Η αγωγή των νέων στην Αρχαία Ελλάδα όπου στη Σπάρτη οι νέοι σκότωναν είλωτες στην κρυπτεία, στην Κρήτη τους απήγαγαν μεγαλύτεροι και οι σοφιστές της Αθήνας.
Η αγωγή στη Σπάρτη και οι σοφιστές της Αθήνας
Η Σπάρτη φιλοδοξούσε να έχει ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της ζωής των πολιτών της. Τα αγόρια ανατρέφονταν απ’ την οικογένειά τους μέχρι την ηλικία των επτά ετών και έπειτα ξεκινούσε το σύστημα της αγωγής. Αγωγή ήταν η σπαρτιατική εκγύμναση, όπου όλα τα αγόρια συμβίωναν με τους συνομήλικούς τους.
Το πρόγραμμα είχε αυστηρή εκπαίδευση, όπου η σωματική σκληραγώγηση και η απόκτηση ηθικών αρχών τους οδηγούσαν στην πνευματική διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ο Πλούταρχος λέει ότι οι νέοι παρευρίσκονταν στα συμπόσια των πολιτών, όπου άκουγαν τα κατορθώματα των γερόντων και ιστορίες που αποσκοπούσαν να τους διδάξουν τις αξίες της Πόλης.
Τότε διδάσκονταν ποια παραδείγματα ήταν άξια προς μίμηση και ποια προς αποφυγή. Ήταν ένας κλασικός τρόπος διαπαιδαγώγησης, που βασιζόταν στην επανάληψη και στην μίμηση. Η σπαρτιάτικη μέθοδος ήταν πολύ διαφορετική από αυτή των σοφιστών στην Αθήνα του 5ου αιώνα, οι οποίοι εκθείαζαν την εξατομικευμένη εκπαίδευση, τον πειραματισμό και την αμφισβήτηση των απόψεων. Είναι γνωστό ότι οι σοφιστές δεν είχαν καλή φήμη και ότι υπήρξαν θύματα τόσο ορισμένων ακροατών τους που διαστρέβλωναν τα λεγόμενά τους, όσο και της σάτιρας του Αριστοφάνη για τις παιδαγωγικές τους μεθόδους.
Η διδασκαλία τους ωστόσο, θεμελίωσε κατά κάποιον τρόπο τη σύγχρονη διαπαιδαγώγηση, παροτρύνοντας καθ` έναν ξεχωριστά να γνωρίσει τον εαυτό του και να προοδεύσει. Είναι όμως προφανές ότι βρισκόταν στον αντίποδα του σπαρτιατικού μοντέλου.
Η κρυπτεία στη Σπάρτη
Στη Σπάρτη του 7ου – 4ου αιώνα ίσχυε ένας παράξενος θεσμός, η κρυπτεία, που προέρχεται από το ρήμα «κρύπτειν», δηλαδή «κρύβω». Το τελετουργικό της κρυπτείας παρουσιάζεται στον Πλούταρχο ως μία από τις πιο αποτρόπαιες ασκήσεις της σπαρτιατικής εκπαίδευσης.
Να λοιπόν τι ήταν η κρυπτεία. Οι άρχοντες που ήταν υπεύθυνοι για τη διαπαιδαγώγηση των νέων έστελναν κάθε τόσο σε όλη την επικράτεια, όσους έκριναν ότι ήταν οι εξυπνότεροι, εφοδιάζοντάς τους με στιλέτα και τα απαραίτητα τρόφιμα. Οι νέοι παρέμεναν κρυμμένοι όλη τη μέρα σε διάσπαρτα καταφύγια και ξεκουράζονταν.
Όταν βράδιαζε, κατέβαιναν στους αγρούς και έσφαζαν όσους είλωτες κατάφερναν να πιάσουν. Πήγαιναν πολλές φορές στους αγρούς, όπου σκότωναν τους πιο γεροδεμένους και δυνατούς.
Ο Πλούταρχος δίσταζε να αποδώσει στον Λυκούργο την επινόηση μιας τόσο απαίσιας άσκησης, γιατί του φαινόταν αντίθετη στο πνεύμα δικαιοσύνης που δέσποζε, κατά τη γνώμη του, στο έργο του λακεδαιμόνιου νομοθέτη.
Οι εραστές στη Σπάρτη
Προτού περιγράψει ο Πλούταρχος την κρυπτεία, μας πληροφορεί ότι με το που φθάνουν σε κάποια ηλικία, πιθανόν γύρω στα 20, οι νέοι πήγαιναν με τους εραστές. Ο Πλούταρχος παρέμενε ασαφής ως προς αυτό το σημείο και δεν έκανε ομοφυλοφιλικούς υπαινιγμούς, ενώ προσέδιδε στη σχέση μία παιδαγωγική και ηθική διάσταση.
Ο εραστής μοιράζεται την καλή ή την κακή φήμη του ερωμένου του και μπορεί αντ` αυτού να τιμωρηθεί. Ο εραστής ήταν αυτός που είχε αναλάβει στην εκπαίδευση έναν ρόλο πατρικό και καθοδηγητικό.
Η απαγωγή στην Κρήτη
Ένα απόσπασμα από το έργο του ιστορικού μελετητή Εφόρου, που διέσωσε ο Στράβων, μας μεταφέρει στοιχεία υψίστης σημασίας για να κατανοήσουμε αυτού του είδους τις σχέσεις. Το έθιμο που περιγράφει ο Έφορος αναφέρεται στις πόλεις της Κρήτης. Στις κρητικές πόλεις, σύμφωνα με τον Έφορο, οι άνδρες απήγαγαν τα νεαρά αγόρια. Επρόκειτο όμως για μία απαγωγή που οργανωνόταν εκ των προτέρων και ήταν κωδικοποιημένη κατά κάποιον τρόπο.
Αυτός που σκεφτόταν να απαγάγει έναν έφηβο, το ανακοίνωνε στους γνωστούς του, οι οποίοι έκαναν ό, τι μπορούσαν για να μαθευτεί το νέο στην οικογένεια του νεαρού. Η οικογένεια έδινε άτυπα τη συγκατάθεσή της, μόνο αν έκρινε ότι ο απαγωγέας ήταν της ίδιας ή ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Θύτης και Θύμα, με τη συνοδεία των φίλων που συμμετείχαν στην απαγωγή, αποτραβιούνταν στην ύπαιθρο, έπιναν, έτρωγαν και γλεντοκοπούσαν για διάστημα δύο μηνών και μετά επέστρεφαν στην πόλη.
Άφηναν τότε το αγόρι να φύγει και ως δώρο, προσέφεραν στρατιωτικό εξοπλισμό, ένα βόδι, ένα κύπελλο και διάφορα άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Το νεαρό αγόρι θυσίαζε ένα βόδι στον Δία και προσέφερε συμπόσιο σε όσους τον συνόδευσαν. Στη συνέχεια, ο νεαρός δημοσιοποιούσε τις οικείες σχέσεις που ανέπτυξε με τον εραστή του, λέει αν τις απόλαυσε ή όχι, γιατί ο νόμος προέβλεπε ότι αν έπεσε θύμα βιασμού, είχε το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση.
Η απαγωγή ήταν αυστηρώς κωδικοποιημένη. Δεν επρόκειτο για κάποιο ανεξέλεγκτο ερωτικό πάθος και ο Έφορος διευκρίνιζε ότι τα πιο δημοφιλή παιδιά δεν ήταν τα ωραιότερα, αλλά αυτά που διακρίνονταν για την τόλμη και την εξυπνάδα τους.
Οι νέοι που επιλέγονταν απολάμβαναν δόξα και τιμές. Τους προσέφεραν τις πιο περίοπτες θέσεις στα δημόσια θεάματα, ενώ διατηρούσαν το δικαίωμα να διακρίνονται από τους υπόλοιπους, φορώντας τα ρούχα που τους έδιναν οι εραστές τους, έτσι ώστε όλοι να γνωρίζουν ότι «τιμήθηκαν», έγιναν κλείνοι, όροι που υποδείκνυαν ότι υπήρξαν ερωμένοι, ενώ ο εραστής αποκαλούταν φιλήτω.
Η αγωγή των νέων στην Αρχαία Αθήνα
Η αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα είναι παρόμοια με την αγωγή των νέων σε άλλες ελληνικές πόλεις, με εξαίρεση την Σπάρτη. Απλώς γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην αγωγή των Αθηναίων νέων, γιατί η αρχαία Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα αποτελεί γενικότερο πρότυπο σε αυτό το βιβλίο.
Στην αθηναϊκή οικογένεια, την αγωγή αναλάμβανε ο πατέρας ο οποίος ήταν και ο αρχηγός της οικογενείας. Μπορούσε, όμως, η αγωγή να ανατεθεί σε άλλους. Μέχρι τα 7 τους έτη τα αγόρια και τα κορίτσια μεγάλωναν μαζί στον γυναικωνίτη και έπαιζαν μαζί διάφορα ευχάριστα παιχνίδια. Από τα 7 τους έτη τα αγόρια, με τη συνοδεία του παιδαγωγού, πήγαιναν στο σχολείο. Ο παιδαγωγός ήταν ένας ηλικιωμένος και έμπιστος δούλος της οικογενείας. Σε ό,τι αφορά τα κορίτσια, αυτά έμεναν στο σπίτι και η μητέρα τους τα δίδασκε ανάγνωση, γραφή, μουσική, χορό και την οικοκυρική τέχνη.
Φυσικά, ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί γιατί τα κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο μαζί με τα αγόρια. Η απάντηση είναι ότι οι γυναίκες την εποχή εκείνη ασχολούνταν με το νοικοκυριό και την οικογένειά τους και όχι με κάποιο επάγγελμα. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, γιατί όπως και οι δούλοι στερούντο μορφώσεως, κάτι που είναι απαραίτητο στην άμεση δημοκρατία. Αν λάβουμε υπόψιν ότι η σημερινή εκπαίδευση είναι απαράδεκτη παγκοσμίως, με το παραπάνω σκεπτικό, κανείς δεν θα είχε δικαίωμα ψήφου στις εκλογές!!
Στην αρχαία Αθήνα οι άνδρες ήταν αυτοί που εργάζονταν και συντηρούσαν την οικογένεια και συμμετείχαν, όντας πνευματικά καλλιεργημένοι, στις πολιτικές αποφάσεις. Η θέση της γυναίκας ήταν – με εξαίρεση την Σπάρτη και την μινωική Κρήτη – μέτρια στην αρχαία Ελλάδα όπως και στις άλλες χώρες, τότε. Ουσιαστικά, στις περισσότερες – βασικά στις δυτικές – χώρες, μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα άρχισαν οι γυναίκες να αποκτούν πολιτικά δικαιώματα και ισότητα με το ανδρικό φύλο, σε όλους τους τομείς.
Επιστρέφοντας στην αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα, οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν κάποιον δάσκαλο που θα αναλάμβανε την αγωγή των παιδιών τους.
Τα μαθήματα δεν γίνονταν σε κάποιο σχολείο, αλλά στην οικία του δασκάλου. Κάτι σαν ιδιαίτερο ολιγομελές φροντιστήριο! Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται αναφορά στα ανήλικα παιδιά και όχι στους ενηλίκους που μπορούσαν να σπουδάσουν δίπλα σε φιλοσόφους και σε φιλοσοφικές σχολές, μοναδικές και ανεπανάληπτες για την ανθρωπότητα.
Οι ανήλικοι, λοιπόν, διδάσκονταν την βασική εκπαίδευση από 4 δασκάλους: τον γραμματιστή, τον δάσκαλο της μουσικής, τον γυμναστή και τον χοροδιδάσκαλο.
Τα παιδιά διδάσκονταν από τον γραμματιστή ανάγνωση και γραφή. Επίσης, τα παιδιά διδάσκονταν ποίηση όπως του Ομήρου και του Ησιόδου και μάθαιναν από την αρχή της εκπαίδευσής τους να αποστηθίζουν ποιήματα. Όταν μάθαιναν ανάγνωση και γραφή, τότε διάβαζαν και αποστήθιζαν ποιήματα μεγάλων ποιητών της εποχής. Πέρα από την ανάγνωση, την γραφή και την διείσδυση των νέων στα κείμενα των σοφών της εποχής, η μουσική θεωρείτο απαραίτητο στοιχείο στην αγωγή τους.
Στην αρχαία Ελλάδα ο «μουσικός ανήρ» ήταν ο μορφωμένος άνθρωπος. Ως γνωστόν, η διδασκαλία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα προηγήθηκε από αυτή των γραμμάτων. Η μουσική εκπαίδευση περιλάμβανε την διδασκαλία μουσικού οργάνου, τραγουδιού και χορού. Τα παιδιά διδάσκονταν από τον «κιθαριστή» λύρα ή αυλό.
Το παίξιμο της λύρας συνοδευόταν από την απαγγελία στίχων λυρικών ποιημάτων ή από τραγούδια συχνά ηρωικά κατορθώματα. Από εκεί βγήκε και η λυρική ποίηση.
Στην αρχαία Ελλάδα δεν επικρατούσε η αδιαφορία, η φασαρία και η ανοησία των σύγχρονων μαθητών. Κατά την διάρκεια των μαθημάτων οι νέοι στέκονταν σοβαροί, δεν μιλούσαν μεταξύ τους και παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την διδασκαλία. Κανένα εκπαιδευτικό σύστημα και κανένας δάσκαλος δεν κατάφερε ποτέ στην ιστορία να κρατήσει πραγματικά το ενδιαφέρον των μαθητών.
Στην αρχαία Ελλάδα οι μαθητές αγαπούσαν το σχολείο το οποίο δεν τους πίεζε να βαθμοθηρούν για να φοιτήσουν σε κάποιοι πανεπιστήμιο, ούτε τους πίεζε και τους καθιστούσε ανταγωνιστές από την τρυφερή τους ηλικία με διάφορες εξετάσεις, «credits» και βαθμολογίες που τα σύγχρονα γελοία εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου κάνουν.
Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, σήμερα η εκπαίδευση αποσκοπεί στην μετάδοση στείρων γνώσεων και στην παραγωγή επαγγελματιών. Επίσης, ο εκπαιδευτικός με την υποκειμενική του αξιολόγηση κολλάει μια ταμπέλα στον νέο λέγοντας του ότι είναι «καλός» ή «κακός» μαθητής ή φοιτητής, τουτέστιν άχρηστος. Ποίος, όμως, είναι ο αλάνθαστος που θα κρίνει έναν άνθρωπο και μάλιστα έναν νέο και θα καθορίσει την μετέπειτα επαγγελματική και κοινωνική του ζωή;
Η αγάπη των Αθηναίων νέων για το σχολείο φαίνεται από το μάθημα της μουσικής στο οποίο πήγαιναν παραταγμένοι σε ομάδες και σιωπηροί, χωρίς να οχλαγωγούν – όπως οι σημερινοί νέοι.
Στα μαθήματα αναφέρθηκε ότι οι νέοι παρέμεναν κόσμιοι και σοβαροί, δεν έκαναν αστεία και ποτέ δεν αντιμιλούσαν στον δάσκαλο, κάτι που γίνεται κατά κόρον σήμερα. Εντούτοις, αν κάποιος μαθητής έδειχνε ασέβεια στο μάθημα και γελούσε ή έκανε φασαρία, τότε ο δάσκαλος τον χτυπούσε.
Σήμερα, οι δάσκαλοι φοβούνται να ρίξουν ένα χαστούκι ή με το ραβδί να χτυπήσουν τα χέρια ενός άτακτου μαθητή, για να μην μηνυθούν από τους γονείς του και χάσουν την δουλεία τους από την πειθαρχική επιτροπή του υπουργείου παιδείας. Και όμως, χωρίς να προτείνεται το (πάλαι ποτέ) δεσποτικό γερμανικό σύστημα, είναι εμφανές ότι η αντιμετώπιση των άτακτων μαθητών στην αρχαία Αθήνα σωφρόνιζε τους ιδίους και παραδειγμάτιζε τους άλλους.
Οι νέοι στην αρχαία Ελλάδα, εν αντιθέσει με τους σημερινούς νέους, έδειχναν σεβασμό στους μεγαλυτέρους και τους δασκάλους τους, και ας λέει ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης (445 -385 π.Χ.) ότι πείραζαν τους γέροντες. Ο Αριστοφάνης, επί τη ευκαιρία, είναι γνωστός για την υπερβολή του (…ποιητική αδεία) και δεν μπορεί να προσφέρει αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες.
Γνωστό παράδειγμα είναι το πώς παρουσιάζει τον Σωκράτη. Επιστρέφοντας στους νέους της Αθήνας, οι «σωφρονιστές» και οι παιδαγωγοί ήταν αυτοί που επέβλεπαν τη συμπεριφορά τους που έπρεπε να ήταν κοσμία. Οι νέοι στέκονταν μπροστά στους ηλικιωμένους σιωπηρά, χωρίς να μιλούν – εκτός αν τους ρωτούσαν κάτι. Αν ήθελαν να πουν κάτι το έλεγαν χαμηλοφώνως, μιας και η δυνατή φωνή (που έχουν οι νέοι σήμερα) έδειχνε κακή αγωγή. Η ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα ήταν γενικά συγκρατημένη.
Οι Έλληνες έφηβοι είχαν για διασκέδαση τις παλαίστρες, τα δημόσια γυμναστήρια και τις εορτές. Μάλιστα στα Παναθήναια της Αθήνας, εορτή προς τιμήν της πολιούχου θεάς Αθηνάς, συμμετείχαν στην πομπή του πέπλου της προς το Ερέχθειο, ως αναβάτες σε άλογα, γεμίζοντας με μεγάλη περηφάνια τους Αθηναίους πολίτες. Οι νέοι δεν είχαν δικαίωμα να μπουν στην αγορά (τόπος συνάθροισης των Αθηναίων), ούτε στην Ηλιαία (δικαστήριο της Αθήνας).
Όπως προαναφέρθηκε, οι νέοι σέβονταν τους δασκάλους τους. Αυτό το έκαναν, όχι από φόβο ή ιδιοτέλεια όπως οι σύγχρονοι νέοι που άλλωστε η πλειοψηφία τους δεν σέβεται τους δασκάλους, αλλά επειδή συνειδητοποιούσαν τον παιδαγωγικό ρόλο του δασκάλου και γοητεύονταν από την μαγεία της εκπαίδευσης που δέχονταν. Αναγνώριζαν ότι η σωματική και η ηθικοπνευματική τους αγωγή τους οδηγούσε στην ευδαιμονία, όπως άλλωστε συμφωνούσε και ο Πλάτωνας.
Οι νέοι της Αθήνας συμμετείχαν στις εορτές της πόλεως με χορούς και χορωδίες. Τις εορτές αυτές αναλάμβαναν να χρηματοδοτήσουν υποχρεωτικά οι χορηγοί που ήταν εύποροι Αθηναίοι!! Η χρηματοδότηση αυτή ονομαζοταν «χορηγία» και δεν έχει καμία σχέση με τους συγχρόνους χορηγούς (μάλλον σπόνσορες να τους αποκαλούμε), δηλαδή τις πολυεθνικές και τις μεγάλες εταιρίες που αυτοπροβάλλονται και πλουτίζουν από την διαφήμιση.
Στην αρχαία Αθήνα οι χορηγοί, οι πλούσιοι της πόλης, με δικά τους έξοδα πλήρωναν χοροδιδασκάλους που μάθαιναν στους νέους χορό και τραγούδι λυρικών ποιημάτων τα οποία και παρουσίαζαν στα θέατρα και στις διάφορες εορτές, μπροστά στο περήφανο για τα νιάτα του αθηναϊκό κοινό. Σήμερα ποίο κράτος δίδει σημασία στην αγωγή των νέων και αισθάνεται για αυτούς περήφανο;
Δεν είναι αλήθεια ότι η σημερινή κοινωνία προτιμάει μια νεολαία με μονοδιάστατη υπερεξειδικευμένη παιδεία και αδιάφορη για τα πάντα εκτός από την καλοπέραση, την καριέρα και το χρήμα; Στις θεοκρατικές χώρες τους προτιμάνε αμόρφωτους και θρησκευτικά φανατισμένους, έρμαια του κάθε δικτάτορα. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι η ενότητα αυτή είναι σημαντική.
Στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης είχε σχέση παιδιού προς μητέρας με την πολιτεία και απολάμβανε τα αγαθά της όπως την εκπαίδευση και της φιλοσοφικές της σχολές, το θέατρο, τους αγώνες, τις εορτές, τον αθλητισμό και γενικά τον πολιτισμό της. Γι` αυτό, όπως προαναφέρθηκε, οι Αθηναίοι αυτοθυσιαζόταν στον πόλεμο, όχι μόνον για να μην χάσουν οι ίδιοι τα αγαθά της πόλης τους, αλλά να μην τα χάσουν οι επερχόμενες γενιές. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αρχαιοελληνικής παιδείας: η αρμονική, διαλεκτική σχέση πολίτη πολιτείας και η ανάδειξη της νέας γενιάς.
Οι νέοι στην Αθήνα, έπειτα από την βασική τους εκπαίδευση, έπαιρναν ανώτερη μόρφωση. Διδάσκονταν γεωμετρία, μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, ιατρική, ρητορική, φιλοσοφία και διάφορες τέχνες. Στην αρχαία Αθήνα οι νέοι μπορούσαν να μαθητεύσουν δίπλα σε κάποιον φιλόσοφο ή σοφιστή. Αυτοί δίδασκαν επί πληρωμή, με κάποιες εξαιρέσεις όπως του Σωκράτη και του κυνικού Διογένη.
Οι σοφιστές και οι φιλόσοφοι δίδασκαν συνήθως στις στοές. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε η Ακαδημία του Πλάτωνα, η Περιπατητική σχολή του Αριστοτέλη, η ρητορική σχολή του Ισοκράτη, η σχολή του Επίκουρου, η Στοά του Ζήνωνα, η Κυνική σχολή του Αντισθένη, η Κυρηναϊκή σχολή του Αρίστιππου από την Κυρήνη (ελληνική αποικία στη Λιβύη) και η Μεγαρική σχολή του Ευκλείδη από τα Μέγαρα. Ιατρικές σχολές υπήρχαν στο νησί Κω – υπό την διεύθυνση του Ιπποκράτη, στην Πέργαμο (ελληνική πόλη στην Μ.Ασία), στην Κυρήνη, στον Κρότωνα (ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία) υπό την διεύθυνση του Αλκμαίονα, και αλλού.
Στην αρχαία Ελλάδα δινόταν τεραστία σημασία στην αγωγή, την εκπαίδευση και την παιδεία των νέων. Σήμερα δίδεται έμφαση μόνον στην στείρα και μονοδιάστατη εκπαίδευση που αποτελεί υποσύνολο της παιδείας. Τελικά, η αρχαιοελληνική παιδεία προβάλλεται ως ανεπανάληπτο επίτευγμα, μιας και αναδεικνύεται ως η μοναδική που ανέδειξε την προσωπικότητα των νέων και δεν τους αντιμετώπισε ως νούμερα ενός σχολείου.
Σκοπός της αρχαιοελληνικής παιδείας ήταν η απόκτηση του αγαθού και του κάλλους, δηλαδή η ανάπτυξη του πνεύματος, της ψυχής και του σώματος. Έτσι, η πολιτεία αποσκοπούσε στην συγκρότησή της από ώριμους πολίτες με ηθικοπνευματική καλλιέργεια και σωματική ευεξία. Άλλωστε, οι Αθηναίοι πολίτες του 5ου π.Χ αιώνα, μεσώ της εκκλησίας του δήμου και της Βουλής των πεντακόσιων, αποφάσιζαν για την τύχη της πόλης. Δεν αποφάσιζε κάποιος τύραννος ή βασιλιάς ή αρχηγός ή με τα σημερινά δεδομένα κάποια κυβέρνηση που «αντιπροσωπεύει» το λαό.
Η αγωγή των Αθηναίων έφηβων περιλάμβανε και την τέχνη του πόλεμου, γιατί ήταν οι μελλοντικοί στρατιώτες που θα προστάτευαν την πόλη από τους πολέμιούς της.
Έτσι, ο λαός όριζε τους «παιδοκρίτες» και ειδικούς δασκάλους που μάθαιναν στους εφήβους να μάχονται σαν οπλίτες και τους ασκούσαν στα όπλα (ξίφος, ακόντιο, δόρυ, τόξο, σφενδόνα).
Η αγωγή των νέων στην Αθήνα κρατούσε ως τα 18 τους χρόνια, δηλαδή ως την ενηλικίωσή τους. Στα 18 τους οι νέοι γίνονταν πλέον Αθηναίοι πολίτες (αν οι γονείς τους ήταν Αθηναίοι), αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα και εντάσσονταν στην στρατιωτική δύναμη της πόλης.
Όταν έφτανε τα 18 του ο Αθηναίος έφηβος έδινε τον «όρκο των εφήβων» στο ιερό της Αλιαύρου που βρισκόταν βόρεια της Ακροπόλεως.
Ο όρκος των εφήβων έλεγε:
«Δεν θα ντροπιάσω τα ιερά μου όπλα, δεν θα εγκαταλείψω στη μάχη τον συμπολεμιστή μου, θα αγωνισθώ για τα ιερά και την πόλη μου και θα την παραδώσω, όχι μικρότερη απ ότι την παρέλαβα, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη, όσο οι δυνάμεις μου και οι συμπολίτες μου με βοηθήσουν. Θα υπάκουω στους άρχοντες και στους νόμους, τόσο τους ισχύοντες, όσο και σε αυτούς που θα θεσπιστούν στο μέλλον. Αν οποιοσδήποτε προσπαθήσει να ανατρέψει τους νόμους, θα τον εμποδίσω με σθένος και με την βοήθεια των συμπολιτών μου. Θα τιμώ πάντοτε τους πατέρες (προγόνους) μου και παίρνω για μάρτυρές μου: τους θεούς, τα όρια της πατρίδος μου, τα σιτηρά, τα αμπέλια, τις ελιές, τις συκιές, τα κριθάρια και όλα τα αγαθά που αυτή προσφέρει».
Η αρχαία Αθήνα φρόντιζε οικονομικά τις χήρες και τα ορφανά των πεσόντων στον πόλεμο. Σημειώνεται ότι η Αθήνα ήταν η μοναδική πόλη όπου γινόταν η μεγαλειώδης τιμητική πομπή του «Επιταφίου» για τους πεσόντες στη μάχη οι οποίοι θάβονταν σε περίλαμπρο τάφο και η αυτοθυσία τους για την πόλη ήταν η μέγιστη τιμή που μπορούσε να νιώσει η οικογένειά τους και οι απόγονοί τους.
Σε ό,τι αφορά την ανατροφή των ορφανών των νεκρών ανδρών, αυτή άρχιζε από τη στιγμή του θανάτου του πατέρα τους και κρατούσε μέχρι τα 18 τους χρόνια, όποτε και ενηλικιώνονταν. Η πολιτεία, λοιπόν, γινόταν κηδεμόνας των ορφανών. Το τέλος της κηδεμονίας αυτής γινόταν με μια δημόσια εκδήλωση στο θέατρο του Διονύσου, κατά την διάρκεια της εορτής των Μεγάλων Διονυσίων.
Κατά τον Αθηναίο ρήτορα Αισχύνη (389 – 314 π.Χ.), πριν αρχίσουν στο θέατρο οι δραματικοί αγώνες των ποιητών (το δράμα που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα περιλαμβάνει την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα) κάποιος κήρυκας παρουσίαζε στο κοινό τους ορφανούς εφήβους που πλέον είχαν ενηλικιωθεί. Οι νέοι αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους την πανοπλία του οπλίτη που η πολιτεία τους είχε δωρίσει τιμητικά.Τότε ο κήρυκας σήμαινε τη λήξη της κηδεμονίας από την πολιτεία και έλεγε ότι οι νέοι αυτοί μπορούσαν να συνεχίσουν μόνοι τη ζωη τους, με την αγάπη όλων των Αθηναίων συμπολιτών τους.
Προαναφέρθηκε ότι η καθημερινή ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα περιλάμβανε την σχολική εκπαίδευσή τους σε δασκάλους και αργότερα σε φιλοσόφους ή σοφιστές, την μουσική αγωγή τους, την ενασχόλησή τους με τον χορό, την απαγγελία και το τραγούδι ποιημάτων και επών και την αθλητική αγωγή τους στα γυμναστήρια.
Επιπρόσθετα, οι νέοι συμμετείχαν σε ομαδικά παιχνίδια, βοηθούσαν τον πατέρα τους στο επάγγελμα που ασκούσε και πήγαιναν για κυνήγι ή αλιεία, ανάλογα με το αν η περιοχή που διέμεναν ήταν κοντά στο βουνό ή στην θάλασσα. Μέρος της ζωής των νέων ήταν και η συμμετοχή τους σε αθλητικά γεγονότα, καθώς και εορτές
Η αγωγή στη Σπάρτη και οι σοφιστές της Αθήνας
Η Σπάρτη φιλοδοξούσε να έχει ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της ζωής των πολιτών της. Τα αγόρια ανατρέφονταν απ’ την οικογένειά τους μέχρι την ηλικία των επτά ετών και έπειτα ξεκινούσε το σύστημα της αγωγής. Αγωγή ήταν η σπαρτιατική εκγύμναση, όπου όλα τα αγόρια συμβίωναν με τους συνομήλικούς τους.
Το πρόγραμμα είχε αυστηρή εκπαίδευση, όπου η σωματική σκληραγώγηση και η απόκτηση ηθικών αρχών τους οδηγούσαν στην πνευματική διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ο Πλούταρχος λέει ότι οι νέοι παρευρίσκονταν στα συμπόσια των πολιτών, όπου άκουγαν τα κατορθώματα των γερόντων και ιστορίες που αποσκοπούσαν να τους διδάξουν τις αξίες της Πόλης.
Τότε διδάσκονταν ποια παραδείγματα ήταν άξια προς μίμηση και ποια προς αποφυγή. Ήταν ένας κλασικός τρόπος διαπαιδαγώγησης, που βασιζόταν στην επανάληψη και στην μίμηση. Η σπαρτιάτικη μέθοδος ήταν πολύ διαφορετική από αυτή των σοφιστών στην Αθήνα του 5ου αιώνα, οι οποίοι εκθείαζαν την εξατομικευμένη εκπαίδευση, τον πειραματισμό και την αμφισβήτηση των απόψεων. Είναι γνωστό ότι οι σοφιστές δεν είχαν καλή φήμη και ότι υπήρξαν θύματα τόσο ορισμένων ακροατών τους που διαστρέβλωναν τα λεγόμενά τους, όσο και της σάτιρας του Αριστοφάνη για τις παιδαγωγικές τους μεθόδους.
Η διδασκαλία τους ωστόσο, θεμελίωσε κατά κάποιον τρόπο τη σύγχρονη διαπαιδαγώγηση, παροτρύνοντας καθ` έναν ξεχωριστά να γνωρίσει τον εαυτό του και να προοδεύσει. Είναι όμως προφανές ότι βρισκόταν στον αντίποδα του σπαρτιατικού μοντέλου.
Η κρυπτεία στη Σπάρτη
Στη Σπάρτη του 7ου – 4ου αιώνα ίσχυε ένας παράξενος θεσμός, η κρυπτεία, που προέρχεται από το ρήμα «κρύπτειν», δηλαδή «κρύβω». Το τελετουργικό της κρυπτείας παρουσιάζεται στον Πλούταρχο ως μία από τις πιο αποτρόπαιες ασκήσεις της σπαρτιατικής εκπαίδευσης.
Να λοιπόν τι ήταν η κρυπτεία. Οι άρχοντες που ήταν υπεύθυνοι για τη διαπαιδαγώγηση των νέων έστελναν κάθε τόσο σε όλη την επικράτεια, όσους έκριναν ότι ήταν οι εξυπνότεροι, εφοδιάζοντάς τους με στιλέτα και τα απαραίτητα τρόφιμα. Οι νέοι παρέμεναν κρυμμένοι όλη τη μέρα σε διάσπαρτα καταφύγια και ξεκουράζονταν.
Όταν βράδιαζε, κατέβαιναν στους αγρούς και έσφαζαν όσους είλωτες κατάφερναν να πιάσουν. Πήγαιναν πολλές φορές στους αγρούς, όπου σκότωναν τους πιο γεροδεμένους και δυνατούς.
Ο Πλούταρχος δίσταζε να αποδώσει στον Λυκούργο την επινόηση μιας τόσο απαίσιας άσκησης, γιατί του φαινόταν αντίθετη στο πνεύμα δικαιοσύνης που δέσποζε, κατά τη γνώμη του, στο έργο του λακεδαιμόνιου νομοθέτη.
Οι εραστές στη Σπάρτη
Προτού περιγράψει ο Πλούταρχος την κρυπτεία, μας πληροφορεί ότι με το που φθάνουν σε κάποια ηλικία, πιθανόν γύρω στα 20, οι νέοι πήγαιναν με τους εραστές. Ο Πλούταρχος παρέμενε ασαφής ως προς αυτό το σημείο και δεν έκανε ομοφυλοφιλικούς υπαινιγμούς, ενώ προσέδιδε στη σχέση μία παιδαγωγική και ηθική διάσταση.
Ο εραστής μοιράζεται την καλή ή την κακή φήμη του ερωμένου του και μπορεί αντ` αυτού να τιμωρηθεί. Ο εραστής ήταν αυτός που είχε αναλάβει στην εκπαίδευση έναν ρόλο πατρικό και καθοδηγητικό.
Η απαγωγή στην Κρήτη
Ένα απόσπασμα από το έργο του ιστορικού μελετητή Εφόρου, που διέσωσε ο Στράβων, μας μεταφέρει στοιχεία υψίστης σημασίας για να κατανοήσουμε αυτού του είδους τις σχέσεις. Το έθιμο που περιγράφει ο Έφορος αναφέρεται στις πόλεις της Κρήτης. Στις κρητικές πόλεις, σύμφωνα με τον Έφορο, οι άνδρες απήγαγαν τα νεαρά αγόρια. Επρόκειτο όμως για μία απαγωγή που οργανωνόταν εκ των προτέρων και ήταν κωδικοποιημένη κατά κάποιον τρόπο.
Αυτός που σκεφτόταν να απαγάγει έναν έφηβο, το ανακοίνωνε στους γνωστούς του, οι οποίοι έκαναν ό, τι μπορούσαν για να μαθευτεί το νέο στην οικογένεια του νεαρού. Η οικογένεια έδινε άτυπα τη συγκατάθεσή της, μόνο αν έκρινε ότι ο απαγωγέας ήταν της ίδιας ή ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Θύτης και Θύμα, με τη συνοδεία των φίλων που συμμετείχαν στην απαγωγή, αποτραβιούνταν στην ύπαιθρο, έπιναν, έτρωγαν και γλεντοκοπούσαν για διάστημα δύο μηνών και μετά επέστρεφαν στην πόλη.
Άφηναν τότε το αγόρι να φύγει και ως δώρο, προσέφεραν στρατιωτικό εξοπλισμό, ένα βόδι, ένα κύπελλο και διάφορα άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Το νεαρό αγόρι θυσίαζε ένα βόδι στον Δία και προσέφερε συμπόσιο σε όσους τον συνόδευσαν. Στη συνέχεια, ο νεαρός δημοσιοποιούσε τις οικείες σχέσεις που ανέπτυξε με τον εραστή του, λέει αν τις απόλαυσε ή όχι, γιατί ο νόμος προέβλεπε ότι αν έπεσε θύμα βιασμού, είχε το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση.
Η απαγωγή ήταν αυστηρώς κωδικοποιημένη. Δεν επρόκειτο για κάποιο ανεξέλεγκτο ερωτικό πάθος και ο Έφορος διευκρίνιζε ότι τα πιο δημοφιλή παιδιά δεν ήταν τα ωραιότερα, αλλά αυτά που διακρίνονταν για την τόλμη και την εξυπνάδα τους.
Οι νέοι που επιλέγονταν απολάμβαναν δόξα και τιμές. Τους προσέφεραν τις πιο περίοπτες θέσεις στα δημόσια θεάματα, ενώ διατηρούσαν το δικαίωμα να διακρίνονται από τους υπόλοιπους, φορώντας τα ρούχα που τους έδιναν οι εραστές τους, έτσι ώστε όλοι να γνωρίζουν ότι «τιμήθηκαν», έγιναν κλείνοι, όροι που υποδείκνυαν ότι υπήρξαν ερωμένοι, ενώ ο εραστής αποκαλούταν φιλήτω.
Η αγωγή των νέων στην Αρχαία Αθήνα
Η αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα είναι παρόμοια με την αγωγή των νέων σε άλλες ελληνικές πόλεις, με εξαίρεση την Σπάρτη. Απλώς γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην αγωγή των Αθηναίων νέων, γιατί η αρχαία Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα αποτελεί γενικότερο πρότυπο σε αυτό το βιβλίο.
Στην αθηναϊκή οικογένεια, την αγωγή αναλάμβανε ο πατέρας ο οποίος ήταν και ο αρχηγός της οικογενείας. Μπορούσε, όμως, η αγωγή να ανατεθεί σε άλλους. Μέχρι τα 7 τους έτη τα αγόρια και τα κορίτσια μεγάλωναν μαζί στον γυναικωνίτη και έπαιζαν μαζί διάφορα ευχάριστα παιχνίδια. Από τα 7 τους έτη τα αγόρια, με τη συνοδεία του παιδαγωγού, πήγαιναν στο σχολείο. Ο παιδαγωγός ήταν ένας ηλικιωμένος και έμπιστος δούλος της οικογενείας. Σε ό,τι αφορά τα κορίτσια, αυτά έμεναν στο σπίτι και η μητέρα τους τα δίδασκε ανάγνωση, γραφή, μουσική, χορό και την οικοκυρική τέχνη.
Φυσικά, ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί γιατί τα κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο μαζί με τα αγόρια. Η απάντηση είναι ότι οι γυναίκες την εποχή εκείνη ασχολούνταν με το νοικοκυριό και την οικογένειά τους και όχι με κάποιο επάγγελμα. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, γιατί όπως και οι δούλοι στερούντο μορφώσεως, κάτι που είναι απαραίτητο στην άμεση δημοκρατία. Αν λάβουμε υπόψιν ότι η σημερινή εκπαίδευση είναι απαράδεκτη παγκοσμίως, με το παραπάνω σκεπτικό, κανείς δεν θα είχε δικαίωμα ψήφου στις εκλογές!!
Στην αρχαία Αθήνα οι άνδρες ήταν αυτοί που εργάζονταν και συντηρούσαν την οικογένεια και συμμετείχαν, όντας πνευματικά καλλιεργημένοι, στις πολιτικές αποφάσεις. Η θέση της γυναίκας ήταν – με εξαίρεση την Σπάρτη και την μινωική Κρήτη – μέτρια στην αρχαία Ελλάδα όπως και στις άλλες χώρες, τότε. Ουσιαστικά, στις περισσότερες – βασικά στις δυτικές – χώρες, μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα άρχισαν οι γυναίκες να αποκτούν πολιτικά δικαιώματα και ισότητα με το ανδρικό φύλο, σε όλους τους τομείς.
Επιστρέφοντας στην αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα, οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν κάποιον δάσκαλο που θα αναλάμβανε την αγωγή των παιδιών τους.
Τα μαθήματα δεν γίνονταν σε κάποιο σχολείο, αλλά στην οικία του δασκάλου. Κάτι σαν ιδιαίτερο ολιγομελές φροντιστήριο! Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται αναφορά στα ανήλικα παιδιά και όχι στους ενηλίκους που μπορούσαν να σπουδάσουν δίπλα σε φιλοσόφους και σε φιλοσοφικές σχολές, μοναδικές και ανεπανάληπτες για την ανθρωπότητα.
Οι ανήλικοι, λοιπόν, διδάσκονταν την βασική εκπαίδευση από 4 δασκάλους: τον γραμματιστή, τον δάσκαλο της μουσικής, τον γυμναστή και τον χοροδιδάσκαλο.
Τα παιδιά διδάσκονταν από τον γραμματιστή ανάγνωση και γραφή. Επίσης, τα παιδιά διδάσκονταν ποίηση όπως του Ομήρου και του Ησιόδου και μάθαιναν από την αρχή της εκπαίδευσής τους να αποστηθίζουν ποιήματα. Όταν μάθαιναν ανάγνωση και γραφή, τότε διάβαζαν και αποστήθιζαν ποιήματα μεγάλων ποιητών της εποχής. Πέρα από την ανάγνωση, την γραφή και την διείσδυση των νέων στα κείμενα των σοφών της εποχής, η μουσική θεωρείτο απαραίτητο στοιχείο στην αγωγή τους.
Στην αρχαία Ελλάδα ο «μουσικός ανήρ» ήταν ο μορφωμένος άνθρωπος. Ως γνωστόν, η διδασκαλία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα προηγήθηκε από αυτή των γραμμάτων. Η μουσική εκπαίδευση περιλάμβανε την διδασκαλία μουσικού οργάνου, τραγουδιού και χορού. Τα παιδιά διδάσκονταν από τον «κιθαριστή» λύρα ή αυλό.
Το παίξιμο της λύρας συνοδευόταν από την απαγγελία στίχων λυρικών ποιημάτων ή από τραγούδια συχνά ηρωικά κατορθώματα. Από εκεί βγήκε και η λυρική ποίηση.
Στην αρχαία Ελλάδα δεν επικρατούσε η αδιαφορία, η φασαρία και η ανοησία των σύγχρονων μαθητών. Κατά την διάρκεια των μαθημάτων οι νέοι στέκονταν σοβαροί, δεν μιλούσαν μεταξύ τους και παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την διδασκαλία. Κανένα εκπαιδευτικό σύστημα και κανένας δάσκαλος δεν κατάφερε ποτέ στην ιστορία να κρατήσει πραγματικά το ενδιαφέρον των μαθητών.
Στην αρχαία Ελλάδα οι μαθητές αγαπούσαν το σχολείο το οποίο δεν τους πίεζε να βαθμοθηρούν για να φοιτήσουν σε κάποιοι πανεπιστήμιο, ούτε τους πίεζε και τους καθιστούσε ανταγωνιστές από την τρυφερή τους ηλικία με διάφορες εξετάσεις, «credits» και βαθμολογίες που τα σύγχρονα γελοία εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου κάνουν.
Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, σήμερα η εκπαίδευση αποσκοπεί στην μετάδοση στείρων γνώσεων και στην παραγωγή επαγγελματιών. Επίσης, ο εκπαιδευτικός με την υποκειμενική του αξιολόγηση κολλάει μια ταμπέλα στον νέο λέγοντας του ότι είναι «καλός» ή «κακός» μαθητής ή φοιτητής, τουτέστιν άχρηστος. Ποίος, όμως, είναι ο αλάνθαστος που θα κρίνει έναν άνθρωπο και μάλιστα έναν νέο και θα καθορίσει την μετέπειτα επαγγελματική και κοινωνική του ζωή;
Η αγάπη των Αθηναίων νέων για το σχολείο φαίνεται από το μάθημα της μουσικής στο οποίο πήγαιναν παραταγμένοι σε ομάδες και σιωπηροί, χωρίς να οχλαγωγούν – όπως οι σημερινοί νέοι.
Στα μαθήματα αναφέρθηκε ότι οι νέοι παρέμεναν κόσμιοι και σοβαροί, δεν έκαναν αστεία και ποτέ δεν αντιμιλούσαν στον δάσκαλο, κάτι που γίνεται κατά κόρον σήμερα. Εντούτοις, αν κάποιος μαθητής έδειχνε ασέβεια στο μάθημα και γελούσε ή έκανε φασαρία, τότε ο δάσκαλος τον χτυπούσε.
Σήμερα, οι δάσκαλοι φοβούνται να ρίξουν ένα χαστούκι ή με το ραβδί να χτυπήσουν τα χέρια ενός άτακτου μαθητή, για να μην μηνυθούν από τους γονείς του και χάσουν την δουλεία τους από την πειθαρχική επιτροπή του υπουργείου παιδείας. Και όμως, χωρίς να προτείνεται το (πάλαι ποτέ) δεσποτικό γερμανικό σύστημα, είναι εμφανές ότι η αντιμετώπιση των άτακτων μαθητών στην αρχαία Αθήνα σωφρόνιζε τους ιδίους και παραδειγμάτιζε τους άλλους.
Οι νέοι στην αρχαία Ελλάδα, εν αντιθέσει με τους σημερινούς νέους, έδειχναν σεβασμό στους μεγαλυτέρους και τους δασκάλους τους, και ας λέει ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης (445 -385 π.Χ.) ότι πείραζαν τους γέροντες. Ο Αριστοφάνης, επί τη ευκαιρία, είναι γνωστός για την υπερβολή του (…ποιητική αδεία) και δεν μπορεί να προσφέρει αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες.
Γνωστό παράδειγμα είναι το πώς παρουσιάζει τον Σωκράτη. Επιστρέφοντας στους νέους της Αθήνας, οι «σωφρονιστές» και οι παιδαγωγοί ήταν αυτοί που επέβλεπαν τη συμπεριφορά τους που έπρεπε να ήταν κοσμία. Οι νέοι στέκονταν μπροστά στους ηλικιωμένους σιωπηρά, χωρίς να μιλούν – εκτός αν τους ρωτούσαν κάτι. Αν ήθελαν να πουν κάτι το έλεγαν χαμηλοφώνως, μιας και η δυνατή φωνή (που έχουν οι νέοι σήμερα) έδειχνε κακή αγωγή. Η ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα ήταν γενικά συγκρατημένη.
Οι Έλληνες έφηβοι είχαν για διασκέδαση τις παλαίστρες, τα δημόσια γυμναστήρια και τις εορτές. Μάλιστα στα Παναθήναια της Αθήνας, εορτή προς τιμήν της πολιούχου θεάς Αθηνάς, συμμετείχαν στην πομπή του πέπλου της προς το Ερέχθειο, ως αναβάτες σε άλογα, γεμίζοντας με μεγάλη περηφάνια τους Αθηναίους πολίτες. Οι νέοι δεν είχαν δικαίωμα να μπουν στην αγορά (τόπος συνάθροισης των Αθηναίων), ούτε στην Ηλιαία (δικαστήριο της Αθήνας).
Όπως προαναφέρθηκε, οι νέοι σέβονταν τους δασκάλους τους. Αυτό το έκαναν, όχι από φόβο ή ιδιοτέλεια όπως οι σύγχρονοι νέοι που άλλωστε η πλειοψηφία τους δεν σέβεται τους δασκάλους, αλλά επειδή συνειδητοποιούσαν τον παιδαγωγικό ρόλο του δασκάλου και γοητεύονταν από την μαγεία της εκπαίδευσης που δέχονταν. Αναγνώριζαν ότι η σωματική και η ηθικοπνευματική τους αγωγή τους οδηγούσε στην ευδαιμονία, όπως άλλωστε συμφωνούσε και ο Πλάτωνας.
Οι νέοι της Αθήνας συμμετείχαν στις εορτές της πόλεως με χορούς και χορωδίες. Τις εορτές αυτές αναλάμβαναν να χρηματοδοτήσουν υποχρεωτικά οι χορηγοί που ήταν εύποροι Αθηναίοι!! Η χρηματοδότηση αυτή ονομαζοταν «χορηγία» και δεν έχει καμία σχέση με τους συγχρόνους χορηγούς (μάλλον σπόνσορες να τους αποκαλούμε), δηλαδή τις πολυεθνικές και τις μεγάλες εταιρίες που αυτοπροβάλλονται και πλουτίζουν από την διαφήμιση.
Στην αρχαία Αθήνα οι χορηγοί, οι πλούσιοι της πόλης, με δικά τους έξοδα πλήρωναν χοροδιδασκάλους που μάθαιναν στους νέους χορό και τραγούδι λυρικών ποιημάτων τα οποία και παρουσίαζαν στα θέατρα και στις διάφορες εορτές, μπροστά στο περήφανο για τα νιάτα του αθηναϊκό κοινό. Σήμερα ποίο κράτος δίδει σημασία στην αγωγή των νέων και αισθάνεται για αυτούς περήφανο;
Δεν είναι αλήθεια ότι η σημερινή κοινωνία προτιμάει μια νεολαία με μονοδιάστατη υπερεξειδικευμένη παιδεία και αδιάφορη για τα πάντα εκτός από την καλοπέραση, την καριέρα και το χρήμα; Στις θεοκρατικές χώρες τους προτιμάνε αμόρφωτους και θρησκευτικά φανατισμένους, έρμαια του κάθε δικτάτορα. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι η ενότητα αυτή είναι σημαντική.
Στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης είχε σχέση παιδιού προς μητέρας με την πολιτεία και απολάμβανε τα αγαθά της όπως την εκπαίδευση και της φιλοσοφικές της σχολές, το θέατρο, τους αγώνες, τις εορτές, τον αθλητισμό και γενικά τον πολιτισμό της. Γι` αυτό, όπως προαναφέρθηκε, οι Αθηναίοι αυτοθυσιαζόταν στον πόλεμο, όχι μόνον για να μην χάσουν οι ίδιοι τα αγαθά της πόλης τους, αλλά να μην τα χάσουν οι επερχόμενες γενιές. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αρχαιοελληνικής παιδείας: η αρμονική, διαλεκτική σχέση πολίτη πολιτείας και η ανάδειξη της νέας γενιάς.
Οι νέοι στην Αθήνα, έπειτα από την βασική τους εκπαίδευση, έπαιρναν ανώτερη μόρφωση. Διδάσκονταν γεωμετρία, μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, ιατρική, ρητορική, φιλοσοφία και διάφορες τέχνες. Στην αρχαία Αθήνα οι νέοι μπορούσαν να μαθητεύσουν δίπλα σε κάποιον φιλόσοφο ή σοφιστή. Αυτοί δίδασκαν επί πληρωμή, με κάποιες εξαιρέσεις όπως του Σωκράτη και του κυνικού Διογένη.
Οι σοφιστές και οι φιλόσοφοι δίδασκαν συνήθως στις στοές. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε η Ακαδημία του Πλάτωνα, η Περιπατητική σχολή του Αριστοτέλη, η ρητορική σχολή του Ισοκράτη, η σχολή του Επίκουρου, η Στοά του Ζήνωνα, η Κυνική σχολή του Αντισθένη, η Κυρηναϊκή σχολή του Αρίστιππου από την Κυρήνη (ελληνική αποικία στη Λιβύη) και η Μεγαρική σχολή του Ευκλείδη από τα Μέγαρα. Ιατρικές σχολές υπήρχαν στο νησί Κω – υπό την διεύθυνση του Ιπποκράτη, στην Πέργαμο (ελληνική πόλη στην Μ.Ασία), στην Κυρήνη, στον Κρότωνα (ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία) υπό την διεύθυνση του Αλκμαίονα, και αλλού.
Στην αρχαία Ελλάδα δινόταν τεραστία σημασία στην αγωγή, την εκπαίδευση και την παιδεία των νέων. Σήμερα δίδεται έμφαση μόνον στην στείρα και μονοδιάστατη εκπαίδευση που αποτελεί υποσύνολο της παιδείας. Τελικά, η αρχαιοελληνική παιδεία προβάλλεται ως ανεπανάληπτο επίτευγμα, μιας και αναδεικνύεται ως η μοναδική που ανέδειξε την προσωπικότητα των νέων και δεν τους αντιμετώπισε ως νούμερα ενός σχολείου.
Σκοπός της αρχαιοελληνικής παιδείας ήταν η απόκτηση του αγαθού και του κάλλους, δηλαδή η ανάπτυξη του πνεύματος, της ψυχής και του σώματος. Έτσι, η πολιτεία αποσκοπούσε στην συγκρότησή της από ώριμους πολίτες με ηθικοπνευματική καλλιέργεια και σωματική ευεξία. Άλλωστε, οι Αθηναίοι πολίτες του 5ου π.Χ αιώνα, μεσώ της εκκλησίας του δήμου και της Βουλής των πεντακόσιων, αποφάσιζαν για την τύχη της πόλης. Δεν αποφάσιζε κάποιος τύραννος ή βασιλιάς ή αρχηγός ή με τα σημερινά δεδομένα κάποια κυβέρνηση που «αντιπροσωπεύει» το λαό.
Η αγωγή των Αθηναίων έφηβων περιλάμβανε και την τέχνη του πόλεμου, γιατί ήταν οι μελλοντικοί στρατιώτες που θα προστάτευαν την πόλη από τους πολέμιούς της.
Έτσι, ο λαός όριζε τους «παιδοκρίτες» και ειδικούς δασκάλους που μάθαιναν στους εφήβους να μάχονται σαν οπλίτες και τους ασκούσαν στα όπλα (ξίφος, ακόντιο, δόρυ, τόξο, σφενδόνα).
Η αγωγή των νέων στην Αθήνα κρατούσε ως τα 18 τους χρόνια, δηλαδή ως την ενηλικίωσή τους. Στα 18 τους οι νέοι γίνονταν πλέον Αθηναίοι πολίτες (αν οι γονείς τους ήταν Αθηναίοι), αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα και εντάσσονταν στην στρατιωτική δύναμη της πόλης.
Όταν έφτανε τα 18 του ο Αθηναίος έφηβος έδινε τον «όρκο των εφήβων» στο ιερό της Αλιαύρου που βρισκόταν βόρεια της Ακροπόλεως.
Ο όρκος των εφήβων έλεγε:
«Δεν θα ντροπιάσω τα ιερά μου όπλα, δεν θα εγκαταλείψω στη μάχη τον συμπολεμιστή μου, θα αγωνισθώ για τα ιερά και την πόλη μου και θα την παραδώσω, όχι μικρότερη απ ότι την παρέλαβα, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη, όσο οι δυνάμεις μου και οι συμπολίτες μου με βοηθήσουν. Θα υπάκουω στους άρχοντες και στους νόμους, τόσο τους ισχύοντες, όσο και σε αυτούς που θα θεσπιστούν στο μέλλον. Αν οποιοσδήποτε προσπαθήσει να ανατρέψει τους νόμους, θα τον εμποδίσω με σθένος και με την βοήθεια των συμπολιτών μου. Θα τιμώ πάντοτε τους πατέρες (προγόνους) μου και παίρνω για μάρτυρές μου: τους θεούς, τα όρια της πατρίδος μου, τα σιτηρά, τα αμπέλια, τις ελιές, τις συκιές, τα κριθάρια και όλα τα αγαθά που αυτή προσφέρει».
Η αρχαία Αθήνα φρόντιζε οικονομικά τις χήρες και τα ορφανά των πεσόντων στον πόλεμο. Σημειώνεται ότι η Αθήνα ήταν η μοναδική πόλη όπου γινόταν η μεγαλειώδης τιμητική πομπή του «Επιταφίου» για τους πεσόντες στη μάχη οι οποίοι θάβονταν σε περίλαμπρο τάφο και η αυτοθυσία τους για την πόλη ήταν η μέγιστη τιμή που μπορούσε να νιώσει η οικογένειά τους και οι απόγονοί τους.
Σε ό,τι αφορά την ανατροφή των ορφανών των νεκρών ανδρών, αυτή άρχιζε από τη στιγμή του θανάτου του πατέρα τους και κρατούσε μέχρι τα 18 τους χρόνια, όποτε και ενηλικιώνονταν. Η πολιτεία, λοιπόν, γινόταν κηδεμόνας των ορφανών. Το τέλος της κηδεμονίας αυτής γινόταν με μια δημόσια εκδήλωση στο θέατρο του Διονύσου, κατά την διάρκεια της εορτής των Μεγάλων Διονυσίων.
Κατά τον Αθηναίο ρήτορα Αισχύνη (389 – 314 π.Χ.), πριν αρχίσουν στο θέατρο οι δραματικοί αγώνες των ποιητών (το δράμα που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα περιλαμβάνει την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα) κάποιος κήρυκας παρουσίαζε στο κοινό τους ορφανούς εφήβους που πλέον είχαν ενηλικιωθεί. Οι νέοι αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους την πανοπλία του οπλίτη που η πολιτεία τους είχε δωρίσει τιμητικά.Τότε ο κήρυκας σήμαινε τη λήξη της κηδεμονίας από την πολιτεία και έλεγε ότι οι νέοι αυτοί μπορούσαν να συνεχίσουν μόνοι τη ζωη τους, με την αγάπη όλων των Αθηναίων συμπολιτών τους.
Προαναφέρθηκε ότι η καθημερινή ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα περιλάμβανε την σχολική εκπαίδευσή τους σε δασκάλους και αργότερα σε φιλοσόφους ή σοφιστές, την μουσική αγωγή τους, την ενασχόλησή τους με τον χορό, την απαγγελία και το τραγούδι ποιημάτων και επών και την αθλητική αγωγή τους στα γυμναστήρια.
Επιπρόσθετα, οι νέοι συμμετείχαν σε ομαδικά παιχνίδια, βοηθούσαν τον πατέρα τους στο επάγγελμα που ασκούσε και πήγαιναν για κυνήγι ή αλιεία, ανάλογα με το αν η περιοχή που διέμεναν ήταν κοντά στο βουνό ή στην θάλασσα. Μέρος της ζωής των νέων ήταν και η συμμετοχή τους σε αθλητικά γεγονότα, καθώς και εορτές