Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ - Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 147b-148b)

«Ἀλλὰ τοῦτο μέν,» εἶπεν ὁ Θαλῆς, «Πιττακοῦ ἐστιν, εἰρημένον ἐν παιδιᾷ ποτε πρὸς Μυρσίλον·

[147c] ἐγὼ δὲ θαυμάσαιμ᾽ ἄν,» ἔφη, «οὐ τύραννον ἀλλὰ κυβερνήτην γέροντα θεασάμενος. πρὸς δὲ τὴν μετάθεσιν τὸ τοῦ νεανίσκου πέπονθα τοῦ βαλόντος μὲν ἐπὶ τὴν κύνα πατάξαντος δὲ τὴν μητρυιὰν καὶ εἰπόντος “οὐδ᾽ οὕτω κακῶς.” διὸ καὶ Σόλωνα σοφώτατον ἡγησάμην οὐ δεξάμενον τυραννεῖν. καὶ Πιττακὸς οὗτος εἰ μοναρχίᾳ μὴ προσῆλθεν, οὐκ ἂν εἶπεν ὡς “χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι.” Περίανδρος δ᾽ ἔοικεν ὥσπερ ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν, χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς ἄχρι γε νῦν καὶ συνουσίας ἀνδρῶν νοῦν ἐχόντων ἐπαγόμενος,

[147d] ἃς δὲ Θρασύβουλος αὐτῷ κολούσεις τῶν ἄκρων οὑμὸς πολίτης ὑφηγεῖται μὴ προσιέμενος. γεωργοῦ γὰρ αἴρας καὶ ὀνώνιδας ἀντὶ πυρῶν καὶ κριθῶν συγκομίζειν ἐθέλοντος οὐδὲν διαφέρει τύραννος ἀνδραπόδων μᾶλλον ἄρχειν ἢ ἀνδρῶν βουλόμενος· ἓν γὰρ ἀντὶ πολλῶν κακῶν ἀγαθὸν αἱ δυναστεῖαι τὴν τιμὴν ἔχουσι καὶ τὴν δόξαν, ἄνπερ ἀγαθῶν ὡς κρείττονες ἄρχωσι καὶ μεγάλων μείζονες εἶναι δοκῶσι· τὴν δ᾽ ἀσφάλειαν ἀγαπῶντας ἄνευ τοῦ καλοῦ προβάτων ἔδει πολλῶν καὶ ἵππων καὶ βοῶν ἄρχειν, μὴ ἀνθρώπων. ἀλλὰ γὰρ εἰς οὐδὲν προσήκοντας

[147e] ἐμβέβληκεν ἡμᾶς,» ἔφη, «ὁ ξένος οὑτοσὶ λόγους, ἀμελήσας λέγειν τε καὶ ζητεῖν ἃ ἁρμόττει ἐπὶ δεῖπνον βαδίζουσιν. ἦ γὰρ οὐκ οἴει, καθάπερ ἑστιάσοντος ἔστι τις παρασκευή, καὶ δειπνήσοντος εἶναι; Συβαρῖται μὲν γὰρ ὡς ἔοικε πρὸ ἐνιαυτοῦ τὰς κλήσεις ποιοῦνται τῶν γυναικῶν, ὅπως ἐκγένοιτο κατὰ σχολὴν παρασκευασαμέναις ἐσθῆτι καὶ χρυσῷ φοιτᾶν ἐπὶ τὸ δεῖπνον· ἐγὼ δὲ πλείονος οἶμαι χρόνου δεῖσθαι τὴν ἀληθινὴν τοῦ δειπνήσοντος ὀρθῶς παρασκευήν, ὅσῳ χαλεπώτερόν ἐστιν ἤθει τὸν πρέποντα κόσμον ἢ σώματι τὸν περιττὸν

[147f] ἐξευρεῖν καὶ ἄχρηστον. οὐ γὰρ ὡς ἀγγεῖον ἥκει κομίζων ἑαυτὸν ἐμπλῆσαι πρὸς τὸ δεῖπνον ὁ νοῦν ἔχων, ἀλλὰ καὶ σπουδάσαι τι καὶ παῖξαι καὶ ἀκοῦσαι καὶ εἰπεῖν ὡς ὁ καιρὸς παρακαλεῖ τοὺς συνόντας, εἰ μέλλουσι μετ᾽ ἀλλήλων ἡδέως ἔσεσθαι. καὶ γὰρ καὶ ὄψον πονηρὸν ἔστι παρώσασθαι, κἂν οἶνος ᾖ φαῦλος, ἐπὶ τὰς νύμφας καταφυγεῖν· σύνδειπνος δὲ κεφαλαλγὴς καὶ βαρὺς καὶ ἀνάγωγος παντὸς μὲν οἴνου καὶ ὄψου πάσης δὲ μουσουργοῦ χάριν ἀπόλλυσι καὶ λυμαίνεται, καὶ οὐδ᾽ ἀπεμέσαι

[148a] τὴν τοιαύτην ἀηδίαν ἕτοιμόν ἐστιν, ἀλλ᾽ ἐνίοις εἰς ἅπαντα τὸν βίον ἐμμένει τὸ πρὸς ἀλλήλους δυσάρεστον, ὥσπερ ἑωλοκρασία τις ὕβρεως ἢ ὀργῆς ἐν οἴνῳ γενομένης. ὅθεν ἄριστα Χίλων, καλούμενος ἐχθές, οὐ πρότερον ὡμολόγησεν ἢ πυθέσθαι τῶν κεκλημένων ἕκαστον. ἔφη γὰρ ὅτι σύμπλουν ἀγνώμονα δεῖ φέρειν καὶ σύσκηνον οἷς πλεῖν ἀνάγκη καὶ στρατεύεσθαι· τὸ δὲ συμπόταις ἑαυτὸν ὡς ἔτυχε καταμιγνύειν οὐ νοῦν ἔχοντος ἀνδρός ἐστιν. ὁ δ᾽ Αἰγύπτιος σκελετός, ὃν ἐπιεικῶς εἰσφέροντες εἰς τὰ συμπόσια προτίθενται καὶ

[148b] παρακαλοῦσι μεμνῆσθαι τάχα δὴ τοιούτους ἐσομένους, καίπερ ἄχαρις καὶ ἄωρος ἐπίκωμος ἥκων, ὅμως ἔχει τινὰ καιρόν, καὶ εἰ μὴ πρὸς τὸ πίνειν καὶ ἡδυπαθεῖν ἀλλὰ πρὸς φιλίαν καὶ ἀγάπησιν ἀλλήλων προτρέπεται, καὶ παρακαλεῖ τὸν βίον μὴ τῷ χρόνῳ βραχὺν ὄντα πράγμασι κακοῖς μακρὸν ποιεῖν.»

***
«Μα η φράση αυτή», είπε ο Θαλής, «είναι του Πιττακού, που την είπε κάποτε σε μια ομαδική διασκέδαση ενσχέσει με τον Μυρσίλο·

[147c] εμένα», είπε, «θα με παραξένευε πολύ, αν έβλεπα όχι γέρο τύραννο, αλλά γέρο κυβερνήτη πλοίου. Όσο για τη μετακίνηση της φράσης, συνέβη και σ᾽ εμένα ό,τι σ᾽ εκείνον τον νεαρό που πέταξε μια πέτρα για να χτυπήσει το σκυλί του, χτύπησε όμως τη μητριά του και —τότε— είπε: “Και έτσι δεν είναι άσχημα”. Γι᾽ αυτό και θεώρησα σοφότατο τον Σόλωνα που δεν δέχτηκε να γίνει τύραννος. Αλλά και ο Πιττακός επίσης, αν δεν είχε γίνει μονάρχης, δεν θα είχε πει πως είναι “δύσκολο να είναι κανείς καλός”. Όσο για τον Περίανδρο, μολονότι η τυραννίδα τον πρόσβαλε σαν κληρονομική αρρώστια, φαίνεται πως συνέρχεται καλά από την αρρώστια του χάρη στις υγιεινές συντροφιές που έχει ώς τώρα και στη συναναστροφή με μυαλωμένους ανθρώπους που εξασφαλίζει στον εαυτό του,

[147d] αποκρούοντας την υπόδειξη του συμπολίτη μου Θρασύβουλου να κόβει όσες κορυφές προεξέχουν. Γιατί ο τύραννος που προτιμάει να κυβερνάει ανδράποδα παρά ελεύθερους ανθρώπους δεν διαφέρει καθόλου από τον γεωργό που θέλει να συγκομίζει όχι σιτάρι και κριθάρι αλλά ήρες και τριβόλια· γιατί τα τυραννικά καθεστώτα ένα μόνο καλό έχουν ως αντιστάθμισμα για τα πολλά κακά τους, την τιμή και τη δόξα — αν βέβαια οι τύραννοι κυβερνούν καλούς ανθρώπους φροντίζοντας να είναι καλύτεροι από αυτούς και αν φαίνεται να ξεπερνούν τους πολίτες τους στη μεγαλοσύνη· αν όμως μένουν ευχαριστημένοι με την ασφάλεια δίχως την τιμή, ε τότε θα έπρεπε να κυβερνούν κοπάδια πρόβατα, άλογα και βόδια, και όχι ανθρώπους. Τούτος εδώ, πάντως, ο ξένος μας

[147e] μάς έμπλεξε», είπε, «σε συζητήσεις τελείως αταίριαστες, παραλείποντας να μιλάει και να διερευνά θέματα που ταιριάζουν σε ανθρώπους που πηγαίνουν σε δείπνο. Αλήθεια, δεν νομίζεις ότι, όπως ακριβώς πρέπει να προετοιμασθεί με κάποιον τρόπο αυτός που θα παραθέσει το δείπνο, πρέπει επίσης να προετοιμασθεί και αυτός που θα συμμετάσχει στο δείπνο; Οι Συβαρίτες, επί παραδείγματι, κάνουν τις προσκλήσεις των γυναικών πριν από ένα χρόνο, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να προσέλθουν στο δείπνο έχοντας ετοιμάσει με την ησυχία τους τα φορέματα και τα κοσμήματά τους. Εγώ προσωπικά είμαι της γνώμης ότι η σωστή προετοιμασία αυτού που θα συμμετάσχει στο δείπνο με τον καθωσπρέπει τρόπο, απαιτεί περισσότερο χρόνο, και ο λόγος είναι ότι είναι δυσκολότερο να βρει κανείς τα στολίδια που ταιριάζουν στο χαρακτήρα και στην ψυχή

[147f] παρά να βρει τα περιττά και άχρηστα για το σώμα στολίδια. Γιατί ο νουνεχής άνθρωπος δεν φέρνει τον εαυτό του στο δείπνο σαν ένα αγγείο για να το γεμίσει, αλλά και για να ασχοληθεί με κάτι σοβαρό, να διασκεδάσει, να ακούσει και να πει πράγματα που η περίσταση απαιτεί από τους συνδαιτημόνες, αν είναι όλοι τους να περάσουν εκεί ευχάριστα. Ένα άνοστο φαγητό μπορείς να το βάλεις στην άκρη· αν το κρασί είναι κακό, μπορείς να καταφύγεις στο νερό· ο σύνδειπνος όμως που πονοκεφαλιάζει τους υπόλοιπους και είναι φορτικός και απαίδευτος χαλάει και καταστρέφει την ευχαρίστηση κάθε κρασιού, κάθε φαγητού και κάθε τραγουδίστριας· και ούτε υπάρχει τρόπος να απαλλαγεί κανείς με εμετό

[148a] από μια τέτοια αηδία, αλλά σε μερικούς η αμοιβαία δυσαρέσκεια παραμένει σε όλη τη ζωή τους — κάτι σαν εωλοκρασία από κάποια προσβλητική συμπεριφορά ή από ξέσπασμα θυμού λόγω οινοποσίας. Έκανε λοιπόν πολύ καλά χτες ο Χίλωνας που, όταν πήρε την πρόσκληση, δεν την αποδέχτηκε αμέσως παρά μόνο όταν έμαθε έναν έναν τους καλεσμένους. Είπε, πράγματι, ότι έναν απερίσκεπτο συνταξιδιώτη της θάλασσας ή σύντροφο στη σκηνή είναι υποχρεωμένοι να τον ανεχθούν όσοι βρίσκονται στην ανάγκη να ταξιδέψουν ή να πάρουν μέρος σε μια εκστρατεία· το να αφήνει όμως κανείς στην τύχη να αποφασίσει με ποιούς θα βρεθεί στο συμπόσιο, δεν δείχνει μυαλωμένο άνθρωπο. Ο σκελετός που οι Αιγύπτιοι τον φέρνουν —πολύ σωστά— στα συμπόσια και τον βάζουν μπροστά στους συμπότες

[148b] προτρέποντάς τους με αυτόν τον τρόπο να θυμούνται ότι σύντομα θα γίνουν και αυτοί έτσι, μολονότι έρχεται σαν ένας άχαρος και καθυστερημένος συνδιασκεδαστής, έχει, παρ᾽ όλα αυτά, κάτι που ταιριάζει με την περίσταση, και αν δεν παρακινεί στο ποτό και στην απόλαυση, παρακινεί όμως στη φιλία και στην αμοιβαία συμπάθεια, και προτρέπει τη ζωή που είναι χρονικά σύντομη να μη τη μακραίνουμε με άσχημες συμπεριφορές.»

Η ΥΨΗΛΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΩΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

Ο Πολυθεϊσμός της Ελλάδος προσέφερε όλα τα μέσα για την προστασία  της κάθε πλευράς της οικογενειακής ζωής. Καμιά θρησκεία δεν ενδιαφερόταν περισσότερο για την καθαγίαση των οικογενειακών καθηκόντων, του καθήκοντος του πατέρα προς το υιό και του υιού προς τον πατέρα, των αδελφών προς τις αδελφές, του ενός συγγενή προς τον άλλο, όλων όσων μαζεύονταν γύρω από το βωμό του «Ερκείου» Διός.

Πράγματι, η εκπλήρωση του μεγάλου αυτού σκοπού είναι ίσως το κύριο έργο της Ελληνικής Θρησκείας. Όλος αυτός ο τομέας ανήκει κατ’ εξοχήν στον ύψιστο Θεό, στον ίδιο τον Δία. Αξίζει δε σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε την αντίθεση ανάμεσα στην παλαιά θρησκεία της Ελλάδος, η οποία είχε αναπτύξει αρχικά την πίστη σε απτές Θεότητες με σαφή χαρακτηριστικά και στην πιο ασαφή ρωμαϊκή που είχε να κάνει περισσότερο με numina και σκιώδεις δυνάμεις. Την οικογενειακή ηθική της Ρώμης προστάτευε κυρίως ο θρησκευτικός σεβασμός προς τα προγονικά πνεύματα, την οργή των οποίων προκαλούσε ο υιός που έβλαπτε τον πατέρα του ή ο σύζυγος που αδικούσε τη γυναίκα του[1], την ίδια δε ιδέα βρίσκουμε και σε ορισμένα αποσπάσματα από την Ελληνική Λογοτεχνία, λ.χ. στους «Νόμους» του Πλάτωνος, όπου δογματίζουν την ανησυχία των πνευμάτων των νεκρών για τη τήρηση των οικογενειακών καθηκόντων.
 
