Από τη στιγμή που έχει καταδειχτεί ότι η αρετή δεν είναι από τη φύση, αλλά μπορεί να αποκτηθεί με τον εθισμό, αυτό που μένει είναι η πρακτική διαδικασία, η ανεύρεση, δηλαδή, των καθημερινών επιλογών – συνηθειών, που θα διαπλάσουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα με τρόπο ενάρετο: «Επειδή λοιπόν η παρούσα φιλοσοφική μας ενασχόληση δεν έχει ως στόχο της, όπως οι άλλες, τη θεωρητική γνώση (η έρευνά μας δηλαδή δε γίνεται για να μάθουμε τι είναι η αρετή, αλλά για να γίνουμε ενάρετοι – αλλιώς δε θα είχε κανένα νόημα), είναι ανάγκη να εξετάσουμε το θέμα “πράξεις”, με το νόημα “πώς πρέπει να τις πράττουμε” – αυτό, φυσικά, επειδή από αυτές εξαρτάται και το τι θα είναι τελικά οι έξεις μας, όπως το έχουμε ήδη πει». (1103b 2, 30-34).
Ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει την πάγια θέση ότι η φιλοσοφία που αποκόβεται από την ανθρώπινη πραγματικότητα στο όνομα καθαρά θεωρητικών αναζητήσεων δεν είναι φιλοσοφία. Έχοντας ως μοναδική αποστολή την υπηρεσία του ανθρώπου (διαφορετικά δεν έχει νόημα), οφείλει να σταθεί πλάι του λειτουργώντας βοηθητικά στη διερεύνηση όλων των διανοητικών ζητημάτων που τον απασχολούν.
Παρακολουθούμε το ξεδίπλωμα της αριστοτελικής δεοντολογίας για το ρόλο του φιλοσόφου (και κατ’ επέκταση του επιστήμονα), που τίθεται αποκλειστικά σε ανθρωποκεντρική βάση. Αυτός είναι και ο λόγος που αντιτάσσεται στον πλατωνικό κόσμο των ιδεών. Γιατί ο άνθρωπος είναι συνυφασμένος με τις αισθήσεις κι όπως δε νοείται άνθρωπος χωρίς αισθήσεις, έτσι δεν μπορεί να νοηθεί και κόσμος που δεν τις λαμβάνει υπόψη – πολύ περισσότερο που τις περιφρονεί ως δεσμά που τον οδηγούν στην αμάθεια. Εκτός αν μιλάμε για μη ανθρώπινο κόσμο, οπότε στερείται ενδιαφέροντος.
Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης αναζητά την πρακτική εφαρμογή αυτών που πρεσβεύει, αφού το ανεφάρμοστο ή αυτό που κινείται στο νεφέλωμα της θεωρητικής ασάφειας δεν τον αφορά. Κι εδώ βρίσκονται τα προβλήματα, καθώς είναι δύσκολο να αναφερθεί κανείς με τρόπο καθαρά πρακτικό (δηλαδή απολύτως συγκεκριμένο) σε ζητήματα πολύπλοκα και πολλές φορές αντιφατικά, όπως η ανθρώπινη προσωπικότητα: «Ας σπεύσουμε όμως να συμφωνήσουμε από τώρα μεταξύ μας πως κάθε φορά που μιλούμε για πράξεις και για συμπεριφορές ο λόγος μας δεν μπορεί παρά να είναι γενικός και όχι ακριβής ως τη λεπτομέρεια». (1104a 2, 1-2).
Με άλλα λόγια, αφού όλα κινούνται με γνώμονα τον άνθρωπο, και η παρέμβαση του φιλοσόφου να δώσει ερμηνείες μεταφέροντας τις διανοητικές του αναζητήσεις στο πρακτικό πεδίο θα γίνουν επίσης μέσα στα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Το ζήτημα είναι ότι η επακριβής, εξονυχιστική παρουσίαση της ανθρώπινης δράσης κρίνεται αδύνατη, καθώς δεν πρόκειται για κάτι μετρήσιμο.
