«Ποιητικό λόγο έχουν και λαοί βάρβαροι, αλλά καθαρά πεζό λόγο έχουν μόνον οι λαοί που φτάνουν σε μεγάλο ύψος πνευματικής καλλιέργειας.» (Κων/νος Τσάτσος)
«
Βάταλε! Βάταλε!», φώναζαν τα παιδιά στην γειτονιά χλευάζοντας τον μικρό βραδύγλωσσο με το ισχνό σώμα. Το επτάχρονο παιδί έτρεχε στην αγκαλιά της Κλεοβούλης, της μητέρας του, θυμωμένο. Εκείνη χάιδευε το κεφαλάκι του παιδιού, και κοιτώντας το μ΄ επιμονή στα μάτια έλεγε:
«Είσαι ο Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεύς! Ο πατέρας σου κι εγώ θα προσπαθήσουμε να σου παράσχουμε την άριστη παιδεία. Θα φτάσει η ώρα που θα λησμονήσεις τους χλευασμούς.»
Η μητέρα είχε δίκιο, όμως δεν μπορούσε να υπολογίσει τους κόπους που θα κατέβαλε ο γιος της για να επιτύχει όσα θα φιλοδοξούσε αργότερα.
Σε ηλικία επτά ετών το αγόρι μένει ορφανό από πατέρα, και η μεγάλη περιουσία της οικογένειάς του, από τα εργαστήρια του πατέρα του, το «μαχαιοποιείον» και το «θρονοποιείον» σπαταλιέται από τους επιτρόπους της περιουσίας. Η παιδεία όμως που αποκτά είναι περίφημη, όσο αξιοθαύμαστη και η προσπάθειά του ν΄ απαλλαγεί από τα σωματικά του ελαττώματα.
Μεγαλώνοντας, γυμνάζει το σώμα του δυναμώνοντας τους μύες, και γεμίζοντας τα πνευμόνια του με περισσότερο αέρα τρέχει στις ανηφοριές. Βάζει στο στόμα του χαλίκια και απαγγέλλει δυνατά στίχους ποιητών και περικοπές από λόγους, κατανικώντας το τραύλισμά του. Και όπως λένε για τον Λαομέδοντα τον Ορχομένιο, ότι προσπαθώντας να γιατρέψει κάποια πάθηση της σπλήνας του έκανε μακρινούς δρόμους κατά διαταγή των γιατρών, κι έπειτα αφού εξασκήθηκε, έλαβε μέρος στους «Στεφανίτες αγώνες» κι έγινε ένας από τους καλύτερους δολιχοδρόμους, έτσι έγινε και με τον Δημοσθένη.
……………
Τις ημέρες εκείνες όλοι στην Αθήνα μιλούσαν για τον Καλλίστρατο. Η δίκη του θα γινόταν στην Ηλιαία, και θα έπρεπε μπροστά στους Ηλιαστές ν΄ απολογηθεί και ν΄ αγωνιστεί για την προάσπιση της ζωής του. Η κατηγορία ήταν εσχάτη προδοσία και η ποινή θάνατος. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι, που η γνώμη τους επηρέαζε σημαντικά τους Αθηναίους, δρούσαν με τέτοιον αποτελεσματικό τρόπο, ώστε η καταδικαστική απόφαση φαινόταν σαν κάτι βέβαιο, χωρίς τίποτα να μπορεί ν΄ απαλλάξει τον στρατηγό Καλλίστρατο από τις βαρύτατες κατηγορίες. Τα φερέφωνα των πολιτικών του αντιπάλων είχαν ήδη καταφέρει την διαμόρφωση της κοινής γνώμης εις βάρος του.
Για αρκετούς από τους πολίτες όμως, τους πιο ψύχραιμους και ορθά σκεπτόμενους, οι αποδιδόμενες κατηγορίες ήσαν υπερβολικές και άδικες. Αποδίδονταν σε έναν άνδρα που ήταν ο καλύτερος ίσως πολιτικός ρήτορας και διπλωμάτης της εποχής.
- «Λησμονείτε πως ο Καλλίστρατος με άλλους πολιτικούς μας οργάνωσε την δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία διαμορφώνοντας τους όρους με δίκαιο και ορθό τρόπο για εμάς και τους συμμάχους μας;», ρωτούσε κάποιος Αθηναίος στην Αγορά.
- «Δεν το λησμονούμε, ούτε το γεγονός πως στην προσπάθειά του να υποστηρίξει την διπλή ηγεμονία Αθήνας-Σπάρτης του Ελληνισμού, έστρεψε την πολιτική μας προς την Σπάρτη και εναντίον της Θήβας στο συνέδριο της Σπάρτης», απάντησε ο συνομιλητής του.
- «Πέρασαν πέντε χρόνια από τότε, όμως τώρα χάσαμε τον Ωρωπό από τους Θηβαίους! Υπεύθυνος είναι ο Καλλίστρατος! Δίκαια να πιει το κώνειο!», παρενέβη άλλος πολίτης.
- «Ας αφήσουμε τους Ηλιαστές ν΄ αποφασίσουν», συμφώνησαν μεταξύ τους, αν και στην σκέψη τους η απόφαση είχε ήδη ληφθεί.
