Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (1234-1283)

ΧΟ. εὔπαις ὁ Λατοῦς γόνος, [στρ.]
1235 τόν ποτε Δηλιὰς ἐν καρποφόροις γυάλοις
‹ἔτικτε,› χρυσοκόμαν
ἐν κιθάρᾳ σοφόν, ἅ τ᾽ ἐπὶ τόξων
εὐστοχίᾳ γάνυται· φέρε ‹δ᾽ αυτά›
1240 νιν ἀπὸ δειράδος εἰναλίας,
λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα μά-
τηρ, τὰν ἀστάκτων ὑδάτων
βακχεύουσαν Διονύ-
σῳ Παρνάσιον κορυφάν·
ὅθι ποικιλόνωτος οἰ-
1245 νωπὸς δράκων,
σκιερᾷ κατάχαλκος εὐ-
φύλλῳ δάφνᾳ,
γᾶς πελώριον τέρας, ἄμφεπε μαντεῖ-
ον Χθόνιον.
ἔτι μιν ἔτι βρέφος, ἔτι φίλας
1250 ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισι θρῴσκων
ἔκανες, ὦ Φοῖβε, μαντείων δ᾽ ἐπέβας ζαθέων,
τρίποδί τ᾽ ἐν χρυσέῳ θάσσεις, ἐν ἀψευδεῖ θρόνῳ
1255 μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων
ἀδύτων ὕπο, Κασταλίας ῥεέθρων γείτων, μέσον
γᾶς ἔχων μέλαθρον.

Θέμιν δ᾽ ἐπεὶ γᾶς ἰὼν [ἀντ.]
1260 παῖδ᾽ ἀπενάσσατο ‹Πυθῶνος› ἀπὸ ζαθέων
χρηστηρίων, νύχια
Χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματ᾽ ὀ‹νείρων›,
οἳ πόλεσιν μερόπων τά τε πρῶτα τά τ᾽
1265 ἔπειθ᾽, ὅσσα τ᾽ ἔμελλε τυχεῖν,
ὕπνου κατὰ δνοφερὰς γᾶς εὐ-
νὰς ἔφραζον· Γαῖα δὲ τὰν
μαντεῖον ἀφείλετο τι-
μὰν Φοῖβον, φθόνῳ θυγατρός.
ταχύπους δ᾽ ἐς Ὄλυμπον ὁρ-
1270 μαθεὶς ἄναξ
χέρα παιδνὸν ἕλιξεν ἐκ
Διὸς θρόνων
Πυθίων δόμων χθονίαν ἀφελεῖν μῆ-
νιν θεᾶς. [νυχίους τ᾽ ἐνοπάς.]
γέλασε δ᾽, ὅτι τέκος ἄφαρ ἔβα
1275 πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῖν·
ἐπὶ δ᾽ ἔσεισεν κόμαν, παῦσαι νυχίους ἐνοπάς,
ἀπὸ δ᾽ ἀλαθοσύναν νυκτωπὸν ἐξεῖλεν βροτῶν,
1280 καὶ τιμὰς πάλιν θῆκε Λοξίᾳ,
πολυάνορι δ᾽ ἐν ξενόεντι θρόνῳ θάρση βροτοῖς
θεσφάτων ἀοιδαῖς.

***
ΧΟΡ. Τί παιδιά που γέννησε η Λητώ
στις πολύκαρπες της Δήλου λαγκαδιές!
Έκαμε το χρυσομάλλη,
τον τεχνίτη της κιθάρας τον τρανό,
και τη θυγατέρα που βελών
1240 σημαδεύτρες την ευφραίνουνε ριξιές·
τη γωνιά της λεχωνιάς την ξακουστή
δεν αργεί ν᾽ αφήσει η μάνα,
και το γιο της απ᾽ το βράχο του γιαλού
στην κορφή του Παρνασσού τον φέρνει· εκεί ᾽ναι
βρυσομάνες και χοροί ᾽ναι βακχικοί.
Του χθόνιου του μαντείου φρουρός, τέρας της γης πελώριο, εκεί
στη δάφνη την πλατύφυλλη, την ισκιερή από κάτω,
με σκούρο αστραφτερό κορμί και με τη ράχη πλουμιστή
φίδι καθότανε κρασάτο.
1250 Βρέφος ακόμα, στης μάνας σου ακόμα σκιρτώντας τον κόρφο,
σκότωσες, Φοίβε, το φίδι, και του άγιου μαντείου
έγινες τότε ο αφέντης· σε τρίποδα πάνω χρυσό
κάθεσαι· πάνω σε θρόνο που ψέμα δεν ξέρει, απ᾽ τα βάθη
του άδυτου, δίνεις χρησμούς στους ανθρώπους·
της Κασταλίας αναβρύζουν πιο κει τα νερά, κι ο ναός σου
είναι το κέντρο της γης.

Αλλ᾽ αφού μακριά απ᾽ την πυθική
έδρα τούτη, την πανίερη, των χρησμών
έδιωξε τη Θέμη ο Φοίβος,
1260 γεννοβόλησε αυτηνής η μάνα, η Γη,
υπνοφαντασιές νυχτερινές·
περασμένα, τωρινά, μελλοντικά
σε πολλούς θνητούς φανέρωναν αυτές
μες στον ύπνο τους σε υπόγεια
κατασκότεινα· έτσι πήρε πάλι η Γη,
για το πάθημα της κόρης πικραμένη,
απ᾽ το Φοίβο τις τιμές τις μαντικές.
1270 Γοργά κινάει και πάει ο θεός στον Όλυμπο· του Δία εκεί
το θρόνο με τα παιδικά χεράκια του τυλίγει,
κι από τον πυθικό ναό της χθόνιας της θεάς η οργή
θερμοπαρακαλεί να φύγει.
Γέλασε ο Δίας, όταν είδε το βρέφος να θέλει από τώρα
της χρυσοφόρας λατρείας ο αφέντης να γίνει·
σειώντας την κόμη προστάζει όλοι οι νύχτιοι να πάψουν χρησμοί,
τη σκοτεινή μαντική των ονείρων τη σβήνει απ᾽ τον κόσμο,
1280 δίνει τ᾽ αξίωμα ξανά στο Λοξία,
και στους θνητούς, που μαζεύονται πλήθος στο θρόνο του γύρω,
πίστη στους θείους τους χρησμούς.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι ήχοι της γλώσσας

2.2.3 Το ύψος και η ένταση ξεχωρίζουν τις λέξεις και τις προτάσεις

Ας μείνουμε για λίγο ακόμα στο ύψος και την ένταση. Τα χαρακτηριστικά αυτά τα βρίσκουμε και σε ήχους που δεν είναι γλώσσα, λειτουργούν όμως στη γλώσσα, όπως ήδη είδαμε, με τέτοιον τρόπο που υπηρετούν το μεγάλο μυστικό της. Όλοι ξέρουμε από τη σχέση μας με τα ζώα ότι το ύψος και η ένταση των κραυγών τους εκφράζει τα συναισθήματά τους: φόβο, θυμό, χαρά, επιθετικότητα, απαίτηση (για τροφή, προσοχή) κλπ. Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους. Το ύψος και η ένταση «χρωματίζουν» τη γλώσσα με ανάλογο τρόπο, ώστε να εκφραστούν ανάλογα συναισθήματα. Όταν θυμώνουμε ή χαιρόμαστε, φωνάζουμε· όταν φοβόμαστε, χαμηλώνει η φωνή μας, ψιθυρίζουμε ή και, κάποτε, μας κόβεται η φωνή. Αλλά εδώ τελειώνει, και πάλι, η ομοιότητα με τις συμπεριφορές των ζώων. Στην ανθρώπινη γλώσσα το ύψος και η ένταση της φωνής (που καθορίζονται από τη δραστηριότητα των φωνητικών χορδών) εκφράζουν διακρίσεις που δεν υπάρχουν στα ζώα, γιατί τα ζώα δεν διαθέτουν γλώσσα.

Παρατηρήστε τις παρακάτω φράσεις:

Βρέχει.
Βρέχει;

Τα σημεία της στίξης (τελεία, ερωτηματικό) αποτυπώνουν στο χαρτί διαφορές ύψους της φωνής που αλλάζουν τη σημασία των φράσεων. Στη φράση Βρέχει η καθοδική κίνηση (το κατέβασμα) της φωνής δηλώνει ότι η φράση αυτή εκφράζει ένα γεγονός - είναι καταφατική. Στη φράση Βρέχει; η ανοδική κίνηση (το ανέβασμα) της φωνής δηλώνει ότι η φράση αυτή εκφράζει μια απορία - είναι ερωτηματική. Αυτό το ανεβοκατέβασμα της φωνής (τη διαφορά ως προς το ύψος), που αλλάζει τη σημασία των φράσεων και των προτάσεων, το ονομάζουμε επιτονισμό, δηλαδή τονισμό «πάνω» σε μια φράση ή πρόταση.

Ο επιτονισμός, λοιπόν, αφορά τον «χρωματισμό» μιας ολόκληρης φράσης ή πρότασης ως προς το ύψος κυρίως, αλλά και την ένταση, και χρησιμοποιείται για να ξεχωρίσει φράσεις και προτάσεις με διαφορετικές σημασίες. Ο τόνος, όμως, τα μικρά αυτά σημάδια που βάζουμε πάνω στις λέξεις όταν τις γράφουμε στο χαρτί, αφορά τις λέξεις.

Ο τόνος είναι το αποτέλεσμα της προφοράς ενός κομματιού μιας λέξης με μεγαλύτερη ένταση, με μεγαλύτερη δηλαδή μυϊκή ενέργεια, καθώς σπρώχνεται περισσότερος αέρας έξω από τους πνεύμονες. Και αυτή η μεγαλύτερη ένταση συνοδεύεται συνήθως από μεγαλύτερο ύψος. Αυτές οι φυσιολογικές διαδικασίες μπαίνουν, όπως είδαμε νωρίτερα και για άλλα φαινόμενα, στην υπηρεσία της οργάνωσης της γλώσσας. Έτσι, αν συγκρίνετε τις λέξεις καλός και κάλος, θα παρατηρήσετε ότι, αν και οι δύο αυτές λέξεις αποτελούνται από τους ίδιους φθόγγους, έχουν διαφορετική σημασία. Και αυτό οφείλεται στη διαφορετική θέση του τόνου, δηλαδή στο διαφορετικό σημείο της λέξης όπου εμφανίζεται ένταση της φωνής.

Αυτός που δεν ξέρει να δίνει τίποτα, δεν ξέρει και να νιώθει τίποτα

Όταν νιώθουμε ότι κάτι δίνουμε στους άλλους, συνειδητοποιούμε ξαφνικά την αξία μας. Κανένας δεν είναι πιο φτωχός από εκείνον που δεν δίνει τίποτα, αφού μόνο με το να δίνουμε μπορούμε να δείχνουμε τον πλούτο μας.

Δε μιλάμε μόνο για υλικά αγαθά.

Η μεγαλύτερη τσιγκουνιά που μπορεί να υπάρξει είναι η τσιγκουνιά της καρδιάς. Όσοι τριγυρνούν στον κόσμο χωρίς να κοινωνούν τα συναισθήματά τους, καταλήγουν φυλακισμένοι μέσα σε ένα θώρακα πανοπλίας, όπως συμβαίνει στο παραμύθι. Ο Ιππότης με την σκουριασμένη πανοπλία… όπου στο τέλος ο ήρωας ζητάει από τα συναισθήματα να αισθανθεί.

