ΓΟ. βούλεται γὰρ ἐντυχεῖν σοι— (ΚΝ.) μηδαμῶς, πρὸς τῶν θεῶν.
(ΓΟ.) τὴν κόρην αἰτῶν τις. (ΚΝ.) οὐδὲν ἔτι ‹τοιοῦτό› μοι μέλει.
(ΓΟ.) ὅ ‹σε› συνεκσώσας. (ΚΝ.) ὁ ποῖος; (ΓΟ.) οὑτοσί. πρόσελθε σύ.
(ΚΝ.) ἐπικέκαυται μέν. γεωργός ἐστι; (ΓΟ.) καὶ μάλ᾽, ὦ πάτερ.
755 οὐ τρυφῶν οὐδ᾽ οἷος ἀργὸς περιπατεῖν τὴν ἡμέραν
[ . . . ].γενος
[ΚΝ.] [ . . .]σδίδου ποεῖ ‹τε› του
[ . . . εἰσκυ]κλεῖτ᾽ εἴσω με. (ΓΟ.) καὶ[
[ΚΝ.] ἐπιμ]ελοῦ τούτου. (ΓΟ.) τὸ λο[ιπὸν] ἐγγυᾶν[
760 τὴν] ἀδελφήν. ἐπανένεγκε ταῦτα, [Σ]ώστ[ραθ᾽, οἷς σε δεῖ.
[ΣΩ.] οὐ[δ]ὲν ὁ πατὴρ ἀντερεῖ [μοι]. (ΓΟ.) τοιγαροῦν ἔγωγέ σοι
ἐγγυῶ δίδωμι πάντων τῶν θεῶν ἐναντίον
†ενεγκεινος δίκαιόν ἐστι π.[.]θη, Σώστρατε.
οὐ πεπλασμένῳ γὰρ ἤθει πρὸς τὸ πρᾶγμ᾽ ἐλήλυθας,
765 ἀλλ᾽ ἁπλῶς, καὶ πάντα ποιεῖν ἠξίωσας τοῦ γάμου
ἕνεκα, τρυφερὸς ὢν δίκελλαν ἔλαβες, ἔσκαψας, πονεῖν
ἠθέλησας. ἐν δὲ τούτῳ τῷ μέρει μάλιστ᾽ ἀνὴρ
δείκνυτ᾽, ἐξισοῦν ἑαυτὸν ὅστις ὑπομένει τινὶ
εὐπορῶν πένητι· καὶ γὰρ μεταβολὰς οὗτος τύχ[ης
770 ἐγκρατῶς οἴσει. δέδωκας πεῖραν ἱκανὴν τοῦ τρόπου.
διαμένοις μόνον τοιοῦτος. (ΣΩ.) πολὺ μὲν οὖν κρείττω̣[ν ἔτι.
ἀλλ᾽ ἐπαινεῖν αὑτόν ἐστι φορτικόν ‹τι› πρᾶγμ᾽ ἴσως.
εἰς καλὸν δ᾽ ὁρῶ παρόντα τὸν πατέρα. (ΓΟ.) Καλλιππίδης
ἐστὶ σοῦ πατήρ; (ΣΩ.) πάνυ μὲν οὖν. (ΓΟ.) νὴ Δία πλούσιός γ᾽ ἀνήρ,
775 ‹καὶ› δικαίως ‹γ᾽ ὡς› γεωργὸς ἄμαχος. ΚΑΛΛΙΠΠΙΔΗΣ ἀπολέλειμμ᾽ ἴσως.
‹οἱ δὲ› καταβεβρωκότες δὴ τὸ πρόβατον φροῦδοι πάλαι
εἰσὶν εἰς ἀγρόν. ΓΟ. Πόσειδον, ὀξυπείνως πως ἔχει.
αὐτίκ᾽ αὐτῷ ταῦτ᾽ ἐροῦμεν; (ΣΩ.) πρῶτον ἀριστησάτω·
πραότερος ἔσται. (ΚΑ.) τί τοῦτο, Σώστρατ᾽; ἠριστήκατε;
780 ‹ΣΩ.› ἀλλὰ καὶ σοὶ παραλέλειπται. πάραγε. (ΚΑ.) τοῦτο δὴ ποῶ.
ΓΟ. εἰσιὼν αὐτῷ λαλεῖ ‹νῦν›, εἴ τι βούλει τῷ πατρὶ
κατὰ μόνας. (ΣΩ.) ἔνδον περιμενεῖς, οὐ γάρ; (ΓΟ.) οὐκ ἐξέρχομαι
ἔνδοθεν. (ΣΩ.) μικρὸν διαλιπὼν παρακαλῶ τοίνυν ‹σ᾽› ἐγώ.
750 ΚΝΗ. Α, παράτα με, να ζήσεις, κι είπα, ό,τ᾽ είχα να σας πω.(ΓΟ.) τὴν κόρην αἰτῶν τις. (ΚΝ.) οὐδὲν ἔτι ‹τοιοῦτό› μοι μέλει.
(ΓΟ.) ὅ ‹σε› συνεκσώσας. (ΚΝ.) ὁ ποῖος; (ΓΟ.) οὑτοσί. πρόσελθε σύ.
(ΚΝ.) ἐπικέκαυται μέν. γεωργός ἐστι; (ΓΟ.) καὶ μάλ᾽, ὦ πάτερ.
755 οὐ τρυφῶν οὐδ᾽ οἷος ἀργὸς περιπατεῖν τὴν ἡμέραν
[ . . . ].γενος
[ΚΝ.] [ . . .]σδίδου ποεῖ ‹τε› του
[ . . . εἰσκυ]κλεῖτ᾽ εἴσω με. (ΓΟ.) καὶ[
[ΚΝ.] ἐπιμ]ελοῦ τούτου. (ΓΟ.) τὸ λο[ιπὸν] ἐγγυᾶν[
760 τὴν] ἀδελφήν. ἐπανένεγκε ταῦτα, [Σ]ώστ[ραθ᾽, οἷς σε δεῖ.
[ΣΩ.] οὐ[δ]ὲν ὁ πατὴρ ἀντερεῖ [μοι]. (ΓΟ.) τοιγαροῦν ἔγωγέ σοι
ἐγγυῶ δίδωμι πάντων τῶν θεῶν ἐναντίον
†ενεγκεινος δίκαιόν ἐστι π.[.]θη, Σώστρατε.
οὐ πεπλασμένῳ γὰρ ἤθει πρὸς τὸ πρᾶγμ᾽ ἐλήλυθας,
765 ἀλλ᾽ ἁπλῶς, καὶ πάντα ποιεῖν ἠξίωσας τοῦ γάμου
ἕνεκα, τρυφερὸς ὢν δίκελλαν ἔλαβες, ἔσκαψας, πονεῖν
ἠθέλησας. ἐν δὲ τούτῳ τῷ μέρει μάλιστ᾽ ἀνὴρ
δείκνυτ᾽, ἐξισοῦν ἑαυτὸν ὅστις ὑπομένει τινὶ
εὐπορῶν πένητι· καὶ γὰρ μεταβολὰς οὗτος τύχ[ης
770 ἐγκρατῶς οἴσει. δέδωκας πεῖραν ἱκανὴν τοῦ τρόπου.
διαμένοις μόνον τοιοῦτος. (ΣΩ.) πολὺ μὲν οὖν κρείττω̣[ν ἔτι.
ἀλλ᾽ ἐπαινεῖν αὑτόν ἐστι φορτικόν ‹τι› πρᾶγμ᾽ ἴσως.
εἰς καλὸν δ᾽ ὁρῶ παρόντα τὸν πατέρα. (ΓΟ.) Καλλιππίδης
ἐστὶ σοῦ πατήρ; (ΣΩ.) πάνυ μὲν οὖν. (ΓΟ.) νὴ Δία πλούσιός γ᾽ ἀνήρ,
775 ‹καὶ› δικαίως ‹γ᾽ ὡς› γεωργὸς ἄμαχος. ΚΑΛΛΙΠΠΙΔΗΣ ἀπολέλειμμ᾽ ἴσως.
‹οἱ δὲ› καταβεβρωκότες δὴ τὸ πρόβατον φροῦδοι πάλαι
εἰσὶν εἰς ἀγρόν. ΓΟ. Πόσειδον, ὀξυπείνως πως ἔχει.
αὐτίκ᾽ αὐτῷ ταῦτ᾽ ἐροῦμεν; (ΣΩ.) πρῶτον ἀριστησάτω·
πραότερος ἔσται. (ΚΑ.) τί τοῦτο, Σώστρατ᾽; ἠριστήκατε;
780 ‹ΣΩ.› ἀλλὰ καὶ σοὶ παραλέλειπται. πάραγε. (ΚΑ.) τοῦτο δὴ ποῶ.
ΓΟ. εἰσιὼν αὐτῷ λαλεῖ ‹νῦν›, εἴ τι βούλει τῷ πατρὶ
κατὰ μόνας. (ΣΩ.) ἔνδον περιμενεῖς, οὐ γάρ; (ΓΟ.) οὐκ ἐξέρχομαι
ἔνδοθεν. (ΣΩ.) μικρὸν διαλιπὼν παρακαλῶ τοίνυν ‹σ᾽› ἐγώ.
