ΑΛ. οἴμοι, πόθεν λαγῷά μοι γενήσεται;
ὦ θυμέ, νυνὶ βωμολόχον ἔξευρέ τι.
1195 ΠΑ. ὁρᾷς τάδ᾽, ὦ κακόδαιμον; ΑΛ. ὀλίγον μοι μέλει·
ἐκεινοιὶ γὰρ ὡς ἔμ᾽ ἔρχονταί τινες
πρέσβεις ἔχοντες ἀργυρίου βαλλάντια.
ΠΑ. ποῦ ποῦ; ΑΛ. τί δέ σοι τοῦτ᾽; οὐκ ἐάσεις τοὺς ξένους;
ὦ Δημίδιον, ὁρᾷς τὰ λαγῷ᾽ ἅ σοι φέρω;
1200 ΠΑ. οἴμοι τάλας, ἀδίκως γε τἄμ᾽ ὑφήρπασας.
ΑΛ. νὴ τὸν Ποσειδῶ, καὶ σὺ γὰρ τοὺς ἐκ Πύλου.
ΔΗ. εἴπ᾽, ἀντιβολῶ, πῶς ἐπενόησας ἁρπάσαι;
ΑΛ. τὸ μὲν νόημα τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κλέμμ᾽ ἐμόν.
ἐγὼ δ᾽ ἐκινδύνευσ᾽. ΠΑ. ἐγὼ δ᾽ ὤπτησά γε.
1205 ΔΗ. ἄπιθ᾽· οὐ γὰρ ἀλλὰ τοῦ παραθέντος ἡ χάρις.
ΠΑ. οἴμοι κακοδαίμων, ὑπεραναιδευθήσομαι.
ΑΛ. τί οὐ διακρίνεις, Δῆμ᾽, ὁπότερός ἐστι νῷν
ἀνὴρ ἀμείνων περὶ σὲ καὶ τὴν γαστέρα;
ΔΗ. τῷ δῆτ᾽ ἂν ὑμᾶς χρησάμενος τεκμηρίῳ
1210 δόξαιμι κρίνειν τοῖς θεαταῖσιν σοφῶς;
ΑΛ. ἐγὼ φράσω σοι. τὴν ἐμὴν κίστην ἰὼν
ξύλλαβε σιωπῇ καὶ βασάνισον ἅττ᾽ ἔνι,
καὶ τὴν Παφλαγόνος· κἀμέλει κρινεῖς καλῶς.
ΔΗ. φέρ᾽ ἴδω, τί οὖν ἔνεστιν; ΑΛ. οὐχ ὁρᾷς κενήν,
1215 ὦ παππίδιον; ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν.
ΔΗ. αὕτη μὲν ἡ κίστη τὰ τοῦ δήμου φρονεῖ.
ΑΛ. βάδιζέ νυν καὶ δεῦρο πρὸς τὴν Παφλαγόνος.
ὁρᾷς ‹τάδ᾽;› ΔΗ. οἴμοι, τῶν ἀγαθῶν ὅσων πλέα.
ὅσον τὸ χρῆμα τοῦ πλακοῦντος ἀπέθετο·
1220 ἐμοὶ δ᾽ ἔδωκεν ἀποτεμὼν τυννουτονί.
ΑΛ. τοιαῦτα μέντοι καὶ πρότερόν σ᾽ ἠργάζετο·
σοὶ μὲν προσεδίδου μικρὸν ὧν ἐλάμβανεν,
αὐτὸς δ᾽ ἑαυτῷ παρετίθει τὰ μείζονα.
ΔΗ. ὦ μιαρέ, κλέπτων δή με ταῦτ᾽ ἐξηπάτας;
1225 ἐγὼ δέ «τυ ἐστεφάνιξα κἠδωρησάμαν».
ΠΑ. ἐγὼ δ᾽ ἔκλεπτον ἐπ᾽ ἀγαθῷ γε τῇ πόλει.
ΔΗ. κατάθου ταχέως τὸν στέφανον, ἵν᾽ ἐγὼ τουτῳὶ
αὐτὸν περιθῶ. ΑΛ. κατάθου ταχέως, μαστιγία.
ΠΑ. οὐ δῆτ᾽, ἐπεί μοι χρησμός ἐστι Πυθικὸς
1230 φράζων, ὑφ᾽ οὗ χρεὼν ἔμ᾽ ἡττᾶσθαι μόνου.
ΑΛ. τοὐμόν γε φράζων ὄνομα καὶ λίαν σαφῶς.
***
ΑΛΛ. (Μονολογεί:) Αλίμονό μου, πούθε να οικονομήσω λαγό;
Ψυχή μου, κόλπο μόρτικο την ώρα αυτή στοχάσου.
ΠΑΦ. (Δείχνοντας κρέατα λαγού που έφερε:) Φουκαρά μου, τα βλέπεις τούτα;
ΑΛΛ. Χαρά στο πράμα! (Προσποιείται ότι βλέπει στο βάθος της παρόδου:) Νά τοι, έρχονται σε μένα εκείνοι εκεί, κάτι πρεσβευτές, κρατώντας πουγκιά με ασημένια νομίσματα.
ΠΑΦ. Πού ᾽ν᾽ τοι, πού ᾽ν᾽ τοι; (Αφήνει το πιάτο του και τρέχει να τους δει).
ΑΛΛ. Τί ανακατεύεσαι εσύ; Άσε ήσυχους τους ξένους! (Αρπάζει το πιάτο του Παφλαγόνα και το προσφέρει στον Δήμο:) Δημούλη μου, βλέπεις τον λαγό που σου σερβίρω;
ΠΑΦ. [1200] Αλίμονό μου, ο καψερός! (Στον Αλλαντοπώλη:) Άρπαξες άτιμα το δικό μου κανίσκι.
ΑΛΛ. Κι εσύ δεν έκανες τα ίδια, μά τον Ποσειδώνα, με τους αιχμάλωτους της Πύλου;
ΔΗΜ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Κάνε μου μια χάρη: πες μου, πώς εμπνεύστηκες να του τ᾽ αρπάξεις;
ΑΛΛ. Της Αθηνάς η έμπνευση, μα η κλεψιά δική μου. Όπως και να ᾽χει, εγώ το ρισκάρισα.
ΠΑΦ. Όπως και να ᾽χει, εγώ το μαγείρεψα.
ΔΗΜ. (Στον Παφλαγόνα:) Στρίβε εσύ, γιατί, όπως και να ᾽χει, όποιος μου το σερβίρισε, σ᾽ αυτόν η υποχρέωση.
ΠΑΦ. Αλίμονό μου ο δύστυχος, θα με βάλει κάτω στην ξετσιπωσιά.
ΑΛΛ. Δήμε, τί περιμένεις και δεν βγάζεις κρίση ποιός από τους δυο μας είναι άντρας καλύτερος για σένα και το στομάχι σου;
ΔΗΜ. Σε ποιό κριτήριο να βασιστώ
[1210] για να παραδεχτούν οι θεατές ότι η κρίση μου είναι ορθή;
ΑΛΛ. Θα σ᾽ το πω εγώ: χωρίς πολλά λόγια, πήγαινε, πάρε το δικό μου καλάθι κι εξέτασε τί έχει μέσα· πάρε και του Παφλαγόνα. Κι έννοια σου, θα βγάλεις κρίση ορθή.
ΔΗΜ. (Παίρνει και εξετάζει το καλάθι του Αλλαντοπώλη:) Γιά να δω, τί έχει μέσα;
ΑΛΛ. Δεν βλέπεις, παππούλη; Άδειο! Γιατί όλα τα πρόσφερα σε σένα.
ΔΗΜ. Αυτό το καλάθι σίγουρα πιστεύει στη δημοκρατία!
ΑΛΛ. Τώρα πήγαινε προς τα εδώ, στο καλάθι του Παφλαγόνα. Τα βλέπεις αυτά; (Ο Δήμος εξετάζει το καλάθι του Παφλαγόνα).
ΔΗΜ. Βρε, βρε! Με πόσα καλούδια είναι φίσκα! Πόσα κομμάτια απ᾽ την πίτα κράτησε για πάρτη του!
[1220] Και για μένα έκοψε ένα τοσοδούλι και μου το ᾽δωσε.
ΑΛΛ. Και να ᾽ταν η πρώτη φορά που σου την έφερε έτσι! Σε σένα έδινε ένα μικρό μερτικό απ᾽ όσα έπαιρνε και στην αφεντιά του ο ίδιος φίλευε τα μεγαλύτερα.
ΔΗΜ. (Στον Παφλαγόνα:) Σίχαμα, μ᾽ έκλεβες κι έτσι μ᾽ εξαπατούσες!
Κι εγώ στεφάνια σ᾽ έπλεξα, σε φόρτωσα με δώρα.
ΠΑΦ. Μα εγώ έκλεβα για το καλό του έθνους.
ΔΗΜ. Απόθεσε γρήγορα το στεφάνι, για να το φορέσω σ᾽ ετούτον.
ΑΛΛ. Απόθεσέ το γρήγορα, ρεμάλι!
ΠΑΦ. Μια στιγμή! Έχω χρησμό απ᾽ την Πυθία,
[1230] που λέει από ποιόν άντρα είναι γραμμένο να νικηθώ — μόνο από έναν!
ΑΛΛ. Σίγουρα λέει καθαρά και ξάστερα το δικό μου όνομα.
ὦ θυμέ, νυνὶ βωμολόχον ἔξευρέ τι.
1195 ΠΑ. ὁρᾷς τάδ᾽, ὦ κακόδαιμον; ΑΛ. ὀλίγον μοι μέλει·
ἐκεινοιὶ γὰρ ὡς ἔμ᾽ ἔρχονταί τινες
πρέσβεις ἔχοντες ἀργυρίου βαλλάντια.
ΠΑ. ποῦ ποῦ; ΑΛ. τί δέ σοι τοῦτ᾽; οὐκ ἐάσεις τοὺς ξένους;
ὦ Δημίδιον, ὁρᾷς τὰ λαγῷ᾽ ἅ σοι φέρω;
1200 ΠΑ. οἴμοι τάλας, ἀδίκως γε τἄμ᾽ ὑφήρπασας.
ΑΛ. νὴ τὸν Ποσειδῶ, καὶ σὺ γὰρ τοὺς ἐκ Πύλου.
ΔΗ. εἴπ᾽, ἀντιβολῶ, πῶς ἐπενόησας ἁρπάσαι;
ΑΛ. τὸ μὲν νόημα τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κλέμμ᾽ ἐμόν.
ἐγὼ δ᾽ ἐκινδύνευσ᾽. ΠΑ. ἐγὼ δ᾽ ὤπτησά γε.
1205 ΔΗ. ἄπιθ᾽· οὐ γὰρ ἀλλὰ τοῦ παραθέντος ἡ χάρις.
ΠΑ. οἴμοι κακοδαίμων, ὑπεραναιδευθήσομαι.
ΑΛ. τί οὐ διακρίνεις, Δῆμ᾽, ὁπότερός ἐστι νῷν
ἀνὴρ ἀμείνων περὶ σὲ καὶ τὴν γαστέρα;
ΔΗ. τῷ δῆτ᾽ ἂν ὑμᾶς χρησάμενος τεκμηρίῳ
1210 δόξαιμι κρίνειν τοῖς θεαταῖσιν σοφῶς;
ΑΛ. ἐγὼ φράσω σοι. τὴν ἐμὴν κίστην ἰὼν
ξύλλαβε σιωπῇ καὶ βασάνισον ἅττ᾽ ἔνι,
καὶ τὴν Παφλαγόνος· κἀμέλει κρινεῖς καλῶς.
ΔΗ. φέρ᾽ ἴδω, τί οὖν ἔνεστιν; ΑΛ. οὐχ ὁρᾷς κενήν,
1215 ὦ παππίδιον; ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν.
ΔΗ. αὕτη μὲν ἡ κίστη τὰ τοῦ δήμου φρονεῖ.
ΑΛ. βάδιζέ νυν καὶ δεῦρο πρὸς τὴν Παφλαγόνος.
ὁρᾷς ‹τάδ᾽;› ΔΗ. οἴμοι, τῶν ἀγαθῶν ὅσων πλέα.
ὅσον τὸ χρῆμα τοῦ πλακοῦντος ἀπέθετο·
1220 ἐμοὶ δ᾽ ἔδωκεν ἀποτεμὼν τυννουτονί.
ΑΛ. τοιαῦτα μέντοι καὶ πρότερόν σ᾽ ἠργάζετο·
σοὶ μὲν προσεδίδου μικρὸν ὧν ἐλάμβανεν,
αὐτὸς δ᾽ ἑαυτῷ παρετίθει τὰ μείζονα.
ΔΗ. ὦ μιαρέ, κλέπτων δή με ταῦτ᾽ ἐξηπάτας;
1225 ἐγὼ δέ «τυ ἐστεφάνιξα κἠδωρησάμαν».
ΠΑ. ἐγὼ δ᾽ ἔκλεπτον ἐπ᾽ ἀγαθῷ γε τῇ πόλει.
ΔΗ. κατάθου ταχέως τὸν στέφανον, ἵν᾽ ἐγὼ τουτῳὶ
αὐτὸν περιθῶ. ΑΛ. κατάθου ταχέως, μαστιγία.
ΠΑ. οὐ δῆτ᾽, ἐπεί μοι χρησμός ἐστι Πυθικὸς
1230 φράζων, ὑφ᾽ οὗ χρεὼν ἔμ᾽ ἡττᾶσθαι μόνου.
ΑΛ. τοὐμόν γε φράζων ὄνομα καὶ λίαν σαφῶς.
***
ΑΛΛ. (Μονολογεί:) Αλίμονό μου, πούθε να οικονομήσω λαγό;
Ψυχή μου, κόλπο μόρτικο την ώρα αυτή στοχάσου.
ΠΑΦ. (Δείχνοντας κρέατα λαγού που έφερε:) Φουκαρά μου, τα βλέπεις τούτα;
ΑΛΛ. Χαρά στο πράμα! (Προσποιείται ότι βλέπει στο βάθος της παρόδου:) Νά τοι, έρχονται σε μένα εκείνοι εκεί, κάτι πρεσβευτές, κρατώντας πουγκιά με ασημένια νομίσματα.
ΠΑΦ. Πού ᾽ν᾽ τοι, πού ᾽ν᾽ τοι; (Αφήνει το πιάτο του και τρέχει να τους δει).
ΑΛΛ. Τί ανακατεύεσαι εσύ; Άσε ήσυχους τους ξένους! (Αρπάζει το πιάτο του Παφλαγόνα και το προσφέρει στον Δήμο:) Δημούλη μου, βλέπεις τον λαγό που σου σερβίρω;
ΠΑΦ. [1200] Αλίμονό μου, ο καψερός! (Στον Αλλαντοπώλη:) Άρπαξες άτιμα το δικό μου κανίσκι.
ΑΛΛ. Κι εσύ δεν έκανες τα ίδια, μά τον Ποσειδώνα, με τους αιχμάλωτους της Πύλου;
ΔΗΜ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Κάνε μου μια χάρη: πες μου, πώς εμπνεύστηκες να του τ᾽ αρπάξεις;
ΑΛΛ. Της Αθηνάς η έμπνευση, μα η κλεψιά δική μου. Όπως και να ᾽χει, εγώ το ρισκάρισα.
ΠΑΦ. Όπως και να ᾽χει, εγώ το μαγείρεψα.
ΔΗΜ. (Στον Παφλαγόνα:) Στρίβε εσύ, γιατί, όπως και να ᾽χει, όποιος μου το σερβίρισε, σ᾽ αυτόν η υποχρέωση.
ΠΑΦ. Αλίμονό μου ο δύστυχος, θα με βάλει κάτω στην ξετσιπωσιά.
ΑΛΛ. Δήμε, τί περιμένεις και δεν βγάζεις κρίση ποιός από τους δυο μας είναι άντρας καλύτερος για σένα και το στομάχι σου;
ΔΗΜ. Σε ποιό κριτήριο να βασιστώ
[1210] για να παραδεχτούν οι θεατές ότι η κρίση μου είναι ορθή;
ΑΛΛ. Θα σ᾽ το πω εγώ: χωρίς πολλά λόγια, πήγαινε, πάρε το δικό μου καλάθι κι εξέτασε τί έχει μέσα· πάρε και του Παφλαγόνα. Κι έννοια σου, θα βγάλεις κρίση ορθή.
ΔΗΜ. (Παίρνει και εξετάζει το καλάθι του Αλλαντοπώλη:) Γιά να δω, τί έχει μέσα;
ΑΛΛ. Δεν βλέπεις, παππούλη; Άδειο! Γιατί όλα τα πρόσφερα σε σένα.
ΔΗΜ. Αυτό το καλάθι σίγουρα πιστεύει στη δημοκρατία!
ΑΛΛ. Τώρα πήγαινε προς τα εδώ, στο καλάθι του Παφλαγόνα. Τα βλέπεις αυτά; (Ο Δήμος εξετάζει το καλάθι του Παφλαγόνα).
ΔΗΜ. Βρε, βρε! Με πόσα καλούδια είναι φίσκα! Πόσα κομμάτια απ᾽ την πίτα κράτησε για πάρτη του!
[1220] Και για μένα έκοψε ένα τοσοδούλι και μου το ᾽δωσε.
ΑΛΛ. Και να ᾽ταν η πρώτη φορά που σου την έφερε έτσι! Σε σένα έδινε ένα μικρό μερτικό απ᾽ όσα έπαιρνε και στην αφεντιά του ο ίδιος φίλευε τα μεγαλύτερα.
ΔΗΜ. (Στον Παφλαγόνα:) Σίχαμα, μ᾽ έκλεβες κι έτσι μ᾽ εξαπατούσες!
Κι εγώ στεφάνια σ᾽ έπλεξα, σε φόρτωσα με δώρα.
ΠΑΦ. Μα εγώ έκλεβα για το καλό του έθνους.
ΔΗΜ. Απόθεσε γρήγορα το στεφάνι, για να το φορέσω σ᾽ ετούτον.
ΑΛΛ. Απόθεσέ το γρήγορα, ρεμάλι!
ΠΑΦ. Μια στιγμή! Έχω χρησμό απ᾽ την Πυθία,
[1230] που λέει από ποιόν άντρα είναι γραμμένο να νικηθώ — μόνο από έναν!
ΑΛΛ. Σίγουρα λέει καθαρά και ξάστερα το δικό μου όνομα.