Ο Αλεχάντρο Ζοντορόβσκι έλεγε: “ότι δίνεις το δίνεις σε ‘σένα. Ό,τι δε δίνεις, το αφαιρείς από σένα”

Αξίζει τον κόπο να αναθεωρήσουμε το επίπεδο της συναισθηματικής συναλλαγής μας με τον κόσμο.

Όπως συμβαίνει με την οικονομία των χωρών, η ευημερία εξαρτάται από τον πλούτο που κυκλοφορεί. Αν σταματήσει, χάνει την αξία και η οικονομία μπαίνει σε ύφεση. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πλούτο της καρδιάς.

Όσο σημαντικό είναι το να δίνουμε, άλλο τόσο σημαντικό είναι το να ξέρουμε να δεχόμαστε. Μόνο αυτοί που κάνουν να ρέει η αγάπη προς όλες τις κατευθύνσεις μπορούν να πουν πως ευημερούν συναισθηματικά.

ΝΙΤΣΕ

Τα 12 αρχέτυπα και πώς γίνονται οδηγοί στις σχέσεις μας

Ιστορίες για ήρωες και ηρωίδες, σημαντικές φιγούρες που επηρέασαν την εξέλιξη του εαυτού τους και στην πορεία είχαν σημαντική επίδραση στον κόσμο γύρω τους, συμβάλλοντας αυθεντικά και μοναδικά στην εξέλιξη της αφήγησης του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου που κατοικούσαν, υπήρχαν από την απαρχή του κόσμου και του χρόνου.

Από τον Πλάτωνα μέχρι τον βασιλιά Αρθούρο και από την Κλεοπάτρα μέχρι την αυτοκράτειρα της Ιαπωνίας, οι προσωπικότητες που κυριάρχησαν στη ροή της παγκόσμιας ιστορίας αντανακλούσαν πολλά περισσότερα από την πολιτική και οικονομική περίοδο της εποχής τους. Ήταν η ζωηρή μετουσίωση του συλλογικού ασυνείδητου που έπαιρνε σάρκα και οστά, μεταμορφώνοντας άτομα και κοινωνίες δραστικά.

Σε αυτό το πολυτάραχο ταξίδι, εσωτερικοί οδηγοί, ή αλλιώς αρχέτυπα, έδωσαν μορφή στην εσωτερική ενόρμηση, υιοθετώντας κάθε φορά έναν διαφορετικό ρόλο που μας διδάσκει και γίνεται φάρος που μας κατευθύνει προς τη σωτήρια γη του αυθεντικού πνεύματος και της ψυχής που κατοικεί μέσα μας.

Τα αρχέτυπα βρίσκονται παντού γύρω μας, σε όλα τα στάδια της ζωής μας και ανάλογα με το κυρίαρχο, κάθε φορά, βιώνουμε τις αντίστοιχες συνθήκες στη ζωή μας, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η εμμονική προσκόλληση σε ένα αρχέτυπο θέτει γνωστικούς και βιωματικούς περιορισμούς, καθώς γίνεται τροχοπέδη στην εξέλιξη της προσωπικότητας και στην έκφραση της καθημερινής ζωής.

Επηρεάζουν και κυριαρχούν στη συμπεριφορά μας, καθώς μεταλλάσσονται σύμφωνα με τα στοιχεία της προσωπικότητάς μας και με τον σκοπό που θέλουμε να επιτύχουμε. Πυροδοτούν συναισθήματα και ξυπνούν πλευρές του εαυτού βαθιά κρυμμένες, δίνουν νόημα στις πράξεις και στην πορεία της ζωής μας, αποτελούν ένα νοητικό χάρτη για το ανθρώπινο μυαλό παρέχοντας τα ζωτικά μοτίβα συμπεριφοράς που διασφαλίζουν συνοχή και συνέχεια.

Είναι η βασιλική οδός για αλλαγές στην προσωπικότητα και στη θεώρηση του κόσμου γύρω μας, αλλά και για να εξηγήσουμε οργανικές συμπεριφορές που άλλοτε μας θρέφουν κι άλλοτε γίνονται ανυπέρβλητα εμπόδια προς έναν στόχο. Ορίζουν το στάδιο της ζωής που βρισκόμαστε και γίνονται πρωταγωνιστές σε έναν χορό του αληθινού εαυτού με το Εγώ και την ασυνείδητη πλευρά μας, την αιώνια ψυχή και τα όρια με τον κόσμο έξω από αυτή. Είναι η συνδετική κόλλα που ενώνει τα συναισθήματα, τις πράξεις και τη συμπεριφορά σε μια βιωματική εμπειρία και αποκαλύπτει τα κίνητρα που νοηματοδοτούν κάθε πράξη μας.

Μέσω των ονείρων μας και της καθημερινής ονειροπόλησης μπορούμε να ανακαλύψουμε νοηματικές διασυνδέσεις, δυναμικές συμπεριφορές και ασυνείδητα σύμβολα συνθέτοντας με αυτόν τον τρόπο μια αρμονική πορεία, διαλύοντας συγκρούσεις και αντιθέσεις που καθυστερούν την εξέλιξη.

Τα τέσσερα πρώτα αρχέτυπα βοηθούν στην προετοιμασία της πορείας μας στη ζωή και στη διαμόρφωση ανθεκτικού χαρακτήρα, τα επόμενα τέσσερα αφορούν το ρεαλιστικό κομμάτι της επιβίωσής μας και τα τελευταία χαρακτηρίζουν τα πιο ώριμα εξελικτικά στάδια.

1. Ο αθώος

Είναι το κομμάτι του εαυτού που έχει σταθερή πίστη στη ζωή, στον εαυτό και στους άλλους. Αποσκοπεί στη διατήρηση της ασφάλειας και φοβάται την εγκατάλειψη. Αν παραμείνει, δε θα ενηλικιωθεί, δε θα ωριμάσει και θα επιζητά συνεχώς κάποιος να τον φροντίσει, να τον σώσει. Η υπέρμετρη αισιοδοξία ενέχει τον κίνδυνο να γίνει ουτοπικός.

2. Ο ορφανός

Είναι ο «έκπτωτος» υιός που χάνει το δίχτυ ασφάλειας και φοβάται την εκμετάλλευση και τη θυματοποίηση. Προσπαθεί σκληρά να γίνει άξιος ώστε να κερδίσει και πάλι τη γονική προστασία. Ρεαλιστής και ανεξάρτητος με τάσεις μοναχικότητας, κυνηγά τη χαμένη ασφάλεια ενώ είναι βαθιά πληγωμένος και προδομένος. Δείχνοντας την ευάλωτη πλευρά του θα μπορέσει να συνδεθεί.

3. Ο πολεμιστής

Ικανός, δυνατός, με σταθερές αξίες, αγωνίζεται για τη νίκη, την επίτευξη ενός στόχου. Με πειθαρχία και προσήλωση στις αρχές του πολεμά για όσα πιστεύει. Η υπερβολική αυτοπεποίθηση ίσως τον οδηγήσει στην αλαζονεία.

4. Ο φροντιστής

Αποτελεί την ενσάρκωση του ρόλου του γονέα, με την αυτοθυσία και την παροχή φροντίδας σε πρώτο πλάνο. Βοηθά τους άλλους να αναπτυχθούν με τη συνεχή ενίσχυση. Υπάρχει ο κίνδυνος να χάσει την ταυτότητά του μέσα στους άλλους. Αποστρέφεται τον εγωισμό και την αγνωμοσύνη.

5. Ο αναζητητής

Η εγγενής ανάγκη αναζήτησης έξω από τα γνωστά όρια αποτελεί χαρακτηριστικό του. Φοβάται τη συμμόρφωση και τον περιορισμό, φυσικά και νοητά κι αναζητά την ευτυχία. Η υπερβολική ανάγκη για αυτονομία ίσως τον οδηγήσει σε συνεχείς αποδράσεις. Πιστός στο κάλεσμα του αυθεντικού εαυτού μέσα του.

6. Ο καταστροφέας

Είναι η έκφραση εκείνου που δουλεύει σκληρά, σύμφωνα με τους κανόνες κι όμως σε μια στιγμή όλα καταστρέφονται. Η αποδοχή της θνητότητάς και του υπαρκτού πόνου στη ζωή τον μεταμορφώνουν. Φοβάται τον αφανισμό, τη στασιμότητα. Πρωτοπόρος κι αντισυμβατικός, καταστρεπτικός και παραβατικός, άκρα στα οποία ισορροπεί.

7. Ο εραστής

Η άδολη αγάπη του παιδιού προς τον γονέα αλλά και ο σαρκικός έρωτας είναι εκφράσεις του. Αποζητά τη σύνδεση, την επαφή και αποστρέφεται την απώλεια της αγάπης, την απομάκρυνση. Αφοσιωμένος και πιστός, επιτρέπει στη μεταμορφωτική δύναμη του Έρωτα να κυριαρχήσει. Η υπερβολική αγάπη προς τον εαυτό μπορεί να οδηγήσει στο ναρκισσισμό. Φοβάται τη μοναξιά, αναζητά την ένωση.

8. Ο δημιουργός

«Γεννά» τον αυθεντικό εαυτό του, δημιουργεί την ουσία της ψυχής του και πλάθει κάθε πτυχή της πραγματικότητάς του. Η απουσία φαντασίας και αυθεντικότητας τον απωθεί. Οραματιστής με κίνδυνο να γίνει μονομερής αναπτύσσοντας μόνο μια πλευρά του εαυτού, ισορροπεί ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή.

9. Ο εξουσιαστής

Στόχος του η ευημερία και απώτερος σκοπός του η διατήρηση της ηγεσίας και του ελέγχου. Αναλαμβάνει υπεύθυνα τις υποχρεώσεις του και τα σημεία όπου υστερεί. Χωρίς σοφία γίνεται αυταρχικός και απόλυτος.

10. Ο μάγος

Μεταμορφώνει την πραγματικότητα αλλάζοντας τη συνειδητότητα κι έχει ένα έμφυτο ταλέντο να ευθυγραμμίζεται εύκολα με όλους. Βελτιώνει την αντίληψη της πραγματικότητας και πιστεύει ότι όλα μπορούν να συμβούν. Η υπέρμετρη προσωπική δύναμη ίσως τον οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή.

11. Ο σοφός

Αποζητά την κατανόηση του κόσμου και της αλήθειας που θα τον απελευθερώσει. Φοβάται την εξαπάτηση και τις ψευδαισθήσεις. Η μονομερής αναζήτηση της αυτογνωσίας ίσως τον κάνει νωθρό με ένα αίσθημα ψευδούς ανωτερότητας.

12. Ο γελωτοποιός

Ζει για την απόλαυση και τη διασκέδαση του ταξιδιού της ζωής. Η ελευθερία και η εξερεύνηση είναι έντονα χαρακτηριστικά, όπως και το ταλέντο να προκαλεί με χιούμορ. Η απουσία πειθαρχίας ίσως τον οδηγήσει στη νωθρότητα και στην πλεονεξία. Φοβάται μήπως γίνει βαρετός και είναι πάντα αυθόρμητος.

