Στη σύντομη αφήγησή του σχετικά με την κλεισθενική μεταρρύθμιση, ο Ηρόδοτος θέτει, πράγμα αναπόφευκτο μέσα στο διανοητικό κλίμα της αρχαιότητας, το πρόβλημα του πρότυπου απ’ το οποίο εμπνεύστηκε ο Αλκμαιωνίδης. Δεν πρόκειται άλλωστε για αντικειμενική πληροφορία από κάποια αρχαία πηγή, αλλά για προσωπική του γνώμη: «Ενεργώντας έτσι ο Κλεισθένης, κατά τη γνώμη μου, μιμούνταν τον μητρικό του πάππο Κλεισθένη, τύραννο της Σικυώνας»1. Και υπενθυμίζει πως ο Σικυώνιος, θέλοντας πάση θυσία να διαφοροποιήσει την πόλη του από το γειτονικό και ανταγωνιστικό Άργος, εξάλειψε από τους αγώνες τα ομηρικά ποιήματα, επειδή δόξαζαν το Άργος, αντικατέστησε τον Αργείο ήρωα Άδραστο με τον Θηβαίο ήρωα Μελάνιππο και κυρίως έδωσε γελοία παρώνυμα (Ὑᾶται, Ὀνεᾶται και Χοιρεᾶται2) στις τρεις δωρικές φυλές που ήταν κοινές στο Άργος και τη Σικυώνα, ενώ αποκαλεί τη δίκιά του φυλή – η οποία κατά πάσα πιθανότητα συγκέντρωνε τα αρχικώς μη δωρικά στοιχεία του πληθυσμού3 – με το ένδοξο όνομα Άρχέλαοι4. Η σύγκριση αυτή δεν είναι εντελώς παράλογη: εκτός απ’ το ότι μπορεί να εξηγήσει ψυχολογικά – σε μικρό βαθμό – τη μεταρρυθμιστική βούληση του Αθηναίου και την απόσταση που παίρνει από την τόσο σεβάσμια παράδοση των τεσσάρων ιωνικών φυλών, διακρίνουμε πράγματι στον Ορθαγορίδη κάποια «εθνική» μέριμνα, η οποία όπως είδαμε μπορεί να εξηγήσει και την εχθρότητα του Αλκμαιωνίδη προς τους Ίωνες. Παρόλ’ αυτά, οι διαφορές ανάμεσα στις δύο πολιτικές στάσεις είναι ολοφάνερες5: ο Σικυώνιος Κλεισθένης ενεργεί ενάντια στην επίσημη θέληση του μαντείου των Δελφών, που τον αποκαλεί «δολοφόνο» του ίδιου του λαού του6, εισάγει έναν ξένο ήρωα, αποσκοπεί κυρίως να αντιστρέψει τις σχέσεις γοήτρου που υπήρχαν ανάμεσα στις δύο κατηγορίες φυλών και αναπτύσσει, όπως ο Πεισίστρατος, τη λατρεία του Διόνυσου, που είναι η κατ’ εξοχήν μη πολιτειακή λατρεία· όλα αυτά τον φέρνουν σε ριζική αντίθεση με τον εγγονό του, ώστε μπορούμε να πούμε πως ο Αλκμαιωνίδης δεν μιμείται τον Σικυώνιο πάππο του περισσότερο απ’ τον ανδράδελφό του Πεισίστρατο.
Το θέμα εξάλλου της τροποποίησης του αριθμού των φυλών δεν πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο. Για ποικίλους λόγους, πολλές δωρικές πόλεις είχαν, όπως η Σικυώνα, περισσότερες από τις τρεις παραδοσιακές φυλές, όπως και αρκετές ιωνικές πόλεις δεν αρκούνταν στις τέσσερις κλασικές φυλές7. Σε μια εποχή, που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια, η Κόρινθος είχε οκτώ φυλές8 και η Μίλητος ίσως έξι, τις οποίες κληρονόμησε η αποικία της Κύζικος9. Ούτε θα επεκταθούμε πάνω στο διοικητικό ρόλο που ο Κλεισθένης παραχωρεί στις νέες του φυλές. Δεν πρόκειται για καινοτομία: οι τέσσερις ιωνικές φυλές είχαν πράγματι έναν τέτοιο ρόλο, στην Αθήνα τουλάχιστον, από τη μεταρρύθμιση του Σόλωνα και μετά10 και το ίδιο συνέβαινε παλαιότερα στη Χίο11. Η πραγματική σημασία του έργου του Κλεισθένη είναι ότι χρησιμοποίησε μια διοικητική αλλαγή, όπως είναι η μεταρρύθμιση των φυλών, για να πραγματοποιήσει μια βαθιά πολιτική αναμόρφωση.
Κάτω από αυτή την οπτική γωνία, το έργο του Κλεισθένη έχει προηγούμενα; Η απάντηση είναι πολυσύνθετη και θα μπορούσε να μας οδηγήσει ως τις απαρχές ακόμα της πόλης. Κατά κάποιον τρόπο το αρχαιότερο πρότυπο του Κλεισθένη δεν είναι η περίφημη ρῆτρα του Λυκούργου12, που προβάλλεται και αυτή από τους Δελφούς και εισάγει, παράλληλα με τις τρεις δωρικές φυλές, τις τοπικές διαιρέσεις ή ὠβάς, που θα αποτελέσουν το πλαίσιο του στρατού των Ίσων; Ο ρόλος που έπαιξε η Σπάρτη στην απελευθέρωση της Αθήνας, μετά από έκκληση των Αλκμαιωνιδών και του Κλεισθένη ως ένα σημείο, μας απαγορεύει να παραμερίσουμε την υπόθεση της επιρροής των λακεδαιμονικών θεσμών στη μεταρρύθμιση της αθηναϊκής πολιτείας. Προτιμάμε όμως να αποδώσουμε πολύ μεγαλύτερη σημασία σε δύο επεισόδια των μέσων του 6ου αιώνα, τα οποία αναφέρονται και τα δύο από τον Ηρόδοτο και μας φαίνονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του διανοητικού και πολιτικού κλίματος μέσα στο οποίο ανατράφηκε η γενιά του Κλεισθένη.
Λίγο μετά τη νίκη του Κύρου επί του Κροίσου (γύρω στο 547) και την αρχή την κατάκτησης της Ιωνίας από τους Πέρσες, οι Ίωνες, «παρά τη συμφορά τους», μας λέει ο Ηρόδοτος13, κάλεσαν γενική συνέλευση στο Πανιώνιον. Ο Βίας ο Πριηνεύς τους πρότεινε τότε μια στη Σαρδηνία και εκεί να ιδρύσουν μια πόλη για όλους τους Ίωνες»14, πρόταση που εντάσσεται στο πνεύμα των επτά σοφών και στο πνεύμα της εποχής του αποικισμού. Η συμβουλή του Θαλή του Μιλήσιου πριν απ’ την καταστροφή είναι πολύ πιο ιδιόρρυθμη: «Συμβούλευσε τους Ίωνες να ιδρύσουν ένα κοινό βουλευτήριο με έδρα την Τέω (γιατί η Τέως βρίσκεται στο μέσον της Ιωνίας), οι δε άλλες πόλεις, να κατοικούνται όπως πριν, αλλά να θεωρούνται σαν δήμοι»15. Στην ουσία ο Θαλής προτείνει ένα συνοικισμό σε πανιώνια κλίμακα. Επειδή βρίσκεται στο γεωμετρικό κέντρο του ιωνικού κόσμου, η Τέως θα γινόταν έτσι η κοινή εστία της νέας πόλης, το πολιτικό της κέντρο – ενώ το Πανιώνιον στο όρος Μυκάλη ήταν μόνο θρησκευτικό κέντρο – όπως ακριβώς το άστυ αποτελεί ένα συμπαγή πυρήνα στο κέντρο της πόλης του Κλεισθένη. Ο παραλληλισμός με τον Κλεισθένη υπογραμμίζεται από τον ίδιο τον Ηρόδοτο, ο οποίος όμως υποπίπτει σε αναχρονισμούς. Πράγματι, όταν συγκρίνει τις πόλεις του προγράμματος του Θαλή με δήμους, είναι ολοφάνερο πως χρησιμοποιεί τη λέξη δήμος με την έννοια που είχε στην Αθήνα, μετά τη μεταρρύθμιση του Αλκμαιωνίδη. Πρέπει να δούμε στην πρόταση αυτή του Θαλή την πρώτη ουτοπία της ιωνικής φιλοσοφίας και να υπενθυμίσουμε πως για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ο Θαλής ήταν ο πρώτο£ φιλόσοφος; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι κατηγορηματική: ο Θα λής είναι εκείνος που λέγεται ότι προέβλεψε μια έκλειψη16, είναι επί σης ο ευρηματικός πολίτης που επωφελήθηκε από τις μετεωρολογικές του γνώσεις για να προβλέψει μια καλή συγκομιδή ελιάς και νο μονοπωλήσει τα ελαιοτριβεία17. Παρά τη γνώμη του Πλάτωνα, γιο τον οποίο ο Θαλής είναι το πρότυπο του θεωρητικού και αποστασιοποιημένου φιλόσοφου18, ο Μιλήσιος δεν αποχωρίζεται από τους συνανθρώπους του για να μελετήσει και να σχεδιάσει μια ιδανική πολιτεία: διατυπώνει την πρότασή του σε μια συγκεκριμένη και κρίσιμη ιστορική στιγμή, σε μια ομοσπονδιακή συνέλευση όπου εκφράζεται ως απλός πολίτης. Παρόλ’ αυτά, η πρόταση του Θαλή εντυπωσιάζει ιδιαίτερα με τον ριζοσπαστικό και γεωμετρικό της χαρακτήρα κα μ’ αυτή την έννοια είναι ήδη μια πρόταση ενός φιλόσοφου. Σε μια ανάλογη περίσταση, ο ιστορικός Εκαταίος, την εποχή της ιωνικής εξέγερσης, θα προτείνει πολύ πιο συγκεκριμένα μέτρα με βάση τα όσα ξέρει για τους πραγματικούς πόρους της περσικής αυτοκρατορίας δηλαδή να καταλάβουν τους θησαυρούς των Βραγχιδών και να ρίξου’ όλο το βάρος του πολέμου στη θάλασσα· επίσης, μετά την ήττα, προτείνει να οχυρωθούν στη Λέρο και να περιμένουν την εξέλιξη των γεγονότων19. Η πρόταση του Θαλή αποδεικνύει πως, από τα μέσα του 6ου αιώνα, υπήρχαν άνθρωποι που εφάρμοζαν στα συγκεκριμένα προβλήματα της ζωής της πολιτείας μια καθαρά νοητική συνταγή. Αν κρίνουμε από ένα μέρος του έργου του, δεν θα μπορούσαμε, σε μεγάλο βαθμό, να συμπεριλάβουμε και τον Κλεισθένη σ’ αυτή την κατηγορία20;
Το άλλο επεισόδιο ανήκει στην πολιτική ζωή της Κυρήνης και η προσέγγιση με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη γίνεται απ’ τον ίδιο τον Αριστοτέλη21. Γύρω στο 55022, κατά τη βασιλεία του Βάττου Γ’, οι Κυρηναίοι, που είχαν γνωρίσει με τον προηγούμενο βασιλιά μεγάλες καταστροφές, «έστειλαν (απεσταλμένους) στους Δελφούς για να ρωτήσουν τι πολίτευμα να υιοθετήσουν για να ζήσουν με τον καλύτερο τρόπο. Η Πυθία τους πρόσταζε να φέρουν ένα νομοθέτη (καταρτιστήρα) από την Μαντινεία της Αρκαδίας. Οι Κυρηναίοι έκαναν λοιπόν την αίτησή τους και οι Μαντινείς τους έδωσαν έναν άνδρα με τη μεγαλύτερη υπόληψη μεταξύ των συμπολιτών του, με το όνομα Δημώναξ. Όταν ο άνδρας αυτός ήλθε στην Κυρήνη και έμαθε το κάθε τι, κατένειμε τους κατοίκους σε τρεις φυλές με τον εξής τρόπο: με τους Θηραίους και τους Περίοικους έκανε μια ομάδα, με τους Πελοποννή- σιους και τους Κρήτες μια άλλη και μια τρίτη με όλους τους νησιώτες. Επί πλέον δε, αφού έδωσε στο βασιλιά Βάττο ορισμένους ιερούς χώρους και ιερατικά λειτουργήματα (τεμένεα καί ἱερωσύνας), όλα τα υπόλοιπα που προηγουμένως ανήκαν στους βασιλείς τα έδωσε στο δήμο (ές μέσον τφ δήμω έθηκε)»23. Όπως πολύ καλά έδειξε ο F. Chamoux, το πρόβλημα που είχαν οι Κυρηναίοι και που έλυσε ο Δημώναξ δεν ήταν ένα θέμα αναδασμού24, αλλά πολιτικής οργάνωσης: η Κυρήνη αποτελούνταν από κατοίκους που είχαν διάφορες προελεύσεις και άνισα δικαιώματα. «Ενσωμάτωση στην πόλη νεοαφιχθέντων αποίκων και δημιουργία πολλαπλών αξιωμάτων στη θέση της βασιλικής εξουσίας, αυτή είναι η διπλή όψη της μεταρρύθμισης»25, που κατά κάποιον τρόπο εγκαθιδρύει στην Κυρήνη ένα πολίτευμα ισονομίας, το οποίο ο Ηρόδοτος, ακολουθούμενος από τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζει κάπως βιαστικά δημοκρατία. Μεταρρύθμιση «εμπνευσμένη» από τους Δελφούς, όπως τόσες άλλες αποικιακές νομοθεσίες, όπως επίσης και η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη· μεταρρύθμιση, μάλλον, που στους Δελφούς βρήκε το νομοθέτη της, η επιχείρηση του Δημώνακτα έχει κοινά χαρακτηριστικά καθώς και χτυπητές διαφορές με την επιχείρηση του Αλκμαιωνίδη. Οι τρεις φυλές, που δημιουργεί ο Δημώναξ, δεν έχουν πλέον καμιά σχέση με τις δωρικές φυλές και προφανώς δεν καταλήγουν στην «ανάμιξη» της μεταρρύθμισης του Κλεισθένη, εφόσον ο νομοθέτης λαμβάνει υπόψη του την καταγωγή του καθενός· αλλά τουλάχιστον κανένας δεν έχει προνομιούχα θέση με βάση την καταγωγή, οι τρεις φυλές είναι ισότιμες, και αυτές διοικούν την πόλη, στη θέση του βασιλιά ο οποίος στο εξής περιορίζεται σε θρησκευτικά, στην ουσία, καθήκοντα. Πάντως αυτό που φέρνει σε αντίθεση τον Δημώνακτα με τον Κλεισθένη είναι ουσιαστικά το γεγονός ότι ο Δημώναξ είναι ένας ξένος που παρεμβαίνει – γεγονός διόλου σπάνιο26 – σε μια αποικία.
