Οι πληροφορίες των Χεττιτικών αρχείων (πινακίδων).
Το 1924 ο Emil Forrer ανακοίνωνε τον εντοπισμό Ελληνικών ονομάτων (όπως π.χ. Ανδρέας, Ετεοκλής, Ατρέας) στα χεττιτικά αρχεία δημιουργώντας την εντύπωση πως θα μπορούσε να φωτιστεί οριστικά η σκοτεινή εποχή του τρωικού πολέμου, μάλιστα κάποιοι, όπως ο Sayce, κάπως βεβιασμένα αποδέχθηκαν τις εκτιμήσεις του, όμως άλλοι αντέδρασαν, όπως ο Friedrich, επέκριναν τους ισχυρισμούς και τις ταυτίσεις που εκείνος επιχείρησε, οι οποίες κρίθηκαν κυριολεκτικά ως ανυπόστατες από τον Sommer, όταν κατέδειξε την αντικειμενική δυσκολία να ταυτιστούν οι μυκηναίοι Έλληνες βασιλείς που αναφέρονται στον Όμηρο και στους μύθους, με τα ονόματα που αναγράφουν οι Χετταίοι στις πινακίδες, μάλιστα όχι μόνο θεώρησε υπερβολικές τις προτάσεις Forrer αλλά και απέρριψε το σύνολο των ισχυρισμών του.
Το ζήτημα στην συνέχεια διερεύνησε και ο Schachermeyer2 ο οποίος κατέληξε σε πιο ρεαλιστικά συμπεράσματα διατυπώνοντας την άποψη ότι πράγματι μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε ένα Ελληνικό βασίλειο στις χεττιτικές πινακίδες που αναφέρεται ως «Αχιjαβά» το οποίο είναι η «Αχαΐα», ένα μυκηναϊκό «ηπειρωτικό» βασίλειο, που βασίμως τοποθετείται
πέρα από την θάλασσα (Αιγαίο).
Τα βασικά συμπεράσματα του Schachermeyer σχολίασαν άλλοι ανάμεσά τους και ο Page3 ο οποίος ενώ αποδέχτηκε κάποιες από τις βασικές του απόψεις, προέβαλε πολλές ενστάσεις για την θέση της Αχιjιαβα και τους τίτλους των μυκηναίων βασιλέων («Μεγας Βασιλέας»).
Επίσης σημαντική υπήρξε, στην συνολική επεξεργασία των πληροφοριών η συμβολή του Gurney (στην ανασύσταση της χεττιτικής ιστορίας) καθώς επίσης και του Macqueen με τις αξιόλογες παρατηρήσεις τους για τα χεττιτικά κείμενα.
Από την μελέτη και την δημοσίευση των πινακίδων μπορεί κάθε ερευνητής να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα αφού πράγματι οι υπάρχουσες δημοσιευμένες μεταφράσεις προσφέρουν σημαντική ευκολία στην ιστορική έρευνα.
Στην διερεύνηση του τρωικού πολέμου και ειδικότερα στο ζήτημα των δύο αντιπάλων (Αχαιών – Τρώων) πράγματι οι πινακίδες μπορούν να μας διαφωτίσουν σε τέσσερα βασικά πεδία:
Α) Για τις σχέσεις Αχαιών – Χετταίων κυρίως όμως για την επιθετική δράση των Αχαιών προς τις παραλιακές περιοχές της Μικράς Ασίας.
Β) Για την οικονομική και στρατιωτική παρουσία της Τροίας στην Μικρά Ασία (έμμεσα).
Γ) Για την πολιτικο – στρατιωτική οργάνωση των περιοχών της Δυτικής Μικράς Ασίας αφού οι συγκεκριμένες περιοχές και οι λαοί τους καταγράφονται στον ομηρικό κατάλογο, ως ενεργοί σύμμαχοι του Πριάμου.
Δ) Για την περίοδο της Ελληνο-τρωικής σύγκρουσης τέλος του 13ου αρχές 12ου αι, τις συνθήκες και την κατάσταση στον χώρο της Μικράς Ασίας, αν δεχθούμε συμβατικά αυτή την χρονολόγηση ως χρόνο για την άλωση της Τροίας.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν αυτά τα τέσσερα πεδία πληροφόρησης.
Α) Αχαιοί - Χετταίοι στην Μικρά Ασία.
Το όνομα των Αχαιών («Αχιjαβα») αναφέρεται σε είκοσι χεττιτικές πινακίδες χωρίς να δηλώνεται ξεκάθαρα που ήταν το βασίλειό τους.
Υπάρχουν δύο ειδών καταγραφές σχετικά με την ονομασία του βασιλείου, αφού η μία χρησιμοποιεί τον σύντομο τύπο (λέξη) «Αχίjια» ενώ η άλλη χρησιμοποιεί τον πιο εκτενή τύπο «Αχιjιάβα».
Τον σύντομο όρο «Αχίjια» τον συναντάμε σε κάποια μαντικά κείμενα του 15ου αι και κυρίως στην «Κατηγορία του Μαντουβάττα» που γράφτηκε επί βασιλείας Αρνουβάντας Δ΄4 (1220-1190).
Εκεί γίνεται λόγος για τον Ατταρισίγια που έδιωξε από την «Αχίjια» (Αχαΐα) τον Μαντουβάττας ενώ ο πατέρας του νυν χετταίου βασιλιά, ο Τουνταλίγιας Δ΄ του έδωσε την «Ζιππάσλα», μια περιοχή να την διοικεί, όμως εκεί του επιτέθηκε ο Ατταρισίγιας με 100 άρματα και πεζικό και ο χετταίος βασιλιάς έστειλε ένα στρατιωτικό απόσπασμα.
Κατόπιν ο Μαντουβάττας συμμάχχησε με τον Ατταρισίγια (Αχαιούς) και μαζί του εκτέλεσε επίθεση κατά της Αλασίας (Κύπρου) που εδώ φαίνεται ότι είναι χεττιτική κτήση5.
Στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ό όρος «Αχιjιάβα».
Χαρακτηριστικό είναι ένα κείμενο, μια προσευχή, που ο Fosser την απέδωσε στον Μούρσιλι Β΄ (1334 – 1306 π.Χ.), αυτός αναφέρει ότι ο πατέρας του, ο Σουππιλουλιούμας, εξορίζει στην Αχιjιάβα την βασίλισσα σύζυγό του, η οποία κατηγορήθηκε για διάφορα παραπτώματα 6 « όσο καιρό η βασίλισσα δεν έκανε τίποτε κακό, δεν έπαθε τίποτε από τον πατέρα μου: όταν όμως αυτή και ο πατέρας μου ήρθαν σε ρήξη την εξόρισε στην Αχιjαβα» αναφέρει ο γιος της και ο Fosser πιστεύει λανθασμένα ότι η μητέρα του ήταν αχαιή πριγκίπισσα7.
Στα χρονικά του Μούρσιλις Β΄, στο τρίτο έτος, βρίσκουμε επίσης αναφορές για τις σχέσεις Αχιjιάβα και Μιλλαβάντα (Μίλητος) αλλά και σ’ ένα απόσπασμα (κατεστραμμένο) από το τέταρτο έτος, γίνεται μνεία για ένα πλοίο, κάτι που υποδεικνύει έμμεσα ότι η Αχιjιάβα είναι πέρα από την θάλασσα.
Μάλιστα όταν ο βασιλιάς αρρωσταίνει ο θεός της Αχιjιάβα και θεός της Λάζπας (Λέσβου) καλούνται να συνδράμουν στην ίασή του κάτι που αποτελεί μια ένδειξη στενών σχέσεων ανάμεσα στα βασίλεια.
Η πιο περίεργη μαρτυρία για τις σχέσεις Αχαιών - Χεταίων αφορά τον Μούρσιλις Β΄ ή τον Μουβάτταλλις κατά τα τέλη του 14ου αι ή τις αρχές 13ου όταν εκεί ο Χετταίος βασιλιάς αποδεικνύεται αφάνταστα υποχωρητικός απέναντι στον βασιλιά της Αχιjαβα.
Η έκπληξη προέρχεται από το γεγονός ότι γνωρίζουμε πολύ καλά ποιοι ήταν αυτοί οι δύο Χετταίοι βασιλείς, αφού τόσο ο Μούρσιλις έχει αποδειχθεί δεινός κατακτητής της Ασίας, το ίδιο και ο Μουβάτταλλις, ενώ το κράτος των Χετταίων βρίσκεται σε φάση ακμής και δυνάμεως, κατά τον 14ο αι, όταν οι Χετταίοι αποτελούν το αντίπαλο δέος της Αιγύπτου.
Στην συγκεκριμένη πηγή που αποκαλείται η «Επιστολή του Ταβαγκαλάβας» και κάλυπτε τρεις πινακίδες, δεν διασώζεται το όνομα του χετταίου βασιλιά, γίνεται λόγος για τον Πιγιαμαράντο ένα πρώην υψηλόβαθμο Χετταίο υπήκοο, που έγινε πειρατής και έκανε επιδρομές στην χώρα των Λούκκα (Λυκία), τότε, απ’ ότι διαφαίνεται, ο λαός αυτός απευθύνεται για βοήθεια σε κάποιον Ταβακαλάβα που ήταν κοντά και ήταν αδελφός του βασιλιά της Αχιjιάβα, όμως επειδή δέχεται επίθεση η πόλη Ατταρίμμα απευθύνονται τελικά στους Χετταίους. Ο Πιγιαμαράντος έχει λοιπόν βάση την Μιλλαβάντα (Μίλητο) η οποία δεν ανήκει στις χιττιτικές κτήσεις βρίσκεται όμως κάτω από τον έλεγχο του βασιλιά της Αχιjιάβα γι’ αυτό γράφεται μια επιστολή που έχει ως στόχο να εκδοθεί ο Πιγιαμαράντος. Ο Αχαιός βασιλιάς δίνει διαταγή στον αντιπρόσωπό του στην Μιλλαβάντα, κάποιον Άτπα να παραδώσει τον Πιγιαμαράντο, όμως όταν τελικά ο χετταίος βασιλιάς εισέρχεται στην πόλη διαπιστώνει ότι εκείνος έχει διαφύγει με πλοίο (συνεπώς η Μιλλαβάντα είναι παράλια πόλη).
Στην επιστολή ο χετταίος βασιλιάς χρησιμοποιεί φράσεις με αινιγματικά χαμηλή δυναμική προς τον Αχαιό βασιλιά όπως π.χ. «θέλω να παραπονεθώ» ενώ στην συνέχεια υιοθετεί ακόμη πιο ήπιους και ικετευτικούς τόνους: «δώσε μου τον Πιγιαμαράντο και δεν θα πάθει τίποτε …θα στείλω ένα συγγενή εξ’ αγχιστείας της βασίλισσάς μου ως όμηρο γι’ αυτόν», «εσύ και εγώ είμαστε φίλοι» ή «την στρατιωτική κατοχή της πόλεως σου Μιλλάβαντα, θεώρησέ την, παρακαλώ, σαν φιλική επίσκεψη» «στο παρελθόν και εγώ δέχτηκα τραχιές λέξεις εκ μέρους σου».
Το ερώτημα είναι πως είναι δυνατόν ένας Χετταίος βασιλιάς που αναχαίτισε ολόκληρη τη δύναμη της Αιγύπτου στο Καντές, να μη τολμά να καταστρέψει την Μιλλάβαντα, ή τι εμποδίζει τους πανίσχυρους Χετταίους να απαιτήσουν και να παραλάβουν τον Πιγιαμαράντο από την Αχιjαβα, ή να εισβάλλουν και να τον συλλάβουν;
Εδώ υπάρχουν ενδείξεις για πολύ στενές σχέσεις των βασιλικών οικογενειών Αχαιών και Χετταίων διότι ο «αγγελιοφόρος» είναι σημαντικό πρόσωπο και συνδέεται και με τις δύο βασιλικές οικογένειες.
Ο Forrer υπέθεσε ότι η ονομασία Ταβαγκαλάβας σημαίνει Ετεοκλής αλλά οι ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν.
Βέβαια οι δραστηριότητες του Πιγιαμαράντου και του Άτπα της Μιλλαβάντα μνημονεύονται και σ’ αρκετά άλλα κείμενα αφού οι συγκεκριμένες δραστηριότητες διήρκεσαν μέχρι την βασιλεία του Χαττούσιλις Γ΄ (1275 – 1250 π.Χ.)8.
Εάν λοιπόν υποθέσουμε ότι ο βασιλιάς της Αχιjιάβα (ο Αχαιός) διέθετε δύναμη, κύρος και ήταν σεβαστός στους Χετταίους πρέπει να εξετάσουμε ποια ήταν η θέση του σε σχέση με τους άλλους βασιλείς των υπόλοιπων ισχυρών δυνάμεων της εποχής π.χ. τη Αιγύπτου και της Βαβυλώνας.
Στην συνθήκη του Τουνταλίγια Δ΄ (1250 – 1220 π.Χ.) και του πρίγκιπα Αμμούρου, αναφέρονται οι μεγάλοι βασιλείς, «που έχουν το ίδιο κύρος» με τον Χετταίο, εκεί καταγράφονται ο βασιλιάς της Αιγύπτου, της Ασσυρίας, της Βαβυλώνας και της Αχιjιάβα, παρ’ ότι η φράση για τον Αχαιό βασιλιά σβήστηκε.
«δύσκολα θα περνούσε από το μυαλό του γραφέα να βάλλει το όνομα του βασιλιά της Αχιjιάβα, εκτός αν αυτή (η Αχιjιάβα) ήταν στην πραγματικότητα μια δύναμη» παρατηρεί εύστοχα ο Gurney 9.
Πρέπει λοιπόν ν’ αποδεχθούμε ότι ο βασιλιάς των Αχαιών έχει μεγάλη δύναμη και κύρος στην Μεσόγειο και, όπως άλλωστε συμπεραίνει ο Schachermeyer, όταν αποκαλείται «Μέγας Βασιλέας» εξισώνεται με τους βασιλείς της Αιγύπτου, της Ασσυρίας και της Βαβυλωνίας κάτι που δεν γίνεται τυχαία.
Από όλες τις αναφορές των πινακίδων προκύπτει ξεκάθαρα ότι η Αχιjιάβα και ο λαός της δεν αποτελούσαν μέρος της Χεττιτικής επικράτειας αλλά ήταν ένα ανεξάρτητο και ισχυρό κράτος.
Οι σχέσεις λοιπόν Αχαιών –Χετταίων είναι υπαρκτές μάλιστα όπως προκύπτει από τις πηγές είναι περισσότερο φιλικές παρά εχθρικές, ανταλλάσσουν δώρα, οι Χετταίοι δεξιώνονται τον αδελφό του βασιλιά των Αχαιών, εκπαιδεύουν μέλη της βασιλικής οικογένειας στην οδήγηση αρμάτων, ο Αχαιός βασιλιάς αποκαλείται «αδελφός» και ανάμεσα στα δύο βασίλεια αναπτύχθηκαν δεσμοί εμπιστοσύνης που αποδεικνύονται αρκετά ισχυροί, αφού στην Αχιjαβα εξορίζει ο Χετταίος βασιλιάς τον γιο του πιο επικίνδυνου γείτονά του, ή την βασίλισσα.
Υπάρχει βέβαια και ένα σημείο προστριβών ανάμεσά τους, αυτό είναι ολόκληρη η περιοχή της Μιλλάβαντα (=Μίλητος), μια πόλη μαζί με χερσαίο έδαφος, που ελέγχεται ξεκάθαρα από τον Αχαιό βασιλιά.
Η περιοχή αυτή γίνεται συχνά αιτία παραπόνων διότι η ανάμειξη των Αχαιών στα δρώμενα μιας ευρύτερης γεωγραφικής ζώνης είναι δεδομένη, ιδίως κατά την περίοδο που αποτυπώνουν οι πινακίδες, μάλιστα πληροφορούμαστε ότι τα πλοία των Αχαιών μετέφεραν προϊόντα στα παράλια της Συρίας κάτι που σημαίνει ναυτικό εμπόριο και εμπορικές σχέσεις με τα παράλια της Ασίας, μάλιστα κατά την σύγκρουση Χετταίων – Ασσυρίων εκδίδεται διαταγή να παρεμποδίζονται αυτά τα πλοία.
Που βρισκόταν λοιπόν η θέση του συγκεκριμένου ελληνικού βασιλείου (Αχιjαβα) αφού κατά τον Schachermeyer αυτό δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην Μικρά Ασία αλλά πέρα από την θάλασσα του Αιγαίου και ειδικότερα στον χώρο της Πελοποννήσου, στην περιοχή των Μυκηνών και της Τύρινθας10;
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι η άποψή του έχει βάσιμες πιθανότητες διότι εναρμονίζεται προς την Ελληνική παράδοση, ακολουθεί τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα της Πελοποννήσου και κυρίως τον Όμηρο, που επίμονα τοποθετεί εκεί το ισχυρότερο μυκηναϊκό κέντρο (
Μυκήνες) μνημονεύοντας τους Έλληνες κυρίως με αυτή την ονομασία, «Αχαιούς».
Έμμεσα όμως πληροφορούμαστε και κάτι άλλο σημαντικό που ενισχύει την ομηρική αξιοπιστία ότι δηλαδή οι Αχαιοί ήταν εύκολο να επέμβουν για τα συμφέροντά τους στο χώρο της Μικράς Ασίας, ότι δεν δίσταζαν να συγκρουστούν με οργανωμένες συμμαχίες που υπήρχαν εκεί και ότι είναι ικανοί να συγκρουστούν ακόμη και με μια πανίσχυρη αυτοκρατορία τόσο κοντά στην πηγή της δυνάμεώς της, τους Χετταίους, ενώ είναι γνωστοί στην ευρύτερη περιοχή και στους λαούς που την κατοικούσαν.
Από τις πινακίδες μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι Αχαιοί ήταν μια δύναμη υπολογίσιμη από τον 15 – 12ο αι, ενώ καμία πινακίδα δεν καταγράφει μια μεγάλη ναυτική επίθεση στην Μικρά Ασία (τρωική), ούτε μια συμπλοκή ανάμεσα σ’ αυτούς και τους Χετταίους στην περιοχή της Τροίας.
Β) Η πολιτική - οικονομική παρουσία της Τροίας στην Μικρά Ασία.
H μελέτη των ανασκαφικών ευρημάτων Τροίας, από τον Blegen και από άλλους επιστήμονες βεβαιώνει πως η πόλη κατά την περίοδο των χεττιτικών πινακίδων ήταν ισχυρή, όμως προς μεγάλη έκπληξη όλων, στις συγκεκριμένες πινακίδες, πουθενά δεν αναφέρεται με σαφήνεια, η ύπαρξή της, τα πρόσωπα της εξουσίας ούτε κάποιες σχέσεις με το κράτος των Χετταίων.
Ο Page ερμηνεύει αυτό το δεδομένο με την υπόθεση πως οι οικιστές της Τροίας VI «κατά την πορεία τους προς το Αιγαίο είχαν συνδεθεί με τους Έλληνες κι απ’ τον καιρό που οι δυο τους μοιράστηκαν ένα κοινό πολιτισμό, το εμπόριό τους συνεχίστηκε κανονικά 11».
Η Τροία λοιπόν θα μπορούσε ν’ ακολουθεί την δική της πολιτική στην περιοχή, δηλαδή να συναλλάσσεται με τους Έλληνες, παρ’ ότι η παράλιος ζώνη της Μικράς Ασίας, με τις υπάρχουσες συμμαχίες, αντιστεκόταν σθεναρά στο μυκηναϊκό εμπόριο.
Πως θα μπορούσε όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο, αν, όπως δείχνουν οι πινακίδες, ανήκε στρατιωτικά στην συμμαχία της Ασσούβα;
Εάν ήταν πράγματι μια ισχυρή και ακμαία πόλη, λόγω της γεωγραφικής της θέσης θα μπορούσε να έχει ανεξάρτητη οικονομική πολιτική και δικό της προσανατολισμό στις εμπορικές επιλογές της.
Τι μπορούμε να μάθουμε για την Τροία από τα χεττιτικά κείμενα;
Η ύπαρξη της «Τροίας» στις πινακίδες εντοπίζεται στον κατάλογο με τις πόλεις που ακολούθησαν την Ασσούβα στην αιματηρή εξέγερση εναντίον των Χετταίων επί βασιλείας Τουνταλίγια Δ΄12.
Ο κατάλογος καταγράφει 22 πόλεις αρχίζοντας από τον νότο με κατεύθυνση τον βορρά ενώ στο τέλος 21η είναι η «Fιλυσιjα» και 22η είναι η «Τρυισά».
Αυτά τα δύο ονόματα που ολοφάνερα καταγράφουν δύο πόλεις και όχι μία πολλοί ισχυρίστηκαν ότι αποτελούν τα ισοδύναμα των επικών ονομασιών «Ίλιον» και «Τροία».
Η ταύτιση της 21ης πόλης της «Fιλυσιjα» με την Ελληνική λέξη «Ίλιον» και της 22ης πόλης της «Τρυισά» με την Ελληνική λέξη «Τροία» μπορεί να προχωρήσει επειδή τα ομηρικά κείμενα διασώζουν αυτές τις ονομασίες και κυρίως γιατί ο Όμηρος τοποθετεί την Τροία σ’ αυτή την γεωγραφική ζώνη.
Εάν υποθέσουμε ότι δεν αναγράφονται δύο πόλεις αλλά μία με διπλή ονομασία (όπως στον Όμηρο), τότε για να υπάρχει η σχετική αξιοπιστία πρέπει τα δύο ονόματα «Τροία» και «Ίλιον», να έχουν άμεση αντιστοιχία από την Ελληνική στην χιττιτική των δύο συγκεκριμένων λέξεων, διαδικασία όμως που δεν είναι καθόλου εύκολη.
Ειδικοί μελετητές της χεττιτικής γλώσσας εφαρμόζοντας τους συνηθισμένους της κανόνες απέδειξαν πως τη λέξη «Τροία» (Tro-i-ja) στα χεττιτικά θα έπρεπε να την συναντήσουμε ως «Τα-ρου-ι-jα» και όχι ως «Τρυισά», ενώ τη λέξη «Ίλιος» είναι εξαιρετικά δύσκολο να την ταυτίσουμε με την «Fιλυσιjα» των πινακίδων αφού η αντιστοίχιση των δύο λέξεων προχωρά μόνο μέχρι τη ρίζα «Fιλο» - «Fιλυ» και η κατάληξη «σιjα» αποκλίνει πλήρως 13.
Ένα στοιχείο που περιπλέκει ακόμη τα πράγματα είναι ότι κάποια «Wilusa» (Fιλυσα) (= Ίλιος) αναφέρεται εξαιρετικά νότια από την γνωστή μας Τροία, κοντά στην περιοχή της Αρζάβα όπου την εποχή της βασιλείας του Μουβάτταλι (1306 - 1282 π.Χ.) σε αρκετά διαφορετική εποχή από την πιθανολογούμενη πτώση του ομηρικού Ιλίου, 100 χρόνια πριν, καταγράφεται στη συνθήκη του «Αλάκσανδου», που πολλοί τον μεταφράζουν ως «Alaksandru» (Αλέξανδρο), με τον Χετταίο βασιλιά Muwatalli.
Το όνομα «Αλέξανδρος» και η πόλη «Ίλιος» προκάλεσαν δυνατούς συνειρμούς, αφού στον «Alaksandru» πολλοί αναγνώρισαν τον γιο του Πριάμου, Πάρη, ο οποίος στον Όμηρο εμφανίζεται 100 χρόνια μετά, μάλιστα ζει στην Ίλιο χωρίς καμιά διοικητική ή στρατιωτική δικαιοδοσία, που βρίσκεται στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας και είναι αυτός που προκαλεί ένα μεγάλο πόλεμο (τρωικό)14.
Εκείνο όμως που κάπως διευκρινίζει τα πράγματα (χωρίς να τα ερμηνεύει) είναι ότι το όνομα «Αλάκσανδος» που διασώζεται στις πινακίδες θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε χεττιτικό π.χ. το «Αλακσάνδυς» και όχι το ομηρικό «Αλέξανδρος» που μοιάζει ηχητικά, έτσι η οποιαδήποτε αντιστοίχιση γίνεται ευάλωτη, χωρίς να χρειάζεται ν’ αναζητήσουμε ειδικότερα στοιχεία που να κωλύουν την ταύτιση της μιας με την άλλη πόλη15 (Wilusa).
Στην περίπτωση όμως που όντως αναγράφεται πόλη «Ίλιος» με βασιλιά τον «Αλέξανδρο», σ’ αυτή την εποχή (13ο αι) και σ’ αυτή την περιοχή (νότια) είναι πολύ πιθανόν να δεχθούμε την άποψη ότι στα επόμενα 50 χρόνια συνέβη κάποια μετεγκατάσταση των κατοίκων της, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες (συγκρούσεις, βίαιες μετακινήσεις) πιο βορειοδυτικά, σ’ άλλη θέση, ώστε να προέκυψε η Τροία του Ομήρου, αφού εκεί θα μεταφέρθηκε και η ονομασία «Ίλιος» (συνηθισμένη πρακτική) και μαζί τους η βασιλική οικογένεια που ίσως να συνέχισε εκεί τον βίο της.
Ο Gurney μνημονεύει τον θρύλο που διασώζει ο Στέφανος ο Βυζάντιος ότι «η πόλη της Σαμυχίας στην Καρία είχε ιδρυθεί από κάποιον Μότυλο, που υποδέχτηκε την Ελένη και τον Αλέξανδρο (Πάρη), ίσως κατά το ταξίδι τους από την Σπάρτη στην Τροία16» συνεπώς είναι πιθανόν οι πινακίδες και η παράδοση να διασώζουν τη μνεία ενός άλλου Ιλίου, μιας πόλης που ο Αλέξανδρος έχτισε στο διάβα του προς την Τροία, φυσικά κάποια χρόνια πριν την Ελληνοτρωική σύγκρουση.
Τα αρχεία λοιπόν μπορούν να μας πληροφορήσουν για μια πιθανή πόλη Τροία στην βορειοδυτική Μικρά Ασία, που κατά μερικούς μελετητές είναι η ομηρική πόλη και ανήκει στο κράτος των Χετταίων, κατά άλλους όμως δεν πιστοποιείται τίποτα απολύτως, ούτε γι’ αυτή ούτε για την πολιτικο – οικονομική της παρουσία σ’ αυτό το χώρο, παρά μόνο ότι μαζί με κάποιες άλλες πόλεις συγκρούεται με τους Χετταίους, και η οποία διατηρεί πολιτική σχέση με μια ομάδα πόλεων της γειτονικής περιοχής (Ασσούβα)17.
Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι στα υπάρχοντα κείμενα απουσιάζουν ειδικές πληροφορίες που να δημιουργούν μια υποτυπώδη γέφυρα ανάμεσα στις πινακίδες και στην Ιλιάδα, είτε για τα πρόσωπα του έπους (Πρίαμος, Έκτωρ...), είτε για γεγονότα, κάποιον μεγάλο πόλεμο που έγινε αυτά τα χρόνια, της ακμής των Χετταίων, είτε αργότερα μέχρι την πτώση της χεττιτικής αυτοκρατορίας με τους Έλληνες.
Γ) Η πολιτικο - στρατιωτική οργάνωση των περιοχών της Δυτικής Μικράς Ασίας.
Από την μελέτη των χεττιτικών κειμένων μπορούμε να μάθουμε ποια ήταν η εικόνα της Δυτικής Μικράς Ασίας μέχρι τα παράλια του Αιγαίου, όσον αφορά την διοικητική της συγκρότηση και τις συμμαχίες που αναπτύχθηκαν εκεί.
Το «Χρονικό του Τουνταλίγιας» αρκετά φθαρμένο, σκαλισμένο στον ιερό «Γιαλιζικαγιά», τα «Χρονικά του Μούρσιλι» και οι συνθήκες του με τους διοικητές των «Χωρών Αρζάβα», «Τα χρονικά του Αρνουβάντα» αλλά και οι πινακίδες όπως τα «Εγκλήματα του Μαντουβάττας» και άλλα κείμενα μας πληροφορούν ξεκάθαρα ότι υπήρχαν συνασπισμοί πόλεων στην Δυτική Μικρά Ασία οι οποίοι μάλιστα λειτουργούσαν σαν μεγάλες «ομοσπονδίες» και δρούσαν συλλογικά.
Πράγματι συναντάμε τουλάχιστον δύο μεγάλους συνασπισμούς που είχαν παρελθόν και δράση εκεί, την Ασσούβα και την Αρζάβα και ένα αυτόνομο κρατίδιο στην Μίλητο το οποίο εποπτεύεται από τους Αχαιούς.
Ποια ήταν λοιπόν η «Αρζάβα»;
Το 1887 κατά την ανακάλυψη των επιστολών της Τελ – Ελ Αμάρνα που ήταν πήλινες πινακίδες σε σφηνοειδή γραφή και κάλυπταν μια περίοδο από το 1358 – 1336 π.Χ. επί Φαραώ Αμένωφι Γ΄, βρέθηκαν λοιπόν δύο επιστολές γραμμένες σε μια γλώσσα που φαινόταν να είναι η επίσημη γλώσσα του βασιλείου μιας χώρας που ονομαζόταν Αρζάβα (Arzawa), μάλιστα η μία απευθυνόταν στον ίδιο τον βασιλιά της Αρζάβα.
Η παρουσία όμως της Αρζάβα τεκμηριώνεται αρχικά στους χεττιτικούς «Νόμους» την εποχή του Χαττούσιλι Α΄ και στα «Χρονικά του Τουταλίγιας Δ΄» (που αποδόθηκαν στον Α΄) ο οποίος υποτάσσει την περιοχή της Αρζάβας και μαζί με αυτή και μια άλλη περιοχή στα βόρειά της που ονομάζεται Ασσούβα.
Όμως από τις πηγές (αιγυπτιακές και χεττιτικές) τεκμαίρεται ότι στις αρχές του 14ου αι η Αρζάβα ήταν ανεξάρτητο κράτος και σημαντικός στρατιωτικός παράγοντας στην περιοχή, αφού αλληλογραφούσε με τον βασιλιά της Αιγύπτου και τα εδάφη της προς ανατολάς περιόριζαν το χεττιτικό βασίλειο.
Όταν όμως στον θρόνο των Χετταίων ανεβαίνει ο Σουππιλουλιούμας (1380 – 1340 π.Χ.) η Αρζάβα κατακτάται από τους Χετταίους, γίνεται υποτελής και παραμένει στην κυριαρχία των Χετταίων μέχρι την κατάρρευση του κράτους τους στην Μικρά Ασία.
Μάλιστα γνωρίζουμε ότι η Αρζάβα επαναστάτησε με βάση τα χεττιτικά κείμενα επί Μούρσιλι (1334 – 1306 π.Χ.) συνετρίβη πλήρως από το βασιλιά το 1331π.Χ (υπάρχει διεξοδική περιγραφή) κατακτήθηκε η πρωτεύουσά της, σκοτώθηκε ο βασιλιάς της και στην διοίκησή της τοποθετήθηκαν Χετταίοι διοικητές.
Όταν ο Μουβάτταλις διαδέχτηκε τον Μούρσιλι, ανανέωσε την συνθήκη υποταγής των περιοχών της Αρζάβα όπως π.χ. την συνθήκη με τον «Αλακσάντου» της «Βιλούσα», γνωρίζουμε επίσης ότι συμμετείχε στην μάχη του Καντές το 1285 π.Χ. μαζί με τους Χετταίους.
Στα χρονικά επίσης αναφέρεται ότι ο Τουνταλίγιας Δ΄ προτελευταίος βασιλιάς των Χετταίων (1250 – 1220 π.Χ.) κατέστειλε ανταρσία στην Αρζάβα και γύρισε πίσω με χιλιάδες αιχμαλώτους.
Η γεωγραφική θέση της Αρζάβα προσδιορίστηκε με βάση τις αναφερόμενες ως γειτονικές της χώρες «Λύκκα» και «Καρκίσα», ότι βρισκόταν στον νοτιοδυτικό τομέα της Μικράς Ασίας, ενώ στην ευρύτερή της επιρροή, σε κάποιες εποχές, (Μείζονα Αρζάβα) ίσως περιελάμβανε την Λυκία και την Πισιδία.
Σύμφωνα με τις πηγές είχε πρωτεύουσα την Απάσσα (Έφεσος;), παρ’ ότι οι ανασκαφές στον άνω ρου του ποταμού Μαιάνδρου έφεραν στο φως μεγάλα κτίρια ανακτορικής μορφής, όμως δεν κρίθηκαν σύγχρονα με την εποχή της ακμής του βασιλείου αφού είναι πολύ μεταγενέστερα.
Συνεπώς το παλαιό βασίλειο της Αρζάβα που αποτελούσε δύναμη στην περιοχή υπό την κυριαρχία των Χετταίων διατηρεί την μορφή μιας ομοσπονδίας πόλεων όπου επιβιώνουν ακόμη κάποιες παλιότερες τοπικές δομές εξουσίας.
Την ύπαρξή τους την εντοπίζουμε ακόμη και όταν το χεττιτικό κράτος παρακμάζει π.χ. κατά την εμφάνιση στις πινακίδες του Μαντουβάντα ενός εξορίστου Αχαιού που ενώ έγινε δεκτός στους Χετταίους, όταν απέκτησε δύναμη συγκρούεται μαζί τους. Αυτός λοιπόν θα κάνει συνθήκη με τον Κουπάντα – ΚΑΛ «άρχοντα της Αρζάβα».
Η άλλη ομοσπονδία η οποία αναφέρεται και αυτή στο χρονικό του Τουταλίγια Δ΄, όταν μετά την υποταγή της Αρζάβα γίνεται μνεία για την κατάκτηση της Ασσούβα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πράγματι υπήρχε στην περιοχή ως ενεργός συνασπισμός.
Μαθαίνουμε λοιπόν για 22 επαναστατημένες πόλεις ότι αποτελούν την περιοχή που ονομάζεται «Ασσούβα» (αρχίζοντας από τον νότο και την Λύκκα, φτάνει μέχρι τον βορρά ενώ κάποια πόλη στον κατάλογο μπορεί να ταυτιστεί με την Τροία).
Ο βασιλιάς λοιπόν αφού πέτυχε την νίκη εναντίον της θα πει «όταν ερήμωσα πια το κράτος της πόλεως Ασσούβα γύρισα πίσω στην Χαττούσα κι αιχμαλώτους 10.000 στρατιώτες 600 άρματα κι αφέντες ηνιόχων τους έφερα στην Χαττούσα».
Η συμμαχία της Assuwa εκτεινόταν λοιπόν και βόρεια της Μιλήτου, (αν αυτή πράγματι ανήκει στους Αχαιούς), ανάμεσα στις 22 πόλεις που περιελάμβανε ήταν θεωρητικά η Τροία, ενώ κάλυπτε την περιοχή από τις Σάρδεις μέχρι την Τρωάδα, (περιοχές που γνωρίζουμε κατόπιν με τις ονομασίες Λυκία και Μυσία).
Οι ποταμοί Έρμος, Κάυστρος και Κάϊκος μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανήκαν στην εδαφική της ζώνη, ενώ πριν την καταλάβει ο Τουταλίγιας (1230π.Χ.) ίσως εκτεινόταν από τον Ελλήσποντο μέχρι την Καρία.
Η λέξη «Ασσούβα» που καταγράφεται στις πινακίδες συζητήθηκε αρκετά αφού η λέξη ηχητικά θυμίζει την λέξη «Ασία» και γίνεται αποδεκτό πως αποτυπώνει πράγματι την λέξη που συναντάμε στην Ελληνική γλώσσα ως «Ασία».
Η σχέση των δύο λέξεων εντοπίστηκε πρώτα από τον Forrer και έγινε δεκτή και από τον Sommer, βέβαια πρώτος ο Όμηρος αναφέρει την συγκεκριμένη ονομασία που συνδυάζεται με την αντίστοιχη περιοχή π.χ. τον «Άσιο λειμώνα» που τον τοποθετεί κοντά στον ποταμό Κάυστρο, αλλά και τον Άσιο (Β – 837 ) από την Αρίσβη, που ήταν αρχηγός μιας ομάδας πόλεων στα βόρειο – ανατολικά παράλια της Τροίας, καθώς επίσης τον Άσιο, τον αδελφό της Εκάβης (Π – 717).
Όμως και άλλες μεταγενέστερες πηγές από τον Όμηρο, χρησιμοποιώντας την ίδια λέξη εντοπίζουν συγκεκριμένες περιοχές της Μικράς Ασίας, όπως για παράδειγμα ο Ηρόδοτος18 που θεωρεί ότι έτσι ονομάζεται η περιοχή γύρω από τις Σάρδεις, ή ο Μίνερμος19 την περιοχή γύρω από την Κολοφώνα.
Το τρίτο πολιτικό – στρατιωτικό κέντρο που μνημονεύεται στις πινακίδες στον χώρο της δυτικής Μικράς Ασίας είναι η περιοχή της Μιλλάβαντα, η οποία ανήκει στην επικράτεια των Αχαιών.
Αποτελεί μια ισχυρή παραλιακή πόλη, στην δυτική Μικρά Ασία που όπως αναφέρει ο Gurney κατά ομοφωνία των μελετητών πρέπει να ταυτιστεί με τη Μίλητο.
Η Μιλλάβαντα έχει το δικό της διοικητή που εποπτεύεται από τον βασιλιά της Αχιjιάβα, ελέγχει τον δικό της χώρο, που δεν έχει σαφή σύνορα με τους Χετταίους, ενώ έχει σημαντική παρουσία στα δρώμενα της περιοχής αφού εκπροσωπεί κυρίως τα συμφέροντα των Αχαιών.
Συχνά δημιουργούνται συγκρούσεις γιατί οι έμμεσες και οι άμεσες παρεμβάσεις των Αχαιών προκαλούν την επέμβαση των Χετταίων, όμως απ’ ότι μαθαίνουμε την περιοχή την υπερασπίζεται προσωπικά ο ίδιος ο βασιλιάς της Αχιjαβα, ο οποίος γίνεται σεβαστός από τους Χετταίους.
Ένα κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει από τις αναφορές των πινακίδων για την Μιλλάβαντα και την σχέση της με τους Αχαιούς είναι το «πότε δημιουργήθηκε αυτό το προτεκτοράτο των Αχαιών υπό ποιες συνθήκες και ποια μπορεί να είναι η σχέση του με τον τρωικό πόλεμο, όταν ο Όμηρος γνωρίζει και αναφέρει για εκείνη την εποχή, μια άλλη, «βαρβαρική», Μίλητο»;
Δ) Η κατάσταση στην Μικρά Ασία τον 13ο και 12ο αι π.Χ.
Οι μελετητές με βάση τις χιττιτικές πινακίδες έχουν ανασυστήσει την πολιτικο – στρατιωτική κατάσταση στην δυτική Μικρά Ασία κατά το τέλος του 13ου και τις αρχές του 12ου αι, χρονολογία κατά την οποία οι επιστήμονες πιθανολογούν την άλωση της Τροίας και συνεπώς την ύπαρξη της μεγάλης τρωικής συμμαχίας σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Σύμφωνα με τις πινακίδες στην αρχή του 13ου αι και για 50 χρόνια οι Χεταίοι εξουσίαζαν σχεδόν ολόκληρη την Δυτική Μικρά Ασία, (οφείλουμε όμως ν’ αφαιρέσουμε από την εξουσία τους την ευρύτερη περιοχή της Τροίας γιατί οι ανασκαφές δεν βεβαιώνουν σχέσεις της Τροίας με τους Χετταίους, αλλά και ούτε προκύπτει τίποτε από τις παλαιότερες πινακίδες).
Το 1250 – 1220 π.Χ. όταν στον θρόνο βρίσκεται ο Τουταλίγιας Δ΄ αρχίζει η αμφισβήτηση της εξουσίας των Χετταίων σε πολλά σημεία στον χώρο της Μικράς Ασίας.
Η συμμαχία της Arzawa (Αρζάβα) επαναστάτησε αλλά υποτάχτηκε, οι Αχαιοί και ειδικότερα ο Αταρσίγιας προκαλούν σύγκρουση μέσα στον χώρο της Μικράς Ασίας, ενώ η Assuwa(Aσσούβα) η άλλη ομοσπονδία των 22 πόλεων αποτελεί ένα μεγάλο κίνδυνο για το Χεττιτικό κράτος, ώστε ν’ αναγκαστεί να βαδίσει ο ίδιος ο βασιλιάς εναντίον τους και να τους νικήσει, πληροφορία που αντλούμε από ένα αποσπασματικό κείμενο του επόμενου βασιλιά (Αρνουβάτας Δ΄), αυτοί επαναστατούν ξανά (η κάτω χώρα) και ηττώνται.
Η κατάσταση στο κράτος των Χετταίων είναι ανησυχητική και ο βασιλιάς Τουνταλίγιας Δ΄ απευθύνει μια επιστολή (διασώζεται) στους λαούς της αυτοκρατορίας όπου σε ύφος ικετευτικό τους καλεί να επιδείξουν νομιμοφροσύνη και να στηρίξουν το κράτος.
Περί το τέλος του 13ου αι όταν βασιλιάς των Χετταίων ήταν ο Αρνουβάτας Δ΄, 1220-1190 π.Χ. η δύναμη των Χετταίων παρακμάζει και η παρουσία τους στον χώρο της Μικράς Ασίας καθίσταται όλο και πιο αδύναμη.
Η συμμαχία των πόλεων της Assuwa αυτά τα χρόνια επαναστατεί ξανά, πετυχαίνοντας την αποδέσμευσή της από τους Χετταίους, ενώ η δράση ενός Αχαιού φυγά του Μουντουβάτας, δημιουργεί τεράστια προβλήματα, αφού κατορθώνει ν’ αποσπάσει την Arzawa από τους Χετταίους και ν’ αποκτήσει σημαντική επιρροή στην κεντρο – δυτική Μικρά Ασία απομακρύνοντας τους Χετταίους οι οποίοι θα περάσουν στην λήθη της ιστορίας οριστικά.
Στην συγκεκριμένη ιστορική ανασύσταση των τελευταίων 70 χρόνων του χεττιτικού κράτους παρατηρούμε μια σημαντική απόκλιση από το ομηρικό σκηνικό του πολέμου, αφού σύμφωνα με τον ποιητή, ούτε η Μίλητος είναι αχαϊκή, ούτε η Αρζάβα φιλοαχαϊκή, αντίθετα όλη η παραλιακή ζώνη της δυτικής Μικράς Ασίας έχει εχθρικά αισθήματα προς τους Αχαιούς.
Η αναφορά μας στους Χετταίους και στις κρατικές οντότητες των λαών της Μικράς Ασίας την περίοδο που έχουμε γραπτές μαρτυρίες δεν τεκμηριώνει την παρουσία των συγκεκριμένων λαών του τρωικού καταλόγου (Πελασγοί, Φρύγες, Αλιζώνες…) με την διάταξη των βασιλείων που αυτοί εμφανίζονται, στον Όμηρο, ενώ κάποιοι άλλοι (Λύκιοι) όντως «εμφανίζονται» στις θέσεις που ο κατάλογος τους κατανέμει.
Έμμεσα βέβαια επιβεβαιώνεται η ομηρική μαρτυρία ότι όλοι αυτοί οι λαοί είχαν διαμορφώσει μόνιμες εγκαταστάσεις, άμυνα, «κοινά συμφέροντα» και πολιτικούς - στρατιωτικούς συνασπισμούς (συμμαχίες) όπως μαρτυρούν και οι πινακίδες στην Μικρά Ασία, ότι οι συμμαχίες (Αρζάβα-Ασσούβα) δρουν συλλογικά, εξεγείρονται και αντιπαρατίθενται με τους Χετταίους.
Αν ο τρωικός κατάλογος είναι αυθεντικός (ένα κείμενο εποχής) και οι αναφορές του ισχύουν, τότε πρέπει ιστορικά να δεχθούμε ότι οι εκεί αναφερόμενοι λαοί έρχονται στην Τροία στα πλαίσια αυτών των συμμαχιών και μιας φυλετικής συγγένειας (κάποιων λαών) που πράγματι υφίσταται, όμως για να ενεργήσουν μ’ αυτό τον τρόπο(ως ομάδα), συνεργαζόμενοι, έπρεπε (όλοι οι αναφερόμενοι λαοί) να ζουν στις κοιτίδες τους μεγάλο διάστημα πριν την τρωική σύγκρουση.
Η γεωγραφική κατανομή των μικρασιατικών λαών πρέπει να σχετίζεται με την φυλετική τους συγγένεια κάτι που έμμεσα και εισηγείται ο Όμηρος, π.χ. Τρώες – Τρώες της Ζέλειας, Δαρδανοί …η οποία προκύπτει (γλωσσικά) από ευρήματα στο χώρο της Μικράς Ασίας και από τους Ελληνικούς μύθους και έχει την επιστημονική της τεκμηρίωση.
Πριν λοιπόν συνεχίσουμε πρέπει να δούμε την άποψη των επιστημόνων γύρω από την φυλετική σχέση των λαών της Μικράς Ασίας κατά την 2η χιλιετία.
Η συγκεκριμένη θεωρία αφορά την παρουσία των Λουβίων στην Μικρά Ασία η οποία ερμηνεύει πολλά σκοτεινά σημεία.
Ινδοευρωπαίοι «Λούβιοι» στην Μικρά Ασία.
Οι Λούβιοι εμφανίζονται περίπου το 2600 - 2300 π.Χ κατά την εποχή του Χαλκού.
Το όνομα «Λούβιοι» προέρχεται από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα «Luk(w)= φως» που προέρχεται και το όνομα του λαού, των «Λυκίων» και ως ονομασία χαρακτηρίζει ένα σύνολο λαών που έφτασαν στην Μικρά Ασία μέσω Θράκης και πέρασαν απέναντι από τα Δαρδανέλλια, στην περιοχή της Τροίας.
Οι εισβολείς θα καταστρέψουν τον δεύτερο οικισμό της Τροίας (ΙΙ) και πολλούς άλλους στην νοτιοδυτική Μικρά Ασία καθώς και τον συγγενικό οικισμό της Λήμνου (Πολιόχνης) ενώ σταδιακά θα προωθηθούν στις παράλιες περιοχές μέχρι την Κιλικία στον νότο.
Η γλώσσα των Λουβίων έγινε γνωστή από τις επιγραφές των αρχείων στην πρωτεύουσα των Χετταίων, την Χαττούσα, όταν διαπιστώθηκε ότι πολλές από τις επιγραφές εκεί ήταν γραμμένες σε μια Ινδοευρωπαϊκή διάλεκτο που οι ίδιοι οι Χετταίοι την αποκαλούσαν «Λούβιλι» (Luwili) που σήμαινε με τον τρόπο της Λούβι, δηλαδή της Λουβικής, κάτι που παρακίνησε τους γλωσσολόγους να ονομάσουν την γλώσσα «Λουβική» και κατά συνέπεια τον λαό Λούβιους.
Ως γλώσσα διασπάστηκε σε τρεις διαλέκτους: την Δυτική, την Κεντρική και την Ανατολική.
Η Δυτική θα είναι ο πρόγονος της κατοπινής γλώσσας των Λυδών (Λυδική) και κυρίως των Λυκίων (της Λυκικής), η Κεντρική ήταν η γλώσσα ενός μέρος των αρχείων της Χαττούσας, ενώ η Ανατολική θα είναι η γλώσσα άλλων Λουβικών πληθυσμών και κρατών μεταγενεστέρων (Νέο-Χιτιτικά βασίλεια).
Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στην λουβική είναι το γεγονός ότι σχηματίζει κάποια τοπωνύμια που τα συναντάμε έξω από το Χιτιτικό κράτος στην Νότια Μικρά Ασία και έχουν στην κατάληξη το κτητικό - sas, Dattasa(s), Tarhuntasa(s), Karkissa(s).
Αυτή λοιπόν η γλώσσα (η Λουβική) είναι συγγενής (εκτός της Χιττιτικής) με μια άλλη διάλεκτο που μιλιόταν πιο βόρεια στην Μικρά Ασία, την λεγόμενη «Παλαϊκή», δηλαδή την διάλεκτο των κατοίκων της περιοχής που μετέπειτα ονομάστηκε Παφλαγονία, των Παλαϊτών (Βόρειο - Δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, στον Εύξεινο Πόντο).
Η Παλαϊκή ανακαλύφτηκε και αυτή από τα ίδια αρχεία που αναφέραμε τα αρχεία της Χαττούσας, τα οποία είναι γραμμένα σε σφηνοειδή γραφή. Εκεί αναφερόταν ως palaumnili που σημαίνει με τον τρόπο της Πάλα. Ως γλώσσα θα μιλιέται μέχρι τον 14ο αιπ.Χ.
Οι Λούβιοι λοιπόν θα διασκορπισθούν στην Μικρά Ασία και πιο εμφανής είναι η παρουσία τους στην Λυκία (lukka), αλλά και πιο δυτικά, γιατί αυτοί είναι που θα δημιουργήσουν την ομοσπονδία κρατών με την ονομασία «Αρζάβα» (Arzawa) η οποία έχει πρωτεύουσα την «Απάσα» (Apasa) (Έφεσος).
Μετά την κατάκτησή τους από τους Χετταίους, την εξέγερσή τους και την υποταγή τους εκ νέου από τον Χετταίο Μουρσιλις ΙΙ τον 14ο αι π.Χ. θα καταφύγουν στην Κιλικία, όπου θα δημιουργήσουν κρατίδια μέχρι την βόρειο Συρία.
Στην αναφορά μας στους Λουβίους είναι ενδιαφέρον να τονίσουμε ότι οι επιστήμονες σήμερα πιστεύουν πως από τους συγκεκριμένους Λουβίους προέρχονται δύο τουλάχιστον Ελληνικά φύλα τα οποία αποσπάστηκαν από αυτούς το 2300 και πέρασαν στην Ελλάδα μέσω του Αιγαίου και των νησιών και εγκαταστάθηκαν στην νότιο Ελλάδα.
Αυτοί είναι οι Δαναοί και οι Άβαντες, (θεωρούνται ως
Πρωτοέλληνες) οι οποίοι όμως καταγράφονται από τον Όμηρο, να βρίσκονται ανάμεσα στους εκστρατεύσαντες στην Μικρά Ασία.
----------------------------------
2 F. Schachermeyer “Hethiter und Achaer” 1935
3 Page, Ιλιάς και Ιστορία
4 Gurney «Οι Χετταίοι» 56 σελ .Εκεί, ο Gurney το αναχρονολογεί Αρνουβάντας Α΄.
5 Ο Dussaud πιστεύει ότι «Αλασία» ονομαζόταν μόνο το ανατολικό τμήμα της Κύπρου και ότι κυρίως κατονόμαζε την Εγκωμή, μια ονομασία που επεβίωσε στο επίθετο του Απόλλωνος που λεγόταν Αλασιώτας.
6 Πιθανόν η μετάφραση της πινακίδας να εννοεί ότι εξορίστηκε άλλος.
7 Gurney, «Οι Χετταίοι» σελ .57 λέγει ότι ήταν Χετταία.
8 Gurney, «Οι Χετταίοι» σελ. 60, λέγει ότι ήταν αυτός.
9 Gurney, «Οι Χετταίοι» σελ. 60.
10 Ο Kretschmer την ταυτίζει με την Εγκωμή της Κύπρου.
11 Page, Ιλιάς και Ιστορία σελ 120
12 Ο Gurney το αναχρονολογεί.
13 Το πρόβλημα αναπτύσσεται σους Sommer,AU 362, AU 370-371, Gurney, Hittites 56-57, Kretschmer Glotta 18,21,24…
14 Ο Πανταζής, «Όμηρος και Τροία» σελ.439 υποστηρίζει ότι τα τοπωνύμια Βιλούσα και Βιλουσίγια ταυτίζονται, διότι η διαφορετική κατάληξη οφείλεται στην διατύπωση των ονομασιών από τους γραφείς όταν η μία (Βιλούσα) είναι νεότερη της άλλης.
15 Την παρατήρηση κάνουν ο Page και πολλοί άλλοι, διότι η μετάφραση των πινακίδων καθιστά εξαιρετικά επισφαλή την σωστή απόδοση των κυρίων ονομάτων.
16 Gurney «Οι Χετταίοι» σελ. 65.
17 Ο Πανταζής «Όμηρος Τροία» σελ. 438, ταυτίζει την Ταρούισα του καταλόγου με την αρχαία πόλη Τρύσα κοντά στις ακτές της Λυκίας.
18 Ηρόδοτος Ιστορία Δ΄ 45
19 Μίνερμος Απ. 12.2