Μοιραία, η αναζήτηση θα κυμανθεί σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι χάνει τον προσανατολισμό της. Απλώς, οφείλει να προσαρμοστεί στα δεδομένα της διερεύνησης: «το είπαμε ήδη στην αρχή αρχή, ότι οι φιλοσοφικοί μας λόγοι πρέπει να ζητούμε να είναι αντίστοιχοι προς το θέμα μας – και, βέβαια, τα θέματα τα σχετικά με τη συμπεριφορά μας και με ό,τι μας συμφέρει και μας ωφελεί δεν έχουν τίποτε το σταθερό, όπως δεν έχουν τίποτε το σταθερό και τα θέματα τα σχετικά με την υγεία μας». (1104a 2, 3-5).
Με άλλα λόγια, συνταγή ευτυχίας που να την πάρει κανείς και να την εφαρμόσει επακριβώς δεν υπάρχει. Αν κάποιος ψάχνει την απόλυτη καθοδήγηση (με συμβουλές του στυλ «κάθε απόγευμα να ποτίζεις τα λουλούδια») ας μην υπολογίζει στον Αριστοτέλη. Εφόσον μιλάμε για ανθρώπους δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το πρόταγμα μιας γενικής κατεύθυνσης, που θα ακολουθείται ως τρόπος ζωής με οτιδήποτε κι αν ασχολείται κανείς. Από τη στιγμή που πράγματα πολύ πιο συγκεκριμένα και μετρήσιμα, όπως η υγεία, είναι αδύνατο να μπουν σε απόλυτα καλούπια, θα ήταν προφανώς παράλογο να ζητηθεί κάτι τέτοιο για ένα θέμα τόσο αόριστο και υποκειμενικό, όπως η ευτυχία.
Αυτό που μένει είναι η κρίση του καθενός, ώστε να επιλέγει αυτά που του ταιριάζουν: «Αν αυτό ισχύει για τις γενικότερου περιεχομένου κρίσεις μας, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό δεν μπορεί να είναι ακριβής ως την τελευταία λεπτομέρεια ο λόγος μας για τα επιμέρους θέματα, αφού αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο κάποιας συγκεκριμένης επιστήμης ούτε εμπίπτουν σε κάποιους συγκεκριμένους κανόνες, αλλά τα ίδια τα ενεργούντα άτομα πρέπει κάθε φορά να κρίνουν τι ταιριάζει στη συγκεκριμένη περίσταση – όπως ακριβώς συμβαίνει στο χώρο της ιατρικής ή στην τέχνη της διακυβέρνησης του πλοίου». (1104a 2, 6-11).
Παρά τις αντικειμενικές αυτές δυσκολίες όμως, ο Αριστοτέλης θα χαράξει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η αρετή, προς επίτευξη της ευτυχίας: «Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την παρατήρηση ότι τα πράγματα αυτά έχουν από τη φύση τους την ιδιότητα να φθείρονται από την έλλειψη και την υπερβολή, όπως ακριβώς βλέπουμε ότι γίνεται στην περίπτωση της σωματικής ρώμης και της υγείας – το θεωρείτε, φαντάζομαι, φυσικό, για τα όχι φανερά πράγματα να χρησιμοποιούμε τις αποδείξεις που μας προσφέρουν τα φανερά». (1104a 2, 12-16).
Οι παρατηρήσεις του αισθητού κόσμου αποτελούν για τον Αριστοτέλη αδιαπραγμάτευτα τεκμήρια. Κι όπου κι αν στρέψει το βλέμμα του δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει τις αρνητικές συνέπειες τόσο της υπερβολής όσο και τη έλλειψης: «οι υπερβολικές γυμναστικές ασκήσεις αλλά και οι λειψές φθείρουν τη σωματική δύναμη· τα ποτά και τα τρόφιμα, όταν γίνονται περισσότερα ή λιγότερα από κάποια συγκεκριμένη ποσότητα, φθείρουν την υγεία, ενώ τα σύμφωνα με το μέτρο τη γεννούν, την αυξάνουν και τη διασφαλίζουν». (1104a 2, 16-20).
Ο πρώτος αδιαπραγμάτευτος κανόνας που τίθεται για την αναζήτηση της αρετής είναι το μέτρο. Η υπερβολή και η έλλειψη παρουσιάζονται ως κυριότεροι παράγοντες απομάκρυνσης από την αρετή. Η μεσότητα σε όλα τα ζητήματα είναι ο ασφαλέστερος τρόπος προσέγγισής της. Η μέριμνα του σώματος δίνει το στίγμα. Τόσο το φαγητό, όσο και η γυμναστική κρίνονται απαραίτητα για την καλή σωματική υγεία, όμως η πολυφαγία και οι εξοντωτικές γυμναστικές ασκήσεις αποδεικνύονται ζημιογόνα. Με δυο λόγια, είναι καλό να τρώει ή να γυμνάζεται κανείς όσο πρέπει. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, καθώς όσο βλάπτει το ένα (έλλειψη), άλλο τόσο βλάπτει και άλλο (υπερβολή).
Και το σώμα είναι απλώς το παράδειγμα: «Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και στην περίπτωση της σωφροσύνης, της ανδρείας και των άλλων αρετών». (1104a 2, 20-22).
Κι αν κάποιος θέλει περισσότερες εξηγήσεις, ο Αριστοτέλης θα δώσει: «… ο άνθρωπος που συστηματικά τρέπεται σε φυγή μπροστά στο καθετί, που φοβάται τα πάντα και δεν αντιστέκεται σε τίποτε, γίνεται δειλός· ο άνθρωπος, από την άλλη, που δε φοβάται τίποτε και βγαίνει να αντιμετωπίζει το καθετί, γίνεται απόκοτος· το ίδιο: αυτός που απολαμβάνει συστηματικά όλων των ειδών τις ηδονές και δε μένει μακριά από καμία, γίνεται ακόλαστος, ενώ αυτός που – σαν αγροίκος – μένει συστηματικά μακριά από όλες τους, γίνεται, θα λέγαμε, αναίσθητος· συμπέρασμα: τη σωφροσύνη και την ανδρεία τις φθείρει η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ η μεσότητα τις σώζει». (1104a 2, 22-29).
Όλες οι αρετές έχουν ως βάση τη μεσότητα. Πρέπει να είναι κανείς ανδρείος, αλλά όχι θρασύς. Δεν είναι σωστό να γίνεται κανείς έρμαιο των ηδονών, αλλά δεν πρέπει και να στερεί από τον εαυτό του («σαν αγροίκος») τις απολαύσεις της ζωής. Η αρετή εμφανίζεται πάντα ως σημείο ισορροπίας, ως σταθερότητα κι ευρυθμία ανάμεσα στα άκρα της υπερβολής και της έλλειψης.
Στο αρνητικό ζεύγος δειλός – θρασύς (έλλειψη – υπερβολή) αυτό που προτάσσεται είναι η αρμονικότητα και η σύνεση της μετριοπάθειας ως μόνος δρόμος για την αρετή. Κι αυτό είναι το θάρρος. Σε τελική ανάλυση, και αυτό που ονομάζουμε ευτυχία δεν είναι παρά η ισορροπία της ψυχής που επέρχεται από τις αποφάσεις της μεσότητας. Είναι καλό να μην ανέχεται κανείς να τον αδικούν, αλλά δεν πρέπει να ψάχνει συνέχεια για εχθρούς ή να αναλύει τα πάντα για να βρει το υποτιμητικό σχόλιο που τον μειώνει.
Η έλλειψη και η υπερβολή δηλητηριάζουν την ψυχή, όπως ακριβώς ζημιώνουν το σώμα. Όμως η αναζήτηση της μεσότητας δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως απαξίωση της προσπάθειας, δεν πρέπει, δηλαδή, να εκληφθεί ως ματαίωση της εντατικοποίησης: «π.χ. στην περίπτωση της σωματικής ρώμης: η σωματική ρώμη γεννιέται από την πολλή τροφή και από την άσκηση στους πολλούς κόπους, αυτά όμως τα πράγματα είναι ικανός να τα κάνει κατά κύριο λόγο ο σωματικά ρωμαλέος. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις αρετές: μένοντας συστηματικά μακριά από τις ηδονές γινόμαστε σώφρονες, και όταν γίνουμε, έχουμε πια σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δύναμη να μένουμε μακριά τους». (1104a 2, 33-39).
Ο Αριστοτέλης θα φέρει κι ένα ακόμη παράδειγμα: «το ίδιο και με την ανδρεία: αποκτώντας σιγά σιγά τη συνήθεια να περιφρονούμε τα πράγματα που προκαλούν φόβο και να τα αντιμετωπίζουμε, γινόμαστε ανδρείοι, και όταν γίνουμε, έχουμε πια σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δύναμη να τα αντιμετωπίζουμε». (1104b 2, 1-4).
Με άλλα λόγια, αν κάποιος θέλει να αποκτήσει κάποια αρετή, πρέπει να μοχθήσει. Να εξασκηθεί. Εξάλλου, για όλες τις ηθικές αρετές προηγείται το ενεργεία κι ακολουθεί το δυνάμει, πράγμα που σημαίνει ότι προηγείται η προσπάθεια των επαναλαμβανόμενων πράξεων που θα φέρουν τον εθισμό, ώστε ακολούθως να έχει κανείς τη δυνατότητα να εφαρμόσει την αρετή που κατέχει, όταν το ζητήσουν οι περιστάσεις.
Όμως κι εδώ υπάρχουν όρια. Στόχος είναι η ανδρεία κι όχι το θράσος. Ο εσφαλμένος εθισμός που τελικά θα επιφέρει το θράσος αντί της ανδρείας ή την αναισθησία αντί της εγκράτειας δεν έχει ποιότητα, αφού τελικά δεν οδηγεί στην αρετή. Ο εθισμός πρέπει επίσης να εκπληρώνει τις αρχές της μεσότητας. Θα έλεγε κανείς ότι η μεσότητα η ίδια θα έπρεπε να είναι αντικείμενο εθισμού. Κι αυτή είναι η εξασφάλιση της ποιότητας.
Ο καθορισμός του μέτρου στις έξεις είναι ζήτημα υψίστης σημασίας, καθώς οι έξεις θα διαμορφώσουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Αν κάποιος μάθει να συμπεριφέρεται υπερβολικά δεν μπορεί παρά κινείται στην υπερβολή. Γιατί ο εθισμός σε κάτι γίνεται μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα. Η φράση «έξις δευτέρα φύσις» είναι αρκούντως κατατοπιστική. Ο άνθρωπος είναι ακριβώς αυτό που συνηθίζει να πράττει. Γι’ αυτό πρέπει οι πράξεις του να συνοδεύονται από ποιότητα.
Ο εθισμός, ως υπέρτατη συνήθεια που σηματοδοτεί την προσωπικότητα του ανθρώπου, ολοκληρώνεται μόνο αν συνδεθεί με τα συναισθήματα: «Σημάδι αποδεικτικό των έξεων πρέπει να θεωρούμε την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που συνοδεύει τις πράξεις μας». (1104b 3, 5-6).
Το να ασκεί, δηλαδή, κάποιος την αρετή δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι είναι ενάρετος. Αν η άσκηση της αρετής δε συμβαδίζει με το αίσθημα της χαράς κρίνεται επίφοβη. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναιρεθεί: «Όποιος μένει μακριά από τις σωματικές ηδονές και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση, είναι άνθρωπος σώφρων· ακόλαστος είναι αυτός που το πράγμα αυτό τον δυσαρεστεί· επίσης: ο άνθρωπος που στέκεται να αντιμετωπίσει όλα τα επικίνδυνα πράγματα και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση ή, έστω, δεν τον δυσαρεστεί, είναι ανδρείος· δειλός είναι αυτός που το πράγμα αυτό τον δυσαρεστεί». (1104b 3, 6-10).
