875 ἐνταῦθα κατακείσει. τάλας σὺ τοῦ τρόπου.
πρὸς τὸν θεόν σε βουλομένων [τούτων ἄγειν
ἀντεῖπας. ἔσται μέγα κακὸν πάλιν [τί σοι,
νὴ τὼ θεώ, ‹καὶ› μεῖζον ἢ νῦν εὖ πά[νυ.
ΓΕ. ἐγὼ προσελθὼν ὄψομαι δεῦρ᾽ [ὡς ἔχει
αὐλεῖ.
880 τί μοι προσαυλεῖς, ἄθλι᾽ οὗτος; οὐδέπω σχολή [μοι.
πρὸς τὸν κακῶς ἔχοντα πέμπουσ᾽ ἐνθαδί μ᾽· ἐπίσ[χες.
ΣΙΜ. καὶ παρακαθήσθω γ᾽ εἰσιὼν αὐτῷ τις ἄλλος ὑμῶν.
ἐγὼ δ᾽ ἀποστέλλουσα τροφίμην βούλομαι λαλῆσαι
ταύτῃ, προσειπεῖν, ἀσπάσασθαι. (ΓΕ.) νοῦν ἔχεις· βάδιζε.
885τοῦτον δὲ θεραπεύσω τέως ἐγώ. πάλαι δ̣[έδοκται
τ[ούτο]υ̣ λαβεῖν τὸν καιρόν, ἀλλὰ διαπον̣[εῖν ἔδει με.
[. . . ]ετει καὶ τῶν β[
ο]ὔπω δυνησ[[. . . ]ι, μάγειρε.
Σίκων, πρόελθε δεῦρό μοι [σὺ θᾶττο]ν. ὦ Πόσειδον,
890 οἵαν ἔχειν οἶμαι διατριβήν. (ΣΙΚ.) σύ με καλεῖς; (ΓΕ.) ἔγωγε.
τιμωρίαν βούλει λαβεῖν ὧν ἀρτίως ἔπασχες;
(ΣΙΚ.) ἐγὼ δ᾽ ἔπασχον ἀρτίως; οὐ λαικάσει φλυαρῶν;
(ΓΕ.) ὁ δύσκολος [γέρ]ων καθεύδει μόνος. (ΣΙΚ.) ἔχει δὲ ‹δὴ› πῶς;
[ΓΕ.] οὐ παντάπασιν ἀθλίως. (ΣΙΚ.) οὐκ ἂν δύναιτό γ᾽ ἡμᾶς
895 τύπτειν ἀναστάς; (ΓΕ.) οὐδ᾽ ἀναστῆναι ‹γάρ›, ὡς ἐγᾦμαι.
(ΣΙΚ.) ὡς ἡδὺ πρᾶγμά μοι λέγεις. αἰτήσομ᾽ εἰσιών τι·
ἔξω γὰρ ἔσται τῶν φρενῶν. (ΓΕ.) ‹τί δ᾽ ἄν,› τὸ δεῖνα, πρῶτον
ἔξω προελκύσωμεν αὐτόν, εἶτα θέντες αὐτοῦ
κόπτωμεν οὕτω τὰς θύρας, αἰτῶμεν, ἐπιφλέγωμεν;
900 ἔσται τις ἡδονή, λέγω. (ΣΙΚ.) τὸν Γοργίαν δέδοικα
μὴ καταλαβὼν ἡμᾶς καθαίρῃ. ΓΕ. θόρυβός ἐστιν ἔνδον,
πίνουσιν. οὐκ αἰσθήσετ᾽ οὐδείς. τὸ δ᾽ ὅλον ἐστὶν ἡμῖν
ἅνθρωπος ἡμερωτέος· κηδεύομεν γὰρ αὐτῷ,
οἰκεῖος ἡμῖν γίνετ᾽· εἰ δ᾽ ἔσται τοιοῦτος αἰεί,
905 ἔργον ὑπενεγκεῖν, ‹ΣΙΚ.› πῶς γὰρ οὔ; (ΓΕ.) λαθεῖν μόνον ἐπιθύμει
αὐτὸν φέρων δεῦρ᾽ εἰς τὸ πρόσθεν. πρόαγε δὴ σύ. ‹ΣΙΚ.› μικρὸν
πρόσμεινον, ἱκετεύω σε· μή με καταλιπὼν ἀπέλθῃς.
καὶ μὴ ψόφει, πρὸς τῶν θεῶν. (ΓΕ.) ἀλλ᾽ οὐ ψοφῶ μὰ τὴν Γῆν.
εἰς δεξιάν. (ΣΙΚ.) ἰδού. ‹ΓΕ.› θὲς αὐτοῦ. νῦν ὁ καιρός. εἶἑν·
910 ἐγὼ προάξω πρότερος. ἤν. καὶ τὸν ῥυθμὸν σὺ τήρει.
‹παῖ›, παιδίον, παῖδες ‹καλοί›, παῖ, παιδία. ‹ΚΝ.› οἴχομ᾽, οἴμοι.
πρὸς τὸν θεόν σε βουλομένων [τούτων ἄγειν
ἀντεῖπας. ἔσται μέγα κακὸν πάλιν [τί σοι,
νὴ τὼ θεώ, ‹καὶ› μεῖζον ἢ νῦν εὖ πά[νυ.
ΓΕ. ἐγὼ προσελθὼν ὄψομαι δεῦρ᾽ [ὡς ἔχει
αὐλεῖ.
880 τί μοι προσαυλεῖς, ἄθλι᾽ οὗτος; οὐδέπω σχολή [μοι.
πρὸς τὸν κακῶς ἔχοντα πέμπουσ᾽ ἐνθαδί μ᾽· ἐπίσ[χες.
ΣΙΜ. καὶ παρακαθήσθω γ᾽ εἰσιὼν αὐτῷ τις ἄλλος ὑμῶν.
ἐγὼ δ᾽ ἀποστέλλουσα τροφίμην βούλομαι λαλῆσαι
ταύτῃ, προσειπεῖν, ἀσπάσασθαι. (ΓΕ.) νοῦν ἔχεις· βάδιζε.
885τοῦτον δὲ θεραπεύσω τέως ἐγώ. πάλαι δ̣[έδοκται
τ[ούτο]υ̣ λαβεῖν τὸν καιρόν, ἀλλὰ διαπον̣[εῖν ἔδει με.
[. . . ]ετει καὶ τῶν β[
ο]ὔπω δυνησ[[. . . ]ι, μάγειρε.
Σίκων, πρόελθε δεῦρό μοι [σὺ θᾶττο]ν. ὦ Πόσειδον,
890 οἵαν ἔχειν οἶμαι διατριβήν. (ΣΙΚ.) σύ με καλεῖς; (ΓΕ.) ἔγωγε.
τιμωρίαν βούλει λαβεῖν ὧν ἀρτίως ἔπασχες;
(ΣΙΚ.) ἐγὼ δ᾽ ἔπασχον ἀρτίως; οὐ λαικάσει φλυαρῶν;
(ΓΕ.) ὁ δύσκολος [γέρ]ων καθεύδει μόνος. (ΣΙΚ.) ἔχει δὲ ‹δὴ› πῶς;
[ΓΕ.] οὐ παντάπασιν ἀθλίως. (ΣΙΚ.) οὐκ ἂν δύναιτό γ᾽ ἡμᾶς
895 τύπτειν ἀναστάς; (ΓΕ.) οὐδ᾽ ἀναστῆναι ‹γάρ›, ὡς ἐγᾦμαι.
(ΣΙΚ.) ὡς ἡδὺ πρᾶγμά μοι λέγεις. αἰτήσομ᾽ εἰσιών τι·
ἔξω γὰρ ἔσται τῶν φρενῶν. (ΓΕ.) ‹τί δ᾽ ἄν,› τὸ δεῖνα, πρῶτον
ἔξω προελκύσωμεν αὐτόν, εἶτα θέντες αὐτοῦ
κόπτωμεν οὕτω τὰς θύρας, αἰτῶμεν, ἐπιφλέγωμεν;
900 ἔσται τις ἡδονή, λέγω. (ΣΙΚ.) τὸν Γοργίαν δέδοικα
μὴ καταλαβὼν ἡμᾶς καθαίρῃ. ΓΕ. θόρυβός ἐστιν ἔνδον,
πίνουσιν. οὐκ αἰσθήσετ᾽ οὐδείς. τὸ δ᾽ ὅλον ἐστὶν ἡμῖν
ἅνθρωπος ἡμερωτέος· κηδεύομεν γὰρ αὐτῷ,
οἰκεῖος ἡμῖν γίνετ᾽· εἰ δ᾽ ἔσται τοιοῦτος αἰεί,
905 ἔργον ὑπενεγκεῖν, ‹ΣΙΚ.› πῶς γὰρ οὔ; (ΓΕ.) λαθεῖν μόνον ἐπιθύμει
αὐτὸν φέρων δεῦρ᾽ εἰς τὸ πρόσθεν. πρόαγε δὴ σύ. ‹ΣΙΚ.› μικρὸν
πρόσμεινον, ἱκετεύω σε· μή με καταλιπὼν ἀπέλθῃς.
καὶ μὴ ψόφει, πρὸς τῶν θεῶν. (ΓΕ.) ἀλλ᾽ οὐ ψοφῶ μὰ τὴν Γῆν.
εἰς δεξιάν. (ΣΙΚ.) ἰδού. ‹ΓΕ.› θὲς αὐτοῦ. νῦν ὁ καιρός. εἶἑν·
910 ἐγὼ προάξω πρότερος. ἤν. καὶ τὸν ῥυθμὸν σὺ τήρει.
‹παῖ›, παιδίον, παῖδες ‹καλοί›, παῖ, παιδία. ‹ΚΝ.› οἴχομ᾽, οἴμοι.
***
ΣΙΜ. Κι εγώ πια, μά την Άρτεμη, θα πάω.Και θα κείτεσαι μόνος, τέτοιος που είσαι.
Μες στο ιερό ζητούσαν να σε πάρουν,
κι εσύ όχι κι όχι· συμφορά θα γίνει
και πάλι, και χειρότερη απ᾽ την πρώτη.
ΓΕΤ. Εγώ θα πάω κοντά, να δω τί κάνει.
Κάνει λίγα βήματα προς το σπίτι του Κνήμωνα,
αλλά σταματά, γιατί ένας αυλητής βγήκε
από το ιερό και παίζει τον αυλό.
880 Βρε, τί μου παίζεις τον αυλό; Καιρό δεν έχω ακόμα.
Με στέλνουν δίπλα, ξέρε το, στον άρρωστο· σταμάτα.
ΣΙΜ. Ναι, συντροφιά από σας κανείς ας πάει να του κρατήσει.
Του αφέντη μου παντρεύεται η κορούλα, και θα πάω
να την ξεπροβοδίσω εγώ, να της μιλήσω λίγο,
να τη φιλήσω, στο καλό να πω… ΓΕΤ. Καλά θα κάμεις·
το γέρο τον φροντίζω εγώ την ώρα που θα λείπεις.
Η Σιμίκη μπαίνει στο ιερό.
Σιγύρισμα που από καιρό σκοπό είχα να του κάμω.
Πηγαίνει και ρίχνει μια ματιά στο σπίτι του Κνήμωνα
και αμέσως ξαναγυρίζει προς το ιερό και φωνάζει.
Μάγερα! Σίκωνα! Έλα δω. Κουνήσου. — Ω Ποσειδώνα,
890 τί αστείο που θα ᾽ναι, αλήθεια αυτό!
ΣΙΚ., βγαίνοντας από το ιερό
Ποιός με φωνάζει; ΓΕΤ. Εγώ ᾽μαι.
Θέλεις να βγάλεις το άχτι σου για το κακό που σου ᾽ρθε;
ΣΙΚ. Εμένα μου ήρθε, βρε, κακό; Δεν παρατάς τις σάχλες;
ΓΕΤ. Ο γέρος το στραβόξυλο κοιμάται μέσα μόνος.
ΣΙΚ. Πώς πάει; Σε τί κατάσταση; ΓΕΤ. Δεν είναι και για διάβα.
ΣΙΚ. Και δεν μπορεί να σηκωθεί, να πιάσει να μας δέρνει;
ΓΕΤ. Ούτε και να σταθεί, θαρρώ, στα πόδια του. ΣΙΚ. Τί ωραία!
Θες να τον κάμω έξω φρενών; Θα μπω να του ζητήσω…
ΓΕΤ. Κάλλιο, βρε φίλε, λέω εγώ, να τον τραβήξουμε έξω
κι αφού τον ακουμπήσουμε δω χάμω, να χτυπούμε
την πόρτα, να γυρεύουμε, κι εκείνος να σκυλιάσει.
900 Βρε πλάκα που θα σπάσουμε. ΣΙΚ. Φοβούμαι το Γοργία·
θα μας τις βρέξει σα μας δει. ΓΕΤ. Και ποιός θ᾽ ακούσει; Μέσα
πίνουν και κάνουν σαματά. Το κάτω κάτω κιόλας
πρέπει να τον μερέψουμε· τώρα είναι πια δικός μας·
βλέπεις, συμπεθεριάσαμε. Μ᾽ αν μείνει πάντα τέτοιος,
να ᾽χουμε πρέπει υπομονή. ΣΙΚ. Σωστά.
Πηγαίνουν προς την πόρτα του Κνήμωνα.
ΓΕΤ. Το νου σου μόνο,
σα θα τον φέρνεις έξω εδώ, να μη σε δουν. Προχώρα.
ΣΙΚ. Κοντά κι εσύ, να ζεις· και μη μ᾽ αφήσεις και το σκάσεις.
Προς θεού, μην κάνεις θόρυβο. ΓΕΤ. Ναι, μά τη Γη· δεν κάνω.
Μπαίνουν στο σπίτι του Κνήμωνα και τον φέρνουν έξω κοιμισμένο.
Δεξιά. ΣΙΚ. Καλά. ΓΕΤ. Και βάλ᾽ τονε δω χάμω. Τώρα είν᾽ ώρα.
910 Πρώτος, γιά δες, θα πάω εγώ. (Στον αυλητή) Και το ρυθμό εσύ κράτα.
Χτυπά δυνατά την πόρτα και ταυτόχρονα φωνάζει.
Καλόπαιδα! Παιδί! Μικρέ! Κοπέλια! ΚΝΗ. (ξυπνώντας) Είμαι χαμένος.