***
ΓΟΡ. Και να σ᾽ ανταμώσει θέλει… ΚΝΗ. Μη, για τ᾽ όνομα των θεών.
ΓΟΡ. …κάποιος που μας τη ζητάει. ΚΝΗ. Γι᾽ αυτά φρόντισε πια εσύ.
ΓΟΡ. Κείνος που μαζί μου σ᾽ έχει βγάλει μέσ᾽ απ᾽ το νερό.
ΚΝΗ. Και ποιός είν᾽ αυτός; ΓΟΡ. Νά, τούτος.
Στο Σώστρατο, που στεκόταν παράμερα.
Έλα, φίλε, πιο κοντά.
ΚΝΗ. Φαίνεται σα λιοκαμένος· είναι δουλευτής της γης;
ΓΟΡ. Ναι, πατέρα· όχι κανένας τεμπελάκος και γλεντζές,
που να κόβει όλη τη μέρα βόλτες· κι από σόι καλό.
ΚΝΗ. Τότε, δώσ᾽ τη· χρέος δικό σου. Μπάστε με στο σπίτι εμέ.
ΓΟΡ. Κάτι ακόμα… ΚΝΗ. Όχι, παιδί μου· και γι᾽ αυτό και για όλα εσύ.
Γυρίζει το εκκύκλημα, και έτσι ο Κνήμωνας,
η Μυρρίνη και η κόρη τους εξαφανίζονται.
760 ΓΟΡ. Τώρα εγώ ν᾽ αρραβωνιάσω πια μπορώ την αδερφή.
ΣΩΣ. Κι ο πατέρας μου δε θα ᾽χει, λέω, αντίρρηση καμιά.
ΓΟΡ. Σου τη δίνω σε αρραβώνα· και σε μάρτυρες μπροστά
θα σου δώσω, Σώστρατε, ό,τι δίκιο είναι για προίκα της.
Γιατί εσύ στο πράγμα τούτο φέρθηκες ειλικρινά,
δίχως δόλο, ντόμπρα και ίσια· νέος λεπτός κι αμάθητος,
για να γίνει αυτός ο γάμος δέχτηκες το καθετί·
έπιασες δικέλλι, πήγες κι έσκαψες και μόχθησες.
Πάνω απ᾽ όλα, αυτό τον άντρα ξεχωρίζει το σωστό:
όταν δέχεται, όντας πλούσιος, με φτωχό να εξισωθεί·
γιατί αυτός γερά της τύχης θα δεχτεί τις αλλαγές.
770 Δείγματ᾽ αρκετά έχεις δώσει του καλού σου φυσικού·
να είσαι μόνο πάντα τέτοιος. ΣΩΣ. Μόνο; Ακόμα ανώτερος.
Αλλ᾽ είναι άπρεπο, νομίζω, τον εαυτό σου να παινάς.
Έρχεται πάνω στην ώρα, βλέπω, κι ο πατέρας μου.
ΓΟΡ. Είσαι γιος του Καλλιππίδη; ΣΩΣ. Μάλιστα. ΓΟΡ. Μά το θεό,
είναι πλούσιος και του αξίζει· και γερός καλλιεργητής·
ποιός του παραβγαίνει;
Έρχεται ο Καλλιππίδης και μονολογεί
χωρίς να προσέξει τους άλλους.
ΚΑΛΛΙΠΠΙΔΗΣ
Φτάνω πάρωρα, μου φαίνεται·
θα έχαψαν το πρόβατο όλο κι έφυγαν στο χτήμα μας.
ΓΟΡ. Αυτός, θεέ μου, έχει μια πείνα που δε βλέπει. Λες ευθύς
να του πούμε για το γάμο; ΣΩΣ. Πρώτα ας φάει· πιο μαλακός
θα ᾽ναι τότε, εγώ νομίζω.
Πηγαίνει προς τον πατέρα του.
ΚΑΛ. Τί ᾽ναι τούτα, Σώστρατε;
780 Φάγατε; ΣΩΣ. Ναι, φάγαμε· όμως έχει μείνει και για σε.
Πέρνα μέσα. ΚΑΛ. Αυτό θα κάμω.
Μπαίνει στο ιερό.
ΓΟΡ. Μπες κι εσύ και μίλησε
του πατέρα σου όπως θέλεις πρόσωπο με πρόσωπο.
ΣΩΣ. Σπίτι εδώ θα περιμένεις· έτσι; ΓΟΡ. Ναι, δεν το κουνώ.
ΣΩΣ. Δε θ᾽ αργήσω· σε λιγάκι θα φωνάξω και να βγεις.
Μπαίνει στο ιερό· ο Γοργίας στο σπίτι του.