Σε τελική ανάλυση, ο άνθρωπος θα κάνει αυτό που του δίνει ευχαρίστηση. Είναι αδύνατο να πράξει διαφορετικά. Αυτός που συνέχεια καταπιέζεται κάνοντας πράγματα που δεν επιθυμεί είναι αδύνατο να φτάσει στην ευτυχία. Κι αυτό είναι το νόημα του σωστού εθισμού. Να κάνει τους ανθρώπους να χαίρονται με τις αξιόλογες πράξεις.
Η επισήμανση του Αριστοτέλη για τον ανδρείο «αντιμετωπίζει όλα τα επικίνδυνα πράγματα και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση» δεν είναι προτροπή προς το φιλοπόλεμο. Δεν εννοεί, δηλαδή, ότι ανδρείος είναι αυτός που ευχαριστιέται με τις μάχες. (Γι’ αυτό και συμπληρώνει «ή, έστω, δεν τον δυσαρεστεί»). Εννοεί ότι ανδρείος είναι αυτός που στέκεται και αντιμετωπίζει τους κινδύνους χωρίς να νιώθει τον πειρασμό να το βάλει στα πόδια.
Κι όταν ο κίνδυνος περάσει, νιώθει χαρά που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Αν νιώθει φόβο, και στο τέλος της μάχης, αντί για την ικανοποίηση του εαυτού, αισθανθεί ανακούφιση για τον κίνδυνο που διέφυγε και οδύνη για την επόμενη μάχη που θα πρέπει να συμμετέχει, τότε είναι δειλός ασχέτως που δε λιποτάχτησε. Γιατί έχοντας τέτοια ψυχολογία είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα το κάνει.
Με τον ίδιο τρόπο, όταν κάποιος απορρίπτει μια δωροδοκία ή μια πρόταση για κλοπή ή οποιοδήποτε πειρασμό για άδικη κερδοφορία, πρέπει να είναι περήφανος γι’ αυτό. Να αισθάνεται γαλήνη και ψυχική ολοκλήρωση. Γιατί, αν σκέφτεται τα κέρδη που έχασε και υπολογίζει τις ηδονές που θα μπορούσε να απολαύσει μ’ αυτά, είναι πολύ πιθανό, την επόμενη φορά να υποκύψει. Το συναίσθημα είναι που θωρακίζει τη συμπεριφορά.
Ο Αριστοτέλης εφαρμόζοντας την αρχή ότι η φιλοσοφία πρέπει να απευθύνεται στους ανθρώπους λαμβάνει πολύ σοβαρά τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Και το συναίσθημα αποτελεί κινητήριο δύναμη για την ανθρώπινη δράση. Αν λοιπόν θέλουμε να γαλουχήσουμε τον άνθρωπο στο δρόμο της αρετής, πρέπει να του μάθουμε ότι η χαρά έχει να κάνει με την πραγμάτωση της αρετής.
Η συναισθηματική είσπραξη από την ενάρετη πράξη είναι η επιβεβαίωση του εθισμού που πλέον είναι αμετάκλητος. Κι αν κάποιος έχει τον αντίθετο προς την αρετή εθισμό, αν δηλαδή βρίσκει χαρά κλέβοντας ή εξαπατώντας το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό του, αλλά ολόκληρης της πόλης. Γιατί όχι μόνο θα είναι δύσκολο να ευτυχήσει ο ίδιος προσωπικά, αλλά θα ζημιώσει την κοινωνική γαλήνη παραβαίνοντας τους νόμους.
Κι αυτό η πόλη πρέπει να το λάβει υπόψη της πολύ σοβαρά. Να εκμεταλλευτεί δεόντως τους θεσμούς της παιδείας και της αγωγής στρέφοντας τους πολίτες προς τη σωστή κατεύθυνση. Όσο για την πόλη που ανάγει σε κοινωνικό πρότυπο την αδικία, την απληστία, την αναξιοκρατία και την αδιαφορία προς τον άλλο, αριστοτελικά τουλάχιστον, δεν έχει καμία πιθανότητα ευημερίας…
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια