Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (6.223-6.331)

Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἀπάνευθεν ἴσαν, εἶπον δ᾽ ἄρα κούρῃ.
αὐτὰρ ὁ ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο δῖος Ὀδυσσεὺς
225 ἅλμην, ἥ οἱ νῶτα καὶ εὐρέας ἄμπεχεν ὤμους·
ἐκ κεφαλῆς δ᾽ ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον ἀτρυγέτοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα λοέσσατο καὶ λίπ᾽ ἄλειψεν,
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσαθ᾽ ἅ οἱ πόρε παρθένος ἀδμής,
τὸν μὲν Ἀθηναίη θῆκεν, Διὸς ἐκγεγαυῖα,
230 μείζονά τ᾽ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα, κὰδ δὲ κάρητος
οὔλας ἧκε κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας.
ὡς δ᾽ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ
ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη
τέχνην παντοίην, χαρίεντα δὲ ἔργα τελείει,
235 ὣς ἄρα τῷ κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις.
ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων· θηεῖτο δὲ κούρη.
δή ῥα τότ᾽ ἀμφιπόλοισιν ἐϋπλοκάμοισι μετηύδα·
«Κλῦτέ μευ, ἀμφίπολοι λευκώλενοι, ὄφρα τι εἴπω.
240 οὐ πάντων ἀέκητι θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι,
Φαιήκεσσ᾽ ὅδ᾽ ἀνὴρ ἐπιμίσγεται ἀντιθέοισι·
πρόσθεν μὲν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος δέατ᾽ εἶναι,
νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη
245 ἐνθάδε ναιετάων, καί οἱ ἅδοι αὐτόθι μίμνειν.
ἀλλὰ δότ᾽, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε.»
Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἄρα τῆς μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο,
πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆϊ ἔθεσαν βρῶσίν τε πόσιν τε.
ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
250 ἁρπαλέως· δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.
Αὐτὰρ Ναυσικάα λευκώλενος ἄλλ᾽ ἐνόησεν·
εἵματ᾽ ἄρα πτύξασα τίθει καλῆς ἐπ᾽ ἀπήνης,
ζεῦξεν δ᾽ ἡμιόνους κρατερώνυχας, ἂν δ᾽ ἔβη αὐτή.
ὄτρυνεν δ᾽ Ὀδυσῆα ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
255 «Ὄρσεο δὴ νῦν, ξεῖνε, πόλινδ᾽ ἴμεν, ὄφρα σε πέμψω
πατρὸς ἐμοῦ πρὸς δῶμα δαΐφρονος, ἔνθα σέ φημι
πάντων Φαιήκων εἰδησέμεν ὅσσοι ἄριστοι.
ἀλλὰ μάλ᾽ ὧδ᾽ ἕρδειν· δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν·
ὄφρ᾽ ἂν μέν κ᾽ ἀγροὺς ἴομεν καὶ ἔργ᾽ ἀνθρώπων,
260 τόφρα σὺν ἀμφιπόλοισι μεθ᾽ ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν
καρπαλίμως ἔρχεσθαι· ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν ἡγεμονεύσω.
αὐτὰρ ἐπὴν πόλιος ἐπιβήομεν ἣν πέρι πύργος
ὑψηλός, καλὸς δὲ λιμὴν ἑκάτερθε πόληος,
λεπτὴ δ᾽ εἰσίθμη· νῆες δ᾽ ὁδὸν ἀμφιέλισσαι
265 εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ.
ἔνθα δέ τέ σφ᾽ ἀγορή, καλὸν Ποσιδήϊον ἀμφίς,
ῥυτοῖσιν λάεσσι κατωρυχέεσσ᾽ ἀραρυῖα.
ἔνθα δὲ νηῶν ὅπλα μελαινάων ἀλέγουσι,
πείσματα καὶ σπείρα, καὶ ἀποξύνουσιν ἐρετμά.
270 οὐ γὰρ Φαιήκεσσι μέλει βιὸς οὐδὲ φαρέτρη,
ἀλλ᾽ ἱστοὶ καὶ ἐρετμὰ νεῶν καὶ νῆες ἐῗσαι,
ᾗσιν ἀγαλλόμενοι πολιὴν περόωσι θάλασσαν.
τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα, μή τις ὀπίσσω
μωμεύῃ· μάλα δ᾽ εἰσὶν ὑπερφίαλοι κατὰ δῆμον·
275 καί νύ τις ὧδ᾽ εἴπῃσι κακώτερος ἀντιβολήσας·
“τίς δ᾽ ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται καλός τε μέγας τε
ξεῖνος; ποῦ δέ μιν εὗρε; πόσις νύ οἱ ἔσσεται αὐτῇ.
ἦ τινά που πλαγχθέντα κομίσσατο ἧς ἀπὸ νηὸς
ἀνδρῶν τηλεδαπῶν, ἐπεὶ οὔ τινες ἐγγύθεν εἰσίν·
280 ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ πολυάρητος θεὸς ἦλθεν
οὐρανόθεν καταβάς, ἕξει δέ μιν ἤματα πάντα.
βέλτερον, εἰ καὐτή περ ἐποιχομένη πόσιν εὗρεν
ἄλλοθεν· ἦ γὰρ τούσδε γ᾽ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον
Φαίηκας, τοί μιν μνῶνται πολέες τε καὶ ἐσθλοί.”
285 ὣς ἐρέουσιν, ἐμοὶ δέ κ᾽ ὀνείδεα ταῦτα γένοιτο.
καὶ δ᾽ ἄλλῃ νεμεσῶ, ἥ τις τοιαῦτά γε ῥέζοι,
ἥ τ᾽ ἀέκητι φίλων πατρὸς καὶ μητρὸς ἐόντων
ἀνδράσι μίσγηται πρίν γ᾽ ἀμφάδιον γάμον ἐλθεῖν.
ξεῖνε, σὺ δ᾽ ὦκ᾽ ἐμέθεν ξυνίει ἔπος, ὄφρα τάχιστα
290 πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς παρὰ πατρὸς ἐμοῖο.
δήεις ἀγλαὸν ἄλσος Ἀθήνης ἄγχι κελεύθου
αἰγείρων· ἐν δὲ κρήνη νάει, ἀμφὶ δὲ λειμών.
ἔνθα δὲ πατρὸς ἐμοῦ τέμενος τεθαλυῖά τ᾽ ἀλωή,
τόσσον ἀπὸ πτόλιος ὅσσον τε γέγωνε βοήσας·
295 ἔνθα καθεζόμενος μεῖναι χρόνον, εἰς ὅ κεν ἡμεῖς
ἄστυδε ἔλθωμεν καὶ ἱκώμεθα δώματα πατρός.
αὐτὰρ ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ ποτὶ δώματ᾽ ἀφῖχθαι,
καὶ τότε Φαιήκων ἴμεν ἐς πόλιν ἠδ᾽ ἐρέεσθαι
δώματα πατρὸς ἐμοῦ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο.
300 ῥεῖα δ᾽ ἀρίγνωτ᾽ ἐστὶ καὶ ἂν πάϊς ἡγήσαιτο
νήπιος· οὐ μὲν γάρ τι ἐοικότα τοῖσι τέτυκται
δώματα Φαιήκων, οἷος δόμος Ἀλκινόοιο
ἥρως. ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἄν σε δόμοι κεκύθωσι καὶ αὐλή,
ὦκα μάλα μεγάροιο διελθέμεν, ὄφρ᾽ ἂν ἵκηαι
305 μητέρ᾽ ἐμήν· ἡ δ᾽ ἧσται ἐπ᾽ ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ,
ἠλάκατα στρωφῶσ᾽ ἁλιπόρφυρα, θαῦμα ἰδέσθαι,
κίονι κεκλιμένη· δμῳαὶ δέ οἱ ἥατ᾽ ὄπισθεν.
ἔνθα δὲ πατρὸς ἐμοῖο θρόνος ποτικέκλιται αὐτῇ,
τῷ ὅ γε οἰνοποτάζει ἐφήμενος ἀθάνατος ὥς.
310 τὸν παραμειψάμενος μητρὸς περὶ γούνασι χεῖρας
βάλλειν ἡμετέρης, ἵνα νόστιμον ἦμαρ ἴδηαι
χαίρων καρπαλίμως, εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐσσί.
εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα φρονέῃσ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ἐλπωρή τοι ἔπειτα φίλους ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
315 οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἵμασεν μάστιγι φαεινῇ
ἡμιόνους· αἱ δ᾽ ὦκα λίπον ποταμοῖο ῥέεθρα.
αἱ δ᾽ εὖ μὲν τρώχων, εὖ δὲ πλίσσοντο πόδεσσιν.
ἡ δὲ μάλ᾽ ἡνιόχευεν, ὅπως ἅμ᾽ ἑποίατο πεζοὶ
320 ἀμφίπολοί τ᾽ Ὀδυσεύς τε· νόῳ δ᾽ ἐπέβαλλεν ἱμάσθλην.
δύσετό τ᾽ ἠέλιος, καὶ τοὶ κλυτὸν ἄλσος ἵκοντο
ἱρὸν Ἀθηναίης, ἵν᾽ ἄρ᾽ ἕζετο δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἠρᾶτο Διὸς κούρῃ μεγάλοιο·
«Κλῦθί μοι, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη·
325 νῦν δή πέρ μευ ἄκουσον, ἐπεὶ πάρος οὔ ποτ᾽ ἄκουσας
ῥαιομένου, ὅτε μ᾽ ἔρραιε κλυτὸς ἐννοσίγαιος.
δός μ᾽ ἐς Φαίηκας φίλον ἐλθεῖν ἠδ᾽ ἐλεεινόν.»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη·
αὐτῷ δ᾽ οὔ πω φαίνετ᾽ ἐναντίη· αἴδετο γάρ ῥα
330 πατροκασίγνητον· ὁ δ᾽ ἐπιζαφελῶς μενέαινεν
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.

***
Κι όπως τους μίλησε, αποτραβήχτηκαν εκείνες,
λέγοντας και στη Ναυσικά όσα τους είπε.
Κι αυτός με το νερό του ποταμού,
ο θείος Οδυσσεύς, την άλμη απόνιψε που είχε καθήσει
στους φαρδείς του ώμους και στην πλάτη, κι έτριβε το κεφάλι του καλά,
ώσπου το αλάτι να του φύγει της ατρύγητης θαλάσσης.
Κι όταν όλα τα μέλη του τ᾽ απόλουσε,
με λάδι αλείφτηκε και φόρεσε τα ρούχα,
εκείνα που του πρόσφερε η ανύπαντρη παρθένα.
Τότε κι η Αθηνά, του Δία το γέννημα, τον έκανε να φαίνεται
230 σαν πιο ψηλός και στιβαρός· κι απ᾽ το κεφάλι του να πέφτουν
τα μαλλιά σγουρά, σαν άνθη ζουμπουλιάς.
Πώς στο ασήμι πάνω μάλαμα χύνει ο επιδέξιος τεχνίτης —
τον δίδαξαν την τέλεια τέχνη ο Ήφαιστος κι η Αθηνά Παλλάδα,
κι αυτός τα έργα του αποτελειώνει ωραία·
τόση ομορφιά χύνει η θεά στην κεφαλή του και στους ώμους.
Επήγε τότε να καθήσει απόμερα μόνος του στο ακρογιάλι,
λάμποντας όλος ομορφιά και χάρη,
ενώ η κόρη τον κοιτούσε και τον θαύμαζε.
Ύστερα γύρισε να πει στις καλλιπλόκαμες κοπέλες:
«Ακούστε με, ωραίες κοπέλες, γιατί έχω κάτι να σας πω:
λέω πως δεν έσμιξε ένας τέτοιος άντρας με τους ισόθεους Φαίακες,
240 αν κάποιος δεν το θέλησε θεός απ᾽ όσους κατοικούν τον Όλυμπο.
Μόλις πριν από λίγο φαντάστηκα πως είναι κι άσκημος·
τώρα μου φαίνεται να μοιάζει στους θεούς που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Μακάρι τέτοιος να βρεθεί γαμπρός κι εμένα να με πάρει —
αν κατοικούσε εδώ, αν ήθελε να μείνει εδώ.
Μα τώρα πρέπει να του δώσετε του ξένου κάτι να φάει, να πιει.»
Τους μίλησε, αυτές την άκουσαν κι υπάκουσαν.
Κι αμέσως έστρωσαν στον Οδυσσέα μπροστά, να φάει, να πιει.
Εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
έπινε κι έτρωγε με λαίμαργη σπουδή, καθώς τόσον καιρό
250 δεν είχε αγγίξει φαγητό.
Μα τώρα η Ναυσικά, τα χέρια της λευκά, στοχάζεται άλλα·
τα ρούχα της διπλώνει, τα βάζει πάνω στο ωραίο αμάξι,
έζεψε και τις μούλες που δυνατές έχουν οπλές,
μετά κι εκείνη ανέβηκε.
Τότε, τον Οδυσσέα παροτρύνοντας, άρχισε να μιλά
με λόγο καλομοιρασμένο:
«Έφτασε η ώρα τώρα, ξένε· σήκω να προχωρήσουμε στην πόλη,
θα σε προπέμψω στο παλάτι του γενναίου πατέρα μου,
όπου και θα γνωρίσεις όλους,
όσους σπουδαίους έχει η χώρα των Φαιάκων.
Και θα σου πω πώς πρέπει να φερθείς,
βλέπω πως είσαι γνωστικός και θα μ᾽ ακούσεις.
Λοιπόν, όσο εμείς θα προχωρούμε σ᾽ αγρούς κι αμπελοχώραφα,
260 μαζί κι εσύ με τις κοπέλες μπορείς ν᾽ ακολουθείς βήμα προς βήμα
πίσω απ᾽ τις μούλες και τ᾽ αμάξι· τον δρόμο θα τον δείχνω εγώ.
Όμως όταν ανηφορίσουμε κατά την πόλη —
την περιβάλλουν πυργωμένα τείχη
κι έχει μπροστά της όμορφο, διπλό λιμάνι στο κάθε γύρισμα του κάστρου·
εκεί και τα καράβια μας ευέλικτα βρίσκουν το καταφύγιό τους,
όλα και το καθένα στη σειρά του.
Εδώ θα δεις την αγορά, στου Ποσειδώνα πλάι τον ωραίο βωμό,
χτισμένη με κομμένες πέτρες, χωστές στη γη·
όπου κι οι ναυτικοί μας φτιάχνουν ξάρτια για τα μελανά μας σκάφη,
χοντρά σχοινιά, πανιά, ξύνουν και τα κουπιά.
270 Γιατί να ξέρεις, τους Φαίακες δεν τους μέλει το τόξο κι η φαρέτρα,
μόνο κατάρτια, καραβιών κουπιά, πλεούμενα που να ζυγίζονται σωστά·
μ᾽ αυτά περνούν και χαίρονται την αφρισμένη θάλασσα.
Την άσχημή τους όμως φήμη τη φοβάμαι,
μήπως ξοπίσω μας κάποιος κακολογήσει, ο κόσμος είναι εδώ περίεργος.
Ένας που θα μας έβλεπε μαζί, αν ήταν παρακατιανός, θα φώναζε ίσως:
«Η Ναυσικά, ποιος είναι αυτός που σέρνει πίσω της,
ψηλός κι ωραίος, μα ξένος;
Πού να τον βρήκε; Σίγουρα τον θέλει για γαμπρό δικό της.
Κοίτα, μας φέρνει κάποιον άγνωστο από μια χώρα μακρινή,
που εδώ μας έφτασε δαρμένος με το σκάφος του·
εμείς δεν έχουμε γειτόνους κοντινούς.
280 Εκτός κι ανίσως στην προσευχή της συγκατένευσε κάποιος θεός
και, παρακαλεστός, από τον ουρανό κατέβηκε,
δική του να την κάνει για το μέλλον.
Όμως καλύτερα έτσι, που γυρνώντας μόνη κι απ᾽ αλλού,
βρήκε τον σύζυγο, αφού περιφρονεί τους ντόπιους Φαίακες,
κι ας τη ζητούν για νύφη τόσοι ξακουστοί μας.»
Αν κάτι τέτοιο πουν, θα ᾽ταν για μένα όνειδος·
θα αγανακτούσα κι αν σε τέτοια ξέπεφτε καμώματα μια άλλη
που, δίχως να το εγκρίνουν κύρης και μητέρα της,
πήγαινε μ᾽ άλλους άντρες, πριν από γάμο επίσημο.
Γι᾽ αυτό σου λέω, ξένε,
τη συμβουλή μου πάραυτα σεβάσου, για να πετύχεις
290 από τον πατέρα μου γρήγορα συνοδούς και νόστο.
Θα δεις λοιπόν, στον δρόμο μας κοντά, της Αθηνάς
το τιμημένο άλσος με τις λεύκες, όπου μια κρήνη
με τα νάματά της δροσίζει ολόγυρα ένα λιβάδι.
Εκεί και του πατέρα μου το τέμενος, με περιβόλι καταπράσινο.
Πολύ από την πόλη δεν απέχει, αν φώναζες, θα σ᾽ άκουαν.
Εκεί να ξαποστάσεις και να περιμένεις, ώσπου
να μπούμε εμείς στην πόλη και στο βασιλικό παλάτι να προφτάσουμε.
Τον χρόνο υπολογίζοντας πως έχουμε πια φτάσει,
ξεκίνησε τότε κι εσύ, κι όταν στην πολιτεία των Φαιάκων μπεις,
ρώτησε να σου πουν ποιο το παλάτι του πατέρα μου,
του μεγαλόπρεπου Αλκινόου —
300 αναγνωρίζεται εύκολα, κι ένα μωρό παιδί μπορεί να σ᾽ οδηγήσει. Γιατί
από τ᾽ άλλα αρχοντικά, όσα έχουν χτίσει οι Φαίακες,
κανένα τους δεν μοιάζει στη λάμψη με το χτίσμα του λαμπρού Αλκινόου.
Κι όταν αυλή και τοίχοι θα σε κρύψουν,
τότε στην αίθουσα προχώρα με σπουδή μεγάλη, ψάχνοντας
τη μητέρα μου. Και θα τη βρεις να κάθεται πλάι στην εστία,
απ᾽ της φωτιάς τη λάμψη φωτισμένη,
να κλώθει νήματα βαμμένα στην πορφύρα της θαλάσσης,
γερμένη στην κολόνα — θα ᾽λεγες θαύμα που το βλέπεις·
της παραστέκουν πίσω της κι οι δούλες.
Εκεί κι ο θρόνος του πατέρα μου, στον ίδιο στύλο ακουμπισμένος·
πάνω του κάθεται και πίνει το κρασί του — θα ᾽λεγες είναι αθάνατος.
310 Σε συμβουλεύω να τον προσπεράσεις, τα χέρια σου να περιβάλουν
της μάνας μου τα γόνατα, αν θέλεις μέρα επιστροφής να δεις
γρήγορη και χαρούμενη, όσο μακριά κι αν είναι ο τόπος σου.
Μόνο αν εκείνη με συμπάθεια σε κοιτάξει,
υπάρχει ελπίδα ν᾽ απαντήσεις τους δικούς σου,
στο σπίτι σου να φτάσεις το καλόχτιστο και να πατήσεις
χώμα της πατρίδας.»
Κι όπως απόσωσε τον λόγο της, τις μούλες βίτσισε κι έφεξε
το μαστίγιο. Εκείνες γρήγορα του ποταμού τα ρείθρα αφήνουν.
Ωραία που τρέχουν, ωραία που αργοπορούσαν,
καθώς η Ναυσικά κρατούσε τα λουριά,
για να μπορούν ν᾽ ακολουθούν πεζοπορώντας οι κοπελιές κι ο Οδυσσεύς —
320 με νου και γνώση τα μαστίγωνε, όσο πρέπει.
Κι έδυε πια ο ήλιος, φτάνοντας στο τιμημένο κι ιερό
άλσος της Αθηνάς, όπου και ξέμεινε ο θείος Οδυσσέας.
Τότε στην κόρη του μεγάλου Δία προσεύχεται:
«Επάκουσέ με, ω Ατρυτώνη,
γέννημα του Διός εσύ, που έχει ασπίδα τη βροντή.
Τώρα παρακαλώ σε να μ᾽ ακούσεις. Πιο πριν δεν μ᾽ άκουσες
στη συντριβή μου, όταν με σύντριβε ο Κοσμοσείστης.
Αγάπη δώσε κι έλεος οι Φαίακες να μου δείξουν.»
Τέλειωσε, και την ευχή του η Αθηνά Παλλάδα εισάκουσε,
όμως μπροστά του να φανερωθεί δεν το αποφάσιζε. Γιατί σεβόταν
του πατέρα της τον αδελφό, που ακόμη τον θυμό του κρεμούσε φοβερό
στον ήρωα Οδυσσέα, προτού πατήσει της πατρίδας του το χώμα.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 9. Σινέ «Ρώμη»

