Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (9.353-9.436)

Ὣς ἐφάμην, ὁ δὲ δέκτο καὶ ἔκπιεν· ἥσατο δ᾽ αἰνῶς
ἡδὺ ποτὸν πίνων, καί μ᾽ ᾔτεε δεύτερον αὖτις·
355 «Δός μοι ἔτι πρόφρων, καί μοι τεὸν οὔνομα εἰπὲ
αὐτίκα νῦν, ἵνα τοι δῶ ξείνιον, ᾧ κε σὺ χαίρῃς.
καὶ γὰρ Κυκλώπεσσι φέρει ζείδωρος ἄρουρα
οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει·
ἀλλὰ τόδ᾽ ἀμβροσίης καὶ νέκταρός ἐστιν ἀπορρώξ.»
360 Ὣς ἔφατ᾽· αὐτάρ οἱ αὖτις πόρον αἴθοπα οἶνον·
τρὶς μὲν ἔδωκα φέρων, τρὶς δ᾽ ἔκπιεν ἀφραδίῃσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος,
καὶ τότε δή μιν ἔπεσσι προσηύδων μειλιχίοισι·
«Κύκλωψ, εἰρωτᾷς μ᾽ ὄνομα κλυτόν; αὐτὰρ ἐγώ τοι
365 ἐξερέω· σὺ δέ μοι δὸς ξείνιον, ὥς περ ὑπέστης.
Οὖτις ἐμοί γ᾽ ὄνομα· Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ᾽ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο νηλέϊ θυμῷ·
«Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισι,
370 τοὺς δ᾽ ἄλλους πρόσθεν· τὸ δέ τοι ξεινήϊον ἔσται.»
Ἦ καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα
κεῖτ᾽ ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος
ᾕρει πανδαμάτωρ· φάρυγος δ᾽ ἐξέσσυτο οἶνος
ψωμοί τ᾽ ἀνδρόμεοι· ὁ δ᾽ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων.
375 καὶ τότ᾽ ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς,
ἧος θερμαίνοιτο· ἔπεσσί τε πάντας ἑταίρους
θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδείσας ἀναδύη.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ὁ μοχλὸς ἐλάϊνος ἐν πυρὶ μέλλεν
ἅψεσθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ᾽ αἰνῶς,
380 καὶ τότ᾽ ἐγὼν ἆσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι
ἵσταντ᾽· αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων.
οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάϊνον, ὀξὺν ἐπ᾽ ἄκρῳ,
ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν· ἐγὼ δ᾽ ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς
δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπῷ δόρυ νήϊον ἀνὴρ
385τρυπάνῳ, οἱ δέ τ᾽ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι
ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί·
ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες
δινέομεν, τὸν δ᾽ αἷμα περίρρεε θερμὸν ἐόντα.
πάντα δέ οἱ βλέφαρ᾽ ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀϋτμὴ
390 γλήνης καιομένης· σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν μέγαν ἠὲ σκέπαρνον
εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα ἰάχοντα
φαρμάσσων· τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν·
ὣς τοῦ σίζ᾽ ὀφθαλμὸς ἐλαϊνέῳ περὶ μοχλῷ.
395 σμερδαλέον δὲ μέγ᾽ ᾤμωξεν, περὶ δ᾽ ἴαχε πέτρη,
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽. αὐτὰρ ὁ μοχλὸν
ἐξέρυσ᾽ ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ.
τὸν μὲν ἔπειτ᾽ ἔρριψεν ἀπὸ ἕο χερσὶν ἀλύων,
αὐτὰρ ὁ Κύκλωπας μεγάλ᾽ ἤπυεν, οἵ ῥά μιν ἀμφὶς
400 ᾤκεον ἐν σπήεσσι δι᾽ ἄκριας ἠνεμοέσσας.
οἱ δὲ βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος,
ἱστάμενοι δ᾽ εἴροντο περὶ σπέος, ὅττι ἑ κήδοι·
«Τίπτε τόσον, Πολύφημ᾽, ἀρημένος ὧδ᾽ ἐβόησας
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίην, καὶ ἀΰπνους ἄμμε τίθησθα;
405 ἦ μή τίς σευ μῆλα βροτῶν ἀέκοντος ἐλαύνει;
ἦ μή τίς σ᾽ αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφιν;»
Τοὺς δ᾽ αὖτ᾽ ἐξ ἄντρου προσέφη κρατερὸς Πολύφημος·
«ὦ φίλοι, Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν.»
Οἱ δ᾽ ἀπαμειβόμενοι ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευον·
410 «εἰ μὲν δὴ μή τίς σε βιάζεται οἶον ἐόντα,
νοῦσόν γ᾽ οὔ πως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι,
ἀλλὰ σύ γ᾽ εὔχεο πατρὶ Ποσειδάωνι ἄνακτι.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν ἀπιόντες, ἐμὸν δ᾽ ἐγέλασσε φίλον κῆρ,
ὡς ὄνομ᾽ ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων.
415 Κύκλωψ δὲ στενάχων τε καὶ ὠδίνων ὀδύνῃσι,
χερσὶ ψηλαφόων, ἀπὸ μὲν λίθον εἷλε θυράων,
αὐτὸς δ᾽ εἰνὶ θύρῃσι καθέζετο χεῖρε πετάσσας,
εἴ τινά που μετ᾽ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε·
οὕτω γάρ πού μ᾽ ἤλπετ᾽ ἐνὶ φρεσὶ νήπιον εἶναι.
420 αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον, ὅπως ὄχ᾽ ἄριστα γένοιτο,
εἴ τιν᾽ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν ἠδ᾽ ἐμοὶ αὐτῷ
εὑροίμην· πάντας δὲ δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον,
ὥς τε περὶ ψυχῆς· μέγα γὰρ κακὸν ἐγγύθεν ἦεν.
ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή.
425 ἄρσενες οἴϊες ἦσαν ἐϋτρεφέες, δασύμαλλοι,
καλοί τε μεγάλοι τε, ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχοντες·
τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι,
τῇς ἔπι Κύκλωψ εὗδε πέλωρ, ἀθεμίστια εἰδώς,
σύντρεις αἰνύμενος· ὁ μὲν ἐν μέσῳ ἄνδρα φέρεσκε,
430 τὼ δ᾽ ἑτέρω ἑκάτερθεν ἴτην σώοντες ἑταίρους.
τρεῖς δὲ ἕκαστον φῶτ᾽ ὄϊες φέρον· αὐτὰρ ἐγώ γε,
ἀρνειὸς γὰρ ἔην, μήλων ὄχ᾽ ἄριστος ἁπάντων,
τοῦ κατὰ νῶτα λαβών, λασίην ὑπὸ γαστέρ᾽ ἐλυσθεὶς
κείμην· αὐτὰρ χερσὶν ἀώτου θεσπεσίοιο
435 νωλεμέως στρεφθεὶς ἐχόμην τετληότι θυμῷ.
ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.

***
Του μίλησα, κι αυτός το κέρασμά μου δέχτηκε, το ρούφηξε μεμιάς, ένιωσε
φοβερή ηδονή πίνοντας το γλυκό κρασί, μου ζήτησε και δεύτερο:
«Αν είσαι εντάξει, δώσ᾽ μου κι άλλο, πες μου και το όνομά σου
τώρα εδώ, αν θες να σου χαρίσω δώρο φιλόξενο,
να το ᾽χεις να το χαίρεσαι.
Δεν λέω, εύφορη είναι των Κυκλώπων μας η γη, βγάζει κρασί
από μεγάλες αμπελίσιες ρώγες, που τις μεστώνουν οι βροχές του Δία·
όμως αυτό είναι απόσταγμα από αμβροσία και νέκταρ.»
360 Δεν πρόλαβε να το ζητήσει, κι εγώ του ξαναδίνω κρασί φλογάτο·
του φέρνω τρεις φορές να πιει, το πίνει και τις τρεις,
δεν άφησε σταγόνα, ο άμυαλος.
Και μόνο όταν πια του ανέβηκε του Κύκλωπα στα φρένα το κρασί,
γύρισα προς το μέρος του, μιλώντας μελιστάλακτα:
«Κύκλωπα, με ρωτάς το ξακουστό μου τ᾽ όνομα· λοιπόν κι εγώ
θα σου το φανερώσω· όμως κι εσύ δώσε δώρο φιλόξενο,
όπως το υποσχέθηκες.
Ούτις το όνομά μου, με φωνάζουν Ούτιν
μάνα, πατέρας κι όλοι οι άλλοι φίλοι.»
Έτσι του μίλησα, κι αυτός μου δίνει αμέσως την απάντηση, σκληρή καρδιά:
«Τον Ούτιν θα τον φάω τελευταίον ανάμεσα στους άλλους του συντρόφους·
370 πρώτα θα φάω τους άλλους· τώρα το ξέρεις το φιλόξενό μου δώρο.»
Μιλώντας, πέφτει πίσω ανάσκελα, με τον χοντρό λαιμό γερτό
στο πλάι, κι αμέσως βυθίστηκε στον ύπνο, που μας δαμάζει όλους.
Στο μεταξύ, κρασί και βούκες από κρέας ανθρώπινο
ξερνούσε το λαρύγγι του, ρευόταν άσχημα,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το μεθύσι.
Τότε κι εγώ παράχωσα τον πάσσαλο στην πλούσια χόβολη,
ώσπου να πυρωθεί· συγχρόνως στους συντρόφους όλους τούς δίνω
θάρρος με τα λόγια μου, μήπως κανείς τους φοβηθεί και κάνει πίσω.
Κόντευε το παλούκι ελιάς στην πυρωμένη χόβολη
ν᾽ ανάψει — όσο χλωρό κι αν ήταν, έλαμπε τώρα και κοκκίνισε.
Στην ώρα του κι εγώ το τράβηξα απ᾽ την πυρά, το ᾽φερα πιο κοντά,
380 κι οι σύντροφοι τριγύρω μου στημένοι —
μεγάλο θάρρος ένας δαίμονας μας είχε εμπνεύσει.
Εκείνοι τότε αδράχνοντας το ελίτικο παλούκι, στην άκρη κιόλας μυτερό,
το χώνουν μες στο μάτι του· κι εγώ, πιασμένος πάνω του,
το στριφογύριζα. Πώς ο τεχνίτης τρυπά με το τρυπάνι του
μαδέρι καραβίσιο· πιάνουν οι άλλοι από κάτω, τραβώντας
τον ιμάντα κι απ᾽ τις δυο μεριές, και το τρυπάνι ασταμάτητο
γυρίζει σαν τρελό· όμοια κι εμείς τον πυρωμένο πάσσαλο γερά κρατώντας
μέσα στο μάτι περιστρέφαμε,
και τον πλημμύριζε τον πάσσαλο καυτό το αίμα.
Όλα του, βλέφαρα, γύρω τα φρύδια, ψήνονταν από τη φλόγα του βολβού
390 που καίγονταν· τρίζαν και τσίριζαν οι ρίζες του ματιού απ᾽ τη φωτιά.
Πώς ο χαλκιάς, για να το φτιάξει, ένα πελέκι ή και σκεπάρνι
το βάφει μες στο κρύο νερό, κι αυτό τσιρίζει ξεκουφαίνοντας,
γιατί έτσι μόνο παίρνει το σίδερο τη δύναμή του· παρόμοια
τσίριζε γύρω απ᾽ το ελίτικο παλούκι και το μάτι του.
Μούγκρισε τότε από τον πόνο, κι άγρια η φωνή του αντήχησε
γύρω στην πέτρινη σπηλιά· εμείς κάνουμε πίσω από τον τρόμο
παγωμένοι· τράβηξε αυτός από το μάτι του το αιμόφυρτο παλούκι,
κι αλλόφρων το άφησε να πέσει από τα χέρια του.
Αμέσως βγάζει φωνή μεγάλη, τους Κύκλωπες καλώντας, όσοι τριγύρω
400 κατοικούσαν, κι αυτοί μες σε σπηλιές, στις ανεμόδαρτες κορφές.
Εκείνοι, τη βοή του ακούγοντας, μαζεύονται, καθένας κι απ᾽ αλλού,
κι έμειναν γύρω απ᾽ τη σπηλιά να τον ρωτούν
ποιο πάθος να τον βρήκε:
«Ποιο τέλος πάντων το κακό, Πολύφημε, που σε βαραίνει και βοάς
μέσα στη θεία νύχτα, κι άγρυπνους μας κρατάς;
Μήπως κάποιος θνητός, παρά τη θέλησή σου, άρπαξε το κοπάδι σου;
μήπως και κάποιος θέλησε να σε σκοτώσει με δόλο ή βία;"
Μέσα από τη σπηλιά τούς δίνει απόκριση ο δυνατός Πολύφημος:
«Φίλοι μου, με σκοτώνει ο Ούτις, με δόλο κι όχι με τη βία.»
Κι εκείνοι ανταπαντώντας λόγια του ανέμου αγόρευαν:
410 «Αν ο κανείς δεν σε βιάζει, κι είσαι μόνος,
τρόπο δεν έχεις να γλιτώσεις τη νόσο του μεγάλου Δία·
ευχήσου όμως στον δεσποτικό πατέρα σου, τον Ποσειδώνα.»
Μιλώντας, έφυγαν· εμένα ωστόσο αναγέλασε η καρδιά μου,
που το όνομά μου τους απάτησε κι η τέλεια έμπνευσή μου.
Στο μεταξύ ο Κύκλωπας, πονώντας και στενάζοντας απ᾽ την οδύνη,
ψηλάφησε και με τα χέρια του τη βρήκε, τράβηξε απ᾽ την είσοδο την πέτρα·
ύστερα κάθησε στο πέρασμα μπροστά, τα δυο του χέρια απλώνοντας,
ανίσως και συλλάβει κάποιον, καθώς θα πήγαινε να βγει με το κοπάδι —
περίμενε με το κουτό του το μυαλό πως θα με βρει ανόητο.
Όμως κι εγώ το μελετούσα κιόλας,
420 το πώς θα πήγαινε το πράγμα στο καλύτερο,
γυρεύοντας τη λύση, από τον θάνατο να σώσω τους συντρόφους μου
κι εμένα. Όλους τους δόλους έκλωθα στον νου μου, την κάθε ιδέα,
βλέποντας πια πως είναι ζήτημα ζωής, αφού έπεφτε κακό μεγάλο πάνω μας.
Και ξαφνικά φαντάστηκα, τη βρήκα την καλύτερη βουλή.
Ήταν εκεί κριάρια, καλοθρεμμένα και δασύμαλλα,
ωραία, μεγάλα, με μαλλί σκουρόχρωμο προς το μενεξελί.
Δίχως λοιπόν να κάνω θόρυβο, τα σύνδεσα με λυγαριές καλοστριμμένες
(πάνω τους ξάπλωνε ο τερατώδης Κύκλωπας, άνομος απ᾽ τη φύση του),
συντρία τα ᾽δεσα. Το μεσιανό φορτώθηκε έναν άντρα·
430 τα δυο, πηγαίνοντας καθένα τους στο πλάι, έκρυβαν
τους συντρόφους· τρία κριάρια κουβαλούσαν τον καθένα. Όσο για μένα,
υπήρχε ένας κριός μπροστάρης, απ᾽ όλο το κοπάδι ο πιο καλός·
απ᾽ τη δική του ράχη πιάστηκα, τυλίχτηκα στη μαλλιαρή κοιλιά του
κι έμεινα εκεί. Γερά τα χέρια μου κρατώντας στο πυκνό μαλλί του,
ανάστροφος κρεμιόμουν, κάνοντας μεγάλη υπομονή.
Σ᾽ αυτή τη στάση περιμέναμε στενάζοντας πότε θα φέξει η θεία Αυγή.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 9. Σινέ «Ρώμη»

9.4. Όλα τα στούντιο οδηγούν στη Ρώμη

Στο Χόλιγουντ, την έδρα της βαριάς και ασυναγώνιστης αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, η Ρώμη ζει και βασιλεύει. Αναζητήσαμε το κινηματογραφικό αρχείο με τις σημαντικότερες ταινίες που δανείζονται τα θέματα τους από τη ρωμαϊκή ιστορία. Το υλικό είναι πλούσιο και η ιστορία των σχετικών κινηματογραφικών παραγωγών φτάνει πίσω ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Βρήκαμε εδώ ταινίες όπως το «Κβο Βάντις», που γυρίστηκε το 1951 τον «Μπεν Χουρ» του 1959, τον «Σπάρτακο» του 1960, την «Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» του 1964, τον «Αντώνιο και την Κλεοπάτρα» του 1963 και την πιο πρόσφατη από όλες, τον «Μονομάχο» που γυρίστηκε το 2000. Πρόκειται για υπερπαραγωγές που, όταν προβλήθηκαν, σημείωσαν τεράστια εισπρακτική επιτυχία, και ορισμένες από αυτές έχουν χαρακτηριστεί «κλασικές» στην ιστορία του κινηματογράφου.

Είδαμε τις φωτογραφίες διάσημων αστέρων που ενσάρκωσαν κεντρικούς ρόλους. Τον Τσάρλτον Ήστον στον ρόλο του Μπεν Χουρ, τον Κερκ Ντάγκλας, που υποδύεται τον επαναστάτη δούλο Σπάρτακο, τον Πίτερ Ούστινοφ να δίνει ρεσιτάλ υποκριτικής τέχνης ως παρανοϊκός Νέρων, τον γοητευτικό Ρίτσαρντ Μπάρτον να ζωντανεύει τον Μάρκο Αντώνιο, και την πανέμορφη Ελίζαμπεθ Τέιλορ στον ρόλο της Κλεοπάτρας να σαγηνεύει με εκείνα τα ονειρικά πράσινα μάτια της τον Αντώνιο και εκατομμύρια θεατές σε ολόκληρο τον κόσμο· τον Ράσελ Κρόου να καθηλώνει τον όχλο του Κολοσσαίου με τα ανδραγαθήματά του στη ματωμένη αρένα. Στην τελευταία αυτή ταινία θαυμάσαμε τις νέες απεριόριστες δυνατότητες που δίνει στον σκηνοθέτη η ψηφιακή τεχνολογία. Για παράδειγμα, η ανασύνθεση της ατμόσφαιρας του κατάμεστου Κολοσσαίου με την τεχνική υποστήριξη των κομπιούτερ και των πολυμέσων δημιουργεί μια ανεπανάληπτη αίσθηση παρουσίας μέσα στον χώρο και συμμετοχής στη δράση. Μπορούμε τώρα να ζήσουμε για πρώτη φορά στο κέντρο ενός στερεοσκοπικού κόσμου. Μπορούμε ίσως να μάθουμε ρωμαϊκή ιστορία εξ επαφής; Συναντήσαμε έναν ειδικό ο οποίος έχει ασχοληθεί συστηματικά με τις «ρωμαϊκές» κινηματογραφικές παραγωγές, τον Αμερικανό φιλόλογο Μάρτιν Γουίνκλερ. Όσα μας είπε είναι εξαιρετικά ερεθιστικά.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΙ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

Ποιο είναι το πραγματικό νόημα της ζωής; Ποιος είναι ο αληθινός σκοπός της ζωής; Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από την ίδια την ζωή. Η ίδια η ζωή είναι ο σκοπός της. Η ελεύθερη εκδήλωση κι η ροή της ζωής. Η ζωή είναι σαν ένα ποτάμι που ρέει. Όταν ρέει ελεύθερα ξέρει που να πάει, πώς να πάει κι απλά ταξιδεύει. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο.