Είτε υποκύψεις στην ανεμελιά είτε αναλάβεις την ευθύνη, το κλειδί για την ανακάλυψη του αληθινού εαυτού είναι στα χέρια σου. Πώς θα εξελιχθεί η δική σου ιστορία;

Το κουτί της Πανδώρας· από τη μυθολογία στο σήμερα

Μέσα σε μια αρκετά δύσκολη καθημερινότητα, μια φράση που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς για να περιγράψει όλα αυτά που περνάει ο κόσμος τώρα είναι ότι έχει ανοιχτεί «το κουτί της Πανδώρας». Η ιστορία αυτής της φράσης μας πάει πίσω εκατοντάδες χρόνια, τότε που κυβερνούσαν τον κόσμο μας Ολύμπιοι Θεοί και Τιτάνες.

Σύμφωνα με τη μυθολογία, η εντολή του Δία προς τον Ήφαιστο για τη δημιουργία αυτής της γυναικείας μορφής προήλθε από την ανάγκη του για εκδίκηση των ανθρώπων. Έτσι και έγινε λοιπόν. Ο Δίας έδωσε την εντολή, ο Ήφαιστος έφτιαξε τη γυναικεία αυτή μορφή από πηλό, η Αθηνά της έδωσε πνοή, η Αφροδίτη της χάρισε την ομορφιά και ο Ερμής τη δασκάλεψε για το πώς να γοητεύει και να εξαπατά. Και τ’ όνομα αυτής «Πανδώρα». Η Πανδώρα λοιπόν στάλθηκε ως δώρο -εξού και το όνομά της- στον Επιμηθέα ο οποίος όμως προειδοποιήθηκε από τον αδερφό του, Προμηθέα, πως δώρα από τον Δία δε δεχόμαστε ποτέ· γιατί τα δώρα του Δία έκρυβαν πάντοτε κάποια παγίδα.

Ο Επιμηθέας παρά τις συμβουλές του αδερφού του ερωτεύτηκε παράφορα το Ολύμπιο αυτό δημιούργημα. Παντρεύτηκε λοιπόν την Πανδώρα και ο Δίας, ευχαριστημένος με την επιτυχία του αυτή, της έστειλε ένα κουτί ως δώρο θέτοντας όμως ως όρο να μην το ανοίξει ποτέ. Κι αυτό έγινε. Η Πανδώρα όντας ευτυχισμένη στο πλάι του άντρα της αγνοούσε το κουτί. Δεν είχε το χρόνο αλλά ούτε και την ευκαιρία να το ανοίξει. Παρ’ όλ’ αυτά, η σκέψη του κουτιού τριγυρνούσε έντονα στο μυαλό της. Ποιος από εμάς άλλωστε θα δεχόταν για δώρο ένα κουτί το οποίο, χωρίς να γνωρίζει τι περιέχει, θα άντεχε να μην ανοίξει; Τέτοιου είδους απαγορεύσεις λειτουργούν σαν πρόκληση για τον ανθρώπινο οργανισμό. Όταν σου απαγορεύουν κάτι χωρίς να σου πουν το λόγο, είναι σχεδόν δεδομένο ότι όλο σου το είναι θα θελήσει να κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ζητήθηκε.

Η περιέργεια της Πανδώρας όλο και μεγάλωνε. Με την πρώτη ευκαιρία που βρήκε και κατάφερε να μείνει μόνη της, αποφάσισε να ρισκάρει και να ανοίξει το περιβόητο αυτό κουτί. «Το κουτί της Πανδώρας». Ένα δημιούργημα των θεών το οποίο όμως παράκουσε τις οδηγίες του Δία, του πατέρα όλων, πέφτοντας έτσι στην τόσο έξυπνη παγίδα του. Πήρε το κλειδί και ξεκλείδωσε το κουτί σκεπτόμενη ότι θα ρίξει απλώς μια κλεφτή ματιά. Δεν πρόλαβε όμως καλά-καλά να το σηκώσει και το δωμάτιο γέμισε με όλα τα δεινά.

Ο πόνος, η αρρώστια, η πείνα, οι διαμάχες, οι συγκρούσεις, η απόγνωση, τα γηρατειά και ό,τι προκαλεί στον άνθρωπο μέχρι σήμερα φόβο, είχε πλέον βγει απ΄ το κουτί και είχε εξαπλωθεί παντού. Η Πανδώρα προσπάθησε να ξανά κλείσει το κουτί. Προσπάθησε να διορθώσει τη ζημιά που έκανε. Το μόνο που κατάφερε όμως ήταν να κρατήσει μέσα το μοναδικό πνεύμα που απέπνεε κάτι θετικό. Την ελπίδα.

Και φτάνουμε στο σήμερα. Σε μια πραγματικότητα που δεν απέχει σχεδόν καθόλου από το άνοιγμα του κουτιού της Πανδώρας. Αντιμετωπίζουμε καταστάσεις που κάνουν τη φράση «είναι λες και άνοιξε κάποιος το κουτί της Πανδώρας» να έρχεται όλο και συχνότερα στο μυαλό μας. Τα παλιά χρόνια ο κόσμος θεωρούσε πως για κάθε κακό που ακολουθούσε ένα άλλο, έφταιγε το άνοιγμα ενός κουτιού που είχε κάποτε δωρίσει ένας Ολύμπιος Θεός σε ένα πλάσμα κατασκευασμένο με σκοπό την εκδίκηση. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη φράση για να δείξουμε ότι τα κακά που μας βρίσκουν δεν είναι στο χέρι μας να τα ελέγξουμε. Ο κάθε άνθρωπος λοιπόν, συνδέει τα συνεχόμενα δεινά της ζωής του με το «άνοιγμα του κουτιού». Με τον παράγοντα του απρόβλεπτου και την έλλειψη της δύναμης να καθορίζουμε την πραγματικότητα.

Αυτή η φράση καθιερώθηκε μέσα από τη μυθολογία και ίσως αρχικά να μας αφήνει αρνητική αίσθηση. Αλλά αν παρατηρήσουμε καλά την ιστορία, ίσως εντοπίσουμε μέσα της μια δόση ελπίδας. Κάθε αναποδιά, κάθε κακό και κάθε μορφή δυσκολίας που μπορεί να έρθει στη ζωή μας, δεν πρόκειται να κρατήσει για πάντα. Ή έστω, η μορφή τους θα αλλοιωθεί και ίσως απαλειφθεί, εάν καταφέρουμε να πιστέψουμε στο μοναδικό θετικό πνεύμα που βγήκε αρχικά από εκείνο το κουτί. Το πνεύμα της ελπίδας.

Και ίσως στη μυθολογία η ελπίδα τελικά να μη νίκησε και το πνεύμα της να ξανά κλείστηκε μέσα, στη δική μας ζωή όμως το κλειδί βρίσκεται στα δικά μας χέρια. Ακόμη και αν δεν καταφέρουμε ποτέ να κλείσουμε κάπου όλα τα άσχημα, μπορούμε πάντα να ανοίξουμε το κουτί μας διάπλατα και να την αφήσουμε να βγει ανάμεσα στα υπόλοιπα.

Άλλωστε σύμφωνα με τα λεγόμενα πολλών, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, σωστά;

Καμιά λέξη δεν είναι πιο ασταθής όσο το "ποτέ" και το "πάντα" στα ανθρώπινα

Αναζητώντας κάποτε γιατί νιώθω πάντα μου τόσο όμορφα και άνετα κοντά σε αγαπημένο φίλο, του φώναξα με ενθουσιασμό, όταν επιτέλους το ανακάλυψα: "Κοντά σου είμαι ο εαυτός μου! Γίνομαι ο εαυτός μου απλά. Δε μου συμβαίνει εύκολα αυτό".

Ακούγεται κοινότυπο, αλλά για μένα ήταν μια σπουδαία αποκάλυψη.

Αποκάλυψη; Ανακάλυψη; Συχνά με γοητεύει να αναρωτιέμαι ανάμεσα σ' αυτές τις δυο λέξεις ποια απ' τις δυο συμβαίνει τώρα. Τι ευτυχισμένη ειρήνη, λοιπόν, να μας επιτρέπει ο άλλος να είμαστε αυτό που όντως είμαστε! Αλλιώς κουραζόμαστε, θυμώνουμε. Τίποτα δεν κουβαλάει τόσο άγχος όσο η προσποίηση, η αγωνία να είμαστε αυτό που δεν είμαστε. Καμιά καταπίεση και καμιά αυτοκαταπίεση δεν είναι περισσότερο αποπνικτική.

Μου άρεσε εκείνη η φράση που διάβασα σε μια εργασία πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις: Δε μένεις εκεί όπου δε σε θέλουν.

Είναι από τα λόγια που λειτουργούν μέσα μου σαν έξοδος κινδύνου, σαν σημαιάκι περηφάνιας.

Η περηφάνια δεν έχει να κάνει με την ταπείνωση, δεν είναι αντίθετη. Θα έλεγα μάλιστα πως η ταπείνωση, όπως και η σεμνότητα, είναι πάντοτε αξιοπρεπείς. Ταπείνωση μεταξύ άλλων σημαίνει πως σέβομαι βαθιά τα αισθήματα του άλλου, και ακόμη πιο πολύ τα αισθήματά του προς το δικό μου πρόσωπο. Δεν επιτρέπεται να τα αγνοήσω, να τα διαστρέψω, να τα επιβάλω. Άσε που ποτέ δεν επιβάλλονται αισθήματα, είναι η πιο ανεξάρτητη, αυτόνομη περιοχή της ύπαρξης μας, σαν άλλος άνθρωπος.

Δε μας επιτρέπεται λοιπόν να επιβάλλουμε την παρουσία μας, τη γνώμη μας, τη βοήθειά μας, τη λατρεία μας, αν ο άλλος δεν το θέλει. Ούτε κανένας δικαιούται "να σώσει" κάποιον που αρνείται να σωθεί, και μάλιστα με τον τρόπο που εμείς εννοούμε τη λύτρωση του. Η υπόθεση της σωτηρίας ή του χαμού του καθενός είναι μια αποκλειστική του υπόθεση, η κορωνίδα της ελευθερίας του. Τέτοιες "με το ζόρι σωτηρίες" επιβάλλουν μονάχα τα δικτατορικά καθεστώτα που ξέρουν το καλό του άλλου, χωρίς να το ξέρει ο ίδιος.

Καμιά λέξη δεν είναι πιο ασταθής όσο το "ποτέ" και το "πάντα" στα ανθρώπινα.

Ειδικά στον έρωτα, ένα "πάντα" καλύπτει με ειλικρίνεια μονάχα την ώρα που προφέρεται. Είναι στα μυστήρια δικαιώματα του μυστήριου έρωτα κι αυτό. Θα πρέπει να γνωρίζουμε από την αρχή, από τη στιγμή που μέσα μας ανθεί η ερωτική ανάγκη. Κι ύστερα, το πρόσωπο που ερωτευόμαστε, ή μας ενθουσιάζει ως φίλος, ως συνεργάτης, ως οτιδήποτε, δεν είναι πάντα αληθινό ή δεν είναι το μόνο πρόσωπο του άλλου.

Με άλλο χαρακτήρα ξεκινάς μια σχέση και με άλλο χαρακτήρα βρίσκεσαι με τον καιρό. Διότι τα δεδομένα που είχαμε σωρεύουν με τον καιρό νέα δεδομένα κι αλλάζουν, οι συνθήκες επιδρούν, τα χρόνια εμφανίζουν πτυχές άγνωστες, προστίθενται καινούργια, κρυμμένα στοιχεία του άλλου προσώπου στη γνωριμία και στο κοινό βίωμα που ξεκινήσαμε.

"Δε σε αναγνωρίζω!..." Είναι τόσο συνηθισμένη αυτή η απελπισμένη κραυγή στις σχέσεις.

