Κατά την ύστερη αρχαιότητα, η «θεϊκότητα» δεν είναι κάτι εξωπραγματικό στην σκέψη των ανθρώπων. Από τους προηγούμενους αιώνες, η σκέψη των ανθρώπων ήταν ζυμωμένη και οικεία μέσω των μύθων, ώστε να δέχεται ως κάτι το φυσικό να υπάρχουν άνθρωποι και όντα θεϊκά.
Υπάρχει η βιογραφία του νεο-πυθαγόρειου
Απολλώνιου Τυανέα, γραμμένη από τον Φιλόστρατο, διανθισμένη με στοιχεία θρύλου, όπου στην ρωμαϊκή ελίτ θεωρούνταν «θεϊκός». Ο Ιεροκλής έγραψε βιβλίο,
συγκρίνοντας τον Απολλώνιο Τυανέα με τον Ιησού των χριστιανών, το οποίο δυστυχώς «έφαγε» το μαύρο σκοτάδι…
Ο Οβίδιος στο έργο του «Μεταμορφώσεις», αναφέρεται στους μύθους κατά τους οποίους «θεοί» έπαιρναν προσωρινά ανθρώπινη μορφή. Υπάρχουν, επίσης, πάμπολλοι μύθοι που αναφέρονται σε ανθρώπους που γεννήθηκαν από θεούς και από θνητές, θεωρούμενοι για αυτόν τον λόγο ως «θεϊκοί».
Ακόμα και Ρωμαίοι αυτοκράτορες, παρουσιάζονταν ως παιδιά «θεών»
δια υιοθεσίας, για ευνόητους λόγους. Στο βιβλίο των «Πράξεων», όταν σύμφωνα με την διήγηση, είδαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα να σηκώνουν τον εκ γενετής χωλό, θεώρησαν κάτι συνηθισμένο το ότι
«οι θεοί ομοιωθέντες ανθρώποις κατέβησαν προς ημάς» (Πράξεις, 14.11).
Το σχήμα που αφορά την αντίληψη της εποχής για τις θεότητες, μπορεί να συνοψιστεί στο παρακάτω: Πάνω από όλους και από όλα, ο αγέννητος «θεός». Μία βαθμίδα παρακάτω, οι ενδοσυμπαντικοί «θεοί». Ακόμα πιο κάτω, οι «θεότητες» των πόλεων. Μετά οι «δαίμονες», και τελευταίοι οι άνθρωποι. Με αυτό το πυραμιδοειδές σχήμα, εκφράζεται ο ύστερος ενοθεισμός.
Αυτά όσον αφορά τον εθνικό κόσμο. Ας δούμε τώρα τι συνέβαινε στον αρχαίο Ιουδαϊσμό
.
«Θεϊκοί» άνθρωποι και όντα υπάρχουν και στην ιουδαϊκή σκέψη. Παρ’ όλο που ο Ιουδαϊσμός εξελίχθηκε σε αυστηρά μονοθεϊστική θρησκεία, υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν ξεκίνησε ως τέτοια. Αντιθέτως, όπως έχει καταδειχτεί (βλ. «Γ. Κορδάτος, «Κριτική στην Παλαιά Διαθήκη»), υπήρξε μια σταδιακή μετακίνηση από τον
ενοθεϊσμό στον μονοθεϊσμό.
Το θρησκευτικό σύστημα του μονοθεϊσμού που λειτούργησε επιπλέον και ως παράγοντας ενοποίησης και δημιουργίας «ταυτότητας» ενός νέου λαού, του Ισραήλ, δεν μπορούσε να επιβληθεί κατευθείαν σε ανθρώπους που προέρχονταν από διαφορετικές κουλτούρες και που είχαν συνηθίσει στον πολυθεϊσμό. Όλα αυτά, προκύπτουν όχι μόνο από εξωβιβλικές πηγές, αλλά και από την ίδια την Βίβλο. Για παράδειγμα, η «θεϊκή» εντολή
«ουκ έσονται σοι θεοί έτεροι προ προσώπου μου» (Δευτερονόμιο, 5.7), θα φάνταζε περιττή αν απευθύνονταν σε έναν λαό που όντως γνώριζε και πίστευε στους ίδιους τους «πατριάρχες» του. Όμως, αν σκεφτούμε ότι γράφεται ως εντολή που αποσκοπεί στο να προβάλει την υπακοή ενός λαού στον έναν «θεό» μέσα από ένα πάνθεο μικρότερων «θεών», τότε είναι ακριβής. Η εντολή όπως διατυπώνεται, δεν λέει ότι δεν υπάρχουν άλλοι θεοί, αλλά ότι
για σένα, δεν θα υπάρχουν άλλοι θεοί, διότι είμαι εγώ για σένα ο θεός.
Τέτοια άλλα «θεϊκά» όντα, είναι τα «Σεραφείμ» (Ησαΐας, 6.2), τα «Χερουβείμ» (Ιεζεκιήλ 1), τα «πνεύματα» στα επουράνια (Εφεσίους, 6.12), οι «θρόνοι», οι «κυριότητες», οι «αρχές», οι «εξουσίες» κλπ (Κολοσσαείς, 1,16).
Το αντίστοιχο σχήμα που αφορά την ιουδαϊκή παράδοση, είναι και πάλι πυραμιδοειδές: Στην κορυφή ο «θεός», από κάτω οι άγγελοι, οι αρχάγγελοι, οι κυριότητες, οι δυνάμεις, οι θρόνοι. Στην τελευταία βαθμίδα, οι άνθρωποι.
Αναφορές για «θεϊκά» όντα που γίνονται άνθρωποι προσωρινά, υπάρχουν σε αρκετά σημεία στην Βίβλο. Όπως επίσης, και για όντα «θεϊκά». Για παράδειγμα, το ον που φανερώθηκε στην Άγαρ, ενώ στον στίχο 7 χαρακτηρίζεται «άγγελος του Κυρίου», στον στίχο 13 χαρακτηρίζεται ως «Κύριος» και «θεός» (Γένεση, 16). Στην σκηνή της περίφημης φιλοξενίας του Αβραάμ, στον στίχο 2 γίνεται λόγος για τρεις άνδρες, στον στίχο 13 ο ένας από αυτούς χαρακτηρίζεται «Κύριος» (Γένεση 18), και στον πρώτο στίχο του επόμενου κεφαλαίου, οι δύο άνδρες χαρακτηρίζονται ως «άγγελοι». Στο βιβλίο της «Εξόδου», στον στίχο 2, άγγελος φανερώνεται στον Μωυσή μέσα από την φλεγόμενη βάτο, ενώ στον στίχο 4 αναφέρεται ως «θεός». Στον Ψαλμό 81 (σύμφωνα με τους Εβδομήκοντα),
«ο θεός έστη εν συναγωγή θεών εν μέσω δε θεούς διακρίνει». Αυτοί οι «θεοί», είναι οι άγγελοι. Στην εβραϊκή, γράφει «Ελοχίμ», που είναι «θεϊκά» όντα. Επειδή όμως δεν έχουν δίκαιη κρίση, η τιμωρία τους είναι να γίνουν θνητοί και να πεθαίνουν (στίχος 7).