Οι συζητήσεις μεταξύ των Αθηναίων συνεχίζονταν, όμως η άποψη υπέρ της καταδίκης κυριαρχούσε σταδιακά φέρνοντας το κύπελλο με το κώνειο πλησιέστερα στα χείλη του Καλλίστρατου. Η κοινή γνώμη είχε διαμορφωθεί.
………….
Οι παιδαγωγοί και οι διδάσκαλοι στο σπίτι του δεκαπεντάχρονου Δημοσθένη σχολίαζαν το επίμαχο θέμα. Ο νεαρός μαθητευόμενος άκουγε καθημερινά τις συζητήσεις, και λίγες ημέρες πριν την έναρξη της δίκης ζήτησε, ή μάλλον ικέτευσε, να τον πάρουν μαζί τους. Ο υπέρμετρος ζήλος του τους προκάλεσε μεγάλη εντύπωση.
- «Είναι παράνομο να παρίστασαι εκεί Δημοσθένη, είσαι ανήλικος!»
- «Γνωρίζετε καλά και συνδέεστε με φιλικές σχέσεις μ΄ εκείνους που ανοίγουν τα δικαστήρια. Μπορεί να βρεθεί κάποιος τρόπος να μπω χωρίς να γίνω αντιληπτός. Σας παρακαλώ!»
Πράγματι, την ημέρα της δίκης ο νεαρός Δημοσθένης έμπαινε στην Ηλιαία και καθόταν σε μέρος που του επέτρεπε να βλέπει και ν΄ ακούει τα πάντα, χωρίς ο ίδιος να φαίνεται. Παρατηρούσε το πλήθος που με την αρνητική φόρτιση που το διακατείχε, έδειχνε με φωνές κι αποδοκιμασίες την αγανάκτησή του. Άκουσε μερικούς να ζητούν καταδικαστική απόφαση πριν ακόμη ο κατηγορούμενος προλάβει ν΄ απολογηθεί.
«Στην θέση του θα έπινα το κώνειο από τώρα, και δεν θα περίμενα την απόφαση», άκουσε κάποιον να σαρκάζει. Οι Ηλιαστές κατέλαβαν τις θέσεις τους στα έδρανα και η δίκη άρχισε. Οι φωνές του πλήθους ακούγονταν δυνατότερα καθώς οι κατήγοροι ανέπτυσσαν τις θέσεις τους. Μερικές γροθιές είχαν υψωθεί κατά του «προδότη».
Και ήλθε η ώρα της απολογίας.
Ο άνδρας που χρημάτισε και στρατηγός με μεγάλη επιβολή, την οποία όμως ποτέ δεν χρησιμοποίησε για προσωπικό του όφελος, στεκόταν τώρα μπροστά στους δικαστές και στο προκατειλημμένο πλήθος. Ύψωσε το χέρι του για να παύσουν οι φωνές ζητώντας ν΄ ακουστεί. Με φωνή δυνατή, παλλόμενη, καθάρια και χωρίς στόμφο ο Καλλίστρατος υπερασπίστηκε την τιμή και την ζωή του.
Όση ώρα ο πολιτικός αυτός άνδρας μιλούσε, στον χώρο της Ηλιαίας επικρατούσε απόλυτη σιγή. Τα πρόσωπα των ακροατών σιγά-σιγά άλλαζαν ύφος καθώς η οργή έδινε την θέση της στην συμπάθεια και την αποδοχή.
Ο νεαρός Δημοσθένης παρακολουθούσε σαστισμένος την δραματική αλλαγή στην συμπεριφορά όλων προς τον κατηγορούμενο. Η δύναμη του λόγου και της πειθούς είχε μεταβάλλει την γνώμη των Ηλιαστών και των ακροατών. Το τέλος της απολογίας συνοδεύτηκε από την αθωωτική απόφαση και τις επευφημίες του πλήθους. Σε λίγο ο Καλλίστρατος θα έβγαινε από την Ηλιαία όχι μόνον αθώος, αλλά και νικητής σε έναν αγώνα ζωής και τιμής. Ήταν ένας άξιος πολιτικός και ρήτορας.
Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας σημάδεψαν την ζωή του Δημοσθένη. Κατεβαίνοντας τις κλίμακες της Ηλιαίας μετά το κρίσιμο εκείνο επεισόδιο, γνώριζε ήδη τον προορισμό του. Θα γινόταν πολιτικός και ρήτορας.
Με την ενηλικίωσή του απευθύνθηκε στον ρήτορα Ισαίο, τον άριστο γνώστη του κληρονομικού δικαίου των Αθηναίων. Όχι μόνον επιδόθηκε στην μελέτη των λόγων του διάσημου ρήτορα, αλλά τον προσέλαβε ως δάσκαλό του, για ν΄ αποκτήσει την τέλεια γνώση του δικαίου, της αυστηρής νομικής γλώσσας και της ρητορικής τέχνης. Στόχος του ήταν η τιμωρία της αδικίας των επιτρόπων της πατρικής του κληρονομιάς που κατασπαταλήθηκε απ΄ αυτούς. Κύριο ζήτημα για τον Δημοσθένη δεν ήταν τα χαμένα χρήματα, αλλά η τιμωρία της αδικίας, η αποκάλυψη της προδοσίας και η επανόρθωση της τιμής της οικογένειάς του.
…………..
- «Δημοσθένη! Δημοσθένη! Περίμενε φίλε μου…δεν είναι ανάγκη να στεναχωρείσαι τόσο πολύ! Τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά όσο φαίνονται εν πρώτοις, άλλωστε δύνασαι να βελτιωθείς αν θέλεις», μίλησε ασθμαίνοντας ο Σάτυρος στην προσπάθειά του να προφτάσει τον απογοητευμένο από την πρώτη δημόσια παρουσία του ρήτορα, που κατηφής επέστρεφε στο σπίτι με καλυμμένη κεφαλή.
- «Γνωρίζεις καλά πόσο προσπάθησα να διορθώσω την προβληματική εκφορά του λόγου μου, να γυμνάσω το ισχνό σώμα μου, να μελετήσω τα πάντα γύρω από την ρητορική τέχνη. Θεωρούμαι πεπαιδευμένος πολίτης! Πού σφάλω Σάτυρε; Γιατί με αποδοκίμασαν; Γιατί δεν έπειθα με τους λόγους μου; Ο γερο-Εύνομος ο Θριάσιος μου είπε πως, ο λόγος μου ήταν ισάξιος με αυτόν του Περικλή, όμως ανίσχυρος να πείσει το ακροατήριο!»
- «Θα σε ακολουθήσω στο σπίτι σου. Πρέπει να σε συμβουλεύσω προκειμένου να διορθώσεις το μοναδικό, αλλά μεγάλης σημασίας σφάλμα σου. Και το αποκαλώ έτσι, γιατί πρέπει ν΄ αντιληφθείς την σημαντικότητα των όσων θα σου πω για να σε βοηθήσω να κατανοήσεις.
- «Τι να κατανοήσω, την στιγμή που περιφρονούμαι από τον λαό, όταν αμαθείς ναύτες ή μεθυσμένοι ακούγονται καλύτερα στο βήμα;
Ο διάσημος ηθοποιός Σάτυρος ακολουθώντας τον βαρύθυμο τριαντάχρονο φίλο του μπήκαν στο σπίτι.
- «Δημοσθένη, αυτά που λες είναι αλήθεια, αλλά θα σε γιατρέψω γρήγορα, αν θελήσεις να μου απαγγείλεις ένα απόσπασμα από τον Αισχύλο.»
- «Ν΄ απαγγείλω είπες; Δεν βρίσκω σε τι θα με βοηθούσε αυτό που ζητάς.»
- «Προσπάθησε να ξεπεράσεις τον θυμό σου και να κάνεις ό,τι σου προτείνω.»
Ο Δημοσθένης αμήχανος και παραξενεμένος άρχισε ν΄ απαγγέλλει τον μονόλογο του Προμηθέα από το ομώνυμο αισχύλειο έργο. Μια άχρωμη, ουδέτερη, μονότονη φωνή ακούστηκε, και ο ηθοποιός, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει πλέον τον εμφανή οίκτο του, κούνησε με αποδοκιμασία το κεφάλι, διακόπτοντας την απαγγελία του φίλου του.
- «Κάθισε Δημοσθένη και άκουσε την δική μου… «εκδοχή» του Προμηθέα.»
Και άκουσε τον ηθοποιό ν΄ απαγγέλλει. Ήταν σαν να έβλεπε πάνω στον βράχο τον Τιτάνα ν΄ απειλεί και να φοβερίζει τον πατέρα θεών και ανθρώπων! Άκουγε μια φωνή με παλμό και δύναμη να περιγράφει πάθη, να ιστορεί το παρελθόν, να προφητεύει το μέλλον, ν΄ αντιδικεί με τον ισχυρό, να απειλεί, να ικετεύει, να πονά, να ενθουσιάζεται! Τόσα πολλά «είδε» ακούγοντας μιαν απαγγελία.
- «Τι τέχνη!» ήταν το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ο ρήτορας.
- «Η απαγγελία έγκειται στην φωνή, στον τρόπο ορθής εκφοράς του λόγου. Στο πώς πρέπει να την τροποποιούμε ανάλογα με το κάθε πάθος, δηλαδή να την κάνουμε πότε ισχυρή, πότε ασθενή και πότε μέτρια. Και πώς να μεταχειριζόμαστε τους τόνους, δηλαδή πότε οξύ, πότε βαρύ και πότε μέσο. Γιατί τρία είναι εκείνα που εξετάζουμε στην φωνή: το μέγεθος, η αρμονία και ο ρυθμός. Όσοι τα κατέχουν, επιτυγχάνουν σχεδόν πάντοτε τα βραβεία στους αγώνες του βήματος.»