9.1. Ιστορία (δεν) υπάρχει μόνο μία


Ποιοι και πόσοι τρόποι υπάρχουν για να μάθουμε ιστορία; Οι περισσότεροι ιστορικοί θα απαντούσαν σ᾽ αυτό το ερώτημα με τον ακόλουθο πάνω κάτω τρόπο: ο πιο έγκυρος και αξιόπιστος τρόπος είναι να μελετήσουμε προσεκτικά τις πηγές πληροφοριών που διαθέτουμε για μια συγκεκριμένη εποχή, με άλλα λόγια, τα επίσημα κρατικά έγγραφα και υπουργικά αρχεία (αν υπάρχουν), τις δηλώσεις των επισήμων, τις ανακοινώσεις των κρατικών φορέων και τα στρατιωτικά ανακοινωθέντα, τα ρεπορτάζ και τα σχόλια του γραπτού και ηλεκτρονικού τύπου, και, ασφαλώς, την ανάλυση και ερμηνεία αυτών των πρωταρχικών πηγών από τους ανθρώπους που διαθέτουν τη γνώση, την πείρα και την κατάλληλη επιστημονική μέθοδο, δηλαδή τους ιστορικούς.

Μέχρι πρόσφατα (και στο μεγαλύτερο διάστημα του περασμένου αιώνα) οι ιστορικοί, όποιες διαφορές κι αν είχαν μεταξύ τους σχετικά με το ποια ιστοριογραφική-ιστοριοδιφική μέθοδος είναι προτιμότερη, συμφωνούσαν ότι η μελέτη των ιστορικών πηγών, και η συγκριτική εξέταση των διαφόρων μαρτυριών που μας έρχονται από την ιστορική περίοδο που θέλουμε να μελετήσουμε, αποκαλύπτει την ιστορική αλήθεια στο μεγαλύτερο μέρος της. Ωστόσο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα εμφανίστηκαν μελετητές της ιστορίας και της ιστοριογραφικής μεθόδου που διατύπωσαν αμφιβολίες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αμφισβήτησαν ολοκληρωτικά τη δυνατότητά μας να επιτύχουμε βεβαιότητα στις ιστορικές μας αναλύσεις και περιγραφές. Οι αμφισβητίες αυτοί δεν υποστηρίζουν απλώς ότι διαφορετικοί ιστορικοί φτάνουν σε διαφορετικά συμπεράσματα, όπως διαφορετικοί γιατροί ή νομικοί είναι πιθανό να κάνουν διαφορετική γνωμάτευση για το ίδιο ιατρικό ή νομικό πρόβλημα. Μακάρι το πράγμα να ήταν τόσο απλό… Οι σύγχρονοι αμφισβητίες για τους οποίους μιλάμε λένε κάτι πολύ πιο «ανησυχητικό»: ότι ακόμη και οι ίδιες οι λεγόμενες πρωταρχικές πηγές, στις οποίες βασίζουμε την ιστοριογραφική μας έρευνα, δεν προσφέρουν με κανένα τρόπο αξιόπιστες μαρτυρίες, αφού δεν αποτελούν καταγραφή αλλά ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων. Με την έννοια αυτή, ακόμη και τα επίσημα κρατικά αρχεία αποτελούν ένα σύνολο ήδη «ερμηνευμένου» και «φιλτραρισμένου» υλικού, και έτσι πολύ δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως πρωταρχική, έγκυρη και αξιόπιστη αφετηρία για τον εντοπισμό της ιστορικής αλήθειας.

Με την ίδια έννοια, ακόμη και τα προσωπικά απομνημονεύματα μεγάλων πολιτικών που έζησαν τα γεγονότα εξ επαφής και «από πρώτο χέρι», ή που προκάλεσαν τα γεγονότα, δεν συνιστούν γνώμονα για την ιστορική αλήθεια, όχι αναγκαστικά επειδή οι συγγραφείς των απομνημονευμάτων αυτών μας λένε συνειδητά ανακρίβειες (μπορεί να συμβαίνει κι αυτό!), αλλά απλούστατα επειδή όποιος καταπιάνεται με την καταγραφή της ιστορίας είναι υποχρεωμένος, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, να κατασκευάσει στο μυαλό του ένα «σενάριο», μια «πλοκή» που περιέχει αιτίες και αποτελέσματα και έχει μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος· ένα σενάριο που μπορεί να είναι «τραγικό» ή να βαδίζει σε «αίσια» κατάληξη ή να έχει σατιρική και επικριτική διάθεση. Με άλλα λόγια, ενώ νομίζεις ότι γράφεις ιστορία και κάνεις «επιστήμη», στην πραγματικότητα επινοείς σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ένα «ιστορικό αφήγημα» με τον ίδιο τρόπο που ένας αφηγηματογράφος «στήνει» και αφηγείται μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Με την έννοια αυτή κάθε ιστορικός είναι ένας «παραμυθάς» που προτείνει μια δική του εκδοχή για το πώς συνέβησαν τα πράγματα.

Σύμφωνα με τους αμφισβητίες μας, λοιπόν, δεν υπάρχει ιστορία αλλά μόνο ιστορικοί· δεν υπάρχει ιστορική αλήθεια παρά μόνο αφηγήσεις για την ιστορική αλήθεια· δεν υπάρχουν καν «ιστορικά γεγονότα» παρά μόνο «ερμηνευτικές απόπειρες» των ιστορικών γεγονότων. Έτσι, λοιπόν, κάθε φορά που ακούτε μια αναγγελία ή διαφήμιση του τύπου «Διαβάστε τώρα τα δημοσιοποιημένα αρχεία του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών και μάθετε όλη την αλήθεια και το πολιτικό παρασκήνιο για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο», ή «Όλη η αλήθεια για τον Πόλεμο στον Κόλπο από ένα επιτελείο διακεκριμένων ιστορικών που μελέτησαν αρχεία και πήραν συνεντεύξεις από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων», ή «Τι πραγματικά συνέβη στα Ίμια τη νύκτα της τάδε. Τα γεγονότα όπως τα κατέγραψαν ανώτατοι αξιωματικοί του Γ.Ε.Σ.» - όταν ακούτε τέτοιες αναγγελίες, σύμφωνα πάντα με τους αμφισβητίες μας, πάρτε μικρό καλάθι, γιατί τα κεράσια είναι λίγα, ή μην παίρνετε καλάθι, γιατί κεράσια δεν υπάρχουν.

Διαθρησκευτική Αλήθεια

Η Εσωτερική Θεώρηση

Ερμηνεία της Εικόνας:

Η Πραγματικότητα:

Η Συνείδηση Είναι Μία, η Αντίληψη Είναι Συνεχής και Περιέχει Όλα τα Φαινόμενα.

Η Συνείδηση σαν η Μία Πραγματικότητα είναι Πάντα το Υπόβαθρο κάθε Δραστηριότητας και κάθε Αντιληπτικής Κατάστασης, Κάθε Φαινομένου.

Όταν η Συνείδηση Δραστηριοποιείται Αναδύεται η Παροδική Δημιουργία. Η Μία Πραγματικότητα Παραμένει Πάντα το Ενιαίο Υπόβαθρο της Δημιουργίας ενώ Ταυτόχρονα Διακρίνονται Δύο Περιοχές του Φαινομένου της Δημιουργίας:

Η Περιοχή των Ανώτερων Ουρανών,

Η Περιοχή των Κάτω Κόσμων (του Νοητικού Κόσμου, του Δυναμικού Κόσμου και του Υλικού Κόσμου).

Η Εικόνα:

Στρόβιλος είναι μια Δυναμική Διαδικασία ( «μηχανισμός», «μηχάνημα») που μετατρέπει την «Ενέργεια» σε άλλες μορφές ενέργειας ή «ενεργήματα». Στην Εικόνα η Αντίληψη Απεικονίζεται σαν «Στρόβιλος». Η «Βούληση» που «Διοχετεύεται» στην Αντίληψη «Μετατρέπεται» σε Κοσμικά Ενεργήματα, σε όλα τα Αντικειμενικά και Υποκειμενικά Φαινόμενα.

Το Δυναμικό Φαινόμενο της Δημιουργίας που Απεικονίζεται στην Εικόνα είναι ένα Ανοικτό Σύστημα που φανερώνει ότι η Πραγματικότητα Είναι Μία και δεν υπάρχει πραγματικός Διαχωρισμός στην Δημιουργία. Όλοι οι Κόσμοι είναι Μέσα στην Μία Συνείδηση.

Η Οδός της Κατανόησης οδηγεί στην συνειδητοποίηση ότι η Συνείδηση (η Κάθε Συνείδηση) λειτουργεί σε όλη την Πραγματικότητα, σε όλες της Περιοχές. Η «Εστίαση», ο Περιορισμός της Αντίληψης σε μια Περιοχή (σε μια Κατάσταση Επίγνωσης) είναι (όχι Οντολογικός αλλά) Γνωσιολογικός. Η Απελευθέρωση της Αντίληψης από «παγιωμένες καταστάσεις» οδηγεί στην Ποιοτική Ανάδυση της Συνειδητότητας προς την Πλήρη Αντίληψη της Πραγματικότητας.

Η Βίωση της Απόλυτης Ενότητας του Όντος είναι η Πλήρης Αφύπνιση.

Η Θρησκειολογική Προσέγγιση

Προφανώς... αγαπητοί φίλοι... Κάποιος μπορεί να γνωρίζει περισσότερα (και να έχει εμπειρία όσων γνωρίζει...).. από όσα λέει... Και μπορεί κάποιος, απλά να μιλάει στο μέτρο της κατανόησης, αυτών, στους οποίους απευθύνεται....

Είναι αναγκαίο και πρέπον, να μιλάμε με όρους που είναι κατανοητοί, στα πλαίσια μίας πνευματικής καλλιέργειας και μίας γλώσσας...

Οι θρησκείες κι οι διδασκαλίες αποτελούν «διανοητικούς χάρτες» που όντως οδηγούν στην Αλήθεια... Αρκεί να μην μπερδεύουμε την αληθινή διαδρομή με τον «χάρτη»...

Όταν όμως αναφερόμαστε στις διδασκαλίες θα πρέπει να επεξηγούμε επαρκώς αυτό που λέμε... έχοντας υπόψη μας ότι κάποιοι μπορεί να μην έχουν την γνώση μίας διδασκαλίας...

Είναι επίσης καλό να κάνουμε σύγκριση ανάμεσα σε διάφορες διδασκαλίες... επειδή έτσι επιβεβαιώνεται η Αλήθεια και κατανοούν οι άνθρωποι μίας διδασκαλίας ή κοσμοθεωρίας, τους ανθρώπους μίας άλλης διδασκαλίας ή κοσμοθεωρίας...

Μπορούμε έτσι να φτάσουμε σε μία δια-θρησκευτική, δια-φιλοσοφική, δια-διδασκαλική, «Ερμηνεία της Πραγματικότητας», κατανοητής και από τον χριστιανό, και από τον βουδιστή, και από τον βεδαντιστή, και από τον σούφι, και από τον οπαδό της Καβάλα, και από τον οπαδό της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, και από τον οπαδό του σύγχρονου εσωτερισμού...

Η εξέλιξη της σύγχρονης θρησκειολογίας και της σύγχρονης φιλοσοφικής σκέψης... οδηγεί ακριβώς προς αυτό τον σκοπό...

Σε όλες τις θρησκείες και διδασκαλίες, μιλούν για μία κατάσταση «διαφώτισης του ανθρώπου», για μία «ανώτερη επίγνωση»...

Οι χριστιανοί το ονομάζουν καθαρό νου (απλό νου)... που μπορεί να οδηγήσει (βαθμιαία) στην Ένωση με το Θεό (στον φυσικό κόσμο)...

Οι Βουδιστές μιλούν για «εσωτερικές καταστάσεις της συνείδησης»... που μπορούν να οδηγήσουν στο Ασαμσκρίτα, (με το νιρβάνα στον φυσικό κόσμο)...

Οι Βεδαντιστές αναφέρονται στις εσωτερικές καταστάσεις του Άτμαν... που μπορούν να οδηγήσουν στην Βίωση του Βράχμαν, στον φυσικό κόσμο...

Το Σαμκύα-Γιόγκα, μιλά για την «κοσμική νόηση» (Μαχατ)... που αντανακλά σε διάφορες διαβαθμίσεις το Υπερκοσμικό Πουρουσά (Πνεύμα)... και για το ξεπέρασμα της κοσμικής νόησης... ώστε να φτάσουμε στην Απελευθέρωση (Καϊβαλγία, στον φυσικό κόσμο)...

Οι Σούφι μιλούν για το ξεπέρασμα του εσωτερικού νου που βιώνει το Είναι σε διάφορες διαβαθμίσεις... ώστε να φτάσουμε στο σβήσιμο μέσα στο Θεό, στον φυσικό κόσμο...

Οι οπαδοί της Καβάλα μιλούν για τον αληθινό εαυτό του ανθρώπου (που είναι ταυτόχρονα η Τιφερέθ της Γιετσιρά και το Κέτερ της Ασίγια), την κατάσταση Γκαντλούτ της συνείδησης, μία ανώτερη επίγνωση, που πραγματοποιείται στον φυσικό κόσμο, και που οδηγεί στην επίγνωση του Θεού, στον φυσικό κόσμο... κι όπου αρχίζει το εσωτερικό ταξίδι προς τους ανώτερους κόσμους και το Άπειρο (Έιν)..

Ο Πλατωνισμός μιλά για την επίγνωση του «καθολικού είναι»... που μπορεί να οδηγήσει στην βίωση του «τελείως είναι», του Αγαθού...

Όλες αυτές οι αναφορές θα ήταν άνευ ουσίας... αν δεν οδηγούσαν σε κάποια πολύ σημαντικά συμπεράσματα...

1) Όλες οι διδασκαλίες μιλούν για την ίδια Πραγματικότητα...

2) Όλες οι διδασκαλίες υποστηρίζουν, ότι ο άνθρωπος μπορεί εδώ, στον φυσικό κόσμο, να φτάσει σε μία «ανώτερη επίγνωση»...

3) Οι άνθρωποι όλων των διδασκαλιών μπορούν να συνεννοηθούν γιατί υπάρχει αντιστοιχία ακόμα και στους όρους που χρησιμοποιούν για να περιγράψουν την Πραγματικότητα... κι υπάρχουν ακόμα και ομοιότητες στην περιγραφή τους...

4) Όλες οι διδασκαλίες λένε την ίδια Αλήθεια, άρα δεν μπορούν να ψεύδονται ή να παραπλανούν, ταυτόχρονα...

5) Όλα όσα λένε οι διδασκαλίες για την πραγματοποίηση μίας «ανώτερης επίγνωσης» είναι επαληθεύσιμα...

6) Ενώ η Αληθινή Γνώση είναι Ελεύθερη και επαληθεύσιμη... κάποιοι που θέλουν να χειραγωγούν την ανθρωπότητα, προς ίδιον όφελος, είτε αμφισβητούν πράγματα αποδεδειγμένα από καιρό (ακόμα και μέσα στα πανεπιστήμια...), για να κρατούν τους ανθρώπους σε άγνοια... είτε θέλουν να κάνουν τη μεταφυσική γνώση εμπόριο και να την πουλάνε σε μαθήματα...

Στον δρόμο για την «Ιθάκη», θα συναντήσετε πολλά τέρατα... μη φοβηθείτε φίλοι... από το φόβο σας αντλούν δύναμη... είναι μονάχα σαπουνόφουσκες, σαν αυτές που παίζουν τα παιδιά...

Η «ανώτερη επίγνωση», για την οποία μιλούν οι διδασκαλίες αν και μας φέρνει σε επαφή με ανώτερους κόσμους δεν μας αποκόβει από την καθημερινή ζωή και τις καθημερινές υποχρεώσεις...

Αυτή όμως η «ανώτερη επίγνωση» μας προετοιμάζει παράλληλα για μία ανώτερη ζωή...

Στην πραγματικότητα η «ανώτερη επίγνωση» ξεπερνά τα όρια της γήινης ύπαρξης και δομεί μία πιο λεπτή ύπαρξη που μπορεί να επιβιώνει σε ένα ανώτερο κόσμο ( Η άλλη προοπτική μας είναι να ξαναγυρίσουμε εδώ, στον φυσικό κόσμο)... Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ήδη μία τέτοια εμπειρία (σε όλες τις εποχές υπήρξαν...)... κι έχουν μεταβεί συνειδητά στον πιο πάνω κόσμο... που δεν είναι βέβαια το τέρμα...

Αλλά σε ποιόν να μιλήσουν αυτοί οι άνθρωποι; Σε μένα; Σε σένα, στον άλλο;.. Απλά χαμογελάνε με την παιδικότητά μας και σιωπούν... περιμένουν να ωριμάσει ο χρόνος.

Παθητική Επιθετικότητα. Ή αλλιώς, «Το Θυμωμένο Χαμόγελο»

Η παθητική επιθετικότητα είναι ένα μοτίβο συμπεριφοράς κατά το οποίο τα αρνητικά συναισθήματα εκφράζονται έμμεσα, και όχι ανοιχτά και ευθέως. Με άλλα λόγια, άλλα νιώθει και άλλα εκφράζει το άτομο που επιλέγει τον δρόμο της παθητικής επιθετικότητας. Οι πράξεις και οι λέξεις δεν φαίνεται να ταυτίζονται ως προς το νόημά τους.

Για παράδειγμα, μπορεί να λέει, και μάλιστα με ενθουσιώδη τρόπο, ότι συμφωνεί με την εκπόνηση ενός έργου, με τις πράξεις του όμως δείχνει ότι διαφωνεί, κι έτσι καθυστερεί στις ημερομηνίες παράδοσης, εφευρίσκει δικαιολογίες για να μην εργαστεί, αργεί στα ραντεβού, κλπ.

Σημάδια και ενδείξεις παθητικής επιθετικότητας:

• Δυσαρέσκεια και αντιρρήσεις προς τις απαιτήσεις των άλλων

• Παράπονα ότι οι άλλους τους υποτιμούν ή τους κοροϊδεύουν

• Αναβλητικότητα

• Πείσμα

• Αναποτελεσματικότητα

• Κενά μνήμης

• Κυνισμός

• Φόβος ανταγωνισμού

• Θυματοποίηση

• Δημιουργία χαοτικών καταστάσεων

• Φόβος εξάρτησης

• Δικαιολογίες

• Κωλυσιεργία

Το πρόβλημα

Η διεκδικητικότητα είναι η μέση λύση ανάμεσα στα άκρα της παθητικότητας και της επιθετικότητας και αυτό είναι κάτι που είναι μέσα στη φύση μας. Από μωρά και πριν ακόμα μιλήσουμε, κατακτήσαμε την ικανότητα να επικοινωνούμε. μάθαμε πώς και πότε να χαμογελάμε, να χασμουριόμαστε, να δείχνουμε έκπληκτοι, να θυμώνουμε, και γενικά να δείχνουμε τα συναισθήματά μας χωρίς περιορισμό.

Αν όμως μεγαλώσαμε σε μία οικογένεια η οποία δεν έδινε πολλή σημασία στις βασικές μας ανάγκες και τις επιθυμίες μας, η φυσική μας αυτή ικανότητα να εκφραζόμαστε και να διεκδικούμε καταπιέστηκε. Αν κάθε φορά που εκφράζαμε μία επιθυμία, μας αντιμετώπιζαν ως εγωιστές ή ακόμα χειρότερα ως ένα βάρος που συνεχώς απαιτεί πράγματα που δεν του αξίζουν, τότε αυτές οι φωνές και οι κατηγορίες μας γέμισαν με άγχος και τύψεις. Και ακόμα κι αν εκφράζαμε το θυμό μας απέναντί σε μία άδικη μεταχείριση, και τότε η αντίδραση των άλλων γινόταν ακόμα πιο τιμωρητική και αυστηρή, τότε είναι πολύ πιθανό να νιώσαμε ότι μας απαγορεύεται να εκφράσουμε και το θυμό μας.

Όταν όμως ως παιδιά πασχίζουμε να δημιουργήσουμε έναν ασφαλή δεσμό με τους γονείς μας, τότε είναι φυσικό να υιοθετούμε μία πιο παθητική συμπεριφορά σε καταστάσεις σαν αυτές που περιγράφηκαν παραπάνω, προκειμένου να μη χά(λα)σουμε αυτό τον δεσμό. Έτσι μαθαίνουμε να αποσιωπούμε τις πραγματικές μας επιθυμίες και να μην διεκδικούμε τα θέλω μας, όταν κάθε φορά που εκφραζόμαστε αντιμετωπίζουμε μία αρνητική συμπεριφορά. Όμως, οι βασικές μας ανάγκες και τα θέλω μας, ακόμα κι αν αποσιωπούνται ή καταπιέζονται, ποτέ δεν εξαφανίζονται. Απλά παραμένουν κρυμμένα. Και η οποιαδήποτε προσπάθεια έκφρασής τους θα πρέπει κάθε φορά να περνάει από λογοκρισία.

Η παθητικότητα είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Και οι ανάγκες μας να επιμένουν. Και κάπου μέσα μας υπάρχει ο θυμός που έχουμε για τους γονείς μας, οι οποίοι δεν μας αγαπούσαν αρκετά ώστε να μας αποδεκτούν και να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες μας.

Η «λύση»

Έχουμε αποκλείσει την κατά πρόσωπο έκφραση του θυμού, καθώς θα μας αποκαλούσαν εγωιστές, κακούς και παράλογους. Ίσως και να μας τιμωρούσαν ή να μας περιγελούσαν. Καταστάσεις που δημιουργούν μεγάλη ένταση και πολύ άγχος. Και μέσα σε όλο αυτό, βρισκόμαστε σε μία συναισθηματική απόγνωση να ικανοποιήσουμε τη δική μας επιθυμία και ταυτόχρονα τον καταπιεσμένο μας θυμό. Γιατί είναι αδύνατο να ακυρώσεις το θυμό και την ανάγκη να εκφράσεις κάτι που όσο πιο πολύ το καταπιέζεις, τόσο μεγαλώνει. Σταδιακά, αρχίζουμε και βρίσκουμε/ εφευρίσκουμε τρόπους για να ανακουφίσουμε όλο αυτό το μένος χωρίς να προκαλούμε ιδιαίτερα σημαντική φθορά σε μία σχέση που ήδη θεωρείται επισφαλής.

Εδώ είναι που καταλήγουμε στην απώλεια της προσωπικής ακεραιότητας. Και αρχίζουμε να λέμε ψέμματα στους άλλους και φυσικά στον εαυτό μας. Σαμποτάρουμε, υποβιβάζουμε, εξαπατούμε, προδίδουμε. Κατά κάποιο τρόπο, εκδικούμαστε τους δικούς μας ανθρώπους με το να τους επιστρέφουμε αυτό ακριβώς που μας έκαναν κι αυτοί. Τους απογοητεύουμε, αποσυρόμαστε από τις επιθυμίες τους, απαντάμε με δικαιολογίες και τους κατηγορούμε για τα δικά μας λάθη και συμπεριφορές. Αρνούμαστε αυτό που εκείνοι μας ζητούν, αλλά πάντα με μία εξήγηση που μας απαλλάσσει: "Το ξέχασα", "Δεν το ήθελα", "Δεν κατάλαβα ότι το εννοούσες", "Ήταν ένα ατύχημα", "Δεν φταίω εγώ" και άλλες πολλές δικαιολογίες.

Πέρα από το κομμάτι των δικαιολογιών, όλο αυτό μπορεί να μετατραπεί πολύ εύκολα σε χειριστική συμπεριφορά. Ναι, χειριζόμαστε τους άλλους μέσω της παθητικής επιθετικότητας. Ψάχνουμε να βρούμε τρόπους να απευθύνουμε στους άλλους τις επιθυμίες μας, χωρίς να τις διατυπώνουμε ευθέως. Σε κάποιο σημείο ίσως χρειαστεί να πληρώσουμε το τίμημα γι΄ αυτά τα "κατά λάθος" λάθη μας, αλλά αν έχουμε "εξασκηθεί" καλά στην τέχνη της παθητικής επιθετικότητας και έχουμε καλύψει τα ίχνη μας με καλές δικαιολογίες, ίσως οι άλλοι να μην μπορέσουν να καταλάβουν τα πραγματικά μας κίνητρα. Κι έτσι οποιαδήποτε τιμωρία δεχτούμε, είμαστε σίγουροι ότι θα είναι μικρότερη απ' ότι αν ήμασταν ευθείς και ειλικρινείς από την αρχή.

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Η δημοκρατία είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα ιδιοφυές σύστημα διακυβέρνη­σης που στοχάστηκε ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός, με διαχρονική και παγκόσμια αξία. Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι «πολλοί» κυβερνούν και οι «ολί­γοι» ελέγχουν. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ελευθερία. Μια ελευθε­ρία όμως όχι ανεξέλεγκτη (αυτή σίγουρα οδηγεί στη δουλεία και την τυ­ραννίδα), αλλά ελεγχόμενη από νόμους, έτσι ώστε να διασφαλίζονται τα αγαθά της, που είναι η «ἰσονομία», δηλαδή η ισότητα όλων απέναντι στους νόμους, η «παρρησία», δηλαδή η δυνατότητα να μιλούν ελεύθερα για όλα, και η «ἰσηγορία», δηλαδή να έχουν όλοι ίσο δικαίωμα στο λόγο.

Η δημοκρατία γεννήθηκε στην Αθήνα στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., αμέ­σως μετά την πτώση της τυραννίας. Είχε προηγηθεί, το 514 π.Χ., η δολο­φονία του Πεισιστρατίδη Ιππάρχου από τους Αρμόδιο και Αριστογείτονα, ενώ το 510 π.Χ. ακολούθησε η αναγκαστική φυγή του Ιππία, του άλλου Πεισιστρατίδη και τελευταίου τυράννου. Ιδρυτής της δημοκρατίας θεωρεί­ται ο Κλεισθένης, από το γνωστό επιφανές γένος των Αλκμαιωνιδών, ο οποίος το 508/507 π.Χ., με μια σειρά μέτρων που πήρε, ενίσχυσε το Δήμο, τους «πολλούς», και τον κατέστησε ρυθμιστικό παράγοντα του πολιτεια­κού βίου. Για να το κατορθώσει αυτό, περιόρισε τις αντιδράσεις των κοι­νωνικών εκείνων τάξεων που θίγονταν από το νέο τρόπο διακυβέρνησης, δηλαδή των ευγενών, των «ολίγων», εμποδίζοντας την πολιτική τους ένω­ση. Μοίρασε έτσι την Αττική σε δήμους, σε μικρές κοινότητες, ο καθένας από τους οποίους είχε τη δική του διοίκηση. Ο κάθε πολίτης ήταν εγγε­γραμμένος στους καταλόγους ενός δήμου. Το όνομα του δήμου του, μαζί με το ατομικό του όνομα, επιβεβαίωνε την ιδιότητά του ως Αθηναίου πο­λίτη. Όλοι οι δήμοι μοιράστηκαν σε δέκα φυλές. Μ’ αυτόν τον τρόπο η συ­γκρότηση των φυλών έπαψε να βασίζεται στη συγγένεια αίματος. Για να αποτρέψει ταραχές που τυχόν θα προκαλούνταν ανάμεσα σε γειτονικές φυλές ή για να εμποδίσει τη σύναψη επικίνδυνων συμμαχιών ανάμεσα τους, σκέφτηκε έναν πολύ έξυπνο τρόπο. Χώρισε την Αττική σε τρεις πε­ριοχές και πιο συγκεκριμένα στο Άστυ, στην Παραλία και στη Μεσογαία, και καθεμιά απ’ αυτές σε δέκα μικρότερα τμήματα, τις λεγάμενες τριττύες. Μ' αυτήν την κατάτμηση η κάθε φυλή δεν είχε γεωγραφική συνοχή, αφού συγκροτούνταν από τρεις διαφορετικής προέλευσης τριττύες: μία από το Άστυ, μία από την Παραλία και μία από τη Μεσογαία. Επομένως, σε κάθε φυλή υπήρχαν πολίτες που έμεναν σε διαφορετικά μέρη και συγχρόνως ήταν ποικίλης ενασχόλησης και κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Μέσα απ’ αυτόν τον κατακερματισμό δημιουργήθηκε μια φυλετική συνείδηση που δεν βασιζόταν σε κοινούς δεσμούς αίματος ούτε σε οικονομικούς ή τοπι­κούς παράγοντες.

Δεν υπήρχε εκδήλωση της πολιτικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής ζωής στην αρχαία Αθήνα στην οποία οι πολίτες να μην έπαιρναν μέρος κατά φυλές. Π.χ., κατά φυλές συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της Βουλής οι βουλευτές, κατά φυλές πολεμούσαν οι οπλίτες και κατά φυλές θάβονταν μετά το πέρας των πολεμικών συγκρούσεων. Ακόμη, στα ομαδικά αγωνί­σματα κατά τη διάρκεια μεγάλων γιορτών, όπως ήταν, π.χ., τα Παναθήναια, οι ομάδες διαγωνίζονταν κατά φυλές. Έτσι, σε παραστάσεις που δια­κοσμούν αττικά αγγεία από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. έχουμε αθλητές της Αντιοχίδας φυλής να διαγωνίζονται στο αγώνισμα της λαμπαδηδρομίας, όπως μας πληροφορούν επιγραφές που διακοσμούν τις ιδιόρρυθμες επι­στέψεις των κεφαλιών τους. Στην αθηναϊκή Αγορά, στο λεγόμενο μνημείο των Επωνύμων Ηρώων, όπου είχαμε τα αγάλματα των δέκα μυθικών ηρώ­ων που έδωσαν το όνομά τους στις δέκα αθηναϊκές φυλές, κάτω από την εικόνα π.χ. του Αντιόχου, του Ακάμαντα, του Αίαντα, του Ερεχθέα κτλ., είχαμε αναρτημένες ανακοινώσεις που, ως επί το πλείστον, αφορούσαν τις αντίστοιχες φυλές, π.χ. την Αντιοχίδα, την Ακαμαντίδα, την Αιαντίδα, την Ερεχθηίδα κτλ., και διαβάζονταν από τα μέλη τους. Κάθε φυλή, ύστερα από κλήρωση, έδινε κάθε χρόνο πενήντα βουλευτές. Όλοι αυτοί συγκρο­τούσαν τη Βουλή των Πεντακοσίων, που συνεδρίαζε μέχρι τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. στο παλιό Βουλευτήριο και μετά στο νέο Βουλευτήριο. Και τα δύο βρίσκονταν, πολύ κοντά το ένα στο άλλο, στη ΝΔ γωνία της Αγοράς. Για το ένα δέκατο του έτους, και πιο συγκεκριμένα για 35 ή 36 μέρες, η κάθε φυλή ήταν πρυτανεύουσα, αποτελούσε δηλαδή μια μόνιμη επιτροπή με ει­δικά καθήκοντα, ένα είδος σημερινής κυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια της πρυτανείας μιας φυλής, οι βουλευτές της ονομάζονταν «πρύτανεις»- διέμε­ναν και σιτίζονταν, καθ’ όλο το διάστημα της υπηρεσίας τους, σ’ ένα κυ­κλικό οικοδόμημα, τη Θόλο, που βρισκόταν κοντά στο Βουλευτήριο. Για μία μέρα ένας από τους πενήντα πρυτάνεις-βουλευτές κληρωνόταν Επι­στάτης των Πρυτάνεων, ένα αξίωμα που αντίστοιχό του σήμερα θα μπο­ρούσε να θεωρηθεί αυτό του πρωθυπουργού ή του Προέδρου της Δημο­κρατίας. Αυτός ήταν που κρατούσε τη σφραγίδα του κράτους, τα κλειδιά των ιερών όπου φυλάσσονταν τα θησαυροφυλάκια της πόλης, καθώς και αυτά των δημόσιων αρχείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο αξίωμα αυτό δεν μπορούσε να εκλεγεί κάποιος για δεύτερη φορά. Ένα από τα βασικά καθήκοντα της Βουλής ήταν να επεξεργάζεται όλα τα θέματα, καθώς και τους νόμους, που επρόκειτο να συζητηθούν στην Εκκλησία του Δήμου.

Στην Εκκλησία του Δήμου, που ήταν το κυρίαρχο όργανο της αθηναϊ­κής δημοκρατίας, έπαιρναν μέρος όλοι οι Αθηναίοι πολίτες που είχαν συ­μπληρώσει το 20ό έτος της ηλικίας τους. Η Εκκλησία του Δήμου ήταν αυ­τή που διαμόρφωνε την εξωτερική πολιτική, αποφάσιζε για σύναψη ειρή­νης ή κήρυξη πολέμου, εξέδιδε νόμους, επέβλεπε τη δικαιοσύνη και ήλεγ- χε την εκτελεστική εξουσία, αφού είχε την επίβλεψη των αρχόντων, όπως του Επωνύμου Άρχοντα, του Άρχοντα-Βασιλέα, του Πολεμάρχου, των έξι Θεσμοθετών και του Γραμματέα τους. Η επιλογή των αρχόντων γινόταν με κλήρωση (π.χ., για το αξίωμα του Επωνύμου Άρχοντα) ή με εκλογή (π.χ., για το αξίωμα του Στρατηγού, το οποίο και απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και κύρος). Όλες οι αποφάσεις του αθηναϊκού κράτους αρχίζουν με τη φράση «Ἔδοξεν τῇ βουλῇ καί τῷ Δήμῳ» («αποφάσισε η Βουλή και ο Δή­μος»). Τόπος συνεδριάσεων της Εκκλησίας του Δήμου ήταν η κεντρική πλατεία της Αγοράς, το διονυσιακό θέατρο και -κατά την Κλασική εποχή- συνήθως ο λόφος της Πνύκας, όπου είχε διαμορφωθεί κατάλληλος αμφι­θεατρικός χώρος, ενώ το βήμα για τους ομιλητές ήταν σκαλισμένο σε βρά­χο. Κανονικά η Εκκλησία του Δήμου συνερχόταν σε τέσσερις τακτικές συ­νεδριάσεις στη διάρκεια κάθε πρυτανείας, επομένως σαράντα φορές μέσα σε ένα έτος. Στις συνελεύσεις της μπορούσαν να μιλήσουν όλοι οι πολίτες. Η φωνή του κήρυκα «τίς ἀγορεύειν βούλεται» τους προέτρεπε γι’ αυτό. Το δικαίωμα του λόγου, ωστόσο, δεν ήταν απεριόριστο. Ειδικές κατασκευές, οι κλεψύδρες, καθόριζαν τη διάρκεια των αγορεύσεων, όπως δύο δοχεία της Αντιοχίδας φυλής που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές της αθηναϊκής Αγοράς. Το ένα ήταν γεμάτο νερό και, ώσπου να αδειάσει αυτό από μια μικρή οπή που υπάρχει στο κάτω μέρος και να γεμίσει το άλλο, θα έπρεπε ο ομιλητής να έχει ολοκληρώσει την αγόρευσή του. Ακόμη, οι αγορητές θα έπρεπε να σέβονται τους πάτριους νόμους και να μην προτείνουν κάτι που θα ήταν αντίθετο προς αυτούς ή θα έβλαπτε τα συμφέροντα του κράτους. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, κινδύνευαν να καταδικαστούν, με πιθανή απώ­λεια των πολιτικών τους δικαιωμάτων.

Η δημοκρατία και η ελευθερία είναι έννοιες συγγενικές. Ωστόσο, η κύ­ρια αρετή του δημοκρατικού πολιτεύματος, δηλαδή η ελευθερία για όλους, αποτελεί συγχρόνως και την αχίλλειο πτέρνα του. Γιατί με το δικαίωμα αυ­τό η δημοκρατία δίνει τη δυνατότητα ακόμη και στους εχθρούς της να την καταπολεμούν, εν ονόματι αυτής ακριβώς της ελευθερίας. Ήταν λοιπόν ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι κάθε λογής αντιδημοκρατικοί, «μισόδημοι», και γι’ αυτό, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της αθηναϊκής δημοκρα­τίας, πάρθηκαν ορισμένα μέτρα για να την προστατεύσουν, όπως π.χ. ο θεσμός του ὀστρακισμοῦ. Σύμφωνα με αυτόν, οι Αθηναίοι πολίτες χάρασσαν πάνω σε κομμάτια σπασμένων πήλινων αγγείων (όστρακα) το όνομα εκείνου που θεωρούσαν ως πιθανό καταλυτή της δημοκρατίας τους. Αν σε σχετική ψηφοφορία 6.000 πολίτες συμφωνούσαν ότι διέτρεχαν έναν τέ­τοιον κίνδυνο, τότε εκείνος του οποίου το όνομα αναγραφόταν πάνω στα περισσότερα όστρακα θα έπρεπε να εγκαταλείψει το αθηναϊκό κράτος για δέκα χρόνια. Μας έχουν σωθεί εκατοντάδες τέτοια όστρακα, αρκετά από τα οποία φέρουν πολύ γνωστά ονόματα της αθηναϊκής πολιτικής, όπως του Θεμιστοκλή, του Αριστείδη, του Κίμωνα και του Περικλή. Απ’ αυτούς είναι γνωστό ότι οι τρεις πρώτοι δεν απέφυγαν τελικά την καταδίκη τους με τον οστρακισμό και την εξορία. Αυτοπροστασία του αθηναϊκού δημο­κρατικού πολιτεύματος μαρτυρεί και το ψήφισμα που εισηγήθηκε το 337/336 π.Χ. ο Ευκράτης, ο γιος του Αριστοτίμου από τον Πειραιά: «Αν κάποιος σκοτώσει εκείνον που θα επαναστατήσει ενάντια στο Δήμο για να εγκαθιδρύσει τυραννίδα ή για να βοηθήσει στην εγκαθίδρυση τυραννίδας ή σκοτώσει εκείνον που θα έχει καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα των Αθηναίων, να θεωρείται καθαρός και καθαγιασμένος». Είναι πολύ χαρα­κτηριστική και η επίστεψη αυτού του τόσο διαφωτιστικού ψηφίσματος, όπου εικονίζεται καθιστάς και γενειοφόρος ο αθηναϊκός Δήμος να στεφα­νώνεται από τη Δημοκρατία.

Ένα κύριο γνώρισμα της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν και η δυνατότη­τα ελέγχου κάθε συλλογικού οργάνου ή οποιουδήποτε, από κάθε πολίτη.

 Για να κατορθωθεί αυτό, δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα από το να παραχωρηθεί στον ίδιο το Δήμο η απονομή της δικαιοσύνης. Από τους καταλόγους των πολιτών στους δήμους, οι Εννέα Άρχοντες και ο Γραμματέας των Θεσμοθετών κλήρωναν, με τη βοήθεια ειδικών κληρωτηρίων, εξακόσια άτομα από κάθε φυλή. Κληρώνονταν δηλαδή 6.000 Αθηναίοι πολίτες, που αποτελούσαν την Ηλιαία, το μεγάλο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας, οι οποίοι και αναλάμβαναν το ρόλο του δικαστή, χωρίς όμως να έχουν επαγγελματική συνείδηση δικαστή. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού τους είχαν I ριστεί σε δέκα τμήματα. Συνήθως συνεδρίαζαν κατά τμήματα των 501, 1001 ή και περισσότερων δικαστών, ανάλογα με τη σοβαρότητα των υποθέσεων, σε χώρους ως επί το πλείστον της Αγοράς, όπου βρισκόταν και η Ηλιαία, η ακριβής θέση της οποίας δεν είναι βέβαιη (συνήθως τοποθετεί­ται στη νότια πλευρά της Αγοράς). Κάθε δικαστής είχε μια πινακίδα που έφερε το όνομά του, το πατρωνυμικό του, το δημοτικό του και ένα γράμμα α που υποδήλωνε το τμήμα του δικαστηρίου στο οποίο είχε κληρωθεί. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν έπειτα από καταμέτρηση των αθωωτικών ψήφων, που είχαν στέλεχος συμπαγές, και των καταδικαστικών, που είχαν στέλεχος διαμπερές. Η σκοπιμότητα όλων των παραπάνω διαδικασιών ήταν πρόδηλη. Δεν ήθελαν να δημιουργηθεί ένα σώμα νομομαθών που θα επηρέαζε την ψήφο των πολιτών, ούτε να σχηματιστεί ένα μόνιμο σώμα δι­καστικών που θα μπορούσε να επηρεάζεται από την εκάστοτε εξουσία ή παρα-εξουσία και επομένως να βγάζει μεροληπτικές αποφάσεις. Ο θεσμός της κλήρωσης, που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από το αθηναϊκό πολίτευμα, προκαλεί ίσως αμφισβητήσεις ως προς τη σοβαρότητά του ή έστω ως προς την ορθότητά του. Ωστόσο, μ’ αυτόν η αθηναϊκή δημοκρατία εξασφάλιζε σε όλους τους πολίτες της ίσα δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες για την κα­τοχή αξιωμάτων, ακόμη και πολύ υψηλών, όπως π.χ. ήταν αυτό του Επι­στάτη των Πρυτάνεων, δηλαδή του σημερινού πρωθυπουργού.

Ο βαθμός της δημοκρατικότητας ενός πολιτεύματος εξαρτάται από το ποσοστό συμμετοχής στα κοινά που επιτρέπεται για τους πολίτες. Από τα μέσα περίπου του 5ου αι. π.Χ. στην αθηναϊκή δημοκρατία όλοι οι Αθηναί­οι πολίτες είχαν πρόσβαση σε κάθε συλλογικό όργανο εφόσον είχαν συμπληρώσει το 20ό έτος της ηλικίας τους και σε κάθε αξίωμα εφόσον είχαν συμπληρώσει το 30ό. Πρέπει ωστόσο εδώ να τονιστεί ότι το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη δεν το είχαν οι γυναίκες, τα παιδιά, οι μέτοικοι και οι δούλοι. IV αυτό και από τους 300.000 κατοίκους στους οποίους υπολογίζεται ο πληθυσμός της Αττικής μετά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., μόνον οι 40.000 με 45.000 φαίνεται ότι είχαν το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη. Αλλά και από αυτούς ένα σημαντικό ποσοστό δεν συμμετείχε συχνά στα κοινά. Σε καιρό πολέμου ένας αριθμός πολιτών βρίσκονταν ως οπλίτες μα­κριά από την Αθήνα, ενώ σε καιρό ειρήνης οι χωρικοί, με μόνη έγνοια τους τα χωράφια τους και την καλυτέρευση των οικονομικών τους, απέφευγαν το μακρύ και μάλλον δαπανηρό ταξίδι από την αγροικία τους, π.χ. στο Ραμνούντα, το Μαραθώνα, το Θορικό, το Σούνιο, την Ελευσίνα, τη Βάρη κτλ., ως την Αθήνα, όταν μάλιστα δεν είχαν κανένα ή σχεδόν κανένα ου­σιαστικό οικονομικό κίνητρο. Ακόμη και αν κληρώνονταν ή εκλέγονταν σε κάποιο αξίωμα, η αμοιβή τους ήταν μηδαμινή ή στην καλύτερη περίπτωση όχι ελκυστική. Και ακόμη, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους στο αξίω­μα, θα έπρεπε να ελεγχθεί η καταλληλότητά τους γι’ αυτό. Και ήταν δυνα­τό κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης διαδικασίας να αποκαλυφθούν δυσάρεστα γι’ αυτούς πράγματα, που δεν θα ήθελαν να δημοσιοποιηθούν, ενώ μετά το πέρας της θητείας τους θα έπρεπε και πάλι να λογοδοτήσουν για τα πεπραγμένα τους.

Η πρόνοια για τις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες του πληθυσμού απασχολούσε την αθηναϊκή δημοκρατία. Με το θεσμό της κληρουχίας το κράτος προσπάθησε να ανακουφίσει τους φτωχούς. Σύμφωνα μ’ αυτόν, ακτήμονες Αθηναίοι πολίτες έφευγαν από την Αττική και εγκαθίσταντο σε κράτη-μέλη της Αθηναϊκής Συμμαχίας, όπου τους δινόταν γη, χωρίς να χά­νουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Επίσης, με το θεσμό των λειτουργιών οι πλούσιοι Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν στο κράτος τα μέσα προκειμένου αυτό να παρέχει δημόσια γεύματα, να εξοπλίζει τριήρεις ή να διοργανώνει δραματικούς ή μουσικούς αγώνες για την πνευματι­κή καλλιέργεια των πολιτών του. Η δημοκρατία και η τραγωδία αποτελούν πολύτιμες προσφορές της αρχαίας Αθήνας στη σύγχρονη εποχή μας.

Η αθηναϊκή δημοκρατία γνώρισε λαμπρές ημέρες κατά την εποχή του Περικλή. Τότε που η Αθήνα, εκτός από μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ήταν και η πολιτιστική πρωτεύουσα της εποχής της, όπως μας βεβαιώνουν ακό­μη και σήμερα τα λαμπρά οικοδομήματα, π.χ. ο Παρθενώνας και το Ερέχθειο, πάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Ο σπουδαίος αυτός πολιτι­κός και στρατηγός είχε το μεγάλο προτέρημα να πείθει τον Δήμο και τον βοηθούσε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις που επέβαλλαν οι εκάστοτε συνθήκες. Όπως έχει γραφθεί, «υπήρξε ο κύριος συντελεστής του “αιώνιου θαύματος”, δηλαδή της Αθήνας της κλασικής εποχής, και με τον επιτάφιο λόγο που εξεφώνησε το 431 π.Χ.», μπροστά στους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου, «έκανε την ίδια τη Δημοκρατία να γίνει έργο τέχνης, ένα αισθητικό αριστούργημα, ο Παρθένων του πολιτικού λόγου και λογισμού». Από τον ίδιο επιτάφιο λόγο είναι παρμένα και τα παρακά­τω λόγια του μεγάλου άνδρα. Πρόκειται για προσωπικές του απόψεις και κρίσεις για την αθηναϊκή δημοκρατία και τις παραθέτουμε σύμφωνα με τη μετάφραση του Ελ. Βενιζέλου: «Ζῶμεν τῷ ὄντι ὑπὸ πολίτευμα, τὸ ὁποῖον δεν ἐπιζητεῖ ν’ ἀντιγρὰφτ/ τοὺς νόμους τῶν ἄλλων, ἂλλ’ εἴμεθα ἡμεῖς μᾶλλον ὑπόδειγμα εἰς τοὺς ἄλλους παρὰ μιμηταὶ αὐτῶν. Καὶ καλεῖται μὲν τὸ πολίτευμα μας δημοκρατία, λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ κυβέρνησις τοῦ κράτους εὑρίσκεται ὄχι εἰς χεῖρας τῶν ὀλίγων, ἀλλά τῶν πολλῶν. Ἀλλὰ διὰ μὲν τῶν νόμων ἀσφαλιζεται εἰς ὅλους ἰσότης δικαιοσύνης διὰ τὰ ἰδιωτικὰ των συμφέροντα, ἐνῶ ὑπὸ τὴν ἔποψιν τῆς κοινῆς ἐκτιμήσεως, ἕκαστος πολίτης προτιμᾶται εἰς τὰ δημόσια άξιώματα, ὄχι διότι ἀνήκει εἰς ὡρισμένην κοινωνικὴν τάξιν, ἀλλὰ διὰ τὴν προσωπικὴν του ἀξίαν, ἐφόσον διακρίνεται εἰς κάποιον κλάδον. Οὔτε, ἐξ ἅλλου, ἐκεῖνος πού εἶναι πτωχός, ἠμπορεῖ ὅμως νὰ προσφέρῃ ὑπηρεσίας εἰς τὴν πόλιν, εὑρίσκει ἐμπόδιον εἰς τοῦτο, ἕνεκα τῆς κοινωνικῆς του ἀφανείας [...] εἰς τὸν δημόσιον μας βίον ἀποφεύγομεν τὴν παρανομίαν, ἀπὸ εὐλάβειαν πρὸ πάντων πρὸς τάς ἐπιταγὰς τῶν ἑκάστοτε ἀρχόντων καὶ τῶν νόμων...».

Το ουσιαστικό τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας μπορεί ίσως να τοπο­θετηθεί λίγο μετά την ήττα των Αθηναίων και των συμμάχων τους στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ. από τις δυνάμεις του Φιλίππου, παρ’ όλο που βα­σικοί της θεσμοί επέζησαν και στα μεταγενέστερα χρόνια. Και αυτό γιατί μετά τη σημαντική αυτή μάχη δεν φαίνεται να υπήρχε πλέον πραγματικά ελεύθερη ελληνική πόλη. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε εδώ ότι τα θεμέ­λια της αθηναϊκής δημοκρατίας είχαν αρχίζει να τρίζουν πριν από το 338 π.Χ. Το λιοντάρι, λοιπόν, που φυλάει τον ομαδικό τάφο των Θηβαίων που έπεσαν στη μάχη αυτή της Χαιρώνειας μπορούμε να πούμε ότι σηματοδο­τεί συγχρόνως όχι το τυπικό αλλά πιθανότατα το ουσιαστικό τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Οι Αιτωλοί από τον Όμηρο μέχρι την ύστερη αρχαιότητα

Οι Αιτωλοί, ως οντότητα διοικητική και πολιτική, μνημονεύονται για πρώτη φορά στον Όμηρο, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά την παρουσία τους και τη δράση τους που προηγείται των τρωικών γεγονότων.

Στην Ιλιάδα λοιπόν και ειδικότερα στον «Κατάλογο Νεών» (ή Βοιώτεια, όπου απογράφονται οι συμμετοχές των ελληνικών βασιλείων στην τρωική εκστρατεία), εμφανίζονται για πρώτη φορά οι «Αιτωλοί», ως φυλετική ομάδα (με το δικό της όνομα) και ως βασίλειο, περιφερειακή στρατιωτική δύναμη (των μυκηναίων).

«Στους Αιτωλούς ήταν αρχηγός ο Θόας, γιος του Ανδραίμονα,
οι οποίοι έμεναν στην Πλευρώνα, στην Ώλενο, στην Πυλήνη,
στην παραθαλάσσια Χαλκίδα και στην πετρώδη Καλυδώνα,
γιατί δεν ζούσαν πια οι γιοι του αντρειωμένου Οινέα,
κι ο ξανθός Μελέαγρος είχε και αυτός πεθάνει.
Γι’ αυτό σ’ όλους του Αιτωλούς ορίστηκε βασιλιάς ο Θόας
και τον ακολουθούσαν σαράντα μαύρα καράβια.»
Β 638 -644

Συνεπώς αν ο κατάλογος μεταγράφει κάποια μυκηναϊκή πηγή (αυθεντικό κείμενο της μυκηναϊκής εποχής), όπως πολλοί πιστεύουν, τότε οι «Αιτωλοί» αποτελούν μία από τις πολλές φυλετικές ομάδες, που έχουν το δικό τους όνομα, το βασίλειο και το πιο σημαντικό, την δική τους μυθολογική παράδοση, ήδη διαμορφωμένη από την μυκηναϊκή εποχή, εάν όμως ο κατάλογος είναι μεταγενέστερο κείμενο, τότε οι Αιτωλοί, που αναφέρονται εκεί, ανήκουν στον 8ο αι π.Χ., την εποχή που (όπως πιθανολογείται) έζησε ο Όμηρος.

Στην Ιλιάδα λοιπόν διαπιστώνουμε ότι ο βασιλιάς τους (των Αιτωλών), ο Θόας, αναπτύσσει σημαντική πολεμική δράση στην Τροία, γι’ αυτό και μνημονεύεται σε πολλά σημεία, εκτός του καταλόγου των πλοίων, μάλιστα κατά τα λεγόμενα του Ομήρου είναι σεβαστός απ’ όλους τους Αιτωλούς π.χ. Ν 216-218

«σ’ αυτόν απάντησε (ο Ποσειδών) …(με την μορφή) του Θόαντα,
γιου του Ανδραίμονα, που βασίλευε στους Αιτωλούς σε όλη την Πλευρώνα
και την τραχιά Καλυδώνα και σαν θεός ελάμβανε τιμές».

Το βασίλειό τους, κατά την τρωική περίοδο, είναι αρκετά μεγάλο αφού στην επικράτειά τους απογράφονται πέντε πολιτείες (στον κατάλογο) που δεν είναι όλες παραλιακές, Πλευρών, Καλυδών, Ώλενος, Χαλκίς και Πυλήνη, και δύο από αυτές (η Πλευρώνα και η Καλυδώνα) είναι αρκετά γνωστές στο αρχαίο ακροατήριο από την παλαιότερη παράδοση, εκτός του Ομήρου.

Αυτή η παράδοση (αιτωλικοί μύθοι και οι αιτωλοί ήρωες), είναι γνωστή στον Όμηρο και βρίσκει μια θέση ιδιαίτερη στην Ιλιάδα:

Έτσι ο Φοίνικας στην Ι -529 συγκρίνει την συμπεριφορά του Αχιλλέα (θυμός – αποχή απ’ τον πόλεμο) με την συμπεριφορά των παλαιοτέρων ηρώων, και για την σύγκριση του καταφεύγει στις προτρωικές συγκρούσεις της Αιτωλίας «Κουρῆτές τ᾽ ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι» και μνημονεύει τον Αιτωλό ήρωα Μελέαγρο που υπερασπίζεται αμυνόμενος την Καλυδώνα (Ι-531) «Αἰτωλοὶ μὲν ἀμυνόμενοι Καλυδῶνος ἐραννῆς» ο οποίος λόγω του θυμού του αποσύρεται από τον πόλεμο και ο εχθρός (Κουρήτες) εισέρχονται στην πόλη, αλλά μετά από τις παρακλήσεις της γυναίκας του βγήκε ξανά στην μάχη και έδιωξε τον κίνδυνο για τους Αιτωλούς (Ι – 597) «ὣς ὃ μὲν Αἰτωλοῖσιν ἀπήμυνεν κακὸν ἦμαρ».

Χαρακτηριστικές είναι και κάποιες άλλες αναφορές του Ομήρου όπως π.χ. για τον αιτωλικής καταγωγής ήρωα Τυδέα Δ 370-400, τον πατέρα του Διομήδη, του οποίου μνημονεύονται τα κατορθώματα στην Θήβα, μάλιστα παρότι δρούσε ως «Αργείος» στρατηγός (γαμπρός του Αδράστου), απ’ τον Όμηρο καταχωρείται στους Αιτωλούς ήρωες, Δ 399, «Τοῖος ἔην Τυδεὺς Αἰτώλιος» (ο Αιτωλός Τυδέας), μνημονεύεται επίσης και στην Ε 126 ως ατρόμητος μαχητής «μένος πατρώϊον ἧκα ἄτρομον, οἷον ἔχεσκε σακέσπαλος ἱππότα Τυδεύς» και αλλού στην Ε -800 «Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀλλὰ μαχητής» (όπου η Αθηνά υπενθυμίζει την στήριξή της στον Τυδέα και τα κατορθώματά του στην Θήβα), όμως ο ίδιος αναφέρεται και στην Ξ 113,114 όταν μνημονεύεται ο θάνατός του στην Θήβα και ο τάφος του εκεί.

Βέβαια την αιτωλική καταγωγή του υπενθυμίζει με υπερηφάνεια σ’ όλους και ο Διομήδης, ο γιος του Τυδέα, και βασιλιάς του Άργους, ο οποίος (Ξ 114-118) αναφέρει το γενεαλογικό δένδρο των Αιτωλών προγόνων του «Πορθεύς – (Άγριος, Μέλας,) Οινεύς – Τυδεύς» (– Διομήδης) και έτσι πληροφορούμαστε για τον παραδοσιακό βασιλικό οίκο της Αιτωλίας (βέβαια ο πατέρας του Θόα λέγεται Ανδραίμονας).

Όμως την Αιτωλία μνημονεύει ο Όμηρος και στη συνάντηση (στο πεδίο της μάχης) του Διομήδη και Γλαύκου (Λύκιος), η οποία γίνεται αφορμή για να διηγηθεί ο ποιητής την ιστορία του Βελλεροφόντη, ενός σημαντικού ήρωα που κατά την δίωξή του φιλοξενήθηκε για είκοσι μέρες από τον Οινέα (στην Αιτωλία):

«τον άξιο Βελλεροφόντη κάποτε ο Οινέας
δέχτηκε ως ξένο στο παλάτι του για είκοσι ημέρες
κι ο ένας στον άλλο έδωσαν δώρα φιλοξενίας…»
Ζ 215-220

Αυτό το γεγονός, η παλιά φιλοξενία (και η ανταλλαγή δώρων) αποτελεί για τους απογόνους των πρωταγωνιστών σημαντικό δεδομένο, έτσι η προγονική φιλία ανανεώνεται στο πεδίο της μάχης από τους απογόνους της τρίτης γενιάς, τον Γλαύκο και τον Διομήδη, οι οποίοι θ’ ανταλλάξουν τα άρματά τους Ζ 232-236.

Αιτωλός όμως είναι και ο Θερσίτης (στην Β 211-277), μια μορφή με αινιγματικό ρόλο στην Ιλιάδα, αφού εμφανίζεται ως ο δημόσιος επικριτής των Ατρειδών, και γενικότερα των βασιλέων, κάτι που προκάλεσε την οργή του Οδυσσέα και τον δημόσιο ξυλοδαρμό του.


Ο Nilsson απέδειξε με τις μελέτες του1 ότι οι βασικοί πυρήνες της ομηρικής μυθολογίας έχουν μυκηναϊκή προέλευση, γι’ αυτό πρέπει να θεωρηθεί αξιοπρόσεκτο δεδομένο η παρουσία των Αιτωλών στον Όμηρο.

Η αιτωλική μυθική παράδοση δεν διαχέεται τυχαία σε τόσα πολλά σημεία της Ιλιάδας, αλλά αποδεικνύεται αρκετά προσφιλής στον Όμηρο και κατ’ επέκταση στους ακροατές του έπους, και αυτό γιατί έχει ρίζες προομηρικές, κάτι που το επιβεβαιώνει σήμερα η αρχαιολογία με τις έρευνές της στην Αιτωλία.

Πράγματι οι ανασκαφές έφεραν στο φως στοιχεία από το άγνωστο μυκηναϊκό παρελθόν της Αιτωλίας και τα ευρήματα από τις ταφές (σε θολωτούς τάφους), όπως και τα αντικείμενα, ή η κεραμική παραπέμπουν στην συνήθη μυκηναϊκή εθιμοτυπία.

Συνεπώς ο Όμηρος δεν αποτυπώνει τυχαία την τοπική αιτωλική μυθολογική παράδοση, αφού αυτή, όπως άλλωστε και η περιοχή της Αιτωλίας, δεν υπήρξε ποτέ αποκομμένη από την υπόλοιπη Ελλάδα, αντίθετα είναι φανερό ότι ως τοπική παράδοση διαπλέκεται στενά στον κορμό της εθνικής παράδοσης, στα βασικά πρόσωπά της με τις επιγαμίες και τις κοινές δράσεις.

Οι επιγαμίες που ο Όμηρος μνημονεύει, διασυνδέουν στενά την Αιτωλία με το Άργος, μέσω του Τυδέα και του Διομήδη (ακόμη και με την περίπτωση της φιλοξενίας του Βελλεροφόντη, του ήρωα που συνδέθηκε με την Λυκία της Μικράς Ασίας κατά την άδικη «ενοχοποίησή του» από τον Προίτο) αλλά και με τους Ατρείδες, τους βασιλείς ενός ισχυρού οίκου που διοικεί τις Μυκήνες την περίοδο του τρωικού πολέμου.

Η Αιτωλία λοιπόν κατέχει ιδιαίτερη θέση στην Ελληνική προϊστορία αφού βρέθηκε στο επίκεντρο της δράσης ηρώων όπως του Ηρακλή, ακόμη και του Οδυσσέα… γι’ αυτό και την πλήρη εικόνα της αιτωλικής μυθολογικής παράδοσης την εντοπίζουμε σε πολλούς συγγραφείς.

Ακολουθώντας το νήμα της αιτωλικής «προϊστορίας» μέσα από τις πηγές, με αφετηρία τους μυκηναϊκούς χρόνους μπορούμε να συνθέσουμε την εικόνα της αιτωλικής μυθολογικής παράδοσης.

Από πολλές πηγές πληροφορούμαστε για τα πρόσωπα και τα γεγονότα που συνέβησαν στην Αιτωλία αυτή την εποχή.

Το όνομα της περιοχής προήλθε από τον επώνυμο ήρωα «Αιτωλό»2 πληροφορία που την αναφέρει και Στέφανος ο Βυζάντιος «Αιτωλία χώρα (ονομάστηκε) από τον Αιτωλό τον γιο του Ενδυμίωνα,, ο οποίος διώχτηκε από την Πίσα από τον Σαλμονέα κα ι κατοίκησε την χώρα που απ’ αυτόν ονομάστηκε Αιτωλία. Πριν ονομαζόταν «Υαντίς» …. Υπάρχει όμως και Αιτωλία πόλη στην Πελοπόννησο»3 αλλά και ο Έφορος «αφικόμενος Αιτωλός εκ της Ήλιδος, Αιτωλίαν ωνόμασε, εκείνους (Κουρήτας) εκβαλών»4 ο οποίος κατάγεται από το γνωστό δένδρο του μυθικού γενάρχη Έλληνα.

Ο Απολλόδωρος5 αναφέρει την γενεαλογία του Αιτωλού, θεωρώντας τον εγγονό του Αέθλιου (γιος του Δία και της Πρωτογένειας), εκείνου γιος ήταν ο Ενδυμίων, ο οποίος με Αιολείς από την Θεσσαλία κατοίκησε στην Ήλιδα και με γυναίκα του την Ιφιάνασσα απέκτησε τον Αιτωλό, τον Παίονα και τον 'Επειο…μαρτυρία που καταθέτει επίσης και ο Έφορος6.

Ο Αιτωλός σύμφωνα με τις πηγές7 έφυγε από την Ήλιδα, λόγω φόνου (σκότωσε τον Άπι) και ήρθε στην Αιτωλία, μια περιοχή που την κατέλαβε σκοτώνοντας τους γιους της Φθίας (Δώρος, Λαόδοκος, Πολυποίτης), παντρεύτηκε με την Προνόη (κόρη του Φόρβαντα) και απέκτησε τον Πλευρώνα και τον Καλυδώνα8 (που έδωσαν τα ονόματα στις δύο σημαντικές αιτωλικές πόλεις), ο Πλευρών και η Ξανθίππη (κόρη του Δώρου) απέκτησαν τον Αγήνορα, (την Στερόπη, την Στρατονίκη, τον Λαοφόντη), εκείνος (ο Αγήνωρ) και η Επικάστη9, κόρη του Καλυδώνα απέκτησαν τον Πορθάονα και τη Δημονίκη, αυτή με τον Άρη απέκτησε τον ΄Αρεο, Εύηνο, Μώλο, τον Πύλο και τον Θέστιο, ο Πορθάονας με την Ευρύτη (του Ιπποδάμαντος) απέκτησε τον Οινέα, (τον Άγριο, τον Αλκάθοο, τον Μέλανα, τον Λευκωπέα, τη Στερόπη).

Ο Θέστιος με την Ευρυθέμη απέκτησε την Αλθαία, την Λήδα (την Υπερμνήστρα, τον Εύιππο, τον Ίφικλο, τον Πλήξιππο, τον Ευρύπιλο).

Ο Οινέας παντρεύτηκε την Αλθαία (κόρη του Θέστιου) και απέκτησε τον Τοξέα, τον Θυρέα, τον Κλύμενο, τη Γόργη (γυναίκα του Ανδραίμονα), τηΔηιάνειρα (γυναίκα του Ηρακλή) και τον Μελέαγρο που παντρεύτηκε την Κλεοπάτρα (κόρη του Ίδα και της Μάρπησσας), μετά τον θάνατο της Αλθαίας παντρεύτηκε την Περίβοια 10 και απέκτησε τον Τυδέα που έφυγε από την Αιτωλία γιατί σκότωσε τον αδελφό του Οινέα (Αλκάθοο) ή τους γιούς του Μέλανα.

Η Λήδα παντρεύτηκε τον Τυνδάρεω βασιλιά της Σπάρτης και απέκτησε τους Διόσκουρους (Κάστορα και Πολυδεύκη) την Τιμάνδρα, τηνΚλυταιμνήστρα (γυναίκα του Αγαμέμνονα) και την Ελένη (γυναίκα του Μενελάου) . 

Ο Αιτωλός λοιπόν κατάγεται από τους Αιολείς, και φέρνει μαζί του στην Αιτωλία «Επειούς», οι οποίοι διώχνουν τους παλαιούς κατοίκους που είναι οι «Κουρήτες», αυτό σημαίνει μακροχρόνιες τοπικές συγκρούσεις.

Η μελέτη του κορμού της αιτωλικής μυθολογίας, όπως αυτή περιγράφεται να εξελίσσεται μέσα στον χώρο της Αιτωλίας ή διακλαδίζεται με βάση τις πιο σημαντικές επιγαμίες των μορφών, αποκαλύπτει τρεις σημαντικές προεκτάσεις:

1.Η Αιτωλία αποτελεί χώρο συνάντησης των προτρωικών ηρώων (το κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου) και πεδίο ανταγωνισμού στο κυνήγι, το οποίο είναι για τους μυκηναίους πεδίο τιμής, άμιλλας και ικανοτήτων, ενώ, στην περίπτωση του Καλυδωνίου Κάπρου, μετατρέπεται σε αιματηρή σύγκρουση (Αιτωλοί – Κουρήτες).

2. Η σύνδεση του Ηρακλή με την Αιτωλία, ο γάμος του με την Δηιάνειρα και η διαμονή του εκεί, κοντά στον Οινέα, αποκαλύπτει ότι οι Αιτωλοί, αποτελούν βασικό μέλος της προϊστορικής ελλαδικής ομοεθνίας στην οποία οι βασιλικοί οίκοι συνδέονται αναμεταξύ τους με σημαντικές επιγαμίες (Ο Στράβων θεωρεί ότι η παράδοση αναφέρεται στην διαχείριση των υδάτων του Αχελώου).

3. Η παρουσία του Τυνδάρεω και του Ικάριου (ηγέτες Πελοποννήσιοι), η διαμονή τους στην Αιτωλία και η επιγαμία τους (Λήδα, αιτωλικός βασιλικός οίκος του Θεστίου) αποδεικνύει την εσωτερική διοικητική διασύνδεση της Αιτωλίας με τα βασικά κέντρα δυνάμεως των μυκηναίων π.χ. τη Σπάρτη και τις Μυκήνες.

Ας παρακολουθήσουμε όμως από κοντά τα πιο σημαντικά μυθολογικά γεγονότα της αιτωλικής παράδοσης:

Το κυνήγι του «Καλυδωνίου Κάπρου».

Το κυνήγι του «Καλυδωνίου Κάπρου» στην Αιτωλία αποτελεί ένα γεγονός της παλαιότερης πανελλήνιας μυθολογικής παράδοσης που εξελίχτηκε στην αιτωλική πόλη Καλυδώνα και την γύρω περιοχή και δημιουργεί πολλά ερωτηματικά, για τις καταγραφές που αποτυπώνει.

Παραβρέθηκαν οι πιο σημαντικοί ήρωες της προτρωικής περιόδου (Μελέαγρος, Θησέας, Ιάσονας, Πηλέας, Αταλάντη, Λαέρτης, Νέστορας, Δευκαλίωνας (γιος του Μίνωα), Αμφιάραος, Άκαστος, Διόσκουροι (αδέλφια της Ελένης)….) οι οποίοι συναντήθηκαν στο παλάτι του Οινέα και διέμειναν για εννέα ημέρες.

Ο υπερμεγέθης αγριόχοιρος εμφανίστηκε για τιμωρία του βασιλιά της πόλης, Οινέα, διότι δεν τίμησε την Άρτεμη με τα πρωτογεννήματα της γης, όπως έκανε με τους άλλους θεούς, έτσι η εμφάνισή του και η καταστροφή των σπαρτών του (του βασιλείου) υλοποιεί την τιμωρία του βασιλιά για την αμέλειά του.

Οι ήρωες κυνήγησαν με απώλειες (θανάτους) και σκότωσαν τον Καλυδώνιο Κάπρο, αφού πρώτα τον τραυμάτισε η Αταλάντη, κατόπιν ο Αμφιάραος (στο μάτι) και τέλος ο γιος του Οινέα, ο Μελέαγρος, που του επέφερε το τελειωτικό χτύπημα.

Όμως το κυνήγι πήρε άσχημη τροπή στο τέλος όταν ο Μελέαγρος φιλονίκησε με τους θείους του για το δέρμα και το κεφάλι του κάπρου τα οποία έδωσε, ως έπαθλο, στην Αταλάντη γι’ αυτό κατά την φιλονικία τους σκότωσε.

Το γεγονός προκάλεσε την οργή της μητέρας του (Αλθαίας) που τον καταράστηκε επικαλούμενη τους χθόνιους θεούς, και η στάση της άναψε το θυμό του ιδίου του Μελεάγρου που αποσύρεται από την μάχη, έως ότου οι Κουρήτες εισέρχονται στην Καλυδώνα, στο τέλος ο ήρωας σκοτώνεται και η μητέρα του αυτοκτονεί (βέβαια ο μύθος μπλέκει σε κάποια σημεία την Αταλάντη (έρωτας Μελεάγρου – Αταλάντης), αλλά και την Αλθαία, η οποία ασκεί εναντίον του ένα είδος μαγείας καίγοντας τον δαυλό που οι Μοίρες προφήτευσαν ότι αν καεί θα πεθάνει και ο γιος της, ο Μελέαγρος…)11

Η παρουσία του Ηρακλή στην Αιτωλία.

Ο μεγάλος ήρωας φτάνει στην Αιτωλία όταν ο Μελέαγρος έχει πια πεθάνει, όμως, κατά τους μύθους, ο Ηρακλής τον συνάντησε στην κάθοδό του στον Κάτω Κόσμο, όπου του υποσχέθηκε να παντρευτεί την αδελφή του, Δηιάνειρα.

Ο γάμος του Ηρακλή αντιμετωπίζει το εμπόδιο του Αχελώου, της ποτάμιας θεότητας της Αιτωλίας που διεκδικεί και αυτός την νύφη.

Ο Αχελώος και ο Ηρακλής ως μνηστήρες έπρεπε να παλέψουν για να κατακτήσουν την Δηιάνειρα12, όμως ο Αχελώος είχε την δυνατότητα ν’ αλλάζει μορφές, όπως κάθε ποτάμια θεότητα, έτσι όταν μεταμορφώθηκε σε ταύρο ο Ηρακλής με την υπερφυσική δύναμή του, έσπασε το ένα κέρατό του, ώστε ν’ αναγκασθεί ο Αχελώος ν’ αποδεχθεί την ήττα του και για να το πάρει πίσω να του παραδώσει το κέρας της Αμαλθείας (το κέρας της αφθονίας), της τροφού του Δία.

Ο Ηρακλής και η Δηιάνειρα απέκτησαν ένα γιο, τον Ύλλο (αναφέρονται κι άλλα παιδιά) και παρέμειναν στην Αιτωλία κοντά στον Οινέα, όμως ένας ακούσιος φόνος του Ηρακλή, τους ανάγκασε να φύγουν.

Στον δρόμο προς την Τραχίνα (Φθιώτιδα) πέρασαν τον ποταμό Εύηνο όπου ο Κένταυρος Νέσσος επιχείρησε ν’ απαγάγει την Δηιάνειρα και ο Ηρακλής τον σκότωσε τοξεύοντάς τον, όμως πριν πεθάνει έπεισε την Δηιάνειρα να κρατήσει ένα φάρμακο μαζί με αίμα του, ως ερωτικό φίλτρο, και κατόπιν όταν ο Ηρακλής ερωτεύτηκε την Ιόλη βούτηξε το χιτώνα σ’ αυτό με συνέπεια τον ανυπόφορο πόνο του ήρωα και την αυτοπυρπόλησή του.

Η διασύνδεση του Ηρακλή και των Αιτωλών, μέσω της Δηιάνειρας, ο οποίος γίνεται γαμπρός του Οινέα, μάχεται και νικάει τον Αχελώο, βοηθάει τους Αιτωλούς (Καλυδωνίους) στον πόλεμο με τους Θεσπρωτούς13 φέρνει κοντά τους Αιτωλούς με τους «Ηρακλείδες» (απόγονοί του), αφού ο Ύλλος (ο γιος της Δηιάνειρας) ηγείται της πρώτης απόπειρας εισβολής των Δωριέων στην Πελοπόννησο (μάλιστα σκοτώνεται από τον Έχεμο στον Ισθμό), ενώ στην δεύτερη απόπειρα εισβολής οι Δωριείς οδηγούνται από τον αιτωλό Όξυλο, αποδεικνύει ότι οι Αιτωλοί και οι Δωριείς, το «πολυπλάνητο έθνος» κατά τον Ηρόδοτο, συνδέονταν με παλιά συγγένεια και συμμαχία.

Ο Τυνδάρεως και ο Ικάριος στην Αιτωλία.

Η άφιξη του Τυνδάρεω14 και του Ικάριου στην Αιτωλία έχει σχέση με τις διενέξεις στην Σπάρτη για τον θρόνο από τον ετεροθαλή αδελφό τους, τον Ιπποκόωντα, ο οποίος πήρε την εξουσία και τους έδιωξε, όμως η παρουσία τους στην Αιτωλία σχετίζεται και με την κατάκτηση της Ακαρνανίας από τους Αιτωλούς (Ικάριος).

Βέβαια η περιπέτεια των δύο αδελφών συνδέθηκε, κατά παράδοξο τρόπο και με τον Ηρακλή, ο οποίος ανέλαβε να τους αποκαταστήσει ως νόμιμους διαδόχους ξανά στον θρόνο και να εκδικηθεί τον Ιπποκόωντα για τον φόνο του νεαρού Οιωνού.

Ο Ηρακλής πολέμησε τον Ιπποκόωντα15 (και τους είκοσι γιους του) συγκεντρώνοντας στρατό από την Αρκαδία, έχοντας ως βοηθό του τον Κηφέα και τους γιους του, και αφού εξόντωσε τους σφετεριστές πέτυχε να επαναφέρει τον Τυνδάρεω στο θρόνο.

Ο Τυνδάρεως παντρεύτηκε την αιτωλή βασιλοκόρη Λήδα (κόρη του Θέστιου) συντηρώντας τους δεσμούς με την Αιτωλία και οι κόρες του, από τη Λήδα, Ελένη και Κλυταιμνήστρα απετέλεσαν τις διαβόητες βασίλισσες των Ατρειδών σε Σπάρτη και Μυκήνες, ενώ η κόρη του αδελφού του, του Ικάριου, Πηνελόπη, παντρεύτηκε τον πολυμήχανο Οδυσσέα, τον βασιλιά της Ιθάκης.

Ο Αριστοτέλης16 επισημαίνει την αντίφαση του Ομήρου στην Οδύσσεια όταν ο Τηλέμαχος στην Σπάρτη δεν επισκέπτεται τον παππού του, Ικάριο, τον πατέρα της Πηνελόπης (σύμφωνα με τους μύθους), μάλιστα κάποιοι αναφέρουν ότι εκείνος (Ικάριος) δεν ήταν στην Σπάρτη, διότι παρέμεινε στην Ακαρνανία, μια περιοχή που την έδωσε (ως προίκα ) στον γαμπρό του, τον Οδυσσέα.

Ο Οδυσσέας στην Ιλιάδα17, αλλά και στην Οδύσσεια18, εμφανίζεται να ελέγχει διοικητικά κάποιο τμήμα της Ακαρνανίας, το οποίο υπάγεται στο βασίλειο της Ιθάκης, ενώ σύμφωνα με κάποιες πηγές ο ήρωας περνάει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αιτωλία, όταν πλέον θα παντρευτεί την κόρη του Θόα…

Ο Οινέας και η ανακάλυψη του κρασιού στην αρχαία Αιτωλία.

Την Αιτωλία όμως έχει πατρίδα και το κρασί σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς αφού κατά τον Εκαταίο, όταν ο Ορεσθέας (του Δευκαλίωνα) ήρθε εκεί μαζί με το σκύλο του, εκείνος γέννησε « ένα στέλεχος» που το φύτεψε και φύτρωσε ένα κλήμα με σταφύλια. Από αυτό ονόμασε τον γιο του Φύλιον και τον εγγονό του Οινέα, μάλιστα όπως αναφέρει ο Αθήναιος οι Έλληνες αποκαλούσαν τα αμπέλια «οινάς»19.

Κατ’ άλλους ο Αιτωλός βασιλιάς Οινεύς είχε βοσκό στις κατσίκες του τον Στάφυλο, ο οποίος διαπίστωσε ότι μία κατσίκα που αργούσε να επιστρέψει και έδειχνε πιο εύθυμη έτρωγε ένα άγνωστο καρπό και όταν διηγήθηκε το γεγονός στον Οινέα αυτός σκέφτηκε να συνθλίψει τις ρώγες του καρπού και μ’ αυτό τον τρόπο ν’ ανακαλύψει το κρασί.

Το νέο ποτό ονομάστηκε «οίνος» από το όνομα του βασιλιά Οινέα και ο καρπός που το παρήγαγε «οινάς» (ενώ από τον Στάφυλο πήρε το όνομά της η σταφυλή / σταφυλίς)20.

Ο Οινέας μετά τον θάνατο του Μελεάγρου και της γυναίκας του Αλθαίας, θα παντρευτεί την Περίβοια και θ’ αποκτήσει τον Τυδέα, όμως μετά την αποχώρηση του Ηρακλή από την Αιτωλία και κυρίως μετά τον θάνατο του Τυδέα, θα εκθρονιστεί από τους ανιψιούς του (τους γιους του Αγρίου), ενώ θα τον επαναφέρει στον θρόνο ο εγγονός του Διομήδης, για να δολοφονηθεί από τους ανιψιούς του και να ταφεί από τον Διομήδη στο Άργος, δίνοντας το όνομά του στην πόλη Οινόη20.

Ο Οδυσσέας στην Αιτωλία (θάνατος)

Όπως πληροφορούμαστε ο Οδυσσέας μετά τον φόνο των Μνηστήρων, για να αποφύγει την συνέχιση της σύγκρουσης με τους συγγενείς τους, ζήτησε να κριθεί από τον Νεοπτόλεμο, ο οποίος όμως τον καταδίκασε και του ζήτησε να εγκαταλείψει την Ιθάκη, επειδή εκείνος εποφθαλμιούσε την Κεφαλληνία.

Αναγκάστηκε λοιπόν να φύγει από την Ιθάκη και να βρεθεί στην Αιτωλία, κοντά στον συμπολεμιστή του, βασιλιά της Αιτωλίας, Θόα, παντρεύτηκε την κόρη του, απέκτησε μαζί της ένα γιο τον Λεοντόφονο και πέθανε εκεί («Ὀδυσσέα δὲ εἰς Αἰτωλίαν πρὸς Θόαντα τὸν Ἀνδραίμονος παραγενόμενον τὴν τούτου θυγατέρα γῆμαι, καὶ καταλιπόντα παῖδα Λεοντοφόνον ἐκ ταύτης γηραιὸν τελευτῆσαι»21).

Όσον αφορά τους λαούς της Αιτωλίας κατά την προϊστορική περίοδο πληροφορούμαστε ότι αρχικά την κατοικούσαν Αιολείς, ενώ ως ιθαγενείς κάτοικοι εμφανίζονται οι Κουρήτες, οι οποίοι συγκρούστηκαν με τους Αιτωλούς.

Οι Κουρήτες της Αιτωλίας

Οι Κουρήτες αποτελούν λαό της Αιτωλίας που συγχέονται λόγω της ονομασίας με τους δαίμονες που λατρεύονταν στην Κρήτη, η οποία κάποτε ονομάζονταν «Κουρήτις» (τους Κορύβαντες, τους Ιδαίους Δακτύλους), όμως σύμφωνα με τον Όμηρο (και με άλλους συγγραφείς), ήταν οι παλαιότεροι κάτοικοι της Αιτωλίας, οι οποίοι εκδιώχτηκαν από τους Αιτωλούς κατά τον εποικισμό της Αιτωλίας.

Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς συμφωνούν με τον Όμηρο πως κατοικούσαν στην Αιτωλία, πριν τους Αιτωλούς, μάλιστα κατά τον Στράβωνα22 ήρθαν από την Κρήτη ή την Εύβοια και εξαπλώθηκαν στην Αιτωλία και στην Ακαρνανία, ενώ η ονομασία τους προέκυψε είτε επειδή κούρευαν το μπροστινό μέρος της κεφαλής τους, αφήνοντας το πίσω ακούρευτο, είτε από το βουνό της Αιτωλίας Κούριο (σύγχρονοι μελετητές τους συνδέουν με την ανάπτυξη της μελισσοκομίας στην αρχαία Αιτωλία).

Η Αιτωλία των μυκηναϊκών χρόνων και η Αρχαιολογία.

H εικόνα της προϊστορικής Αιτωλίας βρίσκει την μερική επιβεβαίωσή της στις πήλινες πινακίδες της Πύλου στις οποίες μνημονεύονται οι «κωπηλάτες της Πλευρώνας» και η ονομασία της πόλεως (Πλευρώνα) παραπέμπει στον Όμηρο και στους μύθους .

Σύμφωνα με τον Όμηρο, στην Αιτωλία των τρωικών χρόνων βασιλεύει ο Θόας και όχι ο Οινέας, αυτός κατά την στρατολόγηση συγκέντρωσε τη δύναμη των σαράντα πλοίων αντιπροσωπεύοντας τις πιο σημαντικές αιτωλικές πόλεις, την Πλευρώνα, την Καλυδώνα, την Χαλκίδα, την Ώλενο και την Πυλήνη, εκ των οποίων οι δύο, η Πλευρώνα και η Καλυδώνα, επί της βασιλείας του Οινέα είχαν πανελλήνια ακτινοβολία (Καλυδώνιος Κάπρος, Ηρακλής…).

Η ομηρική μαρτυρία και η μαρτυρία των μύθων για την μυκηναϊκή Αιτωλία, ως περιφερειακή δύναμη που διατηρούσε σχέσεις με τα πιο σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα της Πελοποννήσου δεν επαληθεύτηκε ακόμη, με βάση τις επίσημες έρευνες (περιορισμένες).

Οι ανασκαφές, στην περίπτωση της Πλευρώνας και της Καλυδώνας (στις θέσεις τουλάχιστον που έγιναν ανασκαφές) έδωσαν ελάχιστα μυκηναϊκά ευρήματα, καθώς επίσης στην Χαλκίδα, στην Κάτω Βασιλική, στα Χάνια Γαβρολίμνης, αφού τα πιο σημαντικά ευρήματα ήρθαν στο φως από την περιοχή του Αγίου Ηλία (κοντά στην Σταμνά) στον κόλπο της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού.

Εκεί, όπου υπήρχε αργότερα η πόλη Ιθωρία, εντοπίστηκε επίσης αξιόλογος οικισμός, κοντά στην Παλαιοσταμνά, ενώ κοντά στο λόφο του Αγίου Ηλία βρέθηκαν θολωτοί τάφοι της περιόδου 1450 -1150 π.Χ. και από τα ευρήματα αποδεικνύεται η επαφή της περιοχής με τους υπόλοιπους μυκηναίους, ένας άλλος οικισμός εντοπίστηκε στην περιοχή του Αγγελοκάστρου (στην αριστερή όχθη του Αχελώου), ενώ σπουδαία ευρήματα εντοπίστηκαν στην Μακρυνεία, στο Λιθοβούνι, κοντά στην πολιτεία «Άκραι», όπου βρέθηκε θαλαμοειδής τάφος με χάλκινα ευρήματα (ξίφος, αιχμές δοράτων), και στην περιοχή της Γαβαλούς, στο αρχαίο Τριχόνειο όπου βρέθηκαν όστρακα μυκηναϊκών αγγείων.

Μυκηναϊκός τάφος βρέθηκε επίσης κοντά στο χωριό Νέα Αβόρανη, ενώ απ’ ότι φαίνεται σημαντική θέση της μυκηναϊκής Αιτωλίας υπήρξε η ακρόπολη του Βλοχού (ακρόπολη των Θεστιέων), η οποία δεν έχει ακόμη ερευνηθεί διεξοδικά, παρουσιάζει όμως «κυκλώπεια τειχοποιία» και σύμφωνα με τον Πορτελάνο23 η πύλη της ακροπόλεως «έχει ομοιότητες με τις πύλες των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Τροίας».

Στην περιοχή του Θέρμου εντοπίζονται επίσης ευρήματα της μυκηναϊκής περιόδου π.χ. αγγεία εισαγόμενα αλλά και μυκηναϊκές μιμήσεις, ένα μεγάλο αψιδωτό κτίσμα (το Μέγαρο Α΄) καθώς επίσης και οικισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (17ος-11ος αι π.Χ.), όμως είναι φανερό ότι δεν αποτέλεσε ισχυρό μυκηναϊκό κέντρο, ούτε είχε στενή σχέση με τα παραδοσιακά Ελληνικά κέντρα.

Είναι γεγονός ότι η περιοχή του Αγίου Ηλία και η κοντινή της ζώνη (πιο εσωτερικά) κοντά στον Αχελώο, όπως και η περιοχή της Τριχωνίδας, με βάση τα μυκηναϊκά ευρήματα, αποτέλεσαν περιοχές με περισσότερο ενδιαφέρον, μάλιστα διατηρούσαν σχέσεις με τους υπόλοιπους Έλληνες, κάτι που επιβεβαιώνεται από τις ταφές, την τυπολογία των όπλων, των σκευών και την κεραμική.

Συνοψίζοντας λοιπόν θα λέγαμε ότι η «προϊστορική» μυκηναϊκή Αιτωλία που γνωρίζουμε από τον Όμηρο και τους μύθους με ήρωες τον Αιτωλό, τον Θέστιο, τον Οινέα, τον Μελέαγρο, τον Αχελώο, τον Τυδέα, τον Θόα, τον Διομήδη και με πολιτείες – κέντρα δύναμης που συνδέονται με τα βασικά κέντρα δυνάμεως των Αχαιών στην προδωρική Πελοπόννησο (οι ηγεσίες έχουν φιλοξενηθεί στην Αιτωλία, Τυνδάρεως και Ικάριος, κατ’ άλλους ακόμη και οι Ατρείδες), όπου οι αιτωλικοί βασιλικοί οίκοι συνάπτουν επιγαμίες μαζί τους (η Λήδα (κόρη του Θέστιου) με την Σπάρτη και μέσω της Ελένης και της Κλυταιμνήστρας (των θυγατέρων της Λήδας), με τους Ατρείδες, τις Μυκήνες), παρ’ όλα αυτά δεν βρέθηκαν ακόμη αρχαιολογικά ευρήματα που να τεκμηριώνουν μια τέτοια παράδοση.

Η διασύνδεση της αιτωλικής και της αργειακής παράδοσης, φανερώνει επίσης το ενδιαφέρον των Αιτωλών για την Πελοπόννησο, αλλά και του Άργους για την Αιτωλία .

Πλησιάζοντας στους ιστορικούς χρόνους οι Αιτωλοί επανεμφανίζονται δραστήριοι με τη συμμετοχή τους στην «Κάθοδο των Δωριέων».

Η Κάθοδος των Δωριέων και οι Αιτωλοί.

Οι Δωριείς σύμφωνα με την μυθολογία είχαν γενάρχη τους τον Δώρο, τον γιο του ‘Έλληνα και κατά τον Ηρόδοτο, που περιγράφει τις μετακινήσεις τους, αποτέλεσαν έθνος «πολυπλάνητο».

Ο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας αναφέρει24 ότι όσο ζούσε ο Δευκαλίων, ο πατέρας του Έλληνα ζούσαν στην Φθιώτιδα, δηλαδή στην Αχαϊα Φθιώτιδα, (Νοτιοανατολική Θεσσαλία), στα χρόνια του Δώρου, έζησαν μεταξύ Ολύμπου και Όσσας, την Ισταιώτιδα (μάλλον όμως εννοεί Περραιβία), από εκεί διώχτηκαν από τους Καδμείους και κατέφυγαν στην Πίνδο, όπου εκεί κατοικούσαν με το όνομα «έθνος Μακεδνόν» και κατόπιν, από εκεί ήρθαν στην Κεντρική Ελλάδα στην Δρυοπίδα, αφού εκδίωξαν τους Δρύοπες. Αυτή η περιοχή ονομάστηκε «Δωρίδα» και από αυτή εκείνοι πήραν το όνομα «Δωριείς».

Σήμερα οι επιστήμονες, έχοντας στην διάθεσή τους ένα πιο πλούσιο πεδίο παρατηρήσεων, δέχονται ότι πράγματι κάποιο ελληνικό φύλο της Ηπείρου (Πίνδος) που μιλούσε την Δυτική διάλεκτο (ηπειρωτική) έφτασε στην Θεσσαλία και κατοίκησε στην Αχαΐα Φθιώτιδα (και πιο ανατολικά, Περραιβία), το οποίο θα μετακινηθεί και πάλι πίσω προς την Πίνδο, όπου θ’ αναμιχθεί με άλλα φύλα μακεδονικά, που ζούσαν εκεί στο όρος Λάκμος.

Αυτοί (ως σύνολο) θα κατεβούν αργότερα νοτιότερα, στην Κεντρική Στερεά και εκεί πάλι θα αναμιχθούν με τις ντόπιες φυλές για να δημιουργηθούν τελικά οι Δωριείς.

Μετά την εξάπλωσή τους στην νότια Ελλάδα, θα συνεχίσουν να μετακινούνται δημιουργώντας «αποικίες», τόσο προς τα νησιά του Αιγαίου (Ρόδος) και στις ακτές της Μικράς Ασίας, όσο και προς την δύση στην Ιταλία.

Οι γλωσσολόγοι, ετυμολογώντας το όνομά τους το θεωρούν κλασικό Ελληνικό όνομα σε -ευς, που δηλώνει το κάτοικο της Δωρίδας. Η λέξη βέβαια προέρχεται από την ελληνική λέξη «δόρυ», η οποία όμως, ως λέξη, παράγεται από ρίζα η οποία είναι συγγενής με την λέξη «δρυς, δένδρο…» αφού γενικά δηλώνει το ξύλο π.χ. ο «Δούρειος» Ίππος.

H «Κάθοδος των Δωριέων», ως γεγονός, αμφισβητήθηκε από πολλούς επιστήμονες όπως και το ίδιο το φύλο των Δωριέων, διότι από τις ανασκαφές δεν προέκυψαν ευρήματα που να τεκμηριώνουν ανάλογα τα ίχνη μιας γενικευμένης μεταβολής, της «Καθόδου» π.χ. αλλαγές πολιτιστικές ή βίαιες καταστροφές.

Κατά τις ανασκαφές διαπιστώνουμε ότι τα ταφικά έθιμα είναι ίδια με εκείνα των προκατόχων τους, όπως επίσης και η κεραμική τους, η οποία εμφανίζεται ίδια χωρίς διαφοροποιήσεις.

Μια ερμηνεία αυτών των δεδομένων είναι η ακόλουθη:

Πιθανό οι Δωριείς, ως ποιμενικός λαός, να υιοθέτησαν την τέχνη και τα σκεύη των κατεκτημένων, αφού οι ίδιοι δεν θα έφεραν μαζί τους πήλινα ή άλλα εύθραυστα σκεύη, διότι πιο βολικά θα ήταν τα δερμάτινα και τα ξύλινα δοχεία (γνώριζαν όμως τον σίδηρο!).

Σύμφωνα βέβαια με κάποιες άλλες, νεότερες, θεωρίες οι Δωριείς ήρθαν στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία.

Αινιγματική όμως είναι η αναφορά στους Δωριείς στην παλιότερη Ελληνική γραμματεία.

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα δεν αναφέρει τους Δωριείς ως ένα οργανωμένο βασίλειο (π.χ. μια θέση (κοιτίδα)) κατά την προτρωική περίοδο, συνεπώς δεν συμμετείχαν ως ξεχωριστό φύλο στον Τρωικό πόλεμο, αντίθετα τους κατονομάζει στην Οδύσσεια (Τ176) μαζί με άλλους λαούς να κατοικούν στην Κρήτη!

Πιθανόν αυτή η παράλειψη των Δωριέων, να μην οφείλεται στον Όμηρο, αλλά στους Αθηναίους που διαχειρίστηκαν τα έπη του, οι οποίοι ίσως να το έπραξαν λόγω της πατροπαράδοτης έχθρας με την Σπάρτη.

Βέβαια δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η εικόνα της Ελλάδος κατά τους ιστορικούς χρόνους ήταν κυρίως Δωρική, (κυριαρχούσε το δωρικό στοιχείο) ενώ άφθονες υπήρξαν οι παραδόσεις που μιλούσαν για τους «Ηρακλείδες»(τους διωγμένους γιούς του Ηρακλή), οι οποίοι επέστρεψαν στην Πελοπόννησο.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις παραδόσεις, οι Δωριείς ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές στους Υλλείς, τους Δυμάνες και τους Παμφύλους.

Οι Δυμάνες και οι Πάμφυλοι είχαν γενάρχες τους ομώνυμους γιους του βασιλιά των Δωριέων Αιγιμιού, ενώ τα τρίτο φύλο, οι Υλλείς, προέρχονταν από τον γιο του Ηρακλή και της (Αιτωλής) Δηιάνειρας, τον Ύλλο, ο οποίος (Ηρακλής) επειδή βοήθησε τους Δωριείς στο πόλεμο εναντίον των Λαπιθών, απέκτησε δικαιώματα στο ένα τρίτο του βασιλείου του Αιγιμιού.

Άλλη παράδοση ανέφερε ότι ο Αιγιμιός υιοθέτησε τον Ύλλο.

Σύγχρονοι μελετητές ερμηνεύοντας αυτές τις παραδόσεις πιστεύουν ότι τελικά οι Δωριείς ήταν μια μίξη δύο φύλων, ενός που ήρθε στην Κεντρική Ελλάδα και ενός άλλου, που ήδη βρισκόταν εκεί, εξάλλου η ονομασία Πάμφυλοι, σημαίνει την φυλή που την αποτέλεσαν άνθρωποι προερχόμενοι από διάφορες άλλες φυλές.

Ο Ύλλος λοιπόν ηγήθηκε της πρώτης δωρικής εισβολής, που έγινε περίπου το 1200 π.Χ., αλλά απέτυχε να καταλάβει την Πελοπόννησο, διότι οι Αχαιοί μαζί με τους συμμάχους τους, περίμεναν στον Ισθμό, όπου εκεί συμφωνήθηκε να κριθεί σε μονομαχία «εάν θα περάσουν στην Πελοπόννησο».

Συνεπώς εάν νικούσε ο μονομάχος των Δωριέων, θα περνούσαν, αν όχι, τότε θα επέστρεφαν πίσω και θα ερχόντουσαν μετά από 100 χρόνια.

Από τους Δωριείς μονομάχος ορίστηκε ο Ύλλος, ενώ από τους άλλους ένας Αρκάδας βασιλιάς, ο Έχεμος, όμως κατά την μονομαχία σκοτώθηκε ο Ύλλος και οι Δωριείς αποχώρησαν.

Η επόμενη επιχείρηση έγινε περίπου το 1100 π.Χ. και όπως φαίνεται είχε προετοιμασθεί πολύ καλά.

Οι Δωριείς περνούν από το Μολύκριο και στην διαπέραση των στενών έχουν βοηθούς τους Αιτωλούς, οι οποίοι με αρχηγό τον Όξυλο τους συνοδεύουν και στην Πελοπόννησο.

Σύμφωνα με το μύθο, οι «Ηρακλείδες», πήραν χρησμό από τους Δελφούς, να βρουν οδηγό με «τρία μάτια». Τότε συνάντησαν τον Όξυλο, εξόριστο από την Αιτωλία, ο οποίος είχε διαπράξει ακούσιο φόνο (κατά την διάρκεια αγώνων στο δίσκο), είχε χάσει το ένα μάτι του και ταξίδευε πάνω σε μουλάρι (ημίονο), αυτοί αναγνώρισαν σ’ αυτόν το πρόσωπο του χρησμού και του ζήτησαν να τους οδηγήσει στην Πελοπόννησο.

Ο Όξυλος τους συμβούλευσε να περάσουν στην Πελοπόννησο με πλοία από το Μολύκριο και εκείνοι συμφώνησαν να του δώσουν την περιοχή της Ηλείας, μάλιστα κατά τους μύθους ο Όξυλος δεν ήθελε να δουν οι Δωριείς τις πεδιάδες της Ηλείας γι’ αυτό τους οδήγησε δια μέσου της Αρκαδίας.

Οι Δωριείς συγκρότησαν τέσσερις ομάδες για την εισβολή στην Πελοπόννησο, που αναλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο στόχο, όπως πράγματι και έγινε.

Η πρώτη ομάδα έχει αρχηγό τον Τήμενο και κατευθύνεται στην Αργολίδα την οποία καταλαμβάνει.

Η δεύτερη ομάδα διοικείται από τον Αριστόδημο, κατευθύνθηκε στην Λακωνία την οποία και κατέλαβε.

Η τρίτη ομάδα έχει επικεφαλή τον Κρεσφόντη η οποία κατευθύνεται στην Μεσσηνία την οποία και κατέλαβε.

Η τέταρτη ομάδα έχει αρχηγό τον Αλήτη η οποία καταλαμβάνει την Κορινθία.

Ο Όξυλος ήθελε να καταλάβει την Ηλεία χωρίς μάχη, αλλά ο Δίος, ο αρχηγός των Επείων, του λαού που κατοικούσαν εκεί, πρότεινε να γίνει μονομαχία (με ένα άνδρα από κάθε αντίπαλο).

Οι Επειοί της Ηλείας επέλεξαν τον τοξότη Δέγμενο, και οι Αιτωλοί τον σφενδονιστή Πυραίχμη ο οποίος νίκησε και γι’ αυτό ο Όξυλος έγινε βασιλιάς της Ηλείας και κατόπιν έφερε Αιτωλούς να κατοικήσουν εκεί.

Στα χρόνια που ακολουθούν οι Αιτωλοί εξακολουθούν να κατοικούν σε κώμες, χωρίς ιδιαίτερη οικονομική πρόοδο και χωρίς ν’ αποκτήσουν κάποιο ρόλο σημαντικό στα ελληνικά πράγματα, γι’ αυτό και οι πληροφορίες μας γι’ αυτούς είναι λίγες.

Πολλές παλαιότερες μυκηναϊκές θέσεις της Αιτωλίας συνεχίζουν να κατοικούνται και κατά τους Γεωμετρικούς χρόνους (π..χ. το Τριχόνειο, η Πλευρώνα…), όμως την πιο ρεαλιστική εικόνα για την παρουσία των Αιτωλών (την στρατιωτική και τη κοινωνική), την αποκτούμε αργότερα κατά τον 5ο αι όταν τους αναφέρουν επίσημα οι ιστορικοί.

Οι Αιτωλοί από τον 5ο αιώνα μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους.

Τον 5ο αι, μετά τους περσικούς πολέμους, η Αθήνα αυξάνει απειλητικά τη δύναμή της, με τη δημιουργία της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας και τη μετατροπή της σε αθηναϊκή ηγεμονία, ένα δεδομένο που προκαλεί την άμεση αντίδραση της Σπάρτης, η οποία συντονίζει το αντιαθηναϊκό μέτωπο, που τελικά οδήγησε στη πολιτική και πολεμική σύγκρουση Αθήνας - Σπάρτης (Πελοποννησιακός Πόλεμος).

Οι ιστορικοί της εποχής θα γνωρίσουν πλέον από «κοντά» τους Αιτωλούς του 5ου αι, λόγω των γεγονότων του Πελοποννησιακού Πολέμου (ως φιλο-Σπαρτιάτες), μάλιστα η Αιτωλία θα γίνει θέατρο πολέμου όταν ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης θα επιχειρήσει να την υποτάξει (κυρίευσε την Ποτιδάνια, το Κρωκύλειο, το Τείχιο και το Αιγίτιο) χωρίς να καταφέρει τίποτε περισσότερο, υπέστη δεινή ήττα από τις συνασπισμένες δυνάμεις των Αιτωλών, ενώ επιχειρήσεις διεξήχθησαν και κατά την στρατιωτική παρέμβαση των Σπαρτιατών.

Αναφέρονται όμως και στον Ηρόδοτο 25 όταν εκείνος σχολιάζει τα επτά έθνη της Πελοποννήσου, μνημονεύοντας ότι τα τέσσερα ήταν «επήλυδα» ανάμεσα σ’ αυτά οι Αιτωλοί στην Ηλεία, οι οποίοι έχουν την πόλη Ήλι «οἰκέει δὲ τὴν Πελοπόννησον ἔθνεα ἑπτά…. τέσσερα ἐπήλυδα ἐστί, Δωριέες τε καὶ Αἰτωλοὶ καὶ Δρύοπες καὶ Λήμνιοι. Δωριέων μὲν πολλαί τε καὶ δόκιμοι πόλιες, Αἰτωλῶν δὲ Ἦλις μούνη».

Ο Θουκυδίδης26 στην περιγραφή της επίθεσης του Αθηναίου στρατηγού Δημοσθένη προς τους Αιτωλούς (Πελοποννησιακός Πόλεμος) περιγράφει το «έθνος» των Αιτωλών, όπως εκείνο εμφανίζεται κατά τον 5ο αιώνα, τόσο στην φυλετική του διαίρεση (σε τρεις μεγάλες ομάδες) όσο και στις τοπικές του ονομασίες:
 
«Το έθνος (ο λαός) των Αιτωλών είναι πολυάριθμο και πολεμικό, επειδή όμως κατοικούν σε ατείχιστες κώμες, οι οποίες βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση και είναι ελαφρώς οπλισμένοι, δεν είναι δύσκολο να νικηθούν πριν συγκεντρωθούν για κοινή άμυνα. Τον παρότρυναν λοιπόν (τον Δημοσθένη) πρώτα να επιτεθεί στους Αποδωτούς, κατόπιν στους Οφιονείς, και μετά στους Ευρυτάνες οι οποίοι αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των Αιτωλών, ομιλούν (οι Αιτωλοί) γλώσσα πολύ δυσνόητη και τρώνε, καθώς λένε, ωμό (άψητο) κρέας.»

Η έχθρα των Αιτωλών προς τους γείτονές τους Ακαρνάνες καταγράφεται στον Θουκυδίδη, ως μια πραγματικότητα που είχε παλιές ρίζες (στην διαχείριση των εδαφών του Αχελώου που άλλαζε ροή) και βρίσκει την έκφρασή της στις συγκρούσεις που διεξάγονται κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, αφού οι Ακαρνάνες τάσσονται με το μέρος των Αθηναίων και οι Αιτωλοί με τους Σπαρτιάτες.

Το ίδιο τεταμένες ήταν οι σχέσεις τους και με τους γείτονές τους προς ανατολάς που ήταν οι «Οζόλες Λοκροί» οι οποίοι γίνονται βοηθοί του Δημοσθένη «και αυτοί οι Οζόλες Λοκροί (από τον Οινεώνα) ήταν γείτονες των Αιτωλών…»27

Οι Λοκροί, αν και είναι «συγγενικό» τους φύλο, τάσσονται με τους Αθηναίους στις επιχειρήσεις κάτι που αποκαλύπτει ότι δεχόντουσαν εδαφικές πιέσεις από τους Αιτωλούς.

Οι Αιτωλοί εισέρχονται δυναμικά στη κεντρική πολιτική σκηνή των Ελληνικών πραγμάτων κατά τον 4ο αι π.Χ. όταν δημιούργησαν μια πολιτική – διοικητική ένωση των πολιτειών τους που ονομάστηκε «Αιτωλική Συμπολιτεία».

Υπολογίζεται ότι το ομοσπονδιακό κράτος των Αιτωλών λειτούργησε με βασική αρχή του την «αυτονομία» και την «ισοπολιτεία» των πολιτειών του και συγκροτήθηκε περίπου το 367 π.Χ. με την δημιουργία του «Κοινού των Αιτωλών», ενώ αργότερα, με την διεύρυνσή του, απετέλεσε την γνωστή μας «Αιτωλική Συμπολιτεία» (314).

Οι πόλεις της Συμπολιτείας είχαν κοινό στρατό, κοινή διαχείριση των ζητημάτων τους, κοινό νόμισμα, κοινούς νόμους και κοινή εξωτερική πολιτική, όσο για τον τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτός συναποφασίζονταν.

Τη Συμπολιτεία διοικούσε ένα συμβούλιο, στο οποίο αντιπροσωπεύονταν όλες οι ομόσπονδες πολιτείες, ανάλογα με την συμμετοχή τους στον στρατό (των Αιτωλών), και ένα μικρότερο ολιγομελές όργανο (βουλή) που επόπτευε άμεσα τη διαχείριση στα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, ενώ ανώτατος άρχοντας (πολιτικός και στρατιωτικός) ήταν ο Στρατηγός.

Αξιολογώντας το σύστημα διοίκησης της Συμπολιτείας θα λέγαμε ότι ήταν συμμετοχικό και δημοκρατικό και αυτό προκύπτει από τα όργανά της που γνωρίζουμε με ασφάλεια: τον Στρατηγό, τον Ιππάρχη, τον Δημόσιο Γραμματέα, τον Ταμία, τους Αποκλήτους (τη μόνιμη Βουλή) και την «Κοινή Σύνοδο» (οι «συμπολιτευόμενοι», δηλ. οι αντιπρόσωποι των πολιτειών).

Η δύναμη της «Συμπολιτείας» αυξήθηκε γρήγορα όταν επεκτάθηκε μέχρι τον Μαλιακό κόλπο, μέρος της Θεσσαλίας, την Φωκίδα και την Ακαρνανία, με συμμετοχή περισσοτέρων φύλων (Αινιάνες, Δωριείς, Λοκρούς, Δόλοπες), και αυτό συνέβη λόγω της παρεμβατικής πολιτικής των Αιτωλών.

Το 400 π.Χ. συμμετέχουν δυναμικά με 1.000 στρατιώτες στον «Κορινθιακό» πόλεμο (Διοδ. Σικ) μαζί με τους Ηλείους εναντίον των Σπαρτιατών, ενώ αργότερα αποδέχονται την ηγετική παρουσία του Φίλιππου Β΄ των Μακεδόνων, ο οποίος τους παραχωρεί την Ναύπακτο, όμως το 323 π.Χ. εξεγείρονται εναντίον των Μακεδόνων και με 7.000 στρατιώτες παίρνουν μέρος στον «Λαμιακό» πόλεμο νικώντας τον Αντίπατρο.

Όταν ο Κρατερός μαζί με τον Αντίπατρο νίκησε τους Αθηναίους στράφηκε με ισχυρές δυνάμεις (30.000 πεζούς και 2.500 ιππείς) εναντίον των Αιτωλών και αυτοί ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν, όμως οι Μακεδόνες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν πίσω (λόγω του Περδίκκα) και οι Αιτωλοί ξεσηκώνοντας τους Θεσσαλούς νίκησαν τον Αντίπατρο, μάλιστα οι εχθροπραξίες σταμάτησαν όταν ανέλαβε τον θρόνο ο αιτωλικής καταγωγής Πολυσπέρχοντας (έκαναν μαζί του συμμαχία).

Το 300π.Χ. ενεπλάκησαν επίσης στον Αμφικτιονικό πόλεμο, όταν οι υπόλοιποι Έλληνες τους κήρυξαν πόλεμο (επειδή κατέλαβαν το πεδίο του Κιρραίου Απόλλωνα (Δελφοί)), όμως απ’ αυτόν βγήκαν νικητές οι Αιτωλοί.

Το 279π.Χ. αντιμετώπισαν με επιτυχία την μεγάλη επιδρομή των Γαλατών του Βρένου, σώζοντας όλους τους Έλληνες και έγιναν (επίσημα) μέλη της Δελφικής Αμφικτιονίας.

Αργότερα στις συγκρούσεις του Φιλίππου Ε΄ με την Ρώμη οι Αιτωλοί τάχθηκαν με το μέρος των Ρωμαίων, όταν όμως ηττήθηκε ο Φίλιππος και οι Αιτωλοί δυσαρεστήθηκαν από την στάση τους (επειδή δεν έγιναν δεκτά τα αιτήματά τους) τότε στράφηκαν στον Αντίοχο Γ΄, τον Μέγα, των Σελευκιδών και την Σπάρτη, όμως ο Αντίοχος ηττήθηκε από τους Ρωμαίους 191π.Χ. (Θερμοπύλες) και οι Αιτωλοί απέστειλαν στην Ρώμη πρεσβεία, έτσι μετά την οριστική ήττα του Αντιόχου, το 189π.Χ. υπέγραψαν με την Ρώμη Συνθήκη Ειρήνης αποτελώντας πλέον μέρος της ρωμαϊκής κυριαρχίας.

Η Αιτωλία από τον 5ο αι π.Χ. μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους και η Αρχαιολογία.

Κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους η Αιτωλία παραμένει φτωχή, αναπτύσσεται όμως πληθυσμιακά, διαθέτει περισσότερες κώμες που μεταξύ τους διασυνδέονται θρησκευτικά και οικονομικά, ενώ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος τους αναγκάζει να ισχυροποιήσουν τους ήδη υπάρχοντες εσωτερικούς δεσμούς. Τεκμήρια ανάπτυξης πόλεων εντοπίζονται στα κατάλοιπα των οικισμών αυτής της περιόδου, σε κάποιες οχυρώσεις, οι οποίες διατηρούν παλαιότερα ίχνη και στη λατρεία που ολοφάνερα πραγματοποιείται σε πολλά και διάσπαρτα μόνιμα ιερά (Καλυδώνα, Θέρμο, Ταξιάρχης Θέρμου (δύο ναοί), Μαλεβρός, Νερομάνα, Παλιόκαστρο Νεάπολης…) γνωστών θεοτήτων με διαδεδομένη κοινή λατρεία.

Από τα μέσα του 4ου αι μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους η εικόνα της Αιτωλίας με βάση την αρχαιολογία γίνεται όλο και πιο φωτεινή.

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα κατάλοιπα των οχυρώσεων και των οικισμών, αλλά και τις γραπτές μαρτυρίες (π.χ. επιγραφές, φιλολογικές μαρτυρίες) η Αιτωλία παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα:

Το Θέρμο (ή ο «Θέρμος» και «Θερμά»), γίνεται το κέντρο της θρησκευτικής και πολιτικής τους συνένωσης που αποκτά σημαντικό ρόλο στην αιτωλική ζωή και δράση.

Ονομαζόταν «Ακρόπολις της Αιτωλίας» μάλιστα επειδή ήδη ήταν θρησκευτικό κέντρο ορίστηκε και ως τόπος που κάθε χρόνο γινόταν η «Σύνοδος των Θερμικών» στην οποία εκλέγονταν οι άρχοντες των Αιτωλών.

Ανασκάφηκε πρώτη φορά από τον Σωτηριάδη (1897-1908), κατόπιν από τον Ρωμαίο (1912- 1932), ενώ οι ανασκαφές συνεχίζονται ακόμη και σήμερα.

Στα ευρήματα αυτής της περιόδου συγκαταλέγονται ο ναός του Θερμίου Απόλλωνα, που χτίστηκε τον 7ο αι π.Χ. (σώζονται πήλινες μετώπες) και είχε δύο αρχιτεκτονικές φάσεις, την αρχαϊκή και του 3ου αι π.Χ., το Βουλευτήριο, η ανατολική και δυτική Στοά και η Κρήνη σε μορφή ορθογώνιας δεξαμενής.

Το Θέρμο καταστράφηκε από τον Φίλιππο τον Ε΄ το 218 και το 206 π.Χ..

Στην περιοχή της νότιας Αιτωλίας, προς τη θάλασσα, από τις εκβολές του Αχελώου μέχρι τον ποταμό Εύηνο, αναπτύσσονται οι πόλεις Πλευρώνα, Καλυδώνα, Παιάνιον, Ιθωρία, Αλίκυρνα, πιο εσωτερικά από την προαναφερθείσα ζώνη, κοντά στον Αχελώο, στον ποταμό Δίμηκο (που χύνεται στον Αχελώο) (Αγγελόκαστρο), αναπτύσσεται η πόλις Αρσινόη (αρχαία Κωνώπη) και πλησίον της η πόλη Λυσιμάχεια, πιο βόρεια υπήρξε η πόλις Αγρίνιο και πλησίον αυτής μια άλλη άγνωστη πολιτεία, στο Παλιόκαστρο Νεάπολης, στα ανατολικά, όπου υπάρχει η οχύρωση του Βλοχού, βρισκόταν η πόλη των Θεστιέων και στη συνέχεια το Βουκάτιον (κοντά στην Παραβόλα) και το Φίστυον.

Στην απέναντι πλευρά της λίμνης Τριχωνίδας (Μακρυνεία) βρίσκονταν το Φύταιον, το Τριχόνειον, η Μέταπα, αι Άκραι και η Παμφία.

Έξω από την λεκάνη της Τριχωνίδας (Υρία), ακόμη πιο μακριά στον ποταμό Μόρνο, άκμασε η πόλη Κάλλιο (ή Καλλίπολις) την οποία κατέστρεψαν οι Γαλάτες το 279π.Χ., όπου βρέθηκαν σήμερα πλούσιες ιδιωτικές οικίες, το αρχείο της πόλης με 600 σφραγίσματα δημοσίων εγγράφων (με την Άρτεμη Κυνηγέτιδα) και δύο ναοί, ενώ στην ίδια περιοχή υπήρξε η πόλη Ποτιδάνια (στον Άγιο Νικόλαο).

Οι προαναφερθείσες πόλεις δεν αποτυπώνουν με πληρότητα την εικόνα της Αιτωλίας, παρότι η αρχαιολογία έχει πιστοποιήσει την ταυτότητά τους, διότι υπάρχουν και κι άλλες πολλές ακόμη, γνωστές από επιγραφικές μαρτυρίες, που δεν έχουν ταυτιστεί με συγκεκριμένες θέσεις…

Οι περισσότερες αιτωλικές οχυρώσεις, που σώζονται μέχρι σήμερα και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, έγιναν τον 3ο αι και αποτελούνται είτε από τείχη σε πόλεις (π.χ. Βλοχός) είτε από μικρά ή μεσαία οχυρά π.χ. κατά μήκος του Αχελώου, ώστε να δημιουργούν ένα πυκνό δίχτυ οπτικής επαφής και επικοινωνίας για αποτελεσματική άμυνα.

Όσον αφορά τις ταφές και κυρίως τα ταφικά μνημεία, πρέπει να πούμε ότι στην Αιτωλία συναντάμε και απλές αλλά και πιο επιμελημένες ταφές, με επιτύμβιες στήλες, περιβόλους, κτερίσματα και γενικά την γνωστή τυπολογία των τάφων που συναντιούνται και έξω από αυτή.

Το Τριχόνειο (Γαβαλού) αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες και σημαντικές αιτωλικές πολιτείες, όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα των ανασκαφών π.χ. το νεκροταφείο με τα πολυτελή αντικείμενα και τα αγγεία (και εισαγόμενης κεραμικής, όπως και στην πόλη Άκραι), αλλά και από το Ιερό του Ασκληπιού, με τα πήλινα ευρήματα και τις απελευθερωτικές επιγραφές των δούλων, που όλα μαζί συνθέτουν την εικόνα της οικονομικής προόδου, ενώ η συχνή εμφάνιση του Τριχονείου, ως τόπος καταγωγής πολλών Αιτωλών στρατηγών, πιστοποιεί και την πολιτική του δύναμη.
-------------------------------
1 Nilsson Η μυκηναϊκή προέλευση της Ελληνικής Μυθολογίας, 1979
2 Παυσανίας, Περιηγήσεις 5.1.8. 4
3 Στέφανος ο Βυζάντιος Εθν. 55.15
4 Έφορος 2 a, 70. F 144/SKYMN. 470-478
5 Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη Α΄ VII 5-10
6 Στράβων 10.3.2
7 Απολλόδωρος Α΄VII.7
8 Απολλόδωρος Α΄ VII 5-10
9 Απολλόδωρος Α΄ VII 7
10 Απολλόδωρος Α΄ VII 1-4. (Ο συγγραφέας δηλώνει ότι αναφέρεται στη Θηβαϊδα).
11 Παυσανίας 8, 45, 6.10,31, 3, Οβίδιος Μεταμορ. 8,270. Διόδωρος Σικ. 4,34. 4, 48, Αντ. Λιβ. Μετ.2 Υγίνος Fab. 173.
12 Απολλόδωρος Β΄VII. 5, Υγίνος Fab. 32, Πλούταρχος «Περί των υπό του θείου βραδύτ. Τιμωρ»….
13 Απολλόδωρος Β΄VII.6
14 Υγίνος Fab. 77-80, 92, 117, 119, Απολλόδωρος Βιβλ. Α΄ IX,5, Β΄7,3, Επιτομή 2,15, Παυσανίας 1. 17, 5. 1, 33,7….
15 Απολλόδωρος Β΄VII 3, Διόδωρος Σικ. 4,33, 5, Παυσανίας 2,18,7. 10,6,3
16 Αριστοτέλης «Ποιητική» 25.
17 Όμηρος Ιλ. Β΄ 631-637.
18 Όμηρος Οδύσσεια Ξ΄ 96-104
19 Αθήναιος 2, 35b, Παυσανίας 10,38,1
20 Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Στάφυλος ήταν γιος του Σιληνού και αυτός εφηύρε το κρασί, ενώ σύμφωνα με τον Απολλόδωρο (Επιτ. Α΄9) οΣτάφυλος ήταν γιος της Αριάδνης και του Διονύσου και γεννήθηκε στη Λήμνου (ήταν αδελφός του Οινοπίωνα).
20 Απολλόδωρος Βιβλ. Α΄ VIII 1, Υγίνος Fab.129, 172, Διόδωρος Σικ. 4,34
21 Απολλοδώρου Επιτομή VII.
22 Στράβων 10,3,1 (επίσης Νόννος Διον. 13,135 και Απολλ. Βιβλ. Α΄ Ι, 7. Β΄Ι, 3, Γ΄ΙΙΙ, 1)
23 Πορτελάνος Αιτωλικές Οχυρώσεις σελ. 355
24 Ηρόδοτος Ιστορία Α΄ 56
25 Ηρόδοτος Ιστορία Η΄ 73
26 Θουκυδίδης 3, 94,4
27 Θουκυδίδης 3, 95,3