Αλλά όταν έρχεται ο άνθρωπος και βάζει μεταφορικά και κυριολεκτικά φράγματα κι αλλάζει κατευθύνσεις στην πορεία των πραγμάτων (νομίζοντας ότι βελτιώνει έτσι την πορεία των πραγμάτων) τότε το αποτέλεσμα είναι μια τεχνητή διαμορφωμένη πραγματικότητα. Εκ των πραγμάτων, είναι καλύτερο αυτό; Η ελευθερία θεωρείται σαν ανεξέλεγκτη πορεία κι η ελεγχόμενη πορεία θεωρείται σαν σωτήρια επέμβαση. Είναι πράγματι έτσι; Μπορεί η ελευθερία να υποκατασταθεί από τον περιορισμό; το περιορισμένο; και να οδηγήσει την πορεία της ζωής και τα πράγματα σε καλύτερες καταστάσεις;

Ο περιορισμός του νου οδηγεί όντως στην αληθινή, ανώτερη, πιο χρήσιμη, γνώση; Ο περιορισμός σε αντιλήψεις και πεποιθήσεις οδηγεί σε καλύτερη ζωή; Ο περιορισμός των δράσεων, ο έλεγχος κι η χειραγώγηση των δραστηριοτήτων μας, οδηγεί σε μια πιο ευτυχισμένη διαβίωση;

Μήπως όλο αυτό το παραμύθι της επέμβασης και παρέμβασης στην ελεύθερη έκφραση της ζωής (σε νοητικό, γνωστικό και πρακτικό επίπεδο) που οι άνθρωποι ονομάζουν περήφανα «πολιτισμό», «κοινωνική ζωή», κλπ., είναι ακριβώς μια παγίδευση του ανθρώπου; Μήπως, πέρα από όλα όσα λένε οι δήθεν ηγέτες του κόσμου, θρησκευτικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, κλπ., η πραγματική ζωή δεν είναι στην διαμόρφωση και τους περιορισμούς και στον έλεγχο, αλλά στην Ελευθερία; Στην Αληθινή Ελευθερία, όχι στην αναρχία του εγωισμού, στην ανεξέλεγκτη δράση των εγώ. Στην Ελευθερία από τον εγωισμό, την προκατάληψη, την ανοησία. Στην Αληθινή Έκφραση της Πραγματικής Φύσης του Ανθρώπου, που είναι Ελευθερία Άχρονη κι η Μόνη Πραγματικότητα.

Προφανώς η Ελευθερία για την οποία μιλάμε είναι η Πραγματική Ελευθερία του Ανθρώπου, η Αφύπνιση στην Πραγματικότητα, η Πραγματική Ζωή του Παγκόσμιου Ανθρώπου, που Φωτισμένος από την Κατανόηση της Ενότητας της Ύπαρξης Γνωρίζει Πώς να Δράσει στην ζωή και στην κοινωνία. Αληθινή κοινωνία φτιάχνουν οι Αληθινοί Άνθρωποι, δεν φτιάχνουν τα εγωιστικά ζώα. Τα εγωιστικά ζώα συναθροίζονται απλά κι αποτελούν αγέλες, αγέλες πολιτισμένων ζώων ίσως, αλλά πάντα αγέλες ζώων.

Πες μου τι αστεία λες, να σου πω ποιος είσαι

Η αίσθηση του χιούμορ κι οι αποχρώσεις του είναι από παλιά γνωστό πως χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα ενός ανθρώπου. Μάλιστα, ένας από τους θεμελιωτές του αγγλικού Εμπειρισμού, ο Λόρδος Σέιφτσμπερι, στο «Δοκίμιο για την Ελευθερία του Πνευματώδους και του Χιούμορ» (Essay on the Freedom of Wit and Humor, 1709) το συσχέτιζε με την ελευθερία και την ηθική, ως ιδιότητα του καλλιεργημένου και ορθολογικού υποκειμένου που δύναται αυτόνομα να αντιλαμβάνεται τα γεγονότα και τις δεοντικές (νομικές) διαστάσεις της κοινωνικής ζωής, πολιτικής κι αισθητικής περιλαμβανομένων.

ΤΟ ΠΟΣΟ ΑΝΤΙΔΡΑ ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΙΔΙΟΤΗΤΑ, ΠΟΥ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΣΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ.

Ο ψυχολόγος Ροντ Μάρτιν μάλιστα, από το 2003, είχε επεξεργασθεί τέσσερις τύπους χιούμορ, τους οποίους πλέον αναγνωρίζει και συμφωνεί με την κατάταξή τους και ολόκληρη η επιστημονική κοινότητα.

Σύμφωνα με τον Μάρτιν υπάρχουν οι καλοήθεις χρήσεις του χιούμορ, για να ενισχυθεί το εγώ του υποκειμένου (Self-enhancing) και για να βελτιωθούν οι σχέσεις του με τους άλλους (affiliative). Υπάρχουν, ωστόσο, και οι παθολογικές χρήσεις του, όπως ο σαρκασμός και η ειρωνεία με μειωτικούς σκοπούς απέναντι στους άλλους, επιθετικά (aggressive) και η αυτοσαρκαστική, αυτό-μειωτική χρήση του για την ενίσχυση των σχέσεων του υποκειμένου με τους άλλους (self -defeating).

O πρώτος τύπος, σύμφωνα με την ονομαστή μελέτη του που δημοσιεύθηκε στο Journal of Research in Personality, αναφέρεται στους ανθρώπους που συχνά συναντούμε στη ζωή μας να διηγούνται συνεχώς ανέκδοτα, ή να παρεμβαίνουν με πνευματώδεις παρατηρήσεις στη συζήτηση. Η ψυχολογικά συνειρμική (associative) χρήση του χιούμορ στόχο έχει να ενισχύσει την εικόνα του υποκειμένου προς τους άλλους και να βελτιώσει τις σχέσεις του.

Ο δεύτερος τύπος έχει στόχο αυτό καθαυτό το υποκείμενο γιατί πασχίζει να περιβάλλει τα πάντα στη ζωή του με το πνεύμα του χιούμορ στην προσπάθειά του να αισθάνεται το ίδιο καλά.

Ο επιθετικός τύπος του χιούμορ στόχο έχει την προσβολή των ανθρώπων και των καταστάσεων που περιβάλλουν το υποκείμενο, με συστατικά τον κακοήθη σαρκασμό και την ειρωνεία, ή τη γελοιοποίηση.

Ο τέταρτος τύπος χαρακτηρίζεται από την επιστημονική κοινότητα «αντιπαραγωγικός», γιατί καταφεύγει στον αυτό-υποβιβασμό του ίδιου του υποκειμένου, στον αυτοσαρκασμό και μείωση της προσωπικότητάς του, προκειμένου να προσελκύσει την προσοχή των άλλων.

Richard Dawkins: O νέος Δεκάλογος

Το ηθικό Zeitgeist. Ξεκινήσαμε το παρόν άρθρο δείχνοντας ότι δεν στηρίζουμε —ούτε καν οι θρήσκοι— την ηθικότητά μας σε ιερά βιβλία, όσο κι αν μας αρέσει ίσως να υποθέτουμε το αντίθετο. Με ποιον τρόπο όμως διακρίνουμε το σωστό από το λάθος;

Ανεξάρτητα από το πώς θα απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, γεγονός είναι ότι υπάρχει ένα είδος συναίνεσης ως προς το τι πράγματι θεωρούμε σωστό και τι λάθος —μια συναίνεση που επικρατεί σε εντυπωσιακά ευρεία κλίμακα. Η εν λόγω συναίνεση δεν έχει καμία φανερή σχέση με τη θρησκεία. Εντούτοις, σε αυτήν περιλαμβάνονται και οι περισσότεροι θρήσκοι, είτε οι ίδιοι πιστεύουν ότι αντλούν τις ηθικές τους αξίες από τις Γραφές είτε όχι.

Με κάποιες χαρακτηριστικές εξαιρέσεις, όπως των Αφγανών Ταλιμπάν και των Αμερικανών χριστιανών ομολόγων τους, οι περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν ότι συμμερίζονται τις ίδιες ευρέως και κοινώς αποδεκτές ηθικές αρχές. Οι περισσότεροι δεν προκαλούμε ανώφελο πόνο· πιστεύουμε στην ελευθερία του λόγου και την προστατεύουμε ακόμη και όταν διαφωνούμε με όσα λέγονται· πληρώνουμε τους φόρους μας· δεν εξαπατούμε τους άλλους, δεν σκοτώνουμε, δεν διαπράττουμε αιμομιξία και, γενικά, δεν κάνουμε στους άλλους ότι δεν θα επιθυμούσαμε να μας κάνουν.

Μερικές από τις χρηστές αυτές αρχές υπάρχουν και στα ιερά κείμενα, θαμμένες όμως κάτω από πολλά άλλα τα οποία κανένας καλός άνθρωπος δεν θα ήθελε να ενστερνιστεί —εντούτοις, τα ιερά βιβλία δεν παρέχουν κανόνες για τη διάκριση μεταξύ καλών και κακών ηθικών αρχών.

Ένας τρόπος για να εκφραστεί η συναινετική αυτή ηθική μας είναι να παρουσιαστεί ως ένας «Νέος Δεκάλογος», πράγμα που έχουν επιχειρήσει αρκετά άτομα και οργανισμοί. Εκείνο όμως που έχει σημασία σε τέτοια εγχειρήματα είναι η τάση τους να καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα, τα οποία επιπλέον είναι χαρακτηριστικά της εποχής στην οποία ζουν οι δημιουργοί τους. Ακολουθεί ένας σύγχρονος «Νέος Δεκάλογος», τον οποίο έτυχε να βρω σε μια ιστοσελίδα αθεϊστικού περιεχομένου.

-Μην κάνεις στους άλλους ότι δεν θα ήθελες να σου κάνουν.

-Σε όλα σου τα εγχειρήματα, προσπάθησε να μην προκαλείς βλάβες.

-Να φέρεσαι στους συνανθρώπους σου, στα έμβια όντα και στον κόσμο γενικότερα με αγάπη, εντιμότητα, συνέπεια και σεβασμό.

-Μην παραβλέπεις το κακό όταν γίνεται, ούτε να αποφεύγεις να αποδώσεις δικαιοσύνη· όμως να είσαι επίσης πρόθυμος και να συγχωρήσεις κάποιον για αδικήματα που έχει αυτοβούλως παραδεχθεί και για τα οποία ειλικρινώς έχει μεταμεληθεΐ.

-Ζήσε τη ζωή με αίσθημα χαράς και θαυμασμού.

-Να προσπαθείς πάντα να μαθαίνεις κάτι νέο.

-Να εξετάζεις όλα τα πράγματα· να ελέγχεις πάντα τις ιδέες σου βάσει των γεγονότων και να είσαι έτοιμος να αποκηρύξεις ακόμη και πεποιθήσεις που διαφυλάσσεις ως κόρη οφθαλμού αν δεν συμβαδίζουν με αυτά.

-Ποτέ να μη λογοκρίνεις ούτε να γυρνάς την πλάτη στην έκφραση κριτικής· να σέβεσαι πάντοτε το δικαίωμα των άλλων να διαφωνούν μαζί σου.

-Να διαμορφώνεις τις απόψεις σου ανεξάρτητα, με βάση τη λογική σου και την πείρα σου- μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να καθοδηγείται τυφλά από τους άλλους.

-Να αμφιβάλλεις για το καθετί.

Αυτή η μικρή συλλογή εντολών δεν αποτελεί έργο κάποιου μεγάλου σοφού ή προφήτη ή επαγγελματία ηθικού φιλοσόφου. Είναι απλώς η συμπαθέστατη απόπειρα ενός ανώνυμου χρήστη του Διαδικτύου να συνοψίσει τις σύγχρονες ηθικές αρχές στο ιστοημερολόγιό του, προκειμένου να αντιπαραβληθούν στις βιβλικές Δέκα Εντολές. Ήταν ο πρώτος κατάλογος που βρήκα όταν έδωσα τη φράση «Νέος Δεκάλογος» στη διαδικτυακά μηχανή αναζήτησης, και σκοπίμως δεν έψαξα περαιτέρω. Σημασία όμως έχει ότι ο παραπάνω δεκάλογος μοιάζει με εκείνον που θα κατάρτιζε κάθε συνηθισμένος, ευπρεπής άνθρωπος της εποχής μας. Δεν θα συνέκλιναν όλοι βέβαια στις ίδιες ακριβώς εντολές. Ο φιλόσοφος John Rawls θα περιλάμβανε ενδεχομένως και μια εντολή σαν την εξής: «Τους κανόνες να τους θεσπίζεις πάντοτε σαν να μη γνώριζες εάν θα βρίσκεσαι στην κορυφή ή στο κατώτατο σημείο της ιεραρχίας». Ένα σύστημα για δίκαιη μοιρασιά της τροφής που λέγεται πως έχουν οι Ινουίτ αποτελεί πρακτική εφαρμογή της αρχής τού Rawls: όποιος μοιράζει το φαγητό σε μερίδες παίρνει το τελευταίο κομμάτι.

Για τη δική μου βελτιωμένη εκδοχή των Δέκα Εντολών θα δανειζόμουν μερικές από τις προαναφερθείσες, αλλά θα προσπαθούσα μεταξύ άλλων να βρω θέση και για τις ακόλουθες:

Να απολαμβάνεις την ερωτική σου ζωή (εφόσον δεν βλάπτεις οποιονδήποτε άλλο) και να επιτρέπεις και στους άλλους να απολαμβάνουν κατ' ιδίαν τη δική τους, όποιες κι αν είναι οι προτιμήσεις τους, οι οποίες δεν σε αφορούν ούτε στο ελάχιστο.

Μην κάνεις διακρίσεις και μην καταδυναστεύεις άλλα πλάσματα εξαιτίας του φύλου, της φυλής τους ή (όσο είναι δυνατόν) του είδους τους.

Μην κατηχείς τα παιδιά σου σε δόγματα. Δίδαξε τα πώς να σκέπτονται ανεξάρτητα, πώς να αξιολογούν δεδομένα και πώς να διαφωνούν μαζί σου.

Να υπολογίζεις το μέλλον σε χρονική κλίμακα που ξεπερνά τη διάρκεια της δικής σου ζωής.

Richard Dawkins, Η περί Θεού αυταπάτη

Οι επτά βασικοί κλάδοι της Φιλοσοφίας

1. Αισθητική

Αντικείμενο της αισθητικής είναι τα ζητήματα τα οποία προκύπτουν από την επαφή μας με πράγματα που μας προκαλούν ένα ιδιαίτερο συναίσθημα ικανοποίησης – την αισθητική απόλαυση. Τέτοια πράγματα είτε υπάρχουν στη φύση είτε τα δημιουργεί ο άνθρωπος μέσω της τέχνης.

O όρος «αισθητική» εισήχθη στη φιλοσοφική γραμματεία το ι8ο αιώνα από τον Alexander Gottlieb Baumgartner (1714-1762) ως ένα από τα δύο είδη γνώσης που αυτός εισηγήθηκε. Συγκεκριμένα, ο Baumgartner διέκρινε τη γνώση των αφηρημένων ιδεών, η οποία αποτελεί αντικείμενο της λογικής, από την αισθητική γνώση της εμπειρίας, που είναι συνυφασμένη με τις αισθήσεις.

~ Av και ο όρος «αισθητική» καθιερώθηκε αργά στην ιστορία της φιλοσοφίας, ήδη από την αρχαιότητα οι φιλόσοφοι κατέγιναν σε αυτήν. To ενδιαφέρον τους, βέβαια, ήταν επικεντρωμένο στην αξία του ωραίου – του καλού, όπως είναι ο αντίστοιχος όρος στα αρχαία ελληνικά. Έτσι, μπορούμε να ορίσομε την έρευνα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων για το καλό ως καλολογία.

Από το ι8ο αιώνα και μετά, όμως, ο Edmund Burke και ο Καντ διεύρυναν τα όρια της αρχαίας καλολογίας αντιδιαστέλλοντας την αξία του ωραίου προς την αξία του υψηλού, για να ακολουθήσουν άλλοι φιλόσοφοι, οι οποίοι παρέθεσαν άλλες αισθητικές αξίες, όπως το χαρίεν, το μεγαλειώδες, το δραματικό, το επικό κ.ά.

Μεταξύ των προβλημάτων που απασχόλησαν και εξακολουθούν να απασχολούν τους φιλοσόφους που ασχολούνται με τον τομέα της αισθητικής είναι το πώς συνδέονται μεταξύ τους οι αισθητικές αξίες: αν είναι ισότιμες ή υπάρχει ένα είδος ιεράρχησης μεταξύ των· αν τα κριτήρια, προκειμένου να αποφανθούμε για τις αισθητικές αξίες, είναι αντικειμενικά ή, αντίθετα, υπαγορεύονται από τις υποκειμενικές διαθέσεις μας· αν οι αισθητικές αξίες είναι αυτόνομες ή, απεναντίας, είναι συναφείς προς άλλα είδη αξιών, όπως ol ηθικές, οι επιστημονικές ή οι θρησκευτικές· ποια είναι η σχέση μεταξύ μορφής και περιεχομένου ενός αισθητικού αντικειμένου – είτε αυτό υπάρχει στη φύση είτε είναι προϊόν τέχνης· αν ο ρόλος των έργων τέχνης είναι κοινωνικός ή, αντίθετα, ως αποστολή έχουν αυτά την προσωπική τέρψη του δημιουργού των.

Εκτός από τα ζητήματα αυτά και άλλα ανάλογα προβλήματα, άλλα θέματα στα οποία κατέγιναν οι φιλόσοφοι είναι εκείνα της καλλιτεχνικής φαντασίας και δημιουργίας, της αναπαράστασης, της έκφρασης και της εκφραστικότητας του έργου τέχνης, της απόλαυσης που προκαλεί ένα αισθητικό αντικείμενο κ.λπ.

2. Γνωσιολογία και Επιστημολογία

Βασικός κλάδος της φιλοσοφίας, που ως αντικείμενο ερεύνης έχει την αντιμετώπιση προβλημάτων της γνώσης. Τέτοια, γνωσιολογικά, προβλήματα, λ.χ., είναι: το ερώτημα για το αν είναι δυνατή η γνώση και μέχρι ποιου σημείου μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος -υπάρχει απόλυτη γνώση ή η γνώση είναι σχετική;· το ζήτημα της πηγής της γνώσης – αν αυτή προέρχεται από τις αισθήσεις ή από το νου ή και από τις δύο αυτές πηγές· το πρόβλημα της εγκυρότητας της γνώσης – ποιες είναι οι προϋποθέσεις και ποια είναι τα κριτήρια που εξασφαλίζουν την ισχύ και το κύρος της γνώσης· η ποικιλία των μορφών της γνώσης – αν είναι απόλυτη ή σχετική, υποκειμενική ή αντικειμενική, διασκεπτική ή ενορατική, έμμεση ή άμεση κ.ά.

Τα προβλήματα της γνώσης απασχόλησαν από νωρίς τους φιλοσόφους, ήδη από την εποχή της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Οπωσδήποτε, όμως, συστηματική αντιμετώπιση τους παρατηρείται από τον 5o αιώνα π.X. με την εμφάνιση στο προσκήνιο της φιλοσοφίας των εκπροσώπων της σοφιστικής κίνησης και του Σωκράτη και, εν συνεχεία, με την παρουσία του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη. Έκτοτε, έως σήμερα, τα ζητήματα της γνώσης δεν έπαψαν να προσελκύουν το ενδιαφέρον των φιλοσόφων και η γνωσιολογία να παραμένει ένας επίκαιρος κλάδος της φιλοσοφίας κατά τις διάφορες φάσεις της ιστορίας της φιλοσοφίας.

Συναφής προς τη γνωσιολογία είναι η χρήση των όρων θεωρία της γνώσης και επιστημολογία – από τη λέξη «επιστήμη», που σημαίνει την τεκμηριωμένη μορφή γνώσης. Πρόκειται κυρίως για τον τομέα που ασχολείται με τη φύση. Μεταξύ των κεντρικών προβληματισμών της είναι οι φιλοσοφικές προκλήσεις που θέτει ο Σκεπτικισμός κι οι σχέσεις μεταξύ αλήθειας, πίστης και αιτιολόγησης.

3. Οντολογία

Ένας από τους βασικούς τομείς της φιλοσοφίας με αντικείμενο ερεύνης τη μελέτη της έννοιας του όντος και της ουσίας των πραγμάτων. Ως τεχνικός όρος η οντολογία απαντάται για πρώτη φορά κατά το 170 αιώνα - στο Lexicon philosophicum του Rudollphus Goclenius (1547-1628). O Λάιμπνιτς ήταν ο πρώτος εξέχων φιλόσοφος, ο οποίος υιοθέτησε τη χρήση του όρου αυτού. Από το ι8ο αιώνα πλέον, χάρη στο Cristian Wolff (1679-1754), ο όρος «οντολογία» καθιερώθηκε ευρέως.

Αν και ο όρος «οντολογία», εισήχθη αργά στη φιλοσοφική γραμματεία, ωστόσο η ενασχόληση με τα ζητήματα της οντολογίας είναι πολύ προγενενέστερη, μια και ανάγεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Έτσι, το βασικό ζήτημα του έργου του Αριστοτέλη “Μετά τα φυσικά” είναι η διερεύνηση του όντος, την οποία συνδυάζει με τη μελέτη της θείας ουσίας. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο ο Χάιντεγκερ χαρακτήρισε την περί οντολογίας διδασκαλία του Αριστοτέλη οντοθεολογία.

O συνδυασμός των τομέων της οντολογίας και της θεολογίας, τον οποίο εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης, επικράτησε καθ’ όλη την περίοδο της σχολαστικής φιλοσοφίας. O Wolff, με τον οποίο καθιερώθηκε,όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο όρος «οντολογία», εισηγούμενος τη διάκριση μεταξύ των τομέων της οντολογίας και της θεολογίας, μεταχειρίστηκε τους όρους «γενική μεταφυσική», για να δηλώσει την οντολογία, και «ειδική μεταφυσική», για να ορίσει τη φυσική θεολογία.

4. Μεταφυσική

Από τους βασικούς, παραδοσιακούς κλάδους της φιλοσοφίας. O όρος «μεταφυσική» εισήχθη στη φιλοσοφική γραμματεία τυχαία. Συγκεκριμένα, ο Ανδρόνικος Ρόδιος, προβαίνοντας κατά τον ίο αιώνα π.X. σε κατάταξη των συγγραμμάτων του Αριστοτέλη, τοποθέτησε, ύστερα από το έργο του τελευταίου αυτού Φυσικά, το σύγγραμμα του Πρώτη φιλοσοφία, το οποίο αναφέρεται στην έρευνα των πρώτων αρχών και αιτιών.

Αντί του τίτλου, όμως, Πρώτη φιλοσοφία, που είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος ο Αριστοτέλης, ο Ανδρόνικος αποκάλεσε το εν λόγω έργο Μετά τα φυσικά, τουτέστιν σύγγραμμα που στη σειρά της κατάταξης ακολουθεί το έργο Φυσικά – είναι, δηλαδή, μετά τα Φυσικά. Καθώς το περιεχόμενο του έργου Μετά τα φυσικά αναφέρεται στις πρώτες αρχές και αιτίες των πραγμάτων, σε πράγματα, ορισμένως, που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά μέσω των αισθήσεων, ο όρος «μεταφυσική», που προέκυψε από τον τίτλο του συγγράμματος Μετά τα φυσικά, καθιερώθηκε για να δηλώνει την έρευνα που αφορά στον προσδιορισμό των εσχάτων λόγων της πραγματικότητας.

Ενώ, ορισμένως, στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών επιχειρείται να καθοριστεί η πραγματικότητα όπως μπορεί να συλληφθεί εμπειρικά, αντιθέτως η μεταφυσική αναφέρεται σε έναν υπερβατικό κόσμο, σε έναν κόσμο, συγκεκριμένα, ο οποίος υπερβαίνει τα όρια της εμπειρίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός με την παρατήρηση, το πείραμα και τις μεθόδους των φυσικών επιστημών.

To γεγονός ότι το πεδίο ερεύνης της μεταφυσικής αναφέρεται στη μελέτη ζητημάτων που ανάγονται στον υπερβατικό κόσμο ήταν η αιτία, ώστε – κυρίως από ανθρώπους οι οποίοι δρουν εκτός του πεδίου της φιλοσοφίας – να συνδεθεί εσφαλμένα η μεταφυσική με εκδηλώσεις ή τομείς, όπως ο μυστικισμός ή η θρησκεία.

Εν αντιθέσει, όμως, προς τη θρησκεία, η οποία βασίζεται στην πίστη, και το μυστικισμό, που στηρίζεται σε μία ιδιαίτερου χαρακτήρα εμπειρία, η μεταφυσική εδράζεται στη διασκεπτική ενέργεια του νου. Ζητήματα που περιλαμβάνονται στο πεδίο της μεταφυσικής είναι η έρευνα για την ουσία του κόσμου και τον καθορισμό της υφής της πραγματικότητας στην ολότητα της, για το χαρακτήρα των καθόλου, για τον προσδιορισμό του χρόνου και του χώρου, για τη φυσιογνωμία του προσώπου και τη σχέση μεταξύ της ψυχής του και του σώματος του κ.ά.

Στην αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων επιχείρησαν να απαντήσουν φιλόσοφοι, όπως ο Παρμενίδης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης ή ο Πλωτίνος κατά την αρχαιότητα, οι εκπρόσωποι της σχολαστικής φιλοσοφίας του Μεσαίωνα που, όπως ο Θωμάς Ακινάτης, υιοθέτησαν την θεωρία του ρεαλισμού για τα καθόλου, ή που, όπως ο Roscelin (1050-1123), εισηγήθηκαν την ονοματοκρατική (nominalism) θεωρία για τα καθόλου, ή που, όπως ο Αβελάρδος και ο Γουλιέλμος του Όκαμ, υποστήριξαν την εννοιοκρατική ϋεωρία για τα καϋόλου*, στους νεότερους χρόνους φιλόσοφοι, όπως ο Ντεκάρτ, ο Λάιμπνιτς ή ο Χέγκελ και οι πνευματικοί επίγονοι τους.

Άλλοι φιλόσοφοι, όμως, αμφισβήτησαν την εγκυρότητα και τη σπουδαιότητα της μεταφυσικής. Έτσι, ο Χιουμ δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι κάθε κείμενο μεταφυσικής θα πρέπει να ριχτεί «στη φωτιά, μια και δεν περιλαμβάνει τίποτε άλλο από σοφιστεία και φαντασιοκοπία», ενώ ο Καντ, ταυτίζοντας τα όρια της γνώσης με τα όρια της εμπειρίας, απέρριψε κάθε δυνατότητα της μεταφυσικής να παράσχει στον άνθρωπο έγκυρη γνώση.

Τη σφοδρότερη κριτική αντιμετώπιση, ωστόσο, η μεταφυσική την υπέστη στο πλαίσιο της διδασκαλίας του κύκλου της Βιέννης. Κατά τους εκπροσώπους του κύκλου της Βιέννης, βάσει της αρχής της επαλήθευσης ή της επαληθευσιμότητας, όλες οι προτάσεις που δεν είναι αναλυτικές προτάσεις ή εμπειρικές προτάσεις, όσες προτάσεις, δηλαδή, δεν μπορούν να πιστοποιηθούν λογικά ή εμπειρικά στερούνται νοήματος και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να διαγραφούν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, οι μεταφυσικές προτάσεις, μία και δεν είναι εμπειρικές ούτε αναλυτικές, κατά τους φιλοσόφους του κύκλου της Βιέννης συνιστούν καθαρές ανοησίες.

5. Ηθική φιλοσοφία

Από τους κύριους, παραδοσιακούς κλάδους της φιλοσοφίας. Ιστορικά η αφετηρία της ηθικής φιλοσοφίας ανάγεται στον 50 αιώνα π.X, στο πλαίσιο των συζητήσεων μεταξύ του Σωκράτη και των σοφιστών, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι και πριν, από τους ανήκοντες στην προσωκρατική φιλοσοφία στοχαστές, δεν γίνονταν αναφορές σε ηθικής τάξεως ζητήματα.

Οι ηθικές επισημάνσεις των εκπροσώπων της προσωκρατικής φιλοσοφίας, ωστόσο, ήταν, κατά το μάλλον και ήττον, περιστασιακές, μια και το ενδιαφέρον τους ήταν επικεντρωμένο στην έρευνα της φύσης και όχι στη διερεύνηση του ανθρώπου, όπου ανάγονται τα ζητήματα της ηθικής συμπεριφοράς.

Στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας μπορούμε να διακρίνομε δύο βασικές κατηγορίες: την πρωτογενή ηθική φιλοσοφία και τη δευτερογενή ηθική φιλοσοφία. Κατά την πρωτογενή ηθική φιλοσοφία, το βασικό ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνει κανείς, για να θεωρηθούν οι πράξεις του ηθικά αποδεκτές – με άλλα λόγια, ποιο είναι το κριτήριο της ηθικής συμπεριφοράς μας, ή, με απλούστερη ακόμη διατύπωση, σε τι συνίσταται το αγαθό και σε τι το κακό.

Έτσι, άλλοι φιλόσοφοι, οι εισηγητές της θεωρίας του ηδονισμού, υποστήριξαν ότι κριτήριο της ηθικής συμπεριφοράς του ανθρώπου είναι η ηδονή – άλλοι φιλόσοφοι, οι εισηγητές της θεωρίας του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, εξάρτησαν την ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης θεωρώντας αγαθό οτιδήποτε το ικανοποιεί και κακό οτιδήποτε απάδει προς αυτό· άλλοι φιλόσοφοι, οι εισηγητές της θεωρίας του ωφελιμισμού, υποστήριξαν ότι πρέπει να κάνει κανείς οτιδήποτε συμβάλλει στην ευδαιμονία των ανθρώπων και να αποφεύγει οτιδήποτε την υπονομεύει· άλλοι φιλόσοφοι, διαφορετικής μάλιστα φιλοσοφικής παιδείας ο καθένας των, όπως ο Πλάτων και ο Μουρ, ισχυρίστηκαν ότι το αγαθό είναι μία υπεραισθητή οντότητα.

Κατά τη δευτερογενή ηθική φιλοσοφία – που καλείται, επίσης, μεταηθική, κατ’ αντιδιαστολή προς την ηθικη, με την οποία ταυτίζεται η παραδοσιακή πρωτογενής ηθική φιλοσοφία -, το πρωταρχικό ζήτημα είναι ο προσδιορισμός του νοήματος των ηθικών όρων, τους οποίους χρησιμοποιούμε, για να υποστηρίζομε ή για να εκφράσομε τις ηθικές πεποιθήσεις μας. Το ερώτημα κατά τους φιλοσόφους των οποίων το ενδιαφέρον εστιάζεται στην περιοχή της δευτερογενούς ηθικής φιλοσοφίας δεν είναι «Τι πρέπει να πράξω;» ή «Τι είναι αγαθό;», αλλά τι οφείλω να εννοώ με τους ηθικούς όρους «πρέπει», «αγαθό» κ.ά. και πώς θα πρέπει να τους μεταχειρίζομαι. Είναι, υποχρεωμένος κανείς, προκειμένου να αποφασίσει τι πρέπει να πράξει ή πώς πρέπει να συμπεριφερθεί ώστε να κριθεί ηθικά, τι, με άλλα λόγια, είναι αγαθό και τι είναι κακό, να γνωρίζει προηγουμένως τι σημαίνουν οι ηθικοί όροι «πρέπει», «αγαθό», «κακό» κ.λπ.

H δευτερογενής αντίληψη για την ηθική φιλοσοφία τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή της αναλυτικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία, τα λάθη στα οποία έχουν υποπέσει και τα οποία εξακολουθούν να διαπράττουν οι φιλόσοφοι, οφείλονται στην έλλειψη κατανόησης του νοήματος των λέξεων που μεταχειρίζονται και στην κακή χρήση των τελευταίων αυτών. Υπ’ αυτή την έννοια, οι εισηγητές της δευτερογενούς αντίληψης της ηθικής φιλοσοφίας υποστήριξαν ότι τα προβλήματα, που ανέκυψαν στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας, προέρχονται από την παραποίηση του νοήματος της ηθικής γλώσσας και την κακή χρήση της, και ότι, ως εκ τούτου, εκείνο που χρειάζεται για την αντιμετώπιση των σφαλμάτων αυτών είναι η αποκατάσταση του ορθού νοήματος και της σωστής χρήσης των ηθικών όρων και εκφράσεων. Αν, π.χ., οι εισηγητές της θεωρίας του ηδονισμού ή της θεωρίας του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης υπέθεσαν ότι το αγαθό ταυτίζεται, αντιστοίχως, με την ηδονή ή το ένστικτο της αυτοσυντήρησης – πράγμα που είχε ως συνέπεια να οδηγηθούν σε αξεπέραστες, όπως η φυσιοκρατική πλάνη, δυσκολίες -, τούτο οφείλεται στη – συνειδητά ή ασύνειδα εκ μέρους των – εσφαλμένη υιοθέτηση της αναφορικής θεωρίας του νοήματος της γλώσσας. Το γεγονός, ορισμένως, ότι ένας μη ηθικός όρος, όπως, π.χ., η λέξη «κόκκινο» δηλώνει την ποιότητα ενός φυσικού αντικειμένου τους παρέσυρε στο να υποθέσουν εσφαλμένα ότι, κατά τρόπο ανάλογο, και ο ηθικός όρος «αγαθό» θα πρέπει να αντιστοιχεί σε μία φυσική ιδιότητα ή κατάσταση του ανθρώπου, όπως είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή η ηδονή (Βιτγκενστάιν, Λούντβιχ).

Οι εισηγητές της θεωρίας του ηδονισμού ή της θεωρίας του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης δεν έλαβαν υπόψη τους ότι η ηθική γλώσσα αναφέρεται σε μία σφαίρα -την ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου-, η οποία είναι διαφορετική από τη σφαίρα της φυσικής πραγματικότητας και ότι, ως εκ τούτου, οι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση της ηθικής γλώσσας ενδεχομένως να είναι διαφορετικοί από τους κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση της φυσικής γλώσσας.

Έτσι, στο πλαίσιο της δευτερογενούς αντίληψης της ηθικής φιλοσοφίας, υπήρξαν φιλόσοφοι οι οποίοι, προκειμένου να μην υποπέσουν στα λάθη των φιλοσόφων που διατύπωσαν τις ηθικές θεωρίες των βασιζόμενοι στην αναφορική θεωρία του νοήματος της γλώσσας, επιχείρησαν να προσδιορίσουν το νόημα της ηθικής γλώσσας βάσει της θεωρίας εκείνης του νοήματος της γλώσσας που εισηγήθηκε ο Βιτνκενστάιν κατά την όψιμη περίοδο της φιλοσοφικής δράσης του, σύμφωνα με την οποία το νόημα των λέξεων και των προτάσεων δεν καθορίζεται από το σημείο αναφοράς των, από το πράγμα* που δηλώνουν, αλλά υπαγορεύεται από τον τρόπο με τον οποίο τις μεταχειρίζεται ο χειριστής των.

6. Αναλυτική φιλοσοφία

Φιλοσοφικό ρεύμα, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται στη σκέψη του Γερμανού μαθηματικού και φιλόσοφου Gottlob Frege (1848-1925), αλλά που αναπτύσσεται κυρίως στην Αγγλία και στη Βιέννη στις αρχές του 20οΰ αιώνα και εμπνέεται από τα έργα των Ράσελ, Μουρ και Βιτγκενστάϊν. Οι αναλυτικοί φιλόσοφοι δίνουν έμφαση στην ανάλυση των νοημάτων και στη χρήση της λογικής και επιμένουν στην αυστηρότητα των επιχειρημάτων και στην ακρίβεια και τη σαφήνεια του ύφους. Απορρίπτουν τις ολιστικές και τις ιστορικιστικές προσεγγίσεις των προηγούμενων φιλοσόφων και προτείνουν την αντιμετώπιση των παραδοσιακών φιλοσοφικών προβλημάτων κατ’ αρχήν μέσα από τη φιλοσοφία της γλώσσας.

Η αναλυτική φιλοσοφία γνωρίζει νέα άνθηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αγγλία, αλλά και στην Αμερική, όπου ενισχύεται από τη μετανάστευση αρκετών λογικών θετικιστών που ήθελαν να αποφύγουν τον ναζισμό στη Γερμανία και την Αυστρία, και συνδέεται με την εξέλιξη του πραγματισμού. Τα τελευταία χρόνια η αναλυτική φιλοσοφία δεν προβάλλει συγκεκριμένες φιλοσοφικές θέσεις, αλλά διατηρεί μεθοδολογικές και επιστημολογικές αρχές, που έχουν ως βασικό στόχο τη διαφύλαξη της δυνατότητας κριτικού, ορθολογικού ελέγχου του φιλοσοφείν.

Οι φιλόσοφοι όλων των αιώνων επιδίωξαν να συνθέσουν φιλοσοφικά συστήματα με τομείς Αισθητικής, Ηθικής,Γνωσιολογίας, Μεταφυσικής ή επιχείρησαν να αναλύσουν σημαντικές φιλοσοφικές έννοιες.Η Αναλυτική φιλοσοφία, που εμφανίστηκε κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες στον αιώνα μας, παραμερίζει συνειδητά τα άλλα φιλοσοφικά προβλήματα, ιδιαίτερα τα μεταφυσικά,και δεν διστάζει να τα χαρακτηρίζει ψευδοπροβλήματα ή και ανοησίες (nonsensical). Οι εκφραστές της Αναλυτικής φιλοσοφίας υποστηρίζουν ότι το κύριο έργο της φιλοσοφίας είναι η ανάλυση και κατανόηση της γλώσσας. Ρητά ή όχι, φαίνονται να έχουν αφετηρία την καντιανή διάκριση των προτάσεων σε "συνθετικές" και "αναλυτικές"· αναλυτική είναι η πρόταση εκείνη που το κατηγόρημά της προκύπτει από τη λογική ανάλυση του υποκειμένου. Λογου χάρη, η πρόταση: "το σώμα έχει έκταση"είναι απλή ανάλυση της έννοιας σώμα (που σημαίνει αντικείμενο που κατέχει χώρο, έχει δια-στάσεις).

Στοχαστές όπως οι G. Ε. Moore, Β.Russell, Α. J. Ayer ασχολήθηκαν πολύ με την ανάλυση της γλώσσας και προώθησαν τη φιλοσοφία της γλώσσας" και τη θεωρία της Γνώσης (Γνωσιολογία).

Αν είναι επιτρεπτή μια κρίση ιστορική, μπορεί κανείς να σημειώσει ότι η Αναλυτική φιλοσοφία εκφράζει την αγγλική πολιτική και διπλωματία, όπως η αρχαία Σοφιστική εξέφραζε την κλασική Αθήνα.Σημαντική επίδραση για τη διαμόρφωση της Αναλυτικής φιλοσοφίας άσκησε το έργο του Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico- philoso-phicus. Σε αυτόν οφείλονται οι αποφθεγματικές διατυπώσεις: "ο κόσμος είναι τα όρια της γλώσσας μου" και "η σημασία μιας λέξης βρίσκεται στη χρήση της". Πρόκειται για δυναμική αλλά εξωτερική προσέγγιση στη φιλοσοφία.

7. Πολιτική Φιλοσοφία

Ο τομέας της φιλοσοφίας, στον οποίο ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως πολιτική οντότητα, ως ένα ον του οποίου η συμπεριφορά εξετάζεται στο πλαίσιο της λειτουργίας της πολιτείας ή του κράτους. φατριών) με κοινότητες, όπως το κράτος. Περιλαμβάνει ερωτήματα για τη δικαιοσύνη, το νόμο, την περιουσία, καθώς και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών. Η Πολιτική Φιλοσοφία και η Ηθική αποτελούν παραδοσιακά αλληλένδετους τομείς, καθώς και οι δύο περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα τού τι είναι καλό και πώς πρέπει να διαβιούν οι άνθρωποι με σκοπό τη συνεχή προαγωγή των ανθρώπινων κοινωνιών.

Ειδικότερα, η πολιτική φιλοσοφία αφορά στη μελέτη και τη νομιμότητα καταναγκαστικών θεσμών. Θεσμοί, όπως η οικογένεια, η πόλη, το κράτος ή ευρύτεροι ακόμη οργανισμοί, όπως ο O.H.E., είναι καταναγκαστικοί, μια και στους κόλπους των, ορισμένες φορές τουλάχιστον, γίνεται χρήση βίας ή δημιουργείται ο φόβος άσκησης βίας, προκειμένου να ελεγχθεί η συμπεριφορά των μελών τους. H εισαγωγή και η καθιέρωση τέτοιων καταναγκαστικών θεσμών επιτρέπουν στις αρχές, που ορίζονται από τους τελευταίους αυτούς, να ασκούν εξουσία επί των μελών τους. To ερώτημα, εν προκειμένω, είναι αν δικαιολογείται η παρουσία τέτοιων καταναγκαστικών θεσμών. Κατά τη διδασκαλία του αναρχισμού, οι καταναγκαστικοί θεσμοί πρέπει να εκλείψουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ειδικότερα, άλλοι μεν από τους εκπροσώπους της διδασκαλίας του αναρχισμού, όπως ο Προυντον, υποστήριξαν ότι οι καταναγκαστικοί θεσμοί θα πρέπει να αντικατασταθούν από κοινωνικούς και οικονομικούς οργανισμούς, οι οποίοι θα βασίζονται στην εθελούσια συμφωνία των μελών τους, ενώ άλλοι, όπως ο Μπακούνιν, ισχυρίστηκαν ότι οι καταναγκαστικοί θεσμοί θα πρέπει να καταργηθούν με τη χρήση βίας.

Εν αντιθέσει προς τους οπαδούς της διδασκαλίας του αναρχισμού, άλλοι φιλόσοφοι επιχείρησαν να δικαιολογήσουν την παρουσία των καταναγκαστικών θεσμών. Κατά τους φιλοσόφους αυτούς, το ζήτημα εστιάζεται στο πώς θα πρέπει να υπάρχουν οι καταναγκαστικοί θεσμοί και όχι στο αν θα πρέπει να υπάρχουν οι τελευταίοι αυτοί. Ήδη από την αρχαιότητα φιλόσοφοι που, όπως ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης, κατέγιναν, μεταξύ άλλων, στην πολιτική φιλοσοφία, επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα αυτό.

Κατά τη νεότερη εποχή διατυπώθηκαν σχετικώς τρεις βασικές απόψεις – του φιλελευθερισμού, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Σύμφωνα με το φιλελευθερισμό, που οι καταβολές του ανάγονται στη διδασκαλία του Λοκ, οι καταναγκαστικοί θεσμοί δικαιολογούνται, εφόσον εξασφαλίζουν και προωθούν την ελευθερία και τα άλλα αναφαίρετα δικαιώματα του πολίτη, όπως η ιδιοκτησία, το δικαίωμα επιλογής του θρησκεύματος κ.ά. Κατά τον σοσιαλισμό, της οποίας οι απόψεις βασίζονται στη διδασκαλία του Xέγκελ, αμφισβητείται η ισχύς των ατομικών δικαιωμάτων και, αντ’ αυτών, προβάλλονται τα δικαιώματα της συλλογικής ενότητας, της κοινότητας ή της κοινωνίας, τα οποία, αν δεν είναι αντίθετα, είναι οπωσδήποτε ανεξάρτητα από τα ατομικά δικαιώματα. Σύμφωνα με τον κομμουνισμό, ο οποίος είναι συνυφασμένος με τη διδασκαλία του Μαρξ, οι καταναγκαστικοί θεσμοί δικαιολογούνται, εφόσον μπορούν να διασφαλίσουν την ισότητα μεταξύ των πολιτών. Μία καπιταλιστική (κεφαλαιοκρατική) κοινωνία, όπου τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε μία μικρή ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται και οικειοποιούνται για δικό τους αποκλειστικά όφελος το μόχθο των εργατών, κατά τους οπαδούς της διδασκαλίας του κομμουνισμού θα πρέπει να ανατραπεί και να αντικατασταθεί από μία κοινωνία στους κόλπους της οποίας τα μέσα παραγωγής θα αποδοθούν στους φυσικούς κτήτορές των, στην εργατική τάξη, και τα προϊόντα θα διατίθενται σύμφωνα με την αρχή του Μαρξ: από τον καθένα ανάλογα με τις δυνάμεις του και στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του.

Ανεξάρτητα από το πώς καθεμιά από τις τρεις αναφερθείσες παραπάνω διδασκαλίες δικαιολογεί τους καταναγκαστικούς θεσμούς, όλες τους επιτρέπουν την κοινωνική απείθεια και την επανάσταση, εάν έτσι, μέσω αυτών, είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν οι στόχοι σύμφωνα με τους οποίους, κατά τη γνώμη των εισηγητών των εν λόγω διδασκαλιών, οφείλουν οι καταναγκαστικοί θεσμοί να ρυθμίζουν τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών. Πέρα από το θεμελιώδες ερώτημα για το αν και πώς μπορούν να δικαιολογηθούν οι καταναγκαστικοί θεσμοί, άλλα ζητήματα της πολιτικής φιλοσοφίας είναι θέματα που αφορούν στη σχέση των δύο φύλων, στις διακρίσεις που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων ως προς το χρώμα του δέρματος τους, την καταγωγή τους κ.ά.

Μαξίμ Γκόρκι: Οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν να φτάσουν όλα τα ύψη

Το ξέρω πως θα ’ρθει ένας καιρός, που οι άνθρωποι θα θαυμάζουν, ο ένας τον άλλον, όπου καθένας τους θα λάμπει σαν αστέρι στα μάτια του άλλου, όπου όλοι θ’ ακούνε το διπλανό τους σα να ’τανε μουσική η φωνή του.

Θα υπάρχουν άνθρωποι ελεύθεροι στη γη, όλοι θα ’χουν ανοιχτή καρδιά, εξαγνισμένοι από κάθε απληστία και φθόνο.

Και τότε η ζωή δε θα ’ναι πια η ζωή, μα ένας ύμνος στον άνθρωπο, η μορφή του θα πάει ψηλά, γιατί οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν να φτάσουν όλα τα ύψη!

Θα ζούνε τότε μες στην ελευθερία και στην ισότητα, θα ζούνε για την ομορφιά.

Τότε οι καλύτεροι θα ’ναι εκείνοι που θα μπορούν ν’ αγκαλιάσουν περισσότερο τον κόσμο μέσα στην καρδιά τους, εκείνοι που θα τον αγαπήσουν πιο βαθιά, εκείνοι πού θα ’ναι οι πιο ελεύθεροι… γιατί μέσα σ’ εκείνους θα υπάρχει η περισσότερη ομορφιά!

Τότε η ζωή θα ’ναι μεγάλη και μεγάλοι θα ’ναι εκείνοι που θα τη ζούνε!…

Σώπασε στάθηκε ορθός, κ’ εξακολούθησε με μια φωνή όπου αντιλαλούσε όλη η δύναμή του:

Στο όνομα αυτής της ζωής, είμαι έτοιμος για όλα… θα ξεριζώσω την καρδιά μου, αν χρειάζεται, και θα την ποδοπατήσω χάμω εγώ ο ίδιος.

Γκυ ντε Μωπασάν: H καρεκλού

Ήταν το τέλος του δείπνου που παρέθετε ο μαρκήσιος Ντε Μπερτράν με την ευκαιρία της έναρξης της κυνηγετικής περιόδου. Γύρω από το μεγάλο, φωτισμένο τραπέζι, φορτωμένο με φρούτα και άνθη, καθόντουσαν έντεκα κυνηγοί, οκτώ νεαρές κυρίες και ο γιατρός της περιοχής.

Η κουβέντα ήρθε στον έρωτα, κι άρχισε μια μεγάλη συζήτηση, η αιώνια συζήτηση για το αν μπορεί κανείς ν' αγαπήσει αληθινά, μία ή περισσότερες φορές. Αναφέρθηκαν παραδείγματα ανθρώπων που ερωτεύτηκαν συχνά και με πάθος.

Οι άντρες, γενικά, διατείνονταν ότι το ερωτικό πάθος, όπως και οι αρρώστιες, μπορεί να χτυπήσει πολλές φορές τον ίδιο άνθρωπο, και μάλιστα να τον σκοτώσει, εάν κάτι τι το εμποδίσει. Μολονότι δεν αμφισβητήθηκε αυτή η θεώρηση του θέματος, οι γυναίκες, που η γνώμη τους στηριζόταν περισσότερο στην ποίηση παρά στην παρατήρηση, διαβεβαίωναν ότι ο έρωτας, ο αληθινός, ο μεγάλος έρωτας, δεν μπορεί να πλήξει τον θνητό παρά μόνο μια φορά, ότι μοιάζει, ένας τέτοιος έρωτας, με κεραυνό και ότι η καρδιά που την έχει πλήξει παραμένει στη συνέχεια τόσο άδεια, κατεστραμμένη, πυρπολημένη, ώστε κανένα άλλο δυνατό συναίσθημα, ακόμα και κανένα όνειρο, να μην μπορεί να ξαναβλαστήσει μέσα της.

Ο μαρκήσιος, που είχε ερωτευτεί πολλές φορές στη ζωή του, αντιμαχόταν ζωηρά αυτή την άποψη:

«Εγώ σας λέω ότι μπορεί να ερωτευτεί κανείς πολλές φορές με όλες του τις δυνάμεις και όλη του την ψυχή. Μου αναφέρετε διαφόρους ανθρώπους που αυτοκτόνησαν από έρωτα, ως απόδειξη του ανέφικτου ενός δεύτερου ερωτικού πάθους. Θα σας απαντήσω ότι, εάν τα άτομα αυτά δεν είχαν διαπράξει την ανοησία ν' αυτοκτονήσουν, γεγονός που τους αφαιρούσε κάθε ευκαιρία υποτροπής, θα είχαν θεραπευτεί. Και θα είχαν ξαναρχίσει πάλι και πάλι, μέχρι το φυσικό τους θάνατο. Με τους ερωτευμένους συμβαίνει ό,τι και με τους μπεκρήδες. Όποιος ήπιε, θα ξαναπιεί· όποιος ερωτεύτηκε θα ξαναερωτευτεί. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας».

Τότε οι συνδαιτημόνες πήραν για διαιτητή το γιατρό, ένα γηραιό παριζιάνο γιατρό, που είχε αποτραβηχτεί στην εξοχή, και τον παρακάλεσαν να τους πει τη γνώμη του.

Μα αυτός ακριβώς δεν είχε άποψη επί του θέματος.

«Όπως είπε και ο μαρκήσιος, αυτό είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Όσο για μένα, ξέρω έναν έρωτα που βάστηξε πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια, χωρίς ούτε μια μέρα ανάπαυλας, και που δεν τελείωσε παρά με το θάνατο».

Η μαρκησία χτύπησε μ' ενθουσιασμό τα χέρια της.

«Τί ωραίος που είναι ένας τέτοιος έρωτας! Τί όνειρο να έχεις αγαπηθεί μ' έναν τέτοιο τρόπο! Τί ευτυχία να ζεις πενήντα πέντε χρόνια περιβλημένος απ' αυτήν την παθιασμένη και διεισδυτική στοργή! Πόσο ευτυχής θα πρέπει να ήταν και να ευλογεί τη ζωή εκείνος που αγαπήθηκε τόσο!»

«Πράγματι, κυρία μου» είπε ο γιατρός χαμογελώντας, «δε σφάλλετε επί του προκειμένου, ότι το άτομο που αγαπήθηκε ήταν άντρας. Τον γνωρίζετε, είναι ο κύριος Σουκέ, ο φαρμακοποιός του χωριού. Όσο για κείνη που τον αγάπησε, τη γυναίκα αυτή την έχετε επίσης γνωρίσει, είναι η γριά που ερχόταν κάθε χρόνο εδώ στον πύργο για να φτιάξει τις χαλασμένες καρέκλες. Θα σας εξηγήσω όμως καλύτερα περί τίνος πρόκειται.»

Ο ενθουσιασμός των γυναικών έπεσε αμέσως· και τα πρόσωπά τους φανέρωναν μια περιφρόνηση, σαν να έπρεπε η αγάπη να μην πλήττει παρά τα λεπτά και ξεχωριστά όντα, τα μόνα που αξίζουν το ενδιαφέρον των καθωσπρέπει ανθρώπων.

Όμως ο γιατρός συνέχισε:

Προ τριών μηνών με φώναξαν στο προσκέφαλο αυτής της γριάς, που ήταν ετοιμοθάνατη. Είχε φτάσει την προηγουμένη με τον αραμπά που της χρησίμευε για σπίτι και που το έσερνε το παλιάλογο που έχετε δει, και ξοπίσω της τα δυο μεγάλα μαύρα σκυλιά της, οι φίλοι και φρουροί της. Όταν έφτασα, ο παπάς ήταν κιόλας εκεί. Μας όρισε εκτελεστές της διαθήκης της και μας αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή της για να μας εξηγήσει το νόημα της τελευταίας της θέλησης. Ποτέ μου δεν άκουσα πιο παράξενη και συγκινητική ιστορία.

Ο πατέρας της επιδιόρθωνε κι αυτός χαλασμένες καρέκλες, όπως και η μητέρα της. Ποτέ της δεν είχε γνωρίσει κάποιο σταθερό κατάλυμα.

Πολύ μικρή περιφερόταν κουρελιάρα, ψειριάρα και βρώμικη. Οι γονείς της σταματούσαν στην είσοδο των χωριών, πλάι στα χαντάκια των δρόμων, ξέζευαν το άλογο και το άφηναν να βοσκήσει. Ο σκύλος κοιμότανε με το ρύγχος πάνω στα πόδια του και η μικρή κυλιόταν στο χορτάρι, ενώ ο πατέρας και η μητέρα της επιδιόρθωναν στη σκιά των φτελιών της δημοσιάς όλα τα παλιά καθίσματα του χωριού. Κανείς τους δεν μιλούσε μέσα σ' αυτό το περιφερόμενο σπιτικό. Ύστερα από τις κάποιες απαραίτητες κουβέντες για ν' αποφασιστεί το ποιος θα έκανε το γύρο των σπιτιών βγάζοντας την πασίγνωστη φωνή: «Καρεκλάάάάςςς!», άρχιζαν να πλέκουν το χόρτο, ο ένας αντίκρυ ή πλάι στον άλλο. Όταν η μικρή ξεμάκραινε πολύ ή επιχειρούσε να πιάσει φιλίες με κάποιο χαμίνι του χωριού, η θυμωμένη φωνή του πατέρα της την ανακαλούσε: «Θα 'ρθεις καμιά φορά πίσω, παλιοκόριτσο!». Αυτές ήταν οι μόνες στοργικές λέξεις που άκουγε.

Άμα μεγάλωσε κάπως, την έστελναν να μαζεύει τα ξεχαρβαλωμένα καθίσματα. Τότε γνωρίστηκε επιπόλαια με μερικά παιδιά από δω κι από κει. Αλλά αυτή τη φορά ήταν οι γονείς των καινούριων της φίλων που ανακαλούσαν βίαια τα παιδιά τους: «Δε λες να 'ρθεις πίσω, βρωμόπαιδο; Ας σε ξαναδώ να κουβεντιάζεις με τους ξυπόλητους και τα λέμε».

Συχνά μάλιστα τα αλητόπαιδα την πετροβολούσαν.

Κάποτε κάποιες κυρίες τής έδωσαν μερικές πενταροδεκάρες, κι αυτή τις φύλαξε σαν θησαυρό.

Μια μέρα —ήταν τότε έντεκα χρονών— , καθώς περνούσε από την περιοχή μας, συνάντησε πίσω από το κοιμητήρι τον μικρό Σουκέ να κλαίει, επειδή ένας συμμαθητής του του είχε αρπάξει δυο πεντάρες. Αυτά τα δάκρυα ενός πλουσιόπαιδου, ενός απ' αυτούς τους πιτσιρικάδες που τους φανταζόταν, αυτή η απόκληρη με το φτωχό της μυαλουδάκι, να είναι πάντοτε ευχαριστημένοι και χαρούμενοι, την αναστάτωσαν. Τον πλησίασε, και όταν έμαθε το λόγο της λύπης του, του έκλεισε μες στη φούχτα του όλες τις οικονομίες της —επτά πεντάρες—, που εκείνος τις πήρε με φυσικότητα, σφουγγίζοντας τα δάκρυά του. Τότε, ξετρελαμένη από τη χαρά της, είχε την τόλμη να τον φιλήσει. Ο μικρός, αφοσιωμένος στα χρήματα, αφέθηκε να τον κάνει ό,τι θέλει. Βλέποντας εκείνη πως ούτε την έδιωχνε ούτε τη χτυπούσε, ξανάρχισε. Τον σφιχταγκάλιασε με όλη τη δύναμη της καρδιάς της κι ύστερα το 'βαλε στα πόδια.

Τί συνέβη μέσα στο ξερό της; Άραγε δέθηκε μ' αυτόν τον πιτσιρικά επειδή του είχε θυσιάσει την περιουσία της, καρπό της αλητείας της, ή μήπως επειδή του είχε δώσει το πρώτο της τρυφερό φιλί; Το μυστήριο είναι το ίδιο και για τους μικρούς και για τους μεγάλους.

Μήνες ολόκληρους ονειρευόταν εκείνη τη γωνιά του νεκροταφείου κι αυτό το αγόρι. Και με την ελπίδα πως θα το ξανάβλεπε, έκλεβε τους γονείς της, κατακρατώντας μια πεντάρα εδώ, μια πεντάρα εκεί, από την επιδιόρθωση κάποιας καρέκλας ή από τα τρόφιμα που την έστελναν να ψωνίσει.

Όταν ξαναπέρασε από δω, είχε δύο φράγκα στην τσέπη της, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τον δει, μέσ' από τα τζάμια του φαρμακείου του πατέρα του, πεντακάθαρο, ανάμεσα σ' ένα κόκκινο μπουκάλι κι ένα φιαλίδιο με ταινίες.

Τότε τον αγάπησε ακόμα πιο πολύ, γοητευμένη, συγκινημένη, εκστασιασμένη από την αίγλη του χρωματισμένου υγρού, από την αποθέωση των γυαλιστερών κρυστάλλων.

Κράτησε μέσα της ανεξίτηλη τη θύμησή του, κι όταν τον συνάντησε τον επόμενο χρόνο, την ώρα που έπαιζε πίσω από το σχολείο με τους συμμαθητές του, ρίχτηκε πάνω του, τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τον φίλησε με τόση δύναμη που αυτός έβαλε τις φωνές από το φόβο του. Τότε, για να τον καθησυχάσει, του έδωσε τα χρήματά της, τρία φράγκα και είκοσι λεπτά, έναν αληθινό θησαυρό, που αυτός τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια.

Τον πήρε και την άφησε να τον χαϊδέψει όσο ήθελε.

Για τέσσερα ακόμα χρόνια του έδινε ό,τι έβαζε κατά μέρος, κι εκείνος τα τσέπωνε κανονικότατα, με αντάλλαγμα τα φιλιά που της παραχωρούσε. Τη μια φορά ήταν τριάντα πεντάρες, την άλλη δύο φράγκα, μιαν άλλη φορά δώδεκα πεντάρες (έκλαψε τότε από λύπη και ντροπή που του έδωσε τόσο λίγα, αλλά η χρονιά εκείνη υπήρξε κακή) και την τελευταία φορά πέντε φράγκα, ένα μεγάλο ολοστρόγγυλο πεντάφραγκο, που τον έκανε να γελάσει από τη χαρά του.

Δε σκεφτόταν παρά μονάχα αυτόν πια, κι ο μικρός περίμενε με κάποια ανυπομονησία την επιστροφή της, έτρεχε μάλιστα να την προϋπαντήσει όταν την έβλεπε, πράγμα που έκανε την καρδιά του κοριτσιού να αναπηδάει από χαρά.

Ύστερα εκείνος εξαφανίστηκε. Τον είχανε βάλει εσωτερικό σε κολέγιο. Η μικρή το 'μαθε ρωτώντας με τρόπο. Τότε χρησιμοποίησε απέραντη διπλωματία για ν' αλλάξει το δρομολόγιο των γονιών της και να τους κάνει να περάσουν από δω την περίοδο των διακοπών. Τα κατάφερε, αλλά έπειτα από ένα χρόνο όλο πονηριές. Έκανε, λοιπόν, δυο χρόνια να τον δει και μόλις που τον αναγνώρισε, όταν τον ξανάδε, τόσο τον βρήκε να έχει αλλάξει, μεγαλώσει, ομορφύνει, να είναι επιβλητικός μέσα στη στολή του με τα χρυσά κουμπιά. Προσποιήθηκε πως δεν την είδε και πέρασε περήφανα πλάι της.

Εκείνη έκλαψε γι' αυτό δυο ολόκληρες μέρες· κι από τότε άρχισε το ατελείωτο μαρτύριό της.

Κάθε χρόνο επέστρεφε και περνούσε από μπροστά του χωρίς να τολμά να τον χαιρετήσει· κι εκείνος δεν καταδεχόταν ούτε καν να ρίξει τη ματιά του πάνω της. Εκείνη τον αγαπούσε τρελά. Πεθαίνοντας μου είπε: «Είναι, γιατρέ μου, ο μοναδικός άντρας που συνάντησα στον κόσμο· αγνοούσα ολότελα αν υπήρχαν άλλοι άντρες».

Οι γονείς της πέθαναν κι εκείνη συνέχισε το επάγγελμά τους, μόνο που πήρε δύο σκύλους αντί για έναν, δύο τρομερά σκυλιά που δε θα τολμούσε κανείς να τ' αψηφήσει.

Μια μέρα, καθώς έμπαινε στο χωριό αυτό όπου είχε αφήσει την καρδιά της, είδε μια νέα γυναίκα να βγαίνει από το φαρμακείο του Σουκέ, κρεμασμένη από το μπράτσο του αγαπημένου της. Ήταν η γυναίκα του. Ο παιδικός της φίλος είχε παντρευτεί.

Το ίδιο εκείνο βράδυ ρίχτηκε στη λιμνούλα που υπάρχει στην πλατεία του δημαρχείου. Ένας αργοπορημένος μεθύστακας την έβγαλε από μέσα και την πήγε στο φαρμακείο. Ο υιός Σουκέ κατέβηκε με τη ρόμπα του για να την περιποιηθεί και, χωρίς να δείξει πως την αναγνώρισε, την έγδυσε, της έκανε εντριβή κι έπειτα της είπε σκληρά: «Σίγουρα τρελάθηκες! Είναι ποτέ δυνατό να είναι κανείς τέτοιο ζωντόβολο!»

Τα λόγια αυτά έφτασαν για να τη γιατρέψουν. Της είχε μιλήσει! Για πολύ καιρό υπήρξε ευτυχισμένη.

Ο φαρμακοποιός δε θέλησε να δεχτεί καμιά πληρωμή για τις φροντίδες του, παρόλο που εκείνη επέμεινε ζωηρά να τον πληρώσει.

Κι όλη της η ζωή κύλησε έτσι. Επιδιόρθωνε τις καρέκλες έχοντας τη σκέψη της στον Σουκέ. Κάθε χρόνο τον έβλεπε μέσα από τις προθήκες του. Πήρε τη συνήθεια να αγοράζει από το φαρμακείο του όλα τα ευτελή γιατρικά της. Μ' αυτό τον τρόπο τον έβλεπε από κοντά, του μιλούσε και του έδινε πάλι χρήματα.

Όπως σας είπα και στην αρχή, πέθανε την άνοιξη. Αφού μου διηγήθηκε αυτή τη θλιβερή ιστορία της, με παρακάλεσε να δώσω σ' εκείνον που τον είχε τόσο υπομονετικά αγαπήσει όλες τις οικονομίες της ζωής της, γιατί, όπως έλεγε, μονάχα γι' αυτόν είχε δουλέψει, για να βάλει κάτι στην μπάντα ακόμα και νηστεύοντας και να είναι βέβαιη ότι έτσι θα τη σκεφτόταν μια τουλάχιστον φορά μετά το θάνατό της.

Μου άφησε, λοιπόν, να του δώσω δύο χιλιάδες τριακόσια είκοσι επτά φράγκα. Έδωσα στον ιερέα είκοσι επτά φράγκα για την κηδεία και κράτησα τα υπόλοιπα όταν άφησε την τελευταία της πνοή. Την άλλη μέρα πήγα στους Σουκέ την ώρα που το αντρόγυνο τελείωνε το γεύμα του. Καθόντουσαν ο ένας απέναντι στον άλλο, κατακόκκινοι και χοντροί, μυρίζοντας φαρμακίλα, αυτάρεσκοι και ικανοποιημένοι.

Μ' έβαλαν να καθίσω, ήπια το κιρς που μου πρόσφεραν κι άρχισα το λόγο μου συγκινημένος, βέβαιος ότι κι αυτοί θα αρχίζανε να κλαίνε.

Μόλις κατάλαβε ο Σουκέ ότι είχε αγαπηθεί απ' αυτή την αλήτισσα, απ' αυτή την καρεκλού, απ' αυτή την τριγυρίστρα, τινάχτηκε από αγανάκτηση, σαν να του είχε κλέψει την υπόληψή του, την εκτίμηση των τίμιων ανθρώπων, τη μύχια τιμή του, κάτι το λεπτό που του ήταν ακριβότερο κι από την ίδια του τη ζωή.

Η γυναίκα του, εξίσου αγανακτισμένη με αυτόν, επαναλάμβανε: «Αυτή η ζητιάνα! Αυτή η ζητιάνα!…» χωρίς να βρίσκει κάτι άλλο να πει.

Εκείνος είχε σηκωθεί και πηγαινοερχόταν με μεγάλους δρασκελισμούς πίσω από το τραπέζι, με το ελληνικό του φέσι πεσμένο στο ένα του αυτί. Ψέλλισε: «Πρωτοφανές, γιατρέ μου! Τρομερό για έναν άνθρωπο! Τί να κάνω; Άν το είχα μάθει όταν ζούσε, θα φώναζα τη χωροφυλακή να τη συλλάβει και να την κλείσει στη φυλακή. Και σας εγγυώμαι ότι ποτέ της δε θα 'βγαινε από κει μέσα».

Έμεινα κατάπληκτος από το αποτέλεσμα που είχε το στοργικό μου διάβημα. Δεν ήξερα τί να κάνω ούτε τί να πω. Έπρεπε όμως να ολοκληρώσω την αποστολή μου και του είπα: «Με επιφόρτισε να σας παραδώσω τις οικονομίες της, που ανέρχονται σε δύο χιλιάδες τριακόσια φράγκα. Και επειδή αυτό που μόλις σας είπα μοιάζει να σας δυσαρέστησε ιδιαίτερα, θα ήταν ίσως καλύτερα να μοιράσουμε αυτά τα χρήματα στους φτωχούς».

Με κοιτάζανε και οι δυο τους εμβρόντητοι.

Έβγαλα τα λεφτά από την τσέπη μου, τα τρισάθλια αυτά λεφτά από όλες τις χώρες και κάθε λογής, χρυσός και πεντάρες ανάκατα. Κατόπιν ρώτησα: «Τί αποφασίζετε;»

Η κυρία Σουκέ μίλησε πρώτη: «Μα, μια που είναι η τελευταία επιθυμία αυτής της γυναίκας, … νομίζω πως μας είναι δύσκολο να αρνηθούμε».

Ο άντρας της, κάπως ντροπιασμένος, είπε κι αυτός:

«Θα μπορούσαμε ν' αγοράσουμε κάτι για τα παιδιά μας μ' αυτά τα χρήματα».

«Όπως θέλετε» τους απάντησα εγώ ξερά.

Ο σύζυγος συνέχισε: «Δώστε τά μας, αφού σας επιφόρτισε μ' αυτά. Θα βρούμε κάλλιστα τρόπο να τα διαθέσουμε σε καμιά αγαθοεργία».

Τους άφησα τα χρήματα, τους χαιρέτησε κι έφυγα.

Την άλλη μέρα ήρθε να με βρει ο Σουκέ και με ρώτησε απότομα: «Αυτή η… αυτή η γυναίκα άφησε τον αραμπά της εδώ. Τί θα τον κάνετε;»

«Τίποτα. Πάρτε τον, αν τον θέλετε».

«Θαυμάσια. Αυτό μου 'ρχεται κουτί. Θα φτιάξω μ' αυτόν ένα καλύβι στο λαχανόκηπό μου».

Και κίνησε να φύγει, μα τον φώναξα πίσω:

«Άφησε επίσης το γέρικο άλογό της και τα δυο της σκυλιά. Τα θέλετε;» Κοντοστάθηκε ξαφνιασμένος: «Μπα! Τί να τα κάνω; Κάντε τα εσείς ό,τι θέλετε». Και γελούσε. Έπειτα μου 'δωσε το χέρι του που του το έσφιξα. Τί τα θέλετε; Σ' ένα χωριό δεν πρέπει ο γιατρός να είναι τσακωμένος με τον φαρμακοποιό.

Τα σκυλιά τα κράτησα εγώ. Ο παπάς, που έχει μεγάλη αυλή, πήρε το άλογο. Ο αραμπάς χρησιμεύει για καλύβι στον Σουκέ, που αγόρασε με τα χρήματα πέντε ομόλογα της Εταιρείας Σιδηροδρόμων.

Αυτή είναι η μόνη βαθιά αγάπη που συνάντησα στη ζωή μου.

Ο γιατρός σώπασε. Τότε η μαρκησία είπε αναστενάζοντας με βουρκωμένα μάτια: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο οι γυναίκες ξέρουν ν' αγαπούν».

Να φταις και να δείχνεις τον άλλο για φταίχτη

Δεν ξέρεις ποιος φταίει, μα τώρα που το ξανασκέφτεσαι θα έβαζες το χέρι σου στη φωτιά πως ύποπτος είναι ο απέναντι. Το μαρτυράει το περίεργό του βλέμμα και οι κινήσεις του μοιάζουν κάπως παραπλανητικές. Άσε που έτυχε να βρίσκεται εκεί την ώρα που συνέβη το σκηνικό. Εντάξει, κι εσύ θα μπορούσες να είχες δράσει διαφορετικά, αλλά ένας άνθρωπος είσαι, πόσα να σκεφτείς και πόσα να κάνεις.

Ας το παραδεχτούμε. Η αντικειμενικότητα είναι δύσκολη όταν καλούμαστε να αναλάβουμε την ευθύνη και να βάλουμε τον εαυτό μας στο εδώλιο. Πολλές είναι οι φορές που προτιμάμε να κατηγορήσουμε κάποιον άλλον απ’ το να δεχτούμε τις συνέπειες των πράξεών μας. Πόσο εύκολο είναι όμως να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας και να μην εθελοτυφλούμε;

Το πρόβλημα ξεκινάει από εμάς τους ίδιους. Γιατί νιώθουμε την ανάγκη να έχουμε μόνιμα δίκιο; Το να ρίχνει κανείς την ευθύνη αλλού, βγάζοντας την ουρά του απ’ έξω, είναι το πιο εύκολο πράγμα. Πολλοί φοβούνται να αναγνωρίσουν πως έσφαλαν και λίγο τους νοιάζει αν με τον τρόπο τους θα κατηγορούν κάποιον που δε φταίει. Τους αρκεί να είναι οι ίδιοι ήρεμοι και να περιορίσουν τις τύψεις που νιώθουν. Όμως, τα λάθη που κάνει κανείς είναι αποτέλεσμα δικών του πράξεων και σίγουρα δεν τον πήρε κάποιος απ’ το χέρι για να τον οδηγήσει σε αυτά. Αρχικά, προτού μοιράσουμε αριστερά κι δεξιά ευθύνες πρέπει να σκεφτούμε καλά αν κάπου φταίξαμε κι εμείς, γιατί είναι κρίμα να κατηγορείται κάποιος για κάτι που δεν έκανε.

Η όλη κατάσταση μοιάζει με μαθηματική εξίσωση. Είναι σαν να ψάχνεις να βρες ποια πράξη οδήγησε σε ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα και ποιες μεταβλητές συνέβαλαν σε αυτό. Όμως, όπως στους αριθμούς καθένας φέρει διαφορετικό μερίδιο για το αποτέλεσμα της πράξης, αφού άλλος ευθύνεται λιγότερο κι άλλος περισσότερο, έτσι και στις ανθρώπινες σχέσεις σπάνια η ευθύνη είναι όντως 50-50.

Σε κάθε κατάσταση, προτιμάμε να λέμε πως η λάθος απόφαση δεν ήταν δική μας και πως η στραβή κίνηση έγινε απ’ τον απέναντι, προκειμένου να μη χρειαστεί να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Κι ας μη μας φταίει πολλές φορές ο άλλος, κι ας έγινε το εύκολο θύμα, κι ας έτυχε να βρίσκεται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Πώς όμως θα μάθει κανείς να αναλαμβάνει περισσότερες ευθύνες και να αναγνωρίζει τα λάθη του; Αρχικά, το πρώτο βήμα είναι να δει με ψυχραιμία πώς έχει η κατάσταση, να αφήσει κατά μέρους δικαιολογίες και να σκεφτεί γιατί τρέμει τόσο να παραδεχτεί πως έσφαλε. Έπειτα, αφού συνειδητοποιήσει πως κατηγόρησε κάποιον άδικα, πρέπει αφενός να απολογηθεί για τη στάση του και αφετέρου να ρίξει τον εγωισμό του και να προσπαθήσει να διορθώσει το λάθος ή έστω να μην το επαναλάβει. Το φάουλ στην προκειμένη είναι διπλό. Ένα αυτό που αφορά την ίδια την κατάσταση και την προβληματική διαχείρισή της κι ένα το ότι κατηγόρησε άδικα κάποιον άλλο για δικό του σφάλμα. Συνεπώς τι είναι προτιμότερο; Να είναι κανείς σωστός με τον εαυτό του και να αναλαμβάνει τις ευθύνες του εξαρχής ή να μοιράζει κατηγορίες από εδώ και από εκεί μόνο και μόνο για να νιώθει σωστός και τέλειος, χρωστώντας συγγνώμες μετέπειτα;

Μόλις κανείς γνωρίσει και αναγνωρίσει τον πραγματικό του εαυτό, ρίχνοντας τον εγωισμό του και βλέποντας καθαρά, θα δει κατά πάσα πιθανότητα μεγάλη αλλαγή στην καθημερινότητά του και στις σχέσεις του με τους άλλους. Στο κάτω κάτω, το να κατηγορήσεις κάποιον άδικα, ίσως γίνει αιτία να χάσεις από δίπλα σου έναν δικό σου άνθρωπο. Μήπως αν παραδεχόσουν τα λάθη σου, απέφευγες πολλά προβλήματά πριν καν προκληθούν; Ας βουτάμε τη γλώσσα μας στο μυαλό μας πριν εκφράσουμε τη δυσαρέσκειά μας, πόσο μάλλον όταν πρόκειται να ρίξουμε ευθύνες σε κάποιον άλλον για κάτι που φταίμε εμείς.

Τα αρχεία των Χετταίων και ο Όμηρος

Οι πληροφορίες των Χεττιτικών αρχείων (πινακίδων).

Το 1924 ο Emil Forrer ανακοίνωνε τον εντοπισμό Ελληνικών ονομάτων (όπως π.χ. Ανδρέας, Ετεοκλής, Ατρέας) στα χεττιτικά αρχεία δημιουργώντας την εντύπωση πως θα μπορούσε να φωτιστεί οριστικά η σκοτεινή εποχή του τρωικού πολέμου, μάλιστα κάποιοι, όπως ο Sayce, κάπως βεβιασμένα αποδέχθηκαν τις εκτιμήσεις του, όμως άλλοι αντέδρασαν, όπως ο Friedrich, επέκριναν τους ισχυρισμούς και τις ταυτίσεις που εκείνος επιχείρησε, οι οποίες κρίθηκαν κυριολεκτικά ως ανυπόστατες από τον Sommer, όταν κατέδειξε την αντικειμενική δυσκολία να ταυτιστούν οι μυκηναίοι Έλληνες βασιλείς που αναφέρονται στον Όμηρο και στους μύθους, με τα ονόματα που αναγράφουν οι Χετταίοι στις πινακίδες, μάλιστα όχι μόνο θεώρησε υπερβολικές τις προτάσεις Forrer αλλά και απέρριψε το σύνολο των ισχυρισμών του.

Το ζήτημα στην συνέχεια διερεύνησε και ο Schachermeyer2 ο οποίος κατέληξε σε πιο ρεαλιστικά συμπεράσματα διατυπώνοντας την άποψη ότι πράγματι μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε ένα Ελληνικό βασίλειο στις χεττιτικές πινακίδες που αναφέρεται ως «Αχιjαβά» το οποίο είναι η «Αχαΐα», ένα μυκηναϊκό «ηπειρωτικό» βασίλειο, που βασίμως τοποθετείται πέρα από την θάλασσα (Αιγαίο).

Τα βασικά συμπεράσματα του Schachermeyer σχολίασαν άλλοι ανάμεσά τους και ο Page3 ο οποίος ενώ αποδέχτηκε κάποιες από τις βασικές του απόψεις, προέβαλε πολλές ενστάσεις για την θέση της Αχιjιαβα και τους τίτλους των μυκηναίων βασιλέων («Μεγας Βασιλέας»).

Επίσης σημαντική υπήρξε, στην συνολική επεξεργασία των πληροφοριών η συμβολή του Gurney (στην ανασύσταση της χεττιτικής ιστορίας) καθώς επίσης και του Macqueen με τις αξιόλογες παρατηρήσεις τους για τα χεττιτικά κείμενα.

Από την μελέτη και την δημοσίευση των πινακίδων μπορεί κάθε ερευνητής να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα αφού πράγματι οι υπάρχουσες δημοσιευμένες μεταφράσεις προσφέρουν σημαντική ευκολία στην ιστορική έρευνα.

Στην διερεύνηση του τρωικού πολέμου και ειδικότερα στο ζήτημα των δύο αντιπάλων (Αχαιών – Τρώων) πράγματι οι πινακίδες μπορούν να μας διαφωτίσουν σε τέσσερα βασικά πεδία:
 
Α) Για τις σχέσεις Αχαιών – Χετταίων κυρίως όμως για την επιθετική δράση των Αχαιών προς τις παραλιακές περιοχές της Μικράς Ασίας.
Β) Για την οικονομική και στρατιωτική παρουσία της Τροίας στην Μικρά Ασία (έμμεσα).
Γ) Για την πολιτικο – στρατιωτική οργάνωση των περιοχών της Δυτικής Μικράς Ασίας αφού οι συγκεκριμένες περιοχές και οι λαοί τους καταγράφονται στον ομηρικό κατάλογο, ως ενεργοί σύμμαχοι του Πριάμου.
Δ) Για την περίοδο της Ελληνο-τρωικής σύγκρουσης τέλος του 13ου αρχές 12ου αι, τις συνθήκες και την κατάσταση στον χώρο της Μικράς Ασίας, αν δεχθούμε συμβατικά αυτή την χρονολόγηση ως χρόνο για την άλωση της Τροίας.

Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν αυτά τα τέσσερα πεδία πληροφόρησης.

Α) Αχαιοί - Χετταίοι στην Μικρά Ασία.

Το όνομα των Αχαιών («Αχιjαβα») αναφέρεται σε είκοσι χεττιτικές πινακίδες χωρίς να δηλώνεται ξεκάθαρα που ήταν το βασίλειό τους.

Υπάρχουν δύο ειδών καταγραφές σχετικά με την ονομασία του βασιλείου, αφού η μία χρησιμοποιεί τον σύντομο τύπο (λέξη) «Αχίjια» ενώ η άλλη χρησιμοποιεί τον πιο εκτενή τύπο «Αχιjιάβα».

Τον σύντομο όρο «Αχίjια» τον συναντάμε σε κάποια μαντικά κείμενα του 15ου αι και κυρίως στην «Κατηγορία του Μαντουβάττα» που γράφτηκε επί βασιλείας Αρνουβάντας Δ΄4 (1220-1190).

Εκεί γίνεται λόγος για τον Ατταρισίγια που έδιωξε από την «Αχίjια» (Αχαΐα) τον Μαντουβάττας ενώ ο πατέρας του νυν χετταίου βασιλιά, ο Τουνταλίγιας Δ΄ του έδωσε την «Ζιππάσλα», μια περιοχή να την διοικεί, όμως εκεί του επιτέθηκε ο Ατταρισίγιας με 100 άρματα και πεζικό και ο χετταίος βασιλιάς έστειλε ένα στρατιωτικό απόσπασμα.

Κατόπιν ο Μαντουβάττας συμμάχχησε με τον Ατταρισίγια (Αχαιούς) και μαζί του εκτέλεσε επίθεση κατά της Αλασίας (Κύπρου) που εδώ φαίνεται ότι είναι χεττιτική κτήση5.

Στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ό όρος «Αχιjιάβα».

Χαρακτηριστικό είναι ένα κείμενο, μια προσευχή, που ο Fosser την απέδωσε στον Μούρσιλι Β΄ (1334 – 1306 π.Χ.), αυτός αναφέρει ότι ο πατέρας του, ο Σουππιλουλιούμας, εξορίζει στην Αχιjιάβα την βασίλισσα σύζυγό του, η οποία κατηγορήθηκε για διάφορα παραπτώματα 6 « όσο καιρό η βασίλισσα δεν έκανε τίποτε κακό, δεν έπαθε τίποτε από τον πατέρα μου: όταν όμως αυτή και ο πατέρας μου ήρθαν σε ρήξη την εξόρισε στην Αχιjαβα» αναφέρει ο γιος της και ο Fosser πιστεύει λανθασμένα ότι η μητέρα του ήταν αχαιή πριγκίπισσα7.

Στα χρονικά του Μούρσιλις Β΄, στο τρίτο έτος, βρίσκουμε επίσης αναφορές για τις σχέσεις Αχιjιάβα και Μιλλαβάντα (Μίλητος) αλλά και σ’ ένα απόσπασμα (κατεστραμμένο) από το τέταρτο έτος, γίνεται μνεία για ένα πλοίο, κάτι που υποδεικνύει έμμεσα ότι η Αχιjιάβα είναι πέρα από την θάλασσα.

Μάλιστα όταν ο βασιλιάς αρρωσταίνει ο θεός της Αχιjιάβα και θεός της Λάζπας (Λέσβου) καλούνται να συνδράμουν στην ίασή του κάτι που αποτελεί μια ένδειξη στενών σχέσεων ανάμεσα στα βασίλεια.
 
Η πιο περίεργη μαρτυρία για τις σχέσεις Αχαιών - Χεταίων αφορά τον Μούρσιλις Β΄ ή τον Μουβάτταλλις κατά τα τέλη του 14ου αι ή τις αρχές 13ου όταν εκεί ο Χετταίος βασιλιάς αποδεικνύεται αφάνταστα υποχωρητικός απέναντι στον βασιλιά της Αχιjαβα.

Η έκπληξη προέρχεται από το γεγονός ότι γνωρίζουμε πολύ καλά ποιοι ήταν αυτοί οι δύο Χετταίοι βασιλείς, αφού τόσο ο Μούρσιλις έχει αποδειχθεί δεινός κατακτητής της Ασίας, το ίδιο και ο Μουβάτταλλις, ενώ το κράτος των Χετταίων βρίσκεται σε φάση ακμής και δυνάμεως, κατά τον 14ο αι, όταν οι Χετταίοι αποτελούν το αντίπαλο δέος της Αιγύπτου.
 
Στην συγκεκριμένη πηγή που αποκαλείται η «Επιστολή του Ταβαγκαλάβας» και κάλυπτε τρεις πινακίδες, δεν διασώζεται το όνομα του χετταίου βασιλιά, γίνεται λόγος για τον Πιγιαμαράντο ένα πρώην υψηλόβαθμο Χετταίο υπήκοο, που έγινε πειρατής και έκανε επιδρομές στην χώρα των Λούκκα (Λυκία), τότε, απ’ ότι διαφαίνεται, ο λαός αυτός απευθύνεται για βοήθεια σε κάποιον Ταβακαλάβα που ήταν κοντά και ήταν αδελφός του βασιλιά της Αχιjιάβα, όμως επειδή δέχεται επίθεση η πόλη Ατταρίμμα απευθύνονται τελικά στους Χετταίους. Ο Πιγιαμαράντος έχει λοιπόν βάση την Μιλλαβάντα (Μίλητο) η οποία δεν ανήκει στις χιττιτικές κτήσεις βρίσκεται όμως κάτω από τον έλεγχο του βασιλιά της Αχιjιάβα γι’ αυτό γράφεται μια επιστολή που έχει ως στόχο να εκδοθεί ο Πιγιαμαράντος. Ο Αχαιός βασιλιάς δίνει διαταγή στον αντιπρόσωπό του στην Μιλλαβάντα, κάποιον Άτπα να παραδώσει τον Πιγιαμαράντο, όμως όταν τελικά ο χετταίος βασιλιάς εισέρχεται στην πόλη διαπιστώνει ότι εκείνος έχει διαφύγει με πλοίο (συνεπώς η Μιλλαβάντα είναι παράλια πόλη).

Στην επιστολή ο χετταίος βασιλιάς χρησιμοποιεί φράσεις με αινιγματικά χαμηλή δυναμική προς τον Αχαιό βασιλιά όπως π.χ. «θέλω να παραπονεθώ» ενώ στην συνέχεια υιοθετεί ακόμη πιο ήπιους και ικετευτικούς τόνους: «δώσε μου τον Πιγιαμαράντο και δεν θα πάθει τίποτε …θα στείλω ένα συγγενή εξ’ αγχιστείας της βασίλισσάς μου ως όμηρο γι’ αυτόν», «εσύ και εγώ είμαστε φίλοι» ή «την στρατιωτική κατοχή της πόλεως σου Μιλλάβαντα, θεώρησέ την, παρακαλώ, σαν φιλική επίσκεψη» «στο παρελθόν και εγώ δέχτηκα τραχιές λέξεις εκ μέρους σου».

Το ερώτημα είναι πως είναι δυνατόν ένας Χετταίος βασιλιάς που αναχαίτισε ολόκληρη τη δύναμη της Αιγύπτου στο Καντές, να μη τολμά να καταστρέψει την Μιλλάβαντα, ή τι εμποδίζει τους πανίσχυρους Χετταίους να απαιτήσουν και να παραλάβουν τον Πιγιαμαράντο από την Αχιjαβα, ή να εισβάλλουν και να τον συλλάβουν;

Εδώ υπάρχουν ενδείξεις για πολύ στενές σχέσεις των βασιλικών οικογενειών Αχαιών και Χετταίων διότι ο «αγγελιοφόρος» είναι σημαντικό πρόσωπο και συνδέεται και με τις δύο βασιλικές οικογένειες. 

Ο Forrer υπέθεσε ότι η ονομασία Ταβαγκαλάβας σημαίνει Ετεοκλής αλλά οι ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν.

Βέβαια οι δραστηριότητες του Πιγιαμαράντου και του Άτπα της Μιλλαβάντα μνημονεύονται και σ’ αρκετά άλλα κείμενα αφού οι συγκεκριμένες δραστηριότητες διήρκεσαν μέχρι την βασιλεία του Χαττούσιλις Γ΄ (1275 – 1250 π.Χ.)8.

Εάν λοιπόν υποθέσουμε ότι ο βασιλιάς της Αχιjιάβα (ο Αχαιός) διέθετε δύναμη, κύρος και ήταν σεβαστός στους Χετταίους πρέπει να εξετάσουμε ποια ήταν η θέση του σε σχέση με τους άλλους βασιλείς των υπόλοιπων ισχυρών δυνάμεων της εποχής π.χ. τη Αιγύπτου και της Βαβυλώνας.
 
Στην συνθήκη του Τουνταλίγια Δ΄ (1250 – 1220 π.Χ.) και του πρίγκιπα Αμμούρου, αναφέρονται οι μεγάλοι βασιλείς, «που έχουν το ίδιο κύρος» με τον Χετταίο, εκεί καταγράφονται ο βασιλιάς της Αιγύπτου, της Ασσυρίας, της Βαβυλώνας και της Αχιjιάβα, παρ’ ότι η φράση για τον Αχαιό βασιλιά σβήστηκε.

«δύσκολα θα περνούσε από το μυαλό του γραφέα να βάλλει το όνομα του βασιλιά της Αχιjιάβα, εκτός αν αυτή (η Αχιjιάβα) ήταν στην πραγματικότητα μια δύναμη» παρατηρεί εύστοχα ο Gurney 9.

Πρέπει λοιπόν ν’ αποδεχθούμε ότι ο βασιλιάς των Αχαιών έχει μεγάλη δύναμη και κύρος στην Μεσόγειο και, όπως άλλωστε συμπεραίνει ο Schachermeyer, όταν αποκαλείται «Μέγας Βασιλέας» εξισώνεται με τους βασιλείς της Αιγύπτου, της Ασσυρίας και της Βαβυλωνίας κάτι που δεν γίνεται τυχαία.
 
Από όλες τις αναφορές των πινακίδων προκύπτει ξεκάθαρα ότι η Αχιjιάβα και ο λαός της δεν αποτελούσαν μέρος της Χεττιτικής επικράτειας αλλά ήταν ένα ανεξάρτητο και ισχυρό κράτος.

Οι σχέσεις λοιπόν Αχαιών –Χετταίων είναι υπαρκτές μάλιστα όπως προκύπτει από τις πηγές είναι περισσότερο φιλικές παρά εχθρικές, ανταλλάσσουν δώρα, οι Χετταίοι δεξιώνονται τον αδελφό του βασιλιά των Αχαιών, εκπαιδεύουν μέλη της βασιλικής οικογένειας στην οδήγηση αρμάτων, ο Αχαιός βασιλιάς αποκαλείται «αδελφός» και ανάμεσα στα δύο βασίλεια αναπτύχθηκαν δεσμοί εμπιστοσύνης που αποδεικνύονται αρκετά ισχυροί, αφού στην Αχιjαβα εξορίζει ο Χετταίος βασιλιάς τον γιο του πιο επικίνδυνου γείτονά του, ή την βασίλισσα.

Υπάρχει βέβαια και ένα σημείο προστριβών ανάμεσά τους, αυτό είναι ολόκληρη η περιοχή της Μιλλάβαντα (=Μίλητος), μια πόλη μαζί με χερσαίο έδαφος, που ελέγχεται ξεκάθαρα από τον Αχαιό βασιλιά.

Η περιοχή αυτή γίνεται συχνά αιτία παραπόνων διότι η ανάμειξη των Αχαιών στα δρώμενα μιας ευρύτερης γεωγραφικής ζώνης είναι δεδομένη, ιδίως κατά την περίοδο που αποτυπώνουν οι πινακίδες, μάλιστα πληροφορούμαστε ότι τα πλοία των Αχαιών μετέφεραν προϊόντα στα παράλια της Συρίας κάτι που σημαίνει ναυτικό εμπόριο και εμπορικές σχέσεις με τα παράλια της Ασίας, μάλιστα κατά την σύγκρουση Χετταίων – Ασσυρίων εκδίδεται διαταγή να παρεμποδίζονται αυτά τα πλοία.
 
Που βρισκόταν λοιπόν η θέση του συγκεκριμένου ελληνικού βασιλείου (Αχιjαβα) αφού κατά τον Schachermeyer αυτό δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην Μικρά Ασία αλλά πέρα από την θάλασσα του Αιγαίου και ειδικότερα στον χώρο της Πελοποννήσου, στην περιοχή των Μυκηνών και της Τύρινθας10;

Πρέπει να ομολογήσουμε ότι η άποψή του έχει βάσιμες πιθανότητες διότι εναρμονίζεται προς την Ελληνική παράδοση, ακολουθεί τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα της Πελοποννήσου και κυρίως τον Όμηρο, που επίμονα τοποθετεί εκεί το ισχυρότερο μυκηναϊκό κέντρο (Μυκήνες) μνημονεύοντας τους Έλληνες κυρίως με αυτή την ονομασία, «Αχαιούς».
 
Έμμεσα όμως πληροφορούμαστε και κάτι άλλο σημαντικό που ενισχύει την ομηρική αξιοπιστία ότι δηλαδή οι Αχαιοί ήταν εύκολο να επέμβουν για τα συμφέροντά τους στο χώρο της Μικράς Ασίας, ότι δεν δίσταζαν να συγκρουστούν με οργανωμένες συμμαχίες που υπήρχαν εκεί και ότι είναι ικανοί να συγκρουστούν ακόμη και με μια πανίσχυρη αυτοκρατορία τόσο κοντά στην πηγή της δυνάμεώς της, τους Χετταίους, ενώ είναι γνωστοί στην ευρύτερη περιοχή και στους λαούς που την κατοικούσαν.

Από τις πινακίδες μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι Αχαιοί ήταν μια δύναμη υπολογίσιμη από τον 15 – 12ο αι, ενώ καμία πινακίδα δεν καταγράφει μια μεγάλη ναυτική επίθεση στην Μικρά Ασία (τρωική), ούτε μια συμπλοκή ανάμεσα σ’ αυτούς και τους Χετταίους στην περιοχή της Τροίας.

Β) Η πολιτική - οικονομική παρουσία της Τροίας στην Μικρά Ασία.

H μελέτη των ανασκαφικών ευρημάτων Τροίας, από τον Blegen και από άλλους επιστήμονες βεβαιώνει πως η πόλη κατά την περίοδο των χεττιτικών πινακίδων ήταν ισχυρή, όμως προς μεγάλη έκπληξη όλων, στις συγκεκριμένες πινακίδες, πουθενά δεν αναφέρεται με σαφήνεια, η ύπαρξή της, τα πρόσωπα της εξουσίας ούτε κάποιες σχέσεις με το κράτος των Χετταίων.

Ο Page ερμηνεύει αυτό το δεδομένο με την υπόθεση πως οι οικιστές της Τροίας VI «κατά την πορεία τους προς το Αιγαίο είχαν συνδεθεί με τους Έλληνες κι απ’ τον καιρό που οι δυο τους μοιράστηκαν ένα κοινό πολιτισμό, το εμπόριό τους συνεχίστηκε κανονικά 11».

Η Τροία λοιπόν θα μπορούσε ν’ ακολουθεί την δική της πολιτική στην περιοχή, δηλαδή να συναλλάσσεται με τους Έλληνες, παρ’ ότι η παράλιος ζώνη της Μικράς Ασίας, με τις υπάρχουσες συμμαχίες, αντιστεκόταν σθεναρά στο μυκηναϊκό εμπόριο.

Πως θα μπορούσε όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο, αν, όπως δείχνουν οι πινακίδες, ανήκε στρατιωτικά στην συμμαχία της Ασσούβα;

Εάν ήταν πράγματι μια ισχυρή και ακμαία πόλη, λόγω της γεωγραφικής της θέσης θα μπορούσε να έχει ανεξάρτητη οικονομική πολιτική και δικό της προσανατολισμό στις εμπορικές επιλογές της.

Τι μπορούμε να μάθουμε για την Τροία από τα χεττιτικά κείμενα;
 
Η ύπαρξη της «Τροίας» στις πινακίδες εντοπίζεται στον κατάλογο με τις πόλεις που ακολούθησαν την Ασσούβα στην αιματηρή εξέγερση εναντίον των Χετταίων επί βασιλείας Τουνταλίγια Δ΄12.

Ο κατάλογος καταγράφει 22 πόλεις αρχίζοντας από τον νότο με κατεύθυνση τον βορρά ενώ στο τέλος 21η είναι η «Fιλυσιjα» και 22η είναι η «Τρυισά».

Αυτά τα δύο ονόματα που ολοφάνερα καταγράφουν δύο πόλεις και όχι μία πολλοί ισχυρίστηκαν ότι αποτελούν τα ισοδύναμα των επικών ονομασιών «Ίλιον» και «Τροία».

Η ταύτιση της 21ης πόλης της «Fιλυσιjα» με την Ελληνική λέξη «Ίλιον» και της 22ης πόλης της «Τρυισά» με την Ελληνική λέξη «Τροία» μπορεί να προχωρήσει επειδή τα ομηρικά κείμενα διασώζουν αυτές τις ονομασίες και κυρίως γιατί ο Όμηρος τοποθετεί την Τροία σ’ αυτή την γεωγραφική ζώνη.

Εάν υποθέσουμε ότι δεν αναγράφονται δύο πόλεις αλλά μία με διπλή ονομασία (όπως στον Όμηρο), τότε για να υπάρχει η σχετική αξιοπιστία πρέπει τα δύο ονόματα «Τροία» και «Ίλιον», να έχουν άμεση αντιστοιχία από την Ελληνική στην χιττιτική των δύο συγκεκριμένων λέξεων, διαδικασία όμως που δεν είναι καθόλου εύκολη.

Ειδικοί μελετητές της χεττιτικής γλώσσας εφαρμόζοντας τους συνηθισμένους της κανόνες απέδειξαν πως τη λέξη «Τροία» (Tro-i-ja) στα χεττιτικά θα έπρεπε να την συναντήσουμε ως «Τα-ρου-ι-jα» και όχι ως «Τρυισά», ενώ τη λέξη «Ίλιος» είναι εξαιρετικά δύσκολο να την ταυτίσουμε με την «Fιλυσιjα» των πινακίδων αφού η αντιστοίχιση των δύο λέξεων προχωρά μόνο μέχρι τη ρίζα «Fιλο» - «Fιλυ» και η κατάληξη «σιjα» αποκλίνει πλήρως 13.

Ένα στοιχείο που περιπλέκει ακόμη τα πράγματα είναι ότι κάποια «Wilusa» (Fιλυσα) (= Ίλιος) αναφέρεται εξαιρετικά νότια από την γνωστή μας Τροία, κοντά στην περιοχή της Αρζάβα όπου την εποχή της βασιλείας του Μουβάτταλι (1306 - 1282 π.Χ.) σε αρκετά διαφορετική εποχή από την πιθανολογούμενη πτώση του ομηρικού Ιλίου, 100 χρόνια πριν, καταγράφεται στη συνθήκη του «Αλάκσανδου», που πολλοί τον μεταφράζουν ως «Alaksandru» (Αλέξανδρο), με τον Χετταίο βασιλιά Muwatalli.

Το όνομα «Αλέξανδρος» και η πόλη «Ίλιος» προκάλεσαν δυνατούς συνειρμούς, αφού στον «Alaksandru» πολλοί αναγνώρισαν τον γιο του Πριάμου, Πάρη, ο οποίος στον Όμηρο εμφανίζεται 100 χρόνια μετά, μάλιστα ζει στην Ίλιο χωρίς καμιά διοικητική ή στρατιωτική δικαιοδοσία, που βρίσκεται στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας και είναι αυτός που προκαλεί ένα μεγάλο πόλεμο (τρωικό)14.

Εκείνο όμως που κάπως διευκρινίζει τα πράγματα (χωρίς να τα ερμηνεύει) είναι ότι το όνομα «Αλάκσανδος» που διασώζεται στις πινακίδες θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε χεττιτικό π.χ. το «Αλακσάνδυς» και όχι το ομηρικό «Αλέξανδρος» που μοιάζει ηχητικά, έτσι η οποιαδήποτε αντιστοίχιση γίνεται ευάλωτη, χωρίς να χρειάζεται ν’ αναζητήσουμε ειδικότερα στοιχεία που να κωλύουν την ταύτιση της μιας με την άλλη πόλη15 (Wilusa).

Στην περίπτωση όμως που όντως αναγράφεται πόλη «Ίλιος» με βασιλιά τον «Αλέξανδρο», σ’ αυτή την εποχή (13ο αι) και σ’ αυτή την περιοχή (νότια) είναι πολύ πιθανόν να δεχθούμε την άποψη ότι στα επόμενα 50 χρόνια συνέβη κάποια μετεγκατάσταση των κατοίκων της, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες (συγκρούσεις, βίαιες μετακινήσεις) πιο βορειοδυτικά, σ’ άλλη θέση, ώστε να προέκυψε η Τροία του Ομήρου, αφού εκεί θα μεταφέρθηκε και η ονομασία «Ίλιος» (συνηθισμένη πρακτική) και μαζί τους η βασιλική οικογένεια που ίσως να συνέχισε εκεί τον βίο της.

Ο Gurney μνημονεύει τον θρύλο που διασώζει ο Στέφανος ο Βυζάντιος ότι «η πόλη της Σαμυχίας στην Καρία είχε ιδρυθεί από κάποιον Μότυλο, που υποδέχτηκε την Ελένη και τον Αλέξανδρο (Πάρη), ίσως κατά το ταξίδι τους από την Σπάρτη στην Τροία16» συνεπώς είναι πιθανόν οι πινακίδες και η παράδοση να διασώζουν τη μνεία ενός άλλου Ιλίου, μιας πόλης που ο Αλέξανδρος έχτισε στο διάβα του προς την Τροία, φυσικά κάποια χρόνια πριν την Ελληνοτρωική σύγκρουση.

Τα αρχεία λοιπόν μπορούν να μας πληροφορήσουν για μια πιθανή πόλη Τροία στην βορειοδυτική Μικρά Ασία, που κατά μερικούς μελετητές είναι η ομηρική πόλη και ανήκει στο κράτος των Χετταίων, κατά άλλους όμως δεν πιστοποιείται τίποτα απολύτως, ούτε γι’ αυτή ούτε για την πολιτικο – οικονομική της παρουσία σ’ αυτό το χώρο, παρά μόνο ότι μαζί με κάποιες άλλες πόλεις συγκρούεται με τους Χετταίους, και η οποία διατηρεί πολιτική σχέση με μια ομάδα πόλεων της γειτονικής περιοχής (Ασσούβα)17.

Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι στα υπάρχοντα κείμενα απουσιάζουν ειδικές πληροφορίες που να δημιουργούν μια υποτυπώδη γέφυρα ανάμεσα στις πινακίδες και στην Ιλιάδα, είτε για τα πρόσωπα του έπους (Πρίαμος, Έκτωρ...), είτε για γεγονότα, κάποιον μεγάλο πόλεμο που έγινε αυτά τα χρόνια, της ακμής των Χετταίων, είτε αργότερα μέχρι την πτώση της χεττιτικής αυτοκρατορίας με τους Έλληνες.

Γ) Η πολιτικο - στρατιωτική οργάνωση των περιοχών της Δυτικής Μικράς Ασίας.

Από την μελέτη των χεττιτικών κειμένων μπορούμε να μάθουμε ποια ήταν η εικόνα της Δυτικής Μικράς Ασίας μέχρι τα παράλια του Αιγαίου, όσον αφορά την διοικητική της συγκρότηση και τις συμμαχίες που αναπτύχθηκαν εκεί.

Το «Χρονικό του Τουνταλίγιας» αρκετά φθαρμένο, σκαλισμένο στον ιερό «Γιαλιζικαγιά», τα «Χρονικά του Μούρσιλι» και οι συνθήκες του με τους διοικητές των «Χωρών Αρζάβα», «Τα χρονικά του Αρνουβάντα» αλλά και οι πινακίδες όπως τα «Εγκλήματα του Μαντουβάττας» και άλλα κείμενα μας πληροφορούν ξεκάθαρα ότι υπήρχαν συνασπισμοί πόλεων στην Δυτική Μικρά Ασία οι οποίοι μάλιστα λειτουργούσαν σαν μεγάλες «ομοσπονδίες» και δρούσαν συλλογικά.

Πράγματι συναντάμε τουλάχιστον δύο μεγάλους συνασπισμούς που είχαν παρελθόν και δράση εκεί, την Ασσούβα και την Αρζάβα και ένα αυτόνομο κρατίδιο στην Μίλητο το οποίο εποπτεύεται από τους Αχαιούς.

Ποια ήταν λοιπόν η «Αρζάβα»;

Το 1887 κατά την ανακάλυψη των επιστολών της Τελ – Ελ Αμάρνα που ήταν πήλινες πινακίδες σε σφηνοειδή γραφή και κάλυπταν μια περίοδο από το 1358 – 1336 π.Χ. επί Φαραώ Αμένωφι Γ΄, βρέθηκαν λοιπόν δύο επιστολές γραμμένες σε μια γλώσσα που φαινόταν να είναι η επίσημη γλώσσα του βασιλείου μιας χώρας που ονομαζόταν Αρζάβα (Arzawa), μάλιστα η μία απευθυνόταν στον ίδιο τον βασιλιά της Αρζάβα.

Η παρουσία όμως της Αρζάβα τεκμηριώνεται αρχικά στους χεττιτικούς «Νόμους» την εποχή του Χαττούσιλι Α΄ και στα «Χρονικά του Τουταλίγιας Δ΄» (που αποδόθηκαν στον Α΄) ο οποίος υποτάσσει την περιοχή της Αρζάβας και μαζί με αυτή και μια άλλη περιοχή στα βόρειά της που ονομάζεται Ασσούβα.

Όμως από τις πηγές (αιγυπτιακές και χεττιτικές) τεκμαίρεται ότι στις αρχές του 14ου αι η Αρζάβα ήταν ανεξάρτητο κράτος και σημαντικός στρατιωτικός παράγοντας στην περιοχή, αφού αλληλογραφούσε με τον βασιλιά της Αιγύπτου και τα εδάφη της προς ανατολάς περιόριζαν το χεττιτικό βασίλειο.

Όταν όμως στον θρόνο των Χετταίων ανεβαίνει ο Σουππιλουλιούμας (1380 – 1340 π.Χ.) η Αρζάβα κατακτάται από τους Χετταίους, γίνεται υποτελής και παραμένει στην κυριαρχία των Χετταίων μέχρι την κατάρρευση του κράτους τους στην Μικρά Ασία.

Μάλιστα γνωρίζουμε ότι η Αρζάβα επαναστάτησε με βάση τα χεττιτικά κείμενα επί Μούρσιλι (1334 – 1306 π.Χ.) συνετρίβη πλήρως από το βασιλιά το 1331π.Χ (υπάρχει διεξοδική περιγραφή) κατακτήθηκε η πρωτεύουσά της, σκοτώθηκε ο βασιλιάς της και στην διοίκησή της τοποθετήθηκαν Χετταίοι διοικητές.

Όταν ο Μουβάτταλις διαδέχτηκε τον Μούρσιλι, ανανέωσε την συνθήκη υποταγής των περιοχών της Αρζάβα όπως π.χ. την συνθήκη με τον «Αλακσάντου» της «Βιλούσα», γνωρίζουμε επίσης ότι συμμετείχε στην μάχη του Καντές το 1285 π.Χ. μαζί με τους Χετταίους.
 
Στα χρονικά επίσης αναφέρεται ότι ο Τουνταλίγιας Δ΄ προτελευταίος βασιλιάς των Χετταίων (1250 – 1220 π.Χ.) κατέστειλε ανταρσία στην Αρζάβα και γύρισε πίσω με χιλιάδες αιχμαλώτους.

Η γεωγραφική θέση της Αρζάβα προσδιορίστηκε με βάση τις αναφερόμενες ως γειτονικές της χώρες «Λύκκα» και «Καρκίσα», ότι βρισκόταν στον νοτιοδυτικό τομέα της Μικράς Ασίας, ενώ στην ευρύτερή της επιρροή, σε κάποιες εποχές, (Μείζονα Αρζάβα) ίσως περιελάμβανε την Λυκία και την Πισιδία.

Σύμφωνα με τις πηγές είχε πρωτεύουσα την Απάσσα (Έφεσος;), παρ’ ότι οι ανασκαφές στον άνω ρου του ποταμού Μαιάνδρου έφεραν στο φως μεγάλα κτίρια ανακτορικής μορφής, όμως δεν κρίθηκαν σύγχρονα με την εποχή της ακμής του βασιλείου αφού είναι πολύ μεταγενέστερα.

Συνεπώς το παλαιό βασίλειο της Αρζάβα που αποτελούσε δύναμη στην περιοχή υπό την κυριαρχία των Χετταίων διατηρεί την μορφή μιας ομοσπονδίας πόλεων όπου επιβιώνουν ακόμη κάποιες παλιότερες τοπικές δομές εξουσίας.

Την ύπαρξή τους την εντοπίζουμε ακόμη και όταν το χεττιτικό κράτος παρακμάζει π.χ. κατά την εμφάνιση στις πινακίδες του Μαντουβάντα ενός εξορίστου Αχαιού που ενώ έγινε δεκτός στους Χετταίους, όταν απέκτησε δύναμη συγκρούεται μαζί τους. Αυτός λοιπόν θα κάνει συνθήκη με τον Κουπάντα – ΚΑΛ «άρχοντα της Αρζάβα».

Η άλλη ομοσπονδία η οποία αναφέρεται και αυτή στο χρονικό του Τουταλίγια Δ΄, όταν μετά την υποταγή της Αρζάβα γίνεται μνεία για την κατάκτηση της Ασσούβα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πράγματι υπήρχε στην περιοχή ως ενεργός συνασπισμός.

Μαθαίνουμε λοιπόν για 22 επαναστατημένες πόλεις ότι αποτελούν την περιοχή που ονομάζεται «Ασσούβα» (αρχίζοντας από τον νότο και την Λύκκα, φτάνει μέχρι τον βορρά ενώ κάποια πόλη στον κατάλογο μπορεί να ταυτιστεί με την Τροία).

Ο βασιλιάς λοιπόν αφού πέτυχε την νίκη εναντίον της θα πει «όταν ερήμωσα πια το κράτος της πόλεως Ασσούβα γύρισα πίσω στην Χαττούσα κι αιχμαλώτους 10.000 στρατιώτες 600 άρματα κι αφέντες ηνιόχων τους έφερα στην Χαττούσα».

Η συμμαχία της Assuwa εκτεινόταν λοιπόν και βόρεια της Μιλήτου, (αν αυτή πράγματι ανήκει στους Αχαιούς), ανάμεσα στις 22 πόλεις που περιελάμβανε ήταν θεωρητικά η Τροία, ενώ κάλυπτε την περιοχή από τις Σάρδεις μέχρι την Τρωάδα, (περιοχές που γνωρίζουμε κατόπιν με τις ονομασίες Λυκία και Μυσία).

Οι ποταμοί Έρμος, Κάυστρος και Κάϊκος μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανήκαν στην εδαφική της ζώνη, ενώ πριν την καταλάβει ο Τουταλίγιας (1230π.Χ.) ίσως εκτεινόταν από τον Ελλήσποντο μέχρι την Καρία.

Η λέξη «Ασσούβα» που καταγράφεται στις πινακίδες συζητήθηκε αρκετά αφού η λέξη ηχητικά θυμίζει την λέξη «Ασία» και γίνεται αποδεκτό πως αποτυπώνει πράγματι την λέξη που συναντάμε στην Ελληνική γλώσσα ως «Ασία».

Η σχέση των δύο λέξεων εντοπίστηκε πρώτα από τον Forrer και έγινε δεκτή και από τον Sommer, βέβαια πρώτος ο Όμηρος αναφέρει την συγκεκριμένη ονομασία που συνδυάζεται με την αντίστοιχη περιοχή π.χ. τον «Άσιο λειμώνα» που τον τοποθετεί κοντά στον ποταμό Κάυστρο, αλλά και τον Άσιο (Β – 837 ) από την Αρίσβη, που ήταν αρχηγός μιας ομάδας πόλεων στα βόρειο – ανατολικά παράλια της Τροίας, καθώς επίσης τον Άσιο, τον αδελφό της Εκάβης (Π – 717).

Όμως και άλλες μεταγενέστερες πηγές από τον Όμηρο, χρησιμοποιώντας την ίδια λέξη εντοπίζουν συγκεκριμένες περιοχές της Μικράς Ασίας, όπως για παράδειγμα ο Ηρόδοτος18 που θεωρεί ότι έτσι ονομάζεται η περιοχή γύρω από τις Σάρδεις, ή ο Μίνερμος19 την περιοχή γύρω από την Κολοφώνα.

Το τρίτο πολιτικό – στρατιωτικό κέντρο που μνημονεύεται στις πινακίδες στον χώρο της δυτικής Μικράς Ασίας είναι η περιοχή της Μιλλάβαντα, η οποία ανήκει στην επικράτεια των Αχαιών.

Αποτελεί μια ισχυρή παραλιακή πόλη, στην δυτική Μικρά Ασία που όπως αναφέρει ο Gurney κατά ομοφωνία των μελετητών πρέπει να ταυτιστεί με τη Μίλητο.

Η Μιλλάβαντα έχει το δικό της διοικητή που εποπτεύεται από τον βασιλιά της Αχιjιάβα, ελέγχει τον δικό της χώρο, που δεν έχει σαφή σύνορα με τους Χετταίους, ενώ έχει σημαντική παρουσία στα δρώμενα της περιοχής αφού εκπροσωπεί κυρίως τα συμφέροντα των Αχαιών.

Συχνά δημιουργούνται συγκρούσεις γιατί οι έμμεσες και οι άμεσες παρεμβάσεις των Αχαιών προκαλούν την επέμβαση των Χετταίων, όμως απ’ ότι μαθαίνουμε την περιοχή την υπερασπίζεται προσωπικά ο ίδιος ο βασιλιάς της Αχιjαβα, ο οποίος γίνεται σεβαστός από τους Χετταίους.

Ένα κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει από τις αναφορές των πινακίδων για την Μιλλάβαντα και την σχέση της με τους Αχαιούς είναι το «πότε δημιουργήθηκε αυτό το προτεκτοράτο των Αχαιών υπό ποιες συνθήκες και ποια μπορεί να είναι η σχέση του με τον τρωικό πόλεμο, όταν ο Όμηρος γνωρίζει και αναφέρει για εκείνη την εποχή, μια άλλη, «βαρβαρική», Μίλητο»;

Δ) Η κατάσταση στην Μικρά Ασία τον 13ο και 12ο αι π.Χ.

Οι μελετητές με βάση τις χιττιτικές πινακίδες έχουν ανασυστήσει την πολιτικο – στρατιωτική κατάσταση στην δυτική Μικρά Ασία κατά το τέλος του 13ου και τις αρχές του 12ου αι, χρονολογία κατά την οποία οι επιστήμονες πιθανολογούν την άλωση της Τροίας και συνεπώς την ύπαρξη της μεγάλης τρωικής συμμαχίας σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

Σύμφωνα με τις πινακίδες στην αρχή του 13ου αι και για 50 χρόνια οι Χεταίοι εξουσίαζαν σχεδόν ολόκληρη την Δυτική Μικρά Ασία, (οφείλουμε όμως ν’ αφαιρέσουμε από την εξουσία τους την ευρύτερη περιοχή της Τροίας γιατί οι ανασκαφές δεν βεβαιώνουν σχέσεις της Τροίας με τους Χετταίους, αλλά και ούτε προκύπτει τίποτε από τις παλαιότερες πινακίδες).

Το 1250 – 1220 π.Χ. όταν στον θρόνο βρίσκεται ο Τουταλίγιας Δ΄ αρχίζει η αμφισβήτηση της εξουσίας των Χετταίων σε πολλά σημεία στον χώρο της Μικράς Ασίας.

Η συμμαχία της Arzawa (Αρζάβα) επαναστάτησε αλλά υποτάχτηκε, οι Αχαιοί και ειδικότερα ο Αταρσίγιας προκαλούν σύγκρουση μέσα στον χώρο της Μικράς Ασίας, ενώ η Assuwa(Aσσούβα) η άλλη ομοσπονδία των 22 πόλεων αποτελεί ένα μεγάλο κίνδυνο για το Χεττιτικό κράτος, ώστε ν’ αναγκαστεί να βαδίσει ο ίδιος ο βασιλιάς εναντίον τους και να τους νικήσει, πληροφορία που αντλούμε από ένα αποσπασματικό κείμενο του επόμενου βασιλιά (Αρνουβάτας Δ΄), αυτοί επαναστατούν ξανά (η κάτω χώρα) και ηττώνται.

Η κατάσταση στο κράτος των Χετταίων είναι ανησυχητική και ο βασιλιάς Τουνταλίγιας Δ΄ απευθύνει μια επιστολή (διασώζεται) στους λαούς της αυτοκρατορίας όπου σε ύφος ικετευτικό τους καλεί να επιδείξουν νομιμοφροσύνη και να στηρίξουν το κράτος.
 
Περί το τέλος του 13ου αι όταν βασιλιάς των Χετταίων ήταν ο Αρνουβάτας Δ΄, 1220-1190 π.Χ. η δύναμη των Χετταίων παρακμάζει και η παρουσία τους στον χώρο της Μικράς Ασίας καθίσταται όλο και πιο αδύναμη.

Η συμμαχία των πόλεων της Assuwa αυτά τα χρόνια επαναστατεί ξανά, πετυχαίνοντας την αποδέσμευσή της από τους Χετταίους, ενώ η δράση ενός Αχαιού φυγά του Μουντουβάτας, δημιουργεί τεράστια προβλήματα, αφού κατορθώνει ν’ αποσπάσει την Arzawa από τους Χετταίους και ν’ αποκτήσει σημαντική επιρροή στην κεντρο – δυτική Μικρά Ασία απομακρύνοντας τους Χετταίους οι οποίοι θα περάσουν στην λήθη της ιστορίας οριστικά.
 
Στην συγκεκριμένη ιστορική ανασύσταση των τελευταίων 70 χρόνων του χεττιτικού κράτους παρατηρούμε μια σημαντική απόκλιση από το ομηρικό σκηνικό του πολέμου, αφού σύμφωνα με τον ποιητή, ούτε η Μίλητος είναι αχαϊκή, ούτε η Αρζάβα φιλοαχαϊκή, αντίθετα όλη η παραλιακή ζώνη της δυτικής Μικράς Ασίας έχει εχθρικά αισθήματα προς τους Αχαιούς.

Η αναφορά μας στους Χετταίους και στις κρατικές οντότητες των λαών της Μικράς Ασίας την περίοδο που έχουμε γραπτές μαρτυρίες δεν τεκμηριώνει την παρουσία των συγκεκριμένων λαών του τρωικού καταλόγου (Πελασγοί, Φρύγες, Αλιζώνες…) με την διάταξη των βασιλείων που αυτοί εμφανίζονται, στον Όμηρο, ενώ κάποιοι άλλοι (Λύκιοι) όντως «εμφανίζονται» στις θέσεις που ο κατάλογος τους κατανέμει.

Έμμεσα βέβαια επιβεβαιώνεται η ομηρική μαρτυρία ότι όλοι αυτοί οι λαοί είχαν διαμορφώσει μόνιμες εγκαταστάσεις, άμυνα, «κοινά συμφέροντα» και πολιτικούς - στρατιωτικούς συνασπισμούς (συμμαχίες) όπως μαρτυρούν και οι πινακίδες στην Μικρά Ασία, ότι οι συμμαχίες (Αρζάβα-Ασσούβα) δρουν συλλογικά, εξεγείρονται και αντιπαρατίθενται με τους Χετταίους.

Αν ο τρωικός κατάλογος είναι αυθεντικός (ένα κείμενο εποχής) και οι αναφορές του ισχύουν, τότε πρέπει ιστορικά να δεχθούμε ότι οι εκεί αναφερόμενοι λαοί έρχονται στην Τροία στα πλαίσια αυτών των συμμαχιών και μιας φυλετικής συγγένειας (κάποιων λαών) που πράγματι υφίσταται, όμως για να ενεργήσουν μ’ αυτό τον τρόπο(ως ομάδα), συνεργαζόμενοι, έπρεπε (όλοι οι αναφερόμενοι λαοί) να ζουν στις κοιτίδες τους μεγάλο διάστημα πριν την τρωική σύγκρουση.

Η γεωγραφική κατανομή των μικρασιατικών λαών πρέπει να σχετίζεται με την φυλετική τους συγγένεια κάτι που έμμεσα και εισηγείται ο Όμηρος, π.χ. Τρώες – Τρώες της Ζέλειας, Δαρδανοί …η οποία προκύπτει (γλωσσικά) από ευρήματα στο χώρο της Μικράς Ασίας και από τους Ελληνικούς μύθους και έχει την επιστημονική της τεκμηρίωση.
 
Πριν λοιπόν συνεχίσουμε πρέπει να δούμε την άποψη των επιστημόνων γύρω από την φυλετική σχέση των λαών της Μικράς Ασίας κατά την 2η χιλιετία.

Η συγκεκριμένη θεωρία αφορά την παρουσία των Λουβίων στην Μικρά Ασία η οποία ερμηνεύει πολλά σκοτεινά σημεία.
 
Ινδοευρωπαίοι «Λούβιοι» στην Μικρά Ασία.

Οι Λούβιοι εμφανίζονται περίπου το 2600 - 2300 π.Χ κατά την εποχή του Χαλκού.

Το όνομα «Λούβιοι» προέρχεται από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα «Luk(w)= φως» που προέρχεται και το όνομα του λαού, των «Λυκίων» και ως ονομασία χαρακτηρίζει ένα σύνολο λαών που έφτασαν στην Μικρά Ασία μέσω Θράκης και πέρασαν απέναντι από τα Δαρδανέλλια, στην περιοχή της Τροίας.

Οι εισβολείς θα καταστρέψουν τον δεύτερο οικισμό της Τροίας (ΙΙ) και πολλούς άλλους στην νοτιοδυτική Μικρά Ασία καθώς και τον συγγενικό οικισμό της Λήμνου (Πολιόχνης) ενώ σταδιακά θα προωθηθούν στις παράλιες περιοχές μέχρι την Κιλικία στον νότο.
 
Η γλώσσα των Λουβίων έγινε γνωστή από τις επιγραφές των αρχείων στην πρωτεύουσα των Χετταίων, την Χαττούσα, όταν διαπιστώθηκε ότι πολλές από τις επιγραφές εκεί ήταν γραμμένες σε μια Ινδοευρωπαϊκή διάλεκτο που οι ίδιοι οι Χετταίοι την αποκαλούσαν «Λούβιλι» (Luwili) που σήμαινε με τον τρόπο της Λούβι, δηλαδή της Λουβικής, κάτι που παρακίνησε τους γλωσσολόγους να ονομάσουν την γλώσσα «Λουβική» και κατά συνέπεια τον λαό Λούβιους.

Ως γλώσσα διασπάστηκε σε τρεις διαλέκτους: την Δυτική, την Κεντρική και την Ανατολική.

Η Δυτική θα είναι ο πρόγονος της κατοπινής γλώσσας των Λυδών (Λυδική) και κυρίως των Λυκίων (της Λυκικής), η Κεντρική ήταν η γλώσσα ενός μέρος των αρχείων της Χαττούσας, ενώ η Ανατολική θα είναι η γλώσσα άλλων Λουβικών πληθυσμών και κρατών μεταγενεστέρων (Νέο-Χιτιτικά βασίλεια).

Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στην λουβική είναι το γεγονός ότι σχηματίζει κάποια τοπωνύμια που τα συναντάμε έξω από το Χιτιτικό κράτος στην Νότια Μικρά Ασία και έχουν στην κατάληξη το κτητικό - sas, Dattasa(s), Tarhuntasa(s), Karkissa(s).

Αυτή λοιπόν η γλώσσα (η Λουβική) είναι συγγενής (εκτός της Χιττιτικής) με μια άλλη διάλεκτο που μιλιόταν πιο βόρεια στην Μικρά Ασία, την λεγόμενη «Παλαϊκή», δηλαδή την διάλεκτο των κατοίκων της περιοχής που μετέπειτα ονομάστηκε Παφλαγονία, των Παλαϊτών (Βόρειο - Δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, στον Εύξεινο Πόντο).

Η Παλαϊκή ανακαλύφτηκε και αυτή από τα ίδια αρχεία που αναφέραμε τα αρχεία της Χαττούσας, τα οποία είναι γραμμένα σε σφηνοειδή γραφή. Εκεί αναφερόταν ως palaumnili που σημαίνει με τον τρόπο της Πάλα. Ως γλώσσα θα μιλιέται μέχρι τον 14ο αιπ.Χ.

Οι Λούβιοι λοιπόν θα διασκορπισθούν στην Μικρά Ασία και πιο εμφανής είναι η παρουσία τους στην Λυκία (lukka), αλλά και πιο δυτικά, γιατί αυτοί είναι που θα δημιουργήσουν την ομοσπονδία κρατών με την ονομασία «Αρζάβα» (Arzawa) η οποία έχει πρωτεύουσα την «Απάσα» (Apasa) (Έφεσος).

Μετά την κατάκτησή τους από τους Χετταίους, την εξέγερσή τους και την υποταγή τους εκ νέου από τον Χετταίο Μουρσιλις ΙΙ τον 14ο αι π.Χ. θα καταφύγουν στην Κιλικία, όπου θα δημιουργήσουν κρατίδια μέχρι την βόρειο Συρία.

Στην αναφορά μας στους Λουβίους είναι ενδιαφέρον να τονίσουμε ότι οι επιστήμονες σήμερα πιστεύουν πως από τους συγκεκριμένους Λουβίους προέρχονται δύο τουλάχιστον Ελληνικά φύλα τα οποία αποσπάστηκαν από αυτούς το 2300 και πέρασαν στην Ελλάδα μέσω του Αιγαίου και των νησιών και εγκαταστάθηκαν στην νότιο Ελλάδα.

Αυτοί είναι οι Δαναοί και οι Άβαντες, (θεωρούνται ως Πρωτοέλληνες) οι οποίοι όμως καταγράφονται από τον Όμηρο, να βρίσκονται ανάμεσα στους εκστρατεύσαντες στην Μικρά Ασία.
----------------------------------
2 F. Schachermeyer “Hethiter und Achaer” 1935
3 Page, Ιλιάς και Ιστορία
4 Gurney «Οι Χετταίοι» 56 σελ .Εκεί, ο Gurney το αναχρονολογεί Αρνουβάντας Α΄.
5 Ο Dussaud πιστεύει ότι «Αλασία» ονομαζόταν μόνο το ανατολικό τμήμα της Κύπρου και ότι κυρίως κατονόμαζε την Εγκωμή, μια ονομασία που επεβίωσε στο επίθετο του Απόλλωνος που λεγόταν Αλασιώτας.
6 Πιθανόν η μετάφραση της πινακίδας να εννοεί ότι εξορίστηκε άλλος.
7 Gurney, «Οι Χετταίοι» σελ .57 λέγει ότι ήταν Χετταία.
8 Gurney, «Οι Χετταίοι» σελ. 60, λέγει ότι ήταν αυτός.
9 Gurney, «Οι Χετταίοι» σελ. 60.
10 Ο Kretschmer την ταυτίζει με την Εγκωμή της Κύπρου.
11 Page, Ιλιάς και Ιστορία σελ 120
12 Ο Gurney το αναχρονολογεί.
13 Το πρόβλημα αναπτύσσεται σους Sommer,AU 362, AU 370-371, Gurney, Hittites 56-57, Kretschmer Glotta 18,21,24…
14 Ο Πανταζής, «Όμηρος και Τροία» σελ.439 υποστηρίζει ότι τα τοπωνύμια Βιλούσα και Βιλουσίγια ταυτίζονται, διότι η διαφορετική κατάληξη οφείλεται στην διατύπωση των ονομασιών από τους γραφείς όταν η μία (Βιλούσα) είναι νεότερη της άλλης.
15 Την παρατήρηση κάνουν ο Page και πολλοί άλλοι, διότι η μετάφραση των πινακίδων καθιστά εξαιρετικά επισφαλή την σωστή απόδοση των κυρίων ονομάτων.
16 Gurney «Οι Χετταίοι» σελ. 65.
17 Ο Πανταζής «Όμηρος Τροία» σελ. 438, ταυτίζει την Ταρούισα του καταλόγου με την αρχαία πόλη Τρύσα κοντά στις ακτές της Λυκίας.
18 Ηρόδοτος Ιστορία Δ΄ 45
19 Μίνερμος Απ. 12.2