"Δεν το περίμενα από εκείνη ποτέ!"

Και δεν προκύπτουν από υποκρισία πάντοτε τούτες οι δυσάρεστες, συντριπτικές κάποτε, εκπλήξεις. Είναι γιατί ο ανθρώπινος ψυχισμός θυμίζει χώρα αβυσσαλέα. Και ο ίδιος μας ο εαυτός πολλά "δεν τα αναγνωρίζει!" στον εαυτό του. Πολλά "Δεν το περίμενα από μένα ποτέ!" Πως να εγγυηθείς και να προφέρεις ένα κυριολεκτικό "πάντα", ένα πρόσωπο σταθερό και συνεπές, όταν δεν το κατέχεις ; Πως να δώσεις κάτι που δεν έχεις; Πως να ορκιστείς για έναν άγνωστο εαυτό στον άγνωστο εαυτό του άλλου;

Ό,τι αληθινό αξιωθήκαμε να μας ακουμπήσει με τη χάρη του και γνήσια μας συγκίνησε κάποτε μας συγκινεί για πάντα. Έρωτες αληθινοί, χάρτινοι ήρωες αληθινοί, μελωδίες και φωνές αληθινές που πέρασαν από το αυτί μας, φωτογραφίες, εικόνες πραγματικότητας και εικόνες από κινηματογραφικές ταινίες πιο αληθινές από την πραγματικότητα, στίχοι, φίλοι χαμένοι, αγαπημένοι νεκροί, όλα θα περνούν πάντα από κοντά μας και δε θα περνούν. Θα αποθηκεύονται, ακόμη και εν αγνοία μας, εντός μας, σ' ένα προσωπικό υπόγειο μυστηρίων και θαυμάτων.

Είναι σοφία να φτιάχνει και να συντηρεί κανείς τέτοια υπόγεια. Αν και από μόνα τους έχουν τόση δύναμη που, θες δε θες, τα θυμάσαι δεν τα θυμάσαι, τα συνειδητοποιείς ή όχι, τέτοια υπόγεια συντηρούνται. Γιατί είναι η σκιά μας. Κι αν λέγεται πως μια μουσική από τις παύσεις και τις σιωπές της ακούγεται, έτσι και μια ζωγραφιά, η ζωγραφιά του επίγειου ταξιδιού μας, από τις σκιές της φωτίζεται.

'Έρμαν Έσσε: Χωρίς προσωπικότητα δεν υπάρχει Αγάπη

Το δημοφιλές παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Το Ασχημόπαπο, έχει ως ερμηνευτικό κλειδί για τον ενήλικο αναγνώστη την αναζήτηση του εαυτού.

Το ασχημόπαπο γεννιέται ανάμεσα σε άλλα παπάκια, όμως είναι διαφορετικό. Δεν το αναγνωρίζουν ως ίδιο με εκείνα και το απορρίπτουν.

Προσπαθεί να τα κάνει να το αγαπήσουν, ελπίζει να γίνει σαν εκείνα, αλλά δε μπορεί, γιατί στο βάθος είναι διαφορετικό.

Νιώθει κατώτερο και περιφρονημένο και πασχίζει να γίνει αποδεκτό.

Αλλά, όσο το ασχημόπαπο δεν ανακαλύπτει την ταυτότητά του, δε βρίσκει την αγάπη -όσο δεν ανακαλύπτει πως είναι κύκνος και δεν αποδέχεται αυτό που είναι, δε μπορεί να αγαπήσει αληθινά, ούτε να αγαπηθεί.

Η αναζήτηση αποδοχής από το ασχημόπαπο ξεκινάει με κατεύθυνση προς τα έξω, καθώς προσπαθεί να ενταχθεί, θέλει να είναι κάτι που δεν είναι.

Αλλά, στην περίπτωση του παραμυθιού, το ασχημόπαπο δεν ξεγελάει με τη θέλησή του, απλώς βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση χωρίς να ξέρει το γιατί.

Πρέπει να ξεκινήσει μια πορεία που θα το οδηγήσει να ανακαλύψει ποιο είναι, και αυτό θα του επιτρέψει να βρει την αγάπη των άλλων.

Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να δείχνουν κάτι που δεν είναι, είτε γιατί νομίζουν πως αυτό θέλουν οι άλλοι είτε γιατί δεν τους αρέσει το πώς είναι.

Είναι εξαρτημένοι από τη γνώμη των άλλων και χρειάζονται απελπισμένα την επιδοκιμασία τους.

Όμως, η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση, με το να περιμένουμε να καλύψει ο άλλος τα εσωτερικά μας κενά ή να μας πει τι πρέπει να κάνουμε.

Αγαπάμε κάτι αληθινά, μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι.

Μόνο αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, συμπεριλαμβανομένων των πληγών μας, θα μπορέσουμε να είμαστε κύριοι της ζωής μας.

Και γι’ αυτό πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας.

Κι έτσι, οι άλλοι θα μπορέσουν να αγαπήσουν το πρόσωπο που πραγματικά είμαστε και όχι ένα προσωπείο που έχουμε δημιουργήσει.

Ένα γνωστό τάνγκο με στίχους του Κάρλος Αντρές Μπαρ λέει:

«Δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλεις αφού με παροτρύνεις ν’ αλλάξω, δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλω, και για τη δική σου αγάπη και για τη δική μου.

Αγάπα με όπως είμαι, με την αγάπη μου και τα πιστεύω μου, αγάπα με όπως είμαι, με την ενοχή μου και τη μνησικακία μου, μην περιμένεις από μένα, για να μ’ αγαπήσεις, να πάψω να είμαι εγώ».

Οι λέξεις και οι πράξεις των άλλων διαμορφώνουν κυριολεκτικά τον εγκέφαλό μας

Οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά πλάσματα· ζούμε σε ομάδες. Φροντίζουμε ο ένας τον άλλο. Χτίζουμε πολιτισμούς. Η ικανότητά μας να συνεργαζόμαστε έχει τελικά γίνει το μεγαλύτερο προσαρμοστικό μας πλεονέκτημα. Μας επιτρέπει να κατοικούμε σε σχεδόν κάθε γωνιά της Γης και να ανθίζουμε σε δύσκολα και αφιλόξενα κλίματα.

Φαίνεται ότι μέρος αυτής μας της ταυτότητας είναι ότι ρυθμίζουμε και τον σωματικό «προϋπολογισμό» ο ένας του άλλου – τους τρόπους με τους οποίους ο εγκέφαλός μας διαχειρίζεται τους σωματικούς πόρους που χρειαζόμαστε καθημερινά. Για όλη μας τη ζωή, χωρίς να έχουμε επίγνωση, κάνουμε «καταθέσεις και αναλήψεις» στον προϋπολογισμό των άλλων, και οι άλλοι κάνουν το ίδιο σε εμάς. Αυτή η λειτουργία έχει φυσικά τόσο συν όσο και πλην.

Πώς, ακριβώς, οι άνθρωποι γύρω σας επηρεάζουν τους σωματικούς σας πόρους και αναπρογραμματίζουν τον εγκέφαλό σας; Ο εγκέφαλός σας αλλάζει τις συνδέσεις του μετά από νέες εμπειρίες, μια διαδικασία που ονομάζεται πλαστικότητα. Μικροσκοπικά κομμάτια νευρώνων αλλάζουν σταδιακά κάθε μέρα. Οι δενδρίτες (που μοιάζουν με μικρά κλαδιά) πυκνώνουν και οι σχετικές νευρωνικές συνδέσεις τους γίνονται αποτελεσματικότερες. Λίγο λίγο, ο εγκέφαλός σας συντονίζεται και προσαρμόζεται κατά την αλληλεπίδραση με τους άλλους.

Κάποιοι εγκέφαλοι είναι πιο παρατηρητικοί (και απορροφητικοί) με τους γύρω του και άλλοι λιγότερο. Είτε το θέλουμε είτε όχι, η οικογένεια, οι φίλοι, οι γείτονες, ακόμα και οι άγνωστοι συνεισφέρουν στη δομή και λειτουργία του και βοηθά το σώμα μας να συγχρονιστεί με εκείνο των άλλων.

Αυτή η συν-ρύθμιση έχει μετρήσιμες επιδράσεις. Όταν είστε με κάποιον τον οποίο νοιάζεστε, οι αναπνοές σας μπορεί να συγχρονιστούν, όπως και το χτύπημα της καρδιάς σας – είτε βρίσκεστε σε μια χαλαρή κουβέντα, είτε σε μια έντονη διαφωνία. Αυτό το είδος σωματικής σύνδεσης συμβαίνει ανάμεσα σε βρέφη και στους φροντιστές τους, στους θεραπευτές και στους πελάτες τους, ακόμα και σε χορωδία ή τον αθλητισμό.

Προσαρμόζουμε επίσης τους σωματικούς μας πόρους μέσω των πράξεων. Αν σηκώσετε τον τόνο της φωνής σας ή απλώς το φρύδι σας, μπορείτε να επηρεάσετε την απόκριση του σώματος που έχετε απέναντί σας, όπως τον καρδιακό του ρυθμό ή τις χημικές ουσίες που διατρέχουν τον οργανισμό του. Αν κάποιος αγαπημένος σας πονά, μπορείτε να μειώσετε την ένταση κρατώντας του απλώς το χέρι.

Αυτά τα «μαγικά» εργαλεία μας διαθέτουν πολλά πλεονεκτήματα, όπως το γεγονός ότι ζούμε περισσότερο, αν έχουμε στενές, υποστηρικτικές σχέσεις με τους άλλους. Οι έρευνες δείχνουν ότι αν εσείς και ο/η σύντροφός σας νιώθετε ότι η σχέση σας είναι φροντιστική και τρυφερή, ότι ανταποκρίνεστε στις ανάγκες του άλλου και ότι η ζωή γίνεται απολαυστική όταν είστε μαζί, τότε έχετε και οι δύο λιγότερες πιθανότητες να αρρωστήσετε.

Και αν έχετε ήδη κάποια σοβαρή ασθένεια, όπως καρκίνο ή καρδιοπάθεια, τότε είναι πιθανό να βελτιωθεί η εικόνα σας. Αυτά είναι στοιχεία ερευνών με παντρεμένα ζευγάρια, αλλά τα αποτελέσματα φαίνεται να ισχύουν επίσης για στενές φιλίες και για ιδιοκτήτες κατοικιδίων.

Γενικά λοιπόν, έχουμε αρκετά πλεονεκτήματα, αλλά έχουμε επίσης και μειονεκτήματα. Αρρωσταίνουμε και πεθαίνουμε πρόωρα όταν νιώθουμε χρόνια μοναξιά, σύμφωνα με πολλαπλές μελέτες. Χωρίς τη ρύθμιση των άλλων, κουβαλάμε ένα μεγάλο βάρος μέσα μας.

Έχετε ποτέ χάσει κάποιον από χωρισμό ή θάνατο και νιώσατε ότι χάσατε ένα κομμάτι του εαυτού σας; Αυτή η αίσθηση έχει σωματικό υπόβαθρο – χάσατε μια πηγή που διατηρούσε την ισορροπία του σωματικού σας συστήματος. Ένα άλλο παράδοξο μειονέκτημα της κοινής αυτής ρύθμισης είναι η επίδρασή της στην ενσυναίσθηση.

Όταν νιώθουμε ενσυναίσθηση για τους άλλους ανθρώπους, ο εγκέφαλός σας προβλέπει τι θα σκεφτούν, θα νιώσουν και θα κάνουν. Όσο πιο οικείο το πρόσωπο, τόσο πιο αποτελεσματικά ο εγκέφαλος θα προβλέψει τις αιτίες του ψυχικού πόνου. Η όλη διαδικασία ρέει φυσικά, σα να μπορείτε να διαβάζετε το μυαλό του άλλου.

Αλλά υπάρχει μια παγίδα εδώ – όταν δεν σαν είναι τόσο οικείο το πρόσωπο, η ενσυναίσθηση γίνεται δυσκολότερη. Πρέπει να μάθετε περισσότερα για το άτομο, να καταβάλετε έξτρα προσπάθεια για να «τον» μεταφράσετε, μια ίσως δυσάρεστη διαδικασία. Αυτό ίσως να κρύβεται πίσω από τις αποτυχημένες προσπάθειες ενσυναίσθησης ή την άβολη θέση στην οποία συχνά ερχόμαστε. Επίσης, είναι χρονοβόρο και ενεργειακά ασύμφορο για τον εγκέφαλο.

Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να ασχοληθούν με ό,τι ενισχύει αυτό που ήδη πιστεύουν – μειώνει το μεταβολικό κόστος και το δυσάρεστο συναίσθημα του να πρέπει να μάθει κάτι νέο. Δυστυχώς, μειώνει επίσης τις πιθανότητες κάποιος να ανοίξει τους ορίζοντές του και να αλλάξει την άποψη του.

Η ανηθικότητα της ουδετερότητας: Η ηθική δεν είναι ένα κουστούμι που το φοράς όποτε θέλεις να κάνεις φιγούρα

Η ηθική δεν είναι ένα κουστούμι που το φοράς όποτε θέλεις να κάνεις φιγούρα. Είναι ένα ρούχο που φοράς καθημερινά και σε χαρακτηρίζει.

Έχω πετύχει πολλές φορές ανθρώπους οι οποίοι κουνώντας επιδεικτικά το δάχτυλο, φουσκώνουν το ηθικό «Εγώ» τους πλέκοντας οι ίδιοι το εγκώμιο της ακεραιότητας του χαρακτήρας τους, ενώ οι πράξεις τους φωνάζουν από χιλιόμετρα πόσο υποκριτές είναι Εκείνοι που κατ’ εξοχήν ηθικολογούν, είναι οι πιο ανήθικοι.

Έχω επίσης γνωρίσει εκείνους τους ανθρώπους που στην προσπάθεια τους να περνούν όσο το δυνατόν απαρατήρητοι, υιοθετούν τη συμπεριφορά της γάτας.

Τρίβονται δηλαδή στα πόδια οποιουδήποτε βρεθεί στο δρόμο τους, χαριεντίζονται και συμφωνούν σε ό,τι λέει ή κάνει, ενώ μόλις γυρίσουν την πλάτη τους, θάβουν ασύστολα και χωρίς ίχνος ντροπής.

Όμως, εκείνοι που ακατάπαυστα δικαιολογούν, είναι οι πιο άδικοι.

Το θάρρος της γνώμης έχει από καιρό πάει περίπατο.

Το λεγόμενο «χάιδεμα» των αυτιών είναι συνήθης πρακτική και μάλιστα συχνά με τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή να κρατάμε εαυτόν μακριά από διαμάχες που μπορεί να μας κοστίσουν σε προσωπικό ή επαγγελματικό επίπεδο.

Πολλοί άνθρωποι δικαιολογούν αυτή την πολιτική, διότι ας μη γελιόμαστε περί πολιτικής πρόκειται, με διάφορα επιχειρήματα, μερικά από τα οποία μπορεί να έχουν κάποια βάση διότι σε γλιτώνουν από έχθρες και μαλώματα.

Εντάξει λοιπόν.

Αν ο άλλος επιμένει πως ο γάιδαρος πετάει, δεν είναι ανάγκη να μπεις στην διαδικασία να αποδείξεις κι εσύ πως δεν είσαι ελέφαντας. Άσε τον τρελό στην τρέλα του, που λέει και το γνωστό λαϊκό άσμα.

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που μπαίνει στη μέση η ηθική;

Είναι σαφέστατα δύσκολο να προσδιορίσεις ποιες ανθρώπινες πράξεις είναι ορθές και αποδεκτές και ποιες είναι λανθασμένες και ανάρμοστες.

Σπάνια υπάρχει συμφωνία ως προς τις παραμέτρους που προσδιορίζουν το ηθικό και το ανήθικο.

Όμως, σε θέματα συνειδήσεως δεν έχει θέση ο νόμος της πλειοψηφίας.

Συχνά επηρεαζόμαστε από το πώς αντιμετωπίζουν οι γύρω μας ένα θέμα και προσπαθούμε να πάμε με το ρεύμα.

Οι πραγματικές αρχές παρόλα αυτά, θα έπρεπε να είναι αμετακίνητες σαν βράχος, να τις υπερασπιζόμαστε με όποιο κόστος. Μπορούμε να ακολουθούμε το ρεύμα στον τρόπο που τοποθετούμαστε ή χειριζόμαστε μια κατάσταση, αλλά να μην κάνουμε εκπτώσεις σε αυτά που πιστεύουμε, ακόμη κι όταν δεν έχουμε να κερδίσουμε ή να χάσουμε κάτι.

Είναι θέμα αρχής.

Αληθινός δείκτης πολιτισμού δεν είναι το επίπεδο του πλούτου ή της μόρφωσης, ούτε οι προσωπικές απολαβές.

Είναι το προσωπικό ήθος.

Δεν κάνω λόγο ούτε για την κοινωνική, ούτε τη σεξουαλική, ούτε τη χριστιανική ηθική. Μιλάω για την αρχή όλων των ηθικών παραμέτρων, που δεν είναι άλλη από την προσωπική αντίληψη και ατομική στάση, απέναντι στο καλό και το κακό.

Η ουσιαστική, λοιπόν, ηθική, είναι η επαφή με την ίδια τη φωνή της συνείδησής μας.

Κάθε άνθρωπος βλέπει τον κόσμο με τα δικά του μάτια, τον αξιολογεί δηλαδή όπως αυτός είναι συνηθισμένος, μ’ ένα δικό του τρόπο, ξεκινώντας από μερικές γενικές κατευθύνσεις.

Ο Κομφούκιος είπε πως η απόλυτη αρετή συνίσταται από την ικανότητα να τηρείς οπουδήποτε πέντε κανόνες: σοβαρότητα, γενναιοδωρία, ειλικρίνεια, συνέπεια, καλοσύνη.

Απόλυτα ενάρετος δεν είναι κανένας μας. Όλοι έχουμε καλές και κακές πτυχές.

Ο τρόπος που φερόμαστε στους άλλους, οι πράξεις μας ή ακόμη και η απουσία πράξης, καθορίζουν το ήθος μας.

Δεν πρέπει να αντιδρούμε μόνο σε ό,τι μας πληγεί σε προσωπικό επίπεδο.

Πρέπει να έχουμε το σθένος να υποστηρίζουμε τις αρχές μας οποτεδήποτε χρειαστεί.

Κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματά το βόλεμα της αυτοδικαιολογίας και ο καθένας να υπερασπίζεται την ηθική του, αν έχει, και να κάνει αυτό που πρέπει, όταν πρέπει.

Ο Δάντης έγραψε ότι οι πιο καυτές θέσεις στην κόλαση είναι κρατημένες γι’ αυτούς που, σε καιρούς μεγάλης ηθικής κρίσης, διατηρούν ουδέτερη στάση.

Κάτι θα ήξερε παραπάνω.

Α.SCHOPENHAUER: Το αριστουργηματικό αποτελεί πάντα την εξαίρεση

Όποιος έχει ξυπνήσει από τα πρώτα όνειρα της νιότης όποιος έχει αναλογιστεί τη δική του εμπειρία και την εμπειρία των άλλων` όποιος έχει εξετάσει τη ζωή στην ιστορία του παρελθόντος και της εποχής του, και τελικά στα έργα των μεγάλων ποιητών, σίγουρα θα μπορεί να επιβεβαιώσει το αποτέλεσμα, αν η κρίση του δεν έχει παραλύσει από κάποια ανεξίτηλα χαραγμένη προκατάληψη, ότι αυτός ο κόσμος των ανθρώπων είναι το βασίλειο του τυχαίου και της πλάνης. 

Αυτά τα δύο τον κυβερνούν ανελέητα στα μεγάλα πράγματα αλλά και στα μικρά. Και μαζί μ’ αυτά η ανοησία και η μοχθηρία κρατάνε κι αυτές το δικό τους φραγγέλιο. Βγαίνει λοιπόν αβίαστα το συμπέρασμα ότι καθετί καλύτερο θέλει πολύ κόπο και προσπάθεια για να επικρατήσει` ό, τι είναι ευγενές και σοφό σπάνια εμφανίζεται, σπάνια αναλαμβάνει δράση ή βρίσκει ευήκοα ώτα, ενώ το παράλογο και το διεστραμμένο στον τομέα της σκέψης, το βαρετό και το κακόγουστο στη σφαίρα της τέχνης, το μοχθηρό και το ψευδεπίγραφο στη σφαίρα της δράσης, επιβάλλουν κατά κανόνα την κυριαρχία τους με μικρές μόνο διακοπές. 

Απ’ την άλλη μεριά, το αριστουργηματικό αποτελεί πάντα την εξαίρεση, μια περίπτωση στο ένα εκατομμύριο` οπότε αν έχει εκφραστεί μέσα σ’ ένα αιώνιο έργο, το έργο αυτό στέκει απομονωμένο, αφού πρώτα βγει αλώβητο από τις κακόβουλες επικρίσεις των συγχρόνων. Διατηρείται σαν τον μετεωρίτη που ήρθε στα μέρη μας από έναν κόσμο διαφορετικό απ’ τον δικό μας. 

Όσο αφορά όμως τη ζωή του ατόμου, κάθε προσωπική ιστορία είναι μια ιστορία βασάνων, γιατί κατά κανόνα η ζωή είναι μια συνεχής αλυσίδα από μεγάλες ή μικρές αναποδιές, τις οποίες όλοι κρύβουν όσο μπορούν, γιατί γνωρίζουν ότι οι άλλοι σίγουρα θα νιώσουν ικανοποίηση στο θέαμα κάποιων δεινών απ’ τα οποία εκείνοι τώρα είναι, προσωρινά τουλάχιστον, απαλλαγμένοι` πολύ σπάνια θα νιώσουν συμπόνια ή αλληλεγγύη. Προς το τέλος της ζωής του, ίσως να μην υπάρξει ποτέ άνθρωπος, μυαλωμένος και ειλικρινής, που θα επιθυμούσε να τα ξαναπεράσει όλα αυτά. Απεναντίας, αντ’ αυτού θα επέλεγε σίγουρα την απόλυτη ανυπαρξία.

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΝΕΙΣ

Λουκρήτιος: Πες πως η ίδια η φύση ξάφνου παίρνει το λόγο και μαλώνει έναν από μας

Και τέλος, πες πως η ίδια η φύση ξάφνου παίρνει το λόγο και μαλώνει έναν από μας:

«Γιατί, θνητέ, αφήνεσαι να βυθιστείς σ’ ένα τόσο αρρωστημένο πένθος;

Τι κλαίγεσαι κι αναστενάζεις για το θάνατο; Αν ήταν ευχάριστη η ζωή σου που πέρασε και πάει, κι αν όλες οι χάρες της δεν πήγαν χαμένες σαν να χύθηκαν μέσα από ένα τρύπιο πιθάρι, τότε γιατί δεν αποσύρεσαι σαν χορτάτος συνδαιτυμόνας από το συμπόσιο της ζωής και δεν προτιμάς, ανόητε, μια γαλήνη δίχως έγνοιες; Μα αν όσα αποκόμισες σκόρπισαν και χάθηκαν και σου είναι βάρος η ζωή, τι γυρεύεις να της προσθέσεις κι άλλα, για να χαθούν κι αυτά κι όλα άχαρα να σβήσουν; Δεν είναι καλύτερα, να δώσεις ένα τέλος στη ζωή και στα βάσανα;

Γιατί εγώ δεν μπορώ να μηχανευτώ και να επινοήσω τίποτα πια που να σ’ ευχαριστήσει.

Όλα τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα. Και ίδια θα παραμένουν, ακόμα κι αν το σώμα σου δεν έχει κιόλας μαραθεί απ’ τα χρόνια και τα μέλη σου δεν έχουν λιώσει ακόμα κι αν ζήσεις τόσο που να ξεπεράσεις όλες τις γενιές, ακόμα κι αν ποτέ σου δεν πεθάνεις.»

Τι θ’ απαντήσουμε, αν όχι ότι η φύση δίκαια μας δικάζει κι ότι είναι αληθινή η κατηγορία που απαγγέλλει; Κι αν πάλι κάποιος γέρος με χρόνια στην πλάτη, παραπονεθεί παραπάνω απ’ το κανονικό και κλαφτεί που θα πεθάνει, δεν θα ‘χει δίκιο η φύση να υψώσει τη φωνή και να τον μαλώσει ακόμα πιο σκληρά;

«Σκούπισε τα δάκρυα σου, ανάξιε, και σταμάτα τις κλάψες. Τώρα μαραίνεσαι, αφού πρώτα γεύτηκες όλα τα δώρα της ζωής. Μα επειδή πάντα ποθείς αυτό που δεν έχεις και περιφρονείς αυτά που έχεις, κύλησε η ζωή σου λειψή κι αχάριστη και ξάφνου στέκει πλάι στο προσκέφαλο σου ο θάνατος, και συ δεν έχεις τη δύναμη, χορτασμένος και ικανοποιημένος απ’ όλα, ν’ αποσυρθείς.

Όμως τώρα παράτα τα όλα τούτα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου, κι άντε, με ήσυχη την ψυχή, κάνε τόπο και σε άλλους- έτσι πρέπει»

Λουκρήτιος

Arthur Schopenhauer: Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακρι­βώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου

Κάθε προικισμένος άνθρωπος, κάθε άνθρωπος που δεν ανήκει στα θλιβερά 5/6 της ανθρωπότητας που είναι εκ φύσεως μειονεκτικά, όταν περάσει τα σαράντα είναι δύσκολο να μη δείξει κάποια στοιχεία μισανθρωπισμού. Γιατί κρίνοντας απ’ τον εαυτό του, έχει καταλήξει στα συμπεράσματά του σχετικά με τους άλλους κι έχει ανα­καλύψει πως σε ό,τι αφορά το κεφάλι αλλά και την καρ­διά, πολλές φορές μάλιστα και τα δύο, έχει φτάσει σ’ ένα επίπεδο που οι άλλοι αδυνατούν να φτάσουν, γι’ αυτό και αποφεύγει την οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Για τον ίδιο λόγο, ο καθένας αγαπάει ή μισεί τη μοναξιά του, με άλλα λόγια την παρέα με τον εαυτό του, ανάλογα με το πόσο αξίζει ο ίδιος.

Όταν είμαστε νέοι, ό,τι και να μας λένε οι άλλοι, θεωρούμε πως η ζωή είναι ατέλειωτη και χρησιμοποιούμε τον χρόνο μας απερίσκεπτα -όσο μεγαλώνουμε όμως, αρχίζουμε να κάνουμε οικονομία. Γιατί προς τα τέλη της ζωής μας, κάθε μέρα που ζούμε μας προκαλεί μια αίσθηση που μοιάζει μ’ αυτήν που έχει σε κάθε του βήμα ο εγκληματίας, όταν τον πάνε στο ικρίωμα.

Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο λιγότερα γεγονότα μάς φαίνονται σημαντικά, ή αρκετά σπουδαία, για να θέλουμε να τα θυμόμαστε αργότερα, να τα κρατήσουμε δηλαδή σταθερά στη μνήμη μας: γι’ αυτό και μόλις περάσουν, τα ξεχνάμε. Περνάει λοιπόν ο χρόνος έτσι, χωρίς ν’ αφήνει ίχνη.

Όσο μεγαλώνουμε, ζούμε με όλο και λιγότερη συνείδηση. Τα πράγματα έρχονται και παρέρχονται χωρίς να μας κάνουν εντύπωση· σαν ένα έργο τέχνης που το έχουμε δει χιλιάδες φορές: κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε και μετά δεν ξέρουμε αν το έχουμε κάνει ή όχι. Και καθώς η ζωή γίνεται όλο και πιο ασυναίσθητη, επιταχύνεται και η γενικότερη ασυνειδησία, οπότε η ζωή περνάει όλο και πιο γρήγορα.

Γενικά μπορεί να πει κανείς, ότι τα πρώτα σαράντα χρό­νια της ζωής μάς δίνουν το κείμενο, τα επόμενα τριάντα τα σχόλια πάνω στο κείμενο, τα οποία μας επιτρέπουν να καταλάβουμε για πρώτη φορά σωστά το νόημα, τις ανα­φορές, τα ηθικά διδάγματα και τις λεπτές έννοιες του κει­μένου.

Προς τα τέλη της ζωής, συμβαίνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που γίνεται στο τέλος ενός χορού μεταμφιεσμένων: πέφτουν οι μάσκες. Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακρι­βώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου. Γιατί τότε βγαίνουν οι χαρακτήρες των ανθρώπων πραγ­ματικά στο φως, οι πράξεις έχουν επιτέλους καρποφορή­σει, τα επιτεύγματα έχουν σωστά εκτιμηθεί και καθετί το ψεύτικο έχει γκρεμιστεί.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γενικά, και ανεξάρτητα από τις επιμέρους συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες, η νιότη χαρακτηρίζεται από μια κάποια μελαγχολία και θλίψη, ενώ τα γηρατειά αντίθετα χαρακτηρίζονται από μια σχε­τική ευθυμία: και ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι άλλος απ’ το γεγονός ότι ο νέος υπηρετεί δουλικά τον δαίμονα εκείνο, που δεν τον αφήνει ούτε στιγμή ήσυχο.

Στο ίδιο αίτιο μπορεί να αποδοθεί σχεδόν κάθε δυστυχία που καταδυνα­στεύει ή απειλεί τον άνθρωπο. Ο ηλικιωμένος όμως είναι χαρούμενος και γαλήνιος, μοιάζει με κάποιον που μετά από πολλά χρόνια έχει απαλλαγεί από τα δεσμά του και κινείται πια ελεύθερα. Από την άλλη μεριά ωστόσο πρέ­πει να ειπωθεί ότι, όταν σβήνει το σεξουαλικό ένστικτο, χάνεται ο πραγματικός πυρήνας της ζωής, και το μόνο που μένει είναι το κέλυφος· η ζωή δηλαδή μοιάζει με μια κωμωδία, που ξεκινάει με κανονικούς ηθοποιούς και μετά συνεχίζει να παίζεται μέχρι το τέλος από κούκλες που έχουν φορέσει τα ρούχα των ανθρώπων.

Arthur Schopenhauer, Η τέχνη να επιβιώνεις

Σοφιστές: "κίνημα" ιδεών (1)

Σοφιστές και Πλάτων: Ηθικός σχετικισμός και ηθικός ρεαλισμός

§1

Ι. Ποιοι ονομάζονται σοφιστές; Οι στοχαστές εκείνοι, που εμφανίστηκαν μετά τους προσωκρατικούς στοχαστές και επιχείρησαν να στρέψουν το ενδιαφέρον της σκέψης σε θέματα του θεωρητικο-πρακτικού βίου των ανθρώπων. Η λέξη σοφιστής, στην αρχέγονη-πρωταρχική της σημασία, αποδίδεται σε όποιον «καλλιεργεί τη σοφία». Οι Έλληνες σοφιστές, κατ’ αυτή την έννοια, επιχείρησαν να προωθήσουν, κατά κανόνα, καινοτόμες ιδέες, ικανές για την ανάπτυξη πολυσύνθετων περαιτέρω προβληματισμών στο πεδίο της άμεσης ζωής, αλλά και της ηθικής.

ΙΙ. Γιατί λοιπόν οι σοφιστές; Επειδή αποτέλεσαν τον πρώτο –χρονικά και λογικά– Ελληνικής μορφής Διαφωτισμό στην ιστορία της Δυτικής σκέψης, που προκάλεσε τέτοιες συζητήσεις φιλοσοφικού προβληματισμού, ώστε να εξακολουθούν να ενδιαφέρουν ακέραια το εκάστοτε σήμερα. Στο πνεύμα αυτό, η φιλοσοφία γίνεται τώρα πέρα για πέρα πρακτική, με το νόημα ότι φέρνει σε διαρκή συζήτηση δυνατότητες να βρίσκει κανείς το δρόμο του στη ζωή. Κάτι παρόμοιο συζητά και ο Πλάτων στα έργα του. Έτσι, μια καλή γνώση των σοφιστικών ιδεών δεν νοείται έξω από τη γνώση και των πλατωνικών ιδεών. Υπ’ αυτή την έννοια ήταν καθοριστική και η συμβολή τους για να γνωρίσουμε την τιτάνια φιλοσοφική μορφή του Πλάτωνα ως αεί παρούσα στους μικρούς ή μεγάλους προβληματισμούς του σύγχρονου ανθρώπου.

ΙΙ. Είναι γνωστό πως πολλές μαρτυρίες για την πολυσχιδή δραστηριότητα των σοφιστών τις αντλούμε από τον Πλάτωνα. Εξίσου γνωστό είναι πως όλη η πορεία του Σωκράτη δεν είναι άσχετη με τη θυελλώδη εκδίπλωση και διάδοση του σοφιστικού Διαφωτισμού. Θα μπορούσε λοιπόν ο τελευταίος να είναι κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι ήταν; Θα μπορούσε, εάν οι βαθιές και πολύτροπες αλλαγές στις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας ήταν κι αυτές διαφορετικές. Τι σημαίνει αυτό; Πως ο εν λόγω Διαφωτισμός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με αυτές τις αλλαγές, υπό μια Λογική βασικά δυναμικής αλληλεπίδρασης.

ΙΙΙ. Τι είναι τότε στ’ αλήθεια το κίνημα των σοφιστών; Χωρίς να συνιστά ένα συμπαγές κίνημα ομοϊδεατών με κοινό πρόγραμμα και δράση εμφανίζεται ως μια ισχυρή πνευματική κίνηση, δυνάμει σχετικά όμοιων ή διαφορετικών έως και σχεδόν αντιπάλων σε επίπεδο ιδεών προσώπων, που βάζουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στο κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό γίγνεσθαι της Ελλάδας του 5ου π.Χ. αιώνα. Χαρακτηριστικές μορφές της «πρώτης γενιάς» των σοφιστών είναι ο Πρωταγόρας και ο Γοργίας, τους οποίους ο Πλάτων αντιμετωπίζει κριτικά αλλά και με τον δέοντα σεβασμό. Πρωταγόρας: μερικός σκεπτικισμός και μερική βεβαιότητα: φιλοσοφική προβληματική για τη φύση της γνώσης και ιδιαίτερα της ανθρώπινης γνώσης. Γοργίας: δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτα αποδεδειγμένη και αποδεικτική γνώση παρά επιδέξιες απόψεις και ερμηνείες.

§2

Ι. Οι σοφιστές εν γένει συνδέθηκαν με τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνταν κατ’ αυτή την εποχή στις πόλεις-κράτη και οι οποίες ωθούσαν τις κοινωνίες σε έναν πιο ανοικτό ορίζοντα ιδεών, σκέψης, πολιτικής οργάνωσης, ανεκτικότητας του διαφορετικού και αυτόνομης δράσης. Η πρωτοτυπία της σοφιστικής συμβολής στο σύμπαν μιας τέτοιας κοσμογονίας θα μπορούσε να συνοψισθεί με δυο λέξεις: ηθικός σχετικισμός. Αυτός-εδώ δεν πρέπει να αναγιγνώσκεται υποχρεωτικά ως κάτι το αρνητικό, ως επίθεση στις σταθερές και καθαγιασμένες αρχές ή αξίες της Εστίας των Ελλήνων, αλλά μάλλον ως ένα είδος ρηξικέλευθης κινητικότητας της σκέψης σε σχέση κυρίως με πρακτικά, ήτοι κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα των Ελληνικών πόλεων και των ανθρώπων τους.

ΙΙ. Ετούτη η κινητικότητα εξ αντικειμένου στρεφόταν και ενάντια στις βεβαιότητες, πάνω στις οποίες στηριζόταν εν πολλοίς η συνοχή της πόλεως-κράτους, αλλά και η καθιερωμένη συν-εν-νόηση των πολιτών. Σε αυτόν τον ηθικό σχετικισμό ό Πλάτων απαντά με έναν ηθικό ρεαλισμό: στις σκεπτικές αβεβαιότητες που έσπειραν οι σοφιστές, ο Έλληνας διαλεκτικός φιλόσοφος αντιπαραβάλλει τις φιλοσοφικές βεβαιότητες. Αλλά τι είδους βεβαιότητες; Σίγουρα όχι αυτές που οι πολλοί αναζητούν στην περιοχή των εμπειρικών καταφάσεων και των αισθητηριακών εντυπώσεων παρά όσες έχουν ως θεμέλιο τις μεγάλες Ιδέες και οι οποίες όχι λιγότερο απορρέουν από τούτες. Γι’ αυτό και η Πλατωνική προοπτική της φιλοσοφίας διανοιγόταν στην ενατένιση του Αγαθού και στον υψιπετή κόσμο των Ιδεών.

ΙΙΙ. Όσο πιο στερεή είναι η φιλοσοφική βάση της βεβαιότητας, τόσο η δοκιμασμένη και τιμημένη βεβαιότητα του παρελθόντος εισέρχεται στη ζωή των ηθικά αβέβαιων πολιτών της εποχής ως νοσταλγική κοιτίδα έμπνευσης και παραμυθίας. Στη συνάφεια τούτη, ο Πλάτων δεν επιχειρούσε να εδραιώσει ένα πάγιο και αμετάβλητο φιλοσοφικό δόγμα, άρα κάποιο ιδιαίτερο είδος φιλοσοφίας, παρά να θεμελιώσει τη φιλία, στη βάση τη σοφίας ως φιλο-σοφίας. Έτσι βλέπουμε τη φιλοσοφική του απάντηση εν γένει να μην είναι ποτέ: ένα ναιˑ να μην είναι απλώς μια άπνοη κατάφαση αλλά συνεχής στοχαστική και απαράμιλλα δια-λογική αναζήτηση. Τα περισσότερα κείμενά του είναι Διάλογοι, που διεκδικούν, αλλά και αναγκαία προκαλούν τη βουλόμενη και βουλευόμενη συμμετοχή του αναγνώστη.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (528d-530d)

[528d] Καὶ μὲν δή, ἔφη, τό γε ἐπίχαρι καὶ διαφερόντως ἔχει. ἀλλά μοι σαφέστερον εἰπὲ ἃ νυνδὴ ἔλεγες. τὴν μὲν γάρ που τοῦ ἐπιπέδου πραγματείαν γεωμετρίαν ἐτίθεις.Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Εἶτά γ᾽, ἔφη, τὸ μὲν πρῶτον ἀστρονομίαν μετὰ ταύτην, ὕστερον δ᾽ ἀνεχώρησας.
Σπεύδων γάρ, ἔφην, ταχὺ πάντα διεξελθεῖν μᾶλλον βραδύνω· ἑξῆς γὰρ οὖσαν τὴν βάθους αὔξης μέθοδον, ὅτι τῇ ζητήσει γελοίως ἔχει, ὑπερβὰς αὐτὴν μετὰ γεωμετρίαν [528e] ἀστρονομίαν ἔλεγον, φορὰν οὖσαν βάθους.
Ὀρθῶς, ἔφη, λέγεις.
Τέταρτον τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τιθῶμεν μάθημα ἀστρονομίαν, ὡς ὑπαρχούσης τῆς νῦν παραλειπομένης, ἐὰν αὐτὴν πόλις μετίῃ.
Εἰκός, ἦ δ᾽ ὅς. καὶ ὅ γε νυνδή μοι, ὦ Σώκρατες, ἐπέπληξας περὶ ἀστρονομίας ὡς φορτικῶς ἐπαινοῦντι, νῦν ᾗ σὺ μετέρχῃ [529a] ἐπαινῶ· παντὶ γάρ μοι δοκεῖ δῆλον ὅτι αὕτη γε ἀναγκάζει ψυχὴν εἰς τὸ ἄνω ὁρᾶν καὶ ἀπὸ τῶν ἐνθένδε ἐκεῖσε ἄγει.
Ἴσως, ἦν δ᾽ ἐγώ, παντὶ δῆλον πλὴν ἐμοί· ἐμοὶ γὰρ οὐ δοκεῖ οὕτως.
Ἀλλὰ πῶς; ἔφη.
Ὡς μὲν νῦν αὐτὴν μεταχειρίζονται οἱ εἰς φιλοσοφίαν ἀνάγοντες, πάνυ ποιεῖν κάτω βλέπειν.
Πῶς, ἔφη, λέγεις;
Οὐκ ἀγεννῶς μοι δοκεῖς, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὴν περὶ τὰ ἄνω μάθησιν λαμβάνειν παρὰ σαυτῷ ἥ ἐστι· κινδυνεύεις γὰρ [529b] καὶ εἴ τις ἐν ὀροφῇ ποικίλματα θεώμενος ἀνακύπτων καταμανθάνοι τι, ἡγεῖσθαι ἂν αὐτὸν νοήσει ἀλλ᾽ οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν. ἴσως οὖν καλῶς ἡγῇ, ἐγὼ δ᾽ εὐηθικῶς. ἐγὼ γὰρ αὖ οὐ δύναμαι ἄλλο τι νομίσαι ἄνω ποιοῦν ψυχὴν βλέπειν μάθημα ἢ ἐκεῖνο ὃ ἂν περὶ τὸ ὄν τε ᾖ καὶ τὸ ἀόρατον, ἐάν τέ τις ἄνω κεχηνὼς ἢ κάτω συμμεμυκὼς τῶν αἰσθητῶν τι ἐπιχειρῇ μανθάνειν, οὔτε μαθεῖν ἄν ποτέ φημι αὐτόν [529c] —ἐπιστήμην γὰρ οὐδὲν ἔχειν τῶν τοιούτων— οὔτε ἄνω ἀλλὰ κάτω αὐτοῦ βλέπειν τὴν ψυχήν, κἂν ἐξ ὑπτίας νέων ἐν γῇ ἢ ἐν θαλάττῃ μανθάνῃ.
Δίκην, ἔφη, ἔχω· ὀρθῶς γάρ μοι ἐπέπληξας. ἀλλὰ πῶς δὴ ἔλεγες δεῖν ἀστρονομίαν μανθάνειν παρὰ ἃ νῦν μανθάνουσιν, εἰ μέλλοιεν ὠφελίμως πρὸς ἃ λέγομεν μαθήσεσθαι;
Ὧδε, ἦν δ᾽ ἐγώ. ταῦτα μὲν τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ποικίλματα, ἐπείπερ ἐν ὁρατῷ πεποίκιλται, κάλλιστα μὲν ἡγεῖσθαι καὶ [529d] ἀκριβέστατα τῶν τοιούτων ἔχειν, τῶν δὲ ἀληθινῶν πολὺ ἐνδεῖν, ἃς τὸ ὂν τάχος καὶ ἡ οὖσα βραδυτὴς ἐν τῷ ἀληθινῷ ἀριθμῷ καὶ πᾶσι τοῖς ἀληθέσι σχήμασι φοράς τε πρὸς ἄλληλα φέρεται καὶ τὰ ἐνόντα φέρει, ἃ δὴ λόγῳ μὲν καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δ᾽ οὔ· ἢ σὺ οἴει;
Οὐδαμῶς γε, ἔφη.
Οὐκοῦν, εἶπον, τῇ περὶ τὸν οὐρανὸν ποικιλίᾳ παραδείγμασι χρηστέον τῆς πρὸς ἐκεῖνα μαθήσεως ἕνεκα, ὁμοίως ὥσπερ ἂν [529e] εἴ τις ἐντύχοι ὑπὸ Δαιδάλου ἤ τινος ἄλλου δημιουργοῦ ἢ γραφέως διαφερόντως γεγραμμένοις καὶ ἐκπεπονημένοις διαγράμμασιν. ἡγήσαιτο γὰρ ἄν πού τις ἔμπειρος γεωμετρίας, ἰδὼν τὰ τοιαῦτα, κάλλιστα μὲν ἔχειν ἀπεργασίᾳ, γελοῖον μὴν ἐπισκοπεῖν αὐτὰ σπουδῇ ὡς τὴν ἀλήθειαν ἐν αὐτοῖς ληψόμενον [530a] ἴσων ἢ διπλασίων ἢ ἄλλης τινὸς συμμετρίας.
Τί δ᾽ οὐ μέλλει γελοῖον εἶναι; ἔφη.
Τῷ ὄντι δὴ ἀστρονομικόν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὄντα οὐκ οἴει ταὐτὸν πείσεσθαι εἰς τὰς τῶν ἄστρων φορὰς ἀποβλέποντα; νομιεῖν μὲν ὡς οἷόν τε κάλλιστα τὰ τοιαῦτα ἔργα συστήσασθαι, οὕτω συνεστάναι τῷ τοῦ οὐρανοῦ δημιουργῷ αὐτόν τε καὶ τὰ ἐν αὐτῷ· τὴν δὲ νυκτὸς πρὸς ἡμέραν συμμετρίαν καὶ τούτων πρὸς μῆνα καὶ μηνὸς πρὸς ἐνιαυτὸν καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων [530b] πρός τε ταῦτα καὶ πρὸς ἄλληλα, οὐκ ἄτοπον, οἴει, ἡγήσεται τὸν νομίζοντα γίγνεσθαί τε ταῦτα ἀεὶ ὡσαύτως καὶ οὐδαμῇ οὐδὲν παραλλάττειν, σῶμά τε ἔχοντα καὶ ὁρώμενα, καὶ ζητεῖν παντὶ τρόπῳ τὴν ἀλήθειαν αὐτῶν λαβεῖν;
Ἐμοὶ γοῦν δοκεῖ, ἔφη, σοῦ νῦν ἀκούοντι.
Προβλήμασιν ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, χρώμενοι ὥσπερ γεωμετρίαν οὕτω καὶ ἀστρονομίαν μέτιμεν, τὰ δ᾽ ἐν τῷ οὐρανῷ ἐάσομεν, εἰ μέλλομεν ὄντως ἀστρονομίας μεταλαμβάνοντες χρήσιμον [530c] τὸ φύσει φρόνιμον ἐν τῇ ψυχῇ ἐξ ἀχρήστου ποιήσειν.
Ἦ πολλαπλάσιον, ἔφη, τὸ ἔργον ἢ ὡς νῦν ἀστρονομεῖται προστάττεις.
Οἶμαι δέ γε, εἶπον, καὶ τἆλλα κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον προστάξειν ἡμᾶς, ἐάν τι ἡμῶν ὡς νομοθετῶν ὄφελος ᾖ. ἀλλὰ γάρ τι ἔχεις ὑπομνῆσαι τῶν προσηκόντων μαθημάτων;
Οὐκ ἔχω, ἔφη, νῦν γ᾽ οὑτωσί.
Οὐ μὴν ἕν, ἀλλὰ πλείω, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἴδη παρέχεται ἡ φορά, [530d] ὡς ἐγᾦμαι. τὰ μὲν οὖν πάντα ἴσως ὅστις σοφὸς ἕξει εἰπεῖν· ἃ δὲ καὶ ἡμῖν προφανῆ, δύο.
Ποῖα δή;
Πρὸς τούτῳ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀντίστροφον αὐτοῦ.
Τὸ ποῖον;
Κινδυνεύει, ἔφην, ὡς πρὸς ἀστρονομίαν ὄμματα πέπηγεν, ὣς πρὸς ἐναρμόνιον φορὰν ὦτα παγῆναι, καὶ αὗται ἀλλήλων ἀδελφαί τινες αἱ ἐπιστῆμαι εἶναι, ὡς οἵ τε Πυθαγόρειοί φασι καὶ ἡμεῖς, ὦ Γλαύκων, συγχωροῦμεν. ἢ πῶς ποιοῦμεν;
Οὕτως, ἔφη.

***
[528d] Και πραγματικώς κανείς δεν μπορεί ν᾽ αρνηθεί πόσο ξεχωριστά ελκυστική επιστήμη είναι. Εξήγησέ μου όμως πιο καθαρά αυτά που έλεγες: όριζες γεωμετρία τη μάθηση που πραγματεύεται για τα επίπεδα.
Ναι.
Κατόπι της, στην αρχή έβαζες την αστρονομία, ύστερα όμως άλλαξες σειρά και γύρισες πίσω.
Γιατί από τη βία μου να τα περάσω όλα γρήγορα, χρονοτριβώ απεναντίας περισσότερο· έπρεπε ύστερα από τη γεωμετρία να κάμω λόγο για τη μάθηση που καταγίνεται με τα σώματα που έχουν τη διάσταση του βάθους, επειδή όμως ως τώρα έχω καταλήξει σε γελοία αποτελέσματα, την προσπέρασα [528e] κι έβαλα στη σειρά της την αστρονομία, ενώ αυτή αντικείμενό της έχει τα στερεά που κινούνται.
Πολύ σωστά.
Ώστε τέταρτο μάθημα πρέπει να βάλομε την αστρονομία, σα να υπήρχε η στερεομετρία που παραλείπομε τώρα, αν αποφασίσει η πολιτεία ν᾽ ασχοληθεί μ᾽ αυτή.
Πολύ φυσικά. Και επειδή προλίγου μ᾽ εξέπληξες, Σωκράτη, που επαίνεσα τόσο αδέξια την αστρονομία, [529a] την επαινώ τώρα σύμφωνα με τη δική σου την αντίληψη· γιατί είναι ολοφάνερο, θαρρώ, στον καθένα πως αυτή αναγκάζει την ψυχή να βλέπει προς τα επάνω και οδηγεί από τα εδώ προς τα εκεί.
Ίσως να είναι στον καθένα ολοφάνερο, όπως το λες, όχι όμως και σε μένα· γιατί άλλη είναι η δική μου η ιδέα.
Μα ποιά λοιπόν;
Όπως τη μεταχειρίζονται τώρα όσοι τη συσχετίζουν με τη φιλοσοφία, την κάνουν απεναντίας να βλέπει πολύ προς τα κάτω.
Τί θέλεις να πεις;
Μου φαίνεται πως όχι και πολύ ταπεινά το παίρνεις μέσα σου το τί είναι αυτή η προς τα επάνω μάθηση· γιατί καταντά το ίδιο [529b] κι αν ένας σηκώσει το κεφάλι του και κοιτάζει τα κοσμήματα της οροφής, να νομίσεις πως τα εξετάζει με τη νόηση κι όχι με τα μάτια. Ίσως τώρα να έχεις εσύ δίκιο κι εγώ να γελιούμαι σαν κουτός. Γιατί εγώ πάλι δεν μπορώ να εννοήσω άλλο μάθημα που να κάνει την ψυχή να βλέπει προς τα επάνω, παρά εκείνο που αντικείμενό του έχει το ον και το αόρατο· αν όμως κανένας τώρα χάσκει κοιτάζοντας μ᾽ ανοιχτό στόμα προς τα πάνω ή με μισόκλειστα τα μάτια προσπαθεί να παρατηρεί κανένα από τα αισθητά, ποτέ εγώ δε θα πω πως θα μάθει αυτός τίποτα [529c] —γιατί κανένα από τα αισθητά δεν είναι αντικείμενο της επιστήμης—, ούτε πως η ψυχή του βλέπει προς τα πάνω αλλά προς τα κάτω, κι αν ακόμα κολυμπά ανάσκελα είτε στη θάλασσα είτε στη στεριά.
Δίκαιη είναι η τιμωρία μου και με το δίκιο σου κι εσύ με επέπληξες. Αλλά πώς λες πως πρέπει να μαθαίνουν την αστρονομία διαφορετικά απ᾽ ό,τι τη μαθαίνουν σήμερα, για να είναι η μάθησή της χρήσιμη για το σκοπό που λέμε;
Με τον ακόλουθο τρόπο: αυτά βέβαια τα στολίσματα, που βλέπονται με την όραση στον ουρανό επάνω, πρέπει βέβαια να τα θαυμάζομε και να τα θεωρούμε ως τα εμορφότερα και [529d] κανονικότερα ανάμεσα σ᾽ όλα τα ορατά, πολύ όμως τους λείπει για να φτάσουν τα αληθινά, τις περιφορές δηλαδή που παράγει η καθαυτό ταχύτητα και η καθαυτό βραδύτητα ρυθμισμένες επάνω στον αληθινό αριθμό και σ᾽ όλα τα αληθινά κατά τη σχέση που έχουν αναμεταξύ τους και μ᾽ όλα τ᾽ άλλα που κινούνται από την επίδρασή τους· πράγματα που μόνο με το λογισμό και τη διάνοια μπορεί κανείς να αντιληφθεί, όχι όμως με την όραση· ή παραδέχεσαι εσύ το εναντίο;
Καθόλου.
Πρέπει λοιπόν όλον αυτό το στολισμό του ουρανού να τον χρησιμοποιούμε ως εικόνα και παράδειγμα για την κατανόηση των αοράτων εκείνων, απαράλλαχτα όπως [529e] αν τύχαινε να πέσουν στα χέρια κανενός εικόνες σχεδιασμένες και δουλεμένες με περίσσια τέχνη από το Δαίδαλο ή κανέναν άλλο γλύπτη ή ζωγράφο. Γιατί ένας που νιώθει από γεωμετρία, αν τα ᾽βλεπε αυτά, βέβαια θα εθαύμαζε την καλλιτεχνική τους εκτέλεση, θα νόμιζε όμως γελοίο να τα εξετάζει και να τα μελετά στα σοβαρά, για να βγάλει από κει τη γνώση [530a] για τα ίσα και τα διπλάσια ή για όποιαν άλλη συμμετρία.
Πώς να μην είναι πραγματικώς γελοίο;
Το ίδιο λοιπόν δεν φαντάζεσαι πως θα παθαίνει κι ένας αληθινός αστρονόμος που στρέφει τα μάτια του στις περιφορές των άστρων; Θα παραδεχτεί βέβαια πως ο ουρανός και όσα υπάρχουν μέσα του έχουν κατασκευασθεί και ταχτοποιηθεί από το δημιουργό τους με τον εμορφότερο τρόπο που μπορεί να γίνει με τα τέτοια δημιουργήματα· αλλά δεν νομίζεις πως θα το θεωρήσει άτοπο να παραδεχτεί κανείς ότι η συμμετρία της ημέρας με τη νύχτα, του ημερόνυχτου με το μήνα, και του μηνός με το χρόνο, και των άλλων άστρων [530b] με αυτά και μεταξύ τους, μένει πάντα η ίδια και πως τίποτ᾽ απ᾽ αυτά δεν παίρνει ποτέ καμιά παραλλαγή, ενώ είναι σώματα υλικά και ορατά, και να ζητεί με κάθε τρόπο να βρει την αλήθεια σ᾽ όλα αυτά;
Τώρα που σε ακούω, παραδέχομαι πως όπως τα λες είναι.
Για να βάζομε λοιπόν προβλήματα θα σπουδάζομε και την αστρονομία, το ίδιο όπως είπαμε και για τη γεωμετρία· και θ᾽ αφήσομε κατά μέρος όσα φαίνονται στον ουρανό, αν σκοπός μας είναι πραγματικώς με τη μάθηση της αστρονομίας [530c] τη φυσική γνωστική δύναμη της ψυχής μας να την κάμομε χρήσιμη από άχρηστη που ήταν.
Πόσο πολύ περισσότερη εργασία επιβάλλεις στην αστρονομία από αυτήν που έχει τώρα.
Νομίζω πως το ίδιο είμαστε υποχρεωμένοι να κάμομε και για τις άλλες μαθήσεις, αν έχομε καμιάν αξία σα νομοθέτες. Αλλά μήπως έχεις να μου θυμίσεις κανένα άλλο από τα μαθήματα που μας ταιριάζουν;
Έτσι, όσο για τώρα, δεν έχω.

Η Αρμονική
Και όμως η φορά μάς παρουσιάζει όχι ένα αλλά περισσότερα είδη, [530d] καθώς εγώ νομίζω. Ένας σοφός θα μπορούσε ίσως να μας τα πει όλα, μα εκείνα που είναι ολοφάνερα και σε μας είναι δυο.
Ποιά λοιπόν;
Εκτός από την αστρονομία που είπαμε, και το αντίστροφό της.
Το ποιό;
Φαίνεται ότι, καθώς έχουν κατασκευαστεί τα μάτια για την αστρονομία, έτσι και τ᾽ αυτιά για την εναρμόνια φορά και πως είναι αδερφές μεταξύ τους αυτές οι δυο επιστήμες, καθώς το λένε οι Πυθαγόρειοι και μεις, Γλαύκων, συμφωνούμε μαζί τους· δεν είν᾽ έτσι;
Έτσι βέβαια.