταν τεραστία σημασία στην αγωγή, την εκπαίδευση και την παιδεία των νέων. Σήμερα δίδεται έμφαση μόνον στην στείρα και μονοδιάστατη εκπαίδευση που αποτελεί υποσύνολο της παιδείας. Τελικά, η αρχαιοελληνική παιδεία προβάλλεται ως ανεπανάληπτο επίτευγμα, μιας και αναδεικνύεται ως η μοναδική που ανέδειξε την προσωπικότητα των νέων και δεν τους αντιμετώπισε ως νούμερα ενός σχολείου.
Σκοπός της αρχαιοελληνικής παιδείας ήταν η απόκτηση του αγαθού και του κάλλους, δηλαδή η ανάπτυξη του πνεύματος, της ψυχής και του σώματος. Έτσι, η πολιτεία αποσκοπούσε στην συγκρότησή της από ώριμους πολίτες με ηθικοπνευματική καλλιέργεια και σωματική ευεξία. Άλλωστε, οι Αθηναίοι πολίτες του 5ου π.Χ αιώνα, μεσώ της εκκλησίας του δήμου και της Βουλής των πεντακόσιων, αποφάσιζαν για την τύχη της πόλης. Δεν αποφάσιζε κάποιος τύραννος ή βασιλιάς ή αρχηγός ή με τα σημερινά δεδομένα κάποια κυβέρνηση που «αντιπροσωπεύει» το λαό.
Η αγωγή των Αθηναίων έφηβων περιλάμβανε και την τέχνη του πόλεμου, γιατί ήταν οι μελλοντικοί στρατιώτες που θα προστάτευαν την πόλη από τους πολέμιούς της.
Έτσι, ο λαός όριζε τους «παιδοκρίτες» και ειδικούς δασκάλους που μάθαιναν στους εφήβους να μάχονται σαν οπλίτες και τους ασκούσαν στα όπλα (ξίφος, ακόντιο, δόρυ, τόξο, σφενδόνα).
Η αγωγή των νέων στην Αθήνα κρατούσε ως τα 18 τους χρόνια, δηλαδή ως την ενηλικίωσή τους. Στα 18 τους οι νέοι γίνονταν πλέον Αθηναίοι πολίτες (αν οι γονείς τους ήταν Αθηναίοι), αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα και εντάσσονταν στην στρατιωτική δύναμη της πόλης.
Όταν έφτανε τα 18 του ο Αθηναίος έφηβος έδινε τον «όρκο των εφήβων» στο ιερό της Αλιαύρου που βρισκόταν βόρεια της Ακροπόλεως.

Ο όρκος των εφήβων έλεγε:
«Δεν θα ντροπιάσω τα ιερά μου όπλα, δεν θα εγκαταλείψω στη μάχη τον συμπολεμιστή μου, θα αγωνισθώ για τα ιερά και την πόλη μου και θα την παραδώσω, όχι μικρότερη απ ότι την παρέλαβα, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη, όσο οι δυνάμεις μου και οι συμπολίτες μου με βοηθήσουν. Θα υπάκουω στους άρχοντες και στους νόμους, τόσο τους ισχύοντες, όσο και σε αυτούς που θα θεσπιστούν στο μέλλον. Αν οποιοσδήποτε προσπαθήσει να ανατρέψει τους νόμους, θα τον εμποδίσω με σθένος και με την βοήθεια των συμπολιτών μου. Θα τιμώ πάντοτε τους πατέρες (προγόνους) μου και παίρνω για μάρτυρές μου: τους θεούς, τα όρια της πατρίδος μου, τα σιτηρά, τα αμπέλια, τις ελιές, τις συκιές, τα κριθάρια και όλα τα αγαθά που αυτή προσφέρει».

Η αρχαία Αθήνα φρόντιζε οικονομικά τις χήρες και τα ορφανά των πεσόντων στον πόλεμο. Σημειώνεται ότι η Αθήνα ήταν η μοναδική πόλη όπου γινόταν η μεγαλειώδης τιμητική πομπή του «Επιταφίου» για τους πεσόντες στη μάχη οι οποίοι θάβονταν σε περίλαμπρο τάφο και η αυτοθυσία τους για την πόλη ήταν η μέγιστη τιμή που μπορούσε να νιώσει η οικογένειά τους και οι απόγονοί τους.
Σε ό,τι αφορά την ανατροφή των ορφανών των νεκρών ανδρών, αυτή άρχιζε από τη στιγμή του θανάτου του πατέρα τους και κρατούσε μέχρι τα 18 τους χρόνια, όποτε και ενηλικιώνονταν. Η πολιτεία, λοιπόν, γινόταν κηδεμόνας των ορφανών. Το τέλος της κηδεμονίας αυτής γινόταν με μια δημόσια εκδήλωση στο θέατρο του Διονύσου, κατά την διάρκεια της εορτής των Μεγάλων Διονυσίων.
Κατά τον Αθηναίο ρήτορα Αισχύνη (389 – 314 π.Χ.), πριν αρχίσουν στο θέατρο οι δραματικοί αγώνες των ποιητών (το δράμα που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα περιλαμβάνει την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα) κάποιος κήρυκας παρουσίαζε στο κοινό τους ορφανούς εφήβους που πλέον είχαν ενηλικιωθεί. Οι νέοι αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους την πανοπλία του οπλίτη που η πολιτεία τους είχε δωρίσει τιμητικά.Τότε ο κήρυκας σήμαινε τη λήξη της κηδεμονίας από την πολιτεία και έλεγε ότι οι νέοι αυτοί μπορούσαν να συνεχίσουν μόνοι τη ζωη τους, με την αγάπη όλων των Αθηναίων συμπολιτών τους.
Προαναφέρθηκε ότι η καθημερινή ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα περιλάμβανε την σχολική εκπαίδευσή τους σε δασκάλους και αργότερα σε φιλοσόφους ή σοφιστές, την μουσική αγωγή τους, την ενασχόλησή τους με τον χορό, την απαγγελία και το τραγούδι ποιημάτων και επών και την αθλητική αγωγή τους στα γυμναστήρια.
Επιπρόσθετα, οι νέοι συμμετείχαν σε ομαδικά παιχνίδια, βοηθούσαν τον πατέρα τους στο επάγγελμα που ασκούσε και πήγαιναν για κυνήγι ή αλιεία, ανάλογα με το αν η περιοχή που διέμεναν ήταν κοντά στο βουνό ή στην θάλασσα. Μέρος της ζωής των νέων ήταν και η συμμετοχή τους σε αθλητικά γεγονότα, καθώς και εορτές

Ζητείται φταίχτης!

Δε φταίω εγώ!
Ε και τότε ποιος φταίει;

Στο σχολειό: Ο διπλανός μου.
Στην πολυκατοικία: Ο γείτονας.
Στην κυβέρνηση: Η προηγούμενη.
Στη δουλειά: Ο διευθυντής.
Στους χαμηλούς βαθμούς μου: Ο αυστηρός καθηγητής.
Στη σχέση μου που χώρισα: Αυτός/η ο/η παλιο…….
Στην αϋπνία μου: Ο ΕΝΦΙΑ που πρέπει να πληρώσω.
Στις εξετάσεις που κόπηκα: Τα θέματα.
Στην κακή μου διάθεση: Ο καιρός.
Στο ραντεβού που καθυστέρησα: Τα σκουπίδια που έπρεπε να κατεβάσω.

Πάντα κάποιος φταίει, αλλά εγώ δεν έχω καμιά σχέση!

Παιδιά!
Καιρός να αναλάβουμε την ευθύνη μας!
Ούτε εγώ να κουβαλάω την δική σου, ούτε εσύ τη δική μου.
Άφησε επιτέλους τον άλλον να πάρει την ευθύνη που του αναλογεί!
Πάψε να την παίρνεις εσύ στη θέση του!
Δεν τον βοηθάς…. Ανάπηρο κι ανεύθυνο τον κάνεις!!!
Λάθος πιστεύεις ότι δείχνεις μεγαλύτερη αγάπη
παίρνοντας περισσότερη ευθύνη.

Όμως μπορείς εσύ, να πάρεις την δική σου ευθύνη;
Αλήθεια μπορείς;;
Η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται,
ούτε τόσο δεδομένη.

Θα έχεις καταφέρει να ενηλικιωθείς – όποια ηλικία κι αν έχεις – όταν αποδεχθείς ότι, σε ό,τι αφορά εσένα τον ίδιο,
η ευθύνη είναι κατάδική σου!
Όπως και οι επιλογές σου.
Όπως και η ζωή σου.
Και ίσως κάποτε καταλάβεις ότι
ο ευκολότερος, ο βολικότερος δρόμος,
δεν θα σε προστατέψει από τις συνέπειες….

Οι σκέψεις και το συναίσθημα δημιουργούν τη ζωή

Η σκέψη είναι η βάση για όλη τη δημιουργία. Τα πάντα ήταν σκέψη σε ύπαρξη. Ακόμα και όλα τα φυσικά αντικείμενα, τα οποία έχουν φτιαχτεί από άλλους, προϋπήρξαν ως σκέψη πριν μετατραπούν σε ύλη.

Είστε ο δημιουργός της εμπειρίας σας και είναι ο τρόπος που σκέφτεστε που δημιουργεί το πώς θα βιώσετε τη ζωή. Η ενέργεια ακολουθεί την σκέψη και η ύλη είναι συμπυκνωμένη ενέργεια. Έτσι λοιπόν, τα πάντα στον κόσμο της ύλης είναι το αποτέλεσμα της σκέψης.

Ολόκληρος ο κόσμος σας, όλος αυτός ο κόσμος που τον προσλαμβάνετε σαν αληθινό και πολύ ζωντανό, είναι ενέργεια, η οποία έχει συμπυκνωθεί σε μορφή από την σκέψη. Και είναι τόσο πραγματικός, όσο εσείς επιθυμείτε να τον κάνετε.

Συλλογικά η ανθρωπότητα και άλλα είδη δημιούργησαν αυτή την πραγματικότητα, αυτή τη διάσταση της ύπαρξης, έτσι ώστε να δημιουργήσουν άλλη μία μοναδική εμπειρία. Αυτή είναι η εμπειρία που ονομάζεται Γη. Ο καθένας από σας έχει τη δύναμη να δημιουργήσει οτιδήποτε κι αν είναι αυτό που θέλει μέσα από αυτό που σκέφτεται.

Όλη η ενέργεια ακολουθεί τη σκέψη και καθώς η ύλη είναι ενέργεια και αυτή επίσης θα ακολουθήσει τη σκέψη. Η ταχύτητα με την οποία τα πράγματα ακολουθούν την σκέψη πάνω στο γήινο πεδίο εξαρτάται από την προσοχή σας, την ικανότητα και την εξάσκηση.

Δεν παίζει κανέναν ρόλο πόσες πολλές αρνητικές σκέψεις πιθανόν να έχετε κάνει στο παρελθόν – είναι οι σκέψεις που κάνετε αυτή την στιγμή οι οποίες έχουν τη δύναμη.

Οι σκέψεις είναι ενέργεια και όπως όλες οι ενέργειες, ελκύουν παρόμοιες ενέργειες στους εαυτούς τους.
Αυτή είναι η Αρχή της Συνήχησης. Αυτό το οποίο σκέφτεστε, έχει μιαν αντίστοιχη συνήχηση ή ενεργειακό ταίριασμα αν θέλετε, με πολλά αντικείμενα και καταστάσεις.

Καθώς ολόκληρο το σύμπαν είναι ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης και της ύλης που συνθέτει κι αυτό το κείμενο, αυτή η αρχή ισχύει για καταστάσεις, υλικά αντικείμενα και ανθρώπους. Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο βλέπετε τον κόσμο θα επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο τον βιώνετε, όπως επίσης και τα αντικείμενα και τους ανθρώπους που παρουσιάζονται στη ζωή σας…

“Το μυαλό μας μαγνητίζεται από τις κυρίαρχες σκέψεις που κάνουμε. Μια σκέψη ονομάζεται “κυρίαρχη” όταν επαναλαμβάνεται συνέχεια. Αποκτά μια δύναμη που στην ψυχολογία την ονομάζουμε “πεποίθηση”. Είναι τόσο δυνατή που επενεργεί σαν φίλτρο που φιλτράρει όλα όσα βιώνουμε και αντιλαμβανόμαστε. Γίνεται ένας “μαγνήτης”. Κι αυτοί οι “μαγνήτες” προσελκύουν προς το μέρος μας τις δυνάμεις, τους ανθρώπους και τις καταστάσεις της ζωής που είναι εναρμονισμένες με τις κυρίαρχες αυτές σκέψεις μας.” - Napoleon Hill
Για να μην μπερδεύεστε: Οι σκέψεις δημιουργούν συναισθήματα, τα συναισθήματα δημιουργούν σκέψεις. Μπορείτε να σκέφτεστε οτιδήποτε θέλετε, θετικό ή αρνητικό... αν το κάνετε χωρίς κανένα απολύτως συναίσθημα, τότε οι σκέψεις σας είναι "ουδέτερες" και δεν είναι δημιουργικές. Αυτό που έχει σημασία είναι το ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ που εκπέμπετε με τις σκέψεις σας.

Είστε πιο δυνατοί από ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Έχετε όλο το σύμπαν στη διάθεσή σας. Είστε σαν ένα ραδιόφωνο που μπορεί να συντονιστεί με όποιο σταθμό του αρέσει, με οποιαδήποτε συχνότητα. Είναι η εστίασή σας, η προσοχή σας που επιλέγει το «σταθμό» και η συναισθηματική σύνδεσή σας που σας κρατά σε ένα χώρο και λαμβάνετε τις ίδιες συχνότητες ξανά και ξανά.

Αυτό είναι καλή είδηση! Αυτό σημαίνει ότι με την εστίαση και την προσοχή σας, μπορείτε να αλλάξετε τις ενέργειες με τις οποίες θα "συντονιστείτε". Με τη χαρά σας, το πάθος σας, τον ενθουσιασμό σας, μπορείτε να επιτρέψετε στον εαυτό σας να συντονιστεί με μια νέα συχνότητα, μια νέα μορφή ενέργειας, και ως εκ τούτου με νέες δυνατότητες στη ζωή σας.


Σκεφτείτε ένα από τα μεγαλύτερα παράπονα σας, είτε για τον εαυτό σας ή τη ζωή. Ρωτήστε τον εαυτό σας, "Πόσο πρόθυμος είμαι να διατηρήσω την κατάσταση που δεν μου αρέσει; Είμαι πρόθυμος να κάνω την συναισθηματική εργασία για να την αφήσω να φύγει; Είμαι πρόθυμος να συντονιστώ με μια πιο ευτυχισμένη ζωή;" Να είστε ειλικρινείς με τον εαυτό σας. Μερικές φορές τα παράπονα σας προμηθεύουν με συντρόφους που μοιράζονται την ίδια ενέργεια μαζί σας. Μερικές φορές τα παράπονα σας κάνουν να νιώθετε μιαν άβολη βολή. Είστε εξοικειωμένοι μαζί τους. Σας κρατάνε σε μια πραγματικότητα που σας είναι γνωστή. Και έτσι, αν και οι περισσότεροι από εσάς θα πείτε «Ναι! Θέλω μια καλύτερη πραγματικότητα!" χρειάζεται απίστευτη ειλικρίνεια για να αναγνωρίσετε ότι δεν είστε διατεθειμένοι να εγκαταλείψετε το γνωστό, το παλιό, και τις άνετα άβολες καταστάσεις στις οποίες έχετε συνηθίσει.


Φανταστείτε ότι είστε ένα ραδιόφωνο ή μια τηλεόραση και μπορείτε να συντονιστείτε με κάθε πραγματικότητα που σας αρέσει! Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας τη φαντασία σας, αφιερώστε λίγο από το χρόνο σας κάθε μέρα για να φανταστείτε τον εαυτό σας σε αυτή τη νέα και καλύτερη πραγματικότητα. Φανταστείτε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα! Φανταστείτε τη Χαρά! Την Αφθονία! Την Ευκολία! Τη Χάρη! Την Αγάπη! Και κάθε φορά που πιάνετε τον εαυτό σας να επιστρέφει στην παλιά σας πραγματικότητα και να συντονίζεται με ό,τι δεν θέλετε, αλλάξτε και πάλι το συντονισμό και "συντονιστείτε" με αυτό που σας αρέσει. Αυτό θα σας πάρει χρόνο, θέλει υπομονή και πρακτική! Επιτρέψτε στον εαυτό σας να νιώσει τη χαρά και τον ενθουσιασμό μιας όμορφης πραγματικότητας. Να ξέρετε ότι το Σύμπαν δεν κάνει διάκριση μεταξύ της αληθινής πραγματικότητας και της φαντασίας - διαβάζει και συντονίζεται με την ενέργεια που εκπέμπετε - συνειδητά ή ασυνείδητα. Η ενέργεια προς τα έξω ισούται με την ενέργεια που επιστρέφει. Όσο πιο συνειδητά "συντονίζετε" την ύπαρξή σας με την πραγματικότητα που επιθυμείτε, τόσο πιο όμορφη θα είναι η πραγματικότητα που θα δημιουργήσετε.


Είστε ισχυροί, φίλοι μου. Επιτρέψτε στον εαυτό σας και ξεκινήστε άμεσα τον συντονισμό σας με μια «καλύτερη και πιο ευτυχισμένη πραγματικότητα». Δουλέψτε για τη ζωή που πραγματικά ονειρεύεστε. Έχετε τη δύναμη. Η αγάπη και όλα αυτά που συμπεριλαμβάνει είναι μέσα και γύρω σας, ρέουν προς εσάς, και από εσάς.

Τι "λένε" τα παιδιά στο σχολείο που δεν σηκώνουν το χέρι;

Οι κοινωνικές ανισότητες είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει αντοχές μέσα στον χρόνο. Υπήρχε στο παρελθόν, υπάρχει στο παρόν, και πολύ πιθανόν να υπάρχει και στο μέλλον. Μία μελέτη αναζήτησε, πέρυσι, τις επιπτώσεις του στο σχολείο. Με τη σχολική χρονιά να ξεκινά, ας ελπίσουμε ότι θα ξεκινήσει και ο ξεριζωμός του.
Ανάμεσα στα χέρια που σηκώνονται στην τάξη, ίσως εκείνα που λείπουν να λένε κάτι περισσότερο από το "δεν ξέρω την απάντηση"

Στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχουν οι άνθρωποι που γεννιούνται ή ανήκουν σε εύπορες οικογένειες, υπάρχουν και εκείνοι που δεν είναι το ίδιο τυχεροί.
Έτσι λοιπόν οι διακρίσεις μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων είναι κάτι που από παιδιά βιώνουμε και γνωρίζουμε καλά, ενώ με τους όρους “εργατική τάξη, μεσαία τάξη” και ούτω καθεξής φαίνεται πως είμαστε ιδιαίτερα εξοικειωμένοι καθώς ήδη από μικρή ηλικία τους διαβάζαμε στο σχολείο στα βιβλία ιστορίας.
Από την άλλη υπάρχει και η κοινωνία που φροντίζει να μας το υπενθυμίζει συνεχώς, διακρίνοντας τους ανθρώπους σε φτωχούς και πλούσιους. Γενικά η συζήτηση γύρω από τις κοινωνικές ανισότητες είναι τεράστια. Γιατί δημιουργούνται, πώς δημιουργούνται και τι συμβάλει ώστε να συνεχίζουν να υπάρχουν;

Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ, πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η ψυχολογία της οικογένειας και τα μέλη της ώστε αυτή η κοινωνική διάκριση μεταξύ των τάξεων να συνεχίζει να υπάρχει; Ή μάλλον καλύτερα να γίνεται ορατή στα παιδιά από μικρή ηλικία και ο τρόπος συμπεριφοράς τους να παίζει καθοριστικό ρόλο στην εκπαίδευσή τους;

Η μελέτη
Σχετικά, μία ενδιαφέρουσα μελέτη πραγματοποιήθηκε πέρυσι από το Πανεπιστήμιο της Indiana, με επικεφαλής την καθηγήτρια Jessica McCrory Calarco, η οποία έθεσε στο επίκεντρο τις κοινωνικές ανισότητες στα σχολεία, με στόχο να εξακριβώσει ακριβώς αυτό: τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές ανισότητες επηρεάζουν τη εκπαίδευση των παιδιών.
Για τον σκοπό αυτό, μελέτησε τέσσερις τάξεις παιδιών από ένα δημόσιο σχολείο ηλικίας 9 έως 12 ετών. Παρακολούθησε τις τάξεις, την αλληλεπίδραση των παιδιών με τους δασκάλους τους και πήρε συνεντεύξεις από τις οικογένειες των παιδιών.
Το σχολείο το οποίο παρακολούθησε η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Jessica Calarco έχει μαθητές από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Από πλούσια έως φτωχά παιδιά.

Το αποτέλεσμα
Κατά τη διάρκεια της μελέτης ήρθε αντιμέτωπη με το γεγονός πως παιδιά που προέρχονταν από εύπορες οικογένειες είχαν περισσότερο “θάρρος” να κάνουν ερωτήσεις στους δασκάλους τους και να είναι περισσότερο ενεργά στην τάξη, σε αντίθεση με τα παιδιά κατώτερων τάξεων, καθώς τα ίδια επέλεγαν να κάθονται σιωπηλά.
Έπειτα από συζητήσεις και μίνι συνεντεύξεις με τις οικογένειες των παιδιών η καθηγήτρια Calarco έφθασε στο συμπέρασμα πως οι οικογένειες κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων ωθούσαν τα παιδιά να μένουν σιωπηλά στην τάξη, γιατί θεωρούσαν ενόχληση, να ρωτάνε συνέχεια τον δάσκαλό τους.
Ενώ και οι ίδιοι δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με τους δασκάλους και τις ενέργειες του σχολείου διότι θεωρούσαν και σε αυτή την περίπτωση ενόχληση να απασχολούν τους εκπαιδευτικούς. Αντίθετα οι γονείς των παιδιών που προέρχονταν από εύπορες οικογένειες ωθούσαν τα παιδιά να είναι ενεργά στο σχολείο, και οι ίδιοι είχαν άμεση σχέση με τα σχολικά δρώμενα.
Το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των παιδιών έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά τα οποία είναι περισσότερο ενεργά στο σχολείο, να παίρνουν περισσότερη προσοχή από τους δασκάλους, σε αντίθεση με τα σιωπηλά παιδιά, και λογικά, να διαιωνίζεται μία κατάσταση δύο ταχυτήτων, τόσο στις σχολικές αίθουσες όσο και στην κοινωνία.

Η δήλωση της καθηγήτριας
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι, όσο και αν το αποσιωπούμε ορισμένες φορές, οι κοινωνικές ανισότητες είναι παντού φανερές στη ζωή μας. Και όπως δείχνει η μελέτη, καμιά φορά η κοινωνική τάξη δημιουργεί συμπεριφορές που "φροντίζει" να συνάδουν με αυτή.
Είναι και αυτό ένα μικρό λιθαράκι που βοηθάει στη διατήρηση της απόστασης μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Οικογένειες από τα χαμηλά στρώματα θεωρούν ενόχληση το παιδί να απασχολεί τον καθηγητή, ενώ εκείνες από τα υψηλότερα όχι. Εύλογα διερωτάται κανείς αν μπορεί να γίνει κάτι για τον τερματισμό του φαύλου κύκλου.
Σύμφωνα με την Calarco, μπορεί. Όπως δήλωσε, “τα σχολεία μπορούν να παρέμβουν για να ανακουφίσουν αυτές τις διαφορές στην προθυμία των παιδιών να ζητήσουν βοήθεια. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να γνωρίζουν τις κοινωνικές τάξεις που φέρουν τα παιδιά από το σπίτι τους στην τάξη, ενώ όλα τα παιδιά πρέπει να είναι δραστήρια και να μάθουν να αγωνίζονται”.
Άλλωστε, αν είναι ένας χώρος στον οποίο σε κανέναν δεν αρμόζει να μένει σιωπηλός, αυτός μάλλον είναι η σχολική αίθουσα. Και σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας ζουν στα όρια της φτώχειας, ελπίζουμε ότι οι μαθητές δεν ξεχνούν να παλεύουν για το αύριο, ήδη, από τα θρανία.
Αλλά και, αν το συμπέρασμα της μελέτης ισχύει, ότι οι καθηγητές και οι δάσκαλοι δεν ερμηνεύουν κάθε χαμηλομένο βλέμμα ως αδιαφορία. Ανάμεσα στα χέρια που σηκώνονται στην τάξη, ίσως εκείνα που λείπουν να λένε κάτι περισσότερο από το "δεν ξέρω την απάντηση".

Καλή σχολική χρονιά.

Δεν μπόρεσα να βρω για ποιαν ιδέα να δώσω την ασήμαντη ζωή μου

"Τυλίχτηκα στο μαντύα μου και ξάπλωσα με τις αρβύλες μου, με το τουφέκι και τα φυσεκλίκια, μαζί με τους άλλους φαντάρους, τη νύχτα, κι έκλεισα τα μάτια. Μα που να με πάρει ύπνος! Έχει δίκιο ο λοχαγός, συλλογίζουμουν, όλο το μυστικό είναι ετούτο: να μπορέσεις να βρεις μιαν ιδέα, να τη θρονιάσεις απάνω από τον εαυτό σου, να βάλεις πια σκοπό σου να ζεις και να πεθάνεις γι' αυτή.

Έτσι η πράξη παίρνει ευγένεια κι η ζωή σου ενότητα. Κι ο θάνατος σου γίνεται στα μάτια σου αθανασία, γιατί σμίγεις, είσαι βέβαιος, με μιαν πνοή αθάνατη. Μπορείς να ονοματίσεις την ιδέα αυτή Πατρίδα, μπορείς να την ονοματίσεις Θεό ή Ποίηση ή Λευτεριά η Δικαιοσύνη.

Ένα έχει σημασία: να την πιστέψεις και να μπεις στη δούλεψή της.
Αυτό δεν είπε ο Σολωμός; "Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα -ή ό,τι άλλο-και θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδος μεγαλείου". Αυτό το "ό,τι άλλο" που πρόσθεσε δείχνει πόσο ο νους του μεγάλου ποιητή μας ξεπερνούσε την εποχή του.

Αγαπημένη μου, δεν μπόρεσα εγώ ακόμα να βρω για ποιαν ιδέα να δώσω κι εγώ την ασήμαντη ζωή μου. Παραδέρνω εδώ κι εκεί, πότε η ποίηση με μαυλίζει, πότε η επιστήμη, πότε η πατρίδα...Ίσως γιατί 'μαι ακόμα πολύ νέος κι αμέστωτος. Ίσως και δε θα βρω ποτέ μου. Τότε είμαι χαμένος.

Τίποτα γενναίο δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει στον κόσμο αν δεν υποτάξει τη ζωή του σ' ένα Αφέντη ανώτερό του".

Αδερφοφάδες - Νίκος Καζαντζάκης

Η Ελλάδα κι η κατάρα της Ήρας

Ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά

Κάπου σε μιαν άκρη μιας μεγάλης ηπείρου, ζούσε μια γυναίκα που την έλεγαν Ελλάδα. Η Ελλάδα ήταν από τις πιο όμορφες γυναίκες που υπήρξαν ποτέ στον κόσμο. Γι’ αυτό την αγάπησαν όλοι οι αρχαίοι θεοί της και την προίκισαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο.


Την αγάπησε ο Ποσειδώνας και της χάρισε τις πιο καθαρές θάλασσες στον κόσμο και τις γέμισε με άσπρα, μαγευτικά νησιά.
Την αγάπησε και η Δήμητρα κι έκανε τη γη της εύφορη και γόνιμη!
Η Άρτεμης κι ευλόγησε τα δάση της!
Ο Ήφαιστος και γέμισε τη γη της πλούτο ορυκτό!
Η Εστία και της έμαθε να είναι νοικοκυρά!
Ο Ερμής και της έφερε το εμπόριο!
Ο Άρης και την έκανε ανίκητη!
Η Αφροδίτη και της έμαθε τα μυστικά του έρωτα!
Ο Απόλλωνας και της χάρισε τις τέχνες και τη μουσική του!
Ο Δίας και της έμαθε να είναι φιλόξενη και ν’ αγαπάει τους ξένους
Μα πιο πολύ την αγάπησε η Αθηνά και της χάρισε τη σοφία της. Από τη σοφία της Αθηνάς η Ελλάδα έφτιαξε τη δημοκρατία.

Τόσο πολύ την αγάπησαν την Ελλάδα οι Θεοί της που αποφάσισαν να μείνουν κοντά της και να την προσέχουν. Δεν υπήρχε στον κόσμο καμιά άλλη γυναίκα που δεν ήθελε να μοιάσει της Ελλάδας. Όλες την κοίταζαν με θαυμασμό κι υιοθετούσαν τις αρετές, τις γνώσεις της. Μόνο μία τη ζήλευε θανάσιμα. Η Ήρα…

Η Ήρα λοιπόν της έστειλε μια κατάρα. Να προδοθεί από τους άντρες της. Μετά από πολλά πολλά χρόνια όμως η κατάρα της Ήρας έπιασε. Ήρθαν κάποιοι άντρες κι ένας - ένας, της πήραν τις αρετές, τη σοφία και την ομορφιά της....
Τα χωράφια της δεν έβγαζαν πια ζηλευτούς καρπούς...
Τα δάση της καιγόντουσαν ...
Ο ορυκτός της πλούτος έμενε θαμμένος βαθιά...
Οι θάλασσες μολύνθηκαν, τα σπίτια της γκρεμιζόντουσαν, οι τέχνες και η μουσική της φτήνυναν...
Έκλεινε τα μαγαζιά της και έχανε στις μάχες, δε τη σέβονταν οι ξένοι, κι η δημοκρατία της, δεν ίσχυε!!!!

Μα το χειρότερο κακό που βρήκε την Ελλάδα, ήταν ο πόνος της μάνας, γιατί τα παιδιά της μάλωναν πολύ μεταξύ τους. Ψάχνοντας να βρουν ποιος φταίει κατηγορούσαν το ένα το άλλο. Και κάθε ένα, κάποιον από τους προηγούμενους άντρες της...

Κι αυτός ο καβγάς συνεχιζόταν πολλά χρόνια.
Μέχρι που η Ελλάδα έκλαψε…
Έκλαψε τόσο δυνατά που το δάκρυ της έγινε βροχή και μέρες έπεφτε πολλές στα κεφάλια των παιδιών της..

Έκλαιγε παρακαλώντας τα να αγαπηθούν μεταξύ τους, να μη ξεχνάνε ότι είναι αδέρφια, γεννημένα από την ίδια μάνα και να της βρουν έναν άντρα που να αγαπήσει όσο κανείς άλλος την Ελλάδα και τα παιδιά της...

Κι όλοι μαζί να παρακαλέσουν την Ήρα, να σπάσει την κατάρα της...

Μορφή και ρόλος του αοιδού

Ο αρχαϊκός όρος που απαντά στα ομηρικά έπη για τον παραδοσιακό αφηγητή είναι ἀοιδός. Ουσιαστικό που συγγενεύει με το ρήμα ἀείδω, το οποίο αρχικά σημαίνει «άδω», δηλαδή «τραγουδώ». Τούτο δηλώνει ότι ο αρχικός τρόπος εκφοράς της επικής αφήγησης ήταν μουσικός. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από ξένα έπη της προφορικής ποίησης, όπου ο αοιδός συνοδεύει την αφήγησή του με κάποιο μουσικό όργανο αλλά και με τη φωνή του, τραγουδώντας η απαγγέλλοντας ρυθμικά. Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι στη ρίζα της επικής αφήγησης (επομένως και της επικής ποίησης, όπως την ξέρουμε από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια) βρίσκεται ο μουσικός λόγος, που τον εμπνέουν ως δώρο εύνοιας προς τον αοιδό οι Μούσες. Υπόθεση που επαληθεύεται στα προοίμια των ομηρικών επών και κυρίως στους επώνυμους αοιδούς που φιλοξενούνται στο εσωτερικό τους.

Ασφαλώς οι αοιδοί που εμφανίζονται στο εσωτερικό των ομηρικών επών είναι πλασματικοί, ανήκουν δηλαδή στη γενικότερη μυθοπλασία των επικών ποιημάτων. Ανακαλούν όμως πραγματικές μορφές αοιδών της προηγούμενης επικής παράδοσης, στους οποίους οφείλεται η πρωιμότερη σύνταξη και απαγγελία επικών αφηγήσεων τόσο του τρωικού μύθου όσο και άλλων μαρτυρημένων μυθολογικών κύκλων, όπως είναι η Οιδιπόδεια ή η Θηβαΐς. Φαίνεται πως οι αοιδοί αυτοί αποτελούσαν επαγγελματικό σινάφι, ταξίδευαν από πόλη σε πόλη και από νησί σε νησί και εξελίχθηκαν σε ραψωδούς. Η μυθοπλαστική πάντως εμφάνισή τους στο εσωτερικό των επών έδινε τη δυνατότητα στον επικό ποιητή να τους προβάλλει λίγο πολύ ως είδωλά του, κατά κανόνα θετικά, σπανιότερα αρνητικά· ως παραδείγματα δηλαδή ή αντιπαραδείγματα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει ο μοναδικός επώνυμος αοιδός που παρενθετικά αναφέρεται στην Ιλιάδα.

Θάμυρις

Ο Θάμυρις κατάγεται από τη Θράκη. Έφτασε, λέει, κάποτε στο Δώριον της Πύλου (αφού προηγουμένως είχε σταματήσει στην Οιχαλία, στο παλάτι του βασιλιά Ευρύτου), για να πάρει μέρος σε ποιητικό αγώνα. Περήφανος για την τέχνη του, καυχήθηκε πως θα βγει νικητής, ακόμη και αν τον ανταγωνιστούν οι ίδιες οι Μούσες. Χολωμένες εκείνες με την υβριστική του έπαρση, τον τιμώρησαν παραδειγματικά: τον τύφλωσαν, του πήραν πίσω το χάρισμα της θεσπέσιας αοιδής, τον έκαναν ολότελα άμουσο, να μη θυμάται καν την τέχνη του κιθαριστή (Β 594-600). Το αρνητικό αυτό παράδειγμα του Θάμυρη είναι με τον τρόπο του αντιπροσωπευτικό και αξίζει κάπως να σχολιαστεί.

Πρώτα πρώτα επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι στα χρόνια του Ομήρου, και νωρίτερα, κυκλοφορούσαν επαγγελματίες αοιδοί, φημισμένοι για την τέχνη τους, όχι μόνο στη μικρασιατική ακτή και στα παράκτια νησιά του Αιγαίου αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όπου οργανώνονταν μουσικοί και ποιητικοί αγώνες με έπαθλα, κατά πάσα πιθανότητα στην αυλή του βασιλιά, ώστε να φημίζεται και ο ίδιος. Το παράδειγμα του Θάμυρη δείχνει ακόμη πως ανάμεσα στους αγωνιζόμενους αοιδούς υπήρχε έντονος ανταγωνισμός, προκειμένου να αναδειχτεί και να βραβευτεί ο καλύτερος· ότι ο μουσικός και ποιητικός αγώνας γινόταν στο όνομα των Μουσών, οι οποίες αναγνωρίζονταν ως πηγή της μουσικής αοιδής και ως αξεπέραστο πρότυπό της. Ο ανταγωνισμός επομένως του αοιδού με τις Μούσες ερμηνεύεται ως ανεπίτρεπτη και κολάσιμη πρόκληση· οι Μούσες στην εξαιρετική αυτή περίπτωση αφαιρούν αυτόματα από τον αοιδό το δώρο της αοιδής (το τραγούδι και τη μουσική) και τον σακατεύουν με τύφλωση. Όλα αυτά τα στοιχεία συστήνουν επαρκώς τη μορφή και τον ρόλο του αοιδού στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια, και επαληθεύονται λίγο πολύ, όπως θα δούμε, και στην περίπτωση των επώνυμων αοιδών που φιλοξενεί η Οδύσσεια.

Απομένει ωστόσο ένα ακόμη ερώτημα: γιατί ο ποιητής της Ιλιάδας περιορίζεται, σε αντίθεση προς τον ποιητή της Οδύσσειας, σε έναν μόνο αοιδό, επιλέγοντας μάλιστα το αρνητικό παράδειγμα του Θάμυρη; Ο περιορισμός εξηγείται ίσως με το επιχείρημα ότι σ᾽ ένα έπος όπου κυριαρχεί το μεγάθεμα του πολέμου, τα περιθώρια μουσικής απαγγελίας στενεύουν, αν δεν μηδενίζονται. Γιατί το τραγούδι και η μουσική απαιτούν άνετη και εορταστική ατμόσφαιρα, τουλάχιστον πολεμική απραξία. Τούτο επαληθεύεται από δύο ιλιαδικά παραδείγματα, στα οποία η μουσική απαγγελία συντελείται ακριβώς σε ώρα πολεμικής αποχής ή πάνδημης γιορτής.

Το πρώτο παράδειγμα εμφανίζεται στο πλαίσιο της «Πρεσβείας» της ένατης ραψωδίας. Ο Φοίνικας, ο Οδυσσέας και ο Αίας, αποσταλμένοι από τον Αγαμέμνονα, φτάνουν στη σκηνή του οργισμένου, και γι᾽ αυτό απόλεμου, Αχιλλέα, για να τον εξευμενίσουν με παρακλητικές παραινέσεις και πλούσια δώρα. Τον βρίσκουν να τέρπεται παίζοντας την περίτεχνη φόρμιγγά του, λάφυρο πολέμου από το κάστρο του Ηετίωνα (πατέρα της Ανδρομάχης), τραγουδώντας κατορθώματα γενναίων πολεμιστών (κλέα ἀνδρῶν), ενώ ο Πάτροκλος, απέναντί του καθισμένος, τον ακούει σιωπηλός (I 186-190). Μπορεί ο Αχιλλέας να μην είναι επαγγελματίας αοιδός, αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να ασκεί ερασιτεχνικά τη μουσική τέχνη, χτυπώντας την κιθάρα του και τραγουδώντας ένα τραγούδι με θέμα καθαρά επικό. Αν μάλιστα σωστά ερμηνεύεται η σιωπηλή προσήλωση του Πατρόκλου ως αναμονή, για να διαδεχθεί τον Αχιλλέα στην ίδια μουσική επίδειξη, τότε ο ζευγαρωτός αυτός τρόπος έγχορδης απαγγελίας συμφωνεί με ανάλογα ζεύγη σε προφορικά έπη, όπου ο ένας ραψωδός διαδέχεται στον μουσικό λόγο τον άλλο.

Το δεύτερο παράδειγμα, ανώνυμου τώρα, αοιδού εντοπίζεται στο τέλος της δέκατης όγδοης ραψωδίας, όπου περιγράφονται η κατασκευή και ο στολισμός της δεύτερης ασπίδας του Αχιλλέα από τον Ήφαιστο, επειδή η πρώτη ηφαιστότευκτη πανοπλία του έχει περάσει στα χέρια του Έκτορα, ο οποίος την οικειοποιήθηκε, σκοτώνοντας και γυμνώνοντας τον Πάτροκλο που τη φορούσε. Σ᾽ αυτή τη δεύτερη λοιπόν ασπίδα χαράσσει ο τεχνουργός θεός μια πάνδημη γιορτή, με την οποία ο ποιητής σφραγίζει πανηγυρικά τη σχετική περιγραφή του. Παραφράζονται οι οικείοι στίχοι, που καταλήγουν στην εμφάνιση ενός ανώνυμου αοιδού (Σ 590-606):

Χάραξε, λέει, ο χωλός θεός πάνω στην ασπίδα και στόλισε ένα χοροστάσι, αντάξιο μ᾽ εκείνο που είχε φτιάξει ο Δαίδαλος για χάρη της Αριάδνης στην Κνωσό. Κι ο στολισμός παρίστανε: αγόρια και κορίτσια να χορεύουν, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου από τον καρπό· λινό, λεπτό ρούχο φορούσαν οι κοπέλες, οι νέοι χιτώνες που έλαμπαν ποτισμένοι από το λάδι· στεφανωμένες εκείνες με λουλούδια, κι εκείνοι στολισμένοι με χρυσά μαχαίρια, κρεμασμένα από λουριά ασημένια· όλοι τους να χορεύουν με πόδια που πετούσαν ελαφρά και γρήγορα, όπως και όσο ο τροχός έμπειρου κεραμέα που παρακολουθεί το γύρισμά του· άλλοτε πάλι να γίνεται ο χορός αντικριστός, η μια σειρά απέναντι στην άλλη· γύρω τους κόσμος πολύς να τους κοιτά και να τους καμαρώνει, κι εκεί στο πλάι ο θείος αοιδός, χτυπώντας την κιθάρα του να τραγουδά, κρατώντας τον ρυθμό σε δύο ακροβάτες που ακροβατούσαν στη μέση του χορού.

Θεσπέσιο το τεχνούργημα του χωλού θεού, θεσπέσια και η περιγραφή του ποιητή, στους αντίποδες της φονικής μάχης. Σ᾽ αυτό το πλαίσιο, έχουμε ένα θετικό παράδειγμα ανώνυμου αοιδού, που ισορροπεί στην Ιλιάδα το επώνυμο αντιπαράδειγμα του Θάμυρη.

Πάμε στους αοιδούς της Οδύσσειας, που είναι περισσότεροι και εμπλέκονται αμεσότερα στην αφήγηση και στη δράση του έπους. Η Οδύσσεια λοιπόν διαθέτει τέσσερις αοιδούς: δύο επώνυμους και δύο ανώνυμους. Επώνυμοι είναι ο Φήμιος στην Ιθάκη και ο Δημόδοκος στη Σχερία, στο νησί των Φαιάκων. Ανώνυμοι: ένας που φευγαλέα εμφανίζεται στο γαμήλιο συμπόσιο της Σπάρτης (δ 17-18)· άλλος που εντοπίζεται στο Άργος, επιφορτισμένος μάλιστα από τον Αγαμέμνονα με πρόσθετα καθήκοντα φύλακα και συμβούλου της Κλυταιμνήστρας, όσο θα έλειπε ο σύζυγός της στην Τροία (γ 167-171). Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι η παρουσία αοιδού στο βασιλικό παλάτι θεωρείται την εποχή αυτή αυτονόητη - εξαίρεση αποτελεί μόνον η βασιλική αυλή του Νέστορα στην Πύλο.

Επιμένοντας ειδικότερα στους επώνυμους αοιδούς, στον Φήμιο και στον Δημόδοκο, πιστοποιούμε συστατικά στοιχεία κοινά και αποκλίνοντα. Ο Δημόδοκος φαίνεται παραδοσιακός και αρχαϊκότερος· ο Φήμιος μάλλον νεωτερικός και πιο οικείος. Διαφορά που συνοδεύει την εμφάνισή τους, το ρεπερτόριό τους, τη θέση τους και την τύχη τους μέσα στο βασιλικό παλάτι, τη συμπεριφορά και την αποδοχή τους.

Φήμιος

Η πρώτη εμφάνιση του Φήμιου στο βασιλικό παλάτι της Ιθάκης είναι τυπική, σύντομη και διακριτική. Κορεσμένοι οι μνηστήρες από φαΐ και πιοτό, επιθυμούν τραγούδι, μουσική, χορό - συμπλήρωμα απαραίτητο, όπως λέγεται, σε κάθε καλό τραπέζι. Τότε ο κήρυκας φέρνει και δίνει την όμορφη κιθάρα στα χέρια του Φήμιου, κι εκείνος, κρούοντας τις χορδές της, ψάχνει να βρει σκοπό για ωραίο τραγούδι. Παρενθετικά προσθέτει ο ποιητής πως ο αοιδός τραγουδούσε στα συμπόσια των μνηστήρων από ανάγκη. Που πάει να πει: αυτοί τον εξεβίαζαν, κι εκείνος από αμηχανία υποχωρούσε στις ορέξεις τους (α 150-155). Καμιά άλλη σύσταση προς το παρόν, εκτός και αν συνυπολογίσουμε το όνομα του αοιδού: παράγωγο της λέξης φήμη, παραπέμπει στη φημισμένη τέχνη του. Κάτι ανάλογο υποδηλώνεται και με το όνομα του Δημοδόκου: αρεστός στον δήμο, στον λαό.

Στο μεταξύ, και όσο ο Φήμιος τέρπει με το τραγούδι και τη μουσική του τους μνηστήρες (προς το παρόν το θέμα της αοιδής δεν δηλώνεται), προχωρεί παράμερα ο διάλογος του Τηλεμάχου με τη μεταμορφωμένη σε Μέντη Αθηνά. Ώσπου απροσδόκητα κάνει την εμφάνισή της, κατεβαίνοντας από το υπερώο στην αίθουσα του παλατιού, η Πηνελόπη, ερεθισμένη από το τραγούδι του Φήμιου και δακρυσμένη. Διαμαρτύρεται η βασίλισσα, γιατί ο αοιδός επιμένει να τραγουδά, όχι ἔργα ἀνδρῶν τε θεῶν τε, καθώς συνηθίζεται, αλλά ένα τραγούδι λυπητερό, τον πικρό νόστο των Αχαιών, όπως τον όρισε πικρό η Αθηνά Παλλάδα (α 325-327). Τραγούδι που ξύνει τις πληγές της Πηνελόπης, τον πόθο για τον άντρα της· χρόνια τώρα λείπει, και εκείνη τον θυμάται αδιάκοπα, στον νου της φέρνοντας την πανελλήνια δόξα του (α 335-344). Παρεμβαίνει όμως απότομα ο Τηλέμαχος ελέγχοντας τη μάνα του. Δεν έχει λόγο, λέει, να τα βάζει με τον τιμημένο αοιδό· αυτός κάνει το κέφι του τραγουδώντας ό,τι τραβά η ψυχή του. Όσο για το θέμα της αοιδής, τον πικρό νόστο των Αχαιών, αυτός υπήρξε απόφαση του Δία, δεν τον φαντάστηκαν οι αοιδοί. Αυτοί, έτσι κι αλλιώς, υποχωρούν στα γούστα των ακροατών τους: ο κόσμος θέλει ν᾽ ακούει νέα τραγούδια, κι αυτό που τραγουδά τώρα ο Φήμιος είναι της τελευταίας μόδας.

Αυτή η εικόνα του Φήμιου θα μείνει σταθερή μέχρι την εικοστή δεύτερη ραψωδία, όταν έχει συντελεστεί πια η εκδικητική μνηστηροφονία και ο Οδυσσέας ψάχνει μήπως απόμεινε ακόμη κάποιος ζωντανός. Οπότε παίρνει το μάτι του τον αοιδό Φήμιο να στέκει ορθός στο μεσοπόρτι, με την κιθάρα του στο χέρι, αναποφάσιστος αν πρέπει να βγει έξω από το μέγαρο και να προσπέσει ικέτης στον βωμό του Δία, ή να πέσει στου Οδυσσέα τα γόνατα, να τον παρακαλέσει, για να τον εξαιρέσει από το άγριο φονικό. Κάνει το δεύτερο: ακουμπά την κιθάρα του στο δάπεδο, μετά προστρέχει, γονατιστός στα γόνατα του Οδυσσέα. Παρακαλώντας να του δείξει έλεος, να τον ντραπεί, για να μην ντρέπεται μετά ο ίδιος και το ᾽χει βάρος στην καρδιά του, που έσφαξε με το χέρι του έναν αοιδό. Κάποιον που υμνεί θεούς και θνητούς, που ένας θεός τού φύτεψε στον νου κάθε λογής τραγούδια και που, μαθαίνοντας στο μεταξύ την τέχνη, έγινε πια αυτοδίδακτος. Έτσι που θα μπορούσε, εδώ και τώρα, να συνθέσει ένα τραγούδι και για εκείνον, τον Οδυσσέα τον ίδιο, που τον βλέπει σαν θεό. Γι᾽ αυτό δεν πρέπει να του κόψει τον λαιμό. Κι αν τραγουδούσε στα γλέντια των μνηστήρων, το έκανε με το ζόρι· πολλοί αυτοί και δυνατοί, τον έσερναν με βία να τους τραγουδά. Μάρτυράς του ο Τηλέμαχος. Ευαίσθητος ο Τηλέμαχος, παίρνει το μέρος του, μεσολαβώντας στον πατέρα του να μην τον σφάξει. Έτσι ο Φήμιος γλιτώνει τη ζωή του και σώζει τη μουσική τιμή (χ 330-356).

Χαρακτηρίστηκε ο Φήμιος οικείος και νεωτερικός. Θα μπορούσαμε καταχρηστικά να τον πούμε και ρεαλιστή. Γιατί, σε σύγκριση προς τον τυφλό Δημόδοκο, που μοιάζει επίσημος και τελετουργικός, ο Φήμιος είναι κοντινός, ευέλικτος, καπάτσος. Όσο το πάνω χέρι στο παλάτι της Ιθάκης το έχουν οι μνηστήρες, ενδίδει στην όρεξή τους για τραγούδι, και τραγουδά για χάρη τους. Δίνει ωστόσο την αίσθηση στην Πηνελόπη και στον νεαρό Τηλέμαχο πως δεν εγκρίνει την καταχρηστική συμπεριφορά των μνηστήρων· αν το μπορούσε, δεν θα τους έκανε το χατίρι, να παίρνει μέρος στα συμπόσιά τους τραγουδώντας, με την κιθάρα του στο χέρι. Που πάει να πει: και η πίτα σωστή και ο σκύλος χορτάτος.

Κάτι ακόμη ανάλογο· αναγνωρίζει ο αοιδός την εξάρτησή του από τον μουσικό θεό, ενώ συνάμα αυτοχαρακτηρίζεται αυτοδίδακτος. Έτσι, αποφεύγει την πρόκληση και την παρεπόμενη τιμωρία του Θάμυρη, κρατώντας ωστόσο με διακριτικότητα ένα μερίδιο τιμής για την προσωπική του τέχνη. Τρίτο στοιχείο που τον συστήνει κοντινό και διπλωματικό: δεν τραγουδά παλιά ηρωικά τραγούδια του τρωικού πολέμου, όπως ο Δημόδοκος· αυτός είναι μέσα στην τελευταία μόδα, μελοποιώντας μελαγχολικά τον μετατρωικό νόστο των Αχαιών. Αν λογαριάσουμε ότι στο πλαίσιο αυτό ανήκει και ο νόστος του Οδυσσέα, που βρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη διπλή εξυπνάδα του Φήμιου: στον βαθμό που ο προκείμενος νόστος αποδείχτηκε πικρός, ανακουφίζει τους μνηστήρες, οι οποίοι θέλουν να πιστεύουν πως ο Οδυσσέας χάθηκε και πως δεν πρόκειται πια να γυρίσει πίσω· από την άλλη μεριά, με το θέμα αυτό δείχνει ο Φήμιος να μην ξεχνά ο ίδιος τον νόμιμο βασιλιά του παλατιού, κι ας λείπει είκοσι χρόνια τώρα από το νησί. Τέλος, ο τρόπος που εξασφαλίζει ο αοιδός τον γλιτωμό του στην έξοδο της «Μνηστηροφονίας» (η στάση του, τα επιχειρήματά του και η επίκληση της καλής μαρτυρίας του Τηλεμάχου) μαρτυρούν ευελιξία και καπατσοσύνη στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του. Αδιαφορώντας αν θα θεωρηθεί δειλός και ιδιοτελής, εκμεταλλεύεται την τέχνη του, για να σώσει το κεφάλι του.

Η επιείκεια εξάλλου που δείχνει ο Οδυσσέας στον αοιδό της Ιθάκης, κι ας βρέθηκε να υπηρετεί με το τραγούδι του τα γούστα των μνηστήρων, αποδεικνύει δύο πράγματα: το ένα άμεσα· το άλλο έμμεσα. Άμεσα προκύπτει πως ο ίδιος ο Οδυσσέας, παρά τα σκληρά πάθη της εικοσάχρονης περιπλάνησής του, παρέμεινε φιλόμουσος, ιδιότητα που φαίνεται πιο καθαρά στη σχέση του με τον αοιδό της Σχερίας, τον Δημόδοκο. Έμμεσα, η εξαίρεση του Φήμιου από το σφαγείο της μνηστηροφονίας υπονοεί την κατοχύρωση της επικής ποίησης, τον σεβασμό όσων την ασκούν. Για να το πούμε απλούστερα: η ενδεχόμενη σφαγή του Φήμιου θα σήμαινε ακύρωση του έπους της Οδύσσειας. Γιατί χωρίς αοιδό ο ποιητής της θα έμενε ορφανός και το ποίημά του κολοβό.

Μια τελευταία παρατήρηση: ο πικρός νόστος των Αχαιών, που τραγουδά ο Φήμιος στην πρώτη ραψωδία και που χαρακτηρίζεται τραγούδι της μόδας, δείχνει ότι πριν από την Οδύσσεια κυκλοφορούσαν και άλλα ομόθεμα έπη, τα οποία δεν τα αγνοούσε ο δικός μας ποιητής. Συμπτωματικά μας σώζεται ο τίτλος Ατρειδών Κάθοδος, που παραπέμπει σε αρχαιότερο έπος με θέμα τον νόστο του Μενελάου και του Αγαμέμνονα. Κάποιοι μάλιστα ομηριστές πιστεύουν πως το χαμένο αυτό έπος υπήρξε πρότυπο της Οδύσσειας σε ό,τι αφορά την αντιθετική συγγένεια ανάμεσα στον νόστο του Οδυσσέα και στον νόστο του Αγαμέμνονα.

Δημόδοκος

Αν ο Φήμιος διατηρεί την καλή του φήμη ως αοιδού αλλά διακινδυνεύει τη ζωή του στο κλονισμένο παλάτι της Ιθάκης, ο Δημόδοκος γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτός (αυτό σημαίνει το όνομά του) στο νησί της Σχερίας από τον δήμο των Φαιάκων και τη βασιλική αρχή του, που την εκπροσωπεί ο Αλκίνοος με την ισότιμη γυναίκα του, την Αρήτη. Η εμφάνιση εξάλλου του Δημοδόκου στο έπος συμπίπτει με την υποδοχή που επιφυλάσσεται στον ναυαγό Οδυσσέα από τη Ναυσικά, από το βασιλικό ζεύγος και από τους επιφανείς Φαίακες: όλοι υπόσχονται να προπέμψουν τον ξένο στην πατρίδα του, μόλις δηλώσει την ταυτότητά του. Και ακριβώς ο Δημόδοκος με τα τραγούδια του θα συγκινήσει μέχρι δακρύων τον φιλοξενούμενο, θα ευνοήσει την αποκάλυψή του από τον Αλκίνοο, ανοίγοντας τον δρόμο για τους «Μεγάλους Απολόγους» του Οδυσσέα, την εκτενέστερη και σημαντικότερη διήγηση της Οδύσσειας. Στο θέμα όμως αυτό θα επανέλθουμε.

Η μουσική δραστηριότητα του Δημοδόκου, τόσο στο παλάτι όσο και στην αγορά των Φαιάκων, συμφωνεί με την υψηλή και άνετη στάθμη πολιτισμού που υπάρχει στο απόλεμο αυτό νησί, το οποίο με τη γενικότερη ευδαιμονία του μοιάζει με ευφρόσυνη ουτοπία. Όπως πάνω κάτω περιγράφει τη Σχερία και τη ζωή των Φαιάκων με καμάρι ο βασιλιάς Αλκίνοος στον Οδυσσέα, κάπου στη μέση της όγδοης ραψωδίας (θ 241-249):

Πρόσεξε όμως τώρα και τον δικό μου λόγο, να ᾽χεις να λες

στον άλλον κόσμο, όταν μες στο δικό σου το παλάτι κάποτε,

σ᾽ ένα τραπέζι καθισμένος με τη γυναίκα και τα τέκνα σου,

θα μνημονεύεις τη δική μας αρετή· ποια έργα ο Δίας

μας αξίωσε κι εμάς να ασκούμε, από τα χρόνια

των πατέρων μας, αδιάκοπα.

Δεν είμαστε λοιπόν ακατανίκητοι πυγμάχοι μήτε και παλαιστές,

αλλά στο τρέξιμο πετούν τα πόδια μας, και δεν θα βρεις

καλύτερόν μας στα καράβια.

Απόλαυση δική μας και παντοτινή· το πλούσιο γεύμα,

η κιθάρα κι οι χοροί, ρούχα πολύτιμα, που να τ᾽ αλλάζουμε

όταν πρέπει, λουτρά θερμά, και το κρεβάτι.


Προς απόδειξη ο Αλκίνοος παραγγέλλει να στηθεί χορός, με μουσικές και τραγούδια. Φέρνει αμέσως τη φόρμιγγα ο κήρυκας στον αοιδό, στέκει ο Δημόδοκος στη μέση κι αρχίζει, με συνοδεία μουσική, η χορευτική επίδειξη: ωραία αγόρια, που μόλις άνθισε το χνούδι στο μάγουλό τους, δεινοί κιόλας χορευτές, στήνουν θείο χορό. Έκθαμβος βλέπει ο Οδυσσέας να λάμπει η μαρμαρυγή στα πόδια τους. Οπότε ο Δημόδοκος, κρούοντας την κιθάρα του, ξεκινά ένα μακρόσυρτο, σκανδαλιάρικο τραγούδι για την παράνομη αγάπη του ερωτόληπτου Άρη με την καλλιστέφανη Αφροδίτη.

Κυρίαρχη επομένως η μουσική ευφροσύνη στη Σχερία, που την προσυπογράφει ο Οδυσσέας και την κανοναρχεί ο αοιδός Δημόδοκος, η περίπτωση του οποίου σε τίποτε δεν θυμίζει το ζόρι και την αμηχανία του Φήμιου στην Ιθάκη. Αίσθηση που προκαταβάλλεται, μετριασμένη κάπως, και στην πρώτη, συμποτική εμφάνιση του αοιδού, μέσα στην αίθουσα του παλατιού, μπροστά στους αξιωματούχους Φαίακες και στον τιμώμενο ξένο.

Ο Αλκίνοος εντέλλεται να φέρει ο κήρυκας στο παλάτι τον θείο αοιδό, για να λαμπρύνει με τη μουσική και το τραγούδι του το βασιλικό γεύμα. Τη σύσταση μάλιστα του Δημοδόκου στο σημείο αυτό την αναλαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής. Τον αποκαλεί ἐρίηρον (που πάει να πει: «από όλους τιμημένο») και τον αναγνωρίζει κατεξοχήν φίλο των Μουσών. Εκείνες, λέει, του χάρισαν την ηδονική τέχνη της αοιδής -αγαθό πολύτιμο· με αντάλλαγμα όμως τη στέρηση της όρασής του- αντίρροπο κακό αυτό. Ευνοημένος λοιπόν από τις Μούσες ο τραγουδιστής Δημόδοκος αλλά τυφλός. Σάμπως το χάρισμα της μουσικής δωρεάς να επιβάλλει, ως προϋπόθεση και ως συμπλήρωμά του, το αντιχάρισμα της τύφλωσης. Γιατί εδώ δεν πρόκειται, όπως στην περίπτωση του αλαζονικού ιλιαδικού Θάμυρη, για τιμωρία αλλά για ένα καλό που σέρνει πίσω του, ως αναγκαίο παρεπόμενο, ένα κακό. Έτσι που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το χάρισμα αντιστρέφεται σε αντιχάρισμα, αλλά και το αντιχάρισμα σε χάρισμα - σάμπως να πρόκειται για αχώριστο ζευγάρι.

Αυτό το μείγμα από δωρεά και στέρηση, από θετικό καλό και από αρνητικό κακό, μείγμα που το προσφέρουν οι θεοί στους θνητούς, ακόμη και σ᾽ εκείνους που αγαπούν, το συναντούμε πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Εντοπίζεται συγκεκριμένα σε μια παραβολή με την οποία δοκιμάζει να παρηγορήσει ο Αχιλλέας τον Πρίαμο, σπαραγμένο για τον φόνο του γιου του, αλλά και να παρηγορηθεί ο ίδιος για τον χαμό του πιο αγαπημένου φίλου, του Πατρόκλου. Λέει λοιπόν ο Αχιλλέας (Ω 527-533):

Μπροστά στην πύλη του Δία στέκουν δύο πιθάρια: το ένα μόνο με βάσανα γεμάτο, το άλλο μόνο με αγαθά, προορισμένα και τα δύο για τους θνητούς. Αν τύχει και ο θεός βάλει το χέρι του και στο καλό και στο κακό πιθάρι, θα πρέπει ο θνητός να νιώθει ευχαριστημένος με τη μοίρα του. Αλίμονο όμως σ᾽ εκείνον που του πέφτουν στη μοιρασιά βάσανα μόνο από το κακό πιθάρι, γιατί έτσι το θέλησε ο Δίας ή το ᾽φερε η τύχη.

Παραβολικός μύθος που σημαίνει πως ακέραιη ευτυχία στον άνθρωπο δεν προσφέρεται. Όπου η καλή δωρεά του θεού περισσεύει, έρχεται πάντα συντροφευμένη από κάποια σημαδιακή στέρηση.

Το παραδοσιακό ωστόσο παράδειγμα του Δημοδόκου, στο οποίο επιμένει ο ποιητής της Οδύσσειας (ευνοημένος από τις Μούσες αοιδός, αλλά τυφλός με απόφαση δική τους πάλι), φαίνεται να ανακαλεί μια αρχαϊκή αντίληψη, ισχυρή ακόμη και σήμερα, για τη μοίρα του προικισμένου καλλιτέχνη και του εμπνευσμένου ποιητή. Φτάνει να θυμηθούμε ότι ο περίφημος για τη μεταλλουργική του τέχνη Ήφαιστος είναι χωλός, κι όταν τον βλέπουν οι άλλοι ολύμπιοι θεοί στο τέλος της πρώτης ιλιαδικής ραψωδίας να τους μοιράζει νέκταρ σε κύπελλα χρυσά σέρνοντας το χωλό ποδάρι του, ξεσπούν σε γέλια ακράτητα (Α 595-600).

Σ᾽ αυτήν εξάλλου την παράδοση κολλάει και η επινοημένη εικόνα του τυφλού Ομήρου, που τη συντήρησε και η αρχαία τέχνη. Γιατί φαίνεται ότι ταίριαξε καλά στη φαντασία των ανθρώπων ο τυφλός ποιητής. Ασκώντας μια τέχνη, κυρίως ακουστική και ακροαματική, να έχει εσωτερική όραση, να βλέπει με μάτια κλειστά όσα δεν βλέπουν οι άλλοι, να φτιάχνει με τους ήχους του δικές του εικόνες, που να μπορούν και να μιλούν. Δεν αποκλείεται μάλιστα η παράδοση για τον τυφλό Όμηρο να έχει την αφορμή της σ᾽ αυτήν εδώ τη σύσταση του ποιητή, που θέλει τον Δημόδοκο τυφλό. Πάντως τούτο το στοιχείο της τύφλωσης καθιστά τον αοιδό της Σχερίας πιο αρχαϊκό σε σχέση με τον Φήμιο της Ιθάκης, προσθέτοντας τελετουργικό κύρος στη μορφή και στο τραγούδι του.

Η πρόσθετη εξάλλου αξία και τιμή του Δημοδόκου φαίνεται και από το γεγονός ότι ακούγονται (με την υπόθεσή τους διεξοδικότερα τώρα δηλωμένη) τρία τραγούδια στο πλαίσιο της όγδοης ραψωδίας, έναντι του ενός που αποδίδεται στον Φήμιο της πρώτης ραψωδίας. Τα δύο ακραία μάλιστα αφορούν άμεσα και ονομαστικά τον Οδυσσέα, προβάλλοντας το κλέος του. Το πρώτο είναι κάπως αινιγματικό (θ 72-82): αναφέρεται σε μιαν άγνωστη από αλλού φιλονικία ανάμεσα στον Οδυσσέα και στον Αχιλλέα, σε εορταστικό μάλιστα τραπέζι, μετά από θυσίες. Και μολονότι εκείνοι ανταλλάσσουν λόγια βαριά μεταξύ τους, ο Αγαμέμνονας χαίρεται μέσα του. Γιατί αυτή η ἔρις (σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα, που πήρε ο Αγαμέμνονας στους Δελφούς) αποτελεί καλό σημάδι για τον πόλεμο που δεν λέει να προχωρήσει ακόμη.

Έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες για την πηγή και τη σημασία της παράξενης αυτής αοιδής. Ακόμη και πως αντιστρέφει σε καλοσήμαδη τη διαβόητη φιλονικία Αγαμέμνονα και Αχιλλέα στην αρχή της Ιλιάδας, αυτήν που προκάλεσε την καταραμένη οργή του γιου της Θέτιδας και την καταστροφική απόφασή του να τραβηχτεί από τη μάχη. Όσοι μάλιστα δέχονται έναν τέτοιο συνειρμό, προτείνουν να εκτιμηθεί το τραγούδι αυτό του Δημοδόκου ως έμμεσος έπαινος του ποιητή της Οδύσσειας για τον ποιητή της Ιλιάδας.

Αν το πρώτο και μάλλον δυσνόητο για μας τραγούδι του Δημοδόκου, που ο ποιητής εντούτοις το κατατάσσει σ᾽ εκείνα που ιστορούν κλέα ἀνδρῶν, παραπέμπει κάπου στην αρχή του τρωικού πολέμου, το τρίτο τραγούδι του αοιδού αφιερώνεται στο τέλος του πολέμου: στη διάσημη άλωση της Τροίας, που κατορθώθηκε με τον δόλο του δούρειου ίππου, επινόημα του Οδυσσέα, που του χάρισε τον τίτλο του πτολιπόρθου (θ 499-520). Εδώ ο ίδιος ο Οδυσσέας υπαγορεύει, εν είδει διαγωνισμού, στον Δημόδοκο το θέμα της αοιδής που θέλει ν᾽ ακούσει. Κι εκείνος ανταποκρίνεται στην πρόκληση, τραγουδώντας με υποδειγματική αφηγηματική οικονομία και ευστοχία. Σε είκοσι δύο στίχους (θ 499-520) συμπυκνώνει, δραματοποιεί και κλιμακώνει τα διαδοχικά επεισόδια της γνωστής ιστορίας, συνταγμένα σε δύο ενότητες, αρμοσμένες μεταξύ τους με το ίδιο ρήμα. Στην πραγματικότητα ο Δημόδοκος, συντέμνοντας, αναπαράγει ένα ολόκληρο έπος, που η επική παράδοση το τιτλοφόρησε Ιλίου πέρσιν. Άξιος λοιπόν ο μισθός του: η σπάλα που του προσφέρει ο Οδυσσέας. Άξιος και ο διπλός έπαινος που του απευθύνει· προκαταβολικά τη μία φορά, επιλογικά την άλλη. Ένας επιπλέον λόγος λοιπόν που επικυρώνει το παραδοσιακό κύρος του Δημοδόκου ως αοιδού και τον διαβαθμίζει ψηλότερα από τον ιθακήσιο ομότεχνό του Φήμιο, ο οποίος είδαμε πώς αυτοεπαινείται μπροστά στον Οδυσσέα, για να γλιτώσει από τη σφαγή στην έξοδο της «Μνηστηροφονίας».

Αν ο μοδάτος Φήμιος εκμεταλλεύεται το ποιητικό παρόν της Οδύσσειας, τραγουδώντας τον μετατρωικό νόστο των Αχαιών, ο παραδοσιακός Δημόδοκος επιμένει στο ποιητικό παρελθόν του έπους τραγουδώντας τρωικά κατορθώματα του Οδυσσέα. Και οι δύο αοιδοί προκαλούν συγκίνηση, διαφορετικής όμως τάξης ο καθένας. Ο Φήμιος προσφέρει τέρψη στους αναίσθητους για τη μεταπολεμική τύχη των Αχαιών μνηστήρες, πληγώνει ωστόσο με το συγκεκριμένο του τραγούδι τη συζυγική ευαισθησία της Πηνελόπης, ενώ δίνει την ευκαιρία να τον υπερασπιστεί ο Τηλέμαχος απέναντι στην αδικαιολόγητη, όπως πιστεύει, διαμαρτυρία της μάνας του. Το δάκρυ της Πηνελόπης (την ώρα που κατεβαίνει από το υπερώο στην αίθουσα, για να ελέγξει τον Φήμιο, επειδή τραγουδά τον πικρό νόστο των Αχαιών, που της θυμίζει τον Οδυσσέα) είναι μια εύλογη αντίδραση.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον επαναλαμβανόμενο και διαβαθμισμένο θρήνο του Οδυσσέα, καθώς ακούει το πρώτο και το τρίτο τραγούδι του Δημοδόκου. Ωστόσο, ο ποιητής επιμένει στην περιγραφή της παράξενης ευσυγκινησίας του ήρωα, την οποία και δραματοποιεί με αυξημένη ένταση στις δύο διαδοχικές μορφές της. Στο πρώτο τραγούδι (φιλονικία του Οδυσσέα και του Αχιλλέα, που τη θεωρεί εντούτοις καλόν οιωνό ο Αγαμέμνονας για την εξέλιξη του πολέμου) ο αδιάγνωστος ακόμη ξένος προσπαθεί να κρύψει διακριτικά τον θρήνο του. Τον παίρνει ωστόσο είδηση ο Αλκίνοος και, για να διευκολύνει την κατάσταση, παραγγέλλει διακοπή της μουσικής απαγγελίας και έξοδο της συντροφιάς από το παλάτι στην αγορά των Φαιάκων. Στο τρίτο όμως τραγούδι (ιστορία του δούρειου ίππου και άλωση της Τροίας) ο θρηνητικός σπαραγμός του Οδυσσέα (που εξεικονίζεται με μια πολύστιχη παρομοίωση), δεν μπορεί πια να περάσει απαρατήρητος, και ο Αλκίνοος ομολογεί την απορία του, ζητώντας εξηγήσεις με εναλλακτικά ερωτήματα που θα οδηγήσουν τελικά στην αποκάλυψη της ταυτότητας του ξένου. Πώς εξηγείται όμως αυτός ο διπλός θρήνος του Οδυσσέα ως αντίδραση στα δύο τραγούδια του Δημοδόκου, που τον αφορούν άμεσα και αναγνωρίζουν το κλέος του;

Πρόχειρη εξήγηση προσφέρει το γνωστό δίστιχο του Σολωμού που λέει: περασμένα μεγαλεία | και διηγώντας τα να κλαις. Με τη διευκρίνιση ότι ο θρήνος στο δικό μας παράδειγμα μεταφέρεται από εκείνον που διηγείται σ᾽ αυτόν που ακούει την ένδοξη διήγηση. Η μεταφορά δείχνει ότι η επαναφορά μιας δόξας από το παρελθόν στο παρόν, σε ώρα μάλιστα δοκιμασίας, προκαλεί πόνο σ᾽ εκείνον που, ένδοξος κάποτε, τώρα δοκιμάζεται. Σ᾽ αυτήν όμως την εύλογη ερμηνεία θα πρέπει να προσθέσουμε ότι γενικότερα ένα καλό τραγούδι επιβεβαιώνει την αξία του, όταν συγκινεί μέχρι δακρύων τους ακροατές του. Θα δούμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ακροατήριο μιας καλής διήγησης, όταν μάλιστα αυτή μεταβαίνει από την ένδοξη στην άδοξη φάση της.

Ξαναγυρίζουμε όμως στην πολύστιχη παρομοίωση που συνοδεύει τον θρήνο του Οδυσσέα, καθώς ακούει από τον Δημόδοκο το τραγούδι για τον δούρειο ίππο και την άλωση της Τροίας, επειδή έχει αξιοπαρατήρητες παραξενιές. Παραφράζονται πρώτα οι σχετικοί στίχοι (θ 521-531): Όσο ο αοιδός προχωρεί στη διήγησή του, τόσο και η συγκίνηση του Οδυσσέα ξεσπά και κορυφώνεται. Οπότε ο θρήνος του παραβάλλεται με το μοιρολόγι μιας γυναίκας πάνω στο σώμα του άντρα της, που έπεσε εκεί, μπροστά στην πόλη και στον λαό της πόλης, για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα της. Κι όπως τον βλέπει η γυναίκα του να σπαρταρά και να σβήνει, σωριασμένη πάνω του πνίγεται στο κλάμα, ενώ οι εχθροί με τα κοντάρια τους τη χτυπούν πισώπλατα, έτοιμοι να τη σύρουν σκλάβα τους, βουτηγμένη πια στη δυστυχία και στον πόνο. Κι ο ποιητής προσθέτει: όσο πικρό το δάκρυ αυτής της δύστυχης γυναίκας, τόσο πικρός και του Οδυσσέα ο θρήνος.

Τα παράξενα αυτής της παρομοίωσης φαίνονται και με γυμνό μάτι, δεν χρειάζονται μικροσκόπιο. Την ώρα που ο αοιδός δοξολογεί τον εφευρέτη του δούρειου ίππου, με τον οποίο κατορθώθηκε, ύστερα από δέκα χρόνια, η άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς, εκείνος όχι μόνο πνίγεται στο κλάμα αλλά και παραβάλλεται με οδυρόμενη γυναίκα, που θρηνεί τον σκοτωμένο άντρα της, που κακοποιείται από τον εχθρό, που προορίζεται για παντοτινή σκλαβιά. Δύσκολα φαντάζεται κάποιος πιο αταίριαστη παρομοίωση. Σάμπως να την έχωσε εδώ ένα ξένο χέρι που δεν ήξερε τι λέει το προηγούμενο κείμενο. Γι᾽ αυτό εξάλλου δεν έλειψαν φιλόλογοι που θεώρησαν την παραβολή κακότεχνη και την απέδωσαν σε άτεχνο διασκευαστή. Μήπως όμως τα φαινόμενα απατούν;

Αν δούμε από κοντά και πιο προσεκτικά το δεύτερο μέρος από το τραγούδι του Δημοδόκου, παρατηρούμε πως ο αοιδός επιμένει στην ανελέητη σφαγή των εξαπατημένων Τρώων από τους Αχαιούς, με πρωταγωνιστές τον Οδυσσέα και τον Μενέλαο. Περιγραφή που σημαίνει ότι η άλωση της Τροίας έχει δύο όψεις: θριάμβου για τους πορθητές, τραγωδίας για τους εκπορθημένους. Αυτή τη διπλή σημασία της άλωσης φαίνεται πως θέλει να υπογραμμίσει ο ποιητής, και ξαφνικά, με την αταίριαστη παρομοίωση, γυρίζει το νόμισμα ανάποδα, αντιστρέφοντας τη θριαμβική νίκη των Αργείων σε σπαρακτική ήττα των Τρώων. Όπως έκανε ο Ευριπίδης, τρεις αιώνες μετά, με τις Τρωάδες του, και νωρίτερα ο Αισχύλος με τους Πέρσες του.

Το σπουδαιότερο όμως αφηγηματικό εύρημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η αντιστροφή αυτή του θριάμβου σε τραγωδία, της χαράς σε σπαραγμό, αποδίδεται μεταφορικά στον ίδιο τον Οδυσσέα. Ο οποίος ξαφνικά αλλάζει φύλο και στρατόπεδο, θρηνώντας τώρα σπαρακτικά την καταστροφή της Τροίας, τον φόνο των Τρώων και τον εξανδραποδισμό των Τρωάδων. Αυτή τη συμπάθεια για τον ηττημένο εχθρό ξυπνά το τραγούδι του Δημοδόκου στον νικητή Οδυσσέα, κι αυτή τη συμπάθεια βιώνει εδώ, με μια τόσο ασυνήθιστη παρομοίωση, ο μεγάλος ήρωας.

Τόσο το ένα τραγούδι του Φήμιου στην πρώτη ραψωδία όσο και τα δύο ακραία του Δημοδόκου στην όγδοη ραψωδία επιμένουν στον τρωικό μύθο, μοιρασμένα μάλιστα, όπως είδαμε, στο πολεμικό και στο μεταπολεμικό μερίδιο - μοιρασιά που θυμίζει τα δύο ομηρικά έπη. Εξαίρεση σ᾽ αυτό τον κανόνα αποτελεί το μεσαίο και εκτενέστερο τραγούδι του Δημοδόκου, αυτό που απαγγέλλεται στην αγορά των Φαιάκων, μετά τους αθλητικούς αγώνες και τη χορευτική επίδειξη (θ 266-366). Θέμα της σκανδαλιστικής αυτής αοιδής είναι ο παράνομος έρωτας του Άρη και της Αφροδίτης, και η παραδειγματική τους, υποτίθεται, τιμωρία. Καμία σχέση επομένως με τον τρωικό κύκλο και τον ηρωικό κόσμο. Αντίθετα, ένα τραγούδι που παίζει ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία, στη συζυγική νομιμότητα και στην παρασυζυγική παρανομία, προσφέροντας αφειδώς στο ακροατήριο κέφι και τέρψη, όπως δηλώνεται και στους δύο επιλογικούς στίχους. Στην τέρψη εξάλλου συμμετέχει τη φορά αυτή ανεπιφύλακτα και ο Οδυσσέας.

Άρης και Αφροδίτη σμίγουν στο συζυγικό κρεβάτι του Ηφαίστου, πίσω απ᾽ την πλάτη του, κάθε φορά που ο χωλός θεός λείπει από το σπίτι. Ώσπου τους παίρνει είδηση ο πανεπόπτης Ήλιος, που σπεύδει να ενημερώσει για την επαναλαμβανόμενη μοιχεία τον απατημένο σύζυγο. Οπότε εκείνος αποφασίζει να κάνει τους εραστές τσακωτούς, χρησιμοποιώντας τη δική του φημισμένη μεταλλουργική τέχνη. Φτιάχνει λοιπόν στο εργαστήρι του μεταλλικό δίχτυ απίστευτα λεπτό, όμως γερό, ώστε κανείς να μην μπορεί να το διακρίνει με γυμνό μάτι και να το σπάσει με το χέρι. Μ᾽ αυτό τυλίγει, πάνω κάτω, της μοιχείας το κρεβάτι και προσποιείται πως θα λείψει στη μακρινή και αγαπημένη του Λήμνο.

Περιχαρείς οι παράνομοι εραστές εκμεταλλεύονται την ευκαιρία, χώνονται στην ερωτική τους φωλίτσα, αλλά ξαφνικά το αόρατο μεταλλικό δίχτυ περιπλέκει και παγιδεύει τα σώματά τους. Ειδοποιημένος για δεύτερη φορά ο Ήφαιστος από τον Ήλιο, επιστρέφει στον συζυγικό θάλαμο, διαπιστώνει πως οι εραστές έχουν πιαστεί σαν ποντικοί στη φάκα, και φυσικά δεν δέχεται να τους λύσει. Αντ᾽ αυτού επικαλείται τους ολύμπιους θεούς, τον Δία, πατέρα της Αφροδίτης, ιδιαιτέρως, ζητώντας δίκαιη τιμωρία των μοιχών και επιστροφή της προίκας που έδωσε για να πάρει γυναίκα του αυτή τη σκύλα, όπως λέει, ομολογουμένως όμως πολύ ωραία. Προσέρχονται όλοι οι θεοί (όχι οι θεές, αυτές από ντροπή δεν πλησιάζουν), σχολιάζουν με λογοπαίγνια το φιάσκο του γρήγορου στη μάχη και στον έρωτα Άρη και το ρίχνουν στο γέλιο. Όταν μάλιστα ο Απόλλων ρωτάει τον Ερμή αν με τους ίδιους όρους θα ακολουθούσε το παράδειγμα του Άρη, προκειμένου να κάνει έρωτα με την ωραία Αφροδίτη, εκείνος απαντά απερίφραστα πως ναι, θα έκανε τα ίδια.

Αγέλαστος παραμένει μόνον ο Ποσειδώνας, που πιέζει τον Ήφαιστο να ελευθερώσει το παράνομο ζεύγος από τα δεσμά του, υπό τον όρο ο Άρης να πληρώσει τα σπασμένα. Και όταν ο χωλός θεός δυσπιστεί για τη συνέπεια του εραστή θεού να ξεπληρώσει το χρέος του, ο Ποσειδώνας υπόσχεται πως, σε περίπτωση ασυνέπειας, αναλαμβάνει ο ίδιος να αναπληρώσει τη ζημιά με δικά του έξοδα. Μ᾽ αυτούς τους όρους το ζευγάρι ελευθερώνεται: ο Άρης τραβά κατά τη Θράκη· η Αφροδίτη στην Πάφο της Κύπρου, όπου την υποδέχονται οι Χάριτες, τη λούζουν, τη μυρώνουν και πολυτελώς τη ντύνουν. Κούκλα πάλι η Αφροδίτη: θαῦμα ἰδέσθαι, λέει το κείμενο.

Η τολμηρή αυτή αοιδή, μπορεί να μοιάζει ξένο παραμύθι μέσα στο επικό πλαίσιο της Οδύσσειας, παρουσιάζει όμως, με το θέμα και τη μορφή της, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αφηγηματική τέχνη της αρχαϊκής εποχής. Το γεγονός ότι αφιερώνεται αποκλειστικά σε ερωτική περιπέτεια θεών, και μάλιστα με τρόπο λίγο πολύ ευτράπελο, δείχνει ότι παραδοσιακοί αοιδοί, όπως ο Δημόδοκος, δεν τραγουδούσαν μόνον ηρωικά κατορθώματα, περιορισμένα στον τρωικό κύκλο. Σκάρωναν και πιο ελεύθερα, παράτολμα θέματα, που ερέθιζαν την περιέργεια του ακροατηρίου και τροφοδοτούσαν τη διασκέδασή του.

Ως προς το τολμηρό θέμα της αοιδής, δύο ακόμη παρατηρήσεις. Το σκάνδαλο της μοιχείας, που δίκαια εξοργίζει τον Ήφαιστο, μετριάζεται από το διάχυτο χιούμορ, που διαπερνά το τραγούδι απαρχής μέχρι τέλους, και που φαίνεται να λέει στους ακροατές: «μην την παίρνετε την ιστορία αυτή πολύ στα σοβαρά· ακολουθήστε το παράδειγμα των θεών, που τελικά γελούν μ᾽ αυτά που βλέπουν και ακούν· γελάστε κι εσείς μαζί τους». Ας μην ξεχνούμε εξάλλου ότι η αοιδή αυτή ακούγεται στην αγορά των Φαιάκων, σε μια γιορτή με αγώνες, χορούς και τραγούδια, όπου ο κόσμος κάνει κέφι, συχνά και με πικάντικα χωρατά. Επιπλέον: μπορεί στους θνητούς η παρασυζυγική εκτροπή να πέφτει βαριά, να προκαλεί ακόμη και πόλεμο (διαβόητο το παράδειγμα του Πάρη και της Ελένης), οι θεοί όμως ξέρουν πώς να βολεύουν τέτοια παραστρατήματα με άνετη χάρη. Εδώ παίρνει πίσω την προίκα του ο Ήφαιστος από τον Ποσειδώνα, και όλα γίνονται ξανά μέλι γάλα.

Στο κάτω κάτω αταίριαστο ζευγάρι είναι ο χωλός Ήφαιστος και η πανέμορφη Αφροδίτη· πιο καλός τής πέφτει ο Άρης, αρτιμελής αυτός κι ωραίος. Αυτό το αναγνωρίζει και ο απατημένος σύζυγος, με παράπονο έστω, μπροστά στους άλλους θεούς, όταν ζητά τη συνδρομή τους (θ 306-311). Πίσω από το παράπονό του ακούγεται και κάτι μελαγχολικό: οι ποιητές κι οι καλλιτέχνες (καλλιτέχνης είναι ο Ήφαιστος) σωματικά συνήθως υπολείπονται και δεν τα βγάζουν πέρα στον έρωτα με τους γυμνασμένους αθλητές και τους ρωμαλέους μαχητές. Αυτή είναι η μοίρα τους, κι ας μην παραπονιούνται. Όσο για το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας, το παίρνουν πάνω τους ο Ήλιος, ο Ποσειδώνας και ειρωνικά ο ίδιος ο Ήφαιστος.

Ο ποιητής και ο αοιδός

Οι φιλοξενούμενοι αοιδοί στο εσωτερικό των ομηρικών επών (ένας ή περισσότεροι, επώνυμοι ή ανώνυμοι) ανακαλούν ως έναν βαθμό τη μορφή του επικού ποιητή σε αρχαϊκότερη όμως και πιο παραδοσιακή εκδοχή. Τούτο συμβαίνει, εκτός των άλλων, και επειδή οι συμβάσεις της ομηρικής ποίησης δεν επιτρέπουν ακόμη την προσωπική και ονομαστική προβολή μέσα στο έπος του ποιητή που το συνέθεσε. Πρόκειται για τυπολογική απαγόρευση, η οποία αίρεται για πρώτη φορά στη Θεογονία του Ησιόδου, λίγα μόλις χρόνια μετά τη σύνθεση της Οδύσσειας. Στα μεταγενέστερα μάλιστα Έργα του Ησιόδου εμπλέκονται ακόμη και αυτοβιογραφικά στοιχεία του ποιητή, τα οποία αναφέρονται κυρίως στη δικαστική διαμάχη του με τον αδελφό του Πέρση.

Στα ομηρικά ωστόσο έπη το υποκείμενο του ποιητή παραμένει κατά κάποιον τρόπο στη σκιά. Όταν σπάνια υποβάλλεται, υποδηλώνεται με την προσωπική αντωνυμία: μοι, ἡμεῖς και ἐγώ στην Ιλιάδα· μοι και ἡμῖν στην Οδύσσεια. Και τούτο συμβαίνει όπου ο ποιητής εκ προοιμίου στρέφεται προς τη Μούσα, ζητώντας ή να του υπαγορεύσει εκείνη το ποίημά του (α 1) ή να τον στηρίξει μνημονικά, για να παραθέσει τον μακρύ κατάλογο πλοίων και αρχηγών των Δαναών που πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο (Β 484, 486, 488). Και στις δύο περιπτώσεις η συμπλήρωση του ενικού αριθμού της προσωπικής αντωνυμίας με πληθυντικό αριθμό προϋποθέτει ότι ο ποιητής αισθάνεται μέλος σε συλλογικό σινάφι ραψωδών, εξ ονόματος του οποίου και μιλά. Κι ακόμη πως συντάσσεται και αυτός στο σώμα των ακροατών, που θα ακούσουν το υπαγορευμένο από τη Μούσα ποίημα. Η υπόνοια εξάλλου του επικού ποιητή αναγνωρίζεται και στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις, όπου ο ίδιος προσφωνεί κάποιον ήρωα σε κλητική πτώση. Στη Ιλιάδα, λόγου χάριν, τούτο συμβαίνει με τον αγαπημένο εταίρο του Αχιλλέα, τον Πάτροκλο (ο ποιητής τον προσφωνεί κάποτε Πατρόκλεις)· στην Οδύσσεια με τον χοιροβοσκό Εύμαιο (ο ποιητής τρυφερά τον αποκαλεί και Εὔμαιε συβώτα).

Με τους όρους αυτούς, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο επικός ποιητής υποδύεται κατά κάποιον τρόπο τον παραδοσιακό αοιδό, ειδικότερα στα σημεία εκείνα που ομολογεί την εξάρτησή του από τη Μούσα ή τις Μούσες. Τούτο φαίνεται καθαρότερα στον πρώτο στίχο της Ιλιάδας, όπου η προσφώνηση του ποιητή πραγματοποιείται με το ρήμα ἄειδε, ενώ στην Οδύσσεια το παραδοσιακό αυτό ρήμα αντικαθίσταται με τη προστακτική του ρήματος ἐννέπω, ομόρριζου με τη λέξη ἔπος, που θα πει «λέγω», «ιστορώ», «διηγούμαι».

Πάντως, ούτε ο ποιητής της Ιλιάδας ούτε πολύ περισσότερο ο ποιητής της Οδύσσειας ταυτίζονται με τον παραδοσιακό αοιδό. Χρησιμοποιούν εντούτοις αυτό το προσωπείο, επειδή τους συνδέει με την προηγούμενη παράδοση και τους προσθέτει τελετουργικό κύρος. Η αίσθηση αυτή είναι εντονότερη στην Ιλιάδα, όπου λείπουν άλλοι επώνυμοι αοιδοί, με εξαίρεση το αντιπαράδειγμα του αοιδού Θάμυρη. Τη θέση του αοιδού φαίνεται να την καταλαμβάνει εδώ ο ίδιος ο ποιητής. Έτσι εξηγείται καλύτερα και η προγραμματική προβολή της παραδοσιακής σχέσης ποιητή και Μουσών στο προοίμιο του καταλόγου των πλοίων στη δεύτερη ιλιαδική ραψωδία (Β 484-493).

Ο ποιητής επικαλείται τις Μούσες, τις προσφωνεί ολυμπιάδες και θεές, και τους αναγνωρίζει παντογνωσία και πανταχού παρουσία. Σε αντίθεση προς τον ίδιο και τους ομοτέχνους του, για τους οποίους δηλώνει προσωπική άγνοια ως προς τα ένδοξα κατορθώματα των ηρώων - οι ποιητές μόνον ακουστά τα έχουν. Η μνημονική επομένως υποστήριξη των Μουσών είναι εντελώς απαραίτητη στον ποιητή της Ιλιάδας, προκειμένου να συντάξει επακριβώς τον κατάλογο πλοίων και αρχηγών των Δαναών, που πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο. Γιατί το πλήθος τους υπήρξε αναρίθμητο και τα ονόματά τους αδιάγνωστα. Μόνος του ο ποιητής δηλώνει ανίκανος να ανταποκριθεί στον ποιητικό αυτόν προορισμό. Ακόμη κι αν διέθετε, λέει, δέκα γλώσσες και άλλα τόσα στόματα, φωνή αράγιστη και ατσάλινη καρδιά, δεν θα μπορούσε να εκτελέσει ένα τέτοιο χρέος μόνος του.

Ασφαλώς εδώ περιγράφεται η πιο αρχαϊκή μορφή αοιδού, εξαρτημένου απόλυτα από τις Μούσες, ενώ συγχρόνως προκαταβάλλονται οι στοιχειώδεις και απαραίτητες ικανότητες ενός παραδοσιακού ραψωδού: απέραντη μνήμη, ακαταπόνητη ευγλωττία, ονοματολογική ακρίβεια, δυνατή φωνή, ακούραστο στήθος. Στην Οδύσσεια ωστόσο, η οποία διαθέτει, όπως είδαμε, δύο επώνυμους και δύο ανώνυμους αοιδούς, η σχέση αρχαϊκού αοιδού και επικού ποιητή, χωρίς να καταργείται, σαφώς τροποποιείται. Εδώ φαίνεται να χειρίζεται ο ποιητής τη μορφή του αοιδού ως άλλοθί του, για να επιτύχει το στήσιμο μιας κλίμακας με τρεις βαθμίδες: ο αοιδός αποτελεί τη βάση της κλίμακας· ακολουθεί ο εσωτερικός αφηγητής, και αδιόρατος στην κορυφή της σκάλας στέκεται ο ίδιος ο ποιητής. Στο θέμα αυτό όμως θα επανέλθουμε.

Στο μεταξύ καταγράφονται κάποιες ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την υπόθεσή μας ότι ο ποιητής της Οδύσσειας χειρίζεται με διαφορετικό τρόπο απ᾽ ό,τι ο ποιητής της Ιλιάδας τους δύο δικούς του επώνυμους αοιδούς. Γιατί δεν είναι τυχαίο ότι ο Φήμιος στην πρώτη ραψωδία τραγουδά τον πικρό νόστο των Αχαιών. Αυτό όμως είναι και το κεντρικό θέμα της Οδύσσειας, επικεντρωμένο ειδικότερα στη μορφή του Οδυσσέα. Τούτο σημαίνει ότι, σχεδόν ειρωνικά, ο ποιητής υποδηλώνει ότι ο αυτοδίδακτος Φήμιος, ως προς το σημείο αυτό, αποτελεί μικρογραφία του: συμπυκνώνει σ᾽ ένα τραγούδι του το θέμα που ο ποιητής απλώνει σ᾽ ένα ολόκληρο έπος.

Όσο για τον Δημόδοκο, είναι φανερό ότι ο ποιητής εκμεταλλεύεται τα δύο ακραία τραγούδια του ως γέφυρα προς τη μεριά του Οδυσσέα. Όχι μόνο γιατί τα δύο αυτά τραγούδια εξυμνούν, καθένα με τον τρόπο του, το κλέος του ήρωα και συντελούν στην αποκάλυψη της ταυτότητάς του μπροστά στους Φαίακες. Αλλά και επειδή, όπως θα δούμε, ο Οδυσσέας έμπρακτα διαδέχεται τον αοιδό Δημόδοκο και με τους «Μεγάλους Απολόγους» του αποδεικνύει πως μπορεί να τον συναγωνιστεί με τη δική του αφηγηματική τέχνη.

Τέλος, ο προσωπικός χειρισμός των δύο αοιδών από τον ποιητή της Οδύσσειας φαίνεται και από τον συντακτικό τρόπο με τον οποίο προβάλλονται τα τραγούδια τους μέσα στο έπος. Γιατί τόσο το ένα τραγούδι του Φήμιου όσο και τα τρία τραγούδια του Δημοδόκου δεν συντάσσονται σε ευθύ λόγο και ως εκ τούτου δεν μπαίνουν σε εισαγωγικά, όπως συμβαίνει, λόγου χάριν, όχι μόνο με τους «Απολόγους» του Οδυσσέα αλλά και με άλλες εσωτερικές αφηγήσεις της Οδύσσειας· του Νέστορα, του Μενελάου, του Εύμαιου. Αντ᾽ αυτού, τα τραγούδια και των δύο αοιδών, ασχέτως προς την έκτασή τους, συντάσσονται σε πλάγιο, όπως λέμε, λόγο· εξαρτώνται δηλαδή από το ρήμα ἄειδε, με το οποίο και εισάγονται. Αυτό σημαίνει ότι ελέγχονται από τον ποιητή· αυτός αποφασίζει το περιεχόμενό τους, την έκτασή τους, τη μορφή τους. Από την άποψη αυτή μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής της Οδύσσειας κρατάει στο χέρι του τους δύο αοιδούς και τους κινεί λίγο πολύ σαν μαριονέτες. Τακτική που δεν εμποδίζει ωστόσο να εκλαμβάνονται από τον ακροατή και τον αναγνώστη του έπους οι δύο αοιδοί, ο Φήμιος και ο Δημόδοκος, ως αντικατοπτρισμοί του ίδιου, ως είδωλά του.

“Τα όνειρα τους για εμένα”…

Ο τίτλος του άρθρου σχετίζεται με το αν η εξέλιξη μας ως άτομα οφείλεται στα όνειρα των γονέων μας ή στα δικά μας θέλω. Αλήθεια…πόσοι δε γαλουχήθηκαν με τις αυξημένες προσδοκίες των γονέων τους που τους ήθελαν ως παιδιά να λειτουργούν με βάση συγκεκριμένους κανόνες, να διαμορφώσουν την προσωπικότητα τους με βάση συγκεκριμένα πρότυπα και όχι με βάση τις δικές τους δυνατότητες και τη δική τους ιδιοσυγκρασία; Από την ενδομήτρια ζωή, οι γονείς μας κάνουν όνειρα για εμάς τα οποία φτάνουν μέχρι το τι επάγγελμα θα ακολουθήσουμε. Πόσο μας επηρεάζουν στο πώς θα διαμορφωθούμε σαν προσωπικότητες;

Αν οι γονείς μας απλά ακολουθούσαν τις ανάγκες μας και ΟΧΙ τις δικές τους και προσπαθούσαν να αναπτύξουν όλες τις πτυχές του χαρακτήρα μας προς το καλύτερο, η εξέλιξη μας θα ήταν πολύ διαφορετική. Από τη στιγμή που έμαθαν οι γονείς μας για τον ερχομό μας, άρχισαν να κάνουν σχέδια και όνειρα για εμάς βασισμένα στον δικό τους τρόπο σκέψης και τη δική τους ιδιοσυγκρασία. Μας γαλούχησαν με βάση αυτά τα όνειρα και οι περισσότεροι από τους γονείς δεν προσπάθησαν να διερευνήσουν τις ιδιαίτερες κλίσεις και ικανότητες του παιδιού τους με στόχο να δουν ποια από αυτά τα όνειρα που έκαναν οι ίδιοι ταιριάζουν στα παιδιά τους.

Μεγαλώνοντας και περνώντας από την παιδική στην εφηβική ηλικία, οι έφηβοι αρχίζουν να αναγνωρίζουν τα δικά τους θέλω και να εναντιώνονται στα πρέπειπου τους βάζουν οι γονείς τους. Τα διάφορα πρέπει που μπαίνουν σχετίζονται συνήθως με την κοινωνικο-οικονομική τάξη των γονέων, καθώς όσο πιο υψηλά στην κοινωνική κλίμακα, τόσο πιο αυξημένες οι απαιτήσεις και οι προσδοκίες από τα παιδιά. Πόσο όμως μπορούν πραγματικά να κυνηγήσουν τα θέλω τους σε μια οικογένεια πιεστική και με άκαμπτη δομή; Το αποτέλεσμα είναι ως ενήλικες να μην είναι ποτέ ευχαριστημένοι στην επαγγελματική τους ζωή, καθώς ακολούθησαν ένα δρόμο που δεν ήθελαν, να μην έχουν μάθει να παλεύουν για τα όνειρα τους κάτι που κατ΄επέκταση μπορεί να περιλαμβάνει και λάθος επιλογές συντρόφων στην προσωπική τους ζωή. Σε μια πιθανή δημοσκόπηση, θα διαπιστώναμε ότι οι περισσότεροι ενήλικες αν είχαν τη δυνατότητα να γυρίσουν τον χρόνο πίσω θα έκαναν πολύ διαφορετικές επιλογές.

Καθώς όμως δεν υπάρχει μια μηχανή του χρόνου, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να μην επαναλάβουμε τα λάθη που έκαναν οι γονείς μας στα δικά μας τα παιδιά. Ας προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα και να δώσουμε προτεραιότητα στα θέλω και τις ανάγκες των παιδιών μας, ας ανακαλύψουμε τις δυνατότητες της ιδιοσυγκρασίας τους για να μεγαλώσουμε ισορροπημένους ενήλικες που θα είναι ευτυχισμένοι με τις επιλογές τις δικές τους!!

