Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (760-798)

760 ΒΔ. ἴθ᾽, ὦ πάτερ, πρὸς τῶν θεῶν ἐμοὶ πιθοῦ.
ΦΙ. τί σοι πίθωμαι; λέγ᾽ ὅ τι βούλει πλὴν ἑνός.
ΒΔ. ποίου; φέρ᾽ ἴδω. ΦΙ. τοῦ μὴ δικάζειν. τοῦτο δὲ
Ἅιδης διακρινεῖ πρότερον ἢ ᾽γὼ πείσομαι.
ΒΔ. σὺ δ᾽ οὖν, ἐπειδὴ τοῦτο κεχάρηκας ποιῶν,
765 ἐκεῖσε μὲν μηκέτι βάδιζ᾽, ἀλλ᾽ ἐνθάδε
αὐτοῦ μένων δίκαζε τοῖσιν οἰκέταις.
ΦΙ. περὶ τοῦ; τί ληρεῖς; ΒΔ. ταὔθ᾽ ἅπερ ἐκεῖ πράττεται·
ὅτι τὴν θύραν ἀνέῳξεν ἡ σηκὶς λάθρᾳ,
ταύτης ἐπιβολὴν ψηφιεῖ μίαν μόνην.
770 πάντως δὲ κἀκεῖ ταῦτ᾽ ἔδρας ἑκάστοτε.
καὶ ταῦτα μέν νυν εὐλόγως· ἢν ἐξέχῃ
εἴλη κατ᾽ ὄρθρον, ἠλιάσει πρὸς ἥλιον·
ἐὰν δὲ νείφῃ, πρὸς τὸ πῦρ καθήμενος·
ὕοντος εἴσει· κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός,
775 οὐδείς σ᾽ ἀποκλείσει θεσμοθέτης τῇ κιγκλίδι.
ΦΙ. τουτί μ᾽ ἀρέσκει. ΒΔ. πρὸς δὲ τούτοις γ᾽, ἢν δίκην
λέγῃ μακράν τις, οὐχὶ πεινῶν ἀναμενεῖς
δάκνων σεαυτὸν καὶ τὸν ἀπολογούμενον.
ΦΙ. πῶς οὖν διαγιγνώσκειν καλῶς δυνήσομαι
780 ὥσπερ πρότερον τὰ πράγματ᾽ ἔτι μασώμενος;
ΒΔ. πολλῷ γ᾽ ἄμεινον· καὶ λέγεται γὰρ τουτογί,
ὡς οἱ δικασταὶ ψευδομένων τῶν μαρτύρων
μόλις τὸ πρᾶγμ᾽ ἔγνωσαν ἀναμασώμενοι.
ΦΙ. ἀνά τοί με πείθεις. ἀλλ᾽ ἐκεῖν᾽ οὔπω λέγεις,
785 τὸν μισθὸν ὁπόθεν λήψομαι. ΒΔ. παρ᾽ ἐμοῦ. ΦΙ. καλῶς,
ὁτιὴ κατ᾽ ἐμαυτὸν κοὐ μεθ᾽ ἑτέρου λήψομαι.
αἴσχιστα γάρ τοί μ᾽ ἠργάσατο Λυσίστρατος
ὁ σκωπτόλης. δραχμὴν μετ᾽ ἐμοῦ πρώην λαβὼν
ἐλθὼν διεκερματίζετ᾽ ἐν τοῖς ἰχθύσιν,
790 κἄπειτ᾽ ἐνέθηκε τρεῖς λοπίδας μοι κεστρέων·
κἀγὼ ᾽νέκαψ᾽· ὀβολοὺς γὰρ ᾠόμην λαβεῖν·
κᾆτα βδελυχθεὶς ὀσφρόμενος ἐξέπτυσα·
κᾆθ᾽ εἷλκον αὐτόν. ΒΔ. ὁ δὲ τί πρὸς ταῦτ᾽ εἶφ᾽; ΦΙ. ὅ τι;
ἀλεκτρυόνος μ᾽ ἔφασκε κοιλίαν ἔχειν·
795 «ταχὺ γοῦν καθέψεις τἀργύριον,» ἦ δ᾽ ὃς λέγων.
ΒΔ. ὁρᾷς ὅσον καὶ τοῦτο δῆτα κερδανεῖς.
ΦΙ. οὐ πάνυ τι μικρόν. ἀλλ᾽ ὅπερ μέλλεις πόει.
ΒΔ. ἀνάμενέ νυν· ἐγὼ δὲ ταῦθ᾽ ἥξω φέρων.

***
760 ΒΔΕ. Πατέρα, να χαρείς, σ᾽ εμένα πείσου.
ΦΙΛ. Σ᾽ ό,τι αγαπάς, εκτός μονάχα σε ένα.
ΒΔΕ. Και ποιό είν᾽ αυτό; ΦΙΛ. Μην πεις να μη δικάζω.
Αυτό πριν γίνει, ο Άδης θα το κρίνει.
ΒΔΕ. Αλλ᾽ αν αυτό τόση χαρά σού δίνει,
αντί να τρέχεις έξω, του σπιτιού σου
δίκαζε τους ανθρώπους εδώ μέσα.
ΦΙΛ. Σάχλες! Πάνω σε τί; ΒΔΕ. Μα πάνω στα ίδια
που γίνονται εκεί κάτω. Η οικονόμα
κρυφάνοιξε την πόρτα; ένα και μόνο
θα της ορίσεις πρόστιμο· σαν τί άλλο
770 κάνεις δα κι εκεί πέρα κάθε τόσο;
Πιο λογικά εδώ κιόλας. Ξημερώνει
λιακάδα; ηλιαστής στον ήλιο θα είσαι.
Χιονίζει; θα δικάζεις πλάι στο τζάκι.
Βρέχει; Θα μπαίνεις μέσα. Θεσμοθέτης
κανείς την καγκελόπορτα μπροστά σου,
και μεσημέρι νά ᾽βγεις, δε θα κλείνει.
ΦΙΛ. Αυτό μ᾽ αρέσει. ΒΔΕ. Κι αν κανείς στη δίκη
μακρηγορεί, θα τρως, κι όχι απ᾽ την πείνα
να σου ᾽ρχεται να φας και τον εαυτό σου
και τον κατηγορούμενο. ΦΙΛ. Πώς όμως
780 σωστά θα κρίνω εκεί που θα μασάω;
ΒΔΕ. Και πιο σωστά από πριν. Λέει ένας λόγος:
Οι μάρτυρες ψευτιές σαν αραδιάζουν,
οι δικαστές θα βρούνε την αλήθεια,
μόνο αν το πράγμα ωραία το ξεψαχνίσουν.
ΦΙΛ. Καλά όλ᾽ αυτά που λες, μα το μισθό μου
πούθε θα παίρνω εγώ; ΒΔΕ. Από μένα. ΦΙΛ. Ωραία·
όχι να τον μοιράζομαι και με άλλους.
Ξέρεις πώς μου την έσκασε μια μέρα
ο μάγκας ο Λυσίστρατος; Μας δώσανε
να μοιραστούμε μια δραχμή· την παίρνει
και πάει σ᾽ έναν ψαρά να την αλλάξει
790 και μες στο χέρι τρία μου βάζει λέπια·
τα πήρα για οβολούς και μες στο στόμα
τα χώνω εγώ, μα ευθύς τα ξαναφτύνω
από την αναγούλα. Και του κάνω
μήνυση. ΒΔΕ. Μπα! Και τί είπ᾽ εκείνος; ΦΙΛ. Τί είπε;
πως έχω, λέει, στομάχι κοκορίσιο
και πως χωνεύω τα λεφτά άψε σβήσε.
ΒΔΕ. Βλέπεις λοιπόν πως και σ᾽ αυτό έχεις κέρδος.
ΦΙΛ. Ναι, κι αρκετό. Γιά κάμε ό,τι θα κάμεις.
ΒΔΕ. Καρτέρα· πάω να φέρω αυτά που πρέπει.
Μπαίνει στο σπίτι.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΛΗΘΑΙΑ

ΛΗΘΑΙΑ
(πέτρα)
 
Η Ληθαία, σύζυγος του Ώλενου, περηφανευόταν ότι με τα κάλλη της μπορούσε να ανταγωνιστεί και μια θεά.
 
Οι θεοί την τιμώρησαν για την αλαζονεία της μεταμορφώνοντάς την σε πέτρα ή πέτρινο άγαλμα στο βουνό Ίδη.
 
Μαζί της μεταμόρφωσαν και τον Ώλενο, αν και αθώο, που είχε προσπαθήσει να πάρει το σφάλμα επάνω του.

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ THOMAS JONATHAN ''STONEWALL'' JACKSON (1824 - 1863)

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ THOMAS JONATHAN ''STONEWALL'' JACKSON (1824 - 1863)

Στρατηγός "Stonewall" Jackson

Στις 21 Ιανουαρίου του 1824 γεννήθηκε ο Thomas Jonathan "Stonewall" Jackson, ο πιο γνωστός και πιο ηρωικός στρατηγός των Νοτίων (Confederacy) στο Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο (1861 - 1865), μετά βέβαια, τον Στρατηγό Robert E. Lee.

Πορτρέτο του Stonewall Jackson (1864, JW King) βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη στην Ουάσιγκτον.

Ο Jackson χτυπήθηκε, κατά λάθος, από πυρά στρατιωτών της Συνομοσπονδίας (νοτίων), στη Μάχη του Chancellorsville, στις 2 Μαΐου του 1863, όπου και επέζησε, χάνοντας όμως το ένα του χέρι, το οποίο ακρωτηριάστηκε. Οκτώ ημέρες μετά, ωστόσο, στις 10 Μαΐου του 1863, καταβεβλημένος από πνευμονία, υπέκυψε από επιπλοκές και πέθανε. Ο θάνατός του ήταν μεγάλη απώλεια για τον στρατό των Νοτίων και δημιούργησε μεγάλο μειονέκτημα στην προοπτική της νίκης που διαφαινόταν μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή, χτυπώντας επίσης και το ηθικό του στρατού αλλά και του λαού των Νοτίων.

Στρατιωτικοί ιστορικοί θεωρούν τον Τζάκσον έναν από τους πιο ταλαντούχους διοικητές τακτικού στρατού, στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η φημισμένη του εκστρατεία του γνωστή ως ‘Valley Campaign’, στην κοιλάδα του Shenandoah στην Virginia, όπου κύκλωσε αιφνιδιαστικά, τον στρατό των Βορείων, αποτελεί, μέχρι σήμερα, αντικείμενο μελέτης σε όλο τον κόσμο ως παράδειγμα καινοτόμου και τολμηρής ηγεσίας.

Στην ‘Valley Campaign’ ο Jackson με 17.000 άντρες βάδισε 646 μίλια (1.040 χλμ) σε 48 ημέρες, νικώντας σε διάφορες μικρές μάχες και εμποδίζοντας τρεις στρατιές της Ένωσης (Βόρειοι), συνολικά 52.000 αντρών, από το να επιτεθούν στο Richmond. Διέπρεψε επίσης και σε άλλες μάχες: Στην πρώτη μάχη του Bull Run (όπου του έδωσαν το διάσημο παρατσούκλι "Stonewall" που σημαίνει «Πέτρινος Τοίχος», γιατί στεκόταν ακίνητος και ατρόμητος, ενώ σφύριζαν δίπλα του οι σφαίρες του εχθρού), στην δεύτερη μάχη του Bull Run, στο Antietam, και στο Fredericksburg.


Ο "Stonewall" Jackson ήταν ένας από τους πιο παράξενους στρατηγούς στην υπηρεσία του στρατού των Συνομοσπονδιακών Πολιτειών της Αμερικής (Confederate States of America – C.S.A.).
Τον διακατείχε θρησκευτικός ζήλος, αλλά διψούσε για την μάχη. Παρά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, τις περισσότερες από τις μάχες τις έδωσε την Κυριακή.

Ήταν εξαιρετικά πειθαρχημένος, αλλά θα μπορούσε να αγνοήσει μια διαταγή, αν διαφωνούσε. Ήταν ο άνθρωπος που εμπιστευόταν πιο πολύ ο Στρατηγός Lee, όμως ο ίδιος ο Jackson αισθανόταν ότι ήταν υποτεταγμένος σε κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό του και τον Θεό.

Με τα χρόνια, το όνομα του Stonewall Jackson έφθασε να έχει πάρει σχεδόν μυθικές διαστάσεις.

Το περιστατικό για το πώς πήρε το διάσημο παρατσούκλι του είναι το εξής.

Κατά τη διάρκεια της μάχης στην Manassas, όταν ο Στρατηγός των Νοτίων Bernard Bee είδε τον Jackson και τους άντρες του από την Virginia να στέκονται ακλόνητοι παρά την σφοδρή επίθεση από τους στρατιώτες των Βορείων, φώναξε, "Νάτος ο Jackson, στέκεται σαν πέτρινος τοίχος." Λίγο μετά μία σφαίρα από Γιάνκη χτύπησε τον Bee.

Ο Thomas Jonathan Jackson γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1824, στο Clarksburg της Virginia (νυν Δυτική Βιρτζίνια). Ο πατέρας του, ήταν δικηγόρος και πέθανε όταν ο Thomas ήταν μόλις 6 χρονών και ο θάνατος του είχε αποτέλεσμα να βρεθεί η οικογένεια σε μεγάλη φτώχια. Η μητέρα του, αργότερα ξαναπαντρεύτηκε αλλά ο νέος σύζυγός της δεν ήθελε τα παιδιά της, και έτσι ο μικρός Thomas στάλθηκε για να ζήσει με συγγενείς.

Από τύχη ο Thomas γράφτηκε στη φημισμένη Στρατιωτική Ακαδημία των ΗΠΑ στο West Point της Βιρτζίνια. Ο δόκιμος Τζάκσον ήταν τόσο ντροπαλός και προσεκτικός στους τρόπους του που οι συμμαθητές του δεν τον είχαν παρατηρήσει ακόμα, τους πρώτους έξι μήνες.


Ο Jackson αποφοίτησε από την Ακαδημία το 1846, 17ος σε μια τάξη 59 μαθητών. Ήταν ο καιρός που μόλις άρχιζε ο Μεξικανικός Πόλεμος. Υπηρέτησε στο μέτωπο για δύο χρόνια, στο πυροβολικό και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο στρατόπεδο Carlisle στην Πενσυλβάνια. Αλλά ο στρατός σε καιρό ειρήνης δεν άρεσε στον Τζάκσον και υπέβαλε την παραίτησή του το 1851 για να δεχτεί μια θέση δασκάλου στο Στρατιωτικό Ινστιτούτο (Virginia Military Institute) στο Lexington της Βιρτζίνια.

Το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου βρήκε τον Jackson να διδάσκει ακόμη στο VMI. Διατάχθηκε να βρεθεί στο Richmond, μαζί με ολόκληρο το σώμα των δοκίμων της Σχολής ενώ λιγότερο από μια εβδομάδα αργότερα, ο συνταγματάρχης Jackson ανέλαβε τη διοίκηση των στρατευμάτων στο Ferry Harper και σύντομα προήχθη σε ταξίαρχο.

Μετά το First Manassas, ο Jackson προήχθη σε υποστράτηγο και τοποθετήθηκε στην κοιλάδα της Shenandoah Valley, όπου έτρεψε τα στρατεύματα της Ένωσης σε άτακτη φυγή, εξαπολύωντας ένα ανελέητο κυνηγητό και γεμίζοντας τους Βόρειους με σύνδρομα κατωτερότητας. Οι 'Γιάνκηδες' θα είχαν σηκώσει ακόμη περισσότερη σκόνη πίσω τους, εάν δεν τον είχε διατάξει ο Robert E. Lee να κατευθυνθεί στην χερσόνησο της Ανατολικής Βιρτζίνια, όπου 100.000 στρατιώτες της Ένωσης υπό τον στρατηγό Τζορτζ McClellan έκαναν επίθεση.

Ο Jackson άφησε απρόθυμα την κοιλάδα, πλην όμως σε λίγο ο στρατός του Βορείων του McClelland γύριζε τρέχοντας πανικοβλημένος, πίσω στην βάση του.
 
Όταν κάποιος λοχαγός του τον ρώτησε πως είναι τόσο ατρόμητος και γενναίος στην μάχη ο Jackson απάντησε: "Captain, my religious belief teaches me to feel as safe in battle as in bed. God has fixed the time for my death. I do not concern myself about that, but to be always ready, no matter when it may overtake me. That is the way all men should live, and then all would be equally brave." Δηλαδή: "Λοχαγέ, οι θρησκευτικές μου πεποιθήσεις με διδάσκουν να αισθάνομαι το ίδιο ασφαλής στην μάχη, όπως και στο κρεβάτι μου. Ο Θεός έχει καθορίσει τον χρόνο για το θάνατό μου. Δεν ανησυχώ λοιπόν γι 'αυτό, αλλά για το αν είμαι πάντα έτοιμος, ότι και να μου συμβεί. Αυτός είναι ο τρόπος που όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ζουν, και τότε όλοι θα ήταν εξίσου γενναίοι. "

      Τελευταία επίσκεψη του Στρατηγού Robert E. Lee στον τάφο του Stonewall Jackson από Eckhart Louis (1872). Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου Ουάσιγκτον.

Όταν πέθανε έγινε μεγάλος θρήνος στο Νότο. Ο Στρατηγός Lee ποτέ δεν ξεπέρασε το σοκ.

Όλοι αναρωτιούνται, αν ο Jackson ήταν παρών στη Μάχη του Gettysburg, δύο μήνες αργότερα, (όπου έχασαν οι Νότιοι και άρχισε για αυτούς η αντίστροφη μέτρηση) αν η έκβαση του πολέμου θα ήταν πολύ διαφορετική με τον Τζάκσον στα πεδία της μάχης.

Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Let us cross over the river, and rest under the shade of the trees» («Ας διαβούμε το ποτάμι και ας ξεκουραστούμε κάτω από την σκιά των δέντρων»).

Long Live the South...!!!

(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

ΔΕΣ:
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1775 - 1783) & Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΩΝ Η.Π.Α (1776)

Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - AMERICAN CIVIL WAR

Σαμποτάρουμε την ευκαιρία μας να ζήσουμε κάτι δυνατό

Φοβικοί εν έτι 2019, ίσως κι εντονότερα από ποτέ, αφού οι μόνοι είναι πιο μόνοι και περισσότεροι από ποτέ. Ίσως ασυνείδητα, πίσω από το φόβο της δέσμευσης, να μην κρύβεται ο φόβος της ζωής μέσα στη σχέση, αλλά ο φόβος των έντονων συναισθημάτων που θα επέλθουν μετά το χωρισμό. Όταν νιώσεις σε κάθε κύτταρο του κορμιού σου το θυμό, τη θλίψη, την απογοήτευση, την απόρριψη, την αγάπη, τη λαχτάρα, τον έρωτα, μόνο τότε αισθάνεσαι απόλυτα ζωντανός κι ίσως αυτό είναι που τους φοβίζει τελικά.

Το να φοβάσαι τη δέσμευση, είναι σαν να σαμποτάρεις τον εαυτό σου από το να ζήσει τα παραπάνω συναισθήματα. Μένοντας έτσι στα μέτρια, στα χλιαρά και τα ανούσια, σ’ εφήμερες και περιστασιακές σχέσεις της μιας νύχτας, της μιας εβδομάδας, του ενός μήνα. Μόλις νιώσεις πως πάει να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω το κόβεις μαχαίρι. Στερείς δηλαδή από τον εαυτό σου την απόλαυση που μπορεί να επιφέρει η ερωτική δέσμευση με τον άνθρωπο που θες.

Ακούγεται από πολλούς το «δε θέλω να μπω σε μια σχέση γιατί φοβάμαι μην πληγωθώ». Είναι σαν να λες «θέλω να μπω στη θάλασσα να κολυμπήσω αλλά δε θέλω να βραχώ». Mα και να πληγωθείς τι έγινε; Ούτε ο πρώτος θα ‘σαι ούτε ο τελευταίος. Και να βιώσεις την απόρριψη, όσο και να σε πονάει, τι έγινε; Προσπάθησες να ζήσεις κάτι, προσπάθησες για κάτι που έστω και λίγο πίστεψες πως άξιζε. Μπήκες μέσα σ’ ένα από τα παιχνίδια της ζωής κι έχασες, μα δεν πειράζει. Θα μπεις και θα ξαναπροσπαθήσεις όσες φορές χρειαστεί. Αν κάτι συνέβη μια φορά και σε πλήγωσε δεν πάει να πει πως θα συμβεί και πάλι, όχι τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο. Στο χέρι σου είναι και θα είναι κάθε φορά το πόσο θα αφήσεις οτιδήποτε κι οποιονδήποτε να σε πληγώσει.

Ο φόβος της δέσμευσης έχει κατά κύριο λόγο ψυχολογική ερμηνεία. Συνήθως, προκύπτει από κάποιο παιδικό βίωμα ή από την εικόνα μιας λανθασμένης ερωτικής σχέσης που χαράχθηκε και πλέον καταγράφηκε στο υποσυνείδητο. Έχοντας, λοιπόν, βιώσει παρόμοιες ενδεχομένως καταστάσεις, αυτοί οι άνθρωποι αρκούνται στα μέτρια, καθώς δεν τολμάνε να τα παίξουν όλα για όλα. Μένουν θεατές της ζωής που περνάει από μπροστά τους χωρίς να τους νοιάζει και τόσο αν θα ‘ναι οι ίδιοι πρωταγωνιστές, πιστεύοντας πως οποιαδήποτε σχέση ξεκινήσουν, θα έχει την ίδια, άσχημη κατάληξη με αυτήν που τους έχει στιγματίσει.

Πάντοτε υπάρχει ο φόβος του μετά. Τι γίνεται δηλαδή άμα μπεις σε μια σχέση, όλα πάνε καλά κι ύστερα για τον οποιοδήποτε λόγο χωρίσεις; Γιατί, άνθρωποι είμαστε, συμβαίνουν κι αυτά. Δεν υπογράφει κανείς συμβόλαιο αιώνιας δέσμευσης κι αγάπης. Κι εδώ είναι το σημείο που δίνεται όνομα σ’ όλο αυτό. Ο φόβος της απόρριψης, λοιπόν, που είναι και η βαθύτερη αιτία του φόβου της δέσμευσης. Δε θες να δεις τον εαυτό σου να κλαίει και να οδύρεται για τον άνθρωπο που αποχωρίστηκες, δε θες να το ζήσεις όλο αυτό.

Μα θυμήσου πως όσο οδυνηρό και ψυχοφθόρο φαίνεται κάτι, έχει και την καλή του την πλευρά. Δε χρειάζεται να αφήνεις τον εαυτό σου στο περιθώριο. Ό,τι κι αν έρθει, μην το φοβηθείς, ζήσε το!

«Θετική ψυχολογία», μια επιστημονική στροφή προς την αισιοδοξία

Η Θετική Ψυχολογία είναι ένας καινούριος κλάδος της Ψυχολογίας, που έρχεται να ανατρέψει τα όσα θεωρούσαμε ως τώρα για την ευτυχία. Το 2000 ο πατέρας της Θετικής Ψυχολογίας, Martin Seligman, έθεσε ένα ερώτημα για τον σκοπό και την πορεία της επιστήμης του. Μήπως αντί να μελετούμε μόνο τις ψυχικές διαταραχές και τα αρνητικά συναισθήματα, υπάρχει κάποιο όφελος αν εξετάσουμε τα θετικά συναισθήματα; Συναισθήματα, όπως το ενδιαφέρον, η χαρά, η ικανοποίηση, η ευγνωμοσύνη είχαν μελετηθεί ως τότε ελάχιστα εφόσον οι ψυχικές διαταραχές και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα χρειάζονται άμεσες λύσεις.

Όμως, όπως φαίνεται το ότι δεν είμαστε ψυχικά ασθενείς δεν σημαίνει αυτόματα πως είμαστε ευτυχισμένοι. Πολλοί άνθρωποι χωρίς να πληρούν τα κριτήρια ψυχικών διαταραχών μπορεί να περιγράφουν τη ζωή τους ως μονότονη, κενή, βαρετή, χωρίς σκοπό και νόημα. Η Θετική Ψυχολογία υποστηρίζει πως μόνο το 10% της αντικειμενικής πραγματικότητα επηρεάζει τελικά την αίσθηση της ευτυχίας μας. Τον καθοριστικότερο ρόλο παίζουν τα όσα σκεφτόμαστε και νιώθουμε για αυτήν τη πραγματικότητα. Τα ερευνητικά αυτά δεδομένα έρχονται να επιβεβαιώσουν ιδέες που διατυπώθηκαν αιώνες πριν. Στωικοί ψυχολόγοι, όπως ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αυρήλιος έχουν διατυπώσει ακριβώς αυτήν την ιδέα. Η στάση μας απέναντι στις δυσκολίες της ζωής είναι ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας για την ευτυχία μας.

Η Barbara Fredrickson διατύπωσε το 1998 τη θεωρία των θετικών συναισθημάτων, τη θεωρία διεύρυνσης και δόμησης. Οι έρευνές της έδειξαν πως τα θετικά συναισθήματα διευρύνουν την προσοχή μας καθώς και άλλες γνωστικές ιδιότητες. Το πιο σημαντικό που μας προσφέρουν είναι πως «χτίζουν» σωματικούς, γνωστικούς, συναισθηματικούς και κοινωνικούς πόρους, που στο μέλλον θα μας κάνουν πιο ανθεκτικούς έτσι ώστε να επανέλθουμε πιο γρήγορα σε κάποια αντιξοότητα.

Το τι είναι η ευτυχία είναι ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει τον άνθρωπο ανά τους αιώνες και σίγουρα απασχολεί και τον καθένα μας ξεχωριστά στην προσπάθειά μας να ζήσουμε με τον τρόπο που θέλουμε μέσα σε πολλές ή λίγες αντιξοότητες. Το μεγαλύτερο θετικό που έρχεται να φέρει η Θετική Ψυχολογία είναι πως οι έρευνες δείχνουν πως η ευτυχία μαθαίνεται. Πως ευτυχία σημαίνει τελικά να βιώνεις όσο το δυνατόν περισσότερα θετικά συναισθήματα στην καθημερινότητά σου. Για τον καθένα αυτές οι στιγμές μπορεί να είναι διαφορετικές ανάλογα με τις αξίες του, τις προτιμήσεις του, τα όνειρά του.

Οι έρευνες δείχνουν πως γινόμαστε πιο θετικοί, ακόμη κι αν κάνουμε κάτι που φαίνεται ασήμαντο, αν δηλαδή σημειώνουμε σε ένα ημερολόγιο κάθε βράδυ τρία πράγματα για τα οποία νιώσαμε ευγνώμονες τη μέρα που πέρασε. Οι έρευνες επίσης δείχνουν πως η θετικότητα συνδέεται με την καλή σωματική και ψυχική υγεία. Αυτό δεν σημαίνει πως γινόμαστε άτρωτοι ψυχικά και σωματικά, όταν βιώνουμε θετικά συναισθήματα,  όμως αρρωσταίνουμε με λιγότερα συμπτώματα και αναρρώνουμε πιο γρήγορα. Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό, ζούμε περισσότερα χρόνια. Είναι ο μόνος παράγοντας που έχει αποδειχθεί πως αυξάνει το προσδόκιμο ζωής.

Το να βιώνουμε θετικά συναισθήματα δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να βιώνουμε και τα αρνητικά. Ακριβώς το αντίθετο. Όσο περισσότερο αποδεχόμαστε τον θυμό, τη λύπη και τον φόβο μας, τόσο καλύτερα είμαστε. Η εκπαίδευσή μας πάνω στα συναισθήματα αποδείχθηκε πολύ παραπλανητική. Έχουμε μάθει να εστιάζουμε ιδιαίτερα στο αρνητικό, να χάνουμε το δάσος για τα δέντρα. Ταυτόχρονα, έχουμε μάθει να θεωρούμε πως είναι κακό να λυπόμαστε, να φοβόμαστε ή να θυμώνουμε. Όσο περισσότερο παλεύουμε με τον αρνητισμό, που είναι μέσα στην ίδια μας τη φύση, τόσο πιο δυστυχισμένοι είμαστε, τόσο η οδύνη μας γιγαντώνεται.
Αν περιμένουμε πως θα είμαστε ευτυχισμένοι, όταν δεν θα υπάρχει θυμός, λύπη και φόβος η εξωτερική αντιξοότητα, τότε είναι σίγουρο πως δεν θα ευτυχήσουμε ποτέ εν ζωή.
Η μεγάλη πρόκληση είναι να αρχίσουμε να χτίζουμε μια ζωή με περισσότερη θετικότητα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας βομβαρδίζουν καθημερινά με τον τρόμο και την οργή. Μας δίνουν την αίσθηση πως ο κόσμος είναι το πιο επικίνδυνο, το πιο άδικο μέρος, πως κινδυνεύουμε συνεχώς, πως δεν υπάρχει καμία, μα καμία ελπίδα. Όμως για όλα αυτά τα αρνητικά, υπάρχουν άλλα τόσα θετικά που αποσιωπούνται. Η αγάπη, η φιλία, η τέχνη, η ευχαρίστηση, η προσφορά, η δημιουργία μπορεί να είναι δίπλα μας κι εμείς να βαριανασαίνουμε για τα όσα μας λείπουν. Το δυστυχές είναι πως η ευτυχία έχει ταυτιστεί τρομερά με την επιτυχία και με το χρήμα. Φαίνεται όμως πως κι αυτό ήταν λάθος. Και η επιτυχία και το χρήμα συνηθίζονται και το κενό που μπορούν να δώσουν μετά μπορεί να είναι τεράστιο, όταν δεν έχουμε ανθρώπους γύρω μας που να μας δίνουν χαρά, όταν δεν βρίσκουμε τελικά για ποιο λόγο ήρθαμε σε αυτή τη ζωή και έχουμε σταματήσει να ονειρευόμαστε.

Και ο κόσμος που θα παραδώσουμε στα παιδιά; Τι έχουμε λοιπόν να τους δείξουμε τώρα; Η ωμή βία, εκτός από τις ειδήσεις, κυριαρχεί στις ταινίες, τις τηλεοπτικές σειρές και τα βιντεοπαιχνίδια. Είναι ευθύνη μας το ότι αφηνόμαστε σε αυτήν την ωμή βία. Είναι ευθύνη μας το ότι δεν τους δίνουμε αντίδοτα στην αρνητικότητα. Σίγουρα υπάρχουν μεμονωμένα πρόσωπα, γονείς, επαγγελματίες ή φορείς που παλεύουν για ενσταλάξουν τη θετικότητα στις παιδικές ψυχές. Οι έρευνες δείχνουν πως τα θετικά συναισθήματα βοηθούν τα παιδιά να μαθαίνουν. Είναι αναγκαίο το σχολείο να γίνει χώρος όχι μόνο μάθησης, αλλά χαράς. Χώρος που βοηθά το κάθε παιδί να βρει το δικό του ταλέντο και όχι εργοστάσιο μαζικής παραγωγής αγχωμένων ανθρώπων. Τα παιδιά από τη φύση τους θέλουν να μάθουν, ο ενήλικος καταναγκασμός πολλές φορές τα εμποδίζει.  Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ είναι πως η χαρά και το νόημα για τον καθένα μας διαφέρει και για αυτό δεν πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε στα παιδιά τις δικές μας απόψεις για τη δική τους ευτυχία.

Φυσικά δεν μπορούμε να ελέγξουμε το εκπαιδευτικό σύστημα, όμως μπορούμε να ελέγξουμε τη θετικότητα που μεταδίδουμε όσοι έχουμε παιδιά, δουλεύουμε με παιδιά ή συναναστρεφόμαστε με κάποιο άλλο τρόπο μαζί τους.  Η θετικότητα είναι μεταδοτική, όπως άλλωστε και ο πανικός και η απελπισία. Σκεφτείτε πόσο καλά νιώσατε στον πρόσφατο μεγάλο σεισμό στην Αθήνα, όταν ακούσατε στην τηλεόραση «πως η πόλη άντεξε αυτόν τον σεισμό, πως όλα ήταν υπό έλεγχο». Και αντίστοιχα τι συναίσθημα σας κυρίευσε, όταν ακούσατε την ίδια περίοδο για «πρόβλεψη σεισμού 6 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ», παρόλο που είναι γνωστό πως δεν γίνεται πρόβλεψη σεισμών και που ο τίτλος αυτών των ειδήσεων δεν εξέφραζε με ακρίβεια τα όσα είπε ο σεισμολόγος.

Πρέπει λοιπόν να σταματήσουμε να ενοχοποιούμε τη χαρά. Είναι κάτι που αξίζει σε όλους μας και ο καθένας καλείται να ανακαλύψει μόνος του από πού θα πηγάσει για αυτόν. Οι έρευνες της Θετικής Ψυχολογίας δείχνουν τελικά πως αν επιτρέψουμε έστω και λίγη χαρά στον εαυτό μας, η ζωή μας αρχίζει να αλλάζει. Αν λοιπόν κάτι καλείται να κάνει ο άνθρωπος του 21ου αιώνα είναι να μην υποκύψει στην αρνητικότητα. Να μην δεχτεί πως ο κόσμος είναι ένα βίαιο, τρομακτικό μέρος, χωρίς αγάπη, χωρίς κανένα νόημα να ζεις μέσα σε αυτόν. Κι αν θέλουμε να βάλουμε το λιθαράκι του ο καθένας για να γίνει καλύτερος αυτός ο κόσμος, θα πρέπει πρώτα να δώσουμε αγάπη στον εαυτό μας.

Οπότε όσοι είμαστε τυχεροί  και μπορούμε και επιβιώνουμε, με τις δικές του δυσκολίες ο καθένας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια απόφαση, σε ένα μεγάλο σταυροδρόμι. Θα δούμε μόνο το αρνητικό ή και το θετικό μπροστά μας; Θα νιώσουμε αδικημένοι ή ευγνώμονες με τα όσα θα φέρει η κάθε μέρα; Θα αφήσουμε τη ζωή μας να ανθίσει ή θα περάσουμε τελικά από αυτή τη ζωή χωρίς να αγγίξουμε τίποτα και χωρίς τίποτα να μας αγγίξει;

Η τέχνη του να ωριμάζουμε

Ο πόνος και η δυσφορία είναι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια συγκεκριμένη ενεργειακή κατάσταση εντός του σώματος μας και συγκεκριμένα εντός του συναισθηματικού μας κόσμου. Αυτή λοιπόν η ενεργειακή κατάσταση που αντιλαμβανόμαστε, δια μέσου του σώματος μας και των συναισθημάτων μας ως δυσφορική, κρύβει συνήθως ένα φορτίο, το οποίο δεν έχουμε επιτρέψει ουδέποτε να γίνει μέρος του οργανικού μας συνόλου και είναι αυτό που προκαλεί τη δυσφορία.

Δυστυχώς όμως, τα δυσάρεστα συναισθήματα που νιώθουμε, τα ερμηνεύουμε ως απόρροια της συμπεριφοράς κάποιου άλλου απέναντί μας ή κάποιας εξωτερικής κατάστασης, αλλά αυτό είναι απλά ένα συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η σκέψη μας και τίποτα παραπάνω. Επιπλέον, σε επίπεδο διανοητικό, το δυσάρεστο βίωμα μας φαίνεται ως κάτι το απεχθές, το εχθρικό, το αφύσικό και κάτι από το οποίο χρειάζεται άμεσα να απαλλαγούμε.

Ο χειρισμός των δυσάρεστων συναισθημάτων


Χάρη στη περιορισμένη αντιληπτική μας ικανότητα, να δούμε την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα δυσάρεστα συναισθήματα και να προβούμε στον κατάλληλο χειρισμό τους, η αυτοματοποιημένη μας αντίδραση βασίζεται συνήθως στο φόβο, τον οποίο ακολουθεί η περίφημη «αντίσταση».

Αυτή η ψυχική δυσφορία, που αισθανόμαστε και που επαναλαμβάνεται τακτικά στη ζωή μας, είναι λες και μας χτυπάει την πόρτα ανά τακτά διαστήματα, προκειμένου να της ανοίξουμε και να περάσει μέσα ώστε να πάρει τη θέση της στην εστία του σπιτιού μας. Θυμίζει κάτι από τα μικρά παιδιά που αν και τα έχουν μαλώσει οι γονείς τους, εκείνα τρέχουν πίσω σ’ αυτούς και παρακαλούν να χωθούν στην αγκαλιά τους προκειμένου να πάρουν πάλι τη δικαιωματική τους θέση στην καρδιά τους και να κατευνάσουν το άγχος που αυτή η παροδική απομάκρυνση τους δημιουργεί.

Δυστυχώς, από τη στιγμή που γεννιόμαστε μαθαίνουμε, βάσει παραδείγματος, να φοβόμαστε και να αντιστεκόμαστε στον πόνο με το να προσπαθούμε να τον ελέγξουμε, να τον ελαχιστοποιήσουμε, να τον παγώσουμε, με το να προσπαθούμε να μας αποσπούμε την προσοχή, ή να μας ναρκώνουμε για να μη νιώθουμε. Είναι λες και τα δυσάρεστα συναισθήματα είναι οι εχθροί μας, από τους οποίους πρέπει να απαλλαγούμε πάση θυσία. Και επειδή δεν την έχουμε αμφισβητήσει ποτέ, αυτή τη καλά μαθημένη συνήθεια, δεν αναλογιζόμαστε ποτέ την πιθανότητα μια οποιαδήποτε εμπειρία ψυχικής δυσφορίας να είναι σκόπιμη και χρήσιμη. Μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος που έχει το σώμα μας να μας δείξει ότι κάτι έχουμε αφήσει έξω από την πόρτα, ένα αποτύπωμα που ίσως προσπαθεί εναγωνίως να μας περάσει το μήνυμα ότι περιμένει να του ανοίξουμε για να αναγνωρίσουμε το ουσιαστικό του πρόσωπο προκειμένου να επανασυνδεθεί με την υπόλοιπη «οικογένεια» και να επέλθει η χαρά και η οικογενειακή αρμονία.

Η ανάγκη να είμαστε συναισθηματικά διαθέσιμοι


Όταν λοιπόν αντιμετωπίζουμε ένα παιδί που γκρινιάζει και επιμένει είναι καλό να μην του αποσπούμε την προσοχή, να μην του τάζουμε δώρα, να μην το καθίζουμε μπροστά σε μια οθόνη και κυρίως να μην φανταζόμαστε ότι θα το ξεπεράσει και αυτό με κάποιο μαγικό τρόπο. Είναι βοηθητικό να στρεφόμαστε προς την ανάγκη του, όσο παράλογη και αν μας φαίνεται και να μην επιμένουμε στη δική μας. Είναι αυτές οι στιγμές που χρειάζεται να είμαστε συναισθηματικά διαθέσιμοι απέναντι του και συντονισμένοι στο παρόν με αυτό που πραγματικά του συμβαίνει και όχι να αντιδρούμε στη βάση της δικής μας δυσκολίας και του «δράματος» που βιώνουμε εκείνη τη στιγμή και σχεδόν πάντα δεν έχουμε ιδέα τί το πυροδοτεί.

Έτσι, το παιδί θα λάβει το μήνυμα ότι όταν δυσκολεύεται είναι σημαντικό να ανταποκρίνεται σε αυτό που του συμβαίνει, να το αναγνωρίζει, να το εκφράζει και να το αποδέχεται ως έχει, και σε δεύτερο χρόνο να μπαίνει σε δράση, αναλόγως με την κατάσταση που αντιμετωπίζει. Όταν απλά αντιδρούμε στις καταστάσεις, ουσιαστικά δρούμε βάσει ανεπίλυτων δικών μας θεμάτων. Όταν βιαζόμαστε να επιβάλουμε τη δική μας θέση, δεν συνομιλούμε με τον άλλον αλλά συνδιαλεγόμαστε με την έλλειψη επίγνωσης του δικού μας ασυνείδητου.

Σαφώς το ιδανικό είναι να γνωρίζουμε από που προέρχονται οι δικές μας συναισθηματικές δυσκολίες ώστε να μην τις προβάλουμε στους άλλους και κυρίως στα παιδιά.

Ωστόσο είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι όταν ένα παιδί δυσκολεύεται, τότε στρέφεται στον ενήλικα γονέα του προκειμένου να μπορέσει να αυτορυθμιστεί, δηλαδή να ησυχάσει.

Δηλαδή χρησιμοποιεί τους μετωπιαίους λοβούς του ενήλικα για να μπορέσει να εξισορροπήσει τη δική του δυσκολία και να καταλαγιάσει το άγχος που το κατακλύζει, μέχρι να μπορέσουν οι δικοί του μετωπιαίοι λοβοί να αναπτυχθούν και να αναλάβουν τα ηνία.

Όταν βιώνουν οι ενήλικες ψυχική δυσφορία


Θυμίζει λίγο τους επιβάτες ενός καραβιού που αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά με το καράβι και στρέφονται προς τον καπετάνιο. Αν ο καπετάνιος στέκεται μπροστά στο γεγονός με τόλμη, εκπέμπει μια σιγουριά στις πληροφορίες που μεταφέρει, εξηγεί με σαφήνεια τι ακριβώς συμβαίνει και δίνει πιθανές λύσεις στο πρόβλημα, τότε και οι επιβάτες καθησυχάζονται και ίσως δείξουν και την ανάλογη προθυμία να γίνουν αρωγοί στο έργο της εξόδου από την κρίση. Όταν όμως ο καπετάνιος είναι άφαντος, ανεπαρκής, απόμακρος ή σε πανικό, τότε αναμενόμενο είναι και στους επιβάτες να επικρατήσει η αναρχία ή το χάος.

Ευτυχώς που τα παιδιά είναι σε θέση, λοιπόν, να επικοινωνούν την ανησυχία τους με τους ενήλικες που τα φροντίζουν. Ωστόσο στην περίπτωση των ενηλίκων, τη δική μας δηλαδή, όταν νιώθουμε μια ψυχική δυσφορία καλώς την αισθανόμαστε και ευτυχώς την αισθανόμαστε, αλλά δεν χρειάζεται να στραφούμε προς τα έξω για να την αλλάξουμε, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο. Η δυσφορία που νιώθουμε είναι απλά ένα βοηθητικό και φιλικό εισερχόμενο μήνυμα που μας ειδοποιεί να ανοίξουμε την πόρτα σε κάτι που δεν έχουμε δει, ώστε να πάρει τη θέση του στο σύστημα μας που δεν μπορεί να θεωρείται αρτιμελές χωρίς αυτό.
Τα συμπτώματα της δυσφορίας μας είναι οι αντανακλάσεις ή η ηχώ από κάποια ιστορία του παρελθόντος μας, που συνεχίζει να κάνει την εμφάνιση της ως μια δυσάρεστη συναισθηματική αίσθηση.
Και είναι υγιές, να μας επιτρέπουμε να αισθανθούμε αυτή τη δυσφορία και να την συνοδεύσουμε μέχρι να ενσωματωθεί στο όλον και να πάψει να είναι το απόκληρο παιδί. Είναι η άσχημη αίσθηση που ήρθε ως απάντηση σε κάποια ερμηνεία που δώσαμε σε κάποιο γεγονός στο μακρινό μας παρελθόν αλλά αντισταθήκαμε να νιώσουμε και συνεχίζουμε να αρνούμαστε κατά κάποιο τρόπο να αισθανθούμε.

Με λίγα λόγια είναι όλα αυτά τα «δυσάρεστα» συναισθήματα που, μόλις ξεπροβάλλουν, σπεύδουμε να καταπιέσουμε, δηλαδή να τα πιέσουμε προς τα κάτω, προς τον χώρο των κρυφών και αζήτητων, δημιουργώντας ένα ενεργειακό μπλοκάρισμα. Τι στιγμή όμως που θα αντιμετωπίσουμε αυτά τα συναισθήματα, όπως καλούμαστε να φροντίσουμε ένα παιδί συναισθηματικά, δηλαδή με άνευ όρων αποδοχή και χωρίς κριτική διάθεση, επέρχεται, σταδιακά, ελεύθερη η ροή στη συναισθηματική ενέργεια και είναι λες και σπάνε οι αλυσίδες που μας κρατούν δέσμιους στις δυσκολίες της παιδικής μας ιστορίας και αφήνουμε πίσω το «δράμα» που αναπαράγουμε στη ζωή μας.

Η αλήθεια ως αντιστοιχία κι ως συνοχή

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ ΑλήθειαΑλήθεια ως αντιστοιχία (truth as correspondence).

Κατά τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), τὸ λέγειν τὸ ὂν μὴ εἶναι ἢ τὸ μὴ ὂν εἶναι ψεῦδος. Αυτή η προφανής αλήθεια συχνά θεωρείται ότι στηρίζει τη θεωρία για την αλήθεια ως αντιστοιχία, κατά την οποία όταν λέμε ότι μια πρόταση είναι αληθής δηλώνουμε ότι η πρόταση βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πραγματικότητα.

Η λεπτομερής ανάπτυξη της άποψης αυτής προσκρούει σε πολλές δυσκολίες, κυρίως όσον αφορά τη φύση των πραγμάτων που βρίσκονται σε αντιστοιχία μεταξύ τους και την επακριβή σχέση της μεταξύ τους αντιστοιχίας. Εν γένει θεωρείται ότι οι προτάσεις έχουν λογική δομή, π.χ., είναι απλές κατηγορικές προτάσεις του τύπου «υποκείμενο-κατηγόρημα», αποφατικές ή διαζευκτικές προτάσεις, καθολικές ή υπαρκτικές γενικεύσεις. Συνακόλουθα, μερικοί θεωρητικοί της αντιστοιχίας έχουν υποστηρίξει ότι μια αληθής πρόταση αντιστοιχεί σε ένα γεγονός με παρόμοια λογική δομή, και ότι η αντιστοιχία είναι εν μέρει ταύτιση δομών.

Ωστόσο, η ιδέα ότι ένα κομμάτι της πραγματικότητας έχει «λογική δομή» είναι ασαφής, και ορισμένοι έχουν απορρίψει τα αποφατικά ή διαζευκτικά γεγονότα, προτιμώντας να περιορίσουν την αντιστοιχία μόνο σε απλές κατηγορικές προτάσεις. Μια δυσκολία με αυτή την εκδοχή της θεωρίας είναι ότι ακριβώς όπως το ίδιο γεγονός που κάνει μια πρόταση «P» αληθή αρκεί για να κάνει αληθή, λόγου χάριν, τη διαζευκτική πρόταση «P ή Q», έτσι και το ίδιο γεγονός που κάνει την «P» αληθή κάνει επίσης αληθή την πρόταση «Η πρόταση P είναι αληθής».

Ωστόσο, σύμφωνα με τη θεωρία για την αλήθεια ως αντιστοιχία, αυτές είναι διαφορετικές προτάσεις, και η δεύτερη είναι και αυτή κατηγορική πρόταση, αφού αναφέρεται στην πρόταση P δηλώνοντας γι’ αυτήν ότι αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, εάν διαφορετικά είδη προτάσεων αντιστοιχούν στην πραγματικότητα με διαφορετικούς τρόπους, έπεται ότι η ακριβής φύση της αντιστοιχίας δεν μπορεί να αποτελεί μέρος του νοήματος του όρου «αληθής», αφού γνωρίζουμε τι σημαίνει να λέμε ότι μια πρόταση είναι αληθής ακόμη και όταν δεν γνωρίζουμε τι είδους πρόταση είναι αυτή.

Μια συνέπεια της θεωρίας για την αλήθεια ως αντιστοιχία είναι ότι καμία πρόταση δεν μπορεί να είναι αληθής παρά μόνο αν κάτι «στην πραγματικότητα» την κάνει αληθή, και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και αυτό φαίνεται αμφίβολο. Παραδείγματος χάριν, δεν είναι σαφές ποια «πραγματικότητα» καθιστά την καθαρή λογική ή τα καθαρά μαθηματικά αληθή, ή καθιστά αληθείς τις θεωρητικές επιστημονικές προτάσεις.

Η δυσκολία εδώ είναι ότι φαίνεται πως μπορούμε να αποφανθούμε για την αλήθεια τέτοιων προτάσεων χωρίς να προσφεύγουμε σε καμία σχετική «πραγματικότητα» [αλήθεια ως συνοχή, θεωρία της αλήθειας κατά Tarski, συμβασιοκρατία].

Αλήθεια ως συνοχή (truth as coherence).

Από τη θεωρία για την αλήθεια ως αντιστοιχία φαίνεται να συνάγεται ότι εν γένει κρίνουμε αν μια πρόταση είναι αληθής συγκρίνοντάς την με τα «γεγονότα».

Φαίνεται, όμως, ότι το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας για να κάνουμε συγκρίσεις είναι οι πεποιθήσεις μας (όπου συγκαταλέγονται όσες βασίζονται στην κατ’ αίσθηση αντίληψη), και ότι δεχόμαστε πως μια πρόταση είναι αληθής εάν «ταιριάζει» με τις πεποιθήσεις αυτές, ενώ την απορρίπτουμε εάν δεν ταιριάζει. Διότι αποκαλούμε κάτι «γεγονός» αν και μόνο αν το πιστεύουμε.

Συνακόλουθα, η θεωρία για την αλήθεια ως συνοχή υποστηρίζει πως όταν λέμε ότι μια πεποίθηση είναι αληθής δηλώνουμε απλώς ότι αυτή «ταιριάζει» («συνέχεται») με τις άλλες πεποιθήσεις μας. Το τι σημαίνει εδώ ο όρος «συνοχή» είναι κάπως ασαφές, αλλά πιο σημαντική είναι η ένσταση ότι η θεωρία αυτή διαχωρίζει εντελώς την αλήθεια από την πραγματικότητα.

Φαίνεται να καθιστά την αλήθεια υποκειμενική, αφού κάτι που ταιριάζει με ό,τι πιστεύω εγώ μπορεί να μην ταιριάζει με ό,τι πιστεύει κάποιος άλλος, και επιτρέπει να αληθεύουν δύο ασύμβατες μεταξύ τους πίστεις αμφότερες, αφού η καθεμία μπορεί να ανήκει σε διαφορετικό, αλλά πλήρως συνεκτικό, σύνολο πίστεων. Συνήθως όμως, δεν εννοούμε κάτι τέτοιο με τον όρο «αληθές».

Παρά την ένσταση αυτή, η θεωρία για την αλήθεια ως συνοχή παραμένει ελκυστική, διότι η συνοχή φαίνεται να είναι το μόνο μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας για να ελέγχουμε την αλήθεια.

Τις τελευταίες δεκαετίες η αντίληψη αυτή θεωρείται ιδιαίτερα ελκυστική όσον αφορά τις επιστημονικές θεωρίες, οι οποίες προφανώς δεν είναι δυνατόν να εξετάζονται κατ’ αντιπαράσταση προς τα «θεωρητικά γεγονότα».

Αμερόληπτα μπορούμε, στην καλύτερη περίπτωση, να κρίνουμε μόνο το εύρος, την κομψότητα, την απλότητά τους, κ.ο.κ. – εν ολίγοις, τη «συνοχή» τους. Αλλά τότε, αφού οι επιστημονικές απόψεις μας συγκροτούν ένα συνεχές με τις συνήθεις καθημερινές μας πίστεις, φαίνεται ότι δεν μπορούμε να χαράξουμε κάπου τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα ζητήματα που υπόκεινται μόνο στον έλεγχο ως προς τη συνοχή και σε εκείνα που υπόκεινται σε κάποιο πιο θεμελιώδη έλεγχο.

Πώς ο Ιησούς έγινε «θεός»

Κατά την ύστερη αρχαιότητα, η «θεϊκότητα» δεν είναι κάτι εξωπραγματικό στην σκέψη των ανθρώπων. Από τους προηγούμενους αιώνες, η σκέψη των ανθρώπων ήταν ζυμωμένη και οικεία μέσω των μύθων, ώστε να δέχεται ως κάτι το φυσικό να υπάρχουν άνθρωποι και όντα θεϊκά.

Υπάρχει η βιογραφία του νεο-πυθαγόρειου Απολλώνιου Τυανέα, γραμμένη από τον Φιλόστρατο, διανθισμένη με στοιχεία θρύλου, όπου στην ρωμαϊκή ελίτ θεωρούνταν «θεϊκός». Ο Ιεροκλής έγραψε βιβλίο, συγκρίνοντας τον Απολλώνιο Τυανέα με τον Ιησού των χριστιανών, το οποίο δυστυχώς «έφαγε» το μαύρο σκοτάδι…

Ο Οβίδιος στο έργο του «Μεταμορφώσεις», αναφέρεται στους μύθους κατά τους οποίους «θεοί» έπαιρναν προσωρινά ανθρώπινη μορφή. Υπάρχουν, επίσης, πάμπολλοι μύθοι που αναφέρονται σε ανθρώπους που γεννήθηκαν από θεούς και από θνητές, θεωρούμενοι για αυτόν τον λόγο ως «θεϊκοί».

Ακόμα και Ρωμαίοι αυτοκράτορες, παρουσιάζονταν ως παιδιά «θεών» δια υιοθεσίας, για ευνόητους λόγους. Στο βιβλίο των «Πράξεων», όταν σύμφωνα με την διήγηση, είδαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα να σηκώνουν τον εκ γενετής χωλό, θεώρησαν κάτι συνηθισμένο το ότι «οι θεοί ομοιωθέντες ανθρώποις κατέβησαν προς ημάς» (Πράξεις, 14.11).

Το σχήμα που αφορά την αντίληψη της εποχής για τις θεότητες, μπορεί να συνοψιστεί στο παρακάτω: Πάνω από όλους και από όλα, ο αγέννητος «θεός». Μία βαθμίδα παρακάτω, οι ενδοσυμπαντικοί «θεοί». Ακόμα πιο κάτω, οι «θεότητες» των πόλεων. Μετά οι «δαίμονες», και τελευταίοι οι άνθρωποι. Με αυτό το πυραμιδοειδές σχήμα, εκφράζεται ο ύστερος ενοθεισμός.

Αυτά όσον αφορά τον εθνικό κόσμο. Ας δούμε τώρα τι συνέβαινε στον αρχαίο Ιουδαϊσμό.

«Θεϊκοί» άνθρωποι και όντα υπάρχουν και στην ιουδαϊκή σκέψη. Παρ’ όλο που ο Ιουδαϊσμός εξελίχθηκε σε αυστηρά μονοθεϊστική θρησκεία, υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν ξεκίνησε ως τέτοια. Αντιθέτως, όπως έχει καταδειχτεί (βλ. «Γ. Κορδάτος, «Κριτική στην Παλαιά Διαθήκη»), υπήρξε μια σταδιακή μετακίνηση από τον ενοθεϊσμό στον μονοθεϊσμό.

Το θρησκευτικό σύστημα του μονοθεϊσμού που λειτούργησε επιπλέον και ως παράγοντας ενοποίησης και δημιουργίας «ταυτότητας» ενός νέου λαού, του Ισραήλ, δεν μπορούσε να επιβληθεί κατευθείαν σε ανθρώπους που προέρχονταν από διαφορετικές κουλτούρες και που είχαν συνηθίσει στον πολυθεϊσμό. Όλα αυτά, προκύπτουν όχι μόνο από εξωβιβλικές πηγές, αλλά και από την ίδια την Βίβλο. Για παράδειγμα, η «θεϊκή» εντολή «ουκ έσονται σοι θεοί έτεροι προ προσώπου μου» (Δευτερονόμιο, 5.7), θα φάνταζε περιττή αν απευθύνονταν σε έναν λαό που όντως γνώριζε και πίστευε στους ίδιους τους «πατριάρχες» του. Όμως, αν σκεφτούμε ότι γράφεται ως εντολή που αποσκοπεί στο να προβάλει την υπακοή ενός λαού στον έναν «θεό» μέσα από ένα πάνθεο μικρότερων «θεών», τότε είναι ακριβής. Η εντολή όπως διατυπώνεται, δεν λέει ότι δεν υπάρχουν άλλοι θεοί, αλλά ότι για σένα, δεν θα υπάρχουν άλλοι θεοί, διότι είμαι εγώ για σένα ο θεός.

Τέτοια άλλα «θεϊκά» όντα, είναι τα «Σεραφείμ» (Ησαΐας, 6.2), τα «Χερουβείμ» (Ιεζεκιήλ 1), τα «πνεύματα» στα επουράνια (Εφεσίους, 6.12), οι «θρόνοι», οι «κυριότητες», οι «αρχές», οι «εξουσίες» κλπ (Κολοσσαείς, 1,16).

Το αντίστοιχο σχήμα που αφορά την ιουδαϊκή παράδοση, είναι και πάλι πυραμιδοειδές: Στην κορυφή ο «θεός», από κάτω οι άγγελοι, οι αρχάγγελοι, οι κυριότητες, οι δυνάμεις, οι θρόνοι. Στην τελευταία βαθμίδα, οι άνθρωποι.

Αναφορές για «θεϊκά» όντα που γίνονται άνθρωποι προσωρινά, υπάρχουν σε αρκετά σημεία στην Βίβλο. Όπως επίσης, και για όντα «θεϊκά». Για παράδειγμα, το ον που φανερώθηκε στην Άγαρ, ενώ στον στίχο 7 χαρακτηρίζεται «άγγελος του Κυρίου», στον στίχο 13 χαρακτηρίζεται ως «Κύριος» και «θεός» (Γένεση, 16). Στην σκηνή της περίφημης φιλοξενίας του Αβραάμ, στον στίχο 2 γίνεται λόγος για τρεις άνδρες, στον στίχο 13 ο ένας από αυτούς χαρακτηρίζεται «Κύριος» (Γένεση 18), και στον πρώτο στίχο του επόμενου κεφαλαίου, οι δύο άνδρες χαρακτηρίζονται ως «άγγελοι». Στο βιβλίο της «Εξόδου», στον στίχο 2, άγγελος φανερώνεται στον Μωυσή μέσα από την φλεγόμενη βάτο, ενώ στον στίχο 4 αναφέρεται ως «θεός». Στον Ψαλμό 81 (σύμφωνα με τους Εβδομήκοντα), «ο θεός έστη εν συναγωγή θεών εν μέσω δε θεούς διακρίνει». Αυτοί οι «θεοί», είναι οι άγγελοι. Στην εβραϊκή, γράφει «Ελοχίμ», που είναι «θεϊκά» όντα. Επειδή όμως δεν έχουν δίκαιη κρίση, η τιμωρία τους είναι να γίνουν θνητοί και να πεθαίνουν (στίχος 7).

Στην ιουδαϊκή παράδοση, υπάρχουν επίσης αναφορές για ανθρώπους που μετά θάνατον γίνονται άγγελοι. Για παράδειγμα, οι καλοί και ενάρετοι γίνονται άγγελοι μετά θάνατον, σύμφωνα με το βιβλίο «Β΄ Βαρούχ». Ο Ενώχ που μετετέθη στον ουρανό, σύμφωνα με το βιβλίο «Β΄Ενώχ», έγινε άγγελος. Στο βιβλίο «Σειράχ», ο Μωυσής γίνεται επίσης «άγγελος», μετά θάνατον.

Άλλα «θεϊκά» όντα παρουσιάζονται στο βιβλίο «Γένεση», στο κεφάλαιο 6. «Ιδόντες δε οι υιοί του θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισίν έλαβον εαυτοίς γυναίκας» (στ. 2). Αυτοί οι γιοι του θεού, σύμφωνα με τον Ιουστίνο τον απολογητή είναι άγγελοι.

Στην ιουδαϊκή παράδοση, υπάρχει επίσης η μορφή του «υιού του ανθρώπου» (Δανιήλ, 7). Το πως συνδέθηκε αργότερα με τον Ιησού, θα το δούμε αργότερα.

Η «σοφία», μπορεί να κατανοηθεί ως ξεχωριστή ενυπόστατη οντότητα δίπλα στον «θεό-δημιουργό», πέρα από μια των ιδιοτήτων του «θεού». Στο βιβλίο «Παροιμίες», ο άγνωστος συγγραφέας, βάζει την «Σοφία» να μιλάει: «Κύριος έκτισεν με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού·  προ του όρη εδρασθήναι προ δε πάντων βουνών γέννα με» (8,22-25). «ηνίκα ητοίμαζεν τον ουρανόν συμπαρήμην αυτώ» (στ. 27).

Αυτή η «σοφία», αργότερα θα εξελιχθεί στην θεολογική σκέψη ως «η ενυπόστατη σοφία του Θεού», ο Ιησούς «Χριστός» (αν υπήρξε).

Αλλά και ο Σολομώντας έγινε «θεϊκός» δια υιοθεσίας (Β΄ Σαμουήλ, 7.12-14), ο λαός Ισραήλ (Δευτερονόμιο, 14.1), και τόσοι άλλοι.

Ο Δαβίδ είναι «χριστός» (εφόσον χρίεται), υιοθετείται από τον «θεό» (εφόσον μπορεί να επικαλεστεί τον «θεό» ως «πατέρα»), και καθίσταται «πρωτότοκος» (Ψαλμός, 88, 20-28). Η «θεϊκότητα» ενός βασιλιά, είναι αιγυπτιακής επιρροής στους Εβραίους.

Στο Ψαλμό 109 αναφέρεται: «είπεν ο κύριος τω κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (στ. 1). Στην εβραϊκή γραφή, η φράση «ο Κύριος» είναι το «ιερό τετραγράμματο», και η φράση «τω κυρίω μου» ως «αδωνάι».

Όλα αυτά δείχνουν ότι η «θεϊκότητα» των όντων, δεν αναιρεί τον αυστηρό μονοθεϊσμό των Ιουδαίων. Και τούτο, διότι η ουσία αυτών των όντων δεν ταυτίζεται με την ουσία -όπως θα πουν αργότερα οι θεολόγοι, του «όντως θεού».

Κοντολογίς, σύμφωνα με την ιουδαϊκή μονοθεϊστική παράδοση, έχουμε αγγέλους που εμφανίζονται ως «θεοί», ως άνθρωποι, ως «Ελοχίμ». Είναι «θεϊκοί», χωρίς να χαλάνε τον μονοθεϊσμό. Στο παραπάνω σχήμα που περιγράψαμε, θα μπορούσε να ενταχθεί και ο Ιησούς. Και έτσι έγινε αρχικά, όπως θα δείξουμε στην συνέχεια.

Σύμφωνα με τις παραδόσεις του 1ου αιώνος μ.κ.ε., ο όρος «θεϊκός» αναφερόταν σε βασιλιάδες, ανθρώπους δια των οποίων ενεργούσε ο «θεός», γενικά στους Ισραηλίτες, στον «υιό του ανθρώπου» που έρχεται ως κριτής στο βιβλίο «Δανιήλ», και στους ημίθεους, κατά τις παραδόσεις των εθνικών. Αυτό ήταν ζυμωμένο στην συνείδηση των ανθρώπων.

Στο παρόν άρθρο, θα εξεταστεί επιγραμματικά, από που προέρχεται η γνώση μας για τον Ιησού. Αυτή η γνώση προέρχεται από προφορικές παραδόσεις που ύστερα καταγράφτηκαν σε κείμενα που εξυπηρετούσαν την ανάγκη της προπαγάνδας και της κατήχησης. Η χρονική απόσταση μεταξύ του πρώτου «κανονικού» ευαγγελίου και των «γεγονότων» που περιγράφει, είναι περίπου 30 χρόνια. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό, ότι δεχόμαστε ότι τα ευαγγέλια αναφέρονται σε «γεγονότα» ως υπόθεση εργασίας.

Δεν θα αναφερθούμε στα πολλά ευαγγέλια, στις πολλές «Αποκαλύψεις», στις πολλές επιστολές και «Πράξεις» που κυκλοφορούσαν κατά τις ύστερες δεκαετίες του πρώτου αποστολικού αιώνος, ούτε στον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία μεταξύ 4ου και 6ου αιώνος θέσπισε επίσημα τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, επιλέγοντας τα συγκεκριμένα βιβλία που γνωρίζουμε σήμερα ως «κανονικά», ανάμεσα σε άλλα που απέρριψε. Αυτά έχουν αναλυθεί με αρκετά άρθρα στον παρόντα ιστότοπο. Θα αναφερθούμε αποκλειστικά στα βιβλία που θεωρήθηκαν «κανονικά».

Κανένα από τα τέσσερα ευαγγέλια δεν ανήκει συγγραφικά στους θεωρούμενους ως συγγραφείς τους. Αυτά παραδόθηκαν ανώνυμα, και οι τίτλοι «Κατά Ματθαίον», «Κατά Μάρκον» κ.ο.κ., προστέθηκαν μεταγενέστερα από τους διάφορους αντιγραφείς. Οι τίτλοι αυτοί, δείχνουν ότι όσα γράφονται, δεν ανήκουν στον συγκεκριμένο ευαγγελιστή, αλλά σύμφωνα με όσα είπε ή παρέδωσε ο ευαγγελιστής.  Για παράδειγμα, η κλήση του Ματθαίου αναφέρεται στο τρίτο ενικό πρόσωπο, μέσα στο ομώνυμο ευαγγέλιο. «Και παραγών ο Ιησούς εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον Ματθαίον λεγόμενον» (Κατά Ματθαίον, 9.9). Ενώ οι μαθητές ήταν αγράμματοι, τα ευαγγέλια φαίνεται να είναι γραμμένα από μορφωμένους που έζησαν σε διαφορετικά μέρη της αυτοκρατορίας και αν κρίνουμε από τα λάθη ως προς τις ιουδαϊκές παραδόσεις, την ιστορία, τον Νόμο, αλλά και την γεωγραφία, πιθανότατα να μην είχαν καμία σχέση με την περιοχή όπου διαδραματίζονται όσα περιγράφουν. Δεν ήταν καν Εβραίοι.

Μάλιστα, για πρώτη φορά κατονομάζονται οι συγγραφείς των ευαγγελίων, από τον Ειρηναίο περίπου το 180. Τα ευαγγέλια γράφτηκαν δεκαετίες μετά το θάνατο του Ιησού, σε διαφορετικές χρονολογίες, απευθυνόμενοι οι συγγραφείς τους σε διαφορετικές κοινότητες ή ακόμα και σε μεμονωμένα πρόσωπα.

Άλλη μια πηγή πληροφόρησης, είναι τα γραπτά του πρώτου χριστιανού συγγραφέα, του Παύλου, όσες δηλαδή από τις επιστολές ανήκουν σε αυτόν, που όμως γράφει μετά από 20-30 χρόνια από το θάνατο του Ιησού. Και βέβαια, ούτε εκείνος ήταν αυτόπτης.

Ξαναγυρίζοντας στα τέσσερα ευαγγέλια, τρία από αυτά παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες, αλλά και διαφορές σε συγκεκριμένα σημεία. Το τέταρτο ευαγγέλιο, το «κατά Ιωάννην», φαίνεται ότι είναι ανεξάρτητο από τα τρία προηγούμενα. Για αυτό και οι ερευνητές έχουν ονομάσει τα τρία αλληλοεξαρτώμενα ευαγγέλια ως «συνοπτικά». Το πρώτο ευαγγέλιο χρονικά, είναι το «κατά Μάρκον». Από αυτό αντλούν οι συγγραφείς του «κατά Ματθαίον» και του «κατά Λουκάν».

Οι ειδικοί έχουν διακρίνει τις πηγές για τα τρία συνοπτικά ευαγγέλια. Είναι η πηγή «Q», η πηγή «Μ», και η πηγή «L». Η πρώτη, είναι η πηγή από όπου αντλούν οι συγγραφείς του «κατά Ματθαίον» και του «κατά Λουκάν», όσον αφορά τα τμήματα που δεν υπάρχουν στο «κατά Μάρκον». Είναι κυρίως ρητά. Η δεύτερη, είναι πηγή του συγγραφέα του «κατά Ματθαίον», και αφορά τμήματα που δεν υπάρχουν ούτε στο «κατά Μάρκον», ούτε στο «κατά Λουκάν» και επίσης ούτε στην πηγή «Q». Είναι κυρίως ιστορίες. Η τρίτη, είναι πηγή για τον συγγραφέα του «κατά Λουκάν», και αφορά τμήματα που δεν υπάρχουν στους άλλους δύο και στην «Q».

Έτσι, σύμφωνα με τους ειδικούς, οι πηγές των ευαγγελίων διαμορφώνονται ως εξής:

Οι πηγές για το «κατά Μάρκον» είναι όσα λέγονταν προφορικά στην κοινότητα και πιθανότατα κάποια χαμένα γραπτά. Η παράδοση που προέρχεται από τον Ειρηναίο ότι δήθεν ο Μάρκος κατέγραψε όσα του είπε ο Πέτρος, είναι μεταγενέστερη παράδοση του Ειρηναίου, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τους «Γνωστικούς χριστιανούς».

Οι πηγές για το «κατά Ματθαίον», είναι το κείμενο του «Μάρκου», η πηγή «Q» (ό,τι είναι κοινό στο «κατά Ματθαίον» και στο «κατά Λουκάν», αλλά λείπει από το «κατά Μάρκον») και η πηγή «M» (ό,τι υπάρχει μόνο στο «κατά Ματθαίον»).

Οι πηγές για το «κατά Λουκάν», είναι το κείμενο του «Μάρκου», η πηγή «Q» και ό,τι υπάρχει μόνο στο κείμενο του «Λουκά», δηλαδή η πηγή «L».

Η πηγή για το «κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο είναι οι παραδόσεις της κοινότητάς του.

Σε αυτά, πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι δεν έχουμε βέβαια τα πρωτότυπα, αλλά αντίγραφα αντιγράφων αντιγράφων…

Η πιθανή «αυθεντική» παράδοση για τον Ιησού, βρίσκεται στο ευαγγέλιο «κατά Μάρκον», στην πηγή «Q», «Μ», και «L». Δηλαδή, στις ανεξάρτητες και αρχαιότερες πηγές.

Αυτή η παράδοση, εμφανίζει τον Ιησού ως έναν αποκαλυπτικό προφήτη που μιλούσε στους Ιουδαίους για το «επικείμενο» τέλος του «παρόντος» αιώνος (για την εποχή εκείνη), και την μετάνοια. Αυτό ταιριάζει στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής, όπως προκύπτει από την αποκαλυπτική γραμματεία και από την βιβλιοθήκη του Νάγκ Χαμαντί στην Αίγυπτο.

Τα χαρακτηριστικά ενός Ιουδαίου αποκαλυπτικού ιεροκήρυκα, τα οποία ταιριάζουν (και) στον Ιησού, είναι τα εξής:

Α) Είναι σε όλα Ιουδαίος που μιλάει σε Ιουδαίους.
Β) Έχει δυαλιστική άποψη περί καλού και κακού ως αντιμαχόμενων δυνάμεων.
Γ) Ο παρών αιών είναι ο αιών του κακού. Επίκειται η έλευση του επίγειου βασιλείου του καλού.
Δ) Αυτή η έλευση είναι ταχεία.
Ε) Υπάρχει η κρίση του κόσμου και η επιβράβευση των αγαθών.
Στ) Υπάρχει το κήρυγμα μετανοίας και η εντολή εφαρμογής του Μωσαϊκού Νόμου.

Μερικά παραδείγματα από τις ανεξάρτητες πηγές:

Στο «κατά Μάρκον» (8.38-9.1), η γενεά χαρακτηρίζεται «μοιχαλίδα» και «αμαρτωλή». Επίσης, τονίζεται η άμεση έλευση της επίγειας Βασιλείας.

Από την πηγή «Q»: «Ώσπερ γαρ η αστραπή αστράπτουσα εκ της υπό τον ουρανόν εις την υπ ουρανόν λάμπει ούτως έσται ο υιός του ανθρώπου (…) και καθώς εγένετο εν ταις ημέραις Νώε ούτως έσται και εν ταις ημέραις του υιού του ανθρώπου» (Κατά Λουκάν, 17.24-26).

Δίδεται έμφαση, δηλαδή, στον ξαφνικό ερχομό.

«εν εκείναις ταις ημέραις μετά την θλίψιν εκείνην ο ήλιος σκοτισθήσεται και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής και οι αστέρες έσονται εκ του ουρανού πίπτοντες και αι δυνάμεις αι εν τοις ουρανοίς σαλευθήσονται και τότε όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλαις μετά δυνάμεως πολλής και δόξης και τότε αποστέλει τους αγγέλους και επισυνάξει τους εκλεκτούς εκ των τεσσάρων ανέμων απ άκρου γης έως άκρου ουρανού [..] αμήν λέγω υμίν ότι ου μη παρέλθη η γενεά αύτη μέχρις ου ταύτα πάντα γένηται» (Κατά Μάρκον, 13.24-30).

Στην πηγή «M», «κατά Ματθαίον» 13.40-43, τονίζεται η καταδίκη των κακών και η επιβράβευση των αγαθών.

Θα πρέπει όμως να προσέξουμε πως ο «υιός του ανθρώπου» στο βιβλίο «Δανιήλ», που εκεί παρουσιάζεται ως κριτής του κόσμου να έρχεται, διακρίνεται από τον Ιησού.

Για παράδειγμα: «ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ και ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων» (Κατά Μάρκον, 8.38).

Εδώ, ο Ιησούς αναφέρεται στον «υιό του ανθρώπου» όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Δανιήλ». Αλλά και στα παραπάνω εδάφια (Κατά Μάρκον, 13.24-30), το ίδιο φαίνεται. Δεν μιλάει για τον εαυτό του!

Η ταύτιση του Ιησού με τον «υιό του ανθρώπου», θα γίνει λίγο αργότερα. Όταν τίποτα από αυτά δεν έγινε, μερίδα πιστών άρχισε να δίνει ερμηνείες άγνωστες και διαφορετικές στους λοιπούς Ιουδαίους, παρερμηνεύοντας κομμάτια από τις Γραφές και εισάγοντας τον «πάσχοντα» Μεσσία. Για αυτό και στο «κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο δεν θα βρούμε καμία αναφορά στην άμεση έλευση της Βασιλείας. Απεναντίας θα βρούμε την εικόνα του «αμνού του θεού» που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου.

Στην «Χριστολογία» του 1ου αιώνος, μπορούν να διακριθούν με βάση τις πηγές, τρεις περίοδοι όπου η κάθε μια αντιπροσωπεύεται από θεολογικά ρεύματα. Η πρώτη περίοδος είναι η προ-παύλεια παράδοση, η δεύτερη η παύλεια παράδοση, και τρίτη οι παραδόσεις που διασώζονται στα τέσσερα «κανονικά» ευαγγέλια. Τα πρώτα χριστιανικά γραπτά που έχουμε, είναι αυτά του Παύλου. Στην Καινή Διαθήκη διασώζονται 14 επιστολές που αποδίδονται στον Παύλο. Οι ειδικοί ερευνητές, εξετάζοντας το λεξιλόγιο, την θεματολογία, και τον τρόπο γραφής, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο 7 ανήκουν στον Παύλο. Έτσι, νόθες (δηλαδή, όσες δεν γράφτηκαν από τον Παύλο αλλά μετά το θάνατό του, από μαθητές του), είναι: η Προς Εφεσίους, η προς Κολοσσαείς, η Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον, προς Τίτον, και προς Εβραίους. Εύλογα, θα περίμενε κανείς εκεί να βρίσκονται οι πρώιμες παραδόσεις για τον Ιησού. Παρόλα αυτά, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι αρχικές παραδόσεις είναι δυνατό να ανιχνευτούν σε ορισμένα σημεία των επιστολών του Παύλου όπου φαίνεται να προβάλλει παλαιότερες παραδόσεις-σύμβολα πίστεως, και σε ορισμένες ομιλίες που καταγράφονται στο βιβλίο των «Πράξεων». Αυτές, ανάγονται χρονικά μεταξύ του 30-50 μ.κ.ε. Η Παύλεια παράδοση, ανάγεται από το 50 μ.κ.ε. και μετά, και τέλος η παράδοση των ευαγγελίων από το 60 και μετά. Ας δούμε τώρα και τα αντίστοιχα θεολογικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν.

Προ-παύλεια παράδοση (30-50 μ.κ.ε.)

Στην «προς Ρωμαίους» επιστολή, αναφέρεται: «περί του υιού αυτού του γενομένου εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκα του ορισθέντος υιού θεού εν δυνάμει κατά πνεύμα αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (1.3-4).

Ο Ιησούς, είναι «ο ορισθείς υιός του Θεού». Δηλαδή, ορίστηκε ως «υιός του Θεού». Προ-αιωνίως ή σε κάποια χρονική στιγμή; Το δεύτερο. Ορίστηκε κατά την «ανάσταση». Δεν είναι δηλαδή φυσικός υιός, αλλά υιοθετήθηκε. Εδώ έχουμε διαφοροποίηση από την ιουδαϊκή παράδοση που ήθελε τον «Μεσσία» ως μια ισχυρή στρατιωτική προσωπικότητα και όχι ως έναν «πάσχοντα δούλο» που «έπρεπε» να πάθει, να πεθάνει, και να αναστηθεί. Ο Ιησούς υψώνεται από τον Θεό σε «υιό» του, και απόδειξη σύμφωνα με την παλαιά παράδοση, είναι το ότι τον ανέστησε από τους νεκρούς. Η φράση «υιός του θεού», σαφώς δεν αναφέρεται στο «ομοούσιο», το οποίο ήταν άγνωστο στην σκέψη των συγγραφέων της εποχής. Άλλωστε, έχουμε ήδη δει τι σήμαινε αυτό την εποχή εκείνη. Άλλη μια παρατήρηση, είναι ότι ο Ιησούς κατάγεται εκ σπέρματος Δαβίδ. Δηλαδή, είναι φυσικός απόγονος του Δαβίδ. Αυτό δηλαδή που ήθελε η ιουδαϊκή παράδοση. Αν όμως ισχύει κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να ισχύει η γέννηση εκ παρθένου. Και πράγματι. Αυτή η διδασκαλία ήταν άγνωστη την εποχή εκείνη.

Το επόμενο παράδειγμα, σε συμφωνία με το κομμάτι που παραθέσαμε, είναι από μια προ-παύλεια ομιλία, που είναι καταγεγραμμένη στο βιβλίο των «Πράξεων». Φαίνεται ότι αντανακλά και αυτό τις αρχικές παραδόσεις.

«και ημείς υμάς ευαγγελιζόμεθα την προς τους πατέρας επαγγελίαν γενομένην ότι ταύτην ο θεός εκπεπλήρωκεν τοις τέκνοις ημίν αναστήσας Ιησούν ως και εν τω ψαλμώ γέγραπται τω δευτέρω Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκα σε» (Πράξεις, 13.32-33).

Πότε «γέννησε» ο θεός τον Ιησού; Σήμερον. Πού αναφέρεται το «σήμερον»; Σύμφωνα με την πρώιμη χριστιανική ερμηνεία του ψαλμού, κατά την ανάσταση. Έχουμε την ίδια «χριστολογία» της υψώσεως του Ιησού κατά την ανάσταση. Σήμερον και όχι «προ-αιωνίως», όπως θα ισχυριστούν οι χριστιανοί πατέρες, αργότερα.

Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, από την προ-παύλεια διδασκαλία:

«ο θεός των πατέρων ημών ήγειρεν Ιησούν ον υμείς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες επί ξύλου τούτον ο θεός αρχηγόν και σωτήρα ύψωσεν τη δεξιά αυτού δούναι μετάνοιαν τω Ισραήλ και άφεσιν αμαρτιών» (Πράξεις, 5.30-31).

Και από εδώ, φαίνεται πολύ καθαρά η διδασκαλία της εξυψώσεως του Ιησού από τον θεό.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι με βάση τις παλαιότερες πηγές, οι αρχικές χριστιανικές πεποιθήσεις αγνοούσαν την γέννηση εκ παρθένου και την προΰπαρξη του Ιησού ως «θεού Λόγου». Αντί αυτών, δέχονταν τον «υιοθετισμό». Είναι η χαμηλή θεολογία. Αργότερα, όπως θα δούμε, η θεολογία θα εμπλουτιστεί τόσο από τον Παύλο, όσο και από τους μετέπειτα.

Παύλεια παράδοση 50 μ.κ.ε. κι έπειτα

Η ανάπτυξη της θεολογικής παραδόσεως δεν πρέπει να κατανοηθεί ως κάτι το ενιαίο. Δεν συντελέστηκε ταυτόχρονα και με το ίδιο περιεχόμενο σε όλες τις κοινότητες. Υπήρχαν διαφορετικές κοινότητες χριστιανών, σε διαφορετικές περιοχές, και με διαφορετικές επιρροές από το εξωτερικό τους περιβάλλον. Ούτε σημαίνει ότι ξεχνιέται η υιοθετιστική αντίληψη και στην θέση της έρχεται κάτι νέο. Παράλληλα υπάρχουν ακόμα. Είναι ακόμα νωρίς ώστε να εκφραστούν επισήμως τα χριστολογικά δόγματα. Προϋποτίθεται μεγάλη θεολογική ζύμωση που ακόμα δεν έχει γίνει, συζητήσεις επί συζητήσεων, η νίκη της μερίδας των χριστιανών που αργότερα ονομάστηκαν «ορθόδοξοι» και η διάκρισή τους από τους άλλους χριστιανούς, η σταδιακή ανύψωση της Εκκλησίας σε βάρος των υπολοίπων, η αυτοκρατορική αρωγή και το σχέδιο της «χριστιανικής οικουμένης» που ακόμα σαφώς δεν υπάρχουν ως ιδέες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι λεγόμενες «οικουμενικές» σύνοδοι λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα με την σταδιακή επιβολή του Χριστιανισμού. Αυτά τα δόγματα, θα περιβληθούν και με το αυτοκρατορικό κύρος, εφόσον θα θεωρηθούν νόμοι του κράτους. Οι «οικουμενικές» λειτούργησαν ως οδοστρωτήρες, ως ισοπεδωτές των αντίθετων απόψεων, που ονομάστηκαν «αιρετικές». Όσα πρόκριναν αυτές, θεωρήθηκαν σταθερά δόγματα της «ορθόδοξης» πίστεως.

Ας γυρίσουμε όμως στον Παύλο και στην «χριστολογία» του. Ο Παύλος ποτέ δεν θεώρησε τον Ιησού ως κατ’ ουσίαν θεό. Αυτό θα αντέβαινε στον αυστηρό μονοθεϊσμό που είχε κληρονομήσει από την ιουδαϊκή πίστη του. Οι δογματικοί όροι και εκφράσεις «ομοούσιος», «υπόσταση», «μια ουσία – τρεις υποστάσεις», «τριάδα», «γεννάται προαιώνια – σαρκώνεται εν χρόνω», λείπουν από το λεξιλόγιο του Παύλου και όχι μόνο.

Όπου υπάρχουν αναφορές στην θεότητα του Ιησού ως κατά την ουσία, είτε είναι παρμένες από νόθες και μεταγενέστερες επιστολές, είτε είναι παραχαραγμένα σημεία. Είτε, και τα δύο μαζί.

Η «χριστολογία» του Παύλου ξεκαθαρίζεται από δύο επιστολές του που θεωρούνται γνήσιες, την επιστολή «προς Γαλάτας» και την επιστολή «προς Φιλιππησίους».

«και τον πειρασμόν υμών εν τη σαρκί μου ουκ εξουθενήσατε ουδέ εξεπτύσατε αλλά ως άγγελον θεού εδέξασθε με ως Χριστόν Ιησούν» (Προς Γαλάτας, 4.14).

Εδώ, ο Παύλος εξισώνει τον άγγελο του Θεού, με τον Ιησού. Η φράση «ως…», αυτό δείχνει. Στο χωρίο αυτό, πουθενά δεν διαχωρίζεται το ένα από το άλλο, ούτε συγκρίνεται. Εάν θεωρηθεί «άγγελος», άρα μπορεί να κληθεί «θεός», όπως ακριβώς ο «άγγελος του Κυρίου». Χωρίς να είναι «θεός» στην ουσία. Όπως έχουμε δείξει, στην ιουδαϊκή παράδοση υπάρχουν «θεϊκά» όντα, χωρίς να είναι θεοί κατά την ουσία. Και ο Παύλος δεν ήταν ξένος ως προς αυτήν την παράδοση. Αυτός ο άγγελος έγινε άνθρωπος. «Ότε δε ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο θεός τον υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός» (ο. π. στ.4).

Σε ένα ουράνιο θεϊκό ον, αναφέρεται επίσης στην «προς Φιλιππησίους» επιστολή…

«ος εν μορφή θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα θεώ αλλά εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου θανάτου δε σταυρού διό και ο θεός αυτόν υπερύψωσεν και εχαρίσατο αυτώ το όνομα το υπέρ παν όνομα ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται οτι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν θεού πατρός» (2.6-11).

Ο Ιησούς, ήταν αγγελικό ον (για αυτό και είναι με μορφή θεού -όχι θεός στην ουσία). Ενώ είχε την ευκαιρία να αρπάξει την εξουσία (άρα, δεν ήταν θεός κατ’ ουσίαν και δεν την άξιζε), όχι μόνο δεν την άρπαξε, αλλά το αντίθετο συνέβη. Άδειασε τον εαυτό του, έγινε στο σχήμα ως άνθρωπος, υπέφερε σταυρό, πέθανε και για αυτόν τον λόγο ο Θεός τον υπερύψωσε (άρα, του έδωσε μια θέση υψηλότερη από ότι είχε πρώτα). Πώς; Αυτό φαίνεται από το υπόλοιπο της περικοπής, όπου ο Παύλος προσπαθεί να δικαιολογήσει την σκέψη του, βασιζόμενος σε χωρία από το βιβλίο «Ησαΐας».

Με το να δώσει ο θεός στον Ιησού μια τιμή που ανήκε μόνο σε αυτόν. Μόνο στον Ιεχωβά της Παλαιάς Διαθήκης. Και αυτό φαίνεται από το ότι ο Παύλος χρησιμοποιεί χωρίο από τον Ησαΐα, το οποίο και παραχαράσσει.

«επιστράφητε προς με και σωθήσεσθε οι απ’ εσχάτου της γης εγώ ειμί ο θεός και ουκ εστίν άλλος κατ’ εμαυτού ομνύω η μην εξελεύσεται εκ του στόματος μου δικαιοσύνη οι λόγοι μου ουκ αποστραφήσονται ότι εμοί κάμψει παν γόνυ και εξομολογήσεται πάσα γλώσσα τω θεώ» (Ησαΐας, 45.22-23).

Αυτή η θεολογική σκέψη του Παύλου, αργότερα θα αποτελέσει πρόβλημα. Βλέπουμε ότι η θεολογία αυτή (της ενσάρκωσης) είναι ανώτερη της θεολογίας του «υιοθετισμού». Όχι όμως και η ανώτερη που αναπτύχθηκε. Αργότερα, ο συγγραφέας του «κατά Ιωάννην», δεν θα αναφερθεί σε κάποιον άγγελο, αλλά στον «Λόγο».

Η παράδοση των τεσσάρων «κανονικών» ευαγγελίων

Σύμφωνα με το πρώτο χρονικά ευαγγέλιο, η υιοθεσία του Ιησού από τον Θεό έγινε κατά τη βάπτιση…

«και εγένετο εν εκείναις ταις ημέραις ήλθεν Ιησούς από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη εις τον Ιορδάνην υπό Ιωάννου και ευθύς αναβαίνων εκ του ύδατος είδεν σχιζομένους τους ουρανούς και το πνεύμα ως περιστεράν καταβαίνον εις αυτόν και φωνή εγένετο εκ των ουρανών συ ει ο υιός μου ο αγαπητός εν σοι ευδόκησα» (Κατά Μάρκον, 1.9-11).

Το πρώτο ευαγγέλιο ξεκινά από αυτό το σημείο την διήγηση για τον Ιησού. Είναι δυνατόν να παραλείπει ο άγνωστος συντάκτης την εκ παρθένου γέννηση; Ή μήπως, την αγνοεί;

Σύμφωνα με το «κατά Ματθαίον», ο Ιησούς γεννήθηκε από παρθένα, απλά για να «εκπληρωθεί» η ρήση στο βιβλίο «Ησαΐας». Επειδή απευθύνεται στους Ιουδαίους, είναι εμφανής η προσπάθειά του να συνδέσει τον Ιησού με την Παλαιά Διαθήκη. «Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσιν το όνομα αυτού Εμμανουήλ ο εστίν μεθερμηνευόμενον μεθ ημών ο θεός» (2.22-23).

Αντιθέτως, στο «κατά Λουκάν» ευαγγέλιο, περιγράφεται ο «ευαγγελισμός», αλλά δεν αναφέρεται σε καμία εκπλήρωση κάποιας ρήσης. Επίσης, ο Ιησούς θα ονομαστεί «υιός» Θεού, επειδή η σύλληψη θα γίνει αφού επέλθει στην Μαρία δύναμη του Θεού. Υιοθετείται εξ αρχής.

«και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός θεού» (1.35).

Παράλληλα, στο ίδιο ευαγγέλιο διασώζεται και η παλαιότερη παράδοση που θέλει τον Ιησού να υιοθετείται κατά τη βάπτιση.

«και καταβήναι το πνεύμα το άγιον σωματικώ είδει ως περιστεράν επ αυτόν και φωνήν εξ ουρανού γενέσθαι συ ει ο υιός μου ο αγαπητός εν σοι ευδόκησα» (3.22).

Στο «κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο, παρουσιάζεται η θεολογία της σάρκωσης, ακόμα πιο πλούσια θεολογικά σε σύγκριση τόσο με τον υιοθετισμό των συνοπτικών, όσο και με την σάρκωση του Παύλου.

Εδώ, δεν σαρκώνεται κάποιος άγγελος, αλλά ο θεός Λόγος. Για πρώτη φορά στην θεολογική σκέψη, ο Ιησούς προϋπάρχει μαζί με τον Θεό. Είναι ίσος με τον Θεό.

Σε καμία από τις αρχαιότερες πηγές, δεν υπάρχει αυτή η θεολογία. Ούτε στην πηγή «Q», ούτε στην «M», ούτε στην «L», ούτε στο «κατά Μάρκον». Έτσι, ο Ιησούς έγινε θεϊκός και συνδέθηκε με τον άγγελο του Κυρίου που εμφανιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη.

Συμπερασματικά, παρατηρούμε ότι υπάρχει μια ανοδική πορεία στην εξέλιξη της χριστολογίας. Στις παλαιότερες πηγές, έχουμε υιοθεσία. Παρεμβάλλεται η παράδοση που θέλει τον Ιησού υιοθετημένο εξ αρχής, καθώς γεννήθηκε από παρθένα που την επισκίασε το Άγιο Πνεύμα (που χαρακτηρίζεται στο κείμενο ως «δύναμη»). Στον Παύλο, έχουμε την σάρκωση ενός αγγελικού όντος, που ενώ έχει κάποια τιμή, μετά την ανάσταση αποκτά τιμή ίση με αυτήν του Γιεχωβά. Μεταγενέστερα, ο Λόγος γίνεται σάρξ.

Σταδιακά, η χριστολογία της ανυψώσεως έδωσε τη θέση της στην χριστολογία της σαρκώσεως. Αργότερα, αυτή θα κυριαρχήσει, ενώ οι άλλες θα γίνουν «αιρετικές». Όλες οι χριστολογικές έριδες, αφορούν στο πως πρέπει να κατανοηθεί η θεότητα του Ιησού, προκειμένου να μην πειραχτεί ο μονοθεϊσμός. Το ίδιο και για την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, θα δούμε εν συντόμω την πορεία που οδήγησε στην κατασκευή της Τριάδας.

Τρία είναι τα κύρια θεολογικά ρεύματα του πρώτου αιώνα τα οποία δεν επικράτησαν, ή τουλάχιστον επιβίωσαν κάποια στοιχεία τους σε μεταγενέστερες διδασκαλίες και που θεωρήθηκαν εκ των υστέρων «αιρετικά».

Α) Οι υιοθετιστές, που διαφωνούσαν στο πότε υιοθετήθηκε ο Ιησούς (κατά το βάπτισμα ή την ανάσταση). Ομάδες που ανήκαν σε αυτούς ήταν οι Εβιωνίτες (δηλαδή Ιουδαίοι που είχαν ασπαστεί τον Ιησού ως τον «Μεσσία» που προέβλεπαν οι Γραφές και παράλληλα ακολουθούσαν τον Ιουδαϊσμό). Οι Εβιωνίτες είχαν διάφορα παρακλάδια και ισχυρίζονταν ότι ήταν οι πρώτοι οπαδοί του Ιησού.

Άλλη ομάδα, οι Ρωμαίοι υιοθετιστές· οι Θεοδωτιανοί. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους, ο Ιησούς ήταν ξεχωριστός διότι γεννήθηκε από παρθένα. Αυτοί, χωρίζονταν σε τρεις υπο-ομάδες: α) η ομάδα που έλεγε ότι ο Ιησούς ήταν απλός άνθρωπος που έλαβε θεϊκή δύναμη κατά τη βάπτιση, β) η ομάδα που έλεγε ότι ο Ιησούς έγινε «θεϊκός» κατά το βάπτισμα, και γ) εκείνη που έλεγε ότι έγινε θεός μετά την ανάσταση.

Β) Οι δοκίτες. Αυτοί θεωρούσαν ότι ο Ιησούς δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν ένα «θεϊκό» ον που φάνηκε στους ανθρώπους ως άνθρωπος, χωρίς να έχει ανθρώπινη φύση. Ο δοκιτισμός καταπολεμήθηκε αργότερα, όταν ενισχύθηκε η θεολογία της σαρκώσεως. Αυτό το θεολογικό ρεύμα δεν εφευρέθηκε από τους πρώτους ακολούθους του Ιησού, διότι κείται αντίθετα από την διδασκαλία του «πάσχοντος Μεσσία». Η πιο γνωστή ομάδα που ασπάζονταν αυτές τις ιδέες, ήταν η ομάδα του Μαρκίωνα.

Γ) Η «χριστολογία» του διαχωρισμού. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, μέσα στον Ιησού κατοίκησε προσωρινά ένα «θεϊκό» ον, το οποίο τον εγκατέλειψε μετά τον θάνατό του. Οι ομάδες που το υποστήριζαν, ήταν οι Γνωστικοί. Κατά τη βάπτιση, ενοίκησε στον ενάρετο Ιησού το «θεϊκό» ον και τον άφησε πριν πεθάνει. Αργότερα, λείψανα αυτής της διδαχής θα εμφανιστούν στον Νεστοριανισμό.

Για τα περισσότερα από τα παραπάνω, όπως έχουμε ήδη δει, οι χριστιανοί των διαφόρων ομάδων μπορούσαν να επικαλεστούν χωρία από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης όπως την έχουμε σήμερα, πέρα από τα κείμενα που αργότερα θεωρήθηκαν «αιρετικά».

Κατά τον 2ο και 3ο αιώνα, το θέμα της «σωτηρίας» άρχισε σταδιακά να εξελίσσεται και αυτό. Ενώ κατά τον 1ο αιώνα αφορούσε την πίστη στην «σταύρωση» -τον «θάνατο»- και την «ανάσταση» του «πάσχοντος Μεσσία», αργότερα θεωρήθηκε ότι έπρεπε να κατανοηθεί σωστά η σχέση του Ιησού με τον Θεό, αλλά και του Αγίου Πνεύματος. Έπρεπε να βρεθεί ένα μοντέλο-φόρμουλα, το οποίο θα περιελάμβανε στην μια θεότητα, τόσο τον Υιό όσο και το Πνεύμα.

Οι θεολογικές συζητήσεις δεν μπορούσαν ακόμα να φτάσουν σε ένα κοινώς αποδεκτό σημείο ομογνωμίας. Οι διαφορετικές απόψεις αυξήθηκαν. Σε όλη αυτήν την κατάσταση να συνυπολογιστεί ότι ακόμα δεν έχουμε την Καινή Διαθήκη ως ένα «ενιαίο» βιβλίο. Δηλαδή, δεν έχουμε καμία επικυρωμένη συνοδικά πράξη της Εκκλησίας, προκειμένου να έχουμε κανόνα με τα «αυθεντικά» αποστολικά συγγράμματα. Μόνο συλλογές στις κατά τόπους κοινότητες, αλλά όχι πάντα με τα ίδια βιβλία. Ακόμα δεν υπήρχαν αποκρυσταλλωμένα δόγματα περί του Ιησού και της «τριαδολογίας».

Η «χριστολογία» και η «τριαδολογία» κατά τον 3ο αιώνα

Οι περισσότεροι χριστιανοί απέρριψαν τις προηγούμενες θεωρίες. Ο Ιησούς ήταν πραγματικά άνθρωπος και ταυτόχρονα πραγματικά θεός, σε μία υπόσταση. Πώς όμως; Αυτό προσπάθησαν να απαντήσουν οι θεολόγοι των χρόνων εκείνων.

Η περίοδος αυτή, είναι μια περίοδος μεταβατική. Ένα λυκόφως μεταξύ των προηγούμενων ποικίλων απόψεων και πριν από την Α΄ «οικουμενική» σύνοδο, πριν λάβει την κρατική αρωγή η πλέον ονομαζόμενη «Ορθόδοξη» Εκκλησία.

Ας δούμε τον ρόλο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στην Α΄ οικουμενική σύνοδο.
Σύμφωνα με τον Ορθόδοξο βυζαντινολόγο G. Ostrogorsky
Η πιο σαφής έκφραση του εκχριστιανισμού του ρωμαϊκού κράτους στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου με σοβαρότατες επιπτώσεις για το μέλλον του, ήταν η σύγκλιση της οικουμενικής συνόδου της Νικαίας (325), της πρώτης από τις οικουμενικές συνόδους που έθεσαν τα θεμέλια της δογματικής διδασκαλίας και των κανόνων της χριστιανικής εκκλησίας. Ο αυτοκράτορας όχι μόνο συγκάλεσε τη σύνοδο και προήδρευσε στις συνεδρίες της αλλά και επηρέασε ουσιαστικά τις αποφάσεις της. Αν και δεν ήταν τότε τυπικά μέλος της εκκλησίας (το βάπτισμα το δέχτηκε, όπως είναι γνωστό, στην επιθανάτια κλίνη), ωστόσο ήταν ο πραγματικός αρχηγός της, δίνοντας έτσι και στο σημείο αυτό το πρότυπο για τους διαδόχους του στο θρόνο του Βυζαντίου.
(Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. 1, σ. 106)
Σε αυτήν την φάση των έντονων θεολογικών συζητήσεων και ζυμώσεων, άρχισαν να διαφαίνονται οι πρώτες διαφορές μεταξύ των θεωρούμενων ως «ορθόδοξων» απόψεων της εποχής.

Οι Μοναρχιανοί, φοβούμενοι τον πολυθεϊσμό, ισχυρίζονταν ότι τόσο ο Υιός όσο και το Πνεύμα υποτάσσονται στον Πατέρα.

Αυτοί διακρίνονται σε δύο μεγάλες ομάδες:

α) Οι δυναμικοί μοναρχιανοί, οι οποίοι αρχικά ισχυρίζονταν ότι ο Υιός υιοθετήθηκε (ήδη έχουμε δει ότι αυτό συμφωνούσε με την προ-παύλεια παράδοση) και εν συνεχεία κάποιοι από αυτούς θεώρησαν ότι το Πνεύμα και ο Υιός είναι απρόσωπες δυνάμεις.

β) Οι τροπικοί μοναρχιανοί (όπου το κάθε πρόσωπο της τριάδας θεωρήθηκε ως τρόπος εμφάνισης του αυτού θεού). Από αυτούς, άλλοι ισχυρίζονταν ότι ο Πατήρ σαρκώθηκε εν τω προσώπω του Υιού, οι οποίοι στηρίζονταν σε κάποια σημεία της Γραφής, όπως το περίφημο χωρίο όπου ο Ιησούς απαντάει στον Φίλιππο (ο οποίος -προηγουμένως- του είχε ζητήσει να τους δείξει τον Πατέρα), «τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καὶ οὐκ ἔγνωκάς με Φίλιππε ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακεν τὸν πατέρα• καὶ πῶς σὺ λέγεις Δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα» (Κατά Ιωάννην, 14.9). Άλλοι ισχυρίζονταν ότι ο αυτός θεός παρουσιάστηκε άλλοτε ως Πνεύμα, άλλοτε ως Υιός, άλλοτε ως Πατήρ. Έχουμε δηλαδή την υποστατική ταύτιση Πατρός-Υιού-Αγίου Πνεύματος.

Στον «Ποιμένα του Ερμά», ένα πρωτοχριστιανικό κείμενο που εκτιμούνταν από τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, ο Υιός είναι η ενανθρώπιση του Αγίου Πνεύματος.

Ο Θεόφιλος Αντιοχείας περί το 180, μιλούσε για «Τριάδα» (μάλιστα είναι ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφέας που χρησιμοποιεί τον όρο αυτό), αλλά την εννοούσε ως «Πατέρα», «Λόγο» και «Σοφία». Ο Λόγος είναι ενδιάθετος νους ο οποίος γίνεται προφορικός χάριν της δημιουργίας, και ο οποίος συχνά ταυτίζεται με την Σοφία.

Ο Τερτυλλιανός, στον οποίο θα στηριχτούν μετέπειτα για την θεμελίωση της «Τριάδας» όπως την ξέρουμε σήμερα, μιλούσε για δύο δύσεις ενωμένες υποστατικά στον Χριστό, όπως μιλούσε και για τρεις υποστάσεις της μίας θεότητας. Παρ’ όλα αυτά, ισχυρίζονταν ότι η Σοφία γεννήθηκε από τον Πατέρα, αλλά γνώρισε και δεύτερη γέννηση· έγινε Λόγος. Επίσης, ότι ο Υιός πήγασε δι’ απορροής από τον Πατέρα, του οποίου είναι μέρος της ουσίας του.

Ο Ιππόλυτος, στον οποίο επίσης στηρίχτηκαν, ποτέ δεν αναφέρει το Πνεύμα ως πρόσωπο. Ο Λόγος προήλθε με τη βούληση του θεού, άρα εν χρόνω, για την δημιουργία. Συνεπώς, δεν είναι ο Λόγος συνάναρχος με τον Πατέρα. Επίσης, ο Λόγος ήταν ενδιάθετος- ανυπόστατος, έπειτα (κατά τη δημιουργία του κόσμου) έγινε προφορικός -υποστατικός και τελικά έγινε Υιός- ενσαρκώθηκε. Ο Λόγος υποτάσσεται στον Πατέρα.

Ο Ιουστίνος θέτει ιεραρχία στην «τριάδα». Ανώτερος ο Πατήρ, δεύτερη τάξη ο Υιός, τελευταίο το Πνεύμα.

Ο Άρειος, για τον οποίο κυρίως συγκλήθηκε η σύνοδος της Νικαίας, δίδασκε ότι ο Λόγος άρχισε να υπάρχει λίγο πριν από την αρχή της δημιουργίας. Δεν υπήρχε από πάντα. Συνεπώς, ο Θεός δεν είχε την ιδιότητα του Πατρός από πάντα, αλλά την απέκτησε. Ο Λόγος δεν είναι συνάναρχος με τον Θεό, άρα δεν είναι κατ’ ουσία θεός. Ο Άρειος υποστήριζε ότι ο Λόγος είναι εικόνα του Θεού και όχι θεός, άρα η λατρεία του δεν θα έπρεπε να είναι η ίδια. Ο Υιός είναι ο ανώτερος από όλους αλλά όχι ίσος με τον θεό.

Όλες οι θεολογικές συζητήσεις αλλά και το ιστορικό των γεγονότων, γράφονται στις εκκλησιαστικές ιστορίες, αλλά δυστυχώς το χριστεπώνυμο πλήρωμα «αραιά και που» διαβάζει ή ίσως και καθόλου.

Αλλά και μετά την Α΄ «οικουμενική», η διδασκαλία του Αρείου δεν έπαυσε να προσελκύει. Αυτό δηλαδή που κατά κανόνα συνέβαινε και συμβαίνει όταν ξεσπά κάποια εκκλησιαστική κρίση· αντί να σβήσει η φωτιά, φουντώνει παραπάνω. Το πρόβλημα οξύνθηκε, οι οπαδοί του αυξήθηκαν ακόμα και μετά την δολοφονία του.

Ο Θεοδώρητος Κύρου αναφέρει ότι γίνονταν «έριδες εν εκάστη πόλει και κώμη και μάχαι περί των θείων δογμάτων», και ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις· «ομόφυλοι και ομορρόφιοι και ομοτράπεζοι κατ’ αλλήλων αντί δοράτων εκίνουν τας γλώσσας· μάλλον δε, μέλη αλλήλων όντες και εις εν τελούντες σώμα, κατ’ αλλήλων ωπλίζοντο» (Εκκλησιαστική Ιστορία Θεοδώρητου Κύρου, 1,29-30).

Το ίδιο και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης. «Η γαρ εκκλησία διαιρεθείσα, επί τη άπαξ γενομένη διαιρέσει ουχ ίστατο· αλλά στραφέντες καθ’ εαυτών πάλιν εχώρουν· και μικράς και ευτελούς προφάσεως λαβομένοι αλλήλων διεχωρίζοντο» (5,20).

Μεγάλο μέρος των επισκόπων δεν είχε υποταχτεί στις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής. Γράφει πάλι ο Θεοδώτηρος Κύρου: «Ο μεν ουν πανεύφημος βασιλεύς (εννοεί τον Κωνσταντίνο) τας αποστολικάς φροντίδας εν τη ψυχή περιέφερεν, οι δε της ιερωσύνης ηξιώμενοι ου μόνον οικοδομείν ουκ εβούλοντο, αλλά και αυτά τα της εκκλησίας ανορύττειν επεχείρουν θεμέλια. Τους γαρ δη τούτων μετά των αποστολικών ηγουμένους δογμάτων, παντοδαπάς συκοφαντίας υφαίνοντες, καθαιρούντες εξήλαυνον» (1,80).

Όλες οι παραπάνω θεολογικές απόψεις μπορούν να στηριχτούν με κατάλληλα χωρία των Γραφών. Για αυτό και με τον θεσμό των «οικουμενικών», προσπάθησαν δώσουν κύρος στις ερμηνείες που εξυπηρετούσαν το υπό διαμόρφωση δόγμα. Οτιδήποτε διαφωνεί με αυτές, από εδώ και στο εξής θα καλείται «αιρετικό» και θα αναθεματίζεται. Οι δε αποφάσεις, γίνονται πλέον νόμοι του κράτους, και ο αντιφρονών θεωρείται κακοποιό στοιχείο ενάντιο στο όραμα της χριστιανικής οικουμένης.

Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, αφού αναπτύσσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της «οικουμενικής συνόδου», καταλήγει: « Όθεν και παρά πάντων, ουχί η θεία Γραφή, αλλ’ η Οικουμενική Σύνοδος ανακηρύτεται ο έσχατος κριτής των Εκκλησιαστικών υποθέσεων. […] Είπα δε ότι έσχατος κριτής εν τη Εκκλησία δεν είναι η Αγία Γραφή, ως λέγουσι τούτο οι Λουθηροκαλβινισταί, αλλά η Οικουμενική Σύνοδος, καθ’ ότι εις πολλά μέρη ασαφώς λαλούσα η Θεία Γραφή, και έκαστος των αιρετικών προς την εδικήν του αίρεσιν στρεβλών το ασαφές νόημα των Γραφών, εξ ανάγκης χρειάζεται ερμηνεία δια να εξηγήση το αληθές αυτής νόημα, ος τις δεν είναι άλλος, παρά η Οικουμενική Σύνοδος…». (Απόσπασμα από το Πηδάλιο του Αγίου Νικοδήμου, σελ. 119- 120).

ΔΕΣ:

Συνειδητοποίησε πρώτα ποιος θέλεις να είσαι. Ύστερα κάνε αυτά που πρέπει να κάνεις

Ο άνθρωπος διαμορφώνεται με τον χρόνο και περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του σαν «work in progress», εν εξελίξει.

Για να γίνουμε αυτό που θέλουμε κι αυτό που μπορούμε, πρέπει πρώτα να αποκτήσουμε μιαν εικόνα του ιδανικού μας εαυτού: ποιος άνθρωπος θέλω να είμαι; Ποιο επάγγελμα θέλω να εξασκώ; Ποια είναι τα προσωπικά μου ιδεώδη; Προϋπόθεση είναι η αυτογνωσία, η συνειδητοποίηση της ταυτότητας και των ορίων μας. Δεν πρέπει ούτε να έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας ούτε να τον περιφρονούμε. Παρατηρείται συχνά το παράξενο φαινόμενο να μην είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι από την τύχη μας («Αχ, εγώ ο άτυχος, τι θα μπορούσα να έχω κάνει αν μου είχαν δοθεί περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες…»), αλλά να μην επιθυμούμε περισσότερη σοφία ή εξυπνάδα. Πολλοί άνθρωποι θα ήθελαν να είναι ωραιότεροι ή πλουσιότεροι, λίγοι όμως ομολογούν ότι θα ήθελαν να είναι εξυπνότεροι, παρότι η εξυπνάδα είναι η ικανότητα να διακρίνουμε αμέσως τι πρέπει να κάνουμε σε κάθε περίσταση. Έχουμε την τάση να αποδίδουμε στη μοίρα τις αποτυχίες μας, ενώ αποδίδουμε τις επιτυχίες μας στην προσωπική μας αξία και προσπάθεια.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να φτάσουμε στην αυτογνωσία -ο πόνος, η απώλεια, ο έρωτας- και στη συνέχεια να κάνουμε όσα «πρέπει» να κάνουμε. Μέσα μας υπάρχουν κάμποσοι άνθρωποι, έχουμε έναν «καλό» κι έναν «κακό» εαυτό, δυνάμεις φανερές και δυνάμεις κρυμμένες, ταλέντα, δεξιότητες, όνειρα και αυταπάτες, ψευδείς εικόνες και ιδέες…

Καμιά φορά λέμε: «Πρέπει να βρω τον εαυτό μου». Στην πραγματικότητα, τον εαυτό μας δεν τον βρίσκουμε, τον επινοούμε, τον δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, τον σμιλεύουμε. Όρισε λοιπόν στον εαυτό σου έναν χαρακτήρα και έναν τρόπο ζωής που θα τον διατηρείς και θα τον υποστηρίζεις είτε είσαι μόνος σου είτε είσαι μαζί με άλλους.

Η βάση της φιλοσοφίας και το στοίχημα της φιλοσοφίας είναι η αυτογνωσία. Πράγματι, για τους Στωικούς τα εξωτερικά γεγονότα κανονίζονται από τη μοίρα, επομένως δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Ωστόσο, παραμένουμε υπεύθυνοι για τις ενέργειές μας.

Αν και ο όρος «ειμαρμένη» που χρησιμοποιούν οι «Στωικοί παραπέμπει στην έννοια του πεπραγμένου και της μοίρας, δεν πρέπει να συγχέεται με τη μοιρολατρία. Σύμφωνα με τον Χρύσιππο, η μοίρα είναι η φυσική και αιώνια ευταξία του συνόλου. Και μολονότι είναι αναπόδραστη και όλες οι δυνατότητες που έχει ένα γεγονός να εξελιχθεί είναι δεδομένες, έχουμε περιθώριο να κάνουμε επιλογές: το ποια από τις προκαθορισμένες δυνατότητες θα επιλέξουμε ανήκει στη δική μας δικαιοδοσία.

Η ευτυχία και τη χαρά ξανά στη σχέση μας

Όλη η ευτυχία και η χαρά έχουν εξαφανιστεί από τη σχέση μου, παρ’ όλο που νιώθω ότι ο έρωτας είναι ακόμη εκεί, και δεν θέλω να χωρίσω. Πώς μπορούμε να φέρουμε την ευτυχία και τη χαρά ξανά στη σχέση μας;

Υπάρχει κάποια παρανόηση στο μυαλό σας. Η ευτυχία δεν έχει φύγει, η ευτυχία δεν ήταν ποτέ εκεί – ήταν κάτι άλλο. Είναι ο ενθουσιασμός που έχει φύγει, αλλά νομίζατε ότι αυτός ο ενθουσιασμός ήταν ευτυχία. Η ευτυχία θα έρθει τώρα· όταν ο ενθουσιασμός υποχωρήσει, μόνο τότε έρχεται η ευτυχία. Η ευτυχία είναι ένα πολύ σιωπηλό φαινόμενο· δεν είναι καθόλου ενθουσιασμός, δεν είναι καθόλου πυρετώδης. Είναι ήρεμη, χαλαρή και ψύχραιμη.

Αλλά αυτή η παρανόηση δεν είναι μόνο δική σας· έχει γίνει ένα πολύ κοινό φαινόμενο. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο ενθουσιασμός είναι ευτυχία. Είναι ένα είδος μέθης· το άτομο νιώθει απασχολημένο, τρομερά απασχολημένο. Κατά τη διάρκεια αυτής της απασχόλησης ξεχνά τις έγνοιες του, τα προβλήματά του, τα άγχη του. Είναι σαν να πίνεις αλκοόλ: ξεχνάς τα προβλήματά σου, ξεχνάς τον εαυτό σου, και τουλάχιστον για λίγο είσαι μακριά, μακριά από τον εαυτό σου. Αυτό είναι το νόημα του ενθουσιασμού: δεν είστε πια μέσα στον εαυτό σας, είστε έξω· έχετε δραπετεύσει από τον εαυτό σας. Αλλά επειδή είστε έξω από τον εαυτό σας, αργά ή γρήγορα κουράζεστε. Σας λείπει η θρέψη που σας παρέχει ο πιο μύχιος πυρήνας σας όταν είστε κοντά του.

Έτσι κανένας ενθουσιασμός δεν μπορεί να είναι μόνιμος· μπορεί να είναι μόνο ένα στιγμιαίο φαινόμενο, κάτι προσωρινό. Όλοι οι μήνες του μέλιτος τελειώνουν πρέπει να τελειώσουν, διαφορετικά θα σκοτωθείτε! Αν παραμείνετε ενθουσιασμένοι, θα τρελαθείτε. Πρέπει να υποχωρήσει, πρέπει να τραφείτε πάλι από τον εαυτό σας. Δεν μπορεί να μείνει κανείς ξύπνιος για πολλά βράδια στη σειρά. Για ένα βράδυ, δύο βράδια, τρία βράδια είναι εντάξει, αλλά αν παραμείνετε ξύπνιος για πολλά βράδια, θα αρχίσετε να νιώθετε κουρασμένος, απολύτως κουρασμένος και εξουθενωμένος. Και θα αρχίσετε να νιώθετε αδύναμος και νεκρός· θα χρειάζεστε ξεκούραση. Μετά από κάθε ενθουσιασμό υπάρχει ανάγκη για ξεκούραση. Στην ξεκούραση ανακεφαλαιώνετε, αναρρώνετε· μετά μπορείτε να εισέλθετε ξανά στον ενθουσιασμό.

Αλλά ο ενθουσιασμός δεν είναι ευτυχία, είναι απλά ένας τρόπος για να δραπετεύσετε από τη δυστυχία.

Προσπαθήστε να το καταλάβετε ξεκάθαρα: ο ενθουσιασμός είναι απλά ένας τρόπος για να δραπετεύσετε από τη δυστυχία. Δίνει μόνο μια ψεύτικη και επιφανειακή εμπειρία ευτυχίας. Επειδή δεν είστε πια δυστυχισμένος νομίζετε ότι είστε ευτυχισμένος· το να μην είστε δυστυχισμένος ισούται με το να είστε ευτυχισμένος. Η αληθινή ευτυχία είναι ένα θετικό φαινόμενο. Η ανυπαρξία της δυστυχίας είναι ένα είδος λησμονιάς. Η δυστυχία σάς περιμένει στο σπίτι, και όποτε γυρίσετε θα είναι εκεί.

Όταν ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται, αρχίζει να σκέφτεται κανείς, «Ποιο είναι το νόημα αυτού του έρωτα;» Αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν «έρωτα» πεθαίνει με τον ενθουσιασμό, και αυτό είναι συμφορά. Στην πραγματικότητα, ο έρωτας δεν γεννήθηκε ποτέ. Ήταν απλά ένας έρωτας ενθουσιασμού· δεν ήταν πραγματικός έρωτας. Ήταν απλά μια προσπάθεια να απομακρυνθείτε από τον εαυτό σας. Θέλατε απλά να αισθανθείτε.

Πολύ σωστά χρησιμοποιήσατε τη λέξη «χαρά» στην ερώτησή σας· ήταν χαρά, αλλά δεν ήταν οικειότητα. Όταν ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται και μόλις τώρα αρχίζετε να νιώθετε αγάπη, η αγάπη μπορεί να αναπτυχθεί· τώρα οι πυρετώδεις ημέρες έχουν τελειώσει. Αυτό είναι το πραγματικό ξεκίνημα της αγάπης.

Για μένα, η αληθινή αγάπη ξεκινά όταν τελειώνει ο μήνας του μέλιτος. Αλλά τότε το μυαλό σας νομίζει ότι έχουν τελειώσει όλα: «Ψάξε για άλλη γυναίκα, ψάξε για άλλον άνδρα. Τι νόημα έχει να συνεχίσεις; Δεν υπάρχει πια χαρά!»

Αν συνεχίσετε να αγαπάτε τώρα, η αγάπη θα αποκτήσει ένα βάθος, θα γίνει οικειότητα. Θα αποκτήσει μια χάρη. Θα έχει μια διακριτικότητα τώρα, δεν θα είναι επιφανειακή. Δεν θα είναι χαρά, θα είναι διαλογισμός, θα είναι προσευχή. Θα σας βοηθήσει να γνωρίσετε τον εαυτό σας. Η σύντροφός σας θα γίνει καθρέφτης, και μέσα από εκείνην θα μπορέσετε να γνωρίσετε τον εαυτό σας. Τώρα είναι η ώρα, η σωστή ώρα να αναπτυχθεί η αγάπη, επειδή όλη η ενέργεια που έχει διοχετευτεί στον ενθουσιασμό δεν θα πάει χαμένη, θα πέσει στις ρίζες της αγάπης, και το δένδρο θα μπορέσει να βγάλει πολύ όμορφο φύλλωμα.

Αν μπορέσετε να ωριμάσετε με αυτήν την οικειότητα, που δεν είναι πια ενθουσιασμός, τότε θα δημιουργηθεί η ευτυχία: πρώτα ενθουσιασμός, μετά αγάπη, μετά ευτυχία. Η ευτυχία είναι το ύστατο προϊόν, η εκπλήρωση. Ο ενθουσιασμός είναι απλά μια αρχή, ένα έναυσμα· δεν είναι το τέλος. Και εκείνοι που τελειώνουν τα πράγματα στον ενθουσιασμό δεν θα μάθουν ποτέ τι είναι η αγάπη, δεν θα μάθουν ποτέ το μυστήριο της αγάπης, δεν θα μάθουν ποτέ τη χαρά της αγάπης. Θα μάθουν τις αισθήσεις, τον ενθουσιασμό, τον παθιασμένο πυρετό, αλλά δεν θα μάθουν ποτέ τη χάρη που είναι η αγάπη. Δεν θα μάθουν ποτέ πόσο όμορφο είναι να ζουν με έναν άνθρωπο χωρίς ενθουσιασμό αλλά με σιωπή, χωρίς λέξεις, χωρίς προσπάθεια να κάνουν τίποτε. Απλά να είναι μαζί, να μοιράζονται έναν χώρο, μια ύπαρξη, να μοιράζονται ο ένας τον άλλο, να μη σκέπτονται τι να πουν και τι να κάνουν, πού να πάνε και πώς να χαρούν· όλα αυτά τα πράγματα έχουν εξαφανισθεί. Η καταιγίδα έχει τελειώσει και υπάρχει σιωπή.

Και δεν είναι ότι δεν θα κάνετε έρωτα, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα είναι μια «ενέργεια»· θα είναι ερωτική πράξη. Θα γίνει από χάρη, από σιωπή, από ρυθμό· θα αναδυθεί από τα βάθη σας, δεν θα είναι από το σώμα. Υπάρχει μια ερωτική συνεύρεση που είναι πνευματική, που δεν έχει καμμία σχέση με το σώμα. Παρ’ όλο που το σώμα λαμβάνει μέρος σ’ αυτό, συμμετέχει σ’ αυτό, δεν είναι η πηγή του.

Γι’ αυτό η πρότασή μου είναι: Προσέξτε. Τώρα που πλησιάζετε, μην δραπετεύσετε. Μπείτε μέσα. Ξεχάστε τον ενθουσιασμό, είναι παιδιάστικος. Και κάτι όμορφο βρίσκεται μπροστά σας. Αν μπορείτε να το περιμένετε, αν έχετε υπομονή και εμπιστοσύνη σ αυτό, θα έρθει.

Είμαστε ικανοί για καθαρή ευτυχία, αλλά δεν ξέρουμε πώς να την διαχειριστούμε.

Ακόμη κι ένας άνδρας σαν τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, ένας άνθρωπος μεγάλης ευφυΐας, έχει να πει ότι ο άλλος είναι κόλαση, ότι είναι καλύτερα να είσαι μόνος, ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις μαζί με τον άλλο. Έγινε τόσο πεσιμιστής ώστε είπε ότι είναι αδύνατον να τα καταφέρεις μαζί με τον άλλο, ότι ο άλλος είναι η κόλασή σου. Κανονικά, έχει δίκιο.

Αυτή είναι η δυστυχία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος χάνει την άνθιση της ζωής επειδή δεν ξέρει τίποτε από αγάπη. Και για μένα, όπως ακριβώς ο άνδρας και η γυναίκα είναι τα δύο μισά ενός ολόκληρου, το ίδιο είναι η αγάπη. Στη συνάντηση της αγάπης γίνεται η συνάντηση του άνδρα και της γυναίκας. Και σ αυτή τη συνάντηση, δημιουργούμε το υπερβατικό ανθρώπινο ον, που δεν είναι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα. Και αν δεν δημιουργήσουμε τον υπερβατικό άνθρωπο στη γη, δεν υπάρχει ελπίδα.