Στην ιουδαϊκή παράδοση, υπάρχουν επίσης αναφορές για ανθρώπους που μετά θάνατον γίνονται άγγελοι. Για παράδειγμα, οι καλοί και ενάρετοι γίνονται άγγελοι μετά θάνατον, σύμφωνα με το βιβλίο «Β΄ Βαρούχ». Ο Ενώχ που μετετέθη στον ουρανό, σύμφωνα με το βιβλίο «Β΄Ενώχ», έγινε άγγελος. Στο βιβλίο «Σειράχ», ο Μωυσής γίνεται επίσης «άγγελος», μετά θάνατον.
Άλλα «θεϊκά» όντα παρουσιάζονται στο βιβλίο «Γένεση», στο κεφάλαιο 6.
«Ιδόντες δε οι υιοί του θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισίν έλαβον εαυτοίς γυναίκας» (στ. 2). Αυτοί οι γιοι του θεού, σύμφωνα με τον Ιουστίνο τον απολογητή είναι άγγελοι.
Στην ιουδαϊκή παράδοση, υπάρχει επίσης η μορφή του «υιού του ανθρώπου» (Δανιήλ, 7). Το πως συνδέθηκε αργότερα με τον Ιησού, θα το δούμε αργότερα.
Η «σοφία», μπορεί να κατανοηθεί
ως ξεχωριστή ενυπόστατη οντότητα δίπλα στον «θεό-δημιουργό», πέρα από μια των ιδιοτήτων του «θεού». Στο βιβλίο «Παροιμίες», ο άγνωστος συγγραφέας, βάζει την «Σοφία» να μιλάει:
«Κύριος έκτισεν με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού· προ του όρη εδρασθήναι προ δε πάντων βουνών γέννα με» (8,22-25).
«ηνίκα ητοίμαζεν τον ουρανόν συμπαρήμην αυτώ» (στ. 27).
Αυτή η «σοφία», αργότερα θα εξελιχθεί στην θεολογική σκέψη ως «η ενυπόστατη σοφία του Θεού»,
ο Ιησούς «Χριστός» (
αν υπήρξε).
Αλλά και ο Σολομώντας έγινε «θεϊκός» δια υιοθεσίας (Β΄ Σαμουήλ, 7.12-14), ο λαός Ισραήλ (Δευτερονόμιο, 14.1), και τόσοι άλλοι.
Ο Δαβίδ είναι «χριστός» (εφόσον χρίεται), υιοθετείται από τον «θεό» (εφόσον μπορεί να επικαλεστεί τον «θεό» ως «πατέρα»), και καθίσταται «πρωτότοκος» (Ψαλμός, 88, 20-28). Η «θεϊκότητα» ενός βασιλιά, είναι αιγυπτιακής επιρροής στους Εβραίους.
Στο Ψαλμό 109 αναφέρεται:
«είπεν ο κύριος τω κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (στ. 1). Στην εβραϊκή γραφή, η φράση «ο Κύριος» είναι το «ιερό τετραγράμματο», και η φράση «τω κυρίω μου» ως «αδωνάι».
Όλα αυτά δείχνουν ότι η «θεϊκότητα» των όντων, δεν αναιρεί τον αυστηρό μονοθεϊσμό των Ιουδαίων. Και τούτο, διότι η ουσία αυτών των όντων δεν ταυτίζεται με την ουσία -όπως θα πουν αργότερα οι θεολόγοι, του «όντως θεού».
Κοντολογίς, σύμφωνα με την ιουδαϊκή μονοθεϊστική παράδοση, έχουμε αγγέλους που εμφανίζονται ως «θεοί», ως άνθρωποι, ως «Ελοχίμ». Είναι «θεϊκοί», χωρίς να χαλάνε τον μονοθεϊσμό. Στο παραπάνω σχήμα που περιγράψαμε, θα μπορούσε να ενταχθεί και ο Ιησούς. Και έτσι έγινε αρχικά, όπως θα δείξουμε στην συνέχεια.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις του 1ου αιώνος
μ.κ.ε.,
ο όρος «θεϊκός» αναφερόταν σε βασιλιάδες,
ανθρώπους δια των οποίων ενεργούσε ο «θεός»,
γενικά στους Ισραηλίτες,
στον «υιό του ανθρώπου» που έρχεται ως κριτής στο βιβλίο «Δανιήλ», και στους ημίθεους, κατά τις παραδόσεις των εθνικών. Αυτό ήταν ζυμωμένο στην συνείδηση των ανθρώπων.
Στο παρόν άρθρο, θα εξεταστεί επιγραμματικά, από που προέρχεται η γνώση μας για τον Ιησού. Αυτή η γνώση προέρχεται από
προφορικές παραδόσεις που ύστερα καταγράφτηκαν σε κείμενα που εξυπηρετούσαν την ανάγκη της προπαγάνδας και της κατήχησης. Η χρονική απόσταση μεταξύ του πρώτου «κανονικού» ευαγγελίου και των «γεγονότων» που περιγράφει, είναι περίπου 30 χρόνια. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό, ότι δεχόμαστε ότι τα ευαγγέλια αναφέρονται σε «γεγονότα» ως υπόθεση εργασίας.
Δεν θα αναφερθούμε στα πολλά ευαγγέλια, στις πολλές «Αποκαλύψεις», στις πολλές επιστολές και «Πράξεις» που κυκλοφορούσαν κατά τις ύστερες δεκαετίες του πρώτου αποστολικού αιώνος, ούτε στον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία μεταξύ 4ου και 6ου αιώνος θέσπισε επίσημα τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, επιλέγοντας τα συγκεκριμένα βιβλία που γνωρίζουμε σήμερα ως «κανονικά», ανάμεσα σε άλλα που απέρριψε. Αυτά έχουν αναλυθεί με αρκετά άρθρα στον παρόντα ιστότοπο. Θα αναφερθούμε αποκλειστικά στα βιβλία που θεωρήθηκαν «κανονικά»
.
Κανένα από τα τέσσερα ευαγγέλια δεν ανήκει συγγραφικά στους θεωρούμενους ως συγγραφείς τους. Αυτά παραδόθηκαν
ανώνυμα, και οι τίτλοι «Κατά Ματθαίον», «Κατά Μάρκον» κ.ο.κ., προστέθηκαν μεταγενέστερα από τους διάφορους αντιγραφείς. Οι τίτλοι αυτοί, δείχνουν ότι όσα γράφονται, δεν ανήκουν στον συγκεκριμένο ευαγγελιστή, αλλά
σύμφωνα με όσα είπε ή παρέδωσε ο ευαγγελιστής. Για παράδειγμα, η κλήση του Ματθαίου αναφέρεται
στο τρίτο ενικό πρόσωπο, μέσα στο ομώνυμο ευαγγέλιο.
«Και παραγών ο Ιησούς εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον Ματθαίον λεγόμενον» (Κατά Ματθαίον, 9.9). Ενώ οι μαθητές ήταν αγράμματοι, τα ευαγγέλια φαίνεται να είναι γραμμένα από μορφωμένους που έζησαν σε διαφορετικά μέρη της αυτοκρατορίας και αν κρίνουμε από τα λάθη ως προς τις ιουδαϊκές παραδόσεις, την ιστορία, τον Νόμο, αλλά και την γεωγραφία, πιθανότατα να μην είχαν καμία σχέση με την περιοχή όπου διαδραματίζονται όσα περιγράφουν. Δεν ήταν καν Εβραίοι.