- «Εννοείς πως πρέπει να καλλιεργήσω το ύφος στον λόγο μου;»
- «Εσύ μίλησες για αμαθείς που καταλαμβάνοντας το βήμα καταφέρνουν να γίνονται αρεστοί στον λαό. Καταλαβαίνεις όμως γιατί συμβαίνει αυτό; Όπως είχε πει ο Αριστοτέλης υπαινισσόμενος τον Ευριπίδη, οι απαίδευτοι μιλούν με μουσικότερη γλώσσα στο πλήθος, γι΄ αυτό και είναι πειστικότεροι από τους μορφωμένους.»
- «Φαντάζομαι πως πρέπει να δώσω στους λόγους μου ασυνήθιστο ύφος, επειδή οι άνθρωποι θαυμάζουν ό,τι δεν είναι συνηθισμένο, και το θαυμαστό είναι ευχάριστο.»
- «Ναι, με την διαφορά πως πρέπει να το κάνεις χωρίς να γίνεται αντιληπτό και να μην φαίνεται ότι μιλάς με τέχνη αλλά με φυσικό τρόπο, γιατί αυτό εμπνέει εμπιστοσύνη.
- «Έχεις απόλυτο δίκιο! Θα ασκηθώ εντατικά, μόνο που σ΄ αυτή την περίπτωση δεν θα δυναμώσω το σώμα μου κτυπώντας τον κώρυκο, αλλά θα καλλιεργήσω το ύφος στους λόγους μου ασκούμενος στο κάτοπτρο. Ευελπιστώ να τα καταφέρω.»
- «Είμαι σίγουρος, γιατί όπως είπε και ο Αριστοτέλης, «εκ των προηγουμένων γεγονότων προεικάζοντες, κρίνουμε τα μέλλοντα. Θα έλθει η στιγμή που θα υπερέχεις όλων στην τέχνη που επέλεξες.»
- «Με ενθουσιάζει η προοπτική αυτής της αλλαγής! Πόσο ορθά και ποιητικά το είπε ο Ευριπίδης: το να αλλάζουν όλα είναι όμορφο».
- «Το μόνο που δεν θα αλλάξει, είναι το ήθος σου Δημοσθένη, αφού θα εμποτίζει τους λόγους σου. Και όπως είπε ο Δημόκριτος, «ο λόγος είναι η σκιά της διαγωγής», είμαι σίγουρος πως ό,τι εκφωνήσεις μπροστά στον λαό, θα είναι απόρροια των αρχών και πεποιθήσεών σου. Καλή τύχη φίλε μου.»
Έμεινε μόνος κοιτώντας αφηρημένα τον χώρο γύρω του προσπαθώντας να κατανοήσει την σημαντικότητα του «μαθήματος υποκριτικής» που του έδωσε ο Σάτυρος. Στο νου του τριγυρνούσε συνεχώς η λέξη «μουσικότητα» με τα στοιχεία που την απαρτίζουν. Μηχανικά βηματίζοντας επαναλάμβανε: «μέγεθος, αρμονία, ρυθμός». Μέσα σε λίγες ημέρες ένα μικρό δωμάτιο στο υπόγειο του σπιτιού διαμορφώθηκε σε «γυμναστήριο», με ένα ευμέγεθες κάτοπτρο που στο φως των λίχνων αντανακλούσε το είδωλο ενός μαχητικού ανθρώπου, που προσπαθούσε να υποτάξει το «άμουσο» της φωνής και της κίνησής του, στην δύναμη της καλλιτεχνίας. Οδηγούσε το σώμα του να εκφραστεί με το πάθος ή την συγκίνηση που τον κάτεχε, και τον λόγο του να βγαίνει με σαφήνεια και παλμό, προκειμένου να επιτύχει τον ποθητό στόχο: την πειθώ. Ακαταπόνητος, και έχοντας ξυρίσει το μισό κεφάλι του για να μην μπορεί να βγει από το σπίτι, ασκούνταν συνεχώς.
Είχαν περάσει τρεις μήνες και η απομόνωσή του είχε προκαλέσει σχόλια στην Αθήνα, έτσι που πολλοί αστειεύονταν μαζί του. Ο Χαλκούς, ένας κλέφτης που επιχείρησε να τον πειράξει για τις αγρυπνίες και το νυχτερινό του γράψιμο, πήρε την απάντηση που του άρμοζε:
«Γνωρίζω πως σε στεναχωρώ επειδή καίω λυχνάρι. Κι εσείς Αθηναίοι, να μην παραξενευόσαστε για τις κλεψιές που γίνονται, αφού έχουμε τους κλέφτες «χαλκούς» και τους τοίχους με λάσπη.»
Ο δημαγωγός Πυθέας περιπαίζοντάς τον του είπε πως «οι σκέψεις του μύριζαν λυχνία». Πικραμένος ο Δημοσθένης στράφηκε και του απάντησε: «Βέβαια, Πυθέα, γιατί δεν φωτίζουν τα ίδια πράγματα το δικό μου λυχνάρι και το δικό σου.»
Ήταν ένας μακροχρόνιος αγώνας που προηγήθηκε της απόφασής του να μετάσχει στην πολιτική σκηνή. Και όταν ολοκληρώθηκε η «εκπαίδευση», γεννήθηκε ένας πολιτικός άνδρας με κύριο χαρακτηριστικό του την συνέπεια, κληροδοτώντας στις επερχόμενες γενιές αυτό το «μέγιστο μάθημα».
……………..
Όλες σχεδόν οι κτήσεις των Αθηναίων στην Μακεδονία και Θράκη είχαν καταληφθεί από τον Φίλιππο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς απειλούσε την χερσόνησο της Χαλκιδικής που ήταν μια πολύτιμη κτήση για την Αθήνα, αφού της εξασφάλιζε την κυριαρχία των στενών του Ελλησπόντου και τον ανεφοδιασμό της με σιτηρά από την νότια Ρωσία. Η μέχρι τότε αδράνεια των Αθηναίων, ακόμη κι αν εδώ και πέντε χρόνια βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με τον Φίλιππο, έπαυσε, και η εκκλησία του δήμου ψηφίζει την άμεση αποστολή στόλου. Η φήμη όμως ότι ο Φίλιππος πέθανε, έγινε αιτία να σταματήσουν οι ετοιμασίες για εκστρατεία.
Στην αγορά εκείνη την ημέρα περιδιάβαινε ανήσυχος ο τριαντατριάχρονος ρήτορας Δημοσθένης. Δεν του έμενε πια καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις και τα σχέδια του Φιλίππου, αφού είχε παρακολουθήσει προσεκτικά την σταδιακή εφαρμογή τους και είχε διαπιστώσει πως ο αντίπαλος ήταν ένας άνθρωπος που δεν βάδιζε ποτέ στην τύχη, αλλά επιτύγχανε σχεδόν πάντα τον σκοπό του. Ο Φίλιππος στην πραγματικότητα είχε αρρωστήσει και βρισκόταν στην Πέλλα. Δεν άργησε όμως να θεραπευθεί και να δραστηριοποιηθεί. Στην αγορά οι Αθηναίοι επαναπαυμένοι στην ακινησία της πλασματικής ειρήνης, σχολίαζαν τα νέα.
- «Τελικά δεν πέθανε, αλλά δεν νομίζω πως πρέπει να φοβόμαστε.»
- «Δεν θα συμβεί τίποτα σημαντικό. Ως πού μπορεί να φτάσει ο Μακεδόνας; Σίγουρα όχι ως την Αθήνα.»
- «Του αρκούν οι αποικίες μας που κατέλαβε στην Μακεδονία. Νομίζω πως θα σταματήσει να μας προκαλεί.»
Τα λόγια των Αθηναίων πολιτών χτύπησαν σαν αιχμές δοράτων το μυαλό και το στήθος του ρήτορα πολιτικού. Στράφηκε προς το μέρος τους και μη αντέχοντας, διέκοψε την συνομιλία τους.
- «Ακόμη κι αν αυτός πάθει κάτι, γρήγορα εσείς θα δημιουργήσετε έναν άλλο Φίλιππο, όσο θα αντιμετωπίζετε τις υποθέσεις σας μ΄ αυτόν τον τρόπο. Γιατί δεν είναι η δική του δύναμη που τον έκανε ισχυρό, αλλά η δική σας αδιαφορία!»
- «Δημοσθένη μας προκαλείς; Μας αποδίδεις ανευθυνότητα; Δεν θα σε ωφελήσει αυτό στην πολιτική κονίστρα που διάλεξες ν΄ αγωνιστείς!», διαμαρτυρήθηκαν οι Αθηναίοι πολίτες.
- «Θεωρώ καθήκον του καλού πολίτη να προτιμά την σωτηρία της πατρίδας του, από την εύνοια των συμπολιτών του που θα κερδίσει με κολακείες», αντέκρουσε ο ρήτορας, και συμπλήρωσε: «η ανόητη πολιτική γίνεται αιτία πολλών συμφορών για τις δημοκρατίες.»
- «Δεν αντιμετωπίζουμε κανένα άμεσο πρόβλημα και τίποτα δεν φαίνεται να ταράξει στο μέλλον την ηρεμία μας», ακούστηκε πάλι η φωνή της αδράνειας.
- «Οι ανόητοι χάνουν το λογικό τους όταν ευτυχούν χωρίς να το αξίζουν. Γι΄ αυτό φαίνεται πολλές φορές δυσκολότερη η διατήρηση από την απόκτηση των αγαθών», στηλίτευσε ο Δημοσθένης τον Αθηναίο πολίτη.
- «Η Αθήνα δεν φοβάται τίποτα. Φέρει ένα τιμημένο παρελθόν και αναμένει ένα ισάξιο μέλλον!»
- «Πόση χαρά νιώθετε όταν ακούτε να παινεύει κάποιος τους προγόνους μας, να διηγείται τα έργα και να μνημονεύει τα τρόπαιά τους! Πρέπει όμως να γνωρίζετε ότι, οι πρόγονοί μας έστησαν τα τρόπαια αυτά όχι μόνο για να τα θαυμάζετε βλέποντάς τα, αλλά και να μιμείστε τις αρετές εκείνων που τα έστησαν!»
- «Ο Φίλιππος δεν θα θελήσει να μας πειράξει. Έχει άφθονα αποκτήματα, δεν στερείται τίποτα, απ΄ όσο γνωρίζουμε», διευκρίνισε κάποιος άλλος.
- «Κανένας δεν πολεμάει το ίδιο για ν΄ αποκτήσει περισσότερα ή για να υπερασπίσει τα δικά του, αλλά για όσα στερούνται, όλοι πολεμούν με όλες τις δυνάμεις τους, όχι όμως και για να αυξήσουν όσα έχουν. Επιθυμούν βέβαια να τα αυξήσουν αν δεν τους εμποδίσει κανείς, αν όμως τους εμποδίσει δεν θεωρούν ότι τους έχουν αδικήσει καθόλου όσοι τους εναντιώθηκαν. Όταν όμως όσοι αδικούνται το αρνούνται, όπως εσείς τώρα από τον Φίλιππο, τι πρέπει να κάνει αυτός που αδικεί;»
- «Ο Φίλιππος όμως χρησιμοποιεί κάθε μέσον για να επιβάλει την βούλησή του.»
- «Αν του το επιτρέψετε θα το κάνει. Γιατί είναι αδύνατον, ναι αδύνατον, να αποκτήσει κανείς σταθερή δύναμη με την αδικία, την επιορκία και το ψέμα. Μπορεί όλα αυτά ν΄ αντέξουν στο πρώτο χτύπημα και για λίγο καιρό, και μάλιστα μπορεί, αν βοηθήσει η τύχη, να έχουν και μιαν άνθιση προσωρινή στηριγμένη στις ελπίδες, με τον καιρό όμως ξεσκεπάζεται και καταρρέουν όλα γύρω τους. Γιατί όπως τα θεμέλια ενός σπιτιού, ενός πλοίου και κάθε άλλης παρόμοιας κατασκευής, πρέπει να είναι πολύ στέρεα, έτσι επιβάλλεται να είναι σύμφωνες με την αλήθεια και το δίκαιο και οι πολιτικές ενέργειες.»
- «Δεν φταίμε εμείς για την δύναμη του Φιλίππου, όπως κι αν την απέκτησε. Ίσως φταίει η άτοπη δράση των πολιτικών μας», προσπάθησε να δικαιολογηθεί κάποιος πολίτης.
- «Στους κινδύνους του πολέμου κανένας λιποτάκτης δεν κατηγορεί τον εαυτό του, αλλά τον στρατηγό, τον συμμαχητή του, όλους τους άλλους. Οι αίτιοι της ήττας όμως, είναι βέβαια οι λιποτάκτες. Γιατί θα μπορούσε να μείνει στη θέση του αυτός που κατηγορεί τους άλλους, κι αν έκαμνε το ίδιο ο καθένας, θα νικούσαν!»
- «Ο Φίλιππος δεν δείχνει να θέλει να βλάψει την Αθήνα», αμύνθηκε κάποιος του φιλομακεδονικού κόμματος.
- «Υπάρχει ένα γενικό μέσον προφύλαξης που χαρακτηρίζει την φύση των σκεπτόμενων ανθρώπων και είναι καλό και σωτήριο για όλους, και μάλιστα για τους λαούς απέναντι στους τυράννους. Ποιο είναι αυτό; Μα η επιφυλακτικότητα, η δυσπιστία! Σ΄ αυτήν να βασίζεστε, αυτήν να προσέχετε. Και όσο την διατηρείτε, κανένα κακό δεν θα πάθετε. Γιατί κάθε βασιλιάς και κάθε τύραννος είναι εχθρός της ελευθερίας και αντίπαλος του νόμου! Είναι γνωστό, πως οι δημοκρατίες δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στα τυραννικά καθεστώτα και ιδιαίτερα όταν οι χώρες ή οι κτήσεις τους γειτονεύουν.»
- «Μιλάς για τις χαμένες ήδη αποικίες μας, εμείς όμως είμαστε, έστω και προς ώρας, ασφαλείς.»
- «Πρέπει πάντα, όσοι ευτυχούν να φαίνεται ότι είναι πρόθυμοι να προσφέρουν σε όσους δυστυχούν, αφού το μέλλον βέβαια είναι άδηλο για όλους τους ανθρώπους.»
- «Άδηλο όχι για μας Δημοσθένη! Είμαστε Αθηναίοι πολίτες, κι εσύ πολύ νέος για να μας κάνεις υποδείξεις!», προσπάθησαν ακόμη μια φορά οι φιλομακεδόνες.
«Ο τρόπος που ενεργούν οι άνθρωποι, αναγκαστικά επηρεάζει και την ποιότητα των ψυχικών τους αντιδράσεων», μονολόγησε ο Δημοσθένης.
Με θυμό και πίκρα λίγο αργότερα ανεβαίνοντας στο βήμα, θα ρίξει τον πολιορκητικό κριό της πειθούς του, στηλιτεύοντας την αδράνεια, αυτόν τον τρομερό εχθρό της ελευθερίας και δημιουργίας. Θα εκφωνήσει τον πρώτο «Φιλιππικό», μια δημηγορία που είχε στόχο της τον Φίλιππο και την εξωτερική πολιτική των Αθηναίων. Ο λόγος αυτός είναι από τους πιο χαρακτηριστικούς για την ιστορία της ρητορείας και για την πολιτική του Δημοσθένη, με το πραγματικά γεμάτο πάθος ύφος του.
……………..
Ο Λουκιανός, ο επικούρειος σοφιστής και συγγραφέας του 2ου αιώνα, θαυμαστής του ήθους και της ρητορικής δεινότητας του Δημοσθένους, συγγράφει το «Δημοσθένους εγκώμιον», αποδίδοντας φόρο τιμής στην μνήμη του άριστου Αθηναίου πολίτη. (Απόσπασμα)
«Ώ Παρμενίων», είπε ο Φίλιππος, «ο Δημοσθένης έχει το δικαίωμα να λέει τα πάντα, αφού είναι ο μόνος απ΄ όλους τους δημαγωγούς της Ελλάδος που δεν είναι γραμμένος στα κατάστιχα των δαπανών μου. Όμως, αυτόν μπορώ να εμπιστευτώ και όχι τους γραμματείς και τους τριταγωνιστές. Αυτοί είναι γραμμένοι στα τεφτέρια μου, αφού έλαβαν από μένα χρυσάφι, ζωντανά, κτήματα στην Εύβοια και την Μακεδονία. Όσο για μας, ευκολότερα θα κυριεύσουμε το τείχος των Βυζαντίων με πολιορκητικές μηχανές, παρά τον Δημοσθένη με χρυσάφι. Εγώ, Παρμενίων, αν κάποιος Αθηναίος μιλώντας στους Αθηναίους, προτιμά εμένα από την ίδια την πατρίδα του, θα του προσφέρω το χρυσάφι μου, όχι όμως την φιλία μου. Αν πάλι κάποιος, για χάρη της πατρίδας του με μισεί, τον πολιορκώ σαν τείχος, σαν τάφρο, σαν νεώριο, τον θαυμάζω όμως για την αρετή του και μακαρίζω την πόλη που έχει τέτοιον πολίτη. Και τους μεν άλλους αφού πάψω να τους έχω ανάγκη με ευχαρίστηση τους χάνω, εκείνον όμως θα ήθελα να τον έχω κοντά μου, πιο πολύ ακόμη κι από το ιππικό των Τριβαλλών και όλους τους μισθοφόρους, γιατί καθόλου δεν θεωρώ κατώτερη των όπλων, την πειθώ του λόγου και την εμβρίθεια του πνεύματος.»
Αυτά είπε ο Φίλιππος στον Παρμενίωνα. Όταν ο Διοπείθης στάλθηκε με σημαντικό στόλο από την Αθήνα, ένιωσα κάποια ανησυχία, ο Φίλιππος όμως γέλασε πολύ και μου είπε:
- Φοβάσαι για μας, έναν στρατηγό και Αθηναίους στρατιώτες; Τα πλοία τους, ο Πειραιάς, τα νεώριά τους, είναι για μένα εύκολη υπόθεση. Τι μπορούν να καταφέρουν άνθρωποι που ζουν αιωνίως μέσα σε γιορτές, συμπόσια και χορούς; Αν δεν υπήρχε ο Δημοσθένης, θα κυριεύαμε την πόλη πιο εύκολα ακόμη και από τους Θηβαίους και τους Θεσσαλούς, χρησιμοποιώντας απάτη, βία, αιφνιδιασμό και χρυσάφι. Αλλά ο Δημοσθένης είναι σε ετοιμότητα, καραδοκεί όλες τις περιστάσεις, παρακολουθεί τις κινήσεις μας, αντιπαρατάσσεται στα στρατηγήματά μας. Ξεσηκώνει κι ενθουσιάζει τους συμπολίτες του, λες και τους δίνει μανδραγόρα. Μεταχειρίζεται την ειλικρίνεια των λόγων του για να σχίσει και καυτηριάσει την τεμπελιά τους, χωρίς να ενδιαφέρεται αν θα τους φανεί αρεστός. Ανυψώνει την αξιοπρέπεια των πολιτών θυμίζοντάς τους τα παραδείγματα των γενναίων μαχητών του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, συνδέει συμμαχίες και συνασπίσεις μεταξύ όλων των ελλήνων. Κανείς δεν μπορεί να τον αγοράσει με περισσότερα χρήματα απ΄ όσα «αγόρασε» ο βασιλιάς των Περσών τον Αριστείδη τον δίκαιο. Αυτόν πρέπει να φοβόμαστε περισσότερο, παρά όλες τις τριήρεις και όλους τους στόλους.»
Αυτά ανέφερε συνεχώς ο Φίλιππος για τον Δημοσθένη. Σε όσους του έλεγαν πως μεγάλο ανταγωνιστή έχει τον δήμο των Αθηναίων, απαντούσε:
«Για μένα, μοναδικός ανταγωνιστής είναι ο Δημοσθένης. Οι Αθηναίοι, χωρίς αυτόν, είναι Αινιάνες και Θεσσαλοί.»
Όταν ο Φίλιππος έστελνε πρεσβείες στις διάφορες πόλεις και οι Αθηναίοι έστελναν και αυτοί κάποιους από τους ρήτορές τους, η πρεσβεία του Φιλίππου σημείωνε επιτυχία. Όταν όμως αντιτασσόταν ο Δημοσθένης, έλεγε:
«Άδικα στείλαμε πρέσβεις. Αδύνατον να εγείρει κανείς τρόπαιο έναντι των λόγων του Δημοσθένη.»
……………
Ήταν Οκτώβριος του –323 όταν πέθανε ο Δημοσθένης. «Πέθανε, λοιπόν, στις δεκαέξι Πυανεψιώνος, την ημέρα που νηστεύουν οι γυναίκες, γιορτάζοντας κοντά στην θεά την σκυθροπώτερη ημέρα των Θεσμοφορίων», θα γράψει ο Πλούταρχος. Αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια των διωκτών του. Σαράντα δυο χρόνια μετά τον θάνατό του, όταν την έξαψη των κομματικών παθών διαδέχθηκε ηρεμία, οι Αθηναίοι τιμώντας την φιλοπατρία, την εθελοθυσία και την γενναιοδωρία του ρήτορα, έστησαν στην αγορά τον χάλκινο ανδριάντα του γράφοντας στην βάση:
«Αν είχες την δύναμη όμοια με την γνώμη σου, Δημοσθένη, δεν θα κυριαρχούσε ποτέ στην Ελλάδα ο Μακεδονικός Άρης.»
Η ρητορική αναπτύσσεται εκεί που υπάρχει συγκέντρωση λαού ή στρατού, που πρέπει να πεισθεί με τον λόγο. Γίνεται όμως έντεχνος λόγος, όταν σ΄ αυτούς που απευθύνεται διαθέτουν καλαισθησία και παιδεία, που αναγκάζει τον ρήτορα να επιμεληθεί την μορφή και την δομή των λεγομένων του για να τους επηρεάσει. Κανένας λαός από τους αρχαιότατους χρόνους δεν ανέπτυξε την ρητορική όσο ο ελληνικός, για τον λόγο ότι αυτός διαμόρφωσε την ελευθερία, την ισηγορία, την παρρησία, τα δικαιώματα και καθήκοντα του πολίτη. Ο Δημοσθένης καταλαμβάνει αδιαφιλονίκητα την πρώτη θέση των ρητόρων λόγω της μεγαλοφυΐας του. Η αφοβία, όπως και η έλλειψη δεισιδαιμονίας στον χαρακτήρα του αποδεικνύεται και από την τραχιά αντίθεσή του προς τους πλατωνικούς, που αποτελούσαν την εποχή εκείνη ισχυρή δύναμη στην Αθήνα. Του προκαλούσε αηδία κάθε φιλοσοφία που απομάκρυνε τον άνθρωπο από τα καθήκοντά του ως πολίτη και τον μετέφερε από την υγιή σφαίρα της πρακτικής δράσης, στον κόσμο των ιδεών. Ο Κικέρων στο έργο του «Περί ύψους» επισημαίνει τον «τόνο υψηγορίας, τα έμψυχα πάθη, την περιουσίαν, την αγχίνοια, το τάχος, την δεινότητα και την δύναμιν που είναι την άπασιν απρόσιτον». Αυτά τα «θεόπεμπτα δεινά δωρήματα» είναι οι αιτίες που ο Δημοσθένης ξεπερνά όλους τους ρήτορες, «και ωσπερεί καταβροντά και καταφέγγει τους απ΄ αιώνος ρήτοτας».
Για τον «Περί του στεφάνου» λόγο του Δημοσθένους, το αριστούργημα αυτό, ο Άγγλος φιλόλογος Jebb, τον περασμένο αιώνα, γράφει:
«Επί 2.000 χρόνια διατηρήθηκε η παράδοση που ζει και πάντα θα ζει, όσο θα απομένουν άνθρωποι ικανοί να νιώσουν την μεγαλοπρεπή μουσική, που μια γλώσσα προσφέρει για την έκφραση ενός ύψιστου ενθουσιασμού. Αυτοί που απ΄ όλα τα μέρη της Ελλάδος συνέρευσαν εκείνη την ημέρα ν΄ ακούσουν τον επιτάφιο της ελευθερίας τους που την είχαν χάσει, και την απολογία μιας τιμής που μπορούσαν ακόμη να την κληροδοτήσουν στα παιδιά τους, είχαν ακροαστεί το αριστούργημα της ρητορικής τέχνης του αρχαίου κόσμου, και ίσως το υπέρτατο επίτευγμα της ανθρώπινης ευγλωττίας.»
Βιβλιογραφία
«Δημοσθένους Άπαντα» Εκδ. Γεωργιάδη
«Πλουτάρχου Βίοι παράλληλοι» Εκδ. Πάπυρος
«Αριστοτέλους Ρητορική Τέχνη» Εκδ. Πάπυρος
«Λουκιανού Εγκώμιον Δημοσθένους» Εκδ. Κάκτος