Ο Κλεισθένης, ο οποίος πέρασε τόσα χρόνια στην εξορία, είναι άραγε εντελώς ξένος προς το πνεύμα του τελευταίου κύματος του αρχαϊκού αποικισμού; Ο κόσμος των αποικιών του 6ου αιώνα είναι ένας κόσμος ιδιαίτερα αμφίλογος. Οι δεσμοί με τη μητρόπολη ενισχύονται στις τελευταίες απόπειρες και, όπως σωστά έδειξε ο Ed. Will, παρατηρούμε μια εξέλιξη προς τον μεταγενέστερο θεσμό της κληρουχίας27. Ανέκαθεν άλλωστε οι άποικοι έφευγαν μεταφέροντας μαζί τους τους θεσμούς της μητρόπολης. Τα συγκεκριμένα όμως προβλήματα που θέτει ο αποικισμός μετατρέπουν τις αποικιακές πόλεις σε εργαστήριο σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών πειραματισμών. Η μεταρρύθμιση της Κυρήνης είναι ένας τέτοιος πειραματισμός και υπάρχουν κι άλλοι ακόμα πιο ριζοσπαστικοί. Είναι γνωστό πως, στις αρχές του 6ου αιώνα, όσοι επέζησαν από την επιχείρηση της οποίας αρχηγός ήταν ο Πένταθλος, σπρωγμένοι απ’ την αναγκαιότητα, εγκαθίδρυσαν στις νήσους Λιπάρες ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης, ολοκληρωτικό στην αρχή, μετριασμένο στη συνέχεια28. Ο Κλεισθένης ήταν σύγχρονος της τελευταίας αποικιακής επιχείρησης της αρχαϊκής Ελλάδας (κατά το 514-510) με την τραγική αποτυχία του Δωριέα29, αδελφού και μετέπειτα εχθρού του Κλεομένη της Σπάρτης, ο οποίος ενώ ήθελε να ιδρύσει μια πόλη στην Αφρική, κατέληξε κοντοτιέρος στην Ιταλία, και κατόπιν στη Σικελία30.
Οι αρχηγοί των αντίπαλων οικογενειών των Φιλαϊδών και των Πεισιστρατιδών ίδρυσαν και αυτοί αποικίες, των οποίων οι σχέσεις με τη μητρόπολη δεν είναι πάντα ευδιάκριτες31. Στην αφήγηση του Ηρόδοτου για την κατοχή της Θρακικής χερσονήσου από τον Μιλτιάδη32, γύρω στο 545, τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά που τονίζουν τη φυσιογνωμία ενός μυθικού οικιστή δεν λείπουν. Οι Δόλογκοι συμβουλεύονται την Πυθία σχετικά με τον πόλεμο που έχουν με τους αποικίας από τον πρώτο άνθρωπο που θα τους προσέφερε ένα γεύμα φιλοξενίας. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια πως, ενώ ο Μιλτιάδης Α΄, ο εκλεκτός των θαυμαστών αυτών περιστάσεων, «δεν είναι πλέον οικιστής υπό την έννοια των οικιστών του 8ου και 7ου αιώνα, οι οποίοι ήταν επικεφαλής ατόμων που έκοβαν τους δεσμούς με τη μητρόπολη, δεν είναι ωστόσο ο στρατηγός που συνοδεύει κληρούχους»33. Η παρατήρηση ισχύει εξάλλου για τον διάδοχό του Μιλτιάδη Β΄ , ο οποίος, όπως και ο Κλεισθένης, επωφελήθηκε από τη διαίρεση της εξουσίας κατά τη διάρκεια των ετών 526-522.
Δείξαμε παραπάνω πως οι Αλκμαιωνίδες, αυτοί οι αιώνιοι εξόριστοι, είχαν πάντοτε κατευθύνει, αντίθετα από τους αντιπάλους τους, τις πολιτικές τους βλέψεις στην Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα αποκτούσαν εκτός Αθηνών τα απαραίτητα υλικά μέσα και κύρος34. Υπάρχουν πολλές αντιστοιχίες ανάμεσα στην επιχείρηση του Κλεισθένη και σε μια αποικιακή επιχείρηση και το γεγονός ότι στην Κυρήνη εντοπίσαμε ένα από τα χαρακτηριστικότερα προηγούμενα της κλεισθενικής επιχείρησης δεν είναι τυχαίο. Ας επιμείνουμε απλά σε μερικά σημεία. Γνωρίζουμε τον καθοριστικό ρόλο της υποστήριξης των Δελφών για την επιτυχία του Αλκμαιωνίδη, καθώς και τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξε το μαντείο του Απόλλωνα για πολλές αποικιακές αποστολές· αν όχι σαν κέντρο «προπαγάνδας», τουλάχιστον σαν συνδετικός κρίκος35. Υπό την προστασία του Θεού των Δελφών ο Κλεισθένης, όπως είδαμε, αναδιοργανώνει ή καλύτερα αναπλάθει την αθηναϊκή πολιτειακή θρησκεία. Στους δήμους έδωσε ονόματα «είτε από τους τόπους, είτε από τους ιδρυτές τους»36 (από των κτισάντων) και είναι πολύ πιθανό ότι οργάνωσε ή αναδιοργάνωσε ένα σώμα ηρώων ιδρυτών, υπό το γενικό όνομα ἀρχηγέτες, σύμφωνα με τις επιγραφές37. Το ίδιο όνομα χρησιμοποιείται στην κλασική εποχή και για ένα άλλο κλεισθενικό δημιούργημα, αναμφισβήτητο αυτή τη φορά, το σώμα των δέκα επώνυμων ηρώων που προστατεύουν τις νέες φυλές και δίνουν την εγγύησή τους στον νέο πολιτειακό χώρο. Ο Αριστοτέλης τους αποκαλεί αρχηγέτες38. Αλλά ήδη ένας στίχος του Αριστοφάνη, που διατηρήθηκε και σχολιάσθηκε από έναν λεξικογράφο, αποδεικνύει πως αυτή ήταν η παραδοσιακή ονομασία39. Στην αρχαϊκή, όπως και στην κλασική εποχή, ο ἀρχηγέτης είναι ένα αμφισήμαντο πρόσωπο, άλλοτε άνθρωπος, βασιλιάς ή ιδρυτής λατρείας, ή ακόμα πολιτικός υπεύθυνος και άλλοτε θεός ιδρυτής, κυρίως στις αποικιακές επιχειρήσεις40. Στην Αθήνα, ο κατ’ εξοχήν αρχηγέτης είναι η Αθηνά41. Στα θέματα αποικισμού ο αρχηγέτης άλλοτε διαφέρει και άλλοτε σχεδόν ταυτίζεται με τον οικιστή42. Υπάρχουν στην Αθήνα (πριν από την επιστροφή των τεφρών του Θησέα) αντίστοιχες έννοιες; Οι τυραννοκτόνοι απολαμβάνουν εξαιρετικές τιμές που μεταβιβάζονται στους απογόνους τους, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να σιτίζονται στην κοινή εστία, δεν είναι όμως ίδιες με τις τιμές που παραχωρούνται στον οικιστή43. Ο ίδιος ο Κλεισθένης δεν απολαμβάνει, όπως π.χ. ο Μιλτιάδης ο Πρεσβύτερος, τις ηρωικές τιμές του οικιστή44, παρόλο που οι θρησκευτικές του αναμορφώσεις και ιδιαίτερα η εισαγωγή των επώνυμων ηρώων είναι έργα ιδρυτού πόλης. Υπ’ αυτές τις συνθήκες μπορούμε να δεχθούμε πως τη στιγμή ακριβώς που ο αρχαϊκός αποικισμός εξαφανίζεται, ο Κλεισθένης προσαρμόζει και υιοθετεί, προς χρήση της εποχής του και της νέας Αθήνας που ιδρύει, ορισμένες από τις αξίες της εποχής του αποικισμού.
Μπορούμε όμως, χωρίς αμφιβολία, μέσα στο ίδιο πνεύμα να εμβαθύνουμε περισσότερο. Στην Αγορά των Αθηνών της οποίας η πολιτική σημασία τονίζεται τον 6ο αιώνα και η θρησκευτική σημασία είναι, όπως πολύ σωστά έδειξε ο R. Martin, η ενσωμάτωση του πολίτη στην πόλη45, ο περίβολος των επώνυμων ηρώων που αναγέρθηκε – αν όχι με πρωτοβουλία του Κλεισθένη, τουλάχιστον στα πλαίσια της γραμμής που χάραξε με τη δράση του – κοντά στο Βουλευτήριον του τέλους του 6ου αιώνα και ο οποίος περιέχει τα αγάλματα των δέκα Αρχηγετών, είχε άλλες λειτουργίες εκτός απ’ το να επιτρέπει στον μέθυσο του Αριστοφάνη να ανακουφισθεί απ’ το κρασί του: στην κλασική εποχή αποτελούσε ένα από τα κέντρα της πολιτειακής ζωής· εκεί αναρτούσαν, για παράδειγμα, τις εντολές επιστράτευσης46. Αλλά και ένα άλλο μνημείο στην Αθήνα είχε κατά κάποιον τρόπο ένα ρόλο ανταγωνιστικό προς το μνημείο των επώνυμων ηρώων το δεύτερο αυτό μνημείο είναι χρονολογημένο με ακρίβεια, εφόσον πρόκειται για το βωμό τον αφιερωμένο στους δώδεκα θεούς το 522 από τον Πεισίστρατο τον Νεότερο47. Χώρος ασύλου48 και επίσημη αφετηρία των δρόμων που οδηγούσαν εκτός Αθηνών49, το Δωδεκάθεον της Αγοράς εμφανιζόταν σαν μια τυπική εκδήλωση της θρησκευτικής πολιτικής των τυράννων. Ο Θουκυδίδης αναφέρει, πράγματι, πως ο λαός έσβησε την επιγραφή του Πεισίστρατου του Νεότερου, damnatio memoriae που, όπως μας λέει ο ιστορικός, δεν εφαρμόστηκε για όλες τις επιγραφές που περιείχαν το όνομα των τυράννων50. Η λατρεία των επώνυμων ηρώων, λατρεία κατ’ εξοχήν αθηναϊκή, δεν φαίνεται να εκφράζει μια «εθνική» απάντηση στην πανελλήνια λατρεία που ανέπτυξαν οι τύρρανοι51; Ας υπογραμμίσουμε πάντως το εκπληκτικό αμάλγαμα εθνικών παραδόσεων και ριζικών καινοτομιών στη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη.
Αλλά και στην ίδια την Αθήνα δεν θα μπορούσε να βρει ο Κλεισθένης πρότυπα για τη νομοθεσία του; Πιστεύουμε ότι πρέπει να διαχωρίσουμε με προσοχή τρία θέματα:
1. Από πολύ παλιά, διοικητικοί λόγοι τείνουν να δημιουργήσουν τοπικές υποδιαιρέσεις, ανεξάρτητες επομένως από τα παραδοσιακά πλαίσια των φυλών52- πρόκειται για τις 48 ναυκραρίες53, που υπάρχουν από τον 7ο αιώνα και για τις οποίες δυστυχώς αγνοούμε σχεδόν τα πάντα. Αρχικά προορισμένες ίσως, όπως και το όνομά τους υποδηλώνει, να κατανείμουν μεταξύ των πολιτών τα έξοδα κατασκευής των πολεμικών πλοίων, εξελίσσονται σε αληθινές διοικητικές περιφέρειες: όπως λέει ο Αριστοτέλης για την εποχή του Σόλωνα, «επικεφαλής των ναυκραριών ήταν οι ναύκραροι, υπεύθυνοι για τις εισφορές και τις δαπάνες»54. Κάθε φυλή περιλάμβανε δώδεκα ναυκραρίες, και απ’ αυτό αναγκαστικά συμπεραίνουμε ότι οι ίδιες οι φυλές είχαν κάποια τοπική σημασία, χωρίς όμως να μπορούμε να την προσδιορίσουμε με ακρίβεια55. Το θέμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με μια άλλη υποδιαίρεση της φυλής, τη φρατρία, που αναφέρει ο Αριστοτέλης, ταυτίζοντας την με την τριττύα56, ασφαλώς πολύ παλαιότερη από την ναυκραρία (αρκεί να πούμε πως η φρατρία είναι θρησκευτικό όνομα) και στην οποία μερικές φορές αποδόθηκε μια τοπική βάση57. Όπως και να’ ναι, παρατηρούμε πως, τουλάχιστον με το σύστημα των ναυκραριών58, η Αττική διέθετε μια στοιχειώδη εδαφική διαίρεση, υιοθετημένη για πρακτικούς και μη θρησκευτικούς λόγους παράλληλα προς το αρχαίο σύστημα φυλών-φρατριών-γενών, θεμελιωμένο στην καταγωγή και διαποτισμένο με θρησκευτικά στοιχεία59.
2. Στις αρχές του 6ου αιώνα, όχι μόνο διοικητικά αλλά και πολιτικά προβλήματα ρυθμίζονται όλο και περισσότερο σύμφωνα με αριθμητικές αναλογίες. Ο Σόλων χρησιμοποιεί μια προγενέστερη διαίρεση της κοινωνίας σε τέσσερις τιμοκρατικές τάξεις, για να κατανείμει τις τιμές και τις υποχρεώσεις60. Μια τέτοια τιμοκρατική οργάνωση απέχει ακόμα πολύ από τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, για τον μείζονα λόγο ότι η έννοια του πολιτειακού χώρου είναι τελείως άγνωστη σ’ αυτή την αναδιοργάνωση. Όμως, οι τιμοκρατικές τάξεις αντιπροσώπευαν μια διάκριση χωρίς θρησκευτικό χαρακτήρα, εντελώς ανεξάρτητη από το σύστημα των γενών των ιωνικών φυλών, και μπορούμε να πιστέψουμε πως εξοικείωσαν τα πνεύματα με την ιδέα της εγκατάλειψης των πατροπαράδοτων παραδοσιακών πλαισίων.
Εντελώς διαφορετική είναι η απόπειρα που γίνεται στο έτος της αρχοντείας του Δαμασία για να σταματήσει η αναρχία και οι διενέξεις που είχαν οδηγήσει στον εξορισμό του άρχοντα: «Αποφάσισαν να εκλέξουν δέκα άρχοντες, πέντε ευπατρίδες, τρεις αγρότες, και δύο βιοτέχνες»61. Η επείγουσα κατάσταση τους αναγκάζει να εγκαταλείψουν τη σεβάσμια έννοια ενός σώματος εννιά αρχόντων και να θεσπίσουν μια αριθμητική ισορροπία, που λαμβάνει υπόψη τις διάφορες κοινωνικές δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα καθιερώνει μια αριθμητική ισότητα ανάμεσα στην εκπροσώπηση των ευγενών και των κοινών πολιτών.
3. Μπορούμε να προχωρήσουμε ακόμα και να δεχθούμε πως ο Κλεισθένης δανείσθηκε το σκελετό της μεταρρύθμισής του από την αναδιοργάνωση του κράτους που είχε κάνει ο Πεισίστρατος; Αυτή την παράξενη θεωρία που δεν στηρίζεται – είναι ανάγκη να το πούμε; – σε κανένα αρχαίο τεκμήριο, υποστηρίχθηκε από τον Beloch62 και από άλλους μετά απ’ αυτόν63. Το πιο ευρηματικό επιχείρημα των οπαδών αυτής της ιδέας συνάγεται από την κατανομή των τριττύων μεταξύ των φυλών. Στην ανατολική ακτή, οι τριττύες της παραλίας και της μεσογείου, που ανήκουν στην 2η, 3η, 5η και 9η φυλή, έχουν κοινά σύνορα. Μια τέτοια ιδιομορφία, μοναδική και εξάλλου αντίθετη προς την κλεισθενική αρχή της ανάμιξης του πληθυσμού, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα κλήρωσης και δεν βλέπει κανείς για ποιο λόγο ο Κλεισθένης θα είχε ευνοήσει έτσι μια περιοχή που υπήρξε το άντρο των Πεισιστρατιδών επομένως ανάγεται στον ίδιο τον Πεισίστρατο. Κατά τη γνώμη μας είναι παράτολμο να βγάζει κανείς τόσο σημαντικά συμπεράσματα από λήμματα τόσο πενιχρά και όχι πάντα ακριβή64. Όταν συζητήσαμε παραπάνω το πρόβλημα των τριττύων65, υπενθυμίσαμε την ανεπάρκεια των πηγών μας γι’ αυτό το θέμα και τις λογικές απόπειρες που έγιναν για να ερμηνευθούν οι πιο αξιοσημείωτες ιδιομορφίες. Τίποτα δεν μας επιτρέπει να δούμε τον Πεισίστρατο ως προάγγελο του Κλεισθένη66. Αντίθετα, τα πάντα υποδεικνύουν, σε τελευταία ανάλυση, ότι ο Κλεισθένης αναμόρφωσε την αθηναϊκή πόλη με διαρκή τη μέριμνα να διαφοροποιήσει ριζικά την πολιτική του από την πολιτική των τυράννων67.
------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.«Ταῦτα δέ, δοκέειν ἐμοί, ἐμιμέετο ὁ Κλεισθένης οὗτος τόν ἑωυτοῦ μητροπάτορα Κλεισθένεα τόν Σικυώνος τύραννον», Ηρόδοτος, 5, 67.
2.Ηρόδοτος, 5, 68.
3.Δεν συμφωνούμε με τον D. Μ. Lewis, Historia, 1963, σ. 39, σημ. 145, όταν υποστηρίζει πως η τέταρτη αυτή φυλή ήταν δημιούργημα του Κλεισθένη.
4.Σεμιαέξοχημελέτη, Doriens et Ioniens, Essai sur la valeur du critere ethnique applique a I’ etude de V histoire et de la civilisation grecques, Παρίσι, 1956, σ. 39-44, o Ed. Will παρουσίασε μια εξονυχιστική ανάλυση αυτού του κειμένου. Δεν μπορούμε όμως να τον ακολουθήσουμε εντελώς. Θέλοντας να αποδείξει, ενάντια σ’ ολόκληρη σχεδόν τη γερμανική σχολή, ότι η αντίθεση ανάμεσα σε Δωριείς και Ίωνες δεν έχει τη «φυλετική» σημασία που συχνά της αποδόθηκε και ιδιαίτερα ότι είναι ανακριβές πως η τυραννία ήταν συστηματικά αντιδωρική – ιδέες στο σύνολό τους σωστές – ο Ed. Will είδε στη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη της Σικυώνας μια απλή συνέπεια της πολιτικής του κατά του Άργους. Ο Ηρόδοτος ασφαλώς δεν λέει τέτοιο πράγμα· αντίθετα επιμένει στη διαφορά μεταχείρισης ανάμεσα στις δωρικές φυλές και τη φυλή του Κλεισθένη. Είναι αλήθεια, για να χρησιμοποιήσουμε τις εκφράσεις του Ed. Will, ότι «πολύ νερό είχε κυλήσει» από την εποχή της σύστασης αυτών των φυλών και ότι στην πραγματικότητα ο πληθυσμός θα έπρεπε να ήταν ενοποιημένος, αυτό όμως δεν σημαίνει πως είχε εξαφανισθεί κάθε «εθνική συνείδηση». Ας υπενθυμίσουμε πως ο κόμης του Μπουλενβιλιέ και μετά απ’ αυτόν πολλά διακεκριμένα πνεύματα του 18ου αιώνα και της αρχής του 19ου πίστεψαν ειλικρινά ότι η αντίθεση μεταξύ ευγενών και Τρίτου- Κράτους (Tiers-Etat) στην προεπαναστατική Γαλλία ήταν μια προέκταση του ανταγωνισμού μεταξύ Φράγκων και Γαλατών.
5.Οι διαφορές αυτές έχουν επισημανθεί, με κάποια δόση υπερβολής ίσως, από τον J.L. Myres, Melanges Glotz, σ. 662-3. Ιδιαίτερα, δεν νομίζουμε ότι η σύγκριση που κάνει
ο Ηρόδοτος είναι «εσκεμμένα λανθασμένη».
6.Είχε όμως συμμετάσχει, στο πλευρό των Αμφικτυόνων, στον πρώτο ιερό πόλεμο, για να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Πυθίας: Παυσανίας, 2,9,6 και 10, 36,6’ Σχόλια Πινδάρου, Νεμεόνικος, 9, 2· Πολύαινος, 3, 5.
7.Πβ. Ε. Szanto, «Die griechischen Phylen», στοAusgewalte Abhandlungen, σ. 230-3 και264-8, καιK. Latte, RE, λ. Phylen, στήλ. 999 κ. εξ.
8.Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από τη Σούδα, λ. Πάντα οκτώ, που αποδίδει αυτή τη μεταρρύθμιση στον Αλήτη. Ο Ed. Will («Korinthiaka», σ. 612, σημ. 2) προτείνει με κάποιες επιφυλάξεις την υπόθεση ότι η οκταδική οργάνωση ανάγεται στους τυράννους.
9.Τρεις απ’ αυτές τις φυλές είναι γνωστές από την επιγραφή των Μολπών (Syll.3, 57), που χρονολογείται στον 5ο αιώνα, αλλά διατηρήθηκε σε ένα ελληνιστικό αντίγραφο: οι Βωρεϊς, οι Οϊνωπες και οι Όπλητες. Μια άλλη επιγραφή αναφέρει τους Άργα- δεϊς. Η παρουσία των Γελεόντων και των Αίγικορέων είναι απλώς μια υπόθεση. Όσο για τις έξι φυλές της Κυζίκου, μνημονεύονται σε μια επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. (G. Mendel, Musees imperaux ottomans, Catalogue des Sculptures grecques, romaines et byzantines, III, σ. 70-2, αρ. 858). Ας προσθέσουμε πως μια άλλη αποικία της Μιλήτου, οι Τόμοι, στον Εύξεινο πόντο, φαίνεται πως είχαν μόνο τις τέσσερις ιωνικές φυλές: πβ. 1. Stoian, Studii classice, 1961, σ. 175-202. Δίνουμε όλες αυτές τις πληροφορίες απλά και μόνο για να τονίσουμε πόσο πενιχρές είναι οι πηγές μας για την αρχαϊκή περίοδο, τη μόνη που μας απασχολεί εδώ. Βλ. τέλος, σχετικά με το πρόβλημα αυτό, J. Berard, L’ expansion et la colonisation grecques jusqu’ aux guerres mediques, Παρίσι, 1960, σ. 52-4.
10. Πβ. K. Latte, ό.π., στήλ. 1000.
11. Πβ. Tod, αρ. 1. Αυτό το θεμελιώδες τεκμήριο, η «πολιτεία της Χίου», αναδημο- σιεύθηκε και επανερμηνεύθηκε πρόσφατα από τον L. Η. Jeffery, «The courts of justice in archaic Chios», BSA, 1956, σ. 157-67, και στη συνέχεια (με ορισμένες νέες ανασυστάσεις) από τον J. Η. Oliver, AJPh, 1959, σ. 296-305. Όπως φαίνεται δεν ήταν μια κύρβις, ανάλογη μ’ αυτές που έφεραν τους νόμους του Σόλωνα (αυτή ήταν η άποψη του Wilarao- witz), αλλά μια συνηθισμένη στήλη, που ο L. Η. Jeffery χρονολογεί για λόγους επιγραφικούς στα 575-550′ το κείμενο θεσμοθετούσε τη λειτουργία μιας δικαστικής βουλής η οποία χαρακτηριζόταν δημοσίη σε σχέση, χωρίς αμφιβολία, προς κάποιο άλλο δικαστήριο. Η χρονολόγηση αυτή δεν επιτρέπει πλέον να θεωρούμε το κείμενο σαν πρότυπο για την Αθήνα του Σόλωνα. Ας προσθέσουμε, τέλος, ότι μια επιγραφή μάς πληροφορεί για την ύπαρξη, στο Άργος, μιας ομάδας εννιά δημιουργών, αριθμό που πρέπει χωρίς αμφιβολία να συσχετίσουμε με τον αριθμό των δωρικών φυλών, σύμφωνα με την υπόδειξη του Ν. G. L. Hammond, CQ, 1960, σ. 33-6. Το ίδιο ισχύει για τους έξι δημιουργούς που αναφέρονται στο SEG, XI, 314.
12. Πλούταρχος, Λυκούργος, 6. Από μια τεράστια βιβλιογραφία ας ξεχωρίσουμε τη μελέτη του W. den Boer, Laconian studies, Άμστερνταμ, 1954, σ. 153-79.
13. 1, 170. Αναφερόμενος στην επέμβαση του Θαλή του Μιλήσιου, ο Ηρόδοτος σημειώνει πως ο Θαλής ήταν φοινικικής καταγωγής, παρεμβολή που προβλημάτισε τους σχολιαστές και που πολλοί θεώρησαν, ακολουθώντας τον Πλούταρχο, Περί τής ‘Ηροδότου κακοηθείας, 15,858α, ότι έχει ειρωνικό περιεχόμενο. Αλλά ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης (5,57) ότι οι τυραννοκτόνοι είχαν κι αυτοί φοινικική καταγωγή.
14. «… κοινῷ στόλῳ Ἴωνας ἀερθέντας πλέειν ἐς Σαρδώ καί ἔπειτα πόλιν μίαν κτίζειν πάντων Ἰώνων», Ηρόδοτος, 1, 170. Μόνο οι Φωκαιείς θα αποφασίσουν ένα μαζικό αποικισμό (Ηρόδοτος, 1, 164-5).
15. «ός έκέλευε έν βουλευτήριον ”Ιωνάς έκτήσθαι, τό δέ είναι έν Τέω (Τέων γάρ μέσον είναι Ίωνίης), τάς δέ άλλας πόλις οΐκεομένας μηδέν ήσσον νομίζεσθαι κατά περ εΐ δήμοι είεν», Ηρόδοτος, 1, 170.
16. Ηρόδοτος, 1, 74.
17. Διογένης Ααέρτιος, 1, 1, 26.
18. Θεαίτητος, 174 a-b.
19. Ηρόδοτος, 5, 36· 5, 125.
20. Συχνά ο ιωνικός κόσμος ορίσθηκε, σε αντίθεση με την Σπάρτη και την Αθήνα, ως «μη πολιτικός» (Η. Berve). Ο S. Mazzarino ιδιαίτερα αντέδρασε σ’ αυτό τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό (πβ. Fra oriente e occidente, σ. 17 κ. εξ. και 209 κ. εξ.). Φαίνεται πως η πρόταση του Θαλή πρέπει να προστεθεί στο «φάκελλο». Μαρτυρεί την ύπαρξη σε ορισμένους χώρους μιας υπερπολιτικοποίησης, αν είναι επιτρεπτή η χρήση του νεολογισμού αυτού.
21. Πολιτικά, 7, 1319 b 18-22. Ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι είναι μερικές φορές απαραίτητο ακόμα και για μετριοπαθείς δημοκρατίες να συμπεριλάβουν στην πολιτική ζωή ανθρώπους που προηγουμένως δεν ήταν πολίτες. Αυτό, λέει, έκανε ο Κλεισθένης στην Αθήνα και αυτοί που εγκαθίδρυσαν τη δημοκρατία στην Κυρήνη (οί τον δήμον καθι- στάντες).
22. Ακολουθούμε τη χρονολογία που υποδεικνύει ο F. Chamoux, Cyrene sous la monarchie des Battiades, Παρίσι, 1953, σ. 142.
23. «ἔπεμπον ἐς Δελφούς ἐπειρησομένους ὅντινα τρόπον καταστησάμενοι κάλλιστα ἄν οἰκέοιεν. Ἡ δέ Πυθίη ἐκέλευε ἐκ Μαντινέης τής Ἀρκάδων καταρτιστήρα ἀγαγέσθαι. Αἴτεον ὧν οἱ Κυρηναῖοι, καί οἱ Μαντινέες ἔδοσαν ἄνδρα ταῶν ἀστών δοκιμώτατον, τῷ οὔνομα ἦν Δημώναξ. Οὗτος ὧν ἀνήρ ἀπικόμενος ἐς τήν Κυρήνην καί μαθών ἕκαστα τοῦτο μέν τριφύλους ἐποίησε σφέας, τῇδε διαθείς. Θηραίων μέν καί ταῶν περίοικων μίαν μοῖραν ἐποίησε, ἄλλην δέ Πελοποννησίων καί Κρητών, τρίτην δέ νησιωτέων πάντων. Τοῦτο δέ τῷ βασιλέι Βάττω τεμένεα ἐξελών καί ἱερωσύνας, τά ἄλλα πάντα τά πρότερον εἶχον οἱ βασιλέες ἐς μέσον τῷ δήμῳ ἔθηκε», Ηρόδοτος, 4, 161. Για το κείμενο αυτό και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, πβ. επίσης Ed. Will, «Aux origines du regime foncier grec», REA, 1957, σ. 11-2 καικυρίωςL. H. Jeffery, «The pact of the first settlers at Cyrene», Historia, 1961, σ. 142-4. O L. H. Jeffery αποδεικνύει πολύ καλά (ενάντια στον J. A. Ο. Larsen, RE, λ. Perioikoi, που ακολουθείται από τον Ph. Ε. Le- grand) ότι στους Περίοικους πρέπει να δούμε όχι τους εντόπιους αλλά τους απόγονους των αποίκων που ήλθαν από την περιοικίδα της Θήρας. Οι Θηραίοι, οι Περίοικοι, οι Πελοποννήσιοι και οι νησιώτες αποτελούν μια κατιούσα ιεραρχία με βάση την καταγωγή· οι πρώτοι είναι πολύ περισσότερο δωριείς από τους τελευταίους.
24. Ό. π., σ. 140. Ο G. Thomson, Studies on ancient Greek society, I, The prehistoric Aegean, Λονδίνο, 1949, σ. 319 κ. εξ., προσπάθησε να αποδείξει πως η μεταρρύθμιση του Δημώνακτα είχε χαρακτήρα αναδασμού. Φαίνεται απίθανο- το πρόβλημα της γης δεν έπρεπε να είναι οξύ για πολλούς λόγους: η Αιβύη είναι εύφορη, όπως υπενθυμίζει ο F. Chamoux, ήταν δυνατό να πάρουν τη γη των ιθαγενών, όπως παρατηρεί ο Ed. Will, και κυρίως, η Κυρήνη μόλις είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού της με την απώλεια επτά χιλιάδων οπλιτών στη μάχη εναντίον των Λιβύων στον Λεύκωνα Ηρόδοτος. 4. 160). Στην πραγματικότητα φαίνεται πως ο G. Thomson συγχέει τα γεγονότα της αρχής του 6ου αιώνα και αυτά για τα οποία μιλάμε.
25. F. Chamoux, ό.π., σ. 138.
26. Πβ. τα παραδείγματα που δίνει ο F. Chamoux, ό.π., σ. 139, σημ. 1.
27. «Sur Γevolution des rapports entre colonies et metropoles en Grece a partir du Vie siecle», La Nouvelle Clio, 1954, σ. 413-60.
28. Διόδωρος, 5, 9. Σχετικά με το γεγονός αυτό, πβ. Ed. Will, REA, 1957, σ. 7-8. Την ίδια τόλμη παρατηρούμε στην «αποικιακή» πολεοδομία, ιδιαίτερα στην Κυρήνη: πβ. R. Martin, L’ urbanisme dans le monde grec, Παρίσι, 1956, σ. 76 κ. εξ.
29. Για τον Δωριέα, πβ. τέλος την όχι τόσο τεκμηριωμένη μελέτη που του αφιέρωσε ο A. S. von Stauffenberg, Historia, 1960, σ. 181-215.
30. Ηρόδοτος, 5, 41-6.
31. Ίσως ο Ed. Will, La Nouvelle Clio, 1954, σ. 413 κ. εξ., υπερβάλλει κάπως τα πράγματα. Δεν απέδειξε πραγματικά πως ο Μιλτιάδης ο Πρεσβύτερος και ο Πεισίστρατος ενεργούσαν για λογαριασμό των Αθηνών. Η προσέγγιση που κάνει εξάλλου ανάμεσα στον Μιλτιάδη και τον Δωριέα («Miltiade et Dorieus», La Nouvelle Clio, 1955- 56-57, σ. 127-32) είναι ενδιαφέρουσα, δεν είναι όμως δυνατό να τον ακολουθήσουμε εντελώς. Είναι αλήθεια ότι ο Δωριεύς, όπως κι ο Μιλτιάδης, εγκατελείπει την πατρίδα του μετά από μια πολιτική διαμάχη και με τη συγκατάθεση του αρχηγού της πόλης· οι δεσμοί του όμως με την Σπάρτη είναι τόσο χαλαροί ώστε κανένας δεν προσφέρεται να τον βοηθήσει ούτε να τον εκδικηθεί, πράγμα που θα θεωρηθεί εξάλλου σκανδαλώδες (πβ. τους λόγους του Γέλωνα της Συρακούσας, στον Ηρόδοτο, 7, 158). Μήπως επειδή είχε αποτύχει; Ο Ηρόδοτος, 5, 42, διευκρινίζει πως ο Δωριεύς – αντίθετα από τον Μιλτιάδη – ενεργεί χωρίς να έχει συμβουλευθεί τους Δελφούς.
32. 6, 34-6.
33. Ed. Will, La Nouvelle Clio, 1954, σ. 436.
34. Αν πιστέψουμε μια περίεργη πληροφορία που δίνει ο Κικέρων, Leges, 2, 14, 4, ο Κλεισθένης είχε εμπιστευθεί την προίκα των θυγατέρων του στην Ήρα της Σάμου. Μια τέτοια μορφή ασφάλισης συμφωνεί πράγματι με την παράδοση των Αλκμαιωνιδών.
35. Και ακόμα και σαν «κέντρο πληροφοριών» όπως πολύ σωστά λέει ο L. Gernet στην κριτική του στο βιβλίο του J. Defradas, Les themes de la propagande delphique, Παρίσι, 1954, στις Annales, ESC, 1955, σ. 541. Για το ρόλο των Δελφών στον αποικι- σμό, βλ., εκτός από τις υπεραισιόδοξες σελίδες του J. Defradas (ό.π., σ. 233 κ. εξ.), Η. W. Parke και D. Ε. Wormel, The Delphic oracle, I, The History, Οξφόρδη, 1956, σ. 49-81.
36. «Προσηγόρευσε δέ τῶν δήμων τούς μέν ἀπό τῶν τόπων, τούς δέ ἀπό ταῶν κτισάντων», Αριστοτέλης, ’Αθηναίων Πολιτεία, 21, 5. Η συνέχεια της πρότασης «οὐ γάρ ἀπόντες ὑπήρχον ἔτι τοῖς τόποις» είναι αρκετά περίεργη. Χωρίς αμφιβολία σημαίνει ότι ορισμένοι ιδρυτές δεν υπήρχαν πια και έτσι είχε σταματήσει και η απόδοση τιμών στους τόπους που είχαν ιδρύσει.
37. Πβ. J. Pouilloux, La forteresse de Rhammonte, Παρίσι, 1954, επιγραφέςαρ. 25- 26. Η πρώτη αποκαλύπτει την ύπαρξη στον 4ο αιώνα ενός ιερέα του ήρωα αρχηγέτη, η δεύτερη είναι μια αφιέρωση του τέλους του 6ου αιώνα ή της αρχής του 5ου στον ίδιο αυτό ήρωα. Πβ. επίσης Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ, 60, που χρησιμοποιεί τη συγγενική λέξη ἀρχηγός για να χαρακτηρίσει τον ήρωα Κολωνό και Πλάτων, Λύσις, 205 d.
38. Αθηναίων Πολιτεία, 21, 6.
39. Άρχηγέται ηγεμόνες οί επώνυμοι των φυλών. Αριστοφάνης Γήρᾳ· ὁ δέ μεθύων ἤμει παρά τούς ἀρχηγέτας, Bekker, Anecdota Graeca, I, 449· J. M. Edmonds, The fragments of Attic comedy, I, an. 125 (126 Kock), σ. 604. Πβ. επίσης τον ορισμό του Ησύχιου: Ἀρχηγέται· ἥρωες ἐπώνυμοι ταῶν φυλῶν ἤ θεοί ἐν Ἀθήναις, καθώς και ένα χρησμό στο [Δημοσθένης], 43, 66. Η λέξη αρχηγός είχε μια εναλλακτική χρήση, πβ. [Δημοσθένης], 40, 30-1.
40. Δεν υπάρχει ολοκληρωμένη μελέτη για τη λέξη αρχηγέτης. Πβ. ωστόσο W. Vol- lgraff, «Inhumation en terre sacree dans Γ Antiquite grecque», Memoires presentes par divers savants a I’Academie des inscriptions et belles lettres, 1951, σ. 315-98 (άρθρο δυστυχώς πολύ συγκεχυμένο), και L. Η. Jeffery, Historia, 1961, σ. 144-6, με τον οποίο δεν συμφωνούμε εξάλλου σε όλα τα συμπεράσματα. Οι αναλύσεις του P. Foucart (Memoires de 1’ Academie des inscriptions et belles lettres, 1922, σ. 116 κ. εξ.), που θεωρεί τους αρχηγέτες ως την ανώτατη κατηγορία ηρώων, είναι απαράδεκτες για την αρχαϊκή εποχή.
Ας υπενθυμίσουμε απλώς εδώ ορισμένα γεγονότα. Στην Δήλο, ο Απόλλων είναι ο θεός αρχηγέτης (πβ. Η. Gallet de Santerre, Delos primitive et archaique, Παρίσι, 1958, σ. 268-70), όπως είναι επίσης και στην Κυρήνη (Πίνδαρος, Πυθιόνικος, 5, 60 και SEG, IX, 3) και στην Νάξο (Θουκυδίδης, 6, 3). Στην Ελευσίνα, ο Ίακχος είναι ο αρχηγέτης των μυστηρίων (Στράβων, 10, 468· F. Sokolowski, Lois sacrees…, SuppL, 10, 67: πβ. P. Boyance, REG, 1962, σ. 481). Στην Θήρα, σε έναν κατάλογο κύριων ονομάτων της αρχαϊκής εποχής (1G, XII, 3, 762) ένα από τα πρόσωπα χαρακτηρίζεται αρχηγέτης, πρόκειται όμως για έναν βασιλιά (F. Hiller von Gaertringen, 1G, XII, Suppl. 1939, σ. 89) ή για τον ιδρυτή μιας λατρείας (L. Η. Jeffery, ό.π., σ. 149); Στην Δήλο πάλι, φαίνεται πως υπήρχαν εφτά βασιλείς (Πλούταρχος, Συμπόσιον τώνέπτά σοφών, 20, 163 c). Στην Κυρήνη επίσης, η στήλη των ιδρυτών αποκαλεί αρχηγέτη όχι μόνο τον Απόλλωνα αλλά και τον Βάττο τον 1ο· το τεκμήριο αυτό, αν δεν ανάγεται στον «όρκο των ιδρυτών» του 7ου αιώνα, όπως πιστεύει ο A. J. Graham, JHS, 1960, σ. 94-111, μπορεί τουλάχιστον να χρησιμοποιεί κάποιο τοπικό χρονικό (F. Chamoux, Cyrene…, σ. 108). Στην Σπάρτη, ο Ηρακλής και οι γιοι του ήταν οι αρχηγέτες της πόλης (Ξενοφών, ‘Ελληνικά, 6, 3, 4 και 6, 5, 47)· αρχηγέτες αποκαλεί και τους βασιλείς της Σπάρτης ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 6), αναφέροντας και σχολιάζοντας τη ‘ρήτρα του Λυκούργου, ίσως όμως στην πραγματικότητα πρόκειται για τους βασιλείς ιδρυτές, όπως υπέδειξε ο L. Η. Jeffery (ό.π., σ. 149). Στις Ἰκέτιδες του Αισχύλου, αρχηγέτες είναι οι ηγέτες της χώρας (184) και ο ίδιος ο βασιλεύς Πελασγός (251), επώνυμος των Πελασγών. Τέλος ο Ηρόδοτος, 9, 86, χαρακτηρίζει με αυτό το όνομα τους αρχηγούς του φιλοπερσικού κόμματος της Θήβας· η σημασία, στην τελευταία αυτή περίπτωση, είναι καθαρά πολιτική. Η κοινή βασική έννοια που προκύπτει απ’ όλα αυτά τα κείμενα είναι λοιπόν η έννοια της πρωταρχικής ανάληψης καθηκόντων, της θεμελιώδους υπευθυνότητας.
41. Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 644· Πλούταρχος, ’Αλκιβιάδης, 2, κ.λπ.
42. Η διάκριση είναι σαφής στην Νάξο (Θουκυδίδης, 6, 3) και ίσως στην Θάσο (πβ. J. Pouilloux, Recherches sur Γhistoire et les cultes de Thasos, I, Παρίσι, 1951, σ. 334-5). Αντίθετα στον έβδομο Ολυμπιόνικο ο Τληπόλεμος είναι ταυτόχρονα οικιστής (30) και αρχηγέτης (78) της Ρόδου.
43. Πβ. P. Foucart, ό.π., σ. 117.
44. Ηρόδοτος, 6, 38. Ξέρουμε εξάλλου (Σχόλια Πινδάρου, Όλυμπιόνικος, 1, 149 b) ότι οι οικιστές ήταν ενταφιασμένοι στην καρδιά της πόλης. Ο Παυσανίας, 1, 29
6, μνημονεύει τον τάφο του Κλεισθένη, τον οποίο θεωρεί ιδρυτή των δέκα φυλών, και τον τοποθετεί στην περιοχή της Ακαδημίας, ανάμεσα στους τάφους των πολεμιστών που είχαν τιμηθεί για το θάρρος τους.
45. Recherches sur 1’ Agora grecque, σ. 164-201.
46. Οι πηγές αναφέρονται στο R. Ε. Wycherley, The Athenian Agora, III, αρ. 229- 255. Είναι γνωστό ότι οι αμερικανικές ανασκαφές στην Αγορά έφεραν στο φως ένα μνημείο που αρχικά ονομάσθηκε απλώς Περίφραγμα ή Φρακτός Περίβολος και στη συνέχεια αναγνωρίσθηκε με βεβαιότητα ως ο περίβολος των επωνύμων. Πβ. R. Stilwell, Hesperia, 1933, σ. 137-9 (για την αρχαιολογική περιγραφή) και Η. A. Thompson, στο ίδιο, 1952, ο. 91-3 (για την ερμηνεία). Η περιγραφή αυτού του μνημείου από τον Παυσανία, 1, 5, 2-5, διασαφηνίσθηκε από τον Ε. Vanderpool, «The route of Pausanias in the Athenian Agora», στο ίδιο, 1949, σ. 129-32. To μνημείο αναδιαρθρώθηκε σημαντικά μετά την προσθήκη, στις κλεισθενικές φυλές, δυο και έπειτα τριών νέων φυλών. Η μόνη χρονολογική ένδειξη που δόθηκε από τους αμερικανούς αρχαιολόγους για τό πρώτο μνημείο είναι, απ’ όσο ξέρουμε, αυτή του Η. A. Thompson, Hesperia, 1952, σ. 58: «Η αρχιτεκτονική γραμμή του μνημείου των επωνύμων ηρώων, σε συνδυασμό με τις λογοτεχνικές αναφορές σ’ αυτό, αποδεικνύουν μια ημερομηνία στο τελευταίο τέταρτο του πέμπτου αιώνα».
47. Ηρόδοτος, 2, 7 και 6, 108- Θουκυδίδης, 6, 54. Πβ. την εμπεριστατωμένη μελέτη της Μ. Crosby, «The altar of the twelve Gods in Athens», Hesperia, Suppl. 8, 1949, σ. 82-103. Εκτός από την αρχαιολογική περιγραφή του Δωδεκαθέου της Αθήνας, το άρθρο περιέχει μια ανάλυση των λογοτεχνικών και επιγραφικών πηγών. Πβ. επίσηςR. Ε. Wycherley, The Athenian Agora, 111, αρ. 363-78.
48. Ηρόδοτος, 6, 108.
49. Ηρόδοτος, 2, 7′ IG, II2, 2640.
50. 6, 54. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ο λαός της Αθήνας αφαίρεσε την αφιέρωση του Πεισίστρατου με την ευκαιρία της ανακαίνισης και της επέκτασης του βωμού. Διατήρησε όμως την αφιέρωση στον Πύθιο Απόλλωνα από το ίδιο πρόσωπο.
51. Για την έννοια αυτής της αντίθεσης πβ. σ. 86.
52. Πβ. V. Ehrenberg, The Greek State,, σ. 30 κ. εξ.
53. Πολυδεύκης, 8, 108 και Φώτιος, Λεξικόν, λ. ναυκραρία. Βιβλιογραφία για τις ναυκραρίες στο V. Ehrenberg, ό.π., σ. 246 και Η. Bengtson, Griechische Geschiehte2, σ. 119, σημ. 2.
54. «τΗν δ’ έπΐ των ναυκραριών άρχή καθεατηκυϊα ναύκραροι, τεταγμένη πρός τε τάς εισφοράς καί τάς δαπάνας τάς γινομένας», ’Αθηναίων Πολιτεία, 8, 3.
55. Οφείλουμε αυτή την παρατήρηση στον V. Ehrenberg, ό.π., σ. 51.
56. Πβ. σ. 123.
57. Πβ. σ. 141, σημ. 6.
58. Σύμφωνα με μια πληροφορία που δεν μπορούμε να ελέγξουμε και η οποία προέρχεται από τον Κλείδημο (FGrHist, 323, απ. 7-8), ο Κλεισθένης αντικατέστησε τις σαρανταοκτώ αρχαίες ναυκραρίες με πενήντα γεωγραφικές περιοχές με το ίδιο όνομα. Η πραγματικότητα αυτής της μεταρρύθμισης συχνά αμφισβητήθηκε (πβ. F. Jacoby, ad locum) και πράγματι φαίνεται πως αντικρούεται από τον Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία, 21, 5, ο οποίος προσδιορίζει ότι στο κλεισθενικό σύστημα οι δήμαρχοι αντικαθιστούν τους ναύκραρους.
59. Ο Η. Bengston, ό.π., σ. 141, δικαιολογημένα προβάλλει αυτή την παρατήρηση
σχετικά με την κλεισθενική μεταρρύθμιση.
60. Αριστοτέλης, ’Αθηναίων Πολιτεία, 7.
61. «Εἶτ’ ἔδοξεν αὐτοῖς διά τό στασιάζειν ἄρχοντας ἑλέσθαι δέκα, πέντε μέν εὐπατριδῶν τρεῖς δέ ἀγροίκων δύο δέ δημιουργῶν», ’Αθηναίων Πολιτεία, 13,2. Σε ένα άρθρο με υπέρ το δέον κριτικό πνεύμα, ο L. Gemet, «Les dix archontes de 581», RPh, 1938, σ. 216-27, προσπάθησε να αποδείξει πως αυτή η δεκαρχία δεν υπήρξε ποτέ, αλλά ότι επινοήθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα στους χώρους των ευγενών που υιοθετούσαν τις πολιτικές θεωρίες του Ιππόδαμου. Για αντίθετη άποψη και σε συμφωνία με το κείμενο του Αριστοτέλη, πβ. Η. Bengtson, Griechische Geschichte2, σ. 123, σημ. 2· R. Sealey, Historia, 1961, σ. 513. Καταλήγουμε και εμείς στο ίδιο συμπέρασμα γιατί ο αθηναϊκός 6ος αιώνας, μυστηριώδης και πολύπλευρος ταυτόχρονα, είναι μάρτυρας μεταβολών τόσο αστραπιαίων ώστε δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις ενδείξεις του Αριστοτέλη. Για μια ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη ανασύσταση (όπου οι δημιουργοί δεν αποτελούν τάξη), πβ. F. R. Wiist, Historia, 1959, σ. 111.
62. Griechische Geschichte, II2, σ. 328 κ. εξ.
63. Πβ. U. Kahrstedt, RE, λ. Kleisthenes2, στήλ. 620, καιKiio, 1940, σ. 4-6′ Υ. Bequi- gnon, BFS, 1946-47, σ. 155. Γενικά παρατηρούμε πως οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη δομή του Κράτους από τους τυράννους του 7ου και 6ου αιώνα είναι σπάνιες αν όχι ανύπαρκτες.
64. Το γεγονός είναι αναμφισβήτητο για τις φυλές 9 και 2. Αλλά οι δυο τριττύες μεσογείων-παραλίας της τρίτης φυλής, που μοιάζουν με δυο αντίστροφα τρίγωνα με κοινή κορυφή, συνορεύουν μόνο σε ένα σημείο. Η παραλιακή τριττύα της 5ης φυλής είναι μια νησίδα μέσα στην αντίστοιχη της 4ης και δεν συνορεύει με την τριττύα της μεσογείου της ίδιας φυλής. Ας προσθέσουμε ότι στα δυτικά της Αττικής, δυο τριττύες της 6ης φυλής έχουν κοινά σύνορα, χωρίς να αναζητούμε πολιτική σημασία σ’ αυτό το γεγονός.
65. Πβ. σ. 28.
66. Πβ. στο ίδιο πνεύμα V. Ehrenberg, Neugriinder des Staates, Μόναχο, 1925, σ. 128· Η. Bengtson, Griechische Geschichte2, σ. 140, σημ. 2- D. Μ. Lewis, Historia, 1963, σ. 36.
67. Λάβαμε γνώση πολύ αργά για το άρθρο του G. A. Galitis, «Ἀρχηγός- Ἀρχηγέτης ἐν τῇ ἑλληνικῇ γραμματείᾳ καί θρησκείᾳ», Athena, 1960, σ. 17-138· για τον Κλεισθένη πβ. σ. 109-10.
Το θέμα εξάλλου της τροποποίησης του αριθμού των φυλών δεν πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο. Για ποικίλους λόγους, πολλές δωρικές πόλεις είχαν, όπως η Σικυώνα, περισσότερες από τις τρεις παραδοσιακές φυλές, όπως και αρκετές ιωνικές πόλεις δεν αρκούνταν στις τέσσερις κλασικές φυλές7. Σε μια εποχή, που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια, η Κόρινθος είχε οκτώ φυλές8 και η Μίλητος ίσως έξι, τις οποίες κληρονόμησε η αποικία της Κύζικος9. Ούτε θα επεκταθούμε πάνω στο διοικητικό ρόλο που ο Κλεισθένης παραχωρεί στις νέες του φυλές. Δεν πρόκειται για καινοτομία: οι τέσσερις ιωνικές φυλές είχαν πράγματι έναν τέτοιο ρόλο, στην Αθήνα τουλάχιστον, από τη μεταρρύθμιση του Σόλωνα και μετά10 και το ίδιο συνέβαινε παλαιότερα στη Χίο11. Η πραγματική σημασία του έργου του Κλεισθένη είναι ότι χρησιμοποίησε μια διοικητική αλλαγή, όπως είναι η μεταρρύθμιση των φυλών, για να πραγματοποιήσει μια βαθιά πολιτική αναμόρφωση.
Κάτω από αυτή την οπτική γωνία, το έργο του Κλεισθένη έχει προηγούμενα; Η απάντηση είναι πολυσύνθετη και θα μπορούσε να μας οδηγήσει ως τις απαρχές ακόμα της πόλης. Κατά κάποιον τρόπο το αρχαιότερο πρότυπο του Κλεισθένη δεν είναι η περίφημη ρῆτρα του Λυκούργου12, που προβάλλεται και αυτή από τους Δελφούς και εισάγει, παράλληλα με τις τρεις δωρικές φυλές, τις τοπικές διαιρέσεις ή ὠβάς, που θα αποτελέσουν το πλαίσιο του στρατού των Ίσων; Ο ρόλος που έπαιξε η Σπάρτη στην απελευθέρωση της Αθήνας, μετά από έκκληση των Αλκμαιωνιδών και του Κλεισθένη ως ένα σημείο, μας απαγορεύει να παραμερίσουμε την υπόθεση της επιρροής των λακεδαιμονικών θεσμών στη μεταρρύθμιση της αθηναϊκής πολιτείας. Προτιμάμε όμως να αποδώσουμε πολύ μεγαλύτερη σημασία σε δύο επεισόδια των μέσων του 6ου αιώνα, τα οποία αναφέρονται και τα δύο από τον Ηρόδοτο και μας φαίνονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του διανοητικού και πολιτικού κλίματος μέσα στο οποίο ανατράφηκε η γενιά του Κλεισθένη.
Λίγο μετά τη νίκη του Κύρου επί του Κροίσου (γύρω στο 547) και την αρχή την κατάκτησης της Ιωνίας από τους Πέρσες, οι Ίωνες, «παρά τη συμφορά τους», μας λέει ο Ηρόδοτος13, κάλεσαν γενική συνέλευση στο Πανιώνιον. Ο Βίας ο Πριηνεύς τους πρότεινε τότε μια στη Σαρδηνία και εκεί να ιδρύσουν μια πόλη για όλους τους Ίωνες»14, πρόταση που εντάσσεται στο πνεύμα των επτά σοφών και στο πνεύμα της εποχής του αποικισμού. Η συμβουλή του Θαλή του Μιλήσιου πριν απ’ την καταστροφή είναι πολύ πιο ιδιόρρυθμη: «Συμβούλευσε τους Ίωνες να ιδρύσουν ένα κοινό βουλευτήριο με έδρα την Τέω (γιατί η Τέως βρίσκεται στο μέσον της Ιωνίας), οι δε άλλες πόλεις, να κατοικούνται όπως πριν, αλλά να θεωρούνται σαν δήμοι»15. Στην ουσία ο Θαλής προτείνει ένα συνοικισμό σε πανιώνια κλίμακα. Επειδή βρίσκεται στο γεωμετρικό κέντρο του ιωνικού κόσμου, η Τέως θα γινόταν έτσι η κοινή εστία της νέας πόλης, το πολιτικό της κέντρο – ενώ το Πανιώνιον στο όρος Μυκάλη ήταν μόνο θρησκευτικό κέντρο – όπως ακριβώς το άστυ αποτελεί ένα συμπαγή πυρήνα στο κέντρο της πόλης του Κλεισθένη. Ο παραλληλισμός με τον Κλεισθένη υπογραμμίζεται από τον ίδιο τον Ηρόδοτο, ο οποίος όμως υποπίπτει σε αναχρονισμούς. Πράγματι, όταν συγκρίνει τις πόλεις του προγράμματος του Θαλή με δήμους, είναι ολοφάνερο πως χρησιμοποιεί τη λέξη δήμος με την έννοια που είχε στην Αθήνα, μετά τη μεταρρύθμιση του Αλκμαιωνίδη. Πρέπει να δούμε στην πρόταση αυτή του Θαλή την πρώτη ουτοπία της ιωνικής φιλοσοφίας και να υπενθυμίσουμε πως για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ο Θαλής ήταν ο πρώτο£ φιλόσοφος; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι κατηγορηματική: ο Θα λής είναι εκείνος που λέγεται ότι προέβλεψε μια έκλειψη16, είναι επί σης ο ευρηματικός πολίτης που επωφελήθηκε από τις μετεωρολογικές του γνώσεις για να προβλέψει μια καλή συγκομιδή ελιάς και νο μονοπωλήσει τα ελαιοτριβεία17. Παρά τη γνώμη του Πλάτωνα, γιο τον οποίο ο Θαλής είναι το πρότυπο του θεωρητικού και αποστασιοποιημένου φιλόσοφου18, ο Μιλήσιος δεν αποχωρίζεται από τους συνανθρώπους του για να μελετήσει και να σχεδιάσει μια ιδανική πολιτεία: διατυπώνει την πρότασή του σε μια συγκεκριμένη και κρίσιμη ιστορική στιγμή, σε μια ομοσπονδιακή συνέλευση όπου εκφράζεται ως απλός πολίτης. Παρόλ’ αυτά, η πρόταση του Θαλή εντυπωσιάζει ιδιαίτερα με τον ριζοσπαστικό και γεωμετρικό της χαρακτήρα κα μ’ αυτή την έννοια είναι ήδη μια πρόταση ενός φιλόσοφου. Σε μια ανάλογη περίσταση, ο ιστορικός Εκαταίος, την εποχή της ιωνικής εξέγερσης, θα προτείνει πολύ πιο συγκεκριμένα μέτρα με βάση τα όσα ξέρει για τους πραγματικούς πόρους της περσικής αυτοκρατορίας δηλαδή να καταλάβουν τους θησαυρούς των Βραγχιδών και να ρίξου’ όλο το βάρος του πολέμου στη θάλασσα· επίσης, μετά την ήττα, προτείνει να οχυρωθούν στη Λέρο και να περιμένουν την εξέλιξη των γεγονότων19. Η πρόταση του Θαλή αποδεικνύει πως, από τα μέσα του 6ου αιώνα, υπήρχαν άνθρωποι που εφάρμοζαν στα συγκεκριμένα προβλήματα της ζωής της πολιτείας μια καθαρά νοητική συνταγή. Αν κρίνουμε από ένα μέρος του έργου του, δεν θα μπορούσαμε, σε μεγάλο βαθμό, να συμπεριλάβουμε και τον Κλεισθένη σ’ αυτή την κατηγορία20;
Το άλλο επεισόδιο ανήκει στην πολιτική ζωή της Κυρήνης και η προσέγγιση με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη γίνεται απ’ τον ίδιο τον Αριστοτέλη21. Γύρω στο 55022, κατά τη βασιλεία του Βάττου Γ’, οι Κυρηναίοι, που είχαν γνωρίσει με τον προηγούμενο βασιλιά μεγάλες καταστροφές, «έστειλαν (απεσταλμένους) στους Δελφούς για να ρωτήσουν τι πολίτευμα να υιοθετήσουν για να ζήσουν με τον καλύτερο τρόπο. Η Πυθία τους πρόσταζε να φέρουν ένα νομοθέτη (καταρτιστήρα) από την Μαντινεία της Αρκαδίας. Οι Κυρηναίοι έκαναν λοιπόν την αίτησή τους και οι Μαντινείς τους έδωσαν έναν άνδρα με τη μεγαλύτερη υπόληψη μεταξύ των συμπολιτών του, με το όνομα Δημώναξ. Όταν ο άνδρας αυτός ήλθε στην Κυρήνη και έμαθε το κάθε τι, κατένειμε τους κατοίκους σε τρεις φυλές με τον εξής τρόπο: με τους Θηραίους και τους Περίοικους έκανε μια ομάδα, με τους Πελοποννή- σιους και τους Κρήτες μια άλλη και μια τρίτη με όλους τους νησιώτες. Επί πλέον δε, αφού έδωσε στο βασιλιά Βάττο ορισμένους ιερούς χώρους και ιερατικά λειτουργήματα (τεμένεα καί ἱερωσύνας), όλα τα υπόλοιπα που προηγουμένως ανήκαν στους βασιλείς τα έδωσε στο δήμο (ές μέσον τφ δήμω έθηκε)»23. Όπως πολύ καλά έδειξε ο F. Chamoux, το πρόβλημα που είχαν οι Κυρηναίοι και που έλυσε ο Δημώναξ δεν ήταν ένα θέμα αναδασμού24, αλλά πολιτικής οργάνωσης: η Κυρήνη αποτελούνταν από κατοίκους που είχαν διάφορες προελεύσεις και άνισα δικαιώματα. «Ενσωμάτωση στην πόλη νεοαφιχθέντων αποίκων και δημιουργία πολλαπλών αξιωμάτων στη θέση της βασιλικής εξουσίας, αυτή είναι η διπλή όψη της μεταρρύθμισης»25, που κατά κάποιον τρόπο εγκαθιδρύει στην Κυρήνη ένα πολίτευμα ισονομίας, το οποίο ο Ηρόδοτος, ακολουθούμενος από τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζει κάπως βιαστικά δημοκρατία. Μεταρρύθμιση «εμπνευσμένη» από τους Δελφούς, όπως τόσες άλλες αποικιακές νομοθεσίες, όπως επίσης και η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη· μεταρρύθμιση, μάλλον, που στους Δελφούς βρήκε το νομοθέτη της, η επιχείρηση του Δημώνακτα έχει κοινά χαρακτηριστικά καθώς και χτυπητές διαφορές με την επιχείρηση του Αλκμαιωνίδη. Οι τρεις φυλές, που δημιουργεί ο Δημώναξ, δεν έχουν πλέον καμιά σχέση με τις δωρικές φυλές και προφανώς δεν καταλήγουν στην «ανάμιξη» της μεταρρύθμισης του Κλεισθένη, εφόσον ο νομοθέτης λαμβάνει υπόψη του την καταγωγή του καθενός· αλλά τουλάχιστον κανένας δεν έχει προνομιούχα θέση με βάση την καταγωγή, οι τρεις φυλές είναι ισότιμες, και αυτές διοικούν την πόλη, στη θέση του βασιλιά ο οποίος στο εξής περιορίζεται σε θρησκευτικά, στην ουσία, καθήκοντα. Πάντως αυτό που φέρνει σε αντίθεση τον Δημώνακτα με τον Κλεισθένη είναι ουσιαστικά το γεγονός ότι ο Δημώναξ είναι ένας ξένος που παρεμβαίνει – γεγονός διόλου σπάνιο26 – σε μια αποικία.
Ο Κλεισθένης, ο οποίος πέρασε τόσα χρόνια στην εξορία, είναι άραγε εντελώς ξένος προς το πνεύμα του τελευταίου κύματος του αρχαϊκού αποικισμού; Ο κόσμος των αποικιών του 6ου αιώνα είναι ένας κόσμος ιδιαίτερα αμφίλογος. Οι δεσμοί με τη μητρόπολη ενισχύονται στις τελευταίες απόπειρες και, όπως σωστά έδειξε ο Ed. Will, παρατηρούμε μια εξέλιξη προς τον μεταγενέστερο θεσμό της κληρουχίας27. Ανέκαθεν άλλωστε οι άποικοι έφευγαν μεταφέροντας μαζί τους τους θεσμούς της μητρόπολης. Τα συγκεκριμένα όμως προβλήματα που θέτει ο αποικισμός μετατρέπουν τις αποικιακές πόλεις σε εργαστήριο σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών πειραματισμών. Η μεταρρύθμιση της Κυρήνης είναι ένας τέτοιος πειραματισμός και υπάρχουν κι άλλοι ακόμα πιο ριζοσπαστικοί. Είναι γνωστό πως, στις αρχές του 6ου αιώνα, όσοι επέζησαν από την επιχείρηση της οποίας αρχηγός ήταν ο Πένταθλος, σπρωγμένοι απ’ την αναγκαιότητα, εγκαθίδρυσαν στις νήσους Λιπάρες ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης, ολοκληρωτικό στην αρχή, μετριασμένο στη συνέχεια28. Ο Κλεισθένης ήταν σύγχρονος της τελευταίας αποικιακής επιχείρησης της αρχαϊκής Ελλάδας (κατά το 514-510) με την τραγική αποτυχία του Δωριέα29, αδελφού και μετέπειτα εχθρού του Κλεομένη της Σπάρτης, ο οποίος ενώ ήθελε να ιδρύσει μια πόλη στην Αφρική, κατέληξε κοντοτιέρος στην Ιταλία, και κατόπιν στη Σικελία30.
Οι αρχηγοί των αντίπαλων οικογενειών των Φιλαϊδών και των Πεισιστρατιδών ίδρυσαν και αυτοί αποικίες, των οποίων οι σχέσεις με τη μητρόπολη δεν είναι πάντα ευδιάκριτες31. Στην αφήγηση του Ηρόδοτου για την κατοχή της Θρακικής χερσονήσου από τον Μιλτιάδη32, γύρω στο 545, τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά που τονίζουν τη φυσιογνωμία ενός μυθικού οικιστή δεν λείπουν. Οι Δόλογκοι συμβουλεύονται την Πυθία σχετικά με τον πόλεμο που έχουν με τους αποικίας από τον πρώτο άνθρωπο που θα τους προσέφερε ένα γεύμα φιλοξενίας. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια πως, ενώ ο Μιλτιάδης Α΄, ο εκλεκτός των θαυμαστών αυτών περιστάσεων, «δεν είναι πλέον οικιστής υπό την έννοια των οικιστών του 8ου και 7ου αιώνα, οι οποίοι ήταν επικεφαλής ατόμων που έκοβαν τους δεσμούς με τη μητρόπολη, δεν είναι ωστόσο ο στρατηγός που συνοδεύει κληρούχους»33. Η παρατήρηση ισχύει εξάλλου για τον διάδοχό του Μιλτιάδη Β΄ , ο οποίος, όπως και ο Κλεισθένης, επωφελήθηκε από τη διαίρεση της εξουσίας κατά τη διάρκεια των ετών 526-522.
Δείξαμε παραπάνω πως οι Αλκμαιωνίδες, αυτοί οι αιώνιοι εξόριστοι, είχαν πάντοτε κατευθύνει, αντίθετα από τους αντιπάλους τους, τις πολιτικές τους βλέψεις στην Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα αποκτούσαν εκτός Αθηνών τα απαραίτητα υλικά μέσα και κύρος34. Υπάρχουν πολλές αντιστοιχίες ανάμεσα στην επιχείρηση του Κλεισθένη και σε μια αποικιακή επιχείρηση και το γεγονός ότι στην Κυρήνη εντοπίσαμε ένα από τα χαρακτηριστικότερα προηγούμενα της κλεισθενικής επιχείρησης δεν είναι τυχαίο. Ας επιμείνουμε απλά σε μερικά σημεία. Γνωρίζουμε τον καθοριστικό ρόλο της υποστήριξης των Δελφών για την επιτυχία του Αλκμαιωνίδη, καθώς και τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξε το μαντείο του Απόλλωνα για πολλές αποικιακές αποστολές· αν όχι σαν κέντρο «προπαγάνδας», τουλάχιστον σαν συνδετικός κρίκος35. Υπό την προστασία του Θεού των Δελφών ο Κλεισθένης, όπως είδαμε, αναδιοργανώνει ή καλύτερα αναπλάθει την αθηναϊκή πολιτειακή θρησκεία. Στους δήμους έδωσε ονόματα «είτε από τους τόπους, είτε από τους ιδρυτές τους»36 (από των κτισάντων) και είναι πολύ πιθανό ότι οργάνωσε ή αναδιοργάνωσε ένα σώμα ηρώων ιδρυτών, υπό το γενικό όνομα ἀρχηγέτες, σύμφωνα με τις επιγραφές37. Το ίδιο όνομα χρησιμοποιείται στην κλασική εποχή και για ένα άλλο κλεισθενικό δημιούργημα, αναμφισβήτητο αυτή τη φορά, το σώμα των δέκα επώνυμων ηρώων που προστατεύουν τις νέες φυλές και δίνουν την εγγύησή τους στον νέο πολιτειακό χώρο. Ο Αριστοτέλης τους αποκαλεί αρχηγέτες38. Αλλά ήδη ένας στίχος του Αριστοφάνη, που διατηρήθηκε και σχολιάσθηκε από έναν λεξικογράφο, αποδεικνύει πως αυτή ήταν η παραδοσιακή ονομασία39. Στην αρχαϊκή, όπως και στην κλασική εποχή, ο ἀρχηγέτης είναι ένα αμφισήμαντο πρόσωπο, άλλοτε άνθρωπος, βασιλιάς ή ιδρυτής λατρείας, ή ακόμα πολιτικός υπεύθυνος και άλλοτε θεός ιδρυτής, κυρίως στις αποικιακές επιχειρήσεις40. Στην Αθήνα, ο κατ’ εξοχήν αρχηγέτης είναι η Αθηνά41. Στα θέματα αποικισμού ο αρχηγέτης άλλοτε διαφέρει και άλλοτε σχεδόν ταυτίζεται με τον οικιστή42. Υπάρχουν στην Αθήνα (πριν από την επιστροφή των τεφρών του Θησέα) αντίστοιχες έννοιες; Οι τυραννοκτόνοι απολαμβάνουν εξαιρετικές τιμές που μεταβιβάζονται στους απογόνους τους, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να σιτίζονται στην κοινή εστία, δεν είναι όμως ίδιες με τις τιμές που παραχωρούνται στον οικιστή43. Ο ίδιος ο Κλεισθένης δεν απολαμβάνει, όπως π.χ. ο Μιλτιάδης ο Πρεσβύτερος, τις ηρωικές τιμές του οικιστή44, παρόλο που οι θρησκευτικές του αναμορφώσεις και ιδιαίτερα η εισαγωγή των επώνυμων ηρώων είναι έργα ιδρυτού πόλης. Υπ’ αυτές τις συνθήκες μπορούμε να δεχθούμε πως τη στιγμή ακριβώς που ο αρχαϊκός αποικισμός εξαφανίζεται, ο Κλεισθένης προσαρμόζει και υιοθετεί, προς χρήση της εποχής του και της νέας Αθήνας που ιδρύει, ορισμένες από τις αξίες της εποχής του αποικισμού.
Μπορούμε όμως, χωρίς αμφιβολία, μέσα στο ίδιο πνεύμα να εμβαθύνουμε περισσότερο. Στην Αγορά των Αθηνών της οποίας η πολιτική σημασία τονίζεται τον 6ο αιώνα και η θρησκευτική σημασία είναι, όπως πολύ σωστά έδειξε ο R. Martin, η ενσωμάτωση του πολίτη στην πόλη45, ο περίβολος των επώνυμων ηρώων που αναγέρθηκε – αν όχι με πρωτοβουλία του Κλεισθένη, τουλάχιστον στα πλαίσια της γραμμής που χάραξε με τη δράση του – κοντά στο Βουλευτήριον του τέλους του 6ου αιώνα και ο οποίος περιέχει τα αγάλματα των δέκα Αρχηγετών, είχε άλλες λειτουργίες εκτός απ’ το να επιτρέπει στον μέθυσο του Αριστοφάνη να ανακουφισθεί απ’ το κρασί του: στην κλασική εποχή αποτελούσε ένα από τα κέντρα της πολιτειακής ζωής· εκεί αναρτούσαν, για παράδειγμα, τις εντολές επιστράτευσης46. Αλλά και ένα άλλο μνημείο στην Αθήνα είχε κατά κάποιον τρόπο ένα ρόλο ανταγωνιστικό προς το μνημείο των επώνυμων ηρώων το δεύτερο αυτό μνημείο είναι χρονολογημένο με ακρίβεια, εφόσον πρόκειται για το βωμό τον αφιερωμένο στους δώδεκα θεούς το 522 από τον Πεισίστρατο τον Νεότερο47. Χώρος ασύλου48 και επίσημη αφετηρία των δρόμων που οδηγούσαν εκτός Αθηνών49, το Δωδεκάθεον της Αγοράς εμφανιζόταν σαν μια τυπική εκδήλωση της θρησκευτικής πολιτικής των τυράννων. Ο Θουκυδίδης αναφέρει, πράγματι, πως ο λαός έσβησε την επιγραφή του Πεισίστρατου του Νεότερου, damnatio memoriae που, όπως μας λέει ο ιστορικός, δεν εφαρμόστηκε για όλες τις επιγραφές που περιείχαν το όνομα των τυράννων50. Η λατρεία των επώνυμων ηρώων, λατρεία κατ’ εξοχήν αθηναϊκή, δεν φαίνεται να εκφράζει μια «εθνική» απάντηση στην πανελλήνια λατρεία που ανέπτυξαν οι τύρρανοι51; Ας υπογραμμίσουμε πάντως το εκπληκτικό αμάλγαμα εθνικών παραδόσεων και ριζικών καινοτομιών στη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη.
Αλλά και στην ίδια την Αθήνα δεν θα μπορούσε να βρει ο Κλεισθένης πρότυπα για τη νομοθεσία του; Πιστεύουμε ότι πρέπει να διαχωρίσουμε με προσοχή τρία θέματα:
1. Από πολύ παλιά, διοικητικοί λόγοι τείνουν να δημιουργήσουν τοπικές υποδιαιρέσεις, ανεξάρτητες επομένως από τα παραδοσιακά πλαίσια των φυλών52- πρόκειται για τις 48 ναυκραρίες53, που υπάρχουν από τον 7ο αιώνα και για τις οποίες δυστυχώς αγνοούμε σχεδόν τα πάντα. Αρχικά προορισμένες ίσως, όπως και το όνομά τους υποδηλώνει, να κατανείμουν μεταξύ των πολιτών τα έξοδα κατασκευής των πολεμικών πλοίων, εξελίσσονται σε αληθινές διοικητικές περιφέρειες: όπως λέει ο Αριστοτέλης για την εποχή του Σόλωνα, «επικεφαλής των ναυκραριών ήταν οι ναύκραροι, υπεύθυνοι για τις εισφορές και τις δαπάνες»54. Κάθε φυλή περιλάμβανε δώδεκα ναυκραρίες, και απ’ αυτό αναγκαστικά συμπεραίνουμε ότι οι ίδιες οι φυλές είχαν κάποια τοπική σημασία, χωρίς όμως να μπορούμε να την προσδιορίσουμε με ακρίβεια55. Το θέμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με μια άλλη υποδιαίρεση της φυλής, τη φρατρία, που αναφέρει ο Αριστοτέλης, ταυτίζοντας την με την τριττύα56, ασφαλώς πολύ παλαιότερη από την ναυκραρία (αρκεί να πούμε πως η φρατρία είναι θρησκευτικό όνομα) και στην οποία μερικές φορές αποδόθηκε μια τοπική βάση57. Όπως και να’ ναι, παρατηρούμε πως, τουλάχιστον με το σύστημα των ναυκραριών58, η Αττική διέθετε μια στοιχειώδη εδαφική διαίρεση, υιοθετημένη για πρακτικούς και μη θρησκευτικούς λόγους παράλληλα προς το αρχαίο σύστημα φυλών-φρατριών-γενών, θεμελιωμένο στην καταγωγή και διαποτισμένο με θρησκευτικά στοιχεία59.
2. Στις αρχές του 6ου αιώνα, όχι μόνο διοικητικά αλλά και πολιτικά προβλήματα ρυθμίζονται όλο και περισσότερο σύμφωνα με αριθμητικές αναλογίες. Ο Σόλων χρησιμοποιεί μια προγενέστερη διαίρεση της κοινωνίας σε τέσσερις τιμοκρατικές τάξεις, για να κατανείμει τις τιμές και τις υποχρεώσεις60. Μια τέτοια τιμοκρατική οργάνωση απέχει ακόμα πολύ από τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, για τον μείζονα λόγο ότι η έννοια του πολιτειακού χώρου είναι τελείως άγνωστη σ’ αυτή την αναδιοργάνωση. Όμως, οι τιμοκρατικές τάξεις αντιπροσώπευαν μια διάκριση χωρίς θρησκευτικό χαρακτήρα, εντελώς ανεξάρτητη από το σύστημα των γενών των ιωνικών φυλών, και μπορούμε να πιστέψουμε πως εξοικείωσαν τα πνεύματα με την ιδέα της εγκατάλειψης των πατροπαράδοτων παραδοσιακών πλαισίων.
Εντελώς διαφορετική είναι η απόπειρα που γίνεται στο έτος της αρχοντείας του Δαμασία για να σταματήσει η αναρχία και οι διενέξεις που είχαν οδηγήσει στον εξορισμό του άρχοντα: «Αποφάσισαν να εκλέξουν δέκα άρχοντες, πέντε ευπατρίδες, τρεις αγρότες, και δύο βιοτέχνες»61. Η επείγουσα κατάσταση τους αναγκάζει να εγκαταλείψουν τη σεβάσμια έννοια ενός σώματος εννιά αρχόντων και να θεσπίσουν μια αριθμητική ισορροπία, που λαμβάνει υπόψη τις διάφορες κοινωνικές δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα καθιερώνει μια αριθμητική ισότητα ανάμεσα στην εκπροσώπηση των ευγενών και των κοινών πολιτών.
3. Μπορούμε να προχωρήσουμε ακόμα και να δεχθούμε πως ο Κλεισθένης δανείσθηκε το σκελετό της μεταρρύθμισής του από την αναδιοργάνωση του κράτους που είχε κάνει ο Πεισίστρατος; Αυτή την παράξενη θεωρία που δεν στηρίζεται – είναι ανάγκη να το πούμε; – σε κανένα αρχαίο τεκμήριο, υποστηρίχθηκε από τον Beloch62 και από άλλους μετά απ’ αυτόν63. Το πιο ευρηματικό επιχείρημα των οπαδών αυτής της ιδέας συνάγεται από την κατανομή των τριττύων μεταξύ των φυλών. Στην ανατολική ακτή, οι τριττύες της παραλίας και της μεσογείου, που ανήκουν στην 2η, 3η, 5η και 9η φυλή, έχουν κοινά σύνορα. Μια τέτοια ιδιομορφία, μοναδική και εξάλλου αντίθετη προς την κλεισθενική αρχή της ανάμιξης του πληθυσμού, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα κλήρωσης και δεν βλέπει κανείς για ποιο λόγο ο Κλεισθένης θα είχε ευνοήσει έτσι μια περιοχή που υπήρξε το άντρο των Πεισιστρατιδών επομένως ανάγεται στον ίδιο τον Πεισίστρατο. Κατά τη γνώμη μας είναι παράτολμο να βγάζει κανείς τόσο σημαντικά συμπεράσματα από λήμματα τόσο πενιχρά και όχι πάντα ακριβή64. Όταν συζητήσαμε παραπάνω το πρόβλημα των τριττύων65, υπενθυμίσαμε την ανεπάρκεια των πηγών μας γι’ αυτό το θέμα και τις λογικές απόπειρες που έγιναν για να ερμηνευθούν οι πιο αξιοσημείωτες ιδιομορφίες. Τίποτα δεν μας επιτρέπει να δούμε τον Πεισίστρατο ως προάγγελο του Κλεισθένη66. Αντίθετα, τα πάντα υποδεικνύουν, σε τελευταία ανάλυση, ότι ο Κλεισθένης αναμόρφωσε την αθηναϊκή πόλη με διαρκή τη μέριμνα να διαφοροποιήσει ριζικά την πολιτική του από την πολιτική των τυράννων67.
------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.«Ταῦτα δέ, δοκέειν ἐμοί, ἐμιμέετο ὁ Κλεισθένης οὗτος τόν ἑωυτοῦ μητροπάτορα Κλεισθένεα τόν Σικυώνος τύραννον», Ηρόδοτος, 5, 67.
2.Ηρόδοτος, 5, 68.
3.Δεν συμφωνούμε με τον D. Μ. Lewis, Historia, 1963, σ. 39, σημ. 145, όταν υποστηρίζει πως η τέταρτη αυτή φυλή ήταν δημιούργημα του Κλεισθένη.
4.Σεμιαέξοχημελέτη, Doriens et Ioniens, Essai sur la valeur du critere ethnique applique a I’ etude de V histoire et de la civilisation grecques, Παρίσι, 1956, σ. 39-44, o Ed. Will παρουσίασε μια εξονυχιστική ανάλυση αυτού του κειμένου. Δεν μπορούμε όμως να τον ακολουθήσουμε εντελώς. Θέλοντας να αποδείξει, ενάντια σ’ ολόκληρη σχεδόν τη γερμανική σχολή, ότι η αντίθεση ανάμεσα σε Δωριείς και Ίωνες δεν έχει τη «φυλετική» σημασία που συχνά της αποδόθηκε και ιδιαίτερα ότι είναι ανακριβές πως η τυραννία ήταν συστηματικά αντιδωρική – ιδέες στο σύνολό τους σωστές – ο Ed. Will είδε στη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη της Σικυώνας μια απλή συνέπεια της πολιτικής του κατά του Άργους. Ο Ηρόδοτος ασφαλώς δεν λέει τέτοιο πράγμα· αντίθετα επιμένει στη διαφορά μεταχείρισης ανάμεσα στις δωρικές φυλές και τη φυλή του Κλεισθένη. Είναι αλήθεια, για να χρησιμοποιήσουμε τις εκφράσεις του Ed. Will, ότι «πολύ νερό είχε κυλήσει» από την εποχή της σύστασης αυτών των φυλών και ότι στην πραγματικότητα ο πληθυσμός θα έπρεπε να ήταν ενοποιημένος, αυτό όμως δεν σημαίνει πως είχε εξαφανισθεί κάθε «εθνική συνείδηση». Ας υπενθυμίσουμε πως ο κόμης του Μπουλενβιλιέ και μετά απ’ αυτόν πολλά διακεκριμένα πνεύματα του 18ου αιώνα και της αρχής του 19ου πίστεψαν ειλικρινά ότι η αντίθεση μεταξύ ευγενών και Τρίτου- Κράτους (Tiers-Etat) στην προεπαναστατική Γαλλία ήταν μια προέκταση του ανταγωνισμού μεταξύ Φράγκων και Γαλατών.
5.Οι διαφορές αυτές έχουν επισημανθεί, με κάποια δόση υπερβολής ίσως, από τον J.L. Myres, Melanges Glotz, σ. 662-3. Ιδιαίτερα, δεν νομίζουμε ότι η σύγκριση που κάνει
ο Ηρόδοτος είναι «εσκεμμένα λανθασμένη».
6.Είχε όμως συμμετάσχει, στο πλευρό των Αμφικτυόνων, στον πρώτο ιερό πόλεμο, για να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Πυθίας: Παυσανίας, 2,9,6 και 10, 36,6’ Σχόλια Πινδάρου, Νεμεόνικος, 9, 2· Πολύαινος, 3, 5.
7.Πβ. Ε. Szanto, «Die griechischen Phylen», στοAusgewalte Abhandlungen, σ. 230-3 και264-8, καιK. Latte, RE, λ. Phylen, στήλ. 999 κ. εξ.
8.Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από τη Σούδα, λ. Πάντα οκτώ, που αποδίδει αυτή τη μεταρρύθμιση στον Αλήτη. Ο Ed. Will («Korinthiaka», σ. 612, σημ. 2) προτείνει με κάποιες επιφυλάξεις την υπόθεση ότι η οκταδική οργάνωση ανάγεται στους τυράννους.
9.Τρεις απ’ αυτές τις φυλές είναι γνωστές από την επιγραφή των Μολπών (Syll.3, 57), που χρονολογείται στον 5ο αιώνα, αλλά διατηρήθηκε σε ένα ελληνιστικό αντίγραφο: οι Βωρεϊς, οι Οϊνωπες και οι Όπλητες. Μια άλλη επιγραφή αναφέρει τους Άργα- δεϊς. Η παρουσία των Γελεόντων και των Αίγικορέων είναι απλώς μια υπόθεση. Όσο για τις έξι φυλές της Κυζίκου, μνημονεύονται σε μια επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. (G. Mendel, Musees imperaux ottomans, Catalogue des Sculptures grecques, romaines et byzantines, III, σ. 70-2, αρ. 858). Ας προσθέσουμε πως μια άλλη αποικία της Μιλήτου, οι Τόμοι, στον Εύξεινο πόντο, φαίνεται πως είχαν μόνο τις τέσσερις ιωνικές φυλές: πβ. 1. Stoian, Studii classice, 1961, σ. 175-202. Δίνουμε όλες αυτές τις πληροφορίες απλά και μόνο για να τονίσουμε πόσο πενιχρές είναι οι πηγές μας για την αρχαϊκή περίοδο, τη μόνη που μας απασχολεί εδώ. Βλ. τέλος, σχετικά με το πρόβλημα αυτό, J. Berard, L’ expansion et la colonisation grecques jusqu’ aux guerres mediques, Παρίσι, 1960, σ. 52-4.
10. Πβ. K. Latte, ό.π., στήλ. 1000.
11. Πβ. Tod, αρ. 1. Αυτό το θεμελιώδες τεκμήριο, η «πολιτεία της Χίου», αναδημο- σιεύθηκε και επανερμηνεύθηκε πρόσφατα από τον L. Η. Jeffery, «The courts of justice in archaic Chios», BSA, 1956, σ. 157-67, και στη συνέχεια (με ορισμένες νέες ανασυστάσεις) από τον J. Η. Oliver, AJPh, 1959, σ. 296-305. Όπως φαίνεται δεν ήταν μια κύρβις, ανάλογη μ’ αυτές που έφεραν τους νόμους του Σόλωνα (αυτή ήταν η άποψη του Wilarao- witz), αλλά μια συνηθισμένη στήλη, που ο L. Η. Jeffery χρονολογεί για λόγους επιγραφικούς στα 575-550′ το κείμενο θεσμοθετούσε τη λειτουργία μιας δικαστικής βουλής η οποία χαρακτηριζόταν δημοσίη σε σχέση, χωρίς αμφιβολία, προς κάποιο άλλο δικαστήριο. Η χρονολόγηση αυτή δεν επιτρέπει πλέον να θεωρούμε το κείμενο σαν πρότυπο για την Αθήνα του Σόλωνα. Ας προσθέσουμε, τέλος, ότι μια επιγραφή μάς πληροφορεί για την ύπαρξη, στο Άργος, μιας ομάδας εννιά δημιουργών, αριθμό που πρέπει χωρίς αμφιβολία να συσχετίσουμε με τον αριθμό των δωρικών φυλών, σύμφωνα με την υπόδειξη του Ν. G. L. Hammond, CQ, 1960, σ. 33-6. Το ίδιο ισχύει για τους έξι δημιουργούς που αναφέρονται στο SEG, XI, 314.
12. Πλούταρχος, Λυκούργος, 6. Από μια τεράστια βιβλιογραφία ας ξεχωρίσουμε τη μελέτη του W. den Boer, Laconian studies, Άμστερνταμ, 1954, σ. 153-79.
13. 1, 170. Αναφερόμενος στην επέμβαση του Θαλή του Μιλήσιου, ο Ηρόδοτος σημειώνει πως ο Θαλής ήταν φοινικικής καταγωγής, παρεμβολή που προβλημάτισε τους σχολιαστές και που πολλοί θεώρησαν, ακολουθώντας τον Πλούταρχο, Περί τής ‘Ηροδότου κακοηθείας, 15,858α, ότι έχει ειρωνικό περιεχόμενο. Αλλά ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης (5,57) ότι οι τυραννοκτόνοι είχαν κι αυτοί φοινικική καταγωγή.
14. «… κοινῷ στόλῳ Ἴωνας ἀερθέντας πλέειν ἐς Σαρδώ καί ἔπειτα πόλιν μίαν κτίζειν πάντων Ἰώνων», Ηρόδοτος, 1, 170. Μόνο οι Φωκαιείς θα αποφασίσουν ένα μαζικό αποικισμό (Ηρόδοτος, 1, 164-5).
15. «ός έκέλευε έν βουλευτήριον ”Ιωνάς έκτήσθαι, τό δέ είναι έν Τέω (Τέων γάρ μέσον είναι Ίωνίης), τάς δέ άλλας πόλις οΐκεομένας μηδέν ήσσον νομίζεσθαι κατά περ εΐ δήμοι είεν», Ηρόδοτος, 1, 170.
16. Ηρόδοτος, 1, 74.
17. Διογένης Ααέρτιος, 1, 1, 26.
18. Θεαίτητος, 174 a-b.
19. Ηρόδοτος, 5, 36· 5, 125.
20. Συχνά ο ιωνικός κόσμος ορίσθηκε, σε αντίθεση με την Σπάρτη και την Αθήνα, ως «μη πολιτικός» (Η. Berve). Ο S. Mazzarino ιδιαίτερα αντέδρασε σ’ αυτό τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό (πβ. Fra oriente e occidente, σ. 17 κ. εξ. και 209 κ. εξ.). Φαίνεται πως η πρόταση του Θαλή πρέπει να προστεθεί στο «φάκελλο». Μαρτυρεί την ύπαρξη σε ορισμένους χώρους μιας υπερπολιτικοποίησης, αν είναι επιτρεπτή η χρήση του νεολογισμού αυτού.
21. Πολιτικά, 7, 1319 b 18-22. Ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι είναι μερικές φορές απαραίτητο ακόμα και για μετριοπαθείς δημοκρατίες να συμπεριλάβουν στην πολιτική ζωή ανθρώπους που προηγουμένως δεν ήταν πολίτες. Αυτό, λέει, έκανε ο Κλεισθένης στην Αθήνα και αυτοί που εγκαθίδρυσαν τη δημοκρατία στην Κυρήνη (οί τον δήμον καθι- στάντες).
22. Ακολουθούμε τη χρονολογία που υποδεικνύει ο F. Chamoux, Cyrene sous la monarchie des Battiades, Παρίσι, 1953, σ. 142.
23. «ἔπεμπον ἐς Δελφούς ἐπειρησομένους ὅντινα τρόπον καταστησάμενοι κάλλιστα ἄν οἰκέοιεν. Ἡ δέ Πυθίη ἐκέλευε ἐκ Μαντινέης τής Ἀρκάδων καταρτιστήρα ἀγαγέσθαι. Αἴτεον ὧν οἱ Κυρηναῖοι, καί οἱ Μαντινέες ἔδοσαν ἄνδρα ταῶν ἀστών δοκιμώτατον, τῷ οὔνομα ἦν Δημώναξ. Οὗτος ὧν ἀνήρ ἀπικόμενος ἐς τήν Κυρήνην καί μαθών ἕκαστα τοῦτο μέν τριφύλους ἐποίησε σφέας, τῇδε διαθείς. Θηραίων μέν καί ταῶν περίοικων μίαν μοῖραν ἐποίησε, ἄλλην δέ Πελοποννησίων καί Κρητών, τρίτην δέ νησιωτέων πάντων. Τοῦτο δέ τῷ βασιλέι Βάττω τεμένεα ἐξελών καί ἱερωσύνας, τά ἄλλα πάντα τά πρότερον εἶχον οἱ βασιλέες ἐς μέσον τῷ δήμῳ ἔθηκε», Ηρόδοτος, 4, 161. Για το κείμενο αυτό και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, πβ. επίσης Ed. Will, «Aux origines du regime foncier grec», REA, 1957, σ. 11-2 καικυρίωςL. H. Jeffery, «The pact of the first settlers at Cyrene», Historia, 1961, σ. 142-4. O L. H. Jeffery αποδεικνύει πολύ καλά (ενάντια στον J. A. Ο. Larsen, RE, λ. Perioikoi, που ακολουθείται από τον Ph. Ε. Le- grand) ότι στους Περίοικους πρέπει να δούμε όχι τους εντόπιους αλλά τους απόγονους των αποίκων που ήλθαν από την περιοικίδα της Θήρας. Οι Θηραίοι, οι Περίοικοι, οι Πελοποννήσιοι και οι νησιώτες αποτελούν μια κατιούσα ιεραρχία με βάση την καταγωγή· οι πρώτοι είναι πολύ περισσότερο δωριείς από τους τελευταίους.
24. Ό. π., σ. 140. Ο G. Thomson, Studies on ancient Greek society, I, The prehistoric Aegean, Λονδίνο, 1949, σ. 319 κ. εξ., προσπάθησε να αποδείξει πως η μεταρρύθμιση του Δημώνακτα είχε χαρακτήρα αναδασμού. Φαίνεται απίθανο- το πρόβλημα της γης δεν έπρεπε να είναι οξύ για πολλούς λόγους: η Αιβύη είναι εύφορη, όπως υπενθυμίζει ο F. Chamoux, ήταν δυνατό να πάρουν τη γη των ιθαγενών, όπως παρατηρεί ο Ed. Will, και κυρίως, η Κυρήνη μόλις είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού της με την απώλεια επτά χιλιάδων οπλιτών στη μάχη εναντίον των Λιβύων στον Λεύκωνα Ηρόδοτος. 4. 160). Στην πραγματικότητα φαίνεται πως ο G. Thomson συγχέει τα γεγονότα της αρχής του 6ου αιώνα και αυτά για τα οποία μιλάμε.
25. F. Chamoux, ό.π., σ. 138.
26. Πβ. τα παραδείγματα που δίνει ο F. Chamoux, ό.π., σ. 139, σημ. 1.
27. «Sur Γevolution des rapports entre colonies et metropoles en Grece a partir du Vie siecle», La Nouvelle Clio, 1954, σ. 413-60.
28. Διόδωρος, 5, 9. Σχετικά με το γεγονός αυτό, πβ. Ed. Will, REA, 1957, σ. 7-8. Την ίδια τόλμη παρατηρούμε στην «αποικιακή» πολεοδομία, ιδιαίτερα στην Κυρήνη: πβ. R. Martin, L’ urbanisme dans le monde grec, Παρίσι, 1956, σ. 76 κ. εξ.
29. Για τον Δωριέα, πβ. τέλος την όχι τόσο τεκμηριωμένη μελέτη που του αφιέρωσε ο A. S. von Stauffenberg, Historia, 1960, σ. 181-215.
30. Ηρόδοτος, 5, 41-6.
31. Ίσως ο Ed. Will, La Nouvelle Clio, 1954, σ. 413 κ. εξ., υπερβάλλει κάπως τα πράγματα. Δεν απέδειξε πραγματικά πως ο Μιλτιάδης ο Πρεσβύτερος και ο Πεισίστρατος ενεργούσαν για λογαριασμό των Αθηνών. Η προσέγγιση που κάνει εξάλλου ανάμεσα στον Μιλτιάδη και τον Δωριέα («Miltiade et Dorieus», La Nouvelle Clio, 1955- 56-57, σ. 127-32) είναι ενδιαφέρουσα, δεν είναι όμως δυνατό να τον ακολουθήσουμε εντελώς. Είναι αλήθεια ότι ο Δωριεύς, όπως κι ο Μιλτιάδης, εγκατελείπει την πατρίδα του μετά από μια πολιτική διαμάχη και με τη συγκατάθεση του αρχηγού της πόλης· οι δεσμοί του όμως με την Σπάρτη είναι τόσο χαλαροί ώστε κανένας δεν προσφέρεται να τον βοηθήσει ούτε να τον εκδικηθεί, πράγμα που θα θεωρηθεί εξάλλου σκανδαλώδες (πβ. τους λόγους του Γέλωνα της Συρακούσας, στον Ηρόδοτο, 7, 158). Μήπως επειδή είχε αποτύχει; Ο Ηρόδοτος, 5, 42, διευκρινίζει πως ο Δωριεύς – αντίθετα από τον Μιλτιάδη – ενεργεί χωρίς να έχει συμβουλευθεί τους Δελφούς.
32. 6, 34-6.
33. Ed. Will, La Nouvelle Clio, 1954, σ. 436.
34. Αν πιστέψουμε μια περίεργη πληροφορία που δίνει ο Κικέρων, Leges, 2, 14, 4, ο Κλεισθένης είχε εμπιστευθεί την προίκα των θυγατέρων του στην Ήρα της Σάμου. Μια τέτοια μορφή ασφάλισης συμφωνεί πράγματι με την παράδοση των Αλκμαιωνιδών.
35. Και ακόμα και σαν «κέντρο πληροφοριών» όπως πολύ σωστά λέει ο L. Gernet στην κριτική του στο βιβλίο του J. Defradas, Les themes de la propagande delphique, Παρίσι, 1954, στις Annales, ESC, 1955, σ. 541. Για το ρόλο των Δελφών στον αποικι- σμό, βλ., εκτός από τις υπεραισιόδοξες σελίδες του J. Defradas (ό.π., σ. 233 κ. εξ.), Η. W. Parke και D. Ε. Wormel, The Delphic oracle, I, The History, Οξφόρδη, 1956, σ. 49-81.
36. «Προσηγόρευσε δέ τῶν δήμων τούς μέν ἀπό τῶν τόπων, τούς δέ ἀπό ταῶν κτισάντων», Αριστοτέλης, ’Αθηναίων Πολιτεία, 21, 5. Η συνέχεια της πρότασης «οὐ γάρ ἀπόντες ὑπήρχον ἔτι τοῖς τόποις» είναι αρκετά περίεργη. Χωρίς αμφιβολία σημαίνει ότι ορισμένοι ιδρυτές δεν υπήρχαν πια και έτσι είχε σταματήσει και η απόδοση τιμών στους τόπους που είχαν ιδρύσει.
37. Πβ. J. Pouilloux, La forteresse de Rhammonte, Παρίσι, 1954, επιγραφέςαρ. 25- 26. Η πρώτη αποκαλύπτει την ύπαρξη στον 4ο αιώνα ενός ιερέα του ήρωα αρχηγέτη, η δεύτερη είναι μια αφιέρωση του τέλους του 6ου αιώνα ή της αρχής του 5ου στον ίδιο αυτό ήρωα. Πβ. επίσης Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ, 60, που χρησιμοποιεί τη συγγενική λέξη ἀρχηγός για να χαρακτηρίσει τον ήρωα Κολωνό και Πλάτων, Λύσις, 205 d.
38. Αθηναίων Πολιτεία, 21, 6.
39. Άρχηγέται ηγεμόνες οί επώνυμοι των φυλών. Αριστοφάνης Γήρᾳ· ὁ δέ μεθύων ἤμει παρά τούς ἀρχηγέτας, Bekker, Anecdota Graeca, I, 449· J. M. Edmonds, The fragments of Attic comedy, I, an. 125 (126 Kock), σ. 604. Πβ. επίσης τον ορισμό του Ησύχιου: Ἀρχηγέται· ἥρωες ἐπώνυμοι ταῶν φυλῶν ἤ θεοί ἐν Ἀθήναις, καθώς και ένα χρησμό στο [Δημοσθένης], 43, 66. Η λέξη αρχηγός είχε μια εναλλακτική χρήση, πβ. [Δημοσθένης], 40, 30-1.
40. Δεν υπάρχει ολοκληρωμένη μελέτη για τη λέξη αρχηγέτης. Πβ. ωστόσο W. Vol- lgraff, «Inhumation en terre sacree dans Γ Antiquite grecque», Memoires presentes par divers savants a I’Academie des inscriptions et belles lettres, 1951, σ. 315-98 (άρθρο δυστυχώς πολύ συγκεχυμένο), και L. Η. Jeffery, Historia, 1961, σ. 144-6, με τον οποίο δεν συμφωνούμε εξάλλου σε όλα τα συμπεράσματα. Οι αναλύσεις του P. Foucart (Memoires de 1’ Academie des inscriptions et belles lettres, 1922, σ. 116 κ. εξ.), που θεωρεί τους αρχηγέτες ως την ανώτατη κατηγορία ηρώων, είναι απαράδεκτες για την αρχαϊκή εποχή.
Ας υπενθυμίσουμε απλώς εδώ ορισμένα γεγονότα. Στην Δήλο, ο Απόλλων είναι ο θεός αρχηγέτης (πβ. Η. Gallet de Santerre, Delos primitive et archaique, Παρίσι, 1958, σ. 268-70), όπως είναι επίσης και στην Κυρήνη (Πίνδαρος, Πυθιόνικος, 5, 60 και SEG, IX, 3) και στην Νάξο (Θουκυδίδης, 6, 3). Στην Ελευσίνα, ο Ίακχος είναι ο αρχηγέτης των μυστηρίων (Στράβων, 10, 468· F. Sokolowski, Lois sacrees…, SuppL, 10, 67: πβ. P. Boyance, REG, 1962, σ. 481). Στην Θήρα, σε έναν κατάλογο κύριων ονομάτων της αρχαϊκής εποχής (1G, XII, 3, 762) ένα από τα πρόσωπα χαρακτηρίζεται αρχηγέτης, πρόκειται όμως για έναν βασιλιά (F. Hiller von Gaertringen, 1G, XII, Suppl. 1939, σ. 89) ή για τον ιδρυτή μιας λατρείας (L. Η. Jeffery, ό.π., σ. 149); Στην Δήλο πάλι, φαίνεται πως υπήρχαν εφτά βασιλείς (Πλούταρχος, Συμπόσιον τώνέπτά σοφών, 20, 163 c). Στην Κυρήνη επίσης, η στήλη των ιδρυτών αποκαλεί αρχηγέτη όχι μόνο τον Απόλλωνα αλλά και τον Βάττο τον 1ο· το τεκμήριο αυτό, αν δεν ανάγεται στον «όρκο των ιδρυτών» του 7ου αιώνα, όπως πιστεύει ο A. J. Graham, JHS, 1960, σ. 94-111, μπορεί τουλάχιστον να χρησιμοποιεί κάποιο τοπικό χρονικό (F. Chamoux, Cyrene…, σ. 108). Στην Σπάρτη, ο Ηρακλής και οι γιοι του ήταν οι αρχηγέτες της πόλης (Ξενοφών, ‘Ελληνικά, 6, 3, 4 και 6, 5, 47)· αρχηγέτες αποκαλεί και τους βασιλείς της Σπάρτης ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 6), αναφέροντας και σχολιάζοντας τη ‘ρήτρα του Λυκούργου, ίσως όμως στην πραγματικότητα πρόκειται για τους βασιλείς ιδρυτές, όπως υπέδειξε ο L. Η. Jeffery (ό.π., σ. 149). Στις Ἰκέτιδες του Αισχύλου, αρχηγέτες είναι οι ηγέτες της χώρας (184) και ο ίδιος ο βασιλεύς Πελασγός (251), επώνυμος των Πελασγών. Τέλος ο Ηρόδοτος, 9, 86, χαρακτηρίζει με αυτό το όνομα τους αρχηγούς του φιλοπερσικού κόμματος της Θήβας· η σημασία, στην τελευταία αυτή περίπτωση, είναι καθαρά πολιτική. Η κοινή βασική έννοια που προκύπτει απ’ όλα αυτά τα κείμενα είναι λοιπόν η έννοια της πρωταρχικής ανάληψης καθηκόντων, της θεμελιώδους υπευθυνότητας.
41. Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 644· Πλούταρχος, ’Αλκιβιάδης, 2, κ.λπ.
42. Η διάκριση είναι σαφής στην Νάξο (Θουκυδίδης, 6, 3) και ίσως στην Θάσο (πβ. J. Pouilloux, Recherches sur Γhistoire et les cultes de Thasos, I, Παρίσι, 1951, σ. 334-5). Αντίθετα στον έβδομο Ολυμπιόνικο ο Τληπόλεμος είναι ταυτόχρονα οικιστής (30) και αρχηγέτης (78) της Ρόδου.
43. Πβ. P. Foucart, ό.π., σ. 117.
44. Ηρόδοτος, 6, 38. Ξέρουμε εξάλλου (Σχόλια Πινδάρου, Όλυμπιόνικος, 1, 149 b) ότι οι οικιστές ήταν ενταφιασμένοι στην καρδιά της πόλης. Ο Παυσανίας, 1, 29
6, μνημονεύει τον τάφο του Κλεισθένη, τον οποίο θεωρεί ιδρυτή των δέκα φυλών, και τον τοποθετεί στην περιοχή της Ακαδημίας, ανάμεσα στους τάφους των πολεμιστών που είχαν τιμηθεί για το θάρρος τους.
45. Recherches sur 1’ Agora grecque, σ. 164-201.
46. Οι πηγές αναφέρονται στο R. Ε. Wycherley, The Athenian Agora, III, αρ. 229- 255. Είναι γνωστό ότι οι αμερικανικές ανασκαφές στην Αγορά έφεραν στο φως ένα μνημείο που αρχικά ονομάσθηκε απλώς Περίφραγμα ή Φρακτός Περίβολος και στη συνέχεια αναγνωρίσθηκε με βεβαιότητα ως ο περίβολος των επωνύμων. Πβ. R. Stilwell, Hesperia, 1933, σ. 137-9 (για την αρχαιολογική περιγραφή) και Η. A. Thompson, στο ίδιο, 1952, ο. 91-3 (για την ερμηνεία). Η περιγραφή αυτού του μνημείου από τον Παυσανία, 1, 5, 2-5, διασαφηνίσθηκε από τον Ε. Vanderpool, «The route of Pausanias in the Athenian Agora», στο ίδιο, 1949, σ. 129-32. To μνημείο αναδιαρθρώθηκε σημαντικά μετά την προσθήκη, στις κλεισθενικές φυλές, δυο και έπειτα τριών νέων φυλών. Η μόνη χρονολογική ένδειξη που δόθηκε από τους αμερικανούς αρχαιολόγους για τό πρώτο μνημείο είναι, απ’ όσο ξέρουμε, αυτή του Η. A. Thompson, Hesperia, 1952, σ. 58: «Η αρχιτεκτονική γραμμή του μνημείου των επωνύμων ηρώων, σε συνδυασμό με τις λογοτεχνικές αναφορές σ’ αυτό, αποδεικνύουν μια ημερομηνία στο τελευταίο τέταρτο του πέμπτου αιώνα».
47. Ηρόδοτος, 2, 7 και 6, 108- Θουκυδίδης, 6, 54. Πβ. την εμπεριστατωμένη μελέτη της Μ. Crosby, «The altar of the twelve Gods in Athens», Hesperia, Suppl. 8, 1949, σ. 82-103. Εκτός από την αρχαιολογική περιγραφή του Δωδεκαθέου της Αθήνας, το άρθρο περιέχει μια ανάλυση των λογοτεχνικών και επιγραφικών πηγών. Πβ. επίσηςR. Ε. Wycherley, The Athenian Agora, 111, αρ. 363-78.
48. Ηρόδοτος, 6, 108.
49. Ηρόδοτος, 2, 7′ IG, II2, 2640.
50. 6, 54. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ο λαός της Αθήνας αφαίρεσε την αφιέρωση του Πεισίστρατου με την ευκαιρία της ανακαίνισης και της επέκτασης του βωμού. Διατήρησε όμως την αφιέρωση στον Πύθιο Απόλλωνα από το ίδιο πρόσωπο.
51. Για την έννοια αυτής της αντίθεσης πβ. σ. 86.
52. Πβ. V. Ehrenberg, The Greek State,, σ. 30 κ. εξ.
53. Πολυδεύκης, 8, 108 και Φώτιος, Λεξικόν, λ. ναυκραρία. Βιβλιογραφία για τις ναυκραρίες στο V. Ehrenberg, ό.π., σ. 246 και Η. Bengtson, Griechische Geschiehte2, σ. 119, σημ. 2.
54. «τΗν δ’ έπΐ των ναυκραριών άρχή καθεατηκυϊα ναύκραροι, τεταγμένη πρός τε τάς εισφοράς καί τάς δαπάνας τάς γινομένας», ’Αθηναίων Πολιτεία, 8, 3.
55. Οφείλουμε αυτή την παρατήρηση στον V. Ehrenberg, ό.π., σ. 51.
56. Πβ. σ. 123.
57. Πβ. σ. 141, σημ. 6.
58. Σύμφωνα με μια πληροφορία που δεν μπορούμε να ελέγξουμε και η οποία προέρχεται από τον Κλείδημο (FGrHist, 323, απ. 7-8), ο Κλεισθένης αντικατέστησε τις σαρανταοκτώ αρχαίες ναυκραρίες με πενήντα γεωγραφικές περιοχές με το ίδιο όνομα. Η πραγματικότητα αυτής της μεταρρύθμισης συχνά αμφισβητήθηκε (πβ. F. Jacoby, ad locum) και πράγματι φαίνεται πως αντικρούεται από τον Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία, 21, 5, ο οποίος προσδιορίζει ότι στο κλεισθενικό σύστημα οι δήμαρχοι αντικαθιστούν τους ναύκραρους.
59. Ο Η. Bengston, ό.π., σ. 141, δικαιολογημένα προβάλλει αυτή την παρατήρηση
σχετικά με την κλεισθενική μεταρρύθμιση.
60. Αριστοτέλης, ’Αθηναίων Πολιτεία, 7.
61. «Εἶτ’ ἔδοξεν αὐτοῖς διά τό στασιάζειν ἄρχοντας ἑλέσθαι δέκα, πέντε μέν εὐπατριδῶν τρεῖς δέ ἀγροίκων δύο δέ δημιουργῶν», ’Αθηναίων Πολιτεία, 13,2. Σε ένα άρθρο με υπέρ το δέον κριτικό πνεύμα, ο L. Gemet, «Les dix archontes de 581», RPh, 1938, σ. 216-27, προσπάθησε να αποδείξει πως αυτή η δεκαρχία δεν υπήρξε ποτέ, αλλά ότι επινοήθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα στους χώρους των ευγενών που υιοθετούσαν τις πολιτικές θεωρίες του Ιππόδαμου. Για αντίθετη άποψη και σε συμφωνία με το κείμενο του Αριστοτέλη, πβ. Η. Bengtson, Griechische Geschichte2, σ. 123, σημ. 2· R. Sealey, Historia, 1961, σ. 513. Καταλήγουμε και εμείς στο ίδιο συμπέρασμα γιατί ο αθηναϊκός 6ος αιώνας, μυστηριώδης και πολύπλευρος ταυτόχρονα, είναι μάρτυρας μεταβολών τόσο αστραπιαίων ώστε δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις ενδείξεις του Αριστοτέλη. Για μια ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη ανασύσταση (όπου οι δημιουργοί δεν αποτελούν τάξη), πβ. F. R. Wiist, Historia, 1959, σ. 111.
62. Griechische Geschichte, II2, σ. 328 κ. εξ.
63. Πβ. U. Kahrstedt, RE, λ. Kleisthenes2, στήλ. 620, καιKiio, 1940, σ. 4-6′ Υ. Bequi- gnon, BFS, 1946-47, σ. 155. Γενικά παρατηρούμε πως οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη δομή του Κράτους από τους τυράννους του 7ου και 6ου αιώνα είναι σπάνιες αν όχι ανύπαρκτες.
64. Το γεγονός είναι αναμφισβήτητο για τις φυλές 9 και 2. Αλλά οι δυο τριττύες μεσογείων-παραλίας της τρίτης φυλής, που μοιάζουν με δυο αντίστροφα τρίγωνα με κοινή κορυφή, συνορεύουν μόνο σε ένα σημείο. Η παραλιακή τριττύα της 5ης φυλής είναι μια νησίδα μέσα στην αντίστοιχη της 4ης και δεν συνορεύει με την τριττύα της μεσογείου της ίδιας φυλής. Ας προσθέσουμε ότι στα δυτικά της Αττικής, δυο τριττύες της 6ης φυλής έχουν κοινά σύνορα, χωρίς να αναζητούμε πολιτική σημασία σ’ αυτό το γεγονός.
65. Πβ. σ. 28.
66. Πβ. στο ίδιο πνεύμα V. Ehrenberg, Neugriinder des Staates, Μόναχο, 1925, σ. 128· Η. Bengtson, Griechische Geschichte2, σ. 140, σημ. 2- D. Μ. Lewis, Historia, 1963, σ. 36.
67. Λάβαμε γνώση πολύ αργά για το άρθρο του G. A. Galitis, «Ἀρχηγός- Ἀρχηγέτης ἐν τῇ ἑλληνικῇ γραμματείᾳ καί θρησκείᾳ», Athena, 1960, σ. 17-138· για τον Κλεισθένη πβ. σ. 109-10.