Μάλιστα, για πρώτη φορά κατονομάζονται οι συγγραφείς των ευαγγελίων, από τον Ειρηναίο περίπου το 180. Τα ευαγγέλια γράφτηκαν δεκαετίες μετά το θάνατο του Ιησού, σε διαφορετικές χρονολογίες, απευθυνόμενοι οι συγγραφείς τους σε διαφορετικές κοινότητες ή ακόμα και σε μεμονωμένα πρόσωπα.
Άλλη μια πηγή πληροφόρησης, είναι τα γραπτά του πρώτου χριστιανού συγγραφέα, του Παύλου, όσες δηλαδή από τις επιστολές ανήκουν σε αυτόν, που όμως γράφει μετά από 20-30 χρόνια από το θάνατο του Ιησού. Και βέβαια, ούτε εκείνος ήταν αυτόπτης.
Ξαναγυρίζοντας στα τέσσερα ευαγγέλια, τρία από αυτά παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες, αλλά και διαφορές σε συγκεκριμένα σημεία. Το τέταρτο ευαγγέλιο, το «κατά Ιωάννην», φαίνεται ότι είναι ανεξάρτητο από τα τρία προηγούμενα. Για αυτό και οι ερευνητές έχουν ονομάσει τα τρία αλληλοεξαρτώμενα ευαγγέλια ως «συνοπτικά». Το πρώτο ευαγγέλιο χρονικά, είναι το «κατά Μάρκον». Από αυτό αντλούν οι συγγραφείς του «κατά Ματθαίον» και του «κατά Λουκάν».
Οι ειδικοί έχουν διακρίνει τις πηγές για τα τρία συνοπτικά ευαγγέλια. Είναι η πηγή «Q», η πηγή «Μ», και η πηγή «L». Η πρώτη, είναι η πηγή από όπου αντλούν οι συγγραφείς του «κατά Ματθαίον» και του «κατά Λουκάν», όσον αφορά τα τμήματα που δεν υπάρχουν στο «κατά Μάρκον». Είναι κυρίως ρητά. Η δεύτερη, είναι πηγή του συγγραφέα του «κατά Ματθαίον», και αφορά τμήματα που δεν υπάρχουν ούτε στο «κατά Μάρκον», ούτε στο «κατά Λουκάν» και επίσης ούτε στην πηγή «Q». Είναι κυρίως ιστορίες. Η τρίτη, είναι πηγή για τον συγγραφέα του «κατά Λουκάν», και αφορά τμήματα που δεν υπάρχουν στους άλλους δύο και στην «Q».
Έτσι, σύμφωνα με τους ειδικούς, οι πηγές των ευαγγελίων διαμορφώνονται ως εξής:
Οι πηγές για το «κατά Μάρκον» είναι όσα λέγονταν προφορικά στην κοινότητα και πιθανότατα κάποια χαμένα γραπτά. Η παράδοση που προέρχεται από τον Ειρηναίο ότι δήθεν ο Μάρκος κατέγραψε όσα του είπε ο Πέτρος, είναι μεταγενέστερη παράδοση του Ειρηναίου, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τους «Γνωστικούς χριστιανούς».
Οι πηγές για το «κατά Ματθαίον», είναι το κείμενο του «Μάρκου», η πηγή «Q» (ό,τι είναι κοινό στο «κατά Ματθαίον» και στο «κατά Λουκάν», αλλά λείπει από το «κατά Μάρκον») και η πηγή «M» (ό,τι υπάρχει μόνο στο «κατά Ματθαίον»).
Οι πηγές για το «κατά Λουκάν», είναι το κείμενο του «Μάρκου», η πηγή «Q» και ό,τι υπάρχει μόνο στο κείμενο του «Λουκά», δηλαδή η πηγή «L».
Η πηγή για το «κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο είναι οι παραδόσεις της κοινότητάς του.
Σε αυτά, πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι δεν έχουμε βέβαια τα πρωτότυπα, αλλά αντίγραφα αντιγράφων αντιγράφων…
Η πιθανή «αυθεντική» παράδοση για τον Ιησού, βρίσκεται στο ευαγγέλιο «κατά Μάρκον», στην πηγή «Q», «Μ», και «L». Δηλαδή, στις
ανεξάρτητες και
αρχαιότερες πηγές.
Αυτή η παράδοση, εμφανίζει τον Ιησού ως έναν αποκαλυπτικό προφήτη που μιλούσε στους Ιουδαίους για το «επικείμενο» τέλος του «παρόντος» αιώνος (για την εποχή εκείνη), και την μετάνοια. Αυτό ταιριάζει στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής, όπως προκύπτει από την αποκαλυπτική γραμματεία και από την βιβλιοθήκη του Νάγκ Χαμαντί στην Αίγυπτο.
Τα χαρακτηριστικά ενός Ιουδαίου αποκαλυπτικού ιεροκήρυκα, τα οποία ταιριάζουν (και) στον Ιησού, είναι τα εξής:
Α) Είναι σε όλα Ιουδαίος που μιλάει σε Ιουδαίους.
Β) Έχει δυαλιστική άποψη περί καλού και κακού ως αντιμαχόμενων δυνάμεων.
Γ) Ο παρών αιών είναι ο αιών του κακού. Επίκειται η έλευση του επίγειου βασιλείου του καλού.
Δ) Αυτή η έλευση είναι ταχεία.
Ε) Υπάρχει η κρίση του κόσμου και η επιβράβευση των αγαθών.
Στ) Υπάρχει το κήρυγμα μετανοίας και η εντολή εφαρμογής του Μωσαϊκού Νόμου.
Μερικά παραδείγματα από τις ανεξάρτητες πηγές:
Στο «κατά Μάρκον» (8.38-9.1), η γενεά χαρακτηρίζεται «μοιχαλίδα» και «αμαρτωλή». Επίσης, τονίζεται η άμεση έλευση της επίγειας Βασιλείας.
Από την πηγή «Q»:
«Ώσπερ γαρ η αστραπή αστράπτουσα εκ της υπό τον ουρανόν εις την υπ ουρανόν λάμπει ούτως έσται ο υιός του ανθρώπου (…) και καθώς εγένετο εν ταις ημέραις Νώε ούτως έσται και εν ταις ημέραις του υιού του ανθρώπου» (Κατά Λουκάν, 17.24-26).
Δίδεται έμφαση, δηλαδή, στον ξαφνικό ερχομό.
«εν εκείναις ταις ημέραις μετά την θλίψιν εκείνην ο ήλιος σκοτισθήσεται και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής και οι αστέρες έσονται εκ του ουρανού πίπτοντες και αι δυνάμεις αι εν τοις ουρανοίς σαλευθήσονται και τότε όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλαις μετά δυνάμεως πολλής και δόξης και τότε αποστέλει τους αγγέλους και επισυνάξει τους εκλεκτούς εκ των τεσσάρων ανέμων απ άκρου γης έως άκρου ουρανού [..] αμήν λέγω υμίν ότι ου μη παρέλθη η γενεά αύτη μέχρις ου ταύτα πάντα γένηται» (Κατά Μάρκον, 13.24-30).