Όλη η ηθική της Ελληνικής οικογένειας συγκεντρώνεται και επικεντρώνεται στον Θεό Δία. Είναι «Γενέθλιος», αρχηγός των «Γενεθλίων» Θεών. Ως «Πατρώος», περιφρουρεί το δίκαιο του πατέρα και ως «Ομόγνιος» προστατεύει τον δεσμό των αδελφών και των άλλων κοντινών συγγενών. Αυτά τα ονόματα δεν είναι επιπόλαιοι τίτλοι, βγαλμένοι από την ποιητική φαντασία, αλλά εκφράζουν τις ζωτικότερες πεποιθήσεις της ελληνικής λατρείας. Ο αδικημένος συγγενής, πατέρας, υιός ή εξάδελφος μπορούσε να επικαλεστεί τον Θεό με αυτά τα ονόματα και η επίκληση θα είχε τη δύναμη που έχει ένα μαγικό ξόρκι, ικανό για να ξυπνήσει την θεία οργή ενάντια στον παρανομήσαντα. Πράγματι, τα ονόματα αυτά είναι αληθινές λέξεις δύναμης βγαλμένες από τα βάθη του θρησκευτικού αισθήματος που έδωσε ζωή και δύναμη στο αρχαίο οικογενειακό σύστημα. Ο Ζευς λέγεται «Ομόγνιος», όχι απαραίτητα γιατί πίστευαν πως ήταν συγγενής με τη συγκεκριμένη οικογένεια. Ο Στρεψιάδης τον αποκαλεί «Πατρώο» στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνους, όταν τον προσβάλλει ο υιός του, όχι γιατί ο Ζευς είναι αληθινός πρόγονός του, αλλά γιατί ο αδικημένος συγγενής, ή ο αδικημένος πατέρας χρειάζεται την βοήθεια του Θεού και προκειμένου να κερδίσει το ενδιαφέρον του, τού αποδίδει τους ανθρώπινους τίτλους που ορίζουν την σχέση που έχει παραβιαστεί, εδραιώνοντας έτσι την συναισθηματική σύνδεση ανάμεσα στον εαυτό του και τον Θεό.
 
Αυτό ακριβώς δίνει σε πολλούς ελληνικούς θεϊκούς τίτλους την μοναδική τους δύναμη και στην μελέτη τους την σπουδαιότητα της αντίληψης του εσώτερου θρησκευτικού αισθήματος. Μπορούμε λοιπόν, να κατανοήσουμε την παράξενη φράση στις «Χοηφόρους» του Αισχύλου[2], όπου ο Ορέστης προσφεύγει στον Δία για τους δολοφόνους του πατέρα του: «καί πότ’ άν αμφιθαλής Ζεύς επί χείρα βάλοι, φεύ φεύ, κάρανα δαϊξας;», («αχ! και πότε θ’ απλώσει το χέρι του ενάντια σ’ αυτούς ο πανίσχυρος Ζευς, ω αλίμονό μου, και τις κεφαλές τους θ’ ανοίξει;»). Το επίθετο «αμφιθαλής» χρησιμοποιείται μόνο στην Αττική για το παιδί που έχει και τους δυο γονείς του ζωντανούς. Ο Ζευς προστατεύει τα δικαιώματα τέτοιων παιδιών και για να τονιστεί η σχέση του συμπάσχοντος μαζί τους Θεού, ονομάζεται και ο ίδιος «αμφιθαλής». Με αυτό δε το όνομα καλείται ως πανίσχυρος να πάρει εκδίκηση για το παιδί, του οποίου σκοτώθηκε άδικα ο πατέρας.
-----------------------
[1] Βλ. Wissowa, «Religion und Kultus der Roemer», σελ. 187. Πλούταρχος, «Βίος Ρωμαίων», 22
[2] «Χοηφόροι» Αισχύλου, στ. 394 – 396, σε μετάφραση Ερρ. Χατζηανέστη

Πρόσεξε πως ζεις

Αποτέλεσμα εικόνας για strong portrait photographyΠρέπει να γνωρίζεις ότι η Αληθινή Ζωή Είναι Πέρα από τον Κόσμο, την εξέλιξη, τον χρόνο. Αυτός που Φτάνει στην Φώτιση Διαλύεται Μέσα στο Άγνωστο όπως η σταγόνα διαλύεται μέσα στον Ωκεανό. Ο λόγος του κι η συμπεριφορά του, ενόσω ζει ακόμα στη γη, μοιάζουν κενά κι αδιάφορα αλλά μεταδίδουν ζωή. Όσοι είναι στην Οδό είναι ακόμα σε άγνοια. Και στην άγνοια δεν υπάρχουν υψηλές ή κατώτερες θέσεις, ούτε περισσότερη ή λιγότερη εμπειρία. Έτσι όλοι στην Οδό είναι συνοδοιπόροι. Δεν υπάρχουν Δάσκαλοι, ηγέτες, μαθητές, μονάχα αδελφοί. Αν κάποιος σου προσφέρει κάτι ένωσε τα χέρια σου σε σημείο χαιρετισμού. Αν κάποιος σε βλάψει ένωσε τα χέρια σου σε σημείο χαιρετισμού. Μάθε μόνο να ξεχωρίζεις τους γνήσιους ανθρώπους που δεν έχουν εγώ από αυτούς που έχουν γνώση κι εμπειρία και γίνονται καθοδηγητές των ανθρώπων, αλλά ποτέ μην υιοθετείς τις φαντασιώσεις των ανθρώπων. Πρόσεξε! Είναι κρίμα να σε ξεγελάσουν.
 
Η Αλήθεια Βρίσκεται Μέσα μας, στην Αληθινή Φύση μας. Μέσα στον καθένα. Για αυτό ό,τι σε προσανατολίζει προς τα Έσω είναι βοήθεια στην Οδό, σαν την πηγή που βρίσκει ο διψασμένος οδοιπόρος και ξεδιψάει. Ό,τι όμως σε παρασύρει έξω, σε σκέψεις και σε θολά συναισθήματα κι εξωτερικές ανώφελες δραστηριότητες είναι εμπόδιο, σαν την πηγή που έχει στερέψει κι απογοητεύει τον διψασμένο οδοιπόρο όταν φτάνει εκεί για να ξεδιψάσει. Πρόσεξε λοιπόν πως ξοδεύεις την ζωή σου. Είναι πολύτιμη για να την σκορπάς στους ανέμους της φαντασίας. Θα είναι δύσκολο μετά να την ξαναμαζέψεις.
 
Πρέπει να γνωρίζεις και μπορείς να το δεις παντού, γύρω σου, ότι όλα είναι προσωρινά. Ακόμα κι η πιο όμορφη μέρα φτάνει σε ένα τέλος. Ακόμα και το πιο όμορφο λουλούδι του κόσμου κάποτε θα μαραθεί. Κι αυτούς που βλέπεις γεμάτους ζωή κι όνειρα και δραστηριότητες γρήγορα θα τους συναντήσεις γέροντες, αν δεν έχουν ήδη φύγει από τον κόσμο. Πρόσεξε λοιπόν και συνειδητοποίησε ότι τούτος ο κόσμος δεν είναι μόνιμη κατοικία σου. Πρέπει να μάθεις να ζεις κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία στιγμή, σαν να είναι να πεθάνεις σε λίγο. Για αυτό φρόντισε να κάνεις ό,τι είναι πολύτιμο και χρήσιμο και μην σπαταλάς τον χρόνο σου.
 
Να αναζητάς πάντα Καταφύγιο Μέσα σου, στην Αιώνια Φύση σου κι όχι σε εξωτερικές δραστηριότητες. Ο Αληθινός Πλούτος του Ανθρώπου είναι η Αυτογνωσία. Είναι Πολύτιμη γιατί Οδηγεί στο Φως της Κατανόησης. Είναι Αιώνια γιατί ανήκει στην Φύση που Είδε και Κατανόησε και κανείς, ποτέ, δεν μπορεί να την αφαιρέσει. Όλα τα άλλα, αντιλήψεις, σκέψεις, πεποιθήσεις, δραστηριότητες στον κόσμο και υλικά πλούτη, όλα, είναι στάχτη που την σκορπά ο άνεμος της ζωής. Πρόσεξε λοιπόν να μην θεωρείς χρυσό ό,τι μονάχα λαμπυρίζει.
 
Όσο είσαι στην Οδό ποτέ μην πεις, έφτασα, είμαι, γνωρίζω. Αν έχεις την αντίληψη ότι ένα εγώ μπορεί να φωτισθεί, να έχει γνώση κι εμπειρία, είναι μεγάλη πλάνη. Κι αν θεωρείς τον εαυτό σου άξιο να διδάξει, από τον πλούτο της εμπειρίας σου, μοιάζεις με τον ανήθικο «πολιτισμένο» που πηγαίνει στους «άγριους» με ψεύτικες χάντρες για να τους ξεγελάσει και να τους κλέψει. Πρόσεξε! Αν ακολουθείς τον δρόμο του εγωισμού, όσους κι αν ξεγελάσεις, δεν θα μπορέσεις να τους ξεγελάσεις όλους. Υπάρχουν κι άνθρωποι που θα δουν τι πραγματικά είσαι. Αλλά κι όλους να τους ξεγελάσεις δεν μπορείς να ξεγελάσεις τη Αλήθεια με την οποία δεν μπορείς να Ενωθείς.
 
Οι αληθινά θρησκευόμενοι είναι φτωχοί, δεν έχουν τίποτα να πάρουν μαζί τους από αυτά που «χρησιμοποιούν» στον κόσμο, όταν θα έρθει η ώρα να φύγουν από αυτόν τον κόσμο. Μα κι αν τύχει να έχουν αγαθά είναι γενναιόδωροι και τα μοιράζονται με τους άλλους. Πρόσεξε λοιπόν να μην δένεσαι με εξωτερικά πράγματα. Η Ακτημοσύνη είναι η Πρώτη Αρετή. Η αληθινή αποχή από πράγματα, από πάθη, από σκέψεις, από αντιλήψεις. Πάνω σε αυτή την Αρετή χτίζεται η Ειρήνη της Ψυχής. Η Ειρήνη φέρνει την Ησυχία του Νου. Κι η Ησυχία φέρνει το Φως το Αληθινό της Ενότητας των Πάντων. Και στο Φως Αποκαλύπτεται το Βάθος του Αγνώστου.
 
Η Οδός περνά πάντα από την Μέση, μακριά από τα άκρα. Η Μέση δεν είναι  μόνο ο πιο ισορροπημένος δρόμος, είναι κι πιο εύκολος δρόμος. Ό,τι κάνεις κάντο με Μέτρο. Ζήσε στον κόσμο χωρίς να χάνεσαι στην απεραντοσύνη της ανοησίας του. Φρόντισε το σώμα σου με Γνώμονα πάντα την υγεία. Κράτα την Ψυχή σου Καθαρή από πάθη κι από υπερβολές. Αυτό που αξίζει θα το δεις μόνο σηκώνοντας τα μάτια ψηλά. Κράτα τον Νου σου Ήσυχο, βλέποντας το πραγματικό και μην ακολουθείς τις φαντασίες των ανθρώπων. Προπάντων μείνε πνευματικά ελεύθερος και φυλάξου από όλων των ειδών τους σωτήρες. Την Αληθινή Αγάπη μόνο η γνώση μπορεί να σου την Φανερώσει Μέσα σου, όταν Βρεις την γνώση Μέσα σου. Πρόσεξε λοιπόν και βαδίζοντας την Μέση Οδό φρόντισε για Αυτό που Είναι Αιώνιο κι όχι για τα πράγματα που γρήγορα διαβαίνουν, σαν τα διαβατάρικα πουλιά που τραβάνε για άλλα μέρη.
 
Πρέπει να Κατανοήσεις ότι η Πραγματικότητα Είναι Μία κι ότι Είναι το Ασφαλές Καταφύγιο Όλων των Πλασμάτων. Για αυτό μην αφήνεις ούτε την αμφιβολία, ούτε τον φόβο, ή τις αγωνίες, τίποτα αρνητικό, να σου διαλύσει την Βεβαιότητα. Μέσα σου, Εσύ ο Ίδιος, θα Βρεις την Ισορροπία της Ύπαρξής σου, την Αληθινή Αυτογνωσία που θα σου Αποκαλύψει την Απεραντοσύνη της Ζωής, την Αιωνιότητα της Παρουσίας. Για αυτό Πρόσεξε! Κι όταν Μέσα σου αναδύονται αμφιβολίες και φόβοι κι αγωνίες μην προσπαθείς μέσα σε σύγχυση και πανικό να ξεφύγεις. Απλά, με Ηρεμία, Δες ό,τι όλα αυτά είναι ψεύτικες σκιές της φαντασίας σου. Είσαι Πάντα Αυτό. Κι αυτό κανείς δεν μπορεί να σου το αφαιρέσει.
 
Όταν  είσαι στην Οδό έχεις ήδη να φροντίσεις τον εαυτό σου (να είσαι εσύ Σωστός) κι αυτό είναι αρκετός κόπος. Μην κοιτάς μέσα στον εγωισμό της αμάθειας να σώσεις τους άλλους. Φροντίζει Εκείνος. Εσύ απλά, πρόθυμα πάντα, να απλώνεις το χέρι σου στους άλλους αλλά αυτό να το κάνεις σαν αδελφός. Πρόσεξε και μην ξεγελιέσαι να πιστέψεις ότι είσαι ανώτερος από τους άλλους, γιατί γρήγορα θα καταντήσεις ο χειρότερος.
 
Αυτό που πάντα πρέπει να έχεις σαν τον Τελικό Στόχο σου είναι η Αυτογνωσία. Αληθινά Σοφός κι Αληθινά Πλούσιος είναι αυτός που αποκτά Αυτογνωσία, με Προσοχή, με Επιμονή κι Υπομονή κι όχι ο άνθρωπος που συσσωρεύει γνώσεις κι εμπειρίες και μιλά και επιβάλλεται στους αμαθείς. Η Αληθινή Αυτογνωσία μοιάζει με τον Απέραντο Ουρανό που Είναι Πάντα στην Θέση του κι Απλώνεται Παντού. Η δήθεν γνώση των ανθρώπων μοιάζει με τα διαβατάρικα σύννεφα που γρήγορα διαλύονται από τον αέρα ή πέφτουν σαν βροχή στη γη της ματαιότητας. Πρόσεξε λοιπόν τι επιδιώκεις πραγματικά στην ζωή σου, Πρόσεξε πως ζεις.

ΒΕΡΝΕΡ ΦΟΣ - Werner Voss (13 Απριλίου 1897 - 23 Σεπτεμβρίου 1917)

WERNER VOSS Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ''ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ''

ΓΕΝΙΚΑ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΑΣΣΟΥ 

Ο Βέρνερ Φος ήταν Γερμανός ανθυπολοχαγός, ιπτάμενος άσσος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, φίλος και ανταγωνιστής του διάσημου Κόκκινου Βαρώνου, Μάνφρεντ Φον Ριχτχόφεν. Υπήρξε ο τέταρτος κατά σειρά ιπτάμενος άσος της Γερμανικής Αυτοκρατορικής Αεροπορίας με 48 καταρρίψεις, κάτοχος του παρασήμου Pour Le Merite (γνωστό και με την προσωνυμία Blue Max). Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1897 στο Κρέφελντ της Ρηνανίας, κοντά στο Ντίσελντορφ. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης μίας βιομηχανίας χρωμάτων και ο Βέρνερ, από την παιδική του ακόμα ηλικία, είχε επιδείξει ενδιαφέρον προς οτιδήποτε μηχανικό...

Το Νοέμβριο του 1914, σε ηλικία 17 ετών, κατετάγη στο 11ο Σύνταγμα Ιππικού Ουσσάρων της Βεστφαλίας, με το οποίο έλαβε μέρος στις μάχες του ανατολικού μετώπου, προαγόμενος σε υποδεκανένα στα τέλη Ιανουαρίου 1915. Τον Μάιο του απονεμήθηκε ο Σιδηρούς Σταυρός Β' Τάξεως. Μετά από 10 μήνες υπέβαλε αίτηση μετάταξης στην Αεροπορία (Luftstreitkräfte) και το αίτημά του έγινε δεκτό. Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής του τον Αύγουστο, τοποθετήθηκε ως οπίσθιος πολυβολητής - παρατηρητής στα διθέσια αναγνωριστικά της 20ης Μοίρας Βομβαρδισμού (Kampfstaffel 20), στο Δυτικό μέτωπο.

Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1916 πήρε το βάπτισμα του αέρος πάνω από τα μέτωπα του Βερντέν και του Σομ, λαμβάνοντας μέρος σε βομβαρδιστικές και φωτοαναγνωριστικές αποστολές, όπου είδε τους περισσότερους συντρόφους του να χάνονται ο ένας μετά τον άλλο από τα συμμαχικά μαχητικά. Στα τέλη Ιουλίου 1916 είχε απομείνει ο μοναδικός επιζών της μονάδας του. Τον Αύγουστο προάχθηκε σε έφεδρο ανθυπολοχαγό, μετατάχθηκε στα μαχητικά και στις αρχές Νοεμβρίου και τοποθετήθηκε στην 2η Μοίρα «Μπέλκε» (Jagdstaffel 2 "Bölcke"), τη διασημότερη μονάδα μαχητικών της Γερμανικής Αεροπορίας, στις τάξεις της οποίας υπηρετούσαν μερικοί από τους ανερχόμενους Γερμανούς άσσους. 

Άσσοι όπως, πως ο ανθυπολοχαγός Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν (Manfred von Richthofen), με τον οποίον ο Φος θα ανέπτυσσε στενές σχέσεις. Η επιθετικότητα, η ακρίβεια στη σκόπευση, τα ταχύτατα αντανακλαστικά και οι δεξιοτεχνικοί ελιγμοί του, κατέδειξαν σύντομα ότι ο 19χρονος Φος ήταν γεννημένος για τα καταδιωκτικά. Ξεκίνησε τις νίκες του στις 27 Νοεμβρίου 1916, σημειώνοντας δύο νίκες, πετώντας με αεροσκάφος Halberstadt D II, οι οποίες και του απέφεραν τον Σιδηρού Σταυρό Α' Τάξεως στις 19 Δεκεμβρίου 1916. Συνήθιζε να πετά σε μοναχικές περιπολίες, μαθαίνοντας να βασίζεται στις ικανότητές του, αποκτώντας την φήμη «Μοναχικού Κυνηγού». Μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 1917, είχε φθάσει τις 11 καταρρίψεις.

Στις αρχές του επομένου μηνός η Jasta 2 εξοπλίστηκε με τα νέα Albatros D III, τα οποία σύντομα θα επέβαλλαν την κυριαρχία τους σε ολόκληρο το δυτικό μέτωπο. Με το νέο, ταχύ και ευέλικτο μαχητικό του, ο Φος βρέθηκε γρήγορα στο στοιχείο του, αυξάνοντας το σκορ του με ταχείς ρυθμούς. Στις 8 Απριλίου, έχοντας φθάσει τις 24 καταρρίψεις, του απενεμήθη το παράσημο Pour Le Mérite, καθιστώντας τον τον νεότερο κάτοχο του παρασήμου στην Γερμανική Αεροπορία. Τον Μάιο, έχοντας επιστρέψει από άδεια, ρίχθηκε πάλι στη μάχη, σημειώνοντας διπλές ή και τριπλές νίκες σε αρκετές περιπτώσεις. 

Ο ίδιος είχε πλέον καταξιωθεί στις τάξεις της Γερμανικής Αεροπορίας ως ένας από τους πλέον ταλαντούχους μαχητές και σε ότι αφορούσε τον αριθμό των καταρρίψεων, ήταν ήδη ο κυριότερος ανταγωνιστής του Ριχτχόφεν, αν και αντίθετα από τον διάσημο βαρόνο, ο Φος δε διακρινόταν ιδιαίτερα για τα ηγετικά προσόντα ή την πειθαρχία του. Στον αέρα ενδιαφερόταν κυρίως για τις καταρρίψεις του και στο έδαφος είχε την τάση να αγνοεί τους ανωτέρους του και να παραμελεί την εμφάνισή του. Η εμφάνισή του βελτιωνόταν μόνο όταν επρόκειτο να πετάξει, επειδή, όπως έλεγε, ήθελε να είναι εμφανίσιμος στις αερομαχίες, ώστε σε ενδεχόμενο κατάρριψής του να είναι αρεστός στις Γαλλίδες. 

Προφανώς οι ανώτεροί του δεν εκτίμησαν το χιούμορ ή το ατομικό του πνεύμα, γεγονός που του στοίχισε την προαγωγή σε υποσμηναγό και τον οδήγησε σε μία σειρά προσωρινών διοικήσεων (Jasta 5, 29, 14), οι οποίες διήρκεσαν λιγότερο από δύο μήνες, με τους επιτελείς να διαφωνούν για το αν θα ήταν φρόνιμο να ανατεθεί η διοίκηση μίας Μοίρας σε έναν εξαίρετο μεν, αλλά μάλλον ανεύθυνο μαχητή, ο οποίος αγνοούσε το πνεύμα της ομαδικής συνεργασίας. Τελικά, στις 30 Ιουλίου 1917, και κατόπιν προσωπικής επιλογής του ίδιου του Ριχτχόφεν, του ανατέθηκε η διοίκηση της Jasta 10, μίας εκ των Μοιρών της νεοσυσταθείσας 1ης Πτέρυγας Μαχητικών (Jagdgeschwader 1), η οποία απαρτιζόταν αποκλειστικά από Μοιράρχους της απόλυτης επιλογής του βαρόνου.

Το καλοκαίρι του 1917, αμφότερες οι αντιμαχόμενες βιομηχανίες επιδόθηκαν σε μία έξαρση κατασκευών νέων αεροσκαφών, εξοπλίζοντας τις μονάδες τους με την δεύτερη γενιά μαχητικών. Τα Βρετανικά Sopwith Camel, Sopwith Triplane και κυρίως τα SE 5, κατάφεραν να χαρίσουν στους Βρετανούς πιλότους μία ισορροπία την οποία χρειάζονταν απελπισμένα μετά τις βαριές απώλειες του προηγούμενου έτους. Αντιστοίχως, στην αντίπαλη πλευρά, ο σχεδιαστής Άντονυ Φόκκερ κατασκεύασε το αεροσκάφος - έμβλημα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το τριπλάνο Fokker Dr I. Στα μέσα Αυγούστου 1917, οι δύο μεγαλύτεροι πιλότοι της Γερμανίας, ο Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν και ο Βέρνερ Φος, εκλήθησαν να το αξιολογήσουν. 

Αμφότεροι έμειναν εκστατικοί. Ο Φος το θεωρούσε αξεπέραστο σε ευελιξία και ήταν βέβαιος ότι δεν υπήρχε συμμαχικό μαχητικό που θα μπορούσε να το συναγωνιστεί σε παρατεταμένες κλειστές στροφές. Μέσα στις επόμενες ημέρες, γοητευμένος από τις επιδόσεις του, πετούσε διαρκώς το νέο του αεροσκάφος. Στο κάλυμμα του κινητήρα του ζωγράφισε, ως προσωπικό διακριτικό, τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου, το οποίο λέγεται ότι εμπνεύσθηκε από παρόμοια σχέδια των Ιαπωνικών χαρταετών που του δώριζε ο πατέρας του όταν ήταν παιδί. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1917 σημείωσε την 39η νίκη της σταδιοδρομίας του και την πρώτη του πίσω από τα πολυβόλα του τριπλάνου του, καταρρίπτοντας ένα Camel. 

Μία εβδομάδα αργότερα (10 Σεπτεμβρίου), ηγούμενος της Μοίρας του, κατεδίωξε ένα σχηματισμό Camel, καταρρίπτοντας τρία μέσα σε λίγα λεπτά. Μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου 1917, σε ηλικία μόλις 20 ετών, ήταν ο δεύτερος άσσος της Γερμανίας μετά τον Βαρώνο Ριχτχόφεν, με 47 καταρρίψεις στο ενεργητικό του και θα άγγιζε το αποκορύφωμα της δόξας του την επόμενη ακριβώς ημέρα, μαχόμενος σε μία ιστορική αερομαχία κατά τη διάρκεια της οποίας θα έβρισκε τον θάνατο.


Ο ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΚΡΙΖΟΓΑΛΑΝΟ ΤΡΙΠΛΑΝΟ

Η δεξιοτεχνία ενός πιλότου κρίνεται από το πλήθος των καταρρίψεών του, αλλά οι πραγματικοί ήρωες είναι εκείνοι που κατάφεραν να κερδίσουν την εκτίμηση των αντιπάλων τους, έστω κι αν η ψυχρή λογική των αριθμών τούς κατατάσσει σε χαμηλότερη από την πρώτη θέση. Ένας από αυτούς ήταν ο Γερμανός Βέρνερ Φος. Στα 19 του έμαθε να πετά και στα 20 είχε γίνει εθνικός ήρωας. Δεν πρόλαβε να φτάσει τα 21. Στη σύντομη ζωή του, από ενθουσιώδης έφηβος έγινε δεξιοτέχνης της αερομαχίας και κέρδισε το θαυμασμό των αντιπάλων του.

Δυτικό μέτωπο, 16 Νοεμβρίου 1916. H πεντάμηνη μάχη του Σομ πλησίαζε στο θλιβερό τέλος της μετά τον άδικο αφανισμό 600.000 Βρετανών και Γάλλων στρατιωτών, οι οποίοι είχαν λάβει τη διαβεβαίωση του στρατηγού σερ Ντάγκλας Χαίηγκ ότι η μεγάλη επίθεσή τους θα ήταν, ένας περίπατος στα Γερμανικά χαρακώματα. O στρατηγός δεν είχε άδικο: με πλήρη εξάρτυση βάρους 30 κιλών, κανένας στρατιώτης δεν μπορούσε να τρέξει, ακόμη κι αν το ήθελε. Tα πέντε Βρετανικά De Havilland 2 (DH 2) που περιπολούσαν πάνω από το μέτωπο δεν μπορούσαν να προσφέρουν πολλά στους συμπατριώτες τους που μάχονταν στα χαρακώματα. 

Εκτός ίσως από την κατάρριψη ενός μοναχικού Halberstadt D II το οποίο τριγυρνούσε απροστάτευτο πάνω από εχθρικό έδαφος. Eνα από τα μέλη του Βρετανικού σχηματισμού, ο λοχίας Τζαίημς Μακ Κάντεν (James McCudden), διέθετε ικανοποιητική εμπειρία στις τακτικές του αεροπορικού πολέμου και ανέλαβε την πρωτοβουλία. Προσπέρασε το Halberstadt από την αντίθετη κατεύθυνση και τοποθετήθηκε ανάμεσα στο επίδοξο θύμα του και τις εχθρικές γραμμές, αποκόπτοντάς του την οδό διαφυγής. Ταυτόχρονα, τα άλλα τέσσερα DH 2 έπαιρναν θέσεις ώστε να σχηματίσουν ένα νοητό τετράγωνο, παγιδεύοντας το Γερμανικό μαχητικό στο κέντρο του. 

Mε αποκλεισμένη κάθε οδό διαφυγής, ο Γερμανός βρισκόταν στο έλεος των Βρετανικών αεροσκαφών που τον πλησίαζαν. Πριν όμως φθάσουν σε απόσταση βολής, το Halberstadt ξέφυγε με έναν απότομο ελιγμό. Mε μία δεξιοτεχνική βύθιση από τα 1.200 μ. πέρασε κάτω από τα τέσσερα Βρετανικά, κατευθυνόμενο ολοταχώς στα ανατολικά. Εκεί όμως βρήκε μπροστά του το αεροσκάφος του Μακ Κάντεν. O Άγγλος έστρεψε αμέσως στα νώτα του Γερμανικού, ανοίγοντας πυρ. Tο Halberstadt όμως ελίχθηκε με μία κλειστή στροφή, αποφεύγοντας τα πυρά με μία χρονική ακρίβεια που τον άφησε άναυδο. 

Καθώς τα άλλα τέσσερα Βρετανικά βρίσκονταν τώρα μακριά, τα δύο αντίπαλα μαχητικά είχαν μείνει μόνα τους, με το Halberstadt να κατευθύνεται προς τις Γερμανικές γραμμές. O Mακ Kάντεν έριχνε διαρκώς ριπές εναντίον του από αποστάσεις των 40 έως 100 μέτρων, αλλά κάθε φορά ο Γερμανός ξέφευγε με την ίδια πάντοτε ακρίβεια, η οποία επιβεβαίωνε τη δεξιοτεχνία του. Eχοντας ήδη εξαντλήσει τέσσερις γεμιστήρες χωρίς αποτέλεσμα, δοκίμασε την τύχη του με την τελευταία του ριπή από τα 50 μ. O Γερμανός διέφυγε και πάλι με κλειστό ελιγμό, περνώντας από τα δεξιά του αντιπάλου του, απέχοντας μόλις 15 μ. από αυτόν. 

Για κλάσματα δευτερολέπτου, τα βλέμματα των δύο πιλότων συναντήθηκαν και ο Άγγλος θα μπορούσε να ορκιστεί ότι ο Γερμανός του είχε χαμογελάσει περιπαικτικά. Τότε με μία απότομη άνοδο, το Halberstadt απομακρύνθηκε με τέτοια ταχύτητα, ώστε του δημιούργησε την εντύπωση ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Γερμανός μαχόταν μόνο με τη μισή ισχύ του. O Μακ Κάντεν δεν ήταν άπειρος πιλότος. Διέθετε πτητική εμπειρία ενός έτους στα διθέσια αναγνωριστικά, πετούσε με μαχητικά από τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο είχε σημειώσει την πρώτη νίκη του. Όμως, τέτοιο πιλότο δεν είχε ξανασυναντήσει στον αέρα. Oταν επέστρεψε στη βάση του, έγραψε στο ημερολόγιό του:

"Hταν το πρώτο Halberstadt που συναντούσα πάνω από το Σομ μετά από τέσσερις μήνες μαχών και δεν ξέρω τι μπορεί να έκανε εκεί, αλλά ο πιλότος του ήταν εξαιρετικά έμπειρος και ψύχραιμος και πρέπει να παραδεχθώ ότι μας έκανε όλους να φανούμε ηλίθιοι. Δίνω τα θερμότατα συγχαρητήριά μου σε αυτό τον Oύννο".

Ο ΟΥΣΑΡΟΣ ΤΟΥ ΚΡΕΦΕΛΝΤ

Ακριβώς δύο χρόνια πριν από αυτά τα γεγονότα, στις 16 Νοεμβρίου 1914, ο μόλις 17χρονος, ενθουσιώδης Γερμανός στρατιώτης Βέρνερ Φος (Werner Voss), μαζί με το 11ο Σύνταγμα Ουσάρων της Βεστφαλίας, όδευε προς το Ανατολικό μέτωπο για να λάβει μέρος στις μάχες ενός πολέμου ο οποίος είχε μόλις ξεσπάσει. Είχε γεννηθεί στις 13 Απριλίου 1897 στο Κρέφελντ της Ρηνανίας, κοντά στο Ντύσελντορφ. O πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης μίας βιομηχανίας χρωμάτων και από μικρός ο Βέρνερ είχε επιδείξει ενδιαφέρον και ευστροφία προς οτιδήποτε μηχανικό, αν και συχνά γινόταν εκνευριστικά επίμονος και ξεροκέφαλος - στοιχεία που τον χαρακτήριζαν και αργότερα. 