Δεν Είσαι Αδύναμος

Ένας από τους ύπουλους και ολέθριους τρόπους που υπονομεύουν την προσπάθεια αναζήτησης της στήριξης που μπορεί να προσφέρει η συμβουλευτική διαδικασία, είναι η πεποίθηση ότι μία τέτοια κίνηση είναι ένδειξη αδυναμίας.

"Είσαι δυνατός/ή, μπορείς και μόνος/-η σου", "Πρέπει να το παλέψεις μόνος/-η"είναι κουβέντες που λένε οι δικοί μας άνθρωποι ενθαρρυντικά, αλλά κρύβουν προσδοκίες που ενδέχεται να μας εγκλωβίσουν στις εξής παγίδες:

- Αν δεν μπορέσεις μόνος/-η σου είσαι αδύναμος/-η.

- Θα έπρεπε να θέλεις να μπορέσεις μόνος/-η σου.

- Σε θέματα ψυχικής υγείας, πρέπει οπωσδήποτε να είσαι αυτάρκης.

Σε κοινωνικές συζητήσεις, βρίσκομαι συχνά στη θέση να ακούω ανθρώπους να μου λένε "Ξέρεις τί έχω περάσει;" ή "Ξέρεις τί περνάω;" και αφού αφήσουν κάποιο στίγμα της δυσκολίας που αντιμετωπίζουν, καταλήγουν "Αλλά δεν έχω ανάγκη εγώ. Πιστεύω ότι ο καθένας πρέπει να είναι δυνατός και να αντιμετωπίζει τα προβλήματά του μόνος του".

Πολλοί από αυτούς ίσως και να μπορούν. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι θέλουν.
Μέσα μου, όμως, ηχεί μια φωνή που απαντά:

"Δε χρειάζεται να μπορείς.
Ψάξε και βρες εκείνους που μπορούν να βοηθήσουν.".

Οι περισσότερες απεικονίσεις του τί συμβαίνει στο γραφείο ενός συμβούλου ψυχικής υγείας διαιωνίζουν την ιδέα ότι η προσφυγή σε έναν επαγγελματία είναι ένδειξη αδυναμίας ή αποτυχίας. Στις κινηματογραφικές ταινίες δεν είναι λίγα τα στιγμιότυπα του ανήμπορου, πελαγωμένου νευρωτικού συμβουλευόμενου που ενισχύουν αυτού του είδους τις συνειδήσεις. Ο σπασμένος, πτοημένος άνθρωπος, που δεν έχει τη δύναμη της ανασυγκρότησης, που δεν έχει καθαρό μυαλό, που πρέπει να τον συμβουλέψουν, να του πουν τι να κάνει...

Επόμενο είναι, λοιπόν, κάποιοι άνθρωποι να διακατέχονται από ντροπή, ενοχή, φόβο, και αισθήματα ανεπάρκειας και αποτυχίας στην ιδέα ότι θα απευθυνθούν σε κάποιον σύμβουλο. Συχνά, μάλιστα, διαπιστώνω ότι αποδίδεται μία υπεραξία στον να είναι κανείς ανεξάρτητος, αφήνοντας να εννοηθεί ότι όποιος δεν είναι ανεξάρτητος είναι εξαρτώμενος, άρα ανεπαρκής.

Κανείς μας δεν είναι ανεξάρτητος. Είμαστε κοινωνικά όντα, αλληλοεξαρτώμενα. Οι σχέσεις προσφοράς και αλληλοβοήθειας -η έμφυτη κοινωνική μας υπόσταση- μας θρέφουν. Είναι απαραίτητες για την επιβίωσή μας. Ίσως αυτό το κοινωνικό στερεότυπο να αποσβέσει αν επιδιώξουμε σαν άνθρωποι -αντί για ανεξάρτητοι- να γίνουμε αυτόνομοι. Και η πρωτοβουλία να καθορίσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί την όποια δυσκολία του/της είναι μια πράξη αυτονομίας.

Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι, παρά τις εύλογες ψυχικές τους ανάγκες, παρά τον ψυχικό τους πόνο, υποφέρουν αναίτια αποφεύγοντας να αναζητήσουν επαγγελματική βοήθεια.

Κι αυτό είναι επικίνδυνο. Όσο περισσότερο ζει κανείς με οποιοδήποτε πρόβλημα ψυχικής υγείας, τόσο πιο επικίνδυνο καθίσταται. Όσοι περισσότερο κλείνεται στον εαυτό του για να εντοπίσει το ψυχικό εποθεμα να αντιμετωπίσει την οποιαδήποτε δυσκολία, τόσο περισσότερο απομονώνεται και εγκλωβίζεται σε αυτήν.

Τα προβλήματα ψυχικής υγείας επιδρούν σε όλους τους τομείς της ζωής: από την αυτοφροντίδα (διατροφή, ύπνο) μέχρι την οικονομική ευημερία (π.χ. δυσκολία λειτουργικότητας και επίδοσης στον χώρο εργασίας, υπερσπατάλη ή συσσώρευση χρεών) στις σχέσεις και στον γονικό ρόλο.

Επιπλέον, δεν είναι σπάνιο για τα άτομα τα οποία νιώθουν ματαίωση -ότι δεν υπάρχει λύση ή ότι δεν υπάρχει ελπίδα- να επιδοθούν σε δυσλειτουργικές μεθόδους "αυτο-ίασης" όπως είναι η κατανάλωση ουσιών και/ή αλκοόλ. Αυτό συχνά οδηγεί σε έναν καθοδικό φαύλο κύκλο, ο οποίος βαθμιαία δημιουργεί συνακόλουθα προβλήματα και διογκώνει τις ήδη υπάρχουσες δυσκολίες.

Η αλήθεια για μένα είναι ότι όποιος αναζητά την βοήθεια ενός επαγγελματία συμβούλου, σύντομα ανακαλύπτει το αντίθετο. Το να επιδιώξεις να μεγιστοποιήσεις την αυτογνωσία σου (ένα αναπόσπαστο κομμάτι της συμβουλευτικής/θεραπευτικής διαδικασίας) είναι μία υγιής πράξη θάρρους και θέλησης.

Αφορά εσένα, που δηλώνεις ότι θέλεις να αισθανθείς καλύτερα, ότι αξίζεις να αισθανθείς καλύτερα, και ότι μπορείς να υπάρχεις καλύτερα.

Αφορά εσένα, που πιστεύεις ότι σου αξίζει να κατανοήσεις τον εαυτό σου καλύτερα απ' ότι κάνεις αυτή τη δεδομένη στιγμή.

Αφορά εσένα, που αναλαμβάνεις την ευθύνη για τη ζωή σου και την προσωπική σου ευημερία.

Αφορά εσένα, που επιλέγεις να αξιοποιήσεις τη δύναμη του χαρακτήρα σου ώστε να καλύψεις τις ανάγκες σου.

Αφορά εσένα, που είσαι ανοιχτός στην αλλαγή και ομολογείς ότι το να αφήσεις τα πράγματα ως έχουν δεν είναι αρκετό.

Η αυτο-βελτίωση δεν είναι παραδοχή αδυναμίας χαρακτήρα.
Είναι παραδοχή ψυχικού σθένους.

Αναζήτησε βοήθεια αν κρίνεις ότι τη χρειάζεσαι. Υποστήριξε και άλλους να κάνουν το ίδιο. Φαντάσου πόσο δυνατά θα ήταν τα άτομα, τα ζευγάρια, οι οικογένειες, οι επιχειρήσεις μας, το έθνος μας, αν οι άνθρωποι ένιωθαν ελεύθεροι να ζητήσουν βοήθεια όποτε την χρειάζονταν, κι αν είχαν τη γενναιοδωρία να τη δεχθούν.

Μα εγώ, επειδή σε αγαπώ, έμεινα δίπλα σου κρατώντας σου το χέρι.

 Το σε αγαπώ σου ψιθύρισα και άνθισε το χαμόγελο στα χείλη σου.

Άνοιξες την αγκάλη σου για να με υποδεχτείς ρωτώντας με:
-Τι είσαι έτοιμος για μένα να θυσιάσεις;

Μα εγώ, επειδή σε αγαπώ, δεν σου απάντησα.

Γιατί για την αγάπη μου, είμαι έτοιμος να προσφέρω.

Και η προσφορά, δεν είναι θυσία.

Ούτε και όταν αγαπάς, απαιτείς θυσίες από τους άλλους.

Και την άλλη μέρα, με ρωτούσες:
-Αν με αγαπάς, θα…, και θα…, και θα…,

Μα εγώ, επειδή σε αγαπώ, κάθισα σιωπηλός απέναντί σου.

Γιατί για την αγάπη μου, θέλω να συμμετέχω.

Και η συμμετοχή, δεν είναι η απάντηση σε ένα εκβιασμό.

Αν δεν θέλω να συμμετέχω σε κάτι, δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπώ.

Και σε λίγο καιρό, με ρώτησες:
-Θα με αγαπάς για πάντα;

Μα εγώ, επειδή σε αγαπώ, έμεινα δίπλα σου κρατώντας σου το χέρι.

Γιατί η αγάπη, είναι η συμπόρευση δυο χωριστών δρόμων.

Ευχή είναι να παραμείνουν οι διαδρομές αυτές κοινές, αλλά αν δεν μείνουν, δεν είναι αυτό κατάρα.

Ούτε και συνεπάγεται διάλυση της αγάπης.

Και ένα πρωινό, με ρώτησες και πάλι:
-Τι θα κάνεις για μένα;

Μα εγώ, επειδή σε αγαπώ, έκανα στην άκρη.

 Γιατί για την αγάπη μου, είμαι έτοιμος να τη διευκολύνω εκείνη να αναπτυχθεί, με το δικό της τρόπο, στο δικό μου χώρο, και κάνω ότι μπορώ για την ανάπτυξη αυτή.

Και πέρασε ο καιρός, και κοιτώντας με στα μάτια μου είπες:
-Δε λες πολλά, δεν με αγαπάς πια;

Μα εγώ, επειδή σε αγαπώ, ένωσα το βλέμμα μου με τα μάτια σου.

Γιατί η αγάπη μου, θρέφει την καρδιά και όχι τα αυτιά.

Δεν θα ηρεμήσει με λόγια γλυκά τις ανασφάλειες σου, αλλά θα ζεστάνει με τη θαλπωρή της την ύπαρξή σου.

Δεν έχει έρθει στη ζωή σου για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες σου, αλλά για να βιώσουμε δυο υπάρξεις μαζί το θαύμα της.

Και έτσι απλά, όπως την πρώτη ημέρα, σου ψιθυρίζω:
Σε αγαπώ.

Ναι, δεν είναι εύκολο!

Ναι, δεν θα πω ότι είναι εύκολο να κοιτάς μέσα σου, να μην βρίσκεις κατήγορους για την πραγματικότητα της ζωής σου, να μη χαρακώνεις με ενοχές τον εαυτό σου για τις ελλείψεις σου, να μην ψάχνεις φταίχτες για την κατάσταση της κοινωνίας και για όλα τα δεινά του κόσμου.

Ποτέ δεν θα ισχυριστώ αυτό που διαδίδει η νέα «θρησκεία» της «θετικής σκέψης», της άγνοιας εμποτισμένη με τόνους ασυνείδητου φόβου.

Αυτό που όχι μόνο θα ισχυριστώ αλλά και θα συνεχίζω να στηρίζω όμως, με πράξεις και με λόγια, είναι ότι ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ άλλος δρόμος προς την αλήθεια.

Μια αλήθεια στρωμένη με άπειρα ψέματα, ακόμα περισσότερες εικονικές πραγματικότητες, που όμως διαφαίνεται, από ένα (δύσκολο) σημείο και μετά. Και η αλήθεια, πάντα σε απελευθερώνει… προσθέτει και ευθύνη να τη λειτουργήσεις, ενώ πριν έμενες στην ευκολία να κατηγορείς, να κρίνεις, να γκρινιάζεις και να παραμένεις στην πίκρα, στην αυτολύπηση και στην οργή.

Αυτό όμως το «να κοιτάς μέσα σου»… που οι περισσότεροι νομίζουμε ότι το κάνουμε, στο επίπεδο της κατώτερης διάνοιας/σκέψης ή στο επίπεδο της φαντασίωσης, όπως μας βολεύει δηλαδή...!

Καθημερινά συναντώ ανθρώπους που πιστεύουν πέραν πάσας αμφιβολίας ότι «βλέπουν», «ξέρουν» και ελέγχουν τον εαυτό τους… με ό,τι σημαίνουν αυτά. Η φανερή απόδειξη όμως, βρίσκεται πάντα απολύτως μπροστά μας και απολύτως ξεκάθαρη… στη ζωή!

Πώς αντιδράς σε κάτι που δεν περιμένεις και δεν έχεις προετοιμαστεί γι’ αυτό;

Πώς βάζεις προτεραιότητες στη ζωή σου, ειδικά όταν όλα φαίνονται να «πέφτουν σαν ντόμινο» γύρω σου;

Πώς αισθάνεσαι και πώς ανταποκρίνεσαι στα «μεγάλα» προβλήματα που η ζωή σου παρουσιάζει όπως μια ανίατη ασθένεια, ένας χωρισμός, μια απόλυση, στο θάνατο κλπ;

Πόσο γαλήνιος, μα και μάχιμος ταυτόχρονα παραμένεις, μέσα σε θύελλες και μεγάλες «καταστροφές»;

Πόσο δραματική αντιλαμβάνεσαι τη ζωή σου, τον πόνο σου, τη δυστυχία που βλέπεις γύρω σου;

Πόσο μπορείς να συμμετέχεις μέσα σε όλα χωρίς να σε μεταλλάσσει τίποτα και κανένας ρόλος σου;

Πόσο αληθινή είναι πράγματι η αγάπη μέσα σου και στη δράση σου, ειδικά όταν δεν έχεις, δεν είσαι, δεν μπορείς;

Πολλή θεωρία… το «να κοιτάς μέσα σου» είναι αδιάκοπη αφοσίωση, με πειθαρχία συνέπειας και ακλόνητη, σταθερή ταπεινότητα!