Στην πηγή «M», «κατά Ματθαίον» 13.40-43, τονίζεται η καταδίκη των κακών και η επιβράβευση των αγαθών.
Θα πρέπει όμως να προσέξουμε πως ο «υιός του ανθρώπου» στο βιβλίο «Δανιήλ», που εκεί παρουσιάζεται ως κριτής του κόσμου να έρχεται, διακρίνεται από τον Ιησού.
Για παράδειγμα:
«ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ και ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων» (Κατά Μάρκον, 8.38).
Εδώ, ο Ιησούς αναφέρεται στον «υιό του ανθρώπου» όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Δανιήλ». Αλλά και στα παραπάνω εδάφια (Κατά Μάρκον, 13.24-30), το ίδιο φαίνεται. Δεν μιλάει για τον εαυτό του!
Η ταύτιση του Ιησού με τον «υιό του ανθρώπου», θα γίνει λίγο αργότερα. Όταν τίποτα από αυτά δεν έγινε, μερίδα πιστών άρχισε να δίνει ερμηνείες άγνωστες και διαφορετικές στους λοιπούς Ιουδαίους, παρερμηνεύοντας κομμάτια από τις Γραφές και εισάγοντας τον «πάσχοντα» Μεσσία. Για αυτό και στο «κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο δεν θα βρούμε καμία αναφορά στην άμεση έλευση της Βασιλείας. Απεναντίας θα βρούμε την εικόνα του «αμνού του θεού» που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου.
Στην «Χριστολογία» του 1ου αιώνος, μπορούν να διακριθούν με βάση τις πηγές, τρεις περίοδοι όπου η κάθε μια αντιπροσωπεύεται από θεολογικά ρεύματα. Η πρώτη περίοδος είναι η προ-παύλεια παράδοση, η δεύτερη η παύλεια παράδοση, και τρίτη οι παραδόσεις που διασώζονται στα τέσσερα «κανονικά» ευαγγέλια. Τα πρώτα χριστιανικά γραπτά που έχουμε, είναι αυτά του Παύλου. Στην Καινή Διαθήκη διασώζονται 14 επιστολές που αποδίδονται στον Παύλο. Οι ειδικοί ερευνητές, εξετάζοντας το λεξιλόγιο, την θεματολογία, και τον τρόπο γραφής, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μόνο 7 ανήκουν στον Παύλο. Έτσι, νόθες (δηλαδή, όσες δεν γράφτηκαν από τον Παύλο αλλά μετά το θάνατό του, από μαθητές του), είναι: η Προς Εφεσίους, η προς Κολοσσαείς, η Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον, προς Τίτον, και προς Εβραίους. Εύλογα, θα περίμενε κανείς εκεί να βρίσκονται οι πρώιμες παραδόσεις για τον Ιησού. Παρόλα αυτά, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι αρχικές παραδόσεις είναι δυνατό να ανιχνευτούν σε ορισμένα σημεία των επιστολών του Παύλου όπου φαίνεται να προβάλλει παλαιότερες παραδόσεις-σύμβολα πίστεως, και σε ορισμένες ομιλίες που καταγράφονται στο βιβλίο των «Πράξεων». Αυτές, ανάγονται χρονικά μεταξύ του 30-50 μ.κ.ε. Η Παύλεια παράδοση, ανάγεται από το 50 μ.κ.ε. και μετά, και τέλος η παράδοση των ευαγγελίων από το 60 και μετά. Ας δούμε τώρα και τα αντίστοιχα θεολογικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν.
Προ-παύλεια παράδοση (30-50 μ.κ.ε.)
Στην «προς Ρωμαίους» επιστολή, αναφέρεται: «περί του υιού αυτού του γενομένου εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκα του ορισθέντος υιού θεού εν δυνάμει κατά πνεύμα αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (1.3-4).
Ο Ιησούς, είναι «ο ορισθείς υιός του Θεού». Δηλαδή, ορίστηκε ως «υιός του Θεού». Προ-αιωνίως ή σε κάποια χρονική στιγμή; Το δεύτερο. Ορίστηκε κατά την «ανάσταση». Δεν είναι δηλαδή φυσικός υιός, αλλά υιοθετήθηκε. Εδώ έχουμε διαφοροποίηση από την ιουδαϊκή παράδοση που ήθελε τον «Μεσσία» ως μια ισχυρή στρατιωτική προσωπικότητα και όχι ως έναν «πάσχοντα δούλο» που «έπρεπε» να πάθει, να πεθάνει, και να αναστηθεί. Ο Ιησούς υψώνεται από τον Θεό σε «υιό» του, και απόδειξη σύμφωνα με την παλαιά παράδοση, είναι το ότι τον ανέστησε από τους νεκρούς. Η φράση «υιός του θεού», σαφώς δεν αναφέρεται στο «ομοούσιο», το οποίο ήταν
άγνωστο στην σκέψη των συγγραφέων της εποχής. Άλλωστε, έχουμε ήδη δει τι σήμαινε αυτό την εποχή εκείνη. Άλλη μια παρατήρηση, είναι ότι ο Ιησούς κατάγεται εκ σπέρματος Δαβίδ. Δηλαδή, είναι φυσικός απόγονος του Δαβίδ. Αυτό δηλαδή που ήθελε η ιουδαϊκή παράδοση. Αν όμως ισχύει κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να ισχύει η γέννηση εκ παρθένου. Και πράγματι. Αυτή η διδασκαλία ήταν άγνωστη την εποχή εκείνη.
Το επόμενο παράδειγμα, σε συμφωνία με το κομμάτι που παραθέσαμε, είναι από μια προ-παύλεια ομιλία, που είναι καταγεγραμμένη στο βιβλίο των «Πράξεων». Φαίνεται ότι αντανακλά και αυτό τις αρχικές παραδόσεις
.
«και ημείς υμάς ευαγγελιζόμεθα την προς τους πατέρας επαγγελίαν γενομένην ότι ταύτην ο θεός εκπεπλήρωκεν τοις τέκνοις ημίν αναστήσας Ιησούν ως και εν τω ψαλμώ γέγραπται τω δευτέρω Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκα σε» (Πράξεις, 13.32-33).
Πότε «γέννησε» ο θεός τον Ιησού; Σήμερον. Πού αναφέρεται το «σήμερον»; Σύμφωνα με την πρώιμη χριστιανική ερμηνεία του ψαλμού, κατά την ανάσταση. Έχουμε την ίδια «χριστολογία» της υψώσεως του Ιησού κατά την ανάσταση. Σήμερον και όχι «προ-αιωνίως», όπως θα ισχυριστούν οι χριστιανοί πατέρες, αργότερα.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, από την προ-παύλεια διδασκαλία:
«ο θεός των πατέρων ημών ήγειρεν Ιησούν ον υμείς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες επί ξύλου τούτον ο θεός αρχηγόν και σωτήρα ύψωσεν τη δεξιά αυτού δούναι μετάνοιαν τω Ισραήλ και άφεσιν αμαρτιών» (Πράξεις, 5.30-31).
Και από εδώ, φαίνεται πολύ καθαρά η διδασκαλία της εξυψώσεως του Ιησού από τον θεό.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι με βάση τις παλαιότερες πηγές, οι αρχικές χριστιανικές πεποιθήσεις αγνοούσαν την γέννηση εκ παρθένου και την προΰπαρξη του Ιησού ως «θεού Λόγου». Αντί αυτών, δέχονταν τον «υιοθετισμό». Είναι η χαμηλή θεολογία. Αργότερα, όπως θα δούμε, η θεολογία θα εμπλουτιστεί τόσο από τον Παύλο, όσο και από τους μετέπειτα.
Παύλεια παράδοση 50 μ.κ.ε. κι έπειτα
Η ανάπτυξη της θεολογικής παραδόσεως δεν πρέπει να κατανοηθεί ως κάτι το ενιαίο. Δεν συντελέστηκε ταυτόχρονα και με το ίδιο περιεχόμενο σε όλες τις κοινότητες. Υπήρχαν διαφορετικές κοινότητες χριστιανών, σε διαφορετικές περιοχές, και με διαφορετικές επιρροές από το εξωτερικό τους περιβάλλον. Ούτε σημαίνει ότι ξεχνιέται η υιοθετιστική αντίληψη και στην θέση της έρχεται κάτι νέο. Παράλληλα υπάρχουν ακόμα. Είναι ακόμα νωρίς ώστε να εκφραστούν επισήμως τα χριστολογικά δόγματα. Προϋποτίθεται μεγάλη θεολογική ζύμωση που ακόμα δεν έχει γίνει, συζητήσεις επί συζητήσεων, η νίκη της μερίδας των χριστιανών που αργότερα ονομάστηκαν «ορθόδοξοι» και η διάκρισή τους από τους άλλους χριστιανούς, η σταδιακή ανύψωση της Εκκλησίας σε βάρος των υπολοίπων, η αυτοκρατορική αρωγή και το σχέδιο της «χριστιανικής οικουμένης» που ακόμα σαφώς δεν υπάρχουν ως ιδέες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι λεγόμενες «οικουμενικές» σύνοδοι λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα με την σταδιακή επιβολή του Χριστιανισμού. Αυτά τα δόγματα, θα περιβληθούν και με το αυτοκρατορικό κύρος, εφόσον θα θεωρηθούν νόμοι του κράτους. Οι «οικουμενικές» λειτούργησαν ως οδοστρωτήρες, ως ισοπεδωτές των αντίθετων απόψεων, που ονομάστηκαν «αιρετικές». Όσα πρόκριναν αυτές, θεωρήθηκαν σταθερά δόγματα της «ορθόδοξης» πίστεως.
Ας γυρίσουμε όμως στον Παύλο και στην «χριστολογία» του. Ο Παύλος ποτέ δεν θεώρησε τον Ιησού ως κατ’ ουσίαν θεό. Αυτό θα αντέβαινε στον αυστηρό μονοθεϊσμό που είχε κληρονομήσει από την ιουδαϊκή πίστη του. Οι δογματικοί όροι και εκφράσεις «ομοούσιος», «υπόσταση», «μια ουσία – τρεις υποστάσεις», «τριάδα», «γεννάται προαιώνια – σαρκώνεται εν χρόνω», λείπουν από το λεξιλόγιο του Παύλου και όχι μόνο.
Όπου υπάρχουν αναφορές στην θεότητα του Ιησού ως κατά την ουσία, είτε είναι παρμένες από νόθες και μεταγενέστερες επιστολές, είτε είναι παραχαραγμένα σημεία. Είτε, και τα δύο μαζί.
Η «χριστολογία» του Παύλου ξεκαθαρίζεται από δύο επιστολές του που θεωρούνται γνήσιες, την επιστολή «προς Γαλάτας» και την επιστολή «προς Φιλιππησίους».
«και τον πειρασμόν υμών εν τη σαρκί μου ουκ εξουθενήσατε ουδέ εξεπτύσατε αλλά ως άγγελον θεού εδέξασθε με ως Χριστόν Ιησούν» (Προς Γαλάτας, 4.14).
Εδώ, ο Παύλος εξισώνει τον άγγελο του Θεού, με τον Ιησού. Η φράση «ως…», αυτό δείχνει. Στο χωρίο αυτό, πουθενά δεν διαχωρίζεται το ένα από το άλλο, ούτε συγκρίνεται. Εάν θεωρηθεί «άγγελος», άρα μπορεί να κληθεί «θεός», όπως ακριβώς ο «άγγελος του Κυρίου». Χωρίς να είναι «θεός» στην ουσία. Όπως έχουμε δείξει, στην ιουδαϊκή παράδοση υπάρχουν «θεϊκά» όντα, χωρίς να είναι θεοί κατά την ουσία. Και ο Παύλος δεν ήταν ξένος ως προς αυτήν την παράδοση. Αυτός ο άγγελος έγινε άνθρωπος.
«Ότε δε ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο θεός τον υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός» (ο. π. στ.4).
Σε ένα ουράνιο θεϊκό ον, αναφέρεται επίσης στην «προς Φιλιππησίους» επιστολή…
«ος εν μορφή θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα θεώ αλλά εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου θανάτου δε σταυρού διό και ο θεός αυτόν υπερύψωσεν και εχαρίσατο αυτώ το όνομα το υπέρ παν όνομα ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται οτι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν θεού πατρός» (2.6-11).
Ο Ιησούς, ήταν αγγελικό ον (για αυτό και είναι με μορφή θεού -όχι θεός στην ουσία). Ενώ είχε την ευκαιρία να αρπάξει την εξουσία (άρα, δεν ήταν θεός κατ’ ουσίαν και δεν την άξιζε), όχι μόνο δεν την άρπαξε, αλλά το αντίθετο συνέβη. Άδειασε τον εαυτό του, έγινε στο σχήμα ως άνθρωπος, υπέφερε σταυρό, πέθανε και για αυτόν τον λόγο ο Θεός τον υπερύψωσε (άρα, του έδωσε μια θέση υψηλότερη από ότι είχε πρώτα). Πώς; Αυτό φαίνεται από το υπόλοιπο της περικοπής, όπου ο Παύλος προσπαθεί να δικαιολογήσει την σκέψη του, βασιζόμενος σε χωρία από το βιβλίο «Ησαΐας».
Με το να δώσει ο θεός στον Ιησού μια τιμή που ανήκε μόνο σε αυτόν. Μόνο στον Ιεχωβά της Παλαιάς Διαθήκης. Και αυτό φαίνεται από το ότι ο Παύλος χρησιμοποιεί χωρίο από τον Ησαΐα, το οποίο και παραχαράσσει.
«επιστράφητε προς με και σωθήσεσθε οι απ’ εσχάτου της γης εγώ ειμί ο θεός και ουκ εστίν άλλος κατ’ εμαυτού ομνύω η μην εξελεύσεται εκ του στόματος μου δικαιοσύνη οι λόγοι μου ουκ αποστραφήσονται ότι εμοί κάμψει παν γόνυ και εξομολογήσεται πάσα γλώσσα τω θεώ» (Ησαΐας, 45.22-23).
Αυτή η θεολογική σκέψη του Παύλου, αργότερα θα αποτελέσει πρόβλημα. Βλέπουμε ότι η θεολογία αυτή (της ενσάρκωσης) είναι ανώτερη της θεολογίας του «υιοθετισμού». Όχι όμως και η ανώτερη που αναπτύχθηκε. Αργότερα, ο συγγραφέας του «κατά Ιωάννην», δεν θα αναφερθεί σε κάποιον άγγελο, αλλά στον «Λόγο».
Η παράδοση των τεσσάρων «κανονικών» ευαγγελίων
Σύμφωνα με το πρώτο χρονικά ευαγγέλιο, η υιοθεσία του Ιησού από τον Θεό έγινε κατά τη βάπτιση…
«και εγένετο εν εκείναις ταις ημέραις ήλθεν Ιησούς από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη εις τον Ιορδάνην υπό Ιωάννου και ευθύς αναβαίνων εκ του ύδατος είδεν σχιζομένους τους ουρανούς και το πνεύμα ως περιστεράν καταβαίνον εις αυτόν και φωνή εγένετο εκ των ουρανών συ ει ο υιός μου ο αγαπητός εν σοι ευδόκησα» (Κατά Μάρκον, 1.9-11).
Το πρώτο ευαγγέλιο ξεκινά από αυτό το σημείο την διήγηση για τον Ιησού. Είναι δυνατόν να παραλείπει ο άγνωστος συντάκτης την εκ παρθένου γέννηση; Ή μήπως, την αγνοεί;
Σύμφωνα με το «κατά Ματθαίον», ο Ιησούς γεννήθηκε από παρθένα, απλά για να «εκπληρωθεί» η ρήση στο βιβλίο «Ησαΐας». Επειδή απευθύνεται στους Ιουδαίους, είναι εμφανής η προσπάθειά του να συνδέσει τον Ιησού με την Παλαιά Διαθήκη.
«Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσιν το όνομα αυτού Εμμανουήλ ο εστίν μεθερμηνευόμενον μεθ ημών ο θεός» (2.22-23).
Αντιθέτως, στο «κατά Λουκάν» ευαγγέλιο, περιγράφεται ο «ευαγγελισμός», αλλά δεν αναφέρεται σε καμία εκπλήρωση κάποιας ρήσης. Επίσης, ο Ιησούς θα ονομαστεί «υιός» Θεού, επειδή η σύλληψη θα γίνει αφού επέλθει στην Μαρία δύναμη του Θεού. Υιοθετείται εξ αρχής.
«και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός θεού» (1.35).
Παράλληλα, στο ίδιο ευαγγέλιο διασώζεται και η παλαιότερη παράδοση που θέλει τον Ιησού να υιοθετείται κατά τη βάπτιση.
«και καταβήναι το πνεύμα το άγιον σωματικώ είδει ως περιστεράν επ αυτόν και φωνήν εξ ουρανού γενέσθαι συ ει ο υιός μου ο αγαπητός εν σοι ευδόκησα» (3.22).
Στο «κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο, παρουσιάζεται η θεολογία της σάρκωσης, ακόμα πιο πλούσια θεολογικά σε σύγκριση τόσο με τον υιοθετισμό των συνοπτικών, όσο και με την σάρκωση του Παύλου.
Εδώ, δεν σαρκώνεται κάποιος άγγελος, αλλά ο θεός Λόγος. Για πρώτη φορά στην θεολογική σκέψη, ο Ιησούς προϋπάρχει μαζί με τον Θεό. Είναι ίσος με τον Θεό.
Σε καμία από τις αρχαιότερες πηγές, δεν υπάρχει αυτή η θεολογία. Ούτε στην πηγή «Q», ούτε στην «M», ούτε στην «L», ούτε στο «κατά Μάρκον». Έτσι, ο Ιησούς έγινε θεϊκός και συνδέθηκε με τον άγγελο του Κυρίου που εμφανιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη.
Συμπερασματικά, παρατηρούμε ότι υπάρχει μια ανοδική πορεία στην εξέλιξη της χριστολογίας. Στις παλαιότερες πηγές, έχουμε υιοθεσία. Παρεμβάλλεται η παράδοση που θέλει τον Ιησού υιοθετημένο εξ αρχής, καθώς γεννήθηκε από παρθένα που την επισκίασε το Άγιο Πνεύμα (που χαρακτηρίζεται στο κείμενο ως «δύναμη»). Στον Παύλο, έχουμε την σάρκωση ενός αγγελικού όντος, που ενώ έχει κάποια τιμή, μετά την ανάσταση αποκτά τιμή ίση με αυτήν του Γιεχωβά. Μεταγενέστερα, ο Λόγος γίνεται σάρξ.
Σταδιακά, η χριστολογία της ανυψώσεως έδωσε τη θέση της στην χριστολογία της σαρκώσεως. Αργότερα, αυτή θα κυριαρχήσει, ενώ οι άλλες θα γίνουν «αιρετικές». Όλες οι χριστολογικές έριδες, αφορούν στο πως πρέπει να κατανοηθεί η θεότητα του Ιησού, προκειμένου να μην πειραχτεί ο μονοθεϊσμός. Το ίδιο και για την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, θα δούμε εν συντόμω την πορεία που οδήγησε στην κατασκευή της Τριάδας.
Τρία είναι τα κύρια θεολογικά ρεύματα
του πρώτου αιώνα τα οποία δεν επικράτησαν, ή τουλάχιστον επιβίωσαν κάποια στοιχεία τους σε μεταγενέστερες διδασκαλίες και που θεωρήθηκαν εκ των υστέρων «αιρετικά».
Α)
Οι υιοθετιστές, που διαφωνούσαν στο πότε υιοθετήθηκε ο Ιησούς (κατά το βάπτισμα ή την ανάσταση). Ομάδες που ανήκαν σε αυτούς ήταν οι Εβιωνίτες (δηλαδή Ιουδαίοι που είχαν ασπαστεί τον Ιησού ως τον «Μεσσία» που προέβλεπαν οι Γραφές και παράλληλα ακολουθούσαν τον Ιουδαϊσμό). Οι Εβιωνίτες είχαν διάφορα παρακλάδια και ισχυρίζονταν ότι ήταν οι πρώτοι οπαδοί του Ιησού.
Άλλη ομάδα, οι Ρωμαίοι υιοθετιστές· οι Θεοδωτιανοί. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους, ο Ιησούς ήταν ξεχωριστός διότι γεννήθηκε από παρθένα. Αυτοί, χωρίζονταν
σε τρεις υπο-ομάδες: α) η ομάδα που έλεγε ότι ο Ιησούς ήταν απλός άνθρωπος που έλαβε θεϊκή δύναμη κατά τη βάπτιση, β) η ομάδα που έλεγε ότι ο Ιησούς έγινε «θεϊκός» κατά το βάπτισμα, και γ) εκείνη που έλεγε ότι έγινε θεός μετά την ανάσταση.
Β)
Οι δοκίτες. Αυτοί θεωρούσαν ότι ο Ιησούς δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν ένα «θεϊκό» ον που φάνηκε στους ανθρώπους ως άνθρωπος, χωρίς να έχει ανθρώπινη φύση. Ο δοκιτισμός καταπολεμήθηκε αργότερα, όταν ενισχύθηκε η θεολογία της σαρκώσεως. Αυτό το θεολογικό ρεύμα δεν εφευρέθηκε από τους πρώτους ακολούθους του Ιησού, διότι κείται αντίθετα από την διδασκαλία του «πάσχοντος Μεσσία». Η πιο γνωστή ομάδα που ασπάζονταν αυτές τις ιδέες, ήταν η ομάδα του Μαρκίωνα.
Γ)
Η «χριστολογία» του διαχωρισμού. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, μέσα στον Ιησού κατοίκησε προσωρινά ένα «θεϊκό» ον, το οποίο τον εγκατέλειψε μετά τον θάνατό του. Οι ομάδες που το υποστήριζαν, ήταν οι Γνωστικοί. Κατά τη βάπτιση, ενοίκησε στον ενάρετο Ιησού το «θεϊκό» ον και τον άφησε πριν πεθάνει. Αργότερα, λείψανα αυτής της διδαχής θα εμφανιστούν στον Νεστοριανισμό.
Για τα περισσότερα από τα παραπάνω, όπως έχουμε ήδη δει, οι χριστιανοί των διαφόρων ομάδων μπορούσαν να επικαλεστούν χωρία από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης όπως την έχουμε σήμερα, πέρα από τα κείμενα που αργότερα θεωρήθηκαν «αιρετικά».
Κατά τον 2ο και 3ο αιώνα, το θέμα της «σωτηρίας» άρχισε σταδιακά να εξελίσσεται και αυτό. Ενώ κατά τον 1ο αιώνα αφορούσε την πίστη στην «σταύρωση» -τον «θάνατο»- και την «ανάσταση» του «πάσχοντος Μεσσία», αργότερα θεωρήθηκε ότι έπρεπε να κατανοηθεί σωστά η σχέση του Ιησού με τον Θεό, αλλά και του Αγίου Πνεύματος. Έπρεπε να βρεθεί ένα μοντέλο-φόρμουλα, το οποίο θα περιελάμβανε
στην μια θεότητα, τόσο τον Υιό όσο και το Πνεύμα.
Οι θεολογικές συζητήσεις δεν μπορούσαν ακόμα να φτάσουν σε ένα κοινώς αποδεκτό σημείο ομογνωμίας. Οι διαφορετικές απόψεις αυξήθηκαν. Σε όλη αυτήν την κατάσταση να συνυπολογιστεί ότι ακόμα δεν έχουμε την Καινή Διαθήκη ως ένα «ενιαίο» βιβλίο. Δηλαδή, δεν έχουμε καμία επικυρωμένη συνοδικά πράξη της Εκκλησίας, προκειμένου να έχουμε κανόνα με τα «αυθεντικά» αποστολικά συγγράμματα. Μόνο συλλογές στις κατά τόπους κοινότητες, αλλά όχι πάντα με τα ίδια βιβλία. Ακόμα δεν υπήρχαν αποκρυσταλλωμένα δόγματα περί του Ιησού και της «τριαδολογίας»
.
Η «χριστολογία» και η «τριαδολογία» κατά τον 3ο αιώνα
Οι περισσότεροι χριστιανοί απέρριψαν τις προηγούμενες θεωρίες. Ο Ιησούς ήταν πραγματικά άνθρωπος και ταυτόχρονα πραγματικά θεός, σε μία υπόσταση. Πώς όμως; Αυτό προσπάθησαν να απαντήσουν οι θεολόγοι των χρόνων εκείνων.
Η περίοδος αυτή, είναι μια περίοδος μεταβατική. Ένα λυκόφως μεταξύ των προηγούμενων ποικίλων απόψεων και πριν από την Α΄ «οικουμενική» σύνοδο, πριν λάβει την κρατική αρωγή η πλέον ονομαζόμενη «Ορθόδοξη» Εκκλησία.
Ας δούμε τον ρόλο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στην Α΄ οικουμενική σύνοδο.
Σύμφωνα με τον Ορθόδοξο βυζαντινολόγο G. Ostrogorsky…
Η πιο σαφής έκφραση του εκχριστιανισμού του ρωμαϊκού κράτους στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου με σοβαρότατες επιπτώσεις για το μέλλον του, ήταν η σύγκλιση της οικουμενικής συνόδου της Νικαίας (325), της πρώτης από τις οικουμενικές συνόδους που έθεσαν τα θεμέλια της δογματικής διδασκαλίας και των κανόνων της χριστιανικής εκκλησίας. Ο αυτοκράτορας όχι μόνο συγκάλεσε τη σύνοδο και προήδρευσε στις συνεδρίες της αλλά και επηρέασε ουσιαστικά τις αποφάσεις της. Αν και δεν ήταν τότε τυπικά μέλος της εκκλησίας (το βάπτισμα το δέχτηκε, όπως είναι γνωστό, στην επιθανάτια κλίνη), ωστόσο ήταν ο πραγματικός αρχηγός της, δίνοντας έτσι και στο σημείο αυτό το πρότυπο για τους διαδόχους του στο θρόνο του Βυζαντίου.
(Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. 1, σ. 106)
Σε αυτήν την φάση των έντονων θεολογικών συζητήσεων και ζυμώσεων, άρχισαν να διαφαίνονται οι πρώτες διαφορές μεταξύ των θεωρούμενων ως «ορθόδοξων» απόψεων της εποχής.
Οι Μοναρχιανοί, φοβούμενοι τον πολυθεϊσμό, ισχυρίζονταν ότι τόσο ο Υιός όσο και το Πνεύμα υποτάσσονται στον Πατέρα.
Αυτοί διακρίνονται σε δύο μεγάλες ομάδες:
α)
Οι δυναμικοί μοναρχιανοί, οι οποίοι αρχικά ισχυρίζονταν ότι ο Υιός υιοθετήθηκε (ήδη έχουμε δει ότι αυτό συμφωνούσε με την προ-παύλεια παράδοση) και εν συνεχεία κάποιοι από αυτούς θεώρησαν ότι το Πνεύμα και ο Υιός είναι απρόσωπες δυνάμεις.
β)
Οι τροπικοί μοναρχιανοί (όπου το κάθε πρόσωπο της τριάδας θεωρήθηκε ως τρόπος εμφάνισης του αυτού θεού). Από αυτούς, άλλοι ισχυρίζονταν ότι ο Πατήρ σαρκώθηκε εν τω προσώπω του Υιού, οι οποίοι στηρίζονταν σε κάποια σημεία της Γραφής, όπως το περίφημο χωρίο όπου ο Ιησούς απαντάει στον Φίλιππο (ο οποίος -προηγουμένως- του είχε ζητήσει να τους δείξει τον Πατέρα),
«τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καὶ οὐκ ἔγνωκάς με Φίλιππε ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακεν τὸν πατέρα• καὶ πῶς σὺ λέγεις Δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα» (Κατά Ιωάννην, 14.9). Άλλοι ισχυρίζονταν ότι ο αυτός θεός παρουσιάστηκε άλλοτε ως Πνεύμα, άλλοτε ως Υιός, άλλοτε ως Πατήρ. Έχουμε δηλαδή την
υποστατική ταύτιση Πατρός-Υιού-Αγίου Πνεύματος.
Στον «Ποιμένα του Ερμά», ένα πρωτοχριστιανικό κείμενο που εκτιμούνταν από τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς,
ο Υιός είναι η ενανθρώπιση του Αγίου Πνεύματος.