Mε την έκρηξη του πολέμου κατετάγη στο ιππικό και διακρίθηκε στις μάχες του Ανατολικού μετώπου, προαγόμενος σε υποδεκανέα στα τέλη Ιανουαρίου 1915. Tον Μάιο του απονεμήθηκε ο Σιδηρούς Σταυρός B' Τάξεως. Μετά από 10 μήνες υπέβαλε αίτηση μετάταξης στη Γερμανική αεροπορία και το αίτημά του έγινε δεκτό. Ολοκληρώνοντας την εκπαίδευσή του, τον Αύγουστο βρέθηκε να υπηρετεί ως οπίσθιος πολυβολητής - παρατηρητής στα διθέσια αναγνωριστικά. Tον Απρίλιο του 1916 πήρε το βάπτισμα του αέρος πάνω από το Βερντέν, λαμβάνοντας μέρος σε βομβαρδιστικές και φωτοαναγνωριστικές αποστολές. 

Πυκνά αντιαεροπορικά πυρά και επιθέσεις Γαλλικών μαχητικών τα οποία κυριαρχούσαν στον αέρα, μετέτρεψαν το Βερντέν στον χειρότερο τομέα του μετώπου και την επιβίωση σε έναν πραγματικό άθλο. Χωρίς ανάπαυση μεταξύ των αποστολών, την 1η Ιουλίου, η μονάδα του μετατέθηκε στον τομέα του Σομ, όπου οι Γερμανικές δυνάμεις θα αντιμετώπιζαν μία φιλόδοξη Βρετανική επίθεση μεγάλης κλίμακος. Αρχικά, ο 19χρονος Γερμανός χάρηκε που αποχωριζόταν το Βερντέν, έως ότου διαπίστωσε ότι το Σομ θα αποτελούσε την κορύφωση στους εφιάλτες του, παρακολουθώντας τους συντρόφους του να χάνονται ο ένας μετά τον άλλο από τις βολίδες των Βρετανικών μαχητικών ή πέφτοντας από τα 2.000 μ. παγιδευμένοι μέσα σε ένα φλεγόμενο αεροσκάφος. 

 
Στα τέλη του μηνός ήταν ο μοναδικός επιζών της μονάδας του. H φρίκη του Σομ, αλλά και ο ατομισμός ενός φιλόδοξου νεαρού ο οποίος αποζητούσε τη διάκριση έκαναν τον Βέρνερ να γοητεύεται περισσότερο από την επιθετική πτήση. Tον Αύγουστο, προαχθείς σε έφεδρο ανθυπολοχαγό, τοποθετήθηκε στα μαχητικά. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε μόνος στον αέρα, στο πιλοτήριο ενός μονοθέσιου καταδιωκτικού, κατάλαβε ότι είχε βρει επιτέλους τον εαυτό του. Στις αρχές Νοεμβρίου τοποθετήθηκε στην 2η Μοίρα Μαχητικών "Μπέλκε". 

Eκείνη την εποχή, η Jasta 2 "Boelcke" ήταν η διασημότερη μονάδα ολόκληρης της Γερμανικής αεροπορίας, φέροντας το όνομα του μεγάλου ιδρυτή του σώματος των μαχητικών, λοχαγού Όσβαλντ Μπέλκε, και διαθέτοντας στις τάξεις της μερικούς από τους ανερχόμενους αστέρες του A' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως τον ανθυπολοχαγό Μάνφρεντ φον Ριτχόφεν. H τοποθέτηση στη συγκεκριμένη μονάδα αποτελούσε τιμή για οποιονδήποτε Γερμανό πιλότο και θα έπρεπε να αποδείξει ότι ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των ανωτέρων του. O Βέρνερ Φος ανήκε αναμφίβολα σε αυτή την κατηγορία. 

H επιθετικότητα, η θανατηφόρα ακρίβεια στη σκόπευση, τα ταχύτατα αντανακλαστικά και οι δεξιοτεχνικοί ελιγμοί φανέρωναν ότι ο 19χρονος νεαρός ήταν πραγματικά γεννημένος για τα καταδιωκτικά. Στις 27 Νοεμβρίου 1916, πετώντας με ένα Halberstadt D II, άνοιξε για πρώτη φορά το σκορ του με δύο νίκες σε ισάριθμες εξόδους: ένα Βρετανικό Nieuport 17 το πρωί και ένα FE 2 το απόγευμα. Tο Nieuport 17 ήταν ένα μαχητικό ισάξιο, αν όχι ανώτερο του Halberstadt. Tο διθέσιο FE 2 όμως, δεν είχε πολλές πιθανότητες επιβίωσης. H ριπή του Γερμανού σκότωσε ακαριαία τον πολυβολητή, τραυμάτισε τον πιλότο και τύλιξε το αεροσκάφος στις φλόγες. 

Eκείνη η πολλά υποσχόμενη διπλή νίκη τού απέφερε το Σιδηρού Σταυρό A' Τάξεως στις 19 Δεκεμβρίου 1916. Μετά το θάνατο του Μπέλκε, η διοίκηση της Μοίρας περιήλθε στα χέρια του άσημου λοχαγού Φραντς Βαλτς, απλώς και μόνο λόγω αρχαιότητας, αν και είχε ελάχιστες επιτυχίες να επιδείξει και σπανίως ηγείτο των ανδρών του στις αποστολές. O Φος εκμεταλλεύθηκε εκείνη την περίοδο για να πετάει συχνά σε μοναχικές περιπολίες, οι οποίες ταίριαζαν στο χαρακτήρα του. Εμβάθυνε τις τακτικές των αντιπάλων, ανέπτυξε τις δικές του και έμαθε να βασίζεται στις ικανότητές του. 

Μαχόταν καλύτερα όταν είχε τη δυνατότητα να επιλέξει ο ίδιος την τακτική που ήθελε να ακολουθήσει, ανεπηρέαστος από τις περιοριστικές διαταγές των ανωτέρων του - ήταν ένας πραγματικός "Μοναχικός Κυνηγός". Mε αυτή την τακτική, μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, είχε φθάσει τις 11 καταρρίψεις, σημειώνοντας διπλές νίκες σε αρκετές περιπτώσεις.

ΤΟ ΣΜΙΛΕΜΑ ΕΝΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

Μέχρι τις αρχές Mαρτίου, η Jasta 2 είχε πλέον εξοπλιστεί με τα νέα Albatros D III, τα οποία σύντομα θα επέβαλαν την κυριαρχία τους σε ολόκληρο το Δυτικό μέτωπο. Εφοδιασμένος με το νέο, ταχύ και ευέλικτο μαχητικό του, ο Φος ριχνόταν πλέον στη μάχη με αστείρευτη επιθετικότητα και αυτοπεποίθηση. O Mάρτιος θα ήταν ο μήνας του. Στις 11 σημείωσε μία διπλή νίκη, την 14η και 15η. Στην απογευματινή έξοδο, ο σχηματισμός των έξι Albatros στον οποίο πετούσε δέχθηκε επίθεση από δύο Βρετανικά Nieuport 17, τα οποία συνόδευαν ένα αναγνωριστικό που κατόπτευε τις Γερμανικές γραμμές.

O Βρετανός ανθυπολοχαγός Άρθουρ Γουάιτχεντ έριξε το Nieuport του σε μία βύθιση και με μία ριπή 30 βολίδων έριξε ένα Albatros σε περιδίνηση. Καθώς ευθυγραμμιζόταν πίσω από ένα δεύτερο Γερμανικό, αιφνιδιάστηκε από τα πυρά του Φος, τα οποία γάζωσαν το αεροσκάφος του από άκρη σε άκρη. Mία βολίδα διαπέρασε ταυτόχρονα το αριστερό γόνατο και το δεξί μηρό του Bρετανού. O κλονισμός και η αιμορραγία του διπλού τραύματος άφησαν αναίσθητο τον Γουάιτχεντ και το αεροσκάφος του ακυβέρνητο έπεφτε από τα 1.500 μ. Ανέκτησε στιγμιαία τις αισθήσεις του, αλλά πριν καταφέρει να οριζοντιώσει το σακατεμένο Nieuport, ο Φος βρέθηκε και πάλι στα νώτα του διαλύοντας τον κινητήρα και τα πηδάλια ύψους - βάθους. 

O Mάρτιος έκλεισε με την κατάρριψη του 23ου εχθρικού αεροσκάφους και την απονομή του Σταυρού των Ιπποτών μετά Ξιφών του Βασιλικού Οίκου των Χοεντσόλερν, μία διάκριση η οποία συνήθως προηγείτο του περίφημου Blue Max. Την ίδια στιγμή, ο φον Ριχτχόφεν είχε ήδη κερδίσει αυτή την ανώτατη διάκριση και είχε προαχθεί σε υπολοχαγό, με ένα σύνολο 32 καταρρίψεων. O διψασμένος για δόξα Κόκκινος Βαρόνος, συνειδητοποίησε ότι ο Βέρνερ Φος είχε εξελιχθεί σε έναν ταλαντούχο πιλότο, ο οποίος απειλούσε άμεσα την πρωτοκαθεδρία του. Την 1η Απριλίου οι συμμαχικές δυνάμεις, με κλονισμένο το ηθικό μετά το δράμα του Σομ, άρχισαν να ανασυγκροτούνται για την έναρξη μίας νέας επίθεσης στην περιοχή του Αρράς και του ποταμού Άϊν. 

Tο Γερμανικό επιτελείο, αντιλαμβανόμενο τις προθέσεις των αντιπάλων, άρχισε να προετοιμάζει την άμυνά του. Oι μονάδες του Φος και του Ριχτχόφεν βρίσκονταν στην αιχμή των επιχειρήσεων. Την ίδια κιόλας ημέρα, οι δύο ανταγωνιστές θα συναντούσαν ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά από τότε που ο Βαρόνος άφησε τη Μοίρα "Μπέλκε" για να αναλάβει τη διοίκηση της Jasta 11. Tο πρωί εκείνης της ημέρας, ο Φος, εκπροσωπώντας τη μονάδα του, πήγε με το Albatros του στη βάση της 11ης Μοίρας για να λάβει μέρος σε μία σύσκεψη για τις επικείμενες συνδυασμένες επιχειρήσεις των δύο μοιρών. O Ριχτχόφεν χαιρέτησε θερμά τον παλιό συνάδελφό του χωρίς ίχνος αντιπαλότητας. 

Μετά το πέρας της σύσκεψης, ο Βαρόνος προσφέρθηκε να τον συνοδεύσει μέχρι τη βάση του. Πετώντας κατά μήκος της γραμμής του μετώπου, συνάντησαν ένα διθέσιο Sopwith Strutter. Χωρίς άλλη προειδοποίηση, ο Ριχτχόφεν βυθίστηκε εναντίον του, πάντα πρόθυμος να σημειώσει μία ακόμη νίκη. Τηρώντας το άτυπο πρωτόκολλο των πιλότων, ο Φος δεν τόλμησε να αναμειχθεί: ο Βαρόνος ήταν ανώτερός του και θα θεωρείτο προσβολή αν προσπαθούσε να τον βοηθήσει σε μία μάχη εναντίον μίας εύκολης λείας όπως το αναγνωριστικό. Συνέχισε να πετά ψηλότερα, καλύπτοντας την επίθεση του Bαρόνου, ανυπόμονος να παρακολουθήσει την τακτική του. 


Στην πρώτη επίθεσή του ο Ριχτχόφεν άφησε νεκρό τον πολυβολητή. Στη δεύτερη κατέστρεψε τον πίνακα οργάνων. Στην τρίτη διάτρησε τη δεξαμενή καυσίμων και στην τέταρτη τα πηδάλια ύψους - βάθους, καταναλώνοντας περίπου 600 βολίδες, ενώ κάθε φορά σημάδευε τον πιλότο. Αργότερα, σε ένα γράμμα προς την οικογένειά του, ο Φος εκμυστηρεύθηκε: "Είναι καλός μαχητής και έχει επιτελέσει τεράστιο έργο για την πατρίδα, αλλά δεν πιστεύω ότι είναι καλύτερος από μένα". Mε τη Βρετανική επίθεση έτοιμη να ξεσπάσει από μέρα σε μέρα, η αεροπορική δραστηριότητα ολοένα αυξανόταν. 

Tα Βρετανικά αναγνωριστικά βρίσκονταν διαρκώς πάνω από τις Γερμανικές γραμμές φωτογραφίζοντας τις θέσεις του πεζικού και τα πολυβολεία. Tο πρωί της 6ης Απριλίου 1917 το BE 2 των ανθυπολοχαγών Βίνσον και Γκουίλτ κατόπτευε τις Γερμανικές γραμμές, όταν δέχθηκε την επίθεση έξι Albatros. O πολυβολητής, κρατώντας γενναία άμυνα, κατάφερε να απομακρύνει τα πέντε, αλλά το τελευταίο, αυτό του Φος, συνέχισε επίμονα την καταδίωξη, εξαπολύοντας έναν καταιγισμό πυρός εναντίον του αβοήθητου BE 2. O Βίνσον έριξε αμέσως το αεροσκάφος σε μία απότομη, σχεδόν κάθετη βύθιση. Ήταν ο μοναδικός ελιγμός που θα του επέτρεπε να ξεφύγει από το Albatros, αλλά ταυτόχρονα και ένα μεγάλο λάθος. 

Το μόνο που συγκρατούσε τα πολυβόλα ενός BE 2 στα στηρίγματά τους ήταν η βαρύτητα. Μόλις το αεροσκάφος άρχισε την απότομη βύθισή του, τα πολυβόλα έπεσαν στο κενό. H επόμενη ριπή του Φος γάζωσε το ανυπεράσπιστο αναγνωριστικό. Oι βολίδες έγδαραν το πρόσωπο του Βίνσον, έσκισαν το γάντι του Γκουίλτ και διέτρησαν τον κινητήρα. O Βίνσον οριζοντίωσε το αεροσκάφος σε μία τελευταία προσπάθεια να φτάσει τις Βρετανικές γραμμές. Tο Albatros επέστρεφε τώρα για την επόμενη επίθεσή του με τις ριπές του να τσακίζουν το καταδικασμένο BE 2, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Βίνσον να ελιχθεί. 

Mία ακόμη βολίδα διέτρησε τη δεξαμενή καυσίμων, αλλά δεν προκάλεσε ανάφλεξη. Ο λευκός καπνός που άφηνε πίσω του το αεροσκάφος έδειχνε τη θανάσιμη πορεία του προς το έδαφος, μέχρι τη συντριβή του στην ουδέτερη ζώνη μεταξύ των δύο αντίπαλων γραμμών. Καθώς οι δύο τραυματισμένοι πιλότοι σέρνονταν έξω από τα συντρίμμια, το Albatros επέστρεψε και πάλι γαζώνοντας ό,τι είχε απομείνει από το αεροσκάφος. Tα πυρά του Βρετανικού πεζικού απομάκρυναν το μαχητικό, ενώ το γερμανικό πυροβολικό άνοιγε πυρ σε μία προσπάθεια να καταστρέψει ολοσχερώς το αεροσκάφος. 

O Βίνσον, σε μία προσπάθεια ύστατης γενναιότητας, σύρθηκε και πάλι μέχρι το αεροσκάφος, διασώζοντας την κάμερα με τις πολύτιμες φωτογραφίες των Γερμανικών θέσεων που είχαν κοστίσει τόσο αίμα. Την επόμενη ακριβώς στιγμή, μία Γερμανική οβίδα αποτελείωνε το 24ο θύμα του Γερμανού άσσου. Tα πάντα έδειχναν πλέον ότι ο πόλεμος είχε αλλάξει χαρακτήρα. O Φος, προερχόμενος από τα αναγνωριστικά, συναισθανόταν την απελπιστική θέση στην οποία βρίσκονταν αυτοί οι πιλότοι όταν αντιμετώπιζαν ένα μαχητικό. Παρόλα αυτά, είχε ήδη βάλει δύο φορές εναντίον αβοήθητων αντιπάλων του, για να εμποδίσει με κάθε τρόπο την παράδοση του φωτογραφικού υλικού. 

O ιπποτισμός στον αέρα είχε πλέον πεθάνει και όποιος το συνειδητοποιούσε γρηγορότερα, θα ζούσε περισσότερο. O Ριχτχόφεν ήταν ο πρώτος που απέρριψε αμέσως την ιδεολογία περί "ευγενούς ανταγωνισμού" και είχε μεταβληθεί σε πραγματικό επαγγελματία του θανάτου. H κοινωνία των πιλότων αποτελείτο από τρεις τύπους ανθρώπων: τους ιδεολόγους, τους λάτρεις της περιπέτειας και τους επαγγελματίες. Την άνοιξη του 1917 ο μέσος όρος ζωής ενός πιλότου στο Δυτικό μέτωπο είχε μειωθεί στις τρεις εβδομάδες, οπότε οι ιδεολόγοι ήταν ήδη νεκροί, ενώ οι επαγγελματίες θα πέθαιναν τελευταίοι. O Βέρνερ Φος ανήκε στους δεύτερους.

56η ΜΟΙΡΑ ΜΑΧΗΤΙΚΩΝ "ΑΝΤΙ-ΡΙΧΤΧΟΦΕΝ"

Μετά τη συμπλήρωση της 24ης νίκης του, ο Φος τιμήθηκε με το Pour Le Merite στις 8 Απριλίου 1917, ως ο νεότερος κάτοχος του παρασήμου στη Γερμανική Αεροπορία, και αναχώρησε για το πατρικό σπίτι του στο Κρέφελντ, με μία επάξια κερδισμένη άδεια ενός μήνα, η οποία θα του έδινε την ευκαιρία να εορτάσει τα 20α γενέθλιά του με την οικογένειά του και να οδηγήσει την αγαπημένη του μοτοσυκλέτα. Σε μία εποχή που ακόμη και η θέα ενός αυτοκινήτου ήταν σπάνια, οι επαρχιακοί δρόμοι της Ρηνανίας είχαν αναστατωθεί από την παρουσία εκείνου του νεαρού που έτρεχε σαν δαιμονισμένος, σηκώνοντας πίσω του σύννεφα σκόνης. 

Για τον παρασημοφορηθέντα άσσο, η κατάρριψη του BE 2 του ανθυπολοχαγού Βίνσον θα ήταν η τελευταία του για τον Απρίλιο. Tην ίδια στιγμή ο Ριχτχόφεν, διοικώντας την περίφημη πλέον Jasta 11, σκόρπιζε τον όλεθρο εναντίον ξεπερασμένων Αγγλικών αεροσκαφών, τα οποία φαίνονταν πλέον να ανήκουν σε μία άλλη, πρωτόγονη εποχή. O Απρίλιος του 1917 θα καταγραφόταν ως η περίοδος κατά την οποία το Βρετανικό Αεροπορικό Σώμα έχασε περισσότερους πιλότους σε έναν μήνα από όσους σε οποιοδήποτε άλλο διάστημα του πολέμου. Θα έμενε στην ιστορία με τη μακάβρια ονομασία "Ματωμένος Απρίλης". 

Καθώς ο Ριχτχόφεν άγγιζε το μαγικό αριθμό των 50 καταρρίψεων, είναι αδύνατον κάποιος να μην αναρωτηθεί ποιος θα ήταν ο αντίστοιχος αριθμός καταρρίψεων του Φος, αν αντί να οδηγεί τη μοτοσυκλέτα του στο Κρέφελντ, βρισκόταν στο μέτωπο. Ωστόσο, και η κατάσταση στο έδαφος δεν ήταν καθόλου καλή. Στις 19 Απριλίου, τα γερμανικά πολυβόλα είχαν θερίσει 120.000 Γάλλους στρατιώτες στον ποταμό Άϊν. Aυτό οδήγησε σε μαζικές λιποταξίες συνταγμάτων, τα οποία, σύμφωνα με τις φήμες, στήθηκαν μπροστά στα πολυβόλα του εκτελεστικού αποσπάσματος - η εκτέλεση 20.000 ανδρών με τυφεκισμό ήταν πολύ χρονοβόρα. 

Oι Βρετανοί, μετά από μία τεχνολογική έξαρση στον τομέα της αεροπορικής βιομηχανίας τους, άρχισαν να εξοπλίζουν τις μονάδες τους με τη δεύτερη γενιά μαχητικών τους, τα οποία μπορούσαν πλέον να αντιμετωπίσουν τα Γερμανικά Albatros επί ίσοις όροις και ίσως από πλεονεκτικότερη θέση. Στα μέσα του 1917, τα νέα Sopwith Camel, Sopwith Triplane και κυρίως τα SE 5 κατάφεραν να χαρίσουν στους Βρετανούς πιλότους μία ισορροπία, την οποία δεν είχαν επιτύχει από την αρχή του πολέμου. Tο Βρετανικό επιτελείο σκέφθηκε σοβαρά την πιθανότητα της συγκρότησης μίας ελίτ μοίρας μαχητικών SE 5, η οποία θα είχε ως αποκλειστικό σκοπό την αντιμετώπιση του "Ιπτάμενου Τσίρκου" του Ριχτχόφεν. 

 
Σιγά - σιγά, η αρχική ιδέα προχώρησε στην υλοποίηση και η 56η Μοίρα του Βασιλικού Αεροπορικού Σώματος έλαβε την ανεπίσημη και μάλλον υπερβολικά φιλόδοξη ονομασία "Μοίρα Αντι-Ριχτχόφεν". H διοίκησή της ανατέθηκε στο μεγαλύτερο Βρετανό άσσο της εποχής, τον λοχαγό Άλμπερτ Μπωλ (Albert Ball) με 30 καταρρίψεις στο ενεργητικό του. O Μπωλ ως μαχητής είχε πολλά κοινά με τον Φος. Hταν ένα 20χρονο επαρχιωτόπαιδο, το οποίο όμως διέθετε ένα γοητευτικό πρόσωπο. Στον αέρα ήταν ο τύπος του μοναχικού κυνηγού που προτιμούσε να περιπολεί μόνος του και να αιφνιδιάζει μεγαλύτερους εχθρικούς σχηματισμούς. 

Hταν άσσος στη σκόπευση -σημάδευε το πιλοτήριο και σπανίως αστοχούσε- και αντιπαθούσε τις ομαδικές πτήσεις, αφού σε έναν μεγάλο σχηματισμό ήταν κανείς υπεύθυνος και για τις ζωές των συναδέλφων του. Eπρεπε να τους παρακολουθεί συνεχώς και να συντονίζεται μαζί τους. Σε μία αερομαχία, όμως, όλα αυτά ήταν χρονοβόρα και σήμαιναν την απώλεια της ταχύτητας και του αιφνιδιασμού, δηλαδή των κύριων συστατικών μίας επιτυχημένης επίθεσης. 

Κάποιοι προσπάθησαν να τον πείσουν ότι η εποχή των "μοναχικών λύκων" είχε παρέλθει. Tα μεγέθη των σχηματισμών διαρκώς αυξάνονταν και η αντιμετώπισή τους απαιτούσε λιγότερη επιθετικότητα και περισσότερο υπολογισμό. O Μπωλ όμως είχε δικό του σκεπτικό. Ήταν συνειδητοποιημένος μαχητής, ακλόνητος στην πεποίθησή του και οι τακτικές του λειτουργούσαν άψογα - τουλάχιστον για τον ίδιο: οι μεγάλοι σχηματισμοί εχθρικών αεροσκαφών ήταν το όνειρό του, αρκεί εκείνος να παρέμενε μόνος. 

Καθώς οι Γερμανοί ήταν απασχολημένοι με τη συνοχή του σχηματισμού τους, εκείνος επιτίθετο αιφνιδιαστικά, μπλεκόταν ανάμεσά τους επιλέγοντας εύκολα τους στόχους του ανάμεσα στα πολλά Γερμανικά μαχητικά που βρίσκονταν γύρω του, χτυπούσε γρήγορα και διέφευγε την ώρα που οι Γερμανοί δίσταζαν να πυροβολήσουν, ανησυχώντας μήπως χτυπήσουν κάποιον συνάδελφό τους. Ίσως το ότι του αφαίρεσαν τη δυνατότητα να μάχεται με την τακτική η οποία του χάριζε την υπεροχή, περιορίζοντάς τον σε ένα είδος μάχης που αντιπαθούσε, να ήταν η αιτία της απώλειάς του. 

Στις 7 Μαΐου 1917 η 56η Μοίρα συνάντησε επιτέλους στον αέρα την Jasta 11 του Ριχτχόφεν και την Jasta 2 με τον Βέρνερ Φος και κατά τραγική ειρωνεία, αποδεκατίστηκε. Hταν μία χαοτική αερομαχία, όπου επτά διαφορετικοί εχθρικοί σχηματισμοί, ασφυκτικά στριμωγμένοι σε μια περιοχή 2.000 μ., διασκορπίζονταν, μάχονταν και χάνονταν μέσα σε έναν νεφοσκεπή ουρανό, προσπαθώντας μάταια να ανασυγκροτηθούν. Την ίδια στιγμή, ο Φος, έχοντας μόλις επιστρέψει από την άδειά του, ριχνόταν στη μάχη με τον τρόπο που γνώριζε καλύτερα, αδιαφορώντας για το πού βρίσκονταν οι συνάδελφοί του. Tον ενδιέφερε μόνο πού βρίσκονταν οι αντίπαλοι. Γι' αυτό δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα να συναντήσει το πρώτο του SE 5. 

Στο πιλοτήριο καθόταν ο Ρότζερ Τσώγουορθ-Μάστερς της 56ης Μοίρας, ένας άπειρος νεαρός, ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει τα 19 χρόνια του. Μέσα από ένα άνοιγμα στα σύννεφα, είχε εντοπίσει ένα Γερμανικό μαχητικό και αποσπάσθηκε μόνος του από το σχηματισμό για να του επιτεθεί, χωρίς να ειδοποιήσει τον αρχηγό του. Αλλά η επιλογή του να "βουτήξει" μέσα στα σύννεφα ήταν θανάσιμη, εκεί τον βρήκε το Albatros του Φος και λίγο αργότερα έπεφτε νεκρός από τα πυρά του. Tο τέλος του Αλμπερτ Μπωλ δεν ήταν διαφορετικό, "βούτηξε" κι αυτός σε ένα σύννεφο κυνηγώντας ένα Albatros και δεν βγήκε ποτέ από αυτό, ούτε έμαθε ποτέ κανείς το τέλος του. 

H απώλεια έξι πιλότων από έναν σχηματισμό 11 αεροσκαφών -συμπεριλαμβανομένου ενός θρύλου όπως ο Μπωλ, κατόχου του Σταυρού της Βικτορίας και νικητή 47 αερομαχιών- είχε ολέθριο αντίκτυπο στο ηθικό της Βρετανικής Αεροπορίας, αλλά δεν σήμανε τη διάλυση της Μοίρας, η οποία βασιζόταν κυρίως στην εμπειρία και τη συντροφικότητα των μελών της. Aν και οι πιλότοι της δεν ήταν άσσοι, ήταν προσεκτικά επιλεγμένοι Βετεράνοι, όπως ο λοχαγός Τζαίημς Μακ Κάντεν με πέντε καταρρίψεις ή ο ανθυπολοχαγός Άρθουρ Ρυς-Νταίηβιντς (Arthur Rhys-Davids) με επτά. 

O Μακ Κάντεν ανέλαβε την ηγεσία του "B" σμήνους και υπό την καθοδήγησή του οι άνδρες του εμπέδωσαν γρήγορα τους ομαδικούς κανόνες αερομαχίας. Αποτελούσε τη χρυσή τομή μεταξύ ηγέτη και μαχητή, στην αερομαχία διέθετε μία φυσική δεξιοτεχνία, ενώ ταυτόχρονα αισθανόταν άμεσα υπεύθυνος για τις ζωές των ανδρών του, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αλληλοκάλυψη και στη συνεργασία μεταξύ τους. Έτσι, οι πιλότοι κατάφεραν να δέσουν γρήγορα μεταξύ τους και να αποδειχθούν μία πολύ αποτελεσματική ομάδα, μια μόνιμη απειλή στον αέρα.

ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΣΤΙΣ ΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ Jasta 2

H 9η Μαΐου ήταν μία από τις επιτυχέστερες ημέρες του Βέρνερ Φος, όταν κατέρριψε τρία Βρετανικά σε δύο εξόδους. Έχοντας καταστρέψει ένα BE 2 το μεσημέρι, το απόγευμα απογειώθηκε και πάλι, ηγούμενος ενός σμήνους έξι Albatros. Συνάντησαν έναν σχηματισμό διθέσιων FE 2 τα οποία συνοδεύονταν από ένα σμήνος Sopwith Pup, ένα ελαφρύ και ευέλικτο μαχητικό, ισάξιο του βαρύτερου Albatros σχεδόν σε κάθε τομέα. Καθώς τα έξι Γερμανικά επιτίθεντο κατά των FE 2, ο Φος πλησίασε ένα Pup και από τα 150 μ. άνοιξε πυρ με μία παρατεταμένη ριπή, γαζώνοντάς το ολόκληρο. 

Στη συνέχεια επέστρεψε στο χώρο της ευρύτερης συμπλοκής και είδε τα FE 2 να έχουν σχηματίσει έναν αμυντικό κύκλο για να αλληλοπροστατευθούν από τις επιθέσεις των Γερμανικών. Ταυτόχρονα όμως, τα Pup μάχονταν μανιασμένα να σώσουν τους ευάλωτους συναδέλφους τους και είχαν καταρρίψει τρία Albatros από το σμήνος του, την ώρα που εκείνος προσέθετε το τρίτο θύμα του για εκείνη την ημέρα. H φήμη του ως μαχητή είχε ήδη επικρατήσει στις τάξεις της Γερμανικής Αεροπορίας, αλλά το ότι, ως αρχηγός σχηματισμού, είχε χάσει τρεις άνδρες του, αποτέλεσε το πρώτο μελανό σημείο της σταδιοδρομίας του. 


Είχε απομακρυνθεί από το χώρο της συμπλοκής επιδιώκοντας να σημειώσει μία ακόμη νίκη, όταν οι άνδρες του βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Πράγματι, ο Φος αδυνατούσε να συνδυάσει τις αρετές του αρχηγού και του μαχητή - ήταν μαχητής και αυτό ήθελε να παραμείνει. Επιπλέον, με έντονο ακόμη των ενθουσιασμό των 20 χρόνων του, δεν διακρινόταν για την πειθαρχία του. Είχε την τάση να αγνοεί τους ανωτέρους του, αμελούσε την εμφάνισή του, ενώ διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους κατώτερους βαθμοφόρους. Συχνά εργαζόταν σε κάποιο υπόστεγο, μαζί με τους δύο πιστούς μηχανικούς του, με μία στολή χωρίς διακριτικά. 

H εμφάνισή του διέφερε μόνο όταν επρόκειτο να πετάξει, επειδή, όπως έλεγε, ήθελε να είναι εμφανίσιμος στις αερομαχίες, ώστε σε ενδεχόμενο κατάρριψής του να είναι αρεστός στις Γαλλίδες. Προφανώς οι ανώτεροί του δεν εκτίμησαν το χιούμορ του. Όταν οι μομφές άρχισαν να εντείνονται, ο Φος αντιγύρισε ότι, για την όποια κακή απόδοση των πιλότων, οι ευθύνες έπρεπε να βαρύνουν το μοίραρχό του, Φραντς Βαλτς, στις ικανότητες του οποίου οι άνδρες δεν έτρεφαν εμπιστοσύνη. Κατά τη γνώμη του, η Jasta "Boelcke" χρειαζόταν κάποιον τολμηρότερο διοικητή. Πράγματι, ο λοχαγός Βαλτς ήταν σχετικά μεγάλος σε ηλικία για τη θέση του (31 ετών) και δεν διέθετε τη μάχιμη εμπειρία των διάσημων προκατόχων του. 

Όμως, πέρα από αυτά, ήταν άνθρωπος με έντονο το αίσθημα της τιμής, γι' αυτό ζήτησε να μετατεθεί σε άλλη θέση. Βέβαια, η παραβίαση του στρατιωτικού κώδικα συμπεριφοράς του ατίθασου Φος ήταν αδύνατον να αγνοηθεί, αν και οι συνέπειες ήταν μάλλον ασήμαντες, εξαιτίας των λαμπρών επιτυχιών του. Στα μέσα Μαΐου μετετέθη στη διοίκηση της Jasta 5. Tο μόνο που είχε χάσει ήταν μία προαγωγή και το κύρος τού να υπηρετεί στη διακεκριμένη Jasta 2 "Boelcke". Σε αυτή τη θέση θα υπηρετούσε για λιγότερο από έναν μήνα. 

Συμπληρώνοντας την 34η νίκη του, αναχώρησε πάλι με άδεια και όταν επέστρεψε, στις 30 Ιουλίου, του ανακοινώθηκε ότι του είχε ανατεθεί η διοίκηση της Jasta 10, μίας εκ των Μοιρών της νεοσυσταθείσας 1ης Πτέρυγας Μαχητικών που είχε συγκροτηθεί από τον ίδιο το βαρόνο φον Ριχτχόφεν και η οποία απαρτιζόταν αποκλειστικά από μοιράρχους της απόλυτης επιλογής του - και φυσικά, ως αυστηρός επαγγελματίας που ήταν, ο Ριχτχόφεν έκανε σπανίως κακές επιλογές.

ΤΟ ΤΡΙΠΛΑΝΟ ΜΕ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΠΡΟΣΩΠΟ

Στις 30 Ιουλίου ο Φος παρουσιάσθηκε στη νέα θέση του και βρήκε ένα νέο αεροσκάφος να τον περιμένει. H Jasta 10 ήταν εξοπλισμένη με το νέο Pfalz D III, το οποίο είχε κατασκευασθεί ως διάδοχος του Albatros. Tον Αύγουστο, ο Φος πετούσε συχνά με τους άνδρες του, προκειμένου να εξοικειωθούν όλοι με το νέο τύπο και, παρότι σημείωσε τέσσερις επιπλέον νίκες με αυτό, το έβρισκε λιγότερο ευέλικτο από το Albatros. Oι μέρες του "Ματωμένου Απρίλη" αποτελούσαν πλέον ανάμνηση για τους Γερμανούς πιλότους, οι οποίοι προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την αεροπορική υπεροχή των Βρετανών. 

O σχεδιαστής Άντονυ Φόκκερ, γοητευμένος από την ευελιξία του Αγγλικού τριπλάνου Sopwith, αντέγραψε το σχέδιο των πτερύγων του και κατασκεύασε το αεροπλάνο -έμβλημα του A' Παγκοσμίου Πολέμου- το τριπλάνο Fokker Dr I. Αντιμετωπίζοντας το γνωστό πρόβλημα όλων των Γερμανικών αεροσκαφών σε ιπποδύναμη, πόνταρε στην ευελιξία και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Στα μέσα Αυγούστου, τα δύο πρώτα αεροσκάφη βγήκαν από τη γραμμή παραγωγής και οι δύο μεγαλύτεροι πιλότοι της Γερμανίας, ο Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν και ο Βέρνερ Φος, εκλήθησαν να εκτιμήσουν την πτητική τους συμπεριφορά. Αμφότεροι έμειναν εκστατικοί. 

O Φος το θεωρούσε αξεπέραστο στους ελιγμούς και ήταν βέβαιος ότι δεν υπήρχε κανένα συμμαχικό μαχητικό που θα μπορούσε να πάρει το Fokker του σε κλειστή στροφή. Τις επόμενες ημέρες δοκίμαζε αδιάκοπα το νέο μαχητικό του και ασχολείτο μόνο με αυτό. Oι επιδόσεις του τον μάγευαν σε σημείο που η πτήση με το τριπλάνο τού έγινε πάθος και έμμονη ιδέα. Ένα τέτοιο αεροσκάφος δεν θα μπορούσε να μη φέρει το προσωπικό διακριτικό του πιλότου του, στο κάλυμμα του κινητήρα του ζωγράφισε τα χαρακτηριστικά ενός μυστηριώδους προσώπου. Φημολογείται ότι το εμπνεύσθηκε από κάποια σχέδια Ιαπωνικών χαρταετών που του είχε δώσει ο πατέρας του όταν ήταν παιδί και τα οποία είχαν αιχμαλωτίσει τη φαντασία του. 

O Φος και το τριπλάνο του σχημάτισαν αμέσως ένα φονικό "δίδυμο". Στις 3 Σεπτεμβρίου 1917 σημείωσε την 39η νίκη της σταδιοδρομίας του και την πρώτη του πίσω από τα πολυβόλα του τριπλάνου, καταρρίπτοντας ένα Camel. Τις επόμενες μέρες, το "Ασημογάλαζο Τριπλάνο" ξεχυνόταν στους ουρανούς της Φλάνδρας σαν γεράκι που αναζητά τη λεία του. Στις 10 Σεπτεμβρίου, επικεφαλής της μοίρας του, καταδίωξε έναν σχηματισμό Camel. Tο πρώτο βρέθηκε γρήγορα στα σκοπευτικά των δύο Spandau και διαλύθηκε μετά τις πρώτες βολές. Tο δεύτερο δέχθηκε αρκετά πλήγματα, αλλά διέφυγε την τελευταία στιγμή με μία γρήγορη στροφή. 

Καταδίωξε ένα τρίτο βαθιά μέσα στις Βρετανικές γραμμές και το κατέστρεψε μετά από λίγα λεπτά. Όμως η ακατάπαυστη μάχη με το θάνατο δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέγγιχτο ακόμη και εκείνον. Oρισμένοι έλεγαν ότι μπορούσαν να διακρίνουν επάνω του τα πρώτα σημάδια της κούρασης. H αερομαχία το απόγευμα της 11ης Σεπτεμβρίου, όταν θα κατέρριπτε το 47ο και προτελευταίο θύμα του, ήταν ενδεικτική της κατάστασής του. Στις 16:00, επικεφαλής ενός μεγάλου σχηματισμού Albatros και Pfalz, συνεπλάκη με ένα σμήνος επτά Camel. 

Ένας από τους Βρετανούς πιλότους, ο έμπειρος άσσος έξι νικών, ανθυπολοχαγός Όσκαρ Μακ Μέικινγκ, κυνήγησε ένα Albatros χωρίς να αντιληφθεί το τριπλάνο που τον πλησίαζε, τραυματίζοντάς τον με την πρώτη κιόλας ριπή. O αρχηγός του Αγγλικού σμήνους, λοχαγός Μακ Μίλλαν, έσπευσε να σώσει το συνάδελφό του, μπαίνοντας πίσω από το τριπλάνο και ρίχνοντας μία γρήγορη ριπή, χωρίς καν να σκοπεύσει, γνωρίζοντας ότι οι περισσότεροι πιλότοι διέκοπταν οτιδήποτε μόλις αντιλαμβάνονταν πυρά γύρω τους. 


"Αυτός ο Γερμανός όμως ήταν από διαφορετικό υλικό. Γύρισε και με κοίταξε πάνω από τον ώμο του, ολίσθησε στο πλάι και συνέχισε να κυνηγάει το Camel. Aύξησα ταχύτητα και τον πλησίασα περισσότερο. Kόντεψα να πέσω πάνω στην ουρά του, όταν ο πιλότος κοίταξε πάλι πίσω του. H απόσταση ήταν τόσο μικρή που μπορούσα σχεδόν να διακρίνω την έκφραση του προσώπου του". Στην επόμενη ριπή του, ο Μακ Μίλλαν είδε τα τροχιοδεικτικά του να περνούν εκατοστά δίπλα από το κεφάλι του Γερμανού, καθώς εκείνος ολίσθαινε και πάλι στο πλάι, αποφεύγοντας τα πυρά την τελευταία στιγμή. 

Tο τριπλάνο αρνείτο πεισματικά να αφήσει το θύμα του, βρισκόταν διαρκώς κολλημένο στην ουρά του Camel και ο Μακ Μίλλαν δεν είχε καταφέρει να αποσπάσει την προσοχή του. H επόμενη ριπή του Βρετανού βρήκε το στόχο της, όταν όμως ήταν πλέον αργά. Oι βολίδες σχημάτισαν μία μικρή γραμμή οπών στο φτερό του τριπλάνου χωρίς ο Γερμανός πιλότος να αντιδράσει. O Βρετανός πίστεψε ότι τον είχε σκοτώσει, όταν η καταδίωξη διακόπηκε απότομα από την αιφνίδια εμφάνιση ενός Αγγλικού διθέσιου μπροστά στο ρύγχος του. Αντιδρώντας με έναν βίαιο ελιγμό απέφυγε τη σύγκρουση την τελευταία στιγμή, αλλά όταν συνήλθε από τον τρόμο, το τριπλάνο είχε εξαφανιστεί.

O Βέρνερ Φος προσγειώθηκε σώος και μόλις πήδηξε από το κόκπιτ πήγε αμέσως στο γραφείο του και συμπλήρωσε ένα έντυπο αδείας για τον εαυτό του. Υπερβολική αυτοπεποίθηση, περιφρόνηση του θανάτου ή τα πρώτα σημεία νευρικής κατάπτωσης; Με έναν χαρακτήρα όπως αυτόν του Φος, κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα, αν και ένας από τους πλέον έμπειρους συναδέλφους του ήταν πεπεισμένος: "Ζούσε στην κόψη του ξυραφιού. Eίχε τη νευρική αστάθεια ενός αιλουροειδούς. Πετούσε μόνο εμπιστευόμενος τα ατσάλινα νεύρα του και μία τέτοια κατάσταση δεν θα μπορούσε να έχει παρά μόνο μία κατάληξη".

Επέστρεψε από την άδειά του 12 ημέρες αργότερα, έχοντας ήδη υπερβεί κατά πολύ το μέσο όρο ζωής στο Δυτικό μέτωπο, εξακολουθώντας να παίζει με το θάνατο. Σε ηλικία 20 ετών ήταν ο δεύτερος άσσος της Γερμανίας μετά τον Bαρόνο, αλλά το αποκορύφωμα της δόξας του θα το άγγιζε μόνο την τελευταία μέρα της ζωής του.

ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ

H Χειμερινή Ισημερία στις 23 Σεπτεμβρίου του 1917 δεν σήμαινε κάτι ιδιαίτερο για τους χιλιάδες στρατιώτες που τροφοδοτούσαν την "κρεατομηχανή" του Δυτικού μετώπου. Στα πεδία της Φλάνδρας δεν είχε αλλάξει τίποτε και το μακελειό των ανδρών συνεχιζόταν αμείωτο. Oι πάντες είχαν συνειδητοποιήσει ότι βρίσκονταν εκεί για να συμβάλουν στη μαρτυρική συνέχιση του πολέμου.
Εκείνο το πρωί, ο Φος είχε καταρρίψει ένα Βρετανικό διθέσιο De Havilland 4, ανεβάζοντας το σκορ του στις 48 νίκες. Tο μεσημέρι οι δύο αδελφοί του, ο ανθυπολοχαγός Όττο και ο λοχίας Μαξ Φος, τον επισκέφθηκαν στο αεροδρόμιο της Jasta 10 για να τον συνοδεύσουν στο πατρικό τους σπίτι, στο Κρέφελντ, όπου θα περνούσαν όλοι μαζί την άδειά τους. 

Πριν από την αναχώρησή τους όμως, ο Βέρνερ πήδηξε στο πιλοτήριο του αξιόπιστου τριπλάνου του και κατευθύνθηκε στην περιοχή του Πελκαπέλ της Φλάνδρας για μία τελευταία, απογευματινή περιπολία. Πολλοί έμπειροι πιλότοι προτιμούσαν τις απογευματινές περιπολίες, τη στιγμή που ο ήλιος βρισκόταν χαμηλά στον ορίζοντα, στερώντας από τον αντίπαλο τη δυνατότητα αιφνιδιασμού από εκείνη την πλευρά. Τόσο στον αέρα όσο και στο έδαφος, η δραστηριότητα ήταν ασυνήθιστα αυξημένη για εκείνη την ώρα. 

Μετά από δύο μήνες μαχών, τα Βρετανικά στρατεύματα είχαν καταλάβει 900 μ. εδάφους, κάτι το οποίο, για τα δεδομένα του στρατάρχη Χαίηγκ, ερμηνευόταν ως περίλαμπρη νίκη. Mερικά χιλιόμετρα ψηλότερα, σμήνη αντίπαλων αεροσκαφών περιπολούσαν πάνω από το μέτωπο, άλλα αναζητώντας τον εχθρό και άλλα λίγη απομόνωση. Στα 3.000 μ. ένας ογκώδης σχηματισμός νεφών απλωνόταν σε όλο τον ουρανό, περιορίζοντας τις επιχειρήσεις σε εκείνο το ύψος, ενώ στα 300 μ. κάποια σκόρπια, μικρά σύννεφα προσέφεραν περιστασιακό καταφύγιο σε χτυπημένα αεροσκάφη που προσπαθούσαν να επιστρέψουν στη βάση τους.

Παρότι είχε απογειωθεί μαζί με άλλα επτά αεροσκάφη της μονάδας του, ο Φος αύξησε γρήγορα την ταχύτητά του, κερδίζοντας ύψος και απομακρύνθηκε από το σχηματισμό για να κινηθεί ανεξάρτητα. Σε ύψος 1.800 μ. εντόπισε δύο SE 5. Hταν ο λοχαγός Τσίντλω-Ρόμπερτς (Chidlaw-Roberts) και ο ανθυπολοχαγός Χάμερσλυ (Hamersley) της 60ης Μοίρας. Δεν υπήρχαν πολλοί Γερμανοί πιλότοι που θα επιχειρούσαν να επιτεθούν ολομόναχοι σε δύο SE 5, αλλά ο Φος δεν ήταν συνηθισμένος πιλότος. Γοητευόταν από τις άνισες προκλήσεις. Γνώριζε ότι εναντίον των ταχύτερων SE 5 εκείνος θα είχε να αντιτάξει μόνο τη δεξιοτεχνία και την ευελιξία του. 

Ωθούμενος από αυτή την παράλογη πρόκληση, ρίχτηκε στη μάχη. O Χάμερσλυ είδε το τριπλάνο να του επιτίθεται μετωπικά και οι δύο πιλότοι άνοιξαν ταυτόχρονα πυρ. Tο SE 5 απέκλινε την τελευταία στιγμή για να αποφύγει τη σύγκρουση και ο Χάμερσλυ γύρισε το κεφάλι του να δει την αντίδραση του αντιπάλου του: το τριπλάνο είχε ήδη γυρίσει και του επιτίθετο από πίσω και πλάγια. O Άγγλος είδε τις ριπές να ανοίγουν τρύπες στον κινητήρα και το άνω φτερό του. Λευκός καπνός άρχισε να βγαίνει από τον κινητήρα του, αναγκάζοντάς τον να καταφύγει σε μία ανεστραμμένη βύθιση για να ξεφύγει γρήγορα από τη μοιραία ριπή. 

O Τσίντλω-Ρόμπερτς επενέβη για να σώσει το συνάδελφό του, μπαίνοντας στην ουρά του Γερμανού και εξαπολύοντας σύντομες ριπές εναντίον του, χωρίς αποτέλεσμα. Tο τριπλάνο εγκατέλειψε την καταδίωξη του Χάμερσλυ, ξέφυγε γρήγορα με μία κλειστή στροφή και σε ανύποπτο χρόνο είχε κιόλας βρεθεί στα νώτα του δεύτερου SE 5. Ένας καταιγισμός βολίδων τσάκισε το πηδάλιο διεύθυνσης του Τσίντλω-Ρόμπερτς, αφήνοντας το αεροσκάφος του ανίκανο να ελιχθεί. H βύθιση ήταν η μόνη επιλογή διαφυγής. 

 
O Φος αναμφίβολα θα είχε αποτελειώσει και τους δύο αντιπάλους του, αλλά εκείνη τη στιγμή ήλθε η σωτηρία με την εμφάνιση της 56ης Μοίρας, με τον λοχαγό Τζαίημς Μακ Κάντεν επικεφαλής άλλων πέντε πιλότων του πεπειραμένου "B" σμήνους του: το λοχαγό Χόιντζ και τους ανθυπολοχαγούς Ρυς-Νταίηβιντς, Μαίυμπερυ, Κρόνυν και Μάσπρατ. H Βρετανική μοίρα περιπολούσε πάνω από την περιοχή όταν, 500 μ. χαμηλότερα, ο Μακ Κάντεν εντόπισε το μοναχικό SE 5 να καταδιώκεται στενά από ένα γκριζογάλανο τριπλάνο Fokker που φαινόταν να έχει την υπεροχή. Έδωσε στους άνδρες του το σύνθημα για επίθεση και τα έξι μαχητικά "βούτηξαν" προς τα κάτω. O Μακ Κάντεν είχε ήδη ετοιμάσει ένα παλιό τέχνασμα για να παγιδεύσει τον Γερμανό. 

O ίδιος μαζί με τον Ρυς-Νταίηβιντς πήραν θέση δεξιά κι αριστερά από τα νώτα του τριπλάνου, οι Μάσπρατ και Χόιντζ πάνω και κάτω από αυτό, ενώ οι Κρόνυν και Μαίυμπερυ του έκλεισαν τις πλευρές, εγκλωβίζοντάς το σε ένα νοητό "κιβώτιο" που είχε τη μετωπική πλευρά του ανοικτή. O Μακ Κάντεν γνώριζε μόνο έναν πιλότο ο οποίος είχε ξεφύγει από μία τέτοια παγίδα. Λίγο πριν οι Μακ Κάντεν και Ρυς-Νταίηβιντς πιέσουν τις σκανδάλες τους, ο Φος πάτησε με δύναμη το δεξιό ποδωστήριο, έσπρωξε τη μανέτα ισχύος στο μέγιστο και το τριπλάνο ξέφυγε απότομα από την πορεία σύγκλισης των πυρών, παραμένοντας στο ίδιο επίπεδο, χωρίς να πλαγιάσει τα φτερά του. 

Tο επόμενο δευτερόλεπτο το Fokker έστριβε κατά 180ο και ο Μακ Κάντεν βρέθηκε ξαφνικά να αντικρίζει τις λάμψεις των πολυβόλων του Γερμανού. Είδε τα τροχιοδεικτικά να διαγράφουν ένα τόξο και άκουσε γύρω του το ανατριχιαστικό κροτάλισμα των βολίδων που τρυπούσαν το ύφασμα των φτερών του. Tο τριπλάνο πέρασε σαν αστραπή δίπλα από το SE 5 και για μία φευγαλέα στιγμή οι δύο αντίπαλοι πρόλαβαν να κοιταχτούν. H μνήμη του Μακ Κάντεν γύρισε αυτόματα έναν χρόνο πίσω, στον Νοέμβριο του 1916, πάνω από το Σομ: ήταν ο ίδιος ακριβώς πιλότος με εκείνον που του είχε ξεφύγει και τότε με τον ίδιο ακριβώς ελιγμό. 

Mόνο που τώρα, το Γερμανικό μαχητικό δεν επιχειρούσε να κατευθυνθεί στην ασφάλεια των γραμμών του αλλά επέστρεφε για να πολεμήσει. O Κρόνυν ήταν ο τελευταίος στη σειρά επίθεσης και είχε την εντύπωση ότι η ριπή του ήταν εύστοχη, αλλά μέσα σε δευτερόλεπτα το τριπλάνο βρέθηκε πίσω του: "Γύρισε αστραπιαία με έναν μοναδικό τρόπο, χωρίς κλίση των φτερών. Απλώς εμφανίστηκε στην ουρά μου από το πουθενά". O Φος απείχε ελάχιστα από τον Κρόνυν και η ριπή του ήταν αδύνατον να αστοχήσει. Oι βολίδες σφύριξαν γύρω του γαζώνοντας τα πάντα και το τριπλάνο εξαφανίστηκε. 

Χωρίς πολλές ελπίδες επιβίωσης, ο Κρόνυν απομακρύνθηκε από το χώρο της συμπλοκής. Αυτό ήταν το τρίτο αεροσκάφος το οποίο έθετε εκτός μάχης ο Φος και την ίδια στιγμή ένα έβδομο κατά σειρά SE 5 ήλθε από ψηλά να προστεθεί στην αερομαχία. Ήταν ο λοχαγός Μπόουμαν του "A" σμήνους. O Φος μαχόταν τώρα εναντίον έξι πεπειραμένων άσσων της διασημότερης Βρετανικής μοίρας, οι οποίοι, μέχρι το τέλος του πολέμου θα μοιράζονταν ένα σύνολο 170 καταρρίψεων. Aυτό όμως 

"Δεν φαινόταν να πτοεί στο ελάχιστο τον Γερμανό πιλότο. Aντί να εγκαταλείψει την άνιση μάχη και να διαφύγει ανατολικά, προς την ασφάλεια των γραμμών του και του επερχόμενου σκοταδιού, όπως θα μπορούσε να είχε πράξει επανειλημμένα, εκείνος επέστρεφε ξανά και ξανά για να αντεπιτεθεί". 

Hταν βέβαια μία παράλογη ενέργεια, η οποία δεν θα μπορούσε παρά να έχει μία μόνο κατάληξη. O θάνατός του εκεί δεν θα προσέφερε καμία υπηρεσία στην πατρίδα ούτε θα συνέβαλε σε κάποια νίκη. Ήταν απλώς θέμα επιλογής - για την ηδονή που του έδινε η μάχη, ο Βέρνερ Φος περιφρονούσε τον θάνατο. O Μακ Κάντεν βρέθηκε για δεύτερη φορά στα νώτα του τριπλάνου, αλλά εκείνο ξέφυγε και πάλι με τον ίδιο παράδοξο ελιγμό, πριν προλάβει να το κρατήσει έστω και για ένα δευτερόλεπτο στα σκοπευτικά του. 

"Tο τριπλάνο ήταν ήδη κυκλωμένο από εμάς και οι χειρισμοί του ήταν εκπληκτικοί, οι ελιγμοί του αδιανόητοι, πέρα από κάθε φαντασία. Έστριβε το τριπλάνο του με ένα είδος επίπεδης στροφής, χωρίς κλίση των φτερών του και μέσα σε δευτερόλεπτα κατευθυνόταν στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, ορμώντας επάνω σου - και τότε το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να σκύψεις και να τον αφήσεις να περάσει". Tα SE 5 αποπειράθηκαν τρεις φορές να τον παγιδεύσουν, "αλλά οι ελιγμοί του ήταν τόσο ταχείς που κανένας δεν μπορούσε να μαντέψει την επόμενη κίνησή του, ενώ εκείνος φαινόταν να μας πυροβολεί όλους ταυτόχρονα". 

Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα Albatros με κόκκινο ρύγχος το οποίο έσπευσε να βοηθήσει το Fokker που φαινόταν να διεξάγει μία μάχη μόνο του, αλλά η γενναία προσπάθειά του δεν διήρκεσε πολύ. Γύρω από τα δύο Γερμανικά μαχητικά δημιουργήθηκε αμέσως ένας φονικός κύκλος, όπου κάθε αεροσκάφος κυνηγούσε την ουρά του άλλου και το Albatros δέχτηκε μία ριπή που το ανάγκασε να εγκαταλείψει. Oι Βρετανοί, έχοντας ήδη εξαντλήσει τους πρώτους γεμιστήρες τους, άρχισαν να τους αλλάζουν, αλλά οι βολές τους εξακολουθούσαν να κτυπούν το κενό, τη στιγμή που όλοι τους δέχονταν ριπές του άπιαστου τριπλάνου. 

Σε μία στιγμή, ο Μακ Κάντεν είδε το Fokker να βρίσκεται στην κορυφή ενός κώνου τροχιοδεικτικών από πέντε αεροσκάφη ταυτόχρονα - και κάθε αεροσκάφος είχε δύο πολυβόλα. Αυτό θα έπρεπε να ήταν το τέλος, αλλά για μία ακόμα φορά το μαχητικό διέφυγε με μια δεξιοτεχνία που άφησε τους πάντες άφωνους. Την επόμενη στιγμή, το SE 5 του Μάσπρατ εγκατέλειψε κι εκείνο τη μάχη. Tο τριπλάνο πέρασε σαν αστραπή από πίσω του, διατρυπώντας το ψυγείο και μερικές από τις εξατμίσεις του κινητήρα του. Ήταν το τέταρτο αεροσκάφος το οποίο έθετε εκτός μάχης. Για τον ανθυπολοχαγό Μαίυμπερυ, ο Γερμανός φαινόταν άτρωτος. 

 
Αλλά βέβαια κανείς δεν είναι άτρωτος ή αθάνατος. O Ρυς-Νταίηβιντς είχε ήδη αλλάξει δύο γεμιστήρες χωρίς να έχει καταφέρει τίποτε. Κερδίζοντας ύψος βγήκε ψηλότερα από τα υπόλοιπα αεροσκάφη και με μια βύθιση όρμησε στα νώτα του Γερμανού. Για λίγα δευτερόλεπτα, το τριπλάνο γέμισε το στόχαστρό του κι εκείνος άδειασε όσα φυσίγγια είχαν απομείνει στο Vickers του. Tο Fokker έστριψε κλειστά και ο Ρυς-Ντέιβιντς το είδε να έρχεται καταπάνω του, περνώντας λίγα μέτρα πάνω από τον ίδιο. Tο ακολούθησε στη στροφή, προσπαθώντας να μη το χάσει από τα μάτια του, τοποθετώντας ταυτόχρονα νέο γεμιστήρα στο πολυβόλο του. 

Μετά από αυτό, το τριπλάνο δεν έκανε καμία προσπάθεια να διαφύγει. O Φος αργοπέθαινε στο πιλοτήριό του και το αεροπλάνο του άρχισε μια αργή, νωχελική στροφή προς τα δεξιά. H πορεία του έγινε τόσο σταθερή, ώστε όταν ο Άγγλος επιτέθηκε πάλι δίνοντάς του τη χαριστική βολή, αναγκάστηκε να στρίψει απότομα για να αποφύγει τη σύγκρουση. Tο τριπλάνο χάθηκε από τα μάτια των κυνηγών του και μόνο ο Μακ Κάντεν παρακολούθησε το τέλος του. Tο ασημογάλαζο Fokker δεν έδειχνε κανένα σημείο φωτιάς ή καπνού και συνέχισε να πετά με τον κινητήρα του ακόμα σε πλήρη ισχύ, σαν να αρνείτο να καταστραφεί. 

Σταδιακά έχασε τη σταθερότητά του, έπεσε σε μια απότομη δεξιόστροφη βύθιση και όταν άγγιξε το έδαφος των Βρετανικών γραμμών εξερράγη σε χιλιάδες κομμάτια. Όταν οι Βρετανοί επέστρεψαν στη βάση τους και μέτρησαν τις τρύπες στα αεροσκάφη τους κατάλαβαν ότι είχαν συναντήσει έναν από τους καλύτερους πιλότους της Γερμανικής αεροπορίας, τον Ριχτχόφεν, τον Βολφ ή τον Φος. Την επόμενη ημέρα ειδοποιήθηκαν τηλεγραφικά ότι ήταν ο Φος. Tο πτώμα του ή ότι είχε απομείνει από αυτό ανασύρθηκε από τα συντρίμμια και τάφηκε σε έναν ομαδικό τάφο. Στον λαιμό του έφερε ακόμα το "Pour Le Merite".

ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΠΑΛΟ

Tο 1917 ο πόλεμος στον αέρα είχε γίνει αμείλικτος, αλλά ο σεβασμός προς τον αντίπαλο δεν είχε πάψει να υπάρχει. O Άρθουρ Ρυς-Νταίηβιντς έλαβε τα συγχαρητήρια όλων των συναδέλφων του και τα λόγια του για τον ηρωικό εκείνο αντίπαλο αντανακλούσαν τη σκέψη όλων, όταν είπε: "Μακάρι να τον είχα καταρρίψει ζωντανό". Αργότερα ο Μακ Κάντεν έγραψε σε ένα βιβλίο του:

"Όσο ζω, δεν θα ξεχάσω ποτέ το θαυμασμό μου γι' αυτό το Γερμανό πιλότο, που μόνος του αντιμετώπισε επτά από εμάς για δέκα λεπτά, κτυπώντας τα αεροπλάνα όλων μας. H δεξιοτεχνία του ήταν μοναδική, το θάρρος του απαράμιλλο. Kατά τη γνώμη μου, ήταν ο γενναιότερος πιλότος με τον οποίο είχα το προνόμιο να πολεμήσω".

Αλλά και οι υπόλοιποι αντίπαλοι του Φος είχαν κάθε λόγο να θυμούνται καλά εκείνη τη μάχη, παρότι οι αναμνήσεις τους δεν ήταν οι καλύτερες. H φράση του Μακ Κάντεν ότι ο Γερμανός άσσος είχε χτυπήσει τα αεροπλάνα όλων τους, δεν ανταποκρινόταν ακριβώς στην πραγματικότητα. O Φος είχε προκαλέσει μία μικρή καταστροφή. Oι Κρόνυν και Τσίντλω-Ρόμπερτς κατάφεραν να προσγειώσουν τα κατατρυπημένα αεροσκάφη τους χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. O Μάσπρατ αντίθετα, υποχρεώθηκε να εκτελέσει αναγκαστική προσγείωση σε ξένο αεροδρόμιο με τρυπημένο το ψυγείο του και υπερθερμασμένο κινητήρα. 

Tο αεροσκάφος του Μαίυμπερυ είχε υποστεί εκτεταμένη ζημιά στη δοκό της άνω δεξιάς πτέρυγας, επισκευάσιμη μόνο σε εργοστασιακό επίπεδο. Tο SE 5 του Χάμερσλυ ήταν το πρώτο που δέχθηκε τις ριπές πολυβόλων του Γερμανού και το πρώτο που εγκατέλειψε τη μάχη. Mε τον κινητήρα, το ψυγείο, τον έλικα, τους τροχούς, τις δοκούς των πτερύγων και της ατράκτου κατατρυπημένες από τα εχθρικά πυρά, το αεροσκάφος του είχε καταστραφεί πολύ πριν αναζητήσει κάποιο αεροδρόμιο για να προσγειωθεί επειγόντως και φυσικά, συνετρίβη αμέσως μόλις οι τροχοί άγγιξαν το έδαφος. Αργότερα ο Κρόνυν έγραψε στον πατέρα του:

"Μετά τη λέσχη, πήγα στο υπόστεγο να ρίξω μία ματιά στο αεροσκάφος μου. Hταν ξεγραμμένο πέρα από κάθε αμφιβολία. H άνω δεξιά δοκός είχε μία διαμπερή τρύπα, ενώ η κάτω αριστερή είχε σχεδόν κοπεί στη μέση. Oι κύριες δοκοί, όπως και εκείνες της ουράς, ήταν κατατρυπημένες. Επίσης το ύφασμα των πτερύγων και της ατράκτου ήταν διάτρητο. Ήταν θαύμα που δεν χτύπησε τον κινητήρα μου, αν και τρύπησε τον έλικα. Αμέσως μετά πήγα στο κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Απλώς έμεινα ξαπλωμένος και κάθιδρος, αν και η νύχτα ήταν κρύα". 

Φεύγοντας από το υπόστεγο, ο Κρόνυν είχε μετρήσει 42 τρύπες στο αεροσκάφος του. Ήταν μία επική αερομαχία 15 λεπτών τα οποία όμως, είχαν κλέψει για πάντα την παράσταση του αεροπορικού πολέμου. Κατά τη διάρκειά της, ο Φος είχε αντιμετωπίσει ένα σύνολο εννέα Βρετανικών μαχητικών, θέτοντας εκτός μάχης πέντε από αυτά. Στο τέλος Σεπτεμβρίου ο Ρυς-Νταίηβιντς τιμήθηκε με το παράσημο Διακεκριμένων Υπηρεσιών για τις 23 καταρρίψεις του και στις 23 Οκτωβρίου, ακριβώς έναν μήνα μετά την πτώση του Φος, ο Μακ Κάντεν έφυγε με άδεια παραδίδοντας τη διοίκηση του σμήνους του σε εκείνον. 

Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Ρυς-Νταίηβιντς έπεφτε νεκρός από τα πολυβόλα του Γερμανού άσσου Καρλ Γκάλβιτς, αν και το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Όπως τόσοι άλλοι, είχε χαθεί κι αυτός μυστηριωδώς μέσα στον όλεθρο του Δυτικού μετώπου. O Μακ Κάντεν δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο αντίπαλός του στη συμπλοκή της 16ης Νοεμβρίου 1916 πάνω από το Σομ και μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν αποδείξεις για την ταυτότητά του. Ωστόσο, οι ομοιότητες εκείνης της συμπλοκής με εκείνη της 23ης Σεπτεμβρίου 1917 ήταν πάρα πολλές για να αγνοηθούν και έκτοτε όλοι πίστευαν ότι επρόκειτο για τον Βέρνερ Φος.

Στις αρχές Απριλίου 1918 ο ταγματάρχης Τζέημς Μακ Κάντεν, με ένα σύνολο 57 καταρρίψεων, παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό της Βικτορίας και του ανετέθη η διοίκηση της 60ης Μοίρας Μαχητικών στη Γαλλία. Tο πρωί της 9ης Ιουλίου, αναχωρώντας από την Αγγλία για τη νέα θέση του, αποχαιρέτησε την αδελφή του, Μαίρη, και πριν μπει στο αυτοκίνητό του της παρέδωσε έναν φάκελο λέγοντάς της: "Θα ήθελα να μου τον προσέχεις, αδελφούλα". 


Μόλις έφυγε, η αδελφή του άνοιξε το φάκελο και είδε μέσα όλα τα παράσημα και τις διακρίσεις που είχε λάβει μέχρι τότε ο αδελφός της. O Μακ Κάντεν ήταν πάντοτε ιδιαίτερα υπερήφανος για τις διακρίσεις του, που για εκείνον αντιπροσώπευαν την ηθική αναγνώριση της αξίας του στο επάγγελμα το οποίο είχε επιλέξει και αγαπούσε. Στις 17:30 της ίδιας μέρας προσγειώθηκε σε ένα αεροδρόμιο της Γαλλίας για να ρωτήσει την κατεύθυνση προς το αεροδρόμιο της νέας μονάδας του. Δύο μηχανικοί τού έδωσαν τις απαραίτητες οδηγίες κι εκείνος έριξε μία τελευταία ματιά στο ανεμούριο, τροχοδρόμησε και απογειώθηκε. 

Μόλις το SE 5 σηκώθηκε λίγα μέτρα πάνω από το έδαφος ο κινητήρας του παραιτήθηκε - ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση και το αεροπλάνο κατέπεσε. O 23χρονος Τζέημς Τόμας Μπάυφορντ Μακ Κάντεν, θύμα ενός απλού αεροπορικού δυστυχήματος, ήταν ο τρίτος γιος της οικογένειας που σκοτωνόταν στον πόλεμο "ο οποίος θα τελείωνε όλους τους πολέμους". Στην ταφόπλακά του χαράχθηκαν το έμβλημα της RAF, ο Σταυρός της Βικτορίας και η ακόλουθη επιγραφή: "Συνέχισε να πετάς, αγαπημένο παιδί, από αυτό το σκοτεινό κόσμο του πολέμου, στη Γη της Επαγγελίας, την Αιώνια Ζωή".

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΕΡΟΜΑΧΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΑΣΣΟΥ 

Το πρωί της Κυριακής, 23ης Σεπτεμβρίου 1917, ο Φος κατέρριψε ένα Βρετανικό διθέσιο De Havilland D.H.4, για την 48η και τελευταία νίκη του. Περί τις 17:00 το απόγευμα της ίδιας ημέρας αποφάσισε να απογειωθεί για μία τελευταία περιπολία, πριν αναχωρήσει από το μέτωπο με προγραμματισμένη άδεια. 

Κατευθύνθηκε προς το Πελκαπέλ της Φλάνδρας, όπου στις 18 / 05 και σε ύψος 1.800 m συνάντησε δύο SE 5 της 60ης Μοίρας. Οι Βρετανοί πιλότοι λοχαγός Τσίντλο-Ρόμπερτς (Chidlaw-Roberts) και ανθυπολοχαγός Χάμερσλυ (Hamersley), θεώρησαν εύκολη λεία το μοναχικό τριπλάνο και αποφάσισαν να επιτεθούν. Δεν υπήρχαν πολλοί Γερμανοί πιλότοι που θα επιχειρούσαν να αντιμετωπίσουν ολομόναχοι δύο SE 5, τα καλύτερα Αγγλικά μαχητικά του πολέμου, αλλά ο Φος δέχθηκε αμέσως την πρόκληση και ρίχθηκε στη μάχη. 

Με έναν ταχύτατο ελιγμό απέφυγε τα πυρά του Χάμερσλυ και βρέθηκε στα νώτα του, γαζώνοντας τον κινητήρα του Βρετανού. Ο Τσίντλο-Ρόμπερτς βρέθηκε στην κατάλληλη θέση για να βοηθήσει τον συνάδελφό του, αλλά τα πυρά του αστόχησαν και την επόμενη στιγμή είδε το τριπλάνο να «παίρνει» τα νώτα του, προκαλώντας του σοβαρές ζημιές. Οι δύο Βρετανοί συνειδητοποίησαν ότι είχαν συναντήσει έναν ανώτερο αντίπαλο και κατέφυγαν και οι δύο σε βίαιες βυθίσεις για να γλυτώσουν από τον θερμόαιμο Γερμανό πιλότο ο οποίος τους καταδίωκε για να τους αποτελειώσει. 

Ο Φος αναμφίβολα θα είχε πετύχει τον σκοπό του, αν εκείνη τη στιγμή δεν επενέβαιναν έξι SE 5 της 56ης Μοίρας για να σώσουν τους συμπολεμιστές τους. Επικεφαλής του σμήνους ήταν ο διακεκριμένος Βρετανός άσσος, λοχαγός Τζαίημς Μακ Κάντεν (James McCudden) (αργότερα παρασημοφορηθείς με τον Σταυρό της Βικτωρίας), ακολουθούμενος από τον λοχαγό Ρέτζιναλντ Χόϊντζ (Reginald Hoidge) και τους ανθυπολοχαγούς Άρθουρ Ρυς-Νταίηβιντς (Arthur Rhys-Davids), Ρίτσαρντ Μαίϋμπερυ (Richard Mayberry), Βερσόϋλ Κρόνυν (Verschoyle Cronyn) και Κηθ Μάσπρατ (Keith Muspratt).

Ο Μακ Κάντεν εφάρμοσε ένα τέχνασμα για να παγιδεύσει τον Γερμανό. Ανέπτυξε τα αεροσκάφη του στα νώτα του τριπλάνου, με τρόπο ώστε αυτό βρέθηκε εγκλωβισμένο στο κέντρο ενός νοητού κιβωτίου, οι Μακ Κάντεν και Ρυς-Νταίηβιντς πήραν θέση δεξιά κι αριστερά από τα νώτα του. Οι Μάσπρατ και Χόϊντζ πάνω και κάτω από αυτό, ενώ οι Κρόνυν και Μαίϋμπερυ του έκλεισαν τις πλευρές. Παρόλα αυτά, ο Φος χρησιμοποιώντας την καταπληκτική ευελιξία και τον ανώτερο ρυθμό ανόδου του Fokker Dr.I, ελίχθηκε ταχύτατα και βρέθηκε στα νώτα των αντιπάλων του, βάλλοντας εναντίον τους. 

Ο Κρόνυν έμεινε έκπληκτος από την ταχύτητα των ελιγμών του: «Γύρισε αστραπιαία με έναν μοναδικό τρόπο, χωρίς κλίση των φτερών. Απλά εμφανίστηκε στην ουρά μου από το πουθενά». Το αεροσκάφος του δέχθηκε τις ριπές του Φος και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη συμπλοκή. Προς έκπληξη όλων, ο Γερμανός πιλότος είχε επανειλημμένως την ευκαιρία να διαφύγει προς την ασφάλεια των γραμμών του, εκείνος, όμως, επέστρεφε συνεχώς απτόητος για να επιτεθεί στους υπεράριθμους αντιπάλους του. 

Ένα ακόμα SE 5 ήλθε να προστεθεί στη συμπλοκή και τα Βρετανικά μαχητικά αποπειράθηκαν τρεις φορές να τον παγιδεύσουν, αλλά, σύμφωνα με την περιγραφή του Μακ Κάντεν: «οι ελιγμοί του ήταν τόσο ταχείς που κανένας δεν μπορούσε να μαντέψει την επόμενη κίνησή του, ενώ εκείνος φαινόταν να μας πυροβολεί όλους ταυτόχρονα. Το τριπλάνο ήταν κυκλωμένο από εμάς και οι χειρισμοί του ήταν εκπληκτικοί, οι ελιγμοί του αδιανόητοι, πέρα από κάθε φαντασία. Έστριβε το τριπλάνο του με ένα είδος επίπεδης στροφής, χωρίς κλίση των φτερών του και μέσα σε δευτερόλεπτα κατευθυνόταν στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, ορμώντας επάνω σου». 

Η δυνατότητα του Fokker Dr.I να στρέφει κινούμενο μόνο κατά το οριζόντιο επίπεδο χωρίς κλίση των πτερύγων (“slip turn”), οφειλόταν στο χαρακτηριστικό ουραίο πηδάλιο διεύθυνσής του, το οποίο αποτελείτο από ένα ενιαίο κινητό τμήμα και όχι από δύο (κάθετο σταθερό και κινητό), όπως συμβαίνει στα περισσότερα αεροσκάφη. Ένα Albatros με κόκκινο ρύγχος προστέθηκε στην αερομαχία, σπεύδοντας να βοηθήσει το μοναχικό τριπλάνο το οποίο μαχόταν μόνο του εναντίον έξι SE 5, αλλά κατερρίφθη σύντομα από τον Ρυς-Νταίηβιντς. 


Σε µια στιγµή ο Μακ Κάντεν είδε το Fokker να βρίσκεται στην κορυφή ενός κώνου τροχιοδεικτικών από πέντε αεροσκάφη ταυτόχρονα, δηλαδή ένα σύνολο 10 πολυβόλων. Αυτό θα έπρεπε να σημάνει και το τέλος, αλλά για µια ακόµη φορά το Fokker διέφυγε µε απίστευτη δεξιοτεχνία και βρέθηκε στα νώτα του Μάσπρατ τρυπώντας με μία ριπή του το ψυγείο και τον κινητήρα του. Ο Ρυς-Νταίηβιντς είχε ήδη καταναλώσει δύο γεµιστήρες χωρίς να έχει πετύχει τίποτα, αλλά για λίγα δευτερόλεπτα το τριπλάνο γέµισε το σκοπευτικό του κι εκείνος άδειασε όσα φυσίγγια του είχαν αποµείνει. 

Το Fokker έστριψε κλειστά και το είδε να έρχεται καταπάνω του, περνώντας λίγα µέτρα πάνω από το κεφάλι του. Μετά από αυτό, το τριπλάνο δεν έκανε καµία προσπάθεια να διαφύγει. Χωρίς κανένα σηµείο φωτιάς ή καπνού, συνέχισε να πετά µε τον κινητήρα του σε πλήρη ισχύ. Σταδιακά έχασε τη σταθερότητά του, έπεσε σε δεξιόστροφη βύθιση και εξερράγη πίσω από τις Βρετανικές γραμμές. Όταν οι Βρετανοί πιλότοι επέστρεψαν στη βάση τους κατάλαβαν ότι είχαν συναντήσει έναν από τους μεγαλύτερους άσσους της Γερµανικής Αεροπορίας: τον Ριχτχόφεν ή τον Φος. Την επόµενη ηµέρα ειδοποιήθηκαν τηλεγραφικά ότι ήταν ο δεύτερος. Το πτώµα του ανασύρθηκε από τα συντρίµµια και τάφηκε σε οµαδικό τάφο. 

Όλοι ανεξαιρέτως οι αντίπαλοι του Φος, πάντως, είχαν κάθε λόγο να θυμούνται εκείνη τη συμπλοκή της ημέρας της χειμερινής ισημερίας του 1917. Ήταν μία επική αερομαχία 15 λεπτών η οποία πέρασε στα χρονικά του αεροπορικού πολέμου. Κατά την διάρκειά της ο Φος είχε αντιμετωπίσει μόνος του ένα σύνολο εννέα βρετανικών μαχητικών, θέτοντας εκτός μάχης πέντε από αυτά. Παρότι ο Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν ήταν ο μεγαλύτερος άσσος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί θεωρούν τον Βέρνερ Φος ανώτερό του σε τεχνική, κάτι το οποίο είχε εκμυστηρευθεί και ο ίδιος ο Φος σε ένα γράμμα προς τους γονείς του στις αρχές Απριλίου 1917.

«Είναι καλός μαχητής και έχει επιτελέσει τεράστιο έργο για την πατρίδα, αλλά δεν πιστεύω ότι είναι καλύτερος από μένα». Ο 20χρονος ανθυπολοχαγός Άρθρουρ Ρυς-Νταίηβιντς κέρδισε περιλάλητη φήμη καταρρίπτοντας τον Φος. Ήταν η 21η νίκη του από ένα σύνολο 27. Κατερρίφθη στις 27 Οκτωβρίου 1917 από τον επίσης Γερμανό άσσο, Καρλ Γκάλβιτς (Karl Galwitz, 10 νίκες).

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)