Ο Θεόφιλος Αντιοχείας περί το 180, μιλούσε για «Τριάδα» (μάλιστα είναι ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφέας που χρησιμοποιεί τον όρο αυτό), αλλά την εννοούσε ως «Πατέρα», «Λόγο» και «Σοφία». Ο Λόγος είναι ενδιάθετος νους ο οποίος γίνεται προφορικός χάριν της δημιουργίας, και ο οποίος συχνά
ταυτίζεται με την Σοφία.
Ο Τερτυλλιανός, στον οποίο θα στηριχτούν μετέπειτα για την θεμελίωση της «Τριάδας» όπως την ξέρουμε σήμερα, μιλούσε για δύο δύσεις ενωμένες υποστατικά στον Χριστό, όπως μιλούσε και για τρεις υποστάσεις της μίας θεότητας. Παρ’ όλα αυτά, ισχυρίζονταν ότι η Σοφία γεννήθηκε από τον Πατέρα, αλλά γνώρισε και δεύτερη γέννηση· έγινε Λόγος. Επίσης, ότι
ο Υιός πήγασε δι’ απορροής από τον Πατέρα, του οποίου είναι μέρος της ουσίας του.
Ο Ιππόλυτος, στον οποίο επίσης στηρίχτηκαν, ποτέ δεν αναφέρει το Πνεύμα ως πρόσωπο. Ο Λόγος προήλθε με τη βούληση του θεού, άρα
εν χρόνω, για την δημιουργία. Συνεπώς, δεν είναι ο Λόγος συνάναρχος με τον Πατέρα. Επίσης, ο Λόγος ήταν ενδιάθετος- ανυπόστατος, έπειτα (κατά τη δημιουργία του κόσμου) έγινε προφορικός -υποστατικός και τελικά έγινε Υιός- ενσαρκώθηκε. Ο Λόγος υποτάσσεται στον Πατέρα.
Ο Ιουστίνος θέτει ιεραρχία στην «τριάδα». Ανώτερος ο Πατήρ, δεύτερη τάξη ο Υιός, τελευταίο το Πνεύμα.
Ο Άρειος, για τον οποίο κυρίως συγκλήθηκε η σύνοδος της Νικαίας, δίδασκε ότι ο Λόγος άρχισε να υπάρχει λίγο πριν από την αρχή της δημιουργίας. Δεν υπήρχε από πάντα. Συνεπώς, ο Θεός δεν είχε την ιδιότητα του Πατρός από πάντα, αλλά την απέκτησε. Ο Λόγος δεν είναι συνάναρχος με τον Θεό, άρα δεν είναι κατ’ ουσία θεός. Ο Άρειος υποστήριζε ότι ο Λόγος είναι εικόνα του Θεού και όχι θεός, άρα η λατρεία του δεν θα έπρεπε να είναι η ίδια. Ο Υιός είναι ο ανώτερος από όλους αλλά όχι ίσος με τον θεό.
Όλες οι θεολογικές συζητήσεις αλλά και το ιστορικό των γεγονότων, γράφονται στις εκκλησιαστικές ιστορίες, αλλά δυστυχώς το χριστεπώνυμο πλήρωμα «αραιά και που» διαβάζει ή ίσως και καθόλου.
Αλλά και μετά την Α΄ «οικουμενική», η διδασκαλία του Αρείου δεν έπαυσε να προσελκύει. Αυτό δηλαδή που κατά κανόνα συνέβαινε και συμβαίνει όταν ξεσπά κάποια εκκλησιαστική κρίση· αντί να σβήσει η φωτιά, φουντώνει παραπάνω. Το πρόβλημα οξύνθηκε, οι οπαδοί του αυξήθηκαν ακόμα και μετά την δολοφονία του.
Ο Θεοδώρητος Κύρου αναφέρει ότι γίνονταν
«έριδες εν εκάστη πόλει και κώμη και μάχαι περί των θείων δογμάτων», και ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις· «ομόφυλοι και ομορρόφιοι και ομοτράπεζοι κατ’ αλλήλων αντί δοράτων εκίνουν τας γλώσσας· μάλλον δε, μέλη αλλήλων όντες και εις εν τελούντες σώμα, κατ’ αλλήλων ωπλίζοντο» (Εκκλησιαστική Ιστορία Θεοδώρητου Κύρου, 1,29-30).
Το ίδιο και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης.
«Η γαρ εκκλησία διαιρεθείσα, επί τη άπαξ γενομένη διαιρέσει ουχ ίστατο· αλλά στραφέντες καθ’ εαυτών πάλιν εχώρουν· και μικράς και ευτελούς προφάσεως λαβομένοι αλλήλων διεχωρίζοντο» (5,20).
Μεγάλο μέρος των επισκόπων δεν είχε υποταχτεί στις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής. Γράφει πάλι ο Θεοδώτηρος Κύρου:
«Ο μεν ουν πανεύφημος βασιλεύς (εννοεί τον Κωνσταντίνο)
τας αποστολικάς φροντίδας εν τη ψυχή περιέφερεν, οι δε της ιερωσύνης ηξιώμενοι ου μόνον οικοδομείν ουκ εβούλοντο, αλλά και αυτά τα της εκκλησίας ανορύττειν επεχείρουν θεμέλια. Τους γαρ δη τούτων μετά των αποστολικών ηγουμένους δογμάτων, παντοδαπάς συκοφαντίας υφαίνοντες, καθαιρούντες εξήλαυνον» (1,80).
Όλες οι παραπάνω θεολογικές απόψεις μπορούν να στηριχτούν με κατάλληλα χωρία των Γραφών. Για αυτό και με τον θεσμό των «οικουμενικών», προσπάθησαν δώσουν
κύρος στις ερμηνείες που εξυπηρετούσαν το υπό διαμόρφωση δόγμα. Οτιδήποτε διαφωνεί με αυτές, από εδώ και στο εξής θα καλείται «αιρετικό» και θα αναθεματίζεται. Οι δε αποφάσεις, γίνονται πλέον νόμοι του κράτους, και ο αντιφρονών θεωρείται κακοποιό στοιχείο ενάντιο στο όραμα της χριστιανικής οικουμένης.
Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, αφού αναπτύσσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της «οικουμενικής συνόδου», καταλήγει:
« Όθεν και παρά πάντων, ουχί η θεία Γραφή, αλλ’ η Οικουμενική Σύνοδος ανακηρύτεται ο έσχατος κριτής των Εκκλησιαστικών υποθέσεων. […] Είπα δε ότι έσχατος κριτής εν τη Εκκλησία δεν είναι η Αγία Γραφή, ως λέγουσι τούτο οι Λουθηροκαλβινισταί, αλλά η Οικουμενική Σύνοδος, καθ’ ότι εις πολλά μέρη ασαφώς λαλούσα η Θεία Γραφή, και έκαστος των αιρετικών προς την εδικήν του αίρεσιν στρεβλών το ασαφές νόημα των Γραφών, εξ ανάγκης χρειάζεται ερμηνεία δια να εξηγήση το αληθές αυτής νόημα, ος τις δεν είναι άλλος, παρά η Οικουμενική Σύνοδος…». (Απόσπασμα από το Πηδάλιο του Αγίου Νικοδήμου, σελ. 119- 120